«Από 'δώ και πέρα είσαι "Νίκος" πια» (Μέρος Α')
Segment 1
Τα πρώτα χρόνια της Κατοχής και η οργάνωση στην Ο.Κ.Ν.Ε.
00:00:00 - 00:20:03
Partial Transcript
Κύριε Κώστα, το έχω ανοίξει, όποτε θέλετε μπορούμε να ξεκινήσουμε. Λοιπόν, εντάξει, δεν- Ξεκινάτε, θα μας πείτε κάποια πράγματα για τ…η δύναμη που είχαμε τη χωρίσαμε σε τρεις ομάδες, που η κάθε ομάδα είχε τον επικεφαλής και γενικά υπεύθυνος ήμουν εγώ. Αυτά τα πρά γματα.
Lead to transcriptTags
Segment 2
Η πείνα του 1941, η αναζήτηση νέας εργασίας και γραμματέας τρίτης Αχτίδας
00:20:03 - 00:54:18
Partial Transcript
Εντωμεταξύ, όταν έφυγα από εκεί, έψαξα για δουλειά γιατί έπρεπε να ζήσω. Είναι γεγονός ότι πέρασα σκληρές μέρες και νηστικός ακόμα και με πα…αυτοί είναι». Εντάξει, ήταν καλό παιδί, όμως, και πήγε καλά και διετέλεσε γραμματέας. Ήρθε, είδε τη δουλειά που έκανα κι αυτός εκεί πέρα.
Lead to transcriptTags
Segment 3
Ανάληψη καθηκόντων στην τέταρτη Αχτίδα, η ίδρυση της Ε.Π.Ο.Ν. και δεύτερος γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής
00:54:18 - 01:22:30
Partial Transcript
Το καλοκαίρι μετά την αχτιδική επιτροπή που κάναμε, μου λέει, ήρθε σε μια συγκέντρωση, μου λέει: «Να κάνουμε μια συγκέντρωση με τη νεολαία».… περιχώρων. Και εξακολουθείτε να μένετε στην Πυλαία; Να μένω- δεν μένω στην Πυλαία. Όχι; Δεν μένω, κάθε μέρα αλλάζω και ένα χωριό.
Lead to transcriptSegment 4
Οργάνωση της ανταρτοεπονίτικης ομάδας, τα γεγονότα του Χορτιάτη και ανάθεση αποστολής από τον Ε.Λ.Α.Σ.
01:22:30 - 01:58:25
Partial Transcript
Τότε, για να μην πιανόμαστε πολύ με λεπτομέρειες και σε βασανίζω, την άνοιξη του ‘44 παίρνεται απόφαση της περιφερειακής επιτροπής του κόμμα…είχα: «Και μέχρι», λέει, «που να γίνει αυτή η δουλειά είσαι στον λόχο στρατηγείου, κανείς δεν έχει δουλειά μαζί σου. Κατευθείαν από μας».
Lead to transcriptSegment 5
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1944), ο συμμαχικός βομβαρδισμός (1943). Υπεύθυνος του τομέα Εθνικής Αλληλεγγύης, σύλληψη, βασανισμός και δίκη
01:58:25 - 02:27:24
Partial Transcript
Ε, ήρθε η 25, ήρθε η 28 του, έγινε η παρέλαση της Θεσσαλονίκης, έγιναν ό,τι γίναν, ξεκίνησαν οι μάχες του Κιλκίς, ακόμα πιο χειρότερα δηλαδή…εισαγγελέα, του λέει: «Αυτό κι αυτό». «Ε ναι», λέει, «τα συνηθισμένα». «Ελεύθερος, φύγε». Για να δεις το πνεύμα της τρομοκρατίας, δηλαδή.
Lead to transcriptSegment 6
Ανάληψη νέας αποστολής και σύλληψη
02:27:24 - 02:55:20
Partial Transcript
Και τώρα, κουβεντιάζουμε, μπαίνω στην Αλληλεγγύη μέχρι τότες, μέχρι-. Τον Σεπτέμβριο, ξαφνικά, εκεί που ήμουνα βλέπω μπροστά μου δυο ανθρώπο… Τετάρτη 6 Απριλίου, είμαι ο Νεστορίδης Ιάσονας, μαζί μας είναι ο κύριος Πασχαλούδης Κωνσταντίνος και είμαστε στη Χαριλάου, στη Θεσσαλονίκη.
Lead to transcript[00:00:00]
Κύριε Κώστα, το έχω ανοίξει, όποτε θέλετε μπορούμε να ξεκινήσουμε.
Λοιπόν, εντάξει, δεν-
Ξεκινάτε, θα μας πείτε κάποια πράγματα για τη ζωή σας;
Για τη ζωή μου. Γεννήθηκα στην Πυλαία το 1925, 15 Μαΐου. Έτσι λέει και η ταυτότητά μου. Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής. Ζούσαμε στην Πυλαία, ώσπου ενηλικιωθήκαμε. Εγώ, σήμερα έχουμε κι επέτειο, τις 6 Απριλίου είναι το χτύπημα των Γερμανών στην Ελλάδα, 6 Απριλίου ξεκινήσανε, 7 Απριλίου μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, το 1941. Ο πατέρας μου πέθανε το ‘39, 15 Μαρτίου, δηλαδή εγώ ήμουν στα δεκαπέντε προς τα δεκάξι. Από τον τόπο που εργαζόταν μας φερθήκανε καλά οικογενειακώς.
Πού εργαζόταν;
Στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή.
Ναι.
Ήταν υπάλληλος. Μας φερθήκανε καλά όλο το διάστημα μέχρι την αυτή, μέχρι που πέθανε ο πατέρας μου, γιατί είχε κάνει κάπου εφτά - οχτώ μήνες άρρωστος, μας δίνανε ολόκληρο τον μισθό και μάλιστα εγώ πήγαινα και τον έπαιρνα από το ταμείο της σχολής. Και σε συνέχεια, όταν ακούω μες στον τάφο, μες στην εκκλησία που γινόταν, που ψέλνονταν στην κηδεία του πατέρα μου, μ' έπιασε ο διευθυντής ο ίδιος της σχολής, ο Αμερικάνος, ο Κάρλ Χάουζ, ο οποίος μου λέει: «Κώστα, εσύ ο αρχηγός της οικογένειας». Ήμασταν πέντε αδέρφια που ο μεγαλύτερος ήμουν εγώ, όλοι οι άλλοι έπονταν. Δούλεψα εκεί. Τώρα το τι δουλειά έκαμνα στην ηλικία που ήμουνα, περισσότερο τον έκαναν από υποχρέωση και γιατί ήθελαν να βοηθήσουν και προ παντός ο ίδιος προσωπικά, ο διευθυντής. Λοιπόν, εντωμεταξύ το 1941, το ‘40 κηρύχτηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Από τη σχολή το προσωπικό το πάνε, όλοι πήγαν στρατιώτες στην πλειοψηφία τους, όσοι ήταν στην ηλικία τους. Ζήτημα να έμειναν δυο τρεις άνθρωποι. Λοιπόν, εγώ έμεινα και δούλευα εκεί συνέχεια και τότε ο Χάουζ, ο διευθυντής της σχολής, ανέλαβε πρόεδρος του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και μάλιστα στο γήπεδο της σχολής είχαμε κάνει έναν τεράστιο σταυρό και μια σημαία υπερβολικά μεγάλη για να διακρίνεται, γιατί είναι η έδρα του Αμερικάνικου Ερυθρού Σταυρού. Ήρθαν οι Γερμανοί.
Να κάνω μια ερώτηση πριν από αυτό. Τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς, εσείς τη θυμάστε;
Ασφαλώς.
Θυμάστε πού ήσασταν, όταν το μάθατε, από πού το μάθατε;
Όταν το έμαθα, είχα έναν φίλο, Γεωργησούδη, ο οποίος δούλευε στο Πανεπιστήμιο σαν πορτιέρης, σαν κάτι τέτοιο, ο Γιώργος, και ήμασταν μαζί. Διότι εγώ, επειδή από τη σχολή είχαμε έναν απόφοιτο που δούλευε εκεί, τελείωσε τη σχολή και [Δ.Α.] και δούλευε εκεί και δουλεύαμε μαζί, έγινε η αφορμή και είχα γνωρίσει ορισμένους ανθρώπους εκεί γύρω από την Καμάρα. Και την βραδιά, την προπαραμονή θυμάμαι και το έργο το κινηματογραφικό που είδαμε. Το έργο που είχαμε δει, το είχαμε δει στο «Αχίλλειον» στην Αγίου Δημητρίου, «Ματωμένη Μπαλαλάικα». Και το βράδυ έφυγα, βέβαια, από εκεί, ανέβηκα στην Πυλαία. Την άλλη μέρα ξανακατέβηκα, την παραμονή το βράδυ, δηλαδή, και δεν είχαμε ταυτότητες. Και βγήκαν, κάτι νεαροί ήταν, αλλά εντεταλμένοι από την αστυνομία και λοιπά, οι οποίοι κάναν έρευνα και εγώ δεν είχα ταυτότητα, όπως κανείς στην ηλικία μου δεν είχε ταυτότητα, ύστερα βγήκε το φρούτο αυτό να έχουμε ταυτότητες. Και μαθαίνουμε το βράδυ ότι κηρύσσεται ο πόλεμος, μάλλον το πρωί κηρύχθηκε ο πόλεμος. Εγώ το πρωί σηκώθηκα, πήγα στη δουλειά μου κανονικά, από την Πυλαία με τα πόδια πηγαίναμε στην αμερικανική σχολή. Πήγαμε εκεί πέρα και μάλιστα, εκείνο που μου έκανε εντύπωση, ότι: «Α, πήγαν στον γερμανικό πόλεμο, στον πόλεμο με τους Γερμανούς», στον Ιταλικό πόλεμο. Τίποτα, συνεχίσαμε, ο κόσμος επιστρατεύτηκε. Εγώ δεν ήμουνα για τον στρατό ακόμα. Όλη την περίοδο εκείνη που το προσωπικό, το πολύ προσωπικό της σχολής έλειπε, θυμάμαι πως μείναν δυο μαθητές, ο Γαϊτάνος και ο Χατζημιχαήλ κι εγώ ένας, τρεις, που η σχολή συν τοις άλλοις είχε μια έκταση γύρω απ’ τα χίλια στρέμματα χωράφια που καλλιεργούσε και με τρακτέρ τα οποία υπήρχαν βέβαια και που λίγο τα ξέραμε, γιατί εκεί ασχολούμουν κι εγώ, καλλιεργήσαμε και σπείραμε όλα τα χωράφια της σχολής και μάλιστα και βοηθήσαμε και ορισμένους συγχωριανούς από το Σέδες, οι οποίοι τους είχαν πάρει τα ζώα και δεν είχαν να κάνουν τα χωράφια τους. Έτσι πέρασε η περίοδος αυτή, προχωρήσαμε, έγινε οπισθοχώρηση από την Αλβανία, χτυπήσαν οι Γερμανοί, μπήκαν οι Γερμανοί και εκείνο που μου έμεινε χαρακτηριστικό από τους Γερμανούς ήταν το εξής πράγμα. Πως την πρώτη μέρα εκείνη, ενώ με το τρακτέρ κάτι έκαμνα εκεί στα χωράφια, σκάλιζα, γιατί ήταν άνοιξη κι έπρεπε να σκαλιστούν ορισμένα πράγματα, πέρασε ένα σμήνος από καμιά τριάντα αεροπλάνα γερμανικά, τα οποία περάσαν από πάνω απ' τη σχολή, όπως είναι, και πήγαν μέχρι το αεροδρόμιο, έκαναν έναν γύρο από το αεροδρόμιο επάνω και λοιπά, τώρα το γιατί το κάνανε, για να δουν αν υπάρχει αντίσταση ή όχι και λοιπά. Δεν υπήρχε τίποτα, ήρεμα τα πράματα, τα είχαν εγκαταλείψει οι δικοί μας, διότι, αφού η Θεσσαλονίκη κατελήφθη, δεν μπορούσαν να μείνουν κιόλας. Και επιστρέψαν και σε λίγο από τον κεντρικό δρόμο της γεωργικής σχολής πέρασε η φάλαγγα με τους Γερμανούς η οποία πήγε, κατέλαβε το αεροδρόμιο και, γενικά, την περιοχή αυτή. Όταν- μετά από αυτό τι είχαμε; Εγώ συνέχισα να δουλεύω. Διευθυντής ήταν ο Χάουζ, ο αμερικάνος, ο οποίος δεν έφυγε. Τότε η Αμερική δεν είχε κηρύξει ακόμα τον πόλεμο. Τον πόλεμο τον κήρυξε στις 15-16 Δεκεμβρίου. Ήταν εκεί, τολμώ να πω ότι επειδής με ήξερε από μωρό παιδί, από τότε που γεννήθηκα, γιατί ένα διάστημα κατοικούσαμε στη γεωργική σχολή και στην Πυλαία μεταφερθήκαμε, βέβαια η καταγωγή του πατέρα μου ήταν από εκεί, από την Πυλαία, αλλά κατοικούσαμε στην αμερικανική σχολή, μας είχαν δώσει σπίτι και μέναμε εκεί. Μέναμε εκεί και τα παιδικά μου χρόνια ήταν μέσα εκεί στο περιβάλλον. Και επειδή ο Χάουζ δεν είχε παιδιά και λοιπά και η κυρία Χάουζ και ο πατέρας του, ο οποίος ζούσε για ένα διάστημα τον οποίο γνώρισα, τον Ντόκτορ Χάουζ, ο οποίος είναι ιδρυτής της σχολής, ε, σαν παιδί που ήταν και μαζί κι άλλα παιδιά εργαζομένων που υπήρχαν εκεί, ορισμένοι καθηγητές που ήταν, που κατοικούσαν εκεί, τους είχαν δώσει σπίτια και λοιπά, εγώ προσωπικά επειδή ήμουν από τους πιο μικρούς, ήμουν και ο πιο αγαπητός, ας πούμε, κοντά τους. Δωράκια, γλυκά και χίλια δυο, γιορτούλες και λοιπά, σε όλα. Πήγαινα στο σπίτι, οι μόνοι, οι Γερμανοί μόλις μπήκαν μέσα, κατέλαβαν και τη σχολή. Στη σχολή υπήρχε κάποιος Λίτσας Θεόδωρος, ο οποίος έκανε χρέη υποδιευθυντού, [00:10:00]χρέη, γενικά βοηθός του διευθυντού ήταν, του οποίου η γυναίκα του ήταν στην καταγωγή Γερμανίδα, όχι, ο πατέρας της ήταν Γερμανός και μάλιστα είχαν και ένα κτήμα πάνω από τη Θέρμη το οποίο συνεχίζουν να έχουν, βέβαια. Βέβαια ο Λίτσας δεν ζει. Ε, ο Λίτσας τους υποδέχτηκε, συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, όχι συνεργασία προδοτική και λοιπά, όχι τέτοιο πράγμα, αλλά αξιοποιήθηκε σαν διευθυντής της σχολής, αυτός διηύθυνε βασικά τη σχολή. Εντωμεταξύ, αυτοί που είχαν επιστρέψει από τον πόλεμο, που είχαν στρατευθεί, μπήκαν στις δουλειές τους κανονικά και η σχολή λειτουργούσε καλά. Την πρώτη εποχή οι Γερμανοί δεν ήταν αυστηροί και λοιπά, αλλά σιγά σιγά πήραν την κυριότητα. Τον δε Χάουζ τον απομονώσαν στο σπίτι. Εγώ πήγαινα και τον έβλεπα στο σπίτι, πιτσιρικάς ήμουνα και ήταν πολύ εύκολο. Κάποια μέρα ο Λίτσας με έπιασε και μ’ έκανε παρατήρηση. Με τον οποίο δεν είχα τίποτα τον άνθρωπο, υποδιευθυντής ας πούμε ότι ήταν, βοηθός του διευθυντού, όλα καλά, με την παρατήρηση, όμως, που μου έκανε για τον Χάουζ μου κακοφάνηκε. Βέβαια, έκανα υπομονή, γιατί είχα ανάγκη και δούλευα κι είχα και την οικογένεια. Έκανα τι; Τον είδα διαφορετικά. Όταν είδα, παραδείγματος χάριν, η γυναίκα του να πηγαίνει βόλτα με τους Γερμανούς, να τους οδηγεί, να τους-, οι Γερμανοί να γίνονται καθημερινά που περνούσε ο καιρός αυστηρότερα, αυστηρότεροι. Ύστερα από την παρατήρηση αυτή, άρχισα να βλέπω πως δεν την ήθελα τη δουλειά. Τώρα τι θα γινόμουν, θα έβλεπα. Μετά από αυτό, όμως - όταν αυτό ήταν Απρίλης, Μάης, τον Ιούνη εντωμεταξύ είχε δημιουργηθεί στην Πυλαία από αυτούς που επιστρέψαν από την εξορία, ο Δηλαβέρης, ο γραμματέας του Ε.Α.Μ. Μακεδονίας- Θράκης, ο Νίκος ο Δηλαβέρης, ο οποίος ήταν μηχανολόγος και πολιτικός μηχανικός, είχε κάνει το ηλεκτρικό εργοστάσιο στην Πυλαία και είχε η Πυλαία από το 1927, ας πούμε, φωτισμό κοινοτικό και, όσα σπίτια ήθελαν, παίρναν ρεύμα και στο σπίτι τους. Βέβαια όχι μεγάλα πράγματα, μία λάμπα, δύο λάμπες, ψευτοπράγματα. Και ο αδερφός του, ο Χρήστος ο Δηλαβέρης, ο οποίος κι αυτός ήταν μηχανικός, επέβλεπε. Γιατί ο Νίκος στο διάστημα της μεταξικής περιόδου ήταν εξορία. Ο δε Χρήστος δεν έπαθε τίποτα, γιατί δεν είχε ανάμειξη καθόλου, φτάσαμε εδώ. Έμενε εδώ, επέβλεπε το εργοστάσιο με συνέταιρο με κάποιον άλλον από την Πυλαία, τον Χαρίση τον Γιοβανούδη, οι οποίοι συνεχίσαν να το διευθύνουν, διότι ήταν μύλος και ηλεκτρικό εργοστάσιο. Δηλαδή τη νύχτα ήταν ηλεκτρικό εργοστάσιο και τη μέρα έκανε τα αλέσματα. Αυτή ήταν η ζωή στην Πυλαία. Μπήκα στα πρώτα σκαλοπάτια για τον αγώνα από την αγανάκτηση και το μίσος που είχα ενάντια στους Γερμανούς που ήρθαν στην πατρίδα και τους Ιταλούς, πρώτα τους Ιταλούς και μετά τους Γερμανούς, ένιωθα την ανάγκη να κάνω ό,τι μπορώ ενάντια σε αυτούς. Ε, αυτό το πράγμα, ο κύκλος αυτός του Δηλαβέρη και λοιπά και λοιπά οι οποίοι είχαν ξεκινήσει και κάτι κάνανε, είχαν κάνει μια ομάδα αντίστασης ενάντια στους Γερμανούς, με πλησίασαν και εμένα, συγκεκριμένα ένα στέλεχος το οποίο εκτελέστηκε κατοπινά, ο Βασίλης ο Μαλίγκος, και είχα μπει μέσα στο κίνημα.
Σε ποια οργάνωση;
Η οργάνωση τότε ήταν η, πως τη λέγαμε, Ο.Κ.Ν.Ε., Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαίων Ελλάδος. Τα πρώτα βήματα. Ε, έπαιρνα μέρος στις συγκεντρώσεις και λοιπά, εντωμεταξύ το πράγμα στη σχολή άρχισε να παρατραβάει, να αγριεύει. Όλα ήταν κάτω από τους Γερμανούς, παντού βάλθηκε κι ένας Γερμανός, παραδείγματος χάριν στα κοτόπουλα, στον μύλο, στις αγελάδες, στα τρακτέρ, κατάλαβα ότι το κλίμα δεν με σηκώνει εκεί πέρα πια. Έφυγα από εκεί και μάλιστα, πριν φύγω, πέρασα στον Χάουζ, από το σπίτι. Και του λέω: «Εγώ θα φύγω». Μου λέει: «Πρόσεξε, γιατί έρχονται δύσκολα χρόνια». Και λέω: «Δεν μπορώ να το ανεχτώ εγώ αυτό το πράγμα, με χτυπάει στα νεύρα, θα τρελαθώ». «Δεν ξέρω», μου λέει, «ένα πράγμα σου λέω μόνο. Να είσαι βέβαιος ότι οι Γερμανοί θα φύγουν, οι Γερμανοί θα νικηθούν. Η Αμερική δεν είναι ακόμα στον πόλεμο, αλλά θα βγει. Πρόσεξε». Μου έδωσε ορισμένες πατρικές συμβουλές, ας πούμε, και έφυγα. Εντωμεταξύ, συνέχισα στην οργάνωση. Στην αρχή σχηματίσαμε μια ομάδα, η οποία ήταν η πρώτη παρέα που ήμασταν από το Δημοτικό σχολείο μαζί, φίλοι. Εφτά άνθρωποι οι πρώτοι. Ε, εκεί στη συζήτηση που έκανε ο Βασίλης λέει: «Τώρα», λέει, «μεταξύ σας πρέπει να βάλουμε και έναν υπεύθυνο», λέει. Ε, τι γίνεται, ποιος, τι θα βάλουμε υπεύθυνο; Όλα τα παιδιά είπαν: «Τον Κώστα». Εντωμεταξύ υπήρχαν και κάνα δυο παιδιά στην παρέα μας αυτή οι οποίοι ήταν ένα - δύο χρόνια μεγαλύτεροι από εμένα. Και λέω: «Μα εδώ υπάρχουν και οι μεγαλύτεροι». «Όχι», λένε τα παιδιά, «εσύ, καλύτερος από εσένα δεν υπάρχει». Εντάξει, το δέχτηκα και ανέλαβα υπεύθυνος, η πρώτη οργάνωση της Ο.Κ.Ν.Ε. δηλαδή κατοχικά, η οποία έγινε στην Πυλαία. Συνεχίζαμε. Αυτά γίνονται τον Ιούνιο του ‘41. Εντωμεταξύ η μητέρα μου καταγόταν από τον Τρίλοφο και έφυγε μαζί με τα παιδιά. Μου είπε και εμένα να πάω, αλλά εγώ δεν, ύστερα και από το δέσιμό μου με την οργάνωση δεν πήγα, έμεινα εδώ μόνος. Ξεκινήσαμε. Αρχίσαμε, λίγο την εφημερίδα, μάλλον τότε εφημερίδα δεν είχαμε, αυτό που κυκλοφορούσε ήταν ένα απλό δελτίο ειδήσεων, αλλά έντυπο καλά. Στην αρχή ήταν, πως το λένε, με πολύγραφο, μετέπειτα, όμως, έγινε, βγήκε κανονικό έντυπο. Δελτίο ειδήσεων το οποίο έβγαινε δηλαδή κάθε δεκαπέντε μέρες, είκοσι μέρες έβγαινε κι ένα τέτοιο, το μοιραζόμασταν, διαβάζαμε. Εντωμεταξύ άρχισε η στρατολόγηση, να στρατολογούμε. Στρατολογήσαμε, δεκτοί από τους νεολαίους δηλαδή, που κάναμε εμείς, όποιος ήθελε έπαιρνε μέρος. Συνεχίσαμε αυτό το πράγμα. Εντωμεταξύ ήρθε το Ε.Α.Μ. τον Σεπτέμβρη που ιδρύθηκε, μαζί με το Ε.Α.Μ. έγινε και το Ε.Α.Μ. Νέων. Τότε αρχίσαμε να δουλεύουμε πια όχι μονάχα σαν νεολαία κομματική, αλλά σαν αντιστασιακή ομάδα, νεολαία μέσα στο Ε.Α.Μ. Νέων και ταυτόχρονα ανήκαμε και στο κόμμα. Βεβαίως το κόμμα δεν υπήρχε, γιατί οι νεολαίοι δεν ήταν κομματικά μέλη, ήταν νεολαίοι απλώς. Λοιπόν, αυτό το πράγμα συνέχισε. Από τους εφτά, έξι εφτά που ήμασταν προχωρήσαμε, γίναμε δεκαπέντε, γίναμε είκοσι, φτάσαμε τους τριάντα-τριάντα πέντε. Εγώ συνέχιζα. Εντωμεταξύ είχα, ύστερα από καθοδήγηση από τον παραπάνω, δηλαδή, τη δύναμη που είχαμε τη χωρίσαμε σε τρεις ομάδες, που η κάθε ομάδα είχε τον επικεφαλής και γενικά υπεύθυνος ήμουν εγώ. Αυτά τα πρά[00:20:00]γματα.
Segment 2
Η πείνα του 1941, η αναζήτηση νέας εργασίας και γραμματέας τρίτης Αχτίδας
00:20:03 - 00:54:18
Εντωμεταξύ, όταν έφυγα από εκεί, έψαξα για δουλειά γιατί έπρεπε να ζήσω. Είναι γεγονός ότι πέρασα σκληρές μέρες και νηστικός ακόμα και με παπούτσια τρύπια που γεμίζαν λάσπη και νερό μέσα, αλλά εκεί, δεν τα παρατούσα. Τότε ο Κεφαλάς, στην Πυλαία είχαμε έναν όχι Πυλαιώτη, νησιώτης ήταν, ο οποίος ήταν απόστρατος στρατιωτικός, από αυτούς που διωχτήκαν με τον πίνακα βήτα που λέγαν. Αυτοί που διωχτήκαν μετά το κίνημα του Πάγκαλου και λοιπά. Όχι του Πάγκαλου, ποιος είχε κάνει το κίνημα τότε, αρχηγός του κινήματος, αλλά, βέβαια, με την ευλογία του Βενιζέλου το είχε κάνει. Λοιπόν και τους αξιωματικούς οι οποίοι ήταν φίλοι προς το κέντρο τους αποτάξαν χωρίς να τους στερήσουν τον βαθμό, ούτε και τη σύνταξη, τους δώσαν και σύνταξη. Αυτός ήταν την περίοδο εκείνη και πρόεδρος της κοινότητος Πυλαίας, κοινότητα ήταν τότε. Εντωμεταξύ ήταν κυνηγός και λίγο πολύ φίλος του πατέρα μου. Πηγαίνανε μαζί κυνήγι, πολλές φορές έτρεχα κι εγώ μαζί τους εκεί πέρα, μπαμ το πουλί, «Τρέχα, Κώστα, να το πάρεις». Λοιπόν, μου λέει: «Τι κάνεις εσύ;» συγκεκριμένα θυμάμαι. Την περίοδο που έφυγα, όμως, από τη σχολή είχα εξασφαλίσει δουλειά στο κεραμοποιείο, το Αλλατίνη εδώ. Και δούλευα εδώ, αλλά κι εδώ τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Φαίνεται πως ήμουν και λίγο ατίθασος και ορισμένα πράγματα τα ήθελα όπως τα ήθελα εγώ. Ε, δεν γινόταν. Τώρα το καταλαβαίνω ότι δεν γινόταν. Τον Σεπτέμβρη, άλλωστε εγώ ήμουν εποχιακός, για το καλοκαίρι μονάχα, γιατί τότες είχε πολλή δουλειά το κεραμοποιείο, ήρθα σε αντίθεση μ' έναν, κάτι έκαναν, αραδιάζαν τούβλα εκεί πέρα κι εγώ δηλαδή, δούλευα. Ήρθε κάποιος: «Γιοκ, στραβά είναι, γιοκ στραβά είναι». Εντωμεταξύ, ήξερα ότι αυτός είναι εργάτης από την Πυλαία, αλλά είχε έρθει κοντά με τα αφεντικά, κανείς δεν τολμούσε να του μιλήσει. Εγώ τον τραβάω μια πόστα γερή κι ήσυχα. Ε, αποτέλεσμα μετά από δεκαπέντε μέρες απόλυση. Άλλωστε τελειώνει και η περίοδος μου λένε, έφυγα. Τότε με βρίσκει ο Κεφαλάς, ο πρόεδρος του χωριού, και μου λέει: «Ρε Κώστα-». Α, είχα πάει εντωμεταξύ να δουλέψω μαζί με τους Πυλαιώτες, οι οποίοι δουλεύαν στην αεροπορία, που σκάβαμε τις γκάφες, το ένα, το άλλο και λοιπά. Δούλεψα κάνα δυο μέρες, αλλά δεν μπορούσα άλλο, δεν άντεχα δηλαδή. Ε, και η δουλειά δεν ήταν τακτική. Το έργο το είχε κάποιος Γεωργιάδης. Δύο αδέρφια, ο Βασίλης και ο Ιάσων Γεωργιάδης. Ο Ιάσων ήταν μηχανικός και ήταν ο μικρότερος. Ο Βασίλης ήταν ο εργολάβος. Λοιπόν, με βρήκε ο Κεφαλάς και μου λέει, του λέω αυτό κι αυτό: «Ε, σήμερα δεν δουλέψαμε», του λέω, «και απ’ ό,τι φαίνεται δεν». Λέει: «Θέλεις να έρθεις κλητήρας στην κοινότητα;». «Αν θέλω λέει;». Και με προσέλαβαν από τις, από την 1η Οκτωβρίου, Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο.
Ποιας χρονιάς Δεκέμβρη;
Του ‘41.
Του ΄41.
Στη μεγάλη πείνα. Η μεγαλύτερη απ’ όλες. Δηλαδή σ' όλη την κατοχή η μεγάλη πείνα ήταν το ‘41. Οι δρόμοι, πεθαίναν, στον δρόμο οι πεθαμένοι. Απλώναν το χεράκι: «Ψωμί. Ψωμί». Το πρωί όλοι αυτοί ήταν πεθαμένοι. Και περνούσε το κάρο του δήμου και τους μάζευε.
Εδώ στην Πυλαία αυτό;
Όχι, Θεσσαλονίκη. Στην Πυλαία δεν είχαμε τέτοιο πράγμα. Είχαμε πείνα, δυστυχία, αλλά λίγο πολύ βολευόταν. Ναι, τότε είχε γίνει το δελτίο. Με σαράντα δράμια ψωμί καλαμποκιού. Καλαμπόκι αλεσμένο μαζί με τη ρόκα. Ένα κομματάκι τόσο ήταν, δηλαδή, το έπαιρνα κάθε μέρα. Και ορισμένες φορές που δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν άλευρα, καλαμπόκια να αλέσουν, να μοιράσουν στους φούρνους, έλεγε: «Σήμερα δεν υπάρχει ψωμί», ή: «Για τρεις μέρες δεν υπάρχει». Κόψε τον σβέρκο σου. Γι' αυτό δεν έμεινε ούτε χορτάρι κάτω. Λοιπόν, αυτή ήταν η ζωή, συνέχιζε. Πήγα στην κοινότητα, δούλεψα στην κοινότητα. 15 Δεκεμβρίου, κηρ-, έγινε το Πέρλ Χάρμπορ. 14 έγινε,13; Με αφορμή κι αιτία το Πέρλ Χάρμπορ βγήκε η Αμερική στον πόλεμο. Τότε έμαθα από άλλους που δουλεύαν εκεί, γιατί εγώ δεν τολμούσα να πάω εκεί, ότι τον Χάουζ τον σηκώσαν. Ενώ τον είχαν απομονωμένο σε σπίτι εκεί. Και ύστερα ξαναγύρισε το ‘46, γιατί τον ανταλλάξαν με ορισμένους άλλους οι Γερμανοί. Και πήγε στην Αμερική, πέρασε τον υπόλοιπο πόλεμο εκεί πέρα και γύρισε το ‘45 μετά, το ‘46. ‘45 με ‘46. Εγώ συνέχισα. Εντωμεταξύ, φαίνεται ότι η δουλειά που έκανα με την νεολαία στην Πυλαία- τότε είχαμε, είπαμε, Ε.Α.Μ. Ν και Ο.Κ.Ν.Ε.. Μέσα από το Ε.Α.Μ. Ν που κάπως πλάταινε περισσότερο δημιουργούσαμε και τις ομάδες της Ο.Κ.Ν.Ε.. Κι άρεσε στην καθοδήγηση την κομματική που υπήρχε. Κάποια μέρα μου λέει ο Βασίλης ο Μαλίγκος: «Έλα στο σπίτι, σε θέλω». Πάω εκεί πέρα: «Βασίλη, λέγε τι θέλεις;». Τότε, εντωμεταξύ, είχε γίνει και η κομματική επιτροπή της Πυλαίας και σαν εκπρόσωπος της νεολαίας συμμετείχα κι εγώ στην κομματική επιτροπή. Καθίσαμε εκεί, όταν πάω μέσα στον Βασίλη, με χαιρέτησε: «Να σε γνωρίσω κι ένα φίλο« λέει. Με γνωρίζει, Δαμιανό, με το όνομα Δαμιανό τον γνώρισα. Με το όνομα Δαμιανό, το οποίο ήταν ψευδώνυμο. Ήταν ο γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής του κόμματος. Και μου το σκάσαν το παραμύθι. Λέει: «Εδώ πέρα έκανες καλή δουλειά, μένουμε ικανοποιημένοι. Φρόντισε να βρεις έναν αντικαταστάτη να σε αντικαταστάσει. Βέβαια, το χωριό θα είναι πάλι υπό την καθοδήγησή σου», που θα αποτελούσε την βάση του 3ου όρμου από εδώ, «αλλά εσύ να αναλάβεις μεγαλύτερη δουλειά κάνοντας την ίδια δουλειά που έκανες και εδώ με τον τρόπο που έμαθες» και λοιπά. «Δηλαδή να γίνεις ένα στέλεχος της αντίστασης». Αν το ήθελα λέει; Το παραήθελα. Λοιπόν, με παίρνουν, κλείσαμε ραντεβού ότι σε μία βδομάδα θα έφευγα. Τότε, εντωμεταξύ γίνεται και κάτι άλλο. Από την κοινότητα υπάρχει μια ομάδα, όταν ανέλαβε ο Γκοτζαμάνης, Υπουργός Οικονομικών, τι είχε αναλάβει, είχε έναν αντιπρόσωπο, γιατί είχε κόμμα ο Γκοτζαμάνης, το Μακεδονικό, το οποίο είχε την αντιπροσωπεία του εδώ. Όταν έμαθαν ότι ανέβηκε ο Γκοτζαμάνης, αυτοί που ήταν, ένας Διογένης Γκοτζαμάνης ο οποίος ήταν ψάλτης στον Άγιο Φανούριο, πυλαιώτης, βέβαια, αυτόν είχε σαν επικεφαλής ο Γκοτζαμάνης, σηκώθηκε, πάει και τον βρήκε. Και του λέει: «Τι γίνεται», λέει, «θα έχουμε έναν ξένο στρατιωτικό εκεί πέρα στην Πυλαία;». «Ε, τι θες;» του λέει. Του λέει: «Να με διορίσεις πρόεδρο». «Εντάξει», του λέει, «βρες, κάνε επιτελείο, ποιους ανθρώπους θέλεις, πέντε ανθρώπους για να αποτελέσετε δημοτικό συμβούλιο». Ε, ήρθε αυτός, τα κανόνισε, τα βρήκε, πήγε την κατάσταση, η κατάσταση στο πρωτοδικείο, το πρωτοδικείο βγάζει α[00:30:00]πόφαση έκπτωτος ο Κεφαλάς, έφυγε ο Κεφαλάς. Εγώ συνεχίζω να δουλεύω. Μου λένε: «Εσύ ήσουν άνθρωπος του Κεφαλά, δεν έχεις καμία δουλειά μαζί μας, γι’ αυτό απολύεσαι, να φύγεις». Μου δώσαν το μηνιάτικο, μου δώσαν και ένα σαν επίδομα, άλλο ένα μηνιάτικο, έστω, κι αυτοί, οι εχθροί μου ας πούμε και μένω χωρίς δουλειά. Εντωμεταξύ μεσολαβεί η περίπτωση αυτή. Κανονίζουμε τώρα, αναλαμβάνω, βρίσκω ένα καλό παιδί που του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, κάναμε και παρέα από πολύ μωρά, από το σχολείο δηλαδή. Εντωμεταξύ, τα μέλη έχουν φτάσει τα σαράντα, σαράντα και. σαραντα δύο, σαράντα τρία κάτι τέτοιο. Το χωρίζουμε σε τέσσερις ομάδες και του λέω: «Μήτσο, να αναλάβεις εσύ υπεύθυνος». Το γνωρίζω αυτό και στον κομματικό υπεύθυνο του χωριού, ότι αυτός με αντικαθιστά, κι εγώ θα περνάω να σας βλέπω όπως μου είπαν. Εντάξει. Έγινε. Έρχεται η ημερομηνία, ξαναβρίσκομαι στο σπίτι του Βασίλη, αυτή τη φορά είναι ο Δαμιανός, είναι άλλος ένας τον οποίο τότε τον γνώρισα βέβαια και ο Βασίλης. Και μου λέει: «Οι φίλοι», λέει, «και οι συναγωνιστές ήρθαν για να κανονίσετε το δρομολόγιο». Ο γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής- εντωμεταξύ αυτόν που βρήκα εκεί πέρα, ο τρίτος, ήταν γραμματέας της αχτιδικής επιτροπής εδώ. Που είχε τα δώδεκα χωριά περίπου, δεκατρία, δηλαδή από την Πυλαία μέχρι τα Βασιλικά και μέχρι το Ρύσιο. Από το Ρύσιο και πέρα, δηλαδή Ταγαράδες, Σουρωτή, Βασιλικά, Γαλαρινός, Περιστερά, Λιβάδι, Πανόραμα, όλα είναι στην 3η Αχτίδα αυτά. Με παίρνει ο Στέφανος, α, αυτός δε, ο γραμματέας της Αχτίδας, μου συστήθηκε σαν Στέφανος. Και αυτός πάει, τον σκοτώσαν. Τελευταία τον σκοτώσαν. Αυτός ήταν από έξω από τη Νιγρίτα ένα χωριό, μεγάλο χωριό όμως, κωμόπολη. Ο οποίος ήταν εξόριστος κι έφυγε από την εξορία. Ήταν από αυτούς που φεύγαν σιγά σιγά και σιγά σιγά τροφοδοτούσαν και πλουτίζαν τα στελέχη. Λοιπόν ήρθε η μέρα, ήρθε ο Στέφανος, με παίρνει, μου λέει: «Έχει κανένα εστιατόριο να φάμε εδώ;» Του λέω: «Στην Πυλαία δεν έχει. Στο Χαριλάου, όμως, έχει». Ε κάτι ήξερα, γειτονιά μου ήταν. Ήταν το Λουξ τότε εδώ. Το είχε ο Μπιμπίλας συγκεκριμένα γιατί αυτός έκτισε το κτίσμα και αυτός στην κατοχή, επειδής είχε, αυτός ασχολούνταν με τα ψάρια άνοιξε αυτό το μαγειρείο. «Εντάξει», μου λέει, «να πάμε να φάμε πρώτα και μετά να ξεκινήσουμε». Του λέω: «Καλά, Στέφανε. αλλά εγώ λεφτά δεν έχω». «Έχω εγώ λεφτά», λέει, «μη στεναχωριέσαι. Αρκεί να είναι, να πάμε σ' ένα καλό εστιατόριο, να φάμε ανθρώπινα». «Εντάξει» του λέω. Τον παίρνω, πάμε στο εστιατόριο, τρώμε. Το φαγητό αυτό θα μου μείνει αλησμόνητο γιατί ήταν πολύ επιτυχημένες σουπιές, ωραίες, καλομαγειρεμένες από ειδικό μάστορα. Λοιπόν, τα πήραμε αυτά, φάγαμε κι από 'κεί ξεκινήσαμε, πήραμε τον δρόμο από 'δω και φτάσαμε με τα πόδια στο αγροτικό Ρύσιο, στην Αρετσού, δηλαδή, που λέμε, στο αγροτικό Ρύσιο. Γιατί Ρύσιο υπάρχει και στην Καλαμαριά μέσα. Λοιπόν, πάμε εκεί. Πήγαμε στο σπίτι, ήταν κάποιος πάρεδρος, διότι το Ρύσιο δεν είχε πρόεδρο, είχε πάρεδρο. Αλέκος Προύσαλης. Καθόμασταν εκεί στο σπίτι του, πήγαμε εκεί στο σπίτι, εγώ έμεινα εκεί, ο Στέφανος πήγε σε άλλο σπίτι, γιατί αυτή την εντολή είχε. Μου λέει: «Εδώ θα είμαι εγώ». Κάθισα δυο μέρες εκεί. Τη δεύτερη μέρα έρχεται ένας-. Εντωμεταξύ, στον δρόμο που πηγαίναμε, μου λέει: «Θα πρέπει να αλλάξουμε και το όνομά σου. Τι όνομα να σε βάλουμε; Να σε βαφτίσω εγώ;» μου λέει; «Ε, να με βαφτίσεις». «Λοιπόν, θα σου βάλουμε το όνομα "Νίκος"», λέει, «του αρχηγού μας, του Ζαχαριάδη». «Εντάξει». «Από 'δω και πέρα είσαι "Νίκος" πια». Κι έμεινε αυτό το πράγμα. Εκεί που κάθομαι, τη δεύτερη μέρα έρχεται κάποιος λεβεντονιός, όμορφος, καλό παλικάρι. Μου λέει: «Τι θέλεις εσύ εδώ;». Λέω: «Είναι φίλοι μου και με φιλοξενούνε, ήρθα για καμιά δουλειά». Μπαίνει ο Αλέκος μέσα, ο νοικοκύρης δηλαδή και λέει: «Άκου εδώ», μου λέει, «ο φίλος είναι συναγωνιστής, είναι σύντροφος και είναι δεύτερος γραμματέας του Μακεδονικού γραφείου του Κ.Κ. και θέλει να σε γνωρίσει, αφού τώρα μπαίνεις σε ανώτερα καθήκοντα. Είναι ο Θανασάκης». Αυτό ήταν το όνομά του. Αυτός ήταν Ηπειρώτης στην καταγωγή, αλλά η μάνα του ήταν δασκάλα στη Μεγάλη Παναγιά. Το πραγματικό του όνομα ήταν Παντελής Τζέγας. Σκοτώθηκε στη Φλώρινα. Ο οποίος την περίοδο τη Μεταξική δεν είχε πιαστεί καθόλου και είχε δημιουργήσει εστίες οργανωτικές σε διάφορα μέρη. «Τότε τι κάνεις εδώ;» μου λέει. Εντωμεταξύ με είχαν δώσει έναν Ριζοσπάστη και διάβαζα τον Ριζοσπάστη. Εκεί έκανα μια μικρογκάφα με το πνεύμα [Δ.Α.]. «Περιμένω διαταγές από τον Στέφανο». «Όχι», μου λέει, «διαταγές δεν υπάρχουν σε εμάς. Περιμένω να καθοδηγηθώ από τον Στέφανο. Γιατί ο Στέφανος είναι παλιός, βρίσκεται σε υψηλότερη βαθμίδα. Θα σε έχει υπό την προστασία του, ώσπου να συνηθίσεις». «Εντάξει, ρε Παντελή». Κάθισε, μ’ έκανε και ένα καλό μάθημα, πώς να φυλάγεσαι, τι να κάνεις, πώς να συμπεριφέρεσαι, λόγια μεστωμένα δηλαδή και βγαλμένα από την πείρα που είχε. «Καμία φορά», λέει, «για να πάμε κάπου υπάρχει ένας δρόμος που μπορούμε να πάμε σε δέκα λεπτά, αλλά αυτός ο δρόμος είναι επικίνδυνος. Υπάρχει ένας άλλος δρόμος που θα κάνουμε τρεις ώρες για να φτάσουμε εκεί. Θα προτιμήσουμε τις τρεις ώρες». Λοιπόν, έμεινα εκεί, με χαιρέτησε και λοιπά. «Ελπίζω», μου λέει, «και πιστεύω ότι θα είσαι καλός συνεργάτης και θα πάμε καλά». Ε, έφυγε αυτός. Έρχεται ο Στέφανος σε λίγο. Μου λέει - θα ‘καμνε συγκέντρωση ο Στέφανος, «Να έρθεις κι εσύ», μου λέει, «σαν νεολαίος να πεις πέντε λόγια για τους νεολαίους». Ε, τώρα, μικροσυγκεντρώσεις στην Πυλαία έκαμνα εγώ κι έλεγα πέντε λόγια. Αλλά… «Ρε Στέφανε», του λέω, «τι να πω τώρα μέσα στον κόσμο εκεί πέρα;». Μέσα σε δέκα - δεκαπέντε ανθρώπους που θα ήταν στη συγκέντρωση, τι να πω; «Θα διαβάσεις τον "Ριζοσπάστη"», λέει, «και ό,τι λέει εδώ, πες τα». Και να είσαι βέβαιος ότι θα σε χειροκροτήσουν». Άκουσα τη συμβουλή του. Το βράδυ πάμε στη συγκέντρωση, μίλησε αυτός, είπε τα πράγματα που είχε να πει. Στο τέλος λέει: «Να σας μιλήσει και να σας χαιρετήσει και ο φίλος ο οποίος θα αναλάβει τη νεολαία της περιοχής μας. Συναγωνιστής Νίκος». Ε, αρχίζω και εγώ. Λέω: «Χαιρετίζω τη συγκέντρωσή σας. Με συγχωρείτε», λέ[00:40:00]ω, «γιατί είναι τα πρώτα βήματα που ξεκινάω και στην κρίση σας θα ήθελα να είμαι... ». Άρχισα, αυτά που διάβασα στο Ριζοσπάστη με λίγο, πώς το λένε, μοντάρισμα απ' εμένα, τοποθετώντας ορισμένα σ' άλλες περιπτώσεις, ε, μια ομιλία η οποία κράτησε κανένα τέταρτο. Όλοι κατενθουσιασμένοι: «Ευχαριστούμε». Αέρα πήρα εγώ. Εντωμεταξύ, από τα χωριά που ήμασταν τώρα, που είπα στην 3η Αχτίδα, το Ρύσιο δεν ήταν στην 3η Αχτίδα. Διότι από το Ρύσιο άρχιζε η 4η Αχτίδα που πάει μέχρι τη Μηχανιώνα, Επανωμή και λοιπά. Λοιπόν, την άλλη μέρα μου λέει: «Φεύγουμε». Με παίρνει. «Αλλά, όποτε βρεις δυσκολίες και λοιπά, μην ξεχνάς και το σπίτι αυτό». Ο Αλέκος ο Προύσαλης, δεν ξέρω αν ξέρεις, ο γιος του, στη γωνία, όπως πάμε από την Αγιά Σοφιά, στη γωνία είναι ο Ο.Τ.Ε., δεν είναι;
Ναι.
Απέναντι υπάρχει ένας δρόμος που πάει προς τα κάτω, δε θυμάμαι πως τον λένε. Στη γωνία έχει οπτικά. Τα οπτικά τα είχε ανοίξει ο Αλέκος ο Προύσαλης, ο πατέρας του, ο οποίος ήταν εξαιρετικά καλός άνθρωπος. Λοιπόν και τώρα τα έχει ο γιος του. Βέβαια, μεγάλωσε και ο γιος του. Τότε, δεν ήταν γεννημένος ακόμα, όταν πήγα εγώ. Ήταν αυτός με τη γυναίκα του μοναχά, την Ελένη. Λοιπόν, κάπου κάπου περνούσα, τους έβλεπα και όταν είχα καμιά απορία ή να αφήσω κάτι, να πάρω κάτι, γιατί ήταν και σαν κεντρική γιάφκα. Φεύγουμε από εκεί, πάμε στους Ταγαράδες. Στους Ταγαράδες είχε μια μικροοργάνωση, γιατί εκεί υπήρχε κάποιος Κώστας Πέτρου, παλιός αριστερός, ο οποίος είχε δημιουργήσει μια βάση. Κάτσαμε δυο μέρες εκεί, κάναμε μια συγκέντρωση. Εκεί έκανα χωριστά συγκέντρωση για τη νεολαία. Λέω: «Τι να τους πω, Στέφανε;». «Θα τους πεις ό,τι είπες εκεί. Και αυτά τα πράγματα θα τα επαναλαμβάνεις και θα γίνονται περισσότερα την κάθε φορά, θα τα πλουτίζεις όσο μπορείς». Λοιπόν, μετά από τη Σουρωτή, μετά από τους Ταγαράδες πήγαμε στην Αγία Παρασκευή. Στην Αγία Παρασκευή είχε μια μικρή οργανωσούλα. Πάλι τα ίδια. Κι από εκεί στα Βασιλικά. Στα Βασιλικά δεν πήγαμε σε σπίτι, αλλά σε έναν μπαξέ έξω απ' τα Βασιλικά. Όπως μπαίνουμε, δεξιά υπάρχει ένα ύψωμα κι είναι και μια εκκλησιούλα, η Αγία Κυριακή. Εκεί από κάτω ένας σύντροφος είχε έναν μπαξέ, δυο αδέρφια. Ο Μήτσος ο Τσολάκης και ο Στέλιος Τσολάκης. Ο Στέλιος Τσολάκης ήταν υπεύθυνος της νεολαίας των Βασιλικών. Ε, περάσαμε εκεί πέρα, τα είπαμε, γνωριστήκαμε, τακτοποιηθήκαμε, το βράδυ μας βάλανε σε σπίτια, κοιμηθήκαμε ο καθένας. Διότι γινόταν, σε κάθε τόπο που πηγαίναμε και τους βλέπαμε έπρεπε να φροντίσουν τη διατροφή μας. Στη Σουρωτή δεν είχαμε βάσεις. Πρέπει να βρούμε βάσεις. Απ' την Αγία Παρασκευή που είχαμε έναν τσαγκάρη, Μουστάκης συγκεκριμένα, ο γιος του ήταν υπεύθυνος της νεολαίας, αλλά είχε δυο παλικάρια μοναχά κι αυτός τρεις. Ε, τους είδα τους τρεις εκεί, κουβεντιάσαμε, είπαμε τι θα κάνουμε και από 'κει φύγαμε για τα Βασιλικά. Στη Σουρωτή δεν είχαμε βάση, δεν μπορούσαμε να πάμε. Από εκεί, από τα Βασιλικά γυρνάμε προς τα πίσω. Στο Γαλαρινό δεν είχαμε βάση. Στην Περιστερά κάτι είχαμε. Στο Λιβάδι είχαμε κάτι. Γυρνάμε στη Ραιδεστό. Ε, η ίδια δουλειά η συνηθισμένη. Ο Στέφανος έκανε την κομματική δουλειά με τους μεγάλους, εγώ με τους νεολαίους. Εντωμεταξύ ο καιρός περνάει. Εντωμεταξύ, βγήκα, αυτή τη δουλειά, όταν έγινε και βγήκα έξω, που άφησα την Πυλαία, έγινε το Φεβρουάριο του ‘42. Και το ‘42 κυλάει. Συγκεκριμένα, θυμάμαι ότι το Πάσχα το κάναμε στη Ραιδεστό. Από εκεί στην Θέρμη, απ' την Θέρμη στο Πανόραμα, το Πανόραμα είχε γερή βάση, καλή.
Να κάνω μια ερώτηση; Όλα αυτά τα χωριά δεν είχαν κατοχικά στρατεύματα;
Κατοχικά, όχι.
Κανένα;
Το Πανόραμα είχε. Η Ραιδεστός είχε, είχε γιατί είναι η αεροπορία κι από την αεροπορία όλοι βγαίναν και τρώγαν και ζούσαν εκεί, στη Ραιδεστό. Αλλά- Τα Βασιλικά είχαν. Αλλά οι Ταγαράδες δεν είχαν, η Αγία Παρασκευή δεν είχε, η Σουρωτή δεν είχε. Τα Βασιλικά είχαν μια ομαδούλα, τίποτα περισσότερο.
Άρα κινούσασταν-
Κάπως ελεύθερα. Κι ο κόσμος ήταν διαφορετικός τότε, Ιάσονα. Με βλέπαν ότι πήγαινα εγώ σε ένα χωριό. Και πού πήγαινα; Από περιέργεια παρακολουθούσαν. Πήγαινα στου τάδε το σπίτι. Μα αυτός είναι αριστερός, άρα κι αυτός τέτοιος είναι. Δε σε πρόδιδε κανένας. Κοιτούσαν να σε φυλάξουν, γιατί ήξεραν ότι και στο σπίτι εκείνου που πήγαινες ήταν άνθρωπος που μιλούσε πατριωτικά και καλά. Λοιπόν, το Πάσχα είπαμε. Μετά το Πάσχα ανεβαίνουμε στο Πανόραμα. Απ' το Πανόραμα κάνω μια βόλτα από την Πυλαία και- Εντωμεταξύ στη γύρα αυτή κανονίζει ο Στέφανος να συνέλθει η αχτιδική επιτροπή. Διότι δεν είχε αχτιδική επιτροπή, μέχρι τότε δούλευε μόνον αυτός. Εντωμεταξύ ήρθαμε σε επαφή με τη Σουρωτή, μ' έναν γέρο, Στογιάννη, ο οποίος είχε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι τα οποία κάναν καλή δουλειά και δημιουργήθηκε κι εκεί μια ομάδα νεολαίας. Στον γυρισμό που κάναμε ο Στέφανος είχε κανονίσει το καλοκαίρι του ‘42 να γίνει η αχτιδική επιτροπή. Πού θα την κάνουμε την αχτιδική επιτροπή; Βέβαια, εμένα δεν ήταν [Δ.Α.]. Αυτός κανόνιζε τους αντιπροσώπους και λοιπά και λοιπά. Έβαλε, όμως, και κάνα δυο νεολαίους από ΄κεί που είχαμε καλή οργάνωση, παραδείγματος χάριν, έναν έβαλε από τη Ματζάρδα και έναν από το Βασιλικά, τον Τσουράγη και τον Σωκράτη, οι οποίοι θα συμμετείχαν στην αχτιδική επιτροπή. Στο σπίτι του τσαγκάρη, του Μουστάκη, κανόνισε ένα απόγεμα να μαζευτούμε κι εκεί γίναμε, τότε βρέθηκα στην αχτιδική επιτροπή. Φάγαμε όλη την νύχτα εκεί πέρα, ο Στέφανος έκανε την εισήγησή του. Σε συνέχεια μίλησα εγώ. Εξελέγη καινούρια αχτιδική επιτροπή, αχτιδική επιτροπή με γραμματέα το Στέφανο, από τη Ματζάρδα κάποιον Μίξο, Μίξο Νίκο, από το Πανόραμα τον Θόδωρο τον Σμανίδη, τρεις, ο Στέφανος, ο Μίξος, ο Σαμανίδης, τρεις. Κι ένας εγώ, σαν εκπρόσωπος της νεολαίας, τέσσερις. Κι ακόμα ένας πέμπτος, ο Κώστας ο Πέτρου από τους Ταγαράδες, ο οποίος ήταν εξαιρετικό παιδί και πολύ καλός αγωνιστής. Λοιπόν, σχηματίστηκε η καινούρια αχτιδική επιτροπή, ορίσαμε και μέρα συγκέντρωσης της αχτιδικής επιτροής ύστερα από έναν μήνα. Εντωμεταξύ: «Τώρα», μου λέει, «ξεκίνα μοναχός σου. Έμαθες τα μονοπάτια. Και θα φρ[00:50:00]οντίσουμε να πετύχουμε επαφή και με τα υπόλοιπα χωριά». Παραδείγματος χάριν όπως είναι η Σουρωτή, ο Γαλαρινός, για να μην είναι... Εντωμεταξύ, πετύχαμε με τη Σουρωτή, έμεινε ο Γαλαρινός μονάχα, ο οποίος τελευταία πετύχαμε εκεί. Σ' ένα μήνα συνήλθε η αχτιδική επιτροπή. Αυτή την κανονίσαμε στη Ραιδεστό. Από τη Ραιδεστό ήταν ο Νίκος ο Μίξος, ο Σαμανίδης ήταν από το Πανόραμα, δύο, ο Μίξος, ο Σαμανίδης και από τα Βασιλικά ένας, τότε ήταν μεγάλο χωριό και έπρεπε να έχει εκπρόσωπο, τον Τσολάκη συγκεκριμένα. Λοιπόν, μετά από ένα μήνα συνήλθαμε, πώς πάμε σαν σώμα, πού είμαστε και λοιπά, καλά. Εντωμεταξύ ξέχασα να σου πω ότι, όταν ακόμα ήμουν στην Πυλαία που η περιφερειακή επιτροπή τότε οργανωνόταν, που χωρίστηκαν τα όρια της περιφερειακής επιτροπής, έγινε μια συγκέντρωση στελεχών στη Νέα Μεσήμβρια, στο Ίγγλις, δίπλα. Έγινε από τους πρώτους του Μακεδονικού γραφείου που κάναν την οργάνωση της Μακεδονίας. Και μάλιστα ο Αλέξης, όπως τον λέγαμε εμείς, Αλέξης, ήταν η τελευταία συνάντηση που έκανε και άφηνε την περιοχή Θεσσαλονίκης κι έφευγε για να οργανώσει το κίνημα στην ανατολική Μακεδονία. Χαρακτηριστικό αυτουνού του ανθρώπου ήταν ότι είχε μια σειρά με χρυσά δόντια εδώ πέρα κι εμείς ο «Δοντάς» τον λέγαμε.
Πώς;
«Δοντάς». Αλλά ήταν παλιά καραβάνα. Λοιπόν, εκεί σχηματίστηκε η περιφερειακή επιτροπή. Διότι μέχρι τότε υπήρχε ένας γραμματέας μοναχά, ο Δαμιανός, ο οποίος το όνομά του το πραγματικό είναι Ιάκωβος Γιακουσίδης από το Κιλκίς και ήταν ταξίαρχος στο Δημοκρατικό Στρατό. Λεβέντης και εξαιρετικά [Δ.Α.]. Λοιπόν, κι εκεί συν τοις άλλοις γνώρισα και τον γραμματέα της νεολαίας. Στην περιφερειακή επιτροπή υπήρχε γραμματέας της νεολαίας. Και ο γραμματέας της νεολαίας ήταν το παιδί μιας χήρας από την Νέα Μεσημβρία, Στέφανος Κομνηνός. Βέβαια, στην περίοδο που είχα κάνει στα χωριά και λοιπά κατέβηκε, με είδε, γνωριστήκαμε, αλλά εκεί τον πρωτογνώρισα. Και μάλιστα, θυμάμαι, αυτός είχε βγάλει το γυμνάσιο το οποίο είναι εκεί προς τον δρόμο εκείνον που σου είπα, από τον Ο.Τ.Ε. από 'δω μεριά.
Κατάλαβα.
Εκείνο το γυμνάσιο είχε βγάλει. Και τότε τον βρήκε ο Αλέξης, αυτός που λέμε ο Δοντάς, που έφευγε για το βουνό. Του λέει: «Εγώ θα φύγω, αλλά πρόσεξε καλά, κακομοίρη, γιατί εδώ δεν έχει παίξε γέλασε. Το κεφάλι ολωνών μας είναι στην κρεμάλα. Αλλά και των ανθρώπων που θα παρασπονδίζουν κι αυτοί είναι». Εντάξει, ήταν καλό παιδί, όμως, και πήγε καλά και διετέλεσε γραμματέας. Ήρθε, είδε τη δουλειά που έκανα κι αυτός εκεί πέρα.
Segment 3
Ανάληψη καθηκόντων στην τέταρτη Αχτίδα, η ίδρυση της Ε.Π.Ο.Ν. και δεύτερος γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής
00:54:18 - 01:22:30
Το καλοκαίρι μετά την αχτιδική επιτροπή που κάναμε, μου λέει, ήρθε σε μια συγκέντρωση, μου λέει: «Να κάνουμε μια συγκέντρωση με τη νεολαία». Κάναμε μια συγκέντρωση με τη νεολαία. Την κάναμε στη Ραιδεστό στο σπίτι του Σωκράτη, Σωκράτης Αρβανιτίδης. Λοιπόν, την κάναμε, κουβεντιάσαμε. «Τώρα», μου λέει, «θέλω να προτείνεις έναν αντικαταστάτη σου για την Αχτίδα αυτή κι εσύ θα αναλάβεις και την τετάρτη Αχτίδα», δηλαδή από Ρύσιο μέχρι πέρα. Ικανοποιημένος. Ξαναείδα τον Θανασάκη, μου λέει: «Πας μια χαρά. Μη φοβάσαι και μη στεναχωριέσαι τίποτα». Λοιπόν: «Ποιον έχεις να προτείνεις από εδώ, απ’ το-». Λέω: «Στο σπίτι που βρισκόμαστε. Τον Σωκράτη. Είναι καλός συναγωνιστής, με βοήθησε σε πολλές περιπτώσεις, καλύπτει αρκετά κενά και νομίζω ότι θα γίνει ένας καλός καθοδηγητής». «Τότε», λέει, «τον ονομάζουμε από τώρα γραμματέα Αχτίδας». Ή, όπως λέγαμε στο Ε.Α.Μ. Ν, γραμματέα τομέα, όχι Αχτίδας, η Αχτίδα ήταν στην κομματική ονομασία. «Κι εσύ», μου λέει, «θα παρακολουθείς την Τρίτη Αχτίδα σαν βοηθός μου, σαν δεύτερος γραμματέας περιφερειακής και φρόντισε να κάνεις την ίδια δουλειά. Έχει αρκετές βάσεις», λέει, «η Τετάρτη Αχτίδα, είναι καλύτερη από αυτή που είσαι εδώ και πολύ πιο πλούσια». Λοιπόν, έτσι λες εσύ. Τα τσαρούχια σφίξιμο, τροχάδην. «Πώς θα τα γνωρίσω αυτά; Ποιος θα με συνδέσει με τα χωριά;». Λέει: «Κι εγώ», λέει, «πολλά χωριά δεν ξέρω. Ξέρω», λέει, «δύο ή τρία χωριά, διότι δεν μπορώ εγώ να τρέχω», λέει, «στα χωριά. Αλλά θα σε συνδέσω με τον γραμματέα της κομματικής οργάνωσης». Με συνδέει με τον γραμματέα της κομματικής οργάνωσης, αφού τελειώσαμε. «Και προηγούμενα, όμως, πριν φύγεις, τον Σωκράτη θα τον συνδέσεις με τα χωριά τα οποία παρακολουθούσες κι εσύ θα περνάς από πάνω, θα τον παρακολουθείς για να τον ελέγχεις». [Δ.Α.]. Πάω εκεί πέρα, με συνδέει με κάποιον, Κώστας, όχι Κώστας, ναι, Κώστας Κουφός, έτσι τον ξέραν γιατί δεν άκουγε καλά κι έκαμνε το αυτί του έτσι, στα αυτιά για να ακούσει. Παλιός κομμουνιστής όμως, ο οποίος καταγοτ- Κώστας Βεζίδης το πραγματικό του όνομα. «Ο Κώστας», λέει, «θα σε συνδέσει με τα χωριά και θα συνεχίσεις τη δουλειά αυτή. Να τους δέσεις αυτούς και να παρακολουθείς και τις δυο αχτίδες από μέρους της περιφερειακής επιτροπής». «Εντάξει. Πώς θα πάμε;» Με τον πρώτο που με συνέδεσε, ήταν ένας μπαξές που υπήρχε πριν μπούμε στην Περαία, δεξιά, κάποιος Μπαντίρης, ο οποίος ήταν και στην ομοσπονδία, στην γεωργική ομοσπονδία. Παλιό κουμάσι, παλιός κομμουνιστής, δηλαδή. Αλλά ο αρχι- πήγαμε εκεί το μεσημέρι με τον Στέφανο, μας περιποιηθήκανε, φάγαμε και λοιπά, ραντεβού κι εκεί και με τον Κώστα τον Κουφό. Ο Κουφός μού λέει: «Στον παραδίνω», εντάξει, και ξεκινάμε. Το πρώτο χωριό που πήγαμε ήταν η Μηχανιώνα. Στη Μηχανιώνα ήταν κάποιος Θανάσης Πεφτίτσης, κομματικός υπεύθυνος. Πήγαμε, μας περιποιήθηκε στο σπίτι, μας βρήκε, δε μείναμε στο δικό του σπίτι, μείναμε σε άλλα κομματικά σπίτια. Γνωριστήκαμε εκεί με τον κόσμο, καλέσαμε και τη νεολαία. Τους λέει: «Ως τώρα», λέει, «σας έβλεπα εγώ. Αλλά από ΄δώ και πέρα δουλειά μαζί μου δεν έχετε. Είναι ο καθοδηγητής σας». Προχωράμε. Φεύγουμε από τη Μηχανιώνα και πάμε στο Αγγελοχώρι. Το Αγγελοχώρι δεν είχε βάση, όμως, από νεολαίους. Ήταν δυο παιδιά από μέλη που τους είχε ο Κώστας του κόμματος κι ανέλαβαν αυτοί κάτι να κάνουν. Εκείνο το βράδυ τα είπαμε με τα παιδιά, κουβεντιάσαμε και λοιπά. Η Αγία Τριάδα δεν είχε επαφή. Η Περ[01:00:00]αία είχε επαφή. Από εκεί πάμε στην Περαία. Φεύγουμε για την Περαία, καθόμαστε, κάνουμε συγκέντρωση, μιλάμε, γνωριζόμαστε. «Και από την Περαία πού θα πάμε;». «Από την Περαία», λέει, «θα πάμε στο Πλαγιάρι». Στο Πλαγιάρι υπήρχε μια βάση γιατί υπήρχε ένας παλιός σύντροφος, ένας Τσαβδάρης, ο οποίος είχε κάνει δήλωση, αλλά είχε ξεκινήσει το κίνημα με αυτόν. Κι είχε οργανώσει, από τότε που δημιουργήθηκε το Ε.Α.Μ., μια εαμική συγκέντρωση καλή. Πάμε στο Πλαγιάρι. Στο Πλαγιάρι βρήκαμε καλή ατμόσφαιρα, ο δε Τσαβδάρης είχε κάνει εξαιρετική δουλειά. Εκείνο που δεν μου άρεσε ήταν ένα πράγμα στο Πλαγιάρι. Υπεύθυνος του κόμματος ήταν κάποιος Δημήτρης. Υπεύθυνος της νεολαίας ήταν ένας αδερφός του. Καλοί, άξιοι. Κι ένας άλλος πάλι, ο Μπράτσος, ο Μήτσος ο Μπράτσος, κι αυτός καλός κομμουνιστής, με τους μεγάλους. Ε, πήγαμε εκεί πέρα, είδαμε, γνωριστήκαμε μ' αυτούς. Γραμματέας αυτός. Επίσης, από εδώ και μπρος βάζουμε και γραμματέα του Ε.Α.Μ.. Από εδώ και μπρος βάζουμε και γραμματέα του Ε.Α.Μ.. Βέβαια, αυτό το έκανε ο κομματικός, εγώ δεν μπορούσα να βάλω γραμματέα του Ε.Α.Μ., γιατί ήταν από τους μεγάλους. Κι ένας άλλος αδερφός, τρία αδέρφια, ήταν γραμματέας του ΚΚΕ, γραμματέας της νεολαίας και γραμματέας του Ε.Α.Μ.. Αυτό δε μου άρεσε. Και μάλιστα λέω στον Κουφό, όταν φύγαμε από το Πλαγιάρι, του λέω: «Καλά, βρε Κώστα, συνονόματε», του λέω, «αλλά τουλάχιστον να υπάρχει ένα κενό. Το κάναμε οικογενειακό», λέω, «ενώ υπάρχει τόσος κόσμος και καλός κόσμος». Μου λέει: «Το έχω κανονίσει αυτό το πράμα και στην επόμενη συγκέντρωση που θα γίνει θα τα σπάσω». «Πάντως», λέω, «τον νεολαίο μη τον πειράξεις, γιατί τον είδα δυναμικό και καλό». «Όχι», μου λέει, «όχι. Είναι καλό παιδί αυτό και ξέρω ότι θα μας κάνει καλή δουλειά». Κι όπως μας έκανε. «Κι από 'δώ και πέρα με τον νεολαίο. Με τους άλλους δεν έχεις πολλή δουλειά. Φιλικά, συναγωνιστικά, συντροφικά, ναι, αλλά όχι περισσότερο». Λοιπόν, προχωρήσαμε. Από εκεί προχωρήσαμε, πήγαμε στην Επανομή. Εκεί ήταν Βαβυλωνία. Είχε κίνημα, γιατί η Επανομή έβγαζε ένα βουλευτή, κομμουνιστή ντε, τον Σινάκο. Αλλά όλοι ήθελαν άλλοι να πλευρίσουν, άλλοι εκεί. Εντωμεταξύ, ο Σινάκος ήταν στην Ακροναυπλία, έκανε εφτά χρόνια. Όχι εφτά, ναι, εφτά με τις υπόλοιπες φυλακές που έκανε κι έξω. Από τα παλιά στελέχη. Αρκεί να σου πω ένα πράγμα, ότι στα γεγονότα στις εννιά του Μάη που έγιναν στη Θεσσαλονίκη, τη μεγάλη απεργία που σκοτώθηκαν, με τους καπνεργάτες και λοιπά, στην απεργιακή επιτροπή, ο Σινάκος ήταν στην απεργιακή επιτροπή. Ήταν από τα βασικά στελέχη, δηλαδή. Και έβγαινε βουλευτής επίσημα, όσες φορές ήταν το κόμμα, πάντα μέχρι το τέλος που τον πιάσανε. Από βουλευτή τον πιάσανε. Λοιπόν, συναντάω έναν ανιψιό του Σινάκου, τον Μιχάλη, που με γνώρισαν με αυτόν πρώτα και μετά, γιατί ήταν καλό στέκι που μπορούσες να μείνεις και σε οικονομική κατάσταση αρκετά καλή και πρόσφερε πολλά στο κόμμα για να 'μαστε ειλικρινείς κι αυτό εκτιμούνταν και συνυπολογίζονταν. Λοιπόν, τον γνώρισα αυτόν, του λέω: «Τι γίνεται;». Εντωμεταξύ, όμως, γνώρισα κι ένα άλλο παιδί, ο οποίος έμενε μέχρι τώρα τελευταία, ένας Μόσχος, σταθερός σε όλα του. Κι όταν κάναμε μια συγκέντρωση νεολαίας καλή και σχηματίσαμε μια επιτροπή τον Σινάκο έπρεπε να τον ικανοποιήσω. Ε, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Έβαλα γραμματέα αυτό το παιδί, τον Μόσχο. Γραμματέα τον Μόσχο και βοηθό, δεύτερο γραμματέα, τον Σινάκο. Του κακοφάνηκε λιγάκι, αλλά συμφώνησε, γιατί πραγματικά τον εκτιμούσε και το παιδί είχε κάνει πολλά μέσα. Ήταν από τους πρώτους που είχαν οργανωθεί στην κομματική οργάνωση μετά την κατοχή και τον αποσπάσαν στη νεολαία, γιατί ήταν νεολαίος στην ηλικία. Ε, έγινε, κάναμε δουλειά εκεί πέρα και πλάταινε πολύ η οργάνωση μέσα στην Επανομή. Σχεδόν οργανώθηκε όλο το χωριό. Λοιπόν, αυτά ήταν όλα. Κι έτσι τελειώσαμε. Από εκεί πήγαμε στο Ανταλί. Ανταλί είναι το Κάτω Σχολάρι, το οποίο είχε μια πλήρη οργάνωση με γραμματέα της νεολαίας έναν Βαλμά, ο οποίος είχε και καφενείο, στο σημείο εκεί που κάναμε ανοιχτές συγκεντρώσεις δηλαδή. Ε, πήγαμε. Λέει ο- Βρήκαμε άλλη ατμόσφαιρα. Εκεί βρήκα τον καπετάν Μιχάλη. Ο καπετάν Μιχάλης μαζί μ' έναν άλλον από τη Σίνδο είχαν εντολή να σχηματίσουν το αντάρτικο απάνω. Αλλά αρχές ήταν, δεν ήταν ώριμο το κλίμα ακόμα, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα και στο τέλος παραδοθήκαν και γυρίσαν στα χωριά τους. Και, ως εκ τούτου, κομματικός υπεύθυνος του χωριού ήταν ο καπετάν Μιχάλης. Χώρος καλός, οργανωμένοι τελείως, δηλαδή παραπάνω από το μισό χωριό οργανωμένο, αποφασιστικό και λοιπά. Πάμε στο Ανταλί, κουβεντιάσαμε, είδαμε εκεί πέρα, χαρήκαμε. Κάναμε και μια συγκέντρωση μέσα στο καφενείο του Ματλά. Πλατιά συγκέντρωση έκανε ο Κώστας, εγώ- μίλησε κι ο Μιχάλης εκεί πέρα: «Στο τέλος τέλος να σας παρουσιάσω και τον νεολαίο, ο οποίος είναι ο οργανωτής της νεολαίας και από εδώ και πέρα η νεολαία μας θα έχει καθοδηγητή». Μέχρι τότε υποχρεωτικά βλεπόταν από άλλα στελέχη, του Ε.Α.Μ. και του Κ.Κ.Ε. Λοιπόν, συνέχισε αυτή η δουλειά. Το χαρήκαμε, το γλεντήσαμε. Σηκώθηκα κι εγώ μίλησα, ποια είναι η, ποια ήταν η Ο.Κ.Ν.Ε. Εντωμεταξύ, με τον κύκλο αυτόν φτάσαμε στο ‘43 που ιδρύθη η Ε.Π.Ο.Ν.. Κάνω μια ανάλυση πώς ιδρύθηκε η Ε.Π.Ο.Ν.. Η Ε.Π.Ο.Ν. ιδρύθηκε από τις οργανώσεις Ε.Α.Μ. Νέων, Ο.Κ.Ν.Ε., Κ.Κ.Ε., Εργατική Ένωση, του τάδε, Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, πώς το λέγαμε αυτό, που κάναμε και πρόεδρο της Π.Ε.Ε.Α., Νεολαία της Αριστεράς Πτέρυγας της Ενώσεως Κέντρου, όλες τις οργανώσεις που συμμετείχαν και αποφασίσαν, έξω από κάθε κομματική να δημιουργήσουν την Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, που σκοπό έχει να οργανώσει την νεολαία και να την καθοδηγήσει στο να βρει καλύτερο τρόπο ζωής και να λύσει τα προβλήματά της, τα οποία δυστυχώς σήμερα υπάρχουν.
Μέχρι τότε εσείς, μέ[01:10:00]χρι να ιδρυθεί η Ε.Π.Ο.Ν.
Ναι.
Εσείς σαν Ο.Κ.Ν.Ε. είχατε επαφή με τις υπόλοιπες νεολαίες;
Δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε. Κάθε νεολαία τραβούσε τον δρόμο της. Δεν είχαν, όμως, τίποτα. Απεδείχθη στην πράξη δηλαδή. Όταν πάω εγώ σε ένα χωριό και βλέπω, τότε μετά την ίδρυση της Ε.Π.Ο.Ν.: «Πόσοι είστε, ρε;». Από την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, ερχόμαστε τρεις. Από τους Αριστερούς Φιλελευθέρους έρχεται ένας ή δυο. Από άλλον έρχεται ένας, πέντε. Από εδώ πήγε οργανωμένο όλο το κομμάτι. Και με μια απόφαση οι παλιοί γραμματείς της Αχτίδας της νεολαίας και της Ε.Ο.Ν. Νέων, της Ε.Α.Μ. Ν, πάει η γλώσσα στην Ε.Ο.Ν., η νεολαία του Ε.Α.Μ., μπήκαν ομαδικά. Δηλαδή, σ' ένα χωριό, παραδείγματος χάριν, οι παλιοί, άσε που οι παλιοί είχαν μπει στο Ε.Α.Μ. Νέων, οι παλιοί οι νεολαίοι μπήκαν στο Ε.Α.Μ. Νέων και από εκεί και πέρα όσοι στρατολογούνταν στο Κ.Κ.Ε. άλλο πράγμα. Λοιπόν, κάνω μια ανάλυση ποια είναι η Ε.Π.Ο.Ν. και τι, σε τι αποβλέπει, διότι μέχρι σήμερα δεν υπήρχε νεολαιίστικη οργάνωση η οποία να, ο καθένας τραβούσε το δικό του κόμμα, τη δική του σειρά, τη δική του τάξη, πράγμα το οποίο διασπούσε τον αγώνα της νεολαίας και δεν μπορούσε να βρει καμία λύση στα προβλήματά της. Ενώ, όταν η Ε.Π.Ο.Ν. είναι ενιαία και λοιπά και λοιπά. Χειροκροτήματα, ενθουσιάστηκα κι εγώ. Είπαμε και ένα αντάρτικο τραγούδι.
Ποιο τραγούδι λέω, θυμάστε;
Το Εμπρός, Ε.Λ.Α.Σ. για την Ελλάδα. Και ο Ε.Λ.Α.Σ. τότε βρισκόταν στα σκαριά του, ξεκινούσε. Τέλος πάντων, τελικά τελείωσε. Οργανώθηκε και ο τέταρτος τομέας, ας πούμε, κατά τη φράση που τότε χειριζόμασταν. Όταν τελειώσαμε κι έκανα την αναφορά μου εγώ και είπα ότι είμαστε εντάξει, τόσοι εκεί, τόσοι εκεί. Εντωμεταξύ, τα χωριά είπαμε, ήταν το Καράτσοχαλι, η Καρδία δηλαδή. Δηλαδή, όπως ξεκινάει από το Ρύσιο απάνω, ήταν, ξεκινάμε από το Ρύσιο, πάμε στην Καρδία, από την Καρδία πας στο Ανταλί, στο Κάτω Σχολάρι, τα τρία πρώτα χωριά από αυτή την πλευρά. Μετά από εκεί έρχεται το Μεσημέρι, η Μηχανιώνα, το Αγγελοχώρι, η Αγία Τριάδα. Εντωμεταξύ, οργανώσαμε και την Αγία Τριάδα και μετά έκανα την αναφορά μου εγώ και μάλιστα γραμματέα της νεολαίας βάλαμε έναν που τον λέγαν του καπετάνιου ο γιος, ο οποίος ήταν, εγώ τον ήξερα, Δημητριάδης το επώνυμό του, εγώ τον ήξερα από παλιότερα γιατί ήταν μαθητής και απόφοιτος της σχολής. Τον ήξερα και βάλαμε αυτόν υπεύθυνο, ο οποίος κρατήθηκε καλά και μέχρι το τέλος του πολέμου, το ’49, είχε φτάσει και είχε γίνει γραμματέας της Ε.Π.Ο.Ν. περιχώρων Θεσσαλονίκης. Καλός αγωνιστής, αλλά ύστερα σκοτώθηκε. Καλό παλικάρι. Σκοτώθηκε σαν γραμματέας που έδρα είχε στο βουνό, όπως όλες οι οργανώσεις, και από εκεί δημιουργούσαν επαφές μέσα στη Θεσσαλονίκη. Αφού έκανα την αναφορά και λοιπά, το ίδιο που έγινε με το τρίτο έγινε και με το τέταρτο. Έρχεται ο Στέφανος, μου λέει: «Τελείωσε η δουλειά με αυτό. Τελείωσε η δουλειά και στο τέταρτο, τώρα πια πρέπει να βάλουμε έναν γραμματέα εδώ κι εσύ θα παρακολουθείς και τους δύο από μέρους της περιφερειακής». Τέλος πάντων, βρήκαμε κάποιον, από την Κερασιά συγκεκριμένα, έναν Θανάση, έναν Νάσο Παναγιωτίδη, ο οποίος ανέλαβε τον τομέα αυτόν. Είχε διάθεση, είχε όρεξη και μέχρι το τέλος στάθηκε καλά δηλαδή. Κι έτσι: «Τώρα», μου λέει, «το να βλέπεις μονάχα τους δύο τομείς αυτούς δεν είναι πολλή δουλειά. Να γνωρίσεις και έναν άλλον τομέα από ΄δώ, από τη Θεσσαλονίκη». Διότι εδώ είπαμε ότι ήτανε ο τρίτος και ο τέταρτος τομέας. Από εκεί ήταν ο πρώτος και ο δεύτερος. Ο πρώτος ξεκινούσε από τον Αξιό μέχρι το Ίγγλις και την Κουλακιά. Κουλακιά ξέρεις ποια είναι, ε;
Όχι, δεν ξέρω.
Την Κουλακιά, πώς τη λένε αλλιώς; Το ρημάδι το μυαλό άρχισε να παρουσιάζει θολά πράγματα. Πως είναι τα χωριά στην παραλία, στη θάλασσα από τη Θεσσαλονίκη έξω. Την Σίνδο την ξέρεις.
Ναι.
Ε, μετά τη Σίνδο είναι η Κουλακιά.
Η Αγχίαλος;
Ε;
Η Αγχίαλος;
Όχι, η Αγχίαλος είναι ψηλά στο δρόμο. Μιλώ παραλία, θάλασσα.
Δεν πειράζει.
Κι είναι, το πιο μεγάλο χωριό είναι που υπάρχει. Είναι τεράστιο. Καλά, στο βιβλίο το αναφέρω, θα το βρεις.
Θα το βρούμε.
Η Σίνδος όμως είναι κομμένη από την πρώτη Αχτίδα. Δηλαδή, η πρώτη Αχτίδα φτάνει μέχρι την Κουλακιά και πιάνει Καβακλί, Βαλτοχώρι, Μάλγαρα, Ίγγλις, Νέοι Επιβάτες, Αγιονέρι, Πρόχωμα, είναι ένας πολύ βασικός τομέας και φτάνει μέχρι το Ωραιόκαστρο. Όχι, όμως, το Ωραιόκαστο, το αφήνει, περνάει στη δεύτερη. Ο δεύτερος τομέας είναι Σίνδος, Χαρμάνκιοϊ, Κουκλουτζάς, Εύοσμος, δηλαδή, Εύοσμος, η Πολίχνη, Ευκαρπία, Ωραιόκαστρο, Ασβεστοχώρι. Πώς το λένε το χωριό που πάμε πριν μπούμε στο Ασβεστοχώρι;
Ρετζίκι;
Ρετζίκι. Και Χορτιάτη. Και «Έχουμε πολλές αδυναμίες εκεί πέρα, κοίταξε τι μπορούμε να κάνουμε». Και φεύγουμε από αυτά και γνωρίζουμε πια με ορισμένα βασικά σημεία του πρώτου τομέα, όπως είναι το Πρόχωμα, όχι η Νεοχωρούδα είναι στο δεύτερο, Αγιονέρι, Βαθύλακος. Λοιπόν, γνωρίζομαι με αυτά καλά, κάνω παρουσίαση, μιλάω, αλλά περισσότερο οι αδυναμίες είναι Πολίχνη, Ευκαρπία, Εύοσμος, Χαρμάνκιοϊ κι άλλο ένα χωριό είναι, πως το λένε το ξεχνάω. Εκεί που είναι ο φόρος που φεύγουμε για έξω. Αραπλί, Μαγνησία, δηλαδή, και Διαβατά. Αυτά είναι ο δεύτερος τομέας. Γνωρίζομαι με το δεύτερο τομέα. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο, γιατί πια είχα συνηθίσει τη δουλειά αυτή. Έδρα κάνω το Ασβεστοχώρι και ξεκινάω από το Ασβεστοχώρι παραπέρα, το Φίλυρο, την Ευκαρπία και τα λοιπά, όλα με τη σειρά. Σ' αυτά τα μέρη υπάρχουν βάσεις, αλλά δεν προχωρούν. Ασχολούμαι με αυτά και ταυτόχρονα με τις γνωριμίες που έχω στον πρώτο τομέα κάνω και αυτή τη δουλειά. Τότε κάνουμε μια περιφυλακή για να μπούμε επίσημα στην Ε.Π.Ο.Ν. πια, γιατί πολλοί από εμάς ήμασταν και λίγο ξεροκέφαλοι φαίνεται, συνηθίσαμε το παλιό, το σύντροφοι. Κάνουμε στην Κασκάρκα που λέμε, Κασκάρκα είναι μετά την Σίνδο το δεύτερο χωριό, στην Κασκάρκα κάνουμε μια συνδιάσκεψη όλης της περιφερειακ[01:20:00]ής. Δηλαδή, όταν λέμε όλοι, εννοώ οι υπεύθυνοι, οι επιτροπές των τομέων και των τεσσάρων τομέων της περιφέρειας Θεσσαλονίκης, την οποία την κάνουμε στην Κασκάρκα. Και τότε γραμματέας Μακεδονίας της νεολαίας είναι ο Βαρδαλάς ο Βαγγέλης, ο μετέπειτα δεύτερος γραμματέας του κόμματος Μακεδονίας, μετά τον θάνατο του Τζέγα. Λοιπόν, έρχεται και μας μαζεύει όλους. Μας λέει: «Σας ονομάζω κομματικά μέλη. Όλους, μηδενός εξαιρουμένου, γιατί ξέρω ποιοι είστε και τι είναι ο καθένας και θα δουλέψετε μέσα στην Ε.Π.Ο.Ν.. Αλλά δεν θα χρησιμοποιήσετε τη λέξη "σύντροφε" και δεν θα ξεχωρίσετε μεταξύ των ανθρώπων που διέπονται προς το κόμμα με τους άλλους. Βέβαια, τα βασικά στελέχη είναι και θα είναι αυτοί που είναι. Αυτοί που είναι σήμερα οι περισσότεροι είναι- επομένως, εσείς θα κοιτάξετε, όσο μπορείτε, να κάνετε δουλειά επονίτικη, καθαρή, πλατιά και στο βάθος θα κοιτάξετε να επιλέξετε ορισμένα άτομα τα οποία θα πρέπει να προωθηθούν για να γίνουν κομματικά μέλη». Έτσι, ξεκίνησε η συνδιάσκεψη. Μας μίλησε όλη την νύχτα, ποια ήταν η Ε.Π.Ο.Ν., ποια είναι η Ε.Π.Ο.Ν., τι θέλει να κάνει, εμάς μας ενδιαφέρει η νεολαία να είναι οργανωμένη, η Ε.Π.Ο.Ν. είναι αρκετά προοδευτική, στηρίζουμε και έχουμε καλές βάσεις μέσα σε αυτή και κατά συνέπεια μπορούμε από 'δω να ελπίζουμε πως θα ακολουθήσει καλό δρόμο.
Πλέον η βάση σας ποια είναι το ‘43;
Ποια είναι η βάση μου; Η βάση μου είναι η περιφερειακή επιτροπή. Διότι η περιφερειακή επιτροπή έχει τους τέσσερις τομείς και είμαι βοηθός, δεύτερος γραμματέας περιχώρων.
Και εξακολουθείτε να μένετε στην Πυλαία;
Να μένω- δεν μένω στην Πυλαία.
Όχι;
Δεν μένω, κάθε μέρα αλλάζω και ένα χωριό.
Segment 4
Οργάνωση της ανταρτοεπονίτικης ομάδας, τα γεγονότα του Χορτιάτη και ανάθεση αποστολής από τον Ε.Λ.Α.Σ.
01:22:30 - 01:58:25
Τότε, για να μην πιανόμαστε πολύ με λεπτομέρειες και σε βασανίζω, την άνοιξη του ‘44 παίρνεται απόφαση της περιφερειακής επιτροπής του κόμματος που-. Εντωμεταξύ ο, πώς τον είπα, ο γραμματέας που είχαμε, ο Κιλκισιώτης, μετατίθεται σε άλλη δουλειά κομματική και γραμματέας αναλάμβανε ο Σιδηρόπουλος της περιφερειακής επιτροπής. Και αυτός από την περιοχή Κιλκίς, από τη Μεταμόρφωση Κιλκίς, με το ψευδώνυμο Δήμος. Παίρνεται μια απόφαση στην επιτροπή ότι στο δεύτερο τάγμα- Διότι στη Χαλκιδική είναι το 31ο σύνταγμα του Ε.Λ.Α.Σ.. Το πρώτο τάγμα έχει έδρα τη Μεγάλη Παναγιά και το δεύτερο τάγμα που είμαστε εμείς εδώ, στο Λιβάδι, είναι το δεύτερο τάγμα που έχει αρχηγό τον Κίτσο. Το πρώτο τάγμα έχει αρχηγό τον Παπαγεωργίου, το δεύτερο έχει τον Κίτσο. Το πρώτο τάγμα έχει καπετάνιο τον Αλέκο τον Παπαγεωργίου, ο οποίος έκανε και γραμματέας μετέπειτα, άλλη ιστορία εκείνη, από τα πολύ δυνατά στελέχη. Τότε ήταν, η ψυχή τους και το σώμα του Μακεδονικού γραφείου του κόμματος ήταν. Και έχει τον Κίτσο και καπετάνιο έχει τον Ηράκλη, ο οποίος είναι από το Καβακλί, Μπαξεβανίδης Δημήτριος το πραγματικό του όνομα. Έχει μέλη, στέκεται, έχει αρκετές δυνάμεις, έχει φτάσει τα εκατόν πενήντα με διακόσια μέλη, στρατιώτες δηλαδή, αλλά δεν έχει ανταρτοεπονίτικη ομάδα. Και παίρνει απόφαση η επιτροπή του κόμματος να πάω να οργανωθεί ανταρτοεπονίτικη ομάδα. Και επειδής δεν μπορεί να οργανωθεί από τους άλλους, γιατί ο Κίτσος εδώ που τα λέμε δεν πολύ ήθελε κιόλας, ο Ηράκλης επειδής είχε κάνει ένα διάστημα σαν γραμματέας Αχτίδας του κόμματος στην πρώτη Αχτίδα, καταλαβαίνει ορισμένα πράγματα ότι, εφόσον το θέλει το κόμμα, πρέπει να γίνει. Λοιπόν, και παίρνει απόφ- και ζητάει να σταλεί ένας επονίτης για να οργανώσει. Και παίρνει απόφαση η επιτροπή του κόμματος η περιφερειακή, με γραμματέα πια τον Δήμο, ότι να πάω εγώ να οργανώσω την ανταρτοεπονίτικη ομάδα. Και για να πάω στην ανταρτοεπονίτικη ομάδα πρέπει να απαλλαγώ από κάθε άλλη δουλειά. Έρχεται η εντολή, τον λέει: «Θα πας εκεί». [Δ.Α.] «Λέτε να πάω, θα πάω». Αν κι εμένα, για να είμαι ειλικρινής, δεν μου καλοάρεσε το βουνό.
Γιατί;
Ε, γιατί είχες ταλαιπωρία πολλή. Η κινητικότητα ήταν βαριά. Μετά, ανέκαθεν τα όπλα δεν τα πολυσυμπαθούσα. Λοιπόν, παίρνω την απόφαση. Εντωμεταξύ ο Στέφανος, ο γραμματέας της περιοχής, αναλαμβάνει δεύτερος γραμματέας της πόλης. Στέφανος Κομνηνός της Ε.Π.Ο.Ν., Θεσσαλονίκη, φεύγει από την περιφερειακή επιτροπή και πάει εκεί. Εγώ πάω στον Ε.Λ.Α.Σ. να οργανώσω την ανταρτοεπονίτικη ομάδα και σε συνέχεια να επιστρέψω στη δουλειά μου. Ε, πάω εκεί πέρα, με τον κόσμο που βρήκα, συγκέντρωσα ορισμένα παιδιά. Τον πρώτο διμοιρίτη που είχα, γιατί θα έκανα μια διμοιρία ανταρτοεπονίτικη, τον πρώτο επικεφαλής στην- είναι η εποχή που βγαίνει στο βουνό και ο Βαλαχάς, ο πατέρας του. Ε, με τον οποίον κουβεντιάζουμε, με ξέρει και από παλιότερα, δημιουργούμε μια ομάδα κάπως τα πρώτα δεκαπέντε-είκοσι παιδιά, αλλά δεν τον σηκώνει το κλίμα τον Βαλαχά. Δηλαδή, οι παλιοί, επειδής τον βλέπουν σαν καλό, παλιό κομματικό στέλεχος, δάσκαλο στη μόρφωση, ξέρω 'γω, υπαξιωματικός, αξιωματικός, τι ήταν, έφεδρος στη θητεία του στρατού, έχει πείρα. Ενώ από τους άλλους, ο Κίτσος ήταν λοχίας, ο άλλος ο Ηρακλής, ο καπετάνιος, ήταν καλός, άξιος, πιστός αγωνιστής, αλλά την πέρασε σκάβοντας και ποτίζοντας τηλεγραφόξυλα στο Καλπάκι. Τι πείρα μπορεί να είχαν; Αρχίζουν και... Ε, τον αγαπούν, τον αναγνωρίζουν και λοιπά, γίνεται μια συνεννόηση με τη μεραρχία να μεταχθεί και να πάει στο 13ο Σύνταγμα, που εκεί έγινε διοικητής τάγματος μόλις πήγε, διότι ήταν εκλεκτό στοιχείο. Κι έτσι έφυγε. Μένω εγώ και μετέπειτα σαν καπετάνιος, σαν για στρατιωτικό αρχηγό μου δώσαν έναν Κώστα Βουρλιώτη από τον Βαθύλακο, ο Ηρακλής συγκεκριμένα μου λέει: «Νίκο, πάρε αυτόν, γιατί ξέρω ότι είναι καλός και θα σε βοηθήσει». Και έτσι ήταν σαν στρατηγός. Οργάνωσα την ανταρτοεπονίτικη ομάδα. Σιγά σιγά αρχίζουμε και προχωρούμε. Πήρε μέρος και σε μάχες, κάνουμε παρουσιάσεις.
Πήρατε εσείς μέρος σε μάχες είπατε;
Ε;
Πήρατε κι εσείς μέρος ή-
Ασφαλώς. Εκεί τραυματίστηκε στη μάχη, πήραμε στην Άνω Περιστερώνα που τραυματίστηκε ο γιατρός, ο οποίος ήταν, δεν ξέρω, από τας Σέρρας ήταν, από πού ήταν, από την ανατολική Μακεδονία αλλά κατοικούσε στο[01:30:00] Ίγγλις. Το σπίτι του, η γυναίκα του, δηλαδή, ήταν. Αυτός έφυγε αντάρτης γιατί κινδύνεψε και ήταν και ο γιατρός του τάγματος και τραυματίστηκε στη μάχη στην Περιστερώνα. Και μάλιστα η σφαίρα τον βρήκε εδώ. Και αυτό το πράγμα, αργότερα που τον είδα, που πήγα σπίτι του και τον είδα για άλλη δουλειά πάλι, ήταν, δεν είχε κλείσει ακόμα καλά. Και αγωνιζόταν και φοβόταν να μη γίνει συρίγγιο.
Εσείς ήσασταν τότε στην Περιστερώνα, στη μάχη;
Ναι, ήμουνα στην Περιστερώνα στη μάχη.
Θυμάστε να, τι θυμάστε από εκεί;
Πρώτα απ’ όλα, είχαμε δύο μάχες. Στην Άνω Περιστερώνα είχε βγει ένα γερμανικό, μια γερμανική ομάδα κι έκαμνε καταμέτρηση στο βουνό με το τηλέγραμμα και λοιπά. Και χτυπηθήκαμε εκεί κι εκεί τραυματίστηκε ο γιατρός, τον οποίο μεταφέραμε, βέβαια, εκεί στο σπίτι και λοιπά κι από εκεί τον βάλαμε σ' ένα σπίτι, τον προσέξαμε όσο μπορούσαμε καλύτερα. Γιατί ήταν και πολύ αγαπητός άνθρωπος. Λοιπόν, σ' αυτή τη μάχη, πρώτον. Δεύτερον, στη μάχη που έγινε στη Γέφυρα, εκεί που τραυματίστηκε ο- που χτυπήσαμε τη βουλγάρικη περίπολο, διότι κάθε πρωί μια περίπολο από καμιά σαρανταριά άλογα, μπορεί να ήταν και είκοσι και είκοσι πέντε, καβάλα κάναν μια διαδρομή. Από τον Λαγκαδά, από την περιοχή του Λαγκαδά και φτάναν μέχρι τον Σταυρό. Και επιστροφή. Τονίζαν την παρουσία τους, δηλαδή, οι Βούλγαροι. Ήταν το δεύτερο κομμάτι που είχε δώσει, δώσαν οι Γερμανοί. Γιατί στην αρχή ήταν μέχρι τον Στρυμόνα και ύστερα, όταν το αντάρτικο μεγάλωσε, η αντίσταση άρχισε να χτυπάει, ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν πολύ στρατό εδώ. Και τους λένε τους Βουλγάρους πάρτε το κομμάτι μέχρι το [Δ.Α.] και μέχρι τα σύνορα της Θεσσαλονίκης. Εκεί στο σχολείο της Νεάπολης ήταν Βούλγαροι. Όχι μέσα στην πόλη, όμως, την πόλη την κρατούσαν, η διοίκηση Αιγαίου. Λοιπόν, και πήραμε την απόφαση να χτυπήσουμε την περίπολο. Και χτυπήσαμε την περίπολο τη βουλγάρικη, η οποία ξεκίνησε από τον Λαγκαδά και πήγαινε για τον Σταυρό. Και μάλιστα εκεί τραυματίστηκε ο Άλκης ο Χαριζάνης ο δικηγόρος, ο οποίος, δεν ξέρω αν τον γνώρισες, πάντως είναι γνωστός στον κύκλο, είναι δικηγόρος, Άλκης Χαριζάνης. Είχε τραυματιστεί και από τότε έμεινε και κουτσός από το τραύμα, γιατί αυτός ήταν από κάτω από την γέφυρα και χτυπήσαν από κάτω μαζί με άλλον έναν, δύο ήταν. Ο ένας γλύτωσε, αυτός όμως χτυπήθηκε στο πόδι και σέρνοντας ύστερα τον βγάλανε έξω και δρόμο. Γιατί πετάξαν μια χειροβομβίδα αυτοί, όταν είδαν ότι χτυπιούνται από τη γέφυρα από κάτω, πετάξαν μια χειροβομβίδα και τον πήρε στο πόδι. Είναι, ζει, δηλαδή. Τον είδα και σε, τελευταία σε αρκετές συγκεντρώσεις. Μετά, εκεί που κατά κάποιον τρόπο οργανώσαμε την ομάδα, την ανταρτοεπονίτικη ομάδα, η οποία πήρε μέρος όταν οι Γερμανοί μπήκαν και οι δικοί μας χτυπήσαν από τα πλάγια. Χτυπήσαν τι; Μπορούσαν να πολεμήσουν τους Γερμανούς; Δεν γινόταν. Ούτε οπλισμό ούτε αριθμητικά, αλλά ρίξανε μερικές ντουφεκιές, ώστε να μην τρέξουν οι Γερμανοί και κυκλώσουν γρήγορα το χωριό, να μπορέσει ο κόσμος να φύγει από το χωριό. Και ήταν εκεί. Εγώ δε μετά, ταυτόχρονα, μια που ανέβηκα πάνω στο βουνό, ανέλαβα και την διαφώτιση του τάγματος. Τότε είχαμε την Ε.Δ.Α.. Φορούσαμε περιβραχιόνιο Ε.Δ.Α..
Και στην διαφώτιση τι κάνατε;
Ναι, πώς λέγεται, προχθές σου την είπα μου φαίνεται, τώρα το ξέχασα. Ε.Δ.Α. Όχι η Ε.Δ.Α., το κόμμα που έγινε κατοπινά. Α, Επιτροπή Διαφώτισης Ανταρτών. Και ανέλαβα την διαφώτιση στο τάγμα, γι’ αυτό και βρισκόμουνα, γιατί όταν βρισκόμασταν εκεί, όταν φτάνουμε δηλαδή, φτάνουμε στο χτύπημα του Χορτιάτη σχεδόν, όχι ακόμα, βέβαια, αλλά σχεδόν, γίνεται τι; Από τους τρεις λόχους τον έναν τον κρατάει η διοίκηση στις Κερασιές, στο λημέρι έξω από το Λιβάδι. Ο άλλος λόχος είναι στο Αρδαμέρι που ελέγχει όλον τον κάμπο του Λαγκαδά και ο τρίτος λόχος είναι στις Κερασιές, πάνω από το Χορτιάτη, ο δυνατότερος με τις, ο κάπως πιο σοβαρός και αποτελεσματικός και ποιοτικά και υλικά. Λοιπόν, εντωμεταξύ, εκεί είχε ανέβει ο υπεύθυνος του χωριού, διότι οι Γερμανοί- Α, κάτι δικό μου προσωπικό, πριν από αυτό. Πριν από αυτό, κάνα δυο - τρεις μέρες πριν φτάσουμε στις Κερασιές, όχι στις Κερασιές, στις Κερασιές ήμασταν-. Εντωμεταξύ, πριν φτάσουμε έρχεται ένα σημείωμα, στο δεύτερο, στην διοίκηση του τάγματος, γιατί ψάχναν να με βρουν από τον πολιτικό επίτροπο του 31ου συντάγματος, τον Παπαγεωργίου. Που μου λέει: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, κλείσε τις δουλειές σου, αλλά αφού οργανώθηκε και η ανταρτοεπονίτικη ομάδα και είναι καλά, κλείσε τις δουλειές σου, γιατί στις 22 με 25 Οκτωβρίου πρέπει να βρίσκεσαι στα γραφεία της μεραρχίας του Ε.Λ.Α.Σ., είναι η 11η μεραρχία και την 11η μεραρχία θα τη βρεις στο Ασβεστοχώρι. Την περιοχή την ξέρεις καλά, όπως και όλη την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Σε χρειάζονται για μια δουλειά». Προετοιμάζομαι κι εγώ, βάζω έναν υπεύθυνο της Ε.Π.Ο.Ν., επονίτη, συγκεκριμένα τον Ζαχαριάδη από το Χορτιάτη, σαν μικρό καπετάνιο, ας πούμε, και στρατιωτικός αρχηγός είναι ο Βουρλιώτης, τον οποίο μου έχει δώσει. Καθόμαστε εκεί, αρχίζουμε, εγώ ετοιμάζομαι 25 Οκτωβρίου να είμαι κάτω, είναι εντολή αυτή, πρέπει να πάω. «Και θα ζητήσεις», μου λένε, «στηn μεραρχία τον υπεύθυνο του 2ου γραφείου της μεραρχίας. Αυτός από εκεί και πέρα ξέρει να σε ενημερώσει και να σε κατατοπίσει». Ε, εντάξει. Αυτή την εντολή την έχω, την κρατάω. Εντωμεταξύ, όμως, μέχρι που να περάσει ο καιρός τι να κάνω; Να κατέβω κάτω, να ανακατέψω πράγματα; Δε γίνεται. Βρίσκομαι στις Κερασιές, γιατί εκεί είναι και η ανταρτοεπονίτικη ομάδα μαζί μου. Έχει βέβαια, χωρίζει τον καπετάνιο και τον στρατιωτικό αρχηγό, αλλά εφόσον εγώ είμαι ο ιδρυτής της, καταλαβαίνεις. Ε, πάμε εκεί, συνέχεια, ανεβαίνει ο αρχηγός, ο υπεύθυνος του κόμματος από το Χορτιάτη και ζητάει προστασία για να μην έρθουν οι ταγματαλήτες και οι Γερμανοί και πάρουν τίποτα, διότι συνήθως πηγαίναν και παίρναν ζώα. Άλλα για σφάξιμο, για τροφή, κι άλλα για μεταφορές. Και ζητούσαν προστασία. Τότε, καπετάνιος στον λόχο που είναι στις καστανιές είναι ο Φλωριάς. Αυτά πιστεύω θα τα έχεις κουβεντιάσει με τον Βαλαχά. Είναι ο Φλωριάς. Ο Φλωριάς κανονίζει να εξασφαλίσει [01:40:00]τρεις διαδρόμους που υπάρχουν. Ο ένας δρόμος είναι από το Ασβεστοχώρι που, πριν μερικές μέρες, πριν από καμιά 20αριά μέρες, είχε γίνει σφαγή στο Ασβεστοχώρι, εκτελέσαν τους δεκαπέντε οι άνθρωποι του Σούμπερτ. Ο ένας είναι αυτός. Ο άλλος ο δρόμος είναι που έρχεται από τον δρόμο που πάει για την Ασπροβάλτα, που ενώνει. Ο οποίος είναι από το κέντρο. Και ο τρίτος δρόμος είναι ένας παράδρομος μέσα από τα πλατάνια, πίσω απ' το Πανόραμα, στο ρέμα που είναι. Τώρα τον κάνανε άσφαλτο, τότε ήταν δρομάκι. Και κανονίζει. Μια ομάδα στέλνει απέναντι, πέρα από τον δρόμο που πάει, πώς το λένε, που πάει για τη λίμνη. Την δεύτερη ομάδα την στέλνει στον δρόμο, τον παράδρομο που έρχεται από το Πανόραμα και την τρίτη ομάδα, την βασική, τη βάζει φρουρά με επικεφαλής τον Βάιο τον Ρικούδη, το βάζει στο υδραγωγείο το ρωμαϊκό, δηλαδή στην είσοδο για τον Χορτιάτη. Εκεί φυλάνε, κάθονται, φυλάνε τα παιδιά, προχωρούν τα πράγματα, έρχεται ο Σεπτέμβρης, αυτά γίνονται μέσα στον Αύγουστο βέβαια. Έρχεται ο Σεπτέμβρης, μεσολαβούν αυτά, οι Γερμανοί και οι ταγματαλήτες ετοιμάζονται να πάρουν δρόμο. Μέσα στη Θεσσαλονίκη σε πολλά σημεία γίνονται μάχες με τους ταγματαλήτες και με τον εφεδρικό Ε.Λ.Α.Σ.. Προχωρούμε. Εντωμεταξύ, γίνεται το χτύπημα του Χορτιάτη. Πώς έγινε το χτύπημα του Χορτιάτη; Ήταν το αυτοκίνητο της ύδρευσης που ήρθε, συνοδεύονταν από γερμανικό αυτοκίνητο, το οποίο ήταν σε μικρή απόσταση. Όταν έφτασε στο αυτό, ο Βάιος, επειδής, ο Ρικούδης δηλαδή, επειδής το είχε υπόψην του αυτό το πράγμα και το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να καθορίσει τι αυτοκίνητο ήταν, ήταν ένα κοινό αυτοκίνητο που χωρούσε πέντε-έξι ανθρώπους που ερχόταν να πάνε για το νερό. Κι από πίσω ακολουθούσε το γερμανικό. Έφτασε στο σημείο, το γερμανικό, βέβαια, διατηρούσε μια κάποια απόσταση, που κατέβηκε στο δρόμο, τους είπε: «Αλτ» να σταματήσουν. Αυτοί, αντί να σταματήσουν, πάτησαν γκάζι για να φύγουν πιο γρήγορα. Και τότε πυρ ο Βάγιος, πυρ και οι άλλοι, σου λέει ταγματαλήτες είναι. Κι έτσι έγινε το επεισόδιο με το Χορτιάτη. Τώρα, στο τέλος πολλά λέχθηκαν και πολλοί λένε, αλλά κανένας από αυτούς που τα λένε... Ύστερα από αυτό, ο Βάγιος έστειλε σύνδεσμο και ανέφερε στον Φλωριά τι έγινε. Ύστερα από αυτό- από τους Γερμανούς, ο ένας τραυματίστηκε, ο άλλος σκοτώθηκε, ο ένας κατόρθωσε κ,ι έφυγε από το γερμανικό αυτοκίνητο. Τώρα δεν ξέρουμε αν ήταν κι άλλοι και φύγαν κι άλλοι. Και ύστερα από αυτό ακολούθησε αυτό που ακολούθησε. Όταν, όμως, αργότερα εμφανίστηκαν τα πολλά αυτοκίνητα-. Εντωμεταξύ ο Φλωριάς είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις επάνω στις Καστανιές και είπε: «Οι μισοί από ΄δώ, οι μισοί από εκεί. Όχι μάχη με τους Γερμανούς, αλλά μερικές σφαίρες και οπισθοχώρηση και ξανά πάλι. Να τους καθυστερήσουμε όσο μπορούμε για να μπορεί, για να μπορέσει ο κόσμος να φύγει». Στο χωριό, όμως, υπήρχε μια αντίθετη μερίδα, η μερίδα του προέδρου. Του προέδρου, του παπά και λοιπά, οι οποίοι όταν- και κατέβηκαν αντάρτες κάτω στο χωριό και φώναζαν τον κόσμο να φύγει, γιατί έρχονται οι Γερμανοί. Και όπως ο πολύς κόσμος έφυγε και τον οδηγήσαν στο λημέρι πέρα και γλύτωσε. Αλλά μια μερίδα άκουγε τον πρόεδρο και τον παπά. Και από πού ξεκινούσαν και αυτοί; Πριν από κάμποσο καιρό, στο Χορτιάτη υπήρχε μια ομάδα Γερμανών, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στο σχολείο. Και αυτοί είχαν κι έναν γιατρό, είχαν κάτι και φερθήκαν φιλικά προς τον κόσμο, που μπορούμε να πούμε ότι τον βοηθούσαν. Κι είχαν την εντύπωση ότι κι αυτοί οι Γερμανοί που θα ερχόταν θα ήταν σαν κι αυτούς και φαινόνταν ότι είχαν δημιουργήσει φιλίες με αυτούς και λοιπά και λοιπά. Αλλά αντί για Γερμανοί, μέσα στο χωριό δεν μπήκαν οι Γερμανοί, μπήκε μια μονάδα, καθαρά γκεσταπίτιδες. Οι άλλοι κυκλώσαν το χωριό για να μην φύγουν. Όσοι προκάμαν και φύγανε, φύγανε και γλυτώσανε. Αυτοί που μείνανε, δυστυχώς, την πληρώσαν κι έγινε η μεγάλη ζημιά. Αλλά εκεί που τα παιδιά με τον τηλεβόα φωνάζαν: «Σηκωθείτε, φύγετε, έρχονται οι Γερμανοί, ακολουθήστε, πάτε στο βουνό, πάτε απάνω στους αντάρτες, θα σωθείτε», οι άλλοι φωνάζαν: «Οι Γερμανοί, τους είχαμε τους Γερμανούς, είναι καλοί, ήταν καλοί, δεν μας πειράζουν, δεν πρόκειται να πειράξουν κανέναν». Αλλά, δυστυχώς, όχι μονάχα πείραξαν αλλά και φερθήκαν πολύ βάναυσα. Βέβαια, οι Γερμανοί που ήταν φρουροί απ’ έξω δεν έκαναν σοβαρά πράγματα. Αλλά αμολύσαν τα τσακάλια. Αυτό είναι και το βιβλίο που γράφει ο άλλος, ο καθηγητής από τον Καναδά που σου λέω, το οποίο το έχω. Λέει «Ο μαρτυρικός-» στο χαρτάκι απ’ έξω τον λέει τον τίτλο του βιβλίου, το μικρό. «Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα». Έτσι τιτλοφορείται το βιβλίο. Και μέσα εκεί το περιεχόμενο αυτό είναι γραμμένο. Είναι η δική μου επαφή την οποία πήρε τηλεφωνικά από τον Καναδά. Είχαμε τέσσερα - πέντε τηλεφωνήματα.
Να κάνω μια ερώτηση. Εσείς τα γεγονότα του Χορτιάτη από πού τα μάθατε; Ποιος σας τα είπε;
Γιατί ήμουνα εκεί.
Ήσασταν εκεί.
Ναι. Όπως σου τα λέω, έτσι είναι επί λέξη. Ούτε νι ούτε σίγμα αφαιρουμένο.
Ήσασταν με την ομάδα του Ρικούδη;
Όχι.
Όχι.
Δεν ήμουνα. Εγώ ήμουν στις Καστανιές απάνω με τη διοίκηση σαν εκπρόσωπος της διαφώτισης του λαού και συνοδεύοντας και την ανταρτοεπονίτικη ομάδα. Επί λέξη, δηλαδή, είναι αυτά. Όπως ακριβώς τα λέω. Τώρα ο καθένας λέει ό,τι θέλει. Και λένε πολλά πράγματα. Αλλά η εντολή υπήρχε από πάνω να χτυπηθεί κάθε τι ξένο, να μην προχωρήσουν, έκανε την κουταμάρα κι αυτός με το αυτοκίνητο που πάτησε, αφού ήξερε ότι είναι που πάει για το νερό, τι πατάς γκάζι και φεύγεις;
Και πώς νιώσατε όταν τα μάθατε αυτά;
Ε, καλά, αυτά μόνο στεναχώριες φέρνουν, μόνο στεναχώριες φέρνουν. Αυτά. Τώρα, προχωρώντας στη δική μου περίπτωση. Πέρασε ο καιρός μετά. Στις 20 του μηνός έφυγα από το βουνό, κατέβηκα, πήγα στη μεραρχία. Εκεί, στη μεραρχία, συνήντησα άλλους δύο αντάρτες άγνωστους για μένα. Παρουσιαστήκαμε στον, υπεύθυνος του 2ου γραφείου της 11ης μεραρχίας του Ε.Λ.Α.Σ. ήταν Οδυσσέας. Μας ήθελε προσωπικά αυτός. Και γιατί; Εκ των υστέρων έμαθα ότι άλλοι δύο αντάρτες που βρήκα εκεί, ο ένας ήταν από το 19ο της Νιγρίτας, ο άλλος ήταν από το 13ο του Κιλ[01:50:00]κίς και εγώ ήμουν σαν εκπρόσωπος του 31ου συντάγματος. Και τι ήθελε; Μας λέει, «Αφού μας π-», τα στοιχεία τα είχε λεπτομερέστατα το 2ο γραφείο του καθενός, λέει: «Διαλεχτήκατε για μια δουλειά η οποία θα γίνει, θα κάνουμε. Αλλά πάτε να ντυθείτε», γιατί τα ρούχα του βουνού ήταν, «ευπρεπώς, να καθαριστείτε και λοιπά και αύριο θα έρθετε εδώ να τα κουβεντιάσουμε», ο Οδυσσέας. Μας οδήγησε σε ένα μέρος δικό τους που είχαν εκεί πέρα, σαν κοιτώνες, αλλάξαμε ρούχα πλυθήκαμε, ξέρω 'γω, και λοιπά, βολευτήκαμε και την άλλη μέρα το πρωί και οι τρεις παρουσιαστήκαμε. Λέει: «Η μεραρχία μας πήρε μια απόφαση και η απόφαση που πήρε είναι ότι, να οργανώσει ένα τμήμα πάνω από τα τρία συντάγματα, γι' αυτό και ο καθένας από εσάς εκπροσωπεί το δικό του σύνταγμα, για να έχει άμεση πληροφόρηση. Εσείς θα εφοδιαστείτε με μια εντολή, μια επιστολή και μια εντολή, που η εντολή θα λέει ότι η 11η μεραρχία του Ε.Λ.Α.Σ. παρακαλεί οποιαδήποτε οργάνωση του Ε.Α.Μ. και του Ε.Λ.Α.Σ. να εξυπηρετεί στη διάθεσή της που θα ζητείται από μέρους σας. Να εξασφαλίζει φαγητό, ύπνο και λοιπά. Λοιπόν, σκοπός μας είναι αυτό το πράγμα να το μεγεθύνουμε και να δημιουργηθεί ένα δίκτυο πληροφοριών, το οποίο με τη σειρά σας, εσείς θα είστε, θα το επιβλέπετε για το κάθε σύνταγμα που ανήκει ο καθένας», και αυτή ήταν δουλειά του Αλέκου, του καπετάνιου του συντάγματος, του '31. Μόλις τα είπε αυτά κατάλαβα, γέλασα εγώ, γιατί τον είχαμε γνωρίσει κάτω. «Και κάθε δεκαήμερο θα προβάλετε μια έκθεση στο οποίο θα εκφράζετε τη γνώμη σας και θα αναφέρετε και ορισμένα περιστατικά και γεγονότα ανάλογα με τις πληροφορίες». Γυρνά σε μένα και μου λέει μία: «Αναλαμβάνεις αυτή τη δουλειά», μου λέει, «από μέρους της μεραρχίας, γιατί ξέρουμε ότι γνωρίζεις όλα τα χωριά και όλον τον κόσμο και θα μπορείς να πληροφορείσαι το κάθε τι στην περιοχή Θεσσαλονίκης και ακόμα θα μπορείς να έχεις και επαφές με ανθρώπους της Χαλκιδικής και με χωριά της Χαλκιδικής που θα είναι υποχρεωμένα να σε περιθάλπουν και να σε βοηθούν». Το ίδιο πράγμα είπε και στον άλλον του Κιλκίς, το ίδιο είπε και στον άλλον του 19 συντάγματος. «Και θα ξεκινήσει αυτή η δουλειά για να έχει άμεση επίγνωση από πρόσωπα του Ε.Λ.Α.Σ., ο Ε.Λ.Α.Σ. του κλίματος. Τι κλίμα επικρατεί, πού δυσφορεί, πού η διοίκηση παραδείγματος χάριν δεν πάει καλά ή ο πρόεδρος δεν πάει καλά ή δε φέρεται καλά στους ανθρώπους ή οτιδήποτε. Ή κάπου αδικείται κάποιος. Για να μπορούμε να επεμβαίνουμε και να τα διορθώνουμε αυτά μετά την αναφορά σας κατά τον καλύτερο τρόπο». Ε, ξεκινήσαμε, κάναμε, αλλά αυτή η δουλειά, δυστυχώς, δεν κράτησε παραπάνω από ενάμιση μήνα, δυο μήνες.
Γιατί;
Γιατί τον Οδυσσέα τον Βάρκα, ένα αυτοκίνητο εγγλέζικο, όπως έβγαινε από το στρατηγείο με τη μοτοσυκλέτα τον πήρε σβάρνα κι έγινε κομματάκια. Αγγλικό αυτοκίνητο, ε; Πάρθηκε ο αριθμός, αναφέρθηκε η αυτή, έγινε γνωστό, θα τιμωρηθεί στην Αγγλία. Τώρα καταλαβαίνεις. Ε, κάναμε ορισμένες αναφορές και οι τρεις το ίδιο, ήρθαμε σ' επαφή με ορισμένες οργανώσεις. Εντωμεταξύ, σαν έδρα είχαμε το λόχο στρατηγείο της 11ης μεραρχίας κι από εκεί ό,τι χρειαζόμασταν το είχαμε αδιαμαρτύρητα. Η δε πολιτοφυλακή μας εξυπηρετούσε σ' όλες τις περιπτώσεις κατά τον καλύτερο τρόπο. Περνούσαμε στην πολιτοφυλακή όταν πηγαίναμε να φάμε, ξέρω 'γω, ή ο κομματικός υπεύθυνος του χωριού ή ο εαμικός υπεύθυνος ή η εθνική αλληλεγγύη που είχε αναλάβει τον κύριο ρόλο στη διάθεσή μας. Έμεινε αυτή η δουλειά. Μετά από λίγο καιρό, εντωμεταξύ ξεσπάσαν και τα γεγονότα της Αθήνας. Ξεσπάσαν τα γεγονότα της Αθήνας, κάποια μέρα και τους τρεις μας καλάει ο καπετάνιος της μεραρχίας, ο Λασάνης. Αφού μας είπαν: «Χάσαμε το καλύτερο παλικάρι, τον καλύτερο αγωνιστή που σε όλα του ήταν εντάξει, τώρα με τα γεγονότα που μεσολάβησαν στην Αθήνα καταλαβαίνετε πως ο χρόνος είναι περιορισμένος. Κι έτσι η σκέψη που μας οδήγησε να κάνουμε αυτό που κάναμε, δεν το κάναμε, δε γίνεται. Γι’ αυτό θα επιστρέψετε από εκεί που ήρθατε». Κι έτσι τελείωσε αυτή η δουλειά. Μετά από αυτό, ο καθένας πήγε στο σύνταγμά του. Εγώ πήγα στον, γιατί από τον Αλέκο ήμουνα σταλμένος: «Καπετάνιε, αυτό και αυτό έγινε». «Τώρα μας πήγαν τα γεγονότα», λέει, «και δεν μπορούν να γίνουν τέτοια πράγματα. Αυτά ήταν για ειρηνική περίοδο εφόσον θα πηγαίναμε καλά». «Τώρα εγώ», του λέω, «τι κάνω;». «Εσύ», μου λέει, «θα πας στον γραμματέα του κόμματος της περιφερειακής επιτροπής, θα τον ενημερώσω κι εγώ [Δ.Α.] που είναι ενημερωμένος από την αρχή και για όλα της περιφερειακής επιτροπής και να ξαναγυρίσεις στην Ε.Π.Ο.Ν». Γυρίζω πίσω, κατεβαίνω, πάω στο Ασβεστοχώρι που είχα: «Και μέχρι», λέει, «που να γίνει αυτή η δουλειά είσαι στον λόχο στρατηγείου, κανείς δεν έχει δουλειά μαζί σου. Κατευθείαν από μας».
Segment 5
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1944), ο συμμαχικός βομβαρδισμός (1943). Υπεύθυνος του τομέα Εθνικής Αλληλεγγύης, σύλληψη, βασανισμός και δίκη
01:58:25 - 02:27:24
Ε, ήρθε η 25, ήρθε η 28 του, έγινε η παρέλαση της Θεσσαλονίκης, έγιναν ό,τι γίναν, ξεκίνησαν οι μάχες του Κιλκίς, ακόμα πιο χειρότερα δηλαδή, πιο μαύρα τα πράγματα.
Στην απελευθέρωση-
Ε, ήρθε η απελευθέρωση.
Κατεβήκατε στην πόλη εσείς;
Φύγαν οι Γερμανοί, ναι, κατεβήκαν-
Όχι, εσείς πήγατε στην πόλη, στη Θεσσαλονίκη;
Στη Θεσσαλονίκη;
Τη μέρα της απελευθέρωσης.
Τη μέρα της απελευθέρωσης κατεβήκαμε με απόφαση του Βαφειάδη. Όχι. Ναι, του Βαφειάδη και του Μπακιρτζή. Παράνομα κατεβήκαμε, ενώ η Αθήνα φώναζε, τσίριζε: «Τριάντα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη». Η κεντρική επιτροπή. Αλλά, όταν οι δικοί μας φτάσανε στη Βέροια, χάλασε ο ασύρματος, τον κλείσανε και τελείωσε. Και κατεβήκαν, μπήκαν μέσα, κατελήφθη η Θεσσαλονίκη και άρχισε να βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία τη δική μας.
Τη μέρα που είχε γίνει η παρέλαση-
Ναι, έγινε η παρέλαση.
Την θυμάστε εσείς;
Ασφαλώς την θυ[02:00:00]μάμαι.
Μπορείτε να περιγράψετε το κλίμα; Πώς ήτανε;
Το κλίμα ήταν πολύ φανερό, ο κόσμος κατενθουσιασμένος, καταχειροκροτούσε. Έγινε στην, Τσιμισκή δεν είναι; Τσιμισκή και κατέληγε προς τον Λευκό Πύργο μπροστά. Πού είναι το καφέ Ντορέ; Από εκεί μπροστά ο κόσμος ήταν πλημμύρα. Χειροκροτούσε. Τρελάθηκαν να ρίχνουν κολόνιες τη μέρα αυτή.
Τι να ρίχνουνε;
Κολόνιες. Αρώματα. Οι κυρίες και οι δεσποινίδες κρατούσαν το μπουκάλι και ραντίζαν το... Αλλά η κύρια δύναμη πολεμούσε στο Κιλκίς. Κι εδώ οι άνθρωποι, οι αξιωματικοί και λοιπά που παρελάσαν ήταν από βοηθητικές υπηρεσίες οι περισσότεροι. Ο κόσμος, όμως, έβλεπε αντάρτες. Αντάρτες με τα όπλα και κομματικές οργανώσεις κι έφαγε μέρα ολόκληρη.
Να ρωτήσω κάτι άλλο για πριν την απελευθέρωση;
Ναι.
Βομβαρδισμούς θυμάστε εσείς;
Βομβαρδισμούς από ποιους;
Όσο μένατε, όσο ήσασταν ας πούμε στην Πυλαία, βομβαρδισμούς που γινόντουσαν προς το αεροδρόμιο.
Από ποιους; Από τους Γερμανούς;
Είτε από τους Γερμανούς είτε, αν θυμάστε, τον συμμαχικό βομβαρδισμό, δεν ξέρω.
Οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί. Όταν γινόταν ο μεγάλος, όταν έγινε ο μεγάλος συμμαχικός βομβαρδισμός, εγώ ξέρεις που ήμουνα; Στη Σουρωτή. Και είχε λάμψει η Θεσσαλονίκη ολόκληρη κι είχε γίνει μέρα φωτεινή.
Φαινόταν από εκεί;
Φαινόταν πανηγυρικά. Και βγήκαμε όλοι, διότι ήταν κατάσταση καλή ακόμα, όλος ο κόσμος ήταν μαζί μας, όλοι. Είχε μια μεγάλη βελανιδιά, ύψωμα, έξω από τη Σουρωτή στο ρέμα εκεί πέρα, εκεί είναι υψωματάκι και φαινόταν η Θεσσαλονίκη. Αλλά ο ουρανός φαινόταν. Φωτεινότατος. Και ήταν μετά τις 10, βέβαια, κι έγινε ο μεγάλος βομβαρδισμός. Και ήταν η περίοδος που οι Άγγλοι τότε ζητήσαν συγγνώμη για τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, γιατί χτυπηθήκαν και οι συνοικίες με την αιτιολογία ότι ήταν νέοι Νεοζηλανδοί πιλότοι και δεν ήταν όσο έπρεπε εκπαιδευμένοι, γιατί οι υπόλοιποι βρισκόταν στις μάχες. Βομβαρδισμοί. Να σου πω έναν βομβαρδισμό. Τότε είχαμε μάθει και τα αεροπλάνα που ακούγαμε από τους Ιταλούς, όταν ακόμα ήμουνα στη σχολή. Διότι με τον Ιταλικό πόλεμο ήμουνα στη σχολή. Για πρώτη φορά είδαμε αεροπλάνα πολεμικά με ένα φτερό. Τότε το μοναδικό αεροπλάνο που βλέπαμε με ένα φτερό ήταν το Γιούνγκερ που λέγαμε, ένα γερμανικό που κάθε μέρα, στις 4:45, ερχόταν από τη Γερμανία και προσγειωνόταν, το μόνο αεροπλάνο. Όταν ύστερα είδαμε ότι τα βομβαρδιστικά τα ιταλικά που ερχόταν ήταν όλα μονόπλανα και από τον θόρυβο τα καταλαβαίναμε: «Αυτά είναι τα ιταλικά» λέγαμε. Λοιπόν, πολλές φορές που βομβαρδιζόταν, η Θεσσαλονίκη βομβαρδίστηκε πολλές φορές, από την σχολή βγαίναμε έξω και τα βλέπαμε που περνούσανε. Αλλά, βλέπω, ήρθαν τα ιταλικά, βομβαρδίσαν και επιστρέφαν. Την ώρα που επιστρέφαν, ένα δικό μας, ένα από τα Mπεζαντέλ είχε πάρει πολύ ύψος. Και ακούμε ένα βββ από πάνω, μπαμ μπαμ, το πρώτο σμήνος που ήταν τα τρία, το ένα έπεσε. Και μάλιστα, πριν πέσει, άδειασε τις βόμβες σε ένα χωράφι πάνω από τη σχολή. Και πήγαμε και είδαμε τις βόμβες που πέσανε. Πιτσιρικάδες. Κι όλοι. Μετά, βομβαρδισμοί γινόταν πολλοί, από τους Ιταλούς περισσότερο. Λοιπόν. Και θα περάσουμε σε δεύτερο τώρα.
Ωραία. Άρα έχει γίνει και η απελευθέρωση.
Έχει γίνει η απελευθέρωση. Είμαι στον λόχο διοίκησης της μεραρχίας. Ύστερα από την επαλήθευση πια και το σταμάτημα του οργανισμού αυτού που πήγε να δημιουργηθεί είμαστε υπό την προστασία του Λασάνη, του καπετάνιου της μεραρχίας και ο καθένας φροντίζει να πάει από εκεί που ήρθε. Εγώ, η πρώτη μου δουλειά, μόλις κατέβηκα και βγήκα, ύστερα από αυτό, πήγα στον καπετάν Αλέκο, τον καπετάνιο του 31ου συντάγματος του Ε.Λ.Α.Σ., που αυτός με είχε προτείνει, και του είπα τα περιστατικά. Είπε: «Τι να κάνουμε έτσι έρχονται τα πράγματα. Τώρα», λέει, «που άρχισε και η Αθήνα δεν ξέρουμε τι θα βγει και που θα πάει, γι’ αυτό ο καθένας-». Και τον ρώτησα τι να κάνω, μου λέει: «Να πας στον γραμματέα του κόμματος της περιοχής. Τον ξέρεις;», «Τον ξέρω, αλλά δεν ξέρω αν θα είναι ο ίδιος». Και όπως πραγματικά δεν ήταν ο ίδιος, ήταν ο Σιδηρόπουλος, ο οποίος όμως ήξερε αρκετά πράγματα για μένα, για να μην πω πολλά. Και κάτι άλλο, επίσης, και ο καπετάν Αλέκος τον είχε ενημερώσει σε πάρα πολλά. Ε, του είπα. Λέω: «Τι γίνεται τώρα, τι κάνουμε;». Μου λέει: «Θες να δουλέψεις για την οργάνωση; Διότι τώρα», λέει, «δεν έχουμε εθνικό απελευθερωτικό αγώνα. Τώρα παλεύουμε για το δίκιο του ελληνικού λαού. Τι καλύτερο μπορούμε να πετύχουμε και πως μπορούμε να-». «Δεν ξέρω», του λέω, «ό,τι θέλετε εσείς». «Εντάξει», μου λέει. Η Ε.Π.Ο.Ν. είναι συμπληρωμένο. Γραμματέα βρήκα αυτόν που σας είχα πει από την Αγία Τριάδα, ο οποίος, ο Πλάτων στο βιβλίο του το γράφει το όνομά του, ο Γιάννης από την Αγία Τριάδα. Λοιπόν, «Υπάρχει, όμως», λέει, «ένας τομέας, που πιστεύω ότι μπορείς να βοηθήσεις και να κάνεις». Ε, τώρα κι εγώ δεν μπορούσα να απομονωθώ και να αποκοπώ από αυτό που υπήρχε και που ήμουνα μέχρι εκείνη την στιγμή. Συνέχισα. «Ποιος είναι ο τομέας», του λέω, «συναγωνιστά;». «Η Εθνική Αλληλεγγύη», μου λέει, «διότι τα θύματα που έχουμε είναι πολλά, οι ανάγκες του λαού είναι πάρα πολλές και θα πρέπει να υποστηρίξουμε αυτόν τον λαό να μην υποφέρει περισσότερο. «Αν νομίζεις ότι εκεί μπορώ να προσφέρω», του λέω. «Μπορείς να προσφέρεις και πολλά. Άλλωστε το έχεις αποδείξει», μου λέει, «αυτό, από όπου πέρασες και σε κάθε δουλειά που έκανες. Δεν υπάρχει ψεγάδι εναντίον σου σε τίποτα. Καθαρότατα και όμορφα. Και στον τομέα αυτό θα προσφέρεις πολλά. Τώρα η Αλληλεγγύη, όμως, στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης γραμματέα έχει. Και ίσως να τη γνωρίζεις κιόλας». Λέω: «Ποια είναι;». «Α», μου λέει, «η Κατίνα η Κασάπογλου από το Ρύσιο». Λέω: «Την ξέρω και πολύ καλά μάλιστα». Το μόνο μέρος που μπορείς να χρησιμοποιηθείς στην αλληλεγγύη, πράμα που θα συμπληρωνόταν, γιατί πραγματικά μας λείπει κάτι από εκεί, είναι να αναλάβεις δεύτερος γραμματέας νομαρχιακού συμβουλίου της Εθνικής Αλληλεγγύης στα περίχωρα Θεσσαλονίκης, στα παλιά χωριά δηλαδή.
Το οποίο τι σήμαινε αυτό σαν θέση; Τι αρμοδιότητες είχε;
Δεύτερος γραμματέας; Ο γραμματέας έχει την κεντρική διοίκηση. Ο δεύτερος γραμματέας λύνει όλα τα προβλήματα και προσφέρει όλη τη δουλειά.
Το πρακτικό κομμάτι.
Το πρακτικό κ[02:10:00]ομμάτι. Είναι αυτός που τρέχει στα χωριά, είναι αυτός που τρέχει στα σπίτια, είναι αυτός που φροντίζει για το καθετί. Λοιπόν: «Αφού συμφωνείς, αύριο, μεθαύριο, όποτε θες, τράβα στην Κατούνη 9. Τα γραφεία του κόμματος, του Ε.Α.Μ., του Ε.Λ.Α.Σ., της Αλληλεγγύης, της Ε.Π.Ο.Ν. βρίσκονται εκεί. Και αφού γνωρίζεις και την Κατίνα, πες την ότι σε στέλνω εγώ. Εγώ θα την έχω ενημερώσει την Κατίνα». «Εντάξει». Πάω, τώρα η Κατίνα αγκαλιές, φιλιά, είχε να με δει-
Από πού την ξέρατε;
Την ήξερα από το Ρύσιο.
Από όταν ήσασταν-
Στην καθοδήγηση της Ε.Π.Ο.Ν., της νεολαίας. Μα αυτό ήταν εκείνο που με βοήθησε πολύ. Πάω, τη βλέπω, «Εντάξει», μου λέει, «εντάξει. Αυτοί είναι», μου εξήγησε τώρα ότι «οι τομείς μας είναι όπως ήταν παλιά. Τέσσερις είναι οι τομείς. Λοιπόν, οι τομείς όπως ήταν παλιά. Στον πρώτο τομέα έχουμε μια γυναίκα, στον δεύτερο τομέα έχουμε ένα αυτό, στον τρίτο εσύ φρόντιζε περισσότερο εξωτερικά, γιατί εγώ δεν μπορώ να κινηθώ πολύ, να κάνεις τον έλεγχο, να προσέχεις, να κάνεις συγκεντρώσεις, να μιλάς για την Αλληλεγγύη. Αυτή είναι η Αλληλεγγύη, η Αλληλεγγύη, διαθέτουμε τμήμα λαϊκής υγείας, διαθέτουμε νομικό τμήμα για να μην πάει κανένας αγωνιστής στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο, να μην μείνει χωρίς γιατρό καμία οικογένεια αγωνιστών» και λοιπά και λοιπά. «Και τα υπόλοιπα, ως επί το πλείστον, η εφημερίδα μας να κυκλοφορεί». «Εντάξει». «Τώρα, στο τάδε μέρος θα συναντήσεις τον τάδε».
Αυτό σας το λέει η Κατίνα.
Ναι. «Στο τάδε μέρος θα συναντήσεις που είναι ο τομεάρχης του τομέα. Θα πας να τον βοηθήσεις να κάνετε και μια περιοδειούλα μαζί, να δούμε τι κάνουν και αυτοί και τι βοήθεια χρειάζονται». Εντάξει. Και άρχισε η δουλειά στην Αλληλεγγύη. Παρέμεινα δεύτερος γραμματέας της Αλληλεγγύης μέχρι τον - και συνέχιζα να είμαι γιατί δεν έφυγα μέχρι το τέλος, μέχρι το ‘45 ολόκληρο. Και το ‘46 μέχρι τον Σεπτέμβρη, όχι Σεπτέμβρη, μέχρι τον Αύγουστο του ‘46 σαν δεύτερος γραμματέας της Αλληλεγγύης. Πάλι, το παλιό τροπάρι από χωριό σε χωριό, από σπίτι σε σπίτι κι ό,τι μπορούσε να γίνει. Κάποια στιγμή, η επαρχία Λαγκαδά μέχρι τότε είχε ξεχωριστή περιφερειακή επιτροπή, λεγότανε επαρχία Λαγκαδά, η οποία αριθμούσε κοντά στα εκατό χωριά. Δηλαδή από τον Σταυρό ξεκινούσε κι έφτανε μέχρι τα σύνορα του Κιλκίς η επαρχία Λαγκαδά. Κριθιά, Όσσα, Σοχός, Σταυρός, Λαγκαδάς, έδρα ο Λαγκαδάς, είχε δυο - τρεις ανθρώπους, όμως. Εντωμεταξύ, είχε πέσει τρομοκρατία τρομερή. Κυνηγούσαν, χωροφυλακή όχι τόσο, όσο η εθνοφυλακή, τα τάγματα ασφαλείας που τους είχε φυλακισμένους ο Ε.Λ.Α.Σ. και μετά γίναν στρατιώτες της εθνοφυλακής. Λυσσασμένα. Παραιτήθηκε το διοικητικό συμβούλιο που είχαν στην περιοχή. Εκεί μείναν δύο μονάχα. Μου λένε: «Ευκαιρία να ρίξουμε λίγο βάρος στο Λαγκαδά». Εγώ με λίγο θράσος και με λίγο αυτή δέχτηκα να πάω στον Λαγκαδά. Τέλος πάντων, να μη τα πολύ λέμε, πήγα στον Λαγκαδά, άνοιξα γραφεία, έκανα οργάνωση μέσα στον Λαγκαδά, στα χωριά, στον Σταυρό πολύ περισσότεροι. Στον Σταυρό είχαμε και τη διαφύλαξη ορισμένων ομάδων που κρυβόταν στο βουνό που έπρεπε να τους περιθάλπουμε και αυτούς.
Εντωμεταξύ, εκείνη την εποχή είχε, σε σχέση με την Κατοχή-
Ναι.
Είχε αλλάξει ο τρόπος που κινούσασταν στα χωριά; Ήτανε πιο δύσκολο, πιο εύκολο;
Ασυγκρίτως. Πρώτα απ' όλα δεν είχες την προστασία των χωρικών, διότι άρχισαν και γίναν μερίδες. Η μια μερίδα κυνηγούσε την άλλη και πάντοτε οι αριστεροί προοδευτικοί ήταν υπό, παρόλο που η Αλληλεγγύη ήταν αναγνωρισμένη από το κράτος και με εγκύκλιο σταλμένη στις περιφερειακές διοικήσεις. Αλλά ποιος τα άκουγε αυτά;
Άρα ήσασταν νόμιμος;
Ναι. Νόμιμα είμαστε, αλλά ποιος τα- θα δεις στο βιβλίο γράφω μια περίπτωση. Εγώ, για να ανοίξω γραφεία στην Σίνδο, παρουσιάστηκα στον, η Σίνδος έχει υποδιοίκηση χωροφυλακής, παρουσιάστηκα στην Σίνδο στον υποδιοικητή. Και μου λέει ο υποδιοικητής, του έδειξα και τα χαρτιά που είχα από το υπουργείο, εγκύκλιο, ότι είναι, η Αλληλεγγύη είναι οργάνωση φιλανθρωπική και λοιπά και πρέπει να υποστηρίζεται. Γέλασε αυτός μόλις τα είδε. Και μου λέει: «Εγώ δεν έχω καμιά αντίρρηση, αλλά εγώ για να επιτρέψω να ανοίξεις γραφεία της Αλληλεγγύης, γιατί εμένα μου το απαγορεύουν, θα πας στη διοίκηση χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης, στην Κώστα Κρυστάλλη 7 συγκεκριμένα. Και, αν ο διοικητής από εκεί πέρα μου πει να σου επιτρέψω, για μένα κάνε ό,τι θέλεις». Με γέλια και χαρές. Τώρα παρεμπιπτόντως πάω σε ένα περιστατικό. Πάω στη διοίκηση και με πετάξανε με τις κλοτσιές από τις σκάλες. «Παλιοκομμουνιστή, ήρθες εδώ να μας μιλήσεις γι' αυτό». Εγώ, όμως, συνέχισα την δουλειά μου. Μετά από αυτό πήγα μια μέρα προς το Ίγγλις. Και έπεσα πάνω στον, είχε πάει και ο ίδιος ο διοικητής του τμήματος, όχι της διοίκησης. «Καλά, ρε» μου λέει. Καθόταν σ' ένα μέρος εκεί, ο οποίος ήταν αριστερός, κάποιου Γκαλιούρη που βγάζει κρασιά και ούζα, καθόταν εκεί και κουβεντιάζανε και πίναν τα ουζάκια τους. Με πήγαν οι χωροφύλακες εκεί. «Καλά», λέει, «προχθές ήρθες, τα κουβεντιάσαμε τόσο ωραία», μου λέει, «τόσο καλά και σε είπα, σου έδειξα και τον δρόμο». «Ε, ναι. Μ’ έδειξες τον δρόμο και εγώ καλοπέρασα» του λέω. «Τώρα», μου λέει, «υποχρεωτικά, εφόσον σε πιάσαν οι χωροφύλακες, τι γυρεύεις εδώ; Ήρθες για να κάνεις κρυφά τη δουλειά που δεν σου επιτρέψαμε». «Όχι», λέω, «ήρθα για να πάρω κρασί. Και δεν είναι η πρώτη φορά», του λέω, «πολλές φορές έρχομαι και παίρνω κρασί. Α, ρωτήστε», λέω, «και τον κύριο». Ο άλλος με ήξερε γιατί ήταν μέσα στην οργάνωση. «Πώς», λέει, «συχνά έρχεται και παίρνει κρασί από 'δω. Και μάλιστα τον ετοιμάζω κι ένα βαζάκι δικό μου πάντοτε, καθαρό, περιποιημένο, απολυμασμένο για να μη χαλάει το κρασί που παίρνει. Πέντε κιλών. Και μάλιστα το έχω κι έτοιμο». «Ε όχι, λέει, «δεν θα το χρειαστεί προς το παρόν». Με παίρνει με πάει στο τμήμα. Ο ίδιος δε με κακοποίησε. Αυτός είχε έναν ενωμοτάρχη και τρεις χωροφύλακες μονάχα, αλλά είχε και καμιά τριανταριά εθνοφύλακες. Που οι εθνοφύλακες από συζητήσεις και αυτές που έκαμναν, ήταν παιδιά του Αντών Τσαούς, από την Καβάλα πάνω. Διαλύθηκε το τάγμα του Αντών Τσαούς και μπήκαν στην εθνοφυλακή. Και είδα καμιά τριανταριά τέτοιους μέσα στην υποδιοίκηση. Ε καλά, αυτοί ήταν μούργοι. Δέρναν, χτυπούσαν, βασανίζαν, βρίζαν. Κάποια μέρα [02:20:00]με κρατούσε εκεί, ο υποδιοικητής ήταν ανθυπομοίραρχος. Τι κάνω; Κάποια μέρα είχε δουλειά, κατέβηκε στην πόλη ο διοικητής και δεν ήταν ο διοικητής εκεί πέρα. Είχε κι άλλους κρατουμένους, πολλούς. Έρχονται, με παίρνουν εμένα, με βάζουν στη μέση με καλώδια αυτά τα τηλεφωνικά, χοντρά, κλωτσιές, πέφτω κάτω, πάει. Νερό. Ξανά. Στο τέλος με παίρνουν δυο απ' αυτουνούς απ’ τα χέρια και απ’ τα πόδια, εγώ, εντωμεταξύ, έχω χάσει τις αισθήσεις μου πια. Δεν αναγνωρίζω τίποτα. Έξω στην αυλή υπήρχε ένα φυλάκιο αντιαεροπορικό, το οποίο το είχαν κάνει, στην κατοχή οι χωροφύλακες που ήταν εκεί στην υποδιοίκηση, όταν βαρούσε ο συναγερμός πηγαίναν στο καταφύγιο αυτό, το οποίο ήταν τσιμεντένιο, βαρύ και μια σιδερένια πόρτα. Τώρα, όμως, που δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα πετούσαν τα σκουπίδια εκεί πέρα μέσα. Και με πετάνε μέσα στα σκουπίδια και κλείνουν και την πόρτα απ’ έξω. Οπότε δεν μπορεί να ανοίξει. Οι χωροφύλακες δεν τολμούν να μιλήσουν, ο ενωμοτάρχης δεν τολμάει να μιλήσει. Ξέρει ότι αυτό το κάναν αυθαίρετα. Εκεί, κάποια στιγμή, συνέρχομαι εγώ και διερωτάμαι πού είμαι. Για καλή μου τύχη αυτό έγινε-. Με παίρνουν από τα χέρια και με περνάνε μπροστά από τους κρατουμένους. Για να τους πουν: «Τα ίδια θα πάθετε κι εσείς άμα δεν κάτσετε καλά». Γιατί εγώ κι εκεί μέσα φρόντισα ό,τι μπορούσα, να δώσω λίγο θάρρος, λίγο κουράγιο στον κόσμο που ήταν. Λοιπόν, για να δουν τα χάλια που ήμουνα και όλοι είπαν ότι: «Πάει ο Κώστας, πέθανε. Τον σκοτώσαν», ενώ ήμουν πεταμένος εκεί μέσα. Για καλή μου τύχη, κατά τις 11 με 12 το βράδυ ήρθε ο διοικητής. Γύρισε στην υποδιοίκηση. Ποιον να ρωτήσει; Αυτούς; Φοβόταν και να τους μιλήσει και ο ίδιος. Ρωτάει τον ενωμοτάρχη: «Τι γίνεται», λέει, «είχαμε τίποτα;». «Είχαμε κάτι. Αυτό κι αυτό κι αυτό κι αυτό. Πήραν έναν από μέσα, αυτόν τον νέο που φέρατε εσείς και τον κάνανε κουρέλι». «Και τώρα τι κάνει αυτός; Πού είναι, τι έγινε», λέει, «τον αφήσαν; Είναι ήσυχα τα πράματα;» «Όχι», λέει, «τον έχουν κλειδωμένο, κλεισμένο και πεταμένο μέσα εκεί που πετάμε τα σκουπίδια». Ο διοικητής ταράχτηκε. Φέρθηκε ανθρωπινά, ας πούμε, σου λέει: «Καλά, όχι και τόσα. Γρήγορα να πάτε να ανοίξετε. Κι εσείς τι κάνατε;» λέει. «Καλά», λέει, «τολμάς; Θες να μας δείρουν κι εμάς;». Κούνησε το κεφάλι ο διοικητής: «Γρήγορα, να πάτε να τον βγάλετε από εκεί πέρα, να του δώσετε νερό να πλυθεί και να δούμε τι θα κάνουμε». Τότε ο διοικητής, τον είχαν δοσμένο σαν διοικητή που ήταν ένα τζιπ, τα τζιπ που κυκλοφορούσαν. Με παίρνουν, με βάζουν πλένομαι, με βάζουν μέσα, πλένομαι, τακτοποιούμαι και με βάλανε στο τζιπ απάνω και παίρνει τους δύο χωροφύλακες μαζί συνοδεία και βουρ στη Θεσσαλονίκη. Σου λέει: «Θα βρω και κάνα μπελιά. Σκοτώθηκε άνθρωπος στα χέρια μου». Και σου λέει: «Θα μπλέξουμε με τις οργανώσεις αυτές και ποιος τους πιάνει ύστερα». Και πάει και με παραδίδει στα υπόγεια του στρατηγείου. Είχαν κι άλλους κρατούμενους. Ευτυχώς τα παιδιά εκεί πέρα, μόλις πήγα, με περιποιηθήκαν, με βάλαν στο καλύτερο σημείο, κοιμήθηκα, ησύχασα. Ούτε άχνα, ούτε αχ. Ό,τι καλύτερο είχαν που τους φέρναν από τα σπίτια, το φέραν, με φροντίσαν, με ταΐσαν, συνήλθα. Και κάνανε ύστερα κατηγορητήριο, το κάναν από εκεί πια με τα στοιχεία που είχε δώσει ο διοικητής από εκεί, ότι ζήτησε να ανοίξει αυτό, γραφείο της Εθνικής Αλληλεγγύης, το οποίο ο διοικητής της υποδιοίκησης δεν του το επέτρεψε κι όμως συνελήφθη σε κάποιο χωριό, το οποίο-. Συνέλαβαν η χωροφυλακή σε κάποιο χωριό, στο οποίο υποθέτουμε ενεργούσε παρανόμως. Και με το κατηγορητήριο αυτό με πήγανε στον εισαγγελέα. Πάω στον εισαγγελέα, ο εισαγγελέας στον ανακριτή, εντωμεταξύ ήρθε η οργάνωση, έστειλε δικηγόρο και λοιπά, με φροντίσανε, το νομικό τμήμα ολόκληρο. Και λίγο πολύ στεκόταν προσοχή. Με συνοδεία το δικηγόρο με πάνε στην εισαγγελία, ο εισαγγελέας με παραπέμπει στον ανακριτή, ο ανακριτής με ρωτάει: «Τι έγινε», λέει, «πήγες να ανοίξεις παράνομα γραφείο». Του λέω: «Όχι. Εγώ ίσα ίσα που πήγα με τον νόμιμο τρόπο, διότι η οργάνωσή μας είναι νόμιμη, τα χαρτιά τα έχετε και το ξέρετε». Κούνησε το κεφάλι ο ανακριτής: «Κι επειδής δεν σου επέτρεψε ο διοικητής, πήγες να ενεργήσεις παράνομα». «Όχι», λέω, «δεν πήγα να ενεργήσω παράνομα. Απλούστατα πήγα να ξαναδώ τον διοικητή να του πω ότι, αν μπορώ να το ανοίξω. Κατά τον νόμιμο τρόπο». «Και αν σου το απαγόρευε», λέει, «τι θα έκαμνες;». «Ε, ότι έκανα και μέχρι τώρα. Δεν το άνοιξα και δεν...». Παίρνει τηλέφωνο τον εισαγγελέα, του λέει: «Αυτό κι αυτό». «Ε ναι», λέει, «τα συνηθισμένα». «Ελεύθερος, φύγε». Για να δεις το πνεύμα της τρομοκρατίας, δηλαδή.
Και τώρα, κουβεντιάζουμε, μπαίνω στην Αλληλεγγύη μέχρι τότες, μέχρι-. Τον Σεπτέμβριο, ξαφνικά, εκεί που ήμουνα βλέπω μπροστά μου δυο ανθρώπους. Τον Αριστείδη Ιωαννίδη, ο οποίος ήταν δεύτερος γραμματέας του κόμματος, από το Ωραιόκαστρο είναι αυτός, και τον καπετάν Αλέκο, τον καπετάνιο του 31ου Συντάγματος. Εντωμεταξύ, έχει αρχίσει να ανεβαίνει το κίνημα. Έχουν γίνει τα γεγονότα στην γραμμή του Λιτοχώρου, έχουν χτυπηθεί, έχει σκοτωθεί ο διοικητής της χωροφυλακής της Βεροίας, έχει αρχίσει, δηλαδή, τσάκα τσάκα. Έρχεται: «Γεια σας». «Γεια σου». «Τι γίνεται, ρε καπετάνιε;» του λέω. Πραγματικά τον καπετάνιο αυτόν τον λάτρευα. Δηλαδή, και στη φωτιά να μου έλεγε θα έπεφτα ευχαρίστως. «Άκου 'δω», λέει, «ήρθαμε για μια δουλειά, η οποία είναι πολύ επικίνδυνη και θέλει πολλή προσοχή. Επειδής πιστεύουμε ότι με την πείρα που έχεις μπορείς να αυτώσεις, τα συγκεντρώνεις και τα δυο αυτά τα χαρίσματα, τώρα ο αγώνας σε καλεί, όχι με τις πράξεις της Αλληλεγγύης, έκανες τι έκανες κι εκεί καλά τα πήγες κι εδώ ακόμη πιο καλά. Ο Αριστείδης σε ξέρει από τότε που ξεκίνησες». Ε, είπε τα λογάκια του κι ο Αριστείδης. «Τώρα έχουμε μια άλλη δουλειά. Θα το σκεφτείς καλά και να μας πεις, αν μπορείς και αν θέλεις. Υποχρεωτικό δεν είναι. Μείνε εκεί που είσαι και κάνε τη δουλειά σου. Την προσφορά σου στον αγώνα τη δίνεις. Το ξέρεις αυτό το πράγμα». Τι είναι αυτά; «Ξέρεις ότι μαζική επιστράτευση δεν κάνουμε. Δηλαδή, πολλοί λένε ότι θέλουν να φύγουν στο βουνό. Δεν τους θέλουμε ακόμα. Άμα έρθει η ώρα, θα τους βρούμε. Τώρα υπάρχει η συγκέντρωση ανθ[02:30:00]ρώπων ποιοτικά που ξέρουμε ότι θα δουλέψουν καλά». «Ναι, αυτό το βλέπω». «Γιατί όλοι φωνάζουν ότι θέλουν να πάνε στο βουνό κι εμείς τους λέμε στοπ, υπομονή, συμφιλίωση. Το κόμμα όμως, είναι καθαρά κομματική δουλειά, δηλαδή το κόμμα έχει ορισμένους ανθρώπους οι οποίοι πρέπει να φύγουν. Κάποιος ο οποίος είναι καταδιωκόμενος, κάποιος που θα τον πιάσουν και θα τον βάλουν φυλακή. Και το κόμμα αποφασίζει να τους στείλει στο βουνό. Η δουλειά είναι μετρημένη, δεν είναι πολλή, αλλά είναι σοβαρή. Εσύ δεν πρόκειται να επιστρατεύσεις κι ούτε σε κανέναν να κάνεις τίποτα. Θα γνωριστείς με τρεις συνδέσμους. Έναν για τη Χαλκιδική, έναν για το Κιλκίς κι έναν μέσω Ασβεστοχωρίου για τη βόρεια Ελλάδα. Αλλά αυτή η δουλειά έχει θάνατο». Είχαν γίνει οι πρώτες εκτελέσεις στον Λαγκαδά τότε. Είχαν γίνει και η εκτέλεση της δασκάλας στα Γιαννιτσά, πώς τη λέγαν -ξεχνάω το όνομά της- «γι’ αυτό δεν στο επιβάλουμε, δεν σε υποχρεώνουμε, αλλά ο αγώνας περνάει στον ένοπλο αγώνα». «Θέλει ρώτημα;» του λέω, «Ό,τι πολυτιμότερο και αυτό υπάρχει». «Εντάξει. Άμα συμφωνείς ωραία». Είπε πέντε λόγια ο Αριστείδης εκεί πέρα. Λέει: «Εγώ», λέει στον Αλέκο, «σε έφερα σε επαφή με τον άνθρωπο, τον οποίον εγγυούμαι απόλυτα» και εντάξει. «Τότε ραντεβού μαζί πια από ΄δώ και πέρα, με κανέναν άλλον». Τότε ο καπετάν Αλέκος είχε αναλάβει την κομματική οργάνωση Θεσσαλονίκης κι επιπλέον τις οργανώσεις των ελασιτών που υπήρχαν, γιατί σε κάθε τόπο είχε δημιουργηθεί μια ψευτοοργάνωση των ελασιτών πριν διαλυθούν και αυτές σε όλη τη Μακεδονία. Έρχονται, με συνδέει με τον πρώτο της Χαλκιδικής. Επειδής από τη Χαλκιδική δεν μπορούσαν σε μια νύχτα να περάσουν και να παν άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη, είναι πολύς ο δρόμος, είχαμε δημιουργήσει κάτι έμπεδα πάνω από τη Θέρμη, μέσα εκεί στο δάσος. Ήρθα. Ο σύνδεσμος ήταν ένας από το Σέδες, ο Μιχάλης ο Σανίδας, ο οποίος είχα επαφή μαζί του εγώ. Αν μου έδινε κάτι ο Αλέκος, ας πούμε, έκλεινα το ραντεβού. Του έλεγα: «Αύριο πότε;». Μου έλεγε, αυτός που μου τον έφερνε, πότε, πού, κλείναμε το ραντεβού, πότε θα μου τον φέρει για να τον δώσω στον Σανίδα τον Μιχάλη. Και πήγαινε στα έμπεδα και από εκεί περνούσε στη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική. Επίσης, έναν άλλο σύνδεσμο, έναν λεβέντη σύνδεσμο, που από τη Θεσσαλονίκη έπαιρνε ανθρώπους που πήγαιναν για το Κιλκίς. Αγιονέρι, Κρυονέρι και πάνω. Από εδώ γίναν πάρα πολλές αποστολές. Κι η Χαλκιδική αρκετές αποστολές. Και, γενικά, κρατούσα το δίκτυο αυτό. Μετέπειτα, ξαφνικά πήραν την απόφαση τον Αλέκο να τον τραβήξουν στο βουνό, γιατί ήταν κι αξιωματικός κι είχε κάνει και καπετάνιος Συντάγματος και ονομάστηκε στρατηγός, υποστράτηγος όπως το έλεγαν. Και με ποιον αντικαταστάθηκε; Αντικαταστάθηκε από τον γραμματέα των Αθηνών. Πριν φύγει, μου τον γνώρισε. Παλιός κομμουνιστής, γραμματέας των Αθηνών μια ζωή ολόκληρη, μέλη του πολιτικού γραφείου και ούτω καθεξής. Μου τον γνώρισε και τη δουλειά αυτή τη συνέχισα Σεπτέμβρη, Οκτώβρη, Νοέμβρη, μέχρι το Δεκέμβρη. Πριν, όμως, από αυτό υπάρχει μια παραπομπή. Όταν έφυγε ο καπετάν Αλέκος για πάνω, για το βουνό και ανέλαβε τη δουλειά ο γραμματέας των Αθηνών, είδες, βασικά πράγματα τα οποία τα ξεχνάω και τον γνώρισα, αυτός με τον Αλέκο είχαμε ραντεβού μια φορά τη βδομάδα, κάθε Παρασκευή μέσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Αυτός επειδής φοβόταν, γι' αυτό έφυγε και από την Αθήνα, γιατί έπρεπε να πάει απάνω και ανέλαβε, έφυγε ο Αλέκος, αντικατέστησε τον Αλέκο σαν γραμματέα της πόλης της Θεσσαλονίκης, χρησιμοποίησε μια γυναίκα ενός συντρόφου. Η οποία ήταν στα Σέρρας, εκείνος έφυγε στο βουνό και η σύντροφος αυτή, τώρα σύντροφος ήταν, φιλενάδα ήταν, δεν ξέρω, η Χρυσούλα η Συνοδινού, η οποία ήταν και έγκυος όταν τη γνώρισα εγώ, μου τη γνωρίσαν εμένα, αντί να έχω το ραντεβού μαζί του να μου δίνει τους ανθρώπους, όπως έκανα με τον Αλέκο, θα μεσολαβούσε η γυναίκα. Ήθελε να ασφαλίσει και τον εαυτό του βέβαια. Επίσης, κι εμένα μου έδωσαν μια κοπέλα από την επιτροπή πόλης, την οποία την ίδια τακτική έπρεπε να ακολουθώ και εγώ. Αυτή την τακτική μου την υπέδειξε ο ίδιος. Κι όταν άνθρωπος του πολιτικού γραφείου σού λέει: «Κάνε αυτό και κάνε εκείνο», συγκατατέθηκα. Κι έτσι και εγώ, ό,τι είχα έστελνα τη γυναίκα. Και την έλεγα: «Με σύνθημα, παρασύνθημα τάδε θα πας εκεί. Από αυτόν θα πάρεις έναν άνθρωπο. Συνεννοηθείτε για πότε». Η κοπέλα ήξερε τον σύνδεσμο, τη σύνδεσα με τον σύνδεσμο. Με τον σύνδεσμο είχαν ένα στέκι που συναντιόνταν, διότι μόλις γυρνούσε από την επιστροφή που πήγαινε μια αποστολή ο σύνδεσμος, γυρνούσε κι έμενε στο στέκι αυτό. Λοιπόν, και η δουλειά πήγε καλά, πολύ καλά ίσα ίσα. Στο τέλος έγινε ένα χτύπημα στην ομάδα αυτή που την είχαμε σαν έμπεδα, ας πούμε, που μέναν μερικές μέρες κι ύστερα έφευγαν για πέρα. Γιατί εδώ ήταν άοπλοι, δεν είχαν όπλα. Έτσι, σαν καταδιωκόμενοι που φιλοξενούνταν σε ένα χωράφι, σε ένα κομμάτι δάσους. Λοιπόν, τελειώσαν. Έγινε ένα χτύπημα. Από το χτύπημα αυτό γλυτώσαν τρεις αντάρτες. Ένας πρώην χωροφύλακας, ο οποίος είχε καταταχθεί, πήγαινε για αντάρτης και άλλοι δυο κι άλλα δυο παιδιά κι άλλη μια κοπέλα η οποία και αυτή ήταν φιλενάδα ανθρώπου, ας πούμε, που ήταν μέσα στο κίνημα και γλυτώσαν. Ο ένας απ’ αυτουνούς ήρθε στο σπίτι του και πήρε και τους άλλους δυο. Φαίνεται ότι η αστυνομία τον γνώρισε. Υποπτεύθηκε κάτι για το σπίτι αυτό, του αντάρτη που φιλοξενούσε και τους άλλους δύο. Φροντίσαν και ήρθαν σε επαφή με τον σύνδεσμο, επειδής ήξεραν ότι είναι από το Σέδες και τον είχαν δει πολλές φορές. Και έρχονται και με βρίσκουν εμένα, με βρίσκει και μου λέει: «Έχουμε τρεις αντάρτες. Δυο άντρες και μια γυναίκα που είναι κρεμασμένοι στο σπίτι ενός αντάρτη. Οι οποίοι ήρθαν», λέει, «επαφή μαζί μου και ζητούν τι να τους κάνουμε». Τον είπα εγώ: «Εδώ χρειάζονται πολλά μέτρα. Και πρόσεχε. Εντάξει», του λέω, «θα σου δώσω τη Μαριγούλα, σου κλείνω ραντεβού με τη Μαριγούλα να πάτε να τους, μάλλον δώσαμε ραντεβού με τη[02:40:00] Μαριγούλα την τάδε μέρα που ήξερε ότι ο σύνδεσμος είναι εδώ να πας να τους πάρεις, να τους δώσεις στη Μαριγούλα, να τους παραδώσεις στη Μαριγούλα και να φύγεις. Δεν έχεις καμιά δουλειά. Από 'κει και πέρα η Μαριγούλα ξέρει τη δουλειά της». Εντάξει, συμφωνήσαμε. Μόλις πήγε να τους πάρει, μπαμ. Περικύκλωση το σπίτι. Τους πιάσαν. Τους αντάρτες τους πήγαν στο τμήμα. Κι αυτόν στο τμήμα Καλαμαριάς, στον Σαμαρτζή, ο οποίος ήταν μεγάλο τομάρι ο διοικητής. Ξύλο, βασανιστήρια και λοιπά, δεν μπόρεσε. Ομολόγησε το ραντεβού με τη Μαριγούλα. Την πιάνουν και τη Μαριγούλα. Αυτά γίνονται σε ώρες, ε; Πάνε στη Μαριγούλα, τη βουτάνε και τη Μαριγούλα. Ξύλο, βασανιστήρια τη Μαριγούλα. Κρατάει η Μαριγούλα, δε μιλάει, δεν ξέρει. «Βρε Μαριγούλα», της λέει, «εμείς στα καλά καθούμενα σε πιάσαμε και ξαφνικά εσύ δε μας λες τίποτα. Ενώ εμείς σου λέμε ορισμένα πράγματα που εσύ τα ήξερες και τα έκανες, γιατί μας τα είπε άλλος. Και να σε παρουσιάσουμε τον άνθρωπο που είστε μαζί». Μόλις τον βλέπει η Μαριγούλα, βλέπει τον σύνδεσμο αυτό τον [Δ.Α.]. Καλός, χρυσός, μόλις τον φέρνουν μπροστά στη Μαριγούλα γυρνάει και τη λέει τη Μαριγούλα: «Εγώ Μαριγούλα, λέει, «τι ήξερα τα είπα κορίτσι μου. Τώρα τι να σου πω, εσύ». Γυρνάει και τον λέει: «Μα, κύριε διοικητά», ήταν και ο διοικητής εκεί πέρα, μαζί και οι άλλοι, «εγώ», λέει, «νέα κοπέλα καθώς πρέπει, αυτόν τον αλήτη από που να τον ξέρω;». «Μαριγούλα, κάτσε καλά. Ξέρουμε περισσότερα πράγματα. Άσε τα λόγια. Θα τα πεις όλα». Την τραβάνε ακόμα ένα μπατσάκι. Εντωμεταξύ η ώρα είχε πάει 11 περίπου. Το κρατητήριο ήταν γεμάτο με κρατουμένους. Μέσα σε αυτό ήταν και οι τρεις αντάρτες. Λοιπόν: «Που να τη βάλουμε τώρα τη Μαριγούλα που είναι γυναίκα;». Λέει ο διοικητής: «Η καρβουναποθήκη δεν έχει ούτε παράθυρα ούτε τίποτα, είναι ντουβάρια. Κλείστε τη μέσα στην καρβουναποθήκη, ας κάτσει εκεί και το πρωί βλέπουμε. Αρχίζουμε από την αρχή». Αλλά όλη τη νύχτα σκοπός χωροφύλακας στην πόρτα. Όλη τη νύχτα σκοπός χωροφύλακας εκεί πέρα. Στις 2 η ώρα η Μαριγούλα χτυπάει μόνη της την πόρτα και λέει: «Πέστε τον κύριο διοικητή», λέει, «να έρθει αμέσως». «Τι τον θες;». Εντωμεταξύ, όλα τα βασανιστήρια της Μαριγούλας και του προηγούμενου ήταν να βρουν ποιος διευθύνει αυτή τη δουλειά, που βρίσκεται. Ζητούσαν τον Νίκο, γιατί όλοι με το ψευδώνυμο Νίκος με ξέραν. Έμεινε από παλιά. «Γιατί;». «Για να σας πάω να πιάστε τον Νίκο. Γιατί άμα ξημερώσει, ούτε εγώ ούτε κανένας μπορεί να τον βρει». Αμέσως τηλέφωνο τον, μόλις πήγε να πλαγιάσει δηλαδή. Μόλις το ακούει τροχάδην με το τζιπ που είχε στη δικαιοδοσία του στο τμήμα. «Ετοιμαστείτε», λέει, «εσείς. Ένα μεγάλο στρατιωτικό αυτοκίνητο και δύναμη χωροφυλακής. Όλο το τμήμα» λέει. Εντωμεταξύ, για μένα, ο μόνος που ήξερε το σπίτι που είμαι ήταν η Μαριγούλα. Κανένας άλλος δεν το ήξερε.
Και γιατί είπε ότι το πρωί δε θα σας βρει κανείς;
Γιατί το πήρε απόφαση να μιλήσει, να μαρτυρήσει. Πέρασε, δηλαδή, είδε τα χάλια της, ας πούμε, την κακοποίησή της και λοιπά, το σώμα μαύρο, τα πόδια δεν ξέρω πώς. Σου λέει: «Γιατί να καταντήσω εγώ έτσι;». Διοικητής, χωροφυλακή. Εγώ κοιμόμουνα μέσα στο σπίτι, δίπλα απ’ το, ήταν ένα σπίτι επάνω στην Ακρόπολη, στην Καμάρα δηλαδή. Όπως πάμε από κάτω για να πάμε απάνω στις φυλακές, ας πούμε, κάνει την στροφή και έρχεται προς τα δω. Περνάμε το Τσαούς Μοναστήρ, στο τέρμα, ο δρόμος αυτός τερματίζει σε μια καμάρα που κατεβαίνεις στον συνοικισμό, είναι ένα καφενείο εκεί κι εκεί είναι το τέρμα των λεωφορείων της συγκοινωνίας. Και το σπίτι ήταν δίπλα. Κάποια στιγμή άκουσα εγώ ένα αυτοκίνητο που σταμάτησε. Λέω: «Άρχισε η συγκοινωνία, πέρασε η ώρα. Πρωί είναι». Και όταν λέμε πρωί, δεν ήταν λιγότερο. Τότε αυτή η δουλειά έγινε στις 2, στις 3. Και ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ξαφνικά ξυπνάω. Με σκουντάνε με το αυτόματο από πάνω κι άλλοι δύο με τα πιστόλια στο χέρι. Τι να πω. Δεν υπήρχε περιθώριο. Αλλά εγώ δεν ήμουν ούτε οπλισμένος καν. «Καλά, ρε παιδιά», λέω, «τι θέλετε;». «Θα τα πούμε» λέει. Έρχονται, με παίρνουν. Εντωμεταξύ, βγαίνοντας, γιατί είχε φράχτη και περίβολο το σπίτι, από εκεί που βγήκα, για να με παν να με βάλουν στο φορτηγό που ήταν οι χωροφύλακες, είχαν κυκλώσει όλο το τετράγωνο. Λοιπόν, παραπέρα ήταν το τζιπ με τον διοικητή. Το μάτι μου πήρε τη Μαριγούλα.
Και έτσι μάθατε;
Μόλις πήρε το μάτι μου τη Μαριγούλα λέω: «Τώρα πάμε κατά διαβόλου». Αυτό γίνεται 3 Δεκέμβρη του ‘46. Από 'κεί ένας από τους μπράβους μ’ έκοψε τα μαλλιά με το μαχαίρι, γιατί ο διοικητής δεν ήταν εκεί. Ήταν οι αξιωματικοί, αλλά... Κατευθείαν στο αστυνομικό τμήμα της Καλαμαριάς που ήταν και οι άλλοι. «Ωραία», λέει, «ποιος, τι και γιατί;». Και σκέψου ότι η Μαριγούλα δόθηκε από την επιτροπή πόλης για να με- από τον γραμματέα της Αθήνας που ήρθε στη Θεσσαλονίκη, δόθηκε στην, από την επιτροπή πόλης σ' εμένα για να με φυλάει, να με τακτοποιεί, ό,τι χρειάζομαι και να μην έρχομαι σ' επαφή με κανέναν, παρά μόνον με τον ίδιο τον γραμματέα που θα μου έδινε συνθήματα, παρασυνθήματα για ανθρώπους που έπρεπε να πάει η Μαριγούλα να τους βρει για να ξεκινήσει. Λοιπόν κι από 'κει και πέρα αρχίζει ένας μήνας βασανιστήρια αστυνομικά, χωροφυλακίστικα της εποχής εκείνης στην Καλαμαριά. Κι ύστερα από αυτό με ζήτησε η ανώτερη αυτή, το 1ο Αστυνομικό Τμήμα, που ήταν ο Παπατσώρης διοικητής. Άλλον έναν μήνα και εκεί με βασανιστήρια και τυραννία. Και αφού τέλειωσε κι αυτός ο μήνας, δηλαδή Ιανουάριος, Δεκέμβριος ήταν ο ένας, και το άλλο ήταν ο Γενάρης ολόκληρος. Ευτυχώς, εδώ που τα λέμε, δηλαδή τι να κάνω εγώ; Δεν μου ζητούσαν και τίποτα άλλο: «Ποιος είναι πάνω από σένα;». Η δε Μαριγούλα τάχθηκε αναφανδόν με την αστυνομία και στο τέλος, ενώ εμείς είχαμε θανατικές, προτάσεις θανάτου, ας πούμε και λοιπά, οι οκτώ και οι άλλοι είχαν ισόβια είκοσι χρόνια, ήταν και κάτι άλλοι, η Μαριγούλα αθώα. Κι έτσι έγινε η σύλληψη.
Μάλιστα.
Αλλά, βέβαια στο διάστημα αυτό ‘45-’46 πολλές φορές πιάστηκα, αλλά είχαμε συνηθίσει. Το πολύ πολύ καμιά φάλαγγα, κάνα αυτό και λέγαμε: «Πέρασε, τελείωσε».
Φοβηθήκατε ποτέ;
Να σου πω. Να πω ότι δε φοβήθηκα θα ήταν ψέμα. Φοβήθηκα σε ορισμένες δουλειές και ορισμένες αποστολές. Και φοβήθηκα σε πράγματα τα οποία, όταν στην περίοδο της κατοχής περνάω μέσα από το α[02:50:00]εροδρόμιο με το πιστόλι και με έναν κουβά εφημερίδες, γιατί μας κλείσαν τον δρόμο και δεν μπορούσαμε να περάσουμε για Χαλκιδική. Και τότε τους εργάτες ένα αυτοκίνητο Γερμανικό τους έπαιρνε από το Ντεπώ για να πάνε να δουλέψουν, αλλά είχαν πασαπόρτι. Ε, τους γνωρίζαν και τους εργάτες και οι σκοποί. Και τι έγινε; Πήγα και εγώ, ανακατεύτηκα με τους εργάτες, βέβαια υπήρχαν και δυο - τρεις άνθρωποι δικοί μου, οι οποίοι με κάλυψαν εκεί πέρα μέσα. «Α περάστε» λέει, πήγαμε, ο καθένας πάει στη δουλειά του. Εντωμεταξύ, στο αυτοκίνητο αυτό που μας μετέφερε, την ίδια ώρα έφευγε από την άλλη πόρτα προς τη Ραιδεστό. Γιατί; Για να πάει να φέρει άμμο ή αμμοχάλικο που κάναν τα μπετά. Και έπαιρνε μαζί του και τρεις εργάτες ή τέσσερις για να φορτώσουν. Στην καρότσα μαζί με αυτούς κι εγώ και βγήκαμε από την άλλη. Αλλά σκέψου τι θα γινόταν, αν οι σκοποί στην είσοδο κάναν λίγο αυστηρότερο έλεγχο. Και τι να το κάνεις τότε το πιστόλι που είχες; Μονάχα για να αυτοκτονήσεις. Διότι αυτός ήταν ο... Ήταν ξεγραμμένο, καθαρά. Αυτοκτονείς για να μην πέσεις στα χέρια του και βασανιστείς και γίνεις αιτία να πεις και πράγματα τα οποία δε θέλεις. Μόνο γι’ αυτόν τον λόγο ήταν. Και πολλά άλλα. Δηλαδή, αυτά τα είπαμε τόσο περιληπτικά που, αν κάτσεις να τα ψειρίσεις λίγο, θέλεις μέρες.
Μάλιστα.
Κι ύστερα έχουμε Επταπύργιο, Γιούρα, φυλακές Αθηνών, εκεί που τώρα έγινε η Διεύθυνση Αστυνομίας, στις φυλακές του Πειραιά και πάλι εδώ και ούτω καθεξής. Μπαλάντζα από ΄δώ εκεί, κάθε τόσο, άμα έκαμνες κάτι, με το παραμικρό πειθαρχική μεταγωγή από εδώ για εκεί ως ταραχοποιό στοιχείο. Τέλος πάντων, πολλά είναι. Οι μαρτυρικές ώρες ήταν πάρα πολλές και, αφού βγήκα, πάλι συνέχισα το κίνημα ξεκινώντας από την Ε.Δ.Α. και στη συνέχεια στον συνδικαλισμό, που κατόρθωσα κι έφτασα στην Αθήνα κι εκείνο που γράφω ήταν όλα τα κύρια άρθρα. Κι ήταν αρκετά βιβλία αυτά τα οποία μοίρασα στους γνωστούς. Και το μικρό βιβλίο που είναι εκεί πέρα είναι η ζωή μου μέχρι την ώρα που πιάστηκα. Λείπει ένα κενό τώρα, ανάμεσα στα δύο αυτά υπάρχει το κενό από τη σύλληψή μου και μετά, μέχρι την αποφυλάκισή μου. Αλλά τώρα ούτε τα μάτια με βοηθούν πολύ και πολύ φοβάμαι ότι και το μυαλό δεν θα με βοηθήσει αρκετά. Αν και αυτά είναι πράματα που δεν ξεχνιόνται και τα θυμάμαι, αλλά αυτό. Λοιπόν.
Κύριε Κώστα, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Παρακαλώ, να είσαι καλά και να έχεις τη δύναμη και το κουράγιο να κάνεις ό,τι μπορείς περισσότερα για το λαουτζίκο αυτόν που υποφέρει. Τίποτα περισσότερο. Και ό,τι βγαίνει από την αντίσταση έξω και κυκλοφορεί στον κόσμο κάνει καλό. Γιατί δίνει κουράγιο και δύναμη και τον κάνει να είναι επιλεκτικός σε όλες τις περιπτώσεις. Τώρα, ό,τι άλλο θέλεις, είμαι στη διάθεσή σου.
Ευχαριστώ πολύ. Έχουμε Τετάρτη 6 Απριλίου, είμαι ο Νεστορίδης Ιάσονας, μαζί μας είναι ο κύριος Πασχαλούδης Κωνσταντίνος και είμαστε στη Χαριλάου, στη Θεσσαλονίκη.
Photos

Βιβλίο: Από δω και πέρα ...
Βιβλίο που έχει γράψει ο αφηγητής για την ...

Βιβλίο: Η ναζιστική τρομ ...
Απόσπασμα βιβλίου με μαρτυρία του αφηγητή ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
«Εντάξει», μου λέει, «να πάμε να φάμε πρώτα και μετά να ξεκινήσουμε». Του λέω: «Καλά, Στέφανε, αλλά εγώ λεφτά δεν έχω». «Έχω εγώ λεφτά», λέει, «μην στεναχωριέσαι. Αρκεί να είναι, να πάμε σ' ένα καλό εστιατόριο να φάμε ανθρώπινα». [...] Εντωμεταξύ, στον δρόμο που πηγαίναμε, μου λέει: «Θα πρέπει να αλλάξουμε και το όνομά σου. Τι όνομα να σε βάλουμε; Να σε βαφτίσω εγώ;», μου λέει. «Ε, να με βαφτίσεις». «Λοιπόν, θα σου βάλουμε το όνομα Νίκος», λέει, «του αρχηγού μας, του Ζαχαριάδη». «Εντάξει». «Από 'δώ και πέρα είσαι Νίκος πια». Ο Κωνσταντίνος Πασχαλούδης, στέλεχος της Αντίστασης στη Θεσσαλονίκη αφηγείται τη ζωή του από τα παιδικά του χρόνια στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή μέχρι και τη σύλληψή του.
Narrators
Κωνσταντίνος Πασχαλούδης
Field Reporters
Ιάσονας Νεστορίδης
Historical Events
Tags
Interview Date
05/04/2022
Duration
175'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
«Εντάξει», μου λέει, «να πάμε να φάμε πρώτα και μετά να ξεκινήσουμε». Του λέω: «Καλά, Στέφανε, αλλά εγώ λεφτά δεν έχω». «Έχω εγώ λεφτά», λέει, «μην στεναχωριέσαι. Αρκεί να είναι, να πάμε σ' ένα καλό εστιατόριο να φάμε ανθρώπινα». [...] Εντωμεταξύ, στον δρόμο που πηγαίναμε, μου λέει: «Θα πρέπει να αλλάξουμε και το όνομά σου. Τι όνομα να σε βάλουμε; Να σε βαφτίσω εγώ;», μου λέει. «Ε, να με βαφτίσεις». «Λοιπόν, θα σου βάλουμε το όνομα Νίκος», λέει, «του αρχηγού μας, του Ζαχαριάδη». «Εντάξει». «Από 'δώ και πέρα είσαι Νίκος πια». Ο Κωνσταντίνος Πασχαλούδης, στέλεχος της Αντίστασης στη Θεσσαλονίκη αφηγείται τη ζωή του από τα παιδικά του χρόνια στην Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή μέχρι και τη σύλληψή του.
Narrators
Κωνσταντίνος Πασχαλούδης
Field Reporters
Ιάσονας Νεστορίδης
Historical Events
Tags
Interview Date
05/04/2022
Duration
175'