«Βασανίστηκα, αλλά γλίτωσα από τη σφαγή. Δεν ξέρω αν ήμουν τυχερός ή άτυχος»: Μια αφήγηση του Μανόλη Στεφανάκη για το Ολοκαύτωμα της Βιάννου
[00:00:00]Καλημέρα σας, θέλετε να μου πείτε το όνομά σας;
Στεφανάκης Μανόλης.
Είναι Τέταρτη 14 Ιουλίου 2021, είμαι με τον κύριο Στεφανάκη Μανόλη, βρισκόμαστε στο Ηράκλειο της Κρήτης, εγώ ονομάζομαι Μανόλης Ντέλης, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Θα θέλατε να μου πείτε ημερομηνία γέννησης, πότε γεννηθήκατε;
Λέγομαι Στεφανάκης Μανόλης, γεννήθηκα το 1932 στον Πεύκο Βιάννου, Ηράκλειου Κρήτης.
Πώς είναι να μεγαλώνει κάνεις εκείνη την περίοδο στη Βιάννο;
Οι γονείς μου ήταν από αγροτική οικογένεια, ακολουθούσα κι εγώ πάντα κοντά, δούλευα με τους γονείς μου μαζί, πήγαινα στο σχολείο. Ξεκίνησα το σχολείο από παιδί και δεν το… Ο πατέρας μου έκανε πάρα πολλές δουλειές, τις οποίες κι εγώ ακολούθησα στη συνέχεια. Έκανε τον γεωργό σε αγροτικές δουλειές, έκανε τον χτίστη, τον σοβατζή. Τις ακολούθησα κι εγώ αυτές τις δουλειές, όλα αυτά. Μέναμε σε απομακρυσμένη περιοχή, στον Πεύκο Βιάννου Ηρακλείου, είχαμε παραλιακά περιουσία. Το πρωί… Μέναμε κάτω στην παραλία. Εκεί είχαμε την περιουσία. Το πρωί, 6 η ώρα, έφευγα εγώ από εκεί και επήγαινα στον Πεύκο, στο χωριό Πεύκο Βιάννου. Στο σχολείο… τελείωνε το σχολείο 2 η ώρα, ξανάφευγα, ξανακατέβαινα πάλι με τους γονείς μου. Συνεχίζαμε εκεί, εργαζόμαστε στα χωράφια, σε ελαιόκαρπους και τέτοια, γενικά όλα. Κι εγώ ακολουθούσα εκεί. Ο πατέρας μου ήτανε χτίστης, εγώ ακολούθησα το επάγγελμα. Σοβατζής, ακολούθησα το επάγγελμα. Ήταν χασάπης, ακολούθησα πάλι κι εγώ κι αυτό το επάγγελμα. Μαζεύαμε τον ελαιόκαρπο. Μια εποχή μάζευε και κατσίκες ο πατέρας μου, τις οποίες τις είχαμε το καλοκαίρι και έκανα και τρεις μήνες το καλοκαίρι τον βοσκό, με τριακόσιες κατσίκες. Εμείς γενικά απολαμβάναμε από κει… Για να γεννήσει, είχε τρεις τράγους ο πατέρας μου, τσι φέρναν οι ανθρώποι εκεί, για να γεννήσουνε και τις εβλέπαμε εμείς, τρεις μήνες. Εμείς απολαμβάναμε την κοπριά και το γάλα. Κι εγώ ασχολήθηκα αυτή την περίοδο μ’ αυτή τη δουλειά. Όλη μέρα στα χωράφια εβλέπαμε τις κατσίκες, το βράδυ πηγαίναμε πίσω, τις βάναμε στο μαντρί, που λέγαμε τώρα οι παλιοί. Από τις 7 η ώρα το βράδυ, 8, άρχιζα εγώ και άρμεγα μέχρι 11 η ώρα τη νύχτα. Μαζεύαμε το γάλα, ο πατέρας μου ασχολούνταν να το κάνει τυρί και μετά να το εκμεταλλευόμαστε. Ναι, ασχολήθηκα και με… κάναμε με κάτι γνωστούς και τρία ασβεστοκάμινα, που βγάναμε τον ασβέστη τότε. Στα χωριά κάναν ασβεστοκάμινα και βγάναμε τον ασβέστη, τον επουλούσαμε… Ε, ακολούθησα γενικά, να πούμε, τις δουλειές του πατέρα μου. Μετά ξεκίνησε ο πατέρας μου μια φάμπρικα που βγάναμε το ελαιόλαδο, πάλι κι εγώ συνέχισα εκεί. Μετά έκανε ένα ελαιοτριβείο σύγχρονο, με δύο πιεστήρια, που βγάζανε το λάδι, πάλι κι εγώ εκεί, μ’ αυτή τη δουλειά, ακολουθούσα. Μετά, τώρα, προχωρήσαμε, να πούμε, μεγάλωσα κι εγώ, είχα μια… Μου προτείνανε… Ο παππούς μου, της μάνας μου ο πατέρας, ήτανε παπάς, ιερέας. Μου προτείνανε να γίνω ιερέας. Πήγα για δυο χρόνια στην Ιερατική Σχολή στα Χανιά, μετά το σταμάτησα, δεν μου άρεσε αυτό το πράγμα. Είχα ξεκινήσει και τη μουσική, μαντολίνο μόνος μου, βιολί μόνος μου, κανείς δεν μου αυτό. Τραγουδούσα ωραία, μετά συνέχισα τώρα το… επαγγελματικά, να πούμε, στο επάγγελμα αυτό. Μετά παντρεύτηκα, δεν είχα πάει ακόμη φαντάρος, παντρεύτηκα στα δικά μας… Ο πατέρας μου με πάντρεψε 17 χρονών. Μετά πήγα φαντάρος, στην αρχή, ως νεοσύλλεκτος, παρουσιάστηκα στην Αθήνα, στη Γλυφάδα. Μετά από έναν χρόνο, με πήραν με μεταθέσεις, εκεί πήγα στη Σπάρτη. Κάναμε και στη Σπάρτη εκεί περίπου έναν χρόνο. Μετά από τη Σπάρτη, επήρα μια μετάθεση για τη Θεσσαλονίκη. Πήγα στη Θεσσαλονίκη, ωραία η στρατιωτική θητεία, περνούσα καλά, να πούμε. Γνώρισα εκεί… Ο διοικητής μου ήταν τότε Ρεθυμνιώτης, Χανιωτάκης Αντώνιος, λοχαγός. Μετά, δυο χρόνια υπηρέτησα στη Θεσσαλονίκη. Αλλά να πούμε βέβαια ότι πριν να πάω φαντάρος, είχα ξεκινήσει[00:05:00] ένα επάγγελμα κομμωτής και κουρέας. Το έκανα κι αυτό και στον στρατό μου χρειάστηκε αυτό και το συνέχισα στον στρατό, το διάστημα αυτό έκανα και τον κουρέα εκεί. Μετά, σας είπα, στη Θεσσαλονίκη πέρασα πάρα πολύ ωραία, έκανα δύο χρόνια. Μετά, μετά τα δυο χρόνια απολύθηκα, κατέβηκα στο χωριό. Εσυνέχισα εκεί, να πούμε, πάλι την ίδια ιστορία, έπαιζα μετά βιολί επαγγελματικά. Κάθε Σαββατοκύριακο γάμος, πανηγύρια, εκδηλώσεις και τέτοια. Ε, μετά, μας επρότεινε ο δάσκαλος του χωριού με τη δασκάλα να ανεβάσουμε ένα έργο, την Γκόλφω. Ανεβάσαμε το έργο, ήμαστε είκοσι τρία άτομα οι ηθοποιοί. Εγώ ήμουν ο πρωταγωνιστής, ο Τάσος, στο έργο. Εδώσαμε τριάντα έξι παραστάσεις σε όλα τα γύρω χωριά, στην επαρχία. Είχαμε μεγάλη επιτυχία. Από τα χρήματα που μαζέψαμε εχτίσαμε το σχολείο του χωριού, μαζέψαμε πάρα πολλά χρήματα. Ήμαστε όλοι μεγάλοι, όλοι ψιλά αποστρατευμένοι. Είχαμε πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία. Μετά κι εγώ ασχολήθηκα με τα φορτηγά, με το ελαιοτριβείο τώρα που είχενε ο πατέρας μου και ξέρω γω. Είχα πει ότι είχα παντρευτεί από μικρός, ατύχησα κάποια στιγμή στον γάμο μου και ξέρω γω, και αποφάσισα να τα παρατήσω, να φύγω. Η γυναίκα μου ήταν απ’ το χωριό μου, εν συναινέσει και με τσι δικούς της, της γυναίκας μου, τον πεθερό μου και την πεθερά μου, διότι δεν πήγαινε καλά, είχε ιδιοτροπίες, εγώ δεν τα μπορούσα αυτά. Και έφυγα το 1964 και πήγα στην Αθήνα. Το ’65 έπιασα δουλειά στα λεωφορεία, τα αστικά. Δούλεψα στα λεωφορεία τα αστικά δεκαπέντε χρόνια. Μετά πήρα ένα ταξί, με έναν άλλο φίλο μου, μισό-μισό. Στην Αθήνα μετά εκεί γνώρισα μια κοπέλα, κατέβηκα μετά στο χωριό, το είπα στον γιο μου, μου λέει: «Έπρεπε να έχεις βρει μια γυναίκα», μου λέει, «αφού το ξέρω εγώ ότι με τη μάνα μου δεν θα κάνατε χωριό». Λέω: «Το αποφάσισα». Βρήκα μια γυναίκα από το Ρέθυμνο, απ’ τον Μυλοπόταμο», παντρευτήκαμε μετά, κάναμε μία κόρη. Με την πρώτη γυναίκα έκανα έναν γιο και είμαι υπερήφανος γι’ αυτόν. Παράμεινε στο χωριό αυτός, δούλευε στο ελαιοτριβείο. Εγώ γνώρισα μια κοπέλα απ’ το Ρέθυμνο, απ’ τον Μυλοπόταμο, παντρευτήκαμε. Με τη δεύτερη γυναίκα έχω κάνει και μία κόρη και έχω δύο εγγονές. Δόξα τω Θεώ, τα παιδιά και τα εγγόνια, και από τον πρώτο γάμο και από τον δεύτερο, είναι αγαπημένοι, περνάνε ωραία, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. Εγώ συνέχισα, τώρα, επαγγελματικά με τα όργανα, με τη μουσική, κάθε Σαββατοκύριακο σε γάμο, σε τέτοια, αυτά και ξέρω γω. Μετά, το 2001 έπαθα ένα εγκεφαλικό. Από τότε παράτησα τα όργανα, δεν πιάνανε τα χέρια και αναγκαστικά σταμάτησα να ασχολούμαι με τη μουσική. Είχα το ταξί στην Αθήνα, το πούλησα το ’84, κατέβηκα μετά εδώ στο Ηράκλειο, από την Αθήνα, και βρήκα ένα σπίτι, το πήρα στο Ηράκλειο. Και το ’87 έφυγα μόνιμα από την Αθήνα και μένω στο Ηράκλειο από το ’87. Με τη δεύτερη γυναίκα έκανα μία κόρη, έχω δύο εγγονές, δύο εγγονές… ή τρεις. Απ’ τον γιο έχω κι απ’ αυτόν μία εγγονή, η οποία τελείωσε Πανεπιστήμιο, τώρα εργάζεται στο «Βενιζέλειο» το Νοσοκομείο, στα ακτινολογικά. Είμαι πάρα πολύ περήφανος για τα παιδιά μου, γιατί περνάνε καλά, έχουνε καλές σχέσεις, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Πάντως η ζωή μου ήτανε πολύ άριστη. Μαντολίνο, βιολί, τραγούδι… Από τραγούδι πρώτος, να πούμε, στις μαντινάδες και στιχάκια. Μετά άρχισα να κάνω τον στιχουργό και μετά να γράφω… Και τη θρησκεία έκανα, κήρυττα και τον λόγο του Θεού. Έτσι συνεχίζεται η ζωή μου, αυτή τη στιγμή… είπαμε έχω γεννηθεί το ’32, είμαι 92 χρονών. Δόξα τω Θεώ, όλα πάνε καλά, δεν έχω κανένα παράπονο.
Κύριε Μανόλη, θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας τα βιώματά σας απ’ τη Γερμανική Κατοχή, εκείνη την περίοδο;
Στη Γερμανική Κατοχή ήμουνα εγώ 12 ετών τότε. Το ’44 ήμουνα στον Πεύκο. Μετά ήταν ένα φυλάκιο Γερμανών στη Σύμη, στο χωριό Σύμη, και έγινε μια ιστορία. Σκοτώσανε οι αντάρτες τότε, την εποχή εκείνη… λέγανε ότι αυτό. Ήρθαν μετά, την άλλη μέρα, ένας λόχος Γερμανών, πεντακόσιοι Γερμανοί περάσανε, πήγανε στη Σύμη. Οι αντάρτες τους επιτεθήκανε εκεί, σκοτωθήκανε πάρα πολλοί Γερμανοί. Εγώ ή[00:10:00]μουνα παιδί. Μια μέρα καθόμουνα στο σπίτι –σας είπα ήμουνα γύρω στα 12 χρονών– με τη μάνα μου. Ο πατέρας μου ήτανε… τότε ήταν στα χωριά, δεν ξέρω, με τους αντάρτες, ασχολούνταν με τους αντάρτες εκεί, δεν ξέρω τι ήτανε. Και καθόμαστε στο σπίτι μια μέρα, στην αυλή, και ήρθανε δώδεκα-δεκαπέντε Γερμανοί, μαζεμένοι. Ερίξανε μια κλοτσιά στην πόρτα, τη σπάσανε, μπήκανε μέσα, κάναν έρευνα, βρήκανε μία στρατιωτική χλαίνη. Ήταν του πατέρα μου, από φαντάρος τότε, μετά που απολύθηκε. Ήταν του πατέρα μου η χλαίνη αυτή. Αρχίσαν να μας ρωτούνε πού ήταν αυτός ο άντρας. Δεν ξέραμε τίποτα. Με χτυπήσανε πάρα πολύ άσχημα με ένα καλώδιο, κλοτσιές, για να τους πω πού ήταν ο άνθρωπος αυτός που είχε τη χλαίνη. «Δεν ξέρω», τους έλεγα εγώ. Ο πατέρας μου… Τότε εφέρνανε στον Τσούτσουρα κάτω, στην Άρβη, που λένε τώρα αυτά, πολυβόλα, εφέρνανε διάφορα όπλα και ξέρω γω. Μ’ έστειλε κάνα δυο βράδια με το μουλάρι και φόρτωσα κάτι πολυβόλα, τα πήγα στον Ομαλό, στο λημέρι των ανταρτών, τα παράδωσα εκεί και έφυγα. Ήταν έξι άτομα εκεί, τον μόνο που γνώριζα εγώ ήταν ένας Φραγκάκης Μανόλης, κανέναν άλλον δεν γνώρισα. Μετά, την άλλη μέρα, μετά, περάσαν οι Γερμανοί απ’ το χωριό μου, ανοίγανε την πόρτα, πετούσανε μια σκόνη μες στο σπίτι, μετά ένα αυτό και βάνανε φωτιά. Το σπίτι καιγότανε ολοσχερώς, έγιναν σταχτή τα πάντα! Δεν μας αφήσανε να βγάλουμε τίποτα, ούτε ρούχα ούτε τίποτα, τίποτα, από μέσα. Καιγόταν το σπίτι, έγινε πυροτέχνημα. Τα σπίτια όλα στον Πεύκο τα κάψανε. Και στα γύρω χωριά κάψανε βέβαια, και Κεφαλοβρύσι και Σύμη και αυτό. Εκάψανε τα χωριά όλα στην επαρχία Βιάννου. Μετά, μετά από δυο μέρες ξαναπεράσανε και βάλανε δυναμίτες στα κτίρια και τα γκρεμίζανε. Τα κάμανε όλα τρόχαλο. Επήραμε εντολή τότε από τους Γερμανούς, εάν σε δυο μέρες δεν φύγουμε, όσοι βρεθούμε εκεί θα μας εκτελούσανε. Αλλά εγώ τότε, που ήρθανε με τη μάνα μου και μας βρήκανε στο σπίτι, μας βάλανε στη γραμμή, εκεί στον τοίχο, για να μας εκτελέσουνε, επειδή δεν τους λέγαμε πού ήτανε ο πατέρας μου φερειπείν, ο αυτός του σπιτιού. Με το παιδί, με τη… Η αδερφή μου ήταν μωρό, 4 χρονών, την κρατούσε στην αγκαλιά. Ο ένας Γερμανός έλεγε: «Μαζί με το παιδί να εκτελεστούνε», ο ένας άλλος Γερμανός το ’παιρνε απ’ την αγκαλιά της μάνας μου, το πετούσε κάτω, λέει: «Όχι, το παιδί». Έγινε τότε η δουλειά αυτή εκεί. Μετά, εγώ με κλοτσιές, με χτύπους, με είχανε διαλύσει. Μου δώσανε μια κλοτσιά, ήτανε από κάτω ένας γκρεμός, δεν ξέρω εγώ, ένα αυτό, και έπεσα κάτω, μου ’δωσαν μια κλοτσιά και γκρεμίστηκα από κάτω 3 μέτρα, έπεσα σ’ ένα χαντάκι μέσα. Μετά, ακούσαμε μία σφυρίχτρα, φύγαν οι Γερμανοί. Τελικά, εγώ ήμουνα ζωντανός. Ήτανε κι ένας άλλος συνομήλικός μου, πάλι 12 χρονών, τον πήραν από κει, προχωρήσανε παραπάνω, ήταν κι ο πρόεδρος του χωριού, Τσαγκαράκης Χαρίδημος, τον πήραν κι αυτόν και λίγο πιο πάνω τους εκτελέσανε. Μετά, όπως σας είπα, περάσαν και μας είπανε μετά ότι αν δεν φύγομε μέχρι σε δυο μέρες, όσους βρίσκανε εκεί θα μας εκτελούσανε. Γυρίσανε, σκοτώνανε όσους εβρίσκανε εκεί και ξέρω γω. Λέγανε… μαζεύαν τον κόσμο, τους άντρες, και λέγαν να τους κάνουν κήρυγμα, τελικά τους εκτελούσανε. Στα Αμιρά σκοτώσανε, κάπου στα Αμιρά, περίπου εκατόν εβδομήντα άτομα. Στον Άγιο Βασίλειο γύρω στα σαράντα… Τέλος πάντων, στα γύρω… στον Πεύκο, σ’ όλα τα χωριά. Και τότε, σας είπα, ότι έλεγα το τραγούδι: «Μια μέρα του Σεπτέμβρη, που ’λαμπε ο ουρανός, μα στα χωριά της Βιάννου ήτανε σκοτεινός, οι βάρβαροι μάς ήρθαν και βάλανε φωτιά, μαζεύανε τους άντρες που βρήκανε μπροστά κι εκεί τους εκτελούσαν…». Όσους βρήκανε μπροστά, τους εκτελούσανε, δεν κάνανε διάκριση τίποτα. Όσοι επιζήσαμε μετά εκεί και ξέρω γω δεν είχαμε και σπίτια, δεν είχαμε τίποτα, μας είπαν να φύγουμε. Εφύγαμε. Ήταν δυο-τρία χωριά που δεν είχανε κάψει και πήγαμε και μείναμε εκεί. Εγώ με τη μάνα μου και τον πατέρα μου φύγαμε και πήγαμε στον Καραβάδο, σ’ ένα χωριό, μείναμε εκεί δυο μήνες, μας εφιλοξενήσαν οι ανθρώποι, μας επροσφέραν τα πάντα. Και μετά πήγαμε στο Ίνι, στο άλλο χωριό, και κάναμε δυο χρόνια. Εκεί δουλεύανε οι γονείς μου, εγώ πήγαινα στο σχολείο εκεί. Μετά από δυο χρόνια, ήρθε μια διαταγή ότι μπορούμε να γυρίσουμε στα καμένα χωριά[00:15:00] και επιστρέψαμε στα χωριά μας. Τα χωριά τα βρήκαμε… τα σπίτια τα βρήκαμε τρόχαλο, δεν υπήρχε τίποτα. Δεν είχαμε πάρει τίποτα από μέσα, ρούχα καήκανε, τα πάντα όλα. Δηλαδή ήτανε ρημαδιό. Σιγά σιγά, ο πατέρας μου ήταν χτίστης, εχτίσαμε εκεί ένα δωμάτιο, απ’ το ένα δωμάτιο δυο και συνεχίσαμε τη ζωή μας. Αυτά ήταν, σου λέω, πώς αυτό…
Να σας ρωτήσω κάτι, άμα επιτρέπετε; Πώς ονομαζόταν η μητέρα σας και η αδερφή σας;
Στεφανάκη Αικατερίνη ελεγόταν η μητέρα μου και την αδερφή μου τη λέγανε Σοφία.
Είχατε και άλλα αδέρφια;
Εγώ τότε… τότε δεν ήτανε. Μετά… άλλη μια αδερφή έχω, αλλά αυτή γεννήθηκε μετά. Δεν είχα άλλα αδέρφια.
Θα ήθελα να επιστρέψουμε τη στιγμή που είχαν μπει οι Γερμανοί μέσα στο σπίτι σας. Εσείς σε ποιο σημείο βρισκόσασταν και είδατε όλα αυτά;
Στην αυλή. Και οι Γερμανοί όλοι απ’ έξω. Οι δυο μπήκανε μέσα και κάναν έρευνα. Οι άλλοι ήταν στην αρχή απ’ έξω, περιμένανε. Και μας χτυπούσανε.
Θυμάστε τι χρώμα ήτανε το ξύλο που σας χτυπούσανε, το σύρμα;
Ένα καλώδιο ήτανε, καλώδιο. Μ’ ένα καλώδιο. Βούρδουλας ήταν; Τι ήταν τώρα; Καλώδιο ήταν πάντως. Και με τις κλοτσιές. Κι εδώ ακριβώς, στο ισχίο, έφαγα μια κλοτσιά, η οποία ακόμα έχει τη λακκούβα εκεί, να πούμε. Τέλος πάντων. Από τότε υποφέρω μ’ αυτό το πράγμα εκεί, αλλά τι να κάνω;
Μπορείτε να μου περιγράψετε πώς ήταν το σπίτι σας τότε;
Το σπίτι μας ήτανε μία κουζίνα, ένας διάδρομος, το σαλόνι και μια κρεβατοκάμαρα. Καήκανε αυτά βέβαια όλα. Υστέρα, μετά, ξεκινήσαμε σιγά σιγά πάλι, ο πατέρας μου, και…
Σε ποιο σημείο του χωριού βρισκόταν το σπίτι σας;
Περίπου στη μέση. Περίπου στη μέση του χωριού.
Να σας ρωτήσω, άμα μου επιτρέπετε, όταν χτυπηθήκατε και πέσατε από κάτω, που σας χτυπήσαν οι Γερμανοί, ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε; Τι κάνατε μετά;
Σταμάτησα εκεί. Δεν μιλούσα, γιατί δεν ήξερα μην… Κατάλαβα ότι… [Δ.Α.] Δεν μιλούσα καθόλου. Μετά από λίγη ώρα, άκουσα τη μάνα μου και μου φώναζε: «Μανόλη, Μανόλη, Μανόλη, Μανόλη!». Λέω: «Εδώ είμαι». Είχανε φύγει οι Γερμανοί βέβαια και ήρθε μετά και με βοήθησε και σηκώθηκα πάνω.
Σας είπε κάτι, όταν βρεθήκατε μετά απ’ αυτό; Σας είπε τίποτα η μητέρα σας;
Μου είπε: «Είσαι καλά;». Λέω: «Καλά είμαι».
Θα ήθελα να ρωτήσω με ποιον τρόπο πήγατε, μετά, όταν ξεκινήσατε να φύγετε απ’ το Πεύκο… Ποιος ήταν ο πρώτος προορισμός που πήγατε μετά, που φύγατε;
Φύγαμε απ’ τον Πεύκο, περάσαμε με τα πόδια, ξυπόλυτοι ήμαστε, ούτε παπούτσια, δεν είχαμε τίποτα. Εγώ μια ζακετούλα επήρα μαζί μου, τίποτα άλλο. Περάσαμε από τα Αμιρά, δεν βρήκαμε μέρος για να μείνουμε εκεί. Πήγαμε Βιάννο, δεν βρήκαμε εκεί μέρος. Απ’ τη Βιάννο περάσαμε Κάτω Βιάννο, ούτε εκεί βρήκαμε μέρος. Μετά πήγαμε Μάρθα, ούτε στη Μάρθα βρήκαμε μέρος για να μείνουμε. Και πήγαμε Καραβάδο και μείναμε, σας είπα, τρεις μήνες. Οι ανθρώποι όλοι μας δώσανε ρούχα, μας εφιλοξενήσανε εκεί, από τρόφιμα, από τέτοια πράγματα, ωραία. Αλλά ήτανε σε μια αποθήκη που μέναμε, ήμαστε δυο οικογένειες και αναγκαστικά τώρα έπρεπε να φύγουμε. Και φύγαμε πάλι από κει με τα πόδια και πήγαμε στο Ίνι. Στο Ίνι τώρα κάναμε δυο, δυόμισι χρόνια. Ο πατέρας μου δούλευε εκεί στο ελαιουργείο, η μάνα μου στο χωράφι. Ε, εγώ τώρα ήμουνα και παιδί, αυτή ήταν η ζωή. Μετά… σας είπα ότι μετά από δυο χρόνια, δυόμισι, ήρθε μια εντολή ότι μπορούσαμε ελεύθερα να γυρίσουμε στο χωριό μας. Και γυρίσαμε πίσω κι αρχίσαμε…
Να σας ρωτήσω, άμα επιτρέπετε, από ποιον ήταν η εντολή που σας ήρθε για να επιστρέψετε, ποιος έβγαλε αυτή την εντολή;
Οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί μάς δώσανε την άδεια να γυρίσουμε στα χωριά μας. Είπανε μπορούνε οι… από τα καμένα χωριά να γυρίσουν, να επιστρέψουν στα χωριά τους. Και γυρίσαμε πίσω. Και αρχίσαμε πάλι εκεί από την αρχή την ίδια ζωή.
Θυμάστε πώς ήταν τα πρόσωπα των Γερμανών;
Ήτανε πάντα έτσι, πάντα έτσι… σαν αγριεμένοι, όποιους βρίσκαν μπροστά τους σκοτώνανε.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που κάνατε όταν επιστρέψατε μετά από δύο χρόνια… Που είπατε ότι επιστρέψατε μετά από δύο χρόνια ξανά στο χωριό σας. Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που κάνατε; Τι είδατε, ποια εικόνα είδατε;
Επιστρέψαμε, σας είπα, είδαμε όλο ερείπια. Προσπαθούσαμε όμως… ήμουνα και πιο μεγάλος κι εγώ, προσπαθούσαμε με τον πατέρα μου εκεί πέρα και γνωστούς να επιβιώσουμε, να χτίσουμε μια[00:20:00] κάμαρα. Απ’ τη μια κάμαρα χτίσαμε δυο και συνεχίζαμε αυτή την ιστορία. Αρχίσαμε πάλι να δουλεύουμε και… ξεκίνησε η ζωή πάλι απ’ την αρχή.
Είπατε ότι ξεκίνησε η ζωή απ’ την αρχή. Τι ενέργειες κάνατε μετά για να συνεχίσετε τη ζωή σας;
Σας είπα, δουλεύαμε στις ελιές εκεί, τα πάντα και μετά… τότε, απ’ την αρχή που σας είπα ότι μάζευε ο πατέρας μου τις κατσίκες εκεί και ξέρω γω, ε αυτές τις δουλειές κάναμε. Ασβεστοκάμινα, πουλούσαμε τον ασβέστη, για να… είχε ζήτηση ο ασβέστης τότε, οι ανθρώποι χτίζανε, για να επιβιώσουνε κι αυτοί στα σπίτια τους, να χτίσουν μια κάμαρα, να μπούνε μέσα.
Μπορείτε να μου περιγράψετε τη διαδικασία του ασβεστοκάμινου, τι ακριβώς είναι;
Σε μια άκρη σ’ ένα χωράφι κάναμε έναν λάκκο μεγάλο, 2 μέτρα, 3, περίπου. Μετά εσπούσαμε πέτρες, χαράκια που λέμε τώρα, πέτρες. Χτίζαμε γύρω γύρω από κάτω με πέτρες, χτίζαμε από κάτω και βγαίναν απάνω μετά μεγάλα… πάρα πολύ μεγάλες πέτρες. Το χτίζαμε, το χτίζαμε και έμενε κενό τούτο στη μέση και έβγαινε απάνω –περίμενε– μέχρι εδώ. Μετά αρχίζαμε εδώ, εμπαίνανε οι πέτρες προς τα μέσα, προς τα μέσα, προς τα μέσα, και γινόταν ένα μεγάλο αυτό από πάνω, όπως τον θόλο. Από δω από κάτω έμπαινε μία πόρτα, μαζεύαμε περίπου στις δυο χιλιάδες αγκαλιές κλαδιά, για να… αυτό το ψήναμε δυο μερόνυχτα. Βάναμε φωτιά, κοκκινίζανε οι πέτρες, μετά μέχρι να ασπρίσουνε. Φαινότανε δηλαδή πότε ήτανε ψημένο αυτό, άσπριζε. Φαινότανε ο ασβέστης, ότι η πέτρα έγινε… Μετά το κλείναμε, βούλιζε, δεν ήταν πέτρες, ήτανε ασβέστης. Και πηγαίναμε μετά, φορτώναμε τον ασβέστη από κει, ερχόταν ο κόσμος, τον πουλούσαμε. Ο ένας 50 κιλά, ο άλλος 100, άλλος 200, άλλος… Γιατί χτίζανε οι ανθρώποι.
Είπατε πριν ότι δουλέψατε και σε μια φάμπρικα. Μπορείτε να μου περιγράψετε τι ακριβώς κάνατε εκεί πέρα;
Η φάμπρικα ήτανε ένα απλό ελαιοτριβείο. Δηλαδή ήταν το ελαιοτριβείο. Ήτανε ένα χτίσμα και είχε πέτρες, στρογγυλές πέτρες, ξέρεις αυτό, οι οποίες συνδεότανε τρεις-τέσσερις μαζί. Και είχαμε ένα άλογο και γύριζε γύρω γύρω, οι ελιές επέφτανε κάτω, τις ρίχναμε και τις τσάκιζε. Εγινότανε ζύμη αυτή, αυτό το πράμα, λάσπη από αυτό, είχαμε… μποξάδες λέγαμε αυτά τα τσουβάλια. Αυτό έμπαινε η ζύμη μέσα, τα χτίζαμε απάνω το ένα, το άλλο, το άλλο, το άλλο. Μετά, αυτή με το χέρι εδούλευε μια… μια μάχαιρα τη λέγαμε τότε, να πούμε, ξέρω γω, το πιεστήριο, πιέζαμε γύρω γύρω, πιέζαμε, πιέζαμε, πιέζαμε, κι έβγαινε το λάδι. Αυτό ήταν η φάμπρικα που έβγανε τα λάδια τα…
Μπορείτε να μου πείτε τι μυρωδιά είχε η φάμπρικα, πώς μύριζε;
Πάρα πολύ ωραία μύριζε! Ήτανε το λάδι, ήταν η ελιά, ήταν το γνήσιο πράμα και μύριζε ελαιόλαδο, να πούμε. Ήτανε… το ’βλεπες και ήτανε διαμάντι!
Τι χρώμα είχε, θυμάστε;
Πράσινο χρώμα. Πράσινο.
Θα ήθελα να επιστρέψουμε στο σημείο που είχατε πει ότι θέλατε να γίνετε ιερέας, αλλά τελικά δεν γίνατε. Γιατί δεν γίνατε τελικά, τι έγινε εκεί;
Δεν έγινε… Εγώ, μου προτείνανε, επειδή ήτανε της μάνας μου ο πατέρας ιερέας και είχαμε προτεραιότητα να μπούμε ένας απ’ τους δικούς του. Επειδή είχα ξεκινήσει και τη μουσική, να πούμε, και δεν μου άρεσε τώρα… δεν μου άρεσε που ακολούθησα τον παππού μου, να πούμε, και ξέρω γω, δεν μου αρέσανε έτσι οι κηδείες, τα μνημόσυνα και το ένα και το άλλο, ξέρω γω, τα γένια και το άγνωστο, κι από κει, να πούμε, δεν το αποδέχτηκα αυτό.
Είπατε όμως ότι είχατε πάει σε μία ιερατική σχολή. Πώς ήταν εκεί πέρα;
Ε, καλά. Μας λέγανε ορισμένα πράγματα. Εντάξει, εγώ γι’ αυτό, επειδή, σας λέω, είχα και ωραία φωνή… Αλλά ήταν τότε που εξεκίνησα τη μουσική και σαν ιερέας, όταν με καλέσανε βέβαια, και φωνή είχα πάρα πολύ ωραία. Κατάλαβες; Και ήμουνα… άμα ήθελα δηλαδή, μπορούσα ό,τι ώρα ήθελα για να πάω να χειροτονηθώ. Αλλά λόγω του ότι εγώ είχα ξεκινήσει τώρα τη μουσική, δεν ήθελα να δεσμευτώ. Κατάλαβες;
Θα ήθελα να πάμε στο κομμάτι που είπατε ότι σας κάναν προξενιό στα 17. Μπορείτε να μου περιγράψετε τι ακριβώς έγινε εκεί, τι σας είπαν οι γονείς σας;
Ο πατέρας μου εγνώριζε μια οικογένεια, ήτανε γνώριμοι με μια οικογένεια και η οικογένεια η άλλη τώρα είχενε δύο κόρες. Εγώ ήμουνα μόνος μου τότε. Αυτός με παζάρευε φερειπείν για να με παντρέψει[00:25:00], χωρίς εγώ να έχω ιδέα. Τότε, τα παλιά χρόνια εκείνα, οι γονείς επαντρεύαν τα παιδιά. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να παντρευτούνε. Ήταν το μόνο που [Δ.Α.], «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε», που έψαλα, να πούμε, και κάτι διάφορα. Μου λένε: «Εντάξει», δηλαδή εγκρινόμουνα άμα ήθελα, αλλά λέω: «Όχι, δεν…». Είχα ξεκινήσει τώρα και την άλλη τη μουσική και είδα ότι είχα και… έκανα λεφτά. Είχε δηλαδή… είχε λεφτά. Κι έτσι ξεκίνησα. Το θέμα είναι ότι πέρασα πάρα πολύ ωραία ζωή, καλή ζωή. Και στη δουλειά μετά εχτίσαμε, σας είπα, το ελαιουργείο, είχαμε πάρα πολλή πελατεία, με τον κόσμο.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω από πού βρήκατε το πρώτο σας μαντολίνο;
Κοίταξε τώρα, ήτανε ορισμένοι εκεί πέρα που τα φτιάχνανε, έτσι δηλαδή ερασιτέχνες. Το ένα… μετά πήγα στην Αθήνα, βρήκα μια αυτή εκεί πέρα που πουλούσε όργανα, πήρα ένα μαντολίνο. Από το μαντολίνο ξεκίνησα το βιολί, μετά λύρα και συνέχισα… Το λέω κι εκεί πέρα: «Στεφανάκης Μανόλης», λέω, «μαντολίνο, βιολί, τραγούδι». Στο τραγούδι ήμουν άριστος!
Παίζατε μουσική μόνος σας ή είχατε και κάποιους άλλους μαζί;
Είχα κι ένα λαούτο. Είχα και λαουτιέρηδες. Τη μια είχα έναν, την άλλη έχω παίξει και με δυο.
Σε ποια χωριά παίζατε εκείνη την περίοδο; Σε ποιες περιοχές της Κρήτης είχατε παίξει μουσική;
Πεύκο, Σύμη, Καλάμι, Συκολόγο, Αμιρά, Βιάννο, Κάτω Βιάννο και Χόνδρος. Έπαιξα σε πάρα πολλά χωριά. Σας είπα, είχε λεφτά η δουλειά αυτή. Αφού επαίξαμε στον Συκολόγο, σ’ ένα χωριό, κι έπιασε τ’ αντρόγυνο 75 εκατομμύρια. Εκατομμύρια. Κι εμείς γεμώσαμε ένα τσουβαλάκι της ζάχαρης μπαξίσια. Σ’ όλα τα χωριά γινότανε. Τότε ήταν ο κόσμος εκεί, έκανε καλλιέργειες, ντομάτες, μπανάνες, οι ανθρώποι καλλιεργούσαν, είχαν λεφτά και έτσι δεν τα λυπόταν τα λεφτά. Σας είπα, μετά γυρίσαμε το έργο, το παίξαμε σε όλα τα χωριά γύρω γύρω, παραδώσαμε παραστάσεις και με τα χρήματα που μαζέψαμε χτίσαμε το σχολείο του χωριού.
Πώς ήταν να παίζετε σε θέατρο, πώς σας φάνηκε;
Πολύ ωραία, με πάρα πολλή όρεξη! Θα συνεχίζαμε. Θα συνεχίζαμε και σε άλλα… κι εδώ στο Ηράκλειο θα ερχόμαστε, αλλά έγινε μια παρεξήγηση εκεί, μια κοπέλα μ’ έναν νεαρό, και τα παράτησε ο νεαρός κι έφυγε… δεν είχαμε αντικαταστάτη. Έπρεπε… γιατί αυτό δεν μπορείς να… ήθελε δουλειά αυτό το πράγμα για να γίνει, δηλαδή μεγάλη επεξεργασία για να κάνεις πρόβες. Εκάναμε, για να το ανεβάσουμε αυτό το έργο, τρεις-τέσσερις μήνες πρόβες, για να μπορέσουμε, να πούμε, να φτάσουμε σ’ αυτά τα πράγματα, να μιλάς απ’ έξω, να πούμε, και ξέρω γω. Κατάλαβες;
Μπορείτε να μου περιγράψετε πώς ήταν οι πρόβες;
Οι πρόβες… δηλαδή κοίταξε τώρα να δεις, πηγαίναμε στο σχολείο, το αυτό, ή σ’ ένα σπίτι και ήταν ο δάσκαλος και η δασκάλα και έβγαινε φερειπείν ο πρωταγωνιστής, έλεγε αυτά τα λόγια, ξέρω γω, και μετά ερχόταν ο άλλος και ξέρω γω. Κατάλαβες; Απ’ αυτή που θυμάμαι τώρα, γίνηκε μια αυτή…
Θα ήθελα να…
Καθόμουνα εγώ και έρχεται η Γκόλφω φερειπείν, η πρωταγωνίστρια: «Ώρα καλή σου, Τάσο», μου λέει. «Ώρα καλή σου, Γκόλφω», της λέω κι εγώ. «Μιλάς και μας βλέπουνε;». Λέω: «Κανένας δεν μας βλέπει, μόνο του λόγγου τα πουλιά και τα βουνά τριγύρω!» και ξεκινούσε το πράγμα. Το ’ξερα εγώ απέξω, το βιβλίο όλο το ’χα μάθει απέξω. Και έτσι μετά ο άλλος, ο άλλος και αρχιτσέλιγκας και… Είχαμε παίξει και την «Ελενιώ την Καινουργιοχωρίτισσα», με τον Αλή Πασά. Ωραία χρόνια ήταν! Εγώ πέρασα πολύ καλή ζωή.
Θυμάστε ποια χρονιά ήταν περίπου όταν παίζατε το θέατρο; Ποια δεκαετία περίπου;
Περίπου ’40-’45. Εκεί θυμάμαι, που μετά έφυγα εγώ φαντάρος, ’40-’45 περίπου.
Είπατε ότι φύγατε φαντάρος. Πού υπηρετήσατε φαντάρος;
Παρουσιάστηκα στην Αθήνα, στη Γλυφάδα. Ήταν το κέντρο εκεί τότε. Παρουσιάστηκα εγώ, επειδή είχα και το επάγγελμα κουρέας, κρατούσα το βαλιτσάκι μου με τα εργαλεία, και η πρώτη δουλειά που μου αναθέσανε εκεί ήτανε το κουρείο. Δεν είχε κουρέα. Ε, μετά από την Αθήνα, μετά από έναν χρόνο, ενάμιση, επήρα μετάθεση και πήγα στη Σπάρτη. Έκανα και στη Σπάρτη περίπου ενάμιση χρόνο. Από τη Σπάρτη ήταν μετά η μετάθεσή μου για Θεσσαλονίκη[00:30:00]. Από κει πήγα Θεσσαλονίκη και από τη Θεσσαλονίκη μετά απολύθηκα.
Θυμάστε ποια χρονιά απολυθήκατε;
Παρότι θυμάμαι πολλά, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς. ’58 τότε; Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς, δεν θυμάμαι. Μετά, σου λέω, μετά εγώ είχα κλίση στη μουσική και στις μαντινάδες… Μαντινάδες… να σου πω εγώ μαντινάδες απέξω… Έλεγα… το βράδυ επήγαινα, σε μια καρέκλα καθόμουνα κι έπαιζα κι έλεγα μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Και βγάζω και μαντινάδες εγώ.
Μπορείτε να μου πείτε μερικές μαντινάδες;
Θα σας πω. Στα κορίτσια τις λέω έτσι προπαντός, γιατί αυτό… Της λέω της κοπέλας, λέω: «Με μια και μόνη σου ματιά κι ένα χαμόγελό σου, εσύ με καταδίκασες, με πήρες στον λαιμό σου». «Τα μάτια σου με σφάζουνε, να τα περιορίσεις, λόγο θα δώσεις στον Θεό, σκέψου μη μ’ αδικήσεις». «Σκέψου, κακούργα, έγκλημα που το ’κανες μεγάλο, να λες πως μ’ έχεις στην καρδιά και να λατρεύεις άλλον». «Ως σ’ αγαπώ, δεν σ’ αγαπά η μάνα που σε γέννα, γιατί είχε αυτή κι άλλα παιδιά, μα εγώ έχω μόνο εσένα». «Όλα τα δικαστήρια του κόσμου αν τα γυρέψεις, πως σ’ αγαπώ δεν θα μπορείς να μου τ’ απαγορέψεις». «Δεν θέλω απ’ την αγάπη σου άλλος κανείς να πάρει, ούτε στον ίδιο τον Θεό δεν κάνω τέτοια χάρη». «Εσύ είσαι η μόνη που αγαπώ, η μόνη που λατρεύω, σ’ έναν Θεό επίστευα, μα τώρα δυο πιστεύω, στον Θεό και σ' εσένα». Της έλεγα. Έλεγα και… λέω: «Καμία δεν μ’ απασχολεί, καμία δεν μ’ αρέσει, όλες μου φαίνονται άσχημες, γιατί είσαι εσύ στη μέση». «Σε ποιον μπαξέ εφύτρωσες, ρόδο μου, και μυρίζεις, και με γεμίζεις μυρωδιές την ώρα που μ’ αγγίζεις». «Έχω μια πόρτα στον μπαξέ κι είναι κλειστή για όλες, μονάχα εσύ μπορείς να μπεις, να μυριστείς τις βιόλες». Μαντινάδες έχω… τις βγάζω… έχω… δικές μου μαντινάδες είναι, κατάλαβες; «Να ’χενε ο ήλιος αναπνιά, στόμα να σου μιλήσει, να σου το πει πως σ’ αγαπώ, να σε παρηγορήσει». «Όλα τα αστέρια τ’ ουρανού να αποτελέσουν ένα, για να αντιπροσωπεύουνε ένα δικό σου βλέμμα». «Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει, αυτό που βγαίνει την αυγή και όλα τα σκοτεινιάζει». Και άμα τσακωνόμασταν καμιά φορά με καμιά κοπέλα, ξέρεις, ξέρω γω, λέω: «Δεν θέλω την αγάπη σου την ανακατωμένη, γιατί όπου δουν τα μάτια σου κι ο νους σου εκεί υπομένει». «Δεν θέλω την αγάπη σου, γιατί πολλά λογιάζει, κι όπου κουτάλι και χυλός πάει και δοκιμάζει». Αυτά. Από μαντινάδες, τώρα σου λέω, να κάτσω τώρα να λες απ’ το βράδυ μέχρι την άλλη μέρα, όλη νύχτα μαντινάδες, να βγάζεις, να…
Θα ήθελα να ρωτήσω πώς αισθανόσασταν όταν βγάζατε αυτές τις μαντινάδες και τραγουδούσατε εκεί πέρα;
Πάρα πολύ όμορφα! Η καλύτερή μου αυτή ήτανε! «Βάστα καρδιά μου δυνατά και το κορμί αντέχει, πώς να γενούνε τα βουνά όταν βροντάει και βρέχει».
Πότε περίπου φύγατε να πάτε στην Αθήνα;
Το ’62 έφυγα, πήγα στην Αθήνα. ’62-’63. Το ’65 έπιασα δουλειά στα λεωφορεία. Το ’65 ακριβώς έπιασα δουλειά στα αστικά λεωφορεία στην Αθήνα. Το αφεντικό μου ήταν εκεί στην Αθήνα, στα λεωφορεία, Καρπαθάκης Απόστολος. Ήταν το πρώτο μου αφεντικό, που δούλεψα ένα… το λεωφορείο το πρώτο, ένα Scania τρίπορτο με εκατό επιβάτες, να πούμε. Και έχω και μια φωτογραφία στα λεωφορεία που δούλευα.
Μπορείτε να μου τη δείξετε; Θέλετε; Εδώ πού είστε; Είστε εσείς;
Ναι, ναι, εγώ είμαι.
Είναι το πρώτο σας λεωφορείο;
Αυτό το λεωφορείο δούλευα, ναι. Και είναι και λεωφορείο… την έχω βγάλει τη φωτογραφία αυτή στην περιοχή Ζωγράφου. Εκεί έκανα τέρμα και τη βγάλαμε τη φωτογραφία αυτή. Γύριζα όλη την Αθηνά. Δούλευα… μια μέρα φερειπείν δούλευα τρεις μέρες Ζωγράφου, άλλες τρεις μέρες Καισαριανή, άλλες τρεις μέρες Αγία Παρασκευή. Έτσι, αυτή ήταν η δουλειά. Τα καλύτερά μου χρόνια ήταν αυτά που δούλευα στα λεωφορεία. Πολύ ωραία! Μου άρεσε η δουλειά, την αγαπούσα την δουλειά.
Στη συνέχεια, μετά, πώς βρεθήκατε στο ταξί, να εργάζεστε σε ταξί;
Βρέθηκα στο ταξί… Μετά που δούλευα στα λεωφορεία, άλλος ένας φίλος μου δούλευε κι αυτός στα λεωφορεία, μου είπε: «Δεν έρχεσαι να πάρουμε ένα ταξί μαζί;». Και πήραμε ένα ταξί μαζί, συνεταιρικά, και έτσι ασχολήθηκα με το ταξί μετά.
Πώς ήταν να εργάζεστε εκείνη την περίοδο σε ταξί;
Καλά ήτανε, καλά. Κουραστικό ήταν το ταξί, γιατί είχε μεγάλη κίνηση. Όταν πρωτοπήγα εγώ στα λεωφορεία στην Αθήνα, τότε που δούλευα στα λεωφορεία, η Αθήνα ήταν άδεια. Έπαιρνα ένα άτομο… πήγαινα φερειπείν Άγιο Ιερόθεο[00:35:00] κι είχα δυο άτομα μέσα. Ανθούπολη, τρία-τέσσερα άτομα. Όλο μαντριά ήτανε, όλο στάνες ήτανε στα προάστια δεξιά, αριστερά, κατάλαβες; Δεν υπήρχε κίνηση μεγάλη. Ε, και με το ταξί μετά δουλεύαμε καλά. Γύριζα όλη την Αθήνα. Την Αθήνα την ήξερα τότε ανακατωτά. Όλες τις περιοχές, όλα τα προάστια, οδούς και τέτοια, να πούμε: «Πήγαινέ με στην Ανθούπολη, στην τάδε οδό», θα πάω. Τα ’ξερα όλα! Αλλά μου άρεσε πάρα πολύ, η δουλειά του λεωφορείου μ’ άρεσε. Ε, μετά, κοίταξε τώρα να δεις τι γίνεται, μετά το ’83-’84 περίπου δεν παραπήγαινε και πολύ, κατάλαβες; Ε, και σας είπα, το ’84 κατέβηκα για μια δουλειά εδώ στο Ηράκλειο και βρήκα το σπίτι τούτο δω, έτσι μια ευκαιρία, και το πήρα. Το ’87 τα μάζεψα τελείως απ’ την Αθήνα τα πράγματα και φόρτωσα και κατέβηκα κάτω για το Ηράκλειο. Ήθελα να ’μαι στο χωριό κοντά, να πούμε, επειδή ήταν το ελαιουργείο εκεί, εκεί ήταν ο πατέρας μου και ξέρω γω, μ’ αγαπούσε κι ο κόσμος εκεί κι έπρεπε να ’μαι. Αυτό ήτανε. Και συνέχισα μετά και έφυγα τότε. Ήτανε… Είχα… Η κόρη μου, τώρα που μένει εδώ από πάνω, και η μάνα της, αυτές, ήταν… τότε πήγαινε Β’ Γυμνασίου. Λέω: «Αν κάτσω εγώ παραπάνω, δεν θα μπορώ να φύγω ύστερα εύκολα». Και έτσι αποφάσισα και κατέβηκα, να πούμε, στο Ηράκλειο. Η οποία τελείωσε απ’ το Γυμνάσιο και το Λύκειο εδώ στο Ηράκλειο, η κόρη μου.
Ας επιστρέψουμε στο σημείο που είχατε πει ότι γνωρίσατε μία κοπέλα. Πώς γνωρίσατε τη δεύτερη γυναίκα σας; Τη δεύτερη σύζυγό σας;
Τη δεύτερη σύζυγό μου τη γνώρισα στην Αθήνα. Επήγα νοίκιασα ένα σπίτι και γνώρισα μια κυρία εκεί, στο σπίτι, από δω, Κρητικιά, Ρεθυμνιώτισσα. Ε, και ενοίκιασα το σπίτι αυτό εκεί, επήγαινα… ε μια μέρα είχα πάει, να πούμε, ένα απόγευμα και τυχαία η κυρία αυτή, που ήταν εκεί τώρα που πήγα εγώ να νοικιάσω το σπίτι, είχε… η γυναίκα μου ήταν αδερφή της. Και πήγε η γυναίκα μου για να της κάνει επίσκεψη, να τη δει, να πούμε. Δούλευε εκεί σ’ ένα άλλο σπίτι στην Αθήνα, ε κι έτυχε να πάω εγώ, εκεί τη γνώρισα. Τυχαία, να πούμε, γνωριμία, σε μια επίσκεψη. Δηλαδή επήγα εγώ στο σπίτι και ήταν εκεί η γυναίκα μου. Είναι από δω απ’ τον Μυλοπόταμο, εκεί γνωριστήκαμε, το συζητήσαμε, ξέρω γω, ε της είπα εγώ: «Κοίταξε να δεις, εγώ αυτός είμαι, έχω παντρευτεί, έχω έναν γιο», της εξήγησα δηλαδή, «έχω χωρίσει…». Τότε ήμουνα εγώ 42 χρονών. Η γυναίκα μου ήταν γύρω στα 23-24, πιο μικρή βέβαια. Ε, της είπα τότε: «Κοίταξε να δεις, έχω χωρίσει, έτσι κι έτσι έγινε η δουλειά, δεν ταιριάζαμε, ξέρω γω, ε αν νομίζεις ότι αυτό…». Ε, συμφώνησε μετά, εντάξει. Ε, μετά είχα… σου λέω, είχα έναν γιο, ήταν στο χωριό. Μετά κατέβηκα… Δεν είχα διαζύγιο πάρει, δεν είχα τίποτα. Μετά κατέβηκα στο χωριό, βρήκα τον γιο μου εκεί και του λέω: «Κοίταξε να δεις», του λέω, «γνώρισα μια κοπέλα. Εβαρέθηκα να γυρίζω από δω κι από κει. Αποφάσισα…». «Ε», μου λέει ο γιος μου, τότε λέει, «ήτανε λάθος», μου λέει, «έπρεπε να το ’χες κάνει προ πολλού. Λάθος. Έχασες κάμποσα χρόνια». Έτσι ξεκίνησε η δουλειά, επήγα μετά, τη γνώρισε κι ο γιος μου, επήγε στην Αθήνα. Γνωριστήκαμε και πήρε απόφαση και παντρευτήκαμε.
Θα θέλατε να μοιραστείτε την ανάμνηση, την ημέρα του γάμου σας;
Ε, ήτανε… πάρα, πάρα πολύ ωραία ήταν, γιατί εγώ, σας είπα, τότε ήμουνα… ’73 παντρευτήκαμε; Πότε; ’74;
Το ’73 περίπου. Ήταν πάρα πολύ ωραία, ήρθαν απ’ το χωριό… απ’ το χωριό, λέω, ήρθαν απάνω στην Αθήνα οι δικοί μου. Ωραία ήτανε. Αλλά το θέμα είναι ότι μετά ήτανε… όλα ήτανε ωραία, διότι μετά επήγαμε, πήρα εγώ τη γυναίκα μου και πήγαμε στο χωριό και ήτανε κι η άλλη εκεί. Τα βρήκανε μετά με την άλλη, ήπιαν τον καφέ τους μαζί, ο πεθερός μου ο πρώην, να πούμε, κι η γυναίκα του, μας αγαπούσε πάρα πολύ, αγαπούσε τη Γεωργία, είχαμε δηλαδή μια καλή σχέση. Και με τη γυναίκα μου την πρώην, μέχρι που πέθανε αυτή ύστερα. Είχαμε πολύ καλή σχέση. Δεν είχαμε πρόβλημα δηλαδή ούτε με τα παιδιά ούτε τίποτα. Όλα καλά! Όλοι οι δικοί της μ’ αγαπούσανε. Και τώρα η ζωή κυλάει ωραία πάλι, δόξα τω Θεώ. Είμαι… τώρα πάω στα 91… 91 χρονών περίπου είμαι, πάρα πολύ καλά όλα, ξέρω γω, εντάξει, νιώθω καλά. Αυτά.
Θα ήθελα να επιστρέψουμε στο κο[00:40:00]μμάτι της μουσικής. Ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι; Έχετε αγαπημένα τραγούδια; Ποια είναι τα αγαπημένα σας τραγούδια.
Τα αγαπημένα μου τραγούδια τώρα… τραγούδια γενικά είναι… μαντινάδες είναι, αλλά, σας λέω, είναι κάτι που τα ’βγαζα μόνος μου. Όπου επήγαινα, να πούμε, και αυτό και μετά που εσταμάτησα κι εγώ και επήγαινα σε άλλο γάμο, που έπαιζε κάποιος άλλος λυράρης, με φώναζε κι ανέβαινα απάνω κι έλεγα κι εγώ δέκα-είκοσι μαντινάδες. Κατάλαβες; Έβγαζα… σας λέω, έβγαζα ωραίες μαντινάδες. Θα σας πω. Οπότε μετά… Τις γράφεις τώρα εσύ; Τις γράφει αυτό, έτσι; Ε, λοιπόν, μετά παντρεύτηκε του γιου μου η κόρη… Σήμερα ο γιος μου έχει μια κόρη, τώρα δουλεύει στο «Βενιζέλειο», εκεί στους αξονικούς τομογράφους και τέτοια. Ναι, λοιπόν, παντρεύτηκε η εγγονή μου κι έπαιζε τότε ένας εκεί, ο Αλεξάκης ο Μανόλης. Μου λέει: «Ν’ ανέβεις απάνω, να πεις μερικές μαντινάδες». Κι ανέβηκα κι εγώ απάνω μετά και λέω… δεν τα ξεχνώ αυτά: «Γαμπρέ, σου δίνω μια ευχή, ποτέ σου μη λυγίσεις, σε κάποια δύσκολη στιγμή όταν θα συναντήσεις. Κράτησε τη γυναίκα σου σφιχτά από το χέρι, μαζί να διασχίσετε της θάλασσας τα μέρη. Κι έτσι θα πάν’ όλα καλά, αν είσαστε ενωμένοι, θα κάμετε οικογένεια πολύ ευτυχισμένη. Να μην τους διαψεύσετε, παιδιά μου, τσι γονείς σας, και να ’ναι κι υπερήφανοι για την ανατροφή σας. Η ευτυχία κι η χαρά να ’ναι πάντα κοντά σας, κι όλο λουλούδια και καρποί να πέφτουνε μπροστά σας. Η ευτυχία κι η χαρά να σας ετριγυρίζει κι ένα αστέρι του ουρανού δίπλα να σας φωτίζει». Και λέω μετά, λέω: «Σε όλους σας δίνω μια ευχή, να ’χετε την υγειά σας, να τα αποκαταστήσετε, φίλοι μου, τα παιδιά σας και να ’στε υπερήφανοι και στα γεράματά σας».
Θα ήθελα να σας ρωτήσω τι σας έχει μείνει από την εμπειρία που μόλις μου διηγηθήκατε, από όλη αυτή την εμπειρία.
Είπα, το μόνο μου αυτό ήταν που έτσι… δηλαδή που δεν μπορούσα να ξεχάσω ποτέ είναι… που πάντα το σκέφτομαι, οι μαντινάδες μου και τα… δηλαδή η μουσική. Κι έχω βγάλει ένα στιχάκι, έχω βγάλει ένα… μερικά τραγούδια, γύρω στις τριάντα μαντινάδες τις έχω γράψει… Μα για εκείνο σου είπα τώρα, αφού τα γράφει αυτό, να το βάλεις, για να το γράφει κι αυτό, ότι… άμα θες. Η μουσική του, το καλύτερό μου, γλέντια συνέχεια, μέρα νύχτα γλέντια. Ήταν η καλύτερή μου εποχή, όλα μ’ ευχαριστούσανε εμένα. Και στα λεωφορεία που δούλευα, ήμουνα πολύ ευχαριστημένος, αφού δεν μου άρεσε… είχα Κυριακή, Δευτέρα ρεπό καμιά φορά και δούλευα. Και το ρεπό μου το δούλευα. Δεν ήθελα να κάθομαι, μου άρεσε. [Παίζει μουσική από CD] Τώρα παίζω μαντολίνο. [Συνεχίζεται η μουσική] Είχα και ωραία φωνή, που λες. [Συνεχίζεται η μουσική] Αυτές τώρα είναι δικές μου μαντινάδες, τις έχω βγάλει εγώ.
Θα ήθελα να ρωτήσω, είναι CD; Είναι σε κασέτα;
CD είναι. [Συνεχίζεται η μουσική] «Ψάχνω [Δ.Α.] μα δεν τη βλέπω πουθενά και βαριαναστενάζω[00:45:00]». [Συνεχίζεται η μουσική] Αυτά τώρα τα ’μαθα μόνος μου εγώ, δεν μου ’δειξε κανείς.
Κύριε Μανόλη, να το χαμηλώσουμε λίγο, να συνεχίσω να σας ρωτήσω κάτι; Να το χαμηλώσω λίγο, να σας ρωτήσω κάτι; Μου επιτρέπετε να σας ρωτήσω; Πού το ηχογραφήσατε αυτό το κομμάτι; Πώς το ηχογραφήσατε, θυμάστε;
Μια μέρα καθόμουνα στο σπίτι κι ήταν η γυναίκα εκεί και της λέω: «Μη μ’ ενοχλήσει κανείς». Και κάθισα μετά κι έπιασα το μαντολίνο. Μόνος μου ήμουνα. Δεν έχω ούτε πάσο να μου παίξει λαούτα, άλλο όργανο, τίποτα. Κι από κει οι μαντινάδες αυτές, το μαντολινάκι.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω άμα έχετε κάτι να προσθέσετε.
Να προσθέσω δεν έχω κάτι. Το θέμα είναι ότι σε όλη μου τη ζωή, παρόλο που είχα μια ατυχία στην αρχή, η ζωή μου ήταν ευχάριστη, πέρασα πολύ όμορφα, όπου και να πήγαινα μ’ αγαπούσε… μ’ αγάπησε όλος ο κόσμος, αγαπούσα όλο τον κόσμο. Τώρα όλα πάνε καλά, έχω τη γυναίκα μου εδώ πέρα, η οποία με στηρίζει σε όλα, και στην ηλικία που βρίσκομαι και σε όλα, ξέρω γω. Ε, περνάω πάρα πολύ καλά, είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένος. Έχω τα παιδιά, έχω τα εγγόνια, είμαι ευχαριστημένος διότι τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου είναι αγαπημένα. Και από την άλλη γυναίκα, ξέρω γω. Κατάλαβες; Σας είπα ότι η εγγονή μου η μία δουλεύει στο «Βενιζέλειο». Δόξα τω Θεώ, όλα πάνε καλά! Άμα η οικογένεια είναι με σύμπνοια, όλα είναι ωραία. Θυμούμαι τα παλιά, δηλαδή τώρα το πρωί… καμιά φορά ξυπνάω το πρωί, λέω στη γυναίκα μου, λέω: «Βάλε μου», λέω, «τον Στεφανάκη τον Μανόλη, να τον ακούσω». Πατάει το κουμπί και μου βάνει κι ακούω. Αυτά έχει η ζωή: «Και κάθομαι σιγά σιγά εδώ κι όλα τα μελετάω, πετάω όλα τ’ άχρηστα και τα καλά κρατάω». Κατάλαβες; Όλα τα άχρηστα στον κάλαθο των αχρήστων. Κι όλα τα καλά τα θυμούμαι. Θυμούμαι τον κόσμο που μ’ αγάπησε, που περάσαμε καλά. Είχα πάρα πολλές γνωριμίες, πάρα πολλές κοπέλες μ’ αγαπούσαν, τις αγαπούσα. Δεν πείραξα ποτέ καμία και κανέναν. Κατάλαβες; Μ’ αγαπούσε όλος ο κόσμος, γιατί ήμουνα κύριος κι έλεγα: «Όλο τον κόσμο αγαπώ και δεν μισώ κανέναν, γιατί η ζωή προσωρινή είναι για τον καθένα». «Με την καρδιά μου αγαπώ αυτούς που με μισούνε, σκεφτείτε πόσο αγαπώ αυτούς που μ’ αγαπούνε». «Πάντοτε μια φτωχή καρδιά την εχτυπούνε οι πόνοι στο μονοπάτι της ζωής όπου βαδίζει μόνη». Της λέω και καμιά φορά, λέω: «Σκέψου, κακούργα, έγκλημα που το ’κανες μεγάλο, να λες πως μ’ έχεις στην καρδιά και να λατρεύεις άλλον». «Αφού είχες άλλον στην καρδιά, τι με ’θελες εμένα, να με πληγώνεις, να πονώ κι ώσπου να ζω για σένα». «Στην πρώτη μας συνάντηση σ’ έβαλα στην καρδιά μου και ρίζωσες και άνθισες, θα ’σαι πάντα κοντά μου». «Εσκέφτηκα να σ’ αρνηθώ και ν’ αγαπήσω άλλη, μα δεν το δέχτηκε η καρδιά υπογραφή να βάλει». Αυτά.
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω…
Της λέω: «Θα σ’ αγαπώ κι ας μη μπορώ κοντά μου να σε νιώσω, με τη δική σου ανάμνηση σιγά σιγά θα λιώσω». «Εσύ είσαι η ανάσα μου και η γλυκιά η πνοή μου, θα σ’ αγαπώ κι ας γίνεται μαρτύριο η ζωή μου». «Εσύ είσαι η αγάπη μου, εσύ κι ο θησαυρός μου, εσύ και η Παναγία μου, εσύ και ο Χριστός μου». Όλα αυτά, τώρα αυτά θέλει και σκέψη για να τα βγάλεις αυτά τα πράγματα, θέλει και να… και να τα συγκρατείς, γιατί αυτά δεν… Εγώ, θέλω να σου πω τώρα, απ’ όσες μαντινάδες έχω πει, έχεις συγκρατήσει καμιά, να τη θυμάσαι;
Όχι.
Δεν τις θυμάσαι, δεν. Έχω έτσι κάτι φίλους, τους λέω, «Ανάθεμά το!», μου λένε, «Να μη θυμούμαστε μια;». Ενώ εγώ, σου λέω, να κάτσω τώρα επαέ, να σου πω χίλιες μαντινάδες, να τις γράψεις. Να σου λέω συνέχεια να γράφεις. Ε, αυτό είναι… χάρισμα κι αυτό. Ή η μουσική, τα όργανα αυτά. Για να παίζεις αυτά τα όργανα όλα, χωρίς να σου δείξει κανείς ούτε κάτι, είναι μεγάλη υπόθεση.
Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε[00:50:00];
«Σ’ όλο τον κόσμο εύχομαι υγεία, ευτυχία, ποτέ, ποτέ μην αισθανθεί πίκρα και δυστυχία. Σ’ όλο τον κόσμο εύχομαι να ’χουνε την υγειά τους και να ’ναι πάντοτε καλά η οικογένειά τους». Τίποτα άλλο. Είπαμε ότι όλα καλά, είμαι ευχαριστημένος στη ζωή μου. Έχω περάσει καλά, πάρα πολύ καλά με τους φίλους μου, έχω γλεντήσει καλά, έχω περάσει, διασκεδάσει. Εστράβωσε… ήτανε κάτι που πήγε στραβά απ’ την αρχή, αλλά είμαι ευχαριστημένος. Τα έχω καλά πάλι με όλους. Μου ήρθε μια γυναίκα, έχουμε ζήσει τώρα μαζί κοντά σαράντα πέντε-πενήντα χρόνια, πάμε πολύ καλά, δόξα τω Θεώ. Στη ζωή μου δηλαδή είμαι ευχαριστημένος! «Αχ, και δεν πονώ [Δ.Α.], ύστερα γιατί να κλαίω, στων αμματιών μου το νερό να πέσω μέσα πλέω». «Θεέ μου, το φως των αμματιών γιατί να σκοτεινιάζει όταν ακούσω μια εμιλιά τση αγάπης μου να μοιάζει».
Κύριε Μανόλη, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που μοιραστήκατε όλες αυτές τις εμπειρίες μαζί μας και αυτές τις όμορφες μαντινάδες.
Να ’στε καλά! «Σας εύχομαι να ’στε καλά, σας εύχομαι να έχετε την υγειά σας και να ’ναι πάντοτε καλά η οικογένειά σας».
Photos

Οδηγός λεωφορείου στην Α ...
Το πρώτο λεωφορείο (Scania) του Μανόλη Σφα ...

Παραδοσιακά κρητικά μουσ ...
Τα παραδοσιακά κρητικά μουσικά όργανα του ...

Ο ιερέας παππούς
Ο πατήρ Ιωάννης Μηλιαρωνικολάκης, ιεράς στ ...

Πληροφορίες για τον παππ ...
Οι πληροφορίες αυτές είναι καταγεγραμμένες ...

Επαγγελματική ενασχόληση ...
Φωτογραφίες τοποθετημένες στον τοίχο έξω α ...

Σημειώματα έξω από την π ...
Το χαρτί αυτό είναι τοποθετημένο στον τοίχ ...

Χαρτί έξω από την πόρτα ...
Το χαρτί αυτό είναι τοποθετημένο στον τοίχ ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Μανόλης Στεφανάκης γεννήθηκε στον Πεύκο Βιάννου το 1932. Ήταν 12 ετών όταν έγινε το Ολοκαύτωμα της Βιάννου και κινδύνεψε να εκτελεστεί, μαζί με τη μητέρα του και την αδερφή του. Τα χρόνια που ακολούθησαν καταπιάστηκε με πολλές δουλειές για να δημιουργήσει ξανά από τις στάχτες όσα έχασε εκείνος και η οικογένειά του στον πόλεμο. Παντρεύτηκε 17 ετών με προξενιό και απέκτησε έναν γιο. Παράλληλα, ολοκλήρωσε και τη στρατιωτική του θητεία. Στη συνέχεια, πήρε διαζύγιο και έφυγε για την Αθήνα. Εκεί δούλεψε ως οδηγός στις αστικές συγκοινωνίες αλλά και σε ταξί. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, γνώρισε μια γυναίκα, την οποία αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησαν μια κόρη. Συνοδοιπόρος στο ταξίδι του, από το 1960 έως και το 2001, στάθηκε η μουσική, που έδωσε μια όμορφη νότα στη ζωή του. Σύζυγος, παιδιά, εγγόνια, φίλοι, μουσική, γλέντι, αλλά και κάποιες «συννεφιές» συνθέτουν το πορτρέτο ενός Κρητικού άνδρα ο οποίος, παρά τις δυσκολίες που πέρασε, δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει μαντινάδες και να πιστεύει στη ζωή.
Narrators
Εμμανουήλ Στεφανάκης
Field Reporters
Εμμανουήλ Ντελής
Tags
Interview Date
13/07/2021
Duration
51'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Μανόλης Στεφανάκης γεννήθηκε στον Πεύκο Βιάννου το 1932. Ήταν 12 ετών όταν έγινε το Ολοκαύτωμα της Βιάννου και κινδύνεψε να εκτελεστεί, μαζί με τη μητέρα του και την αδερφή του. Τα χρόνια που ακολούθησαν καταπιάστηκε με πολλές δουλειές για να δημιουργήσει ξανά από τις στάχτες όσα έχασε εκείνος και η οικογένειά του στον πόλεμο. Παντρεύτηκε 17 ετών με προξενιό και απέκτησε έναν γιο. Παράλληλα, ολοκλήρωσε και τη στρατιωτική του θητεία. Στη συνέχεια, πήρε διαζύγιο και έφυγε για την Αθήνα. Εκεί δούλεψε ως οδηγός στις αστικές συγκοινωνίες αλλά και σε ταξί. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, γνώρισε μια γυναίκα, την οποία αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησαν μια κόρη. Συνοδοιπόρος στο ταξίδι του, από το 1960 έως και το 2001, στάθηκε η μουσική, που έδωσε μια όμορφη νότα στη ζωή του. Σύζυγος, παιδιά, εγγόνια, φίλοι, μουσική, γλέντι, αλλά και κάποιες «συννεφιές» συνθέτουν το πορτρέτο ενός Κρητικού άνδρα ο οποίος, παρά τις δυσκολίες που πέρασε, δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει μαντινάδες και να πιστεύει στη ζωή.
Narrators
Εμμανουήλ Στεφανάκης
Field Reporters
Εμμανουήλ Ντελής
Tags
Interview Date
13/07/2021
Duration
51'