Προς αναζήτηση ποιότητας ζωής: Η ιστορία ενός digital nomad
Segment 1
Παιδικά χρόνια και βιογραφικά στοιχεία
00:00:00 - 00:07:10
Partial Transcript
Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023, βρισκόμαστε στα Αρμόλια Χίου, ονομάζομαι Γεωργιακώδης Κωνσταντίνος και είμαι ερευνητής στο Istorima. Καλησπ…ια απάντησε θετικά. Και ήταν το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, όπου ξεκινούσα τον Φλεβάρη του ’11, σαν full-time student, μεταπτυχιακός πλέον.
Lead to transcriptSegment 2
Μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία
00:07:10 - 00:23:46
Partial Transcript
Πολύ ωραία. Δηλαδή ήτανε, ας το πούμε σε εισαγωγικά, ένα «όνειρο ζωής» να φύγεις στο εξωτερικό. Θα ήθελες να μείνεις εκεί ή απλά να σπουδάσε…πέρα, χιλιάδες φοιτητές, και ξεκινάς και στέλνεις βιογραφικά, μιλάς λιγάκι και, αν είσαι τυχερός, σε παίρνουνε. Εγώ δεν βρήκα έτσι δουλειά.
Lead to transcriptSegment 3
Εργασία στην Αγγλία και απόπειρα επιστροφής στην Ελλάδα
00:23:46 - 00:34:57
Partial Transcript
Είχες αποφασίσει να εργαστείς εκεί όταν τελείωνες ή ήταν απόφαση του τελευταίου χρόνου, ας το πούμε; Όχι, ήταν απόφαση που έλεγα: «Θα μείνω… μου, χωρίς κάποιο οικείο πρόσωπο, ας πούμε, στο Λονδίνο, πέρα από έναν γνωστό μου, ο οποίος δεν έμενε καν στο Λονδίνο, έμενε στο Μπράιτον.
Lead to transcriptSegment 4
Επιστροφή στην Αγγλία και πανδημία του κορονοϊού
00:34:57 - 00:48:52
Partial Transcript
Δηλαδή ήταν ακόμη πιο δύσκολο από την πρώτη φορά. Και να φανταστώ ότι και οι γονείς σου δεν θα το πήρανε τόσο «καλά» –ας το πούμε, σε εισαγω…ουν το κομμάτι ότι «είμαι σπίτι και δεν κάνω τίποτα», και δεν είχαν και κάποιες ασχολίες, οπότε απλά καθόντουσαν σπίτι και βλέπανε Netflix.
Lead to transcriptSegment 5
Εγκατάσταση στη Χίο και ποιότητα ζωής στην επαρχία
00:48:52 - 01:05:50
Partial Transcript
Ωραία. Και φτάνεις στην Αθήνα… Φτάνω στην Αθήνα… Θέλω να μου περιγράψεις τα συναισθήματά σου. Πώς ένιωσες όταν κατέβηκες από το αεροπλάνο,… συνεχίζω να δουλεύω remotely… Μένω με τους γονείς μου, by the way, στο πατρικό μου. Είμαι 36 χρονών και μένω με τους γονείς μου ακόμα και…
Lead to transcriptSegment 6
Σχέδια για το μέλλον, συμβουλές και επίλογος
01:05:50 - 01:14:59
Partial Transcript
Και ποια είναι τα σχέδιά σου τώρα για το μέλλον; Σκέφτεσαι καθόλου, παράδειγμα, να ξαναγυρίσεις; Να συνεχίσεις δηλαδή remotely και να ξαναέρ… διαφορετικό, δεν θα έκανα τίποτα, θα τα ’κανα πάλι όλα με τον ίδιο τρόπο από την αρχή. Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πολύ κι εγώ.
Lead to transcript[00:00:00]Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023, βρισκόμαστε στα Αρμόλια Χίου, ονομάζομαι Γεωργιακώδης Κωνσταντίνος και είμαι ερευνητής στο Istorima. Καλησπέρα, Ανανία.
Καλησπέρα.
Θέλεις να μου πεις, για αρχή, κάποια πράγματα όπως το όνομά σου, ηλικία, πού ζεις, πού εργάζεσαι;
Ναι. Καλησπέρα, εγώ είμαι ο Ανανίας Μαμελετζής, είμαι 36 χρονών, εργάζομαι για μία εταιρεία στο Λονδίνο και τα τελευταία δυόμισι χρόνια περίπου ζω στην Ελλάδα και στη Χίο.
Ωραία. Εργάζεσαι με τηλεργασία να φανταστώ, έτσι;
Ναι, τα τελευταία δυόμισι χρόνια είμαι με τηλεργασία.
Ωραία. Πες μου, για αρχή, κάποια πράγματα για σένα, πού μεγάλωσες, για το σχολείο, το Δημοτικό, το Γυμνάσιο, το Λύκειο, δηλαδή πού έκανες, σε ποια περιοχή…
Μεγάλωσα στην Αθήνα, στη Δάφνη συγκεκριμένα, όπου πήγα σχολείο όλες τις τάξεις και μετά, από μόλις τελείωσα το σχολείο, πέρασα σε μία σχολή πληροφορικής στο Μεσολόγγι, το 2005, όπου πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια εκεί, μέχρι το 2010, και στην ουσία, μετά απ’ αυτό, πήρα την απόφασή να φύγω για το εξωτερικό. Στη Δάφνη συγκεκριμένα είναι μία πολύ ήρεμη περιοχή, γειτονιά θα το χαρακτήριζα.
Στη Δάφνη, όπου μεγάλωσες έτσι;
Στη Δάφνη, που μεγάλωσα, γειτονιά της Αθήνας. Ήρεμα παιδικά χρόνια, όχι κάτι ιδιαίτερο. Πολύ καλά θα έλεγα. Μετά, όταν τελείωσα το σχολείο, πέρασα στο Μεσολόγγι, όπως είπα, κι εκεί ξεκίνησαν τα φοιτητικά χρόνια, τα οποία θεωρώ για μένα ότι είναι από τα πιο σημαντικά χρόνια που μπορεί να ζήσει κάποιος ή κάποια. Είναι η πρώτη φορά που στην ουσία που μένεις μόνος σου, που πρέπει να σταθείς στα πόδια σου, να γνωρίσεις κόσμο… Και θεωρώ ότι ήτανε… δηλαδή όταν τα σκέφτομαι, τα σκέφτομαι, ας πούμε, με μεγάλη νοσταλγία, ακόμα και τώρα. Και νομίζω, όσο μεγαλώνουμε, όλοι μας, ως έναν βαθμό, αναπολούμε με γλυκές αναμνήσεις αυτά τα χρόνια, γιατί στην ουσία είναι τα χρόνια της ξεγνοιασιάς και ζεις μέρα με τη μέρα, δεν σ’ ενδιαφέρει και πάρα πολύ το μέλλον. Αλλά ναι, περίπου πέντε χρόνια έκανα στο Μεσολόγγι και από κει και πέρα ξεκίνησα… έκανα μια πρακτική, γυρνώντας, τελειώνοντας τη σχολή, στον ΟΤΕ στην Αθήνα, που ήταν το 2011 περίπου.
Άρα, ήτανε τα χρόνια που άρχισε η Κρίση, η Οικονομική Κρίση στην Ελλάδα;
Ναι, ναι, ήταν τα χρόνια της Κρίσης και υπήρχε αυτή… Σ’ αυτό ξέχασα να αναφέρω ότι πριν κάνω την πρακτική μου, αποφάσισα να τελειώσω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, όπου ήρθα εδώ στη Χίο και… Πρώτη φορά ερχόμουνα στη Χίο όχι πλέον σαν παιδί που απλά περνούσα τα καλοκαίρια μου εδώ πέρα κι έφευγα, ήρθα και έμεινα στη Χίο, είδα και τη Χίο τον χειμώνα, είδα το νησί χειμώνα, που δεν το είχα ξαναδεί.
Άρα, ερχόσουν στη Χίο από παιδί, έτσι;
Ναι.
Από μικρός. Τα καλοκαίρια δηλαδή;
Ναι. Από τη Χίο είναι η μητέρα μου και κάθε χρόνο, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου τουλάχιστον, περνούσα τα καλοκαίρια μου… από τότε που τελείωνε το σχολείο μέχρι και όταν ξεκινούσε, περνούσαμε τα καλοκαίρια στο νησί. Οπότε ναι. Επίσης, κι εδώ στη Χίο έχω τρομερές αναμνήσεις σαν παιδί, αναμνήσεις κυρίως από φίλους, από ωραίες εικόνες, από τα χρώματα του νησιού. Εδώ, επίσης, η Χίος είναι ένας τόπος ο οποίος με βοήθησε, ως έναν βαθμό, να ασχοληθώ με ένα από τα χόμπι που έχω, που είναι η αστρονομία, λόγω του ότι έχει εκπληκτικό ουρανό, πέραν των άλλων, και… Ναι, αυτό.
Ασχολείσαι από πολύ μικρός δηλαδή με αστρονομία; Σαν χόμπι κυρίως.
Ναι. Η αστρονομία είναι ένα χόμπι, το οποίο δεν το έχω ακολουθήσει σαν επάγγελμα, αλλά είναι ένα χόμπι το οποίο κυριολεκτικά βοήθησε πάρα πολύ το γεγονός ότι είχα έναν τόπο, ένα σπίτι που βρισκότανε εδώ, στη Χίο και…
Στα Αρμόλια συγκεκριμένα.
Ναι, στα Αρμόλια συγκεκριμένα. Με την αστρονομία ασχολούμαι από πολύ μικρός, πρώτα με παρατήρηση και αργότερα, μέχρι και σήμερα, με αστροφωτογραφία σε πιο advanced επίπεδο. Αλλά ναι, πηγαίνοντας πίσω πάλι στο κομμάτι της Χίου, όλοι μας θεωρώ έχουμε έναν τόπο που είναι το happy place μας τέλος πάντων. Ε, αυτό το happy place για μένα ήτανε το χωριό εδώ πέρα, οι γιαγιάδες, οι φίλοι, οι συγγενείς. Όλα ήτανε, ως έναν βαθμό, πάρα πολύ καλά φτιαγμένα.
Ωραία. Θέλεις να μας περιγράψεις μία εικόνα που σου έχει μείνει στο μυαλό από τα παιδικά σου χρόνια στο χωριό, που έχει χαραχτεί δηλαδή στη μνήμη σου;
Πάρα πολλές εικόνες. Αν θα έλεγα μία εικόνα, θα ήτανε η εικόνα που με τους φίλους πηγαίναμε και τρέχαμε στα στενά του χωριού. Το χωριό να πω σε αυτό το σημείο ότι είναι ένα χωριό καστροχώρι, μεσαιωνικού τύπου, και έχει ένα σημείο που έχει έτσι στενά, πέτρινα έτσι χαλάσματα, που τα λέμε εδώ πέρα. Και αυτό, το ότι τρέχαμε με τους φίλους, τα παιδιά και παίζαμε και κάναμε διάφορα, ήταν ένα από τα πράγματα που μου ’χει μείνει χαραγμένο.
Πολύ ωραία. Και πάμε πίσω στην εργασία, στην πρακτική άσκηση που ξεκίνησε το 2010.
Ναι. 2010 μπήκα στρατό, όπως είπα, και το 2011 ξεκίνησα να δουλεύω στον ΟΤΕ. Πάντα είχα στο μυαλό μου να φύγω και προφανώς βοήθησε το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα ήτανε η Ελλάδα της Κρίσης, όπως πάρα πολύς κόσμος. Στον ΟΤΕ συγκεκριμένα ήμουν και αρκετά τυχερός, γιατί ένας από τους προϊσταμένους που είχα, που έχω ακόμα και σήμερα πολύ καλές σχέσεις, ήταν στο εξωτερικό για πολλά χρόνια και με βοήθησε πάρα πολύ στο να κάνω τις αιτήσεις μου για τα πανεπιστήμια, με βοήθησε να μου πει πώς είναι λίγο η κατάσταση στο εξωτερικό και στην Αγγλία συγκεκριμένα, και θεωρώ ότι ήταν κι αυτός ένας αρκετά σημαντικός ρόλος. Δηλαδή κάποιοι άνθρωποι που γνωρίζεις στην πορεία της ζωής σου… Μπορεί… Αν δεν ήτανε και αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο προϊστάμενός μου εκείνη την περίοδο στη ζωή μου, ίσως και να μην έφευγα τόσο εύκολα. Παρ’ όλα αυτά, πάντα είχα στο μυαλό μου, όπως είπα, να φύγω και επέλεξα ένα μεταπτυχιακό που θεωρούσα εκείνη την περίοδο ότι μ’ ενδιέφερε –το μεταπτυχιακό μου ήταν πάνω σε Διαχείριση Εφοδιαστικής Αλυσίδας– και αφού έκανα αιτήσεις, ένα από τα πανεπιστήμια απάντησε θετικά. Και ήταν το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, όπου ξεκινούσα τον Φλεβάρη του ’11, σαν full-time student, μεταπτυχιακός πλέον.
Πολύ ωραία. Δηλαδή ήτανε, ας το πούμε σε εισαγωγικά, ένα «όνειρο ζωής» να φύγεις στο εξωτερικό. Θα ήθελες να μείνεις εκεί ή απλά να σπουδάσεις;
Όχι, για αρχή, εγώ θα ήθελα απλά να δω το κάτι διαφορετικό, γιατί ακόμα στο μυαλό μου είχα τις εικόνες του φοιτητή –έτσι;–, δεν είχα μπει στην αγορά εργασίας και ήθελα να δω το κάτι διαφορετικό, κάτι έξω από την Ελλάδα, τουλάχιστον για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα. Δεν ήταν στο μυαλό μου ότι θα ήθελα να ζήσω για πάντα στο εξωτερικό. Οπότε, όταν έφυγα, η απόφαση ήτανε… έφυγα σκεπτόμενος ότι θα γυρίσω πάντα… θα γυρίσω σύντομα πίσω. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι μετά τα πράγματα ήρθαν κάπως διαφορετικά, αλλά αυτό είναι και το κομμάτι του ταξιδιού το οποίο το κάνει έτσι συναρπαστικό. Οπότε ναι, εγώ έφυγα, πήγα στον Λίβερπουλ. Πριν πάω στον Λίβερπουλ και πριν με δεχτούνε, ήθελα να κάνω το λεγόμενο gap year. Δεν ήταν gap year για μένα, ήταν ένας μήνας που απλά πήρα ένα σακίδιο και πήγα στην Αγγλία… Έχοντας κάνει ήδη αιτήσεις σε κάποια πανεπιστήμια, απλά ήθελα να πάω να δω πώς είναι η περιοχή, η πόλη, το πανεπιστήμιο, να δω τι vibe μού βγάζει και γενικά να εξοικειωθώ λίγο, ακόμα πριν με δεχτούνε σε κάποιο πανεπιστήμιο. Οπότε, με το που τελείωσα την πρακτική μου, για έναν μήνα έκανα, ας πούμε, backpacking και πήγα πάνω. Ξεκίνησα… θυμάμαι η πρώτη μου επαφή με την Αγγλία ήταν ότι πήγα στο Λονδίνο και θα πήγαινα στο Νιουκάσλ, όπου έμενε ένας ξάδερφός μου εκεί πέρα και σπούδαζε, και θα πήγαινα για λίγο να μείνω σ’ αυτόν. Κι η πρώτη επαφή ήταν ότι φτάνω στο αεροδρόμιο του Γκάτγουικ, στο Λονδίνο, και έχασα την ανταπόκριση του αεροπλάνου για Νιουκάσλ. Αυτό έγινε γιατί έγινε κάποιο delay, τέλος πάντων, με τις πτήσεις. Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή η εταιρεία πλήρωσε για ξενοδοχείο και για διαμονή για ένα βράδυ και μου έκλεισε την επόμενη πτήση για να πάω. Οπότε, ας πούμε, δεν ήταν η καλύτερη πρώτη γνωριμία με την Αγγλία.
Κάθε αρχή και δύσκολη δηλαδή.
Ακριβώς. Κάθε αρχή και δύσκολη και… Εντάξει, κοιτώντας το τώρα, έχει ένα έτσι κωμικό στοιχείο. Αλλά εκείνη τη στιγμή, εντάξει, είχα θεωρώ λίγο πελαγώσει με την όλη κατάσταση, γιατί άμα πηγαίνεις πρώτη φορά… γιατί ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα εξωτερικό γενικά, δεν είχα ξαναφύγει έξω, ναι, ήταν λίγο περίεργο. Και στα αγγλικά η συνεννόηση και όλα. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, όλα πήγαν καλά. Οπότε ναι, έφτασα στον ξάδερφό μου στο Νιουκάσλ, έμεινα για λίγο, είδα λίγο τη ζωή της και την [00:10:00]κουλτούρα της παμπ και του καιρού του περίφημου, του διαβόητου μάλλον καιρού της Αγγλίας. Πολλή βροχή. Ναι, και μετά έφυγα από τον ξάδερφό μου, γιατί έκατσα μόνο πέντε μέρες εκεί, και στην ουσία έκανα ένα μίνι τουρ σε κάποιες πόλεις, όπως είπα. Πέρασα από Μάντσεστερ, Λονδίνο, Σαουθάμπτον, Μπράιτον και έμενα σε hostel, με το backpack μου. Όπου ακόμα και τα hostel, ας πούμε, είναι μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία. Όσο είσαι πιο μικρός ειδικά έχεις και άγνοια κινδύνου, άρα δεν φοβάσαι τόσο εύκολα το τι συμβαίνει.
Ένιωσες φόβο όταν ήσουν εκεί;
Δεν ένιωσα, όχι. Δεν ένιωσα φόβο. Δεν ένιωσα φόβο γιατί, ξαναλέω, νομίζω η άγνοια κινδύνου ήταν. Αλλά πολλές φορές, τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσα να έχω μπλέξει κάπου περίεργα. Ειδικά κάποιες περιοχές έξω από, ας πούμε, το Μάντσεστερ ή το Μπράιτον κτλ. είναι λίγο πιο dodgy, πιο επικίνδυνες. Παρ’ όλα αυτά, δεν ένιωσα περίεργα και, ναι, νομίζω η φάση με τα hostel ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο, γιατί στα hostel στην ουσία μένεις με άλλο κόσμο, μοιράζεσαι δηλαδή το δωμάτιο σαν κουκέτα με άλλο κόσμο, κι εκεί γνωρίζεις πάρα πολλούς. Γνωρίζεις τύπους από κάθε γωνιά της γης. Γνώρισα τύπους που παίζανε κιθάρα, γνώρισα τύπους που κάνανε τον γύρο της Ευρώπης με ποδήλατο κι απλά μένανε σαν στοπ σε αυτά τα μέρη. Και… ναι, όχι, ήταν μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία και με αυτόν τον τρόπο γνώρισα και λίγο την Αγγλία. Όσο ήμουνα στη διαδικασία αυτού του μήνα, που έκανα αυτό το μίνι τουρ, δέχτηκα και το offer από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, όπου και μου είπαν ότι: «Τον Φλεβάρη ξεκινάς». Οπότε, γύρισα πίσω στην Αθήνα, μάζεψα τα πράγματά μου και σιγά σιγά ετοιμάστηκα για το έξω.
Ωραία, πολύ ενδιαφέρον. Όταν ανακοίνωσες στους γονείς σου ότι σκέφτεσαι να φύγεις στο εξωτερικό, για αρχή για σπουδές, να φανταστώ, ποια ήταν η αντίδρασή τους; Πώς το πήραν δηλαδή όλο αυτό;
Οι γονείς μου, όπως κάθε γονιός θεωρώ ότι θέλει το καλύτερο για το παιδί του. Εγώ είμαι και μοναχοπαίδι, δεν έχω αδέρφια. Οπότε, νομίζω ότι, από τη μία, ναι μεν είπανε, ξέρεις: «Φύγε, μπορούμε να σε στηρίξουμε σε αυτό το κομμάτι, αν είναι αυτό που πραγματικά θέλεις», από την άλλη, προφανώς, όπως κάθε γονιός, θεωρώ ότι το να φεύγει το παιδί τους από κοντά τους… Είχα φύγει ήδη από κοντά τους τα τελευταία, γιατί σπούδαζα εκτός της Αθήνας, αλλά το να φύγει κάποιος και να πάει ειδικά στο εξωτερικό νομίζω ότι είναι ακόμα πιο δύσκολο. Και κατόπιν εορτής, προφανώς, όσο είσαι έξω, βλέπεις και καταλαβαίνεις πράγματα διαφορετικά, γιατί όσο είσαι πιο μικρός, οι γονείς σου… ναι μεν έχεις δέσιμο με τους γονείς σου, αλλά δεν σκέφτεσαι έτσι και πάρα πολύ αν θα… ξέρεις, θα μιλάς κάθε μέρα, θα τους βλέπεις κάθε τρεις και λίγο. Όσο μένεις έξω όμως και είσαι πλέον στην ξενιτιά, που λέμε, κι ας ήτανε τέσσερις ώρες πτήση, αρχίζεις λίγο και βλέπεις ότι σκέφτεσαι και αυτούς. Σκέφτεσαι κι αυτοί πώς θα σκέφτονται για σένα, αν και όντως νοιάζονται για σένα, πού θα βρίσκεσαι, και νομίζω ότι δημιουργείται ένα έξτρα κομμάτι άγχους, το οποίο δεν το είχες σκεφτεί από πριν.
Είναι αυτά που αφήνεις πίσω σου.
Είναι αυτά που αφήνεις πίσω σου, τους γονείς σου, τους φίλους σου… τη βολή σου ως έναν βαθμό –έτσι;-, γιατί το να φύγεις έξω και η απόφαση του να φύγεις έξω δεν θεωρώ ότι είναι εύκολη απόφαση και δεν είναι για όλους. Ίσως να είναι εύκολη απόφαση έως έναν βαθμό όταν ξέρεις πολύ συγκεκριμένα τι θέλεις να κάνεις. Εγώ ήμουνα στη φάση που δεν ήξερα συγκεκριμένα τι θέλω να κάνω. Ήξερα ότι θέλω να κάνω κάποιο μεταπτυχιακό για να δω και κάτι άλλο, παρ’ όλα αυτά δεν είχα… Και ούτε είχα και ένα ιδιαίτερο, ας πούμε, οικονομικό υπόβαθρο που έκανα ό,τι ήθελα. Ήταν πολύ μετρημένα όλα, ώστε να πάω έξω, να κάνω τις σπουδές μου και, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, να μπορέσω να βρω δουλειά.
Ωραία. Και έρχεται λοιπόν η ημέρα που φεύγεις, στην ουσία για ένα άγνωστο μέρος, δεν είναι πια για μία βδομάδα, δύο βδομάδες ή για διακοπές ή οτιδήποτε, είναι κάτι που θα αφιερώσεις ένα ή δύο ή και περισσότερα χρόνια από τη ζωή σου εκεί.
Ναι.
Περίγραψέ μου αυτό το συναίσθημα. Δηλαδή και των φίλων σου, όταν τους είπες ότι: «Εγώ φεύγω», αλλά και τα δικά σου συναισθήματα. Δηλαδή πώς ένιωσες; Ότι το έχεις πάρει απόφαση ότι θα φύγεις, το καταλάβαινες δηλαδή εκείνη την ώρα ότι: «Φεύγω για ένα και δύο ή και παραπάνω χρόνια και όχι για έναν μήνα»;
Όχι, εκείνη τη στιγμή δεν το σκέφτεσαι, δεν το συνειδητοποιείς. Αυτό μπορώ να σου πω ότι το κάνω το ίδιο πράγμα με τον στρατό. Δηλαδή ενώ πριν μπεις στον στρατό δεν καταλαβαίνεις, είσαι έξω με τους φίλους σου, διασκεδάζεις κτλ., και ακριβώς την επόμενη μέρα… Εκεί που είναι ξημερώματα και έχεις βγει με τους φίλους σου, ακριβώς την επόμενη μέρα είσαι 9 η ώρα το βράδυ σ’ έναν θάλαμο, με άλλα τριάντα άτομα, και θα είναι αυτή η ζωή σου για τον επόμενο χρόνο. Ένα αντίστοιχο πράγμα έγινε και στο εξωτερικό. Αυτό που μου ’χει μείνει ήταν ότι με πήγε στο αεροδρόμιο η γιαγιά μου η Ευτέρπη, που είναι η γιαγιά εδώ από τη Χίο, με πήγε αυτή μαζί με τον πατέρα μου. Και θυμάμαι ότι όταν με αφήσανε στην πύλη, ενώ εγώ ήμουν έτσι ενθουσιασμένος για την όλη κατάσταση, εκείνο το σημείο που με αφήσανε στην πύλη και χαιρετιστήκαμε, θυμάμαι ότι και οι δύο, και ο πατέρας μου και η γιαγιά, ότι τους είδα λίγο να συγκινούνται με το γεγονός ότι με αφήνανε πίσω. Εντάξει, εγώ εκείνη τη στιγμή, επειδή ήμουν αρκετά ενθουσιασμένος για το ότι θα έφευγα, δεν το κατάλαβα, αλλά όσο προχώραγα στον διάδρομο τόσο λίγο άρχισε να με πιάνει κάτι, γιατί… όχι μόνο για τους δικούς μου, αλλά για τους φίλους μου και για πολλά άλλα πράγματα. Ότι τώρα είμαι μόνος μου, τώρα πάω κάπου και είναι αυτό που είναι.
Πριν μπεις στο αεροπλάνο δηλαδή.
Πριν μπω στο αεροπλάνο, ναι.
Όταν αποχωρίστηκες τη γιαγιά και τον πατέρα σου, ήσουν πια μόνος σου, ένιωσες αυτό. Ωραία. Μόλις προσγειώθηκες, ας πούμε, έφτασες στο Λονδίνο;
Μόλις προσγειώθηκα, έφτασα στο Λονδίνο και από εκεί πήρα ανταπόκριση για να πάω στο Λίβερπουλ. Γιατί το Λίβερπουλ ήταν η πόλη του Πανεπιστημίου.
Ωραία. Μόλις προσγειώθηκες στο Λίβερπουλ, περίγραψέ μου πώς ένιωσες, όταν βγήκες από το αεροπλάνο, πήρες τη βαλίτσα σου και βγήκες έξω. Έξω από το αεροδρόμιο δηλαδή. Πώς ένιωσες; Στην ουσία σε ένα ξένο μέρος, έτσι;
Ναι, ήταν ένας τόπος τελείως διαφορετικός. Βέβαια, όπως είπα, το καλό ήταν ότι είχα ήδη πάει για έναν μήνα, οπότε δεν μου ήταν τελείως ξένο. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένας τόπος ο οποίος, με το που πήγα, ο καιρός ήταν χάλια, έβρεχε και εγώ απλά είχα κλείσει ένα hostel να πάω να μείνω, όσο γίνει η διαδικασία, πάω στο Πανεπιστήμιο, γραφτώ και ξεκινήσω να ψάχνω σπίτι, τέλος πάντων, για να μείνω. Γιατί δεν έμενα στις εστίες, έμενα σε σπίτι. Δηλαδή βρήκα δικό μου σπίτι και έμεινα. Και μετά από λίγο, ήρθε και ο ξάδερφός μου σε αυτό το σπίτι. Αλλά στην αρχή, με το που κατέβηκα από το αεροπλάνο, ήταν λίγο τα πράγματα περίεργα, γιατί έπρεπε λίγο να καταλάβεις τι γίνεται με το αεροδρόμιο, με το πού βρίσκεσαι, με… είχα λίγο άγχος για το πώς θα πάω από το ένα μέρος στο άλλο. Δηλαδή όλα αυτά ναι μεν τώρα είναι λίγο πιο εύκολα, τότε –ενώ προφανώς είχαμε ίντερνετ, κινητά και τα σχετικά– δεν ήταν όλα τόσο εύκολα. Έπρεπε να βασίζεσαι και λίγο στην επικοινωνία με τους γύρω-γύρω, με τον κόσμο. Δηλαδή κάποια πράγματα γίνανε πιο πολύ στο manual, παρά στον αυτόματο. Οπότε πήγα, έφτασα στο Λίβερπουλ… Το Λίβερπουλ είναι μία απίστευτη πόλη. Είναι μία πόλη που χαρακτηρίζεται κυρίως από μουσική. Οι Beatles ήταν από το Λίβερπουλ, το αεροδρόμιο του Λίβερπουλ λέγεται John Lennon Airport. Και ναι, έφτασα σε ένα… Εντωμεταξύ, στο Λίβερπουλ το θέμα είναι ότι όλοι έχουνε μία προφορά που λέγονται scouse. Είναι αγγλικά, αλλά είναι αγγλικά που δεν τα καταλαβαίνεις κι εύκολα, οπότε εκεί δυσκολεύτηκα λιγάκι μέχρι να καταλάβω τι μου λένε και τι γίνεται. Γιατί, ξέρεις, τα αγγλικά που κάνουμε εδώ είναι τα αγγλικά του Proficiency, τα οποία συνειδητοποιείς ότι, όταν πας να μιλήσεις έξω, δεν έχεις ιδέα αγγλικά. Κι ας έχεις το Proficiency κι ας έχεις και δεκαπέντε πτυχία. Αν δεν μιλήσεις τη γλώσσα και αν δεν περάσεις κάποιο διάστημα εκτός, δεν θεωρώ ότι μιλάς αγγλικά. Οπότε ναι, έφτασα στο αεροδρόμιο, πήρα τη βαλίτσα μου, πήγα σε ένα hostel και έμεινα εκεί πέρα περίπου έναν μήνα. Έναν μήνα μού πήρε μέχρι να βρω σπίτι.
Ο πρώτος καιρός που έμεινες πώς ήταν; Δηλαδή τι δυσκολίες συνάντησες; Όπως μου ’πες, με τη γλώσσα δυσκολεύτηκες στην αρχή.
Στην αρχή, ναι. Στην αρχή δυσκολεύτηκα με τη…
Τι σε βοήθησε να μάθεις πιο καλά τη γλώσσα και πώς αντεπεξήλθες στις όποιες δυσκολίες μπορεί να συνάντησες εκεί;
Ναι. Το θέμα είναι ότι όσοι Έλληνες φεύγουνε στο εξωτερικό και ειδικά πάνε για σπουδές, το «κακό» –κακό, σε εισαγωγικά κακό– είναι ότι κάνουν παρέα με Έλληνες. Οπότε, εκεί δεν βελτιώνουν ιδιαίτερα τα αγγλικά τους. Πάντα το οικείο μάς είναι το εύκολο και αυτό κάνουμε. Οπότε, ναι μεν εγώ πήγα μόνος μου και στην αρχή έπρεπε να συνεννοηθώ, αλλά στο Πανεπιστήμιο, προφανώς, η πρώτη επαφή ήταν με το που άκουσα κάποιον να [00:20:00]μιλάει ελληνικά: «Έλα, πάμε να κάνουμε ένα τσιγάρο, πάμε να πιούμε έναν καφέ». «Από πού είσαι;», από πού είμαι, να γνωριστούμε. «Ξέρεις κι άλλους Έλληνες;» «Ναι, έχω δει άλλους δύο-τρεις εδώ πέρα». Από δω, από κει, «Πώς σε λένε;» «Γιώργο», «Μάκη», «Κατερίνα». «Χάρηκα». Και αυτό ξαφνικά είναι το παρεάκι. Είναι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζεις και άτομα την πρώτη μέρα στη σχολή, στο Πανεπιστήμιο, και στην Ελλάδα. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Απλά είναι πολύ πιο εύκολο έξω, γιατί κάνει μπαμ ότι είσαι Έλληνας και απλά κολλάς, απλά κολλάς πολύ πιο εύκολα. Και συνεχίζεις και ξεκινάς και πηγαίνεις, λοιπόν, στις τάξεις και στα μαθήματα και σε όλα με αυτό το παρεάκι, που είσαι οι Greeks. Υπάρχουνε και πέντε-έξι, δυο-τρεις, πόσοι θα είναι, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι. Εμείς είχαμε, ας πούμε, Ταϊλανδούς, Πορτογάλους, Μεξικάνους, είχαμε στο μεταπτυχιακό και… Ναι, ήτανε μια φάση που στην ουσία, ναι μεν είσαι στο εξωτερικό, αλλά είναι σαν να είσαι στην Ελλάδα, γιατί ό,τι κάνεις, τα κάνεις, απλά είσαι σε άλλο τόπο. Οι γύρω σου είναι Έλληνες, ακόμα και ο καφές που θα πιεις θα πας να βρεις μαγαζιά τα οποία είναι ελληνικά, μαγαζιά τα οποία θα κάνουνε φρέντο και σουβλάκια και τέτοια πράγματα. Οπότε, θεωρώ ότι αυτός ο χρόνος του μεταπτυχιακού δεν είναι χρόνος ο οποίος σε βοηθάει να βελτιώσεις πάρα πολύ τα αγγλικά σου. Προφανώς σε βοηθάει να βελτιώσεις τα αγγλικά σου, γιατί τα μαθήματα είναι στα αγγλικά, η εργασία είναι στα αγγλικά, οι καθηγητές σού μιλάνε στα αγγλικά, αλλά στο day-to-day, ας πούμε, life κάνεις κατά κύριο λόγο παρέα με Έλληνες, οπότε δεν αλλάζουν και πολλά πράγματα όσο είσαι φοιτητής.
Τι σε βοήθησε να βελτιώσεις τα αγγλικά σου πραγματικά;
Τα αγγλικά μου βελτιώθηκαν αφού τελείωσα το μεταπτυχιακό. Αφού τελείωσα το μεταπτυχιακό και μπήκα στη διαδικασία να ψάχνω για δουλειά. Αλλά πριν πω αυτό, στο κομμάτι του μεταπτυχιακού, ας πούμε, και της σχολής και του φοιτητή, του εξωτερικού φοιτητή, επειδή είναι διαφορετικά τα πανεπιστήμια εκτός με το πώς είχαμε συνηθίσει εμείς στην Ελλάδα, είναι λίγο πιο αυστηρά τα πράγματα. Είναι πιο αυστηρά τα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά, κι εκεί είχα πολύ ωραίες εμπειρίες. Δηλαδή, ok, και σχέση με κοπέλα, που μετά, μετέπειτα, ήτανε μεγάλη μου σχέση, πολύ κόσμο και φίλους που ακόμα κρατάμε καλές επαφές και γενικά αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα του να είσαι Έλληνας στο εξωτερικό, αλλά έχεις ακόμα την κουκούλα του φοιτητή, το οποίο δεν είσαι εντελώς στα δύσκολα ακόμα. Τα δύσκολα ξεκινάνε μετά από αυτό. Όσο είσαι ακόμα φοιτητής, είσαι ακόμα σε έναν βαθμό που, ξέρεις, η δουλειά μου είναι να διαβάζω, να πηγαίνω στη βιβλιοθήκη, να κάνω τις εργασίες μου, παρτάρω και λιγάκι, έως και πολύ, ανάλογα με την περίσταση. Και απλά μετά μπαίνεις σε μια διαδικασία ότι, όσο τελειώνει το φοιτητιλίκι, μπαίνεις σε μια διαδικασία, ειδικά όταν ξέρεις ότι δεν σε παίρνει και πάρα πολύ να μείνεις χωρίς κάποιο support, όταν τελειώνει το φοιτητιλίκι, μετά αρχίζεις και πιέζεσαι από τον χρόνο για να βρεις δουλειά. Οπότε, έξω υπάρχουνε αυτά τα graduate τα προγράμματα, που στην ουσία είναι… Τι είναι; Έχεις φτιάξει ένα υποτυπώδες βιογραφικό και αυτό το βιογραφικό το στέλνεις, πηγαίνεις σε κάποια events, που είναι διάφορες εταιρείες, που προσλαμβάνουν graduate κόσμο, για να ξεκινήσουνε την καριέρα τους. Οπότε, πηγαίνει χιλιάδες κόσμος εκεί πέρα, χιλιάδες φοιτητές, και ξεκινάς και στέλνεις βιογραφικά, μιλάς λιγάκι και, αν είσαι τυχερός, σε παίρνουνε. Εγώ δεν βρήκα έτσι δουλειά.
Είχες αποφασίσει να εργαστείς εκεί όταν τελείωνες ή ήταν απόφαση του τελευταίου χρόνου, ας το πούμε;
Όχι, ήταν απόφαση που έλεγα: «Θα μείνω για ένα-δύο χρόνια και, αφού μείνω για ένα-δύο χρόνια, μετά σίγουρα θα γυρίσω στην Ελλάδα», γιατί ακόμα και αυτός ο χρόνος, ο ένας χρόνος, που περνάς εκτός της Ελλάδας σού φαίνεται πολύς. Γιατί δεν ερχόμουνα… δηλαδή αυτό τον χρόνο δεν είχα γυρίσει στην Ελλάδα καθόλου. Ήταν ένας χρόνος εκτός. Ένας χρόνος που δεν είχα δει τους δικούς μου, τίποτα. Είχα να δω αρκετό καιρό ήλιο. Οπότε, μετά, μόλις τελείωσα στην ουσία, βρήκα μια δουλειά, που ήταν η πρώτη μου δουλειά, σε μια εταιρεία αμερικάνικη, πάνω στο αντικείμενό μου. Αλλά για να βρεθεί αυτή η δουλειά, έκανα περίπου τέσσερις μήνες. Και οι τέσσερις μήνες αυτοί ήταν οι πιο ψυχοφθόροι και, την ίδια στιγμή, ενδιαφέροντες μήνες της όλης κατάστασης που ήμουν εκεί. Γιατί; Γιατί είναι οι πρώτες συνεντεύξεις που κάνεις, τα αγγλικά σου, όπως είπα, ναι μεν είναι σε καλύτερο επίπεδο από αυτό που ήτανε πριν πας στην Αγγλία, αλλά δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο μ’ αυτό που θα έπρεπε να είναι για είσαι ανταγωνιστικός. Είχα ένα κουστούμι, θυμάμαι, το οποίο ήταν αγορασμένο από τα Primark. Τα Primark είναι ένα πολύ φθηνό Zara, τέλος πάντων, τύπου. Και μ’ αυτό το κουστούμι πήγαινα από εταιρεία σε εταιρεία, έκανα περίπου εκατό με διακόσιες αιτήσεις την ημέρα, θυμάμαι, στον υπολογιστή, σε ό,τι να ’ναι, και έστελνα αιτήσεις σωρηδόν και πήγαινα συνεντεύξεις σε όλη την Αγγλία. Οπότε, αυτό το τετράμηνο, ναι μεν ήταν κάπως αγχωτικό, αλλά παράλληλα διάβασα πάρα πολύ. Διάβασα πιο πολύ στην ουσία για το industry στο οποίο βρίσκομαι και για τις εταιρείες, και έμαθα το τι γίνεται. Διάβασα πιο πολύ εκείνη την περίοδο από ό,τι όλη την περίοδο που ήμουνα στο Λονδίνο.
Εντέλει, βρήκες δουλειά.
Εντέλει, με τα πολλά βρήκα δουλειά. Μου δόθηκε λοιπόν αυτή η ευκαιρία. Και βρήκα δουλειά σε ένα χωριό έξω από το Μάντσεστερ… πόλη βασικά είναι, το Γουόρινγκτον. Το οποίο δεν είναι και το πιο ωραίο μέρος για να μένει κανείς. Είναι ένα μέρος το οποίο είναι φουλ… είναι βιομηχανικό και έχει και κόσμο που είναι λίγο, δεν θα πω ρατσιστές, αλλά δεν τα πάνε και πολύ καλά με τους ξένους. Εκεί βρήκα ένα σπίτι, το οποίο απλά έπρεπε να είναι… δεν είχα μεταφορικό μέσο, οπότε έπρεπε το σπίτι μου να είναι σχετικά κοντά στη δουλειά, και το πρώτο σπίτι που βρήκα, που ήτανε στο budget μου σε θέμα χρημάτων, πήγα και έμεινα εκεί πέρα. Και πήγαινα για έναν χρόνο σ’ αυτή τη δουλειά. Ήταν η πρώτη μου δουλειά, εγώ ήμουνα πολύ excited, με ένα oversized σακάκι και πουκάμισο, αλλά πήγαινα… πήγαινα κανονικά. Ναι. Και από κει πέρα, στην ουσία, ήτανε ένας χρόνος καλής εμπειρίας, παρ’ όλα αυτά, επειδή δεν είχα περάσει την περίοδο προσαρμογής και υπήρχαν κάποιες ανακατατάξεις στο τμήμα μου, με φωνάζει η διευθύντρια προσωπικού από το πουθενά μία μέρα και μου λέει: «Ανανία, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε άλλο μαζί». Οπότε, στην ουσία απολύθηκα, χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο. Κατόπιν εορτής μου εξήγησαν τους λόγους, αλλά το ’χα πάρει αρκετά βαριά εκείνη την περίοδο, γιατί έπρεπε να μπω πάλι στη διαδικασία του να ψάχνω δουλειά, να κάνω συνεντεύξεις και όλα τα σχετικά. Η ουσία όμως ποια είναι; Ότι όταν βρεις την πρώτη σου δουλειά μόνος σου, χωρίς βοήθεια, χωρίς κάποιο βύσμα, σε έναν χώρο που ανταγωνίζεσαι άτομα τα οποία μιλάνε τη μητρική τους γλώσσα, είναι τα αγγλικά –έτσι;–, και βρίσκεις δουλειά, αυτό είναι από μόνο του, ας πούμε, ένα achievement. Που όταν το πεις και στην οικογένειά σου και στους φίλους κτλ., κτλ., θεωρώ ότι αισθάνονται αρκετά περήφανοι για σένα. Οπότε, κι εγώ ήμουν αρκετά περήφανος για τον εαυτό μου και έβλεπα τα πράγματα πολύ αισιόδοξα. Οπότε, όταν ήρθε η φάση του ότι: «Σταματάμε τη συνεργασία μας», δεν το πήρα τόσο, τόσο βαριά εκείνη τη στιγμή… εκείνη τη στιγμή το πήρα βαριά, αλλά κατόπιν εορτής το ξεπέρασα γρήγορα. Μετά βρήκα μία άλλη δουλειά, στο Μπράιτον, για μια εταιρεία, μεγάλη, πολύ μεγάλη εταιρεία, πολυεθνική, στον τομέα των cosmetics, των καλλυντικών. Πήγα εκεί, σε ένα ψαροχώρι έξω από το Μπράιτον. Το χωριό λεγόταν Littlehampton. Είναι κυριολεκτικά ένα πάρα πολύ μικρό μέρος, θέρετρο των Άγγλων, με παραλίες, με fish and chips και με τέτοια πράγματα. Κι εκεί πέρα έκατσα επίσης έναν χρόνο. Είχα μια σχέση, την ίδια σχέση που είχα από τη σχολή, από το Πανεπιστήμιο στο Λίβερπουλ, όπου μέναμε μαζί. Εντέλει, ενώ ήτανε αρκετά καλά… ήμουν αρκετά καλά με τη δουλειά, μετά από κάποιο σημείο έφτασε η κουβέντα… γιατί εγώ δούλευα, η κοπελιά δεν δούλευε. Οπότε, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα κι εγώ αποφάσισα ότι θέλω ακόμα να μείνω κι εκεί σπλιτάραμε λίγο την κατάσταση. Ήτανε το 2015, απ’ ό,τι θυμάμαι. Τότε πρέπει να είχαμε και τα capital controls, αν δεν κάνω λάθος. Οπότε, μου πέρασε από το μυαλό εκείνη τη στιγμή να γυρίσω κι εγώ στην Ελλάδα και η αλήθεια είναι, χωρίς να το πολυσκεφτώ, μετά από περίπου δύο μήνες αφού είχε φύγει η κοπέλα, πήγα και ανακοίνωσα στην εταιρεία ότι φεύγω κι εγώ, γυρίζω Ελλάδα. Όντως, λοιπόν, μάζεψα τα πράγματά μου ξανά. Είχα πει ότι: «Ήδη έχω περάσει πέντε χρόνια στην Αγγλία, καλά είναι, πάμε πίσω». Γυρίζω Ελλάδα και… Αφήνω τα πράγματά μου σε μία αποθήκη, δεν τα πήρα όλα τα πράγματά μου πίσω. Αφήνω όλα μου τα πράγματα… τα περισσότερα, τα βαριά, τα αφήνω σε μία αποθήκη που είχα εκεί πέρα στο Littlehampton, στο παλιό το σπίτι, και γυρίζω στην Αθήνα. Στην Αθήνα γυρίζω ως άνεργος, από τη μία, ως κάτοικος εξωτερικού και με προϋπηρεσία εξωτερικού, που [00:30:00]ήταν αρκετά καλή για την ηλικία που είχα, οπότε θεωρούσα ότι θα βρω εύκολα δουλειά στην Αθήνα. Και όντως μπήκα στη διαδικασία να κάνω δυο-τρεις αιτήσεις, αλλά επειδή η περίοδος πάλι δεν ήταν καλή, τα πράγματα παίρνανε πάρα πολύ χρόνο και αργούσανε. Οπότε, πέρασα περίπου δύο μήνες στην Αθήνα, με τρεις, που ενώ είχα κάποιες πολύ θετικές προτάσεις από εταιρείες, ποτέ δεν ήρθαμε στη φάση να υπογράψουμε συμβόλαια. Κι εκείνη τη στιγμή, μέσα σ’ ένα βράδυ, απ’ ό,τι θυμάμαι, πήρα την απόφαση και λέω: «Θα ξαναγυρίσω πίσω». Οπότε, έτυχε με κάποιο τρόπο, τη στιγμή που το σκέφτομαι, να με πάρει ένας φίλος από την Αγγλία και να μου πει: «Ανανία, είμαι σε μια εταιρεία και ζητάμε κόσμο, στο Λονδίνο. Θα ήθελα να έρθεις να συνεργαστούμε».
Άρα φτάνουμε σε ένα σημείο…
Λίγο πριν το Λονδίνο.
Για δεύτερη φορά ξενιτιά, έτσι;
Για δεύτερη φορά ξενιτιά και αυτό ήταν ακόμα πιο δύσκολο…
Οι δικοί σου πώς αντέδρασαν όταν τους ξαναείπες ότι: «Φεύγω πάλι», ενώ τους είχες ενημερώσει ότι σκέφτεσαι πολύ σοβαρά να μείνεις στην Ελλάδα;
Ναι. Οι δικοί μου… Σκέψου ότι ήμουν σε μια κατάσταση που όταν είχα γυρίσει στην Ελλάδα, θεωρούσα ότι το κεφάλαιο Αγγλία έχει κλείσει για μένα. Και έχει κλείσει, γιατί πραγματικά είχα μπουχτίσει από την Αγγλία, από την, ας πούμε, κακιά Αγγλία. Η κακιά Αγγλία είναι ποια; Δεν είναι, ας πούμε, το Λονδίνο. Γιατί είναι το Λονδίνο και όλη η άλλη Αγγλία. Όλη η άλλη Αγγλία, που είναι λίγο πιο… είναι μικρότερες πόλεις, είναι διαφορετική νοοτροπία και κουλτούρα σε κάποια πράγματα, δεν είναι πολύ εύκολες. Ειδικά άμα είσαι μόνος σου. Οπότε, θεωρώ ότι είχα χορτάσει και, όταν γύρισα πίσω στην Αθήνα, ήμουνα σε φάση ότι: «Ωραία, μπαίνω ‘σπιτόγατο’, βλέπω σπίτια που θα νοικιάσω, ξέρω ότι μπορώ να βρω μια καλή δουλειά στην Ελλάδα πλέον και δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσω».
Είχες βιώσει ρατσισμό καθόλου σ’ αυτά τα μέρη, γιατί αυτό που λες –σε εισαγωγικά– «κακιά Αγγλία». Είχε γίνει κάτι αναπάντεχο, ας πούμε, εκεί ή κάτι άσχημο;
Είχα… Όχι, σε πολύ μεγάλο επίπεδο, αλλά υπήρχανε δύο-τρία σκηνικά έτσι αρκετά περίεργα, που ήτανε θύμα ρατσισμού, ως έναν βαθμό. Δηλαδή ήμουν με την κοπέλα μου και θυμάμαι ότι ήμασταν στο λεωφορείο και, όπως καθόμασταν στο λεωφορείο, απέναντί μας ήταν μία Αγγλίδα γυναίκα, που φαινόταν ότι δεν ήταν και πάρα πολύ καλά βέβαια, και μας κοίταγε και έλεγε: «You bloody foreigners», ας πούμε, ότι και καλά: «Εσείς οι ξένοι που έρχεστε εδώ». Ήτανε μόνη της. Αφού την ακούσανε γύρω-γύρω κάποιοι άλλοι και σκέψου την πετάξαν έξω από το λεωφορείο. Θέλω να πω, ρε παιδί μου, ότι γενικά υπάρχει αυτή η κουλτούρα του ότι προφανώς οι Άγγλοι δεν είναι ρατσιστές, αλλά υπάρχουν πάρα πολλοί οι οποίοι τους ξένους τους βλέπουνε σαν έξω από δω. Οπότε, υπήρχανε κάποια τέτοια σκηνικά έξω, αλλά δεν μπορώ να σου πω ότι εγώ βίωσα ρατσισμό σε μεγάλο επίπεδο. Όχι. Ίσα ίσα, ήτανε πιο εύκολα τα πράγματα. Πιο εύκολα τα πράγματα ειδικά ήτανε στο Λονδίνο, γιατί το Λονδίνο είναι ένα μέρος το οποίο έχει οχτώ εκατομμύρια κόσμο, αν όχι το πενήντα τοις εκατό, ίσως και παραπάνω από το πενήντα τοις εκατό, είναι ξένοι. Οπότε, δεν υπάρχει τόσο πολύ το κομμάτι του ρατσισμού στο Λονδίνο. Παρ’ όλα αυτά, πηγαίνοντας πίσω στο κομμάτι του ότι είμαι στην Αθήνα και θέλω να μείνω πλέον εδώ, όταν είδα ότι τα πράγματα δυσκολεύουν και ότι η Κρίση ακόμα υπάρχει και υπήρχε, πήρα την απόφαση, σου λέω, σε ένα βράδυ και λέω: «Θα γυρίσω πίσω» και έτυχε αυτός ο φίλος να με πάρει τηλέφωνο και να μου πει: «Ανανία, θέλουμε να συνεργαστούμε». Όταν αυτό το πράγμα εγώ το σκεφτόμουνα, το σκεφτόμουνα λίγο με πολύ ελαφρά τη καρδία. Δηλαδή έλεγα: «Εντάξει, θα πάω πίσω και θα δούμε». Όταν όμως όντως μπήκα στη διαδικασία και υπέγραψα τα συμβόλαια και λέω: «Τώρα ξαναγυρίζω πάλι πίσω», εκεί ήτανε δύσκολο. Εκεί ήτανε πιο δύσκολο από όταν έφυγα για πρώτη φορά, γιατί ήξερα ότι έφυγα, γύρισα και ξαναέφυγα σαν από ανάγκη πλέον. Ότι έπρεπε να φύγω, γιατί δεν υπήρχε μέλλον εδώ που είμαι, δυστυχώς. Ότι, και καλά, πέρασα πέντε χρόνια της ζωής μου εκτός για να γυρίσω στην Ελλάδα και, εντέλει, η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη ακόμα για επιστροφή, όχι μόνο για μένα, για πάρα πολύ κόσμο. Ίσα ίσα, νομίζω το ’15 πάλι ήταν ένα πολύ μεγάλο κύμα που έφευγε Ελλήνων για έξω. Οπότε, γύρισα έξω ξανά, μεικτά συναισθήματα, παρόμοια συναισθήματα, αλλά το βίωσα λίγο πιο δύσκολο, γιατί εκείνη τη στιγμή κυριολεκτικά έφευγα τελείως μόνος μου, χωρίς κάποιο οικείο πρόσωπο, ας πούμε, στο Λονδίνο, πέρα από έναν γνωστό μου, ο οποίος δεν έμενε καν στο Λονδίνο, έμενε στο Μπράιτον.
Δηλαδή ήταν ακόμη πιο δύσκολο από την πρώτη φορά. Και να φανταστώ ότι και οι γονείς σου δεν θα το πήρανε τόσο «καλά» –ας το πούμε, σε εισαγωγικά– όσο την πρώτη φορά; Δηλαδή θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο και γι’ αυτούς.
Οι γονείς μου ήτανε… δύσκολο γι’ αυτούς δεν ήταν, γιατί στην ουσία ήταν ήδη δύσκολο επειδή έλειπα. Το γεγονός ότι πήγα απλά για δύο μήνες και είχα ψιλοαποφασίσει ότι θα μείνω, ναι μεν τους έδινε, και καλά, ένα έξτρα θάρρος ότι: «Α, γύρισε το παιδί και θα μείνει εδώ», αλλά εντέλει νομίζω πως κι αυτοί καταλάβανε ότι δεν ήταν ακόμα η ώρα και η στιγμή για επιστροφή και με το ίδιο σκεπτικό, του ότι: «Κάνε αυτό που νομίζεις εσύ και αυτό που είναι καλύτερο για σένα», θεωρώ ότι το πήρανε ok. Αλλά είναι δύσκολο, γιατί είναι αυτό που λέμε, το: «Μαμά, θα σε βλέπω απ’ το Skype». Μπήκε στις ζωές μας, όλων των Ελλήνων και όλων των κατοίκων του εξωτερικού, όχι μόνο Ελλήνων, και ατόμων που είναι από άλλες χώρες, ότι βλέπεις πλέον… σού γίνεται συνήθεια το να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους μέσα από το κινητό σου και μέσα από τον υπολογιστή σου. Δηλαδή, σκέψου, θυμάμαι δίναμε κάθε μέρα ραντεβού στις 9 η ώρα: «Να σε πάρω τηλέφωνο, να σε δω, να μου πεις τα νέα της ημέρας». Και αυτό ήταν επικοινωνία. Άλλου είδους επικοινωνία προφανώς σε σχέση με το πώς είσαι μπροστά στον άλλον και να είσαι μαζί του. Αλλά αυτό το κομμάτι του Skype, WhatsApp, Viber και πλέον η καθημερινότητά μου και όλοι οι φίλοι μου που είναι στην Αθήνα και στην Ελλάδα τους βλέπω από κει και δεν τους βλέπω φυσικά, ήταν ένα κομμάτι καθημερινότητας, στο οποίο… εντάξει, η τεχνολογία σίγουρα βοηθάει σ’ αυτό το πράγμα. Έτσι; Βοήθησε πάρα πολύ από τη μία, από την άλλη ήταν η μόνη διέξοδος στο να μπορείς να έχεις μία επικοινωνία με τα δικά σου άτομα.
Στο Λονδίνο πόσα χρόνια έκατσες;
Στο Λονδίνο, η εταιρεία… ξεκίνησα να δουλεύω για την εταιρεία –είναι η εταιρεία που είμαι ακόμα και σήμερα– απ’ το 2015, Μάρτιο του 2015, και έκατσα στην ουσία εφτά χρόνια. Έκατσα εφτά χρόνια. Το Λονδίνο είναι ένα κομμάτι μόνο του. Έτσι; Το Λονδίνο είναι κράτος εν κράτει. Είναι ένα μέρος που έχει πολλούς Έλληνες, έχει πάρα πολλά πράγματα να κάνεις, έχει τη γνωστή τεράστια ακρίβεια. Και θυμάμαι, για αρχή, ότι όταν πρωτοπήγα στο Λονδίνο, έπρεπε να… έμενα σε hostel ξανά. Ήμουνα μαθημένος όμως από αυτά τα hostel, από τις προηγούμενες φορές που είχε τύχει να μείνω. Έμενα σε hostel και θυμάμαι ότι πήγαινα κάθε μέρα σε καφετέριες και σημείωνα, με ένα τετράδιο και το λάπτοπ μου, σημείωνα σπίτια και δωμάτια. Γιατί δωμάτια… στην ουσία νοικιάζεις δωμάτιο μαζί με άλλους συγκατοίκους. Δεν μπορούσα, δεν είχα τη δυνατότητα να πάω να μείνω σε σπίτι μόνος μου. Οπότε, θυμάμαι ότι πήγαινα κάθε μέρα σε κάποια καφέ, σε Starbucks κυρίως και τέτοια, και ήμουνα με το λάπτοπ κι ένα σημειωματάριο και γύριζα γύρω-γύρω, να ψάχνω σπίτι, να κάνω viewings, να προσπαθώ να καταλαβαίνω λίγο τις αποστάσεις, πόση ώρα είναι αυτό, πόση ώρα είναι εκείνο, πώς θα πάω. Γιατί το Λονδίνο έχει ένα τεράστιο δίκτυο μεταφορικών μέσων, το οποίο ναι μεν είναι πολύ efficient από τη μία, από την άλλη, άμα δεν το ξέρεις, θέλεις μία εξοικείωση για αρχή. Οπότε, αυτό ήταν δύσκολο. Ήταν δύσκολο γιατί ήξερα ότι ξεκινούσα σε μία δουλειά στις τάδε του μηνός, δεν θυμάμαι, ξέρω γω, 15-20 του μήνα, του Μάρτη, και στην ουσία δεν είχα σπίτι. Οπότε, έπρεπε να είμαι συνέχεια έξω, να κοιτάω, να ψάχνω, να ράνω και να βρω κάτι το οποίο να είναι και οικονομικό, για να μπορώ να το υποστηρίξω, και να είναι και κάτι το οποίο να είναι κοντά στη δουλειά μου. Οπότε, μετά από περίπου δέκα μέρες που το ’κανα αυτό, είχα φτάσει στο αμήν και εντέλει βρήκα κάποιο σπίτι κοντά σχετικά στη δουλειά που είμαι και… Ναι, ήταν η πρώτη εμπειρία συγκατοίκησης στο Λονδίνο, με άτομο το οποίο ήταν ο landlord του σπιτιού. Αλλά ήτανε…
Ο ιδιοκτήτης δηλαδή.
Ο ιδιοκτήτης, ναι, ο ιδιοκτήτης. Αλλά ήταν πολύ καλή εμπειρία, γιατί έμεινα περίπου ενάμιση χρόνο σε αυτό το σπίτι και, ναι, ήταν εξίσου ένα άτομο το οποίο έχουμε ακόμα και σήμερα επαφές.
Ωραία. Και φτάνουμε στο 2020. Ήσουνα στο Λονδίνο, έτσι;
Ναι, ήμουνα στο Λονδίνο. Το 2020 είχα αλλάξει ήδη στο Λονδίνο δύο-τρία σπίτια. Γενικά το «αλλάζω σπίτια» στο εξωτερικό είναι κάτι πολύ σύνηθες. Είμαστε όλοι, όλη την ώρα, με μια βαλίτσα στο χέρι και με τα πράγματά μας, ανά πάσα ώρα και στιγμή, σε κάποια storage. Και φτάνουμε το 2020, όπου ξεκινάει η πανδημία [00:40:00]του κορονοϊού. Και το Λονδίνο, επειδή σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, αν θυμάσαι, ήτανε τελευταίο στο να πάρει κάποια μέτρα, ήτανε και η περιοχή με τα περισσότερα κρούσματα ανά ημέρα. Είχαμε κάτι τύπου πενήντα-εξήντα χιλιάδες κρούσματα τη μέρα.
Σε δυσκόλεψε πολύ στην καθημερινότητά σου όλο αυτό;
Βέβαια. Αυτό στο Λονδίνο έγινε χαμός εκείνη την περίοδο. Έγινε χαμός, γιατί… η αρχή ήταν η άγνοια, που όλοι είχαμε, έτσι; Παντού. Αυτό φαντάζομαι δεν ισχύει μόνο για το Λονδίνο, αλλά για κάποιον ο οποίος είναι εκτός και δεν είναι με τους δικούς του ανθρώπους και είναι κλεισμένος σε έναν χώρο, στον οποίο πρέπει να… να δουλεύει παράλληλα, να συγκατοικεί και να βλέπει και να ακούει καθημερινά πόσα θύματα και πόσα κρούσματα υπάρχουνε, νομίζω ότι ήτανε κάπως δύσκολο. Όταν πλέον αυτό έγινε καθημερινότητα και ρουτίνα, νομίζω ηρεμήσαν λίγο τα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά, στο Λονδίνο υπήρχαν πολλές ελλείψεις, από χαρτιά υγείας, από αβγά, από γάλατα. Θυμάμαι, κάνανε ουρές στα σούπερ μάρκετ και τσακωνόντουσαν στα σούπερ μάρκετ για το ποιος θα πάρει δύο πακέτα αβγά. Συγκεκριμένα, θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά, να ’χω πάει σούπερ μάρκετ, να ’χω πάρει δύο εξάδες και να έρχεται ένας υπεύθυνος εκεί στο κατάστημα και να μου λέει: «Μόνο μία μπορείς να πάρεις». Υπήρχε δηλαδή αυτή η δυσκολία, που ήταν περίεργο, αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ, αλλά κράτησε περίπου έναν μήνα. Οπότε, εκεί μπήκε στη ζωή μας και η τηλεργασία. Έτσι; Μπήκε η τηλεργασία σαν κάτι… καθημερινότητα πλέον κι αυτό.
Δουλεύατε από το σπίτι δηλαδή; Ήσουνα στο Λονδίνο, δούλευες από το σπίτι για την εταιρεία, έτσι;
Λονδίνο από το σπίτι. Επίσης, είχαν απαγορευτεί εκείνη την περίοδο οι πτήσεις, δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσω εγώ στην Ελλάδα, έπρεπε να είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Οπότε, στην ουσία, ήμασταν κλειδωμένοι και παγιδευμένοι, ως έναν βαθμό, στο Λονδίνο, μέχρι τα πράγματα λίγο να ηρεμήσουνε. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά, επίσης, ότι ενώ υπήρχανε πτήσεις μετά, αφού ψιλολάσκαρε το πράγμα, αυτές οι πτήσεις ακυρωνόντουσαν συνέχεια, γιατί εντέλει βγαίνανε συνέχεια καινούργιες νομοθεσίες περί αν μπορείς να ταξιδέψεις από το ένα μέρος στο άλλο και τι χρειάζεσαι κτλ., κτλ. Οπότε ναι, έγινε αυτό. Το οποίο βέβαια, θεωρώ, εγώ όπως το βλέπω, ότι είχε κι ένα θετικό πρόσημο στην όλη κατάσταση, γιατί έδωσε βήμα σε πολλές εταιρείες και σε πολλούς εργαζόμενους να αναπτύξουν το κομμάτι της τηλεργασίας και να βάλουνε μια άλλη ποιότητα ζωής στην καθημερινότητά τους, εκτός από το: Μπαίνω στο tube, 7 η ώρα το πρωί…
Στο τρένο δηλαδή.
Στο τρένο, στο μετρό, με χιλιάδες άτομα, για να πάω μία ώρα στο γραφείο μου, να κάτσω και να γυρίσω πάλι 7 η ώρα το βράδυ, να πάω να πιω μπίρα και να το επαναλάβω αυτό την επόμενη μέρα. Οπότε, η τηλεργασία εκείνη την περίοδο έδωσε αυτό, το ότι ναι μεν δουλεύω και είμαι αρκετά efficient άμα δουλεύω από το σπίτι, αλλά παρ’ όλα αυτά έχω και τη δυνατότητα να ’χω χρόνο λίγο για μένα, μέσα στη μέρα μου να μπορώ να κάνω μια βόλτα, να πάω για ένα τρέξιμο, να κάνω λίγο γυμναστική και να μη χρειαστεί να σκέφτομαι ότι θα πηγαίνω μία ώρα πήγαινε, μία ώρα γύρνα με τα μέσα και… Προφανώς, δεν μπορούσες να πας και με τα μέσα, γιατί άμα κλειστείς σ’ ένα βαγόνι και έχεις πενήντα χιλιάδες κρούσματα τη μέρα, δεν είναι και ό,τι καλύτερο.
Πόσο καιρό σκεφτόσουνα πριν… μάλλον, πόσο σχεδίαζες να έρθεις να δουλέψεις στην Ελλάδα με τηλεργασία; Περίμενες δηλαδή ότι όταν απελευθερωθούν, όταν ανοίξουν οι πτήσεις, θα φύγεις κατευθείαν για Ελλάδα; Το είχες αποφασίσει δηλαδή;
Είχα στο μυαλό μου ότι το ιδανικό σενάριο για μένα, ειδικά την περίοδο που υπήρχε ο κορονοϊός, θα ήταν να γυρίσω στην Ελλάδα, τουλάχιστον να είμαι κοντά στους δικούς μου ανθρώπους. Έτσι; Το οποίο και… μόλις ανοίξανε οι πτήσεις… Ήτανε Ιούνιος του ’20; Ήταν Ιούνιος του ’20. Οπότε, γύρισα Ελλάδα, γύρισα Αθήνα. Είχα να δω τους δικούς μου κυριολεκτικά ενάμιση χρόνο από κοντά, γιατί δεν είχα έρθει καθόλου πίσω.
Δυσκολεύτηκες να φύγεις από κει;
Απ’ την Αγγλία;
Δηλαδή, ναι, δημιουργήθηκαν προβλήματα; Είχες προβλήματα στη δουλειά; Ακόμα προβλήματα στο αεροδρόμιο;
Προβλήματα στη δουλειά δεν είχαμε ιδιαίτερα, γιατί η οδηγία ήταν ότι όσοι μπορούν να δουλεύουν από το σπίτι, θα δουλεύουν από το σπίτι. Υπήρχαν πολλά άτομα βέβαια, που υπήρχε ένα… Στην Αγγλία σε απολύανε, σε βάζανε σε… όχι σε απολύανε, σε βάζανε σε αναστολή και πληρωνόσουν από το κράτος. Εγώ στην εταιρεία μου, επειδή ήμουν αρκετά παλιός εργαζόμενος, προφανώς με θέλανε, δεν θέλανε να με βάλουν σε αναστολή. Αλλά βάλανε άλλα άτομα σε αναστολή, οπότε η δουλειά τους έπεσε στα λίγα άτομα που μείναν πίσω στην εταιρεία. Οπότε, έκανα τη δουλειά τριών ατόμων και μας μειώσανε και τον μισθό κατά τριάντα τοις εκατό, ας πούμε, για μία περίοδο. Οπότε, αυτό ήταν λίγο περίεργο. Παρ’ όλα αυτά, εγώ τους είπα ότι: «Μπορώ και έχω τη δυνατότητα να συνεχίσω να δουλεύω, αλλά θα είμαι στην Ελλάδα». Και γύρισα, έκατσα καραντίνα… Γιατί χρειαζόταν και καραντίνα, αν θυμάσαι, μετά το αεροδρόμιο, άμα έχεις ταξιδέψει από μια χώρα με κορονοϊό, να μείνεις…
Στο αεροδρόμιο σου δημιούργησαν κάποιο πρόβλημα; Γιατί θυμάμαι ότι τότε υπήρχε γενικά ένας χαμός με τις πτήσεις, με τα αεροδρόμια…
Γινότανε, ναι.
… προσπαθούσαν να φύγουνε πάρα πολλοί.
Γινότανε χαμός, απλά αυτό που θυμάμαι ήταν ότι έκανες… ήτανε με στάσεις. Δηλαδή δεν ήταν απευθείας Λονδίνο-Αθήνα. Ήτανε Λονδίνο, με στάση κάπου αλλού, στη Γερμανία, δεν θυμάμαι πού, και μετά Ελλάδα. Και ότι σε κάθε στάση έκανες… σου κάνανε τεστ, σε είχαν απομονωμένο και πήγαινε έτσι το πράγμα. Αλλά it was ok, δεν ήτανε κάτι τραβηγμένο, θεωρώ.
Άξιζε τον κόπο δηλαδή, για να έρθεις;
Άξιζε τον κόπο για να έρθεις, γιατί… Όχι μόνο άξιζε τον κόπο για να έρθεις, όχι μόνο επειδή θα δούλευα πλέον από το σπίτι μου, αλλά κυρίως γιατί ήθελες να είσαι κοντά στους δικούς σου ανθρώπους. Έτσι; Όταν υπάρχει μια παγκόσμια κρίση, θες να είσαι όσο πιο κοντά γίνεται. Έτσι; Γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει. Εκείνη τη στιγμή, αυτό που λέγαμε όλοι είναι ότι… ειδικά στην αρχή, ότι όποιος κόλλησε, τον θεωρούσες και ως έναν βαθμό ξεγραμμένο. Επειδή φύγανε και κάποιοι άνθρωποι από το δικό μου φιλικό περιβάλλον, και οικογενειακό κιόλας, ήταν δύσκολα. Δηλαδή στην περίοδο εκείνη, και στην Αγγλία, και στην Ελλάδα μετά, αλλά κυρίως στην Αγγλία, θεωρώ ότι ψυχολογικά ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Ήταν πολύ δύσκολα γιατί πολύς κόσμος έπεσε σε κατάθλιψη. Γιατί φοβόσουνα το τι θα γίνει, το αν θα κολλήσεις εσύ, το αν έχουν κολλήσει κάποιοι φίλοι σου, κάποιοι δικοί σου, πώς την περνάνε, και δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Δεν μπορούσες να πας να τους δεις, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Οπότε, όλο αυτό το κομμάτι σε επηρέαζε πάρα πολύ, γενικά, στην ψυχολογία σου και έπρεπε να βρίσκεις άλλες μορφές… διεξόδους, για να μπορείς να είσαι, ας πούμε, σταθερός. Π.χ., εγώ ξεκίνησα και έπαιζα αρμόνιο, ξεκίνησα να μαθαίνω αρμόνιο. Ξεκίνησα να κάνω ποδήλατο. Ξαναέπιασα πάλι την κιθάρα, που πάντα έπαιζα κιθάρα, αλλά την είχα αφήσει, λόγω δουλειάς. Και επειδή είχα τον χρόνο πλέον, όσο ήμουνα στο σπίτι μπορούσα κι έπαιζα κιθάρα λίγο παραπάνω.
Άρα, δηλαδή, ο Covid σε έκανε να θυμηθείς ξεχασμένα χόμπι, ας πούμε.
Ξεχασμένα χόμπι, ασχολίες, να βρω καινούρια χόμπι. Δηλαδή με έκανε λίγο πιο έτσι δημιουργικό και να θυμηθώ πάλι και να ξαναπιάσω πράγματα που πάντα έλεγα: «Θα τα πιάσω», αλλά λόγω χρόνου ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να το κάνω. Οπότε, ναι, νομίζω ότι ο κορονοϊός έδωσε κάποιες έξτρα ευκαιρίες σ’ αυτό το κομμάτι. Στα άτομα προφανώς τα οποία θέλανε, έτσι; Γιατί ήξερα και πολλά άτομα τα οποία δεν μπορούσαν να αντέξουν το κομμάτι ότι «είμαι σπίτι και δεν κάνω τίποτα», και δεν είχαν και κάποιες ασχολίες, οπότε απλά καθόντουσαν σπίτι και βλέπανε Netflix.
Ωραία. Και φτάνεις στην Αθήνα…
Φτάνω στην Αθήνα…
Θέλω να μου περιγράψεις τα συναισθήματά σου. Πώς ένιωσες όταν κατέβηκες από το αεροπλάνο, όταν βγήκες από το αεροπλάνο; Απ’ το αεροπλάνο όταν βγήκες, στο αεροδρόμιο σε περίμενε κάποιος δικός σου, ήσουν μόνος σου;
Όχι, δεν… στο αεροπλάνο, επειδή συνέχιζε ο κορονοϊός να είναι το main, το hot topic, εδώ στην Ελλάδα… Και εδώ πέρα νομίζω ότι τα πράγματα ήταν λίγο πιο δύσκολα, γιατί έπρεπε να στείλεις μήνυμα, να συμπληρώσεις έντυπα κτλ., κτλ. Οπότε, με το που ήρθα, δεν έπρεπε να έρθω σε επαφή με τους δικούς μου, οπότε…
Για πόσο καιρό;
Για δέκα-δώδεκα μέρες νομίζω ήτανε η καραντίνα. Ευτυχώς είχα ένα άδειο σπίτι που μπορούσα να μείνω στην Πεντέλη, οπότε πήγα μόνος μου κατευθείαν από το αεροδρόμιο στην Πεντέλη, με ταξί, με μάσκες, με τα πάντα. Και θυμάμαι ότι απλά ήρθαν οι δικοί μου, που είχαν να με δουν ενάμιση χρόνο, δεν μπορούσες να τους αγκαλιάσεις τους δικούς σου ανθρώπους και έπρεπε να είναι έξω στην αυλή και από μακριά να τους κουνάς το χέρι, ας [00:50:00]πούμε. Το οποίο ήταν λίγο έτσι πολύ περίεργο, δεν το ’χα ξαναβιώσει σ’ αυτό τον βαθμό. Και έμεινα…
Ένιωσες μια ανακούφιση όταν…
Ανακούφιση νιώθεις ότι κατάφερες και ήρθες πίσω…
Μια ασφάλεια, ας πούμε.
Ναι. Ασφάλεια, ok, ναι. Πιο πολύ εμένα μου ’κανε έτσι, ξέρεις, αυτό το συναίσθημα, το ότι δεν μπορείς να πιάσεις τους δικούς σου ανθρώπους, το οποίο ήταν περίεργο. Και μετά, αφού τελείωσε η καραντίνα και αφού, ας πούμε, μπόρεσα και, ξέρεις, αγκάλιασα τη μάνα μου και τον πατέρα μου για λίγο, πήρα την απόφαση και είδα ότι στην Αθήνα η κατάσταση ήτανε λίγο περίεργη και αποφάσισα να έρθω εδώ, στη Χίο.
Πόσο καιρό είχες κάτσει στην Αθήνα, περίπου;
Δέκα-δώδεκα μέρες καραντίνα κι άλλες τρεις μέρες χωρίς. Οπότε, τίποτα.
Άρα, είχες πάρει από πριν την απόφαση να έρθεις στο νησί.
Είχα πάρει την απόφαση να έρθω στο νησί, γιατί… ναι, θεωρούσα ότι εδώ πέρα τα πράγματα θα είναι πιο άνετα. Και επίσης εδώ ήταν και η γιαγιά μου, φίλοι, ξαδέρφια κτλ., ok, ναι…
Η γιαγιά σου πόσο χρονών είναι;
Η γιαγιά είναι 93.
93. Δηλαδή πήρες την απόφαση να φύγεις από μία πόλη… ας το πούμε δέκα εκατομμύριων;
Ναι, περίπου.
Και να ’ρθεις σ’ ένα χωριό, στα Αρμόλια της Χίου, διακοσίων κατοίκων;
Ναι, κάτι τέτοιο.
Σε πολλούς αυτό θα φάνταζε λίγο τρελό που έκανες. Γιατί, εντάξει, ένα νέο παιδί να φεύγει από μία πόλη, που έχει πάρα πολλά πράγματα να κάνει, άσχετα με τον κορονοϊό, και να μείνει εδώ, είναι λίγο περίεργο.
Είναι περίεργο και είναι πολύ μεγάλη αντίφαση απ’ το να… αυτό που λες, απ’ το να έρθεις από το Λονδίνο, όπου τα πράγματα είναι στο διακόσια τοις εκατό, και ξαφνικά να έρθεις σε ένα μέρος στο οποίο τα πράγματα κυλάνε πάρα, πάρα πολύ αργά. Παρ’ όλα αυτά, επειδή εμένα μου έλειπε αυτό το πράγμα, μου έλειπε το γεγον-… μου έλειπε αυτή η ηρεμία, μου έλειπαν κι οι δικοί μου άνθρωποι, ήταν κάτι το οποίο το έκανα τελείως συνειδητά, αυτή την απόφαση, και ευτυχώς που είχα και τη δυνατότητα να δουλεύω έτσι, οπότε το συνδύασα μ’ αυτό τον τρόπο. Κι όταν ήρθα εδώ πέρα, θυμάμαι συγκεκριμένα ότι ναι μεν υπήρχε παντού στην ατμόσφαιρα όλο το κλίμα του Covid, αλλά εδώ ήτανε πολύ πιο χαλαρά, δεν είχε καμία σχέση με το πώς άκουγα πως ήταν η Αθήνα. Εδώ έκανα μπάνιο… χειμώνα, καλοκαίρι μπορούσα να πάω στη θάλασσα, στο καφενείο, με λίγο κόσμο μεν, μπορούσες να πας –στο καφενείο του χωριού εννοώ, έτσι;– και να κάτσεις, να πιεις το τσιπουράκι σου, να παίξεις την κιθάρα σου… Απλά πράγματα. Κι εκεί κατάλαβα εντέλει ότι δεν θες και πάρα πολλά για να είσαι όντως χαρούμενος. Έτσι; Δηλαδή με δυο άτομα να μπορείς να πεις μία κουβέντα, προφανώς όταν έχεις τη δουλειά σου, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το έπιανε η δουλειά. Αλλά κατάλαβα εντέλει πόσο πολύ μου έλειπε το κομμάτι της Ελλάδας και συγκεκριμένα η ηρεμία που σου προσφέρει το νησί και ένα χωριό, όπως είναι εδώ πέρα τα Αρμόλια. Και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που μπορούσα να το κάνω και συνεχίζω και το κάνω.
Θέλω να μου πεις, τα Αρμόλια τα ήξερες, ας το πούμε, μέσα από τις αναμνήσεις σου ή μέσα από έναν μήνα το καλοκαίρι, και ήρθες… Τελικά, πόσο έμεινες;
Έμεινα δύο χρόνια και κάτι εντέλει.
Πώς ήταν αυτά τα δύο χρόνια. Γιατί έμενες χειμώνα, που εντάξει συνήθως όλοι ερχόμαστε καλοκαίρι. Μας αρέσει, βέβαια έχει και κόσμο, είναι και καλοκαίρι, τον χειμώνα με πιο λίγο κόσμο, με όχι τόσο πολλά πράγματα να κάνεις, πώς ήτανε η εμπειρία;
Ναι. Ξαναλέω, για τους Έλληνες που μένουν στο εξωτερικό, θεωρώ ότι βλέπουνε και εκτιμούν τα πράγματα που τους λείπουνε με άλλο πρόσημο. Δηλαδή είναι αυτό που λέμε ότι, όταν έχουμε κάτι, δεν το εκτιμούμε και, όταν το χάνουμε, το αποζητούμε. Οπότε, αυτό συνέβη και… ακριβώς αυτό συνέβη και με εμένα και με κάθε εμένα, όχι μόνο μ’ εμένα. Που, ρε παιδί μου, και με φίλους που είναι στην Ελλάδα, ξέρεις, δεν θα απολαύσουνε την ομορφιά της θάλασσας, την ομορφιά του καφενείου, την ομορφιά του χωριού τους, αν έχουνε, το οτιδήποτε. Έτσι; Οπότε, για κάποιον ο οποίος έρχεται από έξω, σε μία τόσο busy περιοχή και πόλη, κι έρχεται ξαφνικά σε ένα πράγμα το οποίο είναι υπερβολικά, σε υπερθετικό βαθμό ήρεμο, λες… ναι, ok, είναι περίεργο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, επειδή ακριβώς μου έλειπε εμένα αυτό το κομμάτι, η μετάβαση ήτανε πολύ smooth. Δηλαδή ήτανε smooth σε βαθμό που άρχισα να αναρωτιέμαι το τι κάνω εγώ στη ζωή μου έξω και γιατί τόσο καιρό δεν έχω πάρει την απόφαση να γυρίσω πίσω. Έτσι; Είτε αυτό λέγεται για τα πράγματα που θέλω να κάνω είτε για τα πράγματα και για τους ανθρώπους που στην ουσία είχα χάσει και τους ξαναβρήκα μένοντας εδώ. Οπότε, ναι, ο χειμώνας γενικά εδώ στα χωριά είναι δύσκολος. Είναι αυτό που λες, ότι το καλοκαίρι έχεις μία εικόνα ενός μέρους που είναι γεμάτο από κόσμο και τα πράγματα κυλάνε διαφορετικά και ξαφνικά, όταν έρχεσαι και είναι, ας πούμε, ακόμα… ήταν καλοκαίρι, αλλά μετά περνάς και τον χειμώνα σου εδώ και βλέπεις τον χειμώνα να φεύγει ο κόσμος αυτός και να μένουνε πέντε άτομα εντέλει και τα πέντε άτομα από ηλικία 80 και πάνω, εκεί δυσκολεύει λίγο το πράγμα. Αλλά εγώ προσωπικά, ρε παιδί μου, επειδή έχω κάποιες ασχολίες, όπως είναι η αστρονομία, που είπα πριν, και η αστροφωτογραφία, δεν το βίωσα έτσι. Το βίωσα σε βαθμό που έλεγα: «Εδώ είμαι, αυτό θέλω να κάνω, εδώ έχει καθαρό ουρανό, μπορώ κάθε μέρα να πηγαίνω και να…».
Εννοείς σκοτεινό ουρανό;
Σκοτεινό ουρανό. «Να πηγαίνω να κάνω τη φωτογράφισή μου»… Ξαναέπιασα πάλι το χόμπι της αστροφωτογραφίας, το οποίο στο Λονδίνο δεν θα μπορούσα να το κάνω. Έτσι; Οπότε, μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία πάλι. Βρήκα κάποια άτομα εδώ πέρα που ταιριάζανε τα χνότα μας, ας πούμε, και παίζαμε μαζί μουσικούλα και λίγο κιθάρα κτλ., κτλ. Βόλτες με φίλους, φωτογραφία, το οτιδήποτε ήταν αυτό. Δηλαδή θεωρώ ότι κάποιος, άμα θέλει όντως να μείνει κάπου σε ένα τέτοιο μέρος, βρίσκει να κάνει και να ασχοληθεί με πράγματα. Αλλά το σημαντικό για μένα είναι ότι θα το βρει, απλά πρέπει ο ίδιος να έχει τα μάτια του ανοιχτά για να εκτιμήσει αυτό που έχει. Έτσι; Γιατί, ξαναλέω, αν το κάνεις χωρίς να το έχεις χάσει για λίγο διάστημα, δεν θεωρώ ότι το εκτιμάς στον ίδιο βαθμό όπως το εκτιμάνε άτομα τα οποία το ’χουνε χάσει. Και, ναι, έκατσα εδώ πέρα, πολλή αστροφωτογραφία, full ξενύχτι… Γιατί η αστροφωτογραφία γενικά ένα κομμάτι άλλο το οποίο απαιτεί αρκετό διάβασμα και αρκετό ξενύχτι και υπομονή. Και παράλληλα να προσαρμοστώ στη νέα πραγματικότητα του ότι πλέον δουλεύω remotely τελείως και όλα μου τα meetings, όλοι μου οι πελάτες και οτιδήποτε έχει ο καθένας, θα τους έβλεπα μέσα απ’ τον υπολογιστή. Το οποίο για μένα ήτανε κάτι που πλέον είχα συνηθίσει, αλλά άλλο να είσαι στην Αγγλία και να δουλεύεις απ’ το σπίτι σου και, αν χρειαστεί, να πας και να βρεθείς από κοντά, κι άλλο πλέον να μη μπορείς καθόλου να πας να δεις κανέναν και όλα να γίνονται εξ αποστάσεως.
Ωραία. Εδώ έμεινες μόνος;
Εδώ έμεινα μόνος και μαζί με τη γιαγιά –έτσι;–, που στην ουσία πρόσεχα γιαγιά μου. Πέρασα πολύ ποιοτικό χρόνο, χρόνο που δεν ξέρω αν θα είχα την ευκαιρία να τον περάσω αν δεν ήμουν εδώ πέρα, προφανώς γιατί και η γιαγιά είναι μεγάλη. Οπότε, πέρασα χρόνο που στα 36 μου χρόνια δεν είχα περάσει ξανά ποτέ μαζί της και θεωρώ ότι κι αυτό, ως έναν βαθμό, της έδωσε και χαρά, της έδωσε και ζωντάνια… Όχι μόνο στη γιαγιά, αλλά και σε άλλες γιαγιάδες, παππούδες που είναι εδώ πέρα, που είναι μεγάλοι άνθρωποι, που ξαφνικά βλέπουνε κάποιους πιο μικρούς, έτσι νέους, να έρχονται και να δίνουν έτσι μια ζωντάνια ξανά σ’ ένα χωριό το οποίο τον χειμώνα, όπως είπες, είναι τελείως… είναι πολύ ερημωμένο. Οπότε, ναι, έκατσα με τη γιαγιά, μου έδωσε, όχι μόνο της έδωσα, μου έδωσε κι αυτή αρκετή χαρά και ζωντάνια σε κάποια πράγματα, εκτίμησα πράγματα για τη ζωή γενικά και για το πώς θεωρώ ότι πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα και να εκτιμάμε τους ανθρώπους που τους έχουμε, όταν τους έχουμε, και… Ναι, όχι, ήτανε, και είναι ακόμα, ας πούμε, μία φάση της ζωής μου που θεωρώ ότι όχι απλά δεν τη μετανιώνω, νομίζω ότι είναι κάτι που επιζητώ από δω και πέρα.
Ωραία. Άρα, έζησες δύο χρόνια περίπου στο χωριό. Αυτά τα δύο χρόνια σκέφτηκες καθόλου να ξαναγυρίσεις στο αστικό περιβάλλον; Σου έλειψε δηλαδή καθόλου, όχι απαραίτητα το Λονδίνο, και η Αθήνα;
Μου έλειψε… μου έλειψαν… Εντάξει, μου έλειψαν οι δικοί μου, οι γονείς μου, ας πούμε, που ήταν εκεί πέρα. Οι δικοί μου φίλοι, οι παιδικοί φίλοι, που είχαμε μεγαλώσει μαζί… Που προφανώς, ok, η επαφή ήτανε σχεδόν σε καθημερινό επίπεδο μέσω Messenger, Facebook κτλ.
Social media.
Μέσω social media. Αλλά ακριβώς επειδή η ποιότητα ζωής που σου προσφέρει η επαρχία, θεωρώ… Επειδή εγώ την ποιότητα ζωής αυτή δεν την είχα ζήσει και δεν την είχα νιώσει σε σχέση με τις μεγαλουπόλεις, όπως ήταν η Αθήνα και το Λονδίνο, νομίζω [01:00:00]ότι δεν μπήκα ποτέ σε διαδικασία… Εντάξει, ok, κάποια πράγματα που… κάτι συναυλίες και κάτι τέτοια, που ας πούμε γουστάρω εγώ να πηγαίνω και να κάνω, δεν τα… Αυτά μου λείψανε. Αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό, ακριβώς επειδή είχα βρει πλέον τα πατήματά μου εδώ πέρα με τις ασχολίες και με όλο το σκηνικό που είχα στήσει, ότι δεν μου έλειψε και ιδιαίτερα η όλη κατάσταση. Θεωρώ δηλαδή γενικά ότι η ποιότητα ζωής στην επαρχία, αν κι εσύ προφανώς είσαι ένα άτομο το οποίο μπορείς να προσαρμοστείς εύκολα –έτσι;–, γιατί δεν είναι για όλους αυτό το πράγμα, αν είσαι προσαρμοστικός, θεωρώ ότι πρέπει, όποιος έχει την ευκαιρία να το κάνει, να το κάνει. Όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους γύρω του, που μπορεί να μην έχει σκεφτεί, γιατί πάντα, ξέρεις, θεωρούμε ότι οι δικοί μας θα είναι γύρω μας για πάντα και τέτοια πράγματα. Και νομίζω ότι αυτή η ηρεμία και αυτός ο χρόνος που πέρασα εδώ πέρα μ’ έκανε λίγο να επαναπροσδιορίσω κάποια πράγματα για τη ζωή και γενικά για το τι είναι σημαντικό στο τέλος της ημέρας. Δηλαδή αν κάποιος μου έλεγε ότι: «Ανανία, δεν μπορούμε να συνεχίσεις να δουλεύεις remotely, πρέπει να έρθεις στο Λονδίνο πίσω», θα τους έλεγα ότι αυτή τη στιγμή είναι πιο σημαντικό για μένα η οικογένειά μου, οι φίλοι μου και η γιαγιά μου, ας πούμε, παρά να γυρίσω πίσω για να λέω ότι βρίσκομαι σ’ ένα γραφείο. Οπότε…
Σου το είπαν καθόλου αυτό;
Ναι, μετά από κάποιο σημείο, που πέρασε πλέον η όλη κατάσταση του κορονοϊού και ξεκινήσαμε σιγά σιγά να γυρίζουμε στα γραφεία, μου είπε κι η εταιρεία, μου έκανε μία νύξη και μου λέει: «Καλό θα ήταν κάποια στιγμή να γυρίσεις πίσω». Κι εκεί ήταν αυτό που είπα πριν, ότι πήρα την απόφαση και τους είπα ότι: «Για μένα τα πράγματα έχουν αλλάξει, πλέον τα βλέπω λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Αν είστε χαρούμενοι με την απόδοσή μου και με το πώς δουλεύω όσο καιρό είμαστε remotely, εγώ θα ήθελα να το συνεχίσω. Αλλά, αν όχι, η απόφασή μου ότι δεν θα γυρίσω πίσω. Μπορώ να έρχομαι μία στο τόσο από κοντά, να τα λέμε, αλλά προτιμώ να είμαι κοντά στους δικούς μου ανθρώπους».
Είπες πολλά πράγματα… Πολλές φράσεις σου περιτριγυρίζονται γύρω απ’ τη μουσική. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, έχεις ιδιαίτερη αγάπη στη μουσική. Είχες μήπως καθόλου ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτό; Γιατί και από το Λίβερπουλ λες για τη μουσική…
Ναι.
…και για κιθάρα και…
Εντάξει, ok, πολύς κόσμος το ’χει αυτό. Εγώ προσωπικά από πολύ μικρός ακούω μουσική, ροκ συγκεκριμένα και τέτοιου τύπου. Και, ναι, παίζω κιθάρα, έπαιζα ημιεπαγγελματικά για ένα διάστημα, όσο ήμουνα φοιτητής στο Μεσολόγγι, σε μεζεδοπωλεία, σε ρεμπετάδικα, σε διάφορες μπαντούλες που κάναμε ανά καιρούς με φίλους. Όταν πήγα στο Λίβερπουλ, εκεί βρήκα μία μπάντα και παίζαμε σε κάποιες παμπ και κάναμε διάφορα λαϊβάκια. Είχαμε πάει και σε κάποια στούντιο, είχαμε γράψει κάποια κομμάτια. Αλλά ακόμα ήταν η φάση που, ξέρεις, δεν είχε μπει η δουλειά στην καθημερινότητα, οπότε είχα τον χρόνο να το κάνω αυτό. Μετά απ’ αυτό είναι αυτό που λέμε: «I have bills to pay» και απ’ τη μουσική δεν ξέρω αν θα μπορούσα να βιοποριστώ εύκολα. Οπότε, την άφησα, την κράτησα σαν χόμπι. Πάντα είναι στη ζωή μου και θεωρώ πως πάντα θα είναι. Συνεχίζω να παίζω, συνεχίζω να παίζω αρκετά μάλιστα. Και ειδικά την περίοδο που είχα τον χρόνο και ήμουνα στη Χίο έπαιζα ακόμα πιο πολύ και έκανα και practice και διάφορα. Οπότε, ναι, όχι, η μουσική είναι σίγουρα ένα… Η μουσική για μένα, τέλος πάντων, είναι ένα κομμάτι το οποίο με κρατάει δημιουργικό, με βάζει σε διαδικασία να ξεχνάω το οτιδήποτε πρόβλημα μπορεί να έχω… Αυτό και η αστρονομία μαζί, έτσι; Νομίζω και τα δύο με κάποιο τρόπο συνδυάζονται. Δεν έχω βρει ακριβώς ποιος είναι αυτός ο τρόπος, αλλά νομίζω ότι υπάρχει αρμονία και στην… Η αστρονομία δηλαδή σίγουρα περιλαμβάνει ένα κομμάτι αρμονίας, αλλά και η μουσική, που βασίζεται πάνω στην αρμονία. Έτσι; Οπότε, νομίζω ότι αυτά τα δύο παντρεύονται πολύ εύκολα και ίσως γι’ αυτό και… Ξέρεις, μέσα στην όλη διαδικασία του χάους που επικρατεί στο μυαλό μας, στα προβλήματα που μπορεί να έχουμε καθημερινά ο καθένας και σε ό,τι σκεφτόμαστε, ότι πρέπει να έχεις κάποια χόμπι, κάποιες ασχολίες που σε κρατάνε σ’ ένα… σε τραβάνε πίσω, ας πούμε, και σε κρατάνε σε μια ισορροπία. Οπότε, και τα δύο αυτά θεωρώ ότι είμαι τυχερός, από τη μία, που ασχολήθηκα από σχετικά μικρός και προφανώς τα συνεχίζω ακόμα. Αλλά η μουσική σίγουρα… Κι εδώ στο χωριό που είμαι έχω βρει κάποια άτομα με τα οποία παίζουμε μουσικούλα, για την πλάκα μας μεν, αλλά είναι κάτι το οποίο, ξέρεις, σε κάνει να ξεχνιέσαι λίγο από την καθημερινότητα.
Ωραία. Τώρα μένεις στην Αθήνα, έτσι;
Ναι.
Έχεις φύγει από τη Χίο πια…
Έφυγα από τη Χίο… μετά τα δύο χρόνια και κάτι, έφυγα από τη Χίο και είπα: «Καλά ήτανε, πάμε πάλι πίσω στην Αθήνα, γιατί, ok, εκεί είναι οι φίλοι, οι γνωστοί, η οικογένεια κτλ., οπότε πάμε λίγο να δοκιμάσουμε και την Αθήνα σε ζωή». Γιατί εγώ στην Αθήνα, ναι μεν στην Αθήνα μεγάλωσα, αλλά στα ενήλικά μου χρόνια, ας πούμε, δεν έχω ζήσει και πάρα, πάρα πολύ στην Αθήνα, ήμουνα είτε σαν φοιτητής εκτός είτε στην Αγγλία. Οπότε, πήγα Αθήνα τον τελευταίο χρόνο, συνεχίζω να δουλεύω remotely… Μένω με τους γονείς μου, by the way, στο πατρικό μου. Είμαι 36 χρονών και μένω με τους γονείς μου ακόμα και…
Και ποια είναι τα σχέδιά σου τώρα για το μέλλον; Σκέφτεσαι καθόλου, παράδειγμα, να ξαναγυρίσεις; Να συνεχίσεις δηλαδή remotely και να ξαναέρθεις στη Χίο;
Για μένα το remotely είναι πλέον κάτι το οποίο… δεν μπορώ να σκεφτώ τη ζωή μου χωρίς να δουλεύω remotely. Δηλαδή και στην εταιρεία αυτή να μην είμαι, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου ώστε να βρω κάτι το οποίο να είναι remotely. Θεωρώ ότι η ποιότητα ζωής που σου δίνει… δεν είναι για όλους, ξαναλέω, εγώ μιλάω τώρα προσωπικά για μένα, αλλά η ποιότητα ζωής που μου δίνει εμένα το γεγονός να μπορώ ανά πάσα ώρα και στιγμή, απ’ όπου βρίσκομαι, να ανοίγω το laptop μου και να δουλεύω, ότι δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτό. Δηλαδή δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου να γυρνάω σε ένα γραφείο πίσω. Έτσι; Κάποιοι μου ’χουνε πει ότι δεν μπορούν τη ζωή τους να τη φανταστούν να είναι συνέχεια remotely, γιατί πολύ απλά βαριούνται. Έχει να κάνει και με το άτομο αυτό το πράγμα. Εγώ, εντάξει, μη λέω μεγάλα λόγια, αλλά στη φάση που βρίσκομαι θεωρώ ότι το remotely είναι μονόδρομος. Οπότε, ναι, δουλεύω remotely, συνεχίζω να είμαι στην ίδια εταιρεία που ήμουνα. Είπα στην Αθήνα… το γεγονός ότι είπα ότι μένω με τους γονείς μου έχει να κάνει και ως έναν βαθμό με το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια δεν τους έζησα όσο θα ήθελα. Οπότε, η απόφαση του να μείνω για έναν χρόνο, ξέρω γω, και λίγο παραπάνω με τους δικούς μου ήτανε καθαρά εσκεμμένη. Προφανώς θα είχα τη δυνατότητα να πάω να νοικιάσω κάπου ένα σπίτι, αλλά θεωρώ ότι δεν τους έζησα όσο θα ήθελα και τώρα είναι σαν να αναπληρώνω τον χαμένο χρόνο, που είχα, ναι, που πέρασε. Οπότε, αυτό είναι το κομμάτι. Το πλάνο συνεχίζει να είναι ότι δουλεύω remotely. Το πλάνο είναι ότι θα ήθελα να κάνω έτσι τη ζωή μου ώστε να είμαι έξι μήνες στη Χίο, έξι μήνες στην Αθήνα, ώστε να κρατάω κι εκεί μία ισορροπία. Τώρα, σε βάθος χρόνου δεν μπορώ να σου πω συγκεκριμένα το τι επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά σίγουρα βλέπω ένα μεγάλο κύμα ατόμων που, όταν έχουν τη δυνατότητα να δουλεύουν εξ αποστάσεως, να γυρίζουν στα χωριά τους. Κι εγώ αυτό είναι κάτι το οποίο, όποιος μου λέει ότι: «Μπορώ να το κάνω» και έχει και κάποιο χωριό, έχει κάποιο τόπο, κάν’ το. Δίνεις ζωή και στον τόπο σου, έχεις άλλη ποιότητα ζωής εσύ σαν άτομο, έχεις τον χρόνο και την ηρεμία να σκεφτείς και να αναθεωρήσεις κάποια πράγματα. Οπότε, είμαι πολύ υπέρ στο να γίνεται κάτι τέτοιο.
Αυτό είναι δηλαδή σαν συμβουλή που δίνεις, ας πούμε, σε άτομα που έχουν τη δυνατότητα να δουλέψουν remotely και θέλουν.
Σίγουρα, ναι, ναι, ναι. Είναι κάτι το οποίο… Εντάξει, από αυτή την κουβέντα, ρε παιδί μου, θεωρώ ότι το… Η συμβουλή μου, ρε παιδί μου, και η παρότρυνση στον οποιοδήποτε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, ακόμα και να μη μπορεί να δουλέψει remotely… Υπάρχουν άτομα τα οποία μπορεί να σκεφτούνε ότι: «Δεν μου κάνει πλέον η μεγάλη πόλη για μένα και θέλω να ’ρθω να δουλέψω στην επαρχία». Ακόμα κι αυτό… Εντάξει, γιατί όλες οι δουλειές δεν μπορεί να ’ναι remotely, σίγουρα. Αλλά ακόμα κι αυτό θα ήταν κάτι που θα έλεγα, ξέρεις: «Κάν’ το», ειδικά όταν είσαι στη φάση που ακόμα δεν έχεις παιδιά, σκυλιά, γατιά. Και να έχεις, πιο δύσκολα, αλλά και πάλι θα παρότρυνα τον κόσμο να το κάνει. Γιατί νομίζω ότι πλέον οι μεγάλες πόλεις… αρχίζει και… έχει ήδη βασικά κορεστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και χάνουμε λίγο τον εαυτό μας, από την υπερβολική… Δηλαδή το νούμερο 1 για μένα πράγμα που… γιατί πάλευα πολύ καιρό με άγχος και τέτοια πράγματα, όταν ήρθα εδώ, σιγά σιγά είδα ότι, ξέρεις, βοηθήθηκα ώστε να το αποβάλω. Και βοήθησε πάρα πολύ. Και νομίζω ότι στον κόσμο που ζούμε και στην κοινωνία που ζούμε αυτή τη στιγμή, που είναι μία κοινωνία που τρέχεις με χίλια και έχεις μία υπερπληροφόρηση από παντού, θεωρώ ότι πρέπει ώρες, ώρες να πατάς ένα φρένο, να παίρνεις μια ανάσα και να βλέπεις γύρω σου τι πραγματικά έχει ουσία και για το τι αγχώνομαι αυτή τη στιγμή, αγχώνομαι για κάτι το οποίο μπορώ να επηρεάσω ή για [01:10:00]κάτι που απλά δεν μπορώ να επηρεάσω και μου δημιουργείται από όλα τα… τους εξωτερικούς παράγοντες, τέλος πάντων, που βρίσκονται γύρω μου. Και στις πόλεις αυτό το πράγμα είναι σε πολύ έντονο βαθμό. Πιστεύω ότι στις επαρχίες είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις αυτό το βήμα.
Θεωρείς δηλαδή ότι είσαι και πιο δημιουργικός, ας το πούμε;
Είσαι πιο ήρεμος και, όταν έχεις ηρεμία, έχεις τον χρόνο να σκεφτείς. Όταν έχεις τον χρόνο να σκεφτείς, έχεις και επίσης τον χρόνο να σκεφτείς τι θες να κάνεις για σένα και για τους γύρω σου. Έτσι; Κι όταν καταλάβεις τι θες να κάνεις για σένα, μέσα σ’ αυτά τα πράγματα που θες να κάνεις για σένα σίγουρα μπορείς να βρεις και πράγματα που κάνουν εσένα δημιουργικό. Γιατί άμα εσύ είσαι ένα δημιουργικό άτομο, αυτό είναι κάτι που, όπως είπα και πριν, σε κρατάει σε μία ισορροπία και σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα με άλλο πρόσημο. Γιατί πάντα νομίζω ότι πρέπει λίγο να κάνουμε ένα step-back και να βλέπουμε λίγο πού βρισκόμαστε αυτή τη φάση της ζωής μας, τι θέλουμε να κάνουμε. Και αν για κάποιον, ρε παιδί μου, ξέρεις, έχει ασχολίες και πράγματα τα οποία τα ’χει αφήσει στο συρτάρι, γιατί πολύ απλά δεν έχει τον χρόνο να κάτσει να σκεφτεί και δεν έχει τον χρόνο να κάτσει να ασχοληθεί μαζί μ’ αυτά τα πράγματα, για τους Χ, Ψ λόγους, νομίζω ότι, ναι, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να κάνει για τον εαυτό του. Και για τους γύρω του. Αλλά για τον εαυτό του σίγουρα… ως έναν βαθμό, το να βρεις κάτι που σε κάνει δημιουργικό και να πας σ’ ένα περιβάλλον με λιγότερο στρες και λιγότερο άγχος σίγουρα θα βοηθήσει.
Ωραία. Μια χαρά. Τώρα θέλω να μου πεις πώς σου φάνηκε αυτή η εμπειρία με το Istorima. Σε ταξίδεψε καθόλου πίσω σ’ αυτά που έχεις ζήσει;
Πάντα οι κουβέντες είναι… σίγουρα, όταν ξεκινάς και λες πράγματα που είναι και πράγματα αρκετά… έχουν έτσι ένα συναισθηματικό φορτίο, ναι, είναι κάτι… κάτι ενδιαφέρον. Σε κάνει, απ’ τη μία… σαν ψυχοθεραπεία ένα πράγμα, σε κάνει λίγο να αδειάζεις από μέσα σου και να ξαναθυμάσαι πράγματα και καταστάσεις που έζησες, είτε αυτά είναι καλά είτε είναι αρνητικά. Έτσι; Για μένα το σημαντικό είναι να κρατάς τα θετικά και να προχωράς μπροστά με τις εμπειρίες που έχεις αποκομίσει και ειδικά για άτομα… Ξαναλέω, δηλαδή αν η όλη κουβέντα και η όλη κατάσταση έχει να κάνει με άτομα του εξωτερικού, θεωρώ ότι πολύς κόσμος μπορεί να βρει παρόμοια στοιχεία και παρόμοιες καταστάσεις στον εαυτό του, να ξαναζήσει πάλι, στην ουσία, αυτά που λέμε ότι ζούνε οι Έλληνες του εξωτερικού και το τι αισθάνονται και το πώς σκέφτονται. Γιατί νομίζω το μεγαλύτερο κομμάτι των ατόμων που είναι στο εξωτερικό πάντα σκέφτεται το πότε θα γυρίσει πίσω, σκέφτεται τους δικούς του και νομίζω πολύ λίγοι πλέον… Βέβαια, με πικρία αρκετοί σου λένε ότι δεν θέλουν να γυρίσουν στην Ελλάδα, γιατί η Ελλάδα δυστυχώς τρώει τα παιδιά της, που λέμε. Αλλά νομίζω ότι, ξέρεις, στο βάθος όλων των Ελλήνων που έχω μιλήσει, και φίλων και γνωστών, είναι ότι: «Κάποια στιγμή θα θέλαμε να γυρίσουμε πίσω». Οπότε, ναι, νομίζω απ’ την κουβέντα αυτή, αν τύχει κάποιος να την ακούσει και είναι στην ίδια κατάσταση, εγώ απλά θα του πρότεινα, αν το σκέφτεται, να το κάνει. Να βγει έξω. Σαν εμπειρία κυρίως. Θα γνωρίσει πολύ περισσότερο τον εαυτό του με το να βγει έξω από το comfort zone του και να μην είναι, ξέρεις, στο περιβάλλον του ότι είμαι σ’ ένα safe, ασφαλές περιβάλλον και μέχρι εκεί πάει το πράγμα. Γιατί η εξέλιξη έρχεται μόνο έτσι. Η εξέλιξη έρχεται όταν βγεις έξω από τον κύκλο της ασφαλείας σου. Οπότε, ναι, νομίζω ότι σε εμένα αυτή η κουβέντα, στην ουσία, έκανε κι αυτό ως έναν βαθμό, δηλαδή μ’ έκανε να ξαναθυμηθώ κάποια πράγματα και καταστάσεις και να… Αν ας πούμε ότι θα έκανα κάτι διαφορετικό, δεν θα έκανα τίποτα, θα τα ’κανα πάλι όλα με τον ίδιο τρόπο από την αρχή.
Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Ευχαριστώ πολύ κι εγώ.
Photos

Ανανίας Μαμελετζής
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Στην παρούσα συνέντευξη ο Ανανίας μιλάει για τη διαδρομή του από την Ελλάδα της Κρίσης προς το εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Αγγλία, όπου πρώτα σπούδασε και έπειτα εργάστηκε, ενώ περιγράφει και την επιστροφή του στην Ελλάδα και την εγκατάστασή του στη Χίο. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται στα φοιτητικά του χρόνια, στην εργασιακή πραγματικότητα στο εξωτερικό και στις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν. Στέκεται ιδιαίτερα στην περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού, η οποία, πέρα από τις διάφορες δυσκολίες που δημιούργησε, έφερε και κάτι θετικό για τον αφηγητή, αφού του επέτρεψε να εργάζεται με τηλεργασία, κάτι που, όπως λέει, βελτίωσε την ποιότητα ζωής του και του έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψει στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί για δύο χρόνια στο χωριό του στη Χίο. Ο τρόπος ζωής στην επαρχία στάθηκε ευεργετικός για τον αφηγητή και, παρότι επέστρεψε τελικά στην Αθήνα, αποτιμά με θετικό πρόσημο αυτή του την εμπειρία.
Narrators
Ανανίας Μαμελετζής
Field Reporters
Κωνσταντίνος Γεωργιακώδης
Tags
Interview Date
14/09/2023
Duration
74'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Στην παρούσα συνέντευξη ο Ανανίας μιλάει για τη διαδρομή του από την Ελλάδα της Κρίσης προς το εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Αγγλία, όπου πρώτα σπούδασε και έπειτα εργάστηκε, ενώ περιγράφει και την επιστροφή του στην Ελλάδα και την εγκατάστασή του στη Χίο. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται στα φοιτητικά του χρόνια, στην εργασιακή πραγματικότητα στο εξωτερικό και στις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν. Στέκεται ιδιαίτερα στην περίοδο της πανδημίας του κορονοϊού, η οποία, πέρα από τις διάφορες δυσκολίες που δημιούργησε, έφερε και κάτι θετικό για τον αφηγητή, αφού του επέτρεψε να εργάζεται με τηλεργασία, κάτι που, όπως λέει, βελτίωσε την ποιότητα ζωής του και του έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψει στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί για δύο χρόνια στο χωριό του στη Χίο. Ο τρόπος ζωής στην επαρχία στάθηκε ευεργετικός για τον αφηγητή και, παρότι επέστρεψε τελικά στην Αθήνα, αποτιμά με θετικό πρόσημο αυτή του την εμπειρία.
Narrators
Ανανίας Μαμελετζής
Field Reporters
Κωνσταντίνος Γεωργιακώδης
Tags
Interview Date
14/09/2023
Duration
74'