Ένας δημοδιδάσκαλος στη Νέα Βύσσα Ορεστιάδας
Segment 1
Οι σπουδές σε Αθήνα και Αλεξανδρούπολη και η περιπέτεια υγείας
00:00:00 - 00:18:32
Partial Transcript
Καλησπέρα, λέγομαι Χρυσή Δήμητρα Τσικμανλή, βρισκόμαστε στο σπίτι μου στη Νέα Βύσσα του Έβρου και είναι 19 Αυγούστου του 2021. Θέλετε να μ… είπα;–, το σιχαίνομαι. Το πρώτο που τη ρώτησα: «Αν πάρουμε αυτοκίνητο, έχεις δίπλωμα;». Λόγος για να κάνεις σχέση… Τέλος πάντων όλα καλά.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 2
Επιστροφή στις ρίζες και ενασχόληση με το θέατρο και το εθνικό ωδείο
00:18:32 - 00:33:31
Partial Transcript
Και να σας ρωτήσω, όταν επιστρέψατε στη Βύσσα τότε στην ουσία ήτανε που αρχίσατε- Τότε- Την ουσιαστική καταγραφή- Γύρισα σε ένα σπίτι- Τ…ι, για να μπορώ να είμαι εκεί. Αυτά δεν θέλουν, για να είσαι καλός θέλουν αποκλειστικές σχέσεις κάποια πράγματα. Δε θέλουν να τους απατάς.
Lead to transcriptSegment 3
Αναμνήσεις από την οικογένεια, η ζωή σαν δάσκαλος και οι παραδόσεις του χωριού
00:33:31 - 00:47:35
Partial Transcript
Όλα αυτά όταν επιστρέψετε στη Βύσσα σάς έλειψαν; Όχι! Σου είπα, επειδή είμαι άνθρωπος που ό,τι έχει έλλειμμα βάζει κάτι άλλο, βρίσκεις να β…ι έγινα κομμουνιστής». Ιδεολογία! Σου αρέσει; Τέλος πάντων, τέτοιες ιστορίες, σκληρή κοινωνία. Ο νόμος του ισχυρότερου, ο μάγκας επιβίωνε.
Lead to transcriptLocations
Segment 4
Ο Σύλλογος Καραθεοδωρή, το σχολείο της Βύσσας και η προσπάθεια διατήρησης της παράδοσης
00:47:35 - 01:10:05
Partial Transcript
Με τον σύλλογο εδώ πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε; Με τον σύλλογο, όταν ήρθα, δεν ήξερα κανέναν. Πήγα, είδα ένα πανηγύρι, ιστορίες. Κάπου ε…χαριστώ πάρα πολύ. Και όπως βλέπεις, αυτά δεν τα κανονίζεις, τα φέρνει η ζωή. Τελειώσαμε; Γεμίσαμε το χρόνο; Να είστε καλά. Τίποτα!
Lead to transcriptLocations
[00:00:00]Καλησπέρα, λέγομαι Χρυσή Δήμητρα Τσικμανλή, βρισκόμαστε στο σπίτι μου στη Νέα Βύσσα του Έβρου και είναι 19 Αυγούστου του 2021. Θέλετε να μας πείτε το όνομά σας;
Βεβαίως, Σαραντίδης Σαράντης γέννημα θρέμμα του χωριού της Νέας Βύσσας, με απουσίες βέβαια στο μεσοδιάστημα μακρόχρονες. Κάτοικος όμως τώρα πια εδώ από το 2006. Να πω και επάγγελμα;
Βεβαίως.
37 χρόνια δημοδιδάσκαλος. Κύρια η ασχολία είναι αυτό.
Γνωρίζω όμως ότι ασχολείστε και με την καταγραφή…
Γενικά κάνω ό,τι μου αρέσει σαν άνθρωπος. Κατά περιόδους κάνω ό,τι λαχταράει η ψυχή μου. Από να ερωτευτώ τη γη και να ψάχνω τα βοτάνια και τους μπαξέδες, την τέχνη σε κάθε μορφή της, την παράδοση, την ιστορία, τους ανθρώπους. Εξάλλου, όλη η ζωή είναι ένας έρωτας.
Πώς σας μπήκε το πρώτο μικρόβιο;
Το πρώτο μικρόβιο. Νομίζω ότι είναι ο τρόπος που μεγαλώνεις, είναι η βιωματική σου κατάσταση. Η παράδοση ήταν πολύ ζωντανή στο σπίτι μου, την είχα δεδομένη. Τραγουδούσε ο παππούς, τραγουδούσε η μαμά, η θεία, η γιαγιά. Μεγαλώσαμε χωρίς τηλεόραση, μεγαλώσαμε χωρίς ρεύμα στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, οπότε τα ακούσματα των μύθων, των μασαλιών το βράδυ ήταν πολύ σημαντικά. Και επειδή εγώ δεν είχα την πολυτέλεια να παίζω με τα άλλα παιδιά, ως μοναχοπαίδι ήμουν εγκλωβισμένος από σκληρούς κανόνες της γιαγιάς, αναγκαστικά από πολύ μωρό κάνω παρέα με πολύ μεγαλύτερους και το παιχνίδι μου ήταν να ακούω και να καταγράφω τις ιστορίες των μεγάλων. Ήταν παιχνίδι. Η αποκωδικοποίηση, το τι έγραφα, το τι σήμαιναν όλα αυτά, έγινε σε μεγάλη ηλικία. Όταν γυρνώντας στο χωριό σε κάποιες διακοπές ανασκάλευα παλιά τετράδια, λευκώματα και τα λοιπά… Και τώρα θα σου πω κάτι που δεν ξέρω, ένα παλιό μασάλι. Ήταν το μότο της γιαγιάς μου, το έλεγε τακτικά. Στο παλιό το χωριό, λέει, υπήρχαν τάξεις, τα σόγια. Όταν μιλάνε για σόγια εννοούν κοινωνικές τάξεις – υπήρχαν φτωχά σόγια, πλούσια, τα πάντα. Υπήρχε, λοιπόν, λέει, και μια φτωχιά, μοναχιά, μια παπούτσι είχε να βάλει μες στις τρύπες και στα μπαλώματα. Και περνούσε ένας με ένα γκατζόλι και δύο καλάθια και πουλούσε ψάρια. Φώναζε, λέει, «Ψάρια! Ψάρια!», βγήκαν όλοι, βγήκε και αυτή. Δεν θυμάμαι το παρατσούκλι που της έλεγε. Ας την πούμε εμείς κατά το νεοελληνικόν «Ψωροκώσταινα από το Ναύπλιο». Μόλις την είδαν όλοι την μπάμπω, έκαμαν στην άκρη να της δώσουν σειρά. Της λέει αυτός: «Τι θες εσύ;», «Θα με δώσεις», λέει, «ψάρια, αλλά όσο θα σηκώσει το καντάρι αυτό!» Ανοίγει τη χούφτα της λέει, κρατάει ένα στρογγυλό μπομπόλι μαύρο και άσπρο. Της λέει αυτός: «Να σε δώσω, βρε μπάμπω, κάνα δυο ψάρια να πας στο σπίτι σου να φας;». «Αυτό που σου είπα! Θα το βάλεις αυτό από τη μία μεριά στο καντάρι, στο άλλο θα βάλεις όσα ψάρια θα σηκώσει». Τι να κάνει, λέει, λίγο αυστηρά του το είπε, ξεκινάει αυτός βάζει από το ένα και αρχίζει να βάζει ψάρια. «Εκείνο», λέει ένας, «στρογγυλό, μικρούτσικο». Βάζει ένα ψάρι βαρύ από το μπομπόλι. «Όλα τα ψάρια τα έβαλε, εκείνο δεν σηκώθηκε, βαρύ». Τη λέει «Μα βάβω, τι είναι αυτό; Έφαγε όλα τα ψάρια μου, δεν χόρτασε». Λέει «Σταμάτα να δεις». Και μου λέει η βάβω παίρνει μια χούφτα χώμα, το μαϊνάει πάνω στο μπομπόλι, το καντάρι από τα ανάποδα, τα ψάρια γίνηκαν βαριά. «Ρε μπάμπω, τι είναι αυτό;» «Ανθρωπίσιο μάτι είναι, παιδί μου, δεν το χορταίνει. Πάρε με μία χούφτα χώμα να το θυμάστε». Σοφία των ανθρώπων της Αδριανούπολης και των περιχώρων. Πώς σου φάνηκε; Τέτοιες ιστορίες, με τέτοια μεγάλωσα. Οπότε ως παιδί μπορεί να σε συγκλονίζουν, είναι λίγο θρίλερ και τα λοιπά, μεγαλώνοντας αποκωδικοποιείς τη ματαιότητα του κόσμου, και θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι στην οικογένεια, ειδικά ο παππούς, τον οποίο λάτρευα –ξέρετε, πάντα κανείς προσκολλά σε κάποια άνθρωπα–, τον ενδιέφερε πάντα η υστεροφημία. Κι εμένα αυτό με ενδιαφέρει, όταν φύγεις από αυτόν τον μάταιο κόσμο για οπουδήποτε σύμφωνα με την κοσμοθεωρία σου, τι μένει από σένα. Θα ήθελα να μείνουν καλά πράγματα.
Και έτσι;
Κι έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι που δεν έχει τελειώσει. Ακόμα μαζεύω και καταγράφω στιγμές. Δεν αισθάνομαι έτοιμος ούτε να γράψω ούτε τίποτα. Βοηθάω όταν κάποιος μου ζητάει, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν ξέρω αν είναι το σωστότερο ή το τελειότερο, γιατί ο καθένας το ίδιο πράγμα το ερμηνεύει. Όταν μεταφέρω εγώ κάτι που μου είπε η γιαγιά μου, δεν είναι αυτό που είπε η γιαγιά μου, είναι αυτό που ερμηνεύω εγώ ότι μου είπε η γιαγιά μου, έχει κι εμένα μέσα. Και όταν θα το μεταφέρεις εσύ θα έχει κι εσένα.
Αυτό σας κίνησε να σπουδάσετε και στην Αθήνα όταν πήγατε στο Ιστορικό;
Θα σου πω την αλήθεια. Στο Ιστορικό θα διάλεγα Αρχαιολογία ως κατεύθυνση, αλλά λόγω δουλειάς, επειδή ήμουνα δάσκαλος, δεν ήμουν εκεί την ημέρα που μοίραζαν τις κατευθύνσεις και με κατέταξαν. Εγώ θα διάλεγα την Αρχαιολογία, ήθελα από παιδί δύο πράγματα: ή να γίνω δάσκαλος ή αρχαιολόγος. Ήθελα να ανακαλύψω κι εγώ τη χαμένη Ατλαντίδα. Βέβαια, η ενασχόλησή μου αργότερα, γιατί γνώρισα αρκετούς επιφανείς αρχαιολόγους, ανακάλυψα ότι οι μισοί είναι αρχαιοκλέφτες, οι άλλοι βολεμένοι από κάποιους κομματικούς μηχανισμούς και κάποιοι εραστές της επιστήμης τους. Γενικά, νομίζω σε όλα τα επαγγέλματα –από ιερωμένους και τα λοιπά– πάντα μιλάμε για μία μερίδα που υπηρετεί το επάγγελμα και οι άλλοι βρίσκονται εκεί από τύχη, από άλλα κίνητρα. Το ίδιο και στο δασκαλίκι και τα λοιπά. Η κοινωνία μας είναι ίδια και δεν άλλαξε. Δηλαδή θυμάμαι τη γιαγιά μου, πάλι θα σου μιλήσω τώρα για τη γιαγιά, όπως βλέπεις είναι σημείο αναφοράς, γιατί μέχρι μία ηλικία ήταν το μόνο πρόσωπο που είχα όλο το εικοσιτετράωρο. Οι μητέρες και οι μπαμπάδες τότε ήταν απόντες την ημέρα, τον χειμώνα ήταν κοντά σου, αλλά με άλλου είδους σχέση. Δεν θα θυμηθείς εκείνα τα χρόνια τα χάδια και τα αγκαλιάσματα που ξέρετε, είναι άλλες οι επαφές, ήταν οι κοινωνίες διαφορετικές. Ωχ, το ξέχασα τώρα τι ήθελα να πω για τη γιαγιά. Πάει.
Είχατε ξεκινήσει να λέτε για τις διαφορετικές εποχές.
Ναι, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς συγκεκριμένο ήθελα να πω για τη γιαγιά πάλι που θα σου πήγαινε. Τέλος πάντων, θα έρθει κάποια άλλη στιγμή. Είπαμε η ηλικία ου γαρ έρχεται μόνο.
Όταν αποφασίσατε ότι θα σπουδάσετε Παιδαγωγικά, πού στοχεύατε τότε; Ποιο ήταν το όνειρό σας;
Να γίνω δάσκαλος! Το θεωρούσα πολύ σημαντικό. Ο παππούς, που έλεγε ιστορίες, μου έλεγε ότι ο δάσκαλος, ο καλός δάσκαλος είναι πολύ σημαντικός, γιατί πρέπει να κρατάει ένα φανάρι –κάπου ίσως να είχε διαβάσει και αυτός κάτι, ο παππούς διάβαζε, είχε πάει Σχολαρχείο στην Αδριανούπολη–, το οποίο, λέει, δεν πρέπει να το κρατάει μπροστά στο σκοτάδι για να βλέπει, αλλά από πίσω του για να βλέπουν αυτοί που έρχονται. Αυτή η ιστορία με είχε συγκλονίσει. Να είμαι το παιδί που κρατάει από μπροστά για να βλέπουν οι άλλοι και εγώ να σκάβω. Συνδύαζε λίγο και την Αρχαιολογία που σκάβει στα τυφλά και ανακαλύπτει. Παιδιά, φαντασίες, παραμύθια, οράματα. Το έγραψα στην πρώτη δημοτικού στη δασκάλα μου, την κυρία Αμαλία –τότε τα παιδιά γράφανε ένα ημερολόγιο κάθε μέρα, ότι, και δεν το έγραψα μία φορά–, ότι εγώ θα γίνω δάσκαλος και τελικά, όταν τη βρήκα μετά από χρόνια, γιατί έψαξε να με βρει, της είπα ότι έγινα και μου λέει «Το περίμενα». Ήταν πάρα πολύ έντονο. Ίσως και ο «Γεροστάθης» που διάβασα, άλλο αγαπημένο βιβλίο, δεν ξέρω. Και μάλιστα η προοπτική να σπουδάσω, τότε υπήρχαν οι ακαδημίες όταν πέρασα εγώ, οι διετείς, η πρώτη που δήλωσα και με αρκετά μόρια, τόσο που να με λοιδορήσουν κάποιοι: «Τι θέλει ένας με τέτοιους βαθμούς σε μία ακαδημία που είχε χαμηλότερο όριο;». Ήταν γιατί η ξαδέρφη μου ήταν ήδη φοιτήτρια εκεί, να είμαι και στην οικογένεια κοντά. Ναι, χωρίς να το καταλάβω ίσως επηρέασε ο παππούς τα παιδιά που μεγαλώσαμε όλα στο σπίτι, γίναμε δασκαλόσογο.
Πώς πήρατε την απόφαση από τα Παιδαγωγικά, πώς το έφερε η ζωή;
Πως το έφερε να κάνουμε άλλες σπουδές. Λοιπόν, βρίσκεσαι στην Αθήνα, έχεις χρόνο, το σχολείο σού δίνει την πολυτέλεια. Κάπου πρέπει να γεμίσεις, δεν ξέρεις κόσμο, αρχίζεις τα σεμινάρια και τα λοιπά και ανακαλύπτεις ότι μπορείς να ξανασπουδάσεις. Ίσως εσωτερική ανάγκη, ίσως η στιγμή, η συγκυρία, από κοινούς φίλους που κάνουν το ίδιο και τους αντιγράφεις. Γιατί φεύγεις σε μία Αθήνα με συνιστώσες χωριού. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να ενσωματωθείς. Και ήταν μία μεσοβέζικη περίοδος, που όταν ήμουνα κάτω, ήμουνα ο Βορειοελλαδίτης από το αξάνμ και όταν ερχόμουνα εδώ, μου έλεγαν «Άλλαξες, έγινες Αθηναίος». Τη ντοπιολαλιά μου την πέρασα παντού. Ήταν τα γαλλικά του χωριού μου, μιλούσα βυσσιώτικα περισσότερο από ό,τι μιλάω τώρα. Στην Αθήνα τούς τάραζα. Το κορόιδευαν στην αρχή, αλλά μετά άρχισαν να ενσωματώνουν λέξεις δικές μας.
Στην Αθήνα για ποιο λόγο; Για επαγγελματικούς λόγους;
Θα σου πω. Πήγα φαντάρος, είχα πολύ καλό βαθμό πτυχίου, ώστε στην επετηρίδα να σκαρφαλώσω μπροστά. Διορίστηκα στην Ξάνθη, στα μειονοτικά. Ναι, έλα ήδη ήμουνα γραμμένος στο Καποδιστριακό, πήρα τις λεγόμενες «πράσινες μεταθέσεις» για τους φοιτητές τον ένα χρόνο και εγκλωβίστηκα μετά στην Αττική. Για να πάρεις μετάθεση μετράνε τα μόρια. Η Αθήνα δίνει ένα μόριο τον χρόνο, ανεξάρτητα από πού είσαι. Οι Εβρίτες που ήταν στην Ξάνθη έπαιρναν 14 τον χρόνο. Παιδιά, σκυλιά δεν είχα και ιστορίες γενικά, ούτε γάμο έχω κάνει, έχω κάνει μεγάλες σχέσεις και τώρα όλοι στο χωριό λένε η γυναίκα μου, η Σοφία, είναι σύντροφος. Μπορεί να είμαστε είκοσι χρόνια κοντά μαζί, αλλά γάμον κοινωνίαν δεν έχουμε. Όπως λέω, το μότο μου είναι [00:10:00]να μην πληρώνω διαζύγιο όταν τελειώσουν. Δεν ξέρω γιατί, δεν το έκανα ούτε από φιλοσοφία, έτυχε. Την πρώτη φορά ξεκινήσαμε και αρραβώνες και τα λοιπά, δεν προέκυψε. Μαθαίνεις μετά και περνάς καλά. Τώρα ίσως να φταίνε και τα χρέη που κληρονόμησε η γυναίκα μου, θα φάμε και τα δικά μας, τον πατέρα της. Οπότε περνάμε καλά, είμαστε καλά.
Κι όλα αυτά τα χρόνια που είχατε την πορεία, τη σταδιοδρομία τη δική σας, συνεχίζατε τις καταγραφές, σας ενδιέφερε;
Όχι, ανά περιόδους κάνω διαφορετικά πράγματα. Οι καταγραφές ξεκίνησαν και κράτησαν μέχρι το λύκειο εδώ, σε τετράδια, σε μικρές κασέτες, στα περιθώρια βιβλίων. Μετά ανοίγονται άλλοι κόσμοι. Έχω κάνει πολλά πράγματα στη ζωή μου. Σκέψου ότι στο Περιστέρι υπάρχει ο σύλλογος που λέγεται «Φίλιππος Περιστερίου - Αθλητικό Πολιτιστικό Σωματείο» που είναι παιδί μου. Ήμουνα και δέκα χρόνια πρόεδρος. Έχω κάνει και παράγοντας αθλητισμού. Όταν το βόλεϊ της Βύσσας του γυναικείου πρωταγωνίστησε και άλλαξε κατηγορία χωρίς να χάσει σετ, ήμουνα στη διοίκηση. Γενικά, κάνω διάφορα, είτε στον ιδιωτικό είτε στο… Αλλά κυρίως έχουν να κάνουν… λίγα ήταν με πληρωμή δηλαδή. Το ότι δούλεψα στον Μανιατέα, τον εκδότη της Δομής, σε κάποιες επιμέλειες και τα λοιπά, ήταν το μόνο που αμείφθηκα. Τα υπόλοιπα όλα συνήθως τρώνε χρήματα από την τσέπη μου. Δεν ξέρω, το χρήμα στο αξιακό μου σύστημα είναι κάτι που πρέπει να ξοδεύεται για να δίνει χαρά, δεν πιστεύω στις αποταμιεύσεις ιδιαίτερα και τα λοιπά. Βέβαια, δεν θέλω και τη φτώχεια, θέλω να έχεις ένα βιοτικό επίπεδο και μακάρι να μπορούσαν να το έχουνε άλλοι. Και η φιλοσοφία μου, ότι αν ο κόσμος μοιραζόταν σωστά θα μπορούσαμε να το έχουμε όλοι. Σήμερα τα περισσότερα χρήματα είναι νεκρά σε κάποιους άπληστους που τα κρατάνε σε καταθέσεις και δεν βγαίνουν στην αγορά. Τέλος πάντων, αυτά είναι κοσμοθεωρίες. Δεν ξέρω τι είμαι πολιτικά. Στα νιάτα μου πίστευα ότι μπορούσα να αλλάξω τον κόσμο με χίλιους δυο τρόπους. Τελικά, ανακάλυψα ότι δεν μπορώ να αλλάξω τη συμπεριφορά του γείτονά μου ή του ίδιου μου του εαυτού, να πείσω δηλαδή τον γείτονά μου ότι το roundup που θα ραντίσει για τα χόρτα στον φράχτη του δεν είναι η καθαριότητα, είναι μόλυνση και θα τη φάει με την ντομάτα του. Η επανάσταση νομίζω πρέπει να γίνει από την αλλαγή των συμπεριφορών, δεν είναι κοσμοθεωρία. Δεν ξέρω, χαρακτηριστικά για ένα διάστημα τους πείραζα. Ενώ είχα ενταχθεί, υπήρξα μέλος πολιτικών χώρων και μάλιστα με εξέλιξη, τώρα τους λέω ότι είμαι βασιλόφρων κομμουνιστής που συνδυάζει τον χριστιανισμό με τον βουδισμό ή, όπως έλεγε ο φίλος μου ο Λιαντίνης, όλα τα -ισμός να τα φοβάσαι. Ίσως πια είμαι ουμανιστής; Πιστεύω στον άνθρωπο, στην προσωπικότητα, στον χαρακτήρα… Τέλος πάντων, έχω μάθει να μοιράζομαι, να αγαπώ, οπότε αυτό είμαι.
Αυτό που μου λέτε τώρα σας βοήθησε στις καταγραφές που κάνατε, στον τρόπο που προσεγγίζατε τις ιστορίες;
Ο τρόπος που προσεγγίζεις ιστορίες γίνεται με αυτό που είσαι, σου είπα, γιατί αυτό θα καταλάβεις, και από το να μην πας να πείσεις τον άλλον να σου πει. Να ακούσεις τι θα σου πει και να βαδίσεις με αυτό που θέλει. Πριν από λίγο σου είπα για μία καταγραφή, της γιαγιάς της Μαύραινας. Όταν τη βρήκα, για άλλο πράγμα τη ρώτησα, για αλλουνού ιστορία, άλλη μου είπε, αλλά το σεβάστηκα και μπήκα στην ιστορία της. Είναι αυτό, «Άκουσε να σε πω». Δεν χρειάζεται να ξέρεις, θα σ’ τα πω εγώ. Μη μου πεις ότι το άκουσες, γιατί μπορεί να το άκουσες από αλλού εντελώς διαφορετικά, γιατί το άκουσες από άλλον άνθρωπο. Τώρα το πού είναι η αλήθεια, πού το ανάμεσο, πού το ψέμα, είναι κάτι που είναι δύσκολο να κριθεί. Εξάλλου, για πόσα πράγματα στη ζωή μας είμαστε σίγουροι; Για τις επιλογές μας. Πόσες φορές είσαι σε δίλημμα και επιλέγεις κάτι υιοθετώντας μία κατεύθυνση. Δεν είσαι ποτέ σίγουρος ότι ήταν το σωστό. Θα το ζήσεις. Ο Καββαδίας κάπου, ο Νίκος, λέει ότι «Τη ζωή μας δεν την πάμε, μας πάει». Ας μην κάνουμε επιλογές, λοιπόν, να την αφήνουμε και να τη διασκεδάσουμε, να τη χαρούμε. Για όσο διαρκέσει αυτό το ταξίδι.
Εσάς μέχρι τώρα πού σας έχει πάει;
Σε πάρα πολλά πράγματα. Άλλοτε πάνω, άλλοτε κάτω, άλλοτε ονειρικά, άλλοτε άσχημα. Ξέρεις, το μεγάλο σχολείο της ζωής νομίζω είναι το ανάποδα. Σου είπα, ήμουν μοναχοπαίδι, δεν μου στερούσαν χατίρια, ειδικά σε υλικά αγαθά και ιστορίες. Νόμιζα ότι είμαι πολύ δυνατός, μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, μέχρι που κάποια στιγμή, θέλοντας να κάνω ασφαλιστήριο ζωής και βαρβάτο, είχε μία εξέταση σε ένα ιατρικό κέντρο της Αθήνας, και ανακάλυψα ότι έχω ένα καρκίνωμα. Από το πουθενά, χωρίς καμία ενόχληση. Νομίζω εκείνη η περιπέτεια του να ζήσω, να μην αλλάξω καμία συνήθεια –βλέπεις τα τσιγάρα πώς πάνε–, το να μην πιστέψω ή να φοβηθώ τον θάνατο, το να πρέπει να ξοδέψω όλες μου τις οικονομίες –ετοιμαζόμουνα να πάρω ένα σπίτι στον Άγιο Στέφανο και πήγε σε νοσοκομεία του εξωτερικού και σε επεμβάσεις– ήταν το μεγαλύτερο σχολείο. Ότι τη μία μέρα μπορούσα να είμαι στη Λυκόβρυση ή στο Κολωνάκι που ήταν in και να παίρνω πρωινό ντεμέκ κι εγώ μεγαλοαστός και την άλλη μέρα να πρέπει με ένα πεντακοσάρικο να κάνω το πρόγραμμα μιας βδομάδας και να μοιράσω. Γιατί συνήθως, όταν τρως το βόδι, δυσκολεύεσαι στην ουρά. Δεν είσαι πια στην παραγωγή, είσαι με άδειε,ς και επειδή έχεις ξεπεράσει τον χρόνο που δικαιούσαι… Τέλος πάντων, νομίζω οι δυσκολίες ήταν… Η επαφή με τις απώλειες, αυτά νομίζω ότι μου έδωσαν. Η ενσυναίσθηση που έχω γενικά με τους ανθρώπους. Δεν ξέρω γιατί. Είναι η διαστροφή του επαγγέλματος, που από τα παιδιά γενικά εισπράττω το πρόβλημα. Και τη χαρά αλλά και το πρόβλημα. Ίσως και το θέατρο για αυτό με γοήτευσε, ότι ζεις τις ζωές άλλων. Μπορείς να νιώσεις το πώς θα ένιωθες σε μία άλλη κατάσταση.
Πώς την ξεπεράσατε αυτήν την ασθένεια;
Χαλαρά. Φοβήθηκα ξέρεις πότε; Όταν ο γιατρός μου ο Κωνσταντινίδης, στο Ιατρικό Κέντρο, μου είπε ότι «Τώρα, Σαράντη, τελείωσαν όλα, οι καρκινικοί δείκτες, είσαι υγιής πια». Δεν έκανα τις γνωστές χημείο-ακτινοθεραπείες, ήμουνα πειραματόζωο στην Ελβετία ίσως, με βλαστοκύτταρα ουσιαστικά προσπαθήσαμε να τροποποιήσουμε λίγο το DNA. Όταν μου είπε ότι ο κίνδυνός μου είναι όσο με έναν φυσιολογικό άνθρωπο που δεν έχει περάσει ποτέ του, εγώ τότε κατέρρευσα.
Για ποιο λόγο;
Δεν ξέρω γιατί. Ίσως τότε άφησα τον εαυτό μου χαλαρό, τότε έβγαλα τις φοβίες, ανεξήγητους, ανεξήγητες αϋπνίες, κλάματα, φοβίες που δεν τις είχα ποτέ με τα σκοτάδια και ήμουνα ειλικρινής, πήρα ένα φίλο μου ψυχίατρο που τον ήξερα. «Λάμπη, θέλω να με δεις» και μου λέει: «Από τη στιγμή που θες να με δεις και να το κουβεντιάσουμε, θα το κάνεις σαν φάρμακο μόνος σου, πρέπει να τα βγάλεις». Και όταν τελείωσαν αυτά, πήρα και την απόφαση να γυρίσω πίσω στις ρίζες ουσιαστικά.
Λόγω αυτού του περιστατικού;
Δεν ξέρω αν συνετέλεσε, σου λέω απλά συγκυριακά ταιριάζει. Και ξέρεις, όταν είσαι δύσκολα, τι αξιολογείς; Τους φίλους σου. Αυτοί που είναι πραγματικοί φίλοι σου, είναι εκεί για να βοηθήσουν και συμπάσχουν. Οι άλλοι εξαφανίζονται. Είτε γιατί κάποιοι –γιατί, σου είπα, οικονομικά είμαι αρκετά καλά– μου χρωστούσαν και σου λέει: «Άσ’ τον να πεθάνει να τα γλιτώσουμε», οι άλλοι από φόβο μη ζητήσω δανεικά για να ξεπεράσω το πρόβλημα. Τελικά, η ύλη επηρεάζει περισσότερο τις σχέσεις από ό,τι το ίδιο το πνεύμα και η αλήθεια του. Πολλές φορές έχω σκεφτεί αν οι σχέσεις των ανθρώπων είναι συνδιαλλαγές και συναλλαγές και τίποτα άλλο. Και από την άλλη λέω: «Μα και τα συναισθήματα συναλλάσσονται». Δεν μπορεί κάποιος μόνο να αγαπάει, πρέπει και να αγαπιέται για να μείνει κάπου, αμφίδρομα να είναι, τότε είναι. Βέβαια, δεν είναι πάντα αμφίδρομα, αλλά μετά γίνονται οι συνθήκες συμβάσεις και όλα αυτά. Οι φοβίες τού να είσαι μόνος. Εγώ, όταν ήρθα στη Βύσσα από την Αθήνα, ήθελα να ζήσω ερημίτης. Να αρχίσω να μαζεύω σκέψεις, μοναχικός λύκος. Και αυτό πήγα να κάνω, αλλά πολύ σύντομα ξαναβρήκα σύντροφο, χωρίς να το καταλάβω.
Και;
Και είμαι μία χαρά. Ναι, έχουμε την ίδια λόξα με τη Σοφία και ίσως είναι ο υποστηρικτής μου. Τώρα που μου λείπει, μου λείπουν τα προγράμματά μου… Είναι γραμματέας, οδηγός. Γιατί σου είπα, δεν οδηγώ –σ’ το είπα;–, το σιχαίνομαι. Το πρώτο που τη ρώτησα: «Αν πάρουμε αυτοκίνητο, έχεις δίπλωμα;». Λόγος για να κάνεις σχέση… Τέλος πάντων όλα καλά.
Και να σας ρωτήσω, όταν επιστρέψατε στη Βύσσα τότε στην ουσία ήτανε που αρχίσατε-
Τότε-
Την ουσιαστική καταγραφή-
Γύρισα σε ένα σπίτι-
Της παράδοσης;
Γύρισα σε ένα σπίτι όπου βρήκα τις καταγραφές τις παιδικές σε τετράδια. Βέβαια, την είχα δεδομένη όπως σου είπα πριν, ότι ,αφού ζούνε οι δικοί μου, μπορώ και τα λοιπά. Αρχίζω, όμως, να καταγράφω πράγματα που ψιλό είχα ξεχάσει, γιατί τα ερμηνεύεις διαφορετικά, παίρνω κασετοφωνάκια, παίρνω μηχανές, αρχίζω να διαβάζω μεθοδολογία από κάποια διαδικτυακά ιδρύματα και τα λοιπά, πώς κάνεις μια έρευνα. Μπλέκομαι λίγο με τα παιδιά με τον «Καραθεοδωρή», για να έχω κάτι να ασχοληθώ, αποφασίζουμε να ψάξουμε την ιστορία της Βύσσας και γίνεται μόνο του σιγά-σιγά, κάθε μέρα ανακαλύπτεις. Και ανακαλύπτω ότι οι μεγάλες αλήθειες κρύβονται στις μικρές ιστορίες των πιο ασήμαντων ανθρώπων, σαν το μασάλι που σου είπα στην αρχή. Δεν χρειαζόταν να είμαι εγώ, ενώ ήμουν εραστής των συγγραμμάτων και των βιβλίων, ξαφνικά ανακαλύπτω ότι η γιαγιά η Δημετώ που κάνει τα λουλούδια, έχει να σε πει χίλια δυο. Ξανανακαλύπτω την ντοπιολαλιά και την κάνω μόδα στο χωριό. Στο χωριό, όταν κάνω παρουσιάσεις, συνήθως μιλάω δύσκολα, κάποιες γενιές ζορίζονται, γιατί οι μνήμες μου είναι κι εμένα προηγούμενης γενιάς, λόγω του εγκλεισμού της γιαγιάς, με υπερήλικες. Γιατί στα έξι, όταν κάνεις με τον παππού τον... και σε μαθαίνει πώς από την αφροξυλιά κάνει πίπες, πώς τις καίει, πώς έκανε τα γκαλιέτσα, ένας 90 και εσύ 6, τις μνήμες του παίρνεις, χωρίς να [00:20:00]μεσολαβήσουν δυο γενιές που χάθηκαν. Ανά τριάντα χρόνια αλλάζουν οι γενιές. Αυτά, και από τότε μαζεύω, μαζεύω. Δεν ξέρω, δεν αισθάνομαι ικανός, δεν… νομίζω ότι δεν έμαθα τίποτα. Στην αρχή, η έλλειψη γραπτών πηγών, οι άνθρωποι δεν μιλάνε εύκολα καμιά φορά ή σου λένε πράγματα δικά τους, τα οποία όμως δεν μπορείς να τα συνδυάσεις με την ιστορία του χθες. Αφορούν το τώρα. Έκανα μία προσπάθεια στα ενενήντα χρόνια της Βύσσας, έγραψα έξι μονολόγους, τους παρουσιάσαμε θεατρικά, που ο καθένας αφορούσε μία δεκαετία. Δεν χρησιμοποίησα ονόματα, αλλά ήταν μνήμες από υπαρκτά πρόσωπα. Η Τασουλάρα έκανε τη γιαγιά μου που ερχότανε με τις γαρουφαλιές από το παλιό χωριό μες στα τραγκόβλια και τα πουρνάρια. Θεωρήθηκε καλό, αλλά εμένα, όταν τελείωσε και… Δεν ξέρω, έχω το ανικανοποίητο. Όταν τελειώσει κάτι, μου αφήνει το αίσθημα του μισού όχι του τελειωμένου, σαν να είναι η αρχή ακόμα. Και τώρα αυτό που κάνουμε αρχή είναι. Δεν ξέρω γιατί, ίσως αυτό είναι η αιτία που ψάχνω τα πάντα και αλλάζω πράγματα. Πάντα νομίζω ότι αυτό που έγινε είναι η αρχή για να γίνει κάτι καλύτερο. Δεν είναι δεδομένο.
Άρα εσείς ξεκινήσατε, πρώτον, από τις παλιές σας καταγραφές και μετά ξεκινήσατε να πηγαίνετε πόρτα-πόρτα, να πηγαίνετε;
Όχι πόρτα-πόρτα. Δεν ήταν κάτι σχεδιασμένο, υπήρχε σχέδιο στο μυαλό μου, αλλά δραττόμουν της ευκαιρίας τη στιγμή της επικοινωνίας. Δεν έπαιρνα τηλέφωνο «Γιαγιά, θα έρθω». Όταν την έβρισκα, κάναμε το καλαμπούρι μας στην αρχή, λέγαμε για χίλια δύο, μου άνοιγε πόρτες και η μαμά η οποία ήταν επικοινωνιακότατη, φίρμα, εγώ την έλεγα «Η σταρούμπα της οικογένειας είσαι». Το εισέπραξα αυτό από την κηδεία. Είχαμε και 400 τόσα άτομα και κάποιους δεν τους ήξερα καν, ήταν από τα γύρω χωριά. Η μαμά είχε ένα ταλέντο. Την πήγαινα στην Αλεξανδρούπολη να κάνουμε το πόδι, βρεθήκαμε με ανθρώπους που έρχονται ακόμα. Όλοι όσοι ήταν εκείνη την εποχή νοσηλευόμενοι γίναν φίλοι, πήρε τηλέφωνα, σχέσεις… Και μάλιστα θυμάμαι, όταν κάναμε το δεύτερο πόδι, ήταν Μάρτης και όταν πήγα –γιατί αλλάζαμε με τη Σοφία βάρδια, ένας έφευγε, ένας πήγαινε, δεν ήθελε ξένους–, βρήκα τη μαμά σημαιοφόρο στον διάδρομο με το πι και τους είχε βάλει τους άλλους, τον κύριο Ζήση παραστάτη. Έκαναν παρέλαση αυτοί που είχαν κάνει επέμβαση στο πόδι, στον διάδρομο του νοσοκομείου, και η μαμά μου έδινε παραγγέλματα. Για σκέψου το. Έτσι ήτανε, χιούμορ απελπιστικό. Η μαμά, ας πούμε, ενώ με λάτρευε και τη λάτρευα, επισήμως δεν έλεγε ποτέ καλή κουβέντα για μένα. Ήμουνα το πράγμα που πείραζε από παιδί. Όταν ήμουνα παιδί, έχω τα μεγάλα αυτιά του μπαμπά μου, έλεγε: «Έλα, παιδί μου, κοντά μου, έλα εδώ, έχει ήλιο να με κάνεις λίγο ίσκιο με τα αυτιά σου». Έτσι ήταν, δεν ξέρω. Ήμουνα το παιδί και ο αδερφός; Δεν ξέρω, δεν είχαμε ποτέ ξεκάθαρη σχέση. Ενώ είχα την αυστηρή γιαγιά, όταν άρχισα να ζω με τους δικούς μου, οι οποίοι, σου λέω, δούλευαν ακατάπαυστα για να κάνουν το μηδέν κάτι, για να τα δώσουν όλα σ’ εμένα, έτσι είναι αυτές οι γενιές. Τώρα που ζω με τον πατέρα μου ακόμα προσπαθεί να με προσέξει. Ανακάλυψα ότι οι δικοί μου με θεωρούσαν ισότιμο σε όλα. Δηλαδή από τα 12 μου ο μπαμπάς μου με καλούσε να ξέρει αν θέλω να πουλήσουμε το τάδε ζώο, να κάνουμε τη συμφωνία, αν είναι καλή τιμή. Μου έδωσαν λόγο και άποψη για όλα και αυτοδιαχείριση. Και μάλιστα θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μέχρι τότε ζητούσα και όταν μου είπαν ότι τα λεφτά είναι σε εκείνο το ντουλάπι και μπορώ, έγινα τσιγκούνης για ένα διάστημα, μην τελειώσουν. Αυτή η συνυπευθυνότητα νομίζω με ωρίμασε και ακόμα έτσι είμαστε ισότιμοι. Δηλαδή τη μαμά, δεν ήταν η μαμά, ήτανε η Νιονιώ μου, η Αννούδα μου. Αυτά. Ευτυχία, ναι. Δεν έχω να θυμάμαι κακά πράγματα από τους δικούς μου, ούτε και απ’ τη γιαγιά, που ήταν τόσο αυστηρή. Πίστευα, ανακάλυπτα ότι το έκανε από ανάγκη για να επιβληθεί, αλλά ήξερα ότι μας έδινε τα πάντα. Δηλαδή αν το παιδί ζητούσε καραμέλες από τον Κεντσίδη δεν υπήρχε περίπτωση, ακόμα και αν δεν υπήρχαν χρήματα, να μην μάσουμε ένα καλάθι αυγά να το πάμε στον Κεντσίδη τον ζαχαροπλάστη και να πάρουμε καραμέλες για το παιδί. Δεν χαλούσανε χατίρια.
Εσάς οι γεωργικές δουλειές δεν σας τράβηξαν καθόλου;
Θα σου πω, όχι. Όσο ήμουνα εδώ, μέχρι τα 16 ήμουνα –επειδή οι δικοί μου δούλευαν απελπιστικά πολύ– ο ουραγός του μπαμπά με τις σωλήνες, με τα χωράφια, δεν είχα πρόβλημα. Απλά αργότερα δεν χωρούσαν όλα μαζί. Όταν άρχισα να έχω ανησυχίες, δεν μπορείς να είσαι στο χωράφι, να κάνεις καταγραφές ή να διαβάζεις. Στα 16 μου ανακάλυψα ότι δεν είχα διαβάσει πολύ, πήρα τη βιβλιοθήκη του Λυκείου που είχαμε και διάβαζα ένα βιβλίο την ημέρα. Τα πήρα και για το καλοκαίρι και, αναγνώσματα που ήταν για παιδιά 10 ετών, εγώ τα διάβασα μεγάλος, τα «ρούφηξα» όλα. Ανεξήγητο για τους φίλους μου εκείνη την εποχή, για τη γιαγιά μου που έλεγε «Θα βγάλεις τα μάτια σου» και όλα αυτά. «Τι κρύβουν εκείνες οι φυλλάδες τώρα» και ιστορίες. Μόνο ο παππούς ήταν σύμμαχός μου. Σκέψου ότι την πρώτη εγκυκλοπαίδεια μου την πήρε ο μπαμπάς μου, μία του Κοντέου, καθαρευουσιάνικη, τη διάβασα ολόκληρη. Από τον πρώτο τόμο μέχρι τον τελευταίο. Και μάλιστα κάποια στιγμή το αμφισβήτησα από μόνος μου, αλλά ανακάλυψα ότι έχω κάνει σχόλια στα περιθώρια με μολύβι. Οπότε λέω τελικά το έκανα, δεν είναι λάθος μνήμη.
Η ίδια περιέργεια σας οδήγησε και στα μονοπάτια του θεάτρου;
Κοίταξε, όταν έγινα δάσκαλος, η ακαδημία δεν μου έδωσε πολλά. Γνωστικά ναι, πέντε βιβλία και τα λοιπά, αλλά αισθάνθηκα ότι δεν μου έδωσε όλη εκείνη την κατάρτιση, ότι είχα ελλείμματα. Θα πήγαινα να διδάξω με την εικόνα της δικιάς μου δασκάλας ή τις εμπειρίες μου. Δεν μου έφταναν οι θεωρίες. Καταρχήν, ο δάσκαλος τότε έκανε τα πάντα. Θα κάνω μουσική, δεν πρέπει να πάω στο ωδείο; Θα κάνω τεχνικά, δεν πρέπει να μάθω; Τα εργαστήρια της σχολής ήταν ανύπαρκτα. Η συγκυρία να έχω συναδέλφους που ήταν ψαγμένοι και όλα αυτά με οδήγησαν στην αρχή σε κάποια σεμινάρια. Πλήρωνα κάθε Σαββατοκύριακο να είμαι. Ανακάλυψα την «Άλκηστη», το θεατρικό παιχνίδι, το ένα το άλλο και έφερε σιγά-σιγά και το θέατρο. Από το ωδείο που ήτανε η σχολή, το Εθνικό Ωδείο όλα αυτά, οι φίλοι που έλεγαν ότι η φωνή μου και το παράστημα μου είναι θεατρικό, ξέρεις. Είναι ίσως και η ματαιοδοξία της στιγμής να γοητεύεσαι με τους… Δεν ξέρω.
Αναφέρατε το Εθνικό Ωδείο.
Ναι.
Θέλετε να μας πείτε για την εμπειρία σας εκεί;
Για την εμπειρία μου. Έψαχνα να βρω που είναι το ωδείο, μου είπαν ότι είναι στη Μάγερ, στην πλατεία Βάθης. Πήγα, μπήκα μέσα, βρήκα τη Χαρά την Καλομοίρη, την κόρη του μεγάλου μουσουργού. «Γεια σας!». «Τι θέλεις εσύ εδώ;». «Είμαι δάσκαλος και θέλω να με βοηθήσετε να είμαι καλός στη δουλειά μου».
Πώς αντέδρασε εκείνη;
Το χάρηκε. Με έβαλε και σε χορωδία. Η Χαρά ήταν πάρα πολύ ανοιχτή και μου λέει: «Τι θες να κάνεις;». «Λίγο απ’ όλα», της είπα ότι θέλω να κάνω και τραγούδι. «Ποια είναι η καλύτερη», της λέω, «που έχετε;». Μου λέει: «Η Άννα η Διαμαντοπούλου» – ήταν δασκάλα του Βοσκόπουλου, της Αλεξίου και τα λοιπά. «Εκεί θα πάω εγώ!». Είπαμε, στα νιάτα σου έχεις θράσος. Τώρα δεν θα το τολμούσα να το σκεφτώ. Μαθαίνω ποια είναι η αίθουσά της, πάω απ’ έξω και ακούω μία φωνή να κάνει ρεπερτόριο μέσα, μάθημα, και έχω μείνει κάγκελο. Είναι η καλύτερη, η πιο γεμάτη σε όγκο φωνή που έχω ακούσει. Περιμένω εκεί και βγαίνει ένα πλάσμα λίγο γεματούλικο, με υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια, ξανθό μαλλί σγουρό, μες στο χαμόγελο, νεαρό κορίτσι. Κατευθείαν μη χάσω την ευκαιρία εγώ και τα λοιπά. Δεν πήγα μέσα στη δασκάλα εκείνη την ημέρα. Κατέβηκα στο καφέ, κάτω στον Μάριο που είχε το ωδείο να κουβεντιάσω με το κορίτσι και ανακαλύπτουμε ότι μένουμε εκεί γειτονιά, στο Περιστέρι. Φύγαμε μαζί και αυτό το πράγμα κράτησε δεκαέξι χρόνια, δεκαέξι και μισό συγκεκριμένα. Γι’ αυτό σου λέω σχολείο και αυτό.
Θυμάστε κάποια εμπειρία όσο ασχολούσασταν με τα θεατρικά που να σας έχει μείνει πάρα πολύ; Μια αγαπημένη συμμετοχή σε κάποια παράσταση;
Αγαπημένη συμμετοχή… Θα σου πω κάτι. Κάποια στιγμή, όταν έχω έρθει εδώ στον «Διόνυσο», αυτοί έχουνε έτοιμη μια παράσταση, «Τα Κίτρινα Γάντια» έχουνε κάνει, Σακελλάριο. Είναι στο διάστημα που εγώ ετοιμάζομαι να σκεφτώ, έχω περάσει, τους έχω βρει, αλλά ακόμα δεν έχω ενσωματωθεί. Κατεβαίνω στην Αθήνα, παίζουνε εκεί, δεν θυμάμαι τώρα το θέατρο.
Ο «Διόνυσος» είναι η ομάδα της Ορεστιάδας;
Είναι το Θεατρικό Εργαστήρι της Νέας Ορεστιάδας, στο οποίο αργότερα, όταν ήρθα, εντάχθηκα. Πήγαινα, τους έβλεπα, έκαναν πολύ ωραίες δουλειές στην Αθήνα. Κατέβαιναν κάθε χρόνο. Πάω να τους δω λίγο πριν στις πρόβες και με βλέπει ο Τσούνης: «Εσύ δεν έχεις κάνει και λίγο θέατρο; Μας είχες πει». Λέω: «Ε…». «Ωραία», μου λέει, «πήγαινε, παίζεις σήμερα γιατί είχαμε ένα ατύχημα, ο άλλος στραμπούληξε το ποδάρι του». Τι χαζωσιά! Χωρίς σκηνοθεσία. Εντάξει, δεν ήταν, ήταν δευτεράντζα ρόλος, είχε λίγα λόγια και το κείμενο γνωστό και το κουστούμι μου ταίριαζε και ιστορίες. Και βγαίνω… Πρέπει να ήμουν ο χειρότερος εκείνης της παράστασης, και θυμάμαι στο τέλος, στην πρώτη σειρά ήταν η Αντιγόνη η Βαλάκου κι έρχεται και μου λέει: «Εσύ, βρε παιδί μου, σε κοίταγα, έχεις ωραία άρθρωση, παράστημα, φωνή, έκφραση, [00:30:00]αλλά στο χάλαγε όλο εκεί που με έπαιρνες, το σφίξιμό σου. Ακόμα και τώρα! Χαλάρωσε τους ώμους σου!». Και όταν της είπα ότι έκανα αντικατάσταση χωρίς να ξέρω πού πρέπει να πατήσω και αν θα συγκρουστώ με τους άλλους, γυρίζει και μου λέει: «Τότε μήπως είσαι στόφα και κακώς έφυγες από το σανίδι;». Νομίζω ήταν ό,τι καλύτερο έχω ακούσει. Και φυσικά μία κριτική του Βύρωνα του Πολύδωρα, ο οποίος κάποια στιγμή είχε πει ότι «η φωνή μου είναι το ίδιο κλασική…» –γιατί ουσιαστικά στο μουσικοθεατρικό δάνειζα φωνή δεν έπαιζα, προσπαθούσα να αυτοσχεδιάσω και να συνδέσω μουσικές και συναισθήματα μέσα από λόγια του Καββαδία–, «ότι είναι το ίδιο κλασική με τα αετώματα των σπιτιών της Σύμης». Το είχαν γράψει σε μία εφημερίδα, δεν θυμάμαι, «Χρόνος της Ρόδου», μετά και τα λοιπά και το ξαναθυμήθηκα. Κάποια στιγμή, κρατούσα κάτι αποκόμματα, τα κολλούσα, τώρα δεν κρατάω τίποτα. Δεν θέλω! Νομίζω ότι αυτά που έχουν αξία μένουν μέσα μας, τα υπόλοιπα άσ’ τα να περνάνε. Όλα τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν για να γεννιούνται καινούρια. Ακόμα και οι καταγραφές πρέπει να αλλάζουν.
Μου είπατε πριν για μία παράσταση που είχατε πάει στη Σύμη.
Αυτή ήτανε, ναι. Εθνικό Ωδείο όπου, και πάλι, τι τραγωδία! Πάντα με αντικατάσταση κάνω το μπαμ, όταν δεν μπορούν οι άλλοι.
Πείτε μας γι’ αυτήν.
Στο Εθνικό Ωδείο λοιπόν, είμαι μαθητής, η Αργυρώ η σύντροφός μου, έχει τελειώσει το σύγχρονο τμήμα του τραγουδιού με άριστα. Έχουμε μαέστρο τον γιο του Michael του Ροζάκη, τον Αλέξανδρο. Τον Ροζάκη τον ξέρεις; Θυμάσαι ένα τραγουδάκι των Olympians που λέει «Πίσω από τις λέξεις κρύβεται ο Αλέξης»; Ο μπαμπάς Ροζάκης για τον Αλέξη που είχαμε εμείς τον κιθαρίστα μας και το μαέστρο μας το είχε γράψει. Ο Αλέξη,ς λοιπόν, είναι ένας Κύπριος εκπληκτικός ντράμερ, ένας αυτοδίδακτος πνευστός, ο οποίος μας έχει έρθει κάπου από την Αργεντινή. Τον λένε Παύλο, αλλά εμείς τον φωνάζουμε Ινδιάνο, γιατί έχει ένα γκρίζο μαλλί υπέροχο και είναι σαν Ινδιάνος. Ο Γιώργος ο Μοναχός, η Αργυρώ η Καπαρού στις φωνές, στο πιάνο ένα παιδί από την Κέρκυρα, μαθητής του Γιώργου του Κατσαρού, ο Κώστας ο Κατωμέρης, που πρόσεχα πάντα να βάλω άρθρο όταν τον ανέφερα στο τέλος, γιατί άμα το πεις όλο μαζί, Κώστας Κατωμέρη,ς δεν ακούγεται καλά και γελούσαμε. Μία παράσταση που σπονσοράρει το Εθνικό Ωδείο για τα εβδομήντα του χρόνια και μας έχει κανονίσει τα πάντα το Ωδείο. Δελτία τύπου, συμμετοχές και τα λοιπά. Φυσικά, τις αφηγήσεις, εγώ έχω αναλάβει, λόγω γνώσεων, να κάνω τα κείμενα που θα διάβαζε ο Λεωνίδας ο Κακούρης, κι ο Κακούρης, ο φίλος μας από την Κοντοβάζαινα. Ε, αυτό ήταν! Ποιος τώρα; Ο Λεωνίδας από την Κοντοβάζαινα! Ένα χωριό υπέροχο που πήγαμε, ορεινό, της Αρκαδίας, μας λέει: «Παιδιά, με έκλεισε ο Φώσκολος, έχω γυρίσματα στη “Λάμψη” βρέστε άλλον». Χρόνος δεν υπήρχε και για να μη χαθεί η πρώτη παράσταση, η πρεμιέρα, μου είπαν να το κάνω εγώ αν χρειαστεί και από μέσα και από έξω ήξερα τα κείμενα, μέχρι που να βρουν κάποιον άλλον. Είχαν πάρει και τηλέφωνο και ιστορίες, αλλά πήγε μάλλον τόσο καλά που έμεινε και έκανα σαράντα παραστάσεις εκείνο το καλοκαίρι, και τον χειμώνα το πήγαμε στο Άλσος-καφέ παράσταση στη Βαλτετσίου σεζόν. Με συνέπεια να αναγκαστώ να πάρω και άδεια από τη δουλειά άνευ αποδοχών.
Πήρατε άδεια άνευ αποδοχών;
Ναι, για να μπορώ να είμαι εκεί. Αυτά δεν θέλουν, για να είσαι καλός θέλουν αποκλειστικές σχέσεις κάποια πράγματα. Δε θέλουν να τους απατάς.
Segment 3
Αναμνήσεις από την οικογένεια, η ζωή σαν δάσκαλος και οι παραδόσεις του χωριού
00:33:31 - 00:47:35
Όλα αυτά όταν επιστρέψετε στη Βύσσα σάς έλειψαν;
Όχι! Σου είπα, επειδή είμαι άνθρωπος που ό,τι έχει έλλειμμα βάζει κάτι άλλο, βρίσκεις να βάλεις. Γοητεύομαι εξίσου από το να σπείρω μια μελιτζανιά και να μεγαλώνει ένα λουλούδι, το ίδιο όσο το να πάρω ένα παιδί που έχει δυσκολίες στην αντίληψη και να μάθει γράμματα.
Αυτό το κομμάτι;
Τι;
Της εκπαίδευσης;
Ονειρικό! Η σχέση με τα παιδιά νομίζω ότι είναι ένας τρόπος να ξανανιώνεις. Έχουν τόσο αλήθεια τα μάτια των παιδιών και… Α! Αυτό ήθελα να σου πω με τη γιαγιά. Για τις γενιές αν έχουν αλλάξει. Είδες που το θυμήθηκα; Πάντα οι μεγάλοι λένε: «Ο κόσμος μας χάλασε, βγαίνεις τώρα, ούτε τίποτα δεν κρύβουν». Η γιαγιά μου έλεγε ότι: «Ο κόσμος μας ήταν ίδιος πάντα και δεν άλλαξε ποτέ. Εκείνο που άλλαξε είναι το ότι τώρα κρυβόμαστε λιγότερο». Και μου έλεγε παραδείγματα, δεν χρειάζεται να σου πω, για εξωσυζυγικές σχέσεις, για όλα αυτά, και μου έλεγε: «Είστε απλά πιο ειλικρινείς και αυτό το χαίρομαι». Η γιαγιά μου, Καστρινή από μάνα, είχε μία ιδιόρρυθμη συμπεριφορά. Αγαπούσε τα ζώα, τους ανθρώπους όχι τόσο, και τα φυτά της. Οι τριανταφυλλιές της είχαν ακούσει τραγούδια και ιστορίες πάρα πολλές. Με τις μισές γειτόνισσες ήτανε μαλωμένη. Κυρίως γιατί προσπαθούσαν να τις πάρουν λουλούδια και τέλος πάντων. Δύσκολος άνθρωπος με κάποιους ανθρώπους, για μένα όλος ο κόσμος, και λίγο μπροστά από την εποχή της. Όταν βρέθηκα φοιτητής, ερχόταν και έμενε με τον καιρό να με δει. Είχε μάθει τάβλι και έπαιζε με τους συμφοιτητές μου, έβριζε σαν τομ χαμάλη κάποιες φορές. Ναι, δεν έκρυβε τίποτα.
Ήταν η πιο κοντινή σχέση που είχατε στην οικογένεια;
Όχι, όχι. Με όλους είχα. Ήταν αντρογυναίκα, ήταν ψηλότερη από τον παππού και πιο δυνατή, ήτανε ξανθιά στα όρια του κεντροευρωπαϊκού, με γαλανά μάτια και βγήκε σε δισέγγονο. Το παρατσούκλι της στο παλιό χωριό –γιατί από κει ήρθε– την έλεγαν κατσίκα λόγω του πολύ άσπρου των μαλλιών, και επειδή το είχε ξεκινήσει ο αδερφός της ο Κώστας, ο οποίος είχε αυτός γουρλωτά μάτια, τον φώναζε «ματαρά» και έμεινε το παρατσούκλι «Μάταρες από Ασμάς». Κατάλαβες; Και το έλεγε περιχαρής. Και όταν είδε δισέγγονο σαν κι εκείνη «Να κι ένα κατσίκι! Βρε, όλοι μαυροτσούκαλα πήρατε από τ’ άλλα!». Τον λάτρεψε τον παππού, ο όποιος, σου λέω, ήταν πάντα ο φιλάσθενος, είχε πάθει κι αγκύλωση τα τελευταία χρόνια στα πόδια του, γιατί του άρεσε να ψαρεύει στα ποτάμια, δεν πρόσεχε. Και όλα τα βαριά τα έκανε η γιαγιά χωρίς βαρυγκώμια. Αυτή σήκωνε τα τσουβάλια. Που ίσως από την ομορφιά της θα μπορούσε να είχε, ξέρω γω, τον προύχοντα του χωριού, πήρε τον Πατσιάκο γιατί της λέει, της είπε «καλά μακάμια και μασάλια». Ίσως το είχαν οι Πολυχρονιδαίοι αυτό, γιατί καταγράφοντας τώρα την οικογένεια από τον προπάππου βλέπουμε και εξωσυζυγικές, ενδοσυζυγικές σχέσεις. Αλλά πάντα χαρακτηριστικό ήταν ότι έριχναν ομορφότερες από μεγαλύτερες τάξεις γυναίκες με τον τρόπο τους. Πολυλογάδες σαν κι εμένα, το πήρα αυτό από κει. Αυτά.
Μέσα στην τάξη όταν μπαίνετε τι είναι αυτό που θέλετε περισσότερο να μοιραστείτε με τα παιδιά;
Καταρχήν, πριν ξεκινήσουμε μάθημα πρέπει να δούμε πώς είμαστε, για να είμαστε καλά για να έχουμε τέτοιο. Την αλήθεια μου! Στα παιδιά δεν έχω κρύψει τίποτα. Ξέρουν τα πάντα για μένα. Για αυτό είμαι ο Σαράντης, δεν είμαι ο κύριος, δεν ήμουνα ποτέ, δεν μου αρέσει και… ευτυχισμένος. Είμαστε παρεούλα. Κουβεντιάζουμε τα πάντα. Θυμάμαι στην Αθήνα, στο 10ο Περιστερίου, είχα έναν μαθητή στη δευτέρα μία χρονιά. Βέβαια, τα έβλεπα, τα χαιρετούσα. Έμενα πάντα στα σχολεία που δούλευα, διάλεγα να μένω στη γειτονιά τους. Έχω μετακομίσει σύμφωνα με το που άλλαζα σχολείο. Και κάποια στιγμή ξέρω ότι ο Βασίλης πια είναι απόφοιτος του λυκείου, είναι φοιτητής σε κάποια ΤΕΙ εκεί στο Αιγάλεω. Βαράει την πόρτα. «Βρε Βασίλη!» «Έχω να σου πω κάτι». «Ναι!». «Έχω ένα πρόβλημα και θέλω να με πας εσύ στον γιατρό, ντρέπομαι το πω στον μπαμπά». Εκείνη η σχέση από τη δευτέρα δημοτικού, που ήταν ένα παιδάκι που μασούσε τον γιακά. Βέβαια, ανακατεύτηκα στην οικογένεια και γιατί ανακάλυψα ότι το παιδί μασούσε τον γιακά γιατί υπήρχε πείνα και ανεργία. Οι γονείς δούλευαν σε κάτι βιοτεχνίες που κάναν παπούτσια, είχε πέσει φτώχεια καταραμένη, τότε κλείναν αυτές και έμειναν άνεργοι και δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Και το θράσος ενός ανθρώπου τότε, σου είπα, είχα και κάποιες άκρες, ανακατευόμουν με πολιτικούς χώρους, παίρνει το απόγευμα το λεωφορείο και πηγαίνει στον Δήμαρχο της Αθήνας και λέει: «Έχω ένα παιδί που πεινάει, κάνεις κάτι προσλήψεις εκεί, πάρ’ τον», και πήραν τον μπαμπά για δουλειά. Όχι τίποτα, στην καθαριότητα με ένα καρότσι να σκουπίζει την Λιοσίων. Αλλά το παιδί του έχει καταγράψει ότι ο δάσκαλος δίνει λύσεις. Να έχω ανθρώπους που με θυμούνται ακριβώς σαν έναν άνθρωπο που γενικά… έναν τσαμπουκά χωρίς να είμαι τσαμπουκαλής. Θράσος, αλλά ποτέ για να προκαλέσω καυγά. Όταν χρειάζεται να δώσω λύση, δεν χάνω την ψυχραιμία μου εύκολα. Την έχω χάσει δύο φορές. Μία φέτος όπου διέγραψα έναν άνθρωπο εδώ, μία κοπέλα από το χωριό μου, γιατί αισθάνθηκα ότι ήθελε να κουμαντάρει τη ζωή μου με τον τρόπο της χωρίς κανένα όριο, και μία φορά στο στρατό, όταν ένας αξιωματικός έκανε καψόνι σε ένα φαντάρο με ΑΜΕΑ. Τον έδειρε. Γιατί το μότο μου είναι ότι οι άνθρωποι, για να είναι πολιτισμένοι, πρέπει να μάθουν να ελέγχουν το θυμικό τους. Να είναι ήρεμοι. Κάποιες στιγμές, όμως, κάτι χτυπάει στο κόκκινο. Και θυμάμαι ότι, όταν το έκανε αυτό τον εξοργισμό, πάντα έκλαιγα ταυτόχρονα από το, δεν μπορούσα να συγκρατήσω την ενέργειά μου.
Όταν απ’ τις τάξεις της Αθήνας ήρθατε στις τάξεις της Βύσσας…
[00:40:00]Τι είδα; Καλύτερα παιδιά. Τεράστια διαφορά. Βέβαια, η Αθήνα τότε περνούσε στο γονειακό επίπεδο της συνεργασίας, την ημιμάθεια του νεοπλουτισμού της νέας γενιάς, που όλοι νομίζουν ότι είναι παιδαγωγοί γιατί τελείωσαν ένα λύκειο με κάποιο τρόπο ή διάβασαν κάτι στα social media, αυτά τα Παναγίτσα μου! Κάτι όπως ζούμε τώρα με το παράλογο των εμβολιασμών. Όλοι έχουν τον ειδικό που ξέρουν και τα λοιπά. Το οποίο ήρθε σιγά-σιγά και εδώ. Απλά κάνουν χρόνια όλα αυτά τα γεγονότα να μεταπηδήσουν. Το βιοτεχνικό Περιστέρι λοιπόν το πήρε πιο μπροστά, η Βύσσα το παίρνει τώρα. Έχουμε μαμάδες οι οποίες λίγο να σ’ το πω. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω σαν δάσκαλος, διορισμένος το ’87. Είχες γεννηθεί;
Όχι.
Είδες. Τη γυναίκα μου την τωρινή θα μπορούσα να την έχω μαθήτρια αν ήμουν στα μέρη της, πήγαινε δημοτικό ακόμα. Δεν είμαι παιδεραστής, μεγάλη τη γνώρισα. Τα δύσκολα περιστατικά μας ήταν τα παιδιά που ήταν στερημένα. Στα οποία λίγη προσοχή, λίγη βοήθεια προς την οικογένεια, λίγο χάδι τα ενέπνεε και τα οδηγούσες. Τώρα, τα δύσκολά μας παιδιά είναι παιδιά αυτοκράτορες. Τα οποία δεν έχουν κανένα όριο γιατί δεν υπάρχουν ρόλοι στην οικογένεια. Διοικούν τα παιδιά. Έχουν τα υλικά λυμένα, λίγο πλούτο παραπάνω από όσο χρειάζεται και δεν έχουν κανένα όριο πουθενά. Δεν μπορείς να το κάτσεις κάτω ούτε να μάθει, ούτε να σεβαστεί τον διπλανό του, ούτε τίποτα. Είναι η αρρώστια η σημερινή της κοινωνίας. Εγώ το ονομάζω «σύνδρομο του παιδιού αυτοκράτορα», οι παιδαγωγοί το ονομάζουν σίγουρα «έλλειψη ορίων» και τα λοιπά και δεν υπάρχει καθορισμός ρόλων. Είναι, το πιο δύσκολο πράγμα νομίζω ότι είναι να είσαι γονιός και για αυτό δεν έγινα, συνειδητά. Με τρόμαξε. Ε, μετά πέρασε και το τρένο.
Προσπαθήσατε, μέσα από την παράδοση τουλάχιστον εδώ στη Βύσσα, που γνωρίζετε καλά την παράδοση του χωριού-
Το «καλά» είναι σχετικό. Ένα μέρος. Ό,τι έπεσε στο αυτί μου.
Καλύτερα από πολλούς στο χωριό.
Αυτό το λες εσύ, εγώ δε θα το υιοθετήσω, πίστεψέ με.
Εντάξει, εντάξει.
Γιατί εγώ πάντα βρίσκω ανθρώπους που με κάνουν να ανοίγω το στόμα γιατί ξέρουν πολλά. Εκεί που δεν το περιμένω.
Είχατε ένα ενδιαφέρον.
Τεράστιο. Κι ακόμα έχω. Για να λύσω την απορία. Ποιοι είμαστε εμείς οι Βυσσιώτες; Γιατί είμαστε ανάδελφοι σαν χωριό; Και πώς φτιάχτηκε αυτό το ρημάδι το χωριό το οποίο δεν ξέρουμε αν είμαστε Βόσνιοι, αν είμαστε Βυζαντινοί, αν είμαστε Έλληνες, αν είμαστε συνονθυλεύματα. Υπάρχει ένα ερωτηματικό. Τα ερωτηματικά λοιπόν είναι καλές προκλήσεις και για να δούμε. Γιατί έχουμε πολυπολιτισμικότητα. Και ο εθιμικός μας κύκλος, σε κάθε τομέα συνδυάζει πράγματα που είναι διαφορετικά. Τώρα με αφορμή την κηδεία της μάνας μου έτσι. Αναγκαστικά πρέπει να ανακαλύψω και τα ταφικά έθιμα και εδώ, ξέρεις, είναι κάθετοι. Η Λαμπρινώ, η παλιά σου γειτόνισσα, είναι ο τεχνικός μου σύμβουλος. Πρώτη ξαδέρφη της μάνας μου είναι. Δεν υπάρχει περίπτωση εγώ να πάω τη λειτουργιά χωρίς το συγκεκριμένο πεσκίρι με τη δαντέλα και το κεντημένο μονόγραμμα. Δεν έχει σακουλίτσα. Τέλος πάντων, και μου αρέσουν όλα αυτά. Δεν το κάνω γιατί το λέει η Λαμπρινή. Το κάνω και για να μάθω και γιατί μου αρέσει το αποτέλεσμα. Ξέρεις τι έχει η παράδοση; Είχε μία νομοτέλεια στο να εξομαλύνει σχέσεις και να δημιουργεί και ένα αισθητικό αποτέλεσμα υπέροχο. Σήμερα η σύγχρονη ζωή μας έχει ταχύτητα, γρηγοράδα, αισθητικά είναι flat και δημιουργεί τις ανάγκες να κάνουμε ψυχοθεραπεία. Η παράδοση τα γιάτρευε αυτά. Το έθιμο να μη μένει η χήρα μοναχή και να πηγαίνουν όλοι να την ξενυχτάνε και να περνάνε καλά και να μην μαγειρεύει, να της κουβαλάνε οι γείτονες και τα λοιπά, ξέρεις με αυτά τα κουτσομπολιά πόση ψυχοθεραπεία έπαιρνε μία γυναίκα που σήμερα απλά θα πάει και θα κλείσει την πόρτα και θα είναι μόνη της, γιατί ούτε τα παιδιά της θα είναι εκεί; Οι κοινωνίες άλλαξαν και τα λοιπά. Γι’ αυτό με γοητεύει η παράδοση, η νομοτέλεια της παράδοσης. Το ότι στο χωριό μας δεν υπήρχε, με όπλο την παράδοση, κατατρεγμένος, νηστικός, μόνος. Δεν υπήρξε χήρος που να μη φρόντισαν να του βρουν την αντίστοιχη να παντρευτεί και να συνεχίζουν δύο καμένες οικογένειες να κάνουν και τρίτο παιδί μετά, κι όσα έφερναν, και να συνεχιστεί η πορεία χωρίς προβλήματα. Δεν υπήρξε ειδικό παιδί που δεν εντάχθηκε σε αυτή την κοινωνία. Δεν είχαμε ιδρυματοποιήση εδώ, δεν είχαμε κρύψιμο.
Στα παιδιά που είχατε μαθητές προσπαθήσατε να περάσετε αυτήν την αγάπη;
Ναι, ναι, ναι, ναι! Η παράδοση είναι σχολείο, το συναίσθημα είναι σχολείο, η παράδοση το έχει. Κι αρέσει. Εξάλλου, τα δικά μας παιδιά ξέρουν από παράδοση, τη ζούνε. Στην περιοχή μας είναι ζώσα ακόμα η παράδοση, ακόμα βλέπεις μπούλες στον δρόμο. Η Βύσσα είναι μια άλλη κατάσταση, γι’ αυτό σου λέω, δεν είναι μουσειακή η παράδοση, ούτε σταμάτησε. Ψάχναμε το δημοτικό τραγούδι ας πούμε. Το αρχαιότερο δημοτικό τραγούδι ξέρεις ποιο είναι; Ε, τώρα μία και είμαι και τοπικισταράς όσο δεν γίνεται, «Η άλωση της Αδριανούπολης», 1361. Κατάλαβες; Στη Βύσσα το δημοτικό τραγούδι δεν σταμάτησε. Τι είναι δημοτικό τραγούδι; Αυτό που κάνει ο λαός με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να είναι λόγια η καταγωγή του, είναι να τραγουδήσει τους καημούς του, τις χαρές του, τον πόνο του. Και δεν υπάρχει παρθενογένεση. Πάντα αντιγράφεις λίγο από δω, έχεις ακούσει από κει, μεταφέρεις. Εδώ, σε κάτι χωριά των Μάρηδων, μια νυφούδα που πήγε από ένα χωριό άλλαξε την παράδοση του άλλου. Ήταν καλή τραγουδίστρα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη γιαγιά μου που έλεγε «Αυτό το τραγούδι το έγραψε η... και αδερφός της». Το τραγούδι προϋπήρχε, η μελωδική γραμμή άλλη βέβαια, τον στίχο το άλλαξε. «Πότε το έγραψε γιαγιά;» «Το ’50!». Αυτό τι σημαίνει; Ότι δεν είναι δημοτικό; Είναι! Γιατί εδώ η παράδοση, επειδή ήμασταν λίγο κλειστή κοινωνία… Δεν ξέρω αν έχεις ακούσει ιστορίες, από τη Βύσσα έξω παντρεύονταν μόνο αυτοί που δεν είχαν τύχη μες στη Βύσσα. Φροντίζαμε, επειδή θεωρούσαμε τους άλλους παρακατιανούς –μαρίλα μύριζαν οι Στερνιώτες και τα λοιπά–, να είμαστε λίγο περίκλειστη κοινωνία, διαφορετική. Ήταν και δύσκολα να συμβιώσεις και οι ξένοι έλεγαν, αν θυμάστε, «Να μην πάω στη Βύσσα γιατί εκεί μαχαιρώνουν». Δεν μαχαίρωσαν κανέναν ξένο ποτέ. Μαχαιρώνονταν μεταξύ τους. Οι Βυσσιώτες είχαν ένα ταλέντο: να μισιούνται όταν ήταν και συνυπήρχαν και να γίνονται οι καλύτεροι όταν έλειπαν από δω. Η έξωθεν συμπεριφορά τους με την εντός ήταν διαφορετική. Μαχαιρώματα είχαμε παλιά μέχρι την επταετία σε κάθε πανηγύρι για τον χορό, για το ποιαν κοίταξες. Πριν από τρία χρόνια, πριν τον κορονοϊό, βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη να βρω έναν παππού, ο οποίος έζησε όλη τη ζωή του στο παραπέτασμα στη Βουλγαρία, με διακρίσεις εκεί και τώρα ζει στη Θεσσαλονίκη –η κόρη του παντρεύτηκε εκεί– και τον ρώτησα πώς βρέθηκε στο βουνό. Μου λέει «Για να μη με κόψουν». Λέω: «Ορίστε κυρ-Γιώργη;», λέει: «Μου άρεσε ένα κορίτσι και το πείραξα και το ήθελε ο Τουλούμης ο λαθρέμπορας. Πού θα κάθομαν εγώ; Την άλλη την ημέρα θα μ' έκοφτε. Δεν είχα πού αλλού να πάω, πήγα στο αντάρτικο κι έγινα κομμουνιστής». Ιδεολογία! Σου αρέσει; Τέλος πάντων, τέτοιες ιστορίες, σκληρή κοινωνία. Ο νόμος του ισχυρότερου, ο μάγκας επιβίωνε.
Segment 4
Ο Σύλλογος Καραθεοδωρή, το σχολείο της Βύσσας και η προσπάθεια διατήρησης της παράδοσης
00:47:35 - 01:10:05
Με τον σύλλογο εδώ πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε;
Με τον σύλλογο, όταν ήρθα, δεν ήξερα κανέναν. Πήγα, είδα ένα πανηγύρι, ιστορίες. Κάπου εκεί ο Χρήστος ο Ρωμαλίδης, που ανακατευόταν και ιστορίες, κάποιος του μετέφερε μία πληροφορία ότι ο δάσκαλος παλιά έκανε το ένα, έκανε το άλλο και μου λέει: «Θέλω να μιλήσουμε». Ε, τους είπα να τους βοηθήσω, γιατί του είπα ότι είναι η απόφαση να πάω να γίνω ερημίτης και να κάνω αναμόχλευση των αρχείων μου. Ξέρεις, τα διοικητικά συμβούλια είναι ζωντανά. Μετά από δύο χρόνια που τους βοηθούσα σε διάφορα πράγματα και μάθαινα κι εγώ – γιατί όταν ήρθα στο χωριό ήμουνα ξανά ένας ξένος–, επειδή στο μεσοδιάστημα, κάνοντας πολλά στο μεσοδιάστημα δεν είχα χρόνο ώστε να έρθω το καλοκαίρι. Ερχόμουν δύο μέρες με το αεροπλάνο να δω τη μάνα μου και έφευγα. Με είχαν ξεχάσει, τους είχα ξεχάσει, γνώριζα ελάχιστο κόσμο πια. Έκανα μία βόλτα στο νεκροταφείο, τους ήξερα όλους, τους γνώριζα όλους. Λέω: «Εδώ κρύφτηκαν οι δικοί μου και οι αγαπημένοι μου». Και πρόσεξε τώρα, ακόμα κρατάω τις επαφές με την Αθήνα, έχουν εκλογές, είμαι στην Αθήνα σε ένα συνέδριο της ομοσπονδίας –τότε έκανα και συνδικαλισμό πανάθεμά με– και παίρνει τηλέφωνο ο Χρήστος. Μου λέει: «Δεν θέλει να βάλει», δεν θυμάμαι ποιος ήτανε τώρα, «τώρα η Χρυσουλάρα βρήκε θα αρραβωνιαστεί και ιστορίες, δεν έχουμε άνθρωπο! Κάνε μία αίτηση και στείλ’ την». Λέω: «Τι λες, βρε;». Τελικά, με χίλια δύο με έπεισε, έστειλα μία αίτηση κι όταν γύρισα ήμουν εκλεγμένος. Φαντάσου ότι εγώ δεν ψήφισα. Και πήγα και καλά μάλιστα. Ο Χρήστος με είπε «Ε ρε, κόντεψες να με περάσεις!». Και από τότε κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια, συνυπάρχω εκεί και κατά παράδοση μάλλον, με τις εκλογές όταν έχουμε τις ημερομηνίες, πάντα κάτι έχω και ή απουσιάζω, σε λίγες είμαι εδώ. Κατάλαβες;
Ναι. Ποια είναι η αγαπημένη σας δράση του συλλόγου; Που την πονάτε; Που την αγαπάτε; Που θέλετε να τη μεγαλώσετε;
Αυτό που ξεκινήσαμε όλοι μαζί, όταν όλοι μας έλεγαν οι παλιοί: «Είστε χαζοί, μπουνταλάδες». Να ξαναφέρουμε τους Καραθεοδωρή στη Βύσσα, γιατί τους είχαν χάσει στο μεσοδιάστημα. Πολλοί από αυτούς που στο διάστημα έφυγαν, δεν άντεξαν. Ήταν αυτοί που έλεγαν ότι ο σύλλογος είναι για να [00:50:00]κάνει πανηγύρια και εκδρομές. «Τι τα θέλετε τα μουσεία και ιστορίες; Α, ρε μπουνταλάδες, σαν εσένα είμαστε εμείς;». Και τώρα μου αρέσει που έρχονται και κάνουν «Α!» όταν βλέπουν κάτι που δεν έχει τελειώσει, που είναι ακόμα οι προθήκες και κάποιες εκτυπώσεις. Και η χαρά μας ήταν όταν η οικογένεια Καραθεοδωρή, η οποία δεν εκτιμούσε πια τη Βύσσα –είχαν αρχίσει οι κινήσεις της Κομοτηνής– αποφάσισε να ξαναγυρίσει. Δεν ήταν δική μας απόφαση, λίγο να σ’ το πω. Υπήρξαν κάποιοι χειρισμοί προηγούμενων διοικητικών συμβουλίων, δεν μπορώ να σου πω λεπτομέρειες , έλειπα, οπότε θα σου μεταφέρω γνώμες τρίτων, δεν το κάνω. Τέλος πάντων, η κόρη του Κωνσταντίνου, που ήταν χρηματοδότης εδώ και τα λοιπά, και έλεγε θα κάνει τα μουσεία, είχαν αποσυρθεί. Δεν ήθελα να δουν τη Βύσσα, νόμιζαν ότι οι Βυσσιώτες τούς θέλουν να τους εκμεταλλευτούν. Δεν καλοέβλεπαν όμως και την προσπάθεια της Κομοτηνής, που ήταν η είσοδος του πολιτευτή Στυλιανίδη με του χρηματοδότη του, του Λιπορδέζη και του Λυγερού. Παρ’ όλα αυτά, έχουν προσκληθεί να πάνε στην Κομοτηνή και έχουν έρθει ως απόγονοι. Σταματάνε στην Αλεξανδρούπολη και βλέπουν τη Χρύσα την Τσονίδου. Η Χρύσα η Τσονίδου είναι η κόρη του συγγραφέα που έγραψε το βιβλίο για το γένος Καραθεοδωρή, για λογαριασμό του συλλόγου Βύσσας, το ’89. Και τους πείθει, αφού έχουν χρόνο, να έρθουν ως τη Βύσσα. Μας παίρνει τηλέφωνο η Χρύσα, την ξέραμε, γιατί είχαμε απευθυνθεί σε αυτήν, μήπως υπάρχουν και άλλα αντίτυπα που είχαν δώσει στον συγγραφέα, γιατί εξαντλούνται σιγά-σιγά να τα πάρουμε. Και λέει: «Σας φέρνω απογόνους». Μόνο η Τασουλάρα τούς είχε δει κάποιες φορές, αλλά δεν τους θυμόταν. Εμείς τους βλέπαμε πρώτη φορά. Πάμε, λοιπόν, στο γνωστό παρατηρητήριο και γίνεται το εξής. Οι απόγονοι μας ξεμοναχιάζουν –εμένα με πήρε ο κύριος Αλέξανδρος Μπέζης–, έναν-έναν και μας κάνουν μία,, σε εισαγωγικά «ανάκριση». «Για ποια αιτία θέλετε να ασχοληθείτε με τους Καραθεοδωρή; Τι προσδοκάτε από αυτό;». Όταν τελείωσε και φύγαμε λέω «Ρε Χρήστο, αισθάνθηκα να κρίνομαι», μου λέει: «Το ίδιο και εγώ». Μου λέει: «Τι τους είπες;». «Τους λέω για τους Καραθεοδωρή ασχολούμαστε, για να αναδειχθούν. Δεν έχουμε να προσδοκούμε τίποτα και ιστορίες». Μου λέει: «Όλοι αυτό είπαμε». Την άλλη μέρα πάνε στα εγκαίνια της Κομοτηνής, γνωρίζουν κι εκεί, συνομιλούνε, πηγαίνουν στην Αθήνα, κάνει ένα συμβούλιο η οικογένεια και δεχόμαστε ένα τηλεφώνημα ότι οι απόγονοι είναι με τη Βύσσα, δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με την Κομοτηνή. Και ξεκινάει αυτό το μακρύ ταξίδι, κάνουμε πρώτα μία προσπάθεια, επιδημοτεύουμε κάποιους από αυτούς. Δεν με άκουσε ο Δήμαρχος τότε να τους παραχωρήσουμε και ένα σπίτι, να αγοράσει ένα, παρά να σκέφτεται μεγάλα δημαρχεία, να τους δώσουμε ρίζα. Γιατί το νιώθαν χωριό τους, ήταν τρελό. Όταν πήγαμε στο γραφείο του Παύλου Γερουλάνου και λέει: «Από το χωριό μου είστε» ήταν μεγάλη τιμή για μας. Ήξεραν από πού είναι. Κάναμε κάποια συμπόσια και φτάσαμε στο σημείο να εγκαινιάζουμε μουσείο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, να έχουμε μία πρόχειρη έκθεση εκεί την οποία ξηλώσαμε, και τώρα πάμε στη δεύτερη φάση της υλοποίησης, έχουμε αρχίσει σιγά-σιγά. Άρχισαν να μπαίνουν οι πρώτες εκτυπώσεις, να έρθουν τα αντικείμενα. Άλλες εκτυπώσεις και ιστορίες, το ψηφιακό κομμάτι, γιατί θα είναι η μία αίθουσα, θα είναι τελείως ψηφιακή, δεν βρίσκονται πάρα πολλά, όπου θα ζωντανεύουν οι Καραθεοδωρή με ολογράμματα και θα κινείσαι δίπλα τους. Τρομερές εφαρμογές! Διαβάζω ακόμα τις προτάσεις και τα σχέδια, έτσι και κάποια που έχω δει ως δείγματα. Περιμένω να καμαρώσω. Πιστεύω ότι θα ένα από τα ωραιότερα μουσεία. Για μας το ωραιότερο, αφού θα είναι το δικό μας. Αλλά επειδή δεν φτάνει, είμαστε στην άκρη του Θεού, πασχίζουμε, προσπαθούμε. Τώρα πείσαμε να γίνει το μουσείο Φυσικής Ιστορίας στις Καστανιές. Προτείνω να γίνει ένα μουσείο στρατιωτικό της ταξιαρχίας Ρίμινι, στην Καβύλη, μαζί με την Αγία Παρασκευή και το Μουσείο της Ορεστιάδας. Να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο διαδρομών, ώστε να μπορεί να προκληθεί ο επισκέπτης και να έρθει. Χρειαζόμαστε και τον τουρίστα.
Πώς νιώθετε που ενώ εσείς κάνετε όλες αυτές τις κινήσεις, έχετε όλα αυτά τα οράματα ο κόσμος φεύγει από το χωριό;
Δεν φεύγει πια, ο κόσμος πεθαίνει. Αυτοί που ήταν να φύγουν, έφυγαν. Είμαστε μία γερασμένη κοινωνία. Ο μέσος όρος, φαντάζομαι, των κατοίκων εδώ είναι πάνω από 70, της ζωής. Οπότε εγώ είμαι το μικρό της γειτονιάς και είμαι 57 για τα θελήματα.
Όταν βλέπετε παιδιά στην ηλικία μου να φεύγουν για σπουδές και να μην ξαναγυρνάνε;
Είναι λογικό. Αυτό συμβαίνει σε όλη την Ελλάδα. Η ζημιά έγινε όταν έφυγαν άλλες γενιές. Δηλαδή είχαμε τη μετανάστευση του ’50. Κάποια στιγμή, άρχισε να αναπτύσσεται η γεωργία, χρεώθηκαν και είχαμε μέσα στη δεκαετία του ’80-’90 μία τεράστια φυγή που δεν γυρνάνε κιόλας, γιατί χρωστάνε σε ΤΕΒΕ, μέβε και φοβούνται. Και ο εκμοντερνισμός τού να έχουμε πατρικό, να είμαστε αγρότες, να έχουμε πατρικό μεγάλο στη Βύσσα, ίσως και ένα απ’ τη γυναίκα μας, και να ζούμε σε νοικιασμένο διαμέρισμα στην Ορεστιάδα και να έρχομαι το πρωί, να αλλάζω ρούχ,α να κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, να παίρνω το τρακτέρ, να πάω στα χωράφια και αυτό δεν μπόρεσα να καταλάβω. Και εγώ όταν ήρθα το ’06, μέχρι το ’08-’09, έμεινα στην Ορεστιάδα, γιατί η Σοφία δεν ήταν από δω. Στην αρχή, έμεινα στη Βύσσα και μετά με τη Σοφία πήγαμε εκεί μήπως δεν προσαρμοστεί, αλλά ανακαλύψαμε ότι τελικά το σπίτι το είχαμε εκεί για να το ’χουμε και ξημεροβραδιαζόμασταν εδώ. Το κλείσαμε και είμαστε μία χαρά από τότε εδώ, και η ποιότητα ενός χωριού είναι άλλη η ποιότητα ζωής, ο χρόνος είναι άλλος και, φυσικά, όποιος έχει μικρά παιδιά, καλά είναι να ’ρθει να τα μεγαλώσει εδώ. Είναι τόπος για να μεγαλώνουν παιδιά, να μυρίζουν το χώμα, να το πιάνουν. Θα σου πω τώρα ένα περιστατικό. Όταν ήρθα την πρώτη χρονιά να δουλέψω στη Βύσσα, πήρα μία δευτέρα. Πολύ καλά παιδιά. Κάποια στιγμή, λοιπόν, στο τέλος της χρονιάς, στον φράχτη του σχολείου υπάρχει μία μουριά από αυτές που κάνουν τα μεγάλα, τα μωβ, τα πολύ νόστιμα μούρα. Τα βλέπω εγώ, σκαρφαλώνω, βρίσκω ένα τάπερ στο σχολείο, το πλένω. «Τι είναι αυτά, κύριε;» «Ασκάμνα» τους λέω. «Να δοκιμάσουμε;». Θα έτρωγαν κι εμένα, ανέβηκα, τρεις-τέσσερις φορές σκαρφάλωσα στη μουριά. Μέχρι τότε μου είχε κάνει έκπληξη που τα παιδιά δεν ξέραν τι καλλιεργούν οι πατεράδες τους που είναι αγρότες, είδα και αυτό. Και μου λέει η Παγώνα την άλλη την ημέρα «Ρε συ, ήρθε ο Κωνσταντίνος και μου είπε ότι τους τάισες εξωτικά φρούτα, τα ασκάμνα». Λέω: «Παγώνα, δε φταίω εγώ, εσύ φταις. Το παιδί σου ξέρει το αβοκάντο, τον ανανά, αλλά χάνει τις ρίζες του». Και από κείνη τη στιγμή, κάθε χρόνο, σε ευέλικτες ζώνες, βάζω θεματολογικά την παράδοση. Μπορεί να είναι τρόφιμα μια χρονιά. Οι γιαγιάδες έρχονται μαγειρεύουν, κάνουνε κουντουρούδες και τι δεν μας έχουν κάνει! Τι κολοκυθόπιτες! Τι μουσταλευριές χωρίς μούστο! Συμμετέχουν και τα παιδιά. Τα παιχνίδια. Ο Νίκος ο Γκαντζουλάς έχει παίξει γουρούνα με τη θυγατέρα του στο σχολείο και κόντεψε να τσακίσει το κινητό το ποδάρι. Και το διασκεδάζουμε κι εγώ και βλέπω ότι μένει μετά.
Ο αριθμός των παιδιών έχει μειωθεί με τα χρόνια;
Το ’06 που ήρθα το σχολείο είχε 120 και κάτι μαθητές, τώρα έχουμε 60. Πάλι από τρία χωριά όπως και τότε. Κι αυτό που τονώνει είναι ότι εμφανίστηκαν οικογένειες Ρομά που εγκαθίστανται εδώ και αγοράζουν σπίτια, γιατί παίρνουν δάνεια άτοκα με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, που σημαίνει ότι δεν θα τα πληρώσουν. Είναι επιδοτούμενοι πληθυσμοί αυτοί. Μετακινούνται από άλλες περιοχές που δεν μπορούν να βρουν μεροκάματα, από το Γιδά, από την Αλεξάνδρεια, τη Θήβα και τα λοιπά. Φτάνουν εδώ, αλλά ναι μεν αριθμητικά το μεγαλώνουν, ποιοτικά το υποβαθμίζουν. Δυστυχώς δεν θέλουν να ενσωματωθούν. Γράφονται για να γράφονται. Και ενώ στην αρχή είχαμε λίγα και μπορούσαμε να κάνουμε προσπάθειες να τους μάθουμε και να τα ενσωματώσουμε, από τότε που έγινε ο πληθυσμός δημιουργήθηκε ένα γκέτο, ώστε να απέχουν όλη την ώρα και στο διάλειμμα να επικοινωνούν στη γλώσσα τους. Ο Νταβρής μιλάει ελληνικά, τα νεότερα θα δυσκολευτούμε πάρα πολύ. Κάνουμε προσπάθειες βέβαια. Από πέρσι δημιουργήσαμε τμήμα ειδικό για αυτά τα Ρομά. Επιπλέον, θα δούμε, θα δούμε. Γιατί, όταν δεν έχεις και τη γλωσσική επικοινωνία, είναι δύσκολο να καταλάβεις αν υπάρχει μαθησιακή δυσκολία ή απλά είναι πολιτισμική διαφορά που τους στερεί κάτι. Αν συνδυάζουν και τα δύο δεν ξέρεις τι να βοηθήσεις. Είμαι πάντα –πώς το λένε;– αισιόδοξος ότι όλα θα γίνουν, απλά ήταν κάτι που έγινε ξαφνικά και δεν προλάβαμε να το αντιμετωπίσουμε. Σήμερα, ας πούμε, στις μικρές τάξεις έχουμε 30% πληθυσμό που χρειάζεται ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης. Ξέρεις, τα σχολεία πρέπει να αλλάζουν για τα παιδιά, όχι το παιδί για το σχολείο. Ένα παιδί με δυσλεξία, δεν φταίει το παιδί. Το σχολείο πρέπει να βρει ένα τρόπο να προσαρμόσει τον τρόπο, γιατί, σου είπα, όλα μαθαίνονται φτάνει να βρεις το σωστό τρόπο. Δεν είναι πάντα εύκολο. Δεν υπάρχει, δεν είναι συνταγή η παιδαγωγική. Όσα συγγράμματα και να διαβάσεις, όσες κοσμοθεωρίες, θεωρίες, μεθόδους, πάντα θα πρέπει να αυτενεργήσεις και ποτέ το αποτέλεσμα δεν είναι προδιεγραμμένο. Αυτό που σ’ εσένα θα πιάσει, στο άλλο παιδί… πρέπει να δοκιμάζουμε... να πολεμάσει τη στατικότητα και η απόσταση. Τι είναι το σχολείο; Το σχολείο ουσιαστικά είναι επικοινωνία. Με τους δασκάλους που στοχεύουν μόνο στο γνωστικό αντικείμενο και δώσ’ του τα κατεβατά και «πρέπει να μάθεις αυτό τον κανόνα απ’ έξω» βγάζω σπυριά. Κάποτε, ο συγχωρεμένος ο Τσολάκης, ο γλωσσολόγος του Παιδαγωγικού της Θεσσαλονίκης, πει «ότι οι δάσκαλοι της φωτοτυπίας σκότωσαν την εκπαίδευση», και [01:00:00]χάρηκα που το άκουσα σε αμφιθέατρο, γιατί το έλεγα κι εγώ. Ήταν εκπληκτικός δάσκαλος, λείπει από την εκπαίδευση, η απώλειά του ήταν σημαντική. Η γνώση θα επαναληφθεί και μπορεί να κατακτηθεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες, η συναλλαγή η κοινωνική των ανθρώπων. Και μάλιστα, ξέρεις τι λέω στους γονείς, γιατί μου έρχονται, μου λένε: «Άντε, σ’ το έφερα στην πρώτη, να γίνει άνθρωπος», της λέω: «Άμα γίνει άνθρωπος, χάσαμε. Ξέρετε ποιο είναι το κέρδος; Να γίνει συνάνθρωπος». Νομίζω είναι, αν μπορεί να το κάνει αυτό η εκπαίδευση, να βγάλει συνανθρώπους, θα φτιάξουμε την κοινωνία. Αυτή είναι η επανάσταση, να αλλάξουμε… Τι έγινε; Τι να πω; Δεν ξέρω.
Εσείς-
Σήμερα δεν ξέρω γιατί, τι κατάφερες. Έχεις τα τσικμανλίσια τα μάτια, είσαι Τσικμανλούδα. Δεν είσαι από τους Κατσίκαδες, ίδια με τη θεία την Τασούλα. Επειδή έχω πολύ καλές σχέσεις με τον παππού, τη γιαγιά και ιστορίες, όπως λέω προσωπικά μου πράγματα που δεν τα λέω εύκολα.
Τι όνειρα έχετε για το χωριό; Τι βλέπετε στο μέλλον;
Ξέρεις, τα όνειρα δεν είναι ίδια με τα σχέδια. Ένας άνθρωπος που θέλει να είναι και ρεαλιστής τα σχέδιά του τα απλώνει λιγότερο από κει που μπορεί για να πετάει. Άμα δεν πατάς και πετάς, θα πέσεις. Τα όνειρα είναι επιθυμίες, είναι απωθημένα, είναι οι καμίδες που έλεγαν στη Βύσσα. Έχεις ακούσει αυτή τη λέξη; «Καμίδα». Είναι αυτό που θες και σε καίει. Είναι διακαής πόθος που λέμε. Τι θα ήθελα; Να το αναστήσουμε. Να γυρίσουν όλοι και να ξαναδώ μια Βύσσα γεμάτη. Ξέρεις ποιο ήταν το δράμα; Σου είπα δεν οδηγώ. Όταν, λοιπόν, την πρώτη χρονιά δούλευα, έπρεπε στις 7:30 το πρωί για να πάω και λίγο πιο νωρίς, να φύγω με τα πόδια από την Αρβανιτιά, με οποιαδήποτε συνθήκη, να πάω στο Πρώτο Δημοτικό να δουλέψω, δεν είχαμε πια το σχολείο το δικό μας εδώ το Δεύτερο. Και θυμόμουνα ότι σε αυτή τη διαδρομή κάποτε έκανες κουβέντες και τώρα κάπνιζαν μια-δυο καμινάδες από τις τόσες, γιατί έβλεπες τον καπνό που είναι σημάδι ότι κατοικείται ή έχουν ξυπνήσει οι άνθρωποι. Νομίζω ότι κοιμόμαστε λίγο παραπάνω. Οι άνθρωποι κάνουν τα πράγματα και το αξιακό σύστημα που δίνουν, ο τρόπος που θέλουν να ζήσουν είναι αυτό που κάνει την κοινωνία. Και νομίζω ότι είμαστε λίγο καλοπερασάκηδες. Δεν ξέρω, δεν ξέρω, αλλάζω πολλά. Στην ηλικία που είμαι αλλάζω πολλά. Κοσμοθεωρίες… Ανακάλυψα ότι ο στρατός ήταν πολύ καλό σχολείο που το έλεγαν οι παππούδες κι εγώ δεν το πίστευα, έλεγα «Θα πάω και θα τυραννηθώ» και μάλιστα έζησα το εξής. Μέχρι τώρα δεν με έχουν τιμήσει, δύο φορές κάποια στιγμή, δεν το τέτοιο… Μια φορά, όταν έφυγα από το Περιστέρι, το σωματείο που άφησα δέκα χρόνια και μου έφαγε όλες τις οικονομίες μου, θεώρησε καλό και τους είπα: «Αφήστε, αυτά τα κάνουν σε αυτούς που είναι ετοιμοθάνατοι», και πριν από δύο χρόνια με κάλεσε ο στρατηγός. Σε μια εκδήλωση που δεν μπορούσε… Βέβαι,α ο Άγγελος ο Ιλαρίδης σειρά μου, ήμασταν και γνωστοί για να με τιμήσει. Αισθάνθηκα λίγο παράξενα. Και ανακάλυψα ότι τελικά στον στρατό, όσο έμεινα εγώ, δούλεψα. Έτσι τον είχα δει, ως δουλειά ή να σχεδιάσω, να κάνω. Γι’ αυτό τιμήθηκα και μάλιστα μου είπε χαριτολογώντας, μου έδωσε… Ξέρεις ποιο ήταν το βραβείο μου; Δεν μου έδωσε κάνα μετάλλιο. Μου έδωσε ένα μαθητολόγιο της ΣΕΑ απ’ τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών –κάτι που μου λέει δεν το κάνουν–, κορνιζαρισμένο, για να μου πει ότι στα 75 χρόνια της σχολής είχα τις καλύτερες βαθμολογίες σε όλα. Ο Πιπέρτσος, όπως έλεγε η μάνα μου, ήταν ένα παραμύθι «Ο Πιπέρτσος», που ήταν όσο μία πιπεριά. Χωρίς να τον θέλει τον στρατό πάσχισε να γίνει ίδιος με τους άλλους, όχι εγκεφαλικά, σωματικά. Είχα μείνει 53 κιλά από το να ασκηθώ και να είμαι ικανός υπερασπιστής. Δεν ξέρω, δεν είμαι εθνικιστής, αγαπάω την πατρίδα μου, δεν είμαι καθαρά τοπικιστής, όπως οι Κρητικοί, αλλά αγαπάω υπερβολικά το χωριό μου. Δεν είμαι χριστιανός όπως θα το ήθελα, αγαπάω την εκκλησία, τους ανθρώπους που πιστεύουν, τις γιορτές που γίνονται, τα μυστήρια. Δεν είμαι κομμουνιστής, αγαπάω την ισονομία του Μαρξ, σιχαίνομαι τους εκφραστές και… Γενικά, πιστεύω ότι όλα αυτά οι ερμηνευτές τα χάλασαν, οι εφαρμοστές, όχι οι ίδιες οι θεωρίες. Δεν ξέρω. Αλλά εκείνο που δεν μπορεί να αλλάξει είναι ότι αγαπάω τον άνθρωπο. Και το τομάρι μου φυσικά, έτσι; Γιατί όποιος δεν αγαπάει τον εαυτό του, δεν μπορεί να ζήσει. Τα άλλα είναι παραμύθια. Με τις διακυμάνσεις μου, τις καταθλίψεις που όλοι έχουμε όταν κάτι δεν πάει καλά. Σου είπα, επειδή πάντα αισθάνομαι την ημιτέλεια των πραγμάτων, ουσιαστικά, μόλις τελειώσει κάτι το οποίο θέλει ένταση και τα λοιπά, αισθάνομαι ένα κενό, που είναι μία μορφή κατάθλιψης για να σε πάει στο επόμενο. Όταν κάναμε τα «Βύσσεια» φέτος –δεν ξέρω, ήσουν εδώ στα «Βύσσεια»;– σκέψου ότι δεύτερη μέρα, σε ένα χωριό σαν τη Βύσσα υπήρχε μία κουβέντα για τη γεωστρατηγική και γεωπολιτική που αλλάζει στη Μεσόγειο με παράθυρα. Πρώτο Μιχάλης Ιγνατίου, δεύτερο Φάνης Παπαθανασίου και τρίτο ο Μαρίνος ο Νομικός από την Κύπρο. Όταν τους είπα ότι θα το κάνω, πρώτο,ν μου είπαν όλοι: «Ο Ιγνατίου να βγει; Ιστορία, δεν είναι και εύκολο». Όλα έγιναν.
Τα αγαπάτε τα Βύσσεια.
Αγαπάω τη Βύσσα. Όλες τις εκδηλώσεις. Γενικά την Ορεστιάδα, γίνονται πολλά. Η Ορεστιάδα ξέρεις τι μου αρέσει; Όλη η περιοχή, ο Δήμος τώρα, μια και γίναμε Δήμος. Γιατί στην αρχή η Ορεστιάδα θεωρούσε τον αστικό κορμό, ήταν και λόγω καταγωγής, είχαν και συγγενείς, και σόγια, και ξαδέρφια, και ιστορίες. Και η Βύσσα. Είχαν ένα άλμπινι, οι άνθρωποι εδώ είχαν μία άλλου είδους αρχοντιά. Είχαν έναν τρόπο να μοιράζονται, να κάνουν τον ξένο να νιώθει ο πιο αγαπητός και έναν πολιτισμό συμπεριφοράς. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ορεστιάδα, με το που πατήσει ο άνθρωπος το πόδι του στο πεζοδρόμιο, χωρίς φανάρια, σταματάνε τα αυτοκίνητα, και αυτός που δεν θα το κάνε,ι θα είναι ξένος, στρατιωτικός, περαστικός. Έναν σεβασμό –παρόλη την εχθρότητα και τη σκληρότητα και τα λοιπά–, έναν σεβασμό τελικά στον άνθρωπο. Και θυμάμαι χαρακτηριστικό ότι στα δύσκολα εδώ στη Βύσσα γίνονταν όλα. Ένα, δεν υπήρχε –αυτό σ’ το είπα–, δεν υπήρχε άνθρωπος που να έμενε μόνος. Αυτό το σπίτι του παππού ξέρεις πώς χτίστηκε; Μην περιμένεις μαστόρους, εργολάβους, συνεργεία. Μιτζά! Ξέρεις τι σημαίνει «μιτζά»; Αλληλοβοήθεια. Παίρνουμε έναν μάστορα που ξέρει για να μας καθοδηγεί, μαζεύονται οι συγγενείς όσοι μπορούν και χτίζουμε το σπίτι. Η μόνη προϋπόθεση για τους συγγενείς ήταν να τους βάλεις μία κατσαρόλα, ένα καζάνι φαΐ. Όλοι μαζί! Ποιος άλλος τόπος το έχει τόσο έντονο; Όχι στην Τουρκοκρατία, στην ελεύθερη Ελλάδα. Γι’ αυτό σου λέω, η παράδοση εδώ έχει ένα… Θαρρείς και βρήκε ένα τόπο να κάτσει και δεν ήθελε να φύγει όταν την έδιωχναν απ’ αλλού. Οι μπούλες στην πλατεία τώρα άρχισαν να λιγοστεύουν. Σαν η μάνα μου ήταν στα καστρινά ντυμένη πιο νέα. Κάποια στιγμή, ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να πάει στην εκκλησιά χωρίς τα χωριανά. Και όταν την είπα ότι δεν με ενοχλεί καθόλου μου ’ρθε και στην Αθήνα έτσι, και όταν την πήγα στην Ακρόπολη, μας κυνηγούσαν οι Κινέζοι και οι Κορεάτες με τις φωτογραφικές μηχανές. Και γυρνάει και τα λέει: «Βρε παιδιά, να κάτσω, μα μες στην ντάλα; Ελάτε εδώ στο γίσκο! Δεν θα με κάψει ο ήλιος για να με βγάλετε φωτογραφίες!» Αυτά.
Εσείς πιστεύετε θα φύγετε κάποια στιγμή από τη Βύσσα;
Δεν το θέλω, αλλά δεν μπορώ να το αποκλείσω. Σου είπα, τη ζωή δεν την πας, σε πάει. Δεν κάνεις ποτέ τα θέλω σου. Το ζήτημα είναι, όπου ριζώνεις για κείνη τη στιγμή, ζήσε την στιγμή. Το carpe diem. Έχεις δει τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών»; Να μπορείς να ζήσεις και να «ρουφήξεις» τη στιγμή. Και ξέρεις, όλα αυτά γράφουν μέσα σου, δεν ξέρεις πότε θα έρθει η ώρα να βγάλουν κάτι. Δεν περίμενα ποτέ τα τραγούδια της γιαγιάς και του παππού να μπορούν να με βοηθήσουν να έχω πατήματα στο σήμερα ή να περάσω στο Μαράσλειο τον Μιχάλη τον Μερακλή στη λαογραφία με το όνομά μου. Τρελό δεν είναι αυτό; Ο Μιχάλης ο Μερακλής ζητούσε εξέταση –λαογραφία μας έκανε, μυθολογία– μόνο προφορικά και θεωρούνταν ο πιο σκληρός που κόβει εύκολα, που πάνε τα 3 σύννεφο. Περιμένουμε απ’ έξω, κάνουμε μία πεντάδα τυχαία, τρία κορίτσια και δύο αγόρια, μπαίνουμε μέσα με τον πανικό ότι θα δούμε τον Μιχάλη… Και κάποια στιγμή, γράφει τα ονόματά μας εκεί μια γραμματέας. Ρωτά εμένα, «Σαραντίδης Σαράντης», σηκώνει αυτός τα γυαλιά λίγο γιατί κάτι διάβαζε, μου λέει: «Απ’ τη Βύσσα είσαι; Της Αννούδας ο γιος;», «Ναι.» «Βάλ’ τους όλους 10 να φεύγουν!». Κατάλαβες; Και μετά έγινα ο περιζήτητος για τα προφορικά. Όλοι θέλαν να μπούνε μαζί μου, γιατί νόμιζαν ότι ξέρω το πανεπιστήμιο. Ο Μιχάλης απλά είχε έρθει να κάνει μια καταγραφή εδώ και ήταν στην Αννούδα και μου είπε ευθαρσώς «Αφού είσαι παιδί της Αννούδας, είσαι και καλός. Τι να σε εξετάσω; Τη λαογραφία; Εγώ από τη μάνα σου έμαθα!»
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Και όπως βλέπεις, αυτά δεν τα κανονίζεις, τα φέρνει η ζωή. Τελειώσαμε; Γεμίσαμε το χρόνο;
Να είστε καλά.
Τίποτα!
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ένας «δημοδιδάσκαλος», όπως ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του, αφηγείται στο Istorima το πώς κατέληξε να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του και να γνωρίσει εκ νέου τις ιστορίες της γιαγιάς του, του παππού του, και των κατοίκων του χωριού. Ο Σαράντης Σαραντίδης αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η παράδοση μετουσιώνεται σε καθημερινές πράξεις αλληλεγγύης. Τέλος, αναφέρεται στην αγάπη του για το θέατρο και τον πολιτισμό, αλλά και στην ενασχόλησή του με τον Σύλλογο Νέας Βύσσας.
Narrators
Σαράντης Σαραντίδης
Field Reporters
Χρυσή Δήμητρα Τσικμανλή
Tags
Interview Date
18/08/2021
Duration
70'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ένας «δημοδιδάσκαλος», όπως ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του, αφηγείται στο Istorima το πώς κατέληξε να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του και να γνωρίσει εκ νέου τις ιστορίες της γιαγιάς του, του παππού του, και των κατοίκων του χωριού. Ο Σαράντης Σαραντίδης αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο η παράδοση μετουσιώνεται σε καθημερινές πράξεις αλληλεγγύης. Τέλος, αναφέρεται στην αγάπη του για το θέατρο και τον πολιτισμό, αλλά και στην ενασχόλησή του με τον Σύλλογο Νέας Βύσσας.
Narrators
Σαράντης Σαραντίδης
Field Reporters
Χρυσή Δήμητρα Τσικμανλή
Tags
Interview Date
18/08/2021
Duration
70'