«Εγώ από μικρή ήμουνα προχώ»: Η κυρία Άννα Χατζή, ετών 93, αφηγείται
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια στο Αγρίνιο και η οικογένεια
00:00:00 - 00:17:31
Partial Transcript
Είμαι ο Γιάννος Γιαννόπουλος, είμαι ερευνητής στο Istorima, είμαι με την Άννα Χατζή, Ανδριανή Χατζή, και η ημερομηνία είναι 11 Μαρτίου του…οι, αλλά ήταν επιλεγμένα πού θα πάνε τα τηλέφωνα. Δεν έπαιρνε όλο το Αγρίνιο. 10 τηλέφωνα, 20 τηλέφωνα, that’s all, τίποτα, δεν είχε άλλο.
Lead to transcriptSegment 2
Η μετάβαση στην Αθήνα, η επανασύνδεση με τον Παντελή και η πετρελαιοεταιρεία
00:17:31 - 00:30:30
Partial Transcript
Πολύ ωραία. Πώς ένιωσες όταν έφυγες από το Αγρίνιο; Πώς ήταν οι πρώτες σου μέρες στην Αθήνα; Στην Αθήνα; Έκλαιγα. Ήθελα τη μαμά μου, τον μ…ήριο, κουζίνα ηλεκτρική, όλα! Ό,τι ήθελε η μάνα μου της τα 'παιρνα, γιατί ήταν μαθημένη αλλιώς η γυναίκα, δεν ήξερ΄ από φτώχεια, κατάλαβες;
Lead to transcriptSegment 3
Από τα ραντεβού στη δημιουργία οικογένειας και η καριέρα στα ξενοδοχεία
00:30:30 - 00:49:33
Partial Transcript
Πώς ήτανε το σπίτι στο Παγκράτι όταν ήρθατε; Το σπίτι στο Παγκράτι ήτανε μία είσοδος, πλακόστρωτη αυλή με ένα μικρό κηπάκι που είχε μια τερ…ες οι δεξιώσεις των εφοπλιστών, των μεγαλεμπόρων, των πολιτικών, όλες έκανα εγώ. Η εφημερίδα έγραψε μία φορά: «Η κυρία Χατζή μεγαλούργησε».
Lead to transcriptSegment 4
Οι κοσμικές συναναστροφές, η αδερφή και ο γάμος
00:49:33 - 01:06:50
Partial Transcript
Τέλεια. Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο; Έχω. Ακούω, εννοείται. Ο Βερνίκος αγαπούσε πάρα πολύ τα ωραία πράγματα, ήταν εστέτ ο άνθρωπος. Τρε…ου θα μας δώσει το χαρτί, πέρασε η ώρα, γιατί χαζεύεις;». Τίποτα εγώ, με την ησυχία μου. Ωραία. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ πάλι! Αγάπη μου!
Lead to transcript[00:00:00]Είμαι ο Γιάννος Γιαννόπουλος, είμαι ερευνητής στο Istorima, είμαι με την Άννα Χατζή, Ανδριανή Χατζή, και η ημερομηνία είναι 11 Μαρτίου του 2023. Καλημέρα. Ωραία, πες μου λίγα λόγια για εσένα.
Με λένε Άννα Χατζή. Αυτό το όνομα είναι πολύπαθο. Γεννήθηκα στο Αγρίνιο από δύο γονείς εξαιρετικής ποιότητας ανθρώπων. Η μητέρα μου με τον πατέρα μου ειδωθήκανε στις 2 Φεβρουαρίου -είναι μία γιορτή, της Υπαπαντής- και έγινε έρωτας, αγάπη και σεβασμός απ΄ την πρώτη ματιά. Το όνομά μου ήτανε Αδριανή, όμως εγώ είχα στον νου μου ότι δεν είχα γιορτή, γιατί τότε στο Αγρίνιο δεν ξέρνανε Αδριανού και Ναταλίας, 26 Αυγούστου, και ενώ στο σπίτι μου, η μητέρα μου γιόρταζε του Αγίου Σπυρίδωνα, ο πατέρας μου του Αγίου Δημητρίου, η αδερφή μου τ΄ Αγίου Νικολάου, εγώ δεν είχα γιορτή! Βουτηγμένη μες στο κλάμα, πάω στον νονό μου, ο οποίος ήτανε δήμαρχος στο Αγρίνιο και με βρήκε απ’ έξω να περιμένω. Μου λέει: «Τι κάνεις εσύ εδώ;», «Εγώ ήρθα ν΄ αλλάξω το όνομά μου. Σας παρακαλώ, στο σπίτι μου είναι τρεις γιορτές, εγώ δεν έχω γιορτή» και έκλαιγα, «Και γιατί δεν έχεις γιορτή;», «Γιατί πρέπει να βάλω στο όνομά μου ένα -ν- να γιορτάζω του Αγίου Ανδρέα», «Και γι΄ αυτό σκας παιδάκι μου;», φώναξε τον γραμματικό: «Βαλ΄ της ένα -ν- να τελειώνουμε τώρα, άντε μπράβο. Φύγε». Και έτσι έγινα Ανδριανή και γιόρταζα 30 Νοεμβρίου του Αγίου Ανδρέα. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν βουτηγμένα στο μέλι. Ήμουνα ένα κορίτσι δακτυλοδεικτούμενο. Με αγαπούσαν όλοι στο σχολείο, γιατί εγώ δεν ήμουνα ήσυχο παιδί. Πραγματικά είχα ανησυχίες και ήθελα να φαίνομαι μπροστά από όλους. Ήμουνα σπουδαία ηθοποιός, αυτό μπορώ να το πω τώρα. Κάποτε στο Αγρίνιο ήρθε ο θίασος της Κατερίνας Ανδρεάδη, είχε πρωταγωνιστή τον Αλέξανδρο Αλεξανδράκη και χρειαστήκανε ένα κοριτσάκι, ξανθό με γαλανά μάτια -να μου επιτραπεί η έκφραση- εξυπνούλικο και πήγαμε 10 κοριτσάκια κι αυτοί διαλέξαν εμένα. Τότε έπαιξα με την Κατερίνα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται». Σαν κορίτσι στο γυμνάσιο, αυτό που πρέπει να πω είναι ότι δεν είχαμε γυμνασιάρχη ό,τι κι ό,τι. Ο γυμνασιάρχης μας ήταν μαθηματικό κεφάλι. Όμως με αγαπούσε πάρα πολύ γιατί ήμουνα πολύ καλή στα μαθηματικά. Για τους Αγρινιώτες, όμως, ήμουνα Αννούλα. Μου άρεσε πολύ να παίζω στο θέατρο, γι΄ αυτό με διάλεξε ο γυμνασιάρχης μου... Τότε βλέπετε -παρένθεση- είχαμε αρρένων και θηλέων και να πηγαίνω στο αρρένων γυμνάσιο και να παίζω με τον Παντελή Χατζή και τον Πυθαγόρα, αυτόν το σπουδαίο στιχογράφο. Πήγαινα πάντοτε μαζί τους, ήμουνα η ηθοποιός τους, η πρωταγωνίστριά τους. Έλα όμως που μ΄ αγαπούσανε και οι δύο. Δεν ήξερα τι να κάνω. Εμείς στο Αγρίνιο, δεν μπορούσαμε να έχουμε, όπως τώρα μεγάλοι, καταλαβαίνω, τους έρωτες και τα ραντεβού, τίποτα! Ζητάγαμε την Ιστορία του Παντελή, παραδείγματος χάριν, και μέσα στο κεφάλαιο που θα διαβάζαμε, είχε ένα γιασεμί και αυτό ήταν: «Αγάπη μου, κοριτσάκι μου». Ζήταγες απ΄ τον Πυθαγόρα τα Θρησκευτικά. Ο Πυθαγόρας έβαζε μία γαρδένια, μεγάλο λουλούδι! Το πατίκωνε μέρες στον ήλιο για να το βάλει στο βιβλίο! Στο σχολείο είχαμε κάθε γιορτή εθνική, είχαμε ένα άρμα -τότε ήταν πολεμικό εργαλείο το άρμα- και βάζανε συμμαθήτριές μου και εμένα απάνω στο άρμα και εξηγούσανε κάποιο από τα επαναστατικά των Αγρινιωτών. Βέβαια εγώ στο άρμα, μια χρονιά -εδώ γελάνε- ήμουν αλυσοδεμένη και παρίστανα τη Βόρειο Ήπειρο... Τρομάρα τους! Ξανθιά η Βόρειος Ήπειρος; Αλλά εμένα με βάλανε. Ο Παντελής, ο άντρας μου μετά, τότε συμμαθητής μου, διότι ο Παντελής γεννήθηκε 30 Μαρτίου και εγώ 5 Δεκεμβρίου, μαλώναμε λοιπόν και έλεγε: «Αννούλα μου μη μιλάς. Στην ίδια ΕΣΣΟ θα πάμε. Στο ΚΕΝ Κορίνθου θα παρουσιαστούμε. Τι αν εγώ γεννήθηκα στην αρχή του ‘30 και εσύ στο τέλος;». Τα παιδικά μου χρόνια, εν ολίγοις, ήταν φανταστικά. Κάθε Πέμπτη στην πλατεία Αγρινίου έπαιζαν δύο ορχήστρες. Αυτή που χόρευε μόνη της ήταν η αδερφή μου, η οποία χόρευε εκπληκτικά! Αυτός ο χορός ήταν απ΄ την καρδιά της. Δεν είχε πάει σε σχολή, όμως ήξερε να χορεύει. Με τον Παντελή, τον άντρα μου, πολύ συχνά βλεπόμαστε με τον Παντελή, αλλά όμως κάθε 31 Δεκεμβρίου παίζαμε ξερή, χαρτιά, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Παντελάκης ήτανε να μου πιάσει το χέρι κάτω απ΄ το τραπεζομάντηλο. Είχα σπουδαίες παρέες που μ΄ αγαπούσαν πάρα πολύ και επιπλέον με αγαπούσαν οι γονείς των αγοριών. Εδώ τελειώνει μία μερίδα της ζωής μου.
Ωραία. Να σε γυρίσω λίγο πίσω στην πλατεία που γινότανε κάθε Πέμπτη ο χορός. Πες μου κάποιο όμορφο συμβάν αν είχε γίνει, κάποιο έτσι σημαντικό.
Είχε γίνει. Η μητέρα μου μας έντυνε με ρούχα τιρολέζικα και κάθε Παρασκευή πρωί χτυπούσε η πόρτα του σπιτιού μας να πάρουνε τα ρούχα να τα αντιγράψουν για τις κόρες τους. Και γινόταν ένας ψιλοσαματάς τότε.
Πολύ ωραίο.
Αυτό που με θλίβει και θέλω να το πω, είναι ότι όταν ήμουνα πια λίγο μεγαλύτερη από 10 χρονών και ήρθαν οι Ιταλοί στην πόλη [00:10:00]μας, σκότωσαν δύο νέα παιδιά και τα κρεμάσανε στην πλατεία και μας ανάγκαζαν να περνάμε από κει για να βλέπουμε. Άμα ήμασταν να πάμε κάπου, έπρεπε να περνάμε απ΄ την πλατεία. Ήταν σκοποί που σε πηγαίνανε στον δρόμο της πλατείας. Έπρεπε να δεις. Αυτό ήταν ένα θλιβερό. Μέσα σ΄ όλη την αγάπη και μπορώ να πω και τη χλιδή τής τότε ζωής, αυτό ήταν η θλίψη μας, το κλάμα μας. Δεν μπορούσαμε να το διαχειριστούμε. Ήμασταν μικρά παιδιά. Μετά μεγάλωσα, έγινα 17 και τελείωσα το σχολείο 17,5 κι έφυγα αμέσως για την Αθήνα. Ο πατέρας μου, ο Δημήτρης... Έχω να πω ακόμα δύο πράματα ακόμα για τους γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας όμορφος άντρας, όμορφος άντρας, η δε μητέρα μου ήταν καλλονή και τη φωνάζανε «Διπλαράκου», τη Σταρ Ελλάς του '30. Είχε οικονομική άνεση ο πατέρας μου, ασχολιόταν με τα καπνά βασικά. Αυτό που μπορώ να πω και θυμάμαι, ήταν οι γυναίκες οι οποίες αρμαθιάζανε τον καπνό. Είχανε μεγάλες βελόνες και αρμαθιάζανε τον καπνό και αυτό πέρναγε σε μία μεγάλη κλωστή και το βάζανε στον ήλιο να ξεραθεί απάνω σε 2 σιδερένιους ορθούς. Λοιπόν, αυτό το θυμάμαι πάρα πολύ καλά, γιατί η μητέρα μου έπρεπε να κάνει πολύ φαγητό για να φάνε οι γυναίκες που αρμαθιάζανε τον καπνό. Ο πατέρας μου, λοιπόν, είχε μια οικονομική άνεση και 17,5 ετών με έστειλε στην Αθήνα πρώτη φορά σαν, ας πούμε, οικότροφο σε μία οικογένεια που συνεργαζόταν και είχανε δύο παιδάκια. Εγώ για να μην πληρώνω διάβαζα τα παιδάκια, τα πήγαινα στο σχολείο, και διάβαζα να δώσω εξετάσεις στην Οδοντιατρική, το πανεπιστήμιο. Μετά όμως, η μητέρα μου στενοχωριόταν που ήμουνα μακριά μόνη μου και κάποια στιγμή εγώ πήρα τότε από τα λίγα τηλέφωνα που υπήρχαν στο Αγρίνιο -ένα είχαμε εμείς στο σπίτι μας- και πήρα τηλέφωνο και είπα ότι: «Θέλω να 'ρθείτε στην Αθήνα. Τι σας νοιάζει; Εγώ θα σας φροντίσω». Και βέβαια ο πατέρας μου δεν του άρεσε αυτό, ήθελε να μείνει στο Αγρίνιο, τον τόπο καταγωγής του. Η μητέρα μου ήταν από μεγάλο σόι μεσολογγίτικο. Ο παππούς της ήταν μαζί με όλους τους επιφανείς. Ήταν οπλαρχηγός, ο παππούς μου ο Νικόλας. Μάλιστα στην εγκυκλοπαίδεια γράφουνε: «Ο Νικόλας, το ξεφτέρι, το σπαθί κρατάει στο χέρι». Αυτό ήταν λίγο πίσω μπροστά. Τώρα ερχόμαστε ξανά στην Αθήνα. Έδωσα εξετάσεις, δεν πέρασα, ήρθα επιλαχούσα και τον άλλο χρόνο ο πατέρας μου έπεσε έξω στη δουλειά του, δεν πήγαινε καλά. Τότε είχε ανακατευτεί με καφέδες, το σπυρί τον καφέ, σακιά, Παναγία μου! Τότε εγώ είπα, γιατί σαν επιλαχούσα με πήρανε, αλλά είπα: «Δεν θέλω, εγώ θα εργαστώ και θα είμαι το στήριγμά σας άμα έρθετε στην Αθήνα». Βρήκαμε ένα σπίτι στο Παγκράτι και ήρθανε. Η μητέρα μου ήταν καλομαθημένη, η καημένη, είχε κι έναν άνθρωπο βοηθό στο Αγρίνιο, είχε τις βολές της. Όταν ήρθε στην Αθήνα αυτά κοπήκανε, γιατί εγώ δούλευα αλλά αξίζει να σου πω... Η πρώτη μου δουλειά ήταν πετρέλαια, μία εταιρεία πετρελαίων. Αλλά για να με πάρουνε σ΄ αυτή την εταιρεία έπρεπε να περάσω και να μάθω εκτελωνισμό, πώς μπορώ να κάνω εκτελωνισμό των πραγμάτων, και θα πήγαινα σ΄ ένα μεγάλο εκτελωνιστικό γραφείο ένα μήνα να μάθω. Εγώ σε μία εβδομάδα έμαθα και πήγα πίσω και λέω: «Εγώ έμαθα, αν θέλετε να με εξετάσετε, αλλά θέλω να πιάσω δουλειά γιατί εγώ έχω στο κεφάλι μου 3 άτομα, τον πατέρα μου, τη μάνα μου και την αδερφή μου», η όποια, Θεός συγχωρέσ’ τη, δεν δούλεψε ποτέ. Δεν δούλεψε.
Να σε ρωτήσω κάτι για λίγο πιο πριν; Πώς ήταν να έχεις ένα απ΄ τα ελάχιστα τηλέφωνα στο Αγρίνιο και μάλιστα μέσα στο σπίτι σου κι όχι σε κάποιον κοινόχρηστο χώρο;
Σου είπα απ΄ την αρχή, ο πατέρας μου είχε μία οικονομική ευχέρεια και βάλαμε τηλέφωνο. Το πρώτο τηλέφωνο ήταν σπίτι μας.
Είχανε άλλοι άνθρωποι τηλέφωνα ώστε να μπορείτε-
Βεβαίως, βεβαίως είχανε κι άλλοι, αλλά ήταν επιλεγμένα πού θα πάνε τα τηλέφωνα. Δεν έπαιρνε όλο το Αγρίνιο. 10 τηλέφωνα, 20 τηλέφωνα, that’s all, τίποτα, δεν είχε άλλο.
Segment 2
Η μετάβαση στην Αθήνα, η επανασύνδεση με τον Παντελή και η πετρελαιοεταιρεία
00:17:31 - 00:30:30
Πολύ ωραία. Πώς ένιωσες όταν έφυγες από το Αγρίνιο; Πώς ήταν οι πρώτες σου μέρες στην Αθήνα;
Στην Αθήνα; Έκλαιγα. Ήθελα τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, την αδερφή μου. Ήθελα το σπίτι μου. Αλλά οι άνθρωποι ήταν τόσο ευγενικοί και καλοί και τίμιοι και έντιμοι και όλα τα καλά είχανε. Δεν με στενοχώρησαν ούτε μία μέρα. Ούτε μία μέρα! Αλλά εγώ όμως ήμουνα πρόθυμη, δεν ήμουνα τεμπέλα.
Ωραία. Πώς άρχισες και βρέθηκες με τον παππού τον Παντελή και στην Αθήνα;
Ααα... Αυτό είναι μία ιστορία! Παραμονή Πρωτοχρονιάς η μητέρα μου μού έδωσε γλυκά να πάω στη μητέρα του Παντελή που μένανε στην Κηφισιά, γιατί ήταν Βασιλική στο όνομα. Και μου 'δωσε κι ένα μπουκέτο λουλούδια. Εγώ πήγα στην Κηφισιά στη διεύθυνση που ήξερα. Εκεί βρέθηκε ένας γαλατάς που πήγαινε και φώναζε: «Γάλα, γάλα», λέω: «Μήπως ξέρετε πού μένει ο στρατηγός Χατζής;» «Τώρα -μου λέει- λάθος ήρθες. Έχουνε μετακομίσει κι έχουνε πάει στο Κεφαλάρι», « Πού είναι -λέω- αυτό;», «Ε -λέει- σιγά σιγά θα πάμε». Σιγά σιγά ήτανε καμιά ώρα περπάτημα. Εγώ φορούσα παπούτσια με ψηλά τακούνια γιατί μετά είχα ραντεβού να πάμε να χορέψουμε με τους φίλους μου και τις φίλες μου, οπότε ήτανε πολύ βαρύ αυτό που κράταγα. Ο γαλατάς τίποτα να βοηθήσει. Όταν φτάνουμε στο σπίτι, το οποίο ήταν ένα τεράστιος κήπος κι ένα σπίτι μέσα που μένανε οι γονείς του Παντελή, πέταξα την [00:20:00]ανθοδέσμη. Δεν τόλμησα βέβαια να πετάξω τα γλυκά που ήταν σ΄ ένα ροζ γυαλί πολυτελείας. Έπρεπε να το γυρίσω πίσω το γυαλί. Πήγα στη μέλλουσα πεθερά μου -χωρίς να το ξέρω- και μου είπε: «Τα παιδιά θα λυπηθούν πάρα πολύ». Ο Παντελής είχε δύο αδέρφια, τον Θανάση και τον Ηλία. Ο μεν Θανάσης ήταν ποιητής και Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομίας, ο δε Ηλίας ήταν ζωγράφος. Ο Θανάσης, sorry, λάθος, ο Θανάσης ήταν ζωγράφος κι ο άλλος, ο Ηλίας, ήταν ποιητής. Εξ ου και ό,τι πίνακες έχω μέσα στο σπίτι μου είναι αγορασμένοι από τον κουνιάδο μου. Η κυρία Κούλα -Βασιλική ίσον Κούλα- έπρεπε να με κεράσει, να μου δώσει κουραμπιέ, να μου δώσει λικέρ, νερό, καφέ. Εγώ, μεταξύ μας, είχα αρχίσει ν΄ αγριεύω γιατί 'θελα να φύγω, να πάω με την παρέα μου. Μου λέει: «Δεν μου αφήνεις το τηλέφωνο να σε πάρει ο Παντελής;». Της άφησα το τηλέφωνο, είπα: «Καληνύχτα σας, ευχαριστώ πολύ», παίρνω το ροζ το κρύσταλλο και φεύγω. Εν τω μεταξύ εγώ πήγα στα πετρέλαια γιατί έμαθα εκτελωνισμό. Αλλά στην αρχή, πριν πάω στα κεντρικά, πήγα στην εγκατάσταση πετρελαίων. Μία γυναίκα, 17 άντρες. Αξίζει να σου πω ότι την άλλη μέρα, πήγα μία μέρα, και ο σκοπός που ήταν ναύτης μού λέει: «Αλτ, πού πάτε;», λέω: «Εδώ», «Πού εδώ -λέει- εδώ δεν μπαίνουνε κορίτσα», «Εγώ -λέω- μπαίνω όμως», «Και πού πας; Στον Μέλιο τον γέρο ή στον Μέλιο τον νεαρό;», «Α -λέω- στον νεαρό» είπα εγώ, «Πέρνα». Περνάω μέσα, ένα σπίτι δεξιά δύο δωμάτια, παρά κει άλλο σπίτι, άλλα δύο δωμάτια. Μπροστά, μπροστά, ζυγαριά, που ζυγίζανε τ΄ αυτοκίνητα με το πετρέλαιο, τα βυτιοφόρα. Πολύ δύσκολη δουλειά. Την πρώτη μέρα που πήγα να μετρήσω στις δεξαμενές, φόραγα φόρεμα. Δεν ήξερα εγώ ότι κάθονται από κάτω οι εργάτες και κοιτάνε. Και ξαφνικά την άλλη μέρα, εγώ πήγαινα στον κύριο Μέλιο, τον μπαμπά του παιδιού, ο οποίος είχε έρθει απ΄ την Ελβετία, σπούδασε οικονομικά, ο γιος, και στον πατέρα Μέλιο τού λέω: «Αύριο θα αργήσω», «Ώπα -λέει- ακόμα δεν ήρθες θ΄ αργήσεις;», «Μα -λέω- θα πάω για δουλειά. Εγώ δεν έχω φωνή να βγαίνω στο παράθυρο και να φωνάζω έναν έναν που είναι στην παραλία κι έρχεται το βαπόρι να ξεφορτώσουμε. Θα δείτε, θα δείτε αύριο». Δεν πήγα αύριο στην ώρα μου, πήγα δύο ώρες καθυστέρηση. «Γιατί -μου λέει- άργησες;», λέω: «Σας είπα χτες ότι θ΄ αργήσω», «Και τι έκανες;» μου λέει, «Πήρα -λέω- μια σφυρίχτρα», «Τι σφυρίχτρα;» μου λέει, λέω: «Εγώ άμα θα σφυρίζω 1, θα 'ρχεται ο αρχιεργάτης, άμα σφυρίζω 2, ο κάτω απ΄ αυτόν, άμα σφυρίζω 3… Ο γεράκος τι είναι;», «Ο μπαρμπα-Στέλιος -λέει- είναι το top μας. Δεν ενοχλεί κανέναν, αλλά δεν τον πειράζει κανένας. Είναι αρχηγός». Τέλος πάντων, τελείωσε όλο αυτό το ευφυές να σηκωθώ να πάω να πάρω σφυρίχτρα. Έμενα στο Παγκράτι και έπρεπε να πάρω 3 συγκοινωνίες μέχρι να φτάσω στην εγκατάσταση πετρελαιοειδών στο Πέραμα, έξω απ΄ τον Πειραιά. Σηκωνόμουνα 05:00 η ώρα το πρωί. Επειδή κρύωνα έβαζα ένα μαντήλι στο κεφάλι μου. Έπαιρνα το πρώτο λεωφορείο στις 05:30, μετά πήγαινα με τα πόδια μέσα απ΄ τον Βασιλικό Κήπο στο Μοναστηράκι, απ΄ το Μοναστηράκι έπαιρνα το τρένο και κατέβαινα στον Πειραιά και απ΄ τον Πειραιά στο τραμ για να πάω στο Πέραμα.
Πολύς δρόμος.
Πάρα πολύς δρόμος και κοπιαστικός.
Τελικά, δεν μου είπες, με τον παππού πώς σμίξατε ξανά μετά από τόσα χρόνια;
Να σου πω. Ο Παντελής είχε το τηλέφωνό μου και με πήρε τηλέφωνο και μου λέει... Αννούλα ήμουνα για τους Αγρινιώτες, Ανδριανή ήμουνα για τη γιορτή και όταν ήρθα στην Αθήνα το έκανα Άννα, επαγγελματικό, κι έτσι με ξέρει όλος ο κόσμος, Άννα Παντελή Χατζή, αυτό ξέρει ο κόσμος για μένα. Λοιπόν, επανερχόμαστε στον Παντελάκη, τον άντρα μου. Με πήρε τηλέφωνο, μου λέει: «Θα βγούμε. Να είσαι καλά ντυμένη γιατί θα πάμε κάπου», «Πού θα πάμε Παντελή;», «Θα πάμε να σου κάνω το τραπέζι στη ''Μεγάλη Βρετανία''». Σούπερ lux. Εγώ από μικρή -θέλω να σου πω ένα μυστικό- ήμουνα προχώ. Δεν είχα καμία σχέση με ό,τι γινόταν δίπλα μου, ήμουνα μπροστά. Κι όταν μου 'πε θα με πάει στη «Μεγάλη Βρετανία»... Έχω μία φωτογραφία που είμαι τέλεια ντυμένη και χτενισμένη και ο Παντελής τέλειο ρούχο, κοστούμι! Πρώτη συνάντηση! Εδώ σ΄ έχω τώρα... Δεύτερη συνάντηση με πήγε στο Ηρώδου Αττικού και είχε Μπαχ. Βαριά μουσική, αχ, δεν μου άρεσε! Στριφογύριζα λίγο και το κατάλαβε, μου λέει: «Δεν σου αρέσει;», λέω: «Κοίταξε να δεις, δεν μου αρέσει, αλλά θα καθίσω μέχρι το τέλος». Στριβόμουνα όμως, γιατί δεν είχα ιδέα από κλασική μουσική. Δεν μου άρεσαν τα μπουζούκια. Μου άρεσε η μελωδία, η αγάπη, το κέφι, η ζωντάνια. Ήμουνα ένα παιδί ολοκληρωμένο, ήμουνα μεγάλη. Δεν ήμουνα στην ηλικία μου, δεν ήμουνα 17,5, ήμουνα 20, πήγαινα μπροστά. Συνεχίστηκαν μετά τα ραντεβουδάκια, σχεδόν κάθε δεύτερη μέρα. Έπαιρνα εγώ... Ήμουνα και πολυτέλειας, βλέπεις, μετά, γιατί έπιασα κι έπαιρνα πολύ καλά λεφτά, έπαιρνα λεφτά, αλλά δούλευα απ΄ το πρωί μέχρι το άλλο πρωί και το άλλο πρωί και το άλλο πρωί. Δούλευα σκληρά, αλλά αποδοτικά. Και γι΄ αυτό μου δώσανε πρώτο μισθό, όλοι δίπλα μου παίρνανε 1.100, εγώ πήρα 1.300. Τότε 1.300 [00:30:00]ήτανε... Ζούσες οικογένεια. Οπότε εγώ πήρα της μάνας μου πλυντήριο, κουζίνα ηλεκτρική, όλα! Ό,τι ήθελε η μάνα μου της τα 'παιρνα, γιατί ήταν μαθημένη αλλιώς η γυναίκα, δεν ήξερ΄ από φτώχεια, κατάλαβες;
Πώς ήτανε το σπίτι στο Παγκράτι όταν ήρθατε;
Το σπίτι στο Παγκράτι ήτανε μία είσοδος, πλακόστρωτη αυλή με ένα μικρό κηπάκι που είχε μια τεράστια λεμόνια και είχε 2 δωμάτια και απέναντι κουζίνα. Ήταν ένα ισόγειο πράμα. Να καταλάβεις, ήτανε δύο δωμάτια εδώ, πέρναγες την αυλή την πλακόστρωτη, εδώ ήταν η κουζίνα. Αλλά η κουζίνα ήτανε όλα για τη μητέρα μου. Σου λέω, η μαμά μου, η μάνα μου, η μητέρα μου ήτανε αρχόντισσα. Πρώτον καλλονή, δεύτερον νοικοκυρά, τρίτον... Ή πρώτ΄ απ΄ όλα ανθρωπος, πρώτ΄ απ΄ όλα άνθρωπος. Το ίδιο ήτανε κι ο πατέρας μου ο Δημητράκης, τον οποίο λάτρευα. Λοιπόν, αξίζει να σου πω ότι 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα του Σταυρού, ήμουνα στην ΕΛΒΥΝ, λεγότανε η πετρελαιοεταιρεία. Είχα ένα ρολόι μπροστά μου και σε κάθε ένα λεπτό έπρεπε να κάνω μία εγγραφή. Τότε δεν είχε στυλό και πολυτέλειες, είχε μελάνι, βούταγες στο καλαμάρι, κατάλαβες; Και έγραφες. Κι έπρεπε να περάσω 200 τιμολόγια. Δεν τον ένοιαζε τον εργοδότη μου αν μου βγει η ψυχή εμένα σε μια ώρα, σε δυο ώρες. Αυτός ήθελε εγώ να περάσω τα τιμολόγια, ο εργοδότης μου. Εγώ τα πέρασα γρήγορα και λέω: «Ας πάρω τον Παντελή». Είχε μία πολύ ωραία μέρα, πολύ ωραία μέρα με ήλιο! Όμως, αυτό που δεν σου είπα, είναι ότι εγώ τρελαινόμουνα για ταξίδια. Θα επανέλθω σε αυτό. Μετά του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου και πήρα το τηλέφωνο και το σήκωσε η κυρία Κούλα, η μαμά του και μου είπε: «Τι τον θέλεις τον Παντελή;» κι εγώ σαν κουτορνίθι τής είπα να βγούμε έξω που 'χει ωραία μέρα και η κυρία Κούλα μού απάντησε: «Καλύτερα είναι να φας σήμερα με τους γονείς σου κι εγώ με τον γιο μου. Καλημέρα σας», «Καλημέρα σας». Βγαίνω έξω απ΄ την ΕΛΒΥΝ, σταματάω το πρώτο ταξί «Από δω Κηφισιά, πόσο θέλεις;», «Ένα τέταρτο θέλουμε να πάμε Κηφισιά», «Αν με πας σε 7 λεπτά στην Κηφισιά θα σου δώσω διπλό, ό,τι γράφει το ταξίμετρο θα σου δώσω διπλά. Αρκεί να με πας 7 λεπτά», «Πέσε κάτω», μου λέει ο ταξιτζής. Κάθε που θα σταματάμε θα λες: «Ωχ πονάω, ωχ, πονάω», γιατί δεν μπορούσε να τρέξει τόσο πολύ. Αν μας πιάνανε θα πηγαίναμε αυτόφωρο. Πήγαμε σε 7 λεπτά στην Κηφισιά, του 'δωσα το διπλό που έγραφε, ήταν η συμφωνία, νικάει τον νόμο. Πήγαμε, ανέβηκα τα σκαλιά και χτύπησα την πόρτα. Είχε 5 σκαλάκια κι ένα κεφαλόσκαλο μεγάλο, ήταν η πόρτα. Χτύπησα την πόρτα και για κακή μου τύχη ήταν η κυρία Κούλα, όχι τα παιδιά, και μου λέει: «Γιατί ήρθες, δεν σου 'βαλα σερβίτσιο». Εγώ θύμωσα πάρα πολύ και λέω: «Δεν ήρθα για να φάω, θα πάω να φάω με τη μητέρα μου ή καλύτερα θα πάω να φάω με τον γιο σας, με τον Παντελή». Ο Παντελής ήταν μέσα κι ακούει και λέει: «Τι κάνετε εσείς εκεί στην πόρτα;», λέω: «Η μαμά σου θέλει να φας εδώ», «Όχι -λέει- έχω κανονίσει να πα΄ να βγάλουμε φωτογραφίες και θα φάμε έξω». Ήρθε μ΄ εμένα ο Παντελής, έμεινε βέβαια η κυρία Κούλα χωρίς Παντελή. Τι να κάνουμε; Αγάπη ήταν αυτή. Και πήγαμε και φάγαμε στο Blue Pine, τότε ήτανε το top της Κηφισιάς, το Blue Pine. Έτρωγες... Μεγάλη αριστοκρατία! Και πήγαμε εκεί και φάγαμε. Μετά ο Παντελής... Πήγαμε βγάλαμε φωτογραφίες, φάγαμε παγωτά, κάναμε βόλτες. Μετά πήγε ο Παντελής σπίτι του, μ΄ έβαλε σ΄ ένα ταξί κι εγώ πήγα στο δικό μου. Αλλά με τον Παντελή βλεπόμαστε πάρα πολύ συχνά. Τώρα να πούμε και λίγο για τον Πυθαγόρα; Ο Πυθαγόρας ήταν ένα παιδί σπουδαίο από μια μάνα δασκάλα εξαιρετική. Ήταν το φλερτ μου. Ένα πολύ καλό αγόρι και φίλος με τον Παντελή. Μετά εγώ έμεινα με τον Παντελή βέβαια. Αυτά γινότανε τον Σεπτέμβριο. Πέρασαν οι γιορτές μαζί με τον Παντελή. Οι δύο οικογένειες μαζί πολύ καλά, όλα σωστά και βαλμένα στη θέση τους. Τον επόμενο χρόνο -αυτά γίναν το '61- τον επόμενο χρόνο, το '62, αρραβωνιαστήκαμε τη μέρα της γιορτής του, 27 Ιουλίου, με τον Παντελάκη. Πρώτα πρώτα αυτό που έχω να πω για τον άντρα μου ήταν ο άνθρωπος, ο κύριος, ο έντιμος, ο τίμιος. Νομίζω ότι έπιασα τον πρώτο λαχνό μ΄ αυτόν τον γάμο. Παντρευτήκαμε όμως -αυτό που θέλω να σου πω για να γυρίσουμε λίγο πίσω- παντρευτήκαμε 06/05 του '62. Ποιος μας πάντρεψε; Εμενα ήταν πολύ φίλος μου ο ανιψιός του εφοπλιστή του Τυπάλδου, ο Τάκης ο Κόκκινος. Αυτός μας πάντρεψε. Αυτοί είχανε τα βαπόρια, το Μediterranean. Ήταν εφοπλισταί, σπουδαίοι, Κεφαλονίτες. Εγώ, λοιπόν, πριν παντρευτώ και με παντρέψει ο Κόκκινος, ήταν φίλος μου, κάναμε παρέα. Είχα λοιπόν -με πήγαινε στο βαπόρι- βασιλική σουίτα εγώ: «Να μου προσέξετε το παιδί μην κάνει παράπονα», έλεγε στον πλοίαρχο. Κορδωνόμουνα εγώ βέβαια, γιατί θα έτρωγα στο στρογγυλό τραπέζι με τον πλοίαρχο. Είχε δώσει εντολή ο κουμπάρος μου, «Θα είναι -λέει- μαζί με τον πλοίαρχο το παιδί». Γι΄ αυτό δεν θα πω πόσες φορές πήγα στη Βενετία. Είναι ντροπή. Θα το κουτσομπολέψουνε αν το πω. Είναι πολλές. Έμπαινα το Σάββατο και γύριζα τη Δευτέρα. Στο βαπόρι κοιμόμουνα, στο βαπόρι έτρωγα, όλα ωραία. Λοιπόν. Τη Βενετία την ξέρω σαν το πετσί [00:40:00]μου απ΄ τις πολλές φορές που πήγα. Όπως πολλές φορές, μην πω πάρα πολλές, πήγα στο Λονδίνο. Παντρεύτηκα με τον Παντελάκη κι αποκτήσαμε δύο παιδιά. Αυτά τα παιδιά ήταν η ζωή μας, ήτανε η καρδιά, ο έρωτάς μας. Τα λατρεύαμε τα παιδιά, και τα δύο. Αξίζει να σου πω ότι ο πρώτος καβγάς με τον άντρα μου ήταν η Σχολή Μωραΐτη. Η Ναταλία με την Ντέμη έχουνε 4,5 χρόνια διαφορά. Όταν έγινε παιδάκι η Ναταλία πια, εγώ είπα: «Τα παιδιά θα πάνε στον Μωραΐτη.». Ό,τι είχα και δεν είχα, γιατί πληρώνουνα πάρα πολλά λεφτά, ήταν γι΄ αυτά τα παιδιά! Και είπα: «Το παιδί θα πάει στον Μωραΐτη». Ήταν το καλύτερο σχολείο. Ήταν ακριβότερο απ΄ το Κολλέγιο 100 δραχμές. Και ο Παντελής, ορθώς ομιλών, είπε: «Εσύ θέλεις και δεύτερο παιδί. Εγώ είμαι νέος δικηγόρος ακόμα. Έχουμε λεφτά, αλλά δύο παιδιά είναι πολλά για του Μωραΐτη», «Όχι -λέω- θα πάνε και τα δύο παιδιά στου Μωραΐτη κι εγώ θα βρω άλλη δουλειά και θα βρω και μία δεύτερη εσένα». Δεν μου το συγχώρεσε ποτέ αυτό. Ήμαστε τόσο αγαπημένοι... Δεν του άρεσαν πολύ τα ταξίδια, σ΄ αυτό διαφωνούσαμε. Λάτρευε το Λονδίνο, του άρεσε αυτό το ταξίδι, αλλά τ΄ άλλα δεν ήθελε. Προτιμούσε να μένει με τα παιδιά, τα οποία όχι τα λάτρευε... Ήταν η ύπαρξή του τα παιδιά αυτά! Αλλά για καλή μας τύχη βγήκανε δύο άγγελοι.
Πώς συνδύαζες τις δύο δουλειές με το να είσαι μάνα;
Έχω τύψεις, παιδί μου. Δεν ήμουνα η μάνα που έπρεπε. Παρείχα όλη την πλουσιοπαροχή για τα παιδιά, αλλά γύρναγα στις 02:00 το πρωί και πήγαινα πάνω απο την κούνια των παιδιών και έκλαιγα, γιατί δεν τα είχα δει τα παιδιά. Θα σου πω ένα πολύ ωραίο. Εγώ ήμουνα αντάρτης, δεν συμβιβαζόμουνα με τα κοινά, ήθελα κάτι παραπάνω. Τα ρούχα μου ήταν 10 χρόνια μπροστά, γιατί δούλευα στα ξενοδοχεία κι έπρεπε να είμαι πολύ καλά ντυμένη και πολύ καλά βαμμένη και πολύ καλά χτενισμένη, γιατί δεν σήκωνε να ήσουνα έτσι κι έτσι. Μία φορά, λοιπόν, αυτό είναι η τελευταία μου δουλειά, το «Πεντελικόν» πριν πέσει έξω, η τελευταία μου δουλειά. Όταν πήγα να κάνω συνέντευξη, ο κύριος Βάρδης, ο ιδιοκτήτης τού «Πεντελικόν», αφού μιλήσαμε μιλήσαμε, μου λέει: «Ξέρετε κυρία Χατζή; Όμως θα σας πω κάτι. Το προσωπικό περνάει απ΄ το μηχάνημα», λέω: «Κυριε Βάρδη μου θεωρείστε ότι δεν κάναμε οντισιόν, ότι δεν ήρθα για να μιλήσουμε. Εγώ σπίτι μου κι εσείς στο δικό σας». Πήρα κλειδί από μπροστά και πήγαινα από την κεντρική είσοδο. Αυτό που δεν σου είπα και γυρίζω πίσω, ο Συρεγγέλας, αυτός που είχε την ΕΛΒΥΝ, τότε είχε μπάνια για το προσωπικό. Εγώ, λοιπόν, σηκωνόμουνα πολύ πρωί, πήγαινα πρώτη για να 'ναι το πιο καθαρό μπάνιο και έκανα μπάνιο πρώτη. Και μου 'λεγε η καθαρίστρια: «Στον ύπνο σου μ΄ είδες, Χριστιανή μου; Τώρα καθαρίζω». Ήταν ένας άνθρωπος... Έμαθα πάρα πολλά, ένας λάτρης της κλασικής μουσικής, ένας λάτρης του ωραίου, εστέτ ήταν ο άνθρωπος. Όμως είχε ατυχία. Δύο κορίτσια, το ένα το σκότωσε ανεβαίνοντας τις σκάλες του σπιτιού ένας Πέρσης που ήταν ερωτευμένος μαζί της και του 'πε: «Δεν θέλω. Αγαπάω τον άντρα μου, δεν θέλω». Τη γάζωσε. Εγώ όμως είχα φύγει τότε, δεν ήταν 15 μέρες που 'χα φύγει απ΄ την ΕΛΒΥΝ και ήμουνα στο «Πεντελικόν». Πέρασα ζωή παραμυθένια. Tα ξενοδοχεία ήταν το ένα καλύτερο απ΄ τ΄ άλλο. Όταν δε είχα τη Ναταλή, η οποία πολύ μωρό, προνήπιο πήγαινε σ΄ ένα σχολείο στη Φιλελλήνων στο Σύνταγμα. Αυτή η κυρία είχε μόνο 5 παιδιά, πολύ ωραία. Πέρασα απ΄ το Αpollon Palace. Και το μεγαλύτερο ταξίδι δούλεψής μου ήταν η «Ομπέρζ». Η «Ομπέρζ» ήτανε για 12 χρόνια με μένα. Εγώ κι η «Ομπέρζ» ήμασταν ένα πράγμα. Εγώ είχα τη διεύθυνση, είχα το ταμείο, είχα την αγορά της προμήθειας, είχα αυτοκίνητο, είχα οδηγό, είχα τα πάντα. Είχα δωμάτιο να μένω και να μένει η οικογένειά μου. Εκεί πέρασα 12 χρόνια. Ο Θεός να αναπαύσει τον Βερνίκο και τη Βερνίκου. Παρένθεση, ήταν και οι νονοί της μεγάλης μου κόρης, της Ναταλίας, την είχανε βαπτίσει. Στην «Ομπέρζ» λέγαμε: «Αυτό είναι του κτήματος». Είχε ένα μεγάλο κτήμα και είχαμε φυτέψει φράουλες τότε, φράουλες. Είχε έρθει ο συγχωρεμένος ο Βερνίκος απ΄ το Παρίσι και με πήρε στο τηλέφωνο και μου λέει: «Σου 'φερα, σου 'φερα». Έλεγα κι εγώ κάτι θα μου 'φερε να φορέσω. Έφερε μία χούφτα φράουλες, ρίζες, να φυτρώσουμε και γίνανε πολλές βέβαια. Όντως αυτό ήταν το κτήματος, κοντέψαμε να πουλάμε και λουκάνικα του κτήματος. Ναι, τι να σου πω δηλαδή, αλλά ήτανε... Πώς να σ΄ το πω; Δεν μπορώ να το περιγράψω. Εκεί γυριστήκαν όλες οι ελληνικές ταινίες, όλες, με τον Αλεξανδράκη, με την Άννα την Καλουτά, με τη Βουγιουκλάκη, με την Καρέζη. Όλες εκεί οι ταινίες γυρίζονταν εκεί οι ελληνικές. Όλες οι δεξιώσεις των εφοπλιστών, των μεγαλεμπόρων, των πολιτικών, όλες έκανα εγώ. Η εφημερίδα έγραψε μία φορά: «Η κυρία Χατζή μεγαλούργησε».
Τέλεια. Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;
Έχω.
Ακούω, εννοείται.
Ο Βερνίκος αγαπούσε πάρα πολύ τα ωραία πράγματα, ήταν εστέτ ο άνθρωπος. Τρελαινότανε, του άρεσαν. Είχε πάει στο [00:50:00]Παρίσι και μου είχε φέρει μία τσάντα Ηermes, πανάκριβη. αλλά έφερε μαύρη σε μένα και μπλε στη γυναίκα του, το ίδιο μοντέλο όμως. Μία μέρα ήμαστε στο μπαρ του ξενοδοχείου και ήτανε εδώ η δική μου σε πάνω στο τραπέζι, η τσάντα, και εδώ τση Φανής, τση γυναίκας του, και πήγε να πάρει κάτι απ΄ την τσάντα της γυναίκας του, αλλά αντί να πάει στη γυναίκα του πήγε στη δική μου την τσάντα κι όταν τον είδα με το χέρι μες στην τσάντα, τού 'κανα μία έτσι, του 'δωσα μία. Λέω: «Αυτή είναι δική μου τσάντα. Πώς βάλατε το χέρι σας εκεί;», λέει: «Συγνώμη, εγώ νόμιζα ότι είναι της Φανής». Έχει τέτοια, διάφορα. Α! Αυτό και τέλος. Λοιπόν-
Πάρε τον χρόνο σου, με την ησυχία σου.
Περίμενε. Αυτό που θα σου πω τώρα είναι πολύ ωραίο.
Ναι, ναι, εννοείται, εννοείται.
Πολύ ωραίο. Μία παραμονή Πρωτοχρονιάς απάνω στο «Χαγιάτι» παίζανε ζάρια, αλλά ζάρι και... Μην πούμε. Ένας απ΄ αυτουνούς τους κυρίους, πολύ πλούσιος, είπε σε μένα: «Κύρια Χατζή, θέλω μία χάρη», λέω: «Ό,τι θέλετε, κύριε Λαμπή, ό,τι θέλετε». Χατζηβασιλείου. Ένας άντρας κούκλος στο παρουσιαστικό και στην ψυχή και η γυναίκα του καλλονή. «Θέλω μια χάρη», λέω: «Τι θέλετε;», λέει: «Επειδή απάνω θα καπνίζουνε». Είχαμε τα πρώτα ανατρεπόμενα τζάμια, γυρίζανε τα τζάμια, άφηνε εδώ χωρίς να κλείνει κι έφευγε ο καπνός, πρώτο στην Ελλάδα. Λέω: «Ναι, να μου πείτε τι θέλετε», «Θέλω -λέει- πολύ συχνά, μη σου πω μία ώρα, άντε μιάμιση, να μου στίβεις μία πορτοκαλάδα αλλά εσύ όμως, όχι ο σεφ κι από κει κι από δω να μυρίζουνε κρεμμύδια και τέτοια, μόνο εσείς», λέω: «Το μόνο εύκολο, σιγά. Τι δύσκολο είναι;». Τελείωσε η Πρωτοχρονιά, τελείωσε το 31 το βράδυ που παίζανε. Πρωτοχρονιά 08:00 η ώρα τελειώσανε. Έφευγε κι ο Χατζηβασιλείου. Με φίλησε, μου λέει: «Σ΄ αγαπώ πολύ, σ΄ ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ γι΄ αυτό που μου έκανες, τις πορτοκαλάδες» και μου βάνει στο χέρι έναν φάκελο. Έφυγε ο άνθρωπος άνοιξα την πόρτα εγώ: «Καλή χρονιά, να ζήσουνε τα κορίτσια σας που είναι κούκλες, που η κυρία Χατζηβασιλείου είναι πρώτη ομορφιά στην Αθήνα» κι έμεινα με τον φάκελο στα χέρια. Τον ανοίγω τον φάκελο, 10.000 μέσα! Έπαθα συγκοπή, ξέρω 'γώ, κάτι έπαθα. Λέω όμως μέσα μου... Κοίτα, ήμουνα προχώ, αλλά ήμουνα τίμιος άνθρωπος. Λέω: «Δεν κουράστηκα μόνο εγώ, κουράστηκαν και τα παιδιά, οι σερβιτόροι κι ο μετρ». Λέω στον μετρ: «Φιλί και χιλιάρικο». Και ο μετρ αντί να 'ρθει, λέει: «Το αφεντικό το 'χασε, τρελάθηκε». Δεν μιλάω εγώ. «Βασίλη, φιλί και χιλιάρικο». Το βλέπει ο Αντώνης, ο μετρ και λέει: «Εγώ;», «Εσύ -λέω- Αντώνη μου, δεν θα πάρεις, δεν θα πάρεις», «Ηλία, φιλί και χιλιάρικο». Το βλέπει ο Αντώνης, κόντευε να πάθει συγκοπή. Τέλος πάντων, έδωσα στους δικούς μου, 4 τα γκαρσόνια κι ένα ο μετρ, του 'δωσα μετά, 5, και κράτησα εγώ 5. Ήταν το μεγαλύτερο χαρτζιλίκι που πήρα στην καριέρα μου! 10.000 το '64, τι λες πουλάκι μου; Ήτανε ένα σπίτι. Πολλά λεφτά.
Τέλεια.
Θέλεις να σου πω κι άλλα περιστατικά; Μπορώ. Παίρνω ένα τηλεφώνημα μία μέρα από το Παρίσι, «Κυρία Χατζή εσείς; Βερνίκος εδώ». λέω: «Μάλιστα κύριε Βερνίκο τι θέλετε;», λέει: «Σε παρακαλώ πάρα πολύ, μπορείς να 'ρθεις να με πάρεις απ΄ το αεροδρόμιο. Έρχομαι τάδε ώρα τάδε πτήση να με πάρεις με το δικό μας». Ήταν ο μόνος -ξέχασα να το πω αυτό- που είχε αυτοκίνητο Alfa Romeo, το μεγάλο. Είχαμε δύο οδηγούς, ένας οδηγός ήτανε για τον Βερνίκο με το Alfa Romeo κι άλλος οδηγός με το βαν για να ψωνίζουμε, να πηγαίνουμε τους πελάτες, να κάνουμε δουλειές. «Να 'ρθεις -λέει- με το Alfa Romeo». Alfa Romeo οδηγούσε στο Βασίλης. Ο Βασίλης είχε ένα μάτι, φαινόντανε δύο, αλλά απ΄ το ένα δεν καλόβλεπε. Πηγαίναμε τότε ήταν το «Ελληνικό», δεν ήταν το «Βενιζέλος». Πηγαίναμε, πηγαίναμε σε μια στιγμή στρίβει ο Βασίλης και γυρίζουμε προς Αθήνα. Του λέω: «Βασιλάκη μου, κοίτα να δεις, εδώ τώρα δεν πάμε καλά, πάμε για Αθήνα πάλι», «Τι λες αφεντικό που πάμε για Αθήνα, στο Ελληνικό πάμε». Τέλος πάντων, λέω: «Ξαναγύρνα λίγο, γιατί θα χάσουμε την πτήση και θα περιμένει ο Βερνίκος, θα φωνάζει». Πήγαμε καθυστερημένοι 10 λεπτά. Τέλος πάντων, όλα ωραία. Μπαίνουμε μέσα στ΄ αυτοκίνητο. Ο Βασίλης αντί να στρίψει, να πάει στην Αθήνα, στρίβει και πάει ανάποδα, πάλι προς το αεροδρόμιο. Ο Βερνίκος θύμωσε και του λέει: «Βρε Βασίλη είσαι τι 'σαι, σ΄ έχω τι σ΄ έχω, αλλά όχι να με πας πάλι στο αεροδρόμιο». Τέτοια 500, τι να σου πω...
Ωραία. Έχω μία ακόμη ερώτηση. Ποια ήταν η σχέση σου με την αδελφή σου; Γιατί είναι το μόνο μέλος της οικογένειας που δεν μου έχεις πει.
Λοιπόν, καλά ρωτάς. Η σχέση με την αδερφή μου ήτανε πατρική. Τη μεγάλωσα, την πάντρεψα. Όταν η πεθερά της είδε τα προικιά της, είπε: «Αυτό δεν είναι exhibition, δεν είναι έκθεση. Αυτό είναι πολυτέλεια!». Η αδερφή μου, ήταν λεπτολόγα, της άρεσε ο χορός, της άρεσαν ωραία πράγματα. Και να σου πω το ωραίο τώρα; Ο πατέρας μου είχε αγανακτήσει, γιατί είχαμε δώσει τα προικιά της αδερφής μου στις σχολές της Φρειδερίκης, της βασίλισσας, που έπαιρνε άπορα κορίτσια και τα μάθαινε να κεντάνε κι αυτά. Κι ήρθε μια μέρα και μου λέει: «Αννούλα μου, αυτές τι τα κάνουνε τα μουλινέ; Τους μουλινέδες τι τους κάνουνε;». Μουλινέ ήταν κλωστές γαλλικές για να κεντήσεις. «Τσι μουλινέδες τι τους κάνουνε; Τους τρώνε; Πάλι μου 'πε να πάω 10 μάτσα, δεν πάω«, «Όχι -λέω- πατέρα, πρέπει να πας για να τελειώσουνε». Πήγε η αδερφή μου, είπε: «Ευχαριστώ πάρα πολύ. Πάρα πολύ ωραία τα ρούχα που μου κάνατε στο χέρι κεντημένα, αλλά ένα θέλει μισό πόντο λίγο παρακεί». Και η κοπέλα η μεγάλη τση λέει: «Να 'σαστε καλά κυρία Ζάβρα, αλλά εδώ να μην ξαναρθείτε». Εγώ με την αδερφή μου είχαμε τόσο αγάπη, δεν της έλειψε ποτέ τίποτα. Εγώ, όταν στριμώχτηκα, είχα μία ζακέτα κι αυτή πλαστική. Η αδερφή μου είχε μία καπαρντίνα κι αυτή, double face, ελβετική.
Πολύ όμορφο.
Για να καταλάβεις πόσο την αγαπούσα, πόσο την προστάτευα, πόσο ήθελα όλα, επειδή είχε παντρευτεί έναν από καλή οικογένεια, πόσο ήθελα να είμαστε απάνω, παραπάνω. Κατάλαβες;
[01:00:00]Εμένα μ΄ έχεις καλύψει σε τέλειο βαθμό.
Χαίρομαι, χαίρομαι, αν πέτυχα τον στόχο σου. Χαίρομαι αν πέτυχα... Ένα αγκόνι που λατρεύω.
Τέλεια.
Ένα αγκόνι, το λατρεύω. Όλα τα παιδιά αγαπάω, 2 και 2, 4, το ίδιο.
Χαίρομαι. Ωραία. Έχω και μια τελευταία ερώτηση. Πώς πέρασες στη συνέντευξη;
Πώς;
Πώς πέρασες στη συνέντευξη;
Εδώ τώρα; Τέλεια! Απλά, καθημερινά... Ήτανε fluency, ήτανε ρυάκι, έτρεχε. Δεν αισθάνθηκα ούτε στενοχώρια, ούτε πίεση, ούτε τίποτα. Είμαι πανευτυχής!
Τέλεια. Σε ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ. Ωραία. Κάτι που ξεχάσαμε και να επισημάνουμε. Πώς σου ζήτησε ο παππούς μου ο Παντελής το χέρι και πώς ήταν ο γάμος εκείνη την εποχή;
Να σου πω. Ο Παντελής ήρθε κοστουμαρισμένος στον πατέρα μου και του είπε ότι: «Θέλω να παντρευτώ την Αννούλα». Ο πατέρας μου ήξερε για τον δεσμό και είπε: «Ναι». Ο γάμος μας ήταν φαντασμαγορικός. Παντρευτήκαμε στη Μητρόπολη Αθηνών και ήταν περίπου 1.000 άτομα, τα οποία έπρεπε εγώ, ο Παντελής, ο κουμπάρος, η μαμά μου, η πεθερά μου, ο πεθερός μου κι ο πατέρας μου να σταθούμε -έθιμο- στη γραμμή για να μας χαιρετήσει ο κόσμος. Εγώ, όπως σου 'χω πει, μου άρεσε το καλό, το τέλειο και, να μου επιτραπεί η έκφραση, το σπέσιαλ. Είχα κλείσει μία σουίτα, ένα μπανγκαλόους. Εμείς παντρευτήκαμε 6 Μαΐου και Πρωτομαγιά είχε κάνει εγκαίνια η πλαζ, η πρώτη πλαζ, και εμείς κλείσαμε ένα μπανγκαλόους που θα πηγαίναμε μετά τον γάμο κατευθείαν εκεί. Θα πήγαινα θ΄ άλλαζα σπίτι μου το νυφικό, να έβγαζα και θα έβαζα ένα ταγιέρ άσπρο με ένα καπέλο καταπληκτικό, με άσπρα μαύρα λουλούδια και θα πηγαίναμε εκεί. Είχα πει στη μητέρα μου να μην πει πού είμαι. Αλλά όμως, ο κύριος Συρεγγέλας απ΄ την ΕΛΒΥΝ, ο ιδιοκτήτης, ήθελε να στείλει στον γάμο μου κάτι σπέσιαλ και πήρε τη μαμά μου και λέει: «Κύριε Γιώργο μου, μου 'πε να μην πω πού είναι, αλλά εγώ εσάς σας συμπαθώ και θα σας πω πού είναι. Είναι στον Αστέρα, έχει μπανγκαλόους κλείσει». «Καλά -λέει- εντάξει». Εντάξει, έκανε αυτό που ήθελε. Τόσο πολύ πόνεσε το χέρι μου απ΄ τη χαιρετούρα, 1.000 άτομα να περάσουνε και: «Να ζήσετε» «Ευχαριστώ», «Να ζήσετε», «Ευχαριστώ», «Να ζήσετε, ευχαριστώ», όλοι στη σειρά! Ήταν, σου λέω, ένας γάμος oυάου! Γάμος που λίγοι έκαναν στη Μητρόπολη Αθηνών. Αλλά εγώ και στη Mητρόπολη παντρεύτηκα και σε μπανγκαλόους έμεινα 10 μέρες. Όταν πήγαμε μας είχανε μία σαμπάνια, σαμπανιέρα και φρούτα, διάφορα φρούτα. Ήμασταν το πρώτο ζευγάρι που πήγε παντρεμένο σε μπανγκαλόους στην πλαζ. Πρώτο ζευγάρι. Εκεί βέβαια πέρασα καταπληκτικά γιατί ήταν όλα τέλεια, όλα τέλεια. Τον Μάιο είχε πολύ καλό καιρό, κάναμε βόλτες, πηγαίναμε παντού, τρώγαμε και μέσα στο εστιατόριο και γύρω γύρω είχε σπουδαίες ταβέρνες, σπουδαία ρεστοράν. Σε όλα με πήγε ο Παντελής. Του άρεσε κι εκείνου το ωραίο. Δεν άρεσε μόνο σε μένα. Ο γάμος ήταν τέλειος, στη λεπτομέρεια. Ήταν χαρούμενος κι ο Κόκκινος, ο κουμπάρος μας. Ήταν ένας χοντρουλούλης, λίγο, αλλα μ΄ αγαπούσε πάρα πολύ και δεν ήταν μόνο που μ΄ αγαπούσε, που με πήγαινε: «Άντε να πας στη Βενετία, να πιείς καφέ και να γυρίσεις», αλλά όπου ήθελα, όπου ήθελα. Του Παντελή δεν του άρεσαν τα ταξίδια. Πήγαινε μόνο στο Λονδίνο και στο Παρίσι που πήγαμε. Α! Αυτό ήταν πολύ ωραίο. Μου κλέψανε το διαβατήριο και δεν είχα να γυρίσω πίσω. Έπρεπε να πάω στην πρεσβεία να πάρω ένα χαρτί που λέγεται Λεσέ Πασέ, να φύγω μόνο και δεν ίσχυε μετά. Και περπατάγαμε στον δρόμο με τον Παντελή κι εγώ είδα μία βιτρίνα και χάζευα και μου φώναζε: «Αννούλα, θα χάσουμε τον άνθρωπο που θα μας δώσει το χαρτί, πέρασε η ώρα, γιατί χαζεύεις;». Τίποτα εγώ, με την ησυχία μου.
Ωραία. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ πάλι!
Αγάπη μου!
Photos

Εκδήλωση στο ξενοδοχείο ...

Οι σερβιτόροι και ο μετρ ...

Ο γάμος

Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η κυρία Άννα είναι μια γυναίκα, όπως λέει η ίδια, μπροστά από την εποχή της. Με παιδικά χρόνια βουτηγμένα στο μέλι αποφασίζει να φύγει από την επαρχία για Αθήνα επιθυμώντας να ζήσει διαφορετικά. Κόρη εύπορης οικογένειας του Αγρινίου πιάνει δουλειά σε μια πετρελαιοεταιρεία αποτελώντας τη μόνη γυναίκα ανάμεσα σε δεκαεφτά άντρες, πετυχαίνοντας να κερδίσει με κόπο υψηλό μισθό. Παράλληλα επανασυνδέεται με τον παιδικό της έρωτα, τον Παντελή, με τον οποίο γνωρίζει την αγάπη και την αστική καλή ζωή. Καταφέρνουν να παντρευτούν παρουσία της όλης τότε κοσμικής Αθήνας και να δημιουργήσουν οικογένεια. Η αφηγήτρια εξελίσσεται επαγγελματικά σημειώνοντας καριέρα στη διοίκηση γνωστών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.
Narrators
Ανδριανή Χατζή
Field Reporters
Γιάννος Γιαννόπουλος
Topics
Tags
Interview Date
10/03/2023
Duration
66'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η κυρία Άννα είναι μια γυναίκα, όπως λέει η ίδια, μπροστά από την εποχή της. Με παιδικά χρόνια βουτηγμένα στο μέλι αποφασίζει να φύγει από την επαρχία για Αθήνα επιθυμώντας να ζήσει διαφορετικά. Κόρη εύπορης οικογένειας του Αγρινίου πιάνει δουλειά σε μια πετρελαιοεταιρεία αποτελώντας τη μόνη γυναίκα ανάμεσα σε δεκαεφτά άντρες, πετυχαίνοντας να κερδίσει με κόπο υψηλό μισθό. Παράλληλα επανασυνδέεται με τον παιδικό της έρωτα, τον Παντελή, με τον οποίο γνωρίζει την αγάπη και την αστική καλή ζωή. Καταφέρνουν να παντρευτούν παρουσία της όλης τότε κοσμικής Αθήνας και να δημιουργήσουν οικογένεια. Η αφηγήτρια εξελίσσεται επαγγελματικά σημειώνοντας καριέρα στη διοίκηση γνωστών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.
Narrators
Ανδριανή Χατζή
Field Reporters
Γιάννος Γιαννόπουλος
Topics
Tags
Interview Date
10/03/2023
Duration
66'