Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Η εμπειρία ενός τρομερού ατυχήματος και η θέληση για ζωή
Segment 1
Η ημέρα του ατυχήματος, ο ερχομός στην Ελλάδα και ο ακρωτηριασμός, οι δυσκολίες της προσαρμογής στα νέα δεδομένα
00:00:00 - 00:13:54
Partial Transcript
Καλησπέρα. Είναι 30 Ιουλίου του 2022, είμαι ο Χρήστος Ασημακόπουλος απ’ το Istorima, είμαι με την Ενίντα Σούλη στα Σεπόλια και θα ξεκινήσο… και η ψυχολογία μου. Όσο προσπαθούσα εγώ να ήμουνα δυνατή για τους δικούς μου, τόσο άδεια ένιωθα μέσα μου. Που ακόμα νιώθω. Τέλος πάντων.
Lead to transcriptSegment 2
Ο χαμός των γονέων, η διαχείριση της απώλειας, οι καθημερινές δυσκολίες
00:13:54 - 00:30:06
Partial Transcript
Περάσανε πολλά χρόνια. Εγώ συνέχισα τη ζωή μου εδώ. Μείναμε εδώ, πήγα στο σχολείο, μπήκα για να σπουδάσω, πέρασα στο πανεπιστήμιο. Παθαίνουμ…εύω ότι είναι αρκετό. Ωραία. Ενίντα, σε ευχαριστώ πολύ που μοιράστηκες το βίωμά σου. Καλή συνέχεια. Ευχαριστώ πάρα πολύ, να ’στε καλά.
Lead to transcriptSegment 1
Η ημέρα του ατυχήματος, ο ερχομός στην Ελλάδα και ο ακρωτηριασμός, οι δυσκολίες της προσαρμογής στα νέα δεδομένα
00:00:00 - 00:13:54
[00:00:00]Καλησπέρα. Είναι 30 Ιουλίου του 2022, είμαι ο Χρήστος Ασημακόπουλος απ’ το Istorima, είμαι με την Ενίντα Σούλη στα Σεπόλια και θα ξεκινήσουμε τώρα τη συνέντευξή μας. Ενίντα, καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πες μου λίγα πράγματα για σένα.
Είμαι η Ενίντα Σούλη, γεννήθηκα στην Αλβανία. Ήρθα εδώ στην ηλικία των 10. Έχω είκοσι χρόνια που είμαι εδώ. Έχω σπουδάσει Οικονομικά στο Οικονομικό της Νομικής. Και ασχολούμαι και με τα οικονομικά εδώ και πέντε-έξι χρόνια, τα τελευταία.
Ωραία. Θα μιλήσουμε σήμερα για το ατύχημά σου, για το ατύχημα που είχες. Τι θυμάσαι από εκείνη τη μέρα;
Είναι μια μέρα που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Όσα χρόνια και αν περάσουν, μ’ αυτό κοιμάμαι και μ’ αυτό ξυπνάω, μπορώ να πω. Γιατί ουσιαστικά άλλαξε ολόκληρη η ζωή μου από εκείνη την ημέρα. Ήμουνα 10 ετών. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός στην υπηρεσία στην αστυνομία και μας κάνανε τρομοκρατική επίθεση στο σπίτι. Ήτανε περίπου 3:00 η ώρα τα ξημερώματα με 4:00, αν θυμάμαι καλά. Είχανε βάλει δύο βόμβατα... δύο βόμβες. Η μία ήτανε στο μπαλκόνι και η άλλη στην εξώπορτα. Εξερράγη η πρώτη βόμβα στο μπαλκόνι κι εμείς ξυπνήσαμε, γιατί προφανώς κοιμόμασταν. Οι γονείς μου ήταν στο σαλόνι, εγώ ήμουνα στο υπνοδωμάτιο. Άκουγα που ψιθυρίζανε και λέγανε διάφορα. Και ακούω απ’ το ραδιόφωνο του πατέρα που είχανε, που έχουνε εκεί οι αστυνομικοί, ότι θα ’ρθουνε οι φίλοι του, οι αστυνομικοί. Και πηγαίνω εγώ τώρα να ανοίξω την πόρτα. 10 ετών ήμουνα, μικρή κοπελίτσα ήμουνα. Κι εκείνη τη στιγμή που άνοιξα την πόρτα, έπαιζα με την πόρτα και μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι μια φορά που ξύπνησα στο νοσοκομείο. Εκείνη τη στιγμή ρώτησα τον πατέρα μου και τη μαμά μου, λέω: «Πού είμαι εδώ; Τι έχω;», γιατί πονούσα αφάνταστα. Μου λέει η μαμά ότι: «Eμείς σε ξυπνήσαμε –μου λέει– επίτηδες, γιατί πρέπει να πάμε στην Ελλάδα, γιατί –έτσι κι έτσι–, έγινε ένα ατύχημα, εσύ έχεις τραυματιστεί». Δεν μου είπαν τίποτα άλλο. Και μου είπαν: «Επειδή θα πάμε στην Ελλάδα, γιατί εδώ είναι αδύνατον να γιατρευτείς, θέλουμε –μου λέει– να διαλέξεις πού θες να πας. Θες να πας –μου λέει– Πάτρα ή Αθήνα;». Κι εγώ, επειδή είχα ακούσει σαν μικρό παιδάκι, λέω: «Εντάξει, ας πάω στην Αθήνα», μιας και είναι και η μεγαλύτερη έτσι πόλη της Ελλάδας, η πρωτεύουσα. Και το αφήσαμε εκεί. Και μου λέει η μαμά μου, λέει: «Όπου θέλεις εσύ θα πάμε». Δεν ήξερα τίποτα. Με φέρανε μετά από τρεις μέρες από την Αλβανία εδώ στην Ελλάδα. Αρχικά, κάναμε μια στάση στα Ιωάννινα, στο νοσοκομείο… των Ιωαννίνων, γιατί έπρεπε να μου κάνουνε καθαρισμό σε όλο μου το σώμα. Και μετέπειτα με φέρανε εδώ στην «Αγλαΐα Κυριακού», στο Παίδων, με πολύ βαριά τραύματα. Για μένα ήτανε πάρα πολύ δύσκολη. Γιατί εγώ δεν καταλάβαινα Χριστό, δεν ήξερα τι μου γινόταν. Δεν ήξερα ποιο ήταν το πρόβλημά μου, πού είχα τραυματιστεί. Μου δίνανε πάρα πολύ δυνατά ηρεμιστικά, που δεν ένιωθα τίποτα. Οι γονείς μου απ’ την άλλη δεν ήξεραν... ούτε εγώ ήξερα βέβαια Ελληνικά, αλλά ούτε αυτοί ήξεραν Ελληνικά. Λίγα Αγγλικά που ήξερε ο μπαμπάς μου απ’ τη δουλειά του, μπορούσε και αυτός να συνεννοηθεί. Δεν είχαμε κανέναν εδώ. Αλλά εν πάση περιπτώσει όμως, εγώ θέλω να μιλήσω για μένα πιο πολύ. Θυμάμαι ότι έμεινα στην εντατική πάνω από δέκα μέρες και ο λόγος ήτανε, επειδή ήθελαν να μου σώσουν τα πόδια, τα τεχνητά και τα δύο. Η βόμβα ήταν ναι μεν δυνατή και ήταν δίπλα σε μένα, δίπλα στα πόδια μου, την ώρα που εξερράγη, αλλά τα πόδια μου και τα δύο είχανε... είχανε σωθεί. Δεν είχανε ακρωτηριαστεί. Προσπάθησαν να μου τα σώσουν με διάφορα φάρμακα, αλλά δυστυχώς εγώ είχα μολυνθεί πάρα πολύ. Και αντί να... δεν προχωρούσε η αρρώστια,[00:05:00] η γάγγραινα, η μόλυνση... προχωρούσε και μου έτρωγε πιο πολύ τα πόδια. Και αποφάσισε ο γιατρός μαζί με τον μπαμπά μου και τη μητέρα μου ότι είναι καλύτερα να ακρωτηριαστώ, για να σωθώ, για να σώσω τουλάχιστον τα γόνατά μου. Χωρίς όμως να με ρωτήσουν, δεν με ρώτησαν σε τίποτα. Σε οτιδήποτε δηλαδή απόφαση που έχουνε πάρει σε ό,τι αφορά εμένα, δεν με ρώτησαν. Το θεωρώ λογικό απ’ τη μια, γιατί παιδί ήμουνα, δεν μπορώ να καταλάβω. Αλλά και αυτοί σαν γονείς ήθελαν να κάνουν το παν για μένα, δηλαδή προτιμούσανε να... ήθελαν να δούνε να ζήσω, παρά να πεθάνω. Μου τα ακρωτηριάσανε τα πόδια. Δεν μου είπε κανένας τίποτα όμως. Το αποκάλυψα μόνη μου. Γιατί τα πόδια μου ήταν πάρα πολύ βαριά. Εγώ δεν μπορούσα να τα σηκώσω πάνω, δεν τα έλεγχα. Και μετά από μία εγχείρηση πέντε ωρών, που ήμουνα στο νοσοκομείο, σήκωσα τα πόδια μου και εκεί είδα εκείνη τη στιγμή ότι μου τα είχαν ακρωτηριάσει. Αντέδρασα πάρα πολύ άσχημα. Θυμάμαι ότι έχω κλάψει πάρα πολύ. Όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά… ήμουνα ακόμα... είχα το μυαλό μου, είχα τη σκέψη μου ότι ήθελα πάλι... ότι νόμιζα, ότι πίστευα ότι εγώ θα γινόμουνα καλά και ότι δεν θα τα έχανα τα πόδια μου. Θυμάμαι ότι ήρθανε δύο γιατροί, μου βάλανε μεγάλο ηρεμιστικό, δυνατό ηρεμιστικό, για να ηρεμήσω. Γιατί δεν ηρεμούσα, έπαθα μια κρίση. Και έβλεπα δηλαδή εκεί έξω τους γονείς μου, που κλαίγανε και οι δύο, επειδή έκλαιγα εγώ. Μετά... δεν ξέρω. Ξύπνησα, ήρθε ο μπαμπάς θυμάμαι ότι μου μίλησε και μου είπε ότι: «Θα καταλάβεις αύριο-μεθαύριο ότι είναι προτιμότερο για εμάς να σε δούμε να μεγαλώσεις, παρά να πεθάνεις, ότι ήτανε ζωή και θανάτου, γι’ αυτό και δεν σου είπαμε τίποτα». Και εν τω μεταξύ είχα καεί και ολόκληρη. Είχα εγκαύματα τρίτου βαθμού. Δεν ξέρω πώς, απ’ το πρόσωπό μου... δεν... είχα καεί βέβαια, αλλά δεν ξέρω πώς καθάρισε ολόκληρο το πρόσωπό μου. Είχαν καεί τα φρύδια μου, οι βλεφαρίδες μου, όλα. Δεν ξέρω όμως πώς καθάρισε το πρόσωπο μου και το σώμα μου. Έχω βέβαια σημάδια, ακόμα τα έχω, ακόμα και σήμερα. Αλλά εγώ πιστεύω ότι με κάποιον τρόπο μαθαίνεις και ζεις μ’ αυτό. Τέλος πάντων, αυτό είναι... είναι άλλη υπόθεση. Μετά που έγινε ο ακρωτηριασμός, θυμάμαι ότι πήγαμε σε κανονικό δωμάτιο. Μου ήτανε πάρα πολύ δύσκολη στην αρχή. Ήταν δύσκολη η ζωή μου. Είχα μάθει διαφορετικά, ήμουνα πάρα πολύ ανεξάρτητη. Είμαι και μοναχοπαίδι, δεν έχω και αδέλφια. Ήμασταν και καλά οικονομικά και ευκατάστατοι στην Αλβανία, λόγω... γιατί είχανε καλή δουλειά και οι δύο μου γονείς. Και από εκεί που ήμασταν σε μια καλή κατάσταση, ήρθαμε εδώ και ξεκινήσαμε απ’ το μηδέν. Κι εκεί που εγώ είχα ουσιαστικά τα πάντα και ήρθα εδώ και ξεκίνησα πάλι απ’ το μηδέν και δεν είχα τίποτα… ήτανε πάρα πολύ δύσκολο. Πιο πολύ με δυσκόλευαν οι γονείς μου, παρά εγώ. Γιατί έβλεπα και τους δύο που ήθελαν να είναι δυνατοί για μένα. Ενώ μπροστά μου έτσι, το βράδυ όμως τους άκουγα που έκλαιγαν. Ή τον πατέρα μου, που έβλεπα... με έβλεπε, όχι με λύπηση με την κακή την έννοια, δηλαδή, γιατί ένιωθε πολύ υπεύθυνος ότι αυτός θα έφταιγε που έγινε αυτό το ατύχημα που έγινε και εγώ έγινα έτσι, σε αυτή την κατάσταση. Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα. Ξεκίνησα μαθήματα Ελληνικών. Και προσπάθησα να τα βρω λίγο με τον εαυτό μου. Δηλαδή έπρεπε να το πάρω απόφαση, ή να συνεχίσω να ζήσω έτσι όπως είναι ή να πεθάνω. Αποφάσισα να ζήσω βέβαια, αλλά μέσα μου δεν ήμουν όπως ήμουν. Ακόμα δεν είμαι. Γιατί σε αλλάζει[00:10:00] και σαν άνθρωπο. Γίνεσαι διαφορετικός άνθρωπος. Σκέφτεσαι διαφορετικά, βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά. Βλέπεις και τους άλλους πώς σε βλέπουν. Είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ, γιατί από κει αλλάξανε όλα. Για μένα δεν είναι ο πατέρας μου ο... ένιωθε υπεύθυνος και μετέπειτα του στοίχισε και τη ζωή αυτό το πράγμα. Και στη μαμά μου το ίδιο. Με έχει αφήσει λίγο πίσω. Και όσο προχωράω μπροστά, πάντα κοιτάω και λίγο πίσω. Τέλος πάντων, ο πατέρας μου αποφάσισε ότι θα πρέπει να μείνουμε εδώ, για τους λόγους, επειδή χρειαζόμουνα ιατρική περίθαλψη συνέχεια. Ξεκίνησε, ήρθε η μέρα που εγώ έπρεπε να βάλω τεχνητά μέλη. Εκεί ήτανε ότι... ήτανε σαν να ξαναγεννήθηκα πάλι απ’ την αρχή. Και δεν ξέραμε ότι υπήρχανε κι αυτά. Ή τουλάχιστον ξέραμε, εγώ ήξερα, είχα ακούσει, αλλά είχα ακούσει για πόδια που ήτανε... από ξύλο, που λέγαμε παλιά.
Πόσον καιρό μετά έβαλες τεχνητά μέλη;
Μετά από έξι μήνες ξεκίνησα και έβαλα ένα προσωρινό πόδι. Μέχρι να πάρει τη μορφή του το κολόβωμα, το πόδι. Έχω περάσει πάρα πολλά και σε αυτό το κομμάτι, επειδή, όταν έχεις διπλό ακρωτηριασμό, είναι πολύ πιο δύσκολο, όταν βάζεις τεχνητά μέλη, διότι το μυαλό έχει... δεν έχει ξεχάσει ναι μεν ότι υπάρχουνε δύο πόδια, αλλά έχεις ξεχάσει το πώς να περπατάς. Κι εγώ ξεκίνησα... ήταν σαν να ξεκίνησα και μάθαινα απ’ την αρχή να περπατάω. Και μου πήρε πάρα πολύ χρόνο. Γιατί έχεις πάρα πολλούς πόνους, μέχρι να πάρει τη μορφή του το πόδι μέσα. Δεν θα ξεχάσω πόσες φορές έχω πάει στην εταιρεία, που κάνω τα τεχνητά μου. Πήγαινα απ’ το πρωί και έφευγα το βράδυ. Η αποκατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολο. Και χρειάζεται πάρα πολλή ψυχική δύναμη. Εμείς πηγαίναμε επί καθημερινή βάση, οχτώ ώρες την ημέρα, για δύο-τρεις μήνες εκεί, για να μάθω ουσιαστικά να περπατάω με τα καινούρια τεχνητά μέλη. Όσο και να προσπαθούσαμε εμείς να πηγαίναμε μπροστά, προχωρούσαμε μπροστά, πάλι εγώ γυρνούσα πίσω. Στα πόδια μου. Γιατί ουσιαστικά είναι λίγο το ψυχολογικό κομμάτι, το μυαλό, γιατί το μυαλό δεν ξεχνάει. Είχα μάθει διαφορετικά, έτρεχα, πήγαινα για μπάνιο, που εγώ αυτά δεν μπορούσα να τα κάνω πια. Δεν μπορούσα ούτε καν να τρέξω. Δεν μπορούσα ούτε καν να πάω για μπάνιο. Μπάνιο θα μπορούσα να πάω χωρίς τα πόδια μου, αλλά πάντα χρειάζομαι κάποιον βοηθό, να με βοηθάει, να με πάρει, να με κουβαλήσει, να με βάλει μέσα στο νερό και να με ξαναβγάλει. Ή κάτι άλλο, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ, ήτανε, επειδή εμένα μου άρεσαν πάρα πολύ τα τακούνια και τότε που ήμουνα μικρή… και τα σορτσάκια. Και οι φούστες οι κοντές. Ούτε αυτά μπορούσα να τα βάλω πια... Δεν μπορούσα να βάλω τίποτα, δεν μπορούσα πια να ζήσω έτσι όπως ζούσα. Άλλαξε τελείως η καθημερινότητά μου. Άλλαξε και η ψυχολογία μου. Όσο προσπαθούσα εγώ να ήμουνα δυνατή για τους δικούς μου, τόσο άδεια ένιωθα μέσα μου. Που ακόμα νιώθω. Τέλος πάντων.
Περάσανε πολλά χρόνια. Εγώ συνέχισα τη ζωή μου εδώ. Μείναμε εδώ, πήγα στο σχολείο, μπήκα για να σπουδάσω, πέρασα στο πανεπιστήμιο. Παθαίνουμε ένα... παθαίνει η μαμά μου ένα ατύχημα και πεθαίνει. Εγώ ήμουνα 19 ετών. Η μαμά μου ήτανε... έφευγε από την Αλβανία, επέστρεφε βασικά απ’ την Αλβανία στην Ελλάδα. Και το λεωφορείο αυτό πέφτει στον γκρεμό. Και χάνουν εκεί μέσα εννιά άτομα τη ζωή τους και ανάμεσα απ’ αυτούς ήταν και η μαμά. Κι έπρεπε εγώ να φανώ δυνατή, γιατί εγώ το είδα ηλεκτρονικά, το είδα στην τηλεόραση. Το είδα και στο computer, ότι είχε συμβεί ένα ατύχημα στην τάδε εταιρεία –έτσι; – στην Αλβανία, ότι είχε πέσει στον γκρεμό. Και έπρεπε εγώ να φανώ δυνατή, να πάω να ξυπνήσω τον πατέρα μου απ’ τον ύπνο και να πάρω στην Αλβανία τηλέφωνο, να τους ενημερώσω. Εγώ ήξερα απ’ την αρχή ότι η μαμά μου έχει [00:15:00]πεθάνει. Τη μαμά μου δεν τη βρίσκανε εκεί. Ήταν η τελευταία που... τη βρήκανε. Θυμάμαι ότι σήκωσα τον πατέρα μου, ο πατέρας μου ’λεγε, μου φώναζε, μου έλεγε: «Τι είναι αυτά; Τι είναι αυτές οι μαλακίες που λες; Δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο». Του λέω: «Σήκω. Το είδα στην τηλεόραση –ότι το και το– και είναι το λεωφορείο της μαμάς». Μου λέει... τέλος πάντων, σηκώνεται, του λέω: «Ετοιμάσου, γιατί θα φύγουμε». Πηγαίνει, ετοιμάζεται αυτός, εγώ μπαίνω μέσα, κάνω μπάνιο. Ταυτόχρονα, είχαμε μιλήσει με αυτούς στην Αλβανία, με τους δικούς μας. Αυτοί είχανε ετοιμαστεί και φεύγανε για την πόλη, για το αστυνομικό τμήμα, για να μάθουνε γι’ αυτό που έγινε. Και με το που ετοιμαστήκαμε και ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, μας παίρνουν τηλέφωνο και μας λένε ότι: «Πρέπει να έρθετε, γιατί δυστυχώς πέθανε, έχει πεθάνει». Δεν ξέρω πώς, έχουμε φύγει από δω με τον πατέρα μου στην Αλβανία με το αυτοκίνητο. Ουσιαστικά, μας είχε προστατεύσει ο Θεός. Πήγαμε εκεί, έγινε η κηδεία. Ήρθαμε εδώ... Η ζωή μου δυσκολεύτηκε πιο πολύ. Γιατί; Γιατί έβλεπα έναν πατέρα ο οποίος πενθούσε τη μητέρα μου. Αγαπιόντουσαν πάρα πολύ, ήτανε πάρα πολύ δεμένοι μαζί. Κι εγώ έπρεπε να γίνω γι’ αυτόν και γυναίκα και κόρη. Δεν μπορείς όμως να τα κάνεις και τα δύο. Μετά από κάποιον καιρό, εντάξει, το ξεπέρασα λίγο εύκολα, γιατί είχα τον πατέρα μου. Ήμουνα πάρα πολύ δεμένη με τον πατέρα μου. Και με τη μαμά, αλλά λίγο αυτό, ότι η κόρη με τον πατέρα έχουνε μια ιδιαίτερη, έτσι, σύνδεση. Με το που… μετά από που πήγαμε και κάναμε τον χρόνο της μητέρας μου στην Αλβανία, έρχεται εδώ, δεν τον έβλεπα καλά τον πατέρα μου. Έβηχε πάρα πολύ. Δεν ήτανε καλά από την υγεία του. Πηγαίναμε, πήγαινε αυτός από γιατρό σε γιατρό και στο τέλος του λένε ότι: «Πρέπει να πας...», ήμασταν μαζί, το θυμάμαι, ότι: «Πρέπει να πας οπωσδήποτε σε ένα άλλο νοσοκομείο, στη Σωτηρία, γιατί –λέει– κάτι βλέπω εδώ στα πνευμόνια σου και δεν μ’ αρέσει». Πήγαμε εκεί, τον κράτησαν έναν μήνα μέσα στο νοσοκομείο. Και μετά, γιατί δεν ήξεραν το τι έχει, μία του λέγανε ότι είναι άλλη πάθηση, τη μια φορά είναι άλλη πάθηση. Και στο τέλος πιάσανε εμένα πάλι. Πάλι εγώ. Και μου είπαν ότι: «Πρέπει να είσαι δυνατή, διότι ο πατέρας σου έχει καρκίνο στο τελευταίο στάδιο και δεν πιστεύω να τα καταφέρει. Δηλαδή μπορεί να ζήσει έναν χρόνο, δύο χρόνια, τρία χρόνια, παραπάνω δεν μπορεί να ζήσει. Τώρα είναι στο χέρι του Θεού και σ’ αυτόν. Κι εσύ –μου λέει– πρέπει να είσαι δυνατή». Τι να του ’λεγα εγώ του πατέρα μου; Που αυτός κρεμότανε πάνω σε εμένα, σε αυτό που θα του ’λεγα εγώ. Τίποτα, τον είδα στα μάτια μου… στα μάτια του, συγγνώμη. Και του ’πα, του λέω: «Έχεις καταλάβει τι έχεις;». Μου λέει: «Το ’χω καταλάβει». Του λέω: «Πρέπει να είμαστε δυνατοί. Θα τα καταφέρουμε –του λέω–, έχουμε καταφέρει τόσα πολλά, αυτό δεν θα καταφέρουμε;». Στην αρχή: «Εντάξει», μου λέει. Ήταν η τρίτη φορά που εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι θα τον χάσω και αυτόν. Όσο και να προσπαθούσα και να πάλευα με τον εαυτό μου, ήξερα ότι θα έφευγε. Εκείνη τη στιγμή το συνειδητοποίησα. Προσπαθούσαμε, πηγαίναμε συνέχεια στους γιατρούς, γιατί έκανε τη χημειοθεραπεία. Καμιά φορά πήγαινα και εγώ, καμιά φορά δεν πήγαινα. Το έχω μετανιώσει βέβαια που δεν έχω πάει, αλλά δεν μπορούσα να πάω. Δεν μου ’κανε καρδιά να πάω. Γιατί συνέχεια, κάθε φορά που πήγαινε αυτός, εγώ έκλαιγα από πίσω. Κάθε φορά που κοιμόταν αυτός, εγώ έκλαιγα. Γιατί κοιμόμασταν μαζί σε ένα δωμάτιο. Ειδικά εκεί στα τελευταία του. Δεν κοιμόμασταν, δεν κοιμόμουνα. Και πάλι εγώ έπρεπε να πω και στην Αλβανία ότι, στους δικούς του, ότι υπάρχει αυτό το πρόβλημα. Τέλος πάντων. Ήρθε η ώρα, έφυγε και αυτός. Το ’χε πει βέβαια, ότι: «Δεν με πειράζει[00:20:00] για τον εαυτό μου. Με πειράζεις εσύ. Θέλω να... εσένα θέλω να σκεφτώ». Ο πατέρας μου μου είπε στα τελευταία του ότι: «Για μένα –μου λέει–, εγώ δεν θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα, για σένα η ζωή σου εδώ. Κι εδώ να παραμείνεις. Είσαι δυνατή κοπέλα, θα βρεις την άκρη σου. Για μένα –μου λέει– είναι να φύγω. Εγώ ξέρω ότι θα φύγω». Έφυγε, τον πήγα και αυτόν στην Αλβανία. Έγινε η κηδεία και όλα αυτά τα σχετικά. Ήρθα εδώ. Ξεκίνησα απ’ το μηδέν. Εκεί ήτανε που έπεσα ψυχολογικά. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από αρκετό καιρό που έγινε το ατύχημα το δικό μου, που ένιωσα τελείως μόνη μου. Ότι δεν είχα κανέναν. Και όντως δεν είχα κανέναν, γιατί οι δικοί μου δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν. Η γιαγιά μου απ’ τη μεριά της μαμάς μου έκλαιγε ακόμα, θρηνούσε ακόμα την κόρη της. Η άλλη γιαγιά μου, το σόι του πατέρα μου δηλαδή, θρηνούσε τον πατέρα μου. Εμένα όμως δεν με σκέφτηκε κανένας. Ήρθα εδώ μόνη μου, έπρεπε να κάνω τα διαδικαστικά και εδώ μέσω εφορίες και όλα αυτά. Δεν ήθελα κανέναν. Η ψυχολογία μου ήτανε χάλια. Ήμουνα θυμωμένη με τους πάντες και τα πάντα. Τσακωνόμουνα συνέχεια, οι φίλοι που είχα εγώ εδώ απομακρύνθηκα. Γιατί δεν ξέρουν πώς να σε βοηθήσουν. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, ούτε καν όταν ακρωτηριάστηκα, ότι σκέφτηκα ότι ήθελα να πεθάνω, δεν ήθελα να ζήσω. Γιατί εκεί που είχες όλον τον κόσμο, όλον, εκεί ήτανε που έμεινες μόνη σου. Χωρίς βοήθεια από κανέναν. Μετά από κάποιον καιρό, κάποιους μήνες, δεν ξέρω τι έπαθα, αλλά τα ’χασα όλα. Δηλαδή ήτανε σαν άμυνα του οργανισμού, μπορώ να το πω. Δηλαδή το μυαλό μου πάτησε ένα κουμπάκι και ό,τι ήξερα, ό,τι... δηλαδή ό,τι, ό,τι ήξερα και όποιες γλώσσες ήξερα, ήτανε σαν να μην... ό,τι… ό,τι σκεφτόμουνα, ό,τι δηλαδή memories είχα ήτανε σαν να διαγράφηκαν όλα. Όλες οι μνήμες που είχα με τη μαμά μου, με τον πατέρα μου, ήτανε σαν να διαγράφηκαν όλα. Δεν ήξερα, δεν ήξερα τίποτα. Και μιλούσε ο άλλος και εγώ δεν τον καταλάβαινα. Λέω: «Τώρα τι μου μιλάει αυτός; Τι γλώσσα είναι αυτό;», δεν τον καταλάβαινα. Σιγά σιγά, όμως, ξεκίνησα, μου ερχότανε στο μυαλό μου τα λόγια που είπε ο πατέρας μου στα τελευταία του. Και προσπάθησα, βρήκα στήριξη δηλαδή σε αυτό. Σε αυτά, στα λόγια του πατέρα μου που μου είχε πει. Ξεκίνησα πάλι, πήγα πάλι, ξεκίνησα τα μαθήματα, για να διαβάσω στο πανεπιστήμιο, γιατί αυτό είχα σαν μια βοήθεια, που με βοήθησε με κάποιον τρόπο για να ξεπεράσω όλο αυτό. Αλλά, όπως και να ’χει, όσα χρόνια και αν περάσουν, είναι κάποια πράγματα που ποτέ δεν ξεχνιούνται και ποτέ δεν θα ξεχαστούν. Μπορεί να φανώ χαρούμενη, μπορεί να φανώ ότι είμαι καλά, αλλά η πραγματικότητα είναι τελείως αντίθετη. Εγώ δεν νιώθω καλά με το μέσα μου. Νιώθω πολύ μόνη μου. Πιστεύω ότι αυτό το κενό, γιατί έχω ένα κενό μέσα μου… δεν θα κλείσει ποτέ. Όσα χρόνια και αν περάσουν. Απ’ την άλλη, η κοινωνία είναι πάρα πολύ σκληρή. Και δεν κατανοεί, δεν καταλαβαίνει. Οι άνθρωποι είναι εγωιστές, σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους και ουσιαστικά δεν έχει βοηθήσει ποτέ. Μου το ’χει κάνει πολύ πιο δύσκολο, μπορώ να το πω, παρά πολύ πιο εύκολο. Εγώ, για να περάσω όλα αυτά και να έρθω εδώ που έχω έρθει, έχω βασιστεί μόνο στα λόγια της μητέρας μου και του πατέρα μου. Αυτά που μου ’χουνε πει. Πουθενά αλλού. Βέβαια, υπήρχαν δυο-τρία άτομα που με έχουνε βοηθήσει, με έχουνε στηρίξει. Ακόμα υπάρχουνε. Αλλά όχι… περίμενα δηλαδή ουσιαστικά τη στήριξη να την είχα από κάποια άλλα άτομα. Και απ’ τους δικούς μου ανθρώπους ή απ’ τη γιαγιά μου, ας το πούμε, απ’ τη μεριά της μαμάς μου. Η γιαγιά μου τη στήριξη την έδινε πιο πολύ στα άλλα τα ξαδέλφια μου και όχι σε εμένα, γιατί εγώ... [00:25:00]επειδή είμαι ευκατάστατη. «Η Ενίντα έχει χρήματα, δεν έχει ανάγκη». Ενώ οι άλλοι που δεν είχανε, έχουν ανάγκες. Και πιο πολύ τη στήριξη την έδινε σ’ αυτούς, παρά σε μένα. Σε όλα τα επίπεδα. Όλοι δηλαδή, όλοι οι δικοί μου άνθρωποι, με έβλεπαν σαν μια δυνατή κοπέλα που δεν έχει ανάγκη από βοήθεια, αλλά εγώ είχα ανάγκη όμως, είχα ανάγκη τη στήριξη. Η ξαδέλφη μου ξεκίναγε τις κριτικές, ότι: «Πρόσεχε εδώ, πρόσεχε εκεί, πρόσεχε το ένα, πρόσεχε το άλλο». Ο θείος μου το ίδιο. Όλοι δηλαδή με κριτικάραν για τα πάντα. Κανένας όμως δεν με βοήθησε σε τίποτα. Ο άνθρωπος, όταν περνάει μια τέτοια δύσκολη κατάσταση, δεν έχει ανάγκη από κριτική. Έχει ανάγκη από στήριξη και έχει ανάγκη να τον ακούς τον άλλον. Και όλα και στα λάθη και στο ένα και στο άλλο. Δεν έχει ανάγκη να τον κριτικάρεις. Και ποιος είσαι εσύ να το κριτικάρεις, απ’ την άλλη; Έτσι, δηλαδή δεν σε βοηθάνε, σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους. Όπως και να ’χει, βρήκα έναν τρόπο να τα ξεχάσω με κάποιον τρόπο όλα αυτά που δεν ξεχνιούνται. Δεν τα σκέφτομαι. Δηλαδή αυτή είναι η άμυνά μου, ακόμα και σήμερα που λειτουργώ. Προσπαθώ δηλαδή τα αποφεύγω και δεν τα σκέφτομαι πλέον. Ασχολούμαι με πράγματα, δηλαδή είναι... γεμίζω την ημέρα τόσο πολύ, έτσι ώστε να μην μπορώ να σκεφτώ. Γιατί εκεί που σκέφτομαι… καταρρέω. Θέλω να πω και κάτι άλλο, ότι ο ακρωτηριασμός με έχει αλλάξει πάρα πολύ. Δεν είναι ότι μπορεί να φταίει η Ελλάδα, μπορεί να φταίει η Αλβανία ή μπορεί να φταίει κάπου αλλού ή, άμα ήμουνα κάπου αλλού, θα ’μουνα καλύτερα. Ναι μεν μου ’χει ανοίξει κάποιους δρόμους, αλλά μου έχει κλείσει και κάποιους άλλους δρόμους. Όπως είναι λίγο στα αγόρια. Η σχέση που έχουμε με τα αγόρια. Οι άνθρωποι είναι απ’ τη φύση λίγο φοβητσιάρηδες, λίγο δεν δέχονται το διαφορετικό. Δεν θα ξεχάσω κάποια πράγματα, κάποιες καταστάσεις που έχουνε συμβεί σε μένα. Να μην το έχει πρόβλημα το παιδί που είχα εγώ σχέση και να το έχουνε πρόβλημα οι άλλοι. Έτσι, ότι εγώ ήμουνα διαφορετική και είχα πρόβλημα. Και η επιρροή που ασκούσαν αυτοί σ’ αυτόν να φτάσει σε σημείο να μην είμαστε μαζί εδώ και αρκετά χρόνια. Ή να βλέπεις ότι ο άλλος σε γουστάρει, τρέχουν τα σάλια του, όταν σε βλέπει, και, μόλις μαθαίνει ότι έχεις κάποιο πρόβλημα, φεύγει. Και αυτό είναι το χειρότερο, θέλω να πω, απ’ τα άλλα. Σε αυτό το κομμάτι με είχε επηρεάσει πολύ, μάλιστα. Ή στα άλλα πράγματα, ότι στη θάλασσα για μπάνιο δεν μπορώ να πάω έτσι όπως πάνε όλοι οι άλλοι. Για μένα θέλει μια ολόκληρη διαδικασία. Πρέπει να πάω… ενώ όλοι οι άλλοι πηγαίνουνε, τους είναι πολύ εύκολο, σε μένα δεν είναι εύκολο. Γιατί εγώ πρέπει να κουβαλήσω άλλα πόδια, που είναι για τη θάλασσα. Θα πρέπει να πάω, να οδηγάω, να φάω όλη τη ζέστη. Ε, εν τω μεταξύ τα πόδια μου έχουνε και σιλικόνη μέσα, γιατί προστατεύεται δηλαδή το κολόβωμα από το τεχνητό πόδι. Αυτό, όταν έρθει σε επαφή με τον ήλιο, ζεσταίνομαι πάρα πολύ μέσα και ιδρώνω και πολλές φορές κοκκινίζω, γιατί με χτυπάει ο ήλιος. Ή, για παράδειγμα, στο βουνό για πεζοπορία δεν μπορώ να πάω ποτέ. Και σε πολλά άλλα πράγματα, σε πολλά άλλα, σε πολλές άλλες καταστάσεις με έχει δυσκολέψει. Πάρα πολύ. Ή, όταν βλέπεις τους άλλους που σε βλέπουνε και σε λυπούνται με κάποιον τρόπο. Εγώ αυτό δεν ήθελα να το δω ποτέ σε κάποιον άνθρωπο, γι’ αυτό και προσπαθούσα με κάποιον, με το καθετί, να γίνω όμοια μ’ αυτούς. Δεν ήθελα να ’μουνα διαφορετική. Δεν ήθελα ο άλλος να με αντιμετωπίσει διαφορετικά. Ήθελα με αντιμετωπίσει για την Ενίντα, γι’ αυτό που έχει σπουδάσει, για την Ενίντα που είναι. Όχι για την Ενίντα, επειδή έχει ακρωτηριασμό. Εμένα προσωπικά. Και πιστεύω ότι με κάποιον τρόπο το έχω καταφέρει όλο αυτό. Και προσπαθώ και πάντα θα προσπαθήσω. Αλλά μαθαίνεις και ζεις με αυτό, σου γίνεται καθημερινότητα.
Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να μοιραστείς;
Πιστεύω ότι είναι αρκετό.
Ωραία. Ενίντα, [00:30:00]σε ευχαριστώ πολύ που μοιράστηκες το βίωμά σου. Καλή συνέχεια.
Ευχαριστώ πάρα πολύ, να ’στε καλά.
Content available only for adults (+18)
Summary
H Ενίντα Σούλη κατάγεται από την Αλβανία και ζει στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Στην ηλικία των 10 ετών είχε ένα τρομερό ατύχημα, εξαιτίας του οποίου ακρωτηριάστηκαν τα δυο της πόδια κάτω από τα γόνατα. Στη συνέντευξη αφηγείται τι συνέβη τη μέρα του ατυχήματος και πώς η οικογένειά της αναγκάστηκε εσπευσμένα να έρθει στην Ελλάδα. Η αίσθηση ότι πρέπει να ζήσει σε μια καινούρια ζωή και να προσαρμοστεί σε αυτή διακόπηκε απ' τον θάνατο των γονιών της. Οι δυσκολίες που έχει βιώσει, αλλά και η μοναξιά, δεν κάμπτουν την προσπάθειά της και τον αγώνα της να ζει με ψηλά το κεφάλι.
Narrators
Ενίντα Σούλη
Field Reporters
Χρήστος Ασημακόπουλος
Interview Date
29/07/2022
Duration
30'
Content available only for adults (+18)
Summary
H Ενίντα Σούλη κατάγεται από την Αλβανία και ζει στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Στην ηλικία των 10 ετών είχε ένα τρομερό ατύχημα, εξαιτίας του οποίου ακρωτηριάστηκαν τα δυο της πόδια κάτω από τα γόνατα. Στη συνέντευξη αφηγείται τι συνέβη τη μέρα του ατυχήματος και πώς η οικογένειά της αναγκάστηκε εσπευσμένα να έρθει στην Ελλάδα. Η αίσθηση ότι πρέπει να ζήσει σε μια καινούρια ζωή και να προσαρμοστεί σε αυτή διακόπηκε απ' τον θάνατο των γονιών της. Οι δυσκολίες που έχει βιώσει, αλλά και η μοναξιά, δεν κάμπτουν την προσπάθειά της και τον αγώνα της να ζει με ψηλά το κεφάλι.
Narrators
Ενίντα Σούλη
Field Reporters
Χρήστος Ασημακόπουλος
Interview Date
29/07/2022
Duration
30'