Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
«Κάτω από το κρεβάτι υπήρχαν δέρματα. Μέσα στις ντουλάπες υπήρχαν τακούνια»: Ένας κατασκευαστής παπουτσιών τάνγκο αφηγείται
Είμαι η Αγλαΐα Παντελάκη, ερευνήτρια στο Istorima. Είμαι με τον Παναγιώτη Τζούρα στο Κουκάκι, έχουμε 11 Οκτωβρίου του 2022 και ξεκινάμε. Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς και για τη ζωή σας;
[00:00:00]
Βεβαίως. Απ' ό,τι θυμάμαι, γεννήθηκα μέσα σε ένα τσαγκαράδικο. Ο πατέρας μου ήταν υποδηματοποιός. Έφυγε απ' το χωριό του, γιατί τον κυνήγησαν. Ήταν αντάρτης και τον κυνήγησαν, ας πούμε, και έφυγε με ένα καράβι και ήρθε, ας πούμε, στην Αθήνα και βρέθηκε στους Αμπελόκηπους. Στους Αμπελόκηπους που βρέθηκε ήτανε μία περιοχή που ήτανε μόνο άνθρωποι που ήτανε -πώς το λένε;- πρόσφυγες, ας πούμε. Εκεί είχανε… υπήρχαν ξύλινες… ξύλινα σπίτια που ο καθένας, ας πούμε, έφτιαχνε ό,τι μπορούσε, για να μπορούσε να ζήσει ή την οικογένειά του ή να φτιάξει ένα μαγαζί. Γιατί εκεί υπήρχε πάρα πολύς κόσμος σε σχέση με τους πρόσφυγες που είχαν έρθει εκείνη την εποχή. Μιλάμε για το 1946-47. Ναι. Οργανώθηκε εκεί πέρα και άνοιξε ένα μαγαζί. Το μαγαζί πήγαινε αρκετά καλά, δηλαδή μπορούσε να ζήσει την οικογένειά του, ας πούμε, από εκεί πέρα. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για όλους, γιατί πραγματικά δεν υπήρχε… δεν υπήρχαν χρήματα και ο κόσμος προσπαθούσε να ζήσει όπως μπορούσε. Εγώ γεννήθηκα το ’50. Έζησα σε αυτόν τον χώρο. Είχε φτιάξει και από πάνω μια… ένα ξύλινο σπίτι πάνω από το μαγαζί, για να μπορεί να ζήσει την οικογένειά του, γιατί είχε δύο παιδιά, εμένα και την αδερφή μου. Η αδερφή μου γεννήθηκε το ’54. Σε αυτόν τον χώρο, απ' ό,τι θυμάμαι, θυμάμαι ανθρώπους στο μαγαζί αρκετούς που φτιάχνανε παπούτσια. Ναι. Γιατί ο πατέρας μου είχε και έδινε δουλειά και σε άλλους ανθρώπους. Προσπαθούσε να επιβιώσει πάντα. Μείναμε εκεί πέρα και, απ' ό,τι θυμάμαι, πολύ δύσκολα και πολύ -έτσι- περιορισμένα, γιατί όλος ο κόσμος ήταν στο ίδιο… στον ίδιον… στο ίδιο ύψος, αν το πει… αν, ξέρεις, έτσι, ας πούμε, και… αλλά θυμάμαι όμως μια οικειότητα και μία συμπόνια μεταξύ τους που σήμερα δεν υπάρχει μάλλον, ίσως γιατί όλοι ήταν το ίδιο. Θυμάμαι μια ιστορία τότε. Η μητέρα μου δούλευε κι εκείνη στο μαγαζί. Βοηθούσε τον πατέρα μου και είχε και το σπίτι, ας πούμε, από πάνω. Στη γειτονιά υπήρχε μια κυρία, η οποία είχε έναν χώρο μεγαλύτερο απ' τον δικό μας, και περνάγανε πάρα πολύ δύσκολα. Οπότε η μητέρα μου της λέει μια μέρα: «Δεν πηγαίνεις να πάρεις -λέει- απ' την αγορά» -γιατί είχε και αγορά μέσα, δηλαδή υπήρχαν παντοπωλεία, υπήρχαν τα πάντα υπήρχαν μέσα στη… μέσα σε αυτόν τον χώρο, που δεν ήταν χώρος, ήταν απλώς μια μεγάλη περιοχή φτιαγμένη από το ίδιο… από τα ίδια χαρμάνι, ας το πω έτσι- της λέει: «Δεν πας να πάρεις λίγο από την αγορά ψάρια, να τα τηγανίσεις, να τα πουλάς το μεσημέρι, για να έχεις ένα μεροκάματο, να ζήσεις;». Το έκανε αυτό και έζησαν πάρα πολύ καλά μετά από όλη αυτήν την ιστορία. Τη θυμάμαι, γιατί μου την ανέφερε η μητέρα μου αυτή. Μείναμε εκεί μέχρι και το… Πότε ήταν που μείναμε; Μείναμε μέχρι… Ναι, μείναμε μέχρι το ’55-’56 εκεί. Τότε υπήρχε μια αίσθηση γενικότερα στον κόσμο… Δεν ήταν μόνο αίσθηση. Ήταν μια αυτή του κράτους, ότι θα τους δώσουνε διαμερίσματα κάπου, για να φύγει όλο αυτό το χάος που δημιουργούνταν εκεί, σε αυτό το σημείο, γιατί ήταν ο ένας πάνω στον άλλον! Υπήρχαν δρόμοι που δεν περνούσε φορτηγό, ας πούμε, για να τους δώσει πράγματα ή τέτοια. Ήταν τόσο στενά όλα. Οι άνθρωποι χτίζανε όπου μπορούσανε, για να μπορέσουνε να βάλουνε μέσα τις οικογένειές τους και να ζήσουνε. Εν πάση περιπτώσει, το ’55 ο πατέρας μου, το ’54 γνώρισε ο πατέρας μου τη μητέρα μου και η μητέρα μου είχε… της είχε μια θεία της κάποια χρήματα και αγόρασαν ένα οικόπεδο στα Άνω Λιόσια. Οπότε, φύγαμε από εκείνη την περιοχή και φτιάξαμε ένα σπίτι ο πατέρας μου εκεί πέρα. Δεν τη θυμάμαι ξανά εκείνη την περιοχή, γιατί δεν κατέβαινα στην Αθήνα, ήμουνα μικρό παιδί, ας πούμε. Οπότε, ζήσαμε σε μια περιοχή που είχε αλάνες τεράστιες, είχε χώρους να παίξουμε, είχε χώρους να… Ναι, ήταν πάρα πολύ όμορφα σαν παιδιά, είμαστε πάρα πολύ καλά. Εγώ πιστεύω ότι πέρασα πολύ καλά σαν παιδί εκεί πέρα. Μεγαλώνοντας, πήγα στο Γυμνάσιο, αν και δεν ήμουνα καλός μαθητής! Θυμάμαι μια ιστορία. Είχαμε δάσκαλο στην έκτη Δημοτικού και λέει: «Ποιος θα πάει στο Γυμνάσιο;». Και ήμουν από τους πρώτους που σήκωσα το χέρι μου. «Κι εσύ, Τζούρα -λέει-, θα πας στο Γυμνάσιο;» Λέω: «Ναι, κύριε, θα πάω». Και όντως πήγα στο Γυμνάσιο. Έδωσα και εξετάσεις τότε, θυμάμαι, γιατί τελικά ήταν η περίοδος που δίναμε και εξετάσεις απ' το Δημοτικό να πάμε στο Γυμνάσιο, και πήγα στο Γυμνάσιο. Πήγα λοιπόν στο Γυμνάσιο. Τα ψιλοκατάφερνα, τέλος πάντων. Μετεξεταστέος στα Αρχαία κάθε χρόνο! Ναι. Ώσπου φτάνουμε στην τρίτη να πάμε προς τετάρτη Γυμνασίου. Πάλι εξετάσεις εκεί. Είχα βαρεθεί όμως, δεν ήθελα να πάω σχολείο. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει εκείνη την εποχή. Πήγαινα απέξω απ’ το σχολείο! Λοιπόν, τέλος πάντων, ευτυχώς δεν έμπλεξα τότε με διάφορες καταστάσεις και πράγματα. Μπιλιάρδο δηλαδή παίζαμε, αλλά μέχρι εκεί εγώ. Ναι! Αλλά… Οπότε μια στιγμή πάει ο πατέρας μου στο σχολείο, γιατί τον φωνάξανε και του λένε ότι: «Έχει τρακόσιες απουσίες». Κι έρχεται και μου λέει: «Τι θα κάνεις;». Λέω: «Τι να κάνω; Δεν ξαναπάω σχολείο» του λέω. «Εντάξει, δεν ξαναπάς σχολείο. Αύριο το πρωί έρχεσαι στο μαγαζί. Έρχεσαι στο μαγαζί -μου λέει- αύριο το πρωί». «Μα…», «Έρχεσαι στο μαγαζί αύριο το πρωί και έχεις και πενήντα δραχμές την ημέρα μεροκάματο». Αυτό ήταν το δέλεαρ! Πενήντα δραχμές για μένα, δεκαεφτά χρονών, δεκαέξι-δεκαεφτά χρονών, ήταν πολλά λεφτά! Και τσιγάρα μπορούσα να αγοράσω και οτιδήποτε και να είμαι και άνετος παντού. Γιατί ναι. Όντως έτσι έγινε και πήγα στο μαγαζί και δούλευα μαζί του. Δεν μου ‘δειξε τίποτα. Όχι ότι το έκανε επίτηδες. Ήθελε να μου δείξει, αλλά ήμουν τόσο εξοικειωμένος με όλα αυτά τα πράγματα που είχα δει από παιδί εκεί μέσα, που δεν χρειάστηκε να μου δείξει κάτι, πραγματικά. Δούλευα μαζί του πάρα πολύ, από το πρωί μέχρι το βράδυ, ώσπου μετά από λίγα χρόνια του λέω: «Κοίτα να δεις, εγώ 18:00 η ώρα θα φεύγω. Δεν μπορώ να κάτσω τώρα. Θα πάω σχολείο!». Για να ξεφύγω! Εντωμεταξύ, από το σχολείο που ήμουνα πριν, όλη… οι βαθμολογίες μου και τα αυτά ήτανε χειρότερα από το… δεν ξέρω ποιο είναι, κοσμία ή χειρότερη, ας πούμε. Οπότε έβαλα έναν θείο μου -πώς το λένε;- χωροφύλακα, γιατί ήτανε αστυνομικός ήταν αυτός, ναι, για να με βάλουν σε ένα… να μπορώ να πάω σε ένα Γυμνάσιο στο κέντρο της Αθήνας, στα Εξάρχεια ήτανε, το οποίο ήταν νυχτερινό. Μη σ’ τα πολυλογώ, πήγα εκεί για κάναν χρόνο. Δεν κάθισα παραπάνω, δεν μπορούσα να κάτσω! Κι έτσι τελείωσε με… τελείωσε όλο το σχολείο. Δεν υπήρχε άλλο, ας πούμε, δεν μου ‘κανε καμία αίσθηση, δεν μου ‘κανε τίποτα, δεν μου… Ήταν σαν να μην υπήρχε, ας πούμε, αυτό το πράγμα. Δηλαδή δεν μπορούσα… Ξέχασα να πω στο προηγούμενο, στα προηγούμενα κεφάλαια ότι τελικά, για να δώσω μια έμφαση σε αυτά όλα, ότι στην τρίτη, στη δευτέρα Γυμνασίου, για να πάω πιο κει, όταν άρχισε η Άλγεβρα και όλα αυτά, επειδή ο καθηγητής δεν καταλάβαινα τι έλεγε -έτσι;-, πήγαινα φροντιστήριο. Στο φροντιστήριο που πήγα, όταν με πρωτοείδε ο φροντιστής, μου λέει… Έλεγε: «Σαν τον Τζούρα τα ξέρετε όλοι! Δεν ξέρετε τίποτα δηλαδή!». Ώσπου στο τέλος πέρασε ένας μήνας, μου ‘δειξε πέντε-δέκα πράγματα, το τι σημαίνει Αριθμητική και πώς αρχίζει και πώς τελειώνει, και τελικά έγινα καλύτερος απ' όλους αυτούς, ας πούμε. Φαντάσου ότι αυτός ο άνθρωπος πήγε σπίτι μου στη μάνα μου, βλέποντας ότι έχω απουσίες από το σχολείο, για να τους πει: «Το παιδί πάει χαμένο». Ναι. Αλλά δεν έκανα τίποτα για όλα αυτά. Ναι. Έτσι με το σχολείο ήθελα να σου καταλήξω ότι το σχολείο δεν μου έκανε τίποτα, ας πούμε, δεν μου έλεγε τίποτα όλα αυτά. Οπότε τζάμπα πήγαινα. Πήγαινα να φύγω στις 18:00 η ώρα απ' το μαγαζί! Ήταν το πιο ωραίο στοιχείο. Έτσι περάσαν τα χρόνια γενικότερα και δούλευα μαζί με τον πατέρα μου. Είχα ανοίξει ένα μαγαζί αυτός, ένα μαγαζί εγώ, και δουλεύαμε ο καθένας για τον εαυτό του, ώσπου έκανα και οικογένεια ας πούμε, -έτσι;- εγώ. Έκανα οικογένεια και έχω μία κόρη, -ναι- η οποία είναι μια χαρά. Έχει εκείνη δύο παιδιά τώρα, ας πούμε, ναι. Μετά χώρισα το… Πότε χώρισα; Το ’88. Το ’77 είχα παντρευτεί, το ’88 χώρισα. Εντάξει, καλά, χώρισα καλά. Καλά, με την έννοια ότι τελικά δεν είχαμε τσακωμούς, δεν είχαμε διάφορες βλακειούλες τέτοιες, ας πούμε, οι οποίες συμβαίνουν έτσι; Kαι που τελικά, ας πούμε, αφήνουν και πολύ μεγάλα σημάδια. Όχι ότι ήτανε καλά. Χάθηκα. Εκεί χάθηκα πραγματικά, και έχοντας και το παιδί μου που με πόναγε πάρα πολύ, που το αφήνω, ναι, ήμουν αρκετά χάλια. Μέσα σε αυτά τα πράγματα όμως, έτυχε, έγινε κάτι που στη ζωή μου ήταν πάρα πολύ… Πώς το λένε; Mου άλλαξε τελείως τη ζωή. Αφού έχω χωρίσει και η κόρη μου δεν θέλει να με δει, γιατί τελικά είτε από το σπίτι είτε καταλάβαινε ότι την παράτησα -έτσι;-, δεν ήθελε να με δει καθόλου. Εγώ προσπαθούσα να έχω μια επαφή. Δεν γινόταν. Ώσπου στο τέλος κι εγώ δεν μπορούσα να έχω, ούτε με τον εαυτό μου δεν ήμουν καλά και ούτε με εκείνη μπορούσα να κάνω και κάτι δηλαδή στην ουσία. Το ψιλοάφησα, ας πούμε, [00:10:00]χωρίς να τη βλέπω. Πέρασε λίγος καιρός και μετά εκεί που ήμουνα σε πολύ χάλια και αυτά, βλέπω μια αφίσα που έλεγε: «Η αυτογνωσία». Και πηγαίνω σε ένα κέντρο που τελικά ήταν αυτογνωσίας του εαυτού. Εκεί πραγματικά άλλαξε η ζωή μου. Εκεί είχανε συνεντεύξεις με διάφορους ανθρώπους, ας πούμε, που… Και το φανταστικό απ' όλα: ήταν απέναντι από το μαγαζί μου! Δηλαδή σαν να -ξέρεις, πώς να σου πω;- σαν να με περίμενε, ας πούμε, αυτό το πράγμα ή σαν στη ζωή σου να υπάρχει μια πόρτα, να την ανοίξεις, ας πούμε. Μέσα σε αυτό έμαθα τι σημαίνει ο εαυτός μας, τι είμαστε, πώς είμαστε, τα εγώ που μας καλύπτουν πάντα, έτσι; Πώς τελικά μπορούμε να είμαστε στον εαυτό μας και να μην είμαστε παντού, να μπορούμε να έχουμε μια προσοχή, προσοχή μέσα μας εννοώ, όχι προσοχή, και προσοχή προς τα έξω σίγουρα. Δεν πάω να κοπώ! Αλλά σημασία έχει το… σημασία έχει να μαθαίνεις εσύ για σένα, για να μπορείς να γίνεσαι καλύτερος. Αυτό έχει μεγάλη αξία! Ήταν πάρα πολύ ωραία, γιατί τα καλοκαίρια συναντιόμαστε σε ένα βουνό και καθόμαστε και κάναμε όλο αυτό το πράγμα όλη την ημέρα και τη νύχτα. Τώρα θα σου πω κάτι τρελό τώρα. Δεν ξέρω αν πρέπει να το πούμε, αλλά εντάξει! Είναι… έχει μείνει στη ζωή μου αυτό το πράγμα. Είμαστε εκεί πάνω… Έπαιρνα και το παιδί μου έναν μήνα κάθε καλοκαίρι, από τα oχτώ της μέχρι και δώδεκα, ας πούμε, πηγαίναμε εκεί πάνω. Της άρεσε πάρα πολύ, γιατί είχε κι άλλα παιδιά και ήταν ελεύθερα όλη μέρα. Μέναμε σε σκηνή, έτσι; Και είχαμε, είχε εστιατόριο, είχαμε τα πάντα. Μόνοι μας δηλαδή, μεταξύ μας κάναμε όλες τις δουλειές. Είτε φτιάχναμε ένα σπίτι είτε φτιάχναμε, ξέρω ‘γω, το να φάμε και να… ο καθένας είχε το αυτό του να κοιμηθεί στη σκηνή του και τα λοιπά, δεν τον ενοχλούσε κανείς και τα λοιπά και έκανε αυτό που ήθελε. Ένα βράδυ λένε: «Θα πάμε για… θα πάμε στο βουνό –στο βουνό είμαστε, στο βουνό πάμε… στο πιο βουνό-, πάμε στο πιο ψηλό βουνό, να κάνουμε επαφή με U.F.O., με U.F.O.». Εγώ τρελαμένος, εγώ εντάξει, πολύ καλά. Sleeping bag όλοι, πήγαμε σε ένα σημείο που ήταν πάρα πολύ ωραίο, ήταν μια… ένας χώρος πλατύς έτσι, και εκεί κάτσαμε όλη την ημέρα, όλη τη νύχτα! Πήγαμε γύρω στις 23:00 και φύγαμε στις 06:00 η ώρα το πρωί. Είμαστε καμιά δεκαπενταριά-είκοσι σε κύκλο, sleeping bag, ο καθένας στον εαυτό του, και κοιτάγαμε τον ουρανό. Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω αυτό! Δεν κοιμήθηκα ούτε μία στιγμή από τις 23:00 μέχρι τις 07:00 το πρωί, έχοντας τα μάτια μου στον ουρανό. Δεν είδα κάτι, για να πω την αλήθεια, όμως αυτό… Μόλις πήγα στη σκηνή και έκλεισα τα μάτια μου… Να το πω, να μην το πω; Να το πω. Βγήκα απ' τον εαυτό μου, έτσι; Και βγήκα στο αστρικό. Είχα μια εμπειρία τέτοιου τύπου. Δευτερόλεπτα, μη φανταστείς κάτι, όμως ήταν μία… είχα τον ουρανό στο… εδώ. Όλη τη νύχτα, έτσι; Όλη τη νύχτα είχα τον ουρανό εδώ και το πρωί ακόμα μέχρι κι έτσι αργά το μεσημέρι είχα όλο αυτό πράγμα εδώ πέρα, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Χωρίς να είμαι πουθενά αλλού. Ήταν μια τρομαχτική εμπειρία για μένα αυτή. Αυτά με κάνανε να μπορώ να έχω δύναμη, να πάω παραπέρα. Η δουλειά πάντα ήταν… η δουλειά μου ήταν αυτή, έτσι, με το υποδηματοποιείο, το οποίο εκείνη την εποχή το είχα ψιλοαφήσει με όλα αυτά τα πράγματα, αλλά όχι, δεν το… δεν ήτανε και τόσο τραγικό, ας πούμε, για μένα. Όσο περνάν τα χρόνια, επειδή κάναμε επισκευές μόνο, δεν κάναμε κατασκευές μέχρι εκείνα τα χρόνια, -έτσι;- αυτό έφθινε. Έφθινε, κάθε χρόνο έφθινε. Είμαι στους Αμπελόκηπους σε ένα μικρό μαγαζάκι, έχω αγοράσει έναν μπαγλαμά, παίζω λίγο μπαγλαμά, όσο μπορούσα να καταλάβω μόνος μου και τα λοιπά, και έκανα και μερικά μαθήματα, και αναρωτιέμαι αν αύριο θα ‘χω ψωμί να φάω, έτσι όπως πήγαινε το πράγμα. Λέω: «Δεν γίνεται». Κάθε χρόνο πήγαινε και όλο και λιγότερο το μεροκάματο. Δεν με ένοιαζε να γίνω φτωχός! Με ένοιαζε αν θα μπορώ να αντεπεξέλθω σε όλα αυτά τα χρέη που μπορούσα να έχω ή που θα μπορούσα… που είχαν δημιουργηθεί όλα τα χρόνια, για να μπορέσω να πάω, να είμαι αξιοπρεπής, να μην ψάχνω στον δρόμο να βρω κάτι. Αποφασίζω, λοιπόν, να αλλάξω συνοικία. Τότε γνωρίζω και μια κοπελιά. Μέσα στο κέντρο ήμασταν. Ωραία. Με την κοπελιά παντρευόμαστε. Πολύ ωραία! Η κοπελιά ήταν και πλούσια! Δεν το ήξερα! Το έμαθα, όταν κάναμε φορολογική δήλωση! Της -άκου το πιο γελοίο- της λέω: «Κοίτα να δεις… Τι έγινε εδώ πέρα; Μου γέμισες τη φορολογική δήλωση ακίνητα;». Δεν ήξερα τίποτα από όλα αυτά. Ούτε είχα σκοπό να φάω κανενός πράγματα και τα λοιπά, έτσι; Όλα καλά, κάναμε και ένα παιδί. Έχω το δεύτερο παιδί μου, ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι στο Πανεπιστήμιο στην Ξάνθη. Είναι -πώς το λένε;- μηχανικός περιβάλλοντος, έτσι; Και τελειώνει, παίρνει πτυχίο τον Φεβρουάριο. Είναι πάρα πολύ καλό παιδί. Ναι. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση μεγάλη. Και στοίχημα να είχα βάλει με τη φύση, έκανα δύο παιδιά με δύο διαφορετικές γυναίκες και έβγαλα δύο Λέοντες! Και είμαι κι εγώ Λέων! Αυτό ήτανε το πιο τρομερό πράγμα που έχει γίνει στον κόσμο. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό. Εν πάση περιπτώσει, oκέι, είμαι πολύ ευχαριστημένος με τα παιδιά μου. Και με τα δύο. Ναι. Και σαν άλλη μια παρένθεση μπορώ να πω, η κόρη μου, όταν γύρισε από τον… Έβγαλε κι αυτή πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Γύρισε και μετά ήθελε να μιλήσει με τον πατέρα της. Έκανα ό,τι μπορούσα, για να συναντηθούμε. Συναντηθήκαμε καμιά δεκαριά-είκοσι φορές. Τα είπαμε όλα χωρίς φόβο και πάθος, γιατί τελικά αυτά γίνανε, δεν γίνανε κάποια άλλα. Έπρεπε να μην κρύψουμε τίποτα. Εγώ προσπαθώ, εγώ προπαντός, και τελικά νομίζω ότι έχω μια πολύ καλύτερη σχέση και με αυτήν, ακόμα και τώρα που έχει δυο παιδιά και που ταλαιπωρείται και που έχει… και που είναι μόνη της και τα λοιπά και τα λοιπά. Εν πάση περιπτώσει. Αυτά. Ναι. Όταν πια παντρεύτηκα με τον… με την κοπέλα και ναι. Τότε πήγαμε να ζήσουμε στο Παγκράτι. Εγώ είχα το μαγαζάκι, εκείνο με το μπουζουκάκι που σου είπα, απέναντι από τη σχολή εκείνη. Λοιπόν, πάω στο Παγκράτι λοιπόν και λέω: «Τώρα θα πάω σε ένα… στο σπίτι της, αφού το φτιάξαμε». Έβαλα και μερικά λεφτά και το φτιάξαμε το σπίτι. Είχε ένα διώροφο στο Παγκράτι σε μια… σε ένα πολύ μικρό στενό, και εκεί έκανα μια διαφήμιση σε ένα περιοδικό ότι φτιάχνω ορθοπεδικά παπούτσια, γιατί τότε είχα ασχοληθεί και με τα ορθοπεδικά. Ήθελα να μπορώ να βοηθήσω και τον κόσμο και να βρω κι εγώ μια διέξοδο σε μένα! Είχα μάθει πάρα πολλά πράγματα από τα ορθοπεδικά, γιατί μέσα στον χρόνο, φτιάχνοντας διάφορα πράγματα και με την ιδέα που έχω και με τον ανοιχτό νου, αν θέλεις, μπορούσα να φτιάξω κάποια ορθοπεδικά. Πήγαινα και σε κάποιες εταιρείες και τους έδινα ορθοπεδικά παπούτσια έτοιμα, για να έχουνε και να φτιάχνουνε, και έτσι προσπαθούσα να επιβιώσω. Και ήρθε κόσμος εκεί από τη διαφήμιση και τα λοιπά και τα λοιπά, αλλά δεν ήταν αυτό που θα περίμενα να γίνει σε ένα μικρό στενό στο Παγκράτι, έτσι; Λοιπόν… Όμως, το πάλεψα εκεί πέρα όσο γινότανε. Μετά έρχεται το διαζύγιο, όμως. Δεν μπορούσες να μείνεις εκεί. Δεύτερη φορά. Καλύτερη από την πρώτη, γιατί είχαμε συνηθίσει, ας πούμε. Άμα δεν μπορείς να ζήσεις όμως με έναν άνθρωπο, νομίζω ότι τελικά είναι το καλύτερο να μπορεί κάποιος να κάνει… να μπορεί να ξεμακραίνει, χωρίς να επιβαρύνει τους πίσω, γιατί αυτήν τη φορά, βλέποντας από την πρώτη φορά που δεν είχα σχέση με την κόρη μου, γιατί και εκείνη δεν ήθελε, τώρα το… με τον πιτσιρικά πήγα λίγο πιο πέρα, ας πούμε, στη… στο Παγκράτι, και μέσα στο μαγαζί έπαιρνα τον πιτσιρικά στις... Πήγαινε στον παιδικό σταθμό. Το πρωί τον πήγαινε η μαμά του και το μεσημέρι τον έπαιρνα στις 15:00 η ώρα εγώ και της τον έδινα 18:00 η ώρα φαγωμένο και τακτοποιημένο μέσα στο μαγαζί. Άλλος ένας που γεννήθηκε μέσα, που… πώς πλάστηκε, ας πούμε, μέσα στο μαγαζί, ας πούμε, μέσα στο υποδηματοποιείο. Έτσι με τα… με τις αψιμαχίες μας και τα τέτοια μας, αλλά πραγματικά ήθελα να τον έχω εκεί, για να μπορώ να μην είμαι μακριά του. Ευτυχώς αυτός δεν έχει πρόβλημα και, όταν γινόταν κάτι, και μεγαλώνοντας που ήταν το παιδί, που ερχόταν κι εδώ, ας πούμε, και μου έλεγε: «Μπαμπά -ξέρω ‘γω-, με τη μάνα μου έτσι κι αλλιώς». «Ρε συ -του λέω-, αφού εκεί μένεις. Αφού εκεί μένεις. Τι θέλει η μάνα σου; Να στρώσεις το κρεβάτι; Στρώσ’ το. Άσ’ τηνε! Δεν είναι ότι δεν σε αγαπάει. Προσπαθεί και εκείνη με τον τρόπο της, έτσι έχει μάθει, ας πούμε». Και όντως έτσι έγινε. Και δεν είχαν πολύ μεγάλες προστριβές, γιατί τελικά, άμα… «Δεν μπορώ να σε πάρω εγώ. Και να σε πάρω εγώ, τι γίνεται τώρα; Τι θα γίνει; Τι θα αλλάξει, ας πούμε; Και να σε πάρω, τι θα αλλάξει; Δεν θα έχεις τη μαμά σου. Πήγαινε εκεί πέρα. Εγώ εδώ είμαι. Ό,τι θέλεις, εδώ πέρα είμαι. Και με εκείνη δεν έχεις προστριβές μεγάλες, δεν σου κάνει κάτι, δεν σε...». Στο Παγκράτι, που λες, άνοιξα εκείνο το μαγαζί και όντως μετά από την… από τότε που ήμουν στο διαμέρισμα εκείνο, στο ισόγειο του διαμερίσματος εκείνου, είχα μια δουλίτσα που μπορούσα να βγάλω τα λεφτά μου, για να μπορέσω να ζήσω και το παιδί μου και μένα και τα λοιπά και τα λοιπά. Και όλα αυτά ευτυχώς, εγώ είχα ένα σπίτι στα… μου είχε αφήσει ο πατέρας μου στα Άνω Λιόσια και μπορούσα και πήγαινα εκεί και έμενα και ήταν και η μητέρα μου, γιατί και εκείνη πέθανε ο πατέρας μου, η μάνα μου ξαναπαντρεύτηκε και έφυγε στη Μακεδονία, και μετά γύρισε, γιατί τελικά πέθανε και ο δεύτερος άντρας της, ας πούμε, και έμενε στο σπίτι μου. Ναι. Ώσπου της λέω… Μου λέει μία να μου πληρώσει νοίκι η μάνα μου. «Τι λες; Θα σε πλακώσω στο ξύλο -της λέω-; Tι είναι αυτά που λες; Κάτσε εκεί πέρα, και αφού στο τέλος θα μου φτιάχνεις και ένα πιάτο φαΐ. Να σε πληρώσω κιόλας; Αλλά να με πληρώσεις κιόλας; Δεν γίνεται αυτό το πράγμα». Τέλος πάντων, και η μητέρα μου καλά είναι, ενενήντα ένα είναι. Ναι. Αυτήν τη στιγμή δυστυχώς δεν μπορεί να επιβιώσει μόνη της. Την έχω βάλει σε ένα γηροκομείο. Οπότε, λοιπόν, μένοντας στο Παγκράτι, μπορούσα να αξιοποιήσω όλη μου τη ζωντάνια που είχα, τέλος πάντων, για να μπορώ να ζήσω. Kαι πράγματι ήταν πολύ καλά, ώσπου έρχε[00:20:00]ται το… Ώσπου έρχεται… Α, ναι, ωραία. Ο πιτσιρικάς που σου έλεγα είναι… πόσο είναι; Εννιά; Οχτώ; Κάπου εκεί. Και σε μια στιγμή θέλω να του φτιάξω έναν αετό, γιατί τα χέρια μου πιάνουν γενικότερα. Έφτιαχνα αετούς εγώ και είχα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο! Λοιπόν και πηγαίνω σε ένα βιβλιοπωλείο. Θέλω… Είχα πάει σε έναν μαραγκό, μου είχε φτιάξει τις τρεις μοάνες, τα τρία ξύλα, έτσι; Kαι ήθελα να πάω σε ένα βιβλιοπωλείο, να πάρω κόλλες, αυτές τις… πώς τις λένε; Aυτές τις κόλλες, που… διάφορα χρώματα, για να μπορώ να του τακτοποιήσω, να του φτιάξω έναν αετό. Μπαίνουμε μέσα και οι δύο. Άρχισε να ψάχνει αυτός διάφορα τετράδια και τέτοια, και εγώ κοιτάω σε ένα μέρος εκεί κάτω και βλέπω ένα περιοδικό. Το παίρνω στα χέρια μου. Ήταν περιοδικό τάνγκο. «Α -λέω-, δεν είμαστε καλά! Τι είν’ τούτο;». Του λέω αυτουνού: «Πόσο κάνει;». Μου λέει: «Για πέταμα το έχω!». Το παίρνω λοιπόν και βλέπω μια διαφήμιση μέσα,ότι το τάνγκο… ο τάδε, ας πούμε, στην… στο Μοναστηράκι. Αργεντίνικο όνομα και τα λοιπά. Λέω: «Φύγαμε, πάμε να μάθουμε τάνγκο». Έτσι, μου την έδωσε εκείνη την ώρα δηλαδή. Ωραία! Μετά από δυο- τρεις μέρες... Α, όχι, δεν έγινε έτσι. Ναι… Δεν έγινε έτσι. Στο… Λέω: «Πού θα πάω; Αφού έχω μαγαζί εδώ στο Παγκράτι. Θα πάω εκεί πέρα στη σχολή που είναι στο…». Αυτή η σχολή ήταν στο Μοναστηράκι, αλλά εγώ… «Αφού -λέω- έχει και στο Παγκράτι. Γιατί να μην πάω στο Παγκράτι; Που είναι και κοντά μου, που είναι δίπλα μου, ας πούμε, τέλος πάντων, για να έχω χρόνο να πάω». Πήγα ένα απόγευμα. Μπαίνω σε μια τάξη μέσα που είχε προχωρήσει. Ήτανε Νοέμβριος κι εγώ… αυτοί είχαν αρχίσει απ' τον Σεπτέμβριο να κάνουν μαθήματα. Δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τίποτα. Του λέω αυτουνού: «Δεν μπορώ να παρακολουθήσω -του λέω-, αυτοί είναι προχωρημένοι». «Καλά -μου λέει-, θα κάνεις μερικά μαθήματα μόνη σου… μόνος σου με κάποιον εδώ, θα του δώσεις κάποια λεφτά και θα προχωρήσεις να μπεις μέσα». Τέλος πάντων, κάνω τρία-τέσσερα μαθήματα. Κάναμε με έναν δάσκαλο μάθημα λοιπόν και πηγαίνω πάλι στην τάξη. Άρχισαν να μου λένε: «Τι ήταν αυτός εδώ; Που… Τι τον φέρατε;», και τέτοια. «Α -λέω-, δεν είμαστε καλά εδώ. Φεύγω -λέω- από δω», και έφυγα και πήγα στο Μοναστηράκι πια, ας πούμε, έχοντας κάποιες ώρες αργά το βράδυ, 21:00 με 22:00 η ώρα, με κάποιους άλλους και τα λοιπά. Kαι άρχισα από εκεί να κάνω μαθήματα. Άρχισα να κάνω μαθήματα από εκεί λοιπόν. Είχα πάει…. Ήταν Νοέμβριος. Πήγα τον Δεκέμβριο εκεί και τον Απρίλιο μου σκάει μία και λέει: «Πάμε Αργεντινή»! Λέω: «Εδώ είσαι! Δεν πας πουθενά!». Χρεωμένος μέχρι τον λαιμό εκείνη την εποχή, γιατί είχα φτιάξει και κάτι σπίτια στα Λιόσια εκεί πάνω και ήμουνα χρεωμένος γενικότερα και στις τράπεζες και τέτοια. Παίρνω ένα μικρό δανειάκι ακόμα, ένα χιλιάρικο, ήταν το εισιτήριο, και κάποια άλλα χρήματα που μπορούσα να έχω, κι άλλα εξακόσια είχα πάρει, ας πούμε, μαζί μου. Λέω: «Θα… Αυτά είναι και τέρμα». Και πάω κάτω εκεί λοιπόν μαζί με άλλους είκοσι που είχαν μαζευτεί. Καλά, ήταν ένα ταξίδι που, αν ήμουνα διαφορετικά, θα έμενα εκεί κάτω, δεν υπήρχε περίπτωση. Τόσο μεγάλη τρέλα με είχε πιάσει που… Απ' το πουθενά δηλαδή αυτό το πράγμα. Ακόμα και τη… ακόμη και η γλώσσα, ακόμη και οι άνθρωποι που ήταν εκεί, για μένα ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Το χαμόγελο που δείχνανε, όταν ακούγανε ότι είμαστε Έλληνες, ήταν τρομερό δηλαδή! Είχαμε πάρα πολύ καλή επαφή εκεί με τους ανθρώπους. Γενικά, δεν είχαμε πρόβλημα ούτε με τη γλώσσα ούτε με τίποτα, έτσι, και εκεί κάτω… Καλά… Θα σου πω ένα άλλο τρελό που… Επειδή είμαι τρελό άνθρωπο… τρελό άτομο, δεν είμαι στα καλά μου ώρες ώρες, φεύγοντας για την Αργεντινή λοιπόν, τι σκαρφίζομαι; Πηγαίνω να πάρω ξυραφάκια, να έχω μαζί μου, ας πούμε, έτσι; Τότε ήμουν… Ξυριζόμουν. Ναι. Κοίταγα στο σούπερ μάρκετ και λέω: «Στην Αργεντινή θα πάμε -λέω-, εκεί έχει Έλληνες. Όποιον Έλληνα πρωτοδώ, θα του δώσω ένα δώρο. Τι δώρο θα του δώσω; Έναν χαλβά». Ένα κουτί χαλβά τόσο είχα πάρει, ναι. Και όντως πάμε στην Αργεντινή, φιλενάδα, και εκεί γνωρίζω μια κοπέλα Ελληνίδα, που ήταν κι αυτή μαζί μας, η οποία είχε μια ξαδέρφη, η οποία είχε ένα σόι ολόκληρο που μένανε εκεί. Και επειδή γνωριστήκαμε με την κοπέλα στο ταξίδι, ας πούμε, όχι… φιλικά, όχι κάτι άλλο, απλώς μας είπε μια μέρα να πάμε μαζί της. Ωραία, μας πήρε η γυναίκα, μας πήγε βόλτα έξω, μας μιλούσε για τη χώρα της, για το αυτό, για το άλλο, για το έτσι, για το αλλιώς, και όταν γυρίσαμε, της λέω: «Κάτσε εδώ, έχω κάτι να σου δώσω!». Και πήγα και της πήγα έναν χαλβά. Καλά, δεν μπορείς να φανταστείς τώρα… Ένα κομματάκι πραγματάκι τόσο δα πόσο χαρά μπορεί να δώσει σε έναν άνθρωπο και πόσο εσύ ένιωσες κάτι, ας πούμε, με το να δίνεις ένα τόσο μικρό πράγμα σε έναν άνθρωπο που είναι χιλιάδες μίλια μακριά, ας πούμε, για να… Δεν ξέρω, ήταν πολύ μεγάλη στιγμή για μένα αυτή. Ναι. Περάσαμε πολύ καλά στην Αργεντινή. Εννιά νύχτες, ναι. Πηγαίναμε στις μιλόνγκες, πηγαίναμε από εδώ, πηγαίναμε από κει, παντού, έτσι; Δεν ήξερα να χορεύω πολύ καλά, αλλά εντάξει, εγώ πήγαινα και χόρευα, ό,τι μπορούσα. Ναι. Ώσπου γυρνώντας εδώ, άρχιζαν όλοι να μου λένε: «Τι θα κάνεις;» λέει. «Εσύ ξέρω ότι φτιάχνεις παπούτσια. Δεν θα μας φτιάξεις παπούτσια;». Λέω: «Παιδιά, να σας φτιάξω παπούτσια, αλλά περιμένετε κάτι, να δούμε τι γίνεται. Πώς μπορώ να ονομάσω ένα ζευγάρι παπούτσια τάνγκο; Πέστε μου εσείς, για να ξέρω κι εγώ. Να σας βγάλω ένα ζευγάρι παπούτσια και να σας το ονομάσω τάνγκο; Εγώ δεν θέλω, γιατί θα ντρέπομαι. Φέρτε μου παπούτσια παλιά που έχετε αργεντίνικα, να τα δω». Και όντως, κάνα δυο κοπέλες μού φέρανε δύο ζευγάρια. Τα ξεφτίλισα. «Α, έτσι μου είσαστε;». Αφού το ξεφτίλισα. «Ωραία». Επίσης έβλεπα κάθε 04:00 η ώρα το πρωί που πήγαινα στις μιλόνγκες εγώ Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, δεκαπέντε ώρες εγώ χόρευα, ναι… Ήταν ένα πολύ… ήταν μια διέξοδος για μένα πολύ όμορφη, γιατί φεύγοντας από εκεί, δεν ήταν μόνο σεξουαλικώς το θέμα, εντάξει, να πιάσω μια γυναίκα, ή να κάνω, ή να δείξω, που παίζεται μέσα σε όλο αυτό το παιχνίδι, αλλά ήταν μια αίσθηση -πώς το λένε;- προσοχής, ησυχίας και ευεξίας, αν θέλεις, ας πούμε, έτσι; Γιατί πραγματικά πήγαινα στο σπίτι μου και ήμουν με ένα χαμόγελο τόσο και δεν ήξερα γιατί. Μα ήξερα. Γιατί είχε περάσει όλος αυτός ο χρόνος που ήμουνα στον εαυτό μου, που ήμουνα… δεν ήμουνα στο πουθενά. Σεβόμουν αυτό που είχα μπροστά μου, σεβόντουσαν εκείνοι εμένα. Δηλαδή, ήταν κάτι πολύ όμορφο αυτό το πράγμα. Και να μην ξέρεις έναν άνθρωπο -έτσι;- και να τον αγκαλιάζεις για πρώτη φορά, ήτανε κάτι πρωτόγνωρο και πολύ όμορφο στην τελική, και αυτό είναι το τάνγκο που τελικά μαγεύει τον κόσμο. Εγώ έτσι πιστεύω. Ναι. Είναι αυτό το πράγμα που… η ενέργεια που μεταδίδεται απ' τον έναν στον άλλον και που δεν καταλαβαίνει γιατί και πώς, και που είναι ευχαριστημένος. Γιατί, εντωμεταξύ, αλλού του πάει, αλλού δεν του πάει, κι εκεί πάλι φαίνεται, γιατί στον επόμενο χορό δεν πας να τον πάρεις. Ή στον παραπάνω ή στον έτσι, ενώ μια άλλη κοπέλα που τελικά έχεις έρθει κοντά, ψυχολογικά, αν θέλεις, ή ενεργειακά μάλλον καλύτερα, τότε πραγματικά πας να την ξαναζητήσεις να χορέψεις, γιατί σου αρέσει να το κάνεις αυτό. Μέσα σε αυτό το ταξίδι, γνώρισα μια άλλη γυναίκα. Ναι. Με αυτή που είμαι τώρα. Είμαστε μαζί αρκετά χρόνια, δεκαεφτά. Η ωραιότερη σχέση που θα μπορούσα να έχω ποτέ, και σε εκείνη το ίδιο, πιστεύω. Εντάξει. Και όχι, νομίζω ότι τελικά τα πράγματα είναι σωστά και έχουμε δημιουργήσει αυτό το πράγμα εδώ. Γιατί εγώ, αρχίζοντας να φτιάχνω τα παπούτσια, γνωρίζοντας και αυτήν, -έτσι;- ήτανε μια εποχή παράξενη και περίεργη. Εκείνη ήταν σε μια… στην τράπεζα της… στην τράπεζα -πώς τη λένε;- την αμερικάνικη, τη Citibank, και ήτανε η εποχή που δίνανε bonus, για να φύγεις. Και πήρε το bonus, για να φύγει, και έφτιαξε ρούχα, από το πουθενά. Τραπεζικός υπάλληλος, έτσι; Αλλά πιάνοντας τα χέρια της πάρα πολύ καλά και φτιάχνοντας φούστες για τέσσερα χρόνια, ενώ είναι στην τράπεζα, για να δει πώς πάει και όλα αυτά, και ξέφυγε από την τράπεζα, παίρνοντας και το… και τα λεφτά της και έτσι. Και αρχίσαμε να μείνουμε μαζί. Οπότε νοικιάσαμε πρώτα ένα κτήριο εδώ πιο πέρα, στο 16, στην ίδια οδό, στο 16, που ήταν το… στο… Ήμασταν σε όροφο, ανέβαινες μια σκάλα επάνω, μια πολύ ωραία σκάλα ξύλινη, ένα νεοκλασικό πάλι είναι, εδώ πέρα από κάτω. Λοιπόν, πάρα πολύ ωραία και εκεί πέρα, έτσι. Όλος ο κόσμος μας αύτωσε, γιατί... Α, ξέχασα να σου πω, ξέχασα να πω ότι τελικά με όλη αυτήν την ιστορία, ξηλώνοντας τα παπούτσια εγώ άρχισα να μπαίνω σε μια κατάσταση, βλέποντας τις γυναίκες 06:00 η ώρα το πρωί, 04:00 η ώρα το πρωί να πονάνε τα πόδια τους, έτσι; Nα πονάνε τα πόδια τους- που ήτανε από τον χορό, και να τα τρίβουν και να τα κάνουν και να… «Έτσι είσαστε;» λέω. «Μαξιλαράκια μού θέλετε». Λοιπόν, ναι, το οποίο… τα αργεντίνικα παπούτσια δεν ήτανε τακτοποιημένα αργεντίνικα. Θα σου πω μετά τι γίνεται, αλλά δεν ξέρω, δεν θέλω να μιλήσω για μάρκες, αλλά θα μιλήσω για κάποιους συγκεκριμένους, να μην… δεν θέλω να αυτό κανέναν, κάποιους συγκεκριμένους που τελικά έχουν… δεν φταίνε αυτοί. Παπούτσια περιπάτου… Στην Αργεντινή υπήρχε μια εταιρεία, δεν θα πούμε το όνομά της, δεν μας νοιάζει, η οποία πουλούσε τα ωραιότερα παπούτσια στον κόσμο, αλλά ήταν παπούτσια περιπάτου, έτσι; Με όλα τα χρώματα, με ένα πάνελ που δεν μπορείς να φανταστείς, και που αυτά τα κάνανε τάνγκο, γιατί ήταν όμορφα. Τα κάνανε τάνγκο, επειδή ήταν όμορφα, έτσι; Και κάποιες άλλες εταιρείες που βάλανε μαξιλαράκι μετά από κάποια χρόνια, βλέποντας ότι τελικά ο κόσμος το θέλει. Να μην τα πολυλογώ, νομίζω επειδή έχουμε φτιάξει ένα πολύ καλό -πώς το λένε;- προϊόν, [00:30:00]όσον αφορά το τάνγκο, γιατί το αισθανόμουν σαν… Θέλω να δώσω στον κόσμο, γιατί, αν δεν δώσεις, δεν μπορείς να πάρεις. Πραγματικά, άμα δεν φτιάξεις κάτι που να αντιπροσωπεύει κάτι, δεν νομίζω ότι είσαι στο σωστό μέρος. Έχω τα καλύτερα λόγια για τα παπούτσια μου. Όχι από μένα, από τους… από τα… από τους ανθρώπους που τα φοράνε, και νομίζω… και είμαι και πάρα πολύ ευχαριστημένος για το προϊόν μου, ας πούμε, έτσι, για αυτό που έχω κάνει. Δόξα τω θεώ! Όλα είναι πάρα πολύ καλά, όσον αφορά το προϊόν μου, έτσι; Και ναι, αυτά... Για το… Πού είχαμε μείνει προηγουμένως; Ότι ναι… Τέλος πάντων, δεν πειράζει. Ναι. Είχαμε μείνει εκεί, ότι είμαστε στο ’16, και που τελικά όλα αυτά τα πράγματα… Εκεί γίνανε όλα αυτά που είπα σε σχέση με τα παπούτσια και εκείνο και το άλλο, γιατί δούλευα σε ένα δωμάτιο. Ήταν ένα εξάρι, πεντάρι ήταν αυτό το διαμέρισμα, και μέσα σε ένα δωμάτιο είχα όλα μου τα πράγματα. Φαντάσου ότι μέχρι κάτω από το κρεβάτι, ας πούμε, υπήρχαν δέρματα. Μέσα στις ντουλάπες υπήρχαν τακούνια, ας πούμε, ή κάτι τέτοιο. Ήταν ένα πολύ μεγάλο βάσανο στο να μπορέσεις να δουλέψεις, ας πούμε, ή να έχεις χρόνο, για να πας να μαζέψεις αυτά τα πράγματα, για να τα κάνεις αυτά. Ναι. Μέσα σε αυτόν τον χρόνο βρήκα και έναν άνθρωπο και δούλευε μαζί μου, γιατί δεν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω μόνος μου κάποια στιγμή. Ναι. Και εντάξει, ήταν όλα πάρα πολύ ωραία! Περνώντας κάθε μέρα αυτόν τον δρόμο εδώ, -έτσι;- έβλεπα αυτή την αυλή κάτω. Έχω μια αυλή κάτω. Η αυλή, η οποία ήταν σε μαύρο χάλι, ήταν παρατημένη χρόνια. Και λέω: «Αυτή η αυλή μέσα στο… κάτω από την Ακρόπολη, ποιανού είναι, ρε παιδί μου; Υπάρχει τίποτα, κανένα τηλέφωνο να βρούμε τίποτα και τα λοιπά;» λέω στην Ευρυδίκη. Μου λέει: «Να κοιτάξουμε. Μ’ αρέσει και μένα» μου λέει, γιατί κι εκείνη είναι τρελή με τα κτήρια αυτά. Να μην σ’ τα πολυλογώ, περνάμε εδώ τη γωνία, κοιτάμε εδώ, δεν είδαμε τίποτα. Είχε έναν πίνακα όμως απέξω, γιατί ήταν… αυτό το κτήριο το είχανε… το είχε κάποιος και έκανε αγγλικά και μετά ήτανε -πώς το λένε;- φροντιστήριο. Φροντιστήριο… Μαθηματικά, ξέρω ‘γω, ελληνικά, και τέτοια. Και υπήρχε μια μικρή ταμπελίτσα. Βρήκαμε ένα τηλέφωνο. Εκεί επί τόπου παίρνουμε… παίρνει τηλέφωνο η Ευρυδίκη και βρίσκει τον ιδιοκτήτη. Του λέει: «Κύριε τάδε, το σπίτι σας αυτό που είναι εκεί και έτσι… Αγαπάμε πολύ τα νεοκλασικά, κι εκείνο και τ’ άλλο». «Δεν είναι πολύ τακτοποιημένο -της λέει-, αλλά θα σας στείλω έναν άνθρωπο να το δείτε». Και έστειλε τον άντρα της αδερφής του. Μην σ’ τα πολυλογώ, είκοσι τέσσερις ώρες πήραμε το σπίτι. Ήταν κι αυτό να μείνει σε εμάς δηλαδή, τόσο πολύ. Ναι. Και του κάναμε μια συμφωνία, γιατί αυτό το σπίτι είναι… δεν είναι μόνο αυτό που βλέπεις. Έχει αυλή κάτω και έχει και δύο διαμερίσματα από κάτω. Το ένα διαμέρισμα το έχω φτιάξει για τη δουλειά μου, -έτσι;- και το άλλο είναι ένας χώρος που τελικά τον έχουμε έτσι για αποθήκη, και είναι πάρα πολύ ωραία. Δηλαδή εντάξει, είναι ένας χώρος που μπορείς να ζήσεις και να είσαι… και να κάνεις και τη δουλειά σου μαζί. Είναι τρομερό, είναι πάρα πολύ ωραίο. Και έτσι πορευόμαστε. Ναι.
Τις πρώτες ύλες σας από πού τις προμηθεύεστε;
Από την Ελλάδα. Έχουμε, ευτυχώς υπάρχουν εργοστάσια που έχουν δέρματα και όλα τα αξεσουάρ, γιατί στην Ελλάδα υπήρχανε πάρα πολλές βιοτεχνίες, μιλάμε για πενήντα χιλιάδες βιοτεχνίες, μικροί βιοτέχνες στο Μοναστηράκι, οι οποίοι εξαφανίστηκαν, και μιλάμε για μεγάλο αριθμό, έτσι, ανθρώπων που δουλεύαν σε αυτό. Έχουν μεταφερθεί είτε σε εργοστάσια κάποιοι που έχουν μείνει και δεν είναι πολύ μεγάλοι, και αυτά πολύ-πολύ δύσκολα, γιατί πολλά πράγματα έρχονται εισαγωγής πια από Κίνα και από ναι… και από -δεν ξέρω- από διάφορες άλλες χώρες, ναι. Όχι, δεν έχουμε πρόβλημα με τα… Ευτυχώς ακόμα, θα το έλεγα αυτό. Αν και μου έχουν… έχω… έχει… Τώρα με το ίντερνετ που έχουμε και όλα αυτά, κάποιοι με βρήκαν από το… από τη… πού; Από τη Ρουμανία. Και μου στείλαν πάρα πολύ ωραία πράγματα σε δέρματα σε τι… και τέτοια. Κράτησα δυο-τρία, για να τα δω πώς είναι και τα λοιπά, και είμαι πολύ ευχαριστημένος και από εκεί και με τις τιμές τους, και κάναν αντίστοιχα ένα εργοστάσιο που κάνει… που είναι στην Ελλάδα και που θα… που ήταν… που υπάρχει το αντίστοιχό του στη Ρουμανία, ας πούμε, κάπως έτσι, σε μια τέτοια αντίθεση. Αλλά και στην Ελλάδα έχουμε πολύ ωραία πράγματα. Υπάρχουνε κάποιοι που έχουν μείνει, και αυτοί κάνουν εξαγωγές οι περισσότεροι μάλλον. Θα μας κοιτάνε με μισό μάτι αύριο, για να μας δώσουν κάποια δέρματα, ναι, αλλά έχω κι έναν Έλληνα, ο οποίος έχει μείνει, είναι πάρα πολύ μεγάλος, είναι κι αυτός στη σύνταξη έτοιμος, με εργοστάσιο με δέρματα. Μοσχάρια φτιάχνει μόνο αυτός, ενώ οι άλλοι κάνουν και -πώς το λένε;- και γίδα και αρνί, ναι. Αρνιά περισσότερο χρησιμοποιούμε σε εσωτερικού τύπου χώρους. Το -πώς το λένε;- το κατσίκι και το μοσχάρι το χρησιμοποιούμε για πάνω δέρματα. Είναι πιο δυνατά και πιο ανθεκτικά. Ναι. Αυτά.
Μπορείτε να μας περιγράψετε τη διαδικασία-
Ναι-
Κατασκευής ενός παπουτσιού τάνγκο;
Μπορώ, ναι. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από… Κατ’ αρχάς, το βασικό τους σημείο είναι ο πάτος, που θα μπορούσε να στηριχτείς πάνω του, για να φτιάξεις το παπούτσι. Αυτός έχει… είναι από -πώς το λένε;- από χαρτόνι πολύ σκληρό και μπροστά του έχει τουλάχιστον έξι χιλιοστά. Εγώ το έχω κάνει έξι, δεν θέλαν να μου το κάνουνε καν, αλλά το έχω κάνει έξι χιλιοστά, και φοβόμουνα πάλι, για να… Φοβόμουνα για το φάρδος του παπουτσιού. Γιατί όσο τραβάς, για να το φτιάξεις πάνω του, αυτό έχει μία απόκλιση, και φοβόμουν ότι δεν θα κάνει στα πόδια. Αλλά έχω βρει διάφορους τρόπους, για να το κάνω να κάνει! Ναι. Ο πάτος του παπουτσιού είναι το βασικό πράγμα, έτσι; Από κει και πέρα, είναι το τακούνι, να μπορεί να είναι στερεωμένο στη θέση του με μοίρες, με χιλιοστά, για να μπορέσει να σταθεί ένα τακούνι λεπτό, οχτώμιση πόντους, για να κάτσει στο παπούτσι. Αν και δεν το χρειάζεται στο τάνγκο το παπούτσι. Το παπούτσι είναι… Το τακούνι είναι τελείως διακοσμητικό, γιατί πατάνε στα μετατάρσια. Είτε στρίβεις είτε περπατάς προς τα πίσω… Και εδώ είναι το δύσκολο στην… στο τάνγκο, είναι το περπάτημα προς τα πίσω για τη γυναίκα. Αν και η γυναίκα είναι πιο εύκολο, αν αφήσει τον εαυτό της, να μάθει τάνγκο. Αν αφεθεί, να μάθει τάνγκο είναι πολύ πιο εύκολο, γιατί μαθαίνει… τρία πράγματα πρέπει να μάθει μια γυναίκα, για να μπορεί να χορέψει πολύ καλά τάνγκο. Άντε, θα τα πούμε κι αυτά! Μαθαίνει να περπατάει προς τα πίσω, μαθαίνει να κάνει ochos, οχτάρια δηλαδή, και πρέπει να κάνει γύρους. Ο γύρος είναι ένα… μια τεχνική που δεν πρέπει να ξεφύγεις από τον άξονά σου. Ή όχι μόνο από τον άξονά σου, αλλά και βάζοντας άξονα τον άνδρα, κυκλοφορείς γύρω του, χωρίς να ξεφεύγεις, -χωρίς να αυτό- χωρίς να χάνεις την ισορροπία σου. Αυτά τα δύο πράγματα, άμα μάθει μια γυναίκα, χορεύει απίστευτα τάνγκο, έτσι; Το συμπυκνώσαμε τώρα, γιατί αυτά για να τα μάθεις, πρέπει να κάνεις ασκήσεις πολλές και τα λοιπά και τα λοιπά. Γι’ αυτό παίρνει και χρόνο, για να μπορείς να μάθεις. Ένας χρόνος είναι αρκετός για τη γυναίκα. Και για τον άντρα, αν θέλει πραγματικά να δουλέψει πολύ καλά, για να μάθει καλά να χορεύει, ας πούμε. Ναι. Αυτά.
Σήμερα ποιοι έρχονται να αγοράσουν παπούτσια από εσάς;
Έρχονται αυτοί που μαθαίνουν στις σχολές και αυτοί που είναι, -πώς το λένε; Oι…- αυτοί που διδάσκουν τάνγκο. Ναι. Όλος ο κόσμος, πιστεύω, όλος ο κόσμος που μαθαίνει τάνγκο έρχεται να αγοράσει, οι περισσότεροι τέλος πάντων, γιατί δεν έχουμε μονοπώλιο, δεν υπάρχει μονοπώλιο σε κανέναν άνθρωπο ποτέ, αυτό δεν είναι… είναι θέμα προσωπικής και προσωπικής επαφής, ας πούμε, αυτό το πράγμα, γιατί τελικά άλλον τον γουστάρεις, άλλον δεν γουστάρεις. Παίζει και αυτό, ας πούμε, έτσι; Άλλος σε πολιορκεί με κάποιον τρόπο ή σε επαφή, ας πούμε, αν θέλεις, συναίσθημα, δεν ξέρω πώς να το πω. Αλλά οι άνθρωποι δεν πάνε μονόπλευρα ποτέ, δεν πάνε μόνο σε έναν. Έτσι πιστεύω εγώ. Και αυτό λέω, δεν υπάρχει πελάτης για μένα, δεν υπάρχει πελάτης, σε εισαγωγικά ή σε χωρίς εισαγωγικά. Υπάρχει ο άνθρωπος που τελικά εξυπηρετείται από σένα, έτσι; Ναι. Και του κάνεις και αυτό που νομίζεις, και την έκπτωσή του θα μπορούσες, και χωρίς να κολακεύεις κανέναν, για να κάνεις κι εσύ τη δουλειά σου, ας πούμε, έτσι; Δεν κολακεύεις κανέναν πραγματικά, γιατί εγώ είμαι… δεν μ’ αρέσει αυτό το πράγμα, δεν το έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου. Αλλά ο πελάτης είναι… Ο πελάτης έρχεται σε σένα, γιατί είτε έχει ακούσει είτε έρχεται προσωπικά να δει και να πάρει πράγματα από σένα, γιατί κάποιοι άλλοι μπορεί να του έχουν πει, αλλά θέλει και προσωπικά ο ίδιος να αυτώσει, έτσι; Η κυρία που θα έρθει προηγουμένως είναι μια κυρία μεγάλη που θέλει να πάει στον γάμο του παιδιού της και της έχω φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια, γιατί τα πόδια της είναι χάλια, έτσι; Μια και έτυχε αυτό το πράγμα. Λοιπόν, και της κάνω πρόβα. Θα της κάνω πρόβα της γυναίκας σήμερα, έτσι; Τα έχω [00:40:00]ετοιμάσει, απλώς δεν έχω βάλει το τακούνι ακόμα, δεν έχω κολλήσει το τακούνι. Θέλω μια βιδούλα να του βάλω, για να το δοκιμάσει από μέσα, να δούμε αν θέλει να το ανοίξω ή να το κλείσω λίγο, ε; Κάνω και τέτοια πράγματα. Έχω μάθει από τα ορθοπεδικά. Έχω μεγάλη… πώς το λένε; Α! Αυτό που με διακρίνει, αν θέλεις, τουλάχιστον εγώ σαν άνθρωπος, δεν θα πάρω λεφτά από κανέναν, αν δεν του δώσω. Αν δεν βγει αυτό που θέλει να γίνει στον άνθρωπο, δεν θα πάρω λεφτά. Θα το αφήσω στην άκρη. Γιατί πραγματικά αυτό που πρέπει να δώσεις, πρέπει και να πάρει και ο άλλος, έτσι; Αν του δώσεις άλλα αντί άλλων, ή αν δεν έχεις προσέξει, ή αν δεν… χιλιάδες λόγοι, έτσι; Στην ψυχολογία του μπορεί, δεν το θέλει. Μπορείς να φύγεις, δεν είναι αναγκαστικό τίποτα. Δεν έγινε τίποτα, έτσι; Για να είμαστε όλοι καλά. Άμα θες να είσαι τίμιος στη δουλειά σου και σε αυτό που κάνεις, έτσι; Ναι.
Πώς είναι το συναίσθημα να βλέπετε τα παπούτσια σας να φοριούνται σε φεστιβάλ, σε διαγωνισμούς;
Δεν το συζητάω. Όποτε πηγαίνω σε μιλόνγκα, απλώς προσπαθώ να απαριθμήσω πόσα παπούτσια έχω. Όχι από -πώς το λένε;- από ιδιοτέλεια, αν θέλεις, γιατί είμαι ο πρώτος, γιατί εκείνο, αλλά μου αρέσει να τα βλέπω να τα φοράνε, έτσι; Γιατί πραγματικά είναι κάτι πολύ όμορφο να βλέπεις αυτό που φτιάχνεις να το ευχαριστιέται κάποιος άλλος, και πραγματικά πολλές φορές με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: «Τα ευχαριστήθηκα τα παπούτσια σου, μου αρέσουνε πάρα πολύ!». Γιατί φτιάχνω και νύφες, έτσι; Πάρα πολλές, -έτσι;- μέσα στον χρόνο πάρα πολλές! Εντάξει, δεν μπορεί να είναι… Πενήντα-εκατό; Δεν ξέρω πόσες είναι, δεν με νοιάζει κιόλας, αλλά πραγματικά έρχονται και φτιάχνουν ένα ζευγάρι παπούτσια, γιατί θα κάνουν τη μέρα του γάμου τους και μετά θα τα χρησιμοποιήσουν, γιατί χορεύουν τάνγκο, ή δεν χορεύουν τάνγκο, ή θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν και μετά. Αυτό τους λέω: «Θα πάρεις ένα ζευγάρι παπούτσια, δεν θα το πετάξεις, γιατί θα πληρώσεις κάποια λεφτά, και μετά θα μπορείς να το χρησιμοποιείς. Θα το βάλεις, έτσι, να πας έξω, δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά θα μπορείς να το χρησιμοποιήσεις». Και έχω και τέτοιους τύπους ανθρώπων. Ναι. Δεν με νοιάζει να έρθει κάποιος που έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα στο πόδι του. Εγώ θα του το φτιάξω, είτε έχει κότσι είτε δεν έχει εκείνο ή το άλλο ή έτσι, γιατί έχω μάθει να τα φτιάχνω αυτά, ναι. Έχω πολλούς ανθρώπους μέσα στο τάνγκο, και άντρες προπαντός, οι οποίες έχουν εξάμβλωμα στο πόδι τους, έχουν κότσι, ας πούμε. Του φτιάχνω το παπούτσι στα μέτρα τους, για να μπορέσουν να… Γιατί αλλιώς θα πονάει ο άνθρωπος, δεν υπάρχει περίπτωση, δεν θα μπορεί να χορέψει! Δεν έρχεται να το κάνει, γιατί θέλει μόνο ένα ζευγάρι παπούτσια. Θέλει να πάει να χορέψει, έτσι; Ναι. Αυτά.
Και πώς καταλαβαίνετε τι πάει σε ποιον;
Ναι. Το καταλαβαίνω με την… ανάλογα με το στυλ του, και επίσης κατ’ αρχάς, όταν έρχεται κάποιος εδώ να παραγγείλει, ή να -για πρώτη φορά- να φορέσει παπούτσια, απλώς με την… με… ανάλογα με το παρουσιαστικό του, ή μάλλον και αν δω το πόδι του, του δίνω το ανάλογο παπούτσι που θα μπορούσε να του κάνει. Και από πρώτη ματιά, ενώ ήθελε άλλο, μπορεί να πάρει άλλο χρώμα ή άλλο σχέδιο, γιατί τελικά του κάνει καλά στο πόδι του και του καλύπτει είτε την ατέλειά του είτε… ή του είναι καλά, για να του να κρατάει το πόδι. Επίσης, τους λέω: «Να σε στενεύουν λίγο τα παπούτσια, όταν τα πάρεις για πρώτη φορά. Θα ξεχειλώσει το δέρμα και μετά θα το χάσεις. Θα βγεις έξω και θα έχουμε θέμα. Δεν θα μπορείς να χορέψεις». Ναι!
Μπορείτε να μας περιγράψετε εκείνο το ταξίδι στην Αργεντινή;
Μπορώ! Φτιάχτηκες κι εσύ με την Αργεντινή, ε; Καλά, σου μιλάω, πραγματικά, ήταν κάτι απίστευτο! Για μένα ήταν απίστευτο, γιατί τελικά πήγαινα στην άλλη άκρη του κόσμου, έτσι; Ήμουνα σε μια φάση που ήμουνα μόνος μου, που ήμουνα μίζερος, γιατί είχα διάφορα πράγματα τα οποία τρέχανε γύρω μου, -έτσι;- και που και οικονομικά δεν ήμουν καλά. Αφού δανείστηκα λεφτά για να φύγω, έτσι; Αλλά όμως, δεν μπορούσα να πω ότι: «Ξέρεις, δεν πάω σε αυτό το ταξίδι». Δεν γινόταν να μην πάω. Λοιπόν. Φαντάσου ότι μέσα στο αεροπλάνο έβλεπα το monitor -άσε που δεν κοιμήθηκα! Από την έντασή μου δεν κοιμήθηκα καθόλου- και κοίταγα το monitor, το οποίο έδειχνε τη σφαίρα και το αεροπλάνο να πέφτει έτσι, να πηγαίνει στο νότιο ημισφαίριο. Και λέω: «Τι κάνουμε; Πού πάμε;» ας πούμε. Δηλαδή αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο έτσι, ας το πούμε, σοκ, ναι. Α! Το… Ένα άλλο θέμα που… ένα πραγματάκι που θέλω να πω, όσον αφορά το ταξίδι, ήταν το εξής. Φτάσαμε στη Μαδρίτη. Φύγαμε από εδώ και πήγαμε Μαδρίτη. Φτάσαμε στη Μαδρίτη γύρω στις 22:00 η ώρα το βράδυ. Το αεροπλάνο έφευγε 00:00. Γυρίζαμε μέσα στο μεγάλο αεροδρόμιο της Μαδρίτης και ξαφνικά πηγαίνει 23:15 και βλέπουμε ότι πρέπει να -ναι- πρέπει να… κάτι να κάνουμε. Ωραία. «Ποια πύλη είναι, παιδιά;», «Η P τάδε», από ό,τι θυμάμαι. P7, P6, δεν θυμάμαι, κάπου εκεί. «Πού είναι, ρε παιδιά, η P6;» Πάμε, προχωράμε λιγάκι, και μας δείχνει να πάρουμε ένα τρένο. Μπαίνουμε στο τρένο, περιμένουμε το τρένο να έρθει. Ερχόταν κάθε δέκα λεπτά. Παίρνουμε το τρένο και πήγαινε το τρένο δεκάλεπτο, πήγαινε το τρένο εικοσάλεπτο, είχε περάσει και η ώρα, πήγε 23:40. Αγωνία, κακό, ιστορίες! Δεν ήμουν μόνος μου. Ήταν και οι υπόλοιποι, ας πούμε, οι οποίοι εντάξει, δεν ξέραμε τι γινότανε. Μην τα πολυλογώ, φτάσαμε 23:56. Μπήκαμε στο αεροπλάνο, τέλος πάντων, εντάξει, όλα καλά. Μας είχε φύγει η ούγια! Αλλά το άλλο θέμα, μπαίνουμε στο αεροπλάνο από δω, για να πάμε στην, πώς τη λένε, στη Μαδρίτη, και μέσα στο αεροπλάνο ήταν… Αν το αεροπλάνο παίρνει εκατόν πενήντα επιβάτες π.χ., ήταν εκατόν τριάντα πέντε ήταν -πώς το λένε;- Πορτογάλοι και οι υπόλοιποι είμαστε εμείς που θα πηγαίναμε στην Αργεντινή. Παιδιά, δεν έχω ξανακούσει… «Τι βλάχοι είναι αυτοί;» έλεγα. Το: «Ου, ου, ου» να πηγαίνει σύννεφο. Και να λέω: «Τι διάολο… Τι γλώσσα μιλάνε, ρε παιδιά, αυτοί, ας πούμε, οι άνθρωποι;». Ναι. Και ήταν Πορτογάλοι. Εντάξει, οι άνθρωποι αυτή τη γλώσσα έχουν, αλλά εγώ δεν ήξερα πορτογαλικά. Μπαίνουμε στο αεροπλάνο, που λες. Καλά, χαμός! Εν τω μεταξύ, είχε… λόγω ώρας ήταν… η πτήση ήταν δεκαεφτά. Λέω εγώ ώρες Αργεντινής, φύγαμε 00:00 η ώρα από εδώ και φτάσαμε 07:00 η ώρα το πρωί εκεί. Αλλά η ώρα από εδώ με την ώρα εκείνη καμία σχέση! Ναι! Δεκαεφτά ώρες, έτσι; Μεγάλη υπόθεση, ναι. Ναι. Μέσα στο αεροπλάνο ήταν μια κοπελιά από την Αγγλία, δίπλα μου ακριβώς, μια κοπελιά από την Αγγλία. Αυτή πήγαινε να κάνει διακοπές στην… σε ένα σπίτι, στους… στην Αργεντινή, γιατί ήθελε να κάνει τη γλώσσα; Δεν ξέρω, κάτι τέτοιο, ναι. Α, ναι, ήθελε να μάθει τη γλώσσα. Ναι. Οπότε εντάξει, μιλάγαμε λίγο αγγλικά, τα μισοαγγλικά που ξέρω εγώ, ναι, εκεί πέρα, και: «Εντάξει -λέω-, θα βρεθούμε και σε καμιά μιλόνγκα». Πού να ήξερα εγώ ότι η Αργεντινή ήταν ένα τεράστιο πράγμα! Ναι. Ούτε την ξανάδα ούτε ξαναέγινε κάτι. Ναι. Εντάξει. Και ήταν πολύ ωραία όμως, γιατί και στο ξενοδοχείο ήταν πολύ καλό, και με τριάντα ευρώ, ας πούμε, έτσι, ξενοδοχείο τώρα εκεί πέρα, ας πούμε, σε μια πόλη δεκαεφτά εκατομμύρια είναι η… είναι το Μπουένος Άιρες, ένα τρελό πράγμα! Είχε μια λεωφόρο, η οποία ήταν ενενήντα έξι μέτρα φάρδος. Είχε τέσσερις λουρίδες, δύο λουρίδες από τη μια πλευρά και δύο λουρίδες από την άλλη και στη μέση είχε και -πώς το λένε;- και δέντρα! Τεράστιο. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα, ας πούμε, σε μια κεντρική λεωφόρο, έτσι; Ναι. Εκεί πήγαμε, και γενικά πήγαμε σε ένα πάρκο. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση στο πάρκο αυτό ήταν ότι είχε κάτι τεράστια φυτά με κάτι καρπούς τεράστιους. Μιλάμε για περισσότερο από πεπόνι, ένα… όχι πεπόνι, ένα… δεν ξέρω πώς, ένα… μια αγκαλιά τέτοια τεράστια, ένα λουλούδι, ας πούμε, το οποίο δεν είχε χρώμα, απλώς ήταν πράσινο. Κάτι… δεν θυμάμαι καν τι ήταν αυτά. Και γενικότερα ήταν ένας… θα σου παραστήσω τώρα. Η Αργεντινή είναι στον όγδοο παράλληλο, όπως και η Ελλάδα, αλλά είναι στο νότιο ημισφαίριο. Βέβαια, επειδή για… Το Μπουένος Άιρες λέγεται Μπουένος Άιρες, γιατί βρέχεται από τη μια μεριά από τον Ατλαντικό και από την άλλη μεριά από τον Ειρηνικό. Οπότε ο αέρας που δημιουργούν όλα αυτά τα τέτοια είναι το καλύτερο κλίμα, αν πούμε, έτσι, γι’ αυτό το λένε και Μπουένος Άιρες, ναι. Η… πώς το λένε… Η… Ο καιρός τους είναι παρόμοιος με την Ελλάδα, έτσι; Με… ίσως να έχει κάποιες διαφορές, σε μπουρίνια ή δεν ξέρω τι άλλο, αλλά είναι παρόμοιος, ας πούμε. Είχαμε πάει -πότε είχαμε πάει;- είχαμε πάει Απρίλιο, ήταν θεού χαρά. Μια χαρά.
Ποιας χρονιάς;
Ποιας χρονιάς, ε; Ναι. Ποιας χρονιάς πήγαμε; Πότε πήγα, ρε παιδί μου; Δεν ξέρω. Περίμενε, θα το βρούμε. Πήγα ’90, όχι. 2006; Το 2006, ναι. Ναι. Το 2006 πήγαμε, ναι. Είχαν κι [00:50:00]αυτοί τα προβλήματά τους εκεί κάτω. Γενικότερα, τώρα είναι χειρότερα. Πήγαμε εμείς και είχε ένα ευρώ τριάμισι και τώρα έχει δώδεκα. Ναι. Έχουν περάσει πολύ άσχημα κι αυτοί εκεί κάτω, ναι. Είναι παλαβοί βέβαια, γιατί είναι ένα μείγμα από πολλών φυλών, έτσι; Μου έκανε εντύπωση εκεί κάτω ένας εισπράκτορας λεωφορείου ήταν ή οδηγός λεωφορείου, ο οποίος ήταν κατάξανθος μέχρι εδώ, με χαρακτηριστικά Ινδιάνου. Έπαθα πλάκα. Τετράγωνος, χαρακτηριστικά Ινδιάνου και ξανθός μέχρι εδώ. Να σου παραστήσω τι τους… Γιατί έκανα και -επειδή είμαι τελείως τρελό ως άτομο- έκανα και μια έρευνα το τι γίνεται, τι υπάρχει, τι ήταν η Αργεντινή, έμαθα την ιστορία της σαν… όχι πολύ, αλλά σε πολύ λίγο χρόνο, και προσπάθησα να μάθω και ισπανικά. Και έχω κάνει κάποια μαθήματα, αρκετά μαθήματα, γιατί τελικά, άμα πηγαίνεις σε έναν τόπο, εντάξει, πρέπει να ξέρεις δυο-τρία πράγματα, πέντε, ας πούμε. Οι Αργεντίνοι είναι ένα μείγμα Γάλλων, Ιταλών, Ισπανών και των ντόπιων, έτσι; Όλοι αυτοί αχταρμάς μέσα σε αυτόν τον χώρο. Γιατί; Γιατί στην Αργεντινή κάποιοι τσιφλικάδες τεράστιοι που κρατούσαν το κράτος και όλους του Ινδιάνους που τους είχαν για πέταμα, του πεταματού… Φαντάσου ότι σε βιβλία, παρένθεση τώρα, σε πολύ παλιά βιβλία τους έχουν τους Ινδιάνους… οι Ισπανοί τους είχαν τους Ινδιάνους σαν ζώα, με ένα… με… Έτσι τους περιγράφανε στις… για τους… για την Ευρώπη, ότι ήταν μονόφθαλμοι, ότι ήταν τρελοί, ότι ήταν έτσι, ότι ήταν ζώα! Έτσι; Αυτοί όλοι εκεί κάτω λοιπόν κάποιοι στιγμή λένε, για να φτιάξουν κράτος, γιατί δεν τους άφηναν τους Ινδιάνους, τους είχαν όλους είτε τους καθαρίζαν είτε τους στέλνανε στις Άνδεις, γι’ αυτό έχουν δημιουργηθεί Βολιβίες, ιστορίες και λοιπά, τα υπόλοιπα πράγματα εκεί κάτω… εκεί πέρα, ας πούμε, -έτσι;- και μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη πλατεία που είναι η Αργεντινή… Γιατί είναι ένας τεράστιος χώρος, ναι, εύφορος, μέσα σε αυτές τις κοιλάδες, γιατί και ο ποταμός, ο ένας από τους… Πώς τον λένε τον ποταμό; Παραπόταμοι του Δούναβη είναι όλοι αυτοί και έχουν… έχει έναν ποταμό που χύνεται στο Μπουένος Άιρες μέσα και δημιουργεί και το μεγάλο το τέτοιο. Όλοι αυτοί βγάλαν φιρμάνι λοιπόν και λέγανε στους… στην Ευρώπη: «Θέλουμε ανθρώπους, για να δουλέψουν». Και πηγαίναν κατά χιλιάδες στοιβαγμένοι όλοι σε γκέτο, όπως εδώ, στο Μπουένος Άιρες μέσα, -έτσι;- και φτιάχνοντας λαμαρίνες… με λαμαρίνες σπίτια και ό,τι βρίσκανε. Τα βάφανε με ό,τι χρώμα είχανε, βρίσκαν από τα πλοία ή τα κλέβαν από τα πλοία, και ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλον, και έτσι δημιουργήθηκε όλη αυτή η ιστορία με το Μπουένος Άιρες, που στο τέλος πηγαίνανε… τους πηγαίναν και πουτάνες, για να μπορούν αυτό, κι εκείνα, και τα άλλα, και μέσα σε όλη αυτή την κουλτούρα δημιουργήθηκε και το τάνγκο, μέσα σε όλη αυτό το… σε όλο αυτό το συνονθύλευμα, -πώς το λένε αυτό; Nαι- των ανθρώπων αυτών. Έτσι δημιουργήθηκε όλη αυτή η ιστορία και δικτατορίες, και το ένα και το άλλο. Εκεί κάτω έχει γίνει το έλα να δεις, ας πούμε. Και επίσης, πέρα από αυτούς, υπάρχει και ένα κομμάτι, τους γκαούτσος, οι οποίοι αυτοί είναι βουκόλοι, άλογα, ζώα, αγελάδες, στους τεράστιους χώρους που τελικά έχουνε να τρέφονται, και που ζουν ακόμα με αυτόν τον τρόπο, πουλώντας κρέας, ναι, παγκόσμια. Ναι.
Το πρόγραμμα του ταξιδιού σας τι περιλάμβανε;
Το πρόγραμμα του ταξιδιού ήταν… Περιλάμβανε κάθε βράδυ να πηγαίνουμε σε μιλόνγκα, έτσι; Και να χορεύουμε και μεταξύ μας και με τους υπόλοιπους, και πηγαίναμε σε κάποια εστιατόρια πολύ ωραία και ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Απλώς ήτανε το απόγευμα να βρισκόμαστε, ας πούμε, εκεί στο χολ, αν και όλοι μαζί κάναμε το πρόγραμμα μόνοι μας, ας πούμε περισσότερο. Πηγαίναμε πεζοπορίες το πρωί, για να γνωρίσουμε την πόλη, γυρίζαμε το μεσημέρι, τρώγαμε είτε στο ξενοδοχείο είτε έξω. Έξω περισσότερο, γιατί στο ξενοδοχείο δεν είχε πολύ φαγητό, ήταν ένα ξενοδοχείο ξενοδοχείο μόνο. Και το βράδυ πηγαίναμε στις μιλόνγκες, ναι, όλο αυτό το πράγμα. Ήταν πολύ όμορφα, γιατί τελικά είχε πολύ ωραίους χώρους, όπου σε διάφορα σημεία, γιατί το τάνγκο στην Αργεντινή είναι -δεν ξέρω πόσο- εκατόν πενήντα μιλόνγκες κάθε βράδυ, ας πούμε, μέσα στα δεκαεφτά εκατομμύρια. Αλλά φαντάσου όμως, στην Αργεντινή ο νέος κόσμος δεν χόρευε τάνγκο. Ναι. Και έχω δει μαθητές στην Αργεντινή νέους πολύ λίγους. Ναι.
Μπορείτε να μας βάλετε-
Ναι.
Μέσα στο κλίμα μιας μιλόνγκας στο Μπουένος Άιρες; Τι συμβαίνει;
Ναι. Τι συμβαίνει, τι συμβαίνει. Οκέι. Πηγαίνουν άτομα που θέλουν να χορέψουν και που υπάρχει μια… πώς το λένε; Yπάρχουν κάποιοι νόμοι. «Νόμοι». Όχι, δεν είναι ακριβώς νόμοι, είναι -πώς να το πω;- κάποια… ούτε τρικ. Κάποια βήματα, αν θέλεις. Οι γυναίκες κάθονται σε ένα σημείο και σε ένα άλλο σημείο κάθονται οι άντρες ή ζευγάρια συνήθως δεν πάνε πολύ ή κι αν πάνε, δεν υπάρχει πρόβλημα ακόμα. Όταν κοιτάξεις μια γυναίκα στη μιλόνγκα και της κουνήσεις το κεφάλι, αν το κάνει κι εκείνη, έρχεται προς εσένα, να χορέψεις, χωρίς να μιλήσετε. Αυτό συμβαίνει, γιατί κανείς δεν θέλει να πει όχι σε κάποιον ή κανείς δεν θέλει να φάει τα μούτρα του, αν θέλεις, ας πούμε, έτσι; Αυτό είναι το cabeceo. Το κοίταγμα δηλαδή, cabeceo σημαίνει κοίταγμα. Με αυτόν τον τρόπο συνεννοείσαι και χορεύεις με τον οποιονδήποτε. Αν θες να το δεις σε μιλόνγκες που γίνονται στο εξωτερικό, γίνονται πολύ επιδεικτικά, δηλαδή εγώ φοβάμαι! Βλέπεις γυναίκες, οι οποίες σε κοιτάνε τόσο πολύ που ή που είναι… προφανώς θέλουν να χορέψουν, αλλά είναι και λίγο αντιαισθητικό να σε κυνηγάει κάποιος με το βλέμμα, τέλος πάντων, ναι! Το σκεπτικό είναι αυτό, αυτό που σου είπα προηγουμένως, ότι τελικά σε μια μιλόνγκα, για να είσαι κι εσύ καλά και ο καθένας καλά, έτσι; Γιατί πας να χορέψεις, δεν πας ούτε μαχαίρι να βγάλεις ούτε να θίξεις κανέναν. Έτσι πιστεύω εγώ, ναι, και δεν υπάρχουν, δεν έχουν υπάρξει -πώς το λένε;- παραφωνίες σε μιλόνγκα. Μπορεί να χτυπήσεις κάποιον, γιατί χορεύεις και δεν βλέπεις, ή δεν το προσέχεις, ή κάνεις την κίνηση αυτή και δεν βλέπεις τον άλλον που έρχεται από πίσω σου, έτσι; Γι’ αυτό υπάρχει… Α, θα σου πω μετά. Κι εκεί υπάρχει κάποιος φόβος που μπορεί να χτυπήσεις κάποιον ή να χτυπήσει ένα τακούνι μιας γυναίκας κάποιον άλλον ή κάποια άλλη. Με ένα συγγνώμη μπορείς να λύσεις το θέμα σου, αν χρειαστεί, έτσι; Σίγουρα, άμα χτυπήσεις κάποιον, ζητάς συγγνώμη. Λοιπόν. Αλλά υπάρχει… υπάρχουν όροι, όσον αφορά τον χώρο που χορεύεις, έτσι; Ο χώρος που χορεύεις είναι μια αίθουσα που έχει να κινείσαι από τη δεξιά πλευρά προς τα αριστερά -έτσι;- πάντα, δεν πας… Προσέχεις αν θα πας πίσω, γιατί έχει βήματα το τάνγκο πίσω, όπως είπαμε προηγουμένως, είτε σε άντρα είτε σε γυναίκα, αλλά προσέχεις το τι κάνει και ο διπλανός σου. Σέβεσαι τον χώρο του και σέβεται κι εκείνος τον δικό σου. Δεν πας μέσα, πας δεξιά και στον διάδρομό σου, έτσι; Ατυχήματα δεν υπάρχουν πολλά. Μια φορά χορεύαμε με την Ευρυδίκη μαζί. Η Ευρυδίκη είναι πιο κοντή από μένα. Λοιπόν, φόραγε μια φούστα που μπλέχτηκε το τακούνι της και έκανε βήμα πίσω. Ήταν έτοιμη να μου φύγει από τα χέρια. Έκανα βουτιά και την έπιασα, και συνεχίσαμε να χορεύουμε χωρίς να γίνει κάτι. Συμβαίνουν πράγματα, έτσι; Απλώς είσαι σε εγρήγορση, γιατί οδηγείς και πρέπει να ξέρεις και δίπλα σου και πίσω σου και μπρος σου τι συμβαίνει. Κάνεις μικρότερα βήματα, κάνεις μεγαλύτερα βήματα. Κάνεις… κόβεις στη μέση μια φιγούρα, αν θέλεις, έτσι; Ενώ έχω δώσει να πάω προς τα κει, κινώ το σώμα μου και δεν την αφήνω να το ολοκληρώσει -έτσι;-, γιατί τελικά θα μπορεί να χτυπήσω τον διπλανό μου ή μπορεί να χτυπήσω τον πίσω μου. Μου έχει συμβεί πολλές φορές κάποιος να φεύγει και να πηγαίνει έτσι. Τρελαίνομαι! Παθαίνεις πλάκα, γιατί δεν ξέρεις πού να πας! Kαι από πίσω σου έρχεται κάποιος άλλος, έτσι; Που κι εκείνος τι καταλαβαίνει; Δεν μπορεί να καταλάβει τον μπροστινό μου. Εκεί λίγο ναι, είναι λίγο περίεργα τα πράγματα, αλλά δεν συμβαίνει πολλές φορές, συμβαίνει πολύ ελάχιστα. Και έχω πάει και σε μια μιλόνγκα που ήτανε κατσίκια! Αυτό έγινε στη Θεσσαλονίκη. Λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη πηγαίνουμε ένα βράδυ, για να βάλω παπούτσια σε έναν χώρο. Και επειδή ήταν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αφήνω το αυτοκίνητο γεμάτο με τα παπούτσια που έχω μέσα. Τα είχα αφήσει εκεί και λέω: «Θα… πάμε να δούμε τι γίνεται, πώς θα τα καταφέρουμε εκεί και τα λοιπά». Μπαίνουμε μέσα, είναι μια αίθουσα μακρόστενη, με τραπεζάκια δεξιά κι αριστερά, έχει πολύ μικρό χώρο. Μπαίνουμε μέσα. «Κάτσε να δούμε -λέω με την Ευρυδίκη-, να δούμε τι θα κάνουμε εδώ! Πού θα βάλουμε τα παπούτσια, αν μπορούμε να τα φέρουμε, πώς θα τα φέρουμε;» και τα λοιπά. Καθόμαστε λίγο, αρχίσαμε να βλέπουμε διάφορους, να την πετάει ψηλά, την κατεβάζει κάτω, να κάνει έτσι, να κάνει αλλιώς, να πηδάει στον αέρα. «Ρε πούστη μου, πού μπήκαμε; Αυτό -λέω- δεν είναι μιλόνγκα!». Πήγαμε να χορέψουμε, δεν μπορούσαμε να χορέψουμε. Λέω στην Ευρυδίκη: «Ούτε παπούτσια θα βάλουμε, θα… και θα σηκωθούμε να φύγουμε -λέω- τώρα σε λίγο. Θα πούμε στην κυρία που μας [01:00:00]κάλεσε εδώ πέρα και της είπαμε ότι θα έρθουμε, ότι “Δεν μπορούμε να… Ναι, κάτι μας έτυχε, το αυτοκίνητο δεν είναι καλά, ναι, και δεν μπορούσαμε να έρθουμε”» και τα λοιπά, και πήγαμε, της το είπαμε και σηκωθήκαμε και φύγαμε. Πήγαμε και φάγαμε κάτι ωραίο και πήγαμε για ύπνο! Γιατί πραγματικά δεν μπορούσες να βρεις άκρη! Η μιλόνγκα είναι ένα σύστημα που τελικά, όταν μπαίνεις μέσα, πρέπει να ξέρεις πού πας. Εάν δεν ξέρεις πού πας, γίνεσαι μια παραφωνία μέσα σε ένα σύνολο, γιατί πραγματικά όλοι προσπαθούν με όσο ξέρουν. Δεν με νοιάζει πόσο ξέρεις, δεν με νοιάζει πώς χορεύεις, πόσο καλά χορεύεις ή πόσο κακά χορεύεις, δεν με ενδιαφέρει καθόλου! Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να μην ενοχλείς ή να ενοχλείς τον διπλανό σου, γιατί εδώ δεν είσαι μόνος σου. Και ο χώρος αυτός που, μπαίνοντας στη μιλόνγκα, πραγματικά είναι κάτι διαφορετικό από το να περπατάω. Είναι κάτι διαφορετικό από το να -ξέρω ‘γω- να κάθομαι σπίτι μου και να ξύνομαι, έτσι; Εδώ έχει κι άλλους ανθρώπους. Έχει κι άλλα όντα, τα οποία ήρθανε για τον ίδιον λόγο. Αφού ήρθανε για τον ίδιον λόγο λοιπόν, πρέπει να σεβαστείς τον εαυτό σου πρώτα και μετά τους υπόλοιπους. Αν είσαι παραφωνία, θα σε χέσουνε, δεν υπάρχει περίπτωση να τη γλιτώσεις, γιατί πραγματικά θα κάνεις κακό σε όλο αυτό το πράγμα, έτσι; Και εγώ θεωρώ ότι είναι ένας ιερός χώρος που πάει κάποιος, και ο χορός -πέρα από το σεξουαλικό και το έτσι και το αλλιώς- είναι μια διάσταση που σε αφήνει να… που σε αφήνει να μπεις μέσα σου, να μείνεις μέσα σου, γιατί αλλιώς, άμα δεν μείνεις μέσα σου, δεν μπορείς να χορέψεις. Άμα δεν είσαι εκεί, δεν μπορείς να χορέψεις. Άμα δεν ξέρεις τι θα κάνεις στην επόμενη κίνηση, άμα δεν προβλέψεις, κι αυτά δεν είναι μηχανάκι! Γίνονται, γιατί έχεις στρατηγική ο ίδιος, έτσι; Ο ένας… ο καθένας έχει φτιάξει μια στρατηγική, τουλάχιστον οι άντρες, οι οποίοι πρέπει να σεβαστούν αυτό το πράγμα, έτσι; Οι γυναίκες αφήνονται και καλά κάνουνε, γιατί τελικά χορεύεις, έτσι, πολύ άνετα. Αυτό.
Σήμερα πώς νιώθετε κάθε πρωί, όταν έρχεστε στη δουλειά σας;
Κατ’ αρχάς, νιώθω πάρα πολύ ωραία, γιατί μου αρέσει αυτό που κάνω, έτσι; Το να κάνει ένας άνθρωπος αυτό που αρέσει πάρα πολύ, είναι ό,τι καλύτερο για τον ίδιον, γιατί πραγματικά δεν έχει πιέσεις από μέσα του. Φαντάζεσαι να πηγαίνεις στη δουλειά και να μην έχεις προοπτική; Μου έχει ζήσει. Μου έχει… το έχω ζήσει, γιατί έχω ασχοληθεί και με άλλα πράγματα. Έχω ασχοληθεί και με υγιεινά καταστήματα στο παρελθόν, τα οποία εντάξει, ήτανε μια περίοδος της ζωής, που τελικά… Είμαι υγιεινιστής από μόνος μου, από τότε που γεννήθηκα, και ήθελα να το συνεχίσω, για να το δείξω και σε άλλους ανθρώπους, αλλά έβλεπα ότι όλο αυτό το σύστημα μού έτρωγε πάρα πολλή από την ενέργειά μου και δεν μου πήγαινε δηλαδή, πέρα από το… Δεν μπορούσες να έχεις ένα οικονομικό όφελος, για να μπορείς να ζήσεις με αυτό το πράγμα, γι’ αυτό. Ναι. Αλλά στη δουλειά μου πηγαίνω πάρα πολύ χαλαρός και πάρα πολύ αυτός, γιατί τα έχω όλα οργανώσει. Εμπιστεύομαι τους ανθρώπους μετά από χρόνια, γιατί δεν εμπιστευόμουν κανέναν. Νόμιζα ότι δεν μπορεί να τα κάνει άλλος αυτά που κάνω εγώ. Αλλά από τότε που πήρα έναν άνθρωπο και δουλεύει μαζί μου… Δούλευε μαζί μου, δυστυχώς πέθανε, ναι, αρρώστησε πολύ και πέθανε, και ήταν και μικρός, σαράντα… πενήντα οχτώ χρονών. Ναι, τέλος πάντων- από τότε που είδα ότι μπορώ με κάποιους ανθρώπους να συνεργάζομαι και να τους δίνω δουλειά… Γιατί είμαι και εβδομήντα δύο, δεν μπορώ να δουλεύω πια όπως δούλευα κάποτε, και αυτό το ανακάλυψα ευτυχώς δέκα χρόνια πριν, για να μπορώ να είμαι καλά και τώρα. Kαι όντως κάτω κάποιος δουλεύει τώρα, ας πούμε, ήρθε πριν από λίγο και δουλεύει κι εκείνος να πάρει το μεροκάματό του, κι εγώ να κάνω τη δουλειά μου. Αυτά. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη δουλειά μου, πραγματικά, γιατί αυτό το κομμάτι ήταν το όνειρό μου χωρίς να το ξέρω. Και ήρθε και έδεσε με το τάνγκο. Δεν ξέρω πώς γίνονται μαγικά τα πράγματα κάποιες φορές στη ζωή μας, αρκεί να πάρουμε τις ευκαιρίες. Γιατί θα μπορούσα να πω ότι: «Δεν με νοιάζει εμένα τώρα εσείς. Εγώ είμαι εξήντα χρονών τώρα. Θα σου φτιάξω παπούτσια τάνγκο;». Πέταξα από τη χαρά μου, έτσι; Στα πενήντα οχτώ-πενήντα εννιά, ας πούμε. Πέταξα απ’ τη χαρά μου, όταν έβλεπα ότι μπορώ να φτιάξω κάποια πράγματα για κάποιον κόσμο. Και τώρα έχω φτιάξει… οτιδήποτε πέσει στην αντίληψή μου… Πριν από λίγο καιρό έφτιαξα κάτι… ή μου λέει κάποιος: «Έλα να δεις, ρε, στο ίντερνετ. Οι Αργεντίνοι κάνουν κάτι μποτάκια -λέει- που δεν είναι μποτάκια και που τα φτιάχνουν έτσι κι έτσι». Μου το δείχνει. Σε δύο μέρες είχα φτιάξει αυτά τα παπούτσια. Ναι. Γιατί απλά μπορώ. Δεν υπάρχει τίποτα, δεν μπορείς να μου δείξεις ένα ζευγάρι… Τώρα πολύ εξεζητημένα που θα μπορούσαν να έχουν διάφορα εργαλεία που δεν θα μπορώ να το κάνω εγώ στο χέρι, ναι. Αυτό. Αλλά κάποια πράγματα που είναι συμβατικά και μπορώ, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το κάνω. Είτε σε σχεδιασμό… Γιατί εδώ είναι το πρόβλημα, ότι τα παπούτσια δεν τα δίνω σε κάποιον να μου τα σχεδιάσει. Δεν δίνω σε κάποιον δουλειά, για να μου φτιάξει ένα όνειρο. Προχτές μου έδειχνε η Ευρυδίκη, εχτές, -άκου τώρα- μου έδειχνε η Ευρυδίκη εχτές ένα φόρεμα, το οποίο είναι -κάτσε, ναι- το οποίο είναι στον λαιμό έτσι, έτσι, και από την άλλη έτσι κι έτσι, κι έχει εδώ έναν κύκλο εδώ -έτσι;- με δύο λουριά αρκετά φαρδιά εδώ, στον λαιμό αυτό -έτσι;- φαρδιά τα λουριά εδώ, και μετά κατεβαίνει κάτω σαν φόρεμα, δεν ξέρω πώς κατεβαίνει. «Α -λέω- θα το κάνω παπούτσι αυτό». Μου λέει: «Πώς;». «Θα αφήσω τα λουριά -λέω- αυτά εδώ έτσι όπως είναι, θα γίνουν… θα κάνω τον κύκλο εδώ ανάμεσά τους, και από κάτω θα το κάνω έτσι και θα τα ενώσω και θα γίνει παπούτσι». Από το πουθενά, έτσι; Ή οτιδήποτε θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο, και όπως και στα φορέματα. Της λέω, ξέρεις, καμιά φορά αυτό το πράγμα: «Βάλε μια γραμμή εκεί, να δεις, ας πούμε, πόσο ωραίο είναι». Και αυτά είναι πράγματα που σου βγαίνουνε, γιατί έχεις φτιάξει αρκετά, εγώ θεωρώ, και από εκεί και πέρα σου έρχονται ιδέες. Δεν υπάρχει περίπτωση να μου δείξεις κάτι που να μην μπορώ να το κάνω, ας πούμε. Κάπως έτσι.
Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να συμπληρώσετε;
Νομίζω ότι τα ‘πα όλα! Όχι, εντάξει είμαι, μια χαρά. Δηλαδή, είμαι ευχαριστημένος από… Θα μπορούσα να πω ότι η μισή ζωή μου ήταν κάπως και η άλλη μισή μου ήταν “ω, ου”, ας πούμε. Γιατί πραγματικά νομίζω ότι είναι θέμα εμπειρίας και θέμα το τι έχεις μέσα σου, το τι έχεις το… ναι, πώς έχεις τακτοποιήσει μέσα σου τη ζωή σου, έτσι; Γιατί όλοι μας μας συμβαίνουν πράγματα, σε όλους συμβαίνουν πράγματα, που κάποια στιγμή τα αναθεωρείς, και είναι όμορφο να αναθεωρείς πράγματα, γιατί όταν αναθεωρείς, βρίσκεις και την αιτία, έτσι; Και έτσι προχωράς με την αιτία πια, ας πούμε. Ή βρίσκεις κι άλλη αιτία παραπέρα, που κι αυτή μπορείς να την αναθεωρήσεις και να… Γιατί ο άνθρωπος πρέπει… δεν μπορεί να βλέπει μονόπλευρα. Πρέπει να είναι… να έχει μια… ένα περιθώριο στη ζωή του, για να βλέπει γύρω-γύρω, έτσι; Άμα βλέπεις μονόπλευρα, βλέπεις ένα πράγμα! Άμα έβλεπα και από εκεί, μπορεί να δω κάτι άλλο. Στη γωνία όμως υπάρχει και κάτι άλλο, και πάντα υπάρχει κάτι άλλο, εγώ πιστεύω, που δεν το βλέπεις. Γιατί δεν έχει έρθει η ώρα; Γιατί δεν έχεις εσύ την αίσθηση να το δεις; Γιατί δεν σου ‘κανε κλικ; Και ξαφνικά πολλά πράγματα μπορούν να σου κάνουν κλικ και να τα αφήσεις. Εγώ, όταν μου κάνανε κλικ τα… δεν με ένοιαζε τίποτα! Πραγματικά, θα μπορούσα να πάω στην Αργεντινή εκείνη την εποχή. Εάν δεν είχα το παιδί μου και τη μάνα μου, δεν υπήρχε περίπτωση, θα ήμουν στην άλλη άκρη του κόσμου και θα έμενα εκεί! Δεν ξέρω τι θα έκανα! Δεν είχα αποφασίσει τι θα κάνω! Αφού, φαντάσου, στην Αργεντινή κάποιος, ο δάσκαλος που μας πήγε εκεί κάτω, ξέροντας ότι φτιάχνω παπούτσια, μου λέει… Πήγαμε σε μια… σε έναν που έφτιαχνε παπούτσια τάνγκο, τα οποία τα έβλεπα εγώ και λέω: «Τι είναι αυτά τώρα;», αλλά τέλος πάντων, ναι. Μου λέει -πήγαμε μέσα και συζητάγανε στα ισπανικά- λέει: «Αυτός φτιάχνει παπούτσια στην Ελλάδα». Του λέει: «Αυτή η θέση είναι κενή, να έρθει αύριο το πρωί να δουλέψει»! Δεν πήγα, γιατί δεν μου άρεσε το… δεν μου άρεσαν τα παπούτσια! Αλλιώς μπορεί να πήγαινα! Δηλαδή, θέλω να πω ότι και σε αυτό, σε αυτή ακόμα την περίπτωση, θέλω να πω ότι αδράζεις αυτό που σου έρχεται, όταν εσένα σου πάει, έτσι; Όχι αδράζω ό,τι αδράζω! Δεν αδράζω, για να αδράζω! Αδράζω, γιατί μ’ αρέσει αυτό, αλλά δεν με νοιάζει και πού είμαι! Και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Δηλαδή, και που δεν πήγα να μείνω στην Αργεντινή, πάλι καλό μου ‘κανε που πήγα στην Αργεντινή, έτσι; Μπορεί να μην ήμουν ευχαριστημένος εκεί, όμως εδώ είχα υποχρεώσεις. Δεν θα μπορούσα να αφήσω τις υποχρεώσεις μου, γιατί θα ήμουνα μισός! Εγώ έτσι είμαι σαν άνθρωπος, δεν μπορώ να αφήνω υποχρεώσεις από πίσω να με τρώνε, να είμαι στην Αργεντινή και να έχω το παιδί μου και να μην το βλέπω, ε; Να έχω τη μάνα μου και να λέει: «Πού είσαι; Τι κάνεις;» ή «Σε περιμένω». Είχε πάθει πλάκα, όταν της είπα ότι πάω στην Αργεντινή, είχε πάθει μεγάλη πλάκα. «Μάνα -της λέω- θα πάω, γιατί το θέλω να πάω. Το ξέρω ότι λυπάσαι, αλλά πραγματικά, σε παρακαλώ, θα γυρίσω πίσω. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην γυρίσω πίσω. Σε δέκα μέρες θα είμαι πίσω» της λέω. Και όντως, σε δέκα-έντεκα μέρες ήμουν πίσω και την είδα να χαίρεται πάλι. Ναι, γιατί δεν μπορείς να αφήνεις μισά πράγματα στη ζωή σου, πραγματικά, αλήθεια είναι αυτό. Ό,τι κι αν κάνεις. Πες, ρε παιδί μου, ότι θέλω να μάθω μια γλώσσα. Εντάξει; Την πας. Δεν σε πάει; Δεν τη μαθαίνεις ολόκληρη; Έκανες όμως ένα βήμα. Πήγες μέχρι εκεί. Για τους λόγους που δεν έκανες, δεν το τελείωσες, βρες τους εσύ. Όχι όμως να μην το κάνεις, ε; Ή ολοκλήρωσέ το. Και στη ζωή μου δεν έχω αφήσει μισά πράγματα. [01:10:00]Πραγματικά, ό,τι κι αν έκανα, όπου κι αν πήγαινα, δεν έχω αφήσει μισά. Εκείνο θες να το κάνεις; Το κάνουμε. Πάμε. Το φτάσαμε μέχρι εκεί; Δεν μας κάνει; Πίσω. Πούλημα, ξέρω ‘γω, ναι. Ή ό,τι μπορείς, ας πούμε, αφού και ας χάσεις, δεν είναι… Το… δεν είναι μόνο το κέρδος στη ζωή. Δεν είναι: «Πρέπει να κερδίσω οπωσδήποτε». Προχωράω. Θέλω να κερδίσω, δεν πάω για την πλάκα, σε καμία περίπτωση, αλλά άμα δεν βγαίνει; Τι θα κάνω; Θα βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο; Όχι, θα γυρίσω πίσω και θα ξαναρχίσω από την αρχή. Θα κάνω κάτι άλλο, έτσι; Για να βρω… να μπορούμε να πορευόμαστε, γιατί αλλιώτικα δεν ξέρω αν μπορεί ο άνθρωπος να πορεύεται ή να κλείνεται στον εαυτό του και να μην κάνει τίποτα, έτσι δεν είναι; Ε, άμα δεν κάνεις τίποτα, δεν κάνεις τίποτα. Πέσε πίτα να σε φάω, υπάρχει; Δεν υπάρχει, σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει. Ναι.
Πώς ήταν σήμερα για εσάς που τα αφηγηθήκατε και τα θυμηθήκατε όλα αυτά;
Δεν ξέρω ακόμα! Δεν ξέρω. Ναι. Κάποτε σκεφτόμουν να τα γράψω! Κάποτε σκεφτόμουν να τα γράψω. Επειδή δεν είμαι καλός στο να τα γράφω, ίσως και να ήταν και μια ευκαιρία. Αυτό λέω σαν αποτέλεσμα, ας πούμε. Ναι. Αυτή ήταν όμως… αυτό όμως όλο το κομμάτι ήταν ένα πέρασμα μιας ζωής εβδομήντα χρόνων που για μένα είχε αξία, -έτσι;- είχε και θα ‘χει, μέχρι να αυτό, και που τελικά τη λέω σε έναν άλλον άνθρωπο, έτσι, που… Ναι, δεν με νοιάζει πού θα πάει αυτό, αλλά ήταν ένα κομμάτι από μένα. Αυτό, ξέρω ‘γω;
Σας ευχαριστώ πολύ!
Να ’σαι καλά!
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Παναγιώτης Τζούρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο υποδηματοποιείο του πατέρα του. Στη συνέντευξή του αφηγείται τα παιδικά του χρόνια σε μια περιοχή γεμάτη πρόσφυγες, ιστορίες από τα σχολικά του χρόνια, αλλά και το πώς ξεκίνησε να εργάζεται και ο ίδιος ως υποδηματοποιός. Στη συνέχεια, εξιστορεί το πώς κάποια συμβάντα στην οικογενειακή του ζωή τον οδήγησαν στο να παρακολουθήσει κάποια μαθήματα αυτογνωσίας που του άλλαξαν τη ζωή, αλλά και να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με το αργεντίνικο τάνγκο, να μάθει τον χορό και να αρχίσει να κατασκευάζει παπούτσια τάνγκο. Τέλος, μιλά για το ταξίδι που πραγματοποίησε στην Αργεντινή, περιγράφει τι συμβαίνει σε μια μιλόνγκα και καταλήγει σε ορισμένες σκέψεις και συμπεράσματα σε σχέση με το επάγγελμά του και τη ζωή εν γένει.
Narrators
Παναγιώτης Τζούρας
Field Reporters
Αγλαΐα Παντελάκη
Tags
Interview Date
10/10/2022
Duration
71'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Παναγιώτης Τζούρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο υποδηματοποιείο του πατέρα του. Στη συνέντευξή του αφηγείται τα παιδικά του χρόνια σε μια περιοχή γεμάτη πρόσφυγες, ιστορίες από τα σχολικά του χρόνια, αλλά και το πώς ξεκίνησε να εργάζεται και ο ίδιος ως υποδηματοποιός. Στη συνέχεια, εξιστορεί το πώς κάποια συμβάντα στην οικογενειακή του ζωή τον οδήγησαν στο να παρακολουθήσει κάποια μαθήματα αυτογνωσίας που του άλλαξαν τη ζωή, αλλά και να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με το αργεντίνικο τάνγκο, να μάθει τον χορό και να αρχίσει να κατασκευάζει παπούτσια τάνγκο. Τέλος, μιλά για το ταξίδι που πραγματοποίησε στην Αργεντινή, περιγράφει τι συμβαίνει σε μια μιλόνγκα και καταλήγει σε ορισμένες σκέψεις και συμπεράσματα σε σχέση με το επάγγελμά του και τη ζωή εν γένει.
Narrators
Παναγιώτης Τζούρας
Field Reporters
Αγλαΐα Παντελάκη
Tags
Interview Date
10/10/2022
Duration
71'