Μια ζωή στο κρητικό γλέντι: Ο λαγουτιέρης και τραγουδιστής Παντελής Κρασαδάκης αφηγείται
Segment 1
Παιδικά χρόνια, δισκογραφία, συνεργάτες και Κρητικοί καλλιτέχνες
00:00:00 - 00:15:27
Partial Transcript
Λοιπόν, καλημέρα. Καλημέρα. Είναι 10 Ιουνίου 2021. Bρίσκομαι εδώ με τον κύριο... Κρασαδάκη Παντελεήμονα. Και το όνομα του πατέρα …ον Νίκο τον Μανιά και τον Μανώλη τον Κακλή. Αυτοί οι 2 για μένα ήτονε τραγουδιστές, που πιστεύω ότι δεν ξέρω αν θα ξαναβρεθούνε στην Κρήτη.
Lead to transcriptTopics
Tags
Segment 2
Ο Πλακιανός και τα γλέντια στον Κουρνά
00:15:27 - 00:29:10
Partial Transcript
Βέβαια, ποτέ να μη λες ποτέ. Αλλά έτσι νομίζω, όπως βλέπω τα πράματα δηλαδή κι εξελίσσονται σήμερο, δε βλέπω αρσενικούς τραγουδιστές. Γιατί,…ροικιά, άλλο φαγοπότι, την Κυριακή εγινόταν ο γάμος, τη Δευτέρα ο αντίγαμος και ούτω καθεξής. Δηλαδή στην ουσία κρατούσε 4-5 μέρες ο γάμος.
Lead to transcriptTags
Segment 3
Συνεργασία με τον Λεωνίδα Κλάδο, το πρώτο λαούτο και το μέτρο του συρτού χορού
00:29:10 - 00:53:32
Partial Transcript
Και για πείτε μου, εσείς είχατε πάει σε κάποιο δάσκαλο, σας βοήθησε ο Πλακιανός για να μάθετε; Όχι, εγώ ό, τι έμαθα το ‘μαθα εντελώς μόνο…Ρέθυμνο. Στο Ρέθυμνο στον «Φάρο», εκάναμε 4 σεζόν. Αλλά και με τον Ζωϊδάκη κάναμε και πολύ εξωτερικό και Αθήνα, στον «Ζορμπά», στο «Κρήτη».
Lead to transcriptTopics
Tags
Segment 4
Μουσικός στην Κρήτη: Το '70 και σήμερα
00:53:32 - 01:09:32
Partial Transcript
Στην Κρήτη πού θυμάστε τα πιο ωραία γλέντια; Σε ποιες περιοχές; Παντού τα γλέντια ήτονε όμορφα. Παντού. Γιατί, όπως σου ‘πα και στην αρχή…τερά. Απλά έκανα παρέα μ’ αριστερούς, επηγαίναμε και καθίζαμε σε ένα καφενείο στο χωριό, που ήτονε αριστερός και όλα αυτά, καταλαβαίνεις…
Lead to transcriptTopics
Tags
Segment 5
Κρητικά γλέντια
01:09:32 - 01:24:48
Partial Transcript
Είχαμε μείνει στα γλέντια πριν με τον Κλάδο. Κάνατε κι άλλες συνεργασίες μετά. Ήθελα να σας ρωτήσω… Και με τον Νίκο τον Ζωιδάκη που παίζατε.…να δείξουν ότι κρατούνε πιστόλι. Μεγάλη υπόθεση. Το πιστόλι είναι να το 'χεις και να μην το κατέει κανείς. Αυτοί είναι οι μάγκες για μένα!
Lead to transcriptTags
Segment 6
Η σχέση με την κυρία Κατίνα, οι συνεργάτες και η εργασία στην Αθήνα
01:24:48 - 01:31:14
Partial Transcript
Μάλιστα. Θα σας πάω κάπου αλλού τώρα. Τη γυναίκα σας πότε τη γνωρίσατε; Την κυρά Κατίνα τηνε γνώρισα στ’ αδερφού μου τον γάμο. Η γυναίκα το… Αλλά μ’ έχει και κουράσει η νύχτα, μ’ έχει και κουράσει και θέλω και την ηρεμία μου, έτσι; Όλα τα ωραία έχουν κι ένα τέλος. Τι να κάνομε;
Lead to transcriptTopics
Tags
Segment 7
Το αποκορωνιώτικο ύφος και η διάδοση της μουσικής παράδοσης στην Κρήτη
01:31:14 - 01:41:42
Partial Transcript
Δύο τελευταίες ερωτήσεις θέλω να κάνω και είμαστε εντάξει. Για τον Αποκόρωνα θέλω να μου πείτε. Δηλαδή, το ύφος αυτό τώρα που υπήρχε εκεί πέ…απ’ αυτή την πορπατηξιά. Πολύ ωραία. Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Να 'σαι καλά κι εσύ. Και καλή συνέχεια. Κι εσύ καλή επιτυχία.
Lead to transcript[00:00:00] Λοιπόν, καλημέρα.
Καλημέρα.
Είναι 10 Ιουνίου 2021. Bρίσκομαι εδώ με τον κύριο...
Κρασαδάκη Παντελεήμονα.
Και το όνομα του πατέρα σας;
Γεώργιος.
Εγώ λέγομαι Αντώνης Λεοντίδης, είμαι ερευνητής για το Istorima, και μπορούμε να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη.
Πολύ ευχαρίστως.
Κύριε Παντελή, πού μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα το 1948 στο χωριό Κουρνάς, στον Αποκόρωνα Χανίων, στην επαρχία Αποκορώνου Χανίων. Από γονείς αγρότες, φτωχιά οικογένεια, 6 παιδιά, και δυο οι γονείς, 8. Με φτώχεια, με στερήσεις, με πάρα πολλά πράματα που μας ελείπανε εκείνη την εποχή. Που λείπανε σε όλους τους ανθρώπους βέβαια, αλλά και στσι φτωχούς πιο πολύ. Στην πορεία, μεγαλώνοντας, εκτός τα πρόβατα που είχαμε, που ασχολούμουνα μέχρι τα 16 μου, έβγαλα φυλλάδιο και ταξίδεψα στα καράβια, από το '64 μέχρι το '68, Το '68 γύρισα για να πάω φαντάρος. Πήγα υπηρέτησα τη μαμά Ελλάδα, απολύθηκα. Θέλω, βέβαια, να συμπληρώσω ότι στην ηλικία των 15 ξεκίνησα να παίζω λύρα, η οποία είχα δώσει ένα πολεμικό τουφέκι και την πήρα. Δεν είχε όμως καλή τύχη, γιατί μου την κάψανε στον φούρνο. Κι έτσι, δεν υπήρχε κι η δυνατότητα για να την αντικαταστήσω. Στην πορεία όμως, με το που πήγα στα καράβια κι έβγαλα ορισμένα λεφτά. πήρα αντί για λύρα, λαγούτο, και ξεκίνησα. Το 'χα και στα καράβια μαζί μου, που ταξίδευα. Τελικά, το χάρισα στις Ινδίες σε έναν Ινδό γιατί με είχε φάει: «Χάρισέ μου το» και «Δω μου το», τέλος πάντων. Έμεινε εκεί. Γυρίζοντας, βέβαια, επήρα, το '68, το πρώτο μου επαγγελματικό όργανο, από του Φραγκιαδάκη του Γιώργη, απ’ το Ηράκλειο. Και ξεκίνησα, πριν πάω φαντάρος, το '67. Έπαιξα πρώτη φορά σε γλέντι, σ' ένα γάμο, στο χωριό μου, μαζί με τον Μάρκο τον Δασκαλομαρκάκη, απ’ την Ασή Γωνιά. Μετά, στον δεύτερο γάμο, έπαιξα με τον Μιχάλη τον Ζυμβραγό. Αυτοί είναι δυο αδέρφια, ο Μιχάλης παίζει λύρα και ο αδερφός του λαγούτο. Και είχα παίξει κι εκεί, σ' αυτόν τον γάμο. Αρχές του '68, τον Ιούλιο, στα μέσα του '68, έπρεπε να παρουσιαστώ στον στρατό. Παρουσιάστηκα στον Μπαλάσκα. Ήμουνε αντιφρονούντας τση Χούντας. Μου δώσανε προσωρινό απολυτήριο, 6 μήνες. Ξαναπαρουσιάζομαι τον Ιανουάριο, πάλι προσωρινό απολυτήριο για 6 μήνες. Το '69 τον Ιούλιο, παρουσιάζομαι στην Τρίπολη και απ’ την Τρίπολη, στο 565 Τάγμα ανεπιθυμήτων. Αυτά όλα γίνανε στην εποχή τση Χούντας, που εσύ ήσουν αγέννητος. Τέλος πάντων. Υπηρετήσαμε την πατρίδα, απολυθήκαμε υγιείς και ασχολήθηκα με το όργανο και συνάμα έκανα και τον εργολάβο, μαζί με τον αδερφό μου. Για πολύ λίγο, 3 χρόνια, 4. Το '77 τα παραίτησα όλα και ασχολήθηκα μόνο με την κρητική μουσική. Βεβαίως, ήμουνε τυχερός, γιατί εβρέθηκε ένας τεράστιος παίχτης της εποχής, ο αείμνηστος ο Λεωνίδας ο Κλάδος, που συνεργαστήκαμε περίπου 20 χρόνια. Δισκογραφήσαμε μαζί τον πρώτο μου δίσκο, «Μαύρες Φορεσιές», που έγινε μεγάλη επιτυχία. Περιττό να σου πω ότι το '78 δισκογραφήσαμε, το '79 - '80 τον χειμώνα παίζομε στο Ηράκλειο και θυμούμαι και επήγαινα στου ΟΦΗ το γήπεδο και στο ημίχρονο διαφημίζανε «Μαύρες Φορεσιές», Παντελής Κρασαδάκης-Λεωνίδας Κλάδος. Μεγάλη επιτυχία. Από κει ξεκίνησα και γράψαμε αρκετά πράγματα και πολύ ωραία πράγματα με τον Λεωνίδα. Στην πορεία δισκογράφησα βέβαια και με τον Βαγγέλη τον Ζαχαριουδακη, το '81. Το '83 με τους αδερφούς Μαρκογιάννηδες, με τον Χαράλαμπο, τον Βαγγέλη και τον Γιάννη, με τίτλο ο δίσκος αυτός «Οι Μαρκογιάννηδες». Το '85 δισκογράφησα με τον Νίκο τον Ζωιδάκη. Πρώτη δισκογραφική δουλειά με τον Νίκο με τίτλο «Της αγάπης το χαμπέρι» που έγινε κι αυτό μεγάλη επιτυχία. Στην πορεία συνεργάστηκα με τον Νίκο, για μια δεκαετία περίπου. Εγράψαμε και μ’ αυτόν 3-4 CD, γιατί οι δίσκοι είχανε καταργηθεί. Τελειώνοντας με τον Νίκο, συνεργάστηκα με τον Μιχάλη τον Γεωρβασάκη και τον Γιώργη τον Κουκάκη. Με τον Μιχάλη έγραψα δυο CD. Στο ένα είμαι μόνος, στο άλλο ήμασταν μαζί με τον αείμνηστο το Νίκο τον Μανιά. Μετά τον Γεωρβασάκη, συνεργάστηκα με τον Μιχάλη τον Μπακατσάκη τον μικρό και δισκογραφήσαμε τον δίσκο «Τσ’ αγάπης όνειρο», που έγινε κι αυτό μεγάλη επιτυχία. Στην πορεία δισκογράφησα με τον Γιώργη τον Γαλάνη ένα CD, με τον Γιώργη τον Βογιατζή άλλο ένα CD και τώρα τελευταία έχω γράψει δυο συρτά με τον Νίκο τον Ζωιδάκη. Αυτή είναι η καλλιτεχνική μου πορεία. Ξέχασα, βέβαια, να σου πω ότι ο πρώτος μου δίσκος, 45 στροφών, μικρός, τον έγραψα το '71, μαζί[00:10:00] με τον πατέρα του Μιχάλη του Μπακατσάκη, τον αείμνηστο τον Μιχάλη τον Μπακατσάκη. Και με τον Γεράσιμο έχω γράψει μια κασέτα. Και με τον Σεργάκη τον Γιάννη έχω γράψει μια κασέτα. Μα δεν τα θυμούμαι κι όλα, γιατί πριν 10 χρόνια-15 είχα στην IP δηλωμένα 252 τραγούδια, που πιθανό να ‘ναι 300 σήμερο. Αυτά από την καλλιτεχνική μου καριέρα.
Και για πείτε μου, λοιπόν, να επιστρέψουμε και στο θέμα πώς ξεκινήσατε, ήσασταν στο χωριό, στον Κουρνά. Εκεί πέρα πώς ακούσατε μουσική πρώτη φορά; Ποια ήταν τα ερεθίσματά σας;
Κοίταξε, είχα μια τάση από μικρό παιδί. Δηλαδή, θυμούμαι στο σχολειό που πήγαινα, ο δάσκαλος ποτέ δεν μου έβαλε ποίημα σε γιορτές που κάναμε, 28η Οκτωβρίου, 25η Μαρτίου και τα λοιπά, ποτέ δε μου ‘βαλε ποίημα να πω. Ή σ' όλες τις εκδηλώσεις που γινότανε στο σχολειό, μ’ έβανε και έλεγα μια μαντινάδα. Γιατί μου ‘λεγε: «Τραγουδάς πάρα πολύ ωραία, κι εσύ δε θα σου βάλω ποίημα, μόνο θα πεις μια μαντινάδα». Εν τω μεταξύ βέβαια, είχαμε, στο χωριό μου περάσανε όλα τα μεγαθήρια τση κρητικής μουσικής. Από τους μεγάλους τση κρητικής μουσικής, τσι μεταπολεμικούς: Μουντάκης, Σηφογιώργης, Σκορδαλός, Ξυλούρης. Με τον Κλάδο πήγαμε πολλές φορές βέβαια, αλλά αυτούς που ερχότανε ακόμα πριν να πιάσω τ’ όργανο. Ο γέρο-Κατσαμάς. Αλλά είχαμε και τον εθνικό λυράρη του χωριού μας, τον Μιχάλη τον Παπαδάκη, τον «Πλακιανό» λεγόμενο, που απ’ αυτόν έχω πάρει τα πιο πολλά ακούσματα, γιατί τον είχαμε πολύ συχνά στο χωριό. Δηλαδή, ανέ γίνουντανε 5 γάμοι το χρόνο, έπαιζε στσι 4. Και στο πανηγύρι απαραιτήτως έπαιζε κάθε χρόνο. Μα για χρόνια συζητούμε τώρα, για πολλά χρόνια. Ήτανε όμως κι ένας παίχτης που ήτονε τεράστιος. Με μεγάλες δημιουργίες. Απλά, δεν άφησε τίποτα πίσω του. Τα πήρε όλα κι έφυγε, που λέει και το τραγούδι. Κι ευτυχώς, βέβαια, ευτυχώς, το λέω αυτό. Γιατί κομμάτια δικά του, αρκετά ο Μουντάκης, αρκετά ο Σκορδαλός, ο Σηφογιώργης, ακόμα και ο Λεωνίδας κάποια πράγματα που του τα 'χα παίξει, τα ‘φερε βέβαια στο στυλ το δικό του, αλλά δεν παύει να ‘τονε γέννημα του Πλακιανού. Είχαμε βέβαια και στο χωριό λυράρηδες, ξέρεις, όχι επαγγελματίες, αλλά αυτά τα ακούσματα που με κάμανε ν’ ασχοληθώ με την κρητική μουσική, ήτονε του αείμνηστου του Πλακιανού. Μετά βέβαια Μουντάκη, Σκορδαλό, όλοι αυτοί οι μεγάλοι. Και ελάτρευα και σαν τραγουδιστή τον Νίκο τον Μανιά. Κείνη την εποχή. Γιατί εγώ αγάπησα δυο τραγουδιστές στη ζωή μου, που πιστεύω ότι με καλύβανε από παντού. Τον Νίκο τον Μανιά και τον Μανώλη τον Κακλή. Αυτοί οι 2 για μένα ήτονε τραγουδιστές, που πιστεύω ότι δεν ξέρω αν θα ξαναβρεθούνε στην Κρήτη.
Βέβαια, ποτέ να μη λες ποτέ. Αλλά έτσι νομίζω, όπως βλέπω τα πράματα δηλαδή κι εξελίσσονται σήμερο, δε βλέπω αρσενικούς τραγουδιστές. Γιατί, λέω πολλές φορές, και το παράπονο και η ευαισθησία ούλη... Καταρχήν, ο τραγουδιστής άμα δεν είναι ευαίσθητος, δεν μπορεί και να τραγουδήσει. Αλλά αντρίκια. Όχι… Ακούω -συγνώμη για τη φράση μου- δε θέλω να κατηγορήσω κανένα, αλλά ακούω ορισμένους τραγουδιστές και λες και τσ’ έχουνε φορτώσει στο ξύλο και μετά τωνε λένε τραγούδια. Δεν το μπορώ αυτό. Δηλαδή δεν καθίζει στην λεβεντιά και την αρχοντιά του κρητικού τραγουδιστή. Δεν μου αρμόζει. Αλλά εντάξει. Υπάρχουν όμως και παιδιά που είναι πάρα πολύ καλοί και αυτό με κάνει να ελπίζω.
Εσείς με το τραγούδι πώς ασχοληθήκατε;
Εγώ ξεκίνησα -σου λέω- το '77, έκατσα πρώτη φορά στο πάλκο και τραγούδησα το '73 πρώτη φορά. Όχι ότι δεν υπήρχε η φωνή ή ότι δεν μπορούσα να τραγουδήσω. Απλά έλεγα στον εαυτό μου: «Όταν θα τραγουδήσεις, πρέπει να εντυπωσιάσεις. Εάν δεν εντυπωσιάσεις, μην τραγουδήσεις». Το δούλευα καθημερνώς, έκανα τσι πρόβες μου, αλλά στο γλέντι δεν τραγουδούσα. Λέω: «Όταν θα ‘μαι έτοιμος και θα καταλάβω ότι μπορώ να το πω και να το πω σωστά, τότε θα τραγουδήσω». Και όντως έτσι έγινε.
Σαν παιδί; Σας είχε βγει αυτή η τάση να τραγουδάτε; Σας βγήκε σαν ανάγκη;
Κοίταξε. Σου 'πα ότι ήμαστε μια αγροτική οικογένεια, που επί το πλείστο ασχολούμαστε με γεωργία και με κτηνοτροφία. Λοιπόν, στα πρόβατα, από το πρωί ως το βράδυ, σφύριζα και τραγουδούσα. Το 'χα, μ' άρεσε, μ’ άρεσε. Τον χορό τον έμαθα κρατώντας μια φούντα ελιές, αντί για χέρι κάποιου άλλου, κρατούσα τη φούντα και εχόρευα. Έτσι έμαθα και τον χορό.
Κι είχατε κι αδέρφια; Πόσα αδέρφια έχατε;
Ήμαστε 5 αδέρφια και μια αδερφή. Έχουνε φύγει η αδερφή μου και οι 2 μου αδερφοί. Έχομε μείνει 3.
Και στην οικογένεια μέσα υπήρχε η μουσική; Δηλαδή από κει το πήρατε;
Πάντα. Κι ο αδερφός μου ο Μανώλης, ο μικρός, κι αυτός παίζει λύρα. Απλά δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά.
Τη λύρα γιατί την κάψανε στον φούρνο;
Γιατί την είχα δώσει σ' ένα χωριανάκι μου να την έχει μια μέρα και δεν επήγε στσι κατσίκες, μόνο γύριζε στο χωριό. Και το βράδυ πήγε στο σπίτι, είχε ανάψει η μάνα του τον φούρνο και του την παίρνει ο πατέρας του και την πετά στον φούρνο και την έκαψε. Έτσι έγινε η ιστορία τση λύρας. Αλλά εντάξει, δεν έχω παράπονο. Μπορεί να ‘ναι πιο ξεκούραστο όργανο η λύρα από το λαούτο, αλλά πραγματικά το λαγούτο το ερωτεύτηκα μετά και δε[00:20:00] μου 'λειψεν η λύρα.
Σαν παιδί, εκείνη την εποχή, το να παίζει κανείς μουσική ήτανε αποδεκτό στον κόσμο;
Κοίταξε, την εποχή που τσι λυράρηδες τσ’ είχαν σαν παρακατιανούς. Δηλαδή δεν τωνε δίνανε και μεγάλη σημασία. Αλλά ευτυχώς να πω, εγώ, όταν άρχιζα να καταλαβαίνω, δηλαδή στα μέσα τση δεκαετίας του '50, '55-'56, θυμούμαι τον πρώτο δίσκο που έγραψε ο Μούντης με τσι Κουτσουρέληδες, «Ο χωρισμός σου μ’ άφηκε, μπαρμπούνι μου». Από κει ξεκίνησε και άρχισε και πήρε φωθιά η κρητική μουσική. Και μετά ο Σκορδαλός βέβαια, είχε δισκογραφήσει το '48, αν θυμούμαι, '46, '48; Αλλά ο Μούντης ήτονε… Τότε οι Κουτσουρέληδες είχανε το «Κρητικό Μεσημέρι» στον ραδιοφωνικό σταθμό των Αθηνών και είναι όπως είναι σήμερο η τηλεόραση, που είναι πανελλαδικής εμβελείας. Το ίδιο ήτονε και ο ραδιοφωνικός σταθμός, ακούγετονε σ’ όλη την Ελλάδα. Και είχαν την πρόσβαση και διαφημίζανε τα κομμάτια και τα λοιπά, ό, τι γράφανε. Ο Μούντης είχε το χάρισμα και τση φωνής και του παιξίματος. Και άρχιξε και πήρε τα πάνω τση η κρητική μουσική. Αρχίσανε μετά και δισκογραφούσαν κι ο Λεωνίδας, το '56, έγραψε το «Δυστυχή μου φαίνεται». Και ο Γεράσιμος εδισκογράφησε εκείνη την εποχή, ο Ξυλούρης ο συγχωρεμένος, ο Σηφογιώργης, αρχές του '60. Όλη αυτή η γενιά. Ο πιο όψιμος ήτον ο Ροδάμανθος, απ’αυτή τη γενιά. Δηλαδή αυτός δισκογράφησε πρώτη φορά με τον αείμνηστο τον Κακλή «Θα τηνε κάψω την καρδιά», πρέπει το '70-'71, κάπου εκεί. Τότε εδισκογράφησε πρώτη φορά ο Ροδάμανθος. Οι υπόλοιποι, τώρα, αρχίσανε μετά. Η γενιά η δική μου, οι λίγο πιο μεγάλοι, οι λίγο πιο μικροί. Άλλοι επιβιώσανε, άλλοι στην πορεία τα παραιτήσανε. Αυτά.
Θέλετε να μου πείτε, στα παλιά γλέντια στον Κουρνά, με τον Πλακιανό, τον είχατε γνωρίσει προσωπικά;
Παναγία μου! Και είχαμε και παίξει μαζί. Βεβαίως. Ήτονε ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευγενής, ήπιων τόνων. Υπόψιν ότι δούλευε στα χωράφια, στη φάμπρικα, στα ελαιουργεία εκείνη την εποχή. Τονε θυμούνται και ήρχετανε -πολύ ταπεινός άνθρωπος- με γαλοτσάκια, τσι γαλότσες που βάνομε τώρα, ήρχεντον στα γλέντια. Αλλά ήτον κι ένας άνθρωπος που σου λέω ότι μου ‘χε στείλει ένα γράμμα, και το 'χασα κιόλας όταν ήμουνε φαντάρος εχάθηκε, το ´χα στο σπίτι, εξαφανίστηκε. Και με είχε καλέσει να πάω να μου παίξει πράματα που δεν έχουν ακουστεί ποτέ. Δεν επήγα, γιατί δεν είχα μυαλό, ήμουνε κοπέλι κι εγώ και δεν είχα μυαλό να πάω να ακούσω αυτόν τον άνθρωπο, να κρατώ ένα μαγνητοφωνάκι να τα γράψω. Αλλά τα γλέντια τότε στο χωριό δεν εκρατούσανε, εξεκίνανε ο γάμος το Σαββάτο, την Κυριακή εγινόταν η στεφάνωση, τη Δευτέρα ο αντίγαμος. Και εξαρτάται τώρα, αν έπιανε και η τέταρτη μέρα, με παρέες από σπίτι σε σπίτι κτλ. Εγινότανε μια ιεροτελετουργία ολόκληρη. Γιατί, εντάξει, εκείνη την εποχή εγίνουντανε οι γάμοι, θυμούμαι, δεν υπήρχαν κι οι χώροι οι μεγάλοι, και είχανε, φερ' ειπείν σε δυο σημεία στρώσει και τρώγανε και σ’ ένα σημείο, το μεγαλύτερο, και γλεντίζανε. Και φεύγανε τώρα παρέες-παρέες και πηγαίνανε τρώγανε, πίνανε και μετά γυρίζανε στο γλέντι. Στο γλέντι είχε μεζεκλίκι, κρασί, τσικουδιά, φυστίκια, τέτοια πράματα. Για να ξεκουράσουν τώρα και τσι λυράρηδες τα ξημερώματα, επαίζανε και κανένα παιχνίδι. Το μπουκάλι θυμούμαι και παίζανε. Ή θε να βάλουν τον λυρατζή να παίξει κανένα ταγκό να χορέψουνε.
Το μπουκάλι, τι παιχνίδι είναι;
Γυρίζανε το μπουκάλι, το περιστρέφανε κάτω, και σε όποιο επήγαινε η οπή του μπουκαλιού, το γύριζε πάλι κι αυτός και όπου έπιανε... Μα δε θυμούμαι τώρα, δεν τα θυμούμαι και καλά τι κάνανε.
Και ήταν οι γάμοι και τα γλέντια τόσο συχνά τότε, όπως είναι τώρα;
Κοίταξε, άλλη εποχή κείνη και άλλη η σημερινή. Σήμερο οι γάμοι είναι μια διαδικασία ενός εφέ, γιατί στην ουσία εφέ κάνουνε σήμερο οι γαμπροί και οι νύφες. Οι νύφες επί το πλείστον, γιατί αυτές κάνουν κουμάντο. Εντελώς διαφορετικά τα δεδομένα τα σημερινά με τα δεδομένα του '50, του '60 και του '70. Τα καλοκαίρια γινόταν όξω οι γάμοι, σε πλατείες, τον χειμώνα σε σπίτια. Αλλά εντάξει, είχανε μια άλλη διαδικασία εκείνη την εποχή και άλλη διαδικασία σήμερο. Τότε εσφάζαν την Παρασκευή, ετρώγανε, πίνανε απ’ την Παρασκευή, το Σαββάτο επαίρναν τα προικιά, άλλο φαγοπότι, την Κυριακή εγινόταν ο γάμος, τη Δευτέρα ο αντίγαμος και ούτω καθεξής. Δηλαδή στην ουσία κρατούσε 4-5 μέρες ο γάμος.
Segment 3
Συνεργασία με τον Λεωνίδα Κλάδο, το πρώτο λαούτο και το μέτρο του συρτού χορού
00:29:10 - 00:53:32
Και για πείτε μου, εσείς είχατε πάει σε κάποιο δάσκαλο, σας βοήθησε ο Πλακιανός για να μάθετε;
Όχι, εγώ ό, τι έμαθα το ‘μαθα εντελώς μόνος. Γιατί δεν υπήρχανε και συνάδελφοι τότε. Να πεις ότι θα πάω στου Γιάννη, στου Μανώλη, στου Δημήτρη, να μου δείξει δυο πράματα. Δεν υπήρχανε. Περιττό να σου πω ότι το '72, που έπαθε τη ζημιά στο χέρι ο αείμνηστος ο Μιχάλης ο Μπακατσάκης, στον νομό Χανίων [00:30:00]δεν υπήρχε λυράρης για να συνεργαστώ. Καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα. Ήτανε ο μοναδικός, ας πούμε, κείνη την εποχή, ο Κολιακουδάκης ο Νίκος, ο οποίος ζούσε στην Αθήνα, ήρθε το '74, κατέβηκε στην Κρήτη. Και υποχρεώθηκα και είχα συνεργαστεί με τον Κώστα τον Παπουτσάκη για κάνα δυο χρόνια περίπου, μπορεί και παραπάνω. Και μετά απ’ τον Κωστή, παίζαμε εδώ, στη Νέα Χώρα, σ’ ένα μαγαζί. Και ήρθε τώρα η παρέα μας και μου λένε: «Ο Κλάδος ήρθε στα "Καναρίνια" κι έπαιξε στον χορό του συλλόγου και αύριο έχει ένα γάμο και δεν έχει τραγουδιστή». Γιατί ο Κακλής δεν εμπόρειε να κάτσει κι έφυγε στην Αθήνα. Λέω: «Πείτε του Κωστή, εγώ ευχαρίστως να πάω να τον εξυπηρετήσω κλπ». Ο Κωστής δεν εμπόρειε να τωνε πει όχι, γιατί μας εστηρίζαν αυτοί οι ανθρώποι κτλ. Δεν το ‘πενε βέβαια με την ψυχή του, αλλά εντάξει. Εκεί συνάντησα και γνώρισα τον Λεωνίδα, παίξαμε στον γάμο, περάσαμε ωραία, μου λέει: «Το τηλέφωνό σου δως μου». Του ’δωκα το τηλέφωνο, αλλάξαμε τηλέφωνα και την άλλη μέρα με παίρνει τηλέφωνο. Μου λέει: «Να κατέβεις να παίξομε στη Μεσσαρά σ' ένα γάμο». Λέω: «Να κατέβω». Δεν είχαμε κλείσει τίποτα με τον Κωστή, πήγα στη Μεσσαρά, παίξαμε στον γάμο. Και μου λέει: «Δε θα ξανακλείσεις πουθενά, θα συνεχίσομε παρέα». Κι έτσι έγινε το πάντρεμα, ο «γάμος» ο δικός μας με τον Λεωνίδα. Και περάσαμε πολύ όμορφες στιγμές, καλές στιγμές.
Ήτανε ένας άνθρωπος που μπορούσατε να συνεννοηθείτε, είχατε καλή επικοινωνία;
Κοίταξε, ο κάθε άνθρωπος έχει και τσι παραξενιές του. Αλλά επί το πλείστο, εγώ τον Λεωνίδα δεν τον έβλεπα σαν άνθρωπο, ξέρεις, ούτε όταν εκνευριζότανε. Καμιά φορά μου 'λεγε και καμιά κουβέντα και εψιλοαρπαζόμασταν. Αλλά εγώ τον έβλεπα σα λυράρη, σα δημιουργό. Δηλαδή με γαλήνευενε το τόξο του, με αφηνίαζενε το τόξο του, μ’ έκανε να ζω σ’ άλλους κόσμους ορισμένες φορές. Γιατί ήτονε τόσο απρόβλεπτος στο παίξιμό του. Γι' αυτό δεν έκανενε και με κανένα συνοδό, γιατί οργίαζεν η φαντασία του παίζοντας. Αλλά όλα αυτά είναι τση στιγμής. Μετά τα ξεχνάς και σου μένει το μέλι. Αυτό το γλυκό έδεσμα. Αυτά.
Υπήρχε σα λαουτιέρης με τον λυράρη; Μπορούσατε να εκφραστείτε εσείς ελεύθερα, να έχετε τον χώρο που χρειαζόσασταν σαν παίχτης;
Ναι, αμέ, βέβαια! Παναγία μου! Καταρχήν, όταν δεν συνεργάζεσαι και δεν έχεις καλή χημεία με τον λυράρη ή με τον λαγουτιέρη σου, δεν μπορείς και να επιβιώσεις για διαχρονική συνεργασία. Κάπου θα τα σπάσετε, δεν. Αλλά εντάξει, σου ‘πα ότι εγώ τον Λεωνίδα δεν τον εθώρουνα σαν χαρακτήρα ανθρώπου. Αυτό το ‘βγανα στην άκρη. Εμένα μ’ ενδιέφερε αυτό που βγάνανε τα δάχτυλά του και το τόξο του. Αυτό με ικανοποιούσε εμένα, με γέμιζενε; Έμπαινα στο γλέντι κι ήμουνε πεθαμένος και μ’ ανέσταινε, μόλις ήθελα κάτσομε πάνω στο πάλκο, να τραβήξει το δοξάρι, μου 'κανε νεκρανάσταση! Λοιπόν, κι έτσι… Αλλά είχε και καλή ψυχή όμως. Είχε και καλή ψυχή. Η ψυχή του ήτονε σαν του κοπελιού, σαν το παιδάκι ήτον η ψυχή του, δεν ήτονε κακός άνθρωπος. Άλλοι είναι οι κακοί.
Με αυτό που μου ‘πατε πριν ότι σας είπε το Κλάδος, ότι «Τώρα παίζουμε μαζί», υπήρχε η λογική τότε ότι ένας λαουτιέρης κι ένας λυράρης είναι ζυγιά και δεν παίζατε με άλλους; Δηλαδή έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα;
Ναι, την εποχή κείνη όταν έκανες συνεργασία, ήτονε διαχρονική. Όταν βέβαια είχε και, όπως είπαμε, όταν έδενε η χημεία και όταν εκαταλάβαινε ο ένας τον άλλον και δεν είχαμε παρεξηγήσεις. Μπορεί να ‘χαμε στιγμιαίες εξάψεις, αλλά αυτά περνούσανε πάλι στη στιγμή. Αλλά τότε, όταν συνεργάζουμουν με τον Λεωνίδα, φερ' ειπείν, δεν έπαιζα και με κανέναν άλλο. Αυτό ήτονε δεδομένο. Γιατί υπήρχε και δουλειά, δεν είναι να πεις, ότι «Μα δεν έχω δουλειά και θα κάθομαι να σε περιμένω». Όχι. Εγώ θυμούμαι εβδομάδα και με παίρνανε τηλέφωνο για 20 γάμους. Πού να πάω; Σε ένα θε να πάω. Δεν επρολάβαινα. Αφού έλεγα πολλές φορές, αν μπορούσα να παίξω ένα χρόνο σε γάμους που με καλούνε, θε να λύσω το οικονομικό πρόβλημα τση ζωής μου και ακόμη 1-2 γενιές. Αλλά δυστυχώς δε γινότανε. Τότε βέβαια γινόταν οι γάμοι μόνο Κυριακές. Μετά αρχίξανε και τα Σαββάτα, μετά αρχίσαν κι οι Παρασκές, μετά άρχισαν κι οι Τετάρτες, εδά γίνουνται… όποτε θέλει ο καθένας κάνει τον γάμο.
Και κλείνατε κι εσείς γάμους ή;
Ε, βέβαια. Παναγία μου! Από το '81 και μετά, ανέ κάναμε τον χρόνο 150 γλέντια, έκλεινα τα 100. Γιατί ήμουνε απάνω στην απογείωσή μου.
Θα σας πάω λίγο πίσω τώρα. Στο ξεκίνημά σας μου ‘πατε ότι ήσασταν και εργολάβος για ένα διάστημα. Και με αυτή τη δουλειά όπως ή με άλλες που είχατεας πούμε, όπως στα καράβια, μπορούσατε να συντηρήσετε και τη μουσική; Δηλαδή παίζατε, εξασκούσασταν;
Κοίταξε, η μουσική είναι στο μυαλό τ’ ανθρώπου. Δε σε εμποδίζει καμία δουλειά. Δηλαδή, για να σου δώσω να καταλάβεις, όταν έκανα τον εργολάβο. Το σκεπάρνι στον ώμο, αλλά μπόρουνα να τραγουδήσω. Δε με εμπόδιζεν το σκεπάρνι. Ή οτιδήποτε άλλη δουλειά και να κάνεις, ακόμη και τον κήπο σου να σκάφτεις, μια στιγμή σταματάς και τραγουδείς. Είναι στο μυαλό μας αυτό το πράμα. Και έχω πει και πολλές φορές ότι ούλοι οι ανθρώποι έχουνε και μουσική μέσα τωνε και μπορούνε να τραγουδήσουνε. Απλώς δεν το ‘χουνε εκμεταλλευτεί, δεν το ‘χουνε. Όπως κι άλλα πράγματα ο καθένας μας μπορεί να κάνει, απλά δεν τα ‘χει σκεφτεί και δεν τα κάνει. Όχι ότι δεν μπορεί να τα κάνει.
Το πρώτο λαούτο, που μου ‘πατε πριν, πώς το αποκτήσατε;[00:40:00]
Το πρώτο μου λαγούτο, το πρώτο-πρώτο που άφηκα στις Ινδίες, αυτό είχε ο πατέρας μου ένα γερμανικό τουφέκι. Αυτό το ‘δωκα και πήρα τη λύρα. Το πρώτο λαγούτο που πήρα, έφευγε ένα παιδί, κοντοχωριανάκι μου, έφευγε στην Αυστραλία και έμαθα ότι πουλούσε το λαγούτο. Εγώ, θα 'μουνα τότε 15-16 χρονώ. Ρώτησα πόσο το πουλεί. Λέει: «200 δραχμές» - «Έχω 120». Ο πατέρας μου τότε δούλευε στο εργοστάσιο, στο ελαιοτριβείο, και του πήγα το μεσημέρι φαΐ, στο ελαιοτριβείο τωνε πηγαίνανε κάθε μεσημέρι και καθίζανε όλοι οι εργάτες στην πυρήνα πάνω και τρώγανε. Μέχρι να φάνε και να πάρω τα σκουτελικά, να τα γιαείρω τση μάνας μου στο σπίτι, εκαθόμουνα απ' όξω και τραγούδουνα, απ’ όξω στο εργοστάσιο. Ο εργοστασιάρχης είναι στο δωμάτιο που εβάνανε το ξάι, το λάδι που επαίρνανε δικαίωμα. Και μπαίνει μέσα και του λέει: «Διάολε, μωρέ κουμπάρε Γιώργη, αν δεν είναι σαν τ' αηδόνι ο γιός σου». Και δε χάνω κι εγώ την ευκαιρία και του λέω: «Πες του τα. Που θέλω να πάρω ένα λαγούτο και μου λείβονται 80 φράγκα και δε μου τα δίνει». «Όχι μπρε κουμπάρε Γιώργη, να του τα δώσεις», λέει δα αυτός. Και πώς τώρα, πώς τον έπιασε τον γέρο, λέει: «60 φράγκα θα σου δώσω.» Λέω: «60; 60». Μου δίνει λοιπόν τα λεφτά, παίρνω εγώ το σκουτελικό, το πάω στο σπίτι, παίρνω και τα 120, λέω 180 θα μου τ’ αφήσει. Και σπω κάτω σαν τη σαΐτα. Και πάω στο καφενείο, στο Μουρί, το ‘κανενε ένας Τριπαλιτάκης ο Σήφης. Και με θωρεί, μου λέει: «Ίντα γυρεύεις επαέ;». Λέω: «Έτσι κι έτσι και ήρθα να αγοράσω το λαγούτο του...». Λέει: «Περίμενε να τον φωνάξω» - ήτονε δίπλα το σπίτι. Τονε φωνάζει, λοιπόν, έρχεται. Και του λέω: «Έτσι κι έτσι, δεν έχω -του λέω- 200, έχω 180 και το 20άρικο -του λέω…» - «Όχι, δε σου το δίνω», μου λέει. «Εγώ κάτω από 200 δεν το δίνω». Εγώ πρέπει να σφάχτηκα. Με θωρεί λοιπόν ο καφετζής και του λέει: «Φέρε το τού κοπελιού κι αν δε σου δώσει το 20άρικο θα σου το δώσω εγώ». Και φέρνει λοιπόν το λαγούτο. Θυμούμαι και το 'χενε σε μια πάνινη θήκη, λουλουδάτη. Το βγάνει λοιπόν, το κουρδίζει. Ξανοίγω εγώ, γρικώ και λέω «Πα, πα, πα! -λέω- Θα το πάρω στα χέρια μου τώρα;». Το δίνει: «Άντε, καλορίζικο -μου λέει- Με την ψυχή μου!». Και το παίρνω, μέχρι να πάω στο χωριό έπιανα 200 μέτρα και μετά εστένουμουνα και κάθιζα και το ‘βγανα να παίξω δυο σεστρές και πάλι τα ίδια. Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησα.
Αυτό το όργανο ήτανε κάποιου κατασκευαστή, έτσι, της εποχής;
Ε, εντάξει δεν ήτονε, ήτονε ημιεπαγγελματικό. Δεν ήτονε ντίπι άχρηστο, αλλά δεν ήταν και τίποτα... Ε, μετά σου λέω, το '77 πήρα τούτο, αυτό που έχω ακόμη.
Ο πατέρας σας δηλαδή, ήθελε να ασχοληθείτε με τη μουσική;
Δεν τον ένοιαζε, γιατί τ’ άρεσε κι αυτουνού. Απλά δεν είχαμε την οικονομική ευχέρεια να με βοηθήσει, για να πάρω ένα όργανο. Σου λέω ότι τη λύρα την πήρα μ’ αυτόν τον τρόπο που σου ‘πα προηγουμένως και το λαγούτο πάλι, με μεγάλα βάσανα.
Αργότερα, που καταξιωθήκατε και γίνατε γνωστός...;
Ε, εντάξει, μετά… Καλά, ο πατέρας μου το πίστευε, το πίστευε. Κι η μάνα μου. Η μάνα μου, μου το 'λεγε κιόλας ότι «Θα δεις ότι θα φτάσεις ψηλά».
Η μάνα σας ήταν κι εκείνη μερακλίνα, τραγουδούσε;
Δε θα πω ότι ήτονε, αλλά τσ’ άρεσενε. Τσ’ άρεσενε πολύ η μουσική.
Θα σας ρωτήσω τώρα κάτι άλλο, που ‘χει να κάνει με τη μουσική. Στο μέρος που μεγαλώσατε, στον Κουρνά, υπήρχαν αυτά που λένε τα μέτρα στον συρτό; Δηλαδή, οι άνθρωποι χορεύανε στο μέτρο;
Άλλοι κι άλλοι, άλλοι κι άλλοι, αλλά οι πιο πολλοί, παρόλο που σου λέω ότι ήτονε πηγαίοι, δεν τονε μάθανε τον χορό στον δάσκαλο, οι πολλοί ήτονε στο μέτρο και στον χρόνο. Οι πολλοί. Ήτονε, βέβαια, κι ορισμένοι οι οποίοι, εντάξει, δεν τα πιάνανε και τόσο καλά. Αλλά να σου πω κάτι; Το μερακλίκι δεν είναι να ‘σαι καλός χορευτής. Δηλαδή είναι ένα προσόν να ‘σαι καλός χορευτής. Το να ‘σαι καλός μερακλής, μπορεί να μη χορεύεις ποτέ, αλλά να αισθάνεσαι πιο πολύ τη μουσική από έναν καλό χορευτή. Είναι ξεχωριστά πράματα. Ο μερακλής είναι άλλο πράμα. Ο μερακλής δηλαδή με μια γκριμάτσα του, μπορεί να με κάμει εμένα άλογο και ο μερακλής μπορεί να κάμει έναν χορό τέλειο και να μη με ερεθίσει. Η γκριμάτσα εσένα, του μερακλή. Είναι διαφορετικό το ένα από το άλλο.
Ο Πλακιανός το πρόσεχε αυτό όταν παίζατε, θυμάστε; Πρόσεχε τους χορευτές να είναι…;
Ναι, πάντα. Πάντα στο μέτρο και στον χρόνο. Γιατί θυμούμαι καμιά φορά με τον Λεωνίδα, ο Λεωνίδας άμα φεύγαν οι χορευτές, δεν εμπόρειε να τσι ξαναβρεί. Δηλαδή σου λέει: «Άσ’ τσι κεια να χορεύουν ό, τι θέλουνε». Είχε πρόβλημα να ξαναμπεί στον ρυθμό του χορού τωνε. Τελευταία όμως το 'χενε διορθώσει. Αλλά στσ’ αρχές, που είχαμε πρωτοσυνεργαστεί, του 'λεγα καμιά φορά, του λέω: «Φύγανε απ’ τον χορό», «Άσ’ τσι», μου λέει. Ναι. Και το μέτρο, επί το πλείστο το κρατούσαν εδώ οι Δυτικοί βιολάτορες. Αυτοί παίζανε πάντα με μέτρο. Αλλά όλοι. Δεν ήτονε και διαβασμένοι οι μουσικοί τότε. Ήταν ελάχιστοι οι διαβασμένοι μουσικοί. Ήτονε, όπως είπαμε, ήτονε πηγαίοι και, ξέρεις… Καμιά φορά λέω, δηλαδή τα σημερινά παιδιά ορισμένοι, που κάθομαι και στον σύλλογο που έχομε, και μιλούνε με νότες κλπ. κλπ., πιστεύω ότι αυτό δεν των αφήνει το περιθώριο του λάθους, [00:50:00]πρόσεξε. Γιατί καμιά φορά και το λάθος, που κάνεις παιχτικά και δίνεις μία νότα, αλλάζεις και το άκουσμα. Εγώ που δεν το καταλαβαίνω αυτό, το περνώ και φτιάζω κάτι, εσύ που το καταλαβαίνεις, λες: «Ωπ, λάθος είναι, δεν το παίζω». Με κατάλαβες; Δηλαδή, από τη μια μεριά είναι καλό να γνωρίζεις μουσική, αλλά από την άλλη μεριά, προσωπικά εγώ, καμιά φορά -δεν ξέρω- με παραξενεύουν ορισμένα πράματα στη μουσική. Γιατί η μουσική είναι μαθηματικά, δηλαδή έχει μέτρο, μέτρα και σταθμά. Γι' αυτό βλέπεις και υπάρχει η κλίμακα στο κάθε όργανο κτλ. Παίζεις ένα κομμάτι και λες: «2-4-6-8 και 4-12 ή και 3-11», να σου πω για τον Συρτό. Ο άλλος λέει: «1-4 και 6-11», δηλαδή διαιρείς, αφαιρείς και φτιάζεις ένα άκουσμα. Είναι όμως στσ’ ίδιες συχνότητες και στα ίδια πατήματα. Απλά, είναι οι κινήσεις των δαχτυλιών και το αφτί σου, πού θες να πας, για να βγάλεις κάτι που φαντάζεσαι. Ο εγκέφαλος το στέλνει στα δαχτύλια και στην πένα και το φτιάζεις. Εάν γνωρίζεις μουσική σε βοηθά σε άλλα πράματα. Στη δημιουργία, μου φαίνεται ότι άμα δεν οργιάζει το μυαλό σου...
Ξεκινάτε λοιπόν να παίζετε με τον Κλάδο, τον Λεωνίδα. Παίζατε και στην Αθήνα;
Ναι. Κάναμε αρκετές σεζόν στην Αθήνα, στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο. Στο Ρέθυμνο στον «Φάρο», εκάναμε 4 σεζόν. Αλλά και με τον Ζωϊδάκη κάναμε και πολύ εξωτερικό και Αθήνα, στον «Ζορμπά», στο «Κρήτη».
Στην Κρήτη πού θυμάστε τα πιο ωραία γλέντια; Σε ποιες περιοχές;
Παντού τα γλέντια ήτονε όμορφα. Παντού. Γιατί, όπως σου ‘πα και στην αρχή, όπου και να πηγαίναμε είχαμε μία αποδοχή από τον κόσμο που μας εγέμιζε εκτός την ύλη, ψυχικά μας εγέμιζε αυτό που εκάνανε οι ανθρώποι για μας. Γιατί θε να πάμε, φερ' ειπείν, να κατεβούμε σ' ένα χωριό ή να σταθούμε στην πλατεία: «Καλώς ορίσατε, κάτσετε να πιείτε έναν καφέ και μετά σασε πάμε στο σπίτι του γαμπρού» κτλ. Δηλαδή, οι ανθρώποι μας επεριμένανε. Εδά, δε σου δίνουν και σημασία πολλή-πολλή, μη νομίζεις. Εγώ θυμούμαι, προς το Οροπέδιο, απ’ τη Χερσόνησο απάνω σε κάτι χωριά -δεν τα θυμούμαι τώρα- και θε να πάω, να κατέβω απ’ το αμάξι με το λαγούτο και μ’ ακολουθούσανε πιτσιρίκια τώρα όπως αυτά. «Ο Κρασάς ήρθε, ήρθε ο Κρασάς!», που έπιανα πρώτη φορά στο χωριό τωνε. Αυτά δε συμβαίνουνε πλέον, δε συμβαίνουν.
Θυμάστε κάποια ιστορία απ’ αυτό που λέτε, πολύ μεγάλης υποδοχής και αγάπης, έτσι, από κάποιο γλέντι, σε κάποιο χωριό;
Ξεχωριστά πράματα είναι πάρα πολλά. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι. Γιατί είναι τόσα πολλά, που πρέπει ν’ αρχίσω να θυμούμαι χίλιους γάμους, σε χίλια γλέντια, που είναι παραπάνω, που πέρασα καλά και που είχαμε τέτοια αποδοχή απ’ τον κόσμο. Αλλά εντάξει, δε θυμούμαι και άσχημα πράματα στην καριέρα μου. Δηλαδή, να με προσβάλουνε πουθενά ή να μου φερθούνε άσχημα κλπ. Αυτό δεν το θυμούμαι, γιατί δεν εσύμβηκε ποτέ. Προσπαθούσα, βέβαια, κι εγώ να ‘μαι κύριος απέναντι στον κόσμο, να προσέχω τον κόσμο. Ήμουνε ήπιων τόνων άνθρωπος, ούτε καβαλίκεψα καλαμάκι ούτε χλωρό ούτε ξερό. Κι εντάξε, δόξα τω Θεώ, και σήμερο, αθρώπους που τσι ‘χω και ξεχασμένους και αυτοί με θυμούνται και θα με δούνε να μου φωνάξουν κι από απόσταση να μου πουν ένα γεια. Αυτό είναι και όλη η κληρονομιά που κληρονόμησα.
Στα χωριά αυτά πώς πηγαίνατε; Υπήρχανε τότε οι δρόμοι που είναι σήμερα;
Ντάξει, μετά τη δεκαετία του '70, αρχίσαμε κι εμείς και μπήκαμε σε άλλης μορφής μεταφοράς. Ο καθένας μας είχενε τ’ αυτοκίνητό του. Πηγαίναμε, βέβαια, και σε χωριά που ήτονε κι οι δρόμοι χάλια. Αλλά εντάξει, δεν ήμαστανε της εποχής φερ’ ειπείν του Σηφογιώργη, του Μουντάκη, που πηγαίνανε με τα λεοφορεία και κείνη την εποχή εκρατούσαν μπαταρίες, γιατί δεν υπήρχανε μηχανήματα κτλ. Και εδουλεύανε με μπαταρίες σε πανηγύρια και τωνε τέλειωνε καμιά φορά και παίζανε και σκέτα. Εμείς εζήσαμε, η γενιά η δική μου έζησε μια πιο εξελιγμένη κατάσταση. Σήμερο βέβαια, είναι γιατρουδάκια. Οι συνάδελφοι. Απλά δεν υπάρχει δουλειά, γιατί είπαμε ότι είμαστε πλεονασματικοί, δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει ή λαγουτιέρη, ή λυράρη, ή βιολίστα, ή μαντολινίστα, ή κιθαρίστα και ούτω καθεξής.
Οι εποχές τώρα που ζήσατε εσείς, υπήρχε μεγαλύτερη άνεση, φαντάζομαι, για τον κόσμο, οικονομικά;
Κοίταξε, εγώ εβιοπορούσα απ’ αυτή τη δουλειά. Έκανα και καλιμέντο. Σήμερο δεν μπορείς να βιοπορίσεις από αυτή τη δουλειά, γιατί η κουλτούρα η δική μας είναι σπέρνω-θερίζω[01:00:00], σπέρνω-θερίζω. Είναι δηλαδή η κρητική κουλτούρα, όπως λέει και η παροιμία: «Με ένα φίλο, φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις/και για ένα φίλο τονε χάνεις». Τέλος πάντων. Δεν έχουν τη δυνατότητα, φερ’ ειπείν, που’χα εγώ εκείνη την εποχή. Και θυμούμαι, ήρθε μήνας και εβάφτισα 3 κοπέλια. Σήμερο, για να κάμεις 3 βαφτίσεις, δε σε φτάνουνε 3-4 χιλιάρικα. Να τα βρει πού ο νέος σήμερο; Εμένα μπορεί να μου στοίχιζε τότε φερ’ ειπείν 200 χιλιάρικα η βάφτιση, αλλά έκανα 300 στο γλέντι. Με κατάλαβες; Αλλάξανε τελείως, δηλαδή, τα δεδομένα τα σημερινά. Κι έτσι στεναχωρούμαι για τσι νέους που έχουνε τα προσόντα να κρατήσουνε την κρητική μουσική σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο, δεν μπορούνε να βιοπορίσουνε. Κι όταν μια δουλειά δε σου δίνει το προς το ζην, δεν σ’ αφήνει περιθώρια ν’ ασχοληθείς μ’ αυτή τη δουλειά.
Αυτά τα πρώτα γλέντια στο χωριό σας εδώ, με τα μετέπειτα γλέντια στην Αθήνα, στο εξωτερικό, που εκεί είναι πλέον «η νύχτα», που λέμε, υπήρχε πολύ μεγάλη διαφορά; Δηλαδή καταλαβαίνατε, έτσι, ότι υπάρχει… άλλο το ένα, άλλο το άλλο, ότι ήταν δύο διαφορετικά πράματα; Ή μοιάζανε;
Μου λες τώρα για γλέντια στο χωριό μου με γλέντια στο εξωτερικό;
Με γλέντια στην Αθήνα, ότι άμα υπήρχε κάποια αλλαγή δηλαδή, από μία εποχή και μετά, στον τρόπο που γλεντούσε ο κόσμος.
Εντάξει, αυτά πάνε με ρυθμό χελώνας. Πάνε τόσο σιγά-σιγά αλλάζει το πράμα, που δεν το καταλαβαίνεις. Όταν είσαι και μέσα στα πράματα, δεν το καταλαβαίνεις. Όμως, άμα κάτσω και σκεφτώ, φερ' ειπείν, πώς εγλέντιζεν ο κόσμος το '70, και τη συμπεριφορά του κόσμου και το οικονομικό μέρος, δεν έχει καμία σχέση το σήμερο. Καμία σχέση. Σήμερο, δεν κατέω τι να πω. Έχομε γίνει ψιλοζήτουλες.
Στα γλέντια αυτά, τα πιο παλιά, θεωρείτε ότι υπήρχε και μία υπερβολή, κάποιες φορές, στο οικονομικό κομμάτι; Δηλαδή, ότι υπήρχανε πιο πολλά χρήματα, απ' ό, τι ίσως θα έπρεπε να υπάρχουνε; Ή δεν υπήρχε αυτό;
Δε θα το πω γιατί, όπως σου προανέφερα, εγώ επαγγελματικά, καθαρά επαγγελματικά, εξεκίνησα με την πτώση της Χούντας. Δεν είχενε ο κόσμος λεφτά. Για μια εφταετία δεν είχε και δουλειά. Και ήτονε και στριμωγμένοι πολύ. Απλά, ο κόσμος απ’ την καταπίεση που είχε κτλ., γραφτήκαν και ορισμένα τραγούδια που ‘χαν επαναστατικό χαρακτήρα κλπ. κλπ. Για να σου δώσω να καταλάβεις, τσι «Τρεις Καπετάνιους», που τσι ‘χε γράψει ο συγχωρεμένος ο Μανιάς, ξέρεις τι λεφτά έχω βγάλει απ’ αυτό το τραγούδι; Δηλαδή, μου το παράγγελνες εσύ και σηκώνοντανε και 10 ανθρώποι και χαρίζανε χωρίς να το 'χουνε παραγγείλει. Και πολλά άλλα. Το «Αναντράνισα τα μάτια μου», που έχει γράψει ο ο Μανώλης ο συγχωρεμένος. Και άλλα πολλά τραγούδια, που ήτονε τσ’ εποχής εκείνης. Σήμερο, και να τσι πεις τσι «Τρεις Καπετάνιους», μπορεί να πούνε: «Τί λέει;». Θέλω να σου πω ότι η κάθε εποχή έχει εντελώς διαφορετική έκφραση. Άλλα πράγματα συλλαμβάνει και εντελώς διαφορετικά εκπέμπει.
Μιας και μου αναφέρατε και τη Χούντα πριν, εσείς σαν αντιφρονούντας στο στρατόπεδο, πώς ήταν αυτή η εμπειρία εκεί;
Κοίταξε. Εκεί, επειδή εγώ ήμουνε ο πιο αναλφάβητος απ' όλους εκεί μέσα. Εκεί ήτονε καθηγητές, εκεί ήτονε δικηγόροι, εκεί ήτονε χημικοί, εκεί ήτονε γιατροί. Όλοι αντιφρονούντες τση χούντας. Λοιπόν, ήταν μια δύσκολη κατάσταση μες στο στρατόπεδο, αλλά εγώ είχα ένα διοικητή στον λόχο μου, έναν Ταβλά απ’ τον Άγιο Νικόλαο, καλή του ώρα, πρέπει να ‘ναι εν ζωή ακόμα γιατί είμαστε σώκαιροι… Και με είχε προστατέψει πολύ. Μου λέει: «Πρόσεχε αυτό, αυτό κι αυτό, γιατί εδώ είναι, ανάμεσα στσι δυο, ο ένας ρουφιάνος». Τέλος πάντων. Και φυλακίσανε, και αξιωματικό πήρανε μέσα απ’ το στρατόπεδο και για να δικαιολογήσουνε είπαν ότι ήτονε από τσ’ άλλους και τονε πιάσανε με φαντάρο. Τρίχες κατσαρές. Γίνοντανε εκείνη την εποχή, τέρατα και σημεία. Αυτοί τα ξέρανε.
Εσείς πώς και βρεθήκατε αντιφρονούντας; Τους είπατε ότι «Δε θέλω να πάω στους»…;
Θα σου πω. Ήμουνε και επαναστατικός τύπος από πιτσιρικάς, γιατί είχα μέσα μου το δίκαιο. Δηλαδή μ’ άρεσε η δικαιοσύνη. Και επειδή κατάλαβα τα συστήματα, γιατί έζησα στο πετσί μου το αστυνομικό κράτος του Καραμανλή κλπ. κλπ., ήμουνε και λίγο αναρχικός, αναρχικό στοιχείο. Αυτό που μ’ έκαψενε, βέβαια ήτονε, θυμούμαι, έπαιζε ο Σηφογιώργης σε ένα γάμο στο χωριό μου και του λέω μια δόση: «Να πω μια μαντινάδα;» και με κάλεσε, μου λέει: «Έλα -μου λέει- λεβεντάκι». Κι είπα τότε: «Το ρωσικό πολίτευμα έχει περίσσια χάρη, γιατί έκαμεν αμαξωτό και βγαίνει στο φεγγάρι». Ήτον η εποχή που τότε λέγανε βγήκανε οι Ρώσοι στο φεγγάρι κλπ. Και κάτι μπαλωθιές στον σταθμό απ' όξω και προκαλούσαμε τσ’ αστυνομικούς. Αυτά όλα βέβαια καταγραμμένα, ένα προς ένα, τα οποία μου τα διαβάσανε στον Μπαλάσκα. Ναι, και με είχανε χαρακτηρίσει «β-β επικίνδυνο αριστερίζοντα». Κι έτσι, όλα καλά σήμερο. Αυτό.
Ήσασταν οργανωμένος κάπου;
Οργανωμένος στην «Ένωση Κέντρου» τότε, όχι στην Αριστερά. Απλά έκανα παρέα μ’ αριστερούς, επηγαίναμε και καθίζαμε σε ένα καφενείο στο χωριό, που ήτονε αριστερός και όλα αυτά, καταλαβαίνεις…
Είχαμε μείνει στα γλέντια πριν με τον Κλάδο. Κάνατε κι άλλες συνεργασίες μετά. Ήθελα να σας ρωτήσω… Και με τον Νίκο τον Ζωιδάκη που παίζατε. Όταν αλλάζατε συνεργασίες, υπήρχε -φαντάζομαι- και πολύ διαφορετικός παίχτης ο ένας με τον άλλο.
Οπωσδήποτε.
Εσείς σε αυτό πώς προσαρμοζόσασταν; Μπορούσατε να…
Κοίταξε να δεις, ο Νίκος, αλλά και γενικά, με όλους αυτούς που[01:10:00] συνεργάστηκα μετά Κλάδου εποχή, εμελετούσανε τα κομμάτια που έχω γράψει με τον Λεωνίδα και αυτά που εγράψαμε μετά μαζί. Και μου παίζαν όλη την γκάμα αυτή. Δηλαδή, μου παίζανε Κλάδο πιο πολύ. Σκορδαλό, Μουντάκη, Ροδάμανθο. Γιατί σου 'πα ότι ήτονε κι από τσ’ αγαπημένους μου τραγουδιστές ο Μανώλης. Και ό, τι γράφαμε μαζί μετά, τα λανσάραμε στα γλέντια. Το ίδιο και με τσ’ υπόλοιπους. Γιατί, εντάξει, ήτονε πιτσιρικάδες αυτοί. Και επειδή, όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και λόγω έργου, είχα μια γκάμα μουσικής γραμμένη, το οποίο τη μελετούσαν και την παίζαμε στα γλέντια. Δηλαδή δεν εκαταλάβαινα τόσο πολύ την αλλαγή, όσο καταλάβαινα την ποιότητα. Άλλη ποιότητα ο ένας, άλλο μέγεθος λυράρης ο ένας και άλλο ο άλλος. Βέβαια ο Νίκος είναι ένας από τσι πάρα πολύ καλούς λυράρηδες απ’ τη γενιά του. Είναι πολύ δυνατός παίχτης, αλέργος παίχτης. Tα πάντα, ό, τι μπορεί να φανταστεί το μυαλό σου, μια φορά θα τ’ ακούσει, δε θέλει να τ' ακούσει και δεύτερη. Το ίδιο και οι υπόλοιποι, δεν... Αυτός που είναι βέβαια φοβερός, τεράστιος, παίχτης και ωραίος τραγουδιστής, είναι ο Μπακάτσης ο Μιχάλης. Αυτός, για μένα, εάν είχε γεννηθεί στην εποχή μου, θε να 'ναι ένα απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα στην Κρήτη. Γιατί, τι λέγαμε, δεν το 'παμε αυτό και πρέπει να το πούμε, ότι αλλάξαν τα δεδομένα, αλλά σε τι; Εχάθηκεν το ποιοτικό αφτί. Δηλαδή, σήμερο η ποιότητα δεν περνά εύκολα. Θα περάσει σε αυτούς που έχουνε ποιοτικό αφτί ακόμη. Και το βλέπομε τι γίνεται, τι περνά σήμερο; Ποια τραγούδια περνούνε; Ποιοι λανσάρονται, ας το πούμε, πρωτοκλασάτοι; Άμα τσι σφίξεις, όπως τη λεμονόκουπα, δε βγάνεις μισή λύρα απ' ούλους. Άρα λοιπόν εχάθηκε η ποιότητα κι όταν χαθεί η ποιότητα, το εμπόρευμα είναι φτηνό. Και τελειώνει.
Εσείς πώς μπορούσατε όλο το βράδυ να κρατήσετε μία ποιότητα στο παίξιμο; Γιατί φαντάζομαι υπήρχε η κούραση, υπήρχε το ποτό.
Εντάξει, η ποιότητα δεν έχει να κάνει με το πιοτό. Το πιοτό… Εγώ ήθελα ενάμισι μπουκάλι ουίσκι τη βραδιά. Το πιοτό με τόνωνε μόνο, δηλαδή με κρατούσε ζωντανό για να κάμω τη δουλειά μου. Γιατί θε να πιω ένα ποτηράκι ουίσκι, φερ' ειπείν, αλλά έλεγα και 5 μαντινάδες που οι πνευμόνοι κι οι αναπνοές το διαλυούσανε τελείως. Αλλά το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει το ποιοτικό αφτί. Αυτό που λέμε ότι εβγαίναμε στο πάλκο απάνω κι ήτονε 500 ανθρώποι από κάτω και τρώγανε, χτυπούσανε τα πιρούνια, τα κουτάλια, το «βίβα», τα ποτήρια. Και θε να σύρει το τόξο ο λυρατζής και λες και παίρνανε διαταγή, «Σταματήστε». Και καρφωνόντανε τα χίλια μάτια πάνω μας και ακούγανε τα δυο χιλιάδες, τα χίλια αφτιά. Εδά δεν υπάρχει αυτό. Εδά ‘ναι όλα πακέτο, πακέτο. Κι ο χορός ακόμα. Τότε μπαίναμε στο γλέντι και θε να βγούμε στο πάλκο απάνω και δεν είχαμε εμείς ώρα. Δεν εξέραμε πότε θα τελειώσομε. Πότε θα τελειώναμε τσι 6, πότε τσι 7, πότε τσι 8, πότε τσι 3. Εδά μπαίνεις στο γλέντι και ξέρεις, 2.30-3 η ώρα και το μαγαζί σκουπισμένο. Λοιπόν; Είναι πακέτο η δουλειά. Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώστε.
Τότε χαρίζανε κιόλας στα γλέντια, έτσι;
Ναι, ε βέβαια.
Ωραία. Τα χαρίσματα, λοιπόν, εμποδίζανε τον κόσμο να γλεντήσει ή τον βοηθούσανε;
Το χάρισμα στον λυράρη υπήρχε πάντα. Και δεν ήτονε βέβαια ποτέ υποχρεωτικό. Αλλά είχε καθιερωθεί, γιατί ο λυράρης, ό, τι έβγανε απ’ τον κόσμο, αυτά τα λεφτά έπαιρνε. Δεν έπαιρνε φερ' ειπείν εξτρά λεφτά. Αλλά το θεωρούσε, και ο κάθε μερακλής, να σηκώσει την παρέα του να τη χορέψει, να χαρίσει του λυρατζή, γιατί τ’ άρεσενε ο λυρατζής ή τ’ άρεσεν ο λαγουτιέρης, ή είχε μια υποχρέωση στον λυρατζή ή στον λαγουτιέρη κτλ. Και αυτό ήτονε αλυσίδα. Επαγγελματικά και παζάρια, που λέμε, ξεκινήσανε απ’ το Ηράκλειο. Στο Ηράκλειο οι συνάδελφοι, αυτοί το βάλαν το επάγγελμα λίγο... Γιατί από εκεί μεριά δεν εβάνανε και πολλά χαρίσματα. Του 'λεγες: «Αυτά κι ό, τι βγάλω». Αλλά από δω, Χανιά, Ρέθυμνο, Μυλοπόταμο, Αμάρι, Άγιο Βασίλη, ποτέ δεν έκανα παζάρι εγώ σε γάμο. Όχι, επαέ μέσα στα Κισσαμίτικα έχω κάνει. Γιατί είχα φάει μερικές τάπες και με τσούξανε.
Όταν εννοείτε παζάρι, κανονικά δηλαδή στους γάμους δεν κλείνατε κάποια συμφωνία, πώς γινότανε;
Όχι. Εκτός σε ορισμένα σημεία που τους έλεγες ότι «Ναι, αλλά θέλω αν δεν βγάλω αυτά τα λεφτά, να μου τα συμπληρώσεις» ή «Αυτά θέλω κι ό, τι βγάλω». Αλλά αυτά σου ‘πα ότι, εδώ Χανιά, Αποκόρωνα, Σφακιά, Άγιο Βασίλη, Ρέθυμνο, Αμάρι, Μυλοπόταμο, το Ρέθυμνο όλο δηλαδή, παζάρια δεν υπήρχανε.
Ό, τι έπεφτε δηλαδή απ’ τα χαρίσματα.
Ναι, αλλά συζητούμε τώρα ότι επήγαινα στην Κίσσαμο κι έβγανα[01:20:00] 150 χιλιάρικα στον γάμο, κι ήθελα πάω στον Αποκόρωνα να βγάλω 600. Ειδικά τον πρώτο χρόνο που συνεργάστηκα με τον Ζωιδάκη, μου ‘κλεινε από δω μεριά, και πιάναμε στσι γάμους 150, 160. «Ρε Νίκο -του λέω- τι είναι αυτά; Σε παρακαλώ -του λέω- μην ξανακλείσεις, μην ξανακλείσεις, ξέκλεισέ τσι όλους». Και θε να πάμε στον Αποκόρωνα 500, 600, 450. Του λέω: «Τ’ είναι αυτά; Πιάνω -του λέω- σε…». Κι έτσι αρχίξαν και…
Πιο παλιά με τον Λεωνίδα τον Κλάδο, στην Αθήνα που παίζατε, πώς το κάνατε αυτό; Πότε πηγαίνατε εκεί; Πότε ερχόσασταν εδώ;
Κοίταξε, εκεί εξεκινούσαμε Οκτώβριο και τελειώναμε Μάρτιο, Απρίλη. Και παίζαμε κάθε βράδυ, εκτός κάθε Τρίτη. Κάθε Τρίτη είχαμε ρεπό. Αλλά άλλες εποχές τότε.
Και μπορούσατε να, δηλαδή μένατε στην Αθήνα, φαντάζομαι εκεί μένατε-
Ναι, ναι-
Και σας κρατούσε ζωντανό αυτό το κρητικό στοιχείο εκεί δηλαδή;
Παναγία μου! Να σκεφτείς τώρα ότι Σαββάτο και Κυριακή δεν εβάναμε τραπέζι μέσα. Δηλαδή γάμο ή χορό. Γιατί γέμιζε το μαγαζί δυο φορές τη βραδιά. Μέχρι και το '90-'92 είχα βγει με τον Νίκο; Με τον Νίκο, με τον Μαμάλιο και με τον Καραγιώργη. Μια ομάδα του σκοτωμού. Γι' αυτό σου λέω ότι ο Νίκος είναι παντός καιρού. Δηλαδή ο Νίκος μπορεί να παλέψει 5 τραγουδιστές. Να τωνε παίζει στην ψυχή και στσι 5. Ο Κλάδος δεν εμπόρειε να το κάμει αυτό. Ήτανε άλλο. Κατάλαβες; Κι εκείνη η χρονιά ήτονε φοβερή. Και στο «Κρήτη» με το Νίκο που 'χαμε βγει και με τον Βερδινάκη τον Μανώλη. Και κάτσαμε ένα δίμηνο και εκεί κάθε σαββατοκύριακο γινότανε ο χαμός!
Θυμάστε και φασαρίες να γίνονται σε γλέντια;
Εντάξει, δεν ελείπανε καμιά φορά. Είπαμε ότι τα παράσιτα υπάρχουνε πάντα. Και θα υπάρχουν. Αλλά όχι πολλές φασαρίες. Ελάχιστες. Υπήρχαν όμως, υπήρχαν.
Με τα όπλα;
Τα όπλα ήτονε η μεγάλη κατάρα. Εγώ έφευγα από παέ πέρα κι έκανα τον σταυρό μου να γιαείρω ζωντανός. Τόσο πολύ. Ψιλοτραυματίστηκα και μια-δυο φορές. Μια να δώσει επά πέρα, έφυγε κανένα κομμάτι και μου 'κατσε επά και άλλη μια φορά εδώ.
Στο κεφάλι δηλαδή;
Ναι, και τσι δυο φορές. Μάλιστα.
Και δεν πήγατε στο νοσοκομείο δηλαδή;
Όχι, απλά μου βάλανε ένα τσιρότο και άλλο ένα επά.
Και μπορούσατε να κάνετε κάτι εσείς γι’ αυτό σαν οργανοπαίχτης;
Τι να κάνω; Όταν το λες μια φορά απ’ τα μικρόφωνα, όταν βγαίνει ο γαμπρός και το λέει στο μικρόφωνο, όταν βγαίνει ο πατέρας του γαμπρού και παρακαλεί τον κόσμο να μην παίζει πυροβολισμούς… Αυτοί, ορισμένοι εγωπαθείς τώρα, να δείξουν ότι κρατούνε πιστόλι. Μεγάλη υπόθεση. Το πιστόλι είναι να το 'χεις και να μην το κατέει κανείς. Αυτοί είναι οι μάγκες για μένα!
Μάλιστα. Θα σας πάω κάπου αλλού τώρα. Τη γυναίκα σας πότε τη γνωρίσατε;
Την κυρά Κατίνα τηνε γνώρισα στ’ αδερφού μου τον γάμο. Η γυναίκα του ήτονε γειτόνισσά τση κι είχε έρθει στον γάμο κι εκεί γνωριστήκαμε. Εκεί τηνε πρωτόδα. Μετά ερώτησα πού και πώς και την κυνήγουνα μερικό καιρό, μέχρι που την έκαμα καλά. Δεν είχαμε πάρε-δώσε. Απλά επήγα και τηνε γύρεψα απ’ τον πατέρα τση και τ’ αδερφού τση. Ξεκινήσαμε σιγά-σιγά. Δε μου 'φερε καμία αντίρρηση ποτέ. Γιατί αν το πω θα πω ψόματα. Ποτέ στη δουλειά μου δε με προβλημάτισε. «Μα γιάντα άργησες;». Εγύριζα και σαν την άδικη κατάρα. Και μια φορά ήθελα τελειώσομε απ’ το γλέντι να βρεθούμε παρέα, να πάμε να τα πίνομε πέρα-πόδε. Ανάθρεψε δυο καλά παιδιά. Ντάξει, με βοήθησε πολύ στη δουλειά μου απάνω, γιατί ποτέ δεν ήρθε άνθρωπος επαέ πέρα και να μην τον υποδεχτεί και να μην τονε περιποιηθεί. και και και... Τέλος πάντων. Η συμμετοχή τση μεγάλη και αυτηνής. Στην παρέα που κάναμε, που κάνομε εδά τόσα χρόνια, καλά πάμε, καλά περνούμε, εδά γεράσαμε κιόλας κι έχει ανάγκη ο ένας τον άλλον πιο πολύ.
Η πρώτη μαντινάδα που της είπατε ποια ήταν;
Να σου πω, για τη γυναίκα μου μαντινάδες δεν έχω πει ποτέ μου. Εγώ γράφω στίχο. Το 99% απ’ τον στίχο που έχω δισκογραφήσει είναι δικές μου μαντινάδες. Αλλά με ερεθίζουν και με προβληματίζουνε άλλα πράγματα και γράφω. Τη γυναίκα μου την έχω, την αγαπώ, τηνε λατρεύω, την έχω κυρά κι αρχόντισσα. Από κει και πέρα, αυτό πιστεύω ότι τη φτάνει. Τώρα, εάν δω κάτι και με συνεπάρει και γράψω ένα στίχο ή αν ακούσω κάτι και μ' αρέσουν ορισμένες φράσεις από ‘ναν άνθρωπο που κουβεντιάζομε κτλ., κι αυτό μπορώ να τονε κάνω στίχο. Ή αν ακούσω μια ιστορία και με ταρακουνήσει. Στα πάντα μπορεί να γράψω στίχο, αρκεί να ‘χω το ερέθισμα. Στη γυναίκα μου τώρα, τι να γράψω στίχους; Αφού την έχω γραμμένη στο κούτελό μου!
Μάλιστα. Στην Αθήνα, για πείτε μου κάτι -επειδή έτυχε να γνωρίζω και να πάρω τη συνέντευξη που σας έλεγα πριν- υπήρχε ένας κύκλος ατόμων εκεί που κάνατε παρέα οι μουσικοί μεταξύ σας; Δηλαδή τον Νίκο το Βενιανάκη, τον Μουντάκη, αυτούς, ήσασταν κι εσείς μέσα σ’ αυτή την παρέα;
Στην Αθήνα;
Ναι. Επικοινωνούσατε δηλαδή οι μουσικοί μεταξύ σας;
Στην Αθήνα εκάναμε κύκλο στα μαγαζιά. Αλλά συνήθως, επειδή τελειώναμε τελευταίοι, ήρχονταν οι άλλοι συνάδελφοι. Ή θε να σμίξομε σε κανένα πατσατζίδικο. Εγώ δεν έτρωγα ποτέ μου πατσά, αλλά τέλος πάντων. Έτρωγα μακαρονάδα. Ή σε κανένα καφενείο εκειά στη Μενάνδρου. Έκανε ο Κόκκινος, που είχε και το «Κονάκι», ένα καφενείο. Εσμίγαμε καμιά φορά εκεί με τον Μανιά, όταν έβγαινα, με τον Μανώλη τον Κακλή, με τον Ροδάμανθο, διάφορους συναδέλφους. Ο Καδιανός, ο Καρπαθάκης απ’ την Κίσσαμο, ο Πολυχρονάκης ο Αλέκος.
Είχατε καθόλου επαφή και με τους Αθηναίους όσο ήσασταν εκεί, ερχόνταν στα κέντρα ή ήταν μεταξύ των Κρητικών;
Ναι, αμέ, βέβαια. Και παρέες εκάναμε και στα σπίτια τωνε [01:30:00]πηγαίναμε. Και τραπέζια και γλέντια και χίλια δυο. Ακριβώς όπως κι επά στην Κρήτη.
Και σας λείπει αυτό, η «νύχτα», που λέμε; Δηλαδή αυτό, το να είστε κάθε βράδυ…;
Κοίταξε, μου λείπει, όχι συνέχεια. Δηλαδή, εδά που δυο χρόνια έχουνε κλείσει τα πάντα, ναι, μου ‘χει λείψει αρκετά. Γιατί πιο μπροστά θε να πάω κάθε μήνα μια φορά, δυο, τρεις και δε μου 'λειπε. Αλλά μ’ έχει και κουράσει η νύχτα, μ’ έχει και κουράσει και θέλω και την ηρεμία μου, έτσι; Όλα τα ωραία έχουν κι ένα τέλος. Τι να κάνομε;
Δύο τελευταίες ερωτήσεις θέλω να κάνω και είμαστε εντάξει. Για τον Αποκόρωνα θέλω να μου πείτε. Δηλαδή, το ύφος αυτό τώρα που υπήρχε εκεί πέρα και που εσείς το έχετε ζήσει, το ζούσατε στον Κουρνά. Μετά που κάνατε τις άλλες συνεργασίες με λυράρηδες που δεν είναι Αποκορονιώτες, σας έλειψε αυτό, το θέλατε το τοπικό ύφος της περιοχής σας;
Κοίταξε, εγώ το αποκορωνιώτικο ύφος το 'χω. Ασχέτως αν έπαιζα μ’ έναν λυράρη απ’ το Ρέθυμνο φερ’ ειπείν, που ήτον ο Κλάδος. Ή με τον Ζωιδάκη, που ήτονε απ’ την Κίσσαμο. Δεν μπορεί να μου τ’ αφαιρέσει αυτό. Εγώ σαν τραγουδιστής είμαι στο χρώμα τ’ Αποκώρωνα, Δηλαδή έχω το πλακιανίστικο στυλ στο τραγούδι μου. Είμαι όμως και ιδιόρρυθμος τραγουδιστής. Πολλές φορές μου 'λεγενε ο Κλάδος: «Παίζω το κομμάτι κι αλλιώς μου το τραγουδείς σήμερο κι αλλιώς μου το τραγουδείς αύριο». Και του λέω: «Μα κι εσύ -του λέω- παίζεις το ίδιο κομμάτι, κι αλλιώς μου το παίζεις σήμερο κι αλλιώς θα μου το παίξεις αύριο». Κι εγέλα. Και πραγματικά έτσι είναι. Κι αυτό είναι επειδή είμαι εγκεφαλικός τραγουδιστής, δεν είμαι λαρυγγικός τραγουδιστής. Και όλοι οι εγκεφαλικοί τραγουδιστές το ‘χουν αυτό. Δηλαδή λειτουργούνε μέσω εγκεφάλου, όχι όπως ήτονε ο Μανιάς, φερ' ειπείν, ο Μανιάς ήτονε λαρυγγικός τραγουδιστής και εθάρρειες πως σου κουβέντιαζε. Ο Κακλής ήτονε εγκεφαλικός 100%, γι' αυτό είχε πει και πράματα που δεν τα 'χει πει κανείς. Γι' αυτό σου 'πα και προηγουμένως, ότι για μένα ήτονε ο μεγαλύτερος τραγουδιστής στην Κρήτη. Έκαμε τη μεγαλύτερη επανάσταση στο τραγούδι, την έκαμε αυτός. Αυτό το κανάκι τση φωνής, αυτός το λάνσαρε, αυτός το παρουσίασε. Δεν υπήρχε, ήτονε ξεροί τραγουδιστές, όλοι.
Το «εγκεφαλικός», το εννοείτε με τα «τσακίσματα», πώς το εννοείτε;
Όχι, ο εγκεφαλικός τραγουδιστής, τραγουδεί με το μυαλό, δεν τραγουδεί με τον λαιμό. Δηλαδή δίνει εντολή στον λαιμό, αλλά παίρνει από δω ο λαιμός την εντολή, απ’ τον εγκέφαλο. Ο λαρυγγικός, είναι που βγαίνει χωρίς ούτε να σκεφτεί ούτε τίποτα. Το λέει και πάει -γιάε- νεράκι το πράμα.
Κι αυτό το ύφος του Αποκόρωνα που λέγαμε, αν μπορείτε να το περιγράψετε εσείς, αν γίνεται να το πείτε με λόγια;
Δεν είναι τίποτα μεγάλη διαφορά, γιατί θα σου πω κάτι. Οι Ρεθύμνιοι, η γενιά, δηλαδή του Μουντάκη, του Σκορδαλού, του Γεράσιμου, του Ροδάμανθου, του Κλάδου. Η κρητική μουσική εμεταπήδησε απ’ τον Αποκόρωνα και πήγε στο Ρέθυμνο. Δηλαδή την εποχή που ήκμαζεν η κρητική μουσική με τον Χαρίλαο, με τσι Καντέρηδες, με τον Πλακιανό, κτλ., στον Αποκώρωνα ο συγχωρεμένος ο μπαρμπα-Μανώλης ο Σταγάκης, που ‘φτιαζε τσι λύρες, μου 'κανε μια ιστορία και μου λέει: «Έπαιζε -μου λέει- ο Πλακιανός στου Μανιά το χωριό, στην ‘Πισκοπή, και φύγαμε -μου λέει- απ’ το Ρέθυμνο με τα πόδια μας, με τον Σκορδαλό και πήγαμε ν’ ακούσουμε τον Πλακιανό». Τότε τα πανηγύρια εγίνονταν την ημέρα και τη νύχτα. Όσοι είχαν λουξ το 'χαν και τη νύχτα. Όσοι δεν είχανε, δεν είχανε μήδε μηχανήματα μήδε πράμα. Επαίζανε σκέτα. «Και φτάξαμε -μου λέει- και είχανε -μου λέει- με παλέτσες κλείσει για τον ήλιο και από γύρου-γύρου να μην μπαίνει αέρας. Κι ήμαστε -μου λέει- μέσα απ’ την παλέτσα και γρικούσαμε τον Πλακιανό κι έπαιζε λύρα». Αυτοί όλοι πήρανε μαθήματα από κει. Και ο Ροδινός, αυτά που έχει γράψει, είναι του Χαρίλαου κομμάτια, όλα. Όλα είναι του Χαρίλαου. Απλώς τα ‘παιξε λεβά και έπαιξε μόνο μουσική. Τα 'παιξε, βέβαια, πάρα πολύ ωραία, μην τρελαθούμε. Αλλά έχω CD του Χαρίλαου, που είναι γραμμένα το '18, σε δίσκο, στην Αμερική. Και μου 'χε πει κιόλας ότι του δωκε, τον ρώτησε -λέει- γιατί έπαιζε ο Ροδινός στο Ρέθυμνο, και του λένε: «Ένα κοπέλι παίζει στο Ρέθυμνο και είναι απ’ τσι καλά καλούς» και πήγανε και τ’ ακούσανε λέει. Ή αυτός έπαιζε στο Ρέθυμνο. Δε θυμούμαι πώς μου ‘χει κάμει την ιστορία. Και πήγε ο Ροδινός και τον έβγαλε και έπαιξε και του λέει μετά: «Μπορώ να τα γράψω -του λέει- δάσκαλε;», λέει: «Βεβαίως να τα γράψεις, γιατί τα παίζεις πολύ ωραία». Και θέλω να σου πω ότι απ’ τον Αποκόρωνα εμεταπήδησε στο Ρέθυμνος η μουσική η αποκορωνιώτικη και δεν έχομε μεγάλες διαφορές στο στυλ παιξίματος κλπ. Και μετά, εμεταλαμπαδεύτηκε και ανατολικότερα. Εντάξει, έχουνε, βέβαια, και οι Ανωγειανοί, διεκδικούνε κάποια ακούσματα. Ε, τουλάχιστον τα κοντυλιδάκια τουτανά. Αλλά εγώ πιστεύω ότι οι μεγάλοι παίχτες, του περασμένου αιώνα, που έχουνε φύγει όλοι. Μόνο ο Σκευάκης ζει ακόμα, ήτονε μικρότερος ήτονε βέβαια. Αυτοί την κρατήξαν τη σημαία ψηλά και μεσουρανήσαν την κρητική μουσική. Αυτή η γενιά. Η πεντάδα, εξάδα, πόσοι ήτονε. Οι Ανωγειανοί είχαν έναν καλό λυράρη, τον Μανουρά. Ήτονε πραγματικά ωραίος παίχτης ο Μανώλης αλλά δεν τονε στηρίξανε όσο στηρίξανε, φερ' ειπείν, τον Σκουλά, τον Καλομοίρη. Γιατί ο Μανουράς έπαιζε λυρούκλα, φοβερός! Και ζει ακόμη ο Μανώλης. Και ωραίος άνθρωπος. Εμείς εκάναμε πολλή παρέα όταν ήμουνα στο Ηράκλειο. Όταν επαίζαμε στο Ηράκλειο σεζόν, εσμίγαμε τακτικά με τον Μανώλη.
Τελευταία ερώτηση. Από όλο αυτό που μου περιγράψατε και από[01:40:00] τη ζωή αυτή, τι σας έχει μείνει περισσότερο;
Αυτό που μου ‘χει μείνει απ’ όλη αυτή τη διαδρομή, είναι αυτό που κατάφερα και με ικανοποιεί, είναι ότι παρόλο που είμαι στη δύση μου, ο κόσμος ακόμα με αναζητά και όταν με συναντήσει στον δρόμο, και να μην τονε δω, μου φωνάζει και με χαιρετά. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πλούτος που κέρδισα απ’ αυτή την πορπατηξιά.
Πολύ ωραία. Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
Να 'σαι καλά κι εσύ.
Και καλή συνέχεια.
Κι εσύ καλή επιτυχία.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Παντελής Κρασαδάκης μιλάει για την ζωή του, τη σχέση του με τη μουσική, συγκεκριμένα με το τραγούδι και το λαούτο, τα γλέντια στο χωριό του, τον Κουρνά και την επιρροή του σε σχέση με το ύφος του Αποκόρωνα. Επιπλέον, μιλάει για τη μουσική του σταδιοδρομία και την οπτική του πάνω στο γλέντι όπως διεξαγόταν παλιότερα και σήμερα. Αναφέρει τις συνεργασίες του με τα σπουδαιότερα ονόματα της κρητικής μουσικής αλλά και πώς έχει αλλάξει η μουσική του τότε σε σχέση με το τώρα.
Narrators
Παντελής Κρασαδάκης
Field Reporters
Αντώνης Λεοντίδης
Tags
Interview Date
09/06/2021
Duration
101'
Interview Notes
Γλωσσάρι:
τωνε = τους
κατέει = ξέρει
να γιαείρω = να γυρίσω
γιάε = δες
παλέτσες = πανιά από λινάτσες, με τα οποία μάζευαν και τις ελιές
κοντυλιδάκια = μουσικός σκοπός
πορπατηξιά = περπατησιά
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Παντελής Κρασαδάκης μιλάει για την ζωή του, τη σχέση του με τη μουσική, συγκεκριμένα με το τραγούδι και το λαούτο, τα γλέντια στο χωριό του, τον Κουρνά και την επιρροή του σε σχέση με το ύφος του Αποκόρωνα. Επιπλέον, μιλάει για τη μουσική του σταδιοδρομία και την οπτική του πάνω στο γλέντι όπως διεξαγόταν παλιότερα και σήμερα. Αναφέρει τις συνεργασίες του με τα σπουδαιότερα ονόματα της κρητικής μουσικής αλλά και πώς έχει αλλάξει η μουσική του τότε σε σχέση με το τώρα.
Narrators
Παντελής Κρασαδάκης
Field Reporters
Αντώνης Λεοντίδης
Tags
Interview Date
09/06/2021
Duration
101'
Interview Notes
Γλωσσάρι:
τωνε = τους
κατέει = ξέρει
να γιαείρω = να γυρίσω
γιάε = δες
παλέτσες = πανιά από λινάτσες, με τα οποία μάζευαν και τις ελιές
κοντυλιδάκια = μουσικός σκοπός
πορπατηξιά = περπατησιά