Ιστορίες για το «Παρίσι της Ελλάδας»: Τα Βίλια Αττικής του 19ου και 20ου αιώνα μέσα από τα μάτια ενός γιατρού
Segment 1
Το βιογραφικό του αφηγητή
00:00:00 - 00:11:56
Partial Transcript
Ονομάζομαι Ανδρώνη Μυρτώ, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 17 Αυγούστου του 2022. Βρισκόμαστε με τον κύριο Μελέτη σε ένα διαμέ…ντων... Αλλά όταν κανένας λέει το βιογραφικό του, πρέπει να πει ορισμένα πράγματα, όσο και αν προσπαθήσει να τα περιορίσει. Ευχαριστώ πολύ.
Lead to transcriptSegment 2
Η γερμανική Κατοχή στο χωριό των Βιλίων
00:11:56 - 00:38:35
Partial Transcript
Ήταν πολύ ωραίο το βιογραφικό σας, πράγματι. Θα ήθελα λίγο να μιλήσουμε για τα νεανικά σας χρόνια, βασικά. Θυμάστε όταν πρωτοήρθαν οι Γερμαν…τιζαν για το... Από τη μια. Από την άλλη, βεβαίως, βοήθειες και κρατικές και εκ των υστέρων μεγάλες βοήθειες. Σίγουρα ναι, πολλές βοήθειες.
Lead to transcriptTopics
Tags
Segment 3
Μια περιγραφή των Βιλίων μέσα από ιστορικά πρόσωπα του 19ου και 20ου αιώνα
00:38:35 - 00:54:46
Partial Transcript
Μου είπατε πριν ότι αργότερα στη ζωή σας ασχοληθήκατε με τον πολιτισμό γενικότερα, με τη λαογραφία των Βιλίων. Ακριβώς επειδή ασχοληθήκατε, …ι άλλα πολλά, πάρα πολλά, συνέβαιναν στα Βίλια. Μου 'χατε πει ότι φύγατε για ένα διάστημα για σπουδές. Ναι. Στην Αθήνα. Έτσι; Ναι. Ναι.
Lead to transcriptSegment 4
Το νυφοπάζαρο η εκκλησία του Τσίλλερ
00:54:46 - 01:14:59
Partial Transcript
Γυρίσατε... Πότε γυρίσατε; Μπορείτε να μου υπενθυμίσετε; Λοιπόν, είχαμε μείνει... Θα μου λέγατε πότε επιστρέψατε στα Βίλια μετά τις σπουδές …κευής του ναού και μετά, φιλοξενείτο και αυτός στο δωμάτιο των Σακελλαρίου, που ήταν πάντοτε για τους επισήμους που επισκέπτονται τα Βίλια.
Lead to transcriptSegment 5
Η σχέση του αφηγητή με τα Βίλια και με το επάγγελμά του
01:14:59 - 01:26:19
Partial Transcript
Κύριε Μελέτη, θα ήθελα... Και τώρα ερχόμαστε στην ερώτηση. Εάν ερχόμουνα στα Βίλια, δηλαδή, με πότε– Πότε επιστρέψατε μετά; Να σας πω κάτ…ρέβαλα σήμερα στο να επαινέσω εαυτόν, αλλά, εν πάση περιπτώσει, ας μου συγχωρεθεί, διότι θα μπορούσα να πω και περισσότερα. Χίλια ευχαριστώ.
Lead to transcript[00:00:00]Ονομάζομαι Ανδρώνη Μυρτώ, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα έχουμε 17 Αυγούστου του 2022. Βρισκόμαστε με τον κύριο Μελέτη σε ένα διαμέρισμα, σε ένα σπίτι, στα Βίλια και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Λοιπόν, κύριε Μελέτη, θα ήθελα να μου πείτε λίγα λόγια για τη ζωή σας.
Λίγα λόγια για τη ζωή μου. Όπως καταλαβαίνεις, είμαι γεννημένος το 1929. Μέχρι σήμερα, το 2021, καταλαβαίνεις, θα πρέπει να πω πάρα, πάρα πολλά. Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος. Και αυτό που μπορώ να πω είναι ότι όσο μεγαλώνω τόσο οι αναμνήσεις είναι στις πιο μικρές ηλικίες, στις παιδικές ηλικίες, και κυρίως στο Δημοτικό Σχολείο Βιλίων, που για μένα ήταν το μεγαλύτερο διδασκαλείο του κόσμου και αυτό είναι που μου ‘δωσε δύναμη. Είχα καλούς δασκάλους, ήμασταν διαφορετικοί μαθητές και αυτό που θυμάμαι πάρα πολύ καλά, έκθεση που γράφαμε, «υποχρεώσεις και δικαιώματα του ανθρώπου». Και εμείς στην ηλικία μας –έστω αυτή τη μικρή– ήμασταν στις υποχρεώσεις οι περισσότεροι, με σεβασμό στους μεγαλυτέρους, στους διδασκάλους, στους συναδέλφους, στους φίλους μας και λοιπά. Είμαι από μια μέσης τάξης οικογένεια. Όσο για τη γέννησή μου, εκ των υστέρων μου είπανε –δεν ξέρω αν αυτό– αλλά επειδή ήταν ένας... Μου είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος τότε των τοκετών συγκρινόμενος με τον σημερινό, γι’ αυτό θα μου επιτρέψετε να αναφέρω αυτό. Το έζησα πέντε χρόνια αργότερα, όταν γεννήθηκε η αδελφή μου και ήμουνα εγώ και ήταν, λέει, ακριβώς η ίδια η κατάσταση που ήτανε και τότε. Πρώτον, γεννήθηκα Φεβρουάριο μήνα, περί το τέλος, ήταν στην καρδιά του χειμώνα. Η μαμή, η οποία ήταν και υπεύθυνη– Δεν υπήρχε ούτε γιατρός, γυναικολόγος, ούτε μαιευτήριο, ούτε τίποτα. Ήταν η μαμή. Η μαμή, η οποία ας πούμε ότι παρακολουθούσε την επίτοκο και η οποία υποχρεωτικά ερχόταν στον τοκετό. Σημερινός καιρός, με βροχή, ταξί δεν υπήρχαν, μακριά ήταν, ο πατέρας μου είχε άλογο. Και πάει και παίρνει τη μαμή στο άλογο –ήταν το ταξί της εποχής– και την έφερε στο σπίτι. Περιγράφω αυτό που είδα, το οποίο ήταν ακριβώς ίδιο με τη γέννησή μου. Ο πατέρας μου κρατούσε ένα σεντόνι παραβάν, δίπλα ήταν λίγες γυναίκες, γειτόνισσες, και η μαμή στο έργο της –δεν ξέρω με ποια μέσα της εποχής εκείνης– και μετά, το κλάμα του παιδιού. Θέλω να πω ότι να φανταστεί κανένας πώς γίνεται σήμερα ένας τοκετός, και πώς έγινε και γινόταν αυτή την εποχή. Γι’ αυτό το αναφέρω αυτό. Μετά, λοιπόν, βεβαίως, με τα παιδιά της γειτονιάς πολύ καλές σχέσεις. Αγαπούσα πολύ τη γειτονιά, είχα καλούς συγγενείς, καλούς συγγενείς και της μητέρας μου και του πατέρα μου. Εν πάση περιπτώσει, και μου άρεσε πολύ και το σχολείο. Όταν ήμουνα μικρός, μου λένε ότι κρατούσα ό,τι έβρισκα, ένα κομμάτι σανίδι, «Πού πας, Μελέτη;», «Πάω σχολείο». Αυτό ακριβώς, ότι αγαπούσα πάρα πολύ τα γράμματα. Τέλος πάντων, στο δημοτικό ήμουνα καλός μαθητής, και φίλους... Και η μητέρα μου ήταν μεν αυστηρή, αλλά δικαία ήταν οπωσδήποτε. Μου είχε πει το εξής: «Ξέρω ποιος είσαι και ξέρω πώς συμπεριφέρεσαι». Μου το ‘λεγε από μικρός και όσο μεγάλωσα. Και ήμασταν πολύ φίλοι με τους γονείς μου, πάρα πολύ φίλοι. Λοιπόν, μου ‘λεγε το εξής: «Δεν θα σε τιμωρήσω μόνο αν κάνεις κακό, διότι αυτό ξέρω δεν θα το κάνεις, πιθανότατα. Αλλά κι αν κάποιος έρθει και παραπονεθεί για εσένα, που εγώ δεν θα το ξέρω, και τότε θα υποστείς τιμωρία». Λοιπόν, αυτό ήταν εν μέρει άδικο, διότι μερικές φορές... Εν πάση περιπτώσει, κατάφερα στο σχολείο με τους συμμαθητές, πάρα πολύ καλά. Και ήμασταν τρεις με το ίδιο όνομα, Μελέτηδες, που ήμαστε οι καλύτεροι στην τάξη, με το καλύτερο απολυτήριο και με πάρα πολύ καλούς δασκάλους. Τέλος πάντων. Όπως καταλαβαίνετε, από εκεί και πέρα, με τα παιχνίδια των μικρών παιδιών, με τις οικογενειακές καταστάσεις, οικονομικά όπως ήταν οι περισσότεροι, δεν είχα κανένα πρόβλημα, ούτε κανένα θέμα με την οικογένεια και τα λοιπά. Και έρχεται 28η Οκτωβρίου του 1940, που τότε τα πράγματα αλλάζουν. Τελείωσα τότε την έκτη τάξη δημοτικού. Αυτό που θέλω να πω, το λέω ακριβώς στατιστικά, γιατί είναι εντυπωσιακό για ένα χωριό. Τότε, το Δημοτικό Σχολείο Βιλίων είχε διακόσια σαράντα εφτά παιδιά, ενώ σήμερα με το ζόρι συγκεντρώνονται εκατό παιδιά. Θέλω να πω πώς ήταν η κατάσταση τότε και υπήρχαν το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο και το Δεύτερο Δημοτικό Σχολείο. Εγώ λόγω γράμματος του επωνύμου ήμουνα στο δεύτερο. Εν πάση περιπτώσει αυτό, ο δάσκαλός μας πήγε στρατιώτης, επιστρατεύτηκε. Τον λατρεύαμε, και ο δάσκαλος και η δασκάλα ήταν ένα πολύ ωραίο ζευγάρι, εκ των οποίων η δασκάλα μας, η Σοφία, ήτανε Βιλιώτισσα, τη λατρεύαμε και μας λάτρευε. Πήγε και, όπως καταλαβαίνετε, γρήγορα επέστρεψε απ’ τον στρατό. Και μετά, ήταν το θέμα του να προχωρήσουμε. Γυμνάσιο Βιλίων δεν υπήρχε στα Βίλια. Από εκεί και πέρα, έπρεπε κανένας να σκεφτεί ότι με Κατοχή και με δυσμενείς καταστάσεις γενικώς θα– Στο διπλανό χωριό, στο Κριεκούκι, στις Ερυθρές, υπήρχε γυμνάσιο, εμείς δεν είχαμε. Επέστρεψε ο δάσκαλος, λοιπόν: «Τι κάνετε;». Βρίσκει τον πατέρα μου, του λέει ότι: «Πρέπει οπωσδήποτε να σπουδάσει, διότι είναι κρίμα ότι όταν ο Θεός μας χαρίζει ένα μυαλό να το εκμεταλλευτούμε και όχι να το αφήσουμε να χαθεί». Ο πατέρας μου σου λέει: «Τώρα Κατοχή. Πού να πάει το παιδί;». Εν πάση περιπτώσει, για πρώτη χρονιά πήγα στο Κριεκούκι που ήταν... Αλλά συγκοινωνία δεν υπήρχε, αυτοκίνητα δεν υπήρχαν, υπήρχε διαδρομή μέσω του βουνού, εδώ, της οροσειράς του Κιθαιρώνα –από το νότιο μέρος είναι τα Βίλια, από το βόρειο το Κριεκούκι– και αναγκαζόμουνα να πηγαίνω το πρωί πεζός και να επιστρέφω στα Βίλια, καταλαβαίνετε ποιες οι συνθήκες από πάσης πλευράς. Και να σας πω από κοπώσεως, δεν βαριέσαι, μπορούσα και να τρέχω στη διαδρομή, μπορούσα... Αλλά από πλευράς ασφαλείας, δεδομένου από τη μια πλευρά κάνουν ασκήσεις οι Γερμανοί, από την άλλη είχε αρχίσει το αντάρτικο και δεν ήξερες... Και τρίτον, υπήρχαν... Τέλος πάντων, δεν είσαι και σε ηλικία να έχεις και τόσο θάρρος και τόσο εξοικειωμένος με τη φύση και με... Εν πάση περιπτώσει, πήγα την πρώτη χρονιά εκεί, μετά είδα ότι δεν ήτανε δυνατόν να συνεχιστεί αυτό και με στερήσεις, με χίλιες-δύο στερήσεις, πήγα στην Αθήνα, στο Πρώτο Γυμνάσιο στην Πλάκα. Αυτό τελείωσα και μετά στο πανεπιστήμιο μπήκα με την πρώτη. Από εκεί και πέρα, λοιπόν, δόξα τω Θεώ, τελείωσα το πανεπιστήμιο, έπρεπε υποχρεωτικά να πάω στο αγροτικό ιατρείο, ήρθα στα Βίλια υπηρέτησα και εξυπηρέτησα και με αγάπησαν πολύ και τους αγάπησα. Επέστρεψα στο Ιπποκράτειο μέχρι το τέλος, πήρα την ειδικότητα Παθολογίας, πήρα ειδικότητα Γαστρεντερολογίας, έκανα μία διατριβή, ακριβώς, διδακτορική διατριβή, με άριστα και όλα καλά στην αυτή... Πήγα στο εξωτερικό, στο Λονδίνο, για ενάμισι χρόνο για μετεκπαίδευση και ύστερα, δόξα τω Θεώ, όλη μου η σταδιοδρομία ήταν καλή, η όλη πορεία του ιατρικού επαγγέλματος ήταν με αγάπη προς τον άνθρωπο, προς τον πλησίον, προς τον άρρωστο και την είσπραξη της ανάλογης αγάπης και εμπιστοσύνης. Παντρεύτηκα, ήμουνα υπέρ του γάμου, ήθελα να κάνω οικογένεια, απέκτησα δύο παιδιά, με τη σύζυγο περάσαμε πάρα πολύ ωραία ζωή, τα παιδιά μεγάλωσαν, όλα αυτά. Και τώρα, έχω δέκα χρόνια περίπου, υπηρέτησα περισσότερο το επάγγελμα απ’ ό,τι ήμουν υποχρεωμένος να πάρω τη σύνταξή μου, και εργάστηκα πολύ περισσότερο και έτσι όχι μόνο δεν ζημίωσα το κράτος να με πληρώνει, αλλά έδινα και την εισφορά μου. [00:10:00]Μετά ασχολήθηκα πάρα πολύ και σε όλη αυτή και με συλλόγους πολιτιστικούς, με πολλές ομιλίες, στο Ιπποκράτειο που είχα υπηρετήσει, είχα την... Ας πούμε ότι ήμουν και γιατρός και των άλλων ειδικοτήτων σαν παθολόγος, αλλά και έκανα και από το Ιπποκράτειο ορισμένες διαλέξεις σε ορφανοτροφεία, σε διάφορα σχολεία κατά του καπνίσματος και τα λοιπά. Και εδώ με τους συλλόγους. Όταν ήρθα εδώ, έφτιαξα μια λαογραφική συλλογή, ένα μικρό μουσειάκι στα Βίλια, με τους συλλόγους, μ’ όλα αυτά, με καλές συνεργασίες των Βιλίων και, δόξα τω Θεώ, έχω στενότατες σχέσεις με τα Βίλια. Η μόνιμη κατοικία είναι στην Αθήνα, αλλά επισκέπτομαι πάρα πολύ συχνά τα Βίλια και το καλοκαίρι, πάντα, είμαι όλο το διάστημα στα Βίλια. Δόξα τω Θεώ, οφείλω να πω, το νοιώθω εκ βάθος καρδίας, ότι ό,τι ζήτησα από τον Δημιουργό και τον Πλάστη και τον Θεό μας, όλα μου τα ‘κανε και είμαι υποχρεωμένος. Και έτσι, προσεύχομαι και ευχαριστώ και ανάβω κερί στους γονείς που με πολλές θυσίες με βοήθησαν πάρα πολύ. Και είμαι ευχαριστημένος και ευχαριστώ και την οικογένειά μου που με προσέχει πάρα πολύ και τους ευχαριστώ. Και με τους φίλους μου, ιδιαίτερα τώρα, είμαι πολύ ευτυχής σήμερα που αναγκάστηκα να πω αυτές τις κουβέντες, που ίσως τις θεωρώ υπερβολικές και δεν θα ‘θελα, τέλος πάντων... Αλλά όταν κανένας λέει το βιογραφικό του, πρέπει να πει ορισμένα πράγματα, όσο και αν προσπαθήσει να τα περιορίσει. Ευχαριστώ πολύ.
Ήταν πολύ ωραίο το βιογραφικό σας, πράγματι. Θα ήθελα λίγο να μιλήσουμε για τα νεανικά σας χρόνια, βασικά. Θυμάστε όταν πρωτοήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό; Πώς αισθανθήκατε; Το θυμάστε σαν γεγονός;
Βεβαίως, πολύ τα θυμάμαι όλα. Γράφει;
Ναι.
Ε όχι και αυτά που λέμε τώρα γράφονται;
Ναι.
Όχι, λέω... Ναι, να πάμε στην Κατοχή κατευθείαν. Λοιπόν, παρακολουθούσα όλες τις δραστηριότητες των ελληνικών στρατευμάτων στην Μακεδονία. Γινόταν πρώτα απ’ όλα, ήταν ο πόλεμος, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος με τα κατορθώματα των Ελλήνων. Γινόντουσαν– Δηλαδή, πριν μπω στην είσοδο των αυτών, να μιλήσω γι’ αυτή τη περίοδο, διότι έζησα μερικά πράγματα τα οποία είναι εντυπωσιακά. Κάθε πόλη που καταλάμβαναν ο ελληνικός στρατός στην Αλβανία –βεβαίως υποχρεωτικά, όχι υποχρεωτικά, θέλανε πάρα πολύ– λειτουργούσαν δύο ραδιόφωνα τότε στα Βίλια και ακούγαμε τις κινήσεις των στρατιωτών και Κλεισούρα, Χειμάρρα, ετούτο, εκείνο, Τεπελένι... Λοιπόν, πυροβολισμοί στα Βίλια κάθε βράδυ για τα κατορθώματά μας. Αλλά ερχόταν, όμως, και το μοιραίο κάποια μέρα, το λυπηρό. Γιατί στον πόλεμο χάσαμε και πολλά παλληκάρια. Και αυτά, ο τρόπος που ανακοίνωναν στους γονείς το γεγονός ήταν η κλήση τους από την αστυνομία. Αν ξέραμε ότι το πρωί καλούσαν τους τάδε στην αστυνομία, ξέραμε τι θα τους πουν. Εδώ, ένα όνειρο που είδα, δεν θα το ξεχάσω. Και το ‘πα πρωί στη μητέρα μου, τότε ήμουνα στην ηλικία, τότε λοιπόν, και είδα ένα όνειρο. Ότι ένα αεροπλάνο ήρθε από τον βορρά, ακριβώς επάνω πέρασε από τον Κιθαιρώνα και ήρθε, πέρασε πάνω από το σπίτι μου και ήρθε, στάθηκε επάνω από το σπίτι της θειας μου της Μαριγώς. Και εκεί, αφήνει μια σημαία και η σημαία στάθηκε στην στέγη του σπιτιού της θείας μου της Μαριγώς. Το πρωί το όνειρο το ‘πα στη μητέρα μου και αρχίζει τα κλάματα. Δυστυχώς, δεν είχε άδικο. Πρώτος ξάδελφός μου, ήταν από τους πρώτους που σκοτώθηκαν στην Αλβανία. Αυτό ήταν το δυσάρεστο και αυτό που δεν θα το ξεχάσω, και γι’ αυτό το αναφέρω, που δεν θα το ξεχάσω. Λοιπόν, μετά, εν πάση περιπτώσει, μετά τα κατορθώματα στην Αλβανία, μετά την κήρυξη του πολέμου από τους Γερμανούς και μετά την υποδούλωση, τέλος πάντων. Όταν πρωτοήρθαν στα Βίλια, ήρθαν πολλοί Γερμανοί –οι πρώτοι που ήρθαν ήσαν Γερμανοί–, οι οποίοι κάνανε έναν μικρό περίπατο και επέλεξαν τα καλύτερα σπίτια και άρχισαν να τοποθετούνται, να εγκαθίστανται μέσα, χωρίς καν να ρωτήσουν πού και τα λοιπά... Αλλά τους χώρους που αυτοί διάλεγαν και από εκεί και πέρα ο άλλος θα ‘βρισκε τον τρόπο να βολευτεί, ο ιδιοκτήτης και ο κάτοικος του σπιτιού. Ήταν η πρώτη εντύπωση, τρομερή. Αυτά σιγά-σιγά αρχίσαμε, θέλαμε-δεν θέλαμε να τα συνηθίζουμε, δεν είχαμε διαφορετικό τρόπο να αντιδράσουμε. Εκ των υστέρων, διαπίστωσα –έστω και σε αυτή τη μικρή ηλικία, αλλά και τότε– ότι δεν ήσαν τα πράγματα τόσο αυστηρά στα Βίλια από τους Γερμανούς, διότι και οι άνθρωποι δεν ήσαν τόσο ενοχλητικοί για αυτούς, αλλά και διότι εκ των υστέρων πληροφορηθήκαμε ότι ο φρούραρχος ήταν Αυστριακός και δεν ήταν ο φανατισμένος φρούραρχος των χιτλερικών. Και αυτός ήταν επιεικής. Και ευτυχώς είχαμε έναν ιερέα εξαιρετικό, τον παπα-Σωτήρη, ο οποίος είχε μετεκπαιδευτεί στη Γαλλία και ήξερε γαλλικά. Είχαμε μία δασκάλα, η οποία ήταν πάρα-πάρα-πάρα πολύ καλή, η οποία ήξερε γαλλικά. Kαι ευτυχώς και είχαμε τον Δήμαρχο των Βιλίων, οι οποίοι ενδιαφερόντουσαν όλοι πάρα πολύ και προστάτευαν τα Βίλια. Και είχαν κάποια –δεν μπορώ να πω φιλική– αλλά, ανάλογα με τις περιστάσεις, κάποια... Και ο ίδιος ο φρούραρχος τούς κάλεσε και μίλησε με αυτούς, αλλά και οι δικοί μας θέλαν να έχουν, για λόγους διπλωματικούς και για λόγους προστασίας, να έχουν καλές σχέσεις με... Από εδώ και πέρα, λοιπόν, μετά αρχίζει η Αντίσταση. Φυσικό είναι ότι έφυγαν και από το χωριό μας είκοσι τρία παλληκάρια να πάνε στο βουνό, στο αντάρτικο, στο στρατό του ΕΛΑΣ. Και από εκεί και πέρα, όσο ήταν το δυνατόν και ο φρούραρχος να είναι επιεικής, έπρεπε και αυτός, γιατί και αυτός έπρεπε να λογοδοτεί και έπρεπε και αυτός να δείξει την ανάλογη αυστηρότητα. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν. Το αντάρτικο είχε δυναμώσει, οι Γερμανοί αυτό που είχαν το πρώτο, ότι σε ένα πολύ μικρό διάστημα –δεν ξέρω γιατί– φύγανε, και σε αυτό το διάστημα ερχόντουσαν οι Ιταλοί. Οι Ιταλοί ήσανε χειρότεροι απ’ τους Γερμανούς. Και σε μια περίπτωση, το 1943 περίπου, επειδή και οι συνθήκες ήσαν πάντα αυστηρές και σοβαρές και κρίσιμες, προστασία που βρίσκαμε αυτό το διάστημα μέχρι το ‘43 ήταν να πηγαίνουμε στα Αιγόσθενα, στο Πόρτο Γερμενό, που εκεί δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος, δεν κατέβαιναν ούτε Γερμανοί, Ιταλοί... Και ο δρόμος αυτός φτιάχτηκε σε αυτή τη τριετία, απ’ το ‘40 έως το ’43, τον έφτιαξαν οι Ιταλοί, που ήθελαν να έχουν επικοινωνία με τη θάλασσα και με τα καράβια. Και από τότε, απ’ το 1943 και μετά, τα πράγματα άλλαξαν λιγάκι. Αλλά σε αυτή τη περίοδο, είχαμε μαζευτεί πολλοί στα Αιγόσθενα για λόγους ασφαλείας, το νερό ήταν λιγοστό. Πίναμε νερό από ένα πηγάδι και χωρίς να παίρνουμε τα μέτρα ασφαλείας, αλλά για να εξασφαλίζουμε λίγο νερό, μπαίναμε ακόμα και μέσα στο πηγάδι, με αποτέλεσμα να μολύνουμε το νερό και να έχουμε τότε πολλά περιστατικά ηπατίτιδος Α και μελιταίου πυρετού. Ένας από αυτούς ήμουνα και εγώ– Όχι συγγνώμη, όχι με τον μελιταίο, με τον τυφοειδή πυρετό. Ένας από αυτούς ήμουνα και εγώ. Και σε μια επιδρομή, λοιπόν, των Ιταλών, εγώ ήμουνα στο κρεβάτι με σαράντα πυρετό και μπήκε ένας ξάδελφος του πατέρα μου, ο οποίος λέει: «Έχουν έρθει οι Ιταλοί και είπαν ότι θα μαζέψουν ομήρους. Τι να κάνω;». Του λέει η μητέρα μου: «Δίπλα απ’ τον Μελέτη, θα ξαπλώσεις δίπλα». Εγώ σκεπτόμουν: «Μα εγώ έχω πυρετό, γιατί τον βάζεις μέσα;», λέω. «Μα», λέει, «τον πυρετό θα δούμε», λέει ο... Και έρχεται, λοιπόν, αυτός δίπλα μου, στο κρεβάτι δηλαδή, ένα περιστατικό που– [00:20:00]Αλλά από εκεί και πέρα, είχαμε άλλα επεισόδια, σοβαρότερα. Ένα απ’ όλα, είπαμε, όταν τελείωσε ο δρόμος, τελειοποιήθηκε το Γερμενό, τότε άρχισαν να κατεβαίνουν και οι Γερμανοί στο Γερμενό για μπάνιο. Λοιπόν, οι αντάρτες, όμως, επειδή δεν τους ικανοποιούσε ο αριθμός των ξεσηκωμένων Βιλιωτών στο αντάρτικο, δυστυχώς ένας τρόπος να αναγκάσουν ίσως τον πληθυσμό να ξεσηκωθεί στο βουνό ήταν να σκοτώσουν μερικούς Γερμανούς, οι Γερμανοί να κάνουν τα αντίποινά τους, οι Έλληνες να εκδικηθούν τους Γερμανούς και με αυτόν τον τρόπο... Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω αυτές σαν υποψία, αλλά αυτά διαδόθηκαν και αυτά συζητούσαν τότε οι πρεσβύτεροι, οι μεγαλύτεροι. Λοιπόν, σε ένα απογευματινό περίπατο, ένα φορτηγό αυτοκίνητο γεμάτο με στρατιώτες Γερμανούς, κατέβαινε στο Γερμενό για να κάνει μπάνιο. Οι αντάρτες είχαν πληροφορηθεί αυτό και το είχαν εντοπίσει, γιατί γινόταν σχεδόν κάθε μέρα τις τελευταίες ημέρες. Και στις 30 Αυγούστου του 1943 έστησαν ενέδρα σε ένα σημείο κρίσιμο που ακριβώς από κάτω τους έφτασε το αυτοκίνητο των Γερμανών, έστησαν ενέδρα και με χειροβομβίδες, πολυβόλα, όπλα και τα λοιπά, σκότωσαν αρκετούς Γερμανούς και τραυμάτισαν πολλούς. Από τότε αρχίζει, αυτό μεταδόθηκε. Ο φρούραρχος –αυτός ο καλός ευτυχώς– μόλις έμαθε αυτό το γεγονός, κατεβαίνει στο ύψωμα να παρακολουθήσει και είδε ότι στο βάθος του κόλπου του Γερμενού, στο βάθος του Κορινθιακού κόλπου, δύο καΐκια, χωρίς να μπορεί να διακρίνει με τα κιάλια του, αλλά το είδε ευτυχώς ότι δύο καΐκια γεμάτα με ανθρώπους έφυγαν. Τι είχε συμβεί; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν κάτοικοι του Γερμενού και ξέρανε ποιες θα ήσαν οι συνέπειες και πήραν τα καΐκια τους και φύγανε. Κάτοικοι Έλληνες του Γερμενού. Μια γριά Κατσαναία, η Κατερίνα Κατσαναία, σοφίστηκε το εξής με το εγγονάκι της και είπαν το εξής. Κατέβηκαν οι διερμηνείς των Γερμανών και τα λοιπόν και ρώτησαν: «Ποιοι ήσαν αυτοί που φύγανε;». Και αυτοί σοφίστηκαν και... «Οι αντάρτες που κάναν αυτό που κάναν και φύγανε». Αυτό ήτανε ένα από τα κρισιμότερα σημεία που έσωσε τα Βίλια και, δεύτερον, η καλοσύνη του φρουράρχου. Αλλά στα Βίλια ποια κατάσταση επικρατούσε. Αναστάτωση, όλη την ημέρα, ανησυχία, τι θα γίνει. Ευτυχώς, ο ιερέας, ο γιατρός, ο δήμαρχος και η δασκάλα, μαζί με άλλους ανθρώπους, έσπευσαν από ανθρωπισμό καθαρά να βοηθήσουν στην εξυπηρέτηση των τραυματιών. Και αυτό ήταν που οπωσδήποτε υποχρέωσε πολύ περισσότερο τον φρούραρχο και ενίσχυσε αυτή την επιείκεια προς... Νύχτωσε και όπως γινόταν κάθε μέρα, μετά τη δύση του ηλίου απαγορευόταν η κυκλοφορία στον κόσμο και έτσι, λοιπόν, αυτή τη νύχτα από πόρτα σε πόρτα με τα απέναντι σπίτια, ψιθυρίζαμε τι γίνεται. Ακούγαμε στην πλατεία της εκκλησίας ότι γινόντουσαν καρφώματα. Κάποιος –ανεύθυνα βεβαίως, όχι υπεύθυνα– είπε: «Ξέρετε τώρα, καρφώνουν τις κρεμάλες να κρεμάσουν τους Βιλιώτες». Καταλαβαίνετε ποιο πνεύμα... Αυτό αυτομάτως μεταδόθηκε σε όλο, ότι ετοιμάζουνε την– Για να φύγει κανένας αποκλείεται, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει. Υπήρχαν μερικοί, οι οποίοι «Έτσι κι αλλιώς», λέει, «είμαστε χαμένοι». Μερικοί από γωνιά σε γωνιά, σιγά-σιγά φύγανε, αλλά ο πολύς κόσμος έμεινε στα Βίλια. Εν πάση περιπτώσει, τα καρφώματα συνεχιζόντουσαν μέχρι το πρωί. Για καλή μας τύχη, όμως, –και, είπαμε, με την ευμένεια του φρουράρχου– ξημερώνει η μέρα με ησυχία, δεν φαινότανε καθόλου ότι έπρεπε να επικρατήσει η ανησυχία, αυτή που είχε επικρατήσει στις σκέψεις μας. Οι άνθρωποι, οι Γερμανοί, ήσαν αυτοί που ήσαν οι ίδιοι πάντοτε και απεδείχθη ότι αυτοί που κάρφωναν τη νύχτα, κάρφωναν τα φέρετρα των σκοτωμένων και όχι τις κρεμάλες των υποτιθέμενων ομήρων. Και έτσι, με την καλοσύνη, αυτό, ξεπεράσαμε αυτό– Ήταν ένα μεγάλο καρδιοχτύπι, δεδομένου ότι είχαμε άλλα παραδείγματα, στον Δίστομο, Δεσφίνα, Καλάβρυτα και τα λοιπά, που μετά από τέτοια επεισόδια καιγόντουσαν και σκοτωνόντουσαν όλοι οι άνθρωποι. Αυτό είναι ένα από τα– Πριν, όμως, από αυτό, μια εβδομάδα, είχε προηγηθεί η μάχη της Κάζας. Ετούτο λοιπόν ήταν... Αυτό που έσωσε την κατάσταση ήσαν δύο λόγοι, η καλοσύνη του φρουράρχου και ότι η Κατερίνα η Κατσαναία με τον Δημήτρη, τον εγγονό της, είπαν ότι στα καΐκια φύγανε οι αντάρτες. Αυτό, ότι οι αντάρτες δεν ήσαν του τόπου. Διότι ρωτούσαν κάθε τόσο τον Δήμαρχο οι Γερμανοί: «Υπάρχουν εδώ αντάρτες;». «Όχι, δεν υπάρχουν». Και καταλαβαίνετε τι θα γινόταν από αυτό αμέσως, το ότι είπαν ότι αυτοί δεν ήσαν τοπικοί, ήσανε από αλλού. Πριν από αυτό, μια εβδομάδα είχε γίνει η μάχη της Κάζας. Εκεί τι είχε γίνει; Είχανε στήσει ενέδρα σε μία διπλή στροφή, την οποία –του δρόμου εκεί, της Κάζας– την οποία εμείς ονομάζαμε «Σαλίγκαρο», αυτή τη διπλή στροφή. Και ήταν η στροφή που οπωσδήποτε θα έπρεπε να κόψουν την ταχύτητά τους τα αυτοκίνητα τα ιταλικά που κατέβαιναν μαζί με αξιωματικούς και τα λοιπά. Εκεί είχανε στήσει οι αντάρτες ενέδρα και σκότωσαν αρκετούς Ιταλούς και τα λοιπά. Καταλαβαίνετε από εκεί και πέρα, τι αγωνία. Τελειώνει. Και εκεί πάλι, ζητώντας και αυτά, είπε κάποιος: «Του Οσίου Μελετίου πού είναι;». Ακριβώς είναι καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από τη μάχη της Κάζας από το Μοναστήρι του Οσίου Μελετίου, ρωτήσανε για τους αντάρτες, λέει: «Ναι, τους είδαμε εμείς που ερχόντουσαν...». Και όντως, αυτή τη φορά οι αντάρτες είχαν έρθει απ’ τα Δερβενοχώρια και εκεί έστησαν την ενέδρα. Αλλά δεν έστηναν αυτό, ότι έπαιρναν... Οι Ιταλοί έριχναν όλμους στα Βίλια. Εδώ είναι κάτι που το έζησα με όλη την αυτή και πρέπει να το αναφέρω όπως... Και με το όνειρο. Τώρα συνέβη το εξής. Το σπίτι μας ήτανε διώροφο, το μεσαίο, βεβαίως, είχε πλάκα και το θεωρούσε όλη η γειτονιά πιο ασφαλές, ακόμα και τις σειρήνες για τους βομβαρδισμούς του πολέμου, ακόμα, του ‘40, αλλά και σε αυτόν τον πόλεμο, και μαζευόταν ο κόσμος στο σπίτι μας. Για οποιοδήποτε κίνδυνο βόμβας ή οτιδήποτε, στο σπίτι μας. Λοιπόν, εκείνη την ημέρα, κάτι είχε ο πατέρας μου, ο οποίος σηκώνεται, λέει: «Σήμερα θα κατέβουμε στο Γερμενό, στα Αιγόσθενα». «Μα», λέω, «τι, έτσι ξαφνικά;». «Ναι», λέει, «γιατί θέλω τούτο, θέλω εκείνο, και έχω κάτι», λέει, «που δεν μπορώ να το εξηγήσω, κάτι που μου λέει ότι πρέπει να φύγουμε σήμερα». Σηκωθήκαμε και φύγαμε, κλειδώσαμε την πόρτα και φύγαμε. Μας πληροφορούν στο Γερμενό, ότι ένας όλμος έπεσε στη μέση ακριβώς του σπιτιού μας και έκανε, τρύπησε όχι μόνο την επάνω σκεπή, τρύπησε το μπετό που στηριζόμασταν, και έκανε το κάτω αυτό, εκεί που θα ήταν συγκεντρωμένος όλος ο κόσμος για τον κίνδυνο. Και ευτυχώς και πάλι σωθήκαμε από αυτή, και τα Βίλια αυτή τη φορά με την πληροφορία ότι οι αντάρτες δεν ήσαν τοπικοί, αλλά ήρθαν από τα Δερβενοχώρια... Λοιπόν, και πάλι σωθήκαν τα Βίλια.
Τρομερά πράγματα. Θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι άλλο, εάν τελειώσατε εννοείται.
Ναι, δεν... Nαι, για πέστε μου. Για την Κατοχή, έχω πολλά να πω. Πρώτα απ’ όλα, ότι ο κόσμος πεινούσε και δεν ξέραμε πόσο θα κρατήσει αυτή η Κατοχή. Δηλαδή, λίγο-πολύ, στα χωριά όλοι οι άνθρωποι κάνουν για τον χειμώνα τις προμήθειες. Παίρνουν το σιτάρι τους, παίρνουν το λάδι τους, παίρνουν το κρασί τους, παίρνουν τις ελιές τους, παίρνουν τα ζυμαρικά τους, παίρνουν το αλεύρι τους, παίρνουν αυτά, όλες τις προμήθειες. Πλην όμως, δεν ήξερε κανένας αυτή η Κατοχή πόσο θα κρατήσει και υποχρεωτικά τα σπίτια ακόμα και στο φαγητό τηρούσαν μία οικογένεια. Και στο σπίτι μας που ακόμα είχαμε, τέλος πάντων, να φάμε, είχαμε καθιερώσει ένα συσσίτιο. Δηλαδή, το πρωί [00:30:00]ήτανε το καρβέλι του ψωμιού που είχε ζυμώσει η μητέρα, γινόταν σε ορισμένα κομμάτια, λέει: «Εσύ αυτό το κομμάτι, εσύ αυτό το κομμάτι, εσύ αυτό, φα’ το όσο θέλεις και όποτε θέλεις. Θέλεις να το φας τώρα όλο, δικαίωμά σου, θες να το φας σε τρεις δόσεις, θες να αφήσεις για αύριο, θέμα δικό σου». Εγώ, όμως, όταν έβλεπα ότι οι φίλοι μου και οι συμμαθητές μου μερικοί δεν είχαν να φάνε, δεν είχαν καθόλου να φάνε, έπρεπε λιγάκι από αυτό το φαγητό, από αυτό το ψωμί, λιγάκι να το μοιραστώ. Αυτό ήταν εις βάρος μου και κρυφά η μάνα μου με ενίσχυε, γιατί ήξερε την αδυναμία μου και με ενίσχυε λιγάκι. Πρώτον αυτό. Δεύτερον, και πάλι με τις αρρώστιες που είπαμε, πέθαναν και τρία παιδιά στην ηλικία μου τότε που είχα και εγώ τον τυφοειδή πυρετό. Από εκεί και πέρα, είχαμε και τις αρρώστιες και επιδημίες και ηπατίτιδες και, και, και, και τα λοιπά. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστη και πολλά τέτοια μηνύματα που ερχόντουσαν στην αστυνομία. Τέλος πάντων. Και μετά, αρχίζει όσο προχωρούσε η Κατοχή, αρχίζει και η σκέψη και η επίδραση της αντιστάσεως που απασχολούσε τον κόσμο. Και αυτοί, οι αντιστασιακοί, οι αντάρτες επεδίωκαν να επιστρατεύσουν όσο το δυνατόν κόσμο, και ο κόσμος οπωσδήποτε επιφυλασσόταν, προφυλασσόταν, αρνιόταν, με αποτέλεσμα να μην έχουν τη συμπάθεια, διότι και βρισκόμασταν μεταξύ των Γερμανών και μεταξύ των ανταρτών, να μην έχουμε τόσο φιλικές σχέσεις. Αλλά δεν θα ξεχάσω την ημέρα όταν φύγανε οι Γερμανοί πλέον, εκτός από το ραδιόφωνο που ακούγαμε κάθε μέρα, ήμασταν και τότε στο Γερμενό και ανεβαίναμε, το πανηγύρι που έγινε. Ακριβώς οι πρώτοι που μπήκανε, οι αντάρτες ειδοποιήσανε δύο αρβανίτες και ο Ναπολέων. Γιατί εγώ σας λέω ότι ανεξάρτητα από αυτό, ήξερα και τα ονόματά τους, ήξερα ακριβώς και πού πηγαίνανε. Και να σας πω και κάτι, το οποίο τώρα, εκ των υστέρων. Στις περιπτώσεις που έφευγαν οι Γερμανοί και που είχαν κάποια δραστηριότητα οι αντάρτες, είχαν επιβάλει ένα, ας πούμε, πρόστιμο στους Βιλιώτες και δίναν άλλοι που είχαν λάδι, άλλοι που είχαν αλεύρι... Για να τροφοδοτούνται οι αντάρτες που ήτανε στη νότια πλευρά προς τα Μέγαρα, στο Μυρίνι, ήταν εκεί ο σταθμός του Ορέστη του αντάρτη. Και μια μέρα, επειδή ήμουνα μικρός, με αγγάρεψαν να πάρω το άλογο, που είχαμε το άλογο, που είχε μεταφέρει τη μαμή... Λοιπόν, το άλογο να μεταφέρω τα τρόφιμα των ανταρτών. Με έναν αντάρτη, το όπλο του στον ώμο και εγώ, για να πάρω το άλογο και να επιστρέψω στα Βίλια, πήγαμε στο Μυρίνι και με άφησαν μακριά και παίρνουν το άλογο και εγώ περίμενα, για να μην πάω να δω το καταφύγιό τους, την κρυψώνα τους. Με άφησαν μόνο εκεί στο βουνό. Πέρασε αρκετή ώρα, πήγαν αυτοί, ξεφορτώσαν, μου έφεραν το άλογο και επέστρεψα. Αλλά είχα και αυτή την εμπειρία, τότε αυτοί το άλογο θέλανε, τώρα αν ήμουν μικρός ή αν ήμουν μεγάλος δεν είχε σημασία, το άλογο... Τέλος πάντων, δεν θέλανε να πάρουν το άλογο και να το αφήσουν ελεύθερο, δεν έπρεπε να το στερήσουν. Σας λέω και αυτή η εμπειρία. Και αυτή που φανερώνει ακόμα ότι υπήρχε και κάποια σχέση, ας πούμε τώρα, δεν τη χαρακτηρίζω ποια σχέση, μεταξύ των Γερμανών και άλλη σχέση... Πώς να– Σχέση τη λέω, εν πάση περιπτώσει, των Γερμανών και των ανταρτών. Και τότε, λοιπόν, έρχομαι, όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήσαν οι αντάρτες αυτοί, ο Ναπολέων, και ειδοποίησαν –φιλικοί βεβαίως οι πατριώτες, δεν ήσανε, φιλικότατοι– και εκ των υστέρων γίναμε φίλοι. Συγγνώμη, τώρα μου ‘ρχεται και το εξής. Ο ένας από αυτούς ο Παναγιώτης, λοιπόν, ο Υφαντής, ο Ναπολέων, Ναπολέων ήταν αυτό, κατηγορήθηκε από τον καπετάνιο ότι: «Δεν κάνετε καμιά προσπάθεια να επιστρατεύσετε, να ενισχύσετε τον στρατό μας με αντάρτες από το χωριό σας». Αυτός εθίγη και λέει: «Οι άνθρωποί σας έχουν σχέση με τους Γερμανούς. Και οι άνθρωποί σας είναι προδότες στους Γερμανούς», είπε ο καπετάνιος στον Παναγιώτη, τον Ναπολέοντα. Εθίγη ο Παναγιώτης και για να αποδείξει σε αυτόν, λέει: «Εντάξει, ξυρίστε με». Και ξεκινάει την άλλη μέρα στο κεντρικότερο καφενείο των Βιλίων ο Παναγιώτης, έπινε καφέ: «Γιατί το ‘κανες αυτό, Παναγιώτη;». «Για να αποδείξω στον καπετάνιο μου ότι οι Βιλιώτες δεν είναι προδότες, ότι όλοι με είδανε– Γιατί δεν είπανε σε έναν Γερμανό να ‘ρθει να με συλλάβει;». Και αυτό νομίζω είναι ένα από τα αξιόλογα της εποχής εκείνης. Επανέρχομαι, λοιπόν, εκεί ήρθε και ο Παναγιώτης –με το δίκιο του τότε– να γιορτάσει την απελευθέρωση με μια ανθοδέσμη και αρχίζουν τον χορό. Ο χορός έγινε σε ένα σχολείο στο νηπιαγωγείο, που είχαμε τότε –τώρα είναι αλλού τα νηπιαγωγεία– το λεγόμενο «νηπιαγωγείο». Έγινε έξω ο χορός. Τραγουδούσαμε και χορεύαμε τον χορό της Παναγίας της Γκούρας, που λέγαμε, έναν ειδικό χορό. Τέλος πάντων. Από εκεί και πέρα, αρχίζουν άλλα... Μην ασχοληθούμε περισσότερο με αυτά. Θα μου επιτρέψετε αν θυμηθώ και κάτι, να βάλουμε εμβόλιμα και κάτι άλλο.
Εννοείται. Εννοείται. Θα ήθελα να μου πείτε απλά ένα πράγμα. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, είχατε κάποια εξωτερική βοήθεια στο χωριό;
Λοιπόν, κοιτάτε, όταν έφυγαν οι Γερμανοί... Πρώτον, από τη στιγμή που έφυγαν οι Γερμανοί, άρχισαν πλέον να έρχονται αυτοί που είχανε επιστρέψει από τη Μέση Ανατολή. Ήταν οι άνθρωποι, οι αεροπόροι μας, οι ναύτες μας, το ναυτικό μας, στρατιώτες πολλοί είχαν πάει στη Μέση Ανατολή... Όλοι αυτοί. Και μάλιστα, ήσαν και δύο Βιλιώτες στη διμοιρία του Ρίμινι, που είχαν λάβει μέρος στην αυτή. Και ήρθαν και αυτοί και καταλαβαίνετε τι έγινε όταν ήρθαν οι Βιλιώτες, οι οποίοι χόρευαν πρώτοι στο χωριό «Λευτεριά, πανούργα κόρη, κατεβαίνει από τ’ αγόρι και...». Συγγνώμη, συγκινήθηκα. Λοιπόν, καταλαβαίνετε τι έγινε τότε στο χωριό. Και, εν πάση περιπτώσει, από τότε άρχισαν τα άλλα, τα Δεκεμβριανά και η άλλη ιστορία. Αλλά βοήθεια βεβαίως πάντα, γιατί και δικοί μας άνθρωποι και αυτοί που επέστρεψαν απ’ τη Μέση Ανατολή, μετά βεβαίως με τις κυβερνήσεις, βοήθησαν τον τόπο, και οι δικοί μας άνθρωποι, υπήρχαν επιστήμονες που βοήθησαν πολύ τον τόπο. Είχαμε και συγγενείς μάλιστα που προσπαθούσαν, γιατί είχαν το σοβαρότερο πλήγμα, δεν υπήρχαν πλέον ζώα, διότι τα ζώα είχαν επιταχθεί όλα, είχαν πάει στην Αλβανία και δεν επέστρεψε κανένα. Πλέον, οι άνθρωποι οι εργατικοί, το δεξί τους χέρι είναι το ζώο, θα κουβαλήσουν τα τρόφιμα, θα κουβαλήσουν τα ξύλα, θα κουβαλήσουν τα κάρβουνα. Δεν είχαν πλέον ζώα, δεν είχαν εργασίες, δεν είχαν. Και γινόταν μια προσπάθεια να πάνε ή στην Ελευσίνα, ή στην Αθήνα και υπήρχαν άνθρωποι εδώ, φρόντιζαν για το... Από τη μια. Από την άλλη, βεβαίως, βοήθειες και κρατικές και εκ των υστέρων μεγάλες βοήθειες. Σίγουρα ναι, πολλές βοήθειες.
Segment 3
Μια περιγραφή των Βιλίων μέσα από ιστορικά πρόσωπα του 19ου και 20ου αιώνα
00:38:35 - 00:54:46
Μου είπατε πριν ότι αργότερα στη ζωή σας ασχοληθήκατε με τον πολιτισμό γενικότερα, με τη λαογραφία των Βιλίων. Ακριβώς επειδή ασχοληθήκατε, θα ήθελα να μου απαντήσετε αν θέλετε στην εξής ερώτηση. Στο πώς θα περιγράφατε το χωριό σας όλα αυτά τα χρόνια που το έχετε ζήσει;
Αν σας πω κάτι, σηκώνει ειρωνεία. Λοιπόν, κοιτάτε, βεβαίως δεν μπορεί κανείς να είναι υπερβολικός, αλλά για αστείο, βεβαίως, λέγαμε μεταξύ μας ότι είναι το Παρίσι της Ελλάδος. Εδώ γελάνε βεβαίως, δεν είναι... Και σκεφτείτε και την ηλικία που το λέγαμε. Διότι ακόμα και ο ενθουσιασμός του νέου, δηλαδή βλέπαμε ότι τα Βίλια είναι το κέντρο του κόσμου, είναι το πιο ωραίο. Από την άλλη, όμως, και τώρα δεν έχω αλλάξει σε μερικά πράγματα. Πρώτον, έχει φυσική ομορφιά. Δεύτερον, στοιχεία που οδήγησαν τους ανθρώπους που πρωτοΐδρυσαν τα Βίλια. Πρώτον, ήρθαν σε έναν λόφο στο πριν απ’ τον Κιθαιρώνα, της οροσειράς του Κιθαιρώνα, στο Λεστόρι, στην πλευρά τους κι εκεί έχτισαν τα [00:40:00]πρώτα σπίτια, γιατί είχε ακριβώς... Ήταν ωραίο παρατηρητήριο, μπορούσε να ελέγξει όλη την περιοχή, είχε δύο δεξιά, αριστερά... Είχε βασικά το νερό. Το νερό που σε λίγη, σε μισή ώρα με τα πόδια, ήταν η πηγή της Γκούρας η λεγόμενη, η οποία είχε όλα τα στοιχεία. Και τα Βίλια αυτό που έχουν σε αντίθεση με τα άλλα χωριά των Θηβών που είναι από την πίσω πλευρά του Κιθαιρώνα, από τη βόρεια πλευρά του Κιθαιρώνα, τα οποία ήσαν ξερά, εδώ οι γυναίκες ήσαν και είναι πολύ φιλανθείς, έχουν πάρα πολλά λουλούδια, έχουν πάρα πολλά φυτά, πάρα πολλά δέντρα, υπάρχει πολύ πράσινο, το οποίο τώρα οι πυρκαγιές προσπαθούν να μας το καταστρέψουν. Και είχαμε και ένα πράγμα, επειδή ήμασταν 54 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, είχαμε την ευτυχία και την τύχη από την απελευθέρωση ακόμα και μετά, με τους –αν μπορώ τώρα να πω και παλαιότερα ακόμα– επισκέπτες επισήμους στα Βίλια, με αποτέλεσμα να έχουμε πλούσιο τουρισμό, να νοικιάζονται, να δημιουργούνται πολλά ξενοδοχεία και πολλά να νοικιάζονται, πολλά σπίτια, με αποτέλεσμα να έρχεται ανώτερος τουρισμός. Άνθρωποι που είχαν να προσφέρουν και σε εμάς. Τότε θυμάμαι ακριβώς λίγο μετά την απελευθέρωση, μετά το ‘49-‘50, δημιουργήθηκε και χοροδιδασκαλείο στα Βίλια, για να μαθαίνουν ακόμα τους ευρωπαϊκούς –όπως λέγαμε– χορούς, το ταγκό και το βαλς. Δηλαδή, οπωσδήποτε τα Βίλια είχανε μια πρόοδο, μια ξεχωριστή. Και από τους αγωνιστές ακόμα του ’21, που υπήρχαν πολλοί οπλαρχηγοί και αυτοί οι οπλαρχηγοί –δεν ξέρω μήπως επεκτείνομαι– λοιπόν ήσαν οι οπλαρχηγοί, οι οποίοι μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, προσπάθησαν να μορφώσουν τα παιδιά τους και τους είπαν ότι: «Θα μορφώσετε, δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί, δάσκαλοι πολλοί. Αλλά θα υπηρετήσετε πρώτα όλοι σας στα Βίλια». Και ήταν αυτοί μια ανώτερη, μια μορφωμένη τάξη ανθρώπων και οι άνθρωποι που ερχόντουσαν ήσαν και αυτοί μορφωμένοι και μας μετέφεραν τον πολιτισμό και είχαμε οπωσδήποτε μια καλή επίδραση από τον τουρισμό. Αλλά εκτός από αυτούς, τώρα ήρθαμε λίγο πίσω, από τους πολιτικούς της εποχής εκείνης είχαμε πολλούς επισκέπτες, δηλαδή να σας πω το εξής. Πρώτον, μετά την απελευθέρωση και μετά τον ερχομό του Βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα. Ο Όθωνας, τουλάχιστον για πολλά χρόνια, δεν απομακρυνόταν από την Αθήνα. Ο μόνος χώρος και η μόνη έξοδος που είχε από τις πρώτες ήταν η επίσκεψη στα Βίλια. Εδώ είχαμε, όπως είχε τότε όλη η Ελλάς τους Εμφυλίους και τις διαμάχες, οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα κανονίσει ποιος θα είναι ο Δήμαρχός τους. Και ήρθε ο Όθων, ο οποίος ορίζει τον Λουκά τον Στεφόπουλο Δήμαρχο Βιλίων το 1841. Από εκεί και πέρα, οι Βιλιώτες λάτρεψαν τον Όθωνα –βεβαίως θα υπήρχαν και αντίπαλοι οπωσδήποτε, δεν υπάρχει λόγος, θα υπήρχαν και άνθρωποι που δεν τον λάτρεψαν– αλλά οι περισσότεροι και περισσότερο ο Δήμαρχος, ο οποίος με την οικογένειά του και με το πρώτο του παιδί παρακάλεσε τον Όθωνα τον Βασιλιά να του βαφτίσει τον γιό. Ο Όθωνας πρόθυμα βάφτισε τον γιό του Δημάρχου και δίνει το όνομά του ο Όθων Στεφόπουλος, ο οποίος έγινε ένας απ’ τους εκλεκτούς γιατρούς, ο οποίος σπούδασε βεβαίως στην Αθήνα, αλλά εγκαταστάθηκε στα Βίλια μέχρι τα γεράματά του, δηλαδή πριν ακόμα τελειώσει τη θητεία του ως γιατρός και μετά. Το ίδιο και οι άλλοι αγωνιστές του ‘21 σπούδασαν. Ένας από τους σπουδαίους που ήταν ιερέας τότε, ήταν ο Δημήτριος Κωνσταντινίδης Πλούμπης, ο οποίος ήταν ιερέας και ήταν τόσο εκλεκτός, τόσο καλός, που τον επέλεξαν στη Μητρόπολη Αθηνών, ήταν ο πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Αθηνών. Αυτός, όλη του την προσπάθεια ήταν για τα Βίλια. Αυτό που το ακούει κανένας απίστευτα εξακριβωμένα 100%, με πιστοποιητικά και με γνωστούς ανθρώπους ακόμα που το είχαν αφηγηθεί, αυτός σπούδασε τον γιό του γιατρό στο Παρίσι. Αλλά η συμφωνία ήτανε συμφωνία. Σπουδαγμένος γιατρός στο Παρίσι, να ασκήσει το επάγγελμα στα Βίλια. Λοιπόν, και έμεινε όχι μόνο– Αυτός έμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1941 έμεινε στα Βίλια. Λοιπόν, και ήταν –γι’ αυτό λέω– ήταν τα Βίλια –συγγνώμη τώρα– το 1931, γι’ αυτό σταματάω αυτή τη στιγμή. Το 1931, Κωνσταντίνος Δημητρίου Κωνσταντινίδης, ιατρός σπουδάσας εν Παρισίοις. Δηλαδή αυτό έγινε με πολλούς και υπήρχε μια μεγάλη οικογένεια εδώ στα Βίλια, η οικογένεια Σακελλαρίου. Ο ένας –ο Αριστοτέλης– από αυτούς σπούδασε νομικός, πολιτεύτηκε το 1910 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ήταν βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η πρώτη επίσκεψη μετά την εκλογή του Ελευθέρεως Βενιζέλος, την έκανε στα Βίλια. Κι έχω φωτογραφίες από την επίσκεψή του και καταλαβαίνετε, λοιπόν. Λέω μερικά παραδείγματα που τα Βίλια είχανε στενή σχέση με την Αθήνα λόγω αποστάσεως και λόγω του πληθυσμού που ήσαν φιλήσυχοι –δεν ήσαν επαναστάτες– και είχαν πάρα πολλές σχέσεις. Ένας, όπως είπαμε, το σπίτι των Σακελλαρίου είχε ένα ξεχωριστό δωμάτιο και φιλοξενούσε τους επισήμους. Ένας από τους τακτικούς επισκέπτες των Βιλίων, που ερχόταν με την άμαξα ακόμα και συχνά για να ξεκουραστεί, ήταν ο Θεσσαλονικιός, ο Μακεδόνας, ο Στέφανος Δραγούμης. Ερχόταν στα Βίλια και κοιμόταν στο σπίτι του Σακελλαρίου και με στενές σχέσεις και τα λοιπά, αυτά. Τώρα εδώ ακριβώς, το 1897, είχε έρθει στα Βίλια ένα καλοκαίρι μαζί με τον πατέρα του, τον Στέφανο Δραγούμη, ο Ίων Δραγούμης. Ο Ίων Δραγούμης, ο οποίος λάτρεψε τα Βίλια, έκανε πολλές περιηγήσεις και έγραψε πολλά σχετικά με την κατάσταση τότε των Βιλίων. Και αυτό που έκανε, φύτεψε ένα σπάνιο δέντρο, το οποίο, δυστυχώς, είχαμε την ατυχία εδώ και τέσσερα-πέντε χρόνια ξεράθηκε και ενώ θα μπορούσε ο κορμός να παραμείνει, μερικοί –τέλος πάντων μη τους χαρακτηρίσω, γιατί στεναχωρήθηκα πολύ– ξερίζωσαν το δέντρο και τα λοιπά. Και στη θέση του έχει φυτευτεί το παρόμοιο δέντρο το οποίο υπάρχει τώρα. Θέλω να πω ότι πάντα υπήρχαν πάντα άνθρωποι αυτοί. Αυτό το γένος των Σακελλαρίου ήτανε ένας από τα αδέλφια ιατρός, ήταν από τους Μακεδονομάχους, που πέθανε στην Μακεδονία, και ο εγγονός, ο τελευταίος Σακελλαρίου, ο Γιάννης Σακελλαρίου, ο πρώτος αεροπόρος που έπεσε με το αεροπλάνο επάνω στην Ήπειρο. Και εδώ έχουμε μνημείο, αλλά αυτά μπορούμε να τα πούμε λίγο αργότερα, γιατί γίνεται τελετή ξεχωριστή στις 28 Οκτωβρίου για τον Γιάννη τον Σακελλαρίου και για άλλους πολεμιστές των Βιλίων. Αλλά για την κατάσταση των Βιλίων, παρότι στην επαρχία Μεγαρίδος, πρωτεύουσα ήσαν τα Μέγαρα, τα Βίλια ήσαν πολύ-πολύ πιο πάνω από τα Μέγαρα εκείνη την εποχή και για πολλά χρόνια. Και είπαμε, επειδή ήτανε αυτή η σχέση που είχαν δημιουργήσει με έναν πάρα πολύ καλό κόσμο.
Είχε δηλαδή ένα –σαν χωριό– είχε ένα μεγάλο κύρος.
Μεγάλο κύρος, βεβαίως, βεβαίως.
Αυτό το κύρος το θυμάστε εσείς όταν ήσασταν νέος να υπάρχει ακόμα; Ή δημιουργήθηκε, ας πούμε, αργότερα;
Κοιτάξτε τώρα, μιλάμε αιώνες πριν. Εγώ θυμάμαι πάρα πολύ καλά, τη δεκαετία του ‘30, το δεύτερο ήμισυ, όταν ήτανε δικτάτορας στην Ελλάδα ο Ιωάννης Μεταξάς, δηλαδή από το [00:50:00]1936 που εγκαταστάθηκε η δικτατορία μέχρι το ’40 και από εκεί και πέρα, θυμάμαι όλα πάρα πολύ καλά. Το θυμάμαι πάρα πολύ καλά, διότι το 1936 μέχρι το ‘40 ήταν η εθνική οργάνωση νεολαίας που... Η μεγάλη. Η μεγάλη, εννοώ τα αγόρια τα μεγάλα ήσαν οι φαλαγγίτες και οι φαλαγγίτισσες, οι κοπέλες, και εμείς οι μικροί του δημοτικού ήμασταν οι σκαπανείς. Και ήμουνα σκαπανέας. Λοιπόν, από εκεί και πέρα κατά... Αλλά πολύ-πολύ αυτή η κατάσταση που υπήρχε τότε, ας πούμε παλαιότερα μέχρι τότε, αλλά επανελήφθη ή συνεχίστηκε μετά την απελευθέρωση και μετά τη λήξη του συμμοριτοπολέμου –όπως τον λέγανε τότε, έτσι γράφανε οι εφημερίδες, δεν τον λέγανε «Εμφύλιο» τότε, οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο έλεγε «ο συμμοριτοπόλεμος»– μετά τη λήξη, εγώ είμαι υποχρεωμένος λόγω του Εμφυλίου... Λοιπόν, τα πράγματα άλλαξαν και επανήλθε αυτή η πρόοδος των Βιλίων. Τότε είχαμε μια λίγο διαφορετική, ας πούμε, έλευση τουριστών και παραθεριστών. Ένας από τους καλλιτέχνες εδώ του κλαρίνου ήταν ένας Παπακωνσταντίνου Χρίστος, ο οποίος ήταν καλλιτέχνης και ο οποίος μας μάζευε στο ραδιόφωνο να ακούσουμε όταν στην ΕΡΤ έπαιζε το κλαρίνο και άκουγε όλη η Ελλάδα τον Χρίστο, ήταν σπουδαίο γεγονός για τα Βίλια. Αυτός ο Χρίστος ο Παπακωνσταντίνου παντρεύτηκε την αδελφή –διότι έγινε γνωστός και στην Αθήνα– παντρεύτηκε την αδελφή του Πέτρου του Επιτροπάκη. Ο Πέτρος ο Επιτροπάκης τενόρος του Ωδείου Αθηνών. Καταλαβαίνετε τα βράδια τι γινότανε με αυτόν και τη συντροφιά σε μια πλατεία που τη λέγαμε πλατεία της Λεύκας. Η μεν πλατεία τώρα υπάρχει διαφορετική, η λεύκα –μια πανύψηλη λεύκα– δεν υπάρχει. Λοιπόν, τα καλοκαίρια μαζευόταν πάρα πολύς κόσμος και αυτοί τραγουδούσαν με τις συντροφιές, καθηγητές πανεπιστημίου, ανώτεροι στρατιωτικοί, πολύ-πολύ, δηλαδή η ανώτερη τάξη των Αθηνών ερχότανε στα Βίλια. Ήταν τότε ο τουριστικός τόπος τα Βίλια, ήταν το μόνο χωριό που βρίσκαν... Και εδώ οργανωμένοι είχανε μερικοί τις αγελάδες, για να προμηθεύονται το γάλα στους παραθεριστές. Άλλοι είχαν τις κότες και είχανε βάλει τις κλώσσες, γιατί, ξέρετε, τώρα υπάρχουν τα εκκολαπτήρια που βάζουν τα αυγά και βγάζουν κοτόπουλα. Τότε βάζαν τις κλώσσες για να βγάλουν τα κοτόπουλα και τα βάζανε από τον Απρίλιο μήνα, ώστε να έχουν τον Ιούνιο-Ιούλιο κοτόπουλα, να τρώνε οι παραθεριστές. Δηλαδή υπήρχε τέτοια οργάνωση. Και υπήρχαν σε μια απογραφή αργότερα δεκαέξι χώροι εκ των οποίων τα μισά ήσαν ξενοδοχεία και τα άλλα ωραία σπίτια, τα οποία νοικιαζόντουσαν για τους παραθεριστές. Συνεχιζόταν για πολύ. Αλλά κυρίως αυτός που έδινε, έτσι, μεγάλη ζωή στα Βίλια ήταν ο Επιτροπάκης με τις– Και μάλιστα, από το ακροατήριο –θα το πω και αυτό, τώρα μου ‘ρθε στο μυαλό–, απ’ το ακροατήριο ήταν πολλοί όταν τελείωσε η βραδινή διασκέδαση: «Πότε θα μας ξαναέρθετε, κύριε Επιτροπάκη;». «Α!», λέει ο κύριος Επιτροπάκης, «θα ξανάρθω, αλλά με λίγο διαφορετικούς όρους». Και καλεί εδώ μια επιτροπή του φιλόπτωχου ταμείου και την εκκλησιαστική επιτροπή και τους λέει: «Θα κάνετε το εξής». Και τους δασκάλους. «Θα ‘ρθω την παραπάνω Κυριακή, αλλά αυτό το τραγούδι θα γίνει σε κλειστό χώρο, θα γίνει στη σειρά των σχολείων που είναι– Θα γίνει μέσα σε κλειστό χώρο και θα έχει είσοδο με 5 δραχμές, να δώσουμε και στους φτωχούς που μας ακούν από μακριά, να δώσουμε και σε αυτούς ένα κομμάτι ψωμί». Έτσι και έγινε. Λοιπόν, τέτοια και άλλα πολλά, πάρα πολλά, συνέβαιναν στα Βίλια.
Μου 'χατε πει ότι φύγατε για ένα διάστημα για σπουδές.
Ναι.
Στην Αθήνα. Έτσι;
Ναι. Ναι.
Γυρίσατε... Πότε γυρίσατε; Μπορείτε να μου υπενθυμίσετε; Λοιπόν, είχαμε μείνει... Θα μου λέγατε πότε επιστρέψατε στα Βίλια μετά τις σπουδές σας;
Το γράψαμε αυτό;
Όχι.
Θέλω να μου πεις, όμως, μια ερώτηση να ‘ρθω λιγάκι πίσω απ’ τα παλιά, διότι πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο γινόταν κάτι εδώ, ο κυριακάτικος χορός. Γινότανε κάθε Κυριακή, βρέξει-χιονίσει. Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που σταμάτησε. Δεν γινόταν. Αλλά από παλιά χρόνια μέχρι τότε γινόταν. Τότε ήτανε ο μόνος τρόπος να ιδωθούν οι νέοι με τις κοπελιές που χόρευαν.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν συνεχίστηκε;
Συνεχίστηκαν οι επίσημοι χοροί. Αν θέλεις, κάνε την ερώτηση να το πούμε αυτό, αν θέλεις. Να μην απομακρυνθούμε πολύ. Καν’ το, υπό την έννοια μήπως θέλω να συμπληρώσω κάτι.
Από παλιά; Εννοείται. Εννοείται. Ό,τι θέλετε μπορείτε να πείτε. Συγγνώμη, πρότρεξα λίγο. Έχετε δίκιο. Να πάμε πίσω πάλι, με ιστορίες από παλιότερα χρόνια, που δεν τα έχετε βιώσει. Αν έχετε να μου πείτε κάτι που σας έχουν μεταφέρει;
Αυτά τα έχω βιώσει.
Ναι. Ναι. Όχι, εννοείται. Εννοείται.
Τα ‘χω βιώσει αυτά ό,τι... Ακριβώς τους γιατρούς που σπούδαζαν στο εξωτερικό δεν τα ‘χω βιώσει.
Κατάλαβα.
Πρώτον. Και δεύτερον, όταν χτίστηκε η εκκλησία με τον Τσίλλερ και τα λοιπά, είναι και αυτό στα παλιά. Πρέπει να το πούμε πριν προχωρήσουμε. Πρέπει να πούμε όλα αυτά, γιατί είναι ακόμα, είναι μερικά που πρέπει να τα πούμε. Εσύ, στο τέλος θα τα ξεχωρίσεις.
Ναι. Ναι. Πείτε μου.
Λοιπόν, κοίτα, τώρα θέλω να πω για τους κυριακάτικους χορούς και θέλω να πω ότι από τότε που χτίστηκαν τα Βίλια υπήρχε η πηγή για το θέμα του νερού. Υπήρχε άφθονο νερό και είχανε φτιάξει τους υδρόμυλους και από εκεί και πέρα υπήρχαν υδρόμυλοι που ερχόντουσαν από όλον τον κάμπο να αλέθουν. Εκεί που ήταν η πηγή στην Παναγίτσα, εκεί ήσαν οι μύλοι και ερχόντουσαν όλοι για να αλέσουν το αλεύρι τους, γιατί δεν υπήρχε πουθενά υδρόμυλος. Ήταν σπουδαίο αυτό. Κατάλαβες; Και δεύτερον, για τους κυριακάτικους χορούς. Ήτανε το νυφοπάζαρο, τα προξενιά.
Θέλετε να μου το περιγράψετε λίγο αυτό, γιατί ακούγεται ωραίο έθιμο.
Του προξενιού;
Ναι.
Λοιπόν, υπήρχε, ήταν καθιερωμένο, ήταν ο κυριακάτικος χορός. Και αυτό που λέω για τις κοπελιές ήταν η μόνη έξοδος και διέξοδος. Δεν ξέρανε ταβέρνα, δεν ξέρανε εστιατόριο, δεν ξέραν καφενείο. Οι άνδρες δεν επέτρεπαν, ούτε τις γυναίκες έπαιρναν, ούτε τα παιδιά τους ακόμα. Μπορεί να παίρναν τα παιδιά να τους κεράσουν ένα υποβρύχιο, μια βανίλια. Αλλά να πάρουν... Και οι γυναίκες όλη τη βδομάδα έκαναν την προετοιμασία της ενδυμασίας, εκτός αν είχε φοβερή κακοκαιρία ή χιόνι, τότε δεν χόρευαν, αλλά με οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες χόρευαν. Και έχω φωτογραφίες από τον κυριακάτικο χορό, αυτό να το ξέρεις, θα τις δούμε μετά. Εκεί λέω ότι ακόμα υπήρχε από τον χορό η πρώτη, η οποία έλεγε το τραγούδι και οι άλλες το επαναλάμβαναν και χόρευαν. Το τραγούδι είχε και υπαινιγμούς για ορισμένα πρόσωπα. Κατάλαβες; Εκεί είναι το τραγούδι της πρώτης. Η πρώτη άλλαζε, για να έρθει η άλλη να κάνει και αυτή υπαινιγμό, για κάτι... «Εσύ με τη μικρή μύτη, εσύ με το λαμπρό χαμόγελο, εσύ με το αυτό...». Κατάλαβες; Δεν λέγανε ονόματα, τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια, δηλαδή. Είχε αυτή την έννοια ο κυριακάτικος χορός. Δεν ήταν να το πούμε;
Ναι, εννοείται. Είναι πολύ σημαντικό.
Και αυτό και θέλω να πω και για τους αλευρόμυλους, τους υδρόμυλους. Άσε, λοιπόν, να πούμε αυτά είναι τα καλά. Αλλά υπήρχαν και τα κακά, υπήρχαν και οι ζωοκλέφτες. Και αυτό πρέπει να το πούμε. Οι ζωοκλέφτες, και μάλιστα τη δεκαετία του ‘30 που λέμε, ήταν αυστηρότατος ο νόμος για αυτούς τους κυνηγούς. Υπήρχε εκεί στις μουριές, ήταν η αστυνομία, κάτω ήταν το υπόγειο και άνοιγαν το παράθυρο το βράδυ οι χωροφύλακες και χτυπούσαν τους... Και φώναζαν και ακούγαμε. Απέναντι ήταν το σπίτι μου και άκουγα και λυπόμουνα, λέω: «Εντάξει, ρε...». Και δεν είναι μόνο αυτό, ήταν αυστηρός ο νόμος και ένας κατ’ επιμονή ζωοκλέφτης τιμωρήθηκε με το εξής. Μια Κυριακή απόγευμα, τού βάλαν μια γίδα στο κεφάλι και τον κάνανε περίπατο σε όλη την αγορά. Αν νομίζεις, να το πούμε και [01:00:00]αυτό. Να μην πούμε όλα τα καλά.
Σωστό. Τραγικό πάντως αυτό.
Τραγικό, τραγικότατο. Αυτά τα ‘χω δει, που σου λέω. Είναι γιατί τόσα χρόνια, τα ‘χω δει όλα αυτά. Και ύστερα, να πούμε και λίγα για την ίδρυση της εκκλησίας.
Βέβαια.
Τώρα, για τη βάφτιση του Όθωνα να μην τα ξαναπούμε. Τα είπαμε αυτά, έτσι; Και ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήρθε εδώ, τα είπαμε. Και να πούμε, να έρθουμε λιγάκι πίσω, αυτά τα τρία θα πούμε. Ο χορός, οι μύλοι και η ίδρυση της εκκλησίας. Λοιπόν, κάνε μου την ανάλογη ερώτηση και ξεκινάμε ή θέλεις χωρίς ερώτηση να τα πούμε;
Χωρίς. Πείτε ό,τι θέλετε.
Λοιπόν, έβαλες μπρος; Δηλαδή όσα λέμε τώρα γράφονται; Χριστέ και Παναγιά! Τότε τα είπα τα περισσότερα. Κοίτα, αυτό που λέγαμε ότι οι γυναίκες ζούσαν σε πολύ δυσμενή κατάσταση, να έχουν όλο το βάρος της οικογενείας. Την καθαριότητα, το φαγητό, το πλύσιμο, γενικά την καθαριότητα, ας πούμε. Και τα παιδιά και συγχρόνως εργαζόντουσαν. Ήσαν σε πολύ δύσκολη θέση. Και οι κοπελιές δεν είχαν... Οι κοπελιές έπρεπε– Οι γονείς τους πολλές φορές τις πάντρευαν χωρίς να ξέρουν, αλλά απλώς τους ανακοίνωναν τον γαμπρό, όχι να το συζητήσουν. Αλλά είχε καθιερωθεί ο κυριακάτικος χορός που ήταν, όπως είπαμε, μια έξοδος και διέξοδος. Αυτές, όπως είπαμε, στον χορό τραγουδούσε η πρώτη και έκανε υπαινιγμούς για ορισμένα πρόσωπα και τα λοιπά. Ο επισημότερος χορός, όμως, που έγινε και γινόταν φροντίδα από όλες τις γυναίκες ήταν ο χορός της 6ης Αυγούστου. Του πανηγυριού των Βιλίων, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που γίνεται ο μεγαλύτερος χορός. Έχω φωτογραφία. Τότε φρόντιζαν με τις πιο πλούσιες στολές και τις πιο καλοστολισμένες στολές να εμφανιστούν στον μεγάλο χορό, τον ετήσιο. Αυτά για τον κυριακάτικο χορό. Μετά, ήταν το θέμα της αλέσεως του σιταριού που είχανε χειροκίνητους, ήσαν δύο πέτρες που έκανε αλεύρι το σιτάρι, και ένας εκμεταλλεύτηκε τη δύναμη του ποταμού της Γκούρας, του νερού που πλέον ήρθε στα Βίλια, και έκανε τους υδρομύλους. Και σε αυτούς τους υδρομύλους εκτός από τους Βιλιώτες, ερχόντουσαν και από όλη την επαρχία της Βοιωτίας όλοι οι άνθρωποι που δεν είχαν μύλους, ερχόντουσαν και άλεθαν το σιτάρι τους. Ήτανε σημαντικό και αυτό. Και το βασικό, ότι χτίστηκε πρώτα ο ναός των Ταξιαρχών, τον 17ο αιώνα, το 1637 τέλος πάντων, γιατί με τη δικαιολογία επί Τουρκοκρατίας, με τη δικαιολογία ότι επειδή εκεί ήταν το νεκροταφείο, έγινε ο ναός για την ταφή των νεκρών. Και επειδή είχαμε τον Κωνσταντινίδη που ήτανε στην Επισκοπή Αθηνών, στη Μητρόπολη Αθηνών, φρόντισε μαζί με τον Τσίλλερ, τον Ερνέστο Τσίλλερ, και κάνανε τον Ναό της Μεταμορφώσεως. Και έχω φωτογραφίες και για αυτά. Και εδώ, η μεγάλη φωτογραφία... Γράφει τώρα, Μυρτώ; Κοίτα, Μυρτώ, θέλω να μου επιτρέψεις το εξής. Δεν ξέρω εσύ πώς θα τα βολέψεις, αλλά επειδή εγώ έχω ζήσει πολύ, πάρα πολύ στα Βίλια και έχω ζήσει πολλά-πολλά στα Βίλια, αλλά και έχω ακούσει και έχω διαβάσει και έχω μελετήσει ακόμα και από τις επίσημες βιβλιοθήκες –πάρα πολύ σπουδαίο–, έχω παραλείψει ορισμένα πράγματα, τα οποία θα μου επιτρέψεις να τα πω τώρα.
Οκ.
Έτσι, λοιπόν. Πρώτον, επί Τουρκοκρατίας υπήρχαν και άνθρωποι που στο τέλος, στην προ-επαναστατική περίοδο, ήσαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας και είχαν προετοιμαστεί από τα Βίλια για την Ελληνική Επανάσταση και διακόσιοι άνθρωποι πρώτοι με ιερέα τον Νίκο τον Τσαβάρα– Και εδώ ευλόγησε τη σημαία της επαναστάσεως και πήγανε και ενωθήκανε με τα στρατεύματα στον Ισθμό της Κορίνθου. Και εδώ, όμως, λίγο πριν είναι δύο γεγονότα που δεν μπορώ να μην τα πω. Ήτανε ο Αθανάσιος Κωνσταντίνου Πλούμπης, ένας πολύ καλός πατριώτης, είχε ένα μεγάλο ποίμνιο οχτακοσίων αιγοπροβάτων. Είχε γραφτεί στη Φιλική Εταιρεία και ετοίμαζε μια μικρή ομάδα να συμβάλει και αυτός στην επανάσταση. Αλλά δυστυχώς έγινε αντιληπτή από στρατεύματα τούρκικα και του επιτέθηκαν –Αθανάσιος Κωνσταντίνου Πλούμπης– και του επιτέθηκαν, τον σκότωσαν, τον κατατεμάχησαν με τα ξίφη και με τις λόγχες, τον κατατεμάχησαν, και αυτό το πολυκομματιασμένο πτώμα του το κρέμασαν σε ένα πεύκο στο Κρύο Πηγάδι, σε μία περιοχή που ονομάζεται η περιοχή ο Πεύκος του Κρεμασμένου, υπάρχει εκεί ακόμα. Και ήταν για παραδειγματισμό των Βιλίων. Και του πήραν και τα οχτακόσια τόσα αιγοπρόβατα οι Τούρκοι. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο, το οποίο είναι πάρα πολύ συγκινητικό, είναι οι Τούρκοι, οι οποίοι ήσαν και εδώ, βεβαίως, υπήρχανε στα Βίλια... Και στη Θήβα ήταν ο φρούραρχος ο Τούρκος. Λοιπόν, κάνανε εφόδους και σε μια περιοχή των Βιλίων που λέγεται Βένιζα, ήτανε ένας Λούκος Κωνσταντίνος με την οικογένειά του, οι οποίοι πηγαίναν, μένανε εκεί τον περισσότερο χρόνο εκεί για ασφάλεια, και κυρίως τους χειμερινούς μήνες για να εργάζονται εκεί. Αλλά οι Τούρκοι, όμως, πηγαίναν πολύ. Και πήγαν και πήραν ομήρους τη γυναίκα του και την κόρη του, τη Μάρω. Και ζήτησαν για να τις ελευθερώσουν 300 γρόσια την κάθε μια. Καταλαβαίνετε τι έγινε. Ένας φτωχός εργάτης που προσπαθούσε με τα καυσόξυλα και με τα κάρβουνα να βγάλει το μεροκάματό του για να συγκεντρώσει τόσα χρήματα. Και συγκεντρώνει λοιπόν, 300 μόνο γρόσια. Σηκώνεται και πάει στη Θήβα, στον φρούραρχο, με το σκεπτικό ότι ίσως ο φρούραρχος συγκινηθεί και τον... Και του λέει ότι: «Κατέβαλα κάθε προσπάθεια, δεν μπόρεσα να συγκεντρώσω περισσότερο, έχω αυτό και θα σε παρακαλούσα να μου ελευθερώσεις και τη γυναίκα μου και την κόρη μου». Ο φρούραρχος ανένδοτος, δεν έγινε... Και ήρθε ο πατέρας στο φοβερό δίλημμα ποια να πάρει και ποια να αφήσει. Σκέφτηκε ότι η αγάπη και η στοργή και η λατρεία ήταν και στη μία και στην άλλη γυναίκα, αλλά ποια θα ήταν πιο ωφέλιμη για την υπόλοιπη οικογένεια. Και έτσι, με αυτό το σκεπτικό αναγκάστηκε και πήρε τη γυναίκα του. Και έμεινε η Μάρω, η οποία κλαίγοντας και παρακαλώντας και με τα δάκρυα χαιρέτησε... Και ο πατέρας με τη μητέρα φύγανε με το κεφάλι τους στραμμένο πάντα πίσω. Και δεν την ξανάδαν από τότε και ούτε έμαθαν ποτέ τι έγινε η κόρη τους. Αυτή είναι μια από τις... Και υπήρχαν κι άλλα, κι άλλα τέτοια θέματα στα Βίλια. Δυστυχώς. Αυτό είναι το ένα. Και το άλλο που ήθελα να πω... Είναι ο κυριακάτικος χορός. Είναι γραμμένο;
Ναι.
Και το τρίτο, ότι στα Βίλια το νεκροταφείο ήτανε εκεί που είναι η σημερινή πλατεία της εκκλησίας. Εκεί ήταν το νεκροταφείο. Με τη δικαιολογία, επειδή υπήρχανε δύο μικροί ναοί και ο πληθυσμός είχε αυξηθεί πάρα πολύ, με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να χτιστεί ένας ναός στο νεκροταφείο για να γίνεται η εξόδιος ακολουθία του νεκροταφείου, τότε επετράπη από τους Τούρκους, από τον φρούραρχο να χτιστεί το 1637 ένας ναός ο Ναός των Ασωμάτων, με αυτή τη δικαιολογία. Βεβαίως, οι Βιλιώτες λιγάκι υπερέβησαν από τα σχέδια που τους δώσαν οι Τούρκοι, κάναν λίγο μεγαλύτερο τον ναό. Ο κανονισμός έλεγε ότι θα έχει το σχήμα ενός δίρριχτου, δηλαδή με δυο πλαγιές κεραμίδια τη στέγη, δίρριχτου σπιτιού και μόνο θα φέρει έναν μικρό σταυρό χωρίς κωδωνοστάσι, χωρίς καμπάνα. Αυτός ήταν ο κανονισμός του ναού. Αυτοί, βεβαίως, τον μικρό σταυρό, κωδωνοστάσι δεν κάνανε. Το κωδωνοστάσι που υπάρχει τώρα, όπως θα δούμε, έχει γίνει τότε που έγινε και ο ναός [01:10:00]Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Τέλος πάντων, φτιάξανε αυτόν τον ναό και εκεί, σε αυτόν τον ναό, ορκίστηκαν και οι πρώτοι που σήκωσαν τη σημαία της επαναστάσεως. Και ερχόμαστε σε ένα πάρα πολύ σπουδαίο θέμα, στην κατασκευή του ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Είπαμε ότι από τους αγωνιστές του ‘21 και ένας γιος αυτουνού που κατακρεούργησαν οι Τούρκοι, ήταν ο Δημήτριος Πλούμπης ή Κωνσταντινίδης. Αυτός ο οποίος έγινε ο πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως των Αθηνών. Αυτός, λοιπόν, είχε πολύ σπουδαίες γνωριμίες στην Αθήνα και εκτός των άλλων είχε συνδεθεί και με τον Ερνέστο Τσίλλερ, τον Γερμανό αρχιτέκτονα, ο οποίος είχε κάνει τα τόσα σοβαρά ιδρύματα στην Αθήνα, και κανόνισε με αυτόν να χτίσει έναν ναό στα Βίλια και έγινε ο Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ένας ναός ο οποίος, καταλαβαίνετε, σε έναν τόπο όχι πλούσιο, όχι με πλούσιους ανθρώπους που απαιτούσε πάρα πολλά χρήματα. Και ήσανε τρεις επίτροποι τότε εκ των οποίων πάλι ο γιος αυτουνού που σκότωσαν και κατατεμάχησαν οι Τούρκοι, διότι αυτοί ήσαν πάρα πολύ αφοσιωμένοι στα Βίλια... Λοιπόν, αυτός ήταν ο ένας. Ένας, ο Δήμαρχος, ένας Αθανάσιος Βάπας, ο Αθανάσιος Πλούμπης, ο Αθανάσιος Βάπας και ο Ιωάννης Γκίκας, οι οποίοι ήσαν από τους πλούσιους των Βιλίων. Υποθήκευσαν την περιουσία τους και έπαιρναν δάνεια στην τράπεζα για να χτίσουν τον ναό. Με τα σχέδια, λοιπόν, του Ερνέστου Τσίλλερ φτιάξανε τον ναό που κράτησε από το 1893 μέχρι το 1897, μια τετραετία να κατασκευαστεί. Και σε αυτό, το ευχάριστο είναι, διότι όλοι, όλοι οι Βιλιώτες με τη σειρά τους και οι καροτσίδες που ήσαν με τα κάρα τους, δούλευαν μέρα-νύχτα για να μεταφέρουν την πέτρα που είναι από μια περιοχή λίγο μακριά από τα Βίλια, το Παλαιοχώρι, για να φέρναν– Εκεί ήταν το νταμάρι που βγάζαν την πέτρα και εκεί γινότανε το σκάλισμα της πέτρας, δίναν το σχήμα αυτό... Και τα κάρα μετά έφερναν τις πέτρες και από έναν δρόμο –αυτός που σήμερα πηγαίνει προς το Γερμενό– και άλλον που είναι απ’ το νότιο, αυτό τον κύκλο κάναν όλη την ημέρα τα κάρα. Και όπως κάναν τα κάρα αυτόν τον κύκλο, φεύγανε, φορτώνανε, ερχόντουσαν από αυτόν τον δρόμο, αδειάζαν, ξαναφεύγαν και ούτως καθεξής. Και ευτυχώς, όπως είπαμε, ο πολύς κόσμος βοηθούσε πάρα πολύ. Βεβαίως, μετά κατάφεραν και με εράνους και με άλλες ενισχύσεις... Αλλά έγινε αυτό το αριστούργημα του Ερνέστου Τσίλλερ. Αυτό δε, που από επίσημα πρόσωπα είχα ακούσει, ότι ήρθε η ώρα των εγκαινίων του ναού, που, όπως είπαμε, έγινε 6 Αυγούστου του 1897. Διαπίστωσαν τελευταία στιγμή, ενώ ήσαν όλα έτοιμα, ότι δεν είχανε εικόνα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Θα γινόντουσαν τα εγκαίνια χωρίς εικόνα. Ένας από τους– Ο Πλούμπης, λοιπόν, ανεβαίνει στο άλογό του και στην περιοχή μεταξύ Ψάθας και Αλεποχωρίου, υπάρχει ένα μοναστήρι, η Μονή Σωτηράκη, η Μονή Μεταμορφώσεως. Πήγε –καταλαβαίνετε με ποια ταχύτητα, με το άλογο– πήρε την εικόνα και ήρθε μέσα σε μια ώρα και βάλαν την εικόνα και γίναν τα εγκαίνια. Για τη θεμελίωση του ναού έχω τη συγκέντρωση των ανθρώπων εκ των οποίων και ο Ερνέστος Τσίλλερ, αλλά για τον εορτασμό των εγκαινίων δεν έχω φωτογραφία. Και διερωτώμαι πώς δεν υπήρχε καμία, διότι έψαξα παντού, δεν βρήκα καμιά. Αυτό ήταν, όμως, ο περίφημος ναός και ο Ερνέστος Τσίλλερ ερχόταν και αυτός στα Βίλια και φιλοξενείτο πάρα πολύ συχνά και κατά τον χρόνο της κατασκευής του ναού και μετά, φιλοξενείτο και αυτός στο δωμάτιο των Σακελλαρίου, που ήταν πάντοτε για τους επισήμους που επισκέπτονται τα Βίλια.
Κύριε Μελέτη, θα ήθελα...
Και τώρα ερχόμαστε στην ερώτηση. Εάν ερχόμουνα στα Βίλια, δηλαδή, με πότε–
Πότε επιστρέψατε μετά;
Να σας πω κάτι. Ότι τον χρόνο των σπουδών, των σπουδών στο γυμνάσιο, όπως καταλαβαίνετε, ήταν Κατοχή και το υπόλοιπο της Κατοχής. Δεν υπήρχαν ούτε λεωφορεία για συγκοινωνία. Υπήρχαν μόνο μερικά φορτηγά γκαζοζέν. Τα γκαζοζέν ήσαν αυτά, τα οποία κινούντο με ξυλάνθρακες, με κάρβουνα και λοιπά, δεν υπήρχε βενζίνη, γιατί στην Κατοχή οι Γερμανοί έπαιρναν όλη τη βενζίνη και τα πετρέλαια, δεν περίσσευε για τον κόσμο. Αλλά τα φορτηγά αυτοκίνητα, τα οποία δεν είχαν επιτάξει στον πόλεμο, υπήρχαν τα φορτηγά, δεν υπήρχαν τα λεωφορεία τα οποία σχεδόν έμειναν στην Αλβανία. Δεν είχαμε τότε ούτε τηλέφωνα και τα ταχυδρομεία δεν λειτουργούσαν καλά-καλά. Εγώ είχα για την επιθυμία μου να επισκέπτομαι τα Βίλια τότε που ήμουνα μαθητής στο γυμνάσιο, μπορεί να ερχόμουνα κάνα Σάββατο-Κυριακή μόνο παρακαλώντας έναν απ’ τους οδηγούς των φορτηγών. Όταν ερχόμουνα βεβαίως, ερχόμουνα μαζί με άλλους που το ίδιο κάναν και αυτοί σε ένα μεγάλο κασόνι του φορτηγού αυτοκινήτου. Και όταν έφευγα εδώ να πάω, να ανέβω επάνω στα καυσόξυλα που ήταν φορτωμένο το φορτηγό, για να πάω στην Αθήνα. Αυτή ήταν η επικοινωνία όταν ήμουν στο γυμνάσιο. Όταν, βεβαίως, ήμουνα μετά στο πανεπιστήμιο, τα πράγματα είχαν αλλάξει, αλλά ερχόμουνα πάρα πολύ συχνά. Αυτό, όμως, που θέλω να πω ότι ο νους μου ήσαν τα Βίλια, τα οποία λάτρευα και λατρεύω. Εκεί στα Βίλια– Στα Βίλια λέω, συγγνώμη. Είδατε και εδώ και η Αθήνα είχε γίνει Βίλια. Εκεί, λοιπόν, στην Αθήνα είχα έναν ξάδελφό μου, εκτός από έναν φίλο που ήμασταν μαζί μέρα-νύχτα, έναν ξάδελφό μου ο οποίος ήτανε διευθυντής στο Υπουργείο Εμπορίου. Αυτός είχε διορίσει πάρα πολλούς Βιλιώτες σε διάφορες εργασίες και ενώ αυτό είναι σίγουρο και πρέπει να το αναφέρω ότι πέθανε φτωχός και ότι είχε πολλές προσφορές, γιατί τότε κατόπιν αδειών του Υπουργείου Εμπορίου, γινόντουσαν οι εισαγωγές απ’ το εξωτερικό, αυτός έβγαζε, έδινε τέτοιες άδειες εισαγωγών με μόνο αντάλλαγμα να προσλάβουν δύο Βιλιώτες στις εργασίες τους. Του πρότειναν πολλές φορές για χρήματα, τους λέει: «Μην το ξαναπείτε, γιατί δεν σας δώσω άδεια». Αυτό είναι σιγουρότατο, σιγουρότατο και τώρα κάνω μία παρένθεση. Αυτός, λοιπόν, είχε οργανώσει στην Αθήνα τον σύλλογο τον «Εν Αθήναις και Πειραιεί Βιλιωτών». Ήμασταν όλοι οι Βιλιώτες που μέναμε τότε στην Αθήνα στον σύλλογο αυτό. Γινόντουσαν συγκεντρώσεις, ομιλίες και είχαμε επαφή. Αυτό που λέω ότι μετά άρχισε, βεβαίως, να δημιουργούνται λεωφορεία πάλι και ερχόμασταν κανονικά. Μην πω κάθε σαββατοκύριακο, αλλά τουλάχιστον κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο ερχόμασταν στα Βίλια. Και μετά, σαν φοιτητής, ερχόμουν. Στο εξωτερικό έχω πάει μόνο σε συνέδρια ιατρικά. Για αναψυχή μόνος μου είναι πολύ λίγα... Και οι διακοπές μου, όλα, γινόντουσαν στα Βίλια. Λοιπόν, και σαν φοιτητής ερχόμουνα και μετά, όταν τελείωσα, τελείωσα το πανεπιστήμιο, υπήρχε ο νόμος ότι δεν μπορούσες να κάνεις ειδικότητα αν δεν πας στο αγροτικό ιατρείο. Λοιπόν, αγωνίστηκα να πάω στο αγροτικό ιατρείο Βιλίων, γιατί ναι μεν να πας στο αγροτικό ιατρείο, αλλά να πας στα σύνορα, δεν θα πας στην πατρίδα σου, να σου κάνουν αυτή τη χάρη. Εκεί θα βάζαν κάποιον δικό τους, δεν ξέρω ποιοι ήσαν οι αρμόδιοι και ποιόν θέλαν να εξυπηρετήσουν. Εν πάση περιπτώσει, ας μου επιτραπεί τώρα και σαν ένα μικρό διαλειμματάκι. Ήταν ο διευθυντής τότε των τοποθετήσεων των αγροτικών ιατρών στα αγροτικά ιατρεία. Πήγα δυο-τρεις φορές. Του είπα αν γίνεται στα Βίλια. «Αυτό», λέει, «ξέχασέ το. Δεν γίνεται. Αλλά θα προσπαθήσω να σε στείλω σε ένα καλό ιατρείο. Έλα μεθαύριο να σου πω». Πάω μεθαύριο και μου λέει: «Θα πας στην Ειδομένη». Η Ειδομένη είναι στα σύνορα της Ελλάδος. Παρόλη το σέβας του [01:20:00]διευθυντού, λέω: «Κύριε Διευθυντά, πρώτον, ευχαριστώ. Αλλά τώρα που με συμπαθήσατε και μου λέτε ότι θέλετε να με εξυπηρετήσετε, με στέλνετε στην Ειδομένη. Αν συνέβαινε το αντίθετο, πού θα με στέλνατε; Στη Σιβηρία;». Μου λέει: «Με παρεξήγησες. Η Ειδομένη που έχει ετούτο το πλεονέκτημα και ετούτο...». Εν πάση περιπτώσει, κατάφερα παρακαλώντας –είναι η μόνη φορά που παρακάλεσα στη ζωή μου–, παρακάλεσα πάρα πολύ και με στείλαν στα Βίλια. Από εκεί και πέρα, ήρθα στον τόπο μου, στα Βίλια που αγαπούσα, που με αγαπάνε, που τους αγαπάω. Τα αδέλφια με την ευρεία έννοια... Και από εκεί και πέρα... Εν πάση περιπτώσει, επέστρεψα μετά τρία-τριάμισι χρόνια νομικά, αλλά ουσιαστικά δεν επέστρεψα στα Βίλια– Στην Αθήνα. Επέστρεψα στην Αθήνα και πήγα άρχισα την ειδικότητα στο Ιπποκράτειο. Από εκεί και πέρα... Αλλά η επαφή με τα Βίλια υπήρχε πάντα και εδώ υπήρχαν οι σύλλογοι. Έχουμε κάνει πολλούς συλλόγους, πολλά πράγματα. Μέχρι τώρα τα τελευταία χρόνια που, όπως είπαμε, κάναμε αυτή τη λαογραφική συλλογή.
Τέλεια. Εγώ δεν έχω να ρωτήσω κάτι άλλο. Έχετε καλύψει πάρα πολλά θέματα για μένα, προσωπικά.
Έχω καλύψει πολλά θέματα.
Ναι. Αν δεν έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο, τελειώσαμε. Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;
Ξέρεις, το σκέπτομαι πολύ, Μυρτώ μου, γιατί είναι... Αλλά θα το πω. Θα το πω. Όπως καταλαβαίνεις, η ιατρική ήταν σπουδή των πλουσίων. Ένας άνθρωπος που προέρχεται από μια οικογένεια μέσης προς τα κάτω οικονομικής καταστάσεως δεν είναι εύκολο να σπουδάζει ιατρική, αλλά η επιθυμία μου ήταν ή ιατρική ή παιδαγωγική, ή γιατρός ή δάσκαλος, διότι ήθελα πάρα πολύ να έχω τη σχέση με τον άνθρωπο, με τον συνάνθρωπο. Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, ο ξάδελφός μου που ήτανε στο Υπουργείο Εμπορίου είχε –γιατί τότε ήσαν εύκολοι οι διορισμοί, λίγοι ήσαν αυτοί που σπούδαζαν και λίγοι ήσαν αυτοί που είχαν πτυχία γυμνασίου και μπορούσε ο διευθυντής ακόμα να διορίσει άνθρωπο–, αυτός μου είχε έτοιμη θέση να με προσλάβει στο Υπουργείο Εμπορίου. Αρνήθηκα. Προσπάθησε να με πείσει ότι η ιατρική δεν είναι σπουδή των φτωχών και των μετρίων, είναι σπουδή των πλουσίων. Λοιπόν, καταλαβαίνεις πόσο συζήτησα και πόσο αγωνίστηκα και καταλαβαίνεις με ποιες συνθήκες τελείωσα. Αλλά καταλαβαίνοντας και την οικονομική κατάσταση και ακριβώς τα έξοδα που είχα κάνει, όταν έφτασα στο πτυχίο, δυο μήνες πριν, έτοιμος, να πούμε, και με την ελπίδα ότι θα πάρω το... Θα έρθω στο... Θα αρχίσω να εργάζομαι, πήγα σε δύο πρόσωπα. Στο ένα συγγενικό, σου λέω, πράγμα που εκ των υστέρων ο πατέρας μου μού ‘πε ότι δεν έπρεπε να το κάνω. Αλλά να ελαφρύνω λίγο, έστω και το τελευταίο διάστημα, την οικονομική κατάσταση των γονέων μου. Ο πατέρας μου μού έλεγε: «Σε παρακαλώ...». Δηλαδή μου ‘πε και την ‘παροιμία «φάγαμε τούτο και για την ουρά του θα λυπηθούμε;». Τέλος πάντων. Πάω σε δύο πρόσωπα, ένα συγγενικό. Λέω: «Ξέρεις, θέλω 100 χιλιάδες δανεικές για δυο-τρεις μήνες». Μετά από σκέψη, μου λέει: «Δεν είναι εύκολα αυτά τώρα, Μελέτη μου, τέτοιες εποχές δεν είναι εύκολα». Αλλά θα πρέπει να υπάρχει μια εγγύηση. Λέω: «Τάδε», μην πω και το όνομά του, «σε ευχαριστώ πάρα πολύ, σε ευχαριστώ». Και πάω σε έναν φίλο που είχα κάνει παρέα δέκα φορές, όχι στενό φίλο, ο οποίος βρισκόταν πάρα πολύ καλά οικονομικά. Του λέω: «Φίλε, θέλω αν μπορείς να μου δώσεις για δυο-τρεις μήνες 100 χιλιάδες δραχμές». «Μελέτη, αύριο θα έχεις 200 χιλιάδες δραχμές». Λέω: «Φίλε μου, τάδε», τώρα του ανάβω κεράκι, «φίλε μου τάδε, θέλω 100 χιλιάδες». «Θα πάρεις 200, να μην σκεφτείς για όλες σου τις ανάγκες οτιδήποτε, τούτο και εκείνο και εκείνο και ό,τι σου περισσέψει θα μου το φέρεις και όποτε κάνεις όλα τα άλλα, θα μου τα φέρεις». Λοιπόν αυτό δεν μπορούσα να μην το πω, διότι είναι μετά από τους γονείς μου, που τους ανάβω καντήλι γι’ αυτό που έκαναν, και γι’ αυτόν τον φίλο, ο οποίος με τόση... Δηλαδή, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και, δόξα τω Θεώ, στην εκτέλεση του καθήκοντός μου νομίζω ότι ανταποκρίθηκα σωστά, αγαπώντας και αγαπώμενος από τον κόσμο που... Οφείλω να πω και το εξής που από τότε που έγινα γιατρός και μέχρι τώρα ακόμα δεν κατέβασα ποτέ το τηλέφωνο απ’ τη θέση του. Και πολλές φορές Χριστούγεννα, Πάσχα είχα αφήσει, να τρέξω, να εξυπηρετήσω τον άρρωστο. Και πολλές φορές, μεσάνυχτα και μετά τα μεσάνυχτα... Και αυτό ήταν– Μου λέγανε: «Σας ενοχλούμε;». «Όχι, ευχαρίστησή μου». Λοιπόν, να εξυπηρετήσω τον κόσμο. Ας μου επιτραπεί, διότι υπερέβαλα σήμερα στο να επαινέσω εαυτόν, αλλά, εν πάση περιπτώσει, ας μου συγχωρεθεί, διότι θα μπορούσα να πω και περισσότερα. Χίλια ευχαριστώ.
Photos

Ο Ναός της Μεταμορφώσεως ...
Ο ναός που έχτισε ο Ερνέστος Τσίλλερ με τη ...

Ο κυριακάτικος χορός
Ένα στιγμιότυπο από τον κυριακάτικο χορό μ ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Μελέτης Παπακωνσταντίνου αποτελεί ένα εξαίρετο πρόσωπο στην ιστορία του χωριού των Βιλίων. Γεννημένος το 1929, έχει ζήσει από πρώτο χέρι, ως νέος στο χωριό, τα γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου και ανακαλεί διάφορα επεισόδια που σημάδεψαν τον τόπο του. Παράλληλα, πραγματοποιεί μια ανασκόπηση της ιστορίας και της ταυτότητας του χωριού των Βιλίων από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού και την επίδραση σε αυτό σημαντικών ιστορικών προσώπων από την Αθήνα. Τέλος, περιγράφει τη δική του επαγγελματική σταδιοδρομία, από τα δύσκολα σχολικά χρόνια ως τις σπουδές στην Ιατρική μέσα από στερήσεις, αλλά και, έκτοτε, τον μεγάλο αγώνα στη ζωή του να σταθεί δίπλα στον συνάνθρωπο με κινητήριο δύναμη την αγνότητα και την ανιδιοτέλεια. Ένας άνθρωπος που αγαπά τον τόπο του και που η μνήμη του βοηθάει στη διατήρηση και συνέχιση μιας «μικρής» ιστορίας άγνωστης στους περισσότερους.
Narrators
Μελέτης Παπακωνσταντίνου
Field Reporters
Μυρτώ Ανδρώνη
Historical Events
Tags
Interview Date
16/08/2022
Duration
86'
Interview Notes
Ο αφηγητής έχει γράψει ένα βιβλίο που τιτλοφορείται «Τα Βίλια στο πέρασμα του χρόνου (1821 - 1949)», 2006, εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ.
Επιπλέον έχει επιμεληθεί την Λαογραφική Συλλογή στα Βίλια η οποία λειτουργεί από τις 14 Μαΐου του 2016.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Μελέτης Παπακωνσταντίνου αποτελεί ένα εξαίρετο πρόσωπο στην ιστορία του χωριού των Βιλίων. Γεννημένος το 1929, έχει ζήσει από πρώτο χέρι, ως νέος στο χωριό, τα γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου και ανακαλεί διάφορα επεισόδια που σημάδεψαν τον τόπο του. Παράλληλα, πραγματοποιεί μια ανασκόπηση της ιστορίας και της ταυτότητας του χωριού των Βιλίων από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού και την επίδραση σε αυτό σημαντικών ιστορικών προσώπων από την Αθήνα. Τέλος, περιγράφει τη δική του επαγγελματική σταδιοδρομία, από τα δύσκολα σχολικά χρόνια ως τις σπουδές στην Ιατρική μέσα από στερήσεις, αλλά και, έκτοτε, τον μεγάλο αγώνα στη ζωή του να σταθεί δίπλα στον συνάνθρωπο με κινητήριο δύναμη την αγνότητα και την ανιδιοτέλεια. Ένας άνθρωπος που αγαπά τον τόπο του και που η μνήμη του βοηθάει στη διατήρηση και συνέχιση μιας «μικρής» ιστορίας άγνωστης στους περισσότερους.
Narrators
Μελέτης Παπακωνσταντίνου
Field Reporters
Μυρτώ Ανδρώνη
Historical Events
Tags
Interview Date
16/08/2022
Duration
86'
Interview Notes
Ο αφηγητής έχει γράψει ένα βιβλίο που τιτλοφορείται «Τα Βίλια στο πέρασμα του χρόνου (1821 - 1949)», 2006, εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ.
Επιπλέον έχει επιμεληθεί την Λαογραφική Συλλογή στα Βίλια η οποία λειτουργεί από τις 14 Μαΐου του 2016.