«Εκεί που νόμιζα ότι τα χάνω όλα, ο χορός ήτανε εκεί για μένα»: Μία χορεύτρια αφηγείται τα σχολικά και τα φοιτητικά της χρόνια μαζί με την τέχνη του χορού

Η.Θ.

[00:00:00]Καλησπέρα.

Σ.Λ.

Καλησπέρα.

Η.Θ.

Θα μου πεις το όνομά σου;

Σ.Λ.

Με λένε Σοφία Λαμπροπούλου.

Η.Θ.

Είναι Παρασκευή, 11 Αυγούστου 2023, βρίσκομαι στην Αλεξάνδρεια μαζί με τη Σοφία Λαμπροπούλου. Εγώ ονομάζομαι Θεοδωρίδης Ηλίας, είμαι ερευνητής του Istorima και ξεκινάμε. Θα ήθελες να αρχίσουμε λέγοντας κάποια πράγματα για εσένα;

Σ.Λ.

Ναι, φυσικά. Λοιπόν, με λένε Σοφία, είμαι 21 χρονών. Είμαι από την Αλεξάνδρεια Ημαθίας, αλλά τα τελευταία τέσσερα χρόνια μένω στη Θεσσαλονίκη, γιατί σπουδάζω εκεί πέρα. Σπουδάζω, είμαι στο τέταρτο έτος στο Τμήμα Μαθηματικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και φέτος τελείωσα την Ανώτερη Επαγγελματική Σχολή Χορού του Δήμου Θεσσαλονίκης και πήρα το πτυχίο μου. Λοιπόν, μεγάλωσα στην Αλεξάνδρεια, έχω μία αδερφή, τη Χρυσάνθη, έχουμε τέσσερα χρόνια διαφορά. Μεγαλώσαμε μαζί και μαζί με τους γονείς μου. Τα παιδικά μου χρόνια ήτανε πολύ όμορφα, περνούσα καθημερινά, είχα γενικά πολλές δραστηριότητες. Από πολύ μικρή μπήκα στον χορό, 3 χρονών, επειδή ξεκίνησε η αδερφή μου και ζήλευα, η αλήθεια είναι. Το αγάπησα αυτό και συνέχισα προφανώς να ασχολούμαι, αφού πλέον ασχολούμαι και επαγγελματικά. Και είχα μία ιδιαίτερη αγάπη για τις τέχνες από μικρή. Όταν ήμουνα 6 χρονών, ξεκίνησα πρώτη φορά να ασχολούμαι με το πιάνο και το βιολί. Η αδερφή μου είχε αγοράσει εκείνη την περίοδο ένα πιάνο και είχαμε πάει, θυμάμαι, στο κατάστημα και έπρεπε οπωσδήποτε να αγοράσω κάτι. Ήθελα να αγοράσω, η αλήθεια είναι, πιατίνια, αλλά όλοι μου λέγαν ότι θα κάνουν πολλή φασαρία. Μετά καταλήξαμε στα ντραμς, αλλά θα ήτανε πολύ δύσκολο σε μία πολυκατοικία να έχεις ένα όργανο που κάνει τόσο θόρυβο και ήτανε, επίσης, και πάρα πολύ μεγάλο για το σπίτι μας. Οπότε κατέληξα στο βιολί.  Κάπως έτσι μπήκα και στον χώρο της μουσικής, άρχισα να κάνω και πιάνο αργότερα μαθήματα. Εκεί γνώρισα πολλούς φίλους μου, με τους οποίους συνεχίζουμε να κάνουμε παρέα και είμαστε κολλητοί, και ήτανε οι πρώτες μας στιγμές, και είναι πολύ ωραίο να μας ενώνει, έτσι, μία μορφή τέχνης. Αργότερα, άρχισα να με απασχολούνε και θέματα όπως είναι ο αθλητισμός. Έχω δοκιμάσει σχεδόν ό,τι άθλημα υπάρχει, μπορώ να πω. Ξεκίνησα με καράτε, μπορώ να πω ότι δεν ήμουνα αρκετά καλή. Οπότε σταμάτησα γρήγορα, αλλά θυμάμαι μία πολύ όμορφη εμπειρία. Με πρόσεχε η γιαγιά μου και ο παππούς μου όταν ήμουνα πιο μικρή, διότι οι γονείς μου δουλεύανε. Οπότε με πήγαινε στο καράτε η γιαγιά μου και ποτέ δεν ήξερε να μου δέσει τη ζώνη και πάντα ψάχναμε κάποιον γονιό να μου τη δέσει και εγώ πάντα αγχωνόμουνα τόσο πολύ και έκλαιγα και έλεγα: «Δεν μπορώ να πάω χωρίς τη στολή μου». Αλλά πάντα υπήρχε κάποιος εκεί να μου τη δέσει και ήτανε πολύ ωραίο, γιατί η γιαγιά μου νευρίαζε που τη μάλωνα, αλλά κατά βάθος μ’ αγαπάει πολύ.  Στη συνέχεια, έκανα και στίβο. Έχω δοκιμάσει γενικά πάρα πολλά αθλήματα. Όσον αφορά τώρα τον χορό, ξεκίνησα με μπαλέτο, όπως όλα τα μικρά παιδάκια, και θυμάμαι να με πηγαίνει στο μπαλέτο ο παππούς μου, ο οποίος προσπαθούσε τόσο πολύ να μου κάνει τον κότσο. Του ήταν πραγματικά αδύνατο να δέσει τη φούστα, να βάλει τα παπουτσάκια, να κάνει τα φιογκάκια, αλλά ήτανε τόσο γλυκούλης, που ερχότανε και προσπαθούσε μαζί μου, ντρεπόταν με τις άλλες τις μαμάδες να βρίσκεται μέσα στον χώρο. Αλλά θυμάμαι πάντα τελικά τα ψιλοκατάφερνε, λίγο το μαλλί μέση, αλλά εντάξει, ναι.  Και κάπως έτσι μεγάλωσα στην Αλεξάνδρεια με πάρα πολλές δραστηριότητες. Θυμάμαι να σχολάω απ’ το σχολείο –12:30 σχολούσαμε στο δημοτικό– και να τρέχω να πάω να φάω για να πάω στη μουσική, μετά στο μπαλέτο, μετά σε κάποιο άθλημα. Μετά ξεκίνησα και αγγλικά, μία πολύ δυσάρεστη εμπειρία για μένα, γιατί δεν μου άρεζαν καθόλου. Δεν μου άρεσε να πρέπει να διαβάζω το λεξιλόγιο, ήταν πραγματικά πάρα πολύ δύσκολο για μένα. Δεν έβρισκα, βασικά, κανένα κίνητρο να το κάνω, ξέρεις, μέχρι τη στιγμή που ήρθε στον κόσμο μας το ίντερνετ και όλα ήτανε στα αγγλικά. Οπότε, θέλεις ή δε θέλεις, αναγκάστηκες να μάθεις, ψάχνοντας με ελληνικούς όρους αγγλικά θέματα και κάπως έτσι, μέσα από την εμπειρία του YouTube, κατάφερα να μάθω αγγλικά και τελικά να πάρω και το πολυπόθητο το πτυχίο.  Και, ναι, και κάπως έτσι, μέσα από όλη αυτή την εμπειρία της εξερεύνησης του ιστότοπου στα αγγλικά, ανακάλυψα μία σειρά, ένα reality, στο οποίο ασχολούντουσαν με τον χορό. Και κάπως ήτανε τότε το σημείο που άρχισε να μου αρέσει ακόμα περισσότερο και να λέω: «ΟΚ, θέλω να γίνω σαν αυτά τα παιδιά», γιατί ήτανε παιδιά στην ηλικία μας. Η Maddie Ziegler ήταν η πρωταγωνίστρια σ’ αυτό το reality. Είναι μία χορεύτρια, η οποία έχει χορέψει σε πολλά videoclip της Sia και ήτανε σαν πρότυπο για μένα, διότι είχαμε και την ίδια ηλικία και είχε κάνει τόσα πολλά πράγματα και τη βλέπαμε με τις φίλες μου από τον χορό και προσπαθούσαμε να κάνουμε remake το ίδιο videoclip και διάφορα τέτοια. Και, ναι, κάπως έτσι ουσιαστικά γνώρισα ένα άλλο είδος χορού, πέρα από το μπαλέτο, λίγο πιο σύγχρονο, πιο commercial και ήτανε τα πρώτα βήματα στο να βρω κάτι διαφορετικό από μέσα μου στα πλαίσια του χορού, διότι, η αλήθεια είναι, το μπαλέτο μέχρι τότε δεν με κάλυπτε ιδιαίτερα. Ήτανε απλώς μία συνήθεια, ας πούμε, που απλώς πήγαινα, επειδή είχα συνηθίσει ότι πρέπει να πηγαίνω.  Τώρα, όσον αφορά την... τον χορό σ’ αυτά τα πλαίσια, ξεκίνησα από τη σχολή μου προφανώς στην Αλεξάνδρεια. Είναι μία πολύ μικρή σχολή, είχαμε μία δασκάλα η οποία αναγκάστηκε να φύγει για διάφορους προσωπικούς λόγους και εκείνη την περίοδο η σχολή βρισκόταν σ’ ένα μεταίχμιο που δεν είχαμε δάσκαλο, είχε έρθει μία καινούρια, εγώ ήμουνα μικρή, ήμουν λίγο περίεργη, δεν ήθελα νέους ανθρώπους στη ζωή μου και αποφάσισα να πάω να ξεκινήσω breakdance σ’ ένα γυμναστήριο. Ερχόντουσαν δύο παιδιά από τη Βέροια –θυμάμαι ήτανε αδέρφια–, ήτανε πραγματικά καταπληκτικοί. Ήμουνα ένα εξάχρονο, εφτάχρονο μέσα σε δεκαεφτάχρονα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ζούσα ζωάρα, ήτανε υπέροχο, ένιωθα, έτσι, πολύ ότι είμαι με τους μεγάλους και χορεύουμε όλοι παρέα κτλ.  Και παρ’ όλα αυτά, σ’ αυτή τη διάρκεια, η αδερφή μου είχε συνεχίσει να κάνει μπαλέτο με την καινούρια δασκάλα και άρχισε να μου μαθαίνει βήματα που δεν ήξερα. Και όλο αυτό το ναι μεν μάθαινα καινούρια κόλπα, γιατί στο breakdance μαθαίνεις και ακροβατικά και τέτοια και ήμουνα: «Ωραία, αυτό είναι πιο ωραίο απ’ το μπαλέτο», αλλά ζήλευα κατά βάθος που η αδερφή μου μάθαινε καινούρια, καινούριες κινήσεις και εγώ δεν μπορούσα να το κάνω και λέω: «Ωραία, θα δώσω μία δεύτερη ευκαιρία σ’ αυτήν την καινούρια δασκάλα, να δούμε αν μου αρέσει, αν μπορώ να συνεχίσω» κτλ. και πηγαίνω να δοκιμάσω. Εκεί γνώρισα κάποια υπέροχα άτομα, κάποιες που είμαστε ακόμα φίλες, κάποια υπέροχα κορίτσια και κάπως έκανα ένα stick it μ’ αυτό και αφοσιώθηκα πραγματικά στον χορό.  Οπότε ήτανε... Η καθημερινότητά μου ήτανε γύρω στις τέσσερις με πέντε ώρες κάθε μέρα χορό, κάθε μέρα. Οριακά το είχα φτάσει σε σημείο πρωταθλητισμού, έλεγε η μαμά μου. Γενικά, δεν συμφωνούσανε πολύ οι γονείς μου να κάνω τόσες ώρες, διότι φυσικά με τόσες ώρες χορό υπήρχαν και τραυματισμοί, υπήρχανε δυσκολίες, δεν είχες τόσο χρόνο για το σχολείο, για τα αγγλικά, για όλα τα υπόλοιπα, τη μουσική την είχα αφήσει λίγο παραπίσω. Αλλά για μένα ήτανε εκείνο, ήμουνα, περνούσα πραγματικά υπέροχα. Καθόμασταν μέχρι και στα διαλείμματα, φτιάχναμε όνειρα, τι θα κάνουμε, τι χορογραφίες, τα βγάζαμε βίντεο με κάτι κινητά που οι κάμερες, ναι, δεν λειτουργούσαν και πολύ όπως θα θέλαμε. Και κάπως έτσι άρχισα λίγο να το παίρνω πιο σοβαρά, αλλά ακόμα στα πλαίσια του παιχνιδιού και το απλώς ότι ο χορός είναι μία ακόμα δραστηριότητα.  Όταν φτάσαμε στο γυμνάσιο, η μετάβαση στο σχολείο μού ήτανε αρκετά εύκολη, μπορώ να πω, επειδή ήτανε και η αδερφή μου στον ίδιο χώρο, ήτανε αρκετά οικείο. Ο μπαμπάς μου, επίσης, είναι μαθηματικός και ήτανε, δούλευε στο λύκειο, τα οποία συστεγάζονταν στον ίδιο χώρο τα δύο σχολεία. Οπότε είχα και τον μπαμπά μου και την αδερφή μου στον ίδιο χώρο, ήταν μία πολύ εύκολη μετάβαση για μένα. Μετά, στα μαθήματα δεν είχα ποτέ πρόβλημα, είναι η αλήθεια. Έχω φωτογραφική μνήμη και γενικά, όταν προσέχω στην τάξη, μου μένουνε ακόμα και τα θεωρητικά. Οπότε το διάβασμά μου δεν διαρκούσε πολλή ώρα, οπότε είχα αρκετά ελεύθερο χρόνο για να τον περάσω μ’ όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες που είχα επιλέξει.  Και κάπως έτσι στο γυμνάσιο, έτσι πως μεγαλώνουμε και αρχίζεις να βάζεις κάποιες προτεραιότητες: Σχολείο, χορό, αθλήματα. Πολλές από τις φίλες μου σταμάτησαν τον χορό και τότε ήτανε η πρώτη φορά που σκέφτηκα γιατί, ας πούμε, χορεύω και γιατί πηγαίνω και ήτανε μία, ας πούμε, μικρή κρίση την οποία, ενώ οι άλλες σταματούσανε, εγώ ένιωθα ότι δεν θέλω πραγματικά να σταματήσω, μου αρέσει αυτό που κάνω, απλώς δεν έβρισκα το λόγο για τον οποίον το κάνω. Και είπα: «Θα το συνεχίσω, όσο γίνεται, σαν συνήθεια, από τη στιγμή που είναι συνήθεια, και στην πορεία μάλλον θα βρω τον σκοπό για τον οποίο πηγαίνω[00:10:00] και καταπονώ το σώμα μου κατά κάποιον τρόπο» κτλ.  Οπότε συνεχίσαμε και κάπως στην τρίτη γυμνασίου μαζί με την καλύτερή μου φίλη από το μπαλέτο αποφασίσαμε να δώσουμε πρώτη φορά εξετάσεις στον χορό. Ήτανε πολύ μεγάλο θέμα, γιατί ήτανε η πρώτη μας επαφή με κάτι τέτοιο, θα πηγαίναμε σε μία άλλη πόλη, θα ερχότανε μία εξετάστρια από το εξωτερικό για να δει αν όντως μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στο επίπεδο που λέμε ότι είμαστε στο μπαλέτο. Σ’ εκείνες τις εξετάσεις η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ιδιαίτερο άγχος, διότι είχαμε προετοιμαστεί πάρα πολύ καλά και ήτανε η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικά ότι έχω επαφή με το αντικείμενο κι έχω γνώσεις. Γνωρίζω τι θα πει μπαλέτο, γνωρίζω τι είναι η τεχνική, άρχισα να μαθαίνω θεωρία, πώς γίνεται ένα βήμα, πώς μπορείς να το διδάξεις αυτό το βήμα, τι μουσική πρέπει να βάλεις γι’ αυτό το βήμα.  Και ήτανε η πρώτη φορά που είχα ενθουσιαστεί τόσο πολύ, γιατί, πέρα απ’ το πρακτικό κομμάτι, που ουσιαστικά πάντα ήξερα, είχα αρχίσει να κατανοώ σε βάθος τι είναι αυτός ο χορός που κάνουμε τόσα χρόνια και ήταν αυτό που έλειπε τις προηγούμενες, το προηγούμενο διάστημα ουσιαστικά, που έλεγα: «Γιατί;». Και ήτανε μία σύνδεση τόσο βαθιά, ότι γνωρίζω πλέον την επιστήμη του χορού, όχι μόνο σαν τέχνη και το τι μπορεί να προσφέρει σαν συναισθήματα. Διότι φυσικά σε γεμίζει και σε ολοκληρώνει σαν άνθρωπο, σου προσφέρει χαρά κτλ., αλλά ήταν το κομμάτι που έκλεινε όλο αυτό το κεφάλαιο πάρα πολύ ωραία.  Οι εξετάσεις είχανε καλό αποτέλεσμα, είχα περάσει εκείνο το επίπεδο, τέλος πάντων, και τότε ήτανε η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι θα ήτανε πάρα πολύ ωραία ιδέα ίσως να ασχοληθώ επαγγελματικά. Το είπα στους γονείς μου, δεν υπήρχανε κάποια αντίσταση, να το πω, δεν υπήρχε κάποιος που είπε όχι, διότι ήμουνα ακόμα κιόλας στο γυμνάσιο, είχαμε άλλα τρία χρόνια μπροστά μας, δεν ήξερα καν τι κατεύθυνση θα ακολουθήσω στο σχολείο. Οπότε συνέχισε μία απλή δραστηριότητα στην οποία πήγαινα. Φυσικά για μένα είχε αλλάξει τα στάνταρ που έθετα στον εαυτό μου, έβαζα υψηλότερους στόχους, ότι μέχρι τότε πρέπει να ’χω φτάσει μέχρι εκεί. Αλλά γενικά ήτανε, συνεχίστηκε η ζωή ομαλά σ’ αυτό το κομμάτι.  Μετά, στο λύκειο, άρχισαν λίγο τα πράγματα να σοβαρεύουνε και οι γονείς μου μού είπανε ότι: «Τώρα τα κεφάλια μέσα, πρέπει να αρχίζουμε να προετοιμαζόμαστε για τις πανελλήνιες», ότι: «Τα τέσσερα μαθήματα που θα επιλέξεις εν πάση περιπτώσει να δώσεις, θα πρέπει να δώσεις μια καλύτερη βάση, για να μπορέσεις να περάσεις στο πανεπιστήμιο». Μέχρι τότε έλεγα, η αλήθεια είναι, ότι θα γίνω γυμνάστρια, το είχα κατοχυρωμένο. Έλεγα: «Δεν με ενδιαφέρει τίποτα άλλο πέρα απ’ τον αθλητισμό και το χορό». Οπότε, ακόμα και γι’ αυτά, έπρεπε να επιλέξεις προφανώς μία κατεύθυνση. Επειδή ο μπαμπάς μου ήταν και μαθηματικός και γενικά είχα μεγάλη κλίση στα μαθηματικά, αποφάσισα να εστιάσω στο Μαθηματικά-Φυσική-Χημεία και λέω: «Κάπως έτσι θα πορευτούμε».  Εκείνη τη χρονιά στο λύκειο ήτανε που η αδερφή μου έδινε πανελλήνιες και πέρασε στη Θεσσαλονίκη, στο Τμήμα Μαιευτικής. Οπότε έφυγε από το σπίτι και πήγε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Η αλήθεια ήτανε ένα μικρό σοκ, διότι από κει που την έχεις κάθε μέρα και το θεωρείς δεδομένο ότι θα πας να μαλώσεις λίγο, να περάσεις να δείτε κάποια ταινία, κάποια σειρά, ήμουνα μόνη στο σπίτι. Οπότε προσπαθούσα να δώσω περισσότερο χρόνο στους φίλους μου για να μην νιώθω, ας πούμε, ότι είμαι μόνη κτλ. Και κάθε Σαββατοκύριακο πήγαινα και έμενα μαζί της στη Θεσσαλονίκη.  Τότε και η αδερφή μου μού ζήτησε να πάω μαζί της σ’ ένα μάθημα χορού, γιατί ήθελε να συνεχίσει και αυτή ερασιτεχνικά στη Θεσσαλονίκη και, επειδή ντρεπότανε να πάει μόνη της, λέω: «Θα πάμε μαζί, παρέα». Είχα πάρει σ’ όλες τις σχολές της Θεσσαλονίκης να δω ποιο τμήμα μου αρέσει κτλ. Καταλήγουμε σε μία σχολή, πηγαίνουμε και για πολύ καλή μου τύχη τα μαθήματα ήταν Κυριακή. Οπότε Κυριακές σήμαινε ότι μπορώ να πηγαίνω κι εγώ. Και από κει που έκανα πέντε φορές την εβδομάδα χορό, κατέληξα κάπως να κάνω έξι, αρχικά, στα εφτά. Εκεί πέρα γνώρισα έναν πραγματικά υπέροχο άνθρωπο, είναι ο άνθρωπος που με έβαλε ουσιαστικά στον επαγγελματικό τομέα στον χορό και με στήριξε απ’ την πρώτη στιγμή, είναι η κυρία Βερονίκη.  Η κυρία Βερονίκη... Πήγαμε την πρώτη μέρα, είχανε σε δύο εβδομάδες παράσταση, θυμάμαι, και λέμε: «ΟΚ, θα κάτσουμε από πίσω, θα δούμε λίγο τη χορογραφία», απλά πράγματα, να μην ενοχλούμε κιόλας, σε περίοδο προετοιμασίας για παράσταση είναι όλα πολύ έντονα. Και μας βλέπει να χορεύουμε και μου λέει: «Ωραία, θα χορέψεις κι εσύ» και εγώ είμαι: «Τι, σε δύο εβδομάδες θα χορέψω;». Μου λέει: «Ναι, φυσικά, προλαβαίνεις να τη μάθεις τη χορογραφία». Και τότε είναι που αρχίζω και λέω: «ΟΚ, αυτό είναι κάτι πολύ ωραίο που μπορεί να συμβεί». Λέω: «Πού θα γίνει η παράσταση;» και μου λέει: «Στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης». Και τότε ήταν όλα για μένα που άλλαξαν, γιατί από κει που είσαι σε μία σχολή στην Αλεξάνδρεια, που κάνεις όλο κι όλο max δύο παραστάσεις τον χρόνο στην καλύτερη περίπτωση, που γίνεται, ας πούμε, ανά δύο χρόνια, βρέθηκα να χορεύω στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.  Εντάξει, είχα να το λέω σε όλους. Είχα καλέσει, θυμάμαι, τους φίλους μου από την Αλεξάνδρεια, τους είπα: «Πρέπει να ’ρθείτε οπωσδήποτε, δεν ξέρω αν θα ξαναχορέψω ποτέ εκεί». Εννοείται πως ήρθαν και με στήριξαν, παρόλο το εισιτήριο, διότι σ’ ένα τέτοιο θέατρο καταλαβαίνετε ότι οι τιμές είναι υψηλές. Και τότε ήτανε που άρχισα, ας πούμε, να λέω: «ΟΚ, αυτό είναι μία πολύ καλή ευκαιρία να βρίσκεσαι σε μία ομάδα στη Θεσσαλονίκη», όπου οι παραστάσεις ήτανε σίγουρα έξι με εφτά τον χρόνο. Και τι καλύτερο για έναν καλλιτέχνη απ’ το να βρίσκεται πάνω στη σκηνή, όπου ουσιαστικά είναι κλισέ αυτό που το λένε όλοι, αλλά είναι το σπίτι σου, δεν νιώθεις πουθενά αλλού το ίδιο συναίσθημα που μπορείς να νιώσεις.  Και κάπως έτσι συνέχισα τα διαβάσματα στην Αλεξάνδρεια, τον χορό στην Αλεξάνδρεια και κάθε Σαββατοκύριακο πήγαινα στη Θεσσαλονίκη και χόρευα και εκεί. Θυμάμαι την περίοδο που είχαμε παραστάσεις με την ομάδα στη Θεσσαλονίκη, τελείωνα 9:00 η ώρα απ’ όλες τις δραστηριότητες στην Αλεξάνδρεια, σχολούσαν οι γονείς μου, με πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη και με περιμένανε μέχρι τις 12:00 η ώρα να σχολάσω, για να με ξαναγυρίσουν Αλεξάνδρεια και την άλλη μέρα ξανά σχολείο και άντε πάλι από την αρχή. Και οι περισσότεροι λέγανε: «Γιατί το κάνεις; Είναι πολύ κουραστικό, μπορείς να συνεχίσεις στην Αλεξάνδρεια, είναι το ίδιο πράγμα» και εγώ ζούσα απλώς την καλύτερη ζωή μου, ήτανε... Δεν ξέρω σε τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω σ’ εκείνη την ηλικία, να έχεις τακτοποιημένα όλα στο σχολείο σου και να κάνεις ουσιαστικά το όνειρό σου πραγματικότητα ή να είναι ένα βήμα προς τα εκεί.  Εκείνη την περίοδο, η αλήθεια είναι, πέρασα και μία φάση στην οποία πάλι κάπως ο χορός μπήκε για μένα σε δεύτερη μοίρα, αφού γνώρισα ένα καινούριο άθλημα. Ξεκίνησα να κάνω brazilian jiu-jitsu. Τώρα θα με ρωτήσετε πώς προέκυψε κάτι τέτοιο. Πήγα μαζί με την κολλητή μου σε μία επίδειξη στην Αλεξάνδρεια πολεμικών τεχνών και δεν θυμόμουνα καν πώς έμοιαζε αυτή η τέχνη. Ήταν απλώς ένα τρίωρο στο οποίο κοιτούσαμε παιδιά να κάνουνε διάφορες επιδείξεις και κάπως έμεινε αυτή η ονομασία στο μυαλό μου. Τώρα το brazilian λέω: «Ωραίο θα είναι για να είναι brazilian» και απλώς πάω στη μαμά μου εκείνο το βράδυ και της λέω: «Θα ξεκινήσω brazilian jiu-jitsu», χωρίς να ξέρω καν τι είναι, δεν είχα μπει καν στη διαδικασία να δω βίντεο για το πώς μοιάζει αυτή η τέχνη, αλλά εν πάση περιπτώσει πήγα την επόμενη μέρα και όντως γράφτηκα.  Εν πάση περιπτώσει, αυτή η τέχνη, για να καταλάβετε και εσείς, είναι μία πολεμική τέχνη κυρίως στο έδαφος, στο οποίο απαγορεύεται να χτυπήσεις τον αντίπαλο, δεν μπορείς να δώσεις μπουνιές, κλοτσιές, που λέμε, μπορείς μόνο να χρησιμοποιήσεις πνιγμούς και σπασίματα. Και αυτό, από τη μία, μπορεί να πει κάποιος: «ΟΚ, είναι πιο τρομακτικό να σε πνίγει», αλλά για μένα ήταν μία ασφάλεια, γιατί η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πολύ άβολα το να ξέρω ότι θα πάω κάπου για να χτυπήσω, όπως θα ήταν σε οποιαδήποτε άλλη πολεμική τέχνη. Οπότε είπα: «Ας το δοκιμάσουμε» και όντως ξεκίνησα, πήγα εκεί πέρα. Η αλήθεια είναι για πρώτη εμπειρία ήταν λίγο περίεργα, διότι όλο το τμήμα ήτανε μόνο άντρες μεγάλης ηλικίας, 30 και πάνω, και ήμουνα ένα κορίτσι 16 χρονών. Και γενικά, άμα δεις και αυτήν την πολεμική τέχνη, έχει πολύ στενή επαφή. Είναι ο ένας πάνω στον άλλον, νομίζεις ότι αγκαλιάζονται, αλλά δεν πραγματικά, δεν προσπαθούν να αγκαλιαστούν, αλλά να πνίξουν ο ένας τον άλλον.  Σιγά σιγά εκεί άρχισαν να έρχονται και άλλα κορίτσια στην ηλικία μου και πραγματικά το ερωτεύτηκα αυτό το άθλημα. Μπορεί να μιλούσα όλη μέρα γι’ αυτό στο σχολείο. Θυμάμαι οι φίλοι μου να μου λένε: «Ωραία, το καταλάβαμε, ναι. Κάτι άλλο έχεις να μας πεις;» και εγώ απλώς μιλούσα συνέχεια και πώς έπνιξα τον έναν, και πώς έσπασα το χέρι του άλλου, και πώς έχασα, αλλά δεν παραδεχόμουνα ότι έχασα και διάφορα τέτοια. Και έκανα και εκεί πάλι πολύ στενές καλές φιλίες, οι οποίες έχουνε κρατήσει μέχρι και σήμερα. Σ’ όλο αυτό θυμάμαι είχαμε μάθημα στο μπαλέτο και μετά από ένα τέταρτο ξεκινούσε το μάθημα στο jiu-jitsu.  Η δασκάλα μου στο μπαλέτο δεν ήξερε ότι κάνω κάποια πολεμική τέχνη, δεν ήθελα να της το πω κιόλας, να σας πω την αλήθεια. Δεν ήθελα να νομίζουνε και οι άλλοι ότι βάζω άλλες προτεραιότητες ή κάτι τέτοιο[00:20:00] ή ότι πλέον δεν μου αρέσει να χορεύω. Γιατί δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, απλώς ήθελα κάπου να ξεδώσω πραγματικά. Και θυμάμαι έτρεχα από το μπαλέτο, έκανα όλη τη διαδρομή σπριντ για να φτάσω εκεί πέρα και να κάνω άλλες δύο ώρες προπόνηση. Και ήτανε πραγματικά μία υπέροχη εμπειρία, που δυστυχώς τη σταμάτησα αρκετά νωρίς, μετά από ενάμιση χρόνο λόγω τραυματισμών. Και το σώμα μου δεν άντεχε πλέον τόσες ώρες προπόνηση, γιατί συνέχιζα να πηγαίνω Θεσσαλονίκη, να κάνω τα μαθήματα στην Αλεξάνδρεια και έκανα και εκεί τέσσερις φορές τη βδομάδα προπόνηση. Οπότε κάπως έτσι άδοξα έληξε για μένα αυτό το κομμάτι. Πάντα ήθελα να πάω σε αγώνες, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερα, ίσως στο μέλλον. Αλλά θα δείξει, ποτέ δεν είναι αργά. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, ενώ είχε μείνει κάπως στάσιμο το κομμάτι του χορού, είχανε σοβαρέψει τα μαθήματα, δευτέρα λυκείου τώρα στο σχολείο. Θυμάμαι είχα ξεκινήσει φροντιστήρια, παρόλο που δεν ήθελα, έλεγα ότι: «Ό,τι είναι, θα το βγάλω στην τρίτη λυκείου», αλλά με δύο γονείς εκπαιδευτικούς μπορείτε να καταλάβετε ότι δεν υπήρχε η επιλογή αυτή. Οπότε μπήκα κάπως στη διαδικασία να διαβάζω περισσότερο, κυρίως επικεντρώνοντας φυσικά στα μαθήματα που με ενδιέφεραν. Αλλά κάπως, ναι, μπήκε έτσι σε δεύτερη μοίρα το όλο θέμα με τον χορό και τι θα κάνω επαγγελματικά, είχα χρόνο να το σκεφτώ αργότερα.  Τότε ήτανε κιόλας που άρχισα να σκέφτομαι αν πραγματικά θέλω να δώσω πανελλήνιες και αν πραγματικά έχω κάποιο στόχο, κάτι να περιμένω απ’ όλο αυτό. Γιατί μέχρι τότε ναι μεν έλεγα θα γίνω γυμνάστρια, στο δημοτικό έλεγα ότι θα γίνω παιδίατρος, μετά έλεγα ότι θα γίνω χορεύτρια, δεν ήξερα πραγματικά ποτέ τι ήθελα να γίνω και, αν με ρωτάτε, ούτε τώρα ξέρω. Οπότε, ναι, άρχισα να σκέφτομαι τι επιλογές έχω από το… από τις πανελλήνιες. Στην αρχή έτσι πως σκέφτηκα κάτι σε στρατιωτικά, αποφάσισα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να ακολουθήσεις ένα τόσο σκληρό δρόμο, γιατί πρέπει να έχεις πολύ γερό στομάχι για να αντέξεις στον Στρατό. Η αλήθεια είναι είμαι αρκετά ευαίσθητη, οπότε αυτό απορρίφθηκε αρκετά γρήγορα.  Μετά άρχισα να σκέφτομαι μήπως γίνω πυροσβέστης, φυσικοθεραπεύτρια, φυσικός, μαθηματικός, πέρασαν διάφορα από το μυαλό μου και τελικά λέω: «ΟΚ, θα δώσουμε πανελλήνιες, θα δούμε πώς θα γράψω και από εκεί και πέρα έχουμε χρόνο να το σκεφτώ». Σε αυτό το διάστημα πήγα και σε μία σύμβουλο επαγγελματικού προσανατολισμού –νομίζω έτσι λέγεται–, η οποία, η οποία δεν ήτανε, να πω την αλήθεια, και αρκετά βοηθητική, δεν με ρώτησε καν τα ενδιαφέροντά μου, μου είπε απλώς: «Θα γίνεις αρχιτέκτονας» και της λέω: «Δεν μου αρέσει να ζωγραφίζω». Μου λέει: «Ωραία, δεν πειράζει, θα γίνεις γεωπόνος» και εγώ ως έξυπνη της λέω: «Έχω αλλεργία στα χόρτα, δεν μπορώ να γίνω γεωπόνος». «Ωραία, τότε θα γίνεις αρχιτέκτονας» και εκεί κάπως κατέληξε η συζήτησή μας, χωρίς να ενδιαφέρεται αν ήθελα ή όχι να γίνω αρχιτέκτονας. Μετά μου είπε: «Θα γίνεις γιατρός» και της λέω: «Δεν μπορώ να έχω τέτοια ευθύνη πάνω στις πλάτες μου». Γενικά είμαι λίγο ευθυνόφοβη και το να έχεις τη ζωή ενός ανθρώπου στα χέρια σου ήτανε πολύ τρομαχτικό και μου λέει: «Μπορείς να γίνεις ιατροδικαστής, εκεί δεν έχεις καμία ζωή στα χέρια σου».  Ναι, ήτανε αρκετά αστεία εμπειρία, μπορώ να πω. Θα τη συνιστούσα σε κάποιο παιδί να πάει, γιατί όχι; Μπορεί να το μπερδέψει περισσότερο, αλλά σε κάνει να σκέφτεσαι πραγματικά την ουσία της ζωής, γιατί είχε και λίγο δίκιο η γυναίκα, για να μην τα λέμε και όλα άδικα. Ναι, οπότε αυτό κάπως δεν βοήθησε καθόλου. Οπότε περνάμε στην τρίτη λυκείου μην ξέροντας τι πραγματικά θέλω, αλλά, να σας πω την αλήθεια, δεν με άγχωνε καθόλου. Έλεγα: «Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει». Εγώ είχα αποφασίσει ότι θα γίνω χορεύτρια, στο μυαλό μου είχε κλείσει, από εκεί και πέρα ό,τι κάτσει θα κάτσει.  Ξεκινάει, λοιπόν, η διαδικασία των πανελληνίων και από κει που ήμουνα από τη μία δραστηριότητα στην άλλη, ξαφνικά μου λένε ότι: «Δεν πρόκειται αυτό το πρόγραμμα να προχωρήσει και όντως να πετύχεις κάποιο στόχο από τις εξετάσεις». Οπότε αναγκάζομαι να σταματήσω τις δραστηριότητές μου, να σταματήσω να πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη κάθε Σαββατοκύριακο, όπως είχα τόσα χρόνια, και κάπως εκεί ήτανε λίγο που δυσκολεύτηκα. Θυμάμαι στις αρχές –ήταν γύρω στον Οκτώβρη–, μου λέει η δασκάλα μου της Θεσσαλονίκης: «Σε δύο εβδομάδες έχουμε παράσταση, ξέρω ότι διαβάζεις, αλλά μπορείς φυσικά να έρθεις, άμα έρθεις αυτές τις δύο εβδομάδες». Και θυμάμαι είχαμε κάνει πολύ μεγάλη συζήτηση με τους καθηγητές μου ότι: «Προλαβαίνω και κάνω...». Εν τέλει, ήτανε μία κοινή, ας πούμε, απόφαση απ’ όλους μας ότι δεν θα το κάνω και τότε είναι που πείσμωσα περισσότερο ότι: «Πρέπει να τελειώνει αυτή η χρονιά για να μπορέσω να κάνω πραγματικά αυτό που θέλω». Ξεκινάμε τη διαδικασία των πανελληνίων, χάνω όλο μου εκείνο το καλοκαίρι, διότι ξεκινούσε η προετοιμασία, τελείωνε βασικά 30 Ιουνίου. Είχες όλο τον Ιούλιο και μετά 1 Αυγούστου ξαναρχίζαμε τα μαθήματα. Οπότε ήτανε απλώς δέκα μέρες, πέντε μέρες –πόσες κάτσαμε– σ’ ένα κάμπινγκ με τους φίλους μου, αυτό ήταν το καλοκαίρι εκείνο. Όχι ότι ήταν χάλια, φυσικά ήτανε ένα υπέροχο καλοκαίρι, αλλά ήτανε αρκετά αγχωτικό να ξέρεις το τι ακολουθεί μετά. Ένας τεράστιος δρόμος που όλοι τον περιέγραφαν πολύ τρομακτικό και: «Θα είναι η χειρότερη εμπειρία της ζωής σου και είναι πολύ δύσκολο, πρέπει να συγκεντρωθείς». Οπότε είχες μία προκατάληψη έτσι στο μυαλό σου ότι θα είναι όντως δύσκολο, πρέπει να προετοιμαστώ.  Τελικά, για μένα, να πω την αλήθεια, η διαδικασία των πανελληνίων ήταν αρκετά ωραία. Βέβαια, ήμουνα από τους «τυχερούς», μέσα στα εισαγωγικά, έδινα πανελλήνιες την περίοδο που βγήκε ο Covid. Οπότε κλείσανε τα σχολεία και είχαμε όλο τον χρόνο πραγματικά να διαβάζουμε, μιας που δεν είχαμε οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Θυμάμαι την τελευταία μέρα πριν κλείσουν τα σχολεία –νομίζω ήταν Τετάρτη ή Τρίτη, Τετάρτη νομίζω ήταν– και έλεγα στη διπλανή μου, στην κολλητή μου: «Αύριο δεν θέλω με τίποτα να έρθω» και είχα αποφασίσει ότι θα βρω ένα χαρτί από γιατρό για να δικαιολογήσουμε τις απουσίες μου και ότι δεν θα πάω την άλλη μέρα στο σχολείο. Και το βράδυ βγαίνει ανακοίνωση ότι μπαίνει όλη η χώρα σε καραντίνα. Και λέω: «Ωραία, αυτό είναι μία καλή εξέλιξη», ας πούμε, μιας που δεν θα πήγαινα την επόμενη μέρα σχολείο και μιας που δεν ξέραμε για το πόσο πολύ θα διαρκέσει όλη αυτή η καραντίνα. Όλοι πιστεύανε δύο εβδομάδες, τρεις βαριά βαριά. Ποιος να ’ξερε ότι θα ’ταν ένας χρόνος και μετά δύο;  Και, ναι, κάπως έτσι μπαίνουμε στις πανελλήνιες εσώκλειστοι σ’ ένα σπίτι. Το μόνο που έκανα όλη μέρα ήτανε να διαβάζω. Ξυπνούσα, θυμάμαι, 7:30 η ώρα, άκουγα μισή ώρα μία εκπομπή στο ραδιόφωνο. Δεν ακούω καν ραδιόφωνο, αλλά εκείνο τον καιρό ήτανε πολύ ενδιαφέρον, ήταν μία πολύ γλυκιά κοπελίτσα που το πρωί έπαιζες ένα παιχνίδι, σου έβαζαν ένα τραγούδι, σ’ το λέγανε στα ελληνικά και έπρεπε να καταλάβεις ποιο ξένο τραγούδι ήτανε. Και ήτανε ένας ωραίος τρόπος να ξυπνήσει και το μυαλό για να μπορείς μετά όντως να εστιάσεις στη Χημεία, γιατί πάντα ξεκινούσα με Χημεία. Το καλό μ’ όλη τη διαδικασία των πανελληνίων εν μέσω Covid ήταν ότι μέχρι τις 9:00 η ώρα το βράδυ φρόντιζα να ’χω τελειώσει ό,τι διάβασμα έπρεπε να κάνω. Μετά είχα μία ώρα γυμναστική και μετά 10:00 η ώρα έβλεπα «Παρά πέντε». Όλες τις πανελλήνιες έβλεπα «Παρά πέντε», το τελείωσα για χιλιοστή φορά, αυτήν την υπέροχη σειρά, η οποία μου κράτησε για άλλη μία φορά παρέα στις πιο δύσκολες στιγμές.  Συνεχίζουμε με τις πανελλήνιες, το διάβασμα πήγαινε μια χαρά. Ήταν λίγο δύσκολο το όλο θέμα, ότι οι καθηγητές πλέον δεν ερχόντουσαν στο σπίτι σου –εγώ έκανα ιδιαίτερα– και έπρεπε να τα κάνουμε όλα μέσω Zoom. Και εκτός απ’ τα Μαθηματικά, που μου έκανε ο μπαμπάς μου, οπότε ήμασταν τυχεροί να είμαστε στο ίδιο σπίτι. Ήτανε στην αρχή λίγο δύσκολο, να πω την αλήθεια, γιατί έπρεπε να στέλνεις, να χάνεις χρόνο για να στείλεις τις ασκήσεις σου, μετά ο καθηγητής να σ’ τις ξαναστείλει σκαναρισμένες πίσω διορθωμένες, να κάνετε Zoom να τις διορθώσετε... Αυτό ήτανε, η αλήθεια, αρκετά δύσκολο, αλλά γενικά ήτανε όλα θέμα συνήθειας. Και επειδή θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερή που δεν χρειαζόταν πλέον να πηγαίνω στο σχολείο, διότι τα διαδικτυακά μαθήματα τύπου δύο ώρες το πρωί έμπαινες-δεν έμπαινες ήτανε πάνω κάτω το ίδιο πράγμα. Όλοι οι καθηγητές δείχνανε επιείκεια σ’ αυτό το θέμα, δεν μας απασχολούσε τόσο πολύ το σχολείο.  Οπότε είχα πραγματικά το χρόνο να κάνω όλα όσα ήθελα μέσα σε μία μέρα και χωρίς να νιώθω ότι χάνω κάτι από τον χορό. Εγωιστικό μπορεί να ακουστεί, αλλά είχανε σταματήσει όλοι. Οπότε ουσιαστικά ήμασταν όλοι στο ίδιο επίπεδο. Και από κει που θα πήγαινα να δώσω εξετάσεις για την επαγγελματική και θα έδινα με παιδιά, τα οποία έναν χρόνο [00:30:00]όντως κάνανε προετοιμασία, θα ήμασταν όλοι ακριβώς στην ίδια κατάσταση. Οπότε, το πήρα θετικά και είπα: «Είναι όντως η ευκαιρία να δουλέψω πάνω στα μαθήματα καθαρά, να εστιάσω εκεί πέρα και από κει και πέρα, όταν βγούμε με το καλό απ’ την καραντίνα, θα αποκτήσουμε όλοι ξανά τη σωματική μας δραστηριότητα, το πόσο καλοί είμαστε, την τεχνική μας» κτλ.  Θυμάμαι είχαν ανοίξει τα σχολεία, νομίζω, δύο εβδομάδες πριν τις εξετάσεις και όλοι είχανε πάει να πουν το τελευταίο αντίο. Δεν είχα πάει, διότι οι γονείς μου φοβόντουσαν κτλ. με τον Covid, μην αρρωστήσω και δεν δώσω εξετάσεις. Και λέω: «ΟΚ, θα το πούμε το αντίο μετά τις εξετάσεις μάλλον σε κάποια παραλία, σίγουρα θα βγούμε απ’ όλο αυτό». Οπότε στεναχωρήθηκα εκεί λίγο, μπορώ να πω, γιατί ήθελα να είμαι τις τελευταίες μέρες στο σχολείο όντως, αλλά μετά είπα: «Τα καλύτερα τώρα έρχονται, το σχολείο είναι κάτι που το ’ζησα –πόσα χρόνια είμαστε;– 3, 6, 12, τελείωσε».  Οπότε πάμε, δίνουμε πανελλήνιες. Θυμάμαι την προηγούμενη μέρα των πανελληνίων είχαμε μαζευτεί με τους κολλητούς μου σε μία ταράτσα και συζητούσαμε άσχετα για το μέλλον και φυσικά και η συζήτηση κατέληξε στο επόμενο θέμα, το θέμα των εξετάσεων την επόμενη μέρα. Και εκεί ήτανε που είχαμε πει, είχαμε συμφωνήσει: «Δεν θα πει κανείς για πανελλήνιες, ναι;», «Ναι». «Ωραία, σύμφωνοι, πάμε» και εκεί 9:00 η ώρα, 10:00 η ώρα το βράδυ θυμάμαι να αναλύουμε θέματα: «Όχι, εγώ αυτό δεν το διάβασα, εγώ δεν το έκανα. Αυτό, όμως, θα πέσει» και, ενώ είχαμε υποσχεθεί όλοι ότι κανείς δεν θα διαβάσει τίποτα μόλις γυρίσουμε, κάπως τελικά ανακαλύψαμε πως όλοι ρίξαμε μία τελευταία ματιά στα θέματα που πρότεινε ο ένας στον άλλον. Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, δεν έπεσε κανένα απ’ αυτά τα θέματα, ήτανε ένα τελευταίο άσκοπο διάβασμα.  Πάμε την επόμενη μέρα στις πανελλήνιες, πέφτει το βιβλίο. Υπέροχο θέμα, αν με ρωτάτε, καθόλου... ποιο βιβλίο; Δεν έχω διαβάσει βιβλία στη ζωή μου, τα μόνα βιβλία που έχω διαβάσει είναι «Το ημερολόγιο ενός σπασίκλα», όλη τη σειρά όμως, και κάτι εκλαϊκευμένες επιστήμες, που δεν θα βοηθούσαν καθόλου στην Έκθεση. Λογοτεχνία ούτε για αστείο, σύνολο δύο βιβλία να έχω διαβάσει λογοτεχνίας. Οπότε κάπως, ενώ όλο το ταξίδι των πανελληνίων ήτανε αρκετά ευχάριστο, δεν ένιωσα ποτέ ότι κουράστηκα ή εξαντλήθηκα, πάμε εκεί πέρα πρώτη μέρα και λέω: «Ωραία». Αυτό το θέμα, η αλήθεια είναι, το είχα διαβάσει δύο φορές μέσα σε όλη τη χρονιά, δεν θυμόμουνα καμία φορά να το ’χω κάνει, μου το είπε η καθηγήτριά μου όταν βγήκα από τις εξετάσεις ότι: «Το θυμόσουν, έτσι; Το είχαμε διαβάσει». Λέω: «Φυσικά και δεν το θυμόμουν», αλλά εν πάση περιπτώσει θεώρησα ότι ήταν ένα θέμα που ήξερες-δεν ήξερες μπορούσες να γράψεις κάπως, ας πούμε, καλά, κάπως, ναι.  Λέω: «Τώρα το επόμενο, όμως, θα είναι τέλειο, γιατί δίνω Μαθηματικά, Τα Μαθηματικά είναι το δυνατό μου σημείο». Πάμε στα Μαθηματικά, γράφω όντως καλά, το ’χω νιώσει. Η μαμά μου, θυμάμαι, ήταν απ’ έξω, διότι όταν έδινε η αδελφή μου εξετάσεις ήτανε πολύ αγχωμένη και κάθε φορά που έβγαινε έκλαιγε, ήτανε αγχωμένη, ήθελε να φύγει γρήγορα και η μαμά μου με περίμενε απ’ έξω, γιατί νόμιζε ότι θα βγω κλαίγοντας και απλώς με ρωτάει: «Πώς τα πήγες;». Εγώ: «Μια χαρά, πάω για καφέ». Και κάπως έτσι κύλησαν και τα υπόλοιπα μαθήματα, με αποκορύφωμα το τελευταίο.  Το τελευταίο μάθημα ήταν η Χημεία. Στη Χημεία, να πω την αλήθεια, δεν τα πήγαινα τόσο καλά. Ένιωθα ότι δεν τα καταλαβαίνω, αλλά τα τελευταία χρόνια η δυσκολία είχε αυξηθεί πάρα πολύ στα θέματα των πανελληνίων, έβαζαν πάρα πολλά θέματα για να προλάβεις να τα λύσεις στις τρεις ώρες που ζητούσανε. Αλλά λέω: «ΟΚ, διαβάσαμε όλο τον χρόνο, θα κάνουμε την προσπάθειά μας και ό,τι κάτσει». Ήξερα ότι είχα γράψει καλά στα προηγούμενα, οπότε δεν μ’ απασχολούσε τόσο. Επίσης, εκείνη τη μέρα είχαμε κανονίσει, με το που τελειώσουμε, στο επόμενο σαρανταπεντάλεπτο να πάρουμε το τρένο και να πάμε όλη η παρέα για θάλασσα. Και το μυαλό μου ήτανε ότι θα πάμε μετά για θάλασσα ό,τι και να γίνει, αυτό το τρίωρο έχει τελειώσει, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ξανασκεφτείς, τίποτα άλλο να ξαναδιαβάσεις, μετά απλώς είναι ένα καλοκαίρι γεμάτο ελεύθερο χρόνο.  Θυμάμαι τα θέματα ήτανε πάλι πάρα πολλά. Να ανοίγω τις κόλλες, να γυρνάω σελίδα, να γυρνάω σελίδα, να μην τελειώνουνε, να λέω από μέσα μου: «ΟΚ, αυτό νομίζω το ψιλοξέρω, το άλλο το ψιλοξέρω», κάπως τα ψιλοήξερα, ας πούμε, όλα. Και εκεί που έχω λίγο αρχίσει να απελπίζομαι, γιατί σε όλα τα μαθήματα τελείωνα νωρίς, μου έμενε, ας πούμε, κανένα μισάωρο, σαρανταπεντάλεπτο σίγουρα ακόμα. Εκεί ήμουνα στα όρια του χρόνου και λέω: «Ωραία, δεν πρόκειται να τελειώσει αυτό ποτέ» και έρχεται διευκρίνιση απ’ το Υπουργείο και λέω: «Ωραία, κάποιο θέμα μάλλον θα είναι λάθος, οπότε θα το διαγράψουν όλο και θα τα πάμε τέλεια, γιατί προλαβαίνω σίγουρα». Και η διευκρίνιση ήτανε πάνω σ’ έναν χημικό τύπο, ο οποίος δεν χρειαζότανε καν μες στην άσκηση, ήταν τύπου διακοσμητικός. Πώς λες την καφεΐνη με χημικό τύπο, άχρηστο. Και λέω: «Ωραία, δεν πειράζει, ό,τι είναι, σε μισή ώρα από τώρα θα είσαι στη θάλασσα».  Και μιας που βγήκα, μιας που άρχισε η κολλητή μου να με ρωτάει και πώς ήτανε το ένα, πώς ήταν το άλλο, είχε πάει σε μία καθηγήτρια και ρωτούσε και την κοιτάω, την πιάνω απ’ τους ώμους και της λέω: «Πάμε θάλασσα, έχουμε φύγει ήδη και δεν το ξέρεις». Πάω σπίτι, ετοιμάζω φουλ γρήγορα τα πράγματα, να με παίρνει ο χημικός μου τηλέφωνο να με ρωτήσει: «Πώς τα πήγες; Άμα τα πήγες καλά». Του λέω: «Όλα καλά, τελείωσαν, θα τα πούμε όταν βγούνε οι βαθμοί, καλό σας καλοκαίρι» και σηκώθηκα και έφυγα από την Αλεξάνδρεια, πήγαμε σε μία θάλασσα, δεν θυμάμαι καν πού πήγαμε –Λιτόχωρο, Λεπτοκαρυά κάπου κατά κει– και περάσαμε υπέροχα, κλείνοντας όλο αυτό το κεφάλαιο. Και τώρα, κάνοντας μία ανασκόπηση σ’ αυτό το κεφάλαιο, μπορώ να πω και στα παιδιά που δίνουνε πανελλήνιες ότι πραγματικά δεν είναι η πιο τραγική εμπειρία που θα ζήσεις στη ζωή σου. Είναι μία εμπειρία που πραγματικά μπορείς να μάθεις πάρα πολλά πράγματα και όχι για τα μαθήματα, αλλά για σένα, ποια είναι τα όριά σου, πόσο αντέχεις. Εκεί που λες ότι: «Ξέρεις, έχω φτάσει οχτώ ώρες διάβασμα, δεν αντέχω άλλο» και τελικά μπορείς άλλες δύο, άλλες τρεις ώρες και ανακαλύπτεις τόσα πράγματα και ανακαλύπτεις το πόσο μπορείς από πράγματα, ας πούμε, που εξαρτάσαι, όπως είναι ο χορός. Που έλεγα ότι δεν πρόκειται να αντέξω έναν χρόνο χωρίς να χορέψω, ότι βρίσκεις άλλους τρόπους, άλλες συνήθειες και μπορείς όντως να προσαρμόσεις τη ζωή σου στις δεδομένες συνθήκες.  Και πραγματικά θεωρώ πολύ σημαντική εμπειρία να την περάσουν αυτή τα παιδιά, γιατί, ΟΚ, ναι, το άγχος δεν είναι πάντα καλό, αλλά πιστεύω ότι, άμα το διαχειριστείς, αυτό το εποικοδομητικό άγχος που σου δίνει όλο αυτό το ταξίδι μπορεί πραγματικά να σε βοηθήσει στο μέλλον και να ξέρεις ότι έχω περάσει όλο αυτό, έχω περάσει δηλαδή, ας πούμε, «τα χειρότερα», που λέγαν κάποιοι, οπότε μπορώ σίγουρα πολλά παραπάνω. Πραγματικά, ήτανε οι εξετάσεις που δεν θα μετράνε τόσο πολύ σε όλη σου τη ζωή, τελείωσαν, τις έδωσες και από εκεί και πέρα θα δώσεις πολύ σημαντικότερες. Οπότε για μένα δεν μετάνιωσα, ενώ στην αρχή έλεγα θα το μετανιώσω, δεν ήθελα να δώσω, αφού δεν ξέρω καν τι θέλω. Είπα ότι τελικά ήταν ένα ταξίδι που όντως έπρεπε να το κάνω και ευχαριστώ τους γονείς μου που με «πίεσαν», εντός εισαγωγικά, και μου είπανε ότι: «Θα δώσεις πανελλήνιες και από εκεί και πέρα θα σε στηρίξουμε να κάνεις ό,τι άλλο θέλεις στη ζωή σου».  Και έτσι και έγινε, λοιπόν. Τελειώνουμε τις πανελλήνιες και την επόμενη κιόλας μέρα σηκώνομαι και φεύγω, πάω Θεσσαλονίκη, έμεινα τους υπόλοιπους τρεις μήνες στο σπίτι της αδελφής μου. Τότε θυμάμαι δεν είχαμε καν κρεβάτι για μένα, κοιμόμουνα όλο το καλοκαίρι στον καναπέ. Τώρα μην ρωτάτε γιατί δεν κοιμόμουνα με την αδερφή μου, δεν ξέρω αλλά το είχα πάρει έτσι πολύ ότι ζω πλέον μόνη μου, είμαι σ’ ένα «δικό μου», εντός εισαγωγικών, σπίτι και κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα. Πήγα σε μία σχολή –ήτανε απ’ τις λίγες που κάνανε θερινά μαθήματα– κάπως να ξαναβρώ τη φόρμα μου, γιατί είχα κάτσει ήδη ένα χρόνο και αυτό για το σώμα ήταν ένα σοκ και λέω: «Ωραία, τώρα θα μπούμε στη διαδικασία να ξεκινήσει η προετοιμασία για τις εξετάσεις στην επαγγελματική σχολή χορού».  Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι ήταν το δεύτερο καλοκαίρι στη σειρά που δεν έζησα καλοκαίρι, διότι ήμουνα όλη μέρα σε μία αίθουσα χορού και από τη μία δεν μπορώ να παραπονιέμαι, γιατί ήτανε αυτό που ήθελα, από την άλλη, όπως όλοι οι άνθρωποι, μετά από όλο το ταξίδι των πανελληνίων, ήθελα κι εγώ να ξεκουραστώ δύο βδομάδες, έστω μία, δεν ξέρω. Αλλά επέλεξα ότι, από τη στιγμή που έκανα όλη αυτή τη θυσία για κάτι που δεν ήξερα καν άμα θέλω να το κάνω, όπως ήτανε οι πανελλήνιες, άξιζε να χάσω ένα καλοκαίρι γι’ αυτό που πίστευα μέσα μου ότι πραγματικά είναι αυτό που θέλω. Οπότε συνέχισα όλο το καλοκαίρι προετοιμασία, μετά τον Αύγουστο άλλαξα σχολή, πήγα στη σχολή που τελικά από την οποία αποφοίτησα. Ξεκινήσαμε εκεί μαθήματα, εκεί ήτανε πρωινά τα μαθήματα δυστυχώς, που σήμαινε ότι κάθε μέρα ξυπνούσα στις 7:30 ώρα και τελείωνα στις 3:00. Και ήτανε αρκετά σοκ να πρέπει να ξυπνάς για άλλους δύο μήνες πρωί, ενώ είχες ήδη χάσει όλο το –πώς το λένε;– να κοιμάσαι, όλον τον ύπνο σου τον είχε χάσει πανελλήνιες, ήτανε άλλοι δύο μήνες έτσι[00:40:00].  Εν πάση περιπτώσει, λέω: «Τώρα ό,τι είναι θα κάνουμε μία τελευταία προσπάθεια». Η αλήθεια είναι μέσα μου πίστευα ότι μπορώ να περάσω, αλλά δεν… δεν υπήρχε αρκετή στήριξη, όχι από τους δικούς μου –οι γονείς μου και οι φίλοι μου όλοι με στήριζαν_, αλλά κάποιοι δάσκαλοι μου είχανε πει ότι: «Ξέρεις, έρχεσαι από μία μικρή πόλη, το επίπεδο στις πρωτεύουσες, στη Θεσσαλονίκη και Αθήνα, είναι πολύ υψηλότερο. Μην έχεις πολλές μεγάλες προσδοκίες, μπορείς να το δοκιμάσεις, αν δεν περάσεις, δεν πειράζει». Και κάπως εκεί ήταν που πείσμωσα περισσότερο και είπα: «Δε γίνεται, οι άνθρωποι που τόσα χρόνια υποτίθεται με στηρίζουν και μου μαθαίνουνε πώς να χορεύω, να μου λένε ότι: “Δεν μπορείς να περάσεις”».  Έλεγα στον εαυτό μου, μέσα μου έλεγα ότι: «Ξέρεις, έχεις κι εσύ κάποιο μερίδιο ευθύνης ως δάσκαλος, άμα εγώ δεν μπορώ να περάσω», γιατί όλοι... Είχα ενημερώσει τους δασκάλους μου για τα στάνταρ που είχα θέσει και ότι ήθελα να ασχοληθώ με αυτό. Οπότε εκεί πείσμωσα ακόμα περισσότερο και είπα: «Τώρα βρέξει-χιονίσει, δεν ξέρω τι θα κάνεις, θα κοπανιέσαι όλη μέρα στον χορό, θα περάσεις σ’ αυτές τις εξετάσεις» και μία που το είπα, μία που έγινε. Πήγαμε στην Αθήνα με τους γονείς μου, έδωσα εκεί πέρα τις εξετάσεις σ’ ένα πανέμορφο κτήριο. Fun fact, αυτό το κτήριο βρίσκεται στον Βύρωνα, στην Αθήνα, και ήτανε το σπίτι της Ισιδώρας Ντάνκαν. Η Ισιδώρα Ντάνκαν θεωρείται ως η μητέρα του σύγχρονου και του μοντέρνου χορού και είχανε έρθει με τους γονείς της από την Αμερική, αγαπούσαν πάρα πολύ την Ελλάδα και όλη την κουλτούρα μας κτλ. και χτίσανε το σπίτι τους με τα πρότυπα του παλατιού του Αγαμέμνονα στις Μυκήνες. Και είναι έτσι ένα πέτρινο κτήριο πανέμορφο.  Τότε, θυμάμαι, διάβαζα την ιστορία αυτής της γυναίκας και έλεγε ότι η ίδια κυκλοφορούσε με αρχαιοελληνικούς χιτώνες και ήταν πολύ περίεργο, γιατί οι κάτοικοι εκεί πέρα της Αθήνας έλεγαν: «Αυτή πού πάει έτσι;». Αλλά αγαπούσε τόσο πολύ την Ελλάδα και τον πολιτισμό, που ένιωθε ότι ζούσε πραγματικά σ’ εκείνη την εποχή για την οποία διάβαζε. Και βρίσκομαι σ’ εκείνο το κτήριο, εντάξει, ένα δέος. Βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα κτήριο που υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στον σύγχρονο χορό και λέω: «Ωραία, εδώ είμαστε, τώρα όλα θα πάνε τέλεια». Έδινα εξετάσεις κάπου στη μέση από τα ονόματα, οπότε, ας πούμε ότι ξεκινούσαμε 1 Σεπτεμβρίου, έδινα γύρω στις 15, αλλά κρατούσαν μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου και τα αποτελέσματα θα βγαίνανε, αφού δώσουν όλοι οι εξεταζόμενοι, συν πέντε-δέκα μέρες να τα αναρτήσουνε.  Δίνω τις εξετάσεις, ένιωθα ότι τα είχα πάει καλά. Είχα κάνει κάποια λάθη, φυσικά, από το άγχος, είχα ξεχάσει να μπω σ’ ένα γκρουπ. Λοιπόν, ήμασταν, φορούσαμε όλοι καρτελάκια πάνω στις στολές μας με τον αριθμό τον οποίο ήμασταν και μας λένε σε μία άσκηση: «Θα την κάνετε σε δυάδες» και μου λέει η διπλανή μου: «Είμαστε μαζί, είμαστε ζευγάρι, εντάξει;». Λέω: «Ωραία». Και δεν κάθομαι να μετρήσω τις δυάδες απ’ τους αριθμούς, εμπιστεύομαι την κοπέλα που μου είπε ότι είμαι μαζί της και ξεκινάει η μουσική, μπαίνει η πρώτη δυάδα, μπαίνει η δεύτερη δυάδα, στην τρίτη είναι μία κοπέλα μόνη της και λέω από μέσα μου: «Καλά», λέω, «ποιος ξέχασε να μπει; Είναι δυνατόν να είμαστε σε εξετάσεις και να ξέχασε κάποιος να μπει στο γκρουπ του;». Και συνειδητοποιώ ότι αυτή που δεν μπήκε ήμουν εγώ και νευριάζει η διευθύντρια της επιτροπής, σταματάει τη μουσική, αρχίζει φωνάζει, μου λέει: «Τι κάνεις, γιατί δεν μπήκες;» κτλ. Μου λέει: «Φεύγεις», λέει, «δεν την κάνεις την άσκηση» και λέω: «Ωραία». Λέω: «Δεν πήγε πολύ καλά αυτό», ήτανε και από τις ασκήσεις που είχα… που ήταν το φόρτε μου, ας πούμε, είναι οι πιρουέτες, που στρίβεις γύρω γύρω, είχα καλή στροφικότητα.  Και μόλις μου είπε ότι: «Ξέρεις, φεύγεις», φοβήθηκα ότι φεύγω εντελώς, φεύγω από τις εξετάσεις, χάνω το δικαίωμα να δώσω και βρίσκομαι σ’ ένα σοκ. Η κοπέλα που ήταν ζευγάρι μαζί μου είχε φρικάρει επίσης, διότι σταμάτησε να χορεύει. Οπότε μετά η διευθύντρια θύμωσε και μαζί της, γιατί της είπε: «Εσύ γιατί σταμάτησες; Εδώ θέλουμε επαγγελματίες, υποτίθεται το ζευγάρι σου κάτι έπαθε, εσύ δεν έπρεπε να συνεχίσεις;». Οπότε παίρνει την μπάλα και την άλλη την κοπέλα. Εντάξει, δεν φταίω εγώ για το ότι η κοπέλα αυτή σταμάτησε να χορεύει, κατανοώ, βέβαια, το άγχος της εκείνη τη στιγμή, δεν είδε το ζευγάρι της, οπότε σταμάτησε. Και κάπως έχουμε φρικάρει και οι δύο, καθόμαστε στην άκρη, τελειώνει όλο το γκρουπ και μας λέει: «Τέλος πάντων, θα κάνω ότι δεν το είδα. Πάτε και κάντε το τώρα» και κάνουμε την άσκηση, τελειώνει και μετά μπορείτε να καταλάβετε τι άγχος μπορεί να έχεις, όχι να μην χάσεις τις ασκήσεις, να μην ξεχάσεις να μπεις. Δηλαδή αστείο, να πηγαίνεις στις εξετάσεις και να ξεχνάς να μπεις στο γκρουπ σου. Κάπως τελειώνουνε, τελειώνει το μπαλέτο, μετά είχαμε ένα διάλειμμα και δίναμε σύγχρονο και βγαίνω έξω και αυτή η κοπέλα είχε αρχίσει να κλαίει και έλεγε στη μαμά της ότι: «Μάλλον κόπηκα, επειδή μία κοπέλα ξέχασε να μπει» και ήταν πάρα πολύ νευριασμένη και έρχεται η μαμά μου και μου λέει: «Σοφία, μία κοπέλα ξέχασε να μπει στις εξετάσεις σας» και λέω: «Μαμά, αυτή η κοπέλα ήμουν εγώ» και γίνεται εκεί ένας χαμός, γιατί η μαμά της αλληνής ήταν πάρα πολύ θυμωμένη, είχε αρχίσει να μου φωνάζει και λέω: «Ωραία», λέω στη μαμά: «Δεν έφταιγα εγώ, επειδή η κόρη της», λέω, «δεν μπήκε». Ήτανε δική της ευθύνη να μπει, όπως ήτανε και δική μου ευθύνη να μπω. Λέω εγώ το πήρα πάνω μου, είπα: «Όντως, είχατε δίκιο, συγγνώμη, δεν είδα τα νούμερα».  Μου λέει η μαμά μου: «ΟΚ, εντάξει, δεν πειράζει. Συνέχισε», λέει, «τώρα στο σύγχρονο να τα πας καλύτερα». Αλλάζουμε, μπαίνουμε στο σύγχρονο, το σύγχρονο το θεωρούσα το δυνατό μου σημείο, γιατί μέχρι τότε το μπαλέτο ήτανε... ΟΚ, μου άρεζε σαν είδος χορού, αλλά δεν ήταν κάτι που με τρέλαινε, στο σύγχρονο ήταν που πραγματικά ένιωθα ότι είμαι ελεύθερη και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω, χωρίς τόσο κανόνες και φορμαλισμό, είναι... Έχει την τεχνική του, αλλά είναι γενικά πιο free σαν είδος χορού. Και λέω: «Τώρα θα πάμε και θα τα σπάσουμε όλα». Όντως μου άρεσαν πολύ και οι συνδυασμοί, ήτανε τραγούδια που ήξερα, οπότε όταν σου αρέσει και το τραγούδι σίγουρα βοηθάει να είσαι πιο ενεργητικός, το hype, όλο το vibe μέσα στη αίθουσα.  Κάνουμε, δίνουμε το σύγχρονο, δίνουμε και αυτοσχεδιασμό μετά. Είναι ένα μάθημα στο οποίο σου ζητάνε, σου δίνουν μία οδηγία και, με βάση την οδηγία που σου δίνουν, πρέπει να χορέψεις. Εμείς έπρεπε να διασχίσουμε απ’ τη μία πλευρά στην άλλη την αίθουσα, νομίζω κάνοντας ότι... Βασικά υπάρχει μία δύναμη στην οποία πρέπει να αντισταθείς και απαγορευότανε να κάνεις βήματα πίσω, έπρεπε όλη η διαδρομή σου να είναι one way. Και αυτό ήτανε ένα ρίσκο, γιατί η αίθουσα δεν ήταν τόσο μεγάλη, οπότε η διαγώνιος ήταν αρκετά σύντομη. Έπρεπε μέσα σ’ αυτή τη διαγώνιο να δείξεις ότι όντως έχεις φαντασία, ότι μπορείς να ανταπεξέλθεις στην οδηγία που σου έδωσαν, να δείξεις την τεχνική σου, να δείξεις την προσωπικότητά σου σε μία πάρα πολύ σύντομη διαδρομή και απ’ τη στιγμή που δεν μπορούσες να κάνεις βήματα πίσω, έτσι και το ’κανες το μπροστινό μετά δεν είχε επιστροφή, έπρεπε να δείξεις ό,τι μπορούσες.  Παρ’ όλα αυτά, αξιοποίησα εκεί την τεχνική μου, τις δυναμικές και λέω: «Ωραία, είναι μία σύντομη διαδρομή στην οποία θα δουν ποια είμαι». Και όντως ένιωσα ότι αυτό έκανα, οπότε βγαίνω από όλο αυτό και λέω: «Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη», λέω, «Εντάξει, κατά πάσα πιθανότητα έχουμε περάσει». Μετά απ’ όλο αυτό που είχε γίνει στο μπαλέτο, δεν ήμουνα σίγουρη για τίποτα, λέω: «Η επιτροπή μπορεί να με μίσησε», να είπε: «Το κορίτσι κοιμότανε, δεν ξέρω γιατί ήρθε εδώ». Αλλά εν πάση περιπτώσει, εγώ ένιωθα ότι πραγματικά είχα δώσει τον καλύτερό μου εαυτό. Φεύγουμε από τις εξετάσεις. Το πρώτο πράγμα που ήθελα να κάνω ήτανε να πάω σ’ ένα μαγαζί στην Αθήνα, στο οποίο ήτανε διακοσμημένο με Disney, λέγεται Cap Cap και είναι στο Αιγάλεω.  Oπότε φεύγουμε απ’ τον Βύρωνα άρον άρον για να πάμε εκεί πέρα να δω αυτό το μαγαζί και πραγματικά ήτανε υπέροχο, ήτανε όλο διακοσμημένο με πράγματα από Disney. Όλη η μουσική που έπαιζε εκεί πέρα ήτανε Disney, αυτά που έτρωγες είχαν ονόματα με Pixie Dust, με Simba, δεν ξέρω γω, και τέτοια. Οπότε κάπως έκλεισε όλο το ταξίδι στην Αθήνα έτσι πολύ όμορφα και λέω: «Για να το ’νιωσα έτσι, μάλλον έτσι θα πήγε». Γυρνάω, εν πάση περιπτώσει, στην Αλεξάνδρεια, είχε τελειώσει η προετοιμασία στη σχολή, οπότε δεν είχα κάτι άλλο να κάνω από χορό και είχα γυρίσει Αλεξάνδρεια, στην παλιά μου τη σχολή. Μαθήματα πανεπιστήμιο δεν είχαμε ακόμα, δεν είχαν βγει καν τα αποτελέσματα. Οπότε ήμουνα κάπως: «Ωραία, θα δείξει τι θα γίνει».  Σε όλη αυτή τη διάρκεια, θυμάμαι έκανα κάθε μέρα refresh στη σελίδα του Υπουργείου, έμπαινα, refresh, τίποτα, ξανά. Και είχαμε πει ότι όποια μάθει πρώτη τα αποτελέσματα, θα στείλει στην ομαδική. Θυμάμαι καθόμουνα στο δωμάτιό μου, στο κρεβάτι, μπαίνω έτσι απλώς για τα τυπικά να δω την ιστοσελίδα, ήμουν σίγουρη ότι δεν θα ’χουν βγει και βλέπω «Αποτελέσματα» και λέω: «Ωραία». Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να στείλω στις άλλες κοπέλες, γιατί είχανε την ίδια ανησυχία μ’ εμένα, να δουν αν περάσανε και μετά λέω: «Κάτσε πρώτα να διαχειριστούμε το δικό μας κομμάτι». Ανοίγω τα αποτελέσματα και εκεί βγαίνουν μόνο επιτυχόντες κι ήτανε μία λίστα αρκετή μεγάλη, είχαμε δώσει πάνω από χίλια άτομα, αλλά περνούσαν γύρω στους διακόσους πενήντα, τριακόσους. Εξαρτάται, αυτό με τη βαθμολογία πάει, δεν είναι ότι έχουν έναν συγκεκριμένο αριθμό, αλλά πάνω κάτω είναι εκεί.  Και θυμάμαι να κατεβαίνω, το επίθετό μου αρχίζει και από «Λ», οπότε ήμουνα αρκετά κάτω, να κατεβαίνω, κατεβαίνω[00:50:00] και βλέπω το όνομά μου και λέω: «Ωραία, αυτό σημαίνει ότι πέρασα, έτσι;». Διαβάζω πάνω «Επιτυχόντες», ωραία είναι μόνο οι επιτυχόντες, ξαναδιαβάζω το όνομά μου: «Πέρασα μάλλον, πέρασα». Στέλνω ταυτόχρονα, όση ώρα εγώ επεξεργάζομαι το αν πέρασα ή όχι, το link στα κορίτσια να δούνε, να το ’χω διαβάσει πάνω από δέκα φορές, να λέω: «Το βλέπω, είναι εδώ, Λαμπροπούλου Σοφία». Πάω μέσα στον μπαμπά μου: «Τι γράφει εδώ;», «Λαμπροπούλου Σοφία», «Ωραία». Μου λέει: «Τι είναι;». Λέω: «Τα αποτελέσματα», λέω, «μάλλον πέρασα. Για να το γράφει δηλαδή, θα πέρασα».  Και, εντάξει, μετά τρελή χαρά, πήρα τους πάντες να ενημερώσω ότι πέρασα και μετά έπρεπε να ξαναπάμε στην Αθήνα για να δώσουμε έκθεση ιδεών. Γιατί σ’ αυτή τη σχολή δεν βγαίνεις μόνο σαν χορεύτρια, βγαίνεις σαν δασκάλα χορού, οπότε θέλουν να τεστάρουν ότι όντως ξέρεις να μιλάς ελληνικά, ξέρεις να εκφέρεις λόγο, να έχεις μία προσωπική άποψη. Δεν ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε να διαβάσεις, σου δίναν ένα θέμα πάνω στον χορό κι έπρεπε απλώς να το αναλύσεις και να γράψεις μία μικρή έκθεση. Σ’ εμένα δε θυμάμαι ακριβώς τι είχε πέσει. Νομίζω: «Ποια είναι τα οφέλη του χορού σ’ έναν άνθρωπο της σύγχρονης κοινωνίας;», κάτι τέτοιο ήτανε, αρκετά εύκολο. Μετά από όλο αυτό στις πανελλήνιες, που έγραφες κάθε βδομάδα έκθεση, ήταν αστείο να γράψεις μία τέτοια έκθεση. Η αλήθεια είναι ότι δεν κόβεται κάποιος σ’ αυτό το στάδιο, παρά μόνο άμα δώσει λευκή κόλλα, φυσικά, ή άμα δεν παραβρεθεί στις εξετάσεις, οπότε ήταν κάτι σίγουρο ότι πέρασα.  Μέσα σ’ όλο αυτό –αναδρομή στο παρελθόν, γιατί το ξέχασα– ήτανε και τα αποτελέσματα που περιμέναμε από τις πανελλήνιες, αλλά, απ’ ό,τι καταλαβαίνετε ,μου ήταν και λίγο αδιάφορα, δεν μ’ ένοιαζε ιδιαίτερα πώς τα πήγα. Θυμάμαι τη μέρα που βγαίναν οι βαθμοί κοιμόμουνα στον καναπέ, όπως συνήθως, γιατί είχα την προετοιμασία και εκείνη τη μέρα είχε έρθει από τις 6:00 η ώρα η αδερφή μου και στεκότανε δίπλα μου στον καναπέ και με κοιτούσε. Και ξυπνάω και βλέπω απλώς την αδερφή μου να στέκεται δίπλα μου και να με κοιτάει και έχω φρικάρει, λέω: «Τι έγινε;». Μου λέει: «Τίποτα, απλώς σήμερα θα βγουν τα αποτελέσματα». Λέω: «Ωραία, και;». Μου λέει: «Θέλω να ’μαι μαζί σου».  Τέλος πάντων, περιμέναμε, τα αποτελέσματα βγαίναν γύρω στις 11:00, κάτι τέτοιο, στο διαδίκτυο. Εν τέλει βγήκαν πολύ πιο νωρίς. Παρ’ όλα αυτά, με παίρνει η μαμά μου πιο νωρίς, διότι ο μπαμπάς μου ήτανε σε σχολείο, σε λύκειο κτλ., που μαθαίνουν κατευθείαν τα αποτελέσματα. Με παίρνει τηλέφωνο και αρχίζει, μου λέει: «Έγραψες εκεί αυτό, εκεί αυτό, βγήκαν τόσο σύνολο» και βγαίνουν τα μόρια 15.000 και λέω: «Ωραία, τώρα έρχεται η στιγμή που πρέπει να αποφασίσω». Διότι στο μυαλό μου είχα ότι δεν θα γράψω καλά, οπότε θα μπορούσα να είχα λίγες επιλογές για το τι θα περάσω. Οπότε δεν με ανησυχούσε και όταν μου είπανε ότι: «Έγραψες 15.000», μπορούσα να περάσω τα πάντα απ’ ό,τι ήθελα.  Είχα δώσει φυσικά και αθλήματα, γιατί έλεγα: «Σε περίπτωση που δεν γράψω πολύ καλά, να έχω κάποια έξτρα μόρια». Εκεί παρεμπιπτόντως, παρόλο που δεν είχα κάνει προετοιμασία –δέκα μέρες είχα πάει για προπόνηση–, είχα μαζέψει 3.000 στις 4.000, που ήταν πολύ καλά, δηλαδή, για κάποιον που δεν ασχολούτανε κιόλας με τον αθλητισμό εκείνη την περίοδο. Οπότε σύνολο μαζί με τα αθλήματα έφτανα 18.000 για ΤΕΦΑΑ και λέω: «Ωραία, τώρα έρχεται η στιγμή της αλήθειας που πρέπει να πάρεις μία απόφαση». Δεν είχα ιδέα τι ήθελα, έλεγα στην αρχή Φυσικό, μετά έλεγα: «Όχι, θα πάω Μαθηματικό». Μετά έλεγα: «Ίσως καλύτερα να πρέπει να πάω ΤΕΦΑΑ, αφού θέλω να ασχοληθώ και με τον χορό, να είναι κάτι πιο οικείο». Και ήμουν γενικά πάρα πολύ μπερδεμένη, δεν ήξερα τι ήθελα και έλεγα: «Ωραία, θα το αφήσω τελευταία στιγμή». Το μηχανογραφικό έκανα υποβολή κυριολεκτικά μία ώρα πριν κλείσει. Σ’ όλα αυτά ρωτούσα, ξέρεις: «Εσύ τι μου λες; Να πάω Μαθηματικό, να πάω Φυσικό;», κάπως το ΤΕΦΑΑ το είχα βάλει σε δεύτερη μοίρα. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα πραγματικά τι ήθελα. Απ’ τη μία ένιωθα μία μεγάλη οικειότητα με τα Μαθηματικά και λόγω του μπαμπά μου, αλλά και λόγω ότι τα καταλάβαινα και ένιωθα μία ασφάλεια. Στη Φυσική, παρόλο που δεν ένιωθα ότι το ’χω τόσο πολύ, μου άρεζε πάρα πολύ το γεγονός ότι με τη Φυσική μπορείς να εξηγήσεις τα πάντα στο τι γίνεται στη ζωή σου. Είχα και μία αγαπημένη καθηγήτρια στο σχολείο, που ήταν φυσικός, η οποία δεν με επηρέασε φυσικά, δεν μου είπε: «Γίνε φυσικός», αλλά εγώ την έβλεπα σαν πρότυπο και έλεγα: «ΟΚ, θέλω να γίνω σαν κι αυτή, θέλω να της μοιάσω, μου αρέσει πολύ αυτό που κάνει».  Οπότε κάπως δεν ήξερα τελικά τι πρέπει να επιλέξω, Μαθηματικά, Φυσική... Είχα ρωτήσει τους φίλους μου, οι οποίοι δεν μου απαντούσανε ξεκάθαρα τι θέλω. Ο κολλητός μου κιόλας μου είχε πει: «Δεν θα σου πω για να μην σε επηρεάσω. Θα το γράψω σ’ έναν φάκελο, θα το κλείσω, θα γράψω ημερομηνία και εκεί μέσα είναι η απόφαση που θα πάρεις κι εγώ την ξέρω ήδη». Εν τέλει, ήτανε η σωστή η πρόβλεψή του, διάλεξα Μαθηματικό, κατέληξα στο ότι γενικά τα Μαθηματικά είναι τελικά, ας πούμε, για την άποψη μου η κορυφή των επιστημών, καθώς η Φυσική και όπως όλες οι άλλες επιστήμες βασίζονται πάνω στα Μαθηματικά, χωρίς αυτά δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί τίποτα. Και λέω: «ΟΚ, γιατί να το πάω μέσω Λαμίας, ας πούμε; Θα πάω κατευθείαν στην εστία, στην πηγή, στα Μαθηματικά». Και λέω: «Ωραία, αυτό είναι, ας πούμε, θα γίνω μαθηματικός».  Είχα βλέψεις για μεταπτυχιακό σε Αστρονομία, Αστροφυσική, κάτι που... Αυτό, ας πούμε, ήτανε που με εμπόδιζε απ’ το να διαλέξω κατευθείαν Μαθηματικά, γιατί ένα μεταπτυχιακό απ’ τη Φυσική, σαφώς θα είναι πιο εύκολο, θα έχεις ήδη κάποιες γνώσεις βασικές. Αλλά το είχαμε συζητήσει με καθηγητές μου στο σχολείο, τα είχαμε ψάξει τα μεταπτυχιακά, μου λένε: «Μπορείς να γίνεις δεκτή μέσω Μαθηματικών» και λέω: «Ωραία». Κοιτάω και το πρόγραμμα σπουδών και έχουμε στη σχολή «Παρατηρησιακή Αστρονομία», λέω: «Εδώ είμαστε, δηλώνω αυτό». Το μηχανογραφικό μου είχε πάνω από πενήντα σχολές, τα είχα δηλώσει όλα, ό,τι μπορούσες να δηλώσεις το δήλωσα, παρόλο που ήξερα ότι θα σταματήσει στο πρώτο, γιατί το έπιανα, Μαθηματικό Θεσσαλονίκης. Δήλωσα Θέατρο, Κινηματογράφο, η μαμά μου να μου λέει: «Τι τα βάζεις αυτά;», λέω: «Άσ’ τα», λέω, «να υπάρχουνε, μπορεί κάτι να γίνει».  Εν πάση περιπτώσει, τα δηλώνω όλα, βγαίνουν τα αποτελέσματα, έχω περάσει Μαθηματικό, καμία έκπληξη, γιατί η αλήθεια είναι με βάση τις... όλες τις βάσεις των προηγούμενων ετών περνούσα με μεγάλη διαφορά στα μόρια. Οπότε, ναι, πλέον οι πανελλήνιες έχουν τελειώσει, έχω πάρει με τη βούλα ότι έχω μία θέση στο πανεπιστήμιο, είναι σίγουρο αυτό. Οπότε μετά έμενε μόνο για το άμα θα περάσω στο μπαλέτο. Βγαίνουν και τα αποτελέσματα των εξετάσεων των εκθέσεων, τα οποία άργησαν πάρα πολύ να βγούνε. Ενώ ήτανε σίγουρο, ας πούμε, ότι όλοι θα περάσουνε, για κάποιον λόγο τα καθυστερούσανε και από εκεί που το έτος ξεκινάει για όλους σε αυτές τις σχολές 1 Οκτωβρίου, όπως στα πανεπιστήμια, το πρώτο έτος πάντα μπαίνει γύρω στα μέσα, 15 με 20.  Και είχαμε πάρει τηλέφωνο να κάνουμε τις εγγραφές στη σχολή, γιατί χρειάζεται και χαρτιά από γιατρό προφανώς. Και πάνω που ήταν να ξεκινήσουμε να πάμε στο πρώτο μάθημα διά ζώσης στη σχολή, στην επαγγελματική, στο μπαλέτο, ένα όνειρο που φάνταζε, έλεγες: «ΟΚ, όντως τώρα αυτό γίνεται», μπαίνουμε δεύτερη καραντίνα και λέω: «Αυτό που συμβαίνει τώρα δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, υπέροχο». Από τη μία, ενώ απογοητεύτηκα πάρα πολύ, γιατί ανυπομονούσα όσο τίποτα άλλο, επιτέλους έχω τελειώσει και θα ήταν αυτό που ήθελα, το γεγονός ότι μπήκαμε καραντίνα, μπορώ να πω ότι για μία δεύτερη φορά για μένα ήταν κάτι ευχάριστο. Διότι έπρεπε να ισορροπήσω δύο σχολές ταυτόχρονα και θα ήτανε η πρώτη μου επαφή και με τις δύο σχολές. Δηλαδή δεν είχα ξαναπάει πανεπιστήμιο για να ξέρω ότι δεν χρειάζεται όλα τα μαθήματα να τα παρακολουθείς, ότι μπορείς να βρεις σημειώσεις, ότι μπορείς να ανταπεξέλθεις, αν όντως διαβάζεις μόνος σου. Για μένα το πανεπιστήμιο στο μυαλό μου ήταν ότι είναι κάτι πολύ δύσκολο, θα πρέπει να παρακολουθείς, θα πρέπει να προσέχεις.  Οπότε το να είμαι δεσμευμένη σε μία σχολή από τις 8:00 η ώρα το πρωί μέχρι τις 3:00 το μεσημέρι, γιατί στην επαγγελματική δεν έχουμε περιθώρια απουσιών... Α, ωραία… Ναι, ήτανε λίγο ΟΚ, έπρεπε λίγο κάπως να τα ρυθμίσω. Οπότε πέρασα όλη μου την καραντίνα με ανοιχτούς δύο υπολογιστές, ο ένας ήταν συνδεδεμένος στο πανεπιστήμιο, ο άλλος ήτανε συνδεδεμένος με κάμερα στο μπαλέτο, γιατί έχουμε και θεωρητικά μαθήματα. Ήταν ένα χάος, μπορώ να πω, αλλά ήτανε… ήταν αρκετά ενδιαφέρον, διότι όντως τότε ήμουνα πολύ αφοσιωμένη στα μαθηματικά, καθόμουνα να διαβάζω, να φανταστείτε, απ’ το πρώτο μάθημα διάβαζα για το μάθημα της επόμενης, πλέον δεν το κάνω. Και διάβαζα και για το μπαλέτο και μπαλέτο δεν είχαμε προφανώς πρακτικά μαθήματα, κάναμε ένα Barre à Terre λέγεται. Είναι σαν μπαλέτο ενδυνάμωσης στο πάτωμα μόνο. Κάτι το οποίο, ΟΚ, τον πρώτο μήνα ήταν κάπως ενδιαφέρον, το δεύτερο απλώς ήταν μία άσκηση.  Από κει και πέρα ήταν ένα βασανιστήριο, δεν μπήκα στη σχολή για να χορεύω στο πάτωμα του σπιτιού μου και κάπως εκεί είχε αρχίσει πάλι να με κουράζει το όλο θέμα, το ότι ναι μεν δύο σχολές, ΟΚ, θα βγάλω το πρώτο έτος και έχω χάσει ήδη ένα έτος από τη σχολή πρακτικό, δεν έχω χορέψει. Το μόνο που μας κρατούσε στην καραντίνα σ’ εκείνη τη σχολή ήταν ένα μάθημα που λέγεται Στοιχεία Χορογραφίας και κάθε βδομάδα έπρεπε να ετοιμάζεις ένα καινούριο βιντεάκι με μία χορογραφία μ’ ένα θέμα που θα σου έδινε η καθηγήτριά σου. Και αυτό ήταν αρκετά ενδιαφέρον, μπορώ να πω, είχα δώσει μεγάλη έμφαση, σκεφτόμουνα όλη τη βδομάδα[01:00:00] τι θα κάνω κτλ. και κάπως συμμάζευε το γεγονός ότι δεν έχουμε χορέψει όλη τη χρονιά.  Βγαίνουμε από την καραντίνα και μας λένε: «Για να μην χάσετε όλο το έτος και πρέπει να ξαναείστε πρωτοετείς στο μπαλέτο, πρέπει να κάνετε όλο το καλοκαίρι μαθήματα για να συμπληρώσετε υποτίθεται τις ώρες που χάσατε», πράγμα αδύνατον, αλλά κάπως να δικαιολογηθούν τα λεφτά που πήραν οι σχολές, γιατί αλλιώς ο ιδιωτικές σχολές θα είχανε πρόβλημα, γιατί τα παιδιά πληρώνανε και δεν είχαν γίνει μαθήματα. Οπότε είναι το τρίτο καλοκαίρι στη σειρά που δεν κάνω καλοκαίρι και είμαι όλη μέρα κυριολεκτικά στη σχολή, όλη μέρα όμως μέσα στη ζέστη, «40 βαθμοί, λιώνει το κορμί», και εμείς χορεύουμε.  Το προσπερνάμε και αυτό, μπαίνουμε δεύτερο έτος καπάκι, δεν υπήρξαν καθόλου διακοπές εκείνη τη χρονιά, πέρα από δύο μέρες τον δεκαπενταύγουστο, και τότε αρχίζουν πραγματικά τα δύσκολα. Γιατί τότε έπρεπε να πηγαίνω στη σχολή, να είμαι όντως φυσική παρουσία στην Τριανδρία και να είμαι και στα μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Που ως, ουσιαστικά, πρωτοετής για μένα, θα έλεγα, στο πανεπιστήμιο, αφού το πρώτο έτος το κάναμε από το σπίτι, δεν είχε καμία σχέση η εμπειρία του πανεπιστημίου, ήθελα να το ζήσω. Δηλαδή δεν ήθελα να πω ότι θα το αφήσω και ό,τι περάσω, ήθελα να ξέρω πώς είναι να πηγαίνεις στο πανεπιστήμιο, πώς είναι να πηγαίνεις στα μαθήματα κτλ. Οπότε 3:00 η ώρα σχολούσα απ’ την Τριανδρία –είχα ένα πατίνι–, 3:15 ήμουνα στο αμφιθέατρο της σχολής μέχρι τις 9:00 η ώρα. Και αυτό τράβηξε έναν χρόνο, ήμουνα από τις 8:30 η ώρα το πρωί μέχρι τις 9:00 η ώρα το βράδυ, πέντε στα πέντε με τον χορό και εφτά στα εφτά και ήμουν κάθε μέρα όλο αυτό το πρόγραμμα. Και παρ’ όλα αυτά, ΟΚ, πολύ δύσκολα, αλλά ήτανε μία τρομερή εμπειρία που, επίσης, σε φτάνει στα όριά σου, λες: «Δεν γίνεται να αντέχω τόσες ώρες», κι όμως αντέχεις.  Μετά έρχεται το επόμενο καλοκαίρι, που είναι η πρώτη φορά που κάνω καλοκαίρι μετά από τρία χρόνια και λέω: «Ωραία, αυτό είναι τέλειο». Το μόνο δύσκολο ήτανε ότι έμπαινα μετά τρίτο έτος στη σχολή, που είναι και το τελευταίο στο μπαλέτο, και έπρεπε να δώσω εξετάσεις για να πάρω το πτυχίο μου. Γιατί ,σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια, σε μία τέτοια σχολή δίνεις εξετάσεις στο Υπουργείο για να μπεις, δίνεις εξετάσεις κάθε εξάμηνο στη σχολή και δίνεις και εξετάσεις στο Υπουργείο για να βγεις, που σημαίνει ότι σε εξετάζει μία επιτροπή η οποία δεν σε ξέρει, σε βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή της και πρέπει μέσα σ’ εκείνες τις τρεις ώρες που έχεις να αποδείξεις ότι τρία χρόνια έμαθες όντως να χορεύεις και είσαι επαγγελματίας πλέον. Οπότε οι απαιτήσεις για αυτές τις εξετάσεις ήτανε τρομερές.  Οπότε κάπως πάλι αρχίζουμε μαζευόμαστε απ’ τον Αύγουστο για να μπεις σε φόρμα, να μην υπάρχουν τραυματισμοί με το που μπεις τον Σεπτέμβρη. Και παρ’ όλα αυτά, εγώ ξεκινάω τη σεζόν μου με τραυματισμό, πηγαινοερχόμουν Αλεξάνδρεια-Θεσσαλονίκη για φυσικοθεραπείες, αλλά λέω: «Αυτό δεν μας εμποδίζει, συνεχίζουμε δυνατά». Γενικά, ήταν μια αρκετά δύσκολη χρονιά το τρίτο έτος, μπορώ να πω, γιατί συνέχισα και με άλλους τραυματισμούς μέσα στην περίοδο της εξεταστικής –φυσικά και θα γινόταν αυτό–, αλλά είπα: «ΟΚ, είναι τελευταίοι πέντε μήνες, πρέπει να δώσεις πόνο, να επιταχύνεις, να ενδυναμώσεις το σώμα σου για να τελειώσει».  Πραγματικά, είχα φτάσει σ’ ένα σημείο που έλεγα ότι: «Περνάω τέλεια. Ναι μεν ξυπνάω κάθε πρωί» και λέω: «Ωραία, περνάμε τέλεια», αλλά το σώμα μου είχε κουραστεί πάρα πολύ, δεν άντεχα πλέον όλες αυτές τις ώρες. Στο πανεπιστήμιο ήδη είχα ελαττώσει τις ώρες που πήγαινα, πήγαινα τύπου μία-δύο φορές max την εβδομάδα για ένα δίωρο. Ναι, αλλά το σώμα μου πλέον δεν άντεχε όλη αυτή την καθημερινότητα και αποφάσισα ότι, ξέρεις: «Τα δίνουμε όλα τώρα και περνάμε». Τον τελευταίο μήνα ζορίστηκαν πολύ τα πράγματα, γιατί μας είχανε κάθε μέρα, γιατί είχαμε και παράσταση μαζί με τις εξετάσεις, μ’ όλα αυτά.  Οπότε δίνουμε εξετάσεις, κατεβαίνουμε στην Αθήνα. Ένιωσα πολύ ωραία στις εξετάσεις, μπορώ να πω, το ευχαριστήθηκα για πρώτη φορά ίσως τόσο πολύ. Και τελικά βγαίνουν τα αποτελέσματα, όσο είμαι στην Πάτρα διακοπές για σεμινάρια χορού, και μου λένε, με παίρνουν τηλέφωνο, είμαστε στο αστικό και μου λένε: «Σοφία, πέρασες». Λέω: «Αποκλείεται», να είμαι μαζί με δύο φίλες μου –αυτές είναι δεύτερο έτος–, να τους λέω: «Δείτε σας παρακαλώ το χαρτί και πείτε μου την αλήθεια». Να το διαβάζουν, να μου λένε: «Σοφία, πέρασες», να έχω πατήσει ένα κλάμα μες στο αστικό, μέχρι να φτάσουμε στα ΚΤΕΛ έκλαιγα, να τσιρίζω. Ήταν μία γιαγιά, έρχεται μου λέει: «Αγάπη μου, έπαθες κάτι; Να σε βοηθήσω». Λέω: «Όχι», λέω, ακόμα καλύτερα, δεν έπαθα τίποτα, όλα είναι τέλεια». Μου λέει: «Χαίρομαι πολύ», λέω: «Να ’στε καλά», ειδοποιώ φυσικά τους πάντες ότι πέρασα και κάπως έτσι κλείνει επιτέλους η επαγγελματική με τον χορό και πλέον θεωρούμαι, ας πούμε, επαγγελματίας χορεύτρια και επαγγελματίας δασκάλα με το πτυχίο, με τη βούλα.  Και τώρα είναι που αρχίζει η εμπειρία να είναι… να δουλεύεις όντως σαν χορεύτρια. Μέσα σ’ όλο αυτό, η δασκάλα που σας είπα προηγουμένως, η κυρία Βερονίκη, ήτανε υπέροχη και με εμπιστεύτηκε απ’ το δεύτερο έτος και μου ζήτησε να κάνω μία αναπλήρωση στην επαγγελματική της την ομάδα, που σημαίνει ότι πας, χορεύεις με επαγγελματίες και πληρώνεσαι γι’ αυτό που κάνεις. Και ενώ νόμιζα ότι θα βοηθήσω για ένα μήνα, θα χορέψω στην παράσταση και θα φύγω, τελικά με κρατάει και είμαι, βρίσκομαι απ’ το δεύτερο έτος κιόλας σε μία στάνταρ, ας πούμε, δουλειά. ΟΚ, δεν μπορείς να ζήσεις από αυτή τη δουλειά, γιατί πληρωνόμαστε μόνο από παραστάσεις, αλλά έχεις την ασφάλεια ότι εγώ, μόλις τελειώσω από τη σχολή, έχω όντως κάτι που να με κρατάει στον χορό επαγγελματικά. Οπότε την ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό.  Και αυτή τη στιγμή στη ζωή μου έχω τελειώσει με τη σχολή μου, βρίσκομαι σε μία ομάδα χορού, ψάχνομαι φυσικά και για άλλα πράγματα, οντισιόν και τέτοια. Η ζωή ενός καλλιτέχνη είναι όλη την ώρα οντισιόν απ’ τη μία στην άλλη, η μία απόρριψη μετά απ’ την άλλη, αλλά γι’ αυτό ζεις, για τις σκηνές πάνω στη σκηνή και το πώς μπορείς να νιώσεις, όταν το κάνεις αυτό. Έχω ήδη αρχίσει να σκέφτομαι διάφορα πράγματα που μπορώ να κάνω με το θέατρο ή με τη μουσική, γιατί η αλήθεια είναι ότι την είχα αφήσει αρκετά χρόνια, οπότε θέλω να ξαναμπώ στο παιχνίδι κι εκεί. Και καλώς εχόντων των πραγμάτων μπορώ να ασχοληθώ με το μιούζικαλ. Όπως και να ’χει, πάντως, θα δείξει στο μέλλον και χαίρομαι πάρα πολύ για όλο αυτό το ταξίδι που έζησα όλα αυτά τα χρόνια.

Η.Θ.

Πώς είναι το να είσαι χορεύτρια στην Ελλάδα;

Σ.Λ.

Η αλήθεια είναι πολύ δύσκολο, διότι δεν μπορείς με τίποτα να συντηρηθείς απ’ αυτό, εκτός αν είσαι σε κάποια πολύ μεγάλη ομάδα. Η μόνη βασικά που έχουμε, η οποία πληρώνει τους χορευτές της, είναι η Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ίδρυμα του Σταύρου Νιάρχου. Είναι η μόνη που έχει συμβόλαια και όντως πληρώνει τους χορευτές της ανεξαρτήτως των παραστάσεων. Από κει και πέρα, αν είσαι τυχερός και βρεθείς σε κάποια ομάδα, το κάνεις κυρίως για σένα, για το πώς νιώθεις όταν χορεύεις. Σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να συντηρηθείς απ’ αυτό, θα πρέπει αναγκαστικά να δουλέψεις και ως δάσκαλος ή ως κάτι άλλο.  Και ελπίζω αυτό με τα χρόνια –δεν ξέρω πώς–, με επιδοτήσεις θα γίνει, δεν ξέρω, με κάποια ανάπτυξη του κλάδου μας, ίσως ο κόσμος να στηρίξει περισσότερο τον χορό, γιατί δυστυχώς δεν παν’ οι άνθρωποι σε παραστάσεις χορού, ενώ πάνε σε θέατρα. Και εύχομαι κάποια στιγμή να μπορείς όντως να ζεις απ’ αυτό, γιατί πλέον δεν μπορείς, το κάνεις για σένα και για ένα χαρτζιλίκι που θα πάρεις τη μέρα της παράστασης, που ουσιαστικά δεν βγάζει τίποτα απ’ όλο το εξάμηνο που έχεις δώσει σε μετακινήσεις, σε πρόβες, σε γιατρούς ακόμη για τους τραυματισμούς, τις στολές που θα πληρώσεις, την αίθουσα που θα νοικιάσει η ομάδα σου. Οπότε, ναι, είναι πολύ δύσκολο, αλλά το κάνει ο καθένας, πιστεύω, για τον εαυτό του κυρίως. Δε θα ’πρεπε έτσι φυσικά, γιατί είναι ένα επάγγελμα, αλλά δυστυχώς είναι έτσι στην Ελλάδα προς το παρόν.

Η.Θ.

Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;

Σ.Λ.

Τα σχέδια μου για το μέλλον; Αυτή είναι μία δύσκολη ερώτηση, που η αλήθεια είναι αγχωτική, γιατί πλέον που τελείωσα τη σχολή όλοι με ρωτάνε: «Και τώρα τι;». Και τώρα δεν ξέρω. Όπως καταλαβαίνετε, από μικρή ήμουνα πολυάσχολη, οπότε ακόμα έχω στο μυαλό μου να κάνω πάρα πολλά πράγματα, να ασχοληθώ με το θέατρο, να γίνω εθελοντής πυροσβέστης, να γίνω εθελοντής στο ΕΚΑΒ, να κάνω φυσικοθεραπεία, να ασχοληθώ με τον χορό, με τη μουσική. Οπότε απλώς για τώρα θα εστιάσω στη σχολή μου, στο Μαθηματικό, να τελειώσω και ό,τι βγάλει ταυτόχρονα θα το εκμεταλλευτώ και θα δούμε πού θα με πάει το μέλλον.

Η.Θ.

Κλείνοντας, με λίγα λόγια τι είναι για σένα ο χορός;

Σ.Λ.

Ναι, δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Δεν ξέρω, ο χορός για μένα είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου πλέον. Όταν χορεύω βασικά μπορώ πραγματικά –όσοι και να το λένε, ισχύει– να ξεχάσω τα προβλήματά μου, μ’ έχει στηρίξει στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου, που νόμιζα ότι τα χάνω όλα, ο χορός ήτανε εκεί για μένα. Χάνεσαι εντελώς, απλώς σου προσφέρει μία ασφάλεια, ένα σπίτι, μία οικογένεια και είναι μία στιγμή ελευθερίας που μπορείς ανά πάσα στιγμή να την εκμεταλλευτείς. Δεν χρειάζεσαι ούτε συγκεκριμένο μέρος, ούτε μουσική, ούτε να φοράς κάτι συγκεκριμένο, παπούτσια, ένδυση, μπορείς απλώς να χορέψεις και να νιώσεις ο εαυτός σου και να νιώσεις ότι εκείνη τη στιγμή μπορείς πραγματικά να κάνεις τα πάντα.  Ο χορός για μένα, οπότε, είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου, το οποίο[01:10:00] μου δίνει την αίσθηση της ελευθερίας και ότι μπορώ πραγματικά να κάνω τα πάντα.

Η.Θ.

Θα ήθελες να συμπληρώσεις κάτι άλλο;

Σ.Λ.

Όχι, σας ευχαριστώ.

Η.Θ.

Πώς σου φάνηκε η εμπειρία της συνέντευξης;

Σ.Λ.

Η αλήθεια είναι ότι ήμουνα αγχωμένη στην αρχή, γιατί δεν ήξερα τι θα πω και άμα θα είναι αρκετά, αλλά τελικά ήτανε μία ωραία εμπειρία, η οποία πέρασε αρκετά ευχάριστα. Σε κάνει και μία αναδρομή στο παρελθόν και βρίσκεις πράγματα που δεν τα είχες σκεφτεί και είσαι ευγνώμων για όλα αυτά που πέρασες τελικά. Γιατί πολλές φορές θεωρούμε λίγο ασήμαντα τα όλα όσα έχουνε γίνει, ενώ άμα τα ξανασκεφτείς, βλέπεις πόσο μακριά έχεις φτάσει. Και για μένα ήταν πολύ σημαντικό να δω το πού έχω βρεθεί σήμερα μέσα απ’ όλο αυτό, αυτή την αφήγηση.

Η.Θ.

Σ’ ευχαριστώ πολύ.

Σ.Λ.

Κι εγώ.  

Summary

Η Σοφία Λαμπροπούλου αφηγείται τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας, εμπλουτισμένα με τέχνες και αθλητικές δραστηριότητες, προτάσσοντας την αγάπη και το πάθος της για τον χορό. Μοιράζεται, ακόμη, την προσπάθειά της να περάσει στις πανελλήνιες εξετάσεις, καθώς και τον ζήλο της για να εισαχθεί στην Ανώτερη Επαγγελματική Σχολή Χορού του Δήμου Θεσσαλονίκης. Αφηγείται την πορεία της μέχρι και σήμερα και τις ταυτόχρονες σπουδές της τόσο στο Τμήμα Μαθηματικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου όσο και στη Σχολή Χορού εν καιρώ πανδημίας. Κλείνοντας, καταθέτει τις σκέψεις της για τον χορό ως επάγγελμα και ως μέσο έκφρασης, καθώς και τα σχέδιά της για το μέλλον.


Narrators

Σοφία Λαμπροπούλου


Field Reporters

Ηλίας Θεοδωρίδης



Historical Events

Tags
CoronavirusΑ.Π.Θ. (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) ΆθλημαΑθλητικά ΣωματείαΑναζήτηση ΕργασίαςΑναμνήσειςΑπελευθέρωσηΒιβλίαΒιβλίοΒιολίΓονείςΓυμναστικήΔασκάλαΔημόσιο ΣχολείοΔιδασκαλίαΔραστηριότητεςΕγκλεισμόςΕθελοντισμόςΕθελοντής/ΕθελόντριαΈκθεσηΕκπαίδευση στην ΕλλάδαΕκπαίδευσηΕλληνικό Εκπαιδευτικό ΣύστημαΕξετάσειςΕργασίαΕργασιακή ΑνασφάλειαΙδιαίτερα ΜαθήματαΙδιωτική ΕκπαίδευσηΙ.Σ.Ν. (Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος)ΚαλλιτέχνεςΜπαλέτοΚορονοϊόςΜαγαζιάΜαθηματικάΜαθητικά ΧρόνιαΜαθήτριεςΜέγαρο ΜουσικήςΜνήμεςΠαιδίΠαιδιάΠαιδικά ΧρόνιαΠαιδικές ΑναμνήσειςΠαιδική ΗλικίαΠανδημίαΠανελλαδικές ΕξετάσειςΠανελλήνιες ΕξετάσειςΠανεπιστήμιοΠαράστασηΠιάνοΠροπόνησηΡαδιόφωνοΤηλεοπτικές ΣειρέςΣπουδαστέςΣπουδές ΧορούΣπουδέςΣύγχρονη ΤέχνηΣύγχρονος ΧορόςΣυναισθήματαΣχολείαΣχολείοΣχολικά ΧρόνιαΣχολικές ΕμπειρίεςΣχολική ΖωήΣχολικό ΠρόγραμμαΤραυματισμόςΤριτοβάθμια ΕκπαίδευσηΦροντιστήριαΦυσιοθεραπείαΧόμπιΧορογράφοςΧοροθέατροΑθλητικό ΣωματείοΑθλητικοί ΣύλλογοιΑθλητικός ΣύλλογοςΑυτοσχεδιασμόςΕθελοντέςΕπαγγελματικός Χώρος ΚαραντίναΆγχοςBreak DanceΜνήμηΕ.Κ.Α.Β. (Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας)ΑστροφυσικήΤηλεκπαίδευσηΕρασιτεχνικός ΑθλητισμόςYouTubeΣκηνήΘεατρικότηταΠαρέα/ΠαρέεςΧορογραφίαΦιλέλληνεςΠολεμικές ΤέχνεςΧορόςΣτόχοιΜιούζικαλΤ.Ε.Φ.Α.Α. (Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού)

Interview Date

10/08/2023


Duration

71'