«Ακόμα και ο αέρας που αναπνέω δεν είναι δεδομένος»: Ένας ναυτικός εξιστορεί
Θα μου πεις το όνομά σου;
Ματθαίος Γαγλίας.
Καλημέρα.
Καλημέρα.
Είμαι η Νικολοπούλου Γεωργία, είμαι ερευνήτρια του Istorima. Βρισκόμαστε στην Ηλιούπολη, σήμερα έχουμε 2 Απριλίου του 2023 και ξεκινάμε τη συνέντευξη. Θα μου πεις λίγα πράγματα για τον εαυτό σου;
Κατάγομαι από την Ικαρία, γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στην Ηλιούπολη, σε μία πολύ ωραία γειτονιά. Όταν ήρθαμε εδώ, στο πατρικό μου, το 1970, ήταν ακόμα όλα πολύ απλά, πολύ αγνά, χωρίς κινδύνους, με πολύ παιχνίδι, πάρα πολύ παιχνίδι, με ένα βουνό από πάνω μας μες στο πεύκο. Πολύ ωραία παιδικά χρόνια, πάρα πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Τα νοσταλγώ πάρα πολύ. Νιώθω πολύ τυχερός που τα έχω ζήσει. Εύχομαι να τα ζήσουν και τα παιδιά, τα δικά μου και όλα τα παιδιά, αλλά είναι λίγο δύσκολο με τις σημερινές συνθήκες και τους κινδύνους και τα δεδομένα που ζούμε. Τελείωσα –πήγα Δημοτικό μάλλον, το 1972. Ήταν ακόμα η Χούντα και θυμάμαι πολλά, πολλές έντονες εικόνες από τότε. Είχαμε πολύ αυταρχικούς δάσκαλους τότε. Ένα εβδομήντα-ογδόντα τοις εκατό των δασκάλων ήταν πολύ αυταρχικοί. Υπήρχε κάποια βία από τους δασκάλους. Ήμασταν λίγο πιο ζωντανά παιδιά απ’ ό,τι είναι σήμερα τα σημερινά παιδιά. Οι δάσκαλοι δεν το ανεχόντουσαν αυτό και μας είχαν σε μεγάλο περιορισμό και ασκούσαν μεγάλη καταπίεση. Δημοτικό πήγα σε ένα σχολείο το οποίο ήτανε νοικιασμένο από το Κράτος. Ήταν ένα διώροφο σπίτι παλιό και για προαύλιο είχαμε τον δρόμο και μας βάζαν όρια δεξιά κι αριστερά του δρόμου. Παρόλα αυτά, μερικές φορές ξεφεύγουμε και υπήρχε τιμωρία. Και υπήρχε και αυστηρή τιμωρία. Ήμουνα τυχερός, στην Α’-Β’ Δημοτικού είχα μία τρομερή, φοβερή δασκάλα, πεντάκαλη, που μας βοήθησε να αγαπήσουμε τα γράμματα και το σχολείο. Αργότερα, στις επόμενες τάξεις δεν είχα καλές εμπειρίες, αλλά έκανα πολλούς καλούς φίλους, που δεθήκαμε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, μία φορά, επειδή εγώ κι άλλοι δυο συμμαθητές μου περάσαμε τα όρια του δρόμου –τα όρια τα είχανε οριοθετήσει με μία άσπρη γραμμή από ασβέστη. Επειδή, λοιπόν, περάσαμε μία μέρα τα όρια του δρόμου, εμένα κι άλλο ένα παιδί, ο διευθυντής μας έβαλε τιμωρία σε μία αποθήκη κάτω από τη σκάλα, όλη την ημέρα. Τελικά, το να είσαι ζωηρό παιδί τότε, ήταν έγκλημα. Ζωηρό, για μένα, σημαίνει ζωντανό. Το ότι δεν είχαμε τα σημερινά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αυτό ήταν μεγάλη τύχη για μένα και για τους συνομηλίκους μου και για τη γενιά μου και για εκείνη την εποχή. Ήμασταν υγιή παιδιά, και στο σώμα και στο πνεύμα, στο μυαλό. Όλη μέρα παιχνίδι στον δρόμο. Όλη μέρα. Στο βουνό, ποδήλατο, ποδόσφαιρο στον δρόμο… Τα πρώτα επτά-οκτώ χρόνια, αν θυμάμαι καλά, ο δρόμος μας έξω απ’ το σπίτι μας ήταν χωματόδρομος. Παίζαμε ποδόσφαιρο και τρώγαμε τα μούτρα μας μέσα στο χώμα. Σκιζόμασταν, χτυπάγαμε, ματώναμε, δεν μας ενδιέφερε. Είχαμε συνηθίσει. Αργότερα, περάσαν τα χρόνια… Να σημειώσω κάτι που ξέχασα να πω πριν, για την εποχή που πρωτοπήγα Δημοτικό, Α’, Β’ Δημοτικού, μέχρι που κατέβηκε η Χούντα, θυμάμαι ότι ακούγαμε εδώ, στην Ηλιούπολη, τους πυροβολισμούς απ’ το κέντρο της Αθήνας. Μου ’χει μείνει. Αυτό δεν το ξεχνάω με τίποτα. Επίσης, θυμάμαι κάποιες φορές, που παίρνανε οι… δημιουργόντουσαν κάποια σοβαρά επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, με αποτέλεσμα οι δάσκαλοι να φοβούνται και να παίρνουν τηλέφωνο τους γονείς μας, που ερχόντουσαν και μας περνάνε από το σχολείο. Κάποια στιγμή, είχα κατέβει με τη μητέρα μου στο κέντρο της Αθήνας. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά, έξω από την παλιά Βουλή, Κολοκοτρώνη και Σταδίου, ήτανε παρκαρισμένα δύο τανκ. Και ρώτησα τη μητέρα μου –εύλογα μου ήρθε στο μυαλό μου– τι είναι αυτά και μου απάντησε ότι ήταν κάποια λεωφορεία σε πράσινο χρώμα. Μία εικόνα που την έχω ακόμα και σήμερα στο μυαλό μου. Δεν έχω να πω κάτι άλλο πάνω σε αυτό, αν και θα μπορούσα να πω. Τελειώνοντας το Δημοτικό, δώσαμε εξετάσεις εισαγωγικές για να μπούμε στο Γυμνάσιο. Και εκεί έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις. Το παιχνίδι συνεχιζότανε, τα αγνά χρόνια συνεχιζόντουσαν. Η ζωηράδα και η ζωντάνια συνεχιζότανε. Επειδή ήμουνα λίγο κοντός στο ύψος, με διάλεξαν –και ήμουνα και ευκίνητος– με διαλέξανε για την ομάδα της ενόργανης γυμναστικής. Κάθισα, περίπου, γύρω στους έξι μήνες, αλλά ερωτεύτηκα το μπάσκετ κάποια στιγμή και με απορρόφησε το μπάσκετ. Και παρόλο ότι ήμουνα κοντούλης, έπαιζα μπάσκετ και συνεχίζω και παίζω μέχρι σήμερα. Με απορρόφησε το μπάσκετ, το αγάπησα, το λάτρεψα.Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δώσαμε εισαγωγικές για να μπούμε στο Λύκειο. Τότε, δίναμε και στο Τεχνικό Λύκειο και στο Γενικό. Πέρασα και στα δύο. Ήθελα να πάω Τεχνικό Λύκειο, γιατί είχα την τάση από μικρός να ανακατεύομαι με τα εργαλεία και σκεφτόμουνα τότε ότι θα βρω κάποια ειδικότητα που θα μου αρέσει. Αλλά με επηρέασε ο πατέρας μου και πήγα στο Γενικό Λύκειο. Τελειώνοντας το Λύκειο, πήγαμε μία εκδρομή πενταήμερη τότε, στην Κρήτη. Η πρώτη φορά που βγήκα μακριά από την Αθήνα, υποτίθεται μόνος μου, και μακριά από τους γονείς μου. Δύσκολα χρόνια τότε, γιατί ήτανε πιο αυστηροί οι γονείς, τα παιδιά ήταν πιο αγνά, δεν σε άφηναν εύκολα να φύγεις από το σπίτι, ούτε σε εκδρομή ούτε να πας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Και ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα αρκετά ελεύθερος. Πολύ ωραίες αναμνήσεις κι απ’ αυτή την εκδρομή. Έδωσα Πανελλήνιες, δεν είχα περάσει κάπου. Πήρα αναβολή απ’ τον στρατό να ξαναδώσω Πανελλήνιες, πέρασα σε κάποια –τη δεύτερη φορά– πέρασα σε κάποια ΤΕΙ Λογιστικής στο Μεσολόγγι. Δεν πάτησα πότε το πόδι μου. Ο πατέρας μου, σαν ναυτικός, όπως και πολλοί από την οικογένειά μου, με επηρέασαν άμεσα, με τα ταξίδια τους, τις εμπειρίες τους και επηρεάστηκα πολύ απ’ τον πατέρα μου στο να δώσω εξετάσεις στις σχολές του Ασπροπύργου, των Εμποροπλοιάρχων. Εκείνη την εποχή, καταθέταμε το απολυτήριο Λυκείου και τη βαθμολογία μας σε τέσσερα μαθήματα Θετικής κατεύθυνσης στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Σύμφωνα με τη βαθμολογία μου, πέρασα στη δεύτερη σχολή της Αθήνας, τη Σχολή Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού της Ελευσίνας. Μου άρεσε, μου άρεσε πολύ, γιατί μου άρεσαν οι τεχνικές εργασίες. Από μικρό παιδί, έφτιαχνα μόνος μου τα ποδήλατα μου, ανακατευόμουνα με μηχανάκια κι έτσι, είχα μια ιδέα πάνω σε τι θα συναντήσω και τι θα επακολουθήσει. Επηρεαζόμενος όλα αυτά τα χρόνια από τις ιστορίες του πατέρα μου, των θείων μου, των παππούδων μου και λόγω της καταγωγής μου, σκεφτόμουνα κι εγώ και ονειρευόμουνα τι ταξίδια θα κάνω. Βέβαια, αλλιώς είναι όταν είσαι σε μια μικρή ηλικία και τα φαντάζεσαι, τα ονειρεύεσαι, και αλλιώς είναι όταν μπεις μέσα σε ένα πλοίο και αρχίζεις να δουλεύεις, να εργάζεσαι στο πλοίο αυτό και να ταξιδεύεις. Δύσκολες καταστάσεις, πολύ δύσκολες. Απομόνωση, μοναξιά, αναγκάζεσαι να συμβιώσεις με ανθρώπους που δεν σου ταιριάζουνε για πολλούς μήνες, για τρεις, πέντε, έξι, εφτά μήνες, όσο διαρκέσει η σύμβαση ναυτικής εργασίας με τη ναυτιλιακή που πας. Το πρώτο μου καράβι ήταν φορτηγό πλοίο που φόρτωνε, κουβαλούσε τσιμέντο, χύδην, το καλοκαίρι του 1987. Ταξίδεψα για δύο μήνες με αυτό το πλοίο. Δεν μπορώ να πω ότι –παρόλο που ήταν η πρώτη μου εμπειρία στο επάγγελμα– δεν μπορώ να πω ότι ζορίστηκα και πολύ. Ήμουνα με ωράριο οχτώ το πρωί με πέντε το απόγευμα. Στη ναυτική ορολογία, αυτό λέγεται dayman. Οι ναυτικοί, οι Έλληνες ναυτικοί το ονομάζουν «ντεϊμάνης». Περάσαν οι δυο μήνες, ήταν και καλοκαίρι πήρα τα πρώτα μου χρήματα –καλά χρήματα για εκείνη την εποχή και για είκοσι χρονών παιδί. Μόλις ξεμπάρκαρα, πήγα για λίγο στο νησί μου, στην Ικαρία, έκατσα περίπου ένα μήνα, χαλάρωσα και μετά γύρισα και συνέχισα τη σχολή. Το 1989, αφού έχω αποφοιτήσει από τη σχολή –απ’ τη σχολή της Ελευσίνας– κι έχω πάρει το πτυχίο μου, αποφασίζω να κάνω το δεύτερό μου ταξίδι, το λεγόμενο μπάρκο. Εκεί μπήκα κανονικά σε βάρδια, έκανα την οχτώ-δώδεκα. Οχτώ-δώδεκα το πρωί, οχτώ-δώδεκα το βράδυ και ενδιάμεσα υπερωρίες, overtime, τα οποία, οι υπερωρίες είναι υποχρεωτικές, γιατί αναγράφονται στη σύμβαση εργασίας. Το καράβι αυτό πάρα πολύ δύσκολο, πολύ βαρύ καράβι, που λέμε στη γλώσσα μας, με πολλές ζημιές, με πολύ δύσκολους ανθρώπους. Κατάφερα και έκατσα έξι μήνες. Εκεί, πραγματικά, μέσα σε αυτούς τους έξι μήνες, ωρίμασα, μπορώ να πω, για πέντε χρόνια. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι η ζωή, πλέον, είναι κάτι άλλο από αυτό που σκεφτόμουνα πριν αρχίσω να εργάζομαι σε πλοία. Έμαθα να είμαι πιο υπεύθυνος, πιο συνεπής, πιο σκληρός, πιο ανεκτικός, να σκέφτομαι όταν μιλάω, να βάζω πρόγραμμα στη ζωή μου σχετικά με τον ύπνο, το φαγητό, γιατί ήταν πολύ κουραστική δουλειά. Αντιμετώπισα δυο-τρεις φορές σε αυτό το πλοίο πολύ δύσκολες καταστάσεις. Θυμάμαι, περάσαμε το Κρητικό Πέλαγος με ένα δεκάρι τραμουντάνα, βοριά, φορτωμένο το πλοίο, πηγαίναμε για Ηράκλειο. Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα. Άλλη μία φορά, θυμάμαι, στον Γκόλφο του Λέοντα τον λεγόμενο, κάτω από τη Μασσαλία, εκεί φάγαμε ένα δέκα με έντεκα, πάλι τραμουντάνα, βοριά. Κι εκεί φοβήθηκα αρκετά. Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, το 1989, ξεμπαρκάρισα. Είχα μπαρκάρει τον Φλεβάρη. Τον Αύγουστο ξεμπάρκαρα, με την προοπτική Σεπτέμβριο να πάω φαντάρος, να εκπληρώσω τη στρατιωτική μου θητεία. Υπήρχαν προβλήματα, τότε, στην Ελλάδα με το πολιτικό σύστημα. Γίναν εκλογές, κυβέρνηση δεν βγήκε με την πρώτη φορά και έγινε η λεγόμενη, τότε, προσωρινή κυβέρνηση, με τον Σαρτζετάκη. Αυτή, να το πω, η παρένθεση στο πολιτικό σύστημα τότε, που συνέβη, το ότι δεν είχε βγει κανονική κυβέρνηση, πήγε και καθυστέρησε και τις σειρές στο στρατιωτικό, στον στρατό. Τις σειρές των νεοσύλλεκτων. Έτσι κι εγώ, από Σεπτέμβριο που ήταν να παρουσιαστώ, παρουσιάστηκα δύο μήνες μετά, Νοέμβριο. Νοέμβριο του ’89, 7 Νοεμβρίου του 1989. Παρουσιάστηκα στο «Παλάσκα», στο Κέντρο Εκπαίδευσης του Πολεμικού Ναυτικού «Παλάσκας», στον Σκαραμαγκά. Θυμάμαι, με πήγε η μητέρα μου με τον πατέρα μου. Θυμάμαι τη μητέρα μου που έκλαιγε. Πραγματικά, ήτανε μία μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου. Θα πήγαινα για δύο χρόνια στο Πολεμικό Ναυτικό να υπηρετήσω την πατρίδα και τη σημαία μας. Έκατσα δύο μέρες με πολιτικά ρούχα, κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε, ήταν πάρα πολλά τα άτομα, ήταν δυόμισι χιλιάδες άτομα η σειρά αυτή, η 89 Δ, δεν μας προλάβαιναν όλους. Την τρίτη μέρα μας δώσανε ρούχα. Την επόμενη μέρα, αν θυμάμαι καλά, περάσαμε γιατρούς και την πέμπτη μέρα πήγαμε στο διπλανό Κέντρο Εκπαίδευσης, στον Κανελλόπουλο, στην Αμφιάλη. Αν θυμάμαι καλά, κάτσαμε προπαίδευση για τριάντα πέντε με σαράντα μέρες, αν θυμάμαι καλά. Ορκιστήκαμε, πήραμε και πενθήμερη άδεια ορκωμοσίας και μετά από πέντε μέρες, επιστρέψαμε στον Κανελλόπουλο και περιμέναμε τα φύλλα πορείας. Πήρα κι εγώ το δικό μου φύλλο πορείας, μου έγραφε πάνω «Α/Τ Μιαούλης», ούτε που ήξερα τι ήταν αυτό. Μας δώσαν οδηγίες οι ανώτεροι, πήγαμε στη βάση των ταχύπλοων, στην Αμφιάλη, μπήκαμε σε κάποιες λάντζες και μας πήγαν απέναντι, στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ήτανε, θυμάμαι, μία μέρα που έβρεχε. Συννεφιασμένη, βροχερή, πολύ κρύο, τσουχτερό κρύο, μέσα του Δεκέμβρη του ’89. Η βάρκα, η λάντζα μας αποβίβασε σε έναν ντόκο που δεξιά-αριστερά είχε αντιτορπιλικά. Επειδή είχαν καθυστερήσει να μπουν οι σειρές των νεοσύλλεκτων, οι παλιοί, θυμάμαι, μας περιμένανε πώς και πώς. Ουρλιάζανε, φωνάζανε. Κάπου αγριευτήκαμε. Τέλος πάντων, αποβιβαστήκαμε στον ντόκο, ρώτησα εγώ πού είναι το δικό μου πλοίο, «Α/Τ Μιαούλης», μου είπανε στην Π1. Ήταν από την άλλη μεριά, πήγα με τα πόδια, μπήκα στο πλοίο. Άγριες καταστάσεις, παλιό καράβι, του 1943 κατασκευή, είχε λάβει μέρος στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Πρόσεχε το μικρόφωνο, συγγνώμη. Μην το ακουμπάς.
Είχε κι ένα μνημείο στο μεσόστεγο, μία αναμνηστική πλακέτα. Είχε πέσει σε εκείνο το σημείο ένας καμικάζι Γιαπωνέζος με το αεροπλάνο. Το πλοίο το ξαναφτιάξανε και το ξαναβάλανε στην ενεργό δράση. Κάποια στιγμή, το 1971, οι Αμερικάνοι το δώσανε στους… το πήρε, μάλλον, η Ελλάδα από τους Αμερικάνους και ύψωσε την ελληνική σημαία. Το πλοίο είχε γύρω στα διακόσια εβδομήντα άτομα πλήρωμα εν όρμω και γύρω στα τριακόσια τριάντα άτομα πλήρωμα εν πλω. Περιττό να σας περιγράψω τι γινόταν όταν φεύγαμε για ταξίδι. Τα νερά δεν μας τα ανοίγανε για να κάνουμε μπάνιο, μόνο κάθε δέκα μέρες για να ξυριστούμε, για να μη γυρίσουν οι τρίχες στο δέρμα μας. Και πού να φτάσει το νερό; Τριακόσια άτομα πλήρωμα εν πλω, σε ένα πλοίο εκατόν δεκαπέντε μέτρα μήκος και μέγιστο πλάτος, αν θυμάμαι καλά, ή έντεκα ή δεκατέσσερα. Πέραν αυτού, είχαμε κι ένα τεχνικό πρόβλημα. Είχαμε χαλασμένο ένα μηχάνημα, τον λεγόμενο βραστήρα, evaporator, το οποίο κάνει το θαλασσινό νερό, γλυκό. Οπότε, ένας λόγος παραπάνω που δεν μας άνοιγαν τα νερά. Και βέβαια, όταν φεύγεις για άσκηση, για σκοπούν, για «Παρμενίωνα», για παρακολούθηση για είκοσι μέρες, για δεκαπέντε, για είκοσι πέντε, για τριάντα μέρες, πού να φτάσει το νερό; Το νερό ήταν πιο χρήσιμο για τους λέβητες, σαν τροφοδοτικό, για να παράξουν τον ατμό. Εμείς, έτσι κι αλλιώς, μας είχανε στην πίεση και ίσως και η έλλειψη του νερού να ήταν και αυτό μες στο παιχνίδι, για να είμαστε συνέχεια στην τσίτα, να είμαστε σε εγρήγορση συνέχεια, όσον αφορά τους Τούρκους και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Έτσι, λοιπόν, ήμασταν συνέχεια σε μία τσίτα, σε μία εγρήγορση, σε μία ένταση. Κάναμε εξαωρίες βάρδιες εν πλω, ή δύο-οχτώ ή οχτώ-δύο, ανάλογα τι σου τύχαινε. Εγώ ήμουνα στην επιστασία του πρυμνιού καζανιού, του πρυμνιού λεβητοστασίου. Έκανα βάρδια εξαωρία. Το καλοκαίρι, η θερμοκρασία έφτανε και σαράντα πέντε-σαράντα εφτά βαθμούς υπό σκιά στο λεβητοστάσιο. Θυμάμαι ότι έβγαζα σπυριά παντού, από την ιδρωτίλα, από την ταλαιπωρία και από το ότι δεν έκανα –δεν κάναμε– μπάνιο. Τα ρούχα μας –της αγγαρείας τα ρούχα– τα πλένουμε στο blowdown του λέβητα, στη λεγόμενη στρατσώνα, με ατμό, καθαρό ατμό. Δεν ανεχόμουνα να φοράω ρούχα –έστω και ιδρωμένος και άπλυτος που ήμουνα για μέρες– δεν ανεχόμουνα να φοράω ρούχα βρώμικα. Οπότε, τι έκανα; Τα έπλενα στον ατμό. Βέβαια, οι ραφές ξηλωνόντουσαν και οι κλωστές. Δεν με ενδιέφερε, όμως, με ενδιέφερε να μη μυρίζουνε. Μεγάλη ταλαιπωρία. Στο διαμέρισμα που κοιμόμουνα, που ήμασταν μόνο μηχανικοί, ήμασταν εξήντα πέντε μηχανικοί. Φανταστείτε εξήντα πέντε άτομα, άπλυτα, ταλαιπωρημένα, ιδρωμένα επί μέρες, για τι μυρωδιές μιλάμε. Από κάτω απ’ το υπόφραγμα των μηχανικών, ήτανε η δεξαμενή του καυσίμου του ελικοπτέρου. Ξέχασα να πω ότι παίρναμε ελικόπτερο στο «Α/Τ Μιαούλης», υπήρχε ελικοδρόμιο. Από κάτω, λοιπόν, υπήρχε δεξαμενή, το λεγόμενο JP-5 –κηροζίνη με αυτό το κωδικό όνομα. Όταν το πλοίο, λοιπόν, είχε μπότζι, πέρα από τις μυρωδιές των ατόμων μέσα στο υπόφραγμα, είχαμε και τις αναθυμιάσεις απ’ τα εξαεριστικά της δεξαμενής του JP-5. Να μην παραλείψω να πω ότι από τους εξήντα πέντε μηχανικούς, οι μισοί και πλέον, επειδή δεν ήταν συνηθισμένοι σε πλοία, ξερνοβολούσαν όλη την ώρα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ενδιάμεσα από τις εξαωρίες τις βάρδιες, χτύπαγαν τα γυμνάσια, εν πλω. Γυμνάσιο πυρκαγιάς, γυμνάσιο –δεν τα θυμάμαι και πώς τα λέγαμε τώρα– γυμνάσιο, στο κατάστρωμα, επιβίβασης της σωστικής λέμβου, γυμνάσιο στο πλωριό κανόνι, γυμνάσιο στο ελικοδρόμιο… Μεγάλη ταλαιπωρία. Μεγάλη ταλαιπωρία. Παρόλα αυτά, όταν πιάναμε λιμάνι –μόνο στη Σούδα πιάναμε λιμάνι και στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, γιατί ήτανε πλοίο που είχε παροχή ατμού και έπρεπε να βρούμε λιμάνι, να υπάρχει λιμάνι με παροχή ατμού. Δεν ήτανε πλοίο που είχε μηχανές, ντιζελομηχανές, οπότε θα μπορούσε να πάρει ένα απλό καλώδιο, παροχή ρεύματος, τροφοδοσία ρεύματος και να σβήσουν τα υπόλοιπα μες στο πλοίο. Αυτό το πλοίο έπρεπε συνέχεια να παράγει ατμό. Και για τα βοηθητικά μηχανήματα. Οπότε, εφόσον θέλαμε να δέσουμε σε κάποιο λιμάνι, έπρεπε να υπάρχει παροχή ατμού στο λιμάνι. Τα μόνα λιμάνια, λοιπόν, που είχαν παροχή ατμού, ήταν η Σαλαμίνα και η Σούδα. Ήταν και οι δυο Ναύσταθμοι του Πολεμικού Ναυτικού. Στα υπόλοιπα μέρη που πηγαίναμε, αγκυροβολούσαμε αρόδου –στη ράδα, που λέμε οι ναυτικοί. Και εάν επέτρεπε ο καιρός, εάν επέτρεπε ο κυβερνήτης και αν ήταν και η σειρά σου να βγεις έξω και ήσουνα τυχερός, έβγαινες με τη λάντζα, με τη βάρκα. Παρόλα αυτά, παρόλη την ταλαιπωρία μας και παρόλο το τρέξιμο και το πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά όλη τη Μεσόγειο και το Αιγαίο και το κυνηγητό με τους Τούρκους, παρόλα αυτά, όταν βγαίναμε στα Χανιά, περνάγαμε τέλεια. Οι ωραιότερες αναμνήσεις μου από τα Χανιά είναι εκείνη την εποχή, εκείνα τα χρόνια. Περνάγαμε τέλεια! Έφτασε, λοιπόν, πέρασαν οι μήνες. Φανταστείτε ότι την πρώτη χρονιά, το 1990, είχε το πλοίο αυτό διακόσιες εβδομήντα μέρες πλεύσιμες. Δηλαδή, ήτοι, σχεδόν εννιά μήνες. Όχι μπάρκο, χειρότερο από μπάρκο. Πέρασαν τα δύο χρόνια, ήρθε Σεπτέμβριος του ’91 και απολύθηκα. Είχα, όπως κι εγώ, έτσι και άλλοι της γενιάς μου, συνομήλικοι, μετά τον στρατό εκείνη την εποχή, επειδή ήταν βαρύς ο στρατός, δυο χρόνια, βγαίναμε από τον ρυθμό της κανονικής ζωής για δύο χρόνια και όταν απολυόμασταν, ήμασταν λες και κατεβήκαμε από άλλο πλανήτη. Θέλαμε πολύ καιρό να προσαρμοστούμε ξανά στην κανονική ζωή. Παρόλα αυτά, πίεσα τον εαυτό μου και σε μια βδομάδα είχα πιάσει δουλειά –από την ημέρα που απολύθηκα– στην εφημερίδα «Έθνος». Με είχε βοηθήσει ο γαμπρός μου. Εκεί έκατσα τέσσερα χρόνια. Δεν ήτανε πάνω στην τέχνη που είχα μάθει, στην επιστήμη που είχα μάθει. Παρόλα αυτά, έκατσα τέσσερα χρόνια. Ήθελα να φύγω, όμως, απ’ την πρώτη χρονιά. Μία σχέση που είχα τότε, με κράτησε για τέσσερα χρόνια σε αυτή τη δουλειά. Και εκεί, πολλή ταλαιπωρία, πολύ ξενύχτι, δουλειά το σαββατοκύριακο, δωδεκάωρα δουλειά. Πολύ βρώμικη δουλειά, ανθυγιεινή, αναπνέαμε μελάνια, αναπνέαμε τη σκόνη από το χαρτί. Πέρασε ο καιρός, είχα σχέση με μία κοπέλα, πέρναγα ωραία, πηγαίναμε εκδρομές, αγόρασα και το πρώτο μου αυτοκίνητο, ένα Ibiza κυπαρισσί, Seat Ibiza. Ωραίες στιγμές, παρόλη την ταλαιπωρία κι εκεί, ζούσα τα νιάτα μου. Και τα νιάτα είναι πολύ ωραία και έρχονται μια φορά. Κάποια στιγμή, αποφάσισα ότι πρέπει να γυρίσω στη δουλειά μου. Με έτρωγε. Αυτό το πράγμα με έτρωγε. Και έτσι, το 1995, το καλοκαίρι, αποφάσισα ότι θα παραιτηθώ. Έτσι, λοιπόν, παραιτήθηκα τον Οκτώβριο του ’95. Εκείνη την εποχή ακριβώς, γνωρίζω και τη γυναίκα μου. Δύσκολη στιγμή, γιατί ερωτευτήκαμε ο ένας τον άλλον κι εγώ είχα πάρει μια απόφαση, ότι πρέπει να ξαναγυρίσω στη δουλειά μου. Της ξεκαθάρισα τη θέση μου και μεσολάβησαν γύρω στους έξι με επτά μήνες μέχρι να μπαρκάρω. Αυτό το διάστημα, ήμουνα συνέχεια με τη γυναίκα μου. Πολύ ερωτευμένοι, περάσαμε πολύ ωραία εκείνο το διάστημα. Ήρθε η στιγμή, λοιπόν, που θα μπαρκάριζα, σε ένα φορτηγό πλοίο, τύπου bulk carrier, χύδην φορτία. Όταν πρωτοπήγα μέσα στο πλοίο μετά από τόσα χρόνια, ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα πάρα πολύ. Κάναμε ταξίδια, φορτώναμε διάφορα χύδην φορτία, από διάφορα μέρη της Μεσογείου και της Ελλάδας. Πηγαίναμε Τάραντο και φορτώναμε λόμπα, ένα ειδικό φορτίο, απαραίτητο συστατικό για να φτιαχτεί το τσιμέντο. Πηγαίναμε στη Μήλο, φορτώναμε μηλόχωμα. Πηγαίναμε Άγιο Νικόλαο Κρήτης, φορτώναμε γύψο. Πηγαίναμε Τουρκία, στην Μπαντίρμα, λίγο πριν την Κωνσταντινούπολη, φορτώναμε πορσελάνη –ένα πανάκριβο φορτίο. Πηγαίναμε Αλιβέρι, φορτώναμε κάρβουνο. Όλα αυτά ήταν απαραίτητα συστατικά για να φτιαχτεί το τσιμέντο. Αυτά το 1996. Ωραίο πλοίο, καλό πλοίο. Ταλαιπωρία κι εκεί σαν ναυτικός, σαν μηχανικός. Ήμουνα και ερωτευμένος, μου ’λειπε η γυναίκα μου. Μπάρκαρα, θυμάμαι, Απρίλιο και ξεμπάρκαρα Νοέμβριο. Δεν άντεχα άλλο. Ερχόμασταν, θυμάμαι, με το πλοίο στο Αλιβέρι, είχα το αυτοκίνητο μόνιμα παρκαρισμένο εκεί. Ερχόταν το πλοίο να φορτώσει κάρβουνο και η φόρτωση διαρκούσε δώδεκα με δεκατέσσερις ώρες. Έφευγα κατευθείαν με το αυτοκίνητο για Αθήνα, να δω τη γυναίκα μου, να δω τους γονείς μου, τα αδέρφια μου. Όλα, βέβαια, γινόντουσαν με πολύ τρέξιμο, με πολύ άγχος, με πολλή κούραση. Χωρίς να ξεκουραστώ, ξαναγυρνούσα πίσω, στο τρέξιμο, στο άγχος, μη χάσω και το καράβι, να προλάβω και το καράβι. Τότε είχανε πρωτοβγεί και τα κινητά, δεν είχα κινητό εγώ ακόμα. Παρόλα αυτά, έχω ωραίες αναμνήσεις και από τότε. Τον Νοέμβριο, λοιπόν, ξεμπάρκαρα, δήλωσα παραίτηση, γιατί είχα κουραστεί. Έκατσα εφτά μήνες, εφτάμισι μήνες περίπου στο πλοίο, μου έλειπε η γυναίκα μου. Ξεμπάρκαρα τον Νοέμβριο. Αρχίσαμε τις εκδρομές με τη γυναίκα μου. Στο καπάκι μου τυχαίνει μία δουλειά σε ένα επιβατικό πλοίο που πήγαινε Ιταλία. Δεν ήμουνα διατεθειμένος να φύγω κατευθείαν. Βέβαια, το πλοίο έκανε επισκευή στο Κερατσίνι. Πήγα, συζήτησα με τον αρχιμηχανικό, το πλοίο θα καθόταν μέχρι τον Μάρτιο στο Κερατσίνι για επισκευή, οπότε με βόλευε. Και να εργάζομαι και να μη λείπω. Και ναυτολογήθηκα, μετά από δεκαπέντε μέρες περίπου, αφού ξεμπάρκαρα, εκ νέου. Το δρομολόγιο που θα έκανε όταν θα ξεκινούσε, θα ήτανε Πρίντεζι-Κέρκυρα-Ηγουμενίτσα. Όταν ήρθε η εποχή που θα φεύγαμε, ομολογώ, ήταν από τις πιο σκληρές στιγμές στη ζωή μου. Γιατί ήξερα ότι με αυτό το πλοίο θα έρχομαι σπάνια στην Αθήνα. Και πραγματικά, ήμουνα πολύ ερωτευμένος. Η στιγμή που θα πήγαινα στο πλοίο, την ημέρα εκείνη, εκείνο το πρωινό που θα πήγαινα στο πλοίο για να φύγω, γιατί το πλοίο θα έφευγε, με πήγε η γυναίκα μου και η αδερφή μου η μικρή. Πολύ σκληρή στιγμή. Απ’ τις πιο σκληρές που έχω ζήσει. Και πραγματικά, φύγαμε, πήγαμε στη βάση μας, στην Ηγουμενίτσα, και ξεκινήσαμε το δρομολόγιο Ηγουμενίτσα-Κέρκυρα-Πρίντεζι. Αυτό ήτανε περίπου μέσα του Μάρτη του ’97. Για τρεις μήνες –για τρεισήμισι μήνες– δεν κατέβηκα Αθήνα καθόλου. Ανέβαινε, όμως, η γυναίκα μου κάθε δεύτερη Τετάρτη, που είχαμε ημέρευση στην Ηγουμενίτσα. Έπαιρνε το ΚΤΕΛ –τα παλιά ΚΤΕΛ, τα παλιά ΚΤΕΛ, κάτι ταλαιπωρημένα λεωφορεία, που απορώ και σήμερα πώς ταξιδεύανε. Έπαιρνε, λοιπόν, το ΚΤΕΛ από την Αθήνα οχτώ η ώρα το βράδυ και τέσσερις η ώρα έφτανε στην Ηγουμενίτσα. Το ΚΤΕΛ γεμάτο Αλβανούς κι η γυναίκα μου μόνη της. Και το πρωί που φτάναμε –βέβαια, της είχα κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο– και το πρωί που φτάναμε, οχτώ η ώρα, με περίμενε στο λιμάνι. Από τις πιο ωραίες στιγμές της ζωής μου, αυτή η προσμονή να τη δω, εκείνη την εποχή. Πραγματικά, αξέχαστα χρόνια. Δύσκολα, αλλά με πολύ ωραίες στιγμές. Λίγες, μοναδικές στιγμές. Αξέχαστες. Και ένας λόγος που, πραγματικά, αποφάσισα να παντρευτώ αυτή τη γυναίκα, ήτανε αυτή η θυσία που έκανε, αυτό το κουράγιο που έκανε να έρχεται κάθε δεύτερη Τετάρτη να με βλέπει στην Ηγουμενίτσα και να ταξιδεύει με εκείνα τα λεωφορεία, εκείνη την εποχή, από έναν δρόμο επαρχιακό και επικίνδυνο. Ούτε γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου υπήρχε τότε ούτε καινούρια Εθνική ούτε τίποτα. Τρομερό πράγμα. Για μία κοπέλα που ήταν τότε είκοσι δύο χρονών –ούτε είκοσι δύο. Πέρασε το διάστημα, ήρθε το καλοκαίρι και γύρω στα τέλη Ιουνίου, μέσα Ιουνίου προς τέλη Ιουνίου, μας λέει ο αρχιμηχανικός, ότι το καράβι θα κάτσει γύρω στις δεκαπέντε μέρες στην Ηγουμενίτσα για κάποιες επισκευές και, αν θέλουμε κάποιοι, να πάρουμε μια άδεια, να ξεμπαρκάρουμε. Ο πρώτος που δήλωσα ότι θέλω να πάρω άδεια ήμουνα εγώ. Κατέβηκα στην Αθήνα με ένα φορτηγό βυτίο που μας έφερνε πετρέλαια, καύσιμα στο καράβι. Ήταν τέτοια η χαρά μου, που δεν κατάλαβα πότε περάσανε εφτά ώρες που διήρκησε το ταξίδι με το βυτιοφόρο. Φτάνοντας εδώ –έφτασα απόγευμα, έφυγα πρωί από Ηγουμενίτσα, έφτασα απόγευμα εδώ–, με περίμενε μία έκπληξη. Μου είχε ετοιμάσει η γυναίκα μου ένα πάρτι στην ταράτσα του σπιτιού μου, είχε καλέσει όλους τους φίλους και γνωστούς και κάναμε ένα πάρτι τρομερό. Ανεπανάληπτο και αξέχαστο. Μετά από αυτό, πήγαμε διακοπές στη Νάξο –για δέκα μέρες, αν θυμάμαι καλά. Άλλη μία πολύ ωραία ανάμνηση. Δυστυχώς, κάποια στιγμή, τελείωσαν τα ωραία και έπρεπε να γυρίσω στο πλοίο. Ήτανε, αν θυμάμαι καλά, μέσα Ιουλίου. Απ’ τα μέσα Ιουλίου μέχρι τέλη Οκτωβρίου, που το καράβι… τελείωσε η σεζόν και το καράβι επέστρεψε στον Πειραιά για επισκευή, συνέχιζε η γυναίκα μου και ερχότανε στην Ηγουμενίτσα, όποτε μπορούσε. Παρόλο που δεν έκανε μακρινά ταξίδια αυτό το πλοίο, επειδή έλειπα πολύ καιρό απ’ το σπίτι, ένιωθα σαν να ήμουν μπαρκαρισμένος σε ποντοπόρο πλοίο. Ένα καλό που βγήκε από αυτή την υπόθεση, είναι ότι εκτίμησα πάρα πολύ τη γυναίκα μου, την αγάπησα πάρα πολύ και αγάπησα και την Ιταλία. Κάθε μέρα στο Πρίντεζι. Είχα μάθει όλες τις γειτονιές. Μέχρι και τρένο πήρα και πήγα στο Λέτσε και στο Τάραντο. Πραγματικά, η Ιταλία είναι η δεύτερή μου πατρίδα. Τον Οκτώβριο, λοιπόν, τέλη Οκτωβρίου, το καράβι γύρισε στον Πειραιά για επισκευές για άλλους πέντε μήνες. Σε αυτό το πλοίο πέρασα και ωραία και άσχημα. Περάσαμε μία πολύ δύσκολη στιγμή. Ήτανε, θυμάμαι, Απρίλης, είχαμε φορτώσει απ’ το Πρίντεζι για Ηγουμενίτσα γύρω στα έξι σχολεία, από τη Γαλλία. Πολλά παιδιά. Δεν θυμάμαι πόσα παιδιά. Και μερικά σχολεία από την Ιταλία. Ήταν όλα για εκδρομή, για Ελλάδα. Στον δρόμο, είχαμε ένα οχτάρι βοριά, χειμωνιάτικο βοριά. Το πλοίο περνούσε μεγάλη ταλαιπωρία και ζοριζότανε για να περάσει απέναντι. Κάποια στιγμή, ήμουνα στην καμπίνα και καταλαβαίνω ότι παθαίνουμε μπλακ-άουτ, πάθαμε μπλακ-άουτ. Άκουσα ποδοβολητά, φωνές. Βγαίνω έξω απ’ την καμπίνα, βάζω τη φόρμα μου, κατεβαίνω στο μηχανοστάσιο, σκοτάδι όλα. Και τι; Είχαμε μέσα ανθρώπους και παιδιά –ό,τι χειρότερο!– που πανικοβληθήκανε. Ευτυχώς που ήτανε περασμένες δώδεκα –πρέπει να ήταν δύο το πρωί– και τα περισσότερα παιδιά κοιμόντουσαν. Κατέβηκα κάτω, τι είχε γίνει; Στο γκαράζ υπήρχαν κάποια εξαεριστικά των δεξαμενών πετρελαίου, τα οποία είχανε σαπίσει. Με τη θάλασσα που φάγαν, λοιπόν, κάποια κοπήκανε μαχαίρι και μπήκε η θάλασσα, ζωντανή, μέσα στις δεξαμενές πετρελαίου. Οπότε, αντί για πετρέλαιο, στους καυστήρες πήγαινε θάλασσα. Οπότε, τι έγινε; Οι ηλεκτρομηχανές σβήσανε. Κατεβήκαμε κάτω, αρχίζαμε να εξαερώνουμε τις ηλεκτρομηχανές, το καράβι καραβοφάναρο. Εξαερώναμε τις ηλεκτρομηχανές, βγάζαμε τη θάλασσα, πρεσάραμε πετρέλαιο. Μετά από δύο-τρεις ώρες, αν θυμάμαι καλά, μπορέσαμε και βάλαμε μία ηλεκτρομηχανή μπρος και δώσαμε ρεύμα στο πλοίο και καταφέραμε και δώσαμε και ρεύμα στα βοηθητικά μηχανήματα, για να μπορέσουν να πάρουν οι κύριες μηχανές μπροστά. Πάει κι αυτό πέρασε. Είμαστε… ξαναγυρνάω πίσω, λοιπόν, τον Οκτώβριο του ’97, που το καράβι γυρίζει στη Δραπετσώνα, στον Πειραιά, για επισκευή, για πέντε μήνες. Οπότε, συνέχισα να εργάζομαι εγώ, ήμουνα εδώ, στην Αθήνα, με τη γυναίκα μου, με την οικογένειά μου. Περνούσε ο καιρός ωραία.
Διάλειμμα;
Είχα μείνει στη δεύτερη επισκευή που κάναμε στη Δραπετσώνα. Πολλή δουλειά. Προσπαθούσαμε να συνεφέρουμε το καράβι, να κάνουμε γενική επισκευή στις μηχανές, κύριες μηχανές, στις ηλεκτρομηχανές. Είχα έναν πρώτο μηχανικό συνταξιούχο, που ήρθε για την επισκευή –καλή του ώρα, αν ζει αυτός ο άνθρωπος. Πολύ γέλιο με αυτό τον άνθρωπο, πολύ γέλιο. Δουλεύαμε και μας έκανε και ξεχνιόμαστε. Όλο αστεία. Όλο αστεία, όλο χαβαλέ. Ωραίες αναμνήσεις και από κει. Κάποια στιγμή, τον Γενάρη του ’98, με πλησίασε ένας γνωστός μου, φίλος από την Ικαρία, συνάδελφος μηχανικός, και μου λέει ότι ψάχνουνε μηχανικούς στα καράβια, στα πλοία της γραμμής Ελλάδα-Ιταλία. Μου λέει: «Πέρνα μια βόλτα απ’ το γραφείο». Πέρασα, λοιπόν, μια μέρα από το γραφείο. Αρχικαπετάνιος ήταν ένας πατριώτης απ’ την Ικαρία. Πολύ καλός άνθρωπος, πολύ καλός καπετάνιος, μεγάλο όνομα στην πιάτσα μας, στον Πειραιά. Δεν με ήξερε ο άνθρωπος, αλλά ήξερε τον παππού μου, είχε ακούσει για τον πατέρα μου… Καταγόταν από το χωριό της Πλαγιάς, στην Ικαρία. Μεγαλωμένος στη Σύρο, όμως. Μου λέει: «Σε ενδιαφέρει; Θέλεις να έρθεις; Έχουμε μία θέση. Τώρα βγαίνει για επισκευή –είναι σε επισκευή μάλλον– στο Πέραμα». Λέω: «Δεν μπορώ να φύγω έτσι, κατευθείαν, από το άλλο καράβι που είμαι, πρέπει να τους ειδοποιήσω, να έρθει αντικαταστάτης μου, να μην τους κρεμάσω». Μου λέει: «Οκέι, θα σε περιμένουμε». Μέχρι να βρουν άνθρωπο, δεν με αφήνανε να φύγω στο άλλο καράβι. Προσπαθούσε να με πείσει ο αρχιμηχανικός να μη φύγω, εγώ είχα πάρει την απόφασή μου. Να σας πω την αλήθεια, ο κύριος λόγος ήταν ότι η Ηγουμενίτσα μου ’πεφτε λίγο μακριά. Αυτό το πλοίο που θα πήγαινα, θα έκανε τη γραμμή Πάτρα-Μπάρι, Ιταλία. Οπότε, σκέφτηκα ότι η Πάτρα είναι πολύ πιο κοντά στην Αθήνα, θα πετάγομαι με το αυτοκίνητο –καθότι και ερωτευμένος. Έτσι κι έγινε, λοιπόν. Δεν έφυγα αμέσως. Ήταν επισκευή και τα δύο πλοία. Έφτασε αρχές Μαρτίου για να με αφήσουν να φύγω. Παραιτήθηκα και μετά από μία μέρα, δύο μέρες, έπιασα δουλειά στο Πέραμα. Πολύ μεγάλο καράβι. Είχε δύο μηχανές B&W, είκοσι οχτώ χιλιάδες ιπποδύναμη και οι δύο, δεκαοχτακύλινδρες. Δεκαεφτά άτομα πλήρωμα μηχανής. Πήγα μες στο πλοίο, σκαντζάρισα έναν άλλο τρίτο μηχανικό –τρίτος μηχανικός ήμουνα τότε– που έπρεπε να πάει στο ΚΕΣΕΝ να πάρει το δίπλωμα του δευτέρου μηχανικού –καλό παιδί, καλή του ώρα. Ξεκίνησα, έπιασα δουλειά. Πόλεμος στο μηχανοστάσιο, μεγάλο μηχανοστάσιο, πολύ πιο μεγάλες οι μηχανές, πολλά άτομα κάτω. Πόλεμος, πραγματικά, πόλεμος. Τέλη Μαρτίου, το καράβι, με πολύ άγχος, με πολύ τρέξιμο, τελείωσε. Ξεκινήσαμε τα ταξίδια, πήγαμε Πάτρα, ξεκινήσαμε τη γραμμή Πάτρα-Μπάρι. Ή μάλλον, πιο σωστά να το πω, Πάτρα-Σάμη-Μπάρι και επιστροφή από Μπάρι-Σάμη, Κεφαλονιά-Πάτρα. Σε αυτό το πλοίο, έριξα πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά. Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα, είχα αδυνατίσει έντεκα κιλά. Τρομερό. Έλιωνα. Όχι μόνο εγώ, όλοι μας. Με το που πηγαίναμε Μπάρι, κάθε δεύτερη μέρα, αλλάζαμε –τη μία αλλάζαμε χιτώνια, την άλλη έμβολα, την άλλη ελατήρια εμβόλων, την άλλη βαλβιδοφόρους εξαγωγής, βαλβίδων εξαγωγής. Μέχρι και κουζινέτο βάσεως αλλάξαμε εν πλω. Ένα βράδυ που φεύγαμε απ’ την Πάτρα, βγαίνοντας απ’ τον Πατραϊκό Κόλπο, χτύπησε αλάρμ υψηλής θερμοκρασίας κουζινέτου βάσεως. Μπήκα εγώ μέσα στον στροφαλοθάλαμο, με τον πρώτο μηχανικό. Όταν ανοίξαμε τον στροφαλοθάλαμο, είχε ενενήντα βαθμούς υπό σκιά, δεν πλησίαζε ούτε κατσαρίδα, όχι άνθρωπος. Βάλαμε δύο ανεμιστήρες, ventilators, πλώρα-πρύμα, ανοίξαμε όλες τις πόρτες του στροφαλοθαλάμου, να αεριστεί ο χώρος. Έπεσε η θερμοκρασία στους πενήντα βαθμούς. Έπρεπε, όμως, να γίνει γρήγορα η δουλειά, γιατί ταξιδεύαμε, είχαμε πολύ κόσμο πάνω, είχαμε τουλάχιστον δύο χιλιάδες άτομα, επιβάτες. Πολύ άγχος. Περιμέναμε, έπεσε στους πενήντα βαθμούς, πενήντα πέντε-πενήντα βαθμούς, βάλαμε νιτσεράδες και μπήκαμε στον στροφαλοθάλαμο, κάναμε τη δουλειά, αλλάξαμε το κουζινέτο βάσεως και την ώρα που αλλάξαμε το… που τελειώσαμε, σφίξαμε με τα υδραυλικά και σπατσάραμε, τελειώσαμε, νετάραμε, λιποθύμησα και εγώ κι ο πρώτος. Και μας βγάλαν έξω από τον στροφαλοθάλαμο, μας βιράρανε με μπαλάγκα και με σχοινιά. Ήμουνα τριάντα δύο χρόνων. Τότε, πραγματικά, έπιανα την πέτρα και την έλιωνα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Πολλή δουλειά. Πολλή δουλειά. Τουλάχιστον δεκαπέντε ώρες την ημέρα στο πόδι, με δεκάξι. Και όταν δεν είχαμε ζημιά, κάναμε γλέντι πάνω στο deck, στο accommodation. Ωραία χρόνια, ωραίες παρέες, ωραίες συνεργασίες, δεν τσακωνόμασταν, τα χρήματα είχαν άλλη αξία, υπήρχανε δραχμές. Φανταστείτε τότε ότι έπαιρνα, μαζί με τα overtime και με τα έξτρα –γιατί πληρωνόμασταν, τις ζημιές που φτιάχναμε, τις πληρωνόμασταν σαν έξτρα αμοιβή– έφτανα το ένα εκατομμύριο δραχμές, μπορεί και να το ξεπερνούσα. Το 1998. Πιο εύκολα τα πράγματα όσον αφορά με τη γυναίκα μου. Ερχόταν και στην Πάτρα –πιο κοντινό ταξίδι–, πήγαινα κι εγώ στην Αθήνα. Αν θυμάμαι καλά, κάθε δεκαπέντε μέρες –ενώ μια φορά τη βδομάδα είχαμε διανυκτέρευση– κάθε δεκαπέντε, μου ’πεφτε η σειρά μου να πάω στην Αθήνα. Νομίζω ότι έπεφτε πάλι Τετάρτη. Κάθε Τετάρτη διανυκτέρευση, αλλά κάθε δεύτερη Τετάρτη πήγαινα εγώ στην Αθήνα για διανυκτέρευση. Πιο εύκολα τα πράγματα. Όταν ερχόταν η γυναίκα μου στην Πάτρα, πηγαίναμε για μπάνιο στο Ρίο, στο Αίγιο, στις παραλίες του Αιγίου, στα Βραχναίικα. Η Πάτρα, τότε, πολλή ζωή, ωραία πόλη. Πολλή ζωή, πολύ τουρισμός, πολλά πλοία στο λιμάνι. Η Γιουγκοσλαβία κλειστή, οπότε όλα γινόντουσαν από την Πάτρα και από την Ηγουμενίτσα, είτε… και από τη Βενετία, από την Τεργέστη. Αυτή ήταν η σύνδεση με Ελλάδα, εφόσον ήταν η Γιουγκοσλαβία κλειστή, και τα φορτηγά, οι νταλίκες και οι τουρίστες κατεβαίνανε μόνο με πλοία, από Ιταλία-Ελλάδα. Οπότε, πολλή δουλειά, πολλή κίνηση και η Ηγουμενίτσα και… άλλα περισσότερο η Πάτρα. Πολλή ζωή. Πέραν ότι είχε και πολύ φοιτητόκοσμο η Πάτρα. Ωραία χρόνια, ωραία χρόνια. Ζούσαμε άνετα. Δεν είχαμε προβλήματα. Όλος ο κόσμος ζούσε άνετα. Όλοι είχανε δουλειές, όλοι αμειβόντουσαν σωστά. Η χρυσή δεκαετία του ’90! Τον Αύγουστο του ’98 αποφασίζω με τη γυναίκα μου να ξεμπαρκάρω. Το καράβι είχε βαρύνει πάρα πολύ, εγώ ήμουνα ήδη πέντε μήνες στο καράβι, μυριζόμουνα και λίγο την Ικαρία, την έφερνα στο μυαλό μου. Είχα χρόνια να κατέβω Αύγουστο, Δεκαπενταύγουστο στο νησί. Ονειρευόμουνα τη Λαγκάδα, ονειρευόμουνα τη γυναίκα μου. Και έτσι, το συζητήσαμε με τη γυναίκα μου και είπα να ξεμπαρκάρω. Παραμονές Δεκαπενταύγουστου. Μία που ξεμπάρκαρα και μία που βρέθηκα μες στο καράβι για Ικαρία με τη γυναίκα μου. Για τέσσερις μέρες στη Λαγκάδα. Πολύ ωραία. Τέσσερις μέρες μαγικές! Πολύ ωραία. Πολύ ωραία. Πραγματικά, δηλαδή, τι να πρωτοθυμηθώ! Τον καριώτικο; Το γλέντι; Το κρασί; Τις παρέες; Τη γυναίκα μου; Πολύ ωραία στιγμή. Δεκαπενταύγουστος του ’98. Έφυγε η γυναίκα μου, όμως, έκατσε δυο μέρες, έφυγε και δώσαμε ραντεβού το επόμενο σαββατοκύριακο στη Μύκονο. Έκατσα εγώ πέντε-έξι μέρες στο νησί και παραμονές του επόμενου σαββατοκύριακου, έφυγα και κατέβηκα Μύκονο. Είχαμε δώσει ραντεβού με τη γυναίκα μου. Για σαββατοκύριακο μείναμε στη Μύκονο. Κι εκεί περάσαμε πολύ ωραία. Εξαιρετικά. Πολύ ωραία. Ωραία χρόνια. Είχαμε νοικιάσει ένα μηχανάκι, θυμάμαι, στη Μύκονο και ρωτάμε –καλά, τι μέρα εκείνη, τρομερή!– ρωτάμε κάτι ντόπιους: «Πού θα πάμε για μπάνιο;» Μας λένε… μας είπανε δυο-τρεις επιλογές, μας λέει μία παρέα που βρήκαμε εκεί, στη Χώρα, μας λέει: «Πηγαίντε», λέει, «στο Super Paradise». «Ωραία», λέμε, «να πάμε στο Super Paradise. Πώς θα πάμε;» Λέει: «Θα πάτε απ’ τον δρόμο που οδηγεί για το αεροδρόμιο». Ωραία. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, βάλαμε τη βαλίτσα πίσω, τη δέσαμε στη σχάρα με κάτι χταπόδια και ξεκινήσαμε να πάμε στο Super Paradise. Ο δρόμος περνούσε περιφερειακά απ’ το αεροδρόμιο, ήτανε χωματόδρομος. Στο τέλος του αεροδρομίου, δηλαδή στις αρχές του διαδρόμου που προσγειώνονται τα αεροπλάνα, υπήρχαν κάτι φανάρια. Όταν ερχόταν αεροπλάνο, όταν ερχόταν η ώρα να προσγειωθεί ένα αεροπλάνο, ανάβαν τα φανάρια, οι σηματοδότες κόκκινο για μας, τα αυτοκίνητα και μηχανάκια. Εμείς, με τόσο ήλιο, τόση ταλαιπωρία, χωματόδρομο, θόρυβο, ούτε κόκκινο είδαμε ούτε φανάρια είδαμε, περάσαμε. Και την ώρα που κάναμε τον κύκλο του αεροδρομίου για να ξαναβγούμε στον απέναντι δρόμο, ακούμε από πάνω μας το αεροπλάνο να περνάει. Μας πέταξε σε ένα… έφυγε το μηχανάκι αλλού, εμείς φύγαμε αλλού, η βαλίτσα αλλού, βρέθηκε μέσα σε ένα χαντάκι, ούτε καταλάβαμε τι έγινε. Τέλος πάντων, σηκωθήκαμε, ανασκουμπωθήκαμε, ψάξαμε, βρήκαμε τη βαλίτσα, βρήκαμε το μηχανάκι, ανεβήκαμε στο μηχανάκι, φύγαμε, τραβήξαμε για το Super Paradise. Με το που φτάνουμε στο Super Paradise, κατεβαίνουμε στην παραλία. Χωρίς να ξέρουμε τι εστί Super Paradise, βλέπουμε ξαφνικά κάτι άντρες περίεργους, να φοράνε κάτι περίεργα μαγιό, μερικοί ήταν και αγκαλιά μες στη θάλασσα, άλλοι ήταν αγκαλιά στην παραλία. Της λέω: «Ρε Πωλίνα, πού βρεθήκαμε εδώ; Τι είναι εδώ;» της λέω. «Κάνε το κορόιδο», της λέω, «να κάνουμε μια βουτιά, πάμε πιο απόμερα, να κάνουμε κι ένα τσιγάρο και σιγά σιγά, τσούκου τσούκου, διακριτικά, να την κάνουμε. Κώλο κώλο να φύγουμε». Οκέι. Όντως, κάναμε μια βουτιά, κάναμε ένα τσιγαράκι. Υπήρχε ένα μπαρ στην παραλία, θέλαμε να πά’ να πάρουμε ένα νερό κι έναν καφέ, κι ούτε που πλησιάσαμε. Σηκωθήκαμε άρον άρον και φύγαμε. Ωραία περιπέτεια. Είχε κι αυτό την εμπειρία του. Την άλλη μέρα, πήγαμε σε μια άλλη παραλία, πιο προσεκτικά. Ρωτήσαμε, να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα συναντήσουμε ξανά τα ίδια, μας είπαν: «Θα ανεβείτε στην Πέρα Μερά και θα κατεβείτε από τη βόρεια πλευρά του νησιού, έχει μια πολύ ωραία παραλία». Όντως και το κάναμε, περάσαμε πολύ ωραία. Τέλος πάντων, σαββατοκύριακο έφυγε, φύγαμε κι εμείς, πήραμε το πλοίο για Πειραιά, πήγαμε Πειραιά. Το Πωλινάκι δεν ήθελε να φύγω ξανά, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά, έπρεπε να συμπληρώσω υπηρεσία, να πάρω του δεύτερου μηχανικού το δίπλωμα. Με πολύ βαριά καρδιά, έφυγα κι εγώ. Πήρα έναν κύκλο μαθημάτων στο ΚΕΣΕΝ για του δεύτερου μηχανικού, τον Οκτώβριο. Πρώτα –παρέλειψα να το πω αυτό… Συγχρόνως, ο πεθερός μου είχε ανοίξει ένα δεύτερο μαγαζί στο Νέο Ηράκλειο και το δούλευε η Πωλίνα και πήγαινα και τη βοηθούσα. Περνούσε ο καιρός όμορφα. Εγώ στο σχολείο για τον πρώτο κύκλο μαθημάτων του δευτέρου μηχανικού, πήγαινα, έπαιρνα την Πωλίνα απ’ το Νέο Ηράκλειο, βγαίναμε έξω, οικονομική άνεση είχα τότε, περνάγαμε ωραία. Τον Δεκέμβριο, με το που τελειώνω το ΚΕΣΕΝ για τον πρώτο κύκλο του δευτέρου μηχανικού το δίπλωμα, τυχαίνει μια δουλειά για ένα καράβι στη Ραφήνα, γιατί ήθελε να βγει ένας τρίτος μηχανικός, να πάει να πάρει του δεύτερου. Πήγα, λοιπόν, τον άλλαξα, έμεινα γύρω στους τρεις μήνες στο καράβι. Με το που πήγα –ξέχασα να πω ότι με το που πήγα στο καράβι, μετά από μια βδομάδα, έδεσε για επισκευή. Επισκευή έκανε στο Λαύριο, οπότε πήγα, έμεινα στο πλοίο και πήγαινα από Ηλιούπολη-Λαύριο, καθημερινά, για την επισκευή. Έκατσα τρεις μήνες. Δεν έμεινα ευχαριστημένος, όμως, γιατί μου φάγανε αρκετά χρήματα, υπηρεσία δεν έγραψα… Και εκείνη την εποχή, συμπτωματικά, τυχαίνει να με πάρει ένας συγγενής μου τηλέφωνο και αν ενδιαφερόμουνα, να πάω στο πλοίο, επειδή το ήξερα το πλοίο, το γνώριζα –το αγόρασε το πλοίο. Αυτοί οι συγγενείς μου είχανε κάποια μικρά καραβάκια και αγοράσανε κι αυτό, σαν πιο μεγάλο καράβι, κάνανε και μια συνεργασία ένα συμβόλαιο για πέντε χρόνια, να κάνει τα ίδια δρομολόγια το πλοίο που έκανε και το ’96. Είχε φτάσει πλέον Φλεβάρης-Μάρτης του 1999. Είχαν γεννηθεί και οι ανιψιές μου και είχαμε κι αυτό το γεγονός, το οποίο ήτανε πρωτόγνωρο για μας. Ήταν τα πρώτα εγγόνια των γονιών μου, ήταν και δίδυμα και είχαμε κι αυτόν τον καημό, να βλέπουμε τα μωρά. Έφτασε Μάρτης του ’99, έπρεπε να φύγω. Είχαμε συμφωνήσει –τον Φλεβάρη αγόρασε το πλοίο– τον Μάρτη θα πηγαίναμε Βόλο να το παραλάβουμε. Έτσι κι έγινε, λοιπόν, αρχές Μαρτίου του ’99 φύγαμε για Βόλο, εγώ και κάποιοι άλλοι συνάδελφοι, να παραλάβουμε το πλοίο. Με άλλο πλήρωμα μέσα, καινούριες καταστάσεις, μόνο ένας δεύτερος μηχανικός ήτανε παλιός, ένας άνθρωπος απ’ τους χειρότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Ντροπή για την εμπορική ναυτιλία. Ένας άνθρωπος ο οποίος… διπρόσωπος, άνθρωπος ο οποίος δημιουργούσε καταστάσεις εκεί που δεν υπήρχανε, δημιουργούσε προβλήματα εκεί που δεν υπήρχανε, έλεγε πολλά ψέματα. Τι να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή του ναυτικού. Πηγαίνεις σε ένα πλοίο, παντρεύεσαι κάποιους αναγκαστικά, σε βάζουνε να συμβιώσεις με κάποιους, αναγκαστικά, που δεν τους ξέρεις και δεν ταιριάζεις μαζί τους. Αλλά έτσι είναι η ζωή του ναυτικού. Μαζί με τη μοναξιά και την κλεισούρα, έχεις και κάποιους ανθρώπους που, εκ των πραγμάτων, πρέπει να συμβιώσεις μαζί τους και ας μην ταιριάζουν τα χνώτα σου. Συν τους κινδύνους που αντιμετωπίζεις, συν τις δυσκολίες της δουλειάς, τις μεγάλες ευθύνες αυτής της δουλειάς, τους κινδύνους αυτής της δουλειάς, την αβεβαιότητα και –το σημαντικότερο– ότι δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει σε ένα πλοίο, ποτέ. Πέρασε ο καιρός, δυσκολίες με τη γυναίκα μου, παράπονα, γκρίνια, γιατί ήθελε να τα παρατήσω. Τέλος πάντων, ήρθε Οκτώβριος κι εγώ δεν άντεξα άλλο, ξεμπάρκαρα και ξανά, μαζί με τη γυναίκα μου, προσπαθούσαμε να βρούμε πάλι τα πατήματα μας, τα βήματά μας, γιατί έλειπα καιρό από κοντά της. Πέρασε ο καιρός, περνάγαμε ωραία έξω. Είπα ότι έπρεπε να κάνω ένα τελευταίο μπάρκο, για να πάρω, να συμπληρώσω υπηρεσία, να πάρω… να πάω σε σχολείο να πάρω δίπλωμα του δεύτερου μηχανικού. Και όντως, έτσι έγινε. Τον Απρίλη μου έτυχε μια δουλειά σε ένα πλοίο, που θα πήγαινε, θα έκανε γραμμή Κόρινθο-Βενετία. Πήγα, λοιπόν, έκλεισα τη δουλειά. 1η Μαΐου ναυτολογήθηκα. Μεγάλο καράβι κι αυτό. Ro-Ro, τύπου Ro-Ro. Πλοίο που φόρτωνε φορτηγά αυτοκίνητα, νταλίκες –οι λεγόμενες νταλίκες– και κάνανε δρομολόγιο –κάναμε δρομολόγιο– Κόρινθο-Βενετία, καθότι ήταν κλειστή ακόμα η Γιουγκοσλαβία, λόγω του πολέμου. Πολλή δουλειά, πολύ τρέξιμο, πολύ βαρύ καράβι και αυτό. Γύρω στα δεκαπέντε άτομα πλήρωμα στη μηχανή. Πηγαίναμε Porto Marghera, το εμπορικό λιμάνι της Βενετίας και το επίνειο του Mέστρε. Το Μέστρε ήταν μια πόλη ένα-δύο χιλιόμετρα μακριά από το Porto Marghera. Το καλό της υπόθεσης ήταν ότι πήγαινα συχνά Βενετία, μία από τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής μου. Έχω να πω ότι… και μερικές από τις πιο όμορφες εικόνες της ζωής μου η Βενετία. Την επισκέφτηκα πολλές φορές. Ήρθε και η γυναίκα μου, κάναμε, δυο φορές ήρθε μαζί μας –μαζί μου. Περάσαμε πολύ ωραία. Και με αυτό το πλοίο, αν θυμάμαι καλά, κάθε τρίτη βδομάδα του μήνα… κάθε τρίτη βδομάδα –δηλαδή, μου έπεφτε περίπου μία φορά τον μήνα– έκανε διανυκτέρευση στην Κόρινθο και πήγαινα, ερχόμουνα στην Αθήνα. Πολλές φορές ερχόταν και η γυναίκα μου στην Κόρινθο και με έβλεπε. Πέρναγε ο καιρός. Το πλοίο ταλαιπωρημένο πάρα πολύ, όσο και να δουλεύαμε και να εργαζόμασταν, είχαμε πέσει με τα μούτρα πάνω στις μηχανές, δεν προλαβαίναμε να τα κάνουμε όλα, όλες τις συντηρήσεις και όλες τις αλλαγές. Τα μηχανήματα είχαν συμπληρώσει ώρες λειτουργίας, το καράβι έπρεπε να πάει επισκευή από τον Ιούλιο, συμπληρωμένα όλα τα μηχανήματα σε ώρες λειτουργίας, αλλά δεν μας πήγαιναν, όλο μας αναβάλλανε. Αυτό μας δημιούργησε επιπρόσθετο άγχος και φόβο, τι μπορεί να μας τύχει. Γιατί το καράβι φόρτωνε μέχρι τα μπούνια, που λέμε, πάντα φορτωμένο πήγαινε, πάντα φορτωμένο ερχότανε. Και με άσχημους καιρούς. Μέχρι που ήρθε ο Νοέμβριος. Το καράβι, σε πολύ άσχημη κατάσταση οι μηχανές του και το μηχανοστάσιο. Όσο και να το κυνηγούσαμε, δεν προλαβαίναμε να τα φτιάξουμε όλα, γιατί, όπως προείπα, έπρεπε να είχε πάει για επισκευή απ’ τον Ιούλιο. Εκείνο το βράδυ –παρέλειψα να πω ότι αναχώρηση από το Porto Marghera πάντα είχαμε δέκα παρά τέταρτο το βράδυ. Το ταξίδι για Βενετία ήταν τριάντα έξι ώρες, μιάμιση μέρα. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, είχαμε πάρει δελτίο καιρού ότι έρχεται ένας σορόκος με πολλή δύναμη, με πολλή ορμή, γύρω στα δέκα με έντεκα μποφόρ δύναμη. Ο καπετάνιος προβληματισμένος, αλλά, όμως, άπειρος. Ήταν η δεύτερη φορά που καπετάνευε πλοίο. Το πρόβλημα του, απ’ ό,τι κατάλαβα και αργότερα, ήταν ότι φοβόταν να πει στην εταιρεία ότι: «Δεν φεύγω απόψε, θα φύγω αύριο» ή «Θα φύγω σε εφτά ώρες από δω, να περιμένω να περάσει ο καιρός» –γιατί ο καιρός ήτανε στρίμα. Ήτανε πέντε-έξι ώρες ένα στρίμα, αλλά ήταν πολύ δυνατό, ήταν φονικό. Ούτως ή άλλως, ο σορόκος είναι ο πιο φονικός καιρός, είναι ο καιρός-φονιάς, που λέμε. Είναι ο νοτιοανατολικός άνεμος. Ο γραμματικός του είπε του καπετάνιου –παλιός ο γραμματικός–, του λέει: «Καπετάνιε, μη φύγεις», του λέει, «Κάτσε πέντε-έξι ώρες παραπίσω, καθυστέρησε τον απόπλου, γιατί θα έχουμε πρόβλημα». Δεν τον άκουσε. Το μόνο που άκουσε ήταν το τι του είπε το γραφείο, γιατί φοβόταν να πει στο γραφείο ότι: «Δεν φεύγω», ότι: «Κατσελάρω το ταξίδι». Προτίμησε, λοιπόν, να διακινδυνεύσει τη ζωή –τις ζωές μας– με το καράβι, που ήταν ερείπιο, φορτωμένο όλο, και το πάνω και το κάτω γκαράζ, με νταλίκες. Και τι νταλίκες; Φορτωμένες, οι μισές, με πολύ βαριά φορτία, με μάρμαρα, με πλακάκια, με τέτοια πράγματα. Πολύ βαριά φορτία. Κατέβηκε, λοιπόν, στο μηχανοστάσιο, λέει του πρώτου, ρωτάει τον πρώτο: «Μάστορα, τι θα κάνουμε; Τι λες να κάνουμε;» Ο πρώτος του απάντησε και του είπε: «Καπετάνιε, την κατάσταση την ξέρεις πώς έχει, πάρε την απόφαση μόνος σου». Και όντως, ο καπετανάκος αυτός πήρε την απόφαση να φύγουμε. Εκείνο το βράδυ έτυχε, για κακή μας τύχη, πρώτη φορά στους έντεκα μήνες που έκατσα στο πλοίο, είχαμε σαράντα οχτώ οδηγούς μαζί μας. Όσο έλεγε το πρωτόκολλο του πλοίου, σαράντα οχτώ άτομα, πέραν του πληρώματος. Ποτέ δεν είχαμε σαράντα οχτώ άτομα. Πάντα είχαμε είκοσι οδηγούς μαζί μας, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι πέντε. Ποτέ σαράντα οχτώ, δεν είχαμε φτάσει ποτέ το ανώτερο νούμερο στο πρωτόκολλο. Και εκείνο το βράδυ το φτάσαμε. Σαράντα οχτώ οδηγοί μες στο πλοίο. Και άλλοι πόσοι ήμασταν εμείς; Δεν θυμάμαι, τριάντα-τριάντα πέντε πλήρωμα; Οι ναύτες, λοιπόν, με τον λοστρόμο κατέβηκαν στο γκαράζ, όταν πήραμε την εντολή ότι θα φύγουμε –καθυστερημένα, γύρω στις έντεκα η ώρα θα φεύγαμε, από δέκα παρά τέταρτο– κατεβήκαν κάτω στο γκαράζ γρήγορα γρήγορα και δέσανε όλες τις νταλίκες με καστάνιες, αλυσίδες καστάνιες, με τις μάπες του πατώματος του γκαράζ. Όταν, όμως, έχεις ένα σορόκο πάνω από δέκα δύναμη, τι να σου κάνουν και οι καστάνιες, στις νταλίκες που έχουνε τόσο βαριά φορτία; Φύγαμε, λοιπόν, κατεβήκαμε σιγά σιγά το κανάλι της Βενετίας με τον πιλότο. Αυτό που ξέχασα να πω, είναι ότι τα φορτηγά πλοία δεν είναι υποχρεωμένα, δεν έγκειται στον κανονισμό του απαγορευτικού. Το απαγορευτικό ισχύει μόνο για το Αιγαίο και για τα επιβατικά πλοία. Όταν το πλοίο είναι φορτηγό, είτε στο Αιγαίο είναι είτε στη Μεσόγειο είτε στον Ατλαντικό και έχει μπροστά του, ο καπετάνιος, έχει πάρει ένα δελτίο καιρού με άσχημο καιρό, είναι στην κρίση, αποκλειστικά στην κρίση του καπετάνιου αν θα φύγει από το λιμάνι, αν θα κάνει απόπλου. Αυτός ο καπετανάκος, λοιπόν, αποφάσισε, έκρινε ότι αξίζει να διακινδυνεύσει τις ζωές μας και να φύγει από το πλοίο –να φύγει από το λιμάνι με το πλοίο. Έτσι κι έκανε. Βέβαια, αν ήμουνα εγώ πρώτος, αν ήμουν εγώ στη θέση του πρώτου μηχανικού, αν ήμουνα εγώ ο πρώτος εκείνη τη στιγμή, θα είχα πάρει τα κλειδιά των χειριστηρίων πάνω από την κονσόλα του control room, θα είχα γυρίσει τα κλειδιά στο off και θα τα είχα βάλει στην τσέπη μου τα κλειδιά. Είχε το δικαίωμα αυτό ο καπετάνιος, όταν κρίνει –συγγνώμη, έχει το δικαίωμα αυτό ο πρώτος μηχανικός– όταν κρίνει ότι οι μηχανές δεν είναι σε σωστή κατάσταση, οπότε, κατά συνέπεια, και το πλοίο δεν είναι αξιόπλοο, έχει το δικαίωμα να πάρει τα κλειδιά, να κλειδώσει τα χειριστήρια και να βάλει τα κλειδιά στην τσέπη του. Αυτό θα έκανα εγώ. Δεν το έκανε εκείνος ο πρώτος μηχανικός. Έτσι, λοιπόν, ξεκινήσαμε. Βγήκαμε απ’ το κανάλι μετά από μια ώρα, με dead-slow πορεία στο κανάλι, βγήκαμε απ’ το κανάλι και βγήκαμε στην ανοιχτή θάλασσα. Στο ύψος της Ανκόνα, άρχισε το ξύλο. Και όχι μόνο άρχισε το ξύλο, άρχισε απότομα το ξύλο. Ήταν, ο καιρός δεν ήτανε δεκάρι, ήταν εντεκάρι. Ήταν έντεκα δύναμη σορόκος. Ήτανε χειρότερα απ’ ό,τι τα περιμέναμε. Κατευθείαν, άρχισαν οι ζημιές. Τι να πρωτοθυμηθώ; Να θυμηθώ ότι σπάσαν τα παρμπρίζ των τζαμιών στην πλωριά μεριά του accommodation; Τον καιρό τον είχαμε στη μάσκα. Σπάσανε τα τζάμια, κρύσταλλο –τώρα δεν θυμάμαι πόσο, πόσα χιλιοστά πάχος– και ξηλώθηκε μαζί με την κάσα του. Δύο-τρία τέτοια παράθυρα στη σειρά. Δεξιά πλώρα είχαμε δύο καμπίνες λυόμενες, στο deck, στο deck της τραπεζαρίας των αξιωματικών. Είχαμε δύο λυόμενες καμπίνες. Έμπαινε η θάλασσα με τέτοια μανία μέσα, με τέτοια λύσσα, που ξήλωσε τις καμπίνες από τη βάση, από κάτω, που ήτανε βιδωμένες στο πάτωμα, και τις πέταξε στο μπουρμέ του μαγειρείου και έμπαινε η θάλασσα μέσα, χύμα. Λες και κολυμπάγαμε. Λες και είχαμε βυθιστεί. Έτσι έμπαινε η θάλασσα μέσα. Τα χάσαμε! Αμέσως, χτύπησε συναγερμός στο πλοίο. Εγώ κατέβηκα κάτω, βέβαια. Θυμάμαι ακόμα τους οδηγούς των φορτηγών, που ήταν στην τραπεζαρία των αξιωματικών και τρώγανε, που πέσαν στα γόνατα. Πέσαν στα γόνατα και να κλαίνε και να μας παρακαλάνε να τους σώσουμε και να μας τραβάνε από τα παντελόνια και τις φόρμες. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε, όμως, κάτι. Τους είπαμε: «Φορέστε σωσίβια». Εγώ κατέβηκα στο μηχανοστάσιο, γιατί είχαμε άλλα προβλήματα. Με το που κατεβαίνω στο γκαράζ, για να πάω στο μηχανοστάσιο, ακούω ένα «μπαμ» στον καταπέλτη και γυρνάω και βλέπω τον καταπέλτη. Είχε ξηλωθεί η υδραυλική μπουκάλα από την αριστερή πλευρά και κρέμασε ο καταπέλτης μονόπαντα. Τρομερό πράγμα! Πηγαίνοντας για το μηχανοστάσιο, ακούω ένα άλλο «γκρανγκ» και βλέπω μία νταλίκα και ντελαπάρει. Σπάνε οι καδένες, οι καστάνιες και ντελαπάρει προς τα αριστερά, πάνω σε μία άλλη, που με τη σειρά της η άλλη, έπεσε στην επόμενη και όλες αυτές σταμάτησαν σε μία νταλίκα που ήταν φορτωμένη με μάρμαρα, ασυνόδευτη, στη μέση του γκαράζ. Το γκαράζ, αν θυμάμαι καλά, είχε οχτώ λωρίδες, οχτώ σειρές για νταλίκες, οχτώ διαδρόμους, αν θυμάμαι καλά. Πήγα, λοιπόν, συνέχισα την πορεία μου, γιατί έπρεπε να μείνω συγκεντρωμένος –θυμάμαι ότι είδα κι άλλο ένα φορτηγό, είχε ντελαπάρει προς τα πλώρα δεξιά–, έπρεπε να κατέβω στο μηχανοστάσιο. Είχαμε πολύ σοβαρό πρόβλημα. Με το που κατεβαίνω στο μηχανοστάσιο, βλέπω έναν πανικό, βλέπω έναν πρώτο, η μούρη του ήτανε σαν παντζάρι, κόκκινος από την πρέσα και από το άγχος. Είχε αρχίσει το μεγάλο πρόβλημα που φοβόμασταν. Είχε αρχίζει κι έπεφτε η πίεση του λαδιού. Και όχι αδικαιολόγητα. Σε μία επίσκεψη που κάναμε στον στροφαλοθάλαμο, στη Βενετία, πριν καμιά δεκαπενταριά μέρες, πριν το συμβάν, βρήκαμε γρέζια, βρήκαμε κομματάκια μέταλλο στα τοιχώματα του στροφαλοθάλαμου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι είχαμε θέμα με τα ελατήρια; Είχαν διαλύσει κάποια ελατήρια; Κάτι είχε γίνει. Όλα αυτά, βέβαια, τα ρινίσματα και τα γρέζια, θα περνάγανε από τα φίλτρα του λαδιού. Όπως καταλαβαίνετε, η πίεση του λαδιού, όταν περάσουν τέτοια πράγματα μέσα απ’ τα φίλτρα του λαδιού, η πίεση του λαδιού πέφτει γρήγορα. Η σωστή πίεση, σε τέτοιες μηχανές, τετράχρονες, που πρέπει να κρατάμε, είναι γύρω στα 5,3 με 5,5 κιλά. Στα 3,8, αν θυμάμαι καλά, χτυπάει το αλάρμ, στα 3,6 ή στα 3,5 κιλά γίνεται shut down. Αυτό μας έλειπε τώρα! Ξεκινήσαμε να μπλοφάρουμε τα φίλτρα χειροκίνητα. Και οι δεκατέσσερις-δεκαπέντε, δεκατέσσερα-δεκαπέντε άτομα, πλήρωμα του μηχανοστασίου, ήμασταν όλοι κάτω. Μπλοφάραμε τα φίλτρα ο ένας πίσω απ’ τον άλλον. Όταν λέω «μπλοφάραμε», είχαμε έναν μεγάλο μοχλό, τον πηγαίναμε δεξιά-αριστερά, τα φίλτρα ήταν μαγνητικά, και τι γινότανε; Το ένα φίλτρο ήταν μέσα σε ένα άλλο φίλτρο, με ξύστρες, και αυτές οι ξύστρες είχανε μαγνήτη και μαζεύανε τα γρέζια και τα μεταλλικά ρινίσματα. Οπότε, τι γινότανε; Καθάριζαν τα φίλτρα και, ξανά, ανέβαινε η πίεση του λαδιού. Περνούσε, δηλαδή, το λάδι πιο άνετα απ’ το φίλτρο, οπότε ανέβαινε η πίεση του. Έλα ντε, όμως, που δεν κρατούσε η πίεση πάνω από ένα-ενάμισι λεπτό. Ξαναέπεφτε, πήγαινε στα 4,5-4 κιλά. Οπότε, ερχότανε το επόμενο άτομο από πίσω μου, από πίσω, μπλοφάριζε τα φίλτρα. Ο επόμενος… Ήμασταν, δηλαδή, αλυσίδα, τρενάκι. Γιατί δεν αντέχαμε, τα χέρια μας είχανε, παθαίνανε κράμπες από το πολύ δούλεμα που κάναμε στον μοχλό για τα φίλτρα. Ο πρώτος είδε ότι δεν αντέχαμε –δεκαπέντε άτομα και δεν αντέχαμε, ο ένας πίσω απ’ τον άλλονε. Ο καιρός φονιάς. Είχε πάει πάνω από έντεκα δύναμη, πλησίαζε τα δώδεκα μποφόρ. Τρομερό, τρομερό! Οπότε, κάλεσε βοήθεια από πάνω. Μας έστειλε ο καπετάνιος τα καμαροτάκια, το πλήρωμα της κουζίνας, δύο ναύτες, δύο καμαροτάκια –συγγνώμη, όλα τα καμαροτάκια, συγγνώμη, ναι, όλα τα καμαροτάκια– και έναν ανθυποπλοίαρχο. Μαζεύτηκαν, δηλαδή, μάνι-μάνι, άλλοι εφτά με οχτώ άνθρωποι κάτω στο μηχανοστάσιο. Δηλαδή, ήμασταν πάνω από είκοσι άτομα στο μηχανοστάσιο και πάλι, δεν προλαβαίναμε τα φίλτρα να τα μπλοφάρουμε, να κρατάμε, δηλαδή, την πίεση στα 5,5 κιλά, στα 5,3. Τρομερό! Δεν μπορούσαμε, δεν προλαβαίναμε να κάνουμε ούτε την προσευχή μας. Δεν προλαβαίναμε να σκεφτούμε τι μπορεί να συμβεί στην επόμενη στιγμή. Δεν είχαμε χρόνο να σκεφτούμε. Το μόνο που σκεφτόμασταν ήταν πώς θα επιβιώσουμε, πώς θα μπορέσουμε να κρατήσουμε τις μηχανές όρθιες, να μη σβήσουνε. Γιατί άμα σβήνανε, αν πάθαιναν shut down, το επόμενο πράγμα που θα γινότανε, ήταν γνωστό σε όλους μας. Θα πνιγόμασταν. Τα καταφέραμε, όμως. Δεν ξέρω πόσες ώρες παλεύαμε, δεν θυμάμαι πόσες ώρες, αμέτρητες. Ένα πράγμα που μου έχει μείνει έντονα στο μυαλό μου και δεν το ξεχνάω αυτό, δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ, είναι όταν πήγα να επιθεωρήσω κάποιους στεγανούς χώρους, πλώρα από το μηχανοστάσιο, τα λεγόμενα void spaces, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με watertight doors, η μία στην ίδια ευθεία με την άλλη. Μιλάμε για έξι-εφτά διαμερίσματα, πλώρα απ’ το μηχανοστάσιο, τεράστιοι χώροι, με τις πόρτες τους στην ίδια ευθεία η μία με την άλλη. Κι όμως! Καμία πόρτα δεν ήταν στην ίδια ευθεία με την άλλη εκείνο το βράδυ. Η μία πάνω, η άλλη κάτω, η μία πάνω, η άλλη κάτω. Και το καράβι να θέλει να κοπεί και οι λαμαρίνες να στριγγλίζουνε. Το πιο ανατριχιαστικό άκουσμα στα αυτιά μου μέχρι εκείνη τη στιγμή της ζωής μου, οι λαμαρίνες να στριγγλίζουνε. Πράγμα το οποίο μου το είχε περιγράψει ο πατέρας μου απ’ τον Ινδικό ωκεανό, την εποχή που ταξίδευε με τα Liberty. Και μου το ’λεγε ο πατέρας μου: «Μόνο όταν ακούσεις λαμαρίνες να στριγγλίζουν θα φοβηθείς». Θεός σχωρέσ’ τονε. Εκείνο το βράδυ τις άκουσα. Ομολογώ ότι όσες ζωές και να ζήσω, αυτό δεν το ξεχνάω. Αυτό το άκουσμα, αυτόν τον ήχο. Πέρασαν οι ώρες, μπορέσαμε και μας βοήθησε η Παναγία και ξημερωθήκαμε. Δεν θυμάμαι τώρα –όχι ξημερωθήκαμε, και την άλλη μέρα το πρωί τα ίδια, το ίδιο σκηνικό. Μάλλον, ήρθε η άλλη μέρα το βράδυ και μπόρεσε ο καιρός και κάλμαρε. Πρέπει να πλησιάζαμε –δεν θυμάμαι τώρα– την Κέρκυρα; Όταν άρχισε να καλμάρει ο καιρός. Τη μεθεπόμενη μέρα ξημερωθήκαμε, το μεθεπόμενο πρωινό. Δηλαδή, τη μεθεπόμενη μέρα το πρωί, ξημερωθήκαμε να μπαίνουμε στον Πατραϊκό Κόλπο. Μία άλλη σκηνή που δεν πρόκειται να ξεχάσω, ήταν όταν περνάγαμε από τη γέφυρα, την υπό κατασκευή γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου –τότε τη φτιάχνανε–, την περνάγαμε με stand-by, με dead-slow. Και την ώρα που την περάσαμε, που τελείωσε το stand-by και ξαναχτύπησε ο καπετάνιος full away, λέω του πρώτου –εγώ έκανα την τέσσερις-οχτώ βάρδια– λέω του πρώτου –έκανα χρέη δεύτερου. Αδίπλωτος ήμουνα, αλλά έκανα χρέη δεύτερου. Του λέω του πρώτου: «Μάστορα, πάω πάνω να κάνω ένα τσιγάρο». Ήμουνα πάνω από μιάμιση μέρα κάτω στο μηχανοστάσιο. Ανέβηκα πάνω και συμπτωματικά περνάγαμε έξω από το Αίγιο, απ’ την Παναγιά την Τρυπητή και –ακόμα το σκέφτομαι– έπεσα στα γόνατα. Πραγματικά, τότε, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που σκέφτηκα ότι ακόμα και ο αέρας που αναπνέω δεν είναι δεδομένος. Σώσαμε και φτάσαμε στην Κόρινθο, δέσαμε, το καράβι κατεστραμμένο. Το Λιμεναρχείο ήρθε μέσα, φέρανε κάποια ανυψωτικά μηχανήματα, να βοηθήσουν, να ανοίξουν τον καταπέλτη –είχε σκαλώσει ο καταπέλτης, είχε κρεμάσει. Οπότε, κάποια ανυψωτικά μηχανήματα, περονοφόρα, δύο μεγάλα, τον μαϊνάρανε σιγά σιγά, γιατί δεν μπορούσε να μαϊνάρει, να τον μαϊνάρουμε εμείς, εφόσον είχε σπάσει η μία μπουκάλα, και άρχισε σιγά σιγά η καταγραφή των ζημιών. Τι να πω; Άσχημες καταστάσεις. Εκεί, αποφάσισα ότι έπρεπε να τα παρατήσω. Είχα συμπληρώσει και υπηρεσία για να πάρω του δεύτερου μηχανικού το δίπλωμα, σκέφτηκα και ότι η μανούλα μου μια φορά με γέννησε. Η γυναίκα μου με περίμενε, και αυτή την είχα βασανίσει στο «περίμενε» και αποφάσισα να τα παρατήσω. Έτσι, τον Φλεβάρη του 2001, ξεμπάρκαρα και αποφάσισα να βρω δουλειά έξω. Και όντως, βρήκα. Σε μια εταιρεία που επισκεύαζε μηχανές, ναυτικούς κινητήρες, ναυτικές μηχανές –για κότερα, πλοία και τα λοιπά. Και την επόμενη χρονιά, ετοιμαζόμασταν, πήραμε την απόφαση να παντρευτούμε, το 2002. Χτίζαμε και το σπίτι μας στην Ηλιούπολη, από τρία χρόνια πριν, δηλαδή απ’ το ’98 ξεκινήσαμε να χτίζουμε το σπίτι μας, τελειώσαμε αρχές του 2002 και Πρωταπριλιά του 2002 εγκατασταθήκαμε στο σπίτι. Εν τω μεταξύ, είχα τελειώσει και το σχολείο για του δευτέρου μηχανικού το δίπλωμα, πήρα και το δίπλωμα του δευτέρου μηχανικού, έπιασα και δουλειά έξω και άρχισα να μπαίνουμε σε μία διαφορετική ρότα της ζωής μας, θα έλεγα, πιο φυσιολογική. Εφόσον αποφάσισα να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια, να κάνουμε οικογένεια, αποφασίσαμε, ότι πρέπει να τα παρατήσω αυτά. Βοήθησε, βέβαια, και το γεγονός ότι παραλίγο να ταξιδέψουμε εκείνο το βράδυ. Η Παναγία μας βοήθησε. Ξέχασα να συμπληρώσω κάποιες μικρές ιστορίες που μου είχαν τύχει σε κάποια λιμάνια, το 1996 και το 1999, με δύο φορτηγά πλοία. Η μία περίπτωση που θυμάμαι, χαρακτηριστική, είναι ότι πηγαίναμε με ένα φορτηγό πλοίο, το 1996, στον Τάραντο, Νότια Ιταλία και δέναμε στο παλιό λιμάνι –συγγνώμη, στο καινούριο λιμάνι–, λίγο έξω από την πόλη, και παίρναμε λεωφορείο για να πάμε στην πόλη. Μία από αυτές τις φορές, είχα βγει έξω να πάω στην πόλη, για να περπατήσω και να πιω έναν καφέ. Στον γυρισμό –μαζί με έναν συνάδελφο–, στον γυρισμό, λοιπόν, πήραμε το λεωφορείο από την πόλη να πάμε στο νέο λιμάνι. Σε μία στάση, ανέβηκαν επάνω στο λεωφορείο, μπήκαν μες στο λεωφορείο, μία παρέα από πέντε-έξι παιδιά ηλικίας εννιά, δέκα, έντεκα, δώδεκα, κάπου εκεί, τα οποία, στη διαδρομή του λεωφορείου, σε κάθε στάση που σταματούσε το λεωφορείο, άνοιγαν τα παράθυρα, φτύναν τους ανθρώπους, φωνάζανε, λέγαν άσχημες κουβέντες. Ο οδηγός του λεωφορείου, κάθε λίγο και λιγάκι, σταματούσε και τους έκανε παρατήρηση. Αυτά συνέχιζαν στον ίδιο ρυθμό. Κάποια στιγμή, ο οδηγός του λεωφορείου απηύδησε, σταματάει το λεωφορείο ξαφνικά, έρχεται πίσω, ανοίγει την πόρτα και τους κατεβάζει κάτω. Δεν προλάβαμε να απομακρυνθούμε πενήντα μέτρα και ακούμε κάτι «μπαμ, μπαμ, μπουμ» και βλέπουμε πίσω, πετάγανε πέτρες, είχανε σπάσει το τζάμι του λεωφορείου, το πισινό τζάμι λεωφορείου. Εκεί, ένιωσα ο πολύ τυχερός που ζούσα στην Ελλάδα και ήμουν Έλληνας. Εκείνη την εποχή βέβαια, που όλα στην Ελλάδα ήταν διαφορετικά. Γιατί τώρα, όλα έχουν αλλάξει και είναι σχεδόν ίδια, όπως ήταν τότε στη Νότιο Ιταλία. Ένα άλλο σκηνικό που θυμάμαι, ήταν ότι περίμενα έξω από ένα σουπερμάρκετ, σε κάποια καρτοτηλέφωνα, να πάρω σειρά να μιλήσω με Ελλάδα –ήταν τότε στη μόδα τα καρτοτηλέφωνα. Καθόμουνα έξω από ένα σουπερμάρκετ, τα διάσημα «Μερκαντόνε», που ήταν στην Ιταλία, και όπως περίμενα, ξαφνικά, ακούω συναγερμό, τα αλάρμ του μαγαζιού –πολυκατάστημα αυτό, σουπερμάρκετ-πολυκατάστημα– και ανοίγει η πόρτα, βλέπω έναν πιτσιρικά ίσα με δέκα-έντεκα χρονών να τρέχει, με μια αγκαλιά πράγματα. Είχε κλέψει κάποια πράγματα, ό,τι μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους –στυλό, τσιγάρα, κασετίνες, αναψυκτικά… Στην αγκαλιά του όλα και έτρεχε με ταχύτητα υπερβολική, μιλάμε, για άνθρωπο. Από πίσω του, ο διευθυντής του καταστήματος και δυο-τρεις υπάλληλοι. Φωνάζανε: «Polizia! Polizia!» αλλά ο μικρός εξαφανίστηκε. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, αυτά τα δύο περιστατικά, εκείνη την εποχή, για τα δεδομένα τα δικά μου, που ζούσα στην Ελλάδα. Και ένα τρίτο σκηνικό, πάλι στον Τάραντο. Έχω βγει για καφέ –με το ίδιο καράβι πάλι– με έναν συνάδελφό μου, έναν ανθυποπλοίαρχο, και περπατάμε στην προκυμαία. Φανταστείτε ότι η προκυμαία στον Τάραντο ήταν έτσι όπως είναι περίπου του Βόλου. Πολύς κόσμος, πέρα-δώθε, καφέ, διάσπαρτα καφέ. Κάναμε τη βόλτα μας, αρχές καλοκαιριού, και ψάχναμε να κάτσουμε, ψάχναμε ένα καφέ για να κάτσουμε να πιούμε τον καφέ μας. Ο ανθυποπλοίαρχος φορούσε στον λαιμό του έναν σταυρό, μία αλυσίδα με σταυρό και κάποια άλλα πράγματα –ζώδιο είχε; Κρεμόταν ένα ζώδιο; Δεν θυμάμαι τώρα. Ήτανε αρκετά χρυσαφικά. Όπως περπατούσαμε δίπλα δίπλα ο ένας με τον άλλονε, ξαφνικά, ένιωσε ένα τσίμπημα στον λαιμό του και χτύπησε τον σβέρκο του. Αλλά δεν δώσαμε σημασία, προχωρήσαμε. Και μετά από λίγο, καθίσαμε σε ένα καφέ, παραγγείλαμε τον καφέ μας και, όπως καθόμασταν, ξαφνικά, λέει: «Ο σταυρός μου!» Του έλειπε η αλυσίδα με τον σταυρό του κι εμείς νομίζαμε ότι τον είχε τσιμπήσει κουνούπι. Αυτά, με τους μάγους, τους Ιταλούς, τους ταχυδακτυλουργούς. Ένα άλλο χαρακτηριστικό σκηνικό, που θυμάμαι από την καριέρα μου στα πλοία, είναι όταν πηγαίναμε στην Τουρκία. Κάθε φορά που πηγαίναμε στην Τουρκία, στα λιμάνια, που ήταν μέσα στα στενά του Βοσπόρου, των Δαρδανελίων, στην είσοδο των Δαρδανελίων, παίρναμε, ανέβαινε πιλότος στο πλοίο. Εκεί, στην είσοδο ακριβώς, υπήρχε ένα μεγάλο μνημείο. Το είχανε στήσει σε τιμή, εις μνήμην του Κεμάλ Ατατούρκ οι Τούρκοι, το οποίο φαινόταν με γυμνό μάτι από μεγάλη απόσταση. Και πάντα, όταν ανέβαινε ο πιλότος, χωρίς να τον ρωτήσουμε εμείς, μας έλεγε την ιστορία αυτουνού του μνημείου και ποιος ήταν ο Κεμάλ Ατατούρκ. Τι θέλω να πω με αυτό; Ότι οι Τούρκοι πάντα κάνανε προπαγάνδα για τη χώρα τους, για τον Κεμάλ Ατατούρκ και τίποτα δεν αφήναν στην τύχη, γενικά, στην εξωτερική πολιτική. Σε ένα λιμάνι της Τουρκίας, στην Μπαντίρμα, κάποια στιγμή –φορτώναμε πάντα πορσελάνη σε εκείνο το λιμάνι, στην Μπαντίρμα, το οποίο ήταν πολύ ακριβό φορτίο και πάντα καθαρίζανε τα αμπάρια δύο και τρεις και τέσσερις φορές οι ναύτες, μέχρι να τα βρούνε οι επιθεωρητές του φορτίου καθαρά για να φορτώσουνε την πορσελάνη. Εκείνη τη φορά, οι επιθεωρητές ήταν τρεις, τρία άτομα, οι οποίοι καθόντουσαν στο deck –στην κουβέρτα που λέμε– και επέβλεπαν τον καθαρισμό των αμπαριών, των δεξαμενών φορτίου. O ένας από τους τρεις, συνέχεια, οπότε μιλάγαμε εμείς απ’ τη μεριά μας, γυρνούσε και μας κοίταζε. Μέχρι που, κάποια στιγμή, με πλησίασε. Με πλησίασε όταν –να πω μια λεπτομέρεια που ξέχασα– όταν βγήκε, κάποια στιγμή, υπήρχε ένα τζάμι στο λιμάνι και βγήκε κάποια στιγμή ο χότζας και άρχισε να ψέλνει. Οπότε, σταματήσανε, σταμάτησε η κυκλοφορία, σταμάτησαν οι εργάτες να δουλεύουνε, όλα ακινητοποιήθηκαν. Και βέβαια, πέσανε στα τέσσερα οι Τούρκοι, με προσοχή, να προσευχηθούνε. Απόλυτη ησυχία. Όταν τελείωσε αυτό το θέμα –δεν ξέρω πώς να το πω, η λειτουργία τους;– και συνεχίσανε οι εργάτες τη δουλειά τους, μας πλησίασε ο ένας, αυτός, απ’ τους τρεις, που μας κοίταζε επίμονα το προηγούμενο διάστημα και μας είπε σιγανόφωνα ότι: «Κι εγώ είμαι Έλληνας, από αυτούς που είχανε μείνει στη Σμύρνη, και μας αναγκάσανε, για να μείνουμε στην πατρίδα μας, στη Σμύρνη, οι πρόγονοί μου» –οι γονείς του, μάλλον, ή οι παππούδες του– «να αρνηθούνε τον χριστιανισμό». Και απαγορευόταν να μιλάει ελληνικά. Βέβαια, μας είπε ο άνθρωπος ότι συνεχίζει η οικογένειά του να είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, απλά δεν το λένε, δεν το δημοσιοποιούνε. Και αυτό μου είχε κάνει, επίσης, πολύ μεγάλη εντύπωση. Να ξαναγυρίσουμε στο σήμερα. Αυτά είναι, εν ολίγοις, κάποια γεγονότα που μου έχουν κάνει εντύπωση, δεν ξέρω αν ξεχνάω και κάτι άλλο τώρα. Και να γυρίσουμε στο σήμερα, που είμαι σε μία εταιρεία… Το 2001, όταν βγήκα απ’ το τελευταίο καράβι, πήρα το δίπλωμα του δεύτερου μηχανικού και μετά έπιασα δουλειά σε μία εταιρεία που επισκεύαζε ναυτικούς κινητήρες και μηχανές για πλοία μεγάλα, για κότερα, για ρυμουλκά και τα λοιπά. Κουραστική δουλειά. Εκεί, τρέχαμε από λιμάνι σε λιμάνι, από ναυπηγείο σε ναυπηγείο, από μαρίνα σε μαρίνα για επισκευές, για επιθεωρήσεις, για drydocks, για sea trials. Πολύ τρέξιμο, πολλή δουλειά. Έπαθα μια ζημιά με το χέρι μου αργότερα και αναγκάστηκα και τα παράτησα, από υπερκόπωση. Κατόπιν, πήγα σε μία εταιρεία –πάλι μέσα στη ναυτιλία, παραναυτιλιακή εταιρεία– που εμπορευότανε, που παρήγαγε χημικά, υγρά ναυτιλίας –και παρήγαγε και εμπορευότανε. Κι έπιασα εκεί εργασία ως πωλητής μηχανικός. Έκατσα οχτώ χρόνια. Εν τω μεταξύ, κάναμε τον πρώτο μας γιο όσο ήμουνα σ’ αυτή την εταιρεία, τον Λευτέρη, το 2005, και αργότερα, το 2010, κάναμε και τον δεύτερό μας γιο, τον Μανώλη-Άγγελο. Παραμονή… στην αρχή της κρίσης, μάλλον, το 2010-’11, αρχίσανε ξαφνικά οι μειώσεις στους μισθούς, κάτι το οποίο εγώ δεν δέχτηκα και έτσι, λύθηκε η συνεργασία μου και με αυτή την εταιρεία. Αναγκαστικά, ξαναγύρισα στο επάγγελμα του ναυτικού το 2011, τέλη του 2011, μέχρι που πήρα, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκα, το 2019. Ταξίδεψα μέσα στην ακτοπλοΐα, στα νησιά του Αιγαίου, εντός Ελλάδας, για πέντε χρόνια και μετά, βρήκα εργασία σε ένα μεγάλο, σε ένα mega yacht. Στα ταξίδια μου μέσα στα νησιά, τις καλοκαιρινές περιόδους, έζησα κι εκεί διάφορες καταστάσεις και διάφορες περιπέτειες. Χαρακτηριστικά, θυμάμαι μία στιγμή που έχουμε φύγει από τη Νάξο να πάμε Μύκονο, με ένα ταχύπλοο που δούλευα, και είχε πολύ άσχημο καιρό, είχε ένα οχτάρι μελτέμι, φορτωμένο οχτάρι. Το καράβι μικρό, άρχισε να χοροπηδάει πάνω στα κύματα. Είχαμε πάρει κάποιους, ένα γκρουπ από ηλικιωμένους ανθρώπους από τη Σαντορίνη το πρωί, να τους πάμε στη Μύκονο, οι οποίοι είχαν έρθει από την Τρίπολη Αρκαδίας. Τους είχε κλείσει την εκδρομή ένα πρακτορείο τουριστικό στην Τρίπολη Αρκαδίας και τους πούλησε την εκδρομή σαν κρουαζιέρα –μόνο κρουαζιέρα δεν ήτανε! Τα γεροντάκια ήρθανε, λοιπόν, κάνανε embarkation στη Σαντορίνη, με σκοπό να τους βγάλουμε στη Μύκονο. Αυτοί οι άνθρωποι, οι ηλικιωμένοι, αμφιβάλλω αν είχαν ξαναδεί θάλασσα ζωή τους, οι περισσότεροι. Το καραβάκι, λοιπόν, άρχισε να χοροπηδάει στα κύματα, οι άνθρωποι τα χάσανε, άρχισαν να χτυπιούνται πάνω-κάτω, άλλοι κοκκινίσανε, άλλοι ζαλιστήκανε, άλλοι κάναν εμετό. Ήρθε, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ένας ηλικιωμένος στη γέφυρα, που ήξερε τον υποπλοίαρχο –ένας ηλικιωμένος απ’ το γκρουπ. Ο υποπλοίαρχος, λοιπόν, του πλοίου ήτανε συμμαθητής με τον γιο του. Και είχαν να τα πούνε χρόνια, είχε να τον δει χρόνια, τον ρώτησε τι κάνει ο γιος του –ο υποπλοίαρχος ρώτησε τον παππού τι κάνει ο γιος του–, να του δώσει χαιρετίσματα και τα λοιπά. Ο παππούς ξανακατέβηκε στη θέση των επιβατών, στο κατάστρωμα των επιβατών. Στη διάρκεια του ταξιδιού, μέσα στα πολλά χτυπήματα, είχαμε και μια ζημιά, ανεβοκατέβαινα εγώ στο μηχανοστάσιο και περνούσα, αναγκαστικά, μέσα από το deck των επιβατών. Το καράβι, σημειωτέον, ήταν κλειστού τύπου, επειδή ήταν ταχύπλοο, απαγορευόταν να βγεις στο κατάστρωμα. Οπότε, εγώ περνούσα μέσα από τον χώρο των επιβατών. Με βλέπανε οι επιβάτες που ήμουνα λαχανιασμένος, λερωμένος, ιδρωμένος, αγχωμένος, κατάλαβαν ότι κάτι τρέχει και αρχίζανε και βρίζανε εμένα όποτε περνούσα από κει. Άλλοι μου απλώνανε χέρι, άλλοι με βρίζανε. Υπήρχε και μια γιαγιά που, προφανώς, είχε πάθει κάποιο είδος παράκρουσης κι όποτε περνούσα από τη μεριά της, με έβλεπε –γιατί στο πρόσωπό μου έβλεπε όλη την εταιρεία– και άρχισε να φωνάζει, να μας λέει δολοφόνους, εγκληματίες, «Πού μας πάτε; Θα μας πνίξετε!» και τα λοιπά και τα λοιπά. Μέχρι κάποια στιγμή που έπαθε την ολοκληρωτική παράκρουση και άρχισε να ουρλιάζει και να λέει: «Πες του καπετάνιου να κάνει στάση να κατέβω!» Απ’ τη μία γελάς, απ’ την άλλη κλαις σε κάποια τέτοια σκηνικά. Όταν φτάσαμε στη Μύκονο, επιτέλους, οι άνθρωποι είχαν παραδώσει το πνεύμα τους –σχεδόν είχαν παραδώσει το πνεύμα τους. Άρχιζε η αποβίβαση των επιβατών, εγώ ήμουνα πρύμα στο πλοίο και ήρθε η ώρα να βγει κι ο παππούς έξω, ο γνωστός παππούς του υποπλοίαρχου. Και του λέει ο υποπλοίαρχος: «Τι έγινε μπαρμπα-Στέλιο;» –δεν θυμάμαι και το όνομά του, είπα ένα όνομα, τώρα, στην τύχη– «Πώς σου φάνηκε το ταξίδι;» «Άκου να σου πω», του λέει, «παιδί μου», του λέει του υποπλοιάρχου ο παππούς, «Είχα ένα πρόβλημα όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, που με βασάνιζε. Είχα ένα μεγάλο κτήμα στην Τρίπολη και δεν ήξερα σε ποιον απ’ τους δύο γιους μου να το αφήσω. Και με έτρωγε αυτό το πράγμα και με προβλημάτισε. Αλλά τώρα, που πατάω», λέει, «στεριά εδώ, στη Μύκονο, να σου πω κάτι; Δεν με ενδιαφέρει καθόλου πού θα το γράψω το οικόπεδο, αρκεί που πάτησα το πόδι μου στο λιμάνι, στη Μύκονο και είμαι ζωντανός». Αυτή είναι μία μικρή ιστορία, από τις πολλές στην καριέρα μου στην ακτοπλοΐα. Αργότερα, όπως σας είπα, πήγα σε ένα mega yacht, το οποίο κάναμε επισκευή γύρω στους έξι μήνες στην Ελλάδα και μετά φύγαμε άλλους έξι μήνες και πήγαμε Ισπανία –στην Ίμπιζα, Φορμεντέρα, Μάλαγα, Μαγιόρκα, Γιβραλτάρ, Ταγγέρη, στο Μαρόκο, αλλά, ως επί το πλείστον, στην Ίμπιζα. Το κότερο ανήκε σε μία οικογένεια πλούσια, πολύ απαιτητική οικογένεια, με πολλά, με αμύθητη περιουσία στην κατοχή της, που ό,τι και να επιθυμούσαν, έπρεπε… η επιθυμία τους ήταν διαταγή. Και εκεί δύσκολες συνθήκες, από τις έξι η ώρα το πρωί στο πόδι, μέχρι τις μία-δύο το βράδυ. Με πολλές ζημιές, παλιό καράβι –προσεγμένο μεν, αλλά παλιό καράβι, που έβγαζε πολλές ζημιές, γιατί είχε, φιλοξενούσε και πολύ κόσμο. Εκεί, μείναμε έξι μήνες και κάθε μέρα, εφτά η ώρα το πρωί, φεύγαμε από την Ίμπιζα και πηγαίναμε Φορμεντέρα, ένα μικρό νησάκι απέναντι από την Ίμπιζα. Και το βράδυ δώδεκα η ώρα, μία, γυρνούσαμε. Αυτό το σκηνικό επί έξι μήνες. Εκεί, στην Ίμπιζα, είδα πράγματα που δεν τα φανταζόμουνα, στα πενήντα μου χρόνια. Νόμιζα ότι η Μύκονος ήτανε κάτι extreme, κάποιο μέρος το οποίο ήταν ακραίο. Αλλά για τα δικά μας δεδομένα, ως Έλληνες. Η Ίμπιζα είναι είκοσι-τριάντα φορές χειρότερη απ’ τη Μύκονο κι αυτά που είδα εκεί, είναι τα πιο ακραία πράγματα που έχω δει στη ζωή μου. Ένα κοσμοπολίτικο νησί, που όλα είναι ελεύθερα. Ελεύθερα ήθη και ο καθένας κάνει ό,τι του αρέσει, χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς ενοχές και χωρίς ταμπού. Ο καθένας, ό,τι δηλώσει είναι, στην Ίμπιζα. Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς γυρίσαμε Ελλάδα, ήταν το 2016. Για επισκευή πάλι, στον Βόλο. Το Μάρτη του 2017, εγώ αποφάσισα να φύγω και να ψάξω να εργαστώ σε κάποιο πλοίο εδώ, στην Ελλάδα, να είμαι πιο κοντά στην οικογένειά μου, γιατί έλειπα πάνω από ενάμιση χρόνο απ’ την οικογένειά μου μακριά και τα παιδιά παραπονιόντουσαν πάρα πολύ. Το να λείπεις απ’ το σπίτι σου και να έχεις οικογένεια και παιδιά είναι πάρα πολύ δύσκολο. Πιστεύω ότι είναι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος που είναι παντρεμένος και έχει οικογένεια, έχει παιδιά. Ο χωρισμός απ’ τα παιδιά του κι απ’ τη γυναίκα του είναι πολύ σκληρός. Και όχι μόνο για τον ίδιο, ο ίδιος θα το παλέψει. Όσο ξέρει ότι τα παιδιά του δεν μπορούν να το παλέψουν και να το διαχειριστούνε, είναι διπλός ο πόνος. Και αυτόν τον πόνο, τον παίρνει μαζί του όταν χωρίζει ξαφνικά από την οικογένειά του, και ειδικά από τα παιδιά του, για να φύγει στο εξωτερικό. Γιατί όλα αυτά γίνονται ξαφνικά, τα παιδιά δεν μπορούν να το διαχειριστούν αυτό. Εκείνος, ο ναυτικός, ο εκάστοτε ναυτικός, μπορεί να έχει μάθει να το διαχειρίζεται, να έχει βρει μία φόρμουλα μέσα του, να το παλεύει. Τα παιδιά, όμως, δεν μπορούνε. Και αυτή την ευθύνη, αυτού του πόνου, των παιδιών του, την παίρνει μαζί του. Αυτό, δυστυχώς, είναι ένα βάρος, το οποίο δεν σηκώνεται. Δεν σηκώνεται με τίποτα. Το έζησα και σαν παιδί ναυτικού, το έζησα και σαν πατέρας ναυτικός, με δύο αγόρια. Και δυστυχώς, είναι κάποια χρόνια που έλειπα και τα οποία χρόνια αυτά δεν γυρίζουν πίσω. Έχασα κάποια πράγματα από τα παιδιά μου και έχω κάποια κενά, τα οποία, δυστυχώς, δεν γυρίζω να τα ξαναζήσω. Η ζωή, πολλές φορές, είναι σκληρή, είναι δύσκολη. Αλλά η αλήθεια, βέβαια, απ’ την άλλη, είναι ότι κάποια πράγματα, σαν άνθρωπος, εγώ προσωπικά, επειδή έτυχε να είμαι ναυτικός, τα εκτίμησα περισσότερο από κάποιους άλλους ανθρώπους, που τα θεωρούσαν δεδομένα. Για μένα, τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Ούτε καν η αναπνοή μου ούτε καν η ασφάλειά μου, τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Έφευγα για ταξίδι και δεν ήξερα αν θα ξανάρθω… υγιής, δεν ήξερα αν θα ξανάρθω αρτιμελής –πολύ βασικό. Ευτυχώς, η Παναγία πάντα ήταν πάνω απ’ το κεφάλι μου και με προστάτευε. Δεν έχω χτυπήσει ποτέ σοβαρά. Κινδύνεψα με πλοία, αλλά να χτυπήσω, δεν χτύπησα, δόξα τω Θεώ. Βέβαια, ο πόνος που έχω στην ψυχή μου, αυτός, δυστυχώς, δεν φεύγει. Ούτε οι μνήμες που έχω στην ψυχή μου φεύγουνε –από άσχημα περιστατικά ή από περιπτώσεις που κινδύνεψα, που είπα: «Μέχρι εδώ ήταν». Το έχω ζήσει δύο-τρεις φορές, με αποκορύφωμα εκείνη τη φορά στη Βενετία, που σας περιέγραψα πριν. Σίγουρα, οι εμπειρίες ενός ναυτικού δεν είναι συνηθισμένες εμπειρίες που μπορεί να τις ζήσει οποιοσδήποτε συνηθισμένος άνθρωπος. Αυτά που ζει ένας ναυτικός, ένας συνηθισμένος άνθρωπος ούτε στον ύπνο του δεν μπορεί να τα φανταστεί, είτε άσχημα είναι είτε όμορφα. Ο ναυτικός δεν είναι μόνο ταξίδια και εικόνες και αλλαγή τοπίων και καινούριες πατρίδες. Δεν είναι μόνο αυτό. Ο ναυτικός είναι «κοιμάμαι στην καμπίνα μου με το ένα μάτι ανοιχτό» –δηλαδή, «ποτέ δεν κοιμάμαι». Ποτέ δεν κοιμάται ο ναυτικός για να ξεκουραστεί, να αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο να κοιμηθεί. Οποιαδήποτε στιγμή, μπορεί να τύχει το οτιδήποτε. Μα από μια ζημιά, μα από μια φουρτούνα, μα γιατί έσπασε μία καδένα, μα γιατί έσβησε μια ηλεκτρομηχανή ή γιατί χάλασε μια πυξίδα ή για χίλιους δυο λόγους. Ή γιατί έχουμε έναν καιρό μπροστά μας δέκα μποφόρ, έντεκα μποφόρ, για διάφορους λόγους. Οπότε, για να επιβιώσεις, για να επιβιώσει ένας ναυτικός, πάνω απ’ όλα, πρέπει να έχει γερό στομάχι. Γερά νεύρα, γερή καρδιά, αλλά –το κυριότερο– μεγάλη ψυχή. Ψυχή. Μεγάλη ψυχή. Γι’ αυτό, λοιπόν, σεβασμό στους ναυτικούς, γιατί οι ναυτικοί χτίσανε τη μεταπολεμική Ελλάδα και στη ναυτιλία στηρίχτηκε η μεταπολεμική Ελλάδα. Και κατόπιν, στηρίχθηκε σε άλλα πράγματα, όπως είναι ο τουρισμός, όπως είναι η αγροτική καλλιέργεια στην Ελλάδα, η κτηνοτροφία και τα λοιπά. Αλλά, πάνω απ’ όλα, στηρίχθηκε στη ναυπηγική βιομηχανία και στην εμπορική ναυτιλία. Εκεί στηρίχτηκε η μεταπολεμική ελληνική οικονομία. Και στηρίζεται, μέχρι σήμερα. Οι περισσότεροι από την οικογένεια μου –όχι οι περισσότεροι, ένα πενήντα τοις εκατό, μπορεί και παραπάνω, εξήντα τοις εκατό απ’ την οικογένεια του πατέρα μου και της μητέρας μου, και θείοι και παππούδες και ξαδέρφια, ήταν ναυτικοί και είναι ναυτικοί. Οπότε, ξέρω από πρώτο χέρι, γιατί μεγάλωσα μέσα σε σπίτι ναυτικού, σε σπίτια ναυτικών, σε νησί, ξέρω από πρώτο χέρι τη ζωή του ναυτικού. Τον πόνο και τις θυσίες μιας γυναίκας ναυτικού, μιας μάνας παιδιών ναυτικού. Πρώτο χέρι. Τα έμαθα και με τη μητέρα μου, τα βίωσα και με τη γυναίκα μου. Αυτές οι γυναίκες είναι ηρωίδες, γιατί κάνουν και τον πατέρα συγχρόνως. Λύνουν όλα τα προβλήματα, είναι αναγκασμένες, υποχρεωμένες, να λύσουν όλα τα προβλήματα των παιδιών τους, τα προβλήματα του σπιτιού μόνες τους. Μόνες τους. Και είναι ηρωίδες και δεν πρέπει να τις κρίνουμε. Και πρέπει να τις ευχαριστούμε. Μαζί με τους ναυτικούς, λοιπόν, από πίσω, υπήρχαν κάποιες γυναίκες, ηρωίδες, που στηρίζανε τους ναυτικούς και τους δίναν ελπίδα να προχωρήσουν. Δύσκολη ζωή, για όλους. Αυτό ελπίζω να καταγραφεί, να εμπεδωθεί και να εκτιμηθεί από όποιον το ακούσει στο μέλλον. Αυτά για τους ναυτικούς και τη ναυτιλία. Αγαθά, λέει, κόποις κτώνται. Θα ήθελα να κλείσω το θέμα της ναυτιλίας και των ναυτικών –ειδικά των ναυτικών– με έναν στίχο του μεγάλου ποιητή μας, του Νίκου Καββαδία –κι αυτός ναυτικός. «Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι…» Αυτό.
Πολύ ωραία, θείε. Θες να μου πεις και λίγα πράγματα για τη ζωή σου στην Ικαρία;
Η ζωή μου στην Ικαρία μόνο ωραία πράγματα και ωραίες αναμνήσεις και ωραίες εικόνες περιέχει, από μικρό παιδί που ήμουνα. Θυμάμαι, όταν πηγαίναμε στην Ικαρία, πρωτοθυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουνα τριών-τεσσάρων χρονών παιδάκι, με πολύ έντονες μνήμες από τότε. Ξεκινούσαμε να πάμε Ικαρία απ’ τον Πειραιά με κάτι πλοία που, αν τα έβλεπες τη σημερινή εποχή, θα γελούσες. Πλοία τα οποία δεν ξεπερνούσαν τα εξήντα, εβδομήντα μέτρα μήκος. Δεν ήτανε ΕΓ/ΟΓ, δηλαδή επιβατηγά-οχηματαγωγά, ήταν μόνο επιβατηγά, ήταν μόνο ΕΓ. Μερικά από αυτά ήταν ο «Μιαούλης», ο «Κανάρης», ο «Καραϊσκάκης», το «Μαριλένα», το «Παναγιά Μυρτιδιώτισσα», το «Κάλυμνος», το «Γεώργιος», αργότερα το «Ιόνιο», το «Ίκαρος», το «Νηρεύς», το «Κυκλάδες», το «Σάμαινα», το «Αιγαίο». Και αργότερα, το «Golden Βεργίνα», που μετέπειτα μετονομάστηκε σε «Εξπρές Σαμίνα», και μάλιστα ναυάγησε κιόλας. Το «Αιγαίο» το είπαμε, το «Ίκαρος», ναι… Και αργότερα, το «Μιλένα», το «Νταλιάνα», το «Ροδάνθη». Και πολύ αργότερα, το «Νήσος Μύκονος», το «Νήσος Χίος» και τα λοιπά. Εκείνα τα πλοία, λοιπόν, αρχές της δεκαετίας του ’70 –το «Μιαούλης», το «Μαριλένα», το «Μιμίκα»–, ήτανε πλοία τα οποία ήτανε μικρά πλοία, με χαμηλή, με μικρή ιπποδύναμη, πιάνανε πολλά λιμάνια και, αν θυμάμαι καλά, κάναμε να πάμε Ικαρία… το ταξίδι διαρκούσε περίπου δεκάξι, δεκαοχτώ ώρες; Θυμάμαι, φεύγαμε πρωί και φτάναμε μαύρα μεσάνυχτα. Και όχι μόνο αυτό, πηγαίναμε, φτάναμε στο Καρκινάγρι –το Καρκινάγρι είναι το χωριό της μητέρας μου, είναι παραλιακό–, φτάναμε στο Καρκινάγρι έντεκα-δώδεκα το βράδυ, μία-δύο τα ξημερώματα, αγκυροβολούσανε τα πλοία αρόδου και ερχόντουσαν βάρκες, λάντζες και μας παραλαμβάνανε από τα πλοία. Και ας είχε και θάλασσα, που λέμε, φουσκοθαλασσιά. Πάνω-κάτω πήγαινε η βάρκα, πάνω-κάτω το καράβι και, θυμάμαι, εμάς τα παιδιά, μας πετούσαν απ’ το καράβι στη βάρκα. Τραγελαφικά πράγματα. Πράγματα, δηλαδή, τα οποία… σήμερα θα κατέληγε κάποιος στο δικαστήριο αν τα έκανε αυτά τα πράγματα. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι ζούμε κατά τύχη. Αλλά ήταν τέτοια η αγάπη μας για την Ικαρία, που ξεκινούσαμε να πάμε στο νησί μας, στην πατρίδα μας, με κάθε τίμημα. Ακόμα και αργότερα, όταν πηγαίναμε στο λιμάνι του Αγίου Κηρύκου ή του Ευδήλου, για να πάμε στο χωριό, που οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι, ανεβαίναμε σε αγροτικά. Πάνω στην καρότσα του κάθε αγροτικού, με τις βαλίτσες μας, γινόμασταν άσπροι, όταν φτάναμε είχαμε γίνει άσπροι απ’ το χώμα, τα κόκκαλά μας πονούσαν από το χτύπημα και την ταλαιπωρία. Αλλά, όπως είπα και πριν, πηγαίναμε στο νησί μας με κάθε τίμημα. Και κάναμε, εκείνη την εποχή, τρεις ώρες από το κοντινό λιμάνι να φτάσουμε στο Καρκινάγρι, στο χωριό μας. Απ’ τον Εύδηλο, που ήταν το κοντινό λιμάνι, κάναμε γύρω στις τρεις ώρες να φτάσουμε στο Καρκινάγρι. Δύο-δυόμισι, ανάλογα, αν ήτανε βράδυ, πρωί, πόσο κόσμο είχε, κάναμε μέσο όρο δυόμισι ώρες. Μεγάλη ταλαιπωρία. Κι άλλες δέκα ώρες –είχε βελτιωθεί, βέβαια, η ταχύτητα των πλοίων και ο χρόνος ταξιδιού, από τις δεκάξι-δεκαοχτώ ώρες, είχε φτάσει τις δέκα ώρες, δώδεκα. Οπότε, αν βάλεις δέκα-δώδεκα ώρες το ταξίδι το καθαρό στη θάλασσα και άλλες δυόμισι ώρες περίπου να φτάσεις στο χωριό, ήθελες γύρω στις δεκαπέντε ώρες να φτάσεις στο χωριό σου. Μεγάλη η ταλαιπωρία, μεγάλο το τίμημα, αλλά μεγάλη και η αγάπη για αυτό το νησί, για αυτή την πατρίδα. Είμαστε και λίγο σοβινιστές… Έζησα πολύ ωραία χρόνια, παιδικά χρόνια, μαγικά καλοκαίρια. Μαγικά καλοκαίρια, που εύχομαι κάθε παιδί να τα έχει ζήσει ή κάθε παιδί να τα ζήσει. Όλη μέρα μες στον ήλιο, όλη μέρα μες στη θάλασσα, απογυριζόμασταν το απόγευμα –το μεσημέρι προς απόγευμα– στο σπίτι. Η γιαγιά μου η συχωρεμένη μας είχε κατευθείαν έτοιμες δουλειές. Άλλος τάιζε τα κατσίκια, άλλος πότιζε τα κατσίκια, άλλος μάζευε το γάλα απ’ τα κατσίκια –είχαμε μάθει και αρμέγαμε. Το απόγευμα ποτίζαμε τους κήπους, μαζεύαμε τις κότες στο κοτέτσι μόλις σουρούπωνε, γιατί κινδυνεύαμε από τις ατσίδες –η ατσίδα είναι ένα είδος κουναβιού στην Ικαρία, που επιτίθεται στα κοτέτσια και τρώει τις κότες, τις πνίγει. Οπότε, κλείναμε και τις κότες μες στο κοτέτσι, αυτή ήταν η δουλειά μας. Μαζεύαμε τα αυγά, κάναμε το μπανάκι μας και το βράδυ, βόλτα στον καφενέ. Κάθε βράδυ, όλο και κάποιος καφενές είχε κάποιο γλέντι. Παιδιά, πολλά παιδιά, πολλά γλέντια, πολλά πάρτι στα σπίτια το καλοκαίρι, παιδικά πάρτι, υπέροχες αναμνήσεις. Μετά, βολτίτσα στη Λειβάδα, ρομαντζάδα στη Λειβάδα. Η Λειβάδα είναι το μικρό λιμανάκι του χωριού με τις βάρκες, το οποίο έχει κάτι βράχια και πηγαίναμε και ξαπλώναμε πάνω στα βράχια και βλέπαμε το φεγγάρι. Μαγικά χρόνια, μαγικά, μαγικά, μαγικά. Μετά, άλλη μία ανάμνηση τρομερή είναι τα πανηγύρια μας. Τα πανηγύρια όπως τα έχουμε, όπως τα ζήσαμε εμείς σαν παιδιά. Πιο αγνά πανηγύρια, χωρίς ξένους, χωρίς γκρούβαλους, τους επονομαζόμενους γκρούβαλους, με το αγνό κρασί μας, όλοι οι γνωστοί στο πανηγύρι, συγγενείς και γνωστοί και φίλοι, γλεντούσαμε, χορεύαμε τον καριώτικο. Συγκεκριμένα, στο διάσημο πανηγύρι της Λαγκάδας, κάποτε δεν είχε ρεύμα. Σήμερα, βάζουνε κάποιες γεννήτριες και δουλεύουνε και έχουμε ρεύμα, τότε δεν είχε τίποτα. Πηγαίναμε απ’ την παραμονή στη λειτουργία, το βράδυ ψήναμε τα συκωτάκια των κατσικιών, ξενυχτούσαμε εκεί, μας έβρισκε το πρωί, ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, και συνεχίζαμε το γλέντι. Όταν άρχιζε το πανηγύρι, εμείς ήμασταν ήδη φαγωμένοι, ήδη είχαμε, ήμασταν ήδη σε μια κατάσταση, όπως λέει και το ρητό, «οίνος ευφραίνει καρδίας», είχαμε φτάσει σε αυτή την κατάσταση και πλέον. Η Λαγκάδα είναι ένα φανταστικό, μαγικό μέρος, μες στα πλατάνια πνιγμένο. Η Λαγκαδά έχει ονομαστεί η Κιβωτός της ικαριακής επιβιώσεως, γιατί εκεί οι Ικαριώτες, τα δύσκολα χρόνια της πειρατείας, μπορέσανε κρυφτήκανε, σωθήκανε απ’ τους… κρυβόντουσαν απ’ τους πειρατές, σωθήκαν απ’ τους πειρατές και επιβιώσανε. Ήταν η δεύτερη πρωτεύουσα της Ικαρίας, είχε τρεις ενορίες, είχε πολύ κόσμο. Είναι ένα μέρος το οποίο είναι περιτριγυρισμένο από κάποια βουνά, είναι χωνεμένο, είναι κρυμμένο, είναι καμουφλαρισμένο από παντού, δεν φαίνεται από πουθενά, ούτε από τη θάλασσα, γιατί είναι γύρω στα –αν θυμάμαι καλά– γύρω στα εξακόσια μέτρα υψόμετρο. Οπότε, έχει ένα άνοιγμα προς τη θάλασσα, προς τα νοτιοδυτικά. Αλλά απ’ τη θάλασσα δεν μπορεί να το δει κανένας. Έτσι, εκεί, οι Καριώτες μπόρεσαν και κρυβόντουσαν από τους πειρατές, από τους Τούρκους και γενικά από διάφορους εχθρούς και μπορέσανε και επιβιώσανε. Επειδή είχε και ωραίο χώμα και πολλά νερά, κάναν και τους κήπους τους και αυτό τους βοήθησε στο να έχουνε και τρόφιμα. Η Ικαρία έχει γύρω στα πενήντα-πενήντα πέντε χωριά, που κάθε χωριό έχει τον άγιό του και το πανηγύρι του. Πολλά χωριά κάνουν και δύο πανηγύρια τον χρόνο. Εμείς, το χωριό της μητέρας μου, το Καρκινάγρι, κάνει πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, 26 Ιουλίου. Πολύ μεγάλο πανηγύρι και διάσημο. Το χωριό του πατέρα μου είναι οι Κουνιάδοι Ικαρίας, που γίνεται πανηγύρι κι εκεί τον Δεκαπενταύγουστο. Μικρό χωριό, ορεινό χωριό, είναι γύρω στα πεντακόσια πενήντα μέτρα υψόμετρο απ’ τη θάλασσα. Βλέπει τη δύση, έχει ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα στο Αιγαίο, είναι σαν μπαλκόνι, είναι μες στο πράσινο. Έχει άλλο κλίμα, διαφορετικό κλίμα απ’ το Καρκινάγρι. Το Καρκινάγρι είναι πιο ζεστό μέρος, ενώ ο Κουνιάδος έχει πιο πολλή δροσιά. Το καλοκαίρι δεν καταλαβαίνεις ότι έχει ζέστη. Η ζωή μου η παιδική, στην παιδική ηλικία, ήταν ανάμεσα Καρκινάγρι-Κουνιάδο. Στο Καρκινάγρι, μέναμε στης γιαγιάς της Λεμονιάς, όλα τα εγγόνια εκεί, σε ένα σπίτι μεγάλο μεν, αλλά παλιό. Στον Κουνιάδο, μέναμε πάλι στη γιαγιά τη Βαγγελία και στον παππού τον Ματθαίο –ήταν οι γονείς του πατέρα μου–, αλλά για πολύ λίγες μέρες, γιατί ήταν πιο μικρό σπίτι, δεν είχε χώρο. Όπως και να ’χει, το παιχνίδι είχε πρωταρχικό ρόλο στη ζωή μας τότε. Η ανεμελιά, η θάλασσα, το μπάνιο, οι βουτιές. Εκείνες οι βουτιές! Κάναμε διαγωνισμό, στο Καρκινάγρι, με τις βουτιές. Με τις βαρκάδες, πολύ βαρκάδες, πηγαίναμε στου Τραπάλου –ένα διπλανό χωριό. Τότε δεν υπήρχε δρόμος. Πηγαίναμε σε ένα άλλο χωριό πιο πέρα, τον Μαγγανίτη, με τη λάντζα, με τη βενζίνα, που λέγαμε. Όλα ήταν πιο αγνά τότε, ακόμα και οι έρωτες και οι φιλίες, πιο αγνές και πιο δυνατές. Μεγαλώσαμε με τους παλιούς ανθρώπους στο Καρκινάγρι και στον Κουνιάδο, τους μάθαμε, τους ζήσαμε και σήμερα που δεν υπάρχουνε, όλοι εμείς νιώθουμε ένα μεγάλο κενό μέσα μας. Μπορεί να μην κάναμε παρέα μαζί τους, αλλά δεθήκαμε με αυτούς τους ανθρώπους, γιατί μεγαλώσαμε παρέα με αυτούς τους ανθρώπους. Κάθε χρόνο, τρεις μήνες το καλοκαίρι, με τη γιαγιά, με τις φιλενάδες της γιαγιάς, με τους φίλους του παππού, στο καφενείο, στο σπίτι… Αυτοί οι άνθρωποι ήταν η Ιστορία του τόπου μας. Φύγαν αυτοί οι άνθρωποι και έφυγε ένα μεγάλο κομμάτι της Ιστορίας μας. Κατόπιν, ήταν η γενιά των γονιών μου, που κι αυτοί τώρα, σιγά σιγά, αρχίζουν και φεύγουνε. Πάλι ένα μεγάλο κομμάτι της Ιστορίας φεύγει. Και τώρα, είναι η γενιά η δική μου. Σίγουρα, το χωριό δεν είναι όπως ήταν πριν. Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Έχει αλλάξει η μορφή του, έχουν έρθει ξένοι να μείνουνε, γαμπροί, νύφες από άλλα μέρη της Ελλάδας. Έχει αλλάξει λίγο η νοοτροπία. Παραμένει ωραίο το χωριό μου, γιατί από μωρό παιδί πηγαίνω εκεί, όπως και να ’χει, το ’χω αγαπήσει. Ένας λόγος παραπάνω που το αγαπώ, είναι γιατί… ο λόγος ότι ταξίδευα και μου ’χει λείψει –μου ’χε λείψει– πάρα πολύ και δεν κατέβαινα κάθε καλοκαίρι. Από την ηλικία των είκοσι πέντε και μετά, μέχρι την ηλικία των πενήντα, κατέβαινα πολύ ελάχιστα και στα κλεφτά στην Ικαρία. Κάποιες χρονιές δεν κατέβαινα καθόλου, κάποιες άλλες χρονιές κατέβαινα για τέσσερις μέρες κι έφευγα. Δούλευα πάρα πολύ και τις χρονιές που δεν ταξίδευα, δούλευα έξω, στη στεριά, δεν έπαιρνα εύκολα άδεια και όσο να ’ναι, μου έλειπε το νησί μου, το ’χα στερηθεί. Κάτι άλλο που στερείται ένας ναυτικός, είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του. Δεν μπορεί να την επισκεφτεί το καλοκαίρι, όποτε θέλει. Οπότε, και αυτήν, τη στερείται, μαζί με την οικογένειά του. Λένε για τους ναυτικούς –ξαναγυρνάω σε αυτό το θέμα– ότι ο Θεός, όταν πεθάνουν οι ναυτικοί, όταν φύγουνε, τους στέλνει στον Παράδεισο, γιατί, λέει, στη ζωή, τους ταλαιπώρησε πάρα πολύ. Αυτά με την Ικαρία. Η Ικαρία είναι ένα νησί καταπράσινο, ορεινό νησί, με πολλά ρουμάνια, λαγκάδια, ποταμάκια, με ιδιαίτερους ανθρώπους, φιλόξενους, ανοιχτούς, ανοιχτόκαρδους ανθρώπους, γλεντζέδες, αλέγκρους, που ζούνε και αναπνέουνε για την παρέα, για την κοινωνικότητα. Εάν δεν μιλήσουνε… ο Καριώτης, εάν ξυπνήσει το πρωί και δεν πει ένα «καλημέρα», είναι άρρωστος. Πρέπει να πει: «Καλημέρα», να πάει στον γείτονα, να μιλήσουνε, να πιούνε καφέ, να κατέβει στο καφενείο το βράδυ, να δει τους φίλους του, τους γνωστούς του, τους συγγενείς του… Αν προκύψει και κάνα γλεντάκι, είναι διαθέσιμος. Αυτό είναι το μυστικό της καλοζωίας, της καριώτικης καλοζωίας. Γιατί διερωτώνται πολλοί γιατί στην Ικαρία ζούνε τόσα πολλά χρόνια. Δεν έχουν κανένα μυστικό, απλά οι άνθρωποι είναι πιο απλοί, είναι πιο φιλοσοφημένοι, στηρίζονται πάρα πολύ στην επικοινωνία και στην κοινωνικότητα και αυτό τους δίνει ζωή. Έχουμε και ωραίο κρασί, δυνατό, κόκκινο κρασί, έχουμε και ωραίο χορό, έχουμε και ωραία φύση. Αλλά πάνω απ’ όλα, είναι η αγάπη και η επικοινωνία μεταξύ μας. Χωρίς επικοινωνία, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Αυτή είναι η αλήθεια. Μην ψάχνετε πολλά, αυτή είναι η αλήθεια. Κοινωνικότητα και επικοινωνία. Αυτά για την ωραία μας Ικαρία. Είμαστε λίγο σοβινιστές, λίγο τοπικιστές. Ήρθαν πολλοί ξένοι στο νησί μας τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τους βαφτίσαμε με την κωδική ονομασία «γκρούβαλους». Παρεξηγήσανε κάπου τον τόπο μας, νομίζανε ότι όλα είναι χύμα, μπαίνανε στους κήπους, κλέβανε, ερχόντουσαν στα πανηγύρια, παίρναν τα κρασιά, τα κρέατα χωρίς να πληρώνουνε, νομίζανε ότι όλα είναι τσάμπα. Μα η Ικαρία χτίστηκε και επιβίωσε με το πανηγύρι της. Γιατί το πανηγύρι ήτανε θεσμός, ιερός θεσμός. Γινότανε ρεφενές απ’ όλους τους συγχωριανούς ενός χωριού, κάνανε τη συγκέντρωση, το πανηγύρι, για να χτίσουν, παραδείγματος χάριν, το καμπαναριό ή για να χτίσουν τη μάντρα της πλατείας ή για να χτίσουν το μονοπάτι. Δεν το κάνανε το πανηγύρι για χάρη γούστου, απλά για να χορέψουν και να πιούνε. Είχανε κάποιο σκοπό. Το πανηγύρι ήταν ιερό και είναι ιερό στην Ικαρία. Κάποιοι το παρεξήγησαν και νόμιζαν ότι είναι δωρεάν όλα. Τίποτα δεν είναι δωρεάν. Πας στο πανηγύρι, πληρώνεις το κρέας σου, το κρασί σου και κάθεσαι και απολαμβάνεις την κουβέντα σου με τους φίλους, τους συγγενείς, τον χορό, τη φύση, γελάς, επικοινωνείς. Αλλά πρέπει να πληρώσεις και κάτι, δεν είναι τσάμπα. Αυτό πρέπει και αυτό να καταγραφεί, να καταγραφεί και να εμπεδωθεί καλά, γιατί μας έχουνε παρεξηγήσει λιγάκι. Έχουμε και όρια. Αυτά για την ωραία μου Ικαρία, την αγαπημένη μου. Εύχομαι υγεία σε όλο τον κόσμο, αγάπη και επικοινωνία. Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε και με ακροάσατε.
Κι εγώ ευχαριστώ, θείε.
Ευχαριστώ πολύ, Γεωργία μου.
Ευχαριστώ.
Να είσαι καλά και καλές επιτυχίες.
Photos

Bari, 1998

Grand Canal, Venezia
Στο κέντρο της φωτογραφίας η γυναίκα του α ...

Venezia

Ματθαίος Γαγλίας
Στο μηχανοστάσιο του πλοίου

Μηχανοστάσιο

Γκόλφος του Λεόντα, 1996

Πάρτι, Ηλιούπολη, Ιούλιο ...
Πάρτι-έκπληξη στην ταράτσα του σπιτιού

Ερωτευμένοι στη Λαγκάδα
Ικαρία, Λαγκάδα - Αύγουστος 1998

Brindisi, 1997
Corso Garibaldi, ο κεντρικός δρόμος της πόλης

Brindisi, 1997
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Μάνθος Γαγλίας είναι ναυτικός, κατάγεται από την Ικαρία και μεγάλωσε στην Ηλιούπολη τη δεκαετία του ’70. Στην αφήγησή του, εξιστορεί τις πρώτες του εμπειρίες σε καράβια, τις αναμνήσεις του από το Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε, τόσο εντός, όσο και εκτός των πλοίων στα οποία εργάστηκε. Γνώρισε πολλά μέρη και διαφορετικούς ανθρώπους, αγάπησε την Ιταλία, ερωτεύτηκε τη γυναίκα του, ενώ η στιγμή που κινδύνεψε η ζωή του σε κάποιο από τα ταξίδια του, παραμένει χαραγμένη στον νου του. Τέλος, νοσταλγεί την Ικαρία των παιδικών του χρόνων, τότε που το ταξίδι από τον Πειραιά διαρκούσε σχεδόν μια μέρα, και μιλάει με αγάπη για το νησί, τα πανηγύρια του και τους ανθρώπους του.
Narrators
Ματθαίος Γαγλίας
Field Reporters
Γεωργία Νικολοπούλου
Tags
Interview Date
01/04/2023
Duration
121'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Μάνθος Γαγλίας είναι ναυτικός, κατάγεται από την Ικαρία και μεγάλωσε στην Ηλιούπολη τη δεκαετία του ’70. Στην αφήγησή του, εξιστορεί τις πρώτες του εμπειρίες σε καράβια, τις αναμνήσεις του από το Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετώπισε, τόσο εντός, όσο και εκτός των πλοίων στα οποία εργάστηκε. Γνώρισε πολλά μέρη και διαφορετικούς ανθρώπους, αγάπησε την Ιταλία, ερωτεύτηκε τη γυναίκα του, ενώ η στιγμή που κινδύνεψε η ζωή του σε κάποιο από τα ταξίδια του, παραμένει χαραγμένη στον νου του. Τέλος, νοσταλγεί την Ικαρία των παιδικών του χρόνων, τότε που το ταξίδι από τον Πειραιά διαρκούσε σχεδόν μια μέρα, και μιλάει με αγάπη για το νησί, τα πανηγύρια του και τους ανθρώπους του.
Narrators
Ματθαίος Γαγλίας
Field Reporters
Γεωργία Νικολοπούλου
Tags
Interview Date
01/04/2023
Duration
121'