Ο Σωτήρης Μάρκου μιλά για τη Viomark, τη μοναδική βιοτεχνία πλεκτών στην Ήπειρο

Τ.Δ.

[00:00:00]Είναι Τετάρτη, 13 Οκτωβρίου του 2021, είμαι με το Σωτήρη Μάρκου, βρισκόμαστε στην Παραμυθιά, εγώ ονομάζομαι Τάνια Δημάκα, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Καλησπέρα Σωτήρη. 

Σ.Μ.

Καλησπέρα, Τάνια.  

Τ.Δ.

Θα ήθελες να ξεκινήσουμε με το να μου πεις γενικά λίγα πράγματα για σένα; 

Σ.Μ.

Πράγματα για μένα... Ok! Με λένε Σωτήρη Μάρκου, είμαι 37, σε 2 μήνες 38, άρα 40...  Τι το σκέφτηκα τώρα...! Παντρεμένος, δύο παιδιά και ο έρωτας της ζωής μου, η Τζοτζο, 6 χρονών και το πιστό μου αντίγραφο, ο Δημήτρης, 2 χρονών. Γυναίκα μου είναι η Ζωή, γεννήθηκε για να με «ταλαιπωρεί» –φυσιολογικά πράγματα, τίποτα περίεργο–, δεύτερης γενιάς βιοτέχνης πλεχτών στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Ανέλαβα την επιχείρηση από τον πατέρα μου μαζί με τις αδερφές μου και η ζωή προχωράει. Κάνω ένα γενικό πλαίσιο, αυτό.

Τ.Δ.

Δώσε μου και ένα για αρχή γενικό πλαίσιο για τη βιοτεχνία σας. 

Σ.Μ.

Λοιπόν, ο πατέρας μου ήτανε στη Γερμανία και δούλευε σε εργαστάσιο, όπως νομίζω το 80% των ανθρώπων εδώ πέρα στην περιοχή μας. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή δεν του άρεσε αυτή η ζωή και γύρισε στην Ελλάδα, όπου συνέχισε να δουλεύει σε κάποιο εργοστάσιο, αλλά ήταν στη φύση του, δεν ξέρω, δεν του ήταν αρκετό. Ήταν και η εποχή που τους σύμφερε να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας, δεν είναι όπως σήμερα, δηλαδή τότε ήθελες να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας, όχι να είσαι υπάλληλος κάπου. Τώρα έχουν αλλάξει λίγο τα πράγματα. Οπότε ξεκίνησε δειλά-δειλά με μία χειροκίνητη μηχανή, καθώς η μητέρα μου, μόλις είχε γεννήσει τις αδερφές μου, δίδυμες, και δεν μπορούσε να δουλέψει. Και αποφασίσανε ότι η δουλειά που θα πρέπει να κάνει θα πρέπει να είναι στο σπίτι, τέλος πάντων, για να μπορεί και να βοηθήσει οικονομικά. Και τι έκανε; Είχε πάρει μία χειροκίνητη μηχανή, κάθε μέρα ο πατέρας μου πήγαινε και έπαιρνε έναν κώνο μαλλί. Περπατούσε από το εργοστάσιο που δούλευε στο Παγκράτι και πήγαινε στο Σύνταγμα, έπαιρνε ένα ή δύο κώνους μαλλί, αναλόγως τι λεφτά είχε, γύρναγε στη μητέρα μου και έφτιαχνε μία ή δύο μπλούζες, αναλόγως πόσους κώνους μαλλί είχαν. Αυτές τις μπλούζες τις έπαιρνε ο πατέρας μου και πήγαινε στο εργοστάσιο, όπου ήταν ένα εργοστάσιο που έβγαζε εξαρτήματα για το στρατό, και τα πουλούσε στους συναδέλφους. Το ένα έφερνε το άλλο, μετά αρχίζανε και κάνανε παραγγελίες για τις γυναίκες τους, για τα παιδιά τους, για τους γονείς τους οι άλλοι συνάδελφοι και οπότε κάποια στιγμή η παραγωγή αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό που, έπρεπε να γίνει κάτι. Το κάτι αυτό ήταν να πάρουν άτομο για βοήθεια και μεγαλύτερη μηχανή. Τέλος πάντων, το ένα έφερε τ’ άλλο και κατέληξε έφυγε από τη δουλειά που ήτανε, πήρε μία μεγάλη πλεκτομηχανή, μετά πήρε μία δεύτερη, μετά πήρε μία τρίτη και κάποια στιγμή εκεί γύρω στο 1984, μάλλον λόγω επιτυχίας στις δουλειές, είχε βγει έξω με έναν θείο μου και είχε πάει στη Συγγρού, όπου –αυτό είναι αληθινή ιστορία, έτσι;–, όπου στη Συγγρού τότε ήταν το εργοστάσιο της Συγγρού-Φιξ, της μπύρας, και από κάτω είχε… σαν μπαρ, να το πω έτσι, αλλά της εποχής. Και ήπιε πέντε-έξι-δέκα μπύρες παραπάνω και βγήκα εγώ εκείνη την ημέρα! Είμαι αποτέλεσμα της Συγγρού Φιξ... όπως μου έχουνε πει. Ναι, αλήθεια! Καθώς οι δικοί μου είχανε κάνει τις αδερφές μου, δίδυμες, 13 χρόνια πριν από μένα, προσπαθήσαν για τρίτο παιδί, δεν τα κατάφεραν και το είχαν αφήσει ότι θα είναι με τις αδερφές μου και απλά εγώ βγήκα μέσω της μπύρας. Γι’ αυτό κάτι δεν πάει καλά, υποθέτω, μ’ εμένα…! Μόλις γεννήθηκα εγώ, λοιπόν, αποφάσισε ο πατέρας μου και υπήρχε ένα πρόγραμμα τότε στην Αθήνα, αποκέντρωσης, όπου αν έπαιρνες την επιχείρησή σου και την πήγαινες στην επαρχία, σε πριμοδοτούσε το κράτος κάποια χρήματα, μεταφορικά, έξοδα κτλ. Και ήταν μια καλή ευκαιρία, γιατί ήθελαν όλοι να γυρίσουνε Παραμυθιά και να μεγαλώσω εγώ, που μόλις είχα γεννηθεί, Παραμυθιά και επιστρέψαν στην Παραμυθιά. Φτιάξανε τη βιοτεχνία εδώ, συνεχίστηκε, εξελίχθηκε, μεγαλώσαμε, φτιάξανε το σπίτι μας εδώ και είμαστε βιοτέχνες πλεχτών στην Παραμυθιά. Μετά από πολλά χρόνια ο πατέρας μου βγήκε στη σύνταξη και εγώ και οι αδερφές μου συνεχίσαμε την επιχείρηση μέχρι και σήμερα και ας ελπίσουμε να πάει, για να βγούμε εμείς σύνταξη, δεν ξέρω, κάτι τέτοιο. Λίγο-πολύ αυτό. 

Τ.Δ.

Θα ήθελες να μου μιλήσεις για αυτή τη βιοτεχνία κι ό,τι δημιουργήθηκε τότε, μέσα από τα μάτια του παιδιού που ήσουν; Να μου πεις κάποιες παιδικές αναμνήσεις, κάποια περιστατικά ως παιδί, αν θυμάσαι κάποια;  

Σ.Μ.

Ναι, κοίτα, εγώ πρακτικά γεννήθηκα μέσα σε μια βιοτεχνία, δηλαδή τα νανουρίσματά μου ήταν με τις μηχανές που δούλευαν... Εκεί με τάιζαν, εκεί κοιμόμουνα, εκεί… Και μεγαλώνοντας, όσο πέρναγε ο καιρός δηλαδή, όλα είχανε να κάνουνε με τη βιοτεχνία. Με έβαζαν –και καλά «με έβαζαν», δε μ’ έβαζαν–, έμπαινα στη διαδικασία και ήθελα να δουλέψω 3 χρόνων, απλά να κάνω κι εγώ κάτι, οπότε με έβαζαν να ξηλώνω πράγματα, με έβαζαν να κάνω πράγματα μόνο και μόνο για να νιώθω ότι βρίσκομαι εκεί πέρα... Έχω φωτογραφίες άπειρες, οι περισσότερες παιδικές μου φωτογραφίες, βασικά, είναι που είμαι στη βιοτεχνία μέσα, στις μηχανές. Όχι, εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι έχω περίεργες καταστάσεις, μπορώ να πω δύο χαρακτηριστικά περιστατικά που θυμάμαι: Το ένα ήτανε κάτι το οποίο ήταν ψιλομόνιμο. Λόγω φόρτου εργασίας, με ξεχνάγανε στον παιδικό. Ναι, και κοίτα να δεις πώς γίνεται τώρα… Οι δικοί μου δούλευαν στη βιοτεχνία και οι αδερφές μου, που τότε, όταν ήμουνα εγώ παιδικό σταθμό, αυτές ήταν στο Λύκειο, κάθε μέρα κάποιος από όλους έπρεπε να με πάρει. Υπήρχε, όμως, περίπτωση να γίνει παρεξήγηση, οπότε εγώ καθόμουν και όπως όλα τα άλλα υπόλοιπα παιδάκια φεύγανε 13.00 η ώρα, εγώ καθόμουν, ερχόταν 13.30-14.00 η ώρα περίπου –ξέρω γω– και έφευγαν και οι κυρίες, οι νηπιαγωγοί, και έμενα με τη μαγείρισσα, την κα. Ελευθερία, οι δυο μας, και πέρναγε κάποια στιγμή η αδερφή μου η μία και έλεγα: «Να η αδερφή μου» και μετά πέρναγε και η άλλη και έλεγα: «Να και η άλλη αδερφή μου» και κάποια στιγμή πέρναγε και η μητέρα μου και έλεγα: «Να κι η μαμά μου» και στο τέλος πέρναγε και ο πατέρας μου κι εγώ έλεγα: «Να ο μπαμπάς μου» και στο τέλος, κάποιος ερχόταν τρέχοντας πίσω να με πάρει, γιατί καταλάβαιναν όλοι ότι δε μ’ έχει πάρει κανένας! Δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχε τίποτα, η κα. Ελευθερία να ‘ναι καλά, ακόμα και όταν μεγάλωσα δηλαδή και την έβρισκα, πάντα το θυμόταν ότι πάντα μέναμε μαζί τελευταίοι γι’ αυτό το λόγο. Λόγω φόρτου εργασίας, κάπως δε γινόταν μια συνεννόηση και… Νομίζω ότι με είχανε λίγο σαν μασκότ σ’ αυτή την ιστορία, επειδή ήμουνα πιτσιρίκι και πάντα ήμουνα μπλεγμένος, όλοι οι πελάτες με ξέρανε, μ’ είχαν μικρό, ο πατέρας μου με έπαιρνε συνέχεια στους προμηθευτές, όταν πηγαίναμε για κάποιο μηχάνημα, για ανοίγματα, πάντα ήταν ένας πιτσιρικάς, είχα και πολύ ξανθό, έτσι έντονο μαλλί τότε και με είχανε έτσι σαν μασκότ, με ξέρανε από μικρό όλοι. Θυμάμαι μια φορά έχει γίνει ένα… ένα παζάρι στην –τώρα, ή στην Άρτα–, στην Άρτα ήτανε, όπου είχε αποφασίσει ο πατέρας μου να φτιάξει ένα τεράστιο πλεχτό. Όταν λέμε τεράστιο, ήτανε… σίγουρα τέσσερις-πέντε ενήλικες χωρούσαν μέσα. Ήταν τεράστιο, το σηκώναμε σαν μικρό γερανό, έτσι για να καταλάβεις πώς ήταν. Λοιπόν, το οποίο το είχαμε απ’ έξω από την παράγκα μόνο και μόνο για να τραβάει τον κόσμο. Εφετζίδικο, επιθετικό μάρκετινγκ της εποχής. Αυτό είχε μία σκάλα από κάτω, φαντάσου πόσο ψηλό ήτανε και με ανέβαζαν εμένα και ανέβαινα επάνω, πέρναγα το κεφάλι από το λαιμό και φαινόταν ένα μικρό κεφαλάκι και αυτό το τεράστιο πλεχτό. Ε, και όλος ο κόσμος ερχόταν, ήμουνα ατραξιόν, ας πούμε, στην υπόθεση. Καλά, μετά έπιαναν δουλειά και με ξεχνάγανε εκεί πάνω, αλλά τέλος πάντων, κάπως έτσι πήγαινε η κατάσταση. Ναι, έχω μεγαλώσει σε αυτή τη βιοτεχνία –και οι αδερφές μου, προφανώς–, αυτό ξέρουμε να κάνουμε και αυτό κάνουμε. Δηλαδή ο ήχος στις μηχανές μάς είναι κάτι σαν μονιμότητα εμάς, δεν ξέρω, είναι πολύ περίεργο, αλλά έτσι το έχουμε. Όλα καλά!

Τ.Δ.

Πώς ήτανε τότε αυτή η βιοτεχνία; Πώς θα την περιέγραφες; 

Σ.Μ.

Σίγουρα πιο κερδοφόρα σε σχέση με το σήμερα…! Όταν για την εποχή που μιλάμε τώρα, ειδικά από το ‘80, τη δεκαετία του ‘80 και τη δεκαετία του ‘90, η Ελλάδα ήταν το κέντρο της Ευρώπης σε πολλά πράγματα, κυρίως στο πλεχτό, ήμασταν η χώρα με τις περισσότερες εξαγωγές πλεχτού, μάλλινου ρούχου στην Ευρώπη∙ όλες οι εταιρείες που είχανε μηχανές είχανε αντιπροσωπείες μεγάλες εδώ πέρα, πολλούς αντιπρόσωπους, μπορώ να πω ότι ναι, ήτανε πάρα πολύ καλά τα πράγματα τότε, πολλή εξαγωγή, τέλος πάντων, σε πλεχτό. Δηλαδή φαντάσου ότι ήταν βιοτεχνίες τόσο μεγάλες, που δεν ασχολούντουσαν με το εσωτερικό κοινό και κάναν μόνο εξαγωγές. Ήταν πάρα πολύ καλό το ελληνικό πλεχτό –και παραμένει, βασικά. Το κακό είναι ότι… το καλό τότε ήταν ότι το πλεχτό άξιζε τα λεφτά του. Το πλεχτό, σαν ρούχο, σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα, έχει πολλές τεχνικές δυσκολίες στο να κατασκευαστεί. Γιατί πρέπει να πάρεις έναν κώνο, που έχει το μαλλί, και αυτό μέσα από μια διαδικασία, από ένα πολύ μεγάλο μηχάνημα και πολλούς ανθρώπους, να το κάνεις ρούχο. Σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα σταθερά υφάσματα, που είναι τα παντελόνια, οι μπλούζες, τα εσώρουχα, οι πιτζάμες, φόρμες, όλα, αυτά είναι πολύ πιο εύκολα, γιατί δεν παρεμβάλλεται μεγάλο μηχάνημα. Παίρνεται το τόπι το ύφασμα, κόβεται, ράβεται, γίνεται ρούχο. Στη δικιά μας περίπτωση θα πρέπει το νήμα, ο κώνος με το νήμα, τέλος πάντων, να περάσει μέσα από ένα μηχάνημα και να γίνει ρούχο. Αυτό το μηχάνημα κοστίζει πάρα πολλά λεφτά και επίσης, αυτό το μηχάνημα χαλάει και οι ζημιές που είναι πολύ μεγάλες. [00:10:00]Και όλη η διαδικασία του πλεχτού στο να γίνει ρούχο σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα ρούχα κρατάει πολύ περισσότερο και έχει πολύ μεγαλύτερο κοστολόγιο εργατικά. Τα παλιότερα χρόνια, όμως, οι τιμές που πούλαγες και οι τιμές που αγόραζε ο κόσμος ήτανε πολύ πιο μεγάλες, οπότε άξιζε τον κόπο, υπήρχε το ανάλογο κέρδος. Δουλεύεις περισσότερο, επενδύεις περισσότερο, κερδίζεις περισσότερο. Αυτό, περνώντας τα χρόνια, λόγω του γεγονότος ότι βγήκανε… για δύο λόγους πιστεύω: Ο πρώτος είναι ότι έχει αλλάξει πάρα πολύ ο καιρός, δεν έχουμε το κρύο που είχαμε, δεν έχουμε τις θερμοκρασίες που είχαμε. Ο χειμώνας πλέον έχει γίνει τρίμηνος, δεν είναι το εξάμηνος, εφτάμηνος που είχαμε και το πλεχτό θέλει κρύο. Το δεύτερο κομμάτι είναι ότι βρέθηκαν πάρα, πάρα πολλά υφάσματα, τα οποία πλέον είναι από μόνα τους χοντρά, οπότε αντικαθιστούν το πλεχτό, ως πιο φθηνές επιλογές. Και τώρα που το σκέφτομαι, και ένα τρίτο κόμματι, ότι ήρθανε υπερβολικά πολλά πλεχτά πολύ χαμηλής, πολύ χαμηλής αξίας και ποιότητας από το εξωτερικό, Κίνα, Τουρκία κτλ., οπότε ρίξανε αυτομάτως και τις τιμές και τα πάντα, τέλος πάντων. Τα χρόνια που ξεκίνησε ο πατέρας μου τη βιοτεχνία ήταν πολύ καλά. Ναι μεν υπήρχε κούραση, ναι μεν υπήρχε δουλειά αρκετή, υπήρχαν χαμένα λεφτά και τότε, πάντα χανόντουσαν λεφτά από ανθρώπους, αλλά άξιζε τον κόπο, γιατί το κέρδος ήταν πολύ καλό. Πουλούσες ένα πλεχτό, κουραζόσουν να το βγάλεις, αλλά τα λεφτά που έπαιρνες όταν το πουλούσες ήταν αρκετά να σε ικανοποιούν για να συνεχίσεις. Ήταν μία εποχή που ό,τι και να βγάζανε, όποιος και να έβγαζε, ό,τι και να έβγαζε, πούλαγε, δηλαδή πραγματικά πούλαγαν όλοι...  Δεν είμαι σίγουρος, αλλά έχω την αίσθηση, δεν πέφτω έξω πολύ σε αυτό τον αριθμό, ότι για τη δεκαετία του ‘90 υπήρχανε δέκα χιλιάδες διαφορετικές βιοτεχνίες πλεχτών στην Ελλάδα. Μόνο στην Ήπειρο υπήρχαν καταγεγραμμένες πάνω από χίλιες. Μόνο στο Νομό Ιωαννίνων ήταν το 70%, μικρές-μεγάλες… Το 2005-2006 έγινε μία καταμέτρηση από το επιμελητήριο… Ήτανε, ναι, το 2004-2005 έγινε μία καταμέτρηση από το επιμελητήριο και βρήκανε, μετρήσανε ενεργές 4,5 χιλιάδες βιοτεχνίες πλεχτών στην Ελλάδα. Περίοδος Ολυμπιακών Αγώνων, περίοδος που όλοι οι Έλληνες είχαν λεφτά, δεν ξέρω, είχε μπει το ευρώ και γινότανε χαμός... Πόσες βιοτεχνίες ενεργές έχουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα; Λιγότερες από δέκα... Πόσες βιοτεχνίες ενεργές είναι σε όλη την Ήπειρο; Μία… ο υποφαινόμενος... Αν και ακούγομαι τώρα, δεν ξέρω αν είναι το σωστό αυτό. Λοιπόν, μία, μόνο μία, σε ολόκληρη την Ήπειρο υπάρχει μόνο μία βιοτεχνία πλεχτών. Εάν υπήρχε μόνο μία βιοτεχνία πλεχτών και βγάζαμε τρελά κέρδη, θα έλεγα: «Όλα καλά», αλλά ήμασταν όλοι πολύ καλύτερα όταν υπήρχαν πολλές βιοτεχνίες πλεχτών. Για παράδειγμα, στο παζάρι μας στο Λάμποβο, στο δικό μας, τέλος πάντων, εδώ πέρα, υπήρχε μία εποχή όπου ήτανε δέκα διαφορετικοί βιοτέχνες –όχι έμποροι, βιοτέχνες–, φέρναν τα δικά τους πλεχτά. Μιλάμε συνολικά πρέπει να ‘μασταν σαράντα με πενήντα παράγκες που πουλάγαμε πλεχτά, ανδρικά, γυναικεία, πιο μοντέρνα κάποιος, πιο κλασικά κάποιος άλλος, δουλεύαμε όλοι και δουλεύαμε όλοι πάρα πολύ καλά κι ήμαστε όλοι μία παρέα, όλοι γνωστοί, πολλές φορές ήμασταν και απέναντι-απέναντι. Δηλαδή τώρα, τα τελευταία χρόνια, έχω μείνει μόνος μου και δεν κάνω ούτε το 1/3 του τζίρου που γινόταν τότε. Κάπως έτσι... Ήτανε καλές εποχές… αυτά –τώρα εγώ ήμουνα πολύ μικρός–, ήταν καλές εποχές βλέποντας το και ακούγοντας το από ιστορίες από τους δικούς μου: Υπήρχε κούραση, υπήρχε πολλή δουλειά, αλλά υπήρχε η ανταπόκριση η σωστή. Έχει σταματήσει αυτό τώρα... Αυτά.

Τ.Δ.

Ωραία, μήπως θυμάσαι την πρώτη φορά που παρασκεύασες εσύ ο ίδιος το πρώτο σου πλεχτό; 

Σ.Μ.

Δεν πάει ακριβώς έτσι, αλλά θα σου εξηγήσω τι εννοώ: Δεν… δεν μπορείς να πεις ότι παρασκευάζω το πρώτο μου πλεχτό, γιατί είναι μία διαδικασία το πλεχτό… Αποφασίζουμε να βγάλουμε ένα ανδρικό ρούχο, οπότε αποφασίζουμε αυτό το ανδρικό ρούχο να έχει το x σχέδιο, να έχει, ας πούμε, ρόμβους. Και μετά αποφασίζουμε τι χρώμα θα το βγάλουμε. Πρώτα το δείγμα, οπότε πρέπει να βγάλουμε ένα ολοκληρωμένο πλεχτό, το λεγόμενο δείγμα, που θα επιλέξουμε ένα χρώμα, και μετά θα βγάλουμε χρωματολόγιο, τι άλλα χρώματα το πουλάμε. Αποφασίζουμε τι λαιμό: θα είναι λαιμόκοψη, θα είναι ζιβάγκο, θα είναι γιακαδάκι, θα είναι λουπέτο, θα είναι οτιδήποτε... Αφού γίνει όλο αυτό το κομμάτι, τότε μπαίνει στη μηχανή, γράφεται σε έναν υπολογιστή, το συγκεκριμένο σχέδιο μπαίνει στη μηχανή και βγαίνει. Στο περίπου, για να απαντήσω την ερώτησή σου, το πρώτο πλεχτό που θυμάμαι ήταν εκεί γύρω στο 2002-2003, όπου είχαμε βγάλει μία ζακέτα με την αδερφή μου, την οποία την είχα δει σε μία ταινία, σε DVD, και την είδα και μου άρεσε. Κι έκανα pause το DVD και είχα μία Olympus κάμερα, γιατί δεν υπήρχαν κινητά με κάμερα, και προσπάθησα να βγάλω απ’ την τηλεόραση φωτογραφία στην κάμερα, τη φωτογραφία όσο πιο καλά μπορούσα, τέλος πάντων, για να μπορέσω να τη δείξω, για να μπορέσουμε να βγάλουμε το σχέδιο. Τέλος πάντων, πέρασε από χίλια κύματα, αλλά βγήκε. Και η αλήθεια είναι ότι ήταν πολύ ωραίο το συναίσθημα όταν την είδα, αφού είχε φτιαχτεί, αφού είχε πουληθεί στα καταστήματα, να τη φοράει ο τελικός καταναλωτής, δηλαδή μια κυρία που την είδα μπροστά μου να τη φοράει… Ήταν πολύ ωραίο, γιατί απλά είδες και λες ότι: «Ωπ, εγώ το ‘φτιαξα αυτό, πολύ ωραίο!». Τότε περίπου…

Τ.Δ.

Τον πρώτο καιρό που ανέλαβες, που μπήκες στο χώρο της επιχείρησης για να δουλέψεις… πώς ήτανε; Τι ακριβώς έκανες; 

Σ.Μ.

Εμένα η επαγγελματική μου δραστηριότητα χωρίζεται σε δύο χρονικές περιόδους: Η μία είναι το 2002. Τελείωσα το λύκειο, πέρασα Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Αθήνα, οπότε από την επόμενη χρονιά –ήταν συνεννοημένο– ξεκίνησα να δειγματίζω, ανέλαβα το δειγματολόγιο, ένα κομμάτι, τέλος πάντων, του δειγματολογίου που είχαμε σαν βιοτεχνία. Παρένθεση εδώ, για να σου εξηγήσω πώς λειτουργεί η όλη κατάσταση: Όταν βγάζουμε, όταν έρχεται η ώρα να βγάλουμε δείγματα, βγάζουμε δείγματα μάλλον, Φλεβάρη-Μάρτη-Απρίλη περίπου διαρκεί αυτή η κατάσταση, και όταν είναι έτοιμο όλο το δειγματολόγιο, που έχει μία σειρά από δείγματα, γυναικεία, αντρικά, διαφορετικά χρώματα, νούμερα κτλ., τα παίρνει ο αντιπρόσωπος –στην προκειμένη ήμουν εγώ και είχαμε κι άλλους αντιπροσώπους– και πηγαίναμε από κατάστημα σε κατάστημα, στους πελάτες μας, ή ψάχναμε καινούριους πελάτες, τους τα δείχναμε και παίρναμε παραγγελίες. Αυτή είναι η γενική διαδικασία. Το 2002, λοιπόν, όταν πήγα στην Αθήνα, ξεκίνησα τις σπουδές, από την επόμενη χρονιά δηλαδή, αφού ήμουνα πρωτοετής, είχαμε αποφασίσει ότι θα ξεκινήσω εγώ με την αδερφή μου σιγά-σιγά να φτιάχνουμε ένα δειγματολόγιο δικό μας, γιατί θέλαμε να μπούμε και σε λίγο πιο καινούρια μαγαζιά και σε λίγο πιο νέους ανθρώπους απ’ ό,τι είχε μείνει ο πατέρας μου στο πιο παλιό κομμάτι. Οπότε το κομμάτι… τη δεκαετία δηλαδή του 2000-2010, την πέρασα πρακτικά σαν αντιπρόσωπος. Δειγμάτιζα τους πελάτες, έπαιρνα παραγγελίες, το καλοκαίρι ήμουνα και στην παραγωγή, όπου έβγαιναν τα ρούχα, μετά, το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη, είχαμε τις παραδόσεις των ρούχων, που ξεκίναγε η σεζόν για χειμώνα, και φυσικά, το Λάμποβό μας εδώ πέρα, που δούλευα εδώ, και φτου κι απ’ την αρχή, συνεχιζόταν όλο αυτό το πράγμα.  Προφανώς, στο ενδιάμεσο τελείωσα τη σχολή μου, πήγα στρατό κτλ., οπότε αυτά γινόντουσαν διαλείμματα.  Το δεύτερο κομμάτι ήταν το 2009, όταν ο πατέρας μου βγήκε στη σύνταξη, όπου το 2008 μάς είπε ότι την επόμενη χρονιά θα βγει στη σύνταξη, μας ρώτησε εμένα και τις αδερφές μου αν θα συνεχίσουμε την επιχείρηση, είπαμε: «Ναι», γιατί ήδη ήμασταν μέσα και ήδη δουλεύαμε, και μετά εκεί ξεκίνησε το κομμάτι του να σταματάς να είσαι υπάλληλος και ν’ αρχίζεις να είσαι το αφεντικό ή τουλάχιστον συνέταιρος, γιατί είμαστε τρεις, δεν είμαι μόνος μου. Το κακό μ’ εμάς είναι ότι αυτό το κομμάτι συνέβη στη χειρότερη περίοδο της Ελλάδας… Δηλαδή θυμάμαι ότι χαρακτηριστικά είχαμε συμφωνήσει με τον πατέρα μου ότι το 2009, ενώ είχε γίνει μεταβίβαση της επιχείρησης, για 1 χρόνο θα δουλεύουμε παράλληλα, δηλαδή για να γίνει σωστά μία μεταβίβαση, όχι στα οικονομικά, στο οικονομικό κομμάτι, αλλά στα πρακτικά θέματα, στη λήψη αποφάσεων, στο πώς θα πρέπει να λειτουργεί μία επιχείρηση, δεν μπορείς απ’ τη μία μέρα στην άλλη να το κάνεις, θα πρέπει να έχεις αυτόν που το ‘κανε πριν να σ’ το δείχνει παράλληλα και να το κάνετε παράλληλα. Οπότε για όλο το 2009 περάσαμε πρακτικά με τον πατέρα μου τη χρονιά να μου δείχνει και να προσπαθεί να με μάθει να το αντιμετωπίσω όσο καλύτερα μπορώ το όλο κομμάτι, το «Είσαι αφεντικό τώρα, δεν είσαι υπάλληλος», είναι μεγάλη διαφορά! Είναι –μία μικρή παρένθεση–, είναι πάρα πολλοί άνθρωποι οι οποίοι δουλεύουν για πολλά χρόνια, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έχω δουλέψει εγώ πριν αναλάβω, και νομίζουνε, έχουν την αίσθηση ότι, αν πάνε να κάνουνε μία δικιά τους επιχείρηση, επειδή δουλεύανε πολλά χρόνια, αυτομάτως αυτό τους κάνει επιτυχημένους... Λάθος! Το να δουλεύεις σαν υπάλληλος, όσο καλός υπάλληλος και να είσαι, όσα χρόνια και να δουλεύεις, όσες διαφορετικές δουλειές και να κάνεις, με το να είσαι ο ίδιος αφεντικό, είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Δε λέω ότι δεν μπορεί ο ένας να κάνει το άλλο, λέω ότι είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα και δεν πρέπει να έχεις την αίσθηση ότι μπορείς να τα καταφέρεις, επειδή απλά δούλευες. [00:20:00]Είναι άλλο κομμάτι, παίζεις περισσότερο με την ψυχολογία και με το μυαλό και όχι με το σώμα, πολύ περισσότερο! Είναι πολύ δύσκολο, εκεί θέλω να καταλήξω. Το κακό στην περίπτωσή μας είναι ότι αφού πέρασε το 2009 και ήρθε το 2010, που ήρθε η ώρα πρακτικά εγώ με τις αδερφές μου να αναλάβουμε την επιχείρηση και πρακτικά και κανονικά, μνημόνιο 1, μνημόνιο 2, μνημόνιο 3, μνημόνιο 4... και περάσαμε 1 δεκαετία πάρα, πάρα πολύ δύσκολη, δυστυχώς. Ήταν η χειρότερη δεκαετία της Ελλάδας σε οικονομικά δεδομένα σε σχέση με τις επιχειρήσεις, σε σχέση με τις δουλειές και με όλο τον κόσμο και έτυχε να πέσει πάνω σ’ εμάς αυτό το πράγμα, δεν προλάβαμε δηλαδή να ζήσουμε μία καλή δεκαετία σαν αφεντικά… Δεν πειράζει, τα καταφέραμε, είμαστε εδώ. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι… το αστείο της υπόθεσης είναι ότι περνώντας τα χρόνια, περάσαμε από διάφορες δυσκολίες, δηλαδή, αν θυμάμαι καλά ότι το 2015 –χαρακτηριστικό, δε νομίζω να έχω φοβηθεί περισσότερο στη ζωή μου σε… επαγγελματικά τουλάχιστον–, το 2015, στις 18 Μαΐου, γεννήθηκε η κόρη μου, η Ιωάννα. Λοιπόν, είμαι στο νοσοκομείο, γεννήθηκε η Ιωάννα, βγήκαμε από το νοσοκομείο, μπήκε μέσα γιατί είχε ίκτερο, καθίσαμε 10 μέρες στην εντατική, βγήκε πάλι και με το που βγήκε και επιστρέψαμε στο σπίτι μετά από 15 μέρες, έπρεπε να φύγω να πάω για δειγματισμό. Όσο διαρκούσε αυτή η κατάσταση, επειδή ο δειγματισμός διαρκεί πάρα πολύ και μπορεί να πάρει μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, αλλά οι παραγγελίες των νημάτων που κάνουμε είναι… πρέπει να έρθουνε πιο πριν, πρακτικά δηλαδή μία βιοτεχνία θα πρέπει να έχει τις πρώτες ύλες πριν –τουλάχιστον ένα κομμάτι–, πριν αρχίσει και πάρει παραγγελίες, οπότε εγώ τις παραγγελίες τις είχα κάνει ήδη και είχα στείλει ήδη επιταγές. Θυμάμαι χαρακτηριστικά για 40.000 ευρώ, όπου, όταν τις έστειλα τις επιταγές, θυμάμαι ότι είχα, τις κράταγα, ήτανε τέσσερις διαφορετικές επιταγές, τις κράταγα κι έχω βγάλει μια φωτογραφία, θα προσπαθήσω να τη βρω αυτή η φωτογραφία, είναι πολύ ωραία, είναι σημαδιακή. Και τις έχουμε στείλει, τέλος πάντων, έχουμε παραγγείλει τα νήματα, έχει γεννηθεί η κόρη μου, έχουν περάσει 5 μέρες και φεύγω να δειγματίσω. Έχω κλείσει τα ραντεβού, εκείνη την περίοδο δίναμε σε εβδομήντα-ογδόντα καταστήματα περίπου. Οπότε έχω ξεκινήσει και έχω κλείσει ραντεβού τους πρώτους τριάντα-σαράντα σίγουρα και όπως πέρναγε ο καιρός, συνέχιζα τα υπόλοιπα. Φτάνω στην Αθήνα Τρίτη βράδυ, Τετάρτη κάνω δειγματισμούς, Πέμπτη κάνω δειγματισμούς, Παρασκευή κάνω δειγματισμούς. Παρασκευή βγαίνει ο τότε πρωθυπουργός μας, ο κ. Τσίπρας, και λέει ότι: «Θα κάνουμε δημοψήφισμα», το βράδυ. Είμαι στην Αθήνα το βράδυ, λοιπόν, την Παρασκευή, του ’15, και γίνεται ένας χαμός: Τρέχουνε στα ATM να βγάλουν λεφτά, στα βενζινάδικα ουρές… σουρεάλ κατάσταση, νομίζω ότι βλέπω ταινία, δεν ξέρω τι γίνεται, αλήθεια, γίνεται χαμός. Την επόμενη μέρα το πρωί ξυπνάω, παίρνω τον πρώτο πελάτη που είχα κανονίσει να πάω ραντεβού για δειγματισμό και γελάει! Μου λέει: «Μιλάς σοβαρά; Τι με πήρες τηλέφωνο;», δηλαδή ήρθε το τέλος, κάπως έτσι... Οπότε συνεχίζω και παίρνω τηλέφωνα... και το ένα άκυρο είναι μετά το άλλο... Κάποια στιγμή, στα δεκαπέντε-είκοσι άκυρα –άκυρα: «Όχι, Σωτήρη», «Όχι», «Όχι». Άλλοι γελάγαν μαζί μου, άλλοι μου μιλούσαν ευγενικά, αλλά το σίγουρο είναι ότι δε θα έβλεπε κανένας ρούχα. Έχω πάρει ήδη τα νήματα, έτσι; Έχω χρεωθεί ήδη γι’ αυτή την ιστορία... Οπότε όλα όχι–, μες στην απελπισία μου: «Δεν μπορώ να κάνω κάτι, θα επιστρέψω πίσω», οπότε τα μαζεύω τα δείγματά μου τα ωραία και επιστρέφω, ξεκινάω να γυρίσω στην Παραμυθιά. Όλα αυτά τα χρόνια, όλα τα θέματα που προέκυψαν, ειδικά με τα μνημόνια και τις διαδηλώσεις και τα επεισόδια και ό,τι μας προέκυψε και τη Χρυσή Αυγή, που εμείς δεν το βιώναμε αυτό το πράγμα που βιώνανε στην Αθήνα, όλα αυτά τα πράγματα στην Παραμυθιά τα περνάγαμε πολύ πιο light, πολύ πιο ήρεμα. Και αν δεν έβλεπες ειδήσεις, ήσουν ακόμα πιο ήρεμος. Θυμάμαι ότι εκείνο το βράδυ ερχόμουν από την Αθήνα καταγχωμένος, πολύ άσχημα, όμως, δηλαδή δεν μπορούσα να σκεφτώ τι μπορεί να γίνει. Γιατί το story ήτανε ότι θα κάνουμε ένα δημοψήφισμα, εάν το δημοψήφισμα βγει «Ναι», θα μπούμε σε ένα άλλο μνημόνιο, εάν το δημοψήφισμα βγει «Όχι», θα βγούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν μπαίνω στη διαδικασία να πω για «Ναι» και «Όχι» και τι και πώς και γιατί, δεν έχει καμία σημασία, κρίθηκαν όλα αυτά, αυτό που ξέρω σίγουρα, όμως, είναι ότι αν βγαίναμε από την Ευρώπη τότε ή, τέλος πάντων, αν υπήρχε μια τύπου χρεοκοπία, αυτομάτως εγώ θα χρεοκοπούσα. Γιατί; Γιατί τα νήματα, οι πρώτες ύλες έρχονται καθαρά από Ιταλία. Πρώτον, δε θα μπορούσα να τους πληρώσω. Δεύτερον, το χρέος, το οποίο ήταν σε επιταγές ευρώ και εμείς γινόμασταν ευρώ, θα πήγαινε στο Θεό. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσα να κάνω! Το βασικότερο, δε θα είχα πρώτες ύλες: Μια επιχείρηση που δεν έχει πρώτες ύλες δεν μπορεί να φτιάξει πλεχτά, δεν μπορεί να φτιάξει πλεχτά, δεν μπορεί να πουλήσει πλεχτά. Οπότε τα ‘χα όλα αυτά στο μυαλό μου και ερχόμουν. Το πρώτο χωριό που βρήκα μόλις έφτασα Παραμυθιά ήταν το Καρβουνάρι. Και όπως φτάνω στο Καρβουνάρι, είχε κλαρίνα, πανηγύρι… Και είναι οι φίλοι μου, η παρέα μου έξω και χορεύανε, όλοι! Κι έχω σταματήσει απ’ έξω και τους κοιτάω να χορεύουνε στα κλαρίνα, κανονικά, μπύρες, κακό… Έρχεται, λοιπόν, ένας φίλος μου, με βλέπει: «Ω, γύρισες! Πότε γύρισες;», σαν να μη τρέχει τίποτα, έτσι; «Πότε γύρισες; Κατέβα, πάρκαρε τώρα! Κατέβα να πιούμε, να…», «Ρε, τι κάνετε; Έχετε καταλάβει τι γίνεται;», «Τι γίνεται; Κατέβα να πιούμε μπύρες!». Έχω τρελαθεί, δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται! Αλήθεια, νομίζω ότι είμαι σε παράλληλο σύμπαν, δεν ήρθα σε… δηλαδή από το σούπερ μάρκετ να παίρνουμε χαρτί υγείας και να βάλουμε 20 ευρώ βενζίνη για να μη μείνουμε στο «κλαρίνα, μπύρες, σουβλάκια» στο Καρβουνάρι, είναι –καταλαβαίνεις τώρα– άλλος κόσμος, μέσα σε 7 ώρες, τόσο μου πήρε να πάω από το ένα μέρος στο άλλο... τρομερό... Τέλος πάντων, εκείνη την περίοδο είχα φοβηθεί πάρα, πάρα πολύ πραγματικά, μέχρι να γίνει όλη η ιστορία με το δημοψήφισμα και τέλος πάντων, να ‘ρθουν όλα τούμπα και να βγει το «Όχι» και μετά τελικά το «Όχι» να ‘ναι «Ναι» και όλα αυτά που έγιναν, τα καλά... Δυστυχώς, μας έφερε πάρα πολύ πίσω αυτή η ιστορία, οικονομικά και σαν επιχείρηση, ευτυχώς αντέξαμε. Πώς αντέξαμε; Αντέξαμε γιατί, επειδή είχαμε πάρει ήδη τα νήματα, σε σχέση με άλλους συναδέλφους, που δεν το είχαν κάνει, δεν είχαμε τίποτ’ άλλο να κάνουμε απ’ το να τα πλέξουμε, να τα κάνουμε ρούχα. Ε, για καλή μας τύχη, ήρθε ο χειμώνας και ζήτησαν τα ρούχα… Και επιβιώσαμε και προχωρήσαμε και πήγαμε στο μνημόνιο 4 μετά και δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Αυτά σε αυτό το κομμάτι.

Τ.Δ.

Θα ήθελες να… να σε πάω και λίγο στη μεταφορά του καταστήματός σας σε καινούριο χώρο; 

Σ.Μ.

Ναι, αυτό ήταν κάτι το οποίο έπρεπε να ‘χει γίνει εδώ και χρόνια, η αλήθεια είναι. Ο τρόπος που δουλεύει η βιοτεχνία είναι –μάλλον, να το θέσω καλύτερα–, το 90% του τζίρου της βιοτεχνίας μας γίνεται από χονδρική πώληση, δηλαδή βρίσκουμε μαγαζιά, τα οποία βρίσκονται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας (Μακεδονία, Αττική, νησιά, οπουδήποτε) –ευτυχώς δίνουμε σχεδόν παντού ή έχουμε δώσει όλα αυτά τα χρόνια παντού–, είναι η χονδρική. Τη λιανική πώληση, δηλαδή το κατάστημα εδώ πέρα της Παραμυθιάς, το είχαμε για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί ήθελε να απασχολείται η μητέρα μου, και δεύτερον, γιατί θέλαμε να έχουμε την επαφή με την ίδια την Παραμυθιά, με τον τόπο μας, με τον κόσμο μας. Όχι γιατί ήταν αμελητέα τα κέρδη του μαγαζιού, απλά αποτελούσαν ένα πολύ μικρό ποσοστό της βιοτεχνίας, οπότε δεν ήταν αυτός ο κύριος λόγος, ήτανε… θέλαμε να υπήρχε επαφή. Και είχαμε συμβιβαστεί με ένα πολύ μικρό μαγαζάκι που είχαμε, τέλος πάντων, στην Παραμυθιά. Περνώντας τα χρόνια, όμως, είδαμε ότι όπως μειώνεται η… η χονδρική, τέλος πάντων, όπως μειώνονται οι δυνατότητες που είχαμε με τα έξω καταστήματα, και βλέπαμε ότι το μαγαζί στην Παραμυθιά αρχίζει και ανεβαίνει, έρχονται και από άλλα μέρη και ψωνίζουνε σ’ εμάς –όπως σου είπα, είμαστε η μοναδική βιοτεχνία στην Ήπειρο και η μοναδική βιοτεχνία στη Θεσπρωτία, κατ’ επέκταση, οπότε αυτό άρχιζε να μαθαίνεται, τέλος πάντων, και να έρχονται– και έπρεπε να βρούμε έναν καινούριο χώρο και ήμουνα πολύ, πολύ τυχερός, γιατί, όταν αποφασίσαμε να κάνουμε εμείς την αλλαγή, εντελώς συμπτωματικά βρέθηκε ένα πολύ καλό καινούργιο μαγαζί, πολύ πιο κεντρικά, τέλος πάντων. Και το λέω «τυχερός», γιατί στην Παραμυθιά όλοι ξέρουν ότι είναι υπερβολικά πολύ δύσκολο να βρεις μαγαζί ή να βρεις σπίτι, άμα θέλεις να μείνεις και δεν έχεις δικό σου, οπότε ναι, ήμασταν τυχεροί και ήταν καλή επιλογή και ευτυχώς πάει πολύ καλύτερα και ευτυχώς μας στηρίζουν οι Παραμυθιώτες και δεν έχουμε κανένα παράπονο. Κι είναι και πολύ πιο ωραίο μαγαζί, όπως και να το κάνουμε. Αυτά, δε νομίζω να το κάνουμε λίγο… να το αλλάξουμε να πάμε κάπου καλύτερα, πιστεύω ότι το μέγεθος που έχουμε τώρα είναι αρκετά καλό. Γενικά, είχαμε πάντα στο μυαλό μας να έχουμε ένα πλεκτομάγαζο. Εντάξει, το καλοκαίρι προφανώς θα βάλεις κάποια άλλα πράγματα, γιατί δεν μπορείς να πουλήσεις πλεχτά, αλλά γενικά, θέλουμε να έχουμε ένα πλεκτομάγαζο, ένα παλιό παραδοσιακό πλεκτομάγαζο. Παλιά –και όταν λέω παλιά, εννοώ πριν 15 χρόνια και πιο πίσω–, το μεγαλύτερο κομμάτι του πελατολογίου μου ήτανε πλεκτομάγαζα, δηλαδή δεν πούλαγαν φορέματα, γούνες, εσώρουχα, κάλτσες, μπιτζάμες, πλεχτά. Πουλούσαν πλεχτά μόνο. Σιγά-σιγά, όπως είπαμε και πιο πριν, το πλεχτό άρχισε να φθείρεται, οπότε όλοι άρχισαν να βάζουν κάποια πράγματα και έχουν γίνει όλα έτσι… κάπως μικρά Mall. Α, εμείς θέλαμε να κρατήσουμε ένα πλεκτομάγαζο –τουλάχιστον, όσο μπορούμε, το κρατάμε έτσι, με αυτό το στυλ. Και αυτά, και είμαστε ικανοποιημένοι τώρα και συνεχίζει το μαγαζί μας.

Τ.Δ.

Θα ήθελα να μου περιγράψεις, όσο μπορείς, και το χώρο αυτόν, άμα μπω μέσα τι θα δω, πώς είναι, αλλά και το εργαστήρι, τη βιοτεχνία. 

Σ.Μ.

[00:30:00]Να σου περιγράψω το μαγαζί δεν έχει καμία ουσία, είναι ένα μικρό μαγαζί που μπαίνεις μέσα και βλέπεις πάρα πολλά πλεχτά. Θα ήθελα να σου περιγράψω τη βιοτεχνία, η οποία είναι πολύ πιο εντυπωσιακή, τέλος πάντων. Λοιπόν, η βιοτεχνία μας είναι περίπου 500 τ.μ., υπόγειο και ισόγειο. Μπαίνοντας μέσα στο χώρο, υπάρχουν οι μηχανές οι μεγάλες, είναι τέσσερις μεγάλες μηχανές. Όταν λέω μεγάλες, είναι… σε μήκος, σε ύψος είναι περίπου 2 μ., σε μήκος λίγο παραπάνω. Για να καταλάβεις, όταν τις φέραμε, τη μία μετά την άλλη, τέλος πάντων, γιατί δεν τις αγοράσαμε ταυτόχρονα, μία χρονιά η μία, μετά από 2-3 χρόνια η άλλη κτλ., υπήρχαν κάτι μεγάλοι γερανοί και φορτηγά, που ερχόταν με συνοδεία περιπολικά… περιπολικών από το λιμάνι και κλείναν την Εγνατία και τους δρόμους μέχρι να μπει η μηχανή στην Παραμυθιά! Είναι υπερβολικά πολύ μεγάλη σε όγκο. Ναι, είναι κάπως έτσι, δηλαδή για να φτάσει στο σημείο από την Εγνατία να μπει μέσα στην Παραμυθιά και να περάσει το μεγάλο –γιατί φαντάσου ότι ζυγίζει τόνους, όποτε χρειάζεται και ο ανάλογος γερανός για να το πάρει, να το σηκώσει και να το βάλει μέσα στο κτήριο–, οπότε κλείναμε το δρόμο! Ναι, ήτανε 2-3 χρόνια… είχαμε γίνει λίγο τσίρκο στην Παραμυθιά: «Αμάν, πάλι κλείσαν το δρόμο!» και κάτι τέτοια… Λοιπόν, όπως μπαίνεις μέσα στο κτήριο, υπάρχουν οι τέσσερις μηχανές αυτές, οι δύο, οι λεγόμενες «δωδεκάρες», μεγάλες, τέλος πάντων, είναι πιο μεγάλες, υπάρχει μία λίγο πιο μικρή, είναι πιο μαζεμένη, πιο μινιόν, να το πω έτσι, αλλά κάνει την ίδια δουλειά ακριβώς και υπάρχει και άλλη μία, η πιο παλιά, η «γιαγιά» της υπόθεσης, η εφτάρα, η οποία βγάζει πιο χοντρά πλεχτά. Απλά αυτή… αυτή είχε την περισσότερη δουλειά παλιά, γιατί δούλευε πάρα πολύ το χοντρό πλεχτό, μόλις, όπως είπαμε και πριν, άλλαξε ο καιρός και σταμάτησε να δουλεύει το χοντρό πλεχτό, άρχισε να δουλεύει το πιο λεπτό, ε, αυτή έχει μείνει τώρα και βγάζουμε πού και πού λίγα πραγματάκια έτσι, για να μας θυμάται για να τη θυμόμαστε. Λοιπόν, όπως μπαίνεις, ο κεντρικός χώρος είναι οι τέσσερις μηχανές, από πίσω ακριβώς είναι στημένο το ραφείο, όπου στο ραφείο μέσα δουλεύουνε οι αδερφές μου και όποτε έχουμε παραγωγή, τέλος πάντων, οι υπάλληλοι που έχουμε στη βιοτεχνία, όπου έχει τις πιο μικρές μηχανές, δηλαδή κοπτοράπτη, ρεμαγιά, τρυπωτικά, όλες τις δουλειές που κάνεις αφού βγει το πλεχτό, για να το ενώσεις και να το κάνεις ρούχο, η πρέσα, για να σιδερώνονται… Και στα δεξιά μας είναι το… δύο γραφεία, τέλος πάντων, το ένα είναι το γραφείο, το γραφείο του management, να το πω, έτσι, τέλος πάντων, των οικονομικών, και το άλλο είναι το γραφείο το σχεδιαστικό, δηλαδή είναι εκεί που έχουμε τα δείγματά μας κι εκεί που σχεδιάζονται τα… έχουμε τον υπολογιστή που σχεδιάζουμε τα σχέδια και τα περνάμε μέσα. Λίγο-πολύ αυτό είναι το ισόγειο και το υπόγειο είναι το αγαπημένο μου μέρος, γιατί είναι η αποθήκη μου, το γραφείο το δικό μου, όπως λέω, γιατί εκεί μου αρέσει να βρίσκομαι, να σου πω την αλήθεια, όπου είναι χωρισμένο και αυτό μισό-μισό, το μισό έχει όλα τα νήματα, όπως μας έρχονται, και το άλλο μισό έχει όλα τα ρούχα. Όταν τα φτιάχνουμε τα ρούχα, τα διπλώνουμε, βάζουμε τις καρτέλες, τα βάζουμε σε ζελατίνες και τα πηγαίνουμε στο υπόγειο και τα βάζω χωριστά το καθένα στο είδος του, στο χρώμα του, στο νούμερο και όταν έρχεται η ώρα να στείλω τις παραγγελίες, εκεί τα φτιάχνω και τα παίρνω. Και είναι ο αγαπημένος μου χώρος, γιατί με αφήνουν στην ησυχία μου, έχει πάντα δροσιά, πολύ ωραία, χειμώνα-καλοκαίρι, ειδικά καλοκαίρι πηγαίνεις και περνάς πολύ ωραία, φυσική δροσιά… Βάζω τη μουσική μου, δε μ’ ενοχλεί κανένας, βγάζω τις παραγγελίες και γενικά, μ’ αρέσει πάρα πολύ, μ’ αρέσει πάρα πολύ το υπόγειο και μ’ αρέσει πάρα πολύ η δουλειά που κάνω εκεί, στο συγκεκριμένο. Αν μου πεις δηλαδή ποιο είναι το αγαπημένο σου κομμάτι σε αυτό το επάγγελμα, είναι αυτό: να έχω τα πλεχτά, να τα ‘χω ετοιμάσει και απλά να με αφήσουν στην ησυχία μου, να κάτσω να τα φτιάξω, να τα τακτοποιήσω, να τα… να βγάλω τις παραγγελίες, να κάνω αυτό το κομμάτι που μου αρέσει να κάνω. Αυτό, δεν έχει κάτι άλλο ιδιαίτερο η βιοτεχνία. Εντάξει, ούτε πολύ μεγάλη μπορείς να την πεις ούτε πολύ μικρή, νορμάλ –για τα ελληνικά δεδομένα, έτσι; Σε άλλες χώρες θεωρούμαστε οικοτεχνία, για την ακρίβεια. Ισχύει αυτό. Στην Ελλάδα ο όρος «βιοτεχνία», σε σχέση με άλλες χώρες, έχει λίγο… δηλαδή εγώ θεωρούμαι μία βιοτεχνία με οχτώ ή δέκα άτομα να δουλεύουνε και δεκαπέντε-είκοσι χιλιάδες ρούχα το χρόνο. Ε, αυτό στο εξωτερικό είναι… «αστείο», να το πω έτσι, οι βιοτεχνίες εκεί θεωρούνται πολύ μεγαλύτερες. Πάνω σε αυτό το κομμάτι, πριν 3 χρόνια είχα πάει στην Ιταλία, στη Φλωρεντία, όπου είχε μία Διεθνή Έκθεση Νημάτων, και εκεί ήταν ο αντιπρόσωπος της εταιρείας που παίρνουμε εμείς τα νήματα, λέγεται Filivivi και είναι στην Ιταλία. Οπότε μας είχε καλέσει τους πελάτες και τους αντιπροσώπους, τέλος πάντων, η εταιρεία σε ένα γεύμα. Κι εκεί που καθόμασταν, τέλος πάντων, είχα πιάσει κουβέντα με έναν πολύ καλό άνθρωπο, έναν Ιταλό, και συζητούσαμε. Και μου λέει αυτός: «Θα σου γνωρίσω», μου λέει, «έναν συνάδελφό σου, περίμενε μισό λεφτό, έχει έρθει», μου λέει, «από την Ιαπωνία», Ιαπωνία... Έρχεται ο συνάδελφος, ο οποίος δεν είναι Ιάπωνας για κάποιο λόγο, δεν ξέρω γιατί, ήταν Ιταλός, αλλά απ’ ό,τι κατάλαβα μετά, είχε φύγει από την Ιταλία, γιατί είχε την τεχνογνωσία, και είχε πάει και είχε ανοίξει εργοστάσιο εκεί πέρα. Οπότε καθόμαστε και συζητάμε και μου λέει: «Τι μηχανές έχεις;», του λέω τι μηχανές έχω, «Εσύ τι μηχανές έχεις;», μου λέει τι μηχανές έχει, μου λέει: «Τι δυνατότητα παραγωγής έχεις;», δηλαδή πόσα κομμάτια μπορώ να βγάλω, του λέω εγώ: «Είκοσι χιλιάδες», μου λέει αυτός: «Πολύ καλά…», μου λέει, «Πολύ… πολύ καλά, εντάξει», μου λέει, «για Ελλάδα είναι μια χαρά», «Εσύ», του λέω, «τι δυνατότητα παραγωγής έχεις;», μου λέει: «Πενήντα χιλιάδες» και μας λέει ο αντιπρόσωπος: «Να διευκρινίσουμε ότι ο Σωτήρης λέει είκοσι χιλιάδες το χρόνο, ενώ αυτός λέει πενήντα χιλιάδες το μήνα», δηλαδή εξακόσιες χιλιάδες το χρόνο…! Για να καταλάβεις ποιες είναι οι διαφορές στο τι είναι βιοτεχνία στην Ελλάδα και τι είναι βιοτεχνία στο εξωτερικό, αλλά τέλος πάντων, για Ελλάδα είμαστε καλά, ούτε πολύ μικρή ούτε πολύ μεγάλη, μια χαρά.

Τ.Δ.

Ωραία, να πάμε λίγο και στις… εμποροπανήγυρεις; Να μου πείτε τι ακριβώς κάνετε σαν βιοτεχνία από τη στιγμή που αποφασίζετε ότι θα πάτε σε ένα παζάρι μέχρι και να φύγετε.

Σ.Μ.

Ας ξεκινήσουμε με το γεγονός ότι οι εμποροπανήγυρεις για μένα είναι… έχω μία σχέση μαζί τους αγάπης και μίσους. Δηλαδή δε μ’ αρέσουν καθόλου, αλλά –μετά από 20 χρόνια που τα κάνω–, αλλά βοηθάνε πάρα πολύ. Λοιπόν, η εμποροπανήγυρις… Η εμποροπανήγυρις έχει τα εξής χαρακτηριστικά –ή μάλλον θα το αναφέρω ως Λάμποβος, γιατί Λάμποβο το λέμε στην Παραμυθιά, οπότε Λάμποβο θα το λέω κι εγώ–, ο Λάμποβος έχει τα εξής χαρακτηριστικά: Περνάει μπροστά σου πολύ μεγάλη ποσότητα κόσμου, πολύ μεγάλο αγοραστικό κοινό… αριθμός δηλαδή, το οποίο δεν μπορείς να το δεις ποτέ σε κανονική ροή σε κατάστημα λιανικής. Και επίσης, περνάει εισερχόμενος σ’ έναν χώρο που έρχεται με την προδιάθεση να ψωνίσει, καθαρά, γι’ αυτό και η εμποροπανήγυρις. Όταν ξεκίνησε ο πατέρας μου τα παλιά χρόνια τη χονδρική, μετά από λίγο καιρό άρχισαν να χάνονται τα λεφτά. Δυστυχώς, το σύστημα στην Ελλάδα, το δικαστικό –δεν αλλάζω θέμα, απλά θα καταλάβεις τη σύνδεση–, το σύστημα στην Ελλάδα είναι πολύ κακό. Όταν κάποιος θέλει να σου φάει λεφτά, θα σ’ τα φάει, δεν μπορείς να καλυφθείς απ’ το νόμο, είναι πολύ δύσκολο. Επί εποχής δραχμών έχουν χαθεί μερικές δεκάδες εκατομμύρια δραχμές, επί εποχής δικιάς μου, από το 2010 που ανέλαβα και μετά, έχουμε χάσει περίπου 200.000 ευρώ από πελάτες, που απλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί μια μέρα ο άλλος αποφάσισε να κλείσει. Θύμισέ μου να σου πω ιστορίες γι’ αυτό μετά από αυτό που θα πω για το Λάμποβο, πραγματικά έχουνε μεγάλη σημασία! Λοιπόν, όταν έγινε λοιπόν αυτό το πράγμα, ο μόνος τρόπος να μπορέσεις να βγάλεις άμεσα χρήμα με τα εμπορεύματά σου, χωρίς να παρεμβάλλεται τρίτος και να ρισκάρεις να χάσεις τα λεφτά σου, είναι η πώληση να την κάνεις ο ίδιος. Πώς την κάνεις ο ίδιος την πώληση; Με το να έχεις ένα μαγαζί και επειδή δεν είναι αρκετό, όπως είπα, με το να πηγαίνεις σε ένα πανηγύρι, σε μία εμποροπανήγυρη, στο Λάμποβό μας, για παράδειγμα. Η προετοιμασία πώς γίνεται; Εντάξει, θέλεις να κλείσεις το χώρο, θα πρέπει να δεις σε ποιο σημείο θα μπεις, εννοώ θα πρέπει να είσαι κοντά σε ένα εμπορικό κομμάτι, να μην είσαι κοντά –ξέρω γω– στα φαγώσιμα, να είσαι κοντά σε ρούχα, δηλαδή όλοι όσοι πουλάνε ρούχα να ‘ναι κάπως μαζεμένοι, όσοι πουλάνε παιχνίδια κάπως μαζεμένοι και πάει λέγοντας, να υπολογίσεις περίπου πόσο χώρο μπορείς να πάρεις… Και αυτό δεν είναι όσο θέλεις εσύ, είναι πόσο μπορείς να γεμίσεις, πόσο μπορείς να αντέξεις, η τσέπη σου, να πληρώσει και πάει λέγοντας... Και αφού τα κάνεις όλα αυτά, μετά το επόμενο βήμα είναι το στήσιμο, όπου θα πρέπει να στήσεις ουσιαστικά ένα μαγαζί απ’ την αρχή, όχι τόσο κυριλέ όπως τα κανονικά μαγαζιά, αλλά προϋποθέτει ράφια, πάγκους, βιτρίνα, φωτισμό, τα πάντα. Μας παίρνει περίπου 1 μέρα μόνο να κάνουμε αυτά, χωρίς να υπολογίζουμε το χρόνο που θέλουμε να στήσουμε και το εμπόρευμα μέσα, έτσι; Τέλος πάντων, τα παλιά χρόνια είχαν κι αυτά τρομερή δύναμη, έχουνε πέσει, βέβαια, τώρα, ο πατέρας μου τα είχε σαν –πώς να το πω;– καβάτζα, έτσι ώστε όποτε γινότανε κάτι και ήθελε άμεσα χρήμα χρησιμοποιούσε τα πανηγύρια γι’ αυτό το λόγο. Ε, περνώντας τα χρόνια και ανεβάζοντας τη χονδρική, εμείς οι νεότεροι αρχίσαμε και τα κόβαμε, ώσπου τα σταματήσαμε όλα, με εξαίρεση της Παραμυθιάς, όπου αυτό είναι λίγο… είμαστε και συναισθηματικά δεμένοι, δηλαδή όσο έχουμε τη βιοτεχνία, πάντα το Λάμποβο θα πηγαίνουμε και θα το κάνουμε, γιατί είναι το μέρος μας, εκεί έχουμε μεγαλώσει... [00:40:00]Κυκλοφορώ στο Λάμποβο από τότε που… από τότε που γεννήθηκα, από τότε που περπατούσα, βασικά με είχανε να τρέχω πάνω-κάτω στο Λάμποβο, έτσι θυμάμαι τον εαυτό μου. Υπάρχουν άνθρωποι μέσα τώρα, που είτε δουλεύουν ακόμα για κάποιο λόγο είτε είναι στη σύνταξη, στα όρια, που με θυμούνται πιτσιρίκι, τέρμα, κι έχω φτάσει 37, 38 σε λίγο, κανονικά! Ο Λάμποβος είναι ωραίος... Δεν το θέλω εγώ, γιατί το κάνω πολλά χρόνια, αλλά είναι ωραίος, είναι πολύ καλό να γίνεται. Γενικά, είναι πολύ καλό να γίνονται τέτοια σκηνικά σε πολλές περιοχές. Όταν είναι μια περιοχή όπως η Παραμυθιά, που δεν έχει κάποια άλλα πράγματα να δείξει –κακώς–, αλλά δεν έχει, όμως, αυτή είναι η πραγματικότητα, έστω και αυτό το δεκαήμερο, αυτή η 1 βδομάδα - 10 μέρες που κρατάει αυτό το πράγμα, να γινόμαστε λίγο το κέντρο του κόσμου, έστω και στο μυαλό μας, είναι πολύ σημαντικό. Συν ότι είναι τρομερό το οικονομικό όφελος για την περιοχή, και για τον κόσμο και για το Δήμο, για όλους μας. Στην προκειμένη περίπτωση, σ’ εμάς, κάθε φορά που λασπώναμε λίγο και κολλάγαμε, υπήρχε ο Λάμποβος να μας ξελασπώσει, γι’ αυτό σου είπα ότι είναι μία σχέση αγάπης και μίσους, γιατί δε με έχει κουράσει, είναι πολύ κουραστικό, είναι πολύ διασκεδαστικό να είσαι ως πελάτης και επισκέπτης, είναι πολύ κουραστικό να συμμετέχεις… υπερβολικά και δε χρειάζεται να αναλύσω καν δηλαδή από πού, ποιους λόγους είναι… Είναι! Οπότε, όταν είσαι μέσα, δεν το θέλεις, θέλεις να φύγεις. Μόλις τελειώνει, μετά μετράς τις μέρες αντίστροφα για να ξανάρθει. Κάπως έτσι πάει η κατάσταση με το Λάμποβο, είναι ωραία. Το παζάρι μας έχει μία ιδιαιτερότητα εδώ στην Παραμυθιά, είναι το πιο παλιό στην Ελλάδα, ισχύει ή τουλάχιστον έτσι λένε οι παλιοί, ότι ισχύει. Είχε ξεκινήσει σαν νυφοπάζαρο… ε, ναι, ανταλλαγή ζώων και άλλαξε σιγά-σιγά με τα χρόνια, έγινε λίγο πιο εμπορικό, πιο εμπορικό. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα κι αυτή την περίοδο που περνάμε τώρα, βιώνουμε μία αλλαγή, η οποία προσωπικά δε μ’ αρέσει καθόλου, γιατί κάποια στιγμή, στο peak του… του Λαμπόβου, να το πω, έτσι ήτανε… είχε πολύ, πολύ ποιοτικά εμπορεύματα, υπήρχαν πολλοί έμποροι ποιοτικοί και πολύ καλά εμπορεύματα, δηλαδή μπορούσες να… δεν πήγαινες για να πάρεις κάτι φθηνό και κακό, πήγαινες να πάρεις κάτι καλό, που απλά θα το έβρισκες λίγο πιο φθηνό από το κατάστημα. Αυτό είχε το καλό ο Λάμποβος τότε. Βέβαια, περνώντας τα χρόνια, και ειδικά με το ότι έχουνε μάθει πλέον οι πάντες να χρησιμοποιούν τις αγορές online, αυτό αυτομάτως σταματάει τον κόσμο να ψάχνει αυτό το πράγμα και απλά ψάχνει τη βόλτα ή το φαγητό ή το πιο φθηνό πράγμα. Θεωρώ ότι στο κομμάτι το εμπορικό ο Λάμποβος σιγά-σιγά θα… θα φθαρθεί, θα σταματήσει να είναι όπως είναι τώρα, αλλά ελπίζω να είναι για μια ζωή, γιατί και μόνο όλο το υπόλοιπο κομμάτι, το γεγονός ότι η περιοχή μας μυρίζει σουβλάκι 10 μέρες από παντού, δηλαδή αεροπλάνο να περάσει από πάνω θα μυρίσει σουβλάκι κάτω, δεν υπάρχει περίπτωση! Δορυφόρος της NASA θα βλέπει το νέφος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, χωρίς να… δε γίνεται... Να βλέπεις τα παιδιά να παίζουν, να βλέπεις τα παιδιά του σχολείου να κάνουνε καταλήψεις για οποιοδήποτε χαζό λόγο, μόνο και μόνο γιατί έχουμε Λάμποβο, μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτό, το βρίσκω πολύ ωραίο, είναι ωραία. Και μακάρι να συνεχίζει να γίνεται μια ζωή, δεν… δεν ξέρω πόσο θα γίνει, δεν ξέρω πόσο θα συμμετέχω εγώ σε αυτό το κομμάτι, αλλά θέλω να συνεχίσει να γίνεται. Όσον αφορά αυτό το κομμάτι, που σου είπα πριν και αλλάζω λίγο τώρα, για να δεις… θέλω να σου πω μία ιστορία, πώς γνώρισα τη γυναίκα μου, θέλεις να την ακούσεις; Ωραία, για να δεις πόσο ωραία είναι: Το φαινόμενο της πεταλούδας. Μια πεταλούδα, λέει, φτερουγίζει και στην άλλη άκρη του κόσμου γίνεται ο χαμός... Λοιπόν, ο τρόπος που είναι φτιαγμένο το σύστημα στην Ελλάδα δεν προστατεύει τον νόμιμο ή, τουλάχιστον, σε μεγάλο βαθμό, αλλά προστατεύει πολύ τον παράνομο. Υπάρχουν τέτοιες διαδικασίες, δικαστικές, που πραγματικά, εάν θέλεις να βρεις το δίκιο σου, πρέπει να ‘σαι οπλισμένος με πολλή υπομονή, πολύ χρήμα για να το αντιμετωπίσεις και συνήθως οι περισσότεροι τα παρατάνε. Anyway, έχω έναν πελάτη, ο οποίος πελάτης αυτός είναι αδελφικός φίλος του πατέρα μου, είναι μεγαλωμένοι μαζί, έχει βιοτεχνία πλεχτών: «Βιοτεχνία Πλεκτών», «Βιοτεχνία Πλεκτών Viomark» εμείς. Μεγαλωμένοι με τον πατέρα μου, στα παζάρια μαζί, φίλοι, σπίτια, γιορτές, όλα. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος, επειδή δεν έχει συνέχεια όπως ο πατέρας μου, που είχε εμάς τα παιδιά, αυτός ήταν μόνος του με τη γυναίκα του, κάποια στιγμή αποφασίζει να κλείσει τη βιοτεχνία και λέει στον πατέρα μου: «Επειδή θέλω να συνεχίσω να πουλάω ρούχα με την επωνυμία, θα μου φτιάχνεις εσύ τα ρούχα, θα βάζουμε την ετικέτα επάνω, που θα λέει το όνομά μου, και θα συνεχίζουμε». Δεν είναι παράνομο, είναι νομιμότατο, δεν είναι τίποτα περίεργο, αγόραζε τα ρούχα από μας και προχωρούσε. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε και για μια πενταετία-εξαετία έτσι λειτουργούσε το σύστημα. Έπαιρνε τα ρούχα από μας –μιλάμε για μεγάλες ποσότητες και μιλάμε για πολλά λεφτά, έτσι; Ήτανε ξεχωριστά από μόνος του ο πιο μεγάλος και σημαντικός πελάτης που είχαμε σαν βιοτεχνία αυτός. Λοιπόν, φτάσαμε, λοιπόν, στο 2009-2010 και τα πράγματα άρχισαν να μην πηγαίνουν πολύ καλά και το μνημόνιο 1 είχε έρθει και είχανε περικοπές και όλα αυτά που συνέβαιναν στην Ελλάδα τότε, οπότε όλες οι επιχειρήσεις άρχισαν να πηγαίνουνε δύσκολα. Για κάποιο λόγο αυτός ο άνθρωπος, ενώ έδειχνε όλα αυτά τα καλά στοιχεία και όλη αυτή την καλή σχέση που είχε με τον πατέρα μου, τέλος πάντων, αποφάσισε ότι το πρώτο εμπόρευμα που πήρε εκείνη τη χρονιά –και μιλάμε για 30.000 ευρώ– δε θα μας το πληρώσει. Και δε μας το πλήρωσε, άφησε τις επιταγές απλήρωτες. Και μετά από λίγο καιρό ήρθε και μας είπε: «Επειδή μου πάνε πολύ στραβά τα πράγματα, αλλά θέλω να σας πληρώσω, γιατί έχω έρθει σε πολύ δύσκολη θέση, αν θέλετε, θα μου βγάλετε λίγο εμπόρευμα ακόμα, να σας πληρώσω αυτό το λίγο εμπόρευμα που θα μου βγάλετε, το έξτρα, περίπου 15.000 ευρώ, και από τις πωλήσεις που θα κάνω απ’ αυτό που θα μου βγάλετε θα σας δίνω τα λεφτά από το προηγούμενο που σας χρωστάω». Παρένθεση: Είναι πολύ δύσκολο να συνεταιρίζεσαι με οικογένεια. Οι συνεταιρισμοί είναι δύσκολοι από μόνοι τους στις επιχειρήσεις. Όταν μιλάμε και για μέλη οικογένειας, αυτό το κάνει εξαιρετικά πιο δύσκολο, γιατί οι κουβέντες έχουν άλλη βαρύτητα. Κλείνει η παρένθεση. Οπότε καθόμαστε κάτω και αποφασίζουμε και σκεφτόμαστε τι θα κάνουμε: αν θα δεχτούμε αυτό που λέει ή αν θα τον κυνηγήσουμε νομικά για τα λεφτά που μας χρωστάει. Οπότε ο πατέρας μου λέει ότι: «Κοιτάξτε να δείτε, είναι φίλος μου πολύ καλός τόσα χρόνια» και για την ακρίβεια μού είπε την κουβέντα: «Δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να χάσεις από τον... εάν χάσεις λεφτά ποτέ είναι σαν να νομίζεις ότι θα χάσεις λεφτά από μένα, απ’ τον ίδιο σου τον πατέρα». Εγώ επέμενα να μη βγάλουμε, αυτός επέμενε να βγάλουμε, ήρθαμε σε ρήξη, τσακωθήκαμε και επικράτησε ο πατέρας μου, προφανώς, λόγω εμπειρίας και επειδή είναι μεγαλύτερος και επειδή αυτός πρακτικά ήταν το αφεντικό, ας είχα πάρει εγώ την επιχείρηση στο όνομά μου. Βγάζουμε, λοιπόν, τα έξτρα ρούχα, μας δίνει επιταγές και τις αφήνει και αυτές απλήρωτες. Ανεβαίνει η πίεση 21 στον πατέρα μου και τον τρέχουμε στο νοσοκομείο, πήγαμε να τον χάσουμε… Τα λέω γελώντας τώρα, αλλά ήταν η πιο άσχημη περίοδος της ζωής μου. Λοιπόν, οπότε, τέλος πάντων, αφού περνά όλο αυτό το πράγμα, καταλήγουμε και πηγαίνουμε. Και μπαίνω μες στο μαγαζί στην Άρτα και είμαι όσο πιο ευγενικός μπορώ και ήρεμος. Και του λέω: «Θα μας καταστρέψεις. Σε παρακαλώ πάρα πολύ, μην το κάνεις αυτό. Είμαστε οικογένεια ολόκληρη εδώ, έχουμε παιδιά» –οι αδερφές μου τότε, τα παιδιά τους, μόλις ξεκίνησαν να σπουδάζουν–, «Υπάρχει πρόβλημα, μην το κάνεις αυτό το πράγμα!», μου λέει: «Έχεις δίκιο, άκου να δεις τι θα κάνουμε» –δεύτερη φορά!–, «Άκου να δεις τι θα κάνουμε», μου λέει, «Θα σου δώσω 1.000 ευρώ που έχω μαζί μου τώρα, θα μου αφήσεις τα πλεχτά που έχω μέσα στο μαγαζί, θα μου δώσεις 1 εβδομάδα, γιατί δε θέλω να έρθεις να μου τα πάρεις και να με δει ο κόσμος –ήτανε στην Άρτα, παρεμπιπτόντως, έτσι;–, «Δε θέλω να με δει ο κόσμος ότι κλείνω το μαγαζί. Θα μου δώσεις 1 εβδομάδα, ό,τι πουλήσω αυτή την εβδομάδα θα τα βάλω στο ταμείο να τα πάρεις εσύ και μετά έλα πάρε όλα τα πλεχτά που έχω», «Πόσα πλεχτά έχεις;», «Μέτρησέ τα». Κάθομαι και τα μετράω όλα τα πλεχτά, ένα-ένα: εφτακόσια είκοσι έξι, το θυμάμαι εδώ, έτσι; Έχουν περάσει 11 χρόνια, δεν ξεχνιέται... «Θα σε πληρώσω», μου λέει, «όλα τα πλεχτά που θα πουλήσω και τα υπόλοιπα πάρ’ τα και», μου λέει, «εκτός ότι ό,τι θα μείνει υπόλοιπο, λίγα-λίγα θα σ’ το δίνω, θα βγω στη σύνταξη και θα σ’ το δίνω, εγώ», μου λέει, «πηγαίνω σε ένα παζάρι σαν το Λάμποβος, το οποίο είναι στο Άργος Ορεστικό στην Καστοριά. Είναι πάρα πολύ καλό παζάρι, με ξέρουνε πάρα πολλά χρόνια εκεί πέρα, πουλάω τα ρούχα σου πολλά χρόνια, θα σου δώσω τη θέση σου» –γιατί, παρεμπιπτόντως, για να μπεις σ’ ένα παζάρι δεν μπορείς να πάρεις εύκολα θέση, πρέπει κάπου να βρει… να βρεθεί μία κενή ή κάτι να γίνει–, «Θα σου δώσω», μου λέει, «τη θέση μου και θα πας εκεί και με τα ρούχα που θα πάρεις από μένα θα πας και θα βγάλεις και το έξτρα κέρδος και θα τα βρούμε, εντάξει;», «Εντάξει», «Σύμφωνοι;», «Σύμφωνοι», «Ωραία». Φεύγω, περνάει 1 βδομάδα, τον παίρνω τηλέφωνο, δεν το σηκώνει, τον ξαναπαίρνω, τον ξαναπαίρνω, τον ξαναπαίρνω, δεν το σηκώνει: σταθερό, κινητό, σταθερό σπιτιού, τίποτα… Παίρνω το αυτοκίνητο, πηγαίνω στην Άρτα στο μαγαζί, άδειο το μαγαζί… Εξαφανίστηκε. Τα ρούχα μου τα πούλησε σε έναν τυχάρπαστο, για να μην το χαρακτηρίσω αλλιώς, με 3 ευρώ το κομμάτι, που αξίζουν 20-25-30 το καθένα, δηλαδή πήρε ό,τι πρόλαβε να πάρει και εξαφανίστηκε. Ξεκινήσαμε τα δικαστήρια και για να μην πολυλογώ, συνολικά από αυτή την ιστορία χάσαμε 52.480 ευρώ, συν τα δικαστικά έξοδα, που δεν τα θυμάμαι ακριβώς, αλλά πες γύρω στις 55.000 ευρώ. Όταν λοιπόν έληξε αυτή η ιστορία και ήμασταν στα πρόθυρά μας όλοι, δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να κάνουμε αυτό που είπε και να πάμε στο Άργος Ορεστικό, γιατί δεν αρκούσε μόνο ο Λάμποβος. [00:50:00]Πήγα, λοιπόν, στο Άργος Ορεστικό και κάθε χρόνο, την ώρα που πήγαινε εκεί πέρα για να δουλέψει στο παζάρι αυτό, πήγαινε μία κοπέλα και δούλευε σ’ αυτόν, ως πωλήτρια. Τη χρονιά, λοιπόν, που πήγα εγώ ξανά αυτή η κοπέλα ξεκίνησε και πήγε στο παζάρι για να βρει και να τον ρωτήσει αν μπορεί να πιάσει πάλι δουλειά. Ξαφνικά, είδε εμένα, που δε με ήξερε, υπέθεσε ότι ήμουνα κάποιος συγγενής, δε μίλησε, δεν είπε τίποτα, ντράπηκε και έφυγε. Εγώ έμεινα, λοιπόν, και έκανα το παζάρι. Την επόμενη χρονιά ακριβώς ξαναήρθε η ίδια κοπέλα, αυτή, για να μιλήσει και να του πει να πιάσει δουλειά, όπως δούλευε τα προηγούμενα χρόνια. Ξαναβλέπει εμένα, οπότε παίρνει το θάρρος να με ρωτήσει πού είναι. Της λέω ότι: «Δεν είναι πλέον, είμαστε εμείς, εμείς είμαστε η βιοτεχνία που τα φτιάχναμε τα πλεχτά» κτλ. κτλ., αυτό, «Εντάξει;», «Εντάξει», «Ενδιαφέρεστε για δουλειά;», «Όχι, δεν ενδιαφερόμαστε για δουλειά», γιατί ήμουν εγώ και οι αδερφές μου και δε χρειαζόμασταν. Οπότε η κοπέλα έψαξε να βρει δουλειά… Απέναντι ακριβώς από μένα ήταν ένας φίλος μου, ο οποίος πουλούσε φόρμες, και έπιασε σε αυτόν δουλειά. Εγώ από δω, αυτή από κει, εγώ ο Σωτήρης, αυτή η Ζωή, γνωριστήκαμε, παντρευτήκαμε και κάναμε δύο παιδιά. Όλο αυτό το κομμάτι με οδήγησε να ‘χω την οικογένειά μου σήμερα… Δεν ξέρω τι να πω για αυτό! Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που σε ρωτάνε: «Θα άλλαζες κάτι στη ζωή σου, αν μπορούσες και αν ήξερες τι θα γινότανε;». Αυτό είναι πολύ… αυτό είναι ερώτηση παγίδα για μένα, πραγματικά. Πριν αποκτήσω την κόρη μου, το πρώτο παιδί, υπήρχαν πολλές φορές που σκεφτόμουν ότι: «Αυτό θα το έκανα έτσι, αυτό θα το έκανα αλλιώς, αυτό θα ‘θελα να το αλλάξω». Αυτομάτως, μόλις αποκτάς το πρώτο σου παιδί, δεν μπορείς να το πεις αυτό, δυσκολεύεσαι, γιατί ό,τι και να άλλαζες, θα υπήρχε τέτοια αλυσιδωτή αντίδραση, που δε θα σου έβγαζε αυτό το αποτέλεσμα. Επομένως, πού θέλω να καταλήξω; Καλή του ώρα, μας έφαγε όλα τα λεφτά και μας κορόιδεψε και ντροπή του, αλλά εγώ εξαιτίας του παντρεύτηκα και έκανα οικογένεια… Ε, κάπως έτσι τα φέρνει η ζωή. 

Τ.Δ.

Ωραία. Θα ήθελες να μοιραστείς και κάποιο άλλο περιστατικό μέσα από το Λάμποβο, που να σας έχει συμβεί; Αστείο ίσως…; Κάτι λίγο πιο ευχάριστο– 

Σ.Μ.

Ο Λάμποβος είναι… 

Τ.Δ.

Δυσμενές, με τον καιρό– 

Σ.Μ.

Είναι έντονων αντιδράσεων απ’ όλες τις απόψεις, είναι 1 ιδιαίτερη εβδομάδα, 1 ιδιαίτερη κατάσταση, γενικότερα. Γίνονται μόνα ακραία πράγματα, αυτό νομίζω, πραγματικά, είτε καλά είτε κακά. Το κομμάτι του καιρού: Προσωπικά, πιστεύω ότι έτσι όπως είναι στημένος ο Λάμποβος στην Παραμυθιά, στο σημείο που είναι στημένος, το γεγονός ότι δεν έχουμε θρηνήσει θύματα μέχρι τώρα είναι απλά θαύμα. Γιατί δυστυχώς κάθε χρόνο βρέχει και κάθε χρόνο πέφτουνε πέτρες στο κεφάλι μας και πώς την έχουμε γλιτώσει δεν ξέρω… Φέτος, μετά από 20 χρόνια ακριβώς που κάνουν το παζάρι στην Παραμυθιά, στο συγκεκριμένο σημείο τρόμαξα τόσο πολύ, κυριολεκτικά τρόμαξα τόσο πολύ, που έφυγα, πήγα στην άκρη, λίγο –στην τελευταία παράγκα–, λίγο πριν με πιάνει βροχή και περίμενα να δω κίνηση μήπως γίνει κάτι περίεργο για να εξαφανιστώ. Όταν στήνεται ένα παζάρι και δεν έχει κλειστεί περιφερειακά γύρω-γύρω και έχει ανοίγματα, γιατί άλλοι στήνουν, άλλοι δεν έχουν έρθει ακόμα κτλ. και μπαίνει ο αέρας μέσα, υπάρχει περίπτωση να το σηκώσει αυτό το πράγμα και να τα διαλύσει όλα, έχει γίνει σε άλλα παλιότερα, έχουν πεθάνει και άνθρωποι. Ο Λάμποβος έχει πολλές ιδιαιτερότητες: Η πρώτη ιδιαιτερότητα είναι ο καιρός. Είναι πολύ άσχημος, πολλές φορές. Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι το μέρος, είναι… είναι περίεργα κατασκευαστικά, είναι πολύ δύσκολο, αλλά είναι και πολύ ζεστό. Υπάρχουν άλλα παζάρια, τα οποία είναι πολύ πιο εύκολα, πολύ πιο προσβάσιμα, να το πω έτσι, αλλά τέλος πάντων, είναι κρύα, το δικό μας το παζαράκι είναι ωραίο και ζεστό και έχει την ομορφιά του και έχει το δρόμο του κτλ. Όσον αφορά τον κόσμο; Εκεί… εκεί είναι το περίεργο της υπόθεσης. Ο κόσμος στο παζάρι σε βλέπει διαφορετικά όταν δουλεύεις μέσα στο παζάρι απ’ ό,τι όταν δουλεύεις έξω. Δηλαδή ο τρόπος που μου μιλάνε όταν με βλέπουν στο μαγαζί σε σχέση με το πώς μου μιλάνε όταν με βλέπουν στο παζάρι είναι εντελώς διαφορετικός. Δεν ξέρω γιατί… Δεν μπορώ να το καταλάβω, ειδικά όταν μιλάμε για την Παραμυθιά, που με ξέρουνε κιόλας. Παρόλα αυτά, έχεις… άμα κάτσεις και το σκεφτείς, είναι γεμάτο ιστορίες, πραγματικά... Από τη γιαγιά που σχεδόν κάθε χρόνο ή κάθε δεύτερο χρόνο έρχεται και μου ζητάει μία μαύρη ζακέτα και μόλις της δίνω μία μαύρη ζακέτα, μου λέει να της δώσω πιο σκούρο χρώμα και εγώ προσπαθώ μετά από 20 χρόνια να καταλάβω ποιο χρώμα είναι το πιο σκούρο από το μαύρο... Από τον παππού που του πούλησα μία ψησταριά –κάνε εικόνα: Έχω 15 μέτρα πάγκο, χίλια-κάτι πλεχτά στον πάγκο και άλλα χίλια-τόσα πίσω, δηλαδή δύο χιλιάδες πλεχτά, δηλαδή κοιτάς αυτό το πράγμα και βλέπεις δύο χιλιάδες πλεχτά ρούχα. Και η μητέρα μου έχει πάει στη διπλανή μου και έχει αγοράσει μία ψησταριά, σχάρα και την έχει ακουμπήσει πάνω στον πάγκο και προσπαθεί να βρει κάτι στην τσάντα της και να πάρει τη σχάρα και να φύγει. Οπότε έρχεται ο πάππους και πάνω στα δύο χιλιάδες πλεχτά μού λέει: «Πόσο κάνει αυτό;» κι εγώ ξέρω ότι έκανε 10 ευρώ, γιατί την έχω δίπλα μου, και του λέω: «10 ευρώ», μου πετάει το 10ευρω, παίρνει την ψησταριά και φεύγει. Γυρνάει η μητέρα μου και ψάχνει να βρει τη σχάρα και βλέπω ένα 10ευρω επάνω… Εντάξει, δεν υπάρχει: «Πού πήγε;», «Την πούλησα», της λέω, «Τι πούλησες;», «Πάρε άλλη. Δεν είναι τίποτα περίεργο!». Τρομακτικό... Από το ότι έρχονται –κάνε πάλι εικόνα: 15 μέτρα πάγκο, στο πρώτο μέτρο είμαι εγώ και πουλάω ανδρικά στο δέκατο πέμπτο είναι η μητέρα μου και πουλάει γυναικεία, έτσι; Τέρμα πάνω. Οπότε έρχεται ο σωστός ο Παραμυθιώτης και μου λέει: «Πόσο κάνει αυτή η ζακέτα;», «30 ευρώ», «30 ευρώ; 30 ευρώ; Άμα είναι να δώσω 30 ευρώ, θα πάω να τα δώσω στην Παραμυθιώτισσα», μου λέει, «την Ασημούλα, που βγάζει και καλά πλεχτά, δε θα τα δώσω σ’ εσένα! Άκου, λέει, 30 ευρώ...!». Και φεύγει και πηγαίνει τέσσερις παράγκες παραπάνω στη μητέρα μου και της λέει: «Τι κάνεις, Ασημούλα; Καλά είσαι;», «Καλά», «Έχεις ανδρικές ζακέτες;» «Έχω», «Πού έχεις;» «Κάτω», «Θα μου δείξεις καμία;», «Πάμε να σου δείξω». Το πρόσωπό τους όταν με βλέπουνε και αντιλαμβάνονται ότι μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο είναι ανεκτίμητη η έκφρασή τους, είναι ανεκτίμητο, πραγματικά! Και δε μιλάμε για δύο, συνέχεια αυτό το πράγμα. Μερικοί ντρέπονται, φεύγουνε, οι περισσότεροι το διακωμωδούν και έρχονται κτλ., πάρα πολλοί που μου λένε «Δεν υπάρχει, όχι, όχι, είσαι πολύ ακριβός για παζάρι, θα πάω καλύτερα στο μαγαζί εδώ πέρα. Εμείς έχουμε βιοτεχνία δικιά μας εδώ πέρα και τα βγάζουμε». Έχω όλα τα είδη ταμπέλας που υπάρχουν, έχω ετικέτες, έχω καρτελάκια, δεν ξέρω, να το γράψω στο πρόσωπό μου ότι είμαι ο Παραμυθιώτης που βγάζει; Δεν μπορώ να καταλάβω τι πρέπει να κάνω... Ναι, είναι περιπτώσεις τέτοιες. Ε, και μετά μιλάμε και για τους παζαριώτες, που τόσα χρόνια στα παζάρια έχω γνωρίσει πολύ καλούς ανθρώπους. Μπορεί να μην ταιριάζεις με τον άλλον, μπορεί εκτός παζαριού να μην έχουμε καμία σχέση ο ένας με τον άλλον στα γούστα μας, στο τι ρόλο βαράμε, αλλά επειδή εκείνη τη συγκεκριμένη εβδομάδα και για 1 εβδομάδα περνάμε ταυτόχρονα το ίδιο πράγμα και μόνο αυτός καταλαβαίνει πώς εγώ σκέφτομαι, ότι είμαι εκεί 16 ώρες και τι κάνω κτλ. και εγώ καταλαβαίνω αυτόν, βρίσκουμε μια επαφή. Με κάποιο λόγο… για κάποιο λόγο με αυτούς τους ανθρώπους, όταν βρισκόμαστε στα παζάρια, κάνουμε πάρα πολλή παρέα. Βγαίνουμε συνέχεια, καφέδες, ιστορίες, μιλάμε. Εκτός παζαριών, έχουμε ένα τηλέφωνο, τα τυπικά: «Τι κάνεις;», «Καλά», «Χρόνια πολλά», ως εκεί. Μες στα παζάρια, όμως, κάπως –πώς να το πω τώρα;– σαν να είναι οι κολλητοί μας. Και εκτός, εντάξει, ο καθένας τους φίλους του, την οικογένειά του κτλ. Έχω γνωρίσει πολύ καλούς ανθρώπους, η αλήθεια είναι αυτή, όλα αυτά τα χρόνια, και φυσικά, έχω γνωρίσει και το αντίθετο. Για παράδειγμα, πριν μερικά χρόνια στα Γιάννενα το παζάρι μοιραζότανε στα δύο, το ένα κομμάτι το έφτιαχναν κάποιοι από το Δήμο, τέλος πάντων, Ιωαννίνων και εκεί σε αυτό το κομμάτι μπαίναμε, όσο είναι το δυνατόν, οι περισσότεροι ήμασταν Έλληνες βιοτέχνες, εμπορικό κομμάτι, πιο καλό ρούχο κτλ., και το άλλο κομμάτι του παζαριού είχε κυρίως ό,τι μπορείς να φανταστείς σε αλλοδαπούς από Κίνα, Πακιστάν κτλ., που είχε πιο –πώς να το πω τώρα;–: «Ό,τι πάρεις 1 ευρώ», όλα αυτά τα είδη. Τα δύο κομμάτια τα χειριζόντουσαν διαφορετικοί άνθρωποι. Τότε δυστυχώς ακόμα δεν είχε γίνει στα Γιάννενα το παζάρι να μπορεί να το παίρνει ο Δήμος, ήτανε κάποιοι μπροστινοί, τέλος πάντων, να το πω έτσι, οι οποίοι εκμεταλλευόντουσαν τις καταστάσεις. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία να μπω σε λεπτομέρειες σ’ αυτό, σημασία έχει ότι καθόμαστε μία φορά με την αδερφή μου και αυτός που έκανε το δικό μας το κομμάτι του παζαριού ήταν ένας πολύ κυριλέ τύπος, πολύ ευγενικός και νορμάλ και μια χαρά μαζί μας και μια χαρά και εμείς μαζί του. Η άλλη πλευρά, όμως, δεν ξέρω, ίσως και λόγω του ότι το πελατολόγιο τους ήταν διαφορετικό από μας, κυριολεκτικά είχε μπράβους. Μπράβους οι οποίοι κυκλοφορούσαν για να πάρουν τα λεφτά, γινόντουσαν πολύ άσχημα πράγματα μες στο παζάρι και γι’ αυτό και σταματήσαμε από τα Γιάννενα, γιατί δεν άξιζε τον κόπο. Λοιπόν, οπότε κάποια στιγμή καθόμασταν με την αδερφή μου μέσα στο παζάρι, δίπλα-δίπλα, και εκεί που είμαστε ξαφνικά έρχεται ένας τύπος 2 μέτρα, κρατώντας έναν μπαλντά στη ζώνη –όχι, δεν το κράταγε, το είχε στη ζώνη. Μπαλντά, κανονικό, τόσος… Μπαίνει μέσα, τον κοιτάω, με κοιτάει, κοιταζόμαστε, ψαρώνω και του λέω: «Τι θέλεις;», μπήκε μέσα στο χώρο δηλαδή, έφτασε από πάνω μου. Την ώρα που είναι έτοιμος να μου μιλήσει, πετάγεται ένας άλλος και του λέει: «Όχι, όχι, δεν είναι αυτός, δεν είναι ο δικός μας αυτός, είναι άλλος», με κοιτάει αυτός, μου λέει: [01:00:00]«Ποιο νούμερο είσαι εδώ;», του είπα το νούμερο της παράγκας: «Ωπ, συγγνώμη, φιλαράκι», μου λέει, «Με συγχωρείς, ε; Δεν έγινε τίποτα;», φεύγει, πηγαίνει σε έναν άλλον λίγο παρακάτω και απλά τον απειλούσε με τον μπαλντά, για να του πάρει τα λεφτά. Εκείνη τη στιγμή κοιταχτήκαμε με την αδερφή μου και είπαμε ότι ήρθε το τέλος για μας, ναι. Δηλαδή τότε το πήραμε απόφαση ότι ό,τι και να γίνει, δεν υπάρχει λόγος να είμαστε πλέον σε αυτό το χώρο και αποφασίσαμε ότι θα κάνουμε το Λάμποβο, που είναι δικό μας μέρος και είναι Παραμυθιά, και οτιδήποτε άλλο όχι. Ε, ξαφνικά ναι, σου βγήκε. Την ίδια… την ίδια χρονιά, μετά από λίγες μέρες, ως εκδίκηση, η παρέα αυτουνού που ο άλλος πήγε με τον μπαλντά μπήκανε μέσα στο παζάρι με αυτοκίνητα και πυροβολούσανε με… με όπλα, τέλος πάντων, και είχε έρθει αστυνομία και μας κλείσαν και έγινε ένας κακός χαμός... Καλές εποχές... Τα παζάρια είναι ωραία. Όταν ξεκίνησαν και άρχισαν να γίνονται πιο επαγγελματικά στην κατασκευή και στην οργάνωσή τους, τα πήραν οι Δήμοι και άρχιζαν να τα διαχειρίζονται αυτοί, γίνανε και πιο καθαρά και πιο καλά, παλιότερα υπήρχαν ομάδες, υπήρχαν αντίπαλες καταστάσεις, τέλος πάντων, βεντέτες και, και... Και εμείς οι καημένοι ήμασταν μπλεγμένοι στη μέση, κάπως έτσι. Αυτά.

Τ.Δ.

Πώς φαντάζεσαι τη βιοτεχνία σας σε 10 χρόνια; 

Σ.Μ.

Ειλικρινά; Κλειστή. Εγώ είμαι 37, οι αδερφές μου είναι 50, η βιοτεχνία αυτή τη στιγμή αποτελείται από τέσσερα κύρια μέρη: εμένα, την αδερφή μου τη Χρυσάνθη, την αδερφή μου την Ξανθούλα και το γαμπρό μου το Φώτη. Ο γαμπρός μου, η αδερφή μου η Χρυσάνθη, η αδερφή μου η Ξανθούλα σε 10 χρόνια ακριβώς βγαίνουν στη σύνταξη, και οι τρεις. Μία βιοτεχνία που αποτελείται από τέσσερα μέρη, όταν τα τρία σταματήσουν να δουλεύουνε, δεν μπορεί να συνεχίσει με το ένα. Και να σου πω την αλήθεια, δε θα ‘χω ούτε τη δύναμη ούτε τη διάθεση να συνεχίσω μόνος μου κάτι τέτοιο. Ο μόνος λόγος που την έχουμε βγάλει καθαρή μέχρι τώρα και επιβιώσαμε 4 χρόνια μνημόνια, δύο χρόνια Covid, lockdown, χαμένα λεφτά και όλα αυτά και υπάρχουμε ακόμα και την έχουμε ανοιχτή την επιχείρηση, είναι καθαρά γιατί τα βρίσκουμε μεταξύ μας και είμαστε καλά οικογενειακά. Βοηθάει ο ένας τον άλλον, κάποια στιγμή θέλει ο ένας περισσότερα, κάποια στιγμή θέλει ο άλλος περισσότερα, αλλά στο τέλος είμαστε όλοι μαζί. Όπως σου είπα πιο πριν, είναι πολύ δύσκολο να κάνεις συνεταιρισμό με οικογένεια, αλλά εάν πετύχει και αν η οικογένεια μεταξύ της τα βρίσκει καλά, η δύναμη αυτού του συνεταιρισμού είναι πολύ ανώτερη από οποιονδήποτε άλλο και έτσι το βλέπω εγώ και έτσι τα καταφέραμε δηλαδή. Οπότε ναι, για μένα αυτή τη στιγμή… Αν με ρώταγες πριν 10 χρόνια, όταν ξεκίνησα και πήρα την επιχείρηση, το πρώτο μου όνειρο ήτανε να φτάσω την επιχείρηση σε 1 δεκαετία να μην κάνει παζάρια, να δουλεύει χονδρική, να κάνει εξαγωγές και να είναι πολύ ανώτερη. Με το που το σκέφτηκα αυτό, μετά από 1 χρόνο ήρθε το μνημόνιο 1, οπότε μετά το όνειρο άλλαξε και έγινε να κρατήσω τη βιοτεχνία ανοιχτή, να μην κλείσει αυτή η επιχείρηση, η οποία φέτος είμαστε στα… 50 χρόνια, μάλλον του χρόνου ακριβώς θα είμαστε στα 50 χρόνια, αλλά τέλος πάντων, κοντά στην πενηνταετία. Έχει πολλή ιστορία πίσω της. Οπότε, περνώντας αυτή η δεκαετία, αυτό που ήθελα ήταν να… να καταφέρω να την κρατήσω ανοιχτή. Και τα καταφέραμε και από αυτό ζούμε και από αυτό μεγαλώσαμε όλοι κτλ. Τώρα ναι, αν με ρωτάς πού βλέπω τη βιοτεχνία σε 10 χρόνια, αλήθεια σου μιλάω, τη βλέπω κλειστή. Και τη βλέπω κλειστή, όμως, όχι άσχημα, τη βλέπω καλά. Δηλαδή θα ήταν για μένα πολύ ιδανικό να μπορέσω μετά από 10 χρόνια να βγάλω μία ανακοίνωση και να πω ότι: «Μετά από 60 χρόνια η βιοτεχνία μας κλείνει λόγω συνταξιοδότησης, ευχαριστούμε πολύ το κοινό της Παραμυθιάς που μας στήριξε...», ό,τι πλεχτά έχω να τα βγάλω έξω κοστολόγιο, να τα πάρει ο καθένας, ό,τι να ‘ναι, δε με νοιάζει και να γίνουν όλα πολύ ωραία. Και εγώ που είμαι μικρότερος να προχωρήσω στο επόμενο βήμα της ζωής μου, το οποίο, αν με ρωτήσεις ποιο είναι, δεν ξέρω, έχω εστιάσει καθαρά σε αυτό που κάνω τώρα και οι αδερφές μου να ξεκουραστούνε και να απολαύσουν τη σύνταξή τους. Οπότε ναι, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, αυτή η βιοτεχνία έχει ένα πλάνο δεκαετίας, 12-11, εντάξει, στο περίπου.

Τ.Δ.

Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχεις πάρει από όλη αυτή την εμπειρία της οικογενειακής σας επιχείρησης, αυτό που έχεις μάθει, αυτό που σου έχει δώσει; 

Σ.Μ.

Πήγα και σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων, Μάρκετινγκ και Λογιστική. Θεωρητικά δηλαδή έχω τη δυνατότητα, ήμουνα λογιστής Β και θα μπορούσα να γίνω και ο λογιστής κανονικά, έχω κάνει αρκετά καλά… καλά σεμινάρια και σπουδές στο Μάρκετινγκ, και φυσικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων. Μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι 4 χρόνια στη σχολή αυτά που έμαθα είναι 6 μήνες σε μία επιχείρηση, μπορώ να σου πω μπορεί και λιγότερο. Εμπειρία. Ήμουνα καλός με τα νούμερα πάντα και τη διαχείριση καταστάσεων. Εμπειρία, αυτό σου δίνει η βιοτεχνία, δηλαδή απλά σε κάνει πιο δυνατό σε ένα κομμάτι, το οποίο γενικότερα σε κάνει και πιο δυνατό στη ζωή σου από όλα τα υπόλοιπα πράγματα. Καλές στιγμές, κακές στιγμές, υπήρχαν φορές που ευχόσουνα να είσαι κάπου υπάλληλος και να μην έχεις το άγχος του ελεύθερου επαγγελματία, ζήλευα πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι τελειώνανε τη δουλειά τους, όσες ώρες και να δουλεύανε, πήγαιναν σπίτι τους και δεν υπήρχε αυτό το πράγμα, να δουλεύεις στο μυαλό σου μέχρι την επόμενη μέρα, που θα πας πάλι στη δουλειά. Δυστυχώς για τον ελεύθερο επαγγελματία και ειδικά για τον κλάδο το δικό μας, τα τελευταία χρόνια είναι εικοσιτετράωρο, δηλαδή κοιμάσαι λίγο και λες: «Ευτυχώς, κοιμήθηκα και σταμάτησα να σκέφτομαι αυτό το κομμάτι». Μου έχει αφήσει καλές στιγμές, δεν το συζητάω, πολλές, γέλιο, έχει αφήσει λεφτά, μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, εννοείται. Θεωρώ ότι απλά με έχει κάνει πιο δυνατό χαρακτήρα. Δηλαδή αυτό, εκεί έχω καταλήξει, στο ότι ό,τι άλλο και να προκύψει, ό,τι έχει προκύψει μάλλον στη ζωή μου, άσχετα από την επιχείρηση και ό,τι άλλο και να προκύψει, με έχει κάνει πιο δυνατό στο να το διαχειριστώ, επειδή έχω διαχειριστεί τις δυσκολίες της βιοτεχνίας. Από το έκανε πυρετό η κόρη μου και είχε σπασμούς και έπρεπε να την πάμε γρήγορα στο νοσοκομείο, ο τρόπος που διαχειρίζεσαι μια ένταση στη ζωή σου έχει να κάνει και με το τι έχεις μάθει και το πώς διαχειρίζεσαι όλες τις εντάσεις και όλα τα πράγματα που σου συμβαίνουν. Οπότε ναι, η επιχείρηση αυτό, μου έχει δώσει η δουλειά γενικότερα, μου έχει δώσει εμπειρία πολλή και ηρεμία στο να διαχειρίζομαι τα πράγματα όσο πιο σωστά και ορθολογικά μπορώ. Αυτό έχει περάσει μέσα απ’ τη δουλειά δηλαδή και απ’ τις καταστάσεις που γίνονται. 

Τ.Δ.

Στους νέους και όχι μόνο ανθρώπους που θέλουνε να ξεκινήσουν κάτι δικό τους, να γίνουν κι εκείνοι ελεύθεροι επαγγελματίες, τι θα τους έλεγες σήμερα;  

Σ.Μ.

Ωραία ερώτηση… Πάντα πίστευα ότι είναι προτιμότερο να κάνεις κάτι μόνος σου, να μετρήσεις τις δυνάμεις σου και να δεις αν θα τα καταφέρεις, παρά να δουλεύεις υπάλληλος κάπου. Ο ελεύθερος επαγγελματίας δεν έχει ούτε ταβάνι ούτε πάτο. Μπορεί να χρεοκοπήσει και να περάσει πολύ άσχημα και να βγει με ζημιά, αλλά δεν έχει ταβάνι. Ο υπάλληλος έχει ταβάνι, είτε δημόσιος υπάλληλος είσαι είτε ιδιωτικός υπάλληλος είσαι, έχεις ένα ταβάνι: 700 ευρώ; 800; 1.000; Εκεί είναι, δεν μπορείς να πας παραπάνω. Ο ελεύθερος επαγγελματίας μπορεί να πεινάσει, μπορεί να του πάρουν το σπίτι, μπορεί να βγάλει 1.000 ευρώ, μπορεί να βγάλει 2.000 ευρώ, μπορεί να βγάλει 5.000 ευρώ. Αναλόγως με το πόσο καλός είναι και πόσο το επιτρέπουν οι συνθήκες της κοινωνίας γύρω του, μπορεί να τα καταφέρει, μπορεί και όχι. Πάντα ήμουν υπέρμαχος του να κάνει ο άλλος δικιά του δουλειά. Αυτό το κομμάτι, αυτό το… όχι κομμάτι, αυτός ο… αυτή η λογική που έχει περάσει στους Έλληνες τα τελευταία χρόνια, να γίνουμε υπάλληλοι, που το ‘χω πει εγώ ο ίδιος για τον εαυτό μου πολλές φορές, ότι: «Α, ρε, να ‘μουνα υπάλληλος, χίλιες φορές!», γενικά δεν είναι ωραίο. Δε λέω ότι όλοι πρέπει να γίνουμε ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά εάν βρει κάποιος την ευκαιρία και το μελετήσει σωστά να κάνει κάτι δικό του, ναι, να το κάνει. Πρόσεξε, όμως, τι γίνεται: Αυτή τη στιγμή το κράτος μας και γενικά το όλο το φορολογικό και διοικητικό σύστημα που έχουμε στην Ελλάδα είναι ενάντια σε αυτό το πράγμα, είμαστε έτσι στημένοι, ώστε να σε δυσκολεύει πάρα πολύ στο να κάνεις κάτι δικό σου ή, τουλάχιστον, να κάνεις… ή, τουλάχιστον, να κάνεις κάτι δικό σου σωστά και επαγγελματικά. Σου βγάζει πολλά εμπόδια, και γραφειοκρατικά και από τράπεζες και φορολογικά και χίλια δυο πράγματα. Προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να βρουν τρόπο να το αλλάξουν αυτό το πράγμα, βέβαια βρίσκουνε μία λύση, βρίσκουνε και ένα πρόβλημα ταυτόχρονα, δεν ξέρω πώς το καταφέρνουν αυτό, είναι πολύ περίεργο. Το σημαντικό είναι ότι, εάν κάποιος νέος άνθρωπος τώρα με ρωτούσε εμένα, που αυτή τη στιγμή, ενώ είμαι 37 στα 38, έχω 20 χρόνια ακριβώς που το κάνω αυτό το πράγμα και μου έλεγε: «Να κάνω κάτι δικό μου», θα τον έβαζα κάτω, θα κάναμε μία τρομερή ανάλυση, πριν του πω έτσι ελαφρά τη καρδία: «Ναι, να κάνεις κάτι δικό σου» ή «Ναι, μείνε υπάλληλος», θα πρέπει να κάνω μία τρομερή ανάλυση και αν έβγαιναν τα νούμερα, τότε να προχωρήσει και να κάνει κάτι δικό του. Δεν μπορείς να το πεις εύκολα στον άλλον αυτό: «Να ανοίξω μία επιχείρηση;», «Ναι, θέλει πολλή μελέτη πλέον». Παλιά άνοιγες μία επιχείρηση πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι τώρα. [01:10:00]Μπορεί να χανόντουσαν κάποια λεφτά, μπορεί να βγαίνανε κάποια λεφτά, αλλά πάντα βρισκόταν κάτι. Τώρα δεν ισχύει αυτό το πράγμα, τώρα ένα λάθος στοιχίζει πολύ περισσότερο από παλιά. Επομένως, ναι, εάν με ρωτούσε κάποιος, με πολλή μελέτη, ναι, να κάνει κάτι δικό του, να μην είναι υπάλληλος, αν μπορεί να κάνει κάτι δικό του, είναι πολύ καλό. Εάν δεν υπάρχουν, όμως, οι κατάλληλες συνθήκες, τότε: «Όχι, μη ρισκάρεις, μείνε στο να είσαι υπάλληλος, δεν είναι κακό, είναι μια χαρά, μπορώ να εγγυηθώ ότι θα έχεις λιγότερο άγχος και θα περνάς πολύ πιο ευχάριστα τη ζωή σου, ειδικά αν είσαι υπάλληλος σε μια καλή δουλειά, αν δεν σε εκμεταλλεύονται, σε πληρώνουν καλά» –γιατί παίζουν και αυτά ρόλο, πολύ σημαντικό–, «μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή και η κατάλληλη ευκαιρία να κάνεις κάτι δικό σου». Επίσης, κάτι βασικό: Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι φτιαγμένοι για να κάνουν όλα τα πράγματα. Κάποιοι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να είναι υπάλληλοι και αυτό που λέω τώρα δεν είναι υποτιμητικό. Κάποιοι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να ακολουθούν εντολές και αυτές τις εντολές να τις μετουσιώνουν σε πολύ σωστό έργο και να τελειώνουν τη δουλειά τους και μετά να κάνουν τη ζωή τους. Κάποιοι άλλοι άνθρωποι είναι πιο ελεύθερα πνεύματα, κάποιοι άλλοι άνθρωποι είναι πιο –πώς να το πω τώρα;– κολλημένοι στο στόχο, το βλέπουν αλλιώς το πράγμα, το… Όλοι έχουνε διαφορετικό μυαλό, όλοι διαχειρίζονται τις καταστάσεις διαφορετικά, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν κάνουμε όλοι για να είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες, δεν κάνουμε όλοι για να είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, δεν κάνουμε όλοι για να είμαστε καλλιτέχνες, δεν κάνουμε όλοι για να είμαστε συγγραφείς, για να είμαστε ζωγράφοι, για να είμαστε μουσικοί, ο καθένας έχει το δικό του. Αυτός, ο κάθε άνθρωπος χωριστά, πρέπει να το βρει αυτό το δικό του κομμάτι να το κάνει. Μπορείς να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας; Αντέχεις την πίεση; Αντέχεις το… τα ωράρια; Αντέχεις το άγχος; Αντέχεις ότι κάποια στιγμή μπορεί να βρεθείς να χρωστάς λεφτά; Μπορεί να βρεθείς να σου χρωστάνε λεφτά, που είναι ακόμα χειρότερο. Μπορεί να βρεθείς να χάνεις λεφτά από κάποιον, δηλαδή να δουλεύεις για κάτι και αυτός ο άλλος απέναντί σου να σου κλέψει τα λεφτά πρακτικά. Το αντέχεις αυτό το πράγμα; Κάν’ το. Έχεις κάποιο ταλέντο; Είσαι πολύ καλός σε κάτι; Κάν’ το. Δεν; Θέλεις απλά να κάνεις μία δουλειά σου, να παίρνεις κάποια συγκεκριμένα χρήματα που σου αρκούνε και από κει και πέρα να κάνεις τη ζωή σου τις υπόλοιπες ώρες της μέρας σου; Κάνε αυτό. Αυτό.

Τ.Δ.

Ωραία. Νομίζω, Σωτήρη, πως, αν δεν έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις, έχουμε φτάσει προς το τέλος. 

Σ.Μ.

Ωραία. Ελπίζω να μην κούρασα, ελπίζω να βρείτε λίγο ενδιαφέρουσα τη ζωή μου. Δεν ξέρω, τι να πω; Ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή την ευκαιρία! Όταν το πρωτοσυζητήσαμε, έτσι, μου φάνηκε κάπως περίεργο, αλλά πραγματικά, νομίζω ότι ήτανε τζάμπα ψυχολόγος, αλήθεια σου λέω...! Δηλαδή δεν πλήρωσα τίποτα, πραγματικά! Και δεν έχει τύχει ποτέ να… δηλαδή έχω κάνει πολλές φορές τέτοιες συζητήσεις, αλλά είναι πολύ ωραίο να το λες στον άλλον αυτό, πώς το βλέπεις, πώς το σκέφτεσαι κτλ. Είναι πολύ ωραίο όλο αυτό, πολύ ωραίο γενικότερα αυτό που πάει να στηθεί με το site και τις ιστορίες των ανθρώπων… Αυτά, φχαριστώ πάρα πολύ! 

Τ.Δ.

Εγώ σ’ ευχαριστώ. 

Part of the interview has been removed for legal issues.

Summary

Ο Σωτήρης Μάρκου μιλά για την οικογενειακή βιοτεχνία πλεκτών, τη Viomark, η οποία εδρεύει στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Ξεκινά με το ιστορικό ίδρυσής της από τον πατέρα του, που από μια χειροκίνητη μηχανή στην Αθήνα κατάφερε να στήσει μια αποκεντρωμένη επιχείρηση με ογκώδη αυτόματα μηχανήματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο Σωτήρης κυριολεκτικά μεγάλωσε υπό το «νανούρισμα» των μηχανών και ως ζωηρή «μασκότ» στις εμποροπανηγύρεις πώλησης των πλεκτών. Τα χρόνια περνούν και ο αφηγητής αναλαμβάνει μαζί με τις αδερφές του τη βιοτεχνία, στους χαλεπούς όμως καιρούς της οικονομικής κρίσης, των μνημονίων και του Δημοψηφίσματος. Η βιοτεχνία παλεύει με τέρατα, ωστόσο καταφέρνει και στέκεται όρθια, μολονότι πλέον πιο μοναχικά. Έπειτα, ο Σωτήρης αφηγείται ιστορίες από τα παζάρια, και ειδικότερα το Λάμποβο, το σήμα κατατεθέν της Παραμυθιάς. Περιγράφει μάλιστα πώς μια επιχειρηματική περιπέτεια στάθηκε αφορμή να γνωρίσει τη μέλλουσα γυναίκα του. Η αφήγηση τελειώνει με τον αφηγητή να αναλογίζεται το μέλλον της Viomark, τα οφέλη του σε οικονομικό, συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο από τη διοίκηση της επιχείρησης και μοιράζεται ορισμένες βιωματικές συμβουλές του σε επίδοξους νέους ελεύθερους επαγγελματίες.


Narrators

Σωτήρης Μάρκου


Field Reporters

Τάνια Δημάκα



Interview Date

12/10/2021


Duration

73'