Άγης Εμμανουήλ: 2.421 χιλιόμετρα από την Αθήνα στη Γλασκώβη για την κλιματική αλλαγή
Segment 1
Παιδική ηλικία, αθλητισμός και εκπαίδευση
00:00:00 - 00:10:12
Partial Transcript
Καλημέρα. Η μέρα είναι Σάββατο 24 Ιουνίου του 2023, είμαι η Άλκηστις Μπουτσιούκου, ερευνήτρια από το Ιstorima, βρισκόμαστε στο Παγκράτι κα…ν και φύγανε, κι εγώ σαν το παιδάκι από το «Σινεμά ο παράδεισος» κάθισα και είδα μόνος μου στη μεγαλύτερη οθόνη της Αθήνας την ταινία αυτή.
Lead to transcriptSegment 2
Υποκριτική και θέατρο
00:10:12 - 00:22:50
Partial Transcript
Πώς μπήκε το μικρόβιο του κινηματογράφου; Έτσι, τυχαία; Η μητέρα μου έβλεπε θέατρο και με παρακαλούσε να πάμε να δούμε τη Λαμπέτη πριν πεθά… ισχύει και αυτό, ισχύει και το άλλο ή δεν ισχύει ούτε αυτό ούτε το άλλο. Οπότε, ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα και πάμε σε καμιά επόμενη ερώτηση;
Lead to transcriptSegment 3
Οι πρώτες ακτιβιστικές δράσεις
00:22:50 - 00:32:47
Partial Transcript
Πάμε. Να ξεκινήσουμε να εξηγήσουμε πώς σιγά σιγά προχώρησες στις ακτιβιστικές δράσεις. Ναι. Την ιδέα πίσω από αυτό, άλλα και πρακτικά μετά…ίσαμε συναινετικά, αλλιώς τώρα θα… μπορεί και να έχει ολοκληρωθεί στην Κρήτη για να πάει του χρόνου στο Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά δεν πειράζει.
Lead to transcriptSegment 4
Η ιδέα της δράσης για την κλιματική αλλαγή
00:32:47 - 00:38:36
Partial Transcript
Και πάμε σιγά σιγά προς τη Γλασκώβη; Ναι, ναι, μετά από αυτή την… το peak της καριέρας μου στη ζωή, που ήταν αυτή η ιστορία με τον αιγιαλό,…ok και στο Instagram και στο Facebook σοφία, δυστυχώς, και μας παίρνει πολλή ενέργεια. Το θέμα είναι ότι εγώ αποφάσισα να πάω στη Γλασκώβη.
Lead to transcriptSegment 5
Η οργάνωση της δράσης
00:38:36 - 00:47:45
Partial Transcript
Έπρεπε, λοιπόν, να προπονηθώ γερά και να βρω τα χρήματα για μια αποστολή, κάποιον να έχει ένα αυτοκίνητο δίπλα μου, ένα φυσικοθεραπευτή, ένα…ούτε τίποτα. Σκεφτόμουν: Εγώ με αυτό το πράγμα δεν έχω καμία σχέση . και Ήτανε τρεις όμως, ήταν τρεις, δύο… Λένορμαν-Καραϊσκάκη-Μεσογείων.
Lead to transcriptSegment 6
Αθήνα-Ιταλία
00:47:45 - 00:54:17
Partial Transcript
Κόρινθο, λοιπόν, καύσωνας. Δεν έγινε κάτι αξιοσημείωτο πέρα απ’ το ότι την τρίτη μέρα έτρεξα, την τέταρτη, έτρεξα 60 χιλιόμετρα μονοκοπανιάς…αφέρον φαινόμενο που θα παρατηρούμε όλοι τι θα γίνει από δω και πέρα με περιοστίτιδα». Μου πέρασε με τα φάρμακα και ξεκίνησα πάλι τρέξιμο.
Lead to transcriptSegment 7
Γαλλία
00:54:17 - 01:10:33
Partial Transcript
Τελειώνω, λοιπόν, την Ιταλία και έρχεται η ώρα να μετακομίσω από το αγαπημένο Μιλάνο και την αγαπημένη Ιταλία. Διαισθανόμουνα έτσι κι αλλιώς…υ μπαίνω κλείνει η πόρτα. Θα το έχανα δηλαδή στο δευτερόλεπτο κι είχα βγάλει εισιτήριο την επόμενη. Όχι, την επομένη έμεινα στο ξενοδοχείο.
Lead to transcriptSegment 8
Αγγλία και τερματισμός
01:10:33 - 01:21:49
Partial Transcript
Γύρισα πίσω, είχα τελειώσει με τη Γαλλία, παίρνω το αυτοκίνητο, φτάνω, έγινε κι ένα μεγάλο λάθος με το Google maps, έστριψα νωρίτερα δεξιά κ…γο φόρτωσα το αυτοκίνητο και σηκώθηκα και γύρισα. Πρώτος σταθμός Λονδίνο, εκεί πήγα στην πρεσβεία, με υποδέχτηκαν εκεί πέρα ωραία και καλά.
Lead to transcriptSegment 9
Επιστροφή στην Αθήνα – Αφύπνιση για την κλιματική αλλαγή
01:21:49 - 01:31:34
Partial Transcript
Την μεθεπόμενη μέρα έφυγα για Παρίσι, κοιμήθηκα εκεί και την επόμενη μέρα έπρεπε να οδηγήσω μέχρι την Ανκόνα γιατί θα έχανα το τελευταίο πλο… για να κάνω μια άλλη δράση. Οπότε όλα καλά. Περιμένουμε την επόμενη δράση! Για να δούμε, θα γίνει; Ευχαριστώ πάρα πολύ! Εγώ ευχαριστώ!
Lead to transcript[00:00:00]Καλημέρα. Η μέρα είναι Σάββατο 24 Ιουνίου του 2023, είμαι η Άλκηστις Μπουτσιούκου, ερευνήτρια από το Ιstorima, βρισκόμαστε στο Παγκράτι και είμαι μαζί με τον ηθοποιό Άγη Εμμανουήλ.
Καλημέρα.
Καλημέρα. Πάμε να ξεκινήσουμε από την πολύ αρχή, από το πού γεννήθηκες.
Γεννήθηκα στο Χαλάνδρι 14/11 του '69.
Τέλεια. Και πώς ξεκινάει, πώς ήταν η παιδική ηλικία, τι περιείχε;
Μπορώ να πω ότι δε θυμάμαι ακριβώς, τουλάχιστον μέχρι τα 5 χρόνια. Έχω καλές αναμνήσεις, ευτυχισμένες αναμνήσεις. Ο πατέρας μου δούλευε δυο χρόνια στους Μολάους ως βοηθός... τοπογράφος ή βοηθός τοπογράφου, οπότε την έβγαλα πιο πολύ με τη μάνα μου και τους γονείς της. Το ένα σόι, λοιπόν, ήταν από τη Μεσσηνία, είχανε έρθει στην Αθήνα, η μητέρα μου γεννήθηκε στο Χαλάνδρι. Και το άλλο σόι, από τον πατέρα μου, ήταν από τη νέα Επίδαυρο με ρίζες από το Αϊβαλί. Μάλλον δύο ασύμβατοι άνθρωποι και δεν είναι και πολύ καλό να είναι ασύμβατο ένα ζευγάρι και να κάνει παιδιά. Αλλά επειδή τα πάντα είναι διχοτομημένα και επειδή το βλέπω μισογεμάτο το ποτήρι, εγώ και μέσα από αυτή την ασυμβατότητα… Να, τώρα, ας πούμε, μιλάω για ένα βίωμα που μπορεί… που σίγουρα βασίζεται και σε αυτό το στοιχείο αυτό που έκανα. Οπότε το να σκέφτομαι «Ποπό, αν τα πράγματα ήταν αλλιώς θα’ χα κάνει φοβερά πράγματα» είναι λίγο ανούσιο, γιατί στο κάτω κάτω, φιλοσοφικά και υπαρξιακά, ναι μεν γεννήθηκα 14/11 του ’69 αλλά τώρα που γράφω το βιβλίο αυτής της ιστορίας δε μου αρκεί και προσπαθώντας να βρω την άκρη του νήματος, πώς ξεκίνησε όλο αυτό και ένα βράδυ αποφάσισα να πάω στη Γλασκώβη τρέχοντας για την κλιματική αλλαγή, αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στο big bang, ότι τα πράγματα ξεκίνησαν από εκεί, ότι το κύτταρό μου έχει μέσα τέτοια πληροφορία.
Σκεφτόσουν πότε μπορεί να μπήκε η ιδέα της ηθοποιίας ή του αθλητισμού; Γιατί είναι και τα δύο, αυτά τα δύο…
Η αλήθεια είναι ότι είχα παίξει στο δημοτικό, στο δημοτικό στον Ζαγοραίο είχα παίξει σε ένα σκετσάκι πέμπτη δημοτικού και έβγαλα γέλιο, αλλά δε μου άλλαξε σε τίποτα το σκεπτικό για το τι θα κάνω στη ζωή μου. Όμως τον αθλητισμό τον… πάλι στη Σχολή Ζαγοραίου σε έναν αγώνα. Αν με ρωτήσεις πότε ξεκίνησε μέσα μου αυτή η διάθεση να τρέχω, να συναγωνίζομαι, να θέλω να βγαίνω πρώτος, έγινε πρώτη ή δευτέρα δημοτικού σε ένα σπριντ που κάναμε στο γκαζόν και βγήκα πρώτος. Και θυμάμαι, έχω μια πολύ θολή ανάμνηση, τα κορίτσια που φωνάζανε λες και ήταν στον ιππόδρομο και είχαν ποντάρει στοιχήματα, κάπως έτσι το θυμάμαι. Ουρλιάζανε, ξέρω γω, υποστηρίζανε διάφορα αγόρια, δεν ξέρω τι. Και βγήκα πρώτος και αυτό έγραψε μέσα μου. Οπότε ήταν κάτι… αυτή την ικανοποίηση την αποζητούσα και από εκεί άρχισε να χτίζεται σε όλη μου, σε κάθε έκφανση της ζωής μου η διάθεση να θέλω να κάνω πρωταθλητισμό και να βγαίνω πρώτος. Χωρίς αν έβγαινα δεύτερος να τα έβαφα πολύ μαύρα.
Και προχωρώντας, ας πούμε, πάμε δημοτικό, προς το γυμνάσιο μπαίνει πιο ενεργά ο αθλητισμός μετά;
Εγώ κανονικά έπρεπε να –κανονικά εντός εισαγωγικών– έπρεπε να έχω γίνει αθλητής, ας πούμε. Για εκεί, εκεί ήταν οι προδιαγραφές μου. Έγινα αθλητής –μάλλον πρωταθλητής θέλω να πω– έγινα αθλητής κάπου στην έκτη δημοτικού-πρώτη γυμνασίου. Κάναμε έναν αγώνα στην πολυκατοικία με τα φιλαράκια και είχαμε έναν προσκεκλημένο-απρόσκλητο, ο οποίος ήταν ο κύριος Μπιρμπίλης, Γιώργος Μπιρμπίλης –δεν είναι κύριος πια γιατί δε ζει–, του πρώτου ορόφου και κάθισε να μας δει. Μόλις τερματίσαμε –τερμάτισα πρώτος– πάει στη μάνα μου και της λέει «Να τον γράψουμε στον “Πανελλήνιο”». Γιατί ο Γιώργος Μπιρμπίλης ήταν μεγάλη δόξα του «Πανελληνίου» στα εμπόδια, είχε πάει και στους Ολυμπιακούς του Μεξικό. Πόσες πιθανότητες έχει να συμβεί αυτό τώρα, να σε πιάσει κάποιος και να σε πάρει στο μεγαλύτερο σύλλογο της Ελλάδας στίβου; Συνηθίζω να λέω ότι είναι ίδιες πιθανότητες που έχει ένα σπερματοζωάριο να φτάσει στο ωάριο, από τα εκατομμύρια, πόσα είναι, όταν συμβαίνει η πράξις. Λοιπόν, συνέβη σ’ εμένα, πήγα στον «Πανελλήνιο». Στον «Πανελλήνιο» δεν καλόμαθα με πρωτιές γιατί έμπαινα σε αγώνες με μεγαλύτερους από μένα, ήμουνα σε κατηγορία ’67-’68-’69. Εγώ ήμουνα ’69 και δε με ενθουσιάζει και πολύ αυτό, ότι πάντα έβλεπα τις πλάτες, και δε μου άρεσε και πολύ η ημιαντοχή. Είχαμε έναν προπονητή πολύ φιλικό, τον Θωμά τον Μακρή, μας απαγόρευε να πάμε στο άλμα εις ύψος. Και κάποια στιγμή βρήκα την ευκαιρία και πηγαίνω στους εφήβους στην ίδια ημερίδα – οι έφηβοι είχαν άλμα εις ύψος. Πάω εκεί, ξεροστάλιαζα, κοίταζα, έβλεπα τον προπονητή, μιλούσε με τους αθλητές του. Κάποια στιγμή το αποφασίζω, πάω, του λέω: «Κύριε», του λέω, «μπορώ να πηδήξω;» Το πρώτο άλμα ήταν 1,50 και ήμουνα 1,50, ήταν σπουδαίο να πηδάς το ύψος σου και σε τέτοια ηλικία που δεν είσαι γυμνασμένος. Είχα φοβερή αλτικότητα, εκεί ήταν κλίση μου. Με κοιτάζει, βάζουν τα γέλια οι άλλοι σίγουροι ότι θα φάω τα μούτρα μου. Μου λέει: «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Παίρνω φόρα, πηδάω, το ρίχνω με τη φτέρνα, αλλά ήταν σαν… είχα περάσει όλο μου το σώμα, δηλαδή είχα περάσει ουσιαστικά, ήταν ένα ελάχιστο τεχνικό θέμα. Και σταμάτησαν να γελάνε οι έφηβοι και γυρίζει και τους λέει: «Αυτόν μια μέρα να τον θυμάστε». Αυτή η ιστορία με σημάδεψε. Ο προπονητής ήταν ο Οδυσσέας Παπατόλης, μετέπειτα δόξα του άλματος εις ύψος, μετέπειτα αρχιπροπονητής για μια ολόκληρη επταετία –που είναι πολύ δύσκολο– που σταμάτησε στην Ολυμπιάδα του ’04, με το γεγονός με τον Κεντέρη, οπότε αποπέμφθηκε και αυτός, αν θυμάμαι καλά, αλλά ήταν πολύ επιτυχημένος. Αυτό έγινε το 1981.
Και θα τον ξανασυναντήσουμε–
Λίγο παρακάτω. Μετά, το ’82, άρχισα να… υπήρχαν διάφορα προβλήματα στο σπίτι οικογενειακά και άρχισα να τα παρατάω όλα. Συν τοις άλλοις, ο κύριος Θωμάς Μακρής έφυγε από προπονητής και τη δεύτερη χρονιά στον «Πανελλήνιο» μετά την πρώτη προπόνηση δεν είχα χημεία με τον προπονητή και σταμάτησα. Επίσης, συνέβη κι ένα άλλο γεγονός. Πάω στη δευτέρα γυμνασίου και είχαν ψηλώσει όλοι. Ο μόνος που είχε μείνει στο ύψος του –1,50– ήμουνα εγώ, τους έβλεπα όλους σαν Γκιούλιβερ. Τέλος πάντων, αυτό άρχισε λίγο να με ψυχοπλακώνει όσο περνούσε ο καιρός, δευτέρα γυμνασίου-τρίτη. Άρχισε ένα μπούλινγκ –«κοντέ», «τάπα», «σβίθουλα», «Ρίζο»– είχα και ένα τέτοιο θέμα και είχα αρχίσει λίγο να απογοητεύομαι. Στην πρώτη γυμνασίου πήγα σε δημόσιο σχολείο, ήμουνα στο ιδιωτικό, στη Σχολή Ζαγοραίου. Πολύ σημαντική περίοδος στη Σχολή Ζαγοραίου, ήτανε τέταρτη-πέμπτη-έκτη δημοτικού που πέρασα ΟΥΚ. Είχαμε ένα δάσκαλο που αρκεί να πω –ο Αθανασόπουλος, Αντώνης Αθανασόπουλος– είχαμε ένα δάσκαλο για τρία χρόνια που ήταν κάτι σαν τον Γιάννη Ιωαννίδη του μπάσκετ. Αυστηρός μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Πιστεύω ότι κάναμε τριπλάσια ύλη από το πιο απαιτητικό σχολείο της Ελλάδας. Και αρκεί να πω ότι την πρώτη μέρα της πέμπτης και έκτης δημοτικού, ενώ όλα τα παιδάκια πηγαίνανε χωρίς τίποτα την πρώτη μέρα στο σχολείο να πουν πώς πέρασαν το καλοκαίρι, υπήρχε ένα τμήμα… πώς είναι το γαλατικό χωριό που αντιστέκεται; Ήμαστε εμείς ένα τμήμα το οποίο πηγαίναμε με σακούλες όπου κουβαλούσαμε τα μίνιμουμ δέκα εξωσχολικά βιβλία, περίπου ένα τη βδομάδα, που έπρεπε να έχουμε διαβάσει το καλοκαίρι για να εξεταστούμε την πρώτη μέρα του σχολείου. Αυτός ήταν ο Αθανασόπουλος και η κόρη του είναι νούμερο 3-4 στο ΔΝΤ. Είχε εκπαίδευση συνεχόμενη. Εμείς δυστυχώς… έκλεισε, δεν είχε γυμνάσιο η Σχολή Ζαγοραίου. Ήταν ένα εξαιρετικό σχολείο. Εκεί καλλιεργήθηκε ευγενής άμιλλα ή το ότι «Φτάσε όπου δεν μπορείς», ειδικά με αυτό το δάσκαλο. Τα αθλητικά όλα εκεί… εκεί πήρα τις βάσεις εγώ. Ξαναπάω, λοιπόν, στη δευτέρα γυμνασίου και στην τρίτη. Όταν πήγα πρώτη γυμνασίου ήμουν από τους πρώτους μαθητές, Αγγλικά, πιάνο – είχα ταλέντο και στο πιάνο. Δευτέρα, λοιπόν, αρχίζω και τα κόβω όλα: Αγγλικά, πιάνο, «Πανελλήνιο», αρχίζει να με παίρνει από κάτω λόγω ύψους. Ήμουνα στην πρώτη γυμνασίου αρχηγός ποδόσφαιρο-βόλεϊ και δεύτερος στο μπάσκετ. Στην τρίτη γυμνασίου ούτε στην ομάδα μπάσκετ δε με βάζανε. Και αποφασίζω να πάω στην ομάδα μπάσκετ του Χαλανδρίου, χωρίς να με ενδιαφέρει και τόσο το μπάσκετ. Ίσως υποσυνείδητα ήθελα να πάρω το αίμα μου πίσω. Καλοκαίρι τρίτης προς πρώτη και πρώτη προς δευτέρα αρχίζω και η σπονδυλική μου στήλη επιμηκύνεται και σταματάει λίγο μετά το 1,80. Το καλοκαίρι του ’86 προς τρίτη λυκείου πάω και γυμναστήριο, τότε ήταν πολύ της μοδός. Δε διαβάζω πλέον, δηλαδή διάβασα ξανά τρίτη γυμνασίου ή πρώτη λυκείου και μετά τα παράτησα πλήρως. Και άρχισε μια άλλου τύπου εσωτερική αναζήτηση, κατάθλιψη, πράγματα που δεν τα συνειδητοποιείς, δεν έβγαινα από το σπίτι, δεν πήγαινα σε πάρτι. Είχα μια θλίψη για τα θέματα που είχαμε στο σπίτι – ο αλκοολισμός του πατέρα μου είναι το θέμα. Και μπήκα στο γυμναστήριο το ’87. Ξαναέδωσα Πανελλαδικές για πλάκα, πήγα σε ένα κολλέγιο, το South Eastern – ελπίζω να μην είναι τέτοια κολλέγια που θέλει η κυβέρνηση να φέρει. Ήταν ένα κοφτήριο ανθρώπων, που όταν είχα πάει να δώσω συνέντευξη στον πρύτανη και με ρώτησε τι θα σπουδάσω του λέω «Ψυχόλοτζυ» και με διορθώνει κάπως υποτιμητικά «Psychology»! Αλλά έπεφτε η μονέδα, έπεφτε, τότε πήγαιναν άπειρα άτομα θυμάμαι. Και έκλεισε νομίζω αυτό. Ελπίζω αν γίνει ιδιωτική η εκπαίδευση να μην είναι τέτοια.
Πήγες για Ψυχολογία;
Ναι. Εκεί, λοιπόν, άρχισα… ενώ ήμουνα θετικών επιστημών –Μαθηματικά, Φυσικές, Χημείες ήμουνα πολύ καλός– πήγα και βλέπω τις σχολές και λέω «Ψυχολογία». Άρχισαν… Είμαι πολύ του αυτοσχεδιασμού και της στιγμής, αλλά ακολούθησα κάτι που ήθελα. Το οποίο το ακολούθησα μόνο για τρεις μήνες, οπότε ήταν σαν ένα προεόρτιο της υποκριτικής όλο αυτό. Εγώ τώρα ήμουνα ένα πολύ ταλαντούχο πλάσμα όσον αφορά τον κινηματογράφο. Πήγαινα δεκατεσσάρων χρονών να κεράσω τους συμμαθητές, δύο… τους κολλητούς μου, σινεμά και φύγαμε από το Χαλάνδρι πήγαμε στο Ράδιο Σίτυ. Μόλις είδαν τις φωτογραφίες στη μαρκίζα στη βιτρίνα, μου λένε: «Αυτό ήρθες να μας κεράσεις;» Λέω: «Ναι». Είναι οι «Τρυφερές Σχέσεις», με τον Ρόμπερτ Ντιβάλ, η ιστορία ενός –δεκατεσσάρων– η ιστορία [00:10:00]ενός αλκοολικού τραγουδιστή της κάντρι. Με παράτησαν και φύγανε, κι εγώ σαν το παιδάκι από το «Σινεμά ο παράδεισος» κάθισα και είδα μόνος μου στη μεγαλύτερη οθόνη της Αθήνας την ταινία αυτή.
Πώς μπήκε το μικρόβιο του κινηματογράφου; Έτσι, τυχαία;
Η μητέρα μου έβλεπε θέατρο και με παρακαλούσε να πάμε να δούμε τη Λαμπέτη πριν πεθάνει, τον Κατράκη πριν πεθάνει. Εγώ πήγαινα για μπάλα αλλά με πήγαινε σινεμά. Προφανώς από εκεί ξεκίνησε, με μάγευε το σινεμά, με μάγευε. Δηλαδή, όταν ήμουνα μικρός είχα δει εννιά φορές το «Grease», τέσσερις φορές το «Πυρετός το Σαββατόβραδο», τον «E.T.». Πήγαινα μόνος μου και έβλεπα τις ταινίες ξανά και ξανά και ξανά. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι πήγαινα και ξαναέβλεπα τις ταινίες που μου αρέσανε. Αλλά ήμουνα και σινεφίλ, όπως το «Τρυφερές Σχέσεις», σε τόσο μικρή ηλικία. Είχα μια φοβερή κλίση στο να… δεν ξέρω τι κλίση είναι αυτή, μπορούσα να γίνω κριτικός κινηματογράφου, δεν ξέρω, αλλά λάτρευα το σινεμά. Στο φεστιβάλ του σινεμά το πρώτο είχα δει τέσσερις ταινίες σε μια μέρα.
Πού ήτανε το φεστιβάλ το πρώτο;
Το πρώτο ήταν στον «Απόλλωνα», είχα… «Απόλλωνα» και το «Αττικόν» και πού αλλού ήτανε δε θυμάμαι. Νομίζω «Απόλλωνα» και «Αττικόν» ήταν το πρώτο; Τώρα μιλάμε ’93-’94, πότε ήτανε; Και θυμάμαι μια μέρα είχα δει τέσσερις ταινίες. Οπότε έτσι ξεκίνησε το θέμα θεωρώ με το θέατρο, από το σινεμά. Γιατί εγώ όταν έβγαινα από μια αίθουσα, ειδικά μικρότερος, έβγαινα και ένιωθα ότι είμαι ο Τραβόλτα στον «Πυρετό το Σαββατόβραδο», ότι είμαι το «Champ» –άλλη ταινία που είχα δει–, το «Ελαφοκυνηγός» που το είχα δει εννιά χρονών, δέκα. Ήτανε… έμπαινα μες στο σύμπαν. Γι’ αυτό και όταν πηγαίνω σινεμά θέλω να κάθομαι τουλάχιστον τρεις σειρές μπροστά από τον προηγούμενο, δε θέλω να με ενοχλεί κανείς, γιατί είναι οργασμός για μένα το να δω μια ταινία. Όπως και στην επιτροπή του υπουργείου που είμαι τώρα, όταν βλέπω τα παιδιά να παίζουνε δε θέλω να ακούγεται το παραμικρό από πουθενά, γιατί θεωρώ ότι είναι πολύ ιερή στιγμή. Μπαίνω σε κατάσταση… είναι σαν να κάνεις έρωτα. Υπάρχει μια ταινία του Αλμοδόβαρ που έχει βγει κάποιος από τη φυλακή, κάνει έρωτα, έχουν πάει οι αστυνομικοί πάνω με το πιστόλι κι αυτός συνεχίζει, δεν μπορεί να ξεκολλήσει. Δεν μπορώ να ξεκολλήσω από αυτό που συμβαίνει, συγκεντρώνομαι πάρα πολύ, εκεί είναι το πρόβλημα.
Oπότε έβλεπες τις ταινίες και φανταζόσουν και τον εαυτό σου ηθοποιό ή δεν έφτανες σ’ αυτή τη σκέψη ακόμα;
Δεν έφτανα.
Όχι.
Όχι, καθόλου δεν έφτανα. Αυτό που συνέβη ήταν ότι δήλωσα «Ψυχόλοτζυ», κάθισα τρεις μήνες κι έφυγα. Και ταυτόχρονα εκείνη την περίοδο άρχισε να γίνεται καθημερινή ανάγκη το γυμναστήριο και το μπασκετάκι στο ιστορικό γήπεδο της Ακακιών. Εκεί, αυτό το γήπεδο αν ήτανε το… πώς λεγόταν αυτή η ταινία; «Τα πάντα όλα», με κβαντικά σύμπαντα και λοιπά, αυτό το γήπεδο μπορεί να αιωρηθεί, θα το φανταζόμουνα έτσι, να αιωρείται, γιατί από αυτό το γήπεδο πέρασε ο Γιάννης Μπέζος… Έπαιζα με αυτούς. Καλά, ο Γιάννης Μπέζος ήταν λίγο μεγαλύτερός μου, δεν ήταν… Αλλά εκεί ήταν ένας από τη γειτονιά που ήταν παλιός παίκτης της ΧΑΝΘ και έχω πάρει ριμπάουντ από τον Κοκολάκη, Δημήτρης Κοκολάκης. Ήταν πριν από τον Φασούλα, ήταν ο αντίστοιχος Φασούλας της προηγούμενης γενιάς. Έχει πάρει τα περισσότερα. 2,15 νομίζω ήταν, 2 μέτρα, και του είχα πάρει ριμπάουντ, το άλμα που έλεγα πριν. Λοιπόν, και η ζωή μου ήτανε το καλοκαίρι… πήγαινα 05:00 η ώρα το απόγευμα μέχρι να νυχτώσει. Εκεί δεν υπήρχε το σύστημα «ομάδα που χάνει βγαίνει». Οι δύο τετράδες στο μονό παίζανε συνέχεια, μέχρι τις 09:00. Ήταν όλη μου η ζωή αυτό, αλλά κυρίως το γυμναστήριο το οποίο μου άλλαξε και το σώμα, γιατί το έκανα με απόλυτη προσήλωση και έφτασα την τελευταία χρονιά να σηκώνω τα κιλά και να μου λένε αν θέλω να κατέβω σε αγώνες bodybuilding και βιντεοκασέτες. «Sex, Lies and Videotapes» ήταν μια ταινία του Σόντεμπεργκ. Εγώ ήμουνα… σεξ όχι δεν μπαίνει μέσα στην τριάδα… ήτανε το videotapes, γυμναστήριο και μπάσκετ ήτανε η ζωή μου. Και το ’91 παρουσιάστηκα, το καλοκαίρι του ’90, το έσκασα στον πατέρα μου και του λέω: «Θέλω να γίνω ηθοποιός και πες στον Βασταρδή», έναν παλιό ηθοποιό του «Τέχνης» που ήταν Χαλανδραίος και τον ξέραμε, «να μου κάνει μαθήματα». Και έτσι, έτσι ξεκίνησε.
Πότε έκανες το κλικ για να πεις «Θέλω να γίνω ηθοποιός»; Πού το κατάλαβες, πού το ένιωσες;
Δεν το θυμάμαι καν, θυμάμαι ότι είπα στον πατέρα μου αυτό και άρχισα να βλέπω το καλοκαίρι, πήγα, είδα κάποιες παραστάσεις. Άρχισε να με απασχολεί. Θυμάμαι στο Κλικ, το περιοδικό, που είχα διαβάσει για μια παράσταση στο Θέατρο Εμπρός, τον «Σωσμένο». Μου είχε κάνει κλικ, λέω Να πάω να το δω, δεν πήγα. Πού να φανταζόμουνα ότι μετά από δύο χρόνια ότι θα… τι θα γινόταν στο Θέατρο Εμπρός για 15 χρόνια μ’ εμένα εκεί. Και άρχισα να το βλέπω. Πάω στρατό, αρχίζω διαβάζω θεατρικά. Έχω δώσει εξετάσεις, έχω αποτύχει, γιατί η αλήθεια είναι ότι έκανα τα μαθήματα με το Βασταρδή, αλλά το καλοκαίρι μού είχε δώσει Ρωμαίο από τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα, αλλά μου τα πήρε τα μυαλά μια Ιταλίδα στη Ρόδο το καλοκαίρι του ’90, οπότε έχασα τις εξετάσεις των σχολών. Αλλά με πήραν απ’ την «Τράγκα», πήραν τη μάνα μου και της είπαν αν περάσω στο υπουργείο θα με δεχθούν. Οπότε ήρθα με βατραχοπέδιλα ουσιαστικά, πήγα έδωσα εξετάσεις κάτι… ένα χάλι, κόπηκα. Πήγαν, λοιπόν, στρατό και όταν γύρισα είπα: «Δε θα ξαναδώσω εξετάσεις, θα πάω σε…» πήγα στο εργαστήρι του Διαμαντόπουλου που δεν ήθελε εξετάσεις. Και μάλιστα θυμάμαι είχα πληρώσει εγκαίρως, γιατί είχα τρομερή αντίσταση και ανασφάλεια και φόβο και κλείσιμο να πάω να εκτεθώ πάνω σε σκηνή, να μιλήσω μπροστά σε ανθρώπους και τελικά λόγω των χρημάτων πήγα, το πρώτο μάθημα. Θυμάμαι λοιπόν τότε, τότε έφαγα την πρώτη… πώς το λένε; Οι ναρκομανείς που μπορεί να πάρουν ναρκωτικό και να εθιστούν για πάντα; Αυτό έπαθα με την πρώτη φορά που ανέβηκα στη σκηνή στο μάθημα του Καταλειφού, που μας ζήτησε στο δεύτερο μάθημα, γιατί στο πρώτο μας είπε «Ετοιμάστε ένα μονόλογο», και εγώ πήγα λοιπόν με τον ένα μονολόγο που είχα μάθει με τον Βασταρδή – όχι τον Ρωμαίο, τον αγγελιοφόρο από το Μακμπέθ. Η ανασφάλειά μου ήταν τόση που είχα μαζί μου ένα μπουκαλάκι με βότκα που έπινα. Λοιπόν, είχα κάτσει στη γαλαρία, στα σκοτάδια, είχε πάει παρά τέταρτο. Κάθε εξεταζόμενο τον είχε για μισή ώρα κι είχε πάει παρά τέταρτο, θα σχολάμε ακριβώς. Οπότε κάνει διάλειμμα, ξαναμπαίνουμε κι εγώ έχω χαλαρώσει γιατί λέω: Δε θα με φωνάξει τώρα, δε θα με σηκώσει. Και κάθομαι πρώτη σειρά. Μπαίνει ο Δημήτρης μέσα, με βλέπει: «Άγη, τι έχεις ετοιμάσει;» Πριν προλάβω να καταλάβω, έχω σηκωθεί και αρχίζω λέω το μονόλογο και μόλις τελειώνω το μονόλογο –αυτή ήταν η… ο εθισμός– τελειώνω το μονόλογο και με χειροκροτούν και οι παλιοί και οι νέοι. Εγώ δεν έχω καταλάβει γιατί με χειροκρότησαν, έκανα κάτι καλό που δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Και θυμάμαι μετά τον ενθουσιασμό μου. Μετά από ένα μήνα φεύγει ο Καταλειφός και ο Παυλίδης, δύο καθηγητές που θέλαμε, και μαθαίνουμε ότι ο Καταλειφός κάνει σχολή, το «Εμπρός». Και εκεί… και μάλιστα, ναι, τη μέρα που δίνουμε ραντεβού οι πρωτοετείς να πάμε να δώσουμε εξετάσεις στο «Εμπρός», εγώ αργώ. Φεύγουν αυτοί –στο [Δ.Α.] είχαμε δώσει ραντεβού– και εγώ κατευθύνομαι, λέω: Θα μείνω στον Διαμαντόπουλο. Τους έχασα, πού να τρέχω τώρα; Και την ώρα που πάω να μπω στον Διαμαντόπουλο ήταν ένας Παναγιώτης, με ρώτησε αν έκανα την αίτηση, του λέω όχι και μου λέει «Πήγαινε, ρε συ, δε χάνεις τίποτα». Κάνω μεταβολή μηχανικά σχεδόν και θυμάμαι όταν μπήκα στου Ψυρρή από την Αθηνάς ένιωσα ότι μπήκα σε μια άλλη, σαν να είναι δύο κομμάτια παζλ που δεν ενώνονται το ένα με το άλλο. Ήταν ένας άλλος κόσμος αυτός που μπήκα, ήταν σαν… πώς τη λένε αυτή… όχι το «Ιnsider», με τον DiCaprio, ποιοι είναι που… με τρεις διαστάσεις; Σαν να υψώνεται μια… να ορθώνεται μια πόλη που είναι δύο διαστάσεις και γίνεται τρίτη διάσταση. Περπατούσα στη μέση του δρόμου γιατί φοβόμουνα μέρα μεσημέρι, γιατί ξαφνικά είναι η απόλυτη ερημιά. Φτάνω στο «Εμπρός», πάω, κάνω την αίτηση. Ήταν τρεις μέρες οι εξετάσεις του «Εμπρός» και τέσσερα έτη η σχολή του «Εμπρός». Και ήταν τα δεύτερα ΟΥΚ που πέρασα μετά του Αθανασόπουλου, με Μπαντή, Καταλειφό, Οικονομίδου. Μια τετραετία που εγώ θεωρούσα ότι μαθαίνεις τα λόγια σου, βγαίνεις και τα λες και είσαι ok. Και μάλλον αυτό, άμα αποκτάς μεγάλη εμπειρία νομίζω αυτό είναι που έχεις να κάνεις, γιατί είσαι τελείως απελευθερωμένος, ενώ όταν είσαι νέος ηθοποιός σκέφτεται χίλια δυο πράγματα. Εγώ μπήκα, λοιπόν, στη σχολή και το βάπτισμα του πυρός, δηλαδή πρώτη φορά που ένιωσα να συνδέομαι με κάτι πέρα από μένα, ήταν στο τρίτο έτος που έκανα «Κλυταιμνήστρα». Εκεί ένιωσα λίγο τη δύναμή μου και ειδικά στο τέταρτο έτος πτυχιακές με γεμάτη αίθουσα, που για μένα αυτό είναι το θέατρο, αυτό που συνέβη επί σκηνής με εμένα και την Ασπασία εκείνη τη στιγμή στον «Εραστή» του Πίντερ, ήταν ότι ένιωσα ξαφνικά σε μια παύση να μην ακούγεται, σε κατάμεστη αίθουσα όπως είπα, ούτε ανάσα. Και αυτό μπορεί να μη σημαίνει και τίποτα, αλλά όταν τελείωσα το κομμάτι μας ήρθε μέσα, ήρθε τρέχοντας, πετώντας ένας καθηγητής μας, ο Φιδικίδης, μας αγκάλιασε και μας είπε: «Δε θα προλαβαίνετε να κλείνετε δουλειές». Η Οικονομίδου η Ράνια, που μας το είχε διδάξει, ακόμα και σήμερα θυμάται, άρα δεν ήταν του μυαλού μου θέλω να πω, γιατί ως άπειρος ηθοποιός μπορεί να λες «Έκανα παπάδες» και να μην είναι. Αλλά το είχα νιώσει με το σώμα μου. Αλλά δεν περίμενα ούτε αυτή την παύση, ένιωθα να μπορώ να κάνω ό,τι θέλω το κοινό, ένιωθα ότι μπορούσα να πάω στην πρώτη σειρά και να πάρω την τσάντα ενός ανθρώπου και να μην πει τίποτα, σαν να τους έχω μαγέψει. Αυτά ήταν πολύ ισχυρά… δόσεις εθισμού στη θεατρική πράξη. Θέλω να πω μόνο ότι όταν τελικά εγώ που φοβόμουνα, που στο πρώτο μάθημα με τον Καταλειφό είχα πάρει φλασκάκι με βότκα, όταν τελείωσε ο «Εραστής» εκείνη τη μέρα, δεν κρατιόμουνα, λες και είμαι σκυλί δεμένο, κυνηγόσκυλο, και μόλις του βγάζουν το λουρί τρέχει ασταμάτητα. Δεν κρατιόμουνα, ήθελα τόσο πολύ να ξαναπαίξω. Και εκεί, λοιπόν, έρχεται η πρόταση από το… η πρόταση του Τάσου Μπαντή στο Δημήτρη Μαυρίκιο για τον «Γυάλινο Κόσμο». Αυτή η παράσταση έμελλε να είναι μια από τις παραστάσεις δεκαετίας και ανέδειξε τρεις ηθοποιούς: εμένα, την Παπαθεμελή και τον Κουρή. Ο Νίκος έχει κάνει μεγάλη καριέρα και η Αγγελική κάνει την καριέρα της. Εγώ ήμουνα πιο ανήσυχο πνεύμα, γι’ αυτό έχω τραβηχτεί σε διάφορα πράγματα. Αλλά ήταν ένα χρυσό διαβατήριο αυτό για να έχεις μια άνετη ζωή με χρήματα, γιατί αυτό μετά έφερε πρωταγωνιστικό ρόλο στο Μega στα «Θύματα Ειρήνης» και θέλει πολλή προσπάθεια για να καταστρέψεις αυτό που λένε καριέρα. Εγώ δε θεωρώ ότι κατέστρεψα – το λέω για να συνεννοηθούμε. Έκανα πάντα αυτό που ήθελα, γιατί τα παιδικά μου χρόνια διαμόρφωσαν ένα πολύ κακομαθημένο παιδί, εμένα, απ ’τη μάνα μου και αν δεν περνούσε το δικό μου δεν υπήρχε περίπτωση να [00:20:00]κάνω πίσω. Αυτή η δύναμη με έφτασε και μέχρι τη Γλασκώβη βέβαια απ’ την άλλη, αλλά δεν μπορώ να πω ότι… όχι δεν είμαι ικανοποιημένος, δεν έκανα πράγματα στο θέατρο, δεν το πολυήθελα όμως, είναι η αλήθεια, από ένα σημείο και μετά. Ή ήθελα να τα κάνω –μάλλον αυτό είναι το πιο σωστό– μέχρι το 2015 αυστηρά με το δικό μου τρόπο. Τώρα, που θέλω να ξαναμπώ κάπως, ακόμα πιο αυστηρά θέλω με το δικό μου τρόπο, γιατί έχω καταλάβει βιοενεργειακά πού μπορεί να κινηθεί ένας ηθοποιός και μεθοδολογικά. Αυτό είναι το «Run and Act» που θα συζητήσουμε μετά. Οπότε η καριέρα όλη μέχρι τώρα, για να το πω με δυο κουβέντες, ήταν να ξεκινήσω με ένα φοβερό μπαμ, αυτά τα κλασικά στερεοτυπικά, «Από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του», όλες αυτές οι μπούρδες. Ούτε θεωρούσα ότι είμαι κανένας φοβερός ηθοποιός, αλλά θεωρούσα ότι όταν μου έπιανε μπορούσα να κάνω αυτό στον κόσμο. Και αυτό συνέβη μετά και στο «Τάβλι» στο «Εμπρός» με τον Στέργιογλου, έχω εκεί τη φωτογραφία. Συνέβη εκεί κάνα δυο φορές και μετά από τέσσερα χρόνια στο «Ψέμα του Μυαλού», πάλι μόνο με σκηνοθεσία Μπαντή. Εκεί άρχισε, μόλις πέθανε ο Τάσος άρχισα λίγο να… έχασα το βηματισμό μου. Γιατί ο Τάσος Μπαντής ήταν από τους ελάχιστους σκηνοθέτες, δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον άλλος, που μπορούσε να διαβάζει την ποιητικότητα του κειμένου, το βάθος του κειμένου, οπότε σε συνέδεε με κάτι πολύ πιο ολιστικό, το οποίο με την αερόβια άσκηση και με το τρέξιμο έγινε ακόμα πιο συμπαντικό θα έλεγα. Έτσι τα έχω λίγο στο μυαλό μου τώρα τα πράγματα και με την κβαντική φυσική που ασχολούμαι λίγο. Οπότε από το ’15 και μετά, μετά την πρώτη ακτιβιστική δράση που έκανα, άρχισε το πράγμα να είναι σαν ένας έρωτας που τελείωσε με το θέατρο. Έπαιξα όμως, και φέτος έπαιξα στο «Τέχνης» στην «Ελευθερία στη Βρέμη». Και επειδή δε μετράω τα λόγια μου, μου φαίνεται λίγο παιδικό πράγμα το θέατρο πια, δεν… δηλαδή για μένα το θέατρο είναι λίγο σαολίν, λίγο αναστενάρηδες, λίγο ελευσίνιο μυστήριο, πάντα ήταν. Και αυτό είναι δύσκολο να συντονιστείς με ανθρώπους, σκηνοθέτες και ηθοποιούς, να μπεις σε τέτοιο τριπ, είναι πολύ δύσκολο. Δηλαδή είναι σαν να είσαι στα 100 μέτρα στην αφετηρία τελικό Ολυμπιάδας για μένα η προετοιμασία που πρέπει να κάνει ένας ηθοποιός. Οπότε ο Μπαντής από όταν πέθανε, έχασα τον άνθρωπο που μπορούσε να δημιουργήσει αυτή την κατάσταση. Δηλαδή το να κάνεις… το να μην έχεις κινητό, ας πούμε, στην πλατεία, και στη σκηνή ακόμα, θεωρείται περίεργο ίσως στις μέρες μας, να μη βγάζεις κινητό όταν βλέπεις μια παράσταση. Ίσως σε πιο underground θέατρα να τηρείται, σε πιο υποψιασμένο, θεατρόφιλο κοινό, αλλά γενικά δεν υπάρχει, δεν υπάρχει ιερότητα, ας πούμε, στις μέρες μας. Αυτό νιώθω εγώ, δεν υπάρχει ιερότητα. Αλλά τα πάντα έχουν διπλή ανάγνωση και διπλή όψη. Και στην κβαντική φυσική ο πρώτος νόμος του σύμπαντος είναι η συμπληρωματικότητα, άρα ισχύει και αυτό, ισχύει και το άλλο ή δεν ισχύει ούτε αυτό ούτε το άλλο. Οπότε, ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα και πάμε σε καμιά επόμενη ερώτηση;
Πάμε. Να ξεκινήσουμε να εξηγήσουμε πώς σιγά σιγά προχώρησες στις ακτιβιστικές δράσεις.
Ναι.
Την ιδέα πίσω από αυτό, άλλα και πρακτικά μετά πώς οργανώθηκαν.
Αυτό είναι ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου. Το κληρονόμησα από τη μάνα μου που το πήρε από τον παππού της, τόσο απλά. Ο παππούς έσωσε τη Φαρακλάδα από… πώς το λένε; Όχι πυρκαγιά, θέλαν να την κάψουν οι Ιταλοί. Έχει φάει ξύλο από αντιστάσεις που έχει κάνει. Έτσι έγινε η μάνα μου κι έτσι κι έγινα κι εγώ.
Ο παππούς είναι ο συνονόματος;
Όχι, με τον αδερφό μου. Εγώ έχω το όνομα του παππού απ’ την Επίδαυρο. Τον θυμάμαι 80 χρονών –ήτανε αριστερός ο παππούς– τον θυμάμαι 80 χρονών που με ένα τεράστιο χαμόγελο ετοιμάστηκε –ήταν πολύ κομψός, πολύ καθαρός· και αυτά τα έχω πάρει, από τη μάνα μου είναι αυτά όλα, που τα πήρε από τον πατέρα της, το χαμόγελο– που του λέω «Πού πας;» του λέω. «Πάω στο Ολυμπιακό Στάδιο, μιλάει ο Ανδρέας», μου λέει κι έφυγε από το Χαλάνδρι και περπάτησε μόνος του να πάει στο Ολυμπιακό Στάδιο να δει τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτά τα πήρα από εκεί τα στοιχεία, τα οποία ενυπήρχαν μέσα μου και κάποια στιγμή άρχισαν να αναδεικνύονται, πάντα το είχα αυτό. Δηλαδή θυμάμαι, ας πούμε, κόντεψα να φάω και ξύλο, τρίτη γυμνασίου. Οι άλλοι σίγουρα δε θα το πουν ακτιβισμό αυτό το πράγμα, αλλά εγώ θεωρούσα ότι δεν μπορούμε να αιτούμαστε δεύτερη εκδρομή, όπως λέει ο κανόνας, σε ένα μήνα, και ενώ κάναν όλοι αποχή εγώ δεν έκανα γιατί πίστευα… ήταν αρχή μου. Και είχε έρθει ο πρόεδρος του δεκαπενταμελούς και τον κράταγαν να μη με δείρει. Λίγα χρόνια μετά που έκανα γυμναστήριο και με είδε μετά από καιρό, κατάπιε τη γλώσσα του, ήταν και ξάδερφος. Τέλος πάντων, οπότε αυτό υπήρχε και ήταν θέμα χρόνου πότε θα σκάσει πιο… λιγότερο ατομικά, λίγο πιο να συνδεθεί με την κοινωνία, σε μεγαλύτερο εύρος. Αυτό. Αυτό πρωτοέγινε σαν δράση –δε θυμάμαι, δεν είχα κάνει κάτι μεγάλο, αυτό το πρώτο δεν ήταν πολύ μεγάλο– ήτανε στις φωτιές του 2007. Δεν έκανα κάτι φοβερό, απλά βλέποντας τις φωτιές –καιγόταν όλη η Αθήνα, όλη η Πελοπόννησος, όλη η Ελλάδα– είπα: Θα κάνω κάτι. Γέμισα το πορτ μπαγκάζ, μαζέψαμε λεφτά κάποιοι φίλοι, γέμισα το πορτ μπαγκάζ με είδη πρώτης ανάγκης και πήγα στις φωτιές. Μάλιστα, στο δρόμο υπήρχαν φλογίτσες από εκεί που περνούσα, μπήκα κάποια στιγμή κάπου –δε θυμάμαι τώρα πώς οδηγήθηκα– για να δώσω είδη πρώτης ανάγκης σε πυροσβέστες. Αυτό ήταν, ας πούμε, η πρώτη φορά που έκανα κάτι πιο μεγάλο. Αλλά πάντα είχα αυτό το στοιχείο της μάνας μου. Αυτό, λοιπόν, ήταν το στοιχείο μου. Έκανα αυτό με τις φωτιές το ’07 και το 2014, μετά από μια πολύ απαιτητική παράσταση με τον Δημήτρη Καταλειφό, η «Εκδοχή του Μπράουνινγκ», και μετά από μία επί εκατό απαιτητική σχέση που έληξε, και ένιωσα και από τα δύο όταν αποδεσμεύτηκα ότι είμαι ελεύθερο πουλί, αποφασίζω να κάνω το γύρο της Πελοποννήσου σαν ένας άλλος «Into the Wild» – η ταινία του Sean Penn που είναι η αληθινή ιστορία του… δε θυμάμαι τώρα. Απεκδυόταν από οτιδήποτε του πολιτισμού, τα πορτοφόλια του, τα αυτοκίνητα και έφτασε μέχρι την Αλάσκα. Θα γύρναγε, αλλά έφαγε δηλητηριώδεις καρπούς από λάθος και πέθανε. Εγώ δεν είχα κανένα σκοπό να πεθάνω, αλλά είχα σκοπό να κάνω το γύρο της Πελοποννήσου. Ήταν 1.000 χιλιόμετρα. Θα δούλευα τον Οκτώβρη στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος και είχα πάρει αυτή την απόφαση. Ήμουνα και μόνος και λέω: Θα χαρώ τη φύση. Πάνω εκεί, λοιπόν, σκάει ένα νομοσχέδιο για τον αιγιαλό, για την εκμετάλλευση του αιγιαλού. Τότε ήταν και το αντιμνημονιακό ρεύμα, το οποίο με επηρέασε βέβαια και θεώρησα και εγώ ότι είναι λάθος, κακό η εκποίηση, η εκμετάλλευση του αιγιαλού. Τώρα πιστεύω ότι λελογισμένα μπορεί να γίνονται κάποια πράγματα. Δε γίνονται στην Ελλάδα, οπότε δε μετανιώνω καθόλου γι’ αυτό που έκανα φυσικά, αλλά υπήρχε από κάτω πάντα το κομματικό που μπήκε μέσα, πήγε να μπει μέσα. Το πέταξα έξω εγώ γιατί ήθελα να είναι ανεξάρτητη κίνηση και αποφάσισα, λοιπόν: Θα κάνω κάτι γι’ αυτό το πράγμα. Θεωρούσα, λοιπόν, ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για την προστασία του αιγιαλού και διασφάλισα αρχικά, και με απόλυτο τρόπο στη συνέχεια, να μην έχει κομματικό χαρακτήρα όλο αυτό. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να τρέξω όλο τον αττικό αιγιαλό, από τις Κεχριές μέχρι το Μαραθώνα αρχικά, μέχρι το Σχοινιά στο τέλος, και σε κάθε στάση μου –θα ’τρεχα περίπου 50 χιλιόμετρα την ημέρα· εγώ μέχρι τότε είχα τρέξει ημιμαραθώνιο, ήταν τεράστιο για μένα αυτό, πού να μου ’λεγες όταν ήμουνα 25 χρονών ότι θα τρέξω 2.121 χιλιόμετρα!– και κάθε τέλος της μέρας θα διοργανωνόταν μια εκδήλωση. Έτσι, λοιπόν, είχα τον Λειβαδά στην Ελευσίνα, φίλους του Φύσσα… Που βρήκα τυχαία έναν που ’κανε γκράφιτι όταν έκανα το ρεπεράζ διαδρομής στον Πειραιά, βγήκα και του είπα ότι «Θα κάνω αυτό και αν ενδιαφέρεσαι να συμβάλεις» και μου λέει «Θα φέρω και χιπχοπάδες που είναι φίλοι του Φύσσα». Έτσι, στον Άγιο Κοσμά και συναυλία με χιπχοπάδες, Ο Παναγιώτης –δε θυμάμαι το επώνυμο τώρα– έκανε ένα φοβερό γκράφιτι με τον Ποσειδώνα να έχει ρίξει την τρίαινα σε ένα κιόσκι σε μια ιδιωτικοποιημένη παραλία και να το τραβάει με την τρίαινα, να είναι στον αέρα το κιόσκι και να φεύγουν τα λεφτά από την άλλη. Μετά κάναμε μια απελευθέρωση χελώνας στην Ανάβυσσο και μια φανταστική συναυλία με τον συγχωρεμένο τον Νότη Μαυρουδή στη Λούτσα. Μια μαγική συναυλία με ολόγιομο φεγγάρι που ήτανε σαν –πώς να το πω τώρα;– μυσταγωγία ήταν όλο αυτό το πράγμα, ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Μου αφιέρωσε και το «Πρωινό τσιγάρο» που είναι και το αγαπημένο μου. Αυτή, λοιπόν, η δράση με έκανε… όλη αυτή η περίοδος ήταν από τις πιο ευτυχισμένες της ζωής μου – ήμουνα κι ερωτευμένος. Αυτό, λοιπόν, λίγο… ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι τόσο μεγάλο, πήρε μεγάλες διαστάσεις γιατί, όπως είπα, ήταν και το αντιμνημονιακό που το ανέδειξε, το αναδείκνυε και όλα αυτά και είχα νιώσει πολύ γεμάτος. Είχε λίγο αλλάξει η κατεύθυνσή μου ίσως, αλλά μέχρι εκεί, δεν κατάλαβα τίποτα. Είχα παράσταση στο Κρατικό, του Πίντερ την «Προδοσία», όταν γύρισα λοιπόν. Την προτελευταία μέρα της δράσης μάς είχε φιλοξενήσει μία φυσικοθεραπεύτρια στο Σούνιο και έτρεξε μαζί μας μέχρι το Λαύριο κι όπως τρέχαμε μου λέει: «Εσύ είσαι ηθοποιός», μου λέει, «γιατί δεν κάνεις του χρόνου έναν αγώνα να συνδέσεις ελληνικά θέατρα;» Και μόλις μου λέει αυτή την πρόταση, σαν τον Κύρο Γρανάζη υπήρξε ένας γλόμπος-ιδέα πάνω από το κεφάλι μου –που δε φάνηκε φυσικά– και σκέφτηκα μία περφόρμανς ηθοποιών, το «Run and act», όπως το ονόμασα στην πορεία. Όπου θα ξεκινούσαν την Ημέρα της Ευρώπης, 9 Μαΐου, από το αρχαίο θέατρο της Μαρώνειας… στην αρχή ήταν πολύ πιο μικρό, αλλά έχω μια τάση να τα μεγαλώνω, γιατί έλεγα, ας πούμε, να βάλουμε και τη Δωδώνη, να βάλουμε τη Θεσσαλονίκη, να βάλουμε όλη την Ελλάδα μας, 2.000 και πλέον χιλιόμετρα, όπου θα γίνει η περφόρμανς. Ήταν να ξεκινήσουν 9 Μαΐου, την Ημέρα της Ευρώπης, μια ομάδα Ευρωπαίων ηθοποιών από το αρχαίο θέατρο της Μαρώνειας και μετά από δύο μήνες να καταλήξουν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ως σύγχρονοι Φιδειππίδιδες και η διαδρομή θα περνούσε μέσα από τα αρχαία ελληνικά θέατρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Εκεί, λοιπόν, σε κάθε θέατρο θα μπαίναν και θα δίναν, θα μετατρέπονταν σε ηθοποιοί και ένας περιφερόμενος θίασος που θα έδινε μία παράσταση αρχαίας τραγωδίας. Όπως καταλαβαίνεις, αυτό είναι μια… ένα ασύλληπτο από θέμα παραγωγής έργο.
Ουτοπικό λίγο;
[00:30:00]Ουτοπικό φυσικά, αλλά όπως λέει και ένας συνάδελφος συγγραφέας –γιατί κι εγώ υποτίθεται θα γίνω συγγραφέας, αν γίνω– λέει: «Άμα κάνεις δυο βήματα προς την ουτοπία απομακρύνεται δυο βήματα. Άμα ξανακάνεις ξαναπομακρύνεται. Ποτέ δε φτάνεις, αλλά στο τέλος αυτό που έχεις καταφέρει είναι να προχωρήσεις». Οπότε… και νομίζω μπαίνουμε σε μια φάση της ανθρωπότητας που πρέπει να κάνουμε όλοι την υπέρβαση, αλλιώς δεν υπάρχει σωσμός. Ουτοπικό ήταν, αλλά μετά το Αθήνα-Γλασκώβη νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να μου πει ότι αυτό το πρότζεκτ ήταν ουτοπικό. Γιατί εγώ «If you can dream it, you can do it», που έλεγε και μια επιγραφή στο Λούτον όταν έφτασα, και ήταν σαν να ήτανε υποδοχή για μένα ότι ισχύει αυτό το πράγμα. Ναι. Και σκέφτηκα αυτό τo «Run and Act». Αυτό το «Run and Act», λοιπόν, μετά τη Θεσσαλονίκη, όταν τελείωσε η Θεσσαλονίκη, το έβαλα σε… το ξεκίνησα, έπρεπε να βρω παραγωγή. Άρχισα να παίρνω τηλέφωνα λοιπόν, εγώ ο ήρωας, εγώ ο αιγιαλός, και που κανείς δεν το σήκωνε, κανείς δεν απαντούσε ούτε σε μέιλ ούτε σε sms ούτε σε messenger, κανείς. Εκεί έφαγα, λοιπόν, την πρώτη μεγάλη απογοήτευση και μάλλον μου βγήκε ουσιαστικά και η κούραση από τον αιγιαλό, από έναν υπερμαραθώνιο, τον πρώτο που έτρεξα, 14 Φλεβάρη του ’15. Και κάποια στιγμή ξυπνάω ένα πρωί και δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι για δυο ώρες, δεν μπορώ να τρέξω. Το καλοκαίρι –αυτό έγινε Μάρτη– το καλοκαίρι αρχίζω να έχω κάτι τρελές κρίσεις πανικού που έβγαινα από το σπίτι για να πάρω ανάσα και άρχιζα να βρίσκω λίγο το βηματισμό μου έξι μήνες μετά. Αλλά χαμηλές πτήσεις ό,τι συνέβαινε στη ζωή μου. Είχα αρχίσει να οργανώνω το «Run and Act», κατάφερα να βρω επαφή για να με πάει στον Λούκο, το διευθυντή του φεστιβάλ.
Φεστιβάλ–
Αθηνών και Επιδαύρου. Γίνεται το ραντεβού, πηγαίνω, του το λέω, τελειώνω δηλαδή την περιγραφή όπως τώρα καλή ώρα, και μου λέει: «Ωραία, πάμε να το κάνουμε». Του λέω: «Συγνώμη, τι είπατε;» «Πάμε να το κάνουμε», έτσι, πολύ απλά. Μου λέει: «Δηλαδή, θα είναι η Ελλάδα όλη μια σκηνή και θα γίνεται αυτό;» «Ναι», του λέω. «Φύγαμε», τόσο απλά το είδε. If you can dream it, you can do it. Το θέμα είναι ότι το ’15 ήταν μια ιστορική φάση της Ελλάδας, με δημοψήφισμα, με κλείσιμο τραπεζών, με εκλογές μετά και με παύση του Λούκου από τη διεύθυνση. Αθωώθηκε πριν λίγες μέρες γι’ αυτό που είχε κατηγορηθεί τότε. Η αλήθεια είναι ότι δεν το είχα πολυονειρευτεί. Ήταν κάτι πιο πολύ με το μυαλό μου παρά με την καρδιά μου που το καθοδηγούσα, σε αντίθεση με αυτό που έκανα πριν δυο χρόνια σχεδόν. Το «Run and Act» ήταν να γίνει φέτος το καλοκαίρι στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης, αλλά δεν τα βρήκα με τη σκηνοθέτιδα στο δημιουργικό κομμάτι και χωρίσαμε συναινετικά, αλλιώς τώρα θα… μπορεί και να έχει ολοκληρωθεί στην Κρήτη για να πάει του χρόνου στο Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά δεν πειράζει.
Και πάμε σιγά σιγά προς τη Γλασκώβη;
Ναι, ναι, μετά από αυτή την… το peak της καριέρας μου στη ζωή, που ήταν αυτή η ιστορία με τον αιγιαλό, συντηρούσα… είχα αντικαταστήσει το θέατρο πρώτα με τη σχέση που είπα, που τελείωσε πριν τον αιγιαλό. Ήταν μια θυελλώδης, ακραία σχέση που με γέμιζε και με άδειαζε και είχα αντικαταστήσει λίγο το θέατρο με αυτό μετά το θάνατο του Τάσου και μετά το αντικατέστησα, και το θέατρο και τη σχέση, με τον υπερμαραθώνιο και το «Run and Act». Μπορεί να είναι κι ένα ψέμα του μυαλού μου αυτό όλο, αλλά εγώ ήμουνα… είχα κατεύθυνση στο να γίνει, να υλοποιηθεί το «Run and Act». Μετά από αυτό, είχα πάρει απόφαση ότι τελείωσε η ιστορία του «Run and Act». Οπότε λέω: Τόσα χρόνια προπονούμαι για να έχω το σώμα μου σε ετοιμότητα σε περίπτωση που γίνει, να το κάνω κάτι αυτό. Θα τρέξω ένα Σπάρταθλο και τελειώνω με τα τρεξίματα, θα ασχοληθώ πάλι με τη δουλειά μου. Και ένα βράδυ… Έχω τρέξει τη χρονιά ’19-’20 τέσσερις υπερμαραθωνίους, δύο Μαραθώνιους και είμαι απολύτως εθισμένος στο τρέξιμο. Κανονικά μετά από ένα Μαραθώνιο θες δυο τρεις βδομάδες να συνέλθεις και να ξαναμπείς στην προπόνηση. Εγώ μετά από υπερμαραθώνιο και Μαραθώνιο έμπαινα με τα χίλια. Παθαίνω έναν τραυματισμό. Είχα ξεκινήσει όλο αυτό τον καιρό να βλέπω στο Netflix ένα ντοκιμαντέρ, «A life in our planet», αλλά μετά από 5 λεπτά κοιμόμουν από την κούραση. Με τον τραυματισμό όμως δεν είχα την άλλη μέρα προπόνηση και λέω: Ήρθε η ώρα να δω αυτό το ντοκιμαντέρ. Πού να ’ξερα τι θα συνέβαινε στο πεντηκοστό λεπτό! Σε εκείνο το λεπτό, λοιπόν, ο Sir David Attenborough μιλάει για την κλιματική αλλαγή, μιλάει για πράγματα που συμβαίνουν, μιλάει για το τι θα συμβεί, μιλάει μάλλον για πράγματα που συνέβησαν μέχρι το 2020 που γύρισε αυτή την ταινία. Απ’ όταν ήταν παιδί έχει γυρίσει όλο τον κόσμο, έχει δει παρθένα μέρη, έχει δει φυλές που δεν είχαν ξαναδεί άνθρωπο, έχει δει ζώα, έχει δει την καταστροφή και έχει φτάσει σε αυτή την ηλικία των 93 –ήταν τότε– να συνειδητοποιεί ότι η καταστροφή είχε αρχίσει απ’ όταν ήταν νέος, αλλά δεν μπορούσε να το καταλάβει. Περιγράφει, λοιπόν, τι θα γίνει τις επόμενες δεκαετίες, τι θα γίνει μέχρι το 2030, με το λιώσιμο των πάγων, με την υπερθέρμανση, με τη βιοποικιλότητα, με τη σαβανοποίηση του Αμαζονίου –τα βλέπεις και φρικάρεις–, με την καλλιεργήσιμη γη η οποία θα εξαντληθεί, με την αύξηση της θερμοκρασίας μέχρι το 2100, 4 Κελσίου, και, καταλήγει, θα είμαστε στην έκτη μαζική καταστροφή. Η πέμπτη λόγω του κομήτη εξαφάνισε τους δεινόσαυρους που ζούσαν 150 εκατομμύρια χρόνια στον πλανήτη. Εμείς τι είμαστε; 10.000 χρόνια ως χόμο σάπιενς και 200.000 χρόνια ως πιθηκομούριδες. Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που νομίζει ότι είναι κάτι και νομίζει ότι θα είναι αθάνατος για πάντα και το νομίζει ακόμα. Λοιπόν, βλέποντας αυτά και επειδή είχα ξεκουραστεί από τον τραυματισμό, είχα ενέργεια και είχα αρχίσει να φορτίζομαι. Στη συνέχεια, δείχνει τον Αttenborough σε ένα συνέδριο, στο Νταβός νομίζω, με την Christine Lagarde, που του κάνει και ένα ανόητο χιούμορ… Έχει μια συζήτηση που αιτείται διάφορα ο Attenborough και του λέει η Lagarde: «Μετά», λέει, «θα πάτε ήσυχος να ξεκουραστείτε, αλλά εδώ ήρθατε για να μας δείξετε πόσο τα πράγματα είναι οριακά». Γελάσαμε, κυρία Lagarde, γελάσαμε! Προς όλους το λέω αυτό, όχι μόνο στους επάνω, και στους κάτω: Έχουμε ευθύνη για τα παιδιά. Τώρα φορτίζομαι πάλι, άλλα το peak έγινε όταν έδειξε ένα βίντεο στους συνέδρους του Νταβός, όπου δείχνει θαλάσσιους ίππους που λόγω της κλιματικής αλλαγής έχουν κολυμπήσει πολύ μακριά και για τροφή και για να βρουν να γεννήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά. Και έχουν πάει σε μια ακτή στη Βόρεια Ρωσία και για κάποιο λόγο έχουν ανέβει σε ένα… έχουν σκαρφαλώσει σε έναν πολύ ψηλό βράχο από μια πλευρά που μπορούσαν να σκαρφαλώσουν, 80 μέτρα ύψος. Και ξαφνικά αρχίζει ένας να πάει να κατέβει από την πλευρά που είναι ο γκρεμός. Γιατί οι θαλάσσιοι ίπποι –αυτό εξηγεί ο Αttenborough– δεν έχουν καλή όραση εκτός νερού, οπότε μπερδεύεται και πάει από την απόκρημνη πλευρά και πέφτει κάτω. Και δείχνει μετά έναν έναν κατά δεκάδες να πέφτουν στις κοτρώνες, να βάφονται οι κοτρώνες κόκκινες. Ακόμα και τώρα συγκινούμαι που το λέω. Τότε όταν το έβλεπα άρχισα να κλαίω, άνοιξαν τα μάτια μου κρουνοί. Και αμέσως σκέφτομαι: Πού θα γίνει η επόμενη διάσκεψη να πάω να τα σπάσω; Παίρνω το κινητό, γκουγκλάρω και παρακαλώ να είναι εντός Ευρώπης. «Γλασκώβη». 3 δευτερόλεπτα αν το ’χω στο μυαλό μου, στο χάρτη του μυαλού μου… «Το ’χω!» Αυτό το «Το ’χω!» λέω τώρα πως ήταν μια συμπαντική στιγμή, ολιστική, υπερολόκληρη, που είχα ήδη… που συμπεριελάμβανε όλη τη δράση εκείνη η στιγμή. Το ’χα με όλο μου το είναι, με 100 τρισεκατομμύρια κύτταρά μου, που βάσει της κβαντικής φυσικής είναι όσα περίπου τα αστέρια του γαλαξία και οι γαλαξίες του σύμπαντος. Θεωρώ ότι μπορεί κάτι να σημαίνει αυτό. Είμαστε πολύ πρωτόγονοι σε σχέση με τον άνθρωπο του 2500, πόσο μάλλον για τον άνθρωπο, αν υπάρξει, του 3000 ή του 10000 ή του 1000000. Είμαστε πολύ πρωτόγονοι αυτή τη στιγμή. Η φιλοσοφία όμως είναι πάντα εκεί και σταθερά. Εγώ διαισθάνομαι ότι κάτι συμβαίνει, κάτι συνέβη εκείνη τη στιγμή, με όλο μου το είναι αποφάσισα αυτό και είπα: Θα πάω μέχρι τη Γλασκώβη. Να διαμαρτυρηθώ, έλεγα αρχικά, αλλά μου αρέσει πιο πολύ: Να δηλώσω το παρόν. Γιατί να διαμαρτυρηθώ απέναντι σε ποιον; Σε αυτούς που εξουσιάζουν ή στους πολίτες, που οι μισοί θέλουν να μπουν εκεί να εξουσιάσουν και αυτοί; Είναι λίγο φαύλος κύκλος. Ο Attenborough έκλεινε το ντοκιμαντέρ λέγοντας: «Φτάσαμε ως εδώ γιατί είμαστε τα πιο ευφυή πλάσματα στον κόσμο, αλλά για να συνεχίσουμε χρειάζεται κάτι περισσότερο από την ευφυΐα. Χρειάζεται σοφία». Πού να τη βρεις; Δεν υπάρχει στο Τik Τok και στο Instagram και στο Facebook σοφία, δυστυχώς, και μας παίρνει πολλή ενέργεια. Το θέμα είναι ότι εγώ αποφάσισα να πάω στη Γλασκώβη.
Έπρεπε, λοιπόν, να προπονηθώ γερά και να βρω τα χρήματα για μια αποστολή, κάποιον να έχει ένα αυτοκίνητο δίπλα μου, ένα φυσικοθεραπευτή, ένα κινηματογραφικό συνεργείο, γιατί αυτά τα πράγματα αξίζει να τα κινηματογραφήσεις. Ξεκινάω, λοιπόν, και πάνω στο ξεκίνημα μού γίνεται μια πρόταση να παίξω στην Επίδαυρο. Το οποίο με αποσυγκέντρωσε είναι η αλήθεια, γιατί σκέφτηκα: Είναι το μεγάλο «ναι» και το μεγάλο «όχι». Σύντομα όμως το κατάπια και αποφάσισα να μην είμαι εκεί. Λύθηκε συναινετικά, χωρίς να πούμε τίποτα με τη σκηνοθέτιδα. Οπότε άρχισα να προπονούμαι και να ψάχνω για την παραγωγή. Χτύπησα πόρτες, λοιπόν, οικολογικών οργανώσεων. «Ναι», «Θα σου πούμε», «Θα κάνουμε αυτά», οι οποίες είχαν υποστηρίξει τον αιγιαλό. Θέλω να πω, πήγα ως ένας άνθρωπος που έχω κάνει κάτι, οπότε δεν έδινα και πολύ χρόνο ούτε επιμένω. Εγώ πέρα από δύο τηλέφωνα δεν κάνω ποτέ στη ζωή μου, ούτε και δεύτερο δεν κάνω, καταλαβαίνω από την αρχή την πρόθεση. Αρχίζω, λοιπόν, τις σκληρές προπονήσεις και είχα βρει κι έναν παραγωγό που είχαμε συμφωνήσει να κάνω το crash test με τα πέντε πενηντάρια, κάθε μέρα 50 χιλιόμετρα, και μετά θα συζητούσαμε αν μπορεί να αναλάβει την παραγωγή. Την πρώτη μέρα, λοιπόν, με το πενηντάρι… έχει σημασία λίγο αυτό, γιατί βγήκα να τρέξω εδώ έξω στην Αστυδάμαντος –ξεκινούσα και κατέληγα στο σπίτι μου, έφτανα μέχρι Λαγονήσι και γύρναγα χονδρικά, και δύσκολη διαδρομή γιατί έχει κι όλο [00:40:00]τον Υμηττό, μέχρι Κατεχάκη εννοώ– και βγαίνοντας έξω έρχεται ένα αυτοκίνητο δίπλα στο πόδι μου και δε με περνάει. Τρέχω λίγο ακόμα, στριμώχνομαι, δε με περνάει. Και γυρίζω τώρα να πω καμιά κουβέντα και βλέπω ένα συνάδελφο, τον Κώστα Μπερικόπουλο. Γελάω, γελάει, φεύγει και τον προλαβαίνω στο φανάρι στην Αστυδάμαντος και βγάζουμε μια σέλφι. Το λέω όλο αυτό γιατί από εκεί ξεκίνησαν βιντεάκια με ηθοποιούς που τράβηξε κόσμο, δημοσιογράφους, οικολογικές οργανώσεις μού είπανε μετά από καιρό «Πού χάθηκες εσύ;» – θεωρώ ότι είδαν αυτά τα βιντεάκια. Και το θέμα δεν ήταν η δράση που ένας ταλαίπωρος ήθελε να κάνει για το γενικό καλό, ήταν ότι κάποιοι πολύ διάσημοι μιλούσαν για αυτή τη δράση. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο. Το Κατηγορώ του Ζολά δε θα είναι τίποτα μπροστά στο δικό μου σε λίγο καιρό. Οπότε κάνω το crash test, βγάζω τα πέντε πενηντάρια. Πολύ δύσκολες προπονήσεις, κάθε μέρα 50 χιλιόμετρα. Και λίγο καιρό μετά κάνω το crowdfunding, με μεγάλο δισταγμό το βγάζω στην αγορά γιατί φοβόμουν ότι θα απογοητευτώ. Όπως και έγινε: ζερό. Μετά από ένα μήνα 500 ευρώ. Εγώ πόνταρα σ’ αυτό, έλεγα: Αυτό είναι το χαρτί μου. Από την άλλη φοβόμουνα. Είδα ότι είχα δίκιο να φοβάμαι και έχω φτάσει σε ένα σημείο, εκεί στα μέσα Μαΐου, με ελάχιστα χρήματα. Είχε βγει προς τα έξω, είχα βγει και στην τηλεόραση, είχα μιλήσει στης Κοντογιώργη την εκπομπή, το «Φλερτ», είχε δημοσιοποιηθεί. Εγώ δε θα έκανα πίσω, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πίσω. Έλα όμως που το αριστερό γόνατο αρχίζει και τρεκλίζει! Κάνω μια μαγνητική, «Ρήξη μηνίσκου». Ούτε θυμάμαι, εσωπλάγιου; Δε θυμάμαι, μπορεί να… δεν τα συγκρατώ αυτά, δε με αφορούν. Πάω στο γιατρό, του λέω: «Τι θα γίνει;» Μου λέει: «Θα τρέξεις, θα έρθεις για ενα σφραγισματάκι». Δηλαδή θα βγω το μεσημέρι εννοούσε. Και βγήκα. Και όντως, μετά από 15 μέρες, βρίσκεται ένας Έλληνας που δουλεύει στην Αγγλία ως φωτορεπόρτερ από το Instagram, μου λέει: «Θα έρθω να σε φωτογραφίσω». Φοράω φούστα κιλτ και φουστανέλα και φωτογραφίζομαι στο–
Πριν ξεκινήσεις;
Αυτό μέσα Ιουνίου. Και δημοσιεύεται σε σκοτσέζικες εφημερίδες. Η φωτογραφία με το κιλτ και «Ο Άγης θα τρέξει μέχρι τη Γλασκώβη για την κλιματική αλλαγή και εμπνεύστηκε από τον Αttenborough», και διάφορα τέτοια, «Πολύ θα ήθελα να τον συναντήσω». Δεν είχα κανένα επιτελείο πίσω, προσπαθούσα να τα κάνω όλα. Βρέθηκε μια διαφημιστική, μου έκανε ένα φοβερό βίντεο παρουσίασης της δράσης, να είναι καλά τα παιδιά. Έχω χειρουργηθεί, έχει ρολάρει το πόδι, έχει πάει σε σκοτσέζικες εφημερίδες, δεν έχω λεφτά και λέω: Θα παίξω και στη Ρένα, που γινόταν επανάληψη, να βγάλω λίγα ακόμα. Είχα των φίλων μου, τα δικά μου και ένα ψιλολόι, ένα χιλιάρικο από το crowdfunding, κάτι τέτοιο. Λέω: «Εγώ θα ξεκινήσω και αφήστε με στο Μιλάνο να γυρίσω κολυμπώντας, να πεθάνω από ασιτία», δε με ένοιαζε, εγώ θα πήγαινα. Πάνω εκεί, λοιπόν, είχα μια φίλη που δούλευε με την Αλεξάνδρα Μητσοτάκη και με την World Human Forum. Είχα στείλει, λοιπόν, ενημέρωση για το τι θα κάνω αλλά δεν είχα πάρει καμία απάντηση. Και, επίσης, Περιφέρεια ο Χάρης Ρώμας, είχα πάει, του είχα μιλήσει, είχε εγκριθεί κονδύλι που θα κάλυπτε όλα τα έξοδά μου γι’ αυτή την ιστορία, για τρεις μήνες στο δρόμο. Για να γυρίσω και να κοιμηθώ και να φάω και να μεταφερθώ και όλα. Αλλά μόνο για μένα φτάναν τα λεφτά. Το θέμα είναι ότι έπρεπε να τα βάλω εγώ πριν για να εγκριθεί, δεν υπήρχανε τα λεφτά. Τον αιγιαλό τον είχα κάνει με την Τάνια, που είναι διευθύντρια ρευματολογίας στο Ασκληπιείο και ήμασταν φίλοι στο Facebook, και τον Ανδρέα που ήταν γνωστός. Εμείς οι τρεις, αυτοί βοήθησαν. Το σπίτι που μένω είναι της Τάνιας. Λοιπόν και μια μέρα πίνουμε καφέ και της λέω: «Τάνια, άσε, χάθηκαν και τα λεφτά». Μου λέει: «Ποια λεφτά;» «Αυτά». Μου λέει: «Θα σ’ τα δώσω εγώ». Της λέω: «Σοβαρά;» Μου λέει: «Ναι». Και μου τα δίνει, τα πήρε Οκτώβρη μήνα. Έτσι, λοιπόν, βγήκε το βιντεάκι το εξαιρετικό. Θα ήθελα να θυμηθώ την εταιρία πώς λέγεται τώρα, δε με βοηθάει το μυαλό. Βρέθηκαν τα χρήματα από την Περιφέρεια μέσω Τάνιας –που θα μου τα έδινε έτσι κι αλλιώς, είναι τρελή– και το πόδι ρόλαρε. Αλλά το πρωί ήμουνα στην επιτροπή του υπουργείου και το βράδυ είχα την παράσταση, πρόβες-παράσταση. Και προπόνηση, λοιπόν, έκανα μια μέρα τρέχοντας από δω μέχρι το Faliro Summer Theatre. Στο τελευταίο χιλιόμετρο αρχίζει και με πεθαίνει το πόδι, και γόνατο και ισχίο, φτάνω εκεί, σχεδόν δεν μπορούσα να το πατήσω. Τρεις εβδομάδες, λοιπόν, είχα καταφέρει να έχω τα χρήματα και όλα αυτά, το πόδι όμως είχε υποτροπιάσει. Σταματάω τις προπονήσεις και πάμε τώρα προς τελική ευθεία. Φτάνω 11 Αυγούστου, λοιπόν, πρωί στην Ακρόπολη, Αρεοπαγίτου, και δεν ξέρω τι θα γίνει με το πόδι. Είναι εκεί κόσμος, είναι από την Περιφέρεια ένα συνεργείο, καταγράφει όλο αυτό, έγινε ένα ωραίο βίντεο, και από εκεί και ξεκινάω, κάνω το πρώτο βήμα. Όπως μας έλεγε κι η Νέλλη Καρρά, καθηγήτρια στη δραματική σχολή– «Το πρώτο βήμα» –ήταν Ελληνοαμερικάνα– «Το πρώτο βήμα είναι το μόνο βήμα». Έκανα το πρώτο βήμα, λοιπόν, κοίταζα μακριά και σκεφτόμουνα: Εκεί που φτάνει το μάτι πρέπει να το κάνω αυτό 100 φορές, δεν ξέρω πόσες. Λοιπόν, ξεκινάω λοιπόν δειλά δειλά –σχεδόν άυπνος ήμουνα– τρέχω λίγο, περπατάω τα πρώτα 2 χιλιόμετρα, τα πήγα τρέξιμο-περπάτημα και μετά αρχίζω να μπαίνω. Το πόδι εντάξει, φτάνω στα Μέγαρα, γυρίζω πίσω εδώ να κοιμηθώ. Δεν είχα φύγει εγώ από δω ακόμα, με τα γατιά μου… Είχα φοβερό φόβο και δέος απέναντι σε αυτό που θα συνέβαινε. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, ξυπνάω, παίρνω το αυτοκίνητο, πηγαίνω εκεί που είχαμε ραντεβού με τα support. Είχα τρία support από την Οικολογική Συμμαχία, μια παράταξη της Περιφέρειας που είχε βοηθήσει, μου κάναν support. Φτάνω, λοιπόν, δεύτερη μέρα με 40 κελσίου μετά από 43 χιλιόμετρα στην Κόρινθο. Στρώνω την ψάθα, να βάλω πάγους, να φάω δυο σουβλάκια. Η διατροφή μου ήτανε ό,τι δεν πρέπει να κάνει κανείς άνθρωπος και στη ζωή του, πόσο μάλλον όταν έχει να κάνει αυτά. Ήτανε σε όλο… κατά 90% νουτέλα, Pringles, μπέργκερ και πίτσα. Αυτό ήτανε. Σχεδόν παντού αυτό έτρωγα, και κάτι μαγειρευτά στην… θυμάμαι ένα σούπερ μάρκετ στην Abbeville, από σούπερ μάρκετ. Λοιπόν, φτάνω λοιπόν εκεί στην Κόρινθο. Κρανίου τόπος, τώρα 03:00 η ώρα, 12 Αυγούστου. Στρώνω κάτω, βάζω πάγους, κάνω διατάσεις, λίγο ρόλερ, τρώω, σηκώνομαι μετά από μισή ώρα και βλέπω το ένα support να έρχεται με ένα ζεύγος προς το μέρος μου. Και παίρνει το λόγο ο κύριος, 65-και, μου λέει: «Μου είπε ο οδηγός τι θα κάνεις. Δε θα το βγάλεις χωρίς φυσικοθεραπείες». Και πάω να του πω τώρα κάτι αντιδραστικό, του λέω: «Σας ξέρω από κάπου;» Μου λέει: «Ασχολιόμουνα με το στίβο παλιά», δεν ήθελε να μου πει. Και συνειδητοποιώ ότι έχω απέναντί μου τον Οδυσσέα Παπατόλη. Μετά από 40 χρόνια ο Οδυσσέας Παπατόλης εμφανίστηκε αυτή τη μέρα να μου δώσει προπονητικές οδηγίες, σαν να διορθώνεται το λάθος της φύσης, αυτό που δεν έγινε τότε στον «Πανελλήνιο», να συνεχίσω, να μείνω να κάνω άλμα εις ύψος ή άλμα εις μήκος – νομίζω στο μήκος ήμουνα. Και εδώ θα κάνω ένα άλμα. Γιατί όταν τελείωσα τη δράση και έφτασα Γλασκώβη, πήγα ΚΤΕΟ και συνάντησα έναν –άλλη σύμπτωση φοβερή– έναν προπονητή που πιάσαμε την κουβέντα, Σδούκος, ο οποίος είχε συγγενική σχέση με την Σδούκου που ήταν… που είχε βοηθήσει λίγο από το υπουργείο Περιβάλλοντος, γραμματέας. Ο οποίος όταν του είπα την ιστορία μου και πώς πήγα στον «Πανελλήνιο», ότι με πήγε ο Γιώργος ο Μπιρμπίλης, μου είπε ότι ο Μπιρμπίλης πέθανε πριν λίγες μέρες. Ο άνθρωπος που με πήγε στον «Πανελλήνιο» πέθανε ή τουλάχιστον η αναγγελία θανάτου ήταν 11 Αυγούστου, τη μέρα που ξεκίνησα. Και στις 12 είδα τον Παπατόλη. Τυχαίο; Δε νομίζω. Και νομίζω από τότε τελείωσε και όλο, μετά δηλαδή τη Γλασκώβη δεν έχω ξανατρέξει, δεν έχω καταφέρει, έχω προβλήματα στα πόδια. Και όταν γύρισα από την Κρήτη που ήμουνα με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. για την «Ελευθερία στη Βρέμη», το Δεκέμβρη, είναι φοβερό αλλά 7:00 η ώρα ξημερώματα Χριστούγεννα συνάντησα όχι έναν, όχι δύο, αλλά τρεις δρομείς που κάναν προπόνηση και δεν ένιωσα τίποτα, ούτε νοσταλγία ούτε τίποτα. Σκεφτόμουν: Εγώ με αυτό το πράγμα δεν έχω καμία σχέση. και Ήτανε τρεις όμως, ήταν τρεις, δύο… Λένορμαν-Καραϊσκάκη-Μεσογείων.
Κόρινθο, λοιπόν, καύσωνας. Δεν έγινε κάτι αξιοσημείωτο πέρα απ’ το ότι την τρίτη μέρα έτρεξα, την τέταρτη, έτρεξα 60 χιλιόμετρα μονοκοπανιάς, από Ξυλόκαστρο μέχρι Αίγιο, αν θυμάμαι καλά. Και την επόμενη μέρα φτάνω Πάτρα λιμάνι, μπαίνω στο πλοίο και εκεί ήταν συγκλονιστικό το συναίσθημα. Ένιωθα αυτό που λέει ο Κέρουακ: «Ελευθερία δεν είναι απλώς να φεύγεις, αλλά να μην ξέρεις, να μη θες να ξέρεις πού πηγαίνεις». Ένιωσα αυτό ακριβώς, δεν ήξερα πού πάω, μόνος μου με το αυτοκίνητό μου, που ήταν το support μου σε ένα λίγο πολύπλοκο σχέδιο δράσης. Αλλά προτίμησα… σε μια προπόνηση κάπου τον Ιούλιο, είχα αποφασίσει να πάρω ένα καρότσι με τα απολύτως απαραίτητα και εκεί μου ήρθε η λάμψη και λέω: Γιατί δεν παίρνεις το αυτοκίνητό σου; Θα το αφήνεις σε μια πόλη και θα κάνεις κάθε μέρα 40 χιλιόμετρα προς την πόλη και από την πόλη. Και όταν απομακρύνεσαι πολύ, χρησιμοποιώντας τρένο, τρένο να παίρνεις αφετηρία, όταν απομακρύνεσαι πολύ θα παίρνεις το αυτοκίνητό σου και θα κάνεις μια άλλη πόλη βάση, την επομένη. Δηλαδή από το Μιλάνο πήγα στη Λυών, άφησα το αυτοκίνητο εκεί και πήρα το τρένο, πήγα πίσω στο Μοντάν να κάνω τα πρώτα 40 χιλιόμετρα. Τελείωνα, έπαιρνα το τρένο, πήγαινα στη Λυών, κοιμόμουνα. Ξανά το τρένο, πίσω εκεί που τερμάτισα, στη Saint-Jean-de-Maurienne, το θυμάμαι ακόμα, άλλα 40 χιλιόμετρα και ούτω καθεξής. Kαι έτσι, λοιπόν, όταν απομακρυνόμουνα πολύ, έπαιρνα το αυτοκίνητο που είχα τα πάντα μέσα, ό,τι ήθελα, και προχωρούσα, το έσερνα μαζί μου. Το πρόβλημα δεν ήταν με το αυτοκίνητο, το πρόβλημα ήταν… Παρένθεση: Το πρόβλημα ήταν με το αυτοκίνητο γιατί του έκανα ένα γερό σέρβις, αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ τι πέρασα όταν μπήκα στη Γαλλία! Θα το πω όταν φτάσω εκεί. Είμαι, λοιπόν, μες στο πλοίο και το σχέδιο ήταν να πάω να αφήσω το αυτοκίνητο στο Τορίνο και να γυρίσω με τρένο στη Βενετία, να αρχίσω να τρέχω τη Βόρεια Ιταλία. Εκεί είχα μια άκρη, έναν… είναι φοβερό η σύμπτωση. Στην Ελλάδα, από την Οικολογική παράταξη… Συμμαχία ήτανε ένας αρχιτέκτονας, βραχύσωμος, 65, που σπούδασε Ιταλία, και αυτός που με ανέλαβε στην Ιταλία ήταν αρχιτέκτονας, βραχύσωμος, 60, ο Τζιοβάνι. Γιώργος ήτανε στην Αθήνα; Δε θυμάμαι. Λοιπόν. Είχα λοιπόν εκεί ανθρώπους και μάλιστα το φοβερό ήταν ότι η World Human Forum είχε κανονίσει με μια άλλη ΜΚΟ, την οποία την [00:50:00]είχε η γυναίκα αυτού που είχε την Generali Life την παγκόσμια. Οπότε φανταστείτε πού έμενα. Σε ένα διαμέρισμα στη Βενετία όλο δικό μου, λείπαν διακοπές αυτοί. Οπότε τουλάχιστον αυτό ήταν ένα πολύ καλό ξεκίνημα. Συναντήθηκα με μια ομάδα οικολογική που ήρθε περπατώντας από τη Γερμανία για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Βενετία λόγω της κλιματικής αλλαγής με την άνοδο της στάθμης του νερού και κάναμε μια συνάντηση με αυτά τα παιδιά. Γενικά ήταν υπέροχα. Η Ιταλία, παρόλο που ξεκίνησαν οι τραυματισμοί, ήταν ωραία. Δηλαδή μπορούσα να μιλήσω με ανθρώπους, ένιωθα μια ασφάλεια, είτε από τον Τζιοβάνι είτε από την Άννα ή την Γκαμπριέλα που με φιλοξένησαν στο Μιλάνο. Είχα να πάρω ένα τηλέφωνο και να πω: «Παιδιά, είμαι εκεί, κλείστε μου ένα δωμάτιο», όποτε χρειάστηκε. Αξιοσημείωτο ήταν ο… ήτανε το μεγαλύτερο κομμάτι που έτρεξα σε όλη αυτή την ιστορία, 70 χιλιόμετρα από την Μπρέσια μέχρι την… απ’ τη Βερόνα μέχρι την Μπρέσια. Εκείνη τη μέρα το πρόγραμμα έλεγε μέχρι το Desenzano, μία παραλίμνια πόλη, αλλά είχα τόση ενέργεια και τόση διάθεση να συνεχίσω! Δε μ’ άρεσε και το Desenzano, ήταν κάτι σαν Μύκονος, και από τιμές και από όλα. Θα διανυκτέρευα εκεί, δε θα γύρναγα πίσω δηλαδή στη Βενετία. Και αποφασίζω να πάω στην Μπρέσια που ήταν άλλα 30 χιλιόμετρα. Πανσέληνος, μαγικό βράδυ, και ας μέτραγα 41-42-43 έως 70 χιλιόμετρα. Μετά, λοιπόν, μετακόμισα, πήγα στο Μιλάνο. Και στην πρώτη διαδρομή, που υπολειπόταν η διαδρομή Μπρέσια-Μιλάνο, παίρνω το τρένο, πάω στην Μπρέσια να τρέξω μέχρι το Μπέργκαμο. Με δυσκολία, ξεκινούσα με πολλή δυσκολία, μερικές μέρες δηλαδή ήθελα να περπατήσω 3 χιλιόμετρα να ξυπνήσει το σώμα. Ήταν φοβερό αυτό που συνέβαινε. Και μετά μπορεί να έτρεχα και γρήγορα, ας πούμε, για τα δεδομένα μου, να αποκτώ ένα ρυθμό, να μπαίνω για 20 χιλιόμετρα σε ένα πολύ γρήγορο ρυθμό. Έτσι, λοιπόν, εκείνη τη μέρα έτσι λειτούργησε. Και κάποια στιγμή βλέπω έναν τύπο απέναντι στη λεωφόρο και λέω: Ας πάω, έκανα ένα μίνι διάλειμμα, ας πάω να του μιλήσω, να μιλήσω σε άνθρωπο. Γιατί μετά τις δύο μέρες στη Βενετία, Πάντοβα και Βιτσέντσα, Βερόνα πλέον δεν είχα support, ήμουνα μόνος. 77 μέρες ήμουνα μόνος στο δρόμο. 5 στην Αθήνα, 2 στη Βενετία και 3 στη Σκοτία είχα support. Οπότε όταν έβλεπα άνθρωπο που μιλούσε και κάποια αγγλικά… αυτός μιλούσε ελάχιστα. Περνάω απέναντι, πιάνουμε την κουβέντα, του λέω… προσπάθησα να του εξηγήσω τι κάνω και από πού έρχομαι κι αυτά. Αυτός έδειχνε να καταλαβαίνει, να ενθουσιάζεται και με προσκάλεσε να πάω κάπου μαζί του με τη βέσπα, να με ποτίσει, να με ταΐσει και λοιπά. Χαζό παιδί χαρά γεμάτο, ανεβαίνω στη βέσπα. Μου υποσχέθηκε… ήρθε και ένας άλλος που μίλαγε καλύτερα αγγλικά και με προέτρεπε και αυτός να πάω. Ανεβαίνω λοιπόν στη βέσπα, τραβάω και βίντεο με τον… δε θυμάμαι το όνομα. Με πηγαίνει, λοιπόν, κάπου, γινόταν ένας τοπικός αγώνας σε αυτό το χωριό. Λέει στους εκφωνητές εκεί του αγώνα ποιος είμαι, τι κάνω. Με ανακοινώνουν αυτοί, μου δίνουν καρπούζια, νερά, τρισευτυχισμένος εγώ. Και κάποια στιγμή κοιτάζω να δω πού είναι για να με πάει πίσω στο μέρος που με πήγε και ο τύπος εκείνη τη στιγμή γκαζώνει με τη βέσπα και φεύγει και μου έριξε και μια ένοχη ματιά. Και συνειδητοποιώ ότι με έχει αφήσει κάπου, είχα το Google maps, σχεδόν νυχτώνει, χάθηκα μέσα σε αυτό το χωριό. Φτάνω, λοιπόν, σε εκείνο το σημείο που είχα ξεκινήσει και έχω άλλα 10 χιλιόμετρα μέχρι το Μπέργκαμο και είμαι νεκρός. Εκεί, λοιπόν, φτάνω στο Μπέργκαμο και εκεί αρχίζει και με πιάνει πάλι το πόδι. Την άλλη μέρα δεν μπορώ να το πατήσω. Γυρίζω στο Μιλάνο με τρένο. Δε θυμάμαι και τι έκανα. Είχα πάρει αντιφλεγμονώδη είχα πάρει νομίζω και έμεινα μια βδομάδα χωρίς να τρέχω. Εκεί, λοιπόν, ήταν ο πρώτος τραυματισμός και ο δεύτερος σχεδόν στα καπάκια. Παθαίνω περιοστίτιδα στο δεύτερο πόδι. Και εκεί, λοιπόν, βρίσκω από αγγελίες φυσιοθεραπευτών, είχα και έναν Έλληνα πολιτικό μηχανικό που με βοηθούσε, και με πάει η μοίρα στον Στέφαν. Ο Στέφαν, λοιπόν, ήτανε από τα highlight ανθρώπων της δράσης αυτής, με περιέλαβε, ήταν και… μίλαγε αγγλικά. Ήτανε μαραθωνοδρόμος, τριαθλητής, μου έκανε δωρεάν τις 4 από τις 5 θεραπείες, μου βρήκε να κάνω μαγνητική τομογραφία, πιο φθηνά κάπου εκτός Μιλάνου, και επίσης μου βρήκε και ακόμα και συνέντευξη να δώσω. Δεν υπήρχε αυτό το άτομο. Στο δεύτερο τραυματισμό, την περιοστίτιδα, μου είπε: «Σου προτείνω να σταματήσεις. Μπορεί να πάθεις μεγάλη ζημιά και να κάνεις ένα χρόνο να ξαναμπείς στην προπόνηση». Του λέω: «Δεν υπάρχει». Μου λέει: «Το ξέρω. Θα είσαι ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο που θα παρατηρούμε όλοι τι θα γίνει από δω και πέρα με περιοστίτιδα». Μου πέρασε με τα φάρμακα και ξεκίνησα πάλι τρέξιμο.
Τελειώνω, λοιπόν, την Ιταλία και έρχεται η ώρα να μετακομίσω από το αγαπημένο Μιλάνο και την αγαπημένη Ιταλία. Διαισθανόμουνα έτσι κι αλλιώς από πριν ότι η Γαλλία θα είναι…
Δύσκολη.
Μια άλλη λέξη είναι καλύτερη από το δύσκολο. Ένιωθα σαν να είναι μάγισσα Μεσαίωνα, το Μεσαίωνα στη Γαλλία. Αλλά ένιωθα μεγάλο βάρος, γιατί ίσως ερχόταν… μπήκε Σεπτέμβρης, μίκραινε η μέρα, ήταν πολύ διαφορετικά. Η ψυχολογία στον υπερμαραθώνιο είναι το 70%, πόσο μάλλον σε κάτι τέτοιο. Άρχισα να βλέπω κιόλας ότι οι φίλοι σταματάνε την επικοινωνία. Ήμουν ένα ευχάριστο θέαμα για τις διακοπές μάλλον και μετά τα κεφάλια μέσα, ξαναρχίζουμε δουλειές. Οπότε έβλεπα αντί να με παίρνουν τηλέφωνο, μου γράφαν σχόλια. Εγώ πόσταρα συνέχεια στα social, στο Facebook, γιατί ήτανε… η μία σκέψη μου ήταν ότι μπορεί να πεθάνω –δε με ένοιαζε– κι η άλλη σκέψη –και να μείνει κάτι– κι η άλλη είχα αρχίσει να έχω συντροφιά μέσα από αυτό, αλλά «Πάρτε κι ένα τηλέφωνο, μη μου γράφετε στα σχόλια “Πρόσεχε”, πάρτε ένα τηλέφωνο». Μπαίνω, λοιπόν, στη Γαλλία, πάω στο Μοντάν, και ένιωθα να ’μια… ήμουνα έξω από ένα ενοικιαζόμενο εκεί, ένα ξενοδοχείο, το κοίταζα, ένιωθα λες και ήτανε το σπίτι από το «Ψυχώ». Ήταν τέτοιο το σκηνικό: μουντό, είχε αρχίσει κρύο, είχε ψιλόβροχο. Τα μαζεύω και φεύγω απ’ το Μοντάν. Όπως είπα, το αυτοκίνητο είχα ρίξει πολλά λεφτά για το σέρβις, πλην όμως πάταγα φρένο και έστριβε δεξιά. Και κατεβαίνω τώρα τις Άλπεις και έρχεται, κολλάει μια νταλίκα από πίσω μου και μου κάνει τρελό μπούλινγκ σε απόσταση μισού μέτρου. Ήμουνα δεξί διάζωμα με 100 χιλιόμετρα. Προφανώς σκέφτηκα μετά ότι απαγορευόταν να μου κάνει προσπέραση από αριστερά και ήθελε να πάω αριστερά για να πρέπει να περάσει. Εγώ, αντί γι’ αυτό, πάτησα γκάζι και άρχισα να κατεβαίνω όλο αυτό με το ψιλόβροχο και με αυτοκίνητο που τα φρένα ήταν περίεργα. Κακοί οιωνοί για τη Γαλλία. Θα σταματούσα, θα έμπαινα στο Chambéry, το έχασα όμως με το Google maps. Έλεγε «Στρίψτε δεξιά» κι εγώ δεν έστριψα. Το έχασα λοιπόν και έφτασα στη Λυών. Η Λυών ήταν πολύ δραματική, γιατί η μουντάδα, όλο αυτό, όλη η κακουχία και δεν έβρισκα ξενοδοχείο και δε λειτουργούσε η κάρτα. Το πρώτο βράδυ το έβγαλα στο αυτοκίνητο. Ήμουνα πολύ απογοητευμένος, έφτασα σε απόγνωση. Την άλλη μέρα βρήκα ξενοδοχείο και έβαλα τη λογική μου να δουλέψει λέγοντας: Αύριο θα ξημερώσει μια καινούργια μέρα, ηρέμησε. Και όντως την επόμενη μέρα έβγαλε ήλιο, περπάτησα λίγο τη Λυών, πέρασα και πάνω από τον… πώς το λένε τον ποταμό; Δε θυμάμαι, ο Saône ήτανε; Και άρχισα λίγο να αναθαρρώ. Την επόμενη μέρα, τη μεθεπόμενη βγήκα στη δουλειά. Πήρα λοιπόν το τρένο, πήγα στο Μοντάν να τρέξω το πρώτο κομμάτι. Τη δεύτερη μέρα, μου βγαίνει άλλος τραυματισμός στο άλλο πόδι, περιοστίτιδα, ξανά χάπια. Όχι τη δεύτερη μέρα, την τρίτη; Πάντως είχα τρέξει… εκεί έκοψα το πρώτο… έκοψα δύο κομμάτια εκεί: Ένα ήτανε γιατί δε με βοηθούσαν καθόλου οι σιδηροδρομικοί και μου έλεγαν ότι δεν υπάρχει τρένο από εκεί που ήθελα να πάρω το τρένο να φτάσω, οπότε έκοψα αυτό το κομμάτι –70 χιλιόμετρα ήτανε;– και μετά συνέχισα από το Chambéry και μετά προς Λυών και παθαίνω το δεύτερο τραυματισμό. Τη Λυών δε θέλω να την ξαναδώ, παρόλο που είχα ανακαλύψει ένα ωραίο μαγαζί με κρουασάν σοκολάτας! Οπότε αποφασίζω: Θα φύγω, θα πάω επόμενη πόλη-βάση. Και αποφασίζω να πάω στην Beaune. O σταθμός για να πάρω τρένο από τη Λυών ήταν από το ξενοδοχείο 4 χιλιόμετρα. Είχα επιπλέον 8 χιλιόμετρα να κάνω κάθε μέρα. Και ένα… και σε ένα τρέξιμο από το Chambéry –εκεί είχα τρέξει 60-55 χιλιόμετρα– πρόλαβα το τελευταίο τρένο τελευταία στιγμή, θα την έβγαζα απέξω – αυτό ήταν πρωθύστερο σχήμα. Τέλος πάντων, φεύγω από τη Λυών, πάω στην Beaune. Eκεί ο σταθμός είναι μόνο ενάμισι χιλιόμετρο περπάτημα. Και είναι μια μικρή πόλη, μια ωραία πόλη της Βουργουνδίας με τουρισμό για κρασιά και ένιωσα… άρχισα… ένιωσα μια ασφάλεια εκεί πέρα. Εκεί λοιπόν το κομμάτι, έτρεξα τα κομμάτια από τη Λυών μέχρι την Beaune και από την Beaune μέχρι τη les-Laumes.
Για να μείνεις παραπάνω;
Όχι, χρωστούσα το κομμάτι από τη Λυών μέχρι την Beaune, που ήταν 200… ήταν αρκετά χιλιόμετρα αυτό, 200 νομίζω, και μετά θα έτρεχα μέχρι μια πόλη που θα ήμουν μια ανάσα μετά από το Παρίσι. Ήταν 300 χιλιόμετρα νομίζω από την Beaune το Παρίσι. Η επόμενη πόλη ήταν η S-E-N-S, δεν ξέρω πώς προφέρεται. Εκεί, λοιπόν, σε αυτό το διάστημα έτρεξα τα πιο καλά μου χιλιόμετρα και γρήγορα, είχε δροσίσει, είχα λίγο αδυνατίσει, είχα δυναμώσει, εκεί πήγανε πολύ καλά το τρέξιμο, κατάπινα χιλιόμετρα σαν τον Πάκμαν. Φτάνω, λοιπόν, να τρέξω εκείνο το… έχω τελειώσει τα χιλιόμετρα μέχρι την Beaune –εκεί το ευχαριστήθηκα το τρέξιμο– και τρέχω μετά μέχρι την Ντιζόν και είπα: Θα τρέξω μέχρι τη les-Laumes και μετά θα φύγω από την Beaune. Τη μέρα που έτρεξα Ντιζόν-les-Laumes ήταν η πιο δύσκολη μέρα της δράσης. Ήταν εξήντα-τόσα χιλιόμετρα και έλεγα: Εντάξει, θα δω τι θα κάνω, θα πηγαίνω δίπλα στο τρένο και αν δω ότι κουράζομαι θα γυρίσω πίσω. Κάποια στιγμή, λοιπόν, το Google maps λέει το περιβόητο «Στρίψτε αριστερά». Εγώ πήγαινα… Εντωμεταξύ, ήταν καταπληκτικά γιατί είχε ψιλόβροχο στην αρχή, έτρεχα σε ένα ποτάμι, μετά ανέβηκα ένα βουνό, απίστευτα τοπία. Αυτά, με αυτά συνδέθηκα εγώ. Από τη στιγμή που δεν υπήρχε άνθρωπος να μου κάνει support, εγώ συνδεόμουνα με τη φύση, με το σύμπαν, έπαιρνα ενέργεια από εκεί. Κατεβαίνω, λοιπόν, το λόφο, πηγαίνω δίπλα στο τρένο και λέει «Στρίψτε αριστερά». Στρίβω λοιπόν αριστερά, γιατί ήταν πιο σύντομος δρόμος, ήταν δρόμος για πεζούς. Και αρχίζω να απομακρύνομαι από το τρένο. Κάποια στιγμή σου ξαναλέει «Στρίψτε αριστερά» και πλέον ο δρόμος γίνεται αγροτικός, μέχρι που λέει «Στρίψτε δεξιά» και βλέπω δασικό δρόμο και ανηφόρα. Νυχτώνει, έχω 1% στο κινητό, το power bank έχει τελειώσει, είναι 18:30 περίπου το απόγευμα, 20:00 νύχτωνε, και αρχίζω… Δεν μπορούσα να πάω πίσω, αυτό είναι το φοβερό, ότι λες μετά: Άμα πάω πίσω θα πρέπει να κάνω κι άλλα χιλιόμετρα, στον προηγούμενο σταθμό. Οπότε συνεχίζω. Και κάποια στιγμή, από [01:00:00]αριστερά… δεξιά μου έχει δάσος και αριστερά μου έχει φοβερά τοπία. Αποζημίωνε το τοπίο αλλά–
Η ανησυχία και–
Όχι ανησυχία, γιατί δεν είχα ακούσει «Στρίψτε δεξιά». Όμως το άκουσα. «Στρίψτε δεξιά», ελάχιστο νερό, 1% κινητό. Έλεγα: Υπάρχει Θεός και με βοηθάει αυτή τη στιγμή, γιατί δεν μπορεί, ήμουνα μισή ώρα με 1%. «Στρίψτε δεξιά», στρίβω δεξιά λοιπόν και μπαίνω στο δάσος. 19:00 η ώρα το απόγευμα πλέον και αρχίζω και τρέχω σε τρελό ρυθμό, λέω: Να προλάβω να βγω πριν κλείσει. Έχω δεύτερο κινητό αλλά μου κάνει κόλπα με την περιαγωγή, γι’ αυτό φοβόμουνα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, κατά τόπους επειδή είχε βρέξει, είχε λάσπη, γιατί δεν έμπαινε ήλιος, πρόσεχα πάρα πολύ μη γλιστρήσω –θα σκοτωνόμουν–, κάποια στιγμή λοιπόν γλιστράω, οριζοντιώνομαι και Εδώ, λέω, μπορεί να ξεκινήσει η ταινία αυτής της ιστορίας. Εγώ· να γίνεται pause στο δρομέα που τρέχει σε ένα δάσος και να δείξουμε αυτός από πού έχει ξεκινήσει. Όμως δε γίνεται κανένα pause και σκάω στις λάσπες, γίνομαι χάλια, ευτυχώς δε χτυπάω, κλείνει το κινητό, βάζω την κάρτα στο άλλο και δε λειτουργεί. Και έχω τώρα τρεις δρόμους μπροστά μου και τη φαντασίωση ότι θα βγει ο κακός ο λύκος σε γκραν γκινιόλ κι η κοκκινοσκουφίτσα και θα με πάρουν στο κυνήγι κάποια στιγμή. Αλλά εγώ δε φοβόμουνα, αυτό ήταν το φοβερό. Ήτανε εκεί η αδρεναλίνη που δε με φόβιζε να περάσω τη νύχτα σε ένα δάσος. Είπα: Θα τρέξεις, μεγάλε, και όπου βγει. Και όπου βγει, δεν ξέρω αν θυμίζει κάτι. Και όπου βγει, λοιπόν. Ξαφνικά λειτουργεί το άλλο το κινητό. Οπότε κοιτάζω πώς θα βγω από το δάσος, βγαίνω και βλέπω «7 χιλιόμετρα, les-Laumes», 4 χιλιόμετρα από το προηγούμενο χωριό. Και έχω τη φαεινή ιδέα να γυρίσω πίσω. Γυρίζω πίσω, έχει νυχτώσει, τα φωτάκια των σπιτιών ήταν ένας πίνακας του –πώς το λένε τον Ολλανδό;– van Gogh… τι ωραίος πίνακας ήταν αυτός! Λέω: Τώρα θα πάω στο τρένο. Γύρισα πίσω στον πιο κοντινό σταθμό τρένου, που έδειχνε ότι έχει τρένο. Φτάνω λοιπόν εκεί και δεν έχει τρένο. Και η les-Laumes πλέον από την άσφαλτο δεν είναι 7 χιλιόμετρα αλλά 16 ή 14. Δε θα ξεχάσω ποτέ όταν έβαζα τα ρούχα τα πιο βαριά, γιατί είχε αρχίσει να έχει κρύο, αρκετό κρύο, ότι ένιωσα αριστερά μου να υπάρχει κάτι. Γυρίζω και βλέπω δέκα ζευγάρια μάτια να με παρακολουθούν μες στη νύχτα. Αρχίζω και τρέχω και καλπάζουν μαζί μου. Νόμιζα ότι ήταν αγελάδες, μάλλον άλογα πρέπει να ήτανε, γιατί για 800 μέτρα, θυμάμαι τώρα εγώ, υπήρχε ο καλπασμός και αυτό μου έδινε τέτοια ενέργεια και συντροφιά. Τι να τον κάνεις τον άνθρωπο; Φτάνω στη les-Laumes 22:00 η ώρα το βράδυ με 3 κελσίου, χωρίς νερό, το κινητό ευτυχώς υπήρχε το άλλο και άκουγα και μουσική. Όλο το έβγαλα με ελληνικούς σταθμούς, όλο αυτό μέχρι τη Γλασκώβη, ήταν η συντροφιά μου. Και λέω: Τώρα τι θα κάνω; Περνάει μια ώρα, να φάω, να ντυθώ με στεγνά ρούχα. Κουβάλαγα επίσης 3 με 4 κιλά στην πλάτη, μέχρι να πιω τα νερά. Ο σταθμός έχει κλείσει του τρένου στη les-Laumes και είμαι στο παγκάκι, περνάει μια ώρα, 3 Κελσίου, σηκώνομαι σκεβρωμένος. Πού να προφυλαχθώ τώρα, πώς θα περάσει μέχρι τις 5:00 το πρωί που ανοίγει ο δρόμος για να γυρίσω στην Beaune; Το λέω για να καταλάβει και ο κόσμος το σύστημα. Λοιπόν, βρίσκω μια αποθήκη με ποδήλατα, πάω ανοίγω το χερούλι και άνοιξε η πόρτα. Ευτυχώς ήταν επαρχία, δεν ήταν κλειδωμένο. Μπαίνω μέσα, έκοβε και ακούω μια εκπομπή… εκπομπές σε επανάληψη. Λέω: Μιάμιση ώρα είναι η εκπομπή, θα ακούσω τέσσερις, θα ξημερώσει. Κάθε μισή, μία ώρα άλλαζα στάση γιατί πιανόμουνα τρελά και κάποια στιγμή, κατά τις 5:00 η ώρα, νιώθω μια παρουσία. Είναι κάποιος που είχε βγάλει το σκύλο του βόλτα. Εντωμεταξύ, δεν έβρισκα ξενοδοχεία επίσης, θα πήγαινα σε ξενοδοχείο. Και λέω: Πλησιάζει η ώρα. 05:40 ήταν το πρώτο τρένο. Και κάποια στιγμή νιώθω ένα φως αριστερά μου, γυρίζω. Αυτό πρέπει να το κάνει κάποιος σκηνοθέτης, δεν ξέρω, ο Spielberg της εποχής εκείνης, κάποιος να βάλει και μουσικές, o… που έκανε το «Ναυαγό». Γυρίζω και βλέπω φως από το σταθμό, σηκώνομαι λες και είναι πλοίο που εγώ είμαι ναυαγός και είναι πλοίο που περνάει και τρέχω να το προλάβω. Φτάνω έξω από την πόρτα, δεν ήξερα αν θα ανοίξει πόρτα, αλλά είναι αυτοματοποιημένα όλα. Ανοίγει η πόρτα, μπαίνω μέσα και ακριβώς μέσα, δίπλα στην πόρτα είχε ένα μηχάνημα με φαγητά, με νερά. Και έχω κέρματα αλλά δεκάλεπτα-εικοσάλεπτα και τα ρίχνω στο μηχάνημα. Κάποια δεν πιάνουν και κάθε φορά που έκανα την κίνηση να ρίξω το κέρμα, το φωτοκύτταρο έπιανε την κίνηση και άνοιγε η πόρτα και έμπαινε κρύο. Και αρχίζω και τρέμω σύγκορμος και να μονολογώ: Σε παρακαλώ, δέξου το κέρμα, σε παρακαλώ. Το δέχτηκε κάποια στιγμή, βγαίνει το νερό, βγαίνει και νουτέλα μπισκότα που πήρα και πάω αριστερά σε ένα καλοριφέρ που έβγαζε τρελή ζέστη, κάθομαι και ένιωσα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Με λίγο νερό και λίγη ζεστασιά. Όπως καταλαβαίνεις, τέτοιες εμπειρίες σε κάνουν να βλέπεις τα πράγματα που μας αγχώνουν γελοία. Γι’ αυτό είπα πριν και για το άγχος των ηθοποιών για κάποια πράγματα. Έλεγα χθες σε μια σχολή για ένα βιβλίο, το Ο σιωπηλός πολεμιστής, πολεμικών τεχνών που μιλάει ο συγγραφέας για μια φωνή που έχουμε οι άνθρωποι που μπορεί να παγώσει ό,τι κινείται. Και ήταν στον κήπο του και το παιδάκι του έβγαινε στο δρόμο, ήταν σε μεγάλη απόσταση, και έβγαλε αυτή τη φωνή. Προφανώς είχε εξασκηθεί, δεν ξέρω, και το παιδάκι πάγωσε, σταμάτησε από αυτή τη φωνή. Έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε, θέλω να καταλήξω, την παράσταση. Σαν να είναι το παιδί μας, τόσο κρίσιμο, που βγαίνει στο δρόμο. Με τέτοια ενέργεια πρέπει να πηγαίνει ο ηθοποιός. Γι’ αυτό λέω ότι μου φαίνονται τα πράγματα κάπως. Αλλά ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Στην κβαντική φυσική μπορεί να ισχύει, μπορεί και όχι. Λοιπόν.
Προχωράμε.
Είμαι, λοιπόν, σε αυτή την πιο δύσκολη μέρα, παίρνω… τελειώνω με την Beaune, πηγαίνω στη Sens, έχω ένα διαμερισματάκι υπέροχο και αρχίζω να κάνω χιλιόμετρα μέχρι τη Sens. Πάλι έχω μπει σε ένα δάσος, είχα ορκιστεί να μην ξαναμπώ σε δάσος, και ακούω γρυλίσματα. Αυτό επίσης ήταν κάτι πολύ ωραίο. Πρέπει να ήταν αγριόχοιροι, δεν ήταν εκεί… ήτανε ένα δάσος στη μέση του πουθενά, σε μια επαρχία τώρα, και ακούω γρυλίσματα. Όπου φύγει φύγει εγώ. Πάλι δε φοβόμουνα, έκανα βιντεάκια και το έπαιζα… αλλά το γρύλισμα ακούγεται στο βίντεο το πρώτο και στο δεύτερο τρέχω, ας πούμε, και λέω: «Παιδιά, με κυνηγάνε αγριόχοιροι!» Τελειώνει και η Sens και τώρα είμαι μια ανάσα από το Παρίσι, που κανείς δεν πόνταρε καν ότι θα φτάσω στο Παρίσι. Για μένα ήτανε το πρώτο μαξιλαράκι, δηλαδή και εκεί να τελείωνα ήμουνα τρομερά ικανοποιημένος για όλο αυτό που έκανα. Στο Παρίσι έφαγα το πιο ωραίο φαγητό από τον πάτερ Παναγιώτη, φιλοξενήθηκα στην Εστία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Την επομένη… Η δεύτερη απόγνωση ήταν εκεί γιατί σταμάτησαν να λειτουργούν και τα δύο κινητά. Δεν είχα περιαγωγή, δεν μπορούσα να βρω άκρη, κανείς δεν μπορούσε. Εκεί έφαγα σε ένα σπίτι Ελλήνων που είχαν… που ζούσαν πλέον στο Παρίσι και είχανε τις δουλειές τους. Εκεί ένιωσα σαν να είμαι στην Ελλάδα προ κρίσης. Οι οικογένειες μαζεύονται ευτυχισμένες, με τις κιθάρες τους νέοι άνθρωποι, με χαμόγελα, περνάνε ωραία, ένιωσα σαν να είμαι προ κρίσης στην Ελλάδα. Ο επόμενος σταθμός ήταν Αbbeville και μετά ήμουν μια ανάσα από το Καλαί που θα πήγαινα Αγγλία. Εκεί, λοιπόν, συνέβη το πιο συγκινητικό σε κάποια διαδρομή απ’ το Étaples. Μερικές φορές πήγαινα και ανάποδα για να τερματίζω στο ξενοδοχείο μου και να μην έχω φόβο για τρένα και λοιπά. Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, αποφάσισα να μην τρέξω από την Αbbeville στο Étaples, αλλά το αντίθετο. Πήρα το τρένο, πήγα εκεί και θα έτρεχα πίσω στο ξενοδοχείο. Την προηγούμενη μέρα, την προηγούμενη μέρα είχα τρέξει ένα φανταστικό μαραθώνιο, πολύ γρήγορο, και είχα πιει μόνο… δε θυμάμαι αν ήταν γρήγορος, είχα πιει όμως μόνο δύο μπουκάλια νερό. Ο φυσικοθεραπευτής μου πριν ξεκινήσω μου έλεγε: «Σε φοβάμαι για δύο πράγματα: για τα στοιχήματα που βάζεις με τα χρονόμετρα και για τη μοναξιά». Μου φάνηκε ούφο όλο αυτό. Είχε απόλυτο δίκιο, έβαζα στοιχήματα σε μια ακτιβιστική δράση, χρονόμετρο, πόσο γρήγορα θα πάω. Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, από Étaples προς Αbbeville στο ξενοδοχείο έχω πάρει τρία νερά. Αλλά είχα αφυδατωθεί την προηγούμενη μέρα και τα ήπια 20 χιλιόμετρα πριν φτάσω, που σήμαινε 3 ώρες περίπου, 2, δε θυμάμαι πόσες ώρες ήτανε, τα 3 χιλιόμετρα τα έκανα με 7-8 το χιλιόμετρο. Λοιπόν, μπαίνω, λοιπόν, μετά από 5 χιλιόμετρα, περίπου 4-5 χιλιόμετρα, σε μία πόλη και βρίσκω τρία πιτσιρίκια με ποδήλατα. Δε μιλάνε λέξη αγγλικά. Με Google translator τούς λέω αν υπάρχει κάπου να πάω να πιω νερό, να βρω νερό, μαγαζί και λοιπά. Αλλά μια που άνοιξα το Google translator, τους είπα: «Έρχομαι από την Ελλάδα για την κλιματική αλλαγή…» Με ακούγανε άναυδα, δεν ξέρω τι σκεφτόντουσαν, τους λέω «Merci». Φεύγω, «Goodbye. Τhank you». «Thank you» κι αυτά, φωτογραφία, βιντεάκι. Και αρχίζω και τρέχω. Και μετά από 2 λεπτά, τα δύο απ’ τα τρία έρχονται με τα ποδήλατα, τα βλέπω στο πεζοδρόμιο, δίπλα μου αριστερά, σταματάω και μου βγάζουν από τις τσέπες τους νομίσματα, γιατί νομίζαν ότι δεν έχω λεφτά. Μου δώσαν από το χαρτζιλίκι τους. Πάντα συγκινούμαι σε αυτό το σημείο, γιατί ήταν η απόλυτη ανιδιοτέλεια και αθωότητα και αυτό που θα έπρεπε να είμαστε, τέλος πάντων, σε έναν ιδανικό κόσμο, συνάντησα κάτι ιδανικό εκείνη τη στιγμή. Έφυγα λοιπόν, συνέχισα και μετά από 5 λεπτά έρχονται με μπουκάλι νερό. Και επειδή αργότερα στη Σκοτία έπαθα αφυδάτωση, εάν πάθαινα στα υπόλοιπα 14 χιλιόμετρα αφυδάτωση μέχρι την Αbbeville, μπορεί τώρα να μη γινόταν αυτό εδώ. Αν σκοτείνιαζαν όλα και λιποθυμούσα σε κάποιο δρόμο επαρχιακό, νύχτα, δεν ξέρω πότε θα με βρίσκανε, γιατί αυτό παθαίνεις. Τέλος πάντων, με το νερό τους όμως εγώ έφτασα στην Αbbeville και μετά έμενε ένα κομμάτι, ένα ονειρικό επίσης κομμάτι, από Étaples Καλαί, 62 χιλιόμετρα. Ξεκίνησε εκείνη η μέρα με πολλή βροχή, με πολλή σκοτεινιά και είχα τρελό άγχος γιατί νόμιζα ότι περνάω πάλι από δάσος. Πλέον είχε αρχίσει το άγχος μου να με κατακλύζει και να παθαίνω υστερίες όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν κατ’ ευχήν. Τότε, λοιπόν, έστειλα θυμάμαι μήνυμα στο Facebook: «Παιδιά, βοηθήστε με, δεν μπορώ να δω τι καιρό θα έχει». Και βροχή μηνύματα από Αθήνα που ψάξαν και βρήκαν πώς θα είναι ο καιρός και «Μην ανησυχείς»… Μια υπερμαραθωνοδρόμος, μάλιστα, μου είπε και πώς είναι η διαδρομή. Και πραγματικά ήταν η πρώτη φορά εκτός από τις Άλπεις που ήταν συνέχεια ανηφόρες-κατηφόρες, λες και ήταν επίτηδες. Όταν όμως έφτασα σε ένα ψηλό σημείο και είδα θάλασσα ήταν πραγματικά «Θάλαττα, θάλαττα». Έβλεπα το Καλαί και έβλεπα ότι θα αποχαιρετήσω τη Γαλλία. Η πιο ευτυχισμένη στιγμή της [01:10:00]ζωής μου, της ζωής μου στους τρεις μήνες, ήταν όταν έφτασα στο Καλαί. Είχα βάλει στο ένα κινητό σκηνή… μουσική απ’ το «Ρόκι» και έτρεχα κλαίγοντας, έλεγα «Τέλος η Γαλλία, τελείωσε η Γαλλία». Και έφτασα στο τρένο εκείνη τη μέρα, πρόλαβα μπήκα μέσα, γιατί μου δώσανε λάθος διεύθυνση. Μου έστειλε μία φίλη που γνώρισα στο Παρίσι τη διεύθυνση του σταθμού και πάτησα το Google maps, αλλά με έβγαζε από την πίσω μεριά και μπήκα στο τρένο και με το που μπαίνω κλείνει η πόρτα. Θα το έχανα δηλαδή στο δευτερόλεπτο κι είχα βγάλει εισιτήριο την επόμενη. Όχι, την επομένη έμεινα στο ξενοδοχείο.
Γύρισα πίσω, είχα τελειώσει με τη Γαλλία, παίρνω το αυτοκίνητο, φτάνω, έγινε κι ένα μεγάλο λάθος με το Google maps, έστριψα νωρίτερα δεξιά και πήρα το δρόμο για Παρίσι, οπότε εκεί που είχα 2 χιλιόμετρα για να πάω στο λιμάνι, είχα 42. Μπήκα στο πλοίο, φτάνω στο Ντόβερ. Ο τελωνειακός τυπικά με ρωτούσε πράγματα και εγώ του είπα όλη την ιστορία της ζωής μου! Μου λέει: «Ξέρετε απαγορεύονται τα ναρκωτικά». Του λέω: «Όπως και σε όλες τις χώρες. Είμαι πολύ ευτυχισμένος που είμαι στη χώρα σας!» Λοιπόν, άναυδος αυτός με άφησε, μου είπε «Καλή τύχη». Και εκεί έκοψα άλλο ένα κομμάτι από το Ντόβερ μέχρι το Ντάρτφορντ, δεν το έτρεξα. Και έτρεξα μέχρι το Λονδίνο, όπου με περίμενε ο Θοδωρής, ένας ιντερνετικός φίλος που συζητούσαμε όλον τον καιρό, και πριν και κατά τη διάρκεια. Και ξαναέτρεξα με άνθρωπο στο Λονδίνο ένα τεσσάρι χιλιόμετρα. Άλλη ευτυχισμένη στιγμή δίπλα στον Τάμεση! Την επόμενη μέρα ήταν αυτό το συγκλονιστικό, που πήρα το τρένο να πάω στο Λούτον για να γυρίσω Λονδίνο να κάνω τη διαδρομή Λούτον-Λονδίνο-Λούτον ανάποδα. Σκάω στο σταθμό στο Λούτον και βλέπω μια τεράστια επιγραφή «If you can dream it, you must do it». Aυτό είναι μια ατάκα του Walt Disney, που την είδα στο Μουσείο Moco του Άμστερνταμ πέρυσι που είχα πάει και ήταν ένα γκράφιτι του Βanksy που είχε εμπνευστεί από αυτή την ατάκα του Walt Disney. Στο Λούτον όμως ο αρχιτέκτονας αυτός, ο σχεδιαστής, είχε γράψει σε μια μεγάλη πλευρά του τοίχου ενός μουσείου, τι ήταν αυτό, στο Λούτον: «If you can dream it, you must do it». Καταλαβαίνεις πώς ήταν για μένα που το dream… έκανα το dream, να είναι σαν κάποιος να μου λέει κάτι «Μεγάλε, εσύ είσαι αυτό». Λοιπόν, δε θα ξεχάσω αυτή τη διαδρομή στο Λούτον, 4 χιλιόμετρα που δεν υπήρχε πεζοδρόμιο, το άγχος μου, περνούσαν νταλίκες από δίπλα μου. Επίσης στην Ιταλία σώθηκα από θάνατο γιατί κοίταζα δεξιά αυτοκίνητα που θεωρούσα ότι θα στρίψουν αριστερά, ενώ συνέβαινε το αντίθετο και πέρασε ένα κλάσμα ξυστά.
Στην Αγγλία;
Αυτό έγινε στην Ιταλία. Στο Λούτον συνέβη αυτό, που πήγαινα σύριζα από νταλίκες. Δηλαδή αναγκαζόμουνα να σκαρφαλώσω, ήταν ένας στενός δρόμος διπλής διαδρομής… και εκεί συνάντησα ένα άλλο, συνήθεια των Άγγλων που δεν είχαν άλλοι. Ας πούμε, στην Ιταλία ειδικά η οδηγική συμπεριφορά ήταν φοβερή, κάναν δηλαδή και 2 μέτρα πιο αριστερά για να μου αφήνουν χώρο όταν με βλέπανε. Στην Αγγλία οι άνθρωποι ήταν Νίκι Λάουντα, ήτανε Σένα, πηγαίναν με χίλια, δεν καταλάβαιναν τίποτα. Αλλά μετά ήταν φανταστική διαδρομή μέχρι το Λονδίνο. Έφτασα στο Γουέμπλεϊ πολύ συγκινημένος, πήγα με τα πόδια στο Γουέμπλεϊ, έβγαλα τις φωτογραφίες και μετά μετέθεσα, μετέφερα τη βάση μου στο Ράγκμπι. Από εκεί νομίζω ξεκίνησε το ράγκμπι το άθλημα, από αυτή την πόλη. Εκεί έκανα πολύ ωραία τρεξίματα και σε ένα τρέξιμο κατέληξα στο σταθμό που θα με γύρναγε πίσω και εκεί συνάντησα μια μάνα με την κόρη, 18 χρονών η κόρη. Τους είπα την ιστορία μου, άκουγαν, άκουγαν, άκουγαν και όταν ήρθε η ώρα να κατέβω στο Ράγκμπι με πιάνει την πιο σφιχτή αγκαλιά που με έχει πιάσει άνθρωπος που δε γνωρίζω για αρκετή ώρα και η κόρη της μου βγάζει αυτό το βραχιολάκι με πέτρες και μου λέει: «Πάρ’ το για ενεργειακή δύναμη, αυτό δεν το βγάζω ποτέ από το χέρι μου». Ναι. Τέλος πάντων, στο Μάντσεστερ υπήρχε η Ρόζι, φίλη από Αθήνα που ζούσε εκεί και ήταν ο στρατηγός μου, ο οποίος και τι δεν έκανε, μέχρι και χορηγία μου βρήκε 250 λίρες και συνέντευξη στην Γκάρντιαν βρήκε, ήταν φοβερή η υποστήριξή της. Και εκεί έκανα τα χιλιόμετρα που υπολείπονταν μετά το Ράγκμπι μέχρι το Μάντσεστερ, είχα τρέξει και ένα πολύ γρήγορο, το πιο γρήγορο δεκάρι μου εκεί. Όπου συναντώ τον φωτογράφο στο γήπεδο της Μάντσεστερ που με είχε φωτογραφίσει με το κιλτ και με τη φουστανέλα. Είχε έρθει εκεί να με φωτογραφίσει και στο Γουέμπλει, ο Γιάννης. Και μετά αρχίζει η κόπωση, η κόπωση ήταν τόνοι κούρασης. Θυμάμαι την πρώτη φορά που δεν άντεξα να τρέξω πάνω από 13 χιλιόμετρα ήταν στο Μάντσεστερ, έπιασε και βροχή, λέω Άσ’ το, είχα άλλο πρόγραμμα. Επίσης, ποτέ δε με σταμάτησε στοιχείο της φύσης, βροχές, άνεμοι και τέτοια ή καύσωνες, ποτέ. Ειδικά στη Γαλλία προέβλεπε βροχή η εφαρμογή και ψιλόβρεχε και μετά άνοιγαν οι ουρανοί.
Να αρρωστήσεις και να κρυώσεις απ’ τον καιρό;
Δεν υπήρχε περίπτωση, δεν υπήρχε περίπτωση να μη φτάσω στη Γλασκώβη από το οτιδήποτε.
Δε σου έτυχε να αρρωστήσεις;
Όχι, είχα τους τραυματισμούς.
Απίστευτο–
Ναι.
…και το να μην κρυώσεις–
Ναι, αλλά–
…απ’ το να βρέχεσαι.
Ναι, γιατί λειτουργούσα… Είδα στα βίντεο, βλέπω στα βίντεο ότι κουτσαίνω και δεν το καταλαβαίνω. Οι τραυματισμοί υπήρχαν στα πόδια μου και έχω ψιλοκούτσαμα. Εκεί που κουράζομαι, δηλαδή, γέρνω κι όμως δεν καταλάβαινα τίποτα.
Δηλαδή να τρέχεις βρεγμένος δεν ήτανε–
Δε βράχηκα πολύ ποτέ. Μόνο μια καταρρακτώδη βροχή έριξε στο Chambéry που σταμάτησε στο δεκάλεπτο. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Αυτό που έγινε στο Chambéry όταν ανέβηκα στο βουνό και κατέβαινα στη Λεπιζέν, πώς λεγόταν αυτή η πόλη; Δε θυμάμαι. Είχε μια λίμνη, το οποίο ήτανε πίνακας, ήτανε δηλαδή… αυτό σε αποφόρτιζε, σε ξεκούραζε, αυτό το τοπίο με την πεδιάδα, με τα σπίτια τύπου ελβετικά, μετά ένα άλογο που χάιδεψα, αγελάδες. Όλο αυτό ήτανε τρομερά ξεκουραστικό. Τέλος, πάμε πάλι στο Μάντσεστερ. Εκεί έφαγα μια χύμα σε μια διαδρομή. Ευτυχώς έπεσα μπροστά και εκεί πέρασε νταλίκα δευτερόλεπτα μετά. Τρέχαν σαν παλαβοί οι Άγγλοι. Κάτι αξιοσημείωτο δεν έγινε εκεί, πέρα από το βραχιολάκι. Η Ρόζι που με βοήθησε πολύ. Εκεί μίλησα και με τον πρωθυπουργό, στο Μάντσεστερ, με πήρε να με συγχαρεί, είχαμε μια βιντεοκλήση. Του είπα κιόλας… Επίσης, νομίζω αυτός ήταν φωτογράφος του Τσίπρα, που μου έδωσε αυτή τη συσκευή για να μετράω, είναι και ακτιβιστής και με το περιβάλλον… ο Μάριο; Δε θυμάμαι το όνομα τώρα. Μου έδωσε μια συσκευή που μετράει την ατμοσφαιρική ρύπανση. «Δεν τα πάμε καθόλου καλά», είπα στον πρωθυπουργό. Και ενώ στη Γαλλία νομίζω ήταν καλά, στην Ιταλία ήταν επίσης άσχημα, νομίζω στη Γαλλία ήταν καλά, έχει κάνει φοβερές εκθέσεις με τα στοιχεία που του έστελνα με φωτογραφικό υλικό, απίστευτες εκθέσεις από την Αθήνα μέχρι τη Γλασκώβη. Είχε αρχίσει λοιπόν η κούραση, τρελή κούραση και επόμενος σταθμός ήταν το Carlisle. Ωραία πόλη κι αυτή, είχε μια ωραία πιτσαρία, θυμάμαι. Έκανα τα χιλιόμετρα. Εκεί έπαθα τη μεγάλη αφυδάτωση γιατί… Penrith λεγότανε; Είχα τρέξει από τη… ανάποδα πάλι έκανα αυτό, προς το Penrith, πήρα το τρένο να γυρίσω και μετά πήγα τζακούζι, κάθισα 45 λεπτά, ήταν πολύ ζεστό και συνέχιζα να αφυδατώνομαι. Kαι κάποια στιγμή παθαίνω αυτή τη σκοτοδίνη, νόμιζα θα πεθάνω. Bγαίνω και άρχισα σιγά σιγά να συνέρχομαι, ήμουνα έτοιμος για λιποθυμία και λέω Aν πάθαινα αυτό στο Αbbeville… που έπαθα εκεί. Και μετά ήρθε το support, η Μυρτώ, και μπαίνω στην τελική ευθεία, Σκοτία. Δε θα ξεχάσω πρώτα απ’ όλα ότι είχε πάρει το αυτοκίνητό μου και οδηγούσε αυτή, δε χρειαζόταν να κουβαλάω τα 3 κιλά. Πετούσα. Έφτασα τα 2.000 χιλιόμετρα, εκεί λίγο πριν τη Σκοτία έγραψε 2.000 χιλιόμετρα. Η ψυχολογία ήταν κάτι το απίστευτο εκεί, όταν έγραψε 2.000 χιλιόμετρα. Και φτάνουμε την προτελευταία μέρα που πηγαίναμε στην Dark Sky Town Moffat. Πραγματικά dark sky ήταν η ψυχή μου, το σώμα μου, τα πάντα. Όταν έφτασα στο Moffat, το πρόγραμμα έλεγε άλλα 9 χιλιόμετρα που έκοψα. Ήταν να βγουν 2.421, βγήκαν 2.070, συγνώμη. Και φτάνω, βλέπω και την ταμπέλα αυτή «Τhe Dark Sky Town», μπαίνω στο αυτοκίνητο, της λέω: «Μυρτώ, έχουμε άλλα 9 χιλιόμετρα σήμερα, αλλά τέλος». Πάμε στο Moffat, τρώμε, κάνω το τελευταίο βιντεάκι εκεί στο ξενοδοχείο, τρώγοντας ντορίτος –φανταστικά ντορίτος, δεν τα έχει εδώ στην Ελλάδα–, σε πολύ καλή διάθεση. Κοιμάμαι ένα εξάωρο, που είναι αρκετό. Άλλες φορές κοιμόμουνα τετράωρο να φανταστείς. Έκανα 40 χιλιόμετρα και 50 με 3 ώρες ύπνο. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την υπερένταση, κοιμόμουνα τύπου 1:00 και 5:00 έπρεπε να ξυπνήσω να πάρω τα τρένα και όλα αυτά. Ειδικά στη Λυών συνέβη αυτό. Οπότε, ξυπνάω την άλλη μέρα, νιώθω πολύ καλή ψυχολογία, εντάξει το στομάχι μου. Πάμε, αγοράζουμε ένα κιλτ. Γιατί σκέφτηκα όταν τερματίσω να βάλω το κιλτ. Πάμε σε ένα φούρνο, παίρνουμε διάφορα και πάμε σε μία πόλη, δε θυμάμαι. Είχα υπολογίσει να είναι 42,2 χιλιόμετρα από τη Γλασκώβη, να τρέξω ακριβώς μαραθώνιο. Ξεκινάω, λοιπόν, και πάω πολύ γρήγορα και λέω μέσα μου: Μεγάλε, δε θα βγάλεις πάνω από 10-20 το πολύ. Αλλά είχα στο μυαλό μου ότι πρέπει να φτάσω τρεισήμισι η ώρα γιατί με περίμενε ο επίτιμος δήμαρχος, κανάλια, φίλοι, WWF, διάφοροι και δεν μπορούσα να το στήσω. Βέβαια, έλεγα ότι αν δεν προλάβω θα πάρω το αυτοκίνητο, θα πάμε με το αυτοκίνητο, ό,τι είναι να γίνει, αλλά καλπάζω. Μην τα πολυλογώ, έκανα τον πέμπτο καλύτερο χρόνο μου σε μαραθώνιο – αγωνιστικό, όχι ακτιβιστικό. Έκανα μια ώρα πιο γρήγορα από τον πιο γρήγορο μαραθώνιο που είχα κάνει 4 ώρες 50, έκανα 3 ώρες 50. Γυρνάμε πίσω, τερματίζω, ήμουνα σε άλλη διάσταση, είχα ένα χαμόγελο, επικοινωνούσα με τον κόσμο, αλλά σκεφτόμουνα το κρεβάτι μου στην Αστυδάμαντος, τίποτα άλλο. Το μόνο που μου είχε καρφωθεί ήταν να γυρίσω πίσω στα γατάκια μου και να ηρεμήσω, πώς και πώς το περίμενα αυτό. Την άλλη μέρα πήγαμε στη μεγάλη διαδήλωση, κόσμος και κόσμος από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα είχαν έρθει να πληρώσουνε τη βραδιά και 300 ευρώ. Δεν ξέρω πού μένανε, οι τιμές είχαν ανέβει αντί να κατέβουν για να… Τέλος πάντων, εγώ πάντως ξενέρωσα ομολογώ με όλο αυτό, δεν έβλεπα κάποιον παλμό.
Μίλησες με κάποιον;
Ναι. Η Άννα η Τζερομέντα στο Μιλάνο είχε μια ΜΚΟ για τη ρύπανση από τα πλοία στη Μεσόγειο και η μητρική ήθελε να πάω να μιλήσω. Εγώ με όλο αυτό που συνέβαινε στράβωνα, με την εγκατάλειψη από τον κόσμο, με αυτό που έγινε στη Γαλλία, που δεν υπήρχε άνθρωπος, είχα στραβώσει πάρα πολύ. Και αυτή επέμενε, η Άννα. Μάλιστα στην αρχή μού έλεγε: «Θα μπω να [01:20:00]μιλήσω στον Μπάιντεν». Και λέω: «Πώς είναι δυνατόν;» Τελικά θα μπορούσα να μπω. Μου είπε ότι «Δεν μπορείς», βέβαια, γιατί είδα ακτιβίστρια που είχε μπει και είχε μιλήσει, είδα βίντεο. Θα μπορούσε, γιατί ήξερε αυτή το διοργανωτή της διάσκεψης. Και στράβωσα τόσο πολύ που λέω: «Δε θέλω να μπω σε κανέναν να μιλήσω». Ήμουνα… πού ήμουνα; Στο Μάντσεστερ ήμουνα; Και ξαναπήρε να με πείσει να μπω να μιλήσω. Τώρα να σου πω την αλήθεια θα ήθελα, αλλά σημασία δεν έχει τι θες τώρα, τότε δεν ήθελα. Οπότε όταν έφτασα δε μίλησα πουθενά, μόνο σε κάτι σκοτσέζικα κανάλια που είπα δυο τρεις κουβέντες όταν τερμάτισα. Την άλλη μέρα πήγαμε στη διαδήλωση, έβλεπα όλο αυτό το πράγμα που δε με ενέπνεε, δε με ενέπνεε, δηλαδή δεν ένιωθα ότι μπορεί να γίνει κάτι δυνατό. Και η απόδειξη ήταν… δηλαδή είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι δε θα γίνει τίποτα και όπως και δεν έγινε. Δηλαδή απλά παραδέχθηκαν στη διάσκεψη ότι όντως ισχύουν κάποια πράγματα και εμείς αυτή τη στιγμή καλπάζουμε για 2 Κελσίου αύξηση της θερμοκρασίας. Ενώ ο στόχος ήταν 1,5 καλπάζουμε για 2. Η ρύπανση, ο άνθρακας, είμαστε λίγο πριν σύμφωνα με το «Breaking Boundaries», ένα ντοκιμαντέρ επίσης του Αttenborough και τον Johan Rockström, έναν επιστήμονα που έχει ποσοτικοποιήσει τους εννιά άξονες που κρατάνε την ισορροπία στον πλανήτη, υπάρχει: ασφαλής ζώνη, η επικίνδυνη και η άκρως επικίνδυνη. Εμείς κοντεύουμε να μπούμε στην άκρως επικίνδυνη στον άνθρακα, υπερθέρμανση, πάγοι, όλα αυτά, είμαστε οριακά, γι’ αυτό ίσως περάσουμε το breaking point. Και κανείς δε νοιάζεται. Εγώ νιώθω χρόνια ότι είμαι στο δωμάτιο στην τελευταία σκηνή στο «Μωρό της Ρόζμαρι», χρόνια το νιώθω αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων, μετά δε με χώραγε ο τόπος. Τη μεθεπόμενη μέρα που θα πηγαίναμε Εδιμβούργο φόρτωσα το αυτοκίνητο και σηκώθηκα και γύρισα. Πρώτος σταθμός Λονδίνο, εκεί πήγα στην πρεσβεία, με υποδέχτηκαν εκεί πέρα ωραία και καλά.
Την μεθεπόμενη μέρα έφυγα για Παρίσι, κοιμήθηκα εκεί και την επόμενη μέρα έπρεπε να οδηγήσω μέχρι την Ανκόνα γιατί θα έχανα το τελευταίο πλοίο για να προλάβω να είμαι στα γενέθλιά μου στο Μαραθώνιο, στο Καλλιμάρμαρο. Ήμουν στο αυτοκίνητο 25 ώρες με 4 ώρες ύπνου και μια αγωνιώδη υπερμαραθώνια προσπάθεια να προλάβω το πλοίο, το πρόλαβα. Όταν έφτασα Ελλάδα ήταν άλλο το κλίμα, ήταν για μπάνιο κανονικά. Το κρύο στη… Ναι, ήθελα να πω ότι στη Γλασκώβη είχα αρχίσει να έχω τέτοια υπερένταση, τέτοιο φόβο, που νόμιζα ότι θα βγει το τέρας του Λόχνες τις τελευταίες μέρες, μέχρι την ημέρα που ονομάζω ανάσταση, την τελευταία. Λοιπόν, πολύ κρύο. Όταν γύρισα, λοιπόν, η διαφορά θερμοκρασίας ήτανε κορυφαία. Όταν μπήκα λοιπόν Αθήνα, επειδή είχα βάλει αυτοκόλλητα στο αυτοκίνητο–
Τι ημερομηνία επιστρέφεις;
12 Νοέμβρη. 13 πήγα πήρα τον αριθμό, έκανα μια προπόνηση και 14 έτρεχα. Όταν μπήκα με το αυτοκίνητο με τα αυτοκόλλητα, έλεγα: Τώρα θα αρχίσουν να με… Γιατί όταν μίλησα με τον Μητσοτάκη την άλλη μέρα όλα τα κανάλια –συγνώμη που είμαι γκρινιάρης, συγνώμη που έχω ένταση– πήρε να με ρωτήσει. Και με θυμήθηκαν όλοι, όλα τα κανάλια, τι έγινε που μίλησα με τον πρωθυπουργό και τι μου είπαν και είπα εγώ… του είπα και να τρέξουμε. Και μετά βγήκανε στα σάιτ: «Ο Άγης πρότεινε…» Αυτό τους νοιάζει, αυτό μας νοιάζει την ανθρωπότητα, το περί δια γραμμάτου ή το επιφανειακό, το να περνάει η ώρα, να υπάρχουν ειδήσεις συνέχεια, να υπάρχουνε Τέμπη και μετά να χορταίνουμε να πλακωνόμαστε και να υπάρχουν μετά ναυάγια, να πλακωνόμαστε γι’ αυτό, αυτό, γι’ αυτό είμαστε εξαρτημένοι. Είναι ένα σπιράλ θανάτου αυτό για μένα. Λοιπόν, περίμενα λοιπόν ότι θα μου κορνάρει κάποιος, τίποτα μα τίποτα. Ακόμα και στο Μαραθώνιο που έτρεξα την Τετάρτη… την Κυριακή, στα γενέθλιά μου, πάλι δεν είδα, ήταν σποραδικά κάποιοι, γιατί εκεί είναι όλοι δρομείς, ρε παιδί μου. Εντάξει, μπορεί να παίζει και λίγο ανταγωνισμός σε αυτά τα πράγματα. Είμαι σίγουρος ότι παίζει, ότι: «Μεγάλε, το παίζεις υπερμαραθωνοδρόμος» και διάφορα τέτοιου τύπου. Κάποιοι όμως πολύ εγκάρδια μου χτύπαγαν την πλάτη. Ούτε που με νοιάζει, ειλικρινέστατα μιλάω. Νιώθω αυτό που έλεγα πριν, ένα μυρμήγκι που μπορεί να σηκώσει ένα πιο βαρύ ψίχουλο, και αυτό είναι όλο. Αυτό, έτσι το βλέπω εγώ πλέον στη ζωή μου και πιο πριν και ακόμα πιο πολύ τώρα. Γι’ αυτό και δε βγήκα μετά σε κανάλια που με προσκαλούσαν. Ξενέρωσα. Και δεν υπάρχει κανένα άγχος. Κάποια στιγμή, θα έρθει η συμπαντική στιγμή να ξανακάνω κάτι άλλο, όπως γίνεται πάντα. Οπότε δεν υπάρχει κανένα άγχος. Μόνο το βιοποριστικό με νοιάζει βασικά. Όμως τερμάτισα στο Καλλιμάρμαρο και άκουσα από τα μεγάφωνα να με αναγγέλλουν, να περιγράφουν τι έκανα και στο τέλος με περίμενε ο Κεντέρης, με βράβευσε. Και εκεί έκλαιγα χωρίς δάκρυα, δεν είχα, δεν είχα δάκρυα να κλάψω, είχα όμως όλο το συναίσθημα απ’ τη συγκίνηση. Και μετά περίμενα ότι θα αρχίσει η απογοήτευση. Μετά άρχισαν δύσκολες καταστάσεις. Έχει περάσει ενάμισης χρόνος και έχω διάφορα προβλήματα στα γόνατα. Όμως υπόσχομαι ότι θα τα ξεπεράσω. Χθες έκανα μια ομιλία στα «Coffee Breaks» που διοργανώνει η Wise Greece. Μίλησα στον όμιλο Everest-Vivartia, έναν τεράστιο όμιλο. Εχθές, σαν εχθές πέθανε ο Αναγνωστάκης, που έχει γράψει τους «Δρόμους Παλιούς», «Δρόμοι Παλιοί», που ήταν η συντροφιά μου. Όταν έτρεχα πέθανε ο Θεοδωράκης ο Μίκης, όποτε άκουγα συνέχεια Θεοδωράκη για 15 μέρες. Και γίναν δυο τραγούδια τα τραγούδια της δράσης. «Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα κι ούτε κανένας με γνώριζε». «Δρόμοι Παλιοί» και το «Να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Οπότε χθες ήμουν πολύ συγκινημένος, με έπιασε συγκίνηση σε αυτή την ομιλία, άγγιξε πάρα πολύ τον κόσμο και ο διευθύνων σύμβουλος της Vivartia μου είπε: «Στην επόμενη δράση σας θα σας στηρίξουμε». Οπότε θέλω να πω ότι τα πράγματα αν παραμένεις ενεργός συμβαίνουν. Νομίζω όμως χρειάζεται να έχεις και λίγο ανιδιοτέλεια. Δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό, αλλά πιστεύω ότι το καλό κερδίζει στο τέλος, αν εγώ το εκπροσωπώ.
Ποιο είναι το μήνυμα που θα ήθελες να περάσεις με τη στάση σου;
Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε όλοι την υπέρβαση και ας κάνει ο καθένας τη δική του Γλασκώβη, αυτό είναι το μήνυμα. Όχι για μας, για τα παιδιά ΣΑΣ, γιατί εγώ δεν έχω. Εγώ τρέχω γι’ αυτό, για αρχές και αξίες. Στην αρχή έλεγα «Τρέχω για την κλιματική αλλαγή», μετά έλεγα «Γι’ αρχές-αξίες», ενώ συνέβαινε όλο αυτό, και μετά έλεγα «Εγώ θέλω να συνδεθώ με τον Μίκη Θεοδωράκη. Να είναι σε κάποια γωνία στη Γλασκώβη να συνδεθώ με το πνεύμα του αν υπάρχει», αυτό έβαλα στο μυαλό μου. Σίγουρα μου λέγανε άνθρωποι μετά ότι «Δε σου πατάγαμε like, αλλά εγώ περίμενα το βράδυ το βίντεό σου», ας πούμε. Εχθές στο «Τέχνης» υπήρχαν… υπήρχε μια κυρία, δεν ξέρω τι ήτανε, συνάδελφος, δεν ξέρω, που μου λέει: «Δεν έχανα…» Ωραίο είναι αυτό, εγώ αυτό θέλω. Εγώ λέω και στα παιδιά: «Και στην υποκριτική οι δυνατότητες είναι ασύλληπτες». Δεν τους λέω ότι εγώ το έχω πετύχει να κάνω το χρόνο να σταματήσει, να κάνω το κοινό, γιατί και ποιος με ξέρει στην τελική ως ηθοποιό; Λίγοι. Δεν έχω κάνει καριέρα γιατί έκανα τα δικά μου. Οπότε δεν έχω κάνει κάποιο μεγάλο ρόλο.
Αυτό που λες στα παιδιά;
Αυτό που λέω είναι περί ορίων. Γιατί βλέπω «Αχ, δεν μπορώ και κουράστηκα και δεν αυτό…» Τα όρια είναι ασύλληπτα. Μπορείς να έχεις τρέξει 2.040 χιλιόμετρα θεατρικά και να έχεις την επόμενη μέρα, που δεν μπορείς να σηκωθείς, την ασύλληπτη ενέργεια. Και οι ρόλοι και το θέατρο αυτό απαιτεί. Οι συγγραφείς οι μεγάλοι είναι διαχρονικοί, υπερχρονικοί, είναι άφθαρτοι και τέλειοι, τα έργα τους είναι τέλεια, γιατί δεν μπορεί ο χρόνος να τα φθείρει. Είναι τέλεια μαθηματικά τα έργα τους. Και ερχόμαστε εμείς τώρα να αναμετρηθούμε με αυτό. Πού πας, ρε Kαραμήτρο; Πρέπει να διευρυνθείς τόσο ώστε να μπορέσεις να–
Κάπου να συναντηθείς.
Ναι, να συναντηθείς, να φιλοξενήσεις αυτόν τον όγκο, ενεργειακό, πνευματικό, σωματικό, ψυχικό. Οπότε αυτό λέω στα παιδιά, ότι έχουν ασύλληπτα όρια και ότι αυτές τις στιγμές που έχω βιώσει –βέβαια είναι για το… στο δικό μου χαρακτήρα ταιριάζει– δε μετανιώνω. Γιατί ξεκίνησα την καριέρα –δε μου αρέσει αυτή η λέξη–, όπως είπα, με την καλύτερη παράσταση και πρωταγωνιστής στο Μega, «Του έρωτα και της φωτιάς, το τραγούδι αυτό». Λοιπόν, δεν αλλάζω τις στιγμές που έχω βιώσει με τις δράσεις και επί σκηνής που βλέπω μετά τους ανθρώπους, έχω δει –τις λίγες φορές που το έχω καταφέρει, γιατί έκανα τα άλλα– να έχουν αλλάξει. Ενώ πάω και βλέπω παραστάσεις sold out και ο θεατής βγαίνει έξω και δε βλέπω κάποια μετατόπιση, δε βλέπω κάποια σιωπή, δε βλέπω κάτι από αυτό που έχει συμβεί. Το οποίο φυσικά είναι πανδύσκολο να το πετύχεις, αλλά το θέμα είναι να έχεις την επίγνωση και να έχεις στόχο αυτό. Και για μένα το θέατρο είναι μια έκφανση της ζωής, αυτή η πράξη η ζωή είναι πάνω από όλα και όχι το θέατρο. Σου δίνει όμως τη δυνατότητα το θέατρο, γιατί οφείλεις να εννοείς, να εννοήσεις. Ζούμε σε έναν κόσμο που κανείς δεν εννοεί αυτό που λέει. Αυτή, λοιπόν, η κατάσταση είναι γι’ αυτό το λόγο. Πάντα λίγοι το κάνανε. Εγώ είχα την τύχη να συγχρωτιστώ, να διαμορφωθώ από τον Τάσο Μπαντή, τη Ράνια Οικονομίδου και τον Δημήτρη Καταλειφό.
Το μήνυμα είναι υπέρβαση;
Το μήνυμα είναι επίσης ότι τα πράγματα αλλάζουν με ένα σοκ στη ζωή. Ένα χωρισμό, ένα θάνατο. Είναι σοκ και σε μετατοπίζουν. Το σοκ από την κλιματική αλλαγή δε δίνει δεύτερη ευκαιρία. Μια πυρηνική βόμβα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι έδωσε δεύτερη ευκαιρία. Επίσης, ακούω τώρα ότι ο Πούτιν βάζει πυρηνικά στη Λευκορωσία. Δεν μπορώ να καταλάβω τι έχει στο μυαλό του… Όχι, καταλαβαίνω πλήρως. «Κατανοώ τους πάντες, συμπαθώ λίγους», αυτό το έλεγε ο Κέρουακ. Λοιπόν, κατανοώ τον κάθε άνθρωπο και έχω ενσυναίσθηση για τον κάθε άνθρωπο, καταλαβαίνω πώς νιώθει. Παιδιά δεν έχουνε; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουνε παιδιά; Εκτός αν είναι όλα εικονικά, δηλαδή δε θα γίνει πυρηνικός πόλεμος και δεν υπάρχει κλιματική αλλαγή. Αλλά και πάλι, η ανθρωπότητα οδεύει σε ένα κυνισμό, σε μια κατάσταση που δεν είναι σοφίας. Οπότε, περί σοκ που έλεγα, καλύτερα είναι να σοκάρεις τον εαυτό σου με [01:30:00]μια Γλασκώβη, με μια υπέρβαση, για να συνειδητοποιήσεις ότι ένα νεράκι και λίγη ζεστασιά είναι απολύτως σημαντικά για να αγχώνεσαι για το αν θα είσαι καλός επί σκηνής και πώς θα είναι η κριτική της κυρίας τάδε και του κυρίου τάδε.
Τέλεια.
Σε κάθε τομέα, όχι μόνο στο θέατρο. Τώρα δεν ξέρω αν γεννιέσαι ή γίνεσαι. Γιατί, όπως σου είπα, οι αναζητήσεις μου είναι από το big bang, πώς έφτασα να πάρω αυτή την απόφαση, τι υπάρχει σε αυτό το κύτταρο. Λέει ότι ανάμεσα σε δύο σκέψεις, στην εισπνοή και την εκπνοή, υπάρχει ένα κενό. Όμως είναι κενό αυτό; Οπότε εμένα μ’ αρέσει… είμαι πιο πολύ θεωρώ εξερευνητής της ζωής, με γεμίζει πάρα πολύ αυτό, να δω και παρακάτω και τον εαυτό μου. Δηλαδή και η πειθώ μέσα από τα λόγια είναι σπουδαίο πράγμα, που δεν το έχω, εγώ είμαι πολύ οργισμένος άνθρωπος ακόμα. Έλεγα πηγαίνοντας στη Γλασκώβη: Όταν γυρίσω, να έχω απαλλαγεί απ’ την οργή μου. Αλλά αυτή είναι και το καύσιμό μου, το καύσιμό μου για να κάνω μια άλλη δράση. Οπότε όλα καλά.
Περιμένουμε την επόμενη δράση!
Για να δούμε, θα γίνει;
Ευχαριστώ πάρα πολύ!
Εγώ ευχαριστώ!
Photos

Άφιξη στο Wembley

Η Τζόι και η μητέρα της ...

Η ταμπέλα που εμψύχωσε τ ...

Ελάφι σε πάρκο έξω από τ ...

Ο Άγης έξω από το στάδιο ...

Φωτογραφία με αστυνομικο ...

Βράβευση από τον επίτιμο ...

Άφιξη στη Γλασκώβη

Βράβευση από τον Κώστα Κ ...

Ο Άγης έξω από το Καλλιμ ...

Ηθοποιοί και φίλοι του Ά ...

Βράβευση από τον επίτιμο ...

Μαγνητική εξέταση

Άγης Εμμανουήλ

Βράβευση από τον Κώστα Κ ...

Το αμάξι της δράσης

Ο Άγης μαζί με δύο φίλου ...

Ο Άγης και ο Αλμπέρτο Φι ...

Με την οικολογική παράτα ...

Ο Άγης και ο Αλμπέρτο Φι ...

Προς Γαλλία

Άρθρο σε ιταλική εφημερί ...
Άρθρο αφιέρωμα στη δράση του Άγη για την κ ...
Summary
Ο Άγης Εμμανουήλ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χαλάνδρι. Από μικρός ήρθε σε επαφή με τον αθλητισμό, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τελειώνοντας το σχολείο, ένιωσε την ανάγκη να ασχοληθεί με την υποκριτική, μαθητεύοντας δίπλα σε μεγάλους θεατρανθρώπους της εποχής. Σε νεαρή ηλικία συμμετείχε σε σημαντικές παραστάσεις και τηλεοπτικές παραγωγές με πρωταγωνιστικό ρόλο. Σιγά σιγά άρχισε να αποστασιοποιείται από το θέατρο και την τηλεόραση και να επενδύει σε ακτιβιστικές οικολογικές δράσεις που θα συνδύαζαν την υποκριτική και το μαραθώνιο και υπερμαραθώνιο. Σε αυτή τη συνέντευξη, ο αφηγητής εστιάζει στην τελευταία του δράση, έναν υπερμαραθώνιο από την Αθήνα μέχρι τη Γλασκώβη για τη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή. Μέσα από το παράδειγμά του ο αφηγητής μάς προτρέπει να ενδιαφερθούμε και να διαμαρτυρηθούμε, να τρέξουμε κυριολεκτικά και μεταφορικά για την κλιματική αλλαγή, για τις αρχές και τις αξίες μας.
Narrators
Ανάργυρος Εμμανουήλ
Field Reporters
Άλκηστις Καλλιόπη Μπουτσιούκου
Tags
Interview Date
23/06/2023
Duration
91'
Summary
Ο Άγης Εμμανουήλ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χαλάνδρι. Από μικρός ήρθε σε επαφή με τον αθλητισμό, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τελειώνοντας το σχολείο, ένιωσε την ανάγκη να ασχοληθεί με την υποκριτική, μαθητεύοντας δίπλα σε μεγάλους θεατρανθρώπους της εποχής. Σε νεαρή ηλικία συμμετείχε σε σημαντικές παραστάσεις και τηλεοπτικές παραγωγές με πρωταγωνιστικό ρόλο. Σιγά σιγά άρχισε να αποστασιοποιείται από το θέατρο και την τηλεόραση και να επενδύει σε ακτιβιστικές οικολογικές δράσεις που θα συνδύαζαν την υποκριτική και το μαραθώνιο και υπερμαραθώνιο. Σε αυτή τη συνέντευξη, ο αφηγητής εστιάζει στην τελευταία του δράση, έναν υπερμαραθώνιο από την Αθήνα μέχρι τη Γλασκώβη για τη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή. Μέσα από το παράδειγμά του ο αφηγητής μάς προτρέπει να ενδιαφερθούμε και να διαμαρτυρηθούμε, να τρέξουμε κυριολεκτικά και μεταφορικά για την κλιματική αλλαγή, για τις αρχές και τις αξίες μας.
Narrators
Ανάργυρος Εμμανουήλ
Field Reporters
Άλκηστις Καλλιόπη Μπουτσιούκου
Tags
Interview Date
23/06/2023
Duration
91'