Όταν στα δεκαεννιά πέρασα καρκίνο
[00:00:00]
Λοιπόν, θα μας πεις το ονοματεπώνυμό σου;
Είμαι η Μαρία Μέριανου.
Και εγώ είμαι η Καρολίνα Μιχαλοπούλου, ερευνήτρια για το Istorima. Βρισκόμαστε σήμερα στις 27 Απριλίου του 2021 στην Κέρκυρα μαζί με τη Μαρία και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Μαρία, αρχικά θα μας πεις κάποια πράγματα για τον εαυτό σου, έτσι για να σε γνωρίσουμε; Πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες; Τα βασικά.
Γεννήθηκα στην Κέρκυρα, κατάγομαι από εδώ και από τους δυο μου γονείς, μεγάλωσα στην Κέρκυρα. Σπουδάζω τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα, Κοινωνική Πολιτική στο Πάντειο, είμαι είκοσι τρία, αυτά.
Και η ιστορία για την οποία ήρθαμε να μιλήσουμε σήμερα, πότε ξεκινάει όλο αυτό;
Ξεκινάει το 2017. Το καλοκαίρι του ‘17 διαγνώστηκα με λέμφωμα Hodgkin. Ξεκίνησε από ένα πρήξιμο στο λαιμό το οποίο εγώ στην αρχή δεν είχα δώσει καμία σημασία και όταν γύρισα στην Κέρκυρα για καλοκαιρινές διακοπές το ψάξαμε λίγο παραπάνω γιατί θορυβήθηκαν οι γονείς μου και καταλήξαμε στο ότι είναι αυτό, στο ότι υπάρχει πιθανότητα να είναι αυτό και έφυγα απευθείας για την Αθήνα, αφού βρήκαμε έναν γιατρό ο οποίος μου έσωσε τη ζωή, μπορούμε να το πούμε αυτό, ναι.
Θυμάσαι εκείνη την ημέρα; Δηλαδή θυμάσαι πώς ήτανε όταν πήγες στο γιατρό και σου είπε αυτό;
Θυμάμαι πριν φύγω απ’ την Κέρκυρα, ήμουν ακόμα εδώ όταν είχαν βγει τα αποτελέσματα από κάποιες εξετάσεις που είχα κάνει και κάτω-κάτω στο συμπέρασμα έλεγαν ότι υπάρχει πιθανότητα λεμφώματος. Τα ‘χασα εκείνη την ώρα και θυμάμαι κρατούσα ένα ποτήρι στο χέρι μου το οποίο έφυγε στον τοίχο, αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση. Την επόμενη μέρα πέταξα για Αθήνα, την ίδια μέρα βρέθηκα με τον γιατρό μου, γιατί έδωσε προτεραιότητα σε μένα αφού ήμουνα μικρή, ήμουνα δεκαεννιά χρονών. Τον συνάντησα, έκανα και στην Αθήνα κάποιες εξετάσεις και βγήκε διάγνωση ότι έχω λέμφωμα Hodgkin, μόλις είχε μπει στο δεύτερο στάδιο. Θα έμπαινα για χειρουργείο, θα μου αφαιρούσαν ένα μέρος των διογκωμένων λεμφαδένων στο λαιμό μου, είχα δεκαπέντε διογκωμένους λεμφαδένες δεξιά στο λαιμό, δύο αριστερά και δεκαεφτά στο μεσοθωράκιο, όπου για πολύ λίγο δεν ακουμπούσαν στα πνευμόνια μου, δεν εμπόδιζαν στην ουσία ούτε την τραχεία ούτε τα πνευμόνια μου. Έκανα το χειρουργείο, μου το αφαίρεσαν όλο γιατί ήταν πάρα πολύ συμπαγές, μου πήραν και δείγμα μυελού για να βρουν το στάδιο και μου έκαναν ανάλυση καρυότυπου. Αυτό πονάει πολύ, ναι, η λήψη δείγματος μυελού πονάει πολύ. Και από εκεί νομίζω ξεκίνησε η περιπέτεια. Μετά από ένα διάστημα, μπήκα να κάνω την πρώτη μου χημειοθεραπεία και άρχισε η όλη ιστορία από κει. Ωστόσο νομίζω ότι... θυμάμαι την κουβέντα του γιατρού μου, ο οποίος μου λέει: «Μαρία έχεις λέμφωμα. Είναι μία μορφή καρκίνου και θα χάσεις τα μαλλιά σου, μάλλον». Στο «θα χάσεις τα μαλλιά σου» εγώ έφυγα, έβαλα τα κλάματα, συνειδητοποίησα πολύ πιο έντονα το τι συμβαίνει. Όχι στο 100% νομίζω, αλλά μετά από αυτό, μετά το πρώτο ξέσπασμα, ασυνείδητα; Συνειδητά; Μάλλον ασυνείδητα, ο εγκέφαλός μου έκανε ένα κλικ ότι: «Ωραία, αυτό που έχεις είναι 98% ιάσιμο, διαγνώστηκε πάρα πολύ νωρίς, από τους εκατό, ας πούμε, τύπους λεμφώματος έχεις τον πιο εύκολο, είσαι μικρή και μπορείς να το αντιμετωπίσεις. Κοίτα να το αντιμετωπίσεις». Οπότε μου δημιουργήθηκε μία πολύ μεγάλη δύναμη μέσα μου ότι: «Ωραία, θα περάσει, θα το καταφέρουμε, θα σφίξουμε τα δόντια και θα περάσει» και ξεκίνησα πολύ θετικά την όλη αυτή η ιστορία. Και ήτανε και μικροπράγματα καθ’ όλη τη διάρκεια που μου έδιναν πολύ θετική ενέργεια. Ας πούμε ο γιατρός μου, ο χειρουργός που μου αφαίρεσε τους λεμφαδένες, ήρθε το βράδυ στο δωμάτιο που ήμουνα χειρουργημένη να με δει και μου είχε κόψει από τον κήπο του νοσοκομείου μία γαρδένια και μου την έδωσε. Ήρθαν οι φίλοι μου την επόμενη μέρα να με βγάλουνε βόλτα στο διάδρομο. Εγώ ήμουνα στο νοσοκομείο «Μητέρα», γιατί ξεκινήσαμε όλη αυτή την ιστορία σε ιδιώτη γιατρό και σε ιδιωτικό νοσοκομείο. Και παίρνοντας ο χρόνος συνειδητοποίησα ότι ήτανε η πιο σοφή απόφαση το να κινηθούμε ιδιωτικά. Γιατί αν παρέμενα σε αναμονή σε δημόσια νοσοκομεία κατά πάσα πιθανότητα θα έχει προχωρήσει, θα είχε εξελιχθεί και θα είχε αλλάξει στάδιο, όπου οποιοδήποτε τύπο λεμφώματος και να έχεις, μετά το τέταρτο στάδιο γίνεται λευχαιμία. Ναι, ήμουνα στο «Μητέρα», είχαν έρθει οι φίλοι μου την επόμενη μέρα και με πήγανε βόλτα στους διαδρόμους: ήμουνα εγώ με έναν όρο, αγκαζέ τον κολλητό μου και την κολλητή μου και βλέπαμε τα μωράκια τα νεογέννητα να τα πηγαίνουν στα δωμάτια. Ήταν ένα πολύ ευχάριστο περιβάλλον γενικότερα. Ο φίλος μου μου έφαγε και το φαγητό, αλλά εντάξει. Μετά μπήκα να κάνω την πρώτη μου χημειοθεραπεία. Δεν είχα κόψει ακόμα τα μαλλιά μου. Ο γιατρός μου πρότεινε να κάνω, να χρησιμοποιήσουμε μία μέθοδο που λέγεται «ψυχρή θεραπεία» όπου στην ουσία είναι κατεψυγμένες κάσκες σιλικόνης που πάνε στο κεφάλι για να παγώσουν το τριχωτό της κεφαλής έτσι ώστε το φάρμακο το οποίο κάνει την αλωπεκίαση να μην μπορέσει να φτάσει και να διασωθεί το 70% των μαλλιών. Έκοψα τα μαλλιά μου κοντά, ο κόσμος λέει ότι μου πάει. Υπό άλλες συνθήκες δεν νομίζω ότι θα το έκανα ποτέ να κόψω τα μαλλιά μου κοντά. Και αυτό θεωρώ ότι ήτανε μία πολύ μεγάλη δοκιμασία νεύρων, η ψυχρή θεραπεία, χώρια απ’ τη χημειοθεραπεία. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι για μία φορά στη ζωή τους, για δέκα λεπτά, δεκαπέντε λεπτά πρέπει να βάλουν ένα τέτοιο κράνος στο κεφάλι να δούνε πόσο μπορούν να αντέξουνε. Γιατί εκείνη την ώρα σκέφτεσαι πράγματα, πας στο happy place σου ας πούμε, για να αντιμετωπίσεις αυτό το πράγμα που συμβαίνει στο κεφάλι σου, γιατί σου παγώνουν τον εγκέφαλο.
Πόσο συχνά φορούσες αυτό το πράγμα;
Σε κάθε χημειοθεραπεία.
Για πόσες περίπου ώρες δηλαδή;
Για τρεις ώρες. Αυτά σ’ τα αλλάζουν κάθε σαράντα πέντε λεπτά γιατί λιώνουν οπότε πρέπει να τα αλλάξουνε και τα φορούσα για τρεις ώρες, για όση ώρα έκανα χημειοθεραπεία. Δεν έκανα εισαγωγή στο νοσοκομείο, πήγαινα ανά δύο εβδομάδες στο νοσοκομείο, στη Μονάδα Ημερήσιας Θεραπείας όπου έκανα τις χημειοθεραπείες μου.
Πώς είναι οι χημειοθεραπείες;
Δεν είναι ευχάριστο, δεν είναι ευχάριστο. Στην αρχή δεν νιώθεις πολλά πράγματα, εμένα μου έβαζαν τέσσερα φάρμακα ενδοφλέβια στα οποία είχα βγάλει και ονόματα. Το ένα ήταν κόκκινο, αυτό που κάνει την αλωπεκία είναι κόκκινο και το ‘λεγα Bloody Mary. Τα άλλα δύο είναι διάφανα, ήταν αδιάφορα και ήταν άλλο ένα το οποίο ήταν φωτοφοβικό και ήταν τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και το έλεγα σάντουιτς. Αυτό πόναγε. Δηλαδή ήτανε ο πιο περίεργος και σχεδόν αφόρητος πόνος που έχω νιώσει. Γιατί ήτανε σαν να σου καίει τη φλέβα από μέσα, να νιώθεις να καίγεται το χέρι σου από μέσα και απέξω να παγώνει. Οπότε αυτό το πράγμα ήταν σαν να το τραβάει πάρα πολύ, πόναγα. Οπότε από τη στιγμή, αυτό το φάρμακο κράταγε μία ώρα, εμένα μου κράταγε πολύ περισσότερο γιατί το αραίωναν με ορό, μου μείωναν την ροή, με τύλιγαν με κουβέρτες, τύλιγαν το χέρι μου με ζεστές πετσέτες από κλίβανο για να με ανακουφίζει κάπως, πόναγε, αυτό πόναγε πολύ. [00:10:00]Στις πρώτες τέσσερις θεραπείες τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά. Στην πέμπτη θεραπεία, το πρωί που πήγα στο νοσοκομείο έκανα τις αξονικές μου. Οι αξονικές μου γινόντουσαν με σκιαγραφικό και ενδοφλέβιο και πόσιμο. Στην πέμπτη θεραπεία το βράδυ έπαθα μία κρίση με εμετούς. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Στην ουσία έβγαζα χημικά απ’ τον οργανισμό μου. Γιατί πέρα από τα τέσσερα φάρμακα της θεραπείας, πέρα από την παρακεταμόλη που μου έβαζαν στην αρχή, είχαν μπει στο σύστημά μου και τα σκιαγραφικά και μάλλον αυτό έκανε στο σώμα μία χημική αντίδραση κακή. Οπότε έπαθα αυτό, δεν θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα από εκείνη τη μέρα, θυμάμαι μόνο ότι –μπορεί να είναι λίγο αηδιαστικό αυτό, δεν πειράζει– θυμάμαι ότι έβγαζα γκρι πράγματα που βγάζανε ατμούς.
Που βγάζανε ατμούς;
Ναι, και μετά έβγαζα πράσινα, χολή από το στομάχι μου και κάποια στιγμή έβγαλα και λίγο αίμα από ό,τι μου είπε η μαμά μου, οπότε φοβήθηκε για... Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς το λένε, ότι τραυματίστηκε στην ουσία το στομάχι μου. Οπότε μπήκα στο νοσοκομείο, πήγα στα επείγοντα. Ο γιατρός και η νοσηλεύτρια που ήταν στα επείγοντα δεν μπορούσανε με τίποτα να μου βρουν φλέβα, γιατί οι φλέβες μου είχαν σκληρύνει πάρα πολύ από τις θεραπείες και ταυτόχρονα ήμουν αφυδατωμένη. Ήρθε ο γιατρός μου ο οποίος ήταν για φαγητό με τη γυναίκα του και την κόρη του και ήρθε στο νοσοκομείο, τους έκανε όλους πέρα, το θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ήρθε. Ο γιατρός μου είναι ψηλός άνθρωπος πολύ και ήρθε ντυμένος με ένα μπεζ κοστούμι πάρα πολύ ωραίο και εκείνη την ώρα ήταν σαν να ‘ρθε ένας άγγελος να με σώσει από αυτή την παράνοια που ζούσα. Τους έκανε όλους πέρα και μου έβαλε φλεβοκαθετήρα μπαμ μπαμ, δεν το κατάλαβα καν, δεν πόνεσα καν, έμεινα το βράδυ στο νοσοκομείο. Κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Και την επόμενη μέρα γύρισα σπίτι μου και από εκείνη τη μέρα μέχρι και την προτελευταία θεραπεία –συνολικά έκανα δώδεκα, οπότε από την πέμπτη μέχρι και την ενδέκατη– σε κάθε θεραπεία έκανα σίγουρα από έναν εμετό. Το οποίο μετά από ένα σημείο, από ό,τι κατάλαβα, ήταν ξεκάθαρα ψυχοσωματικό γιατί συνδύασα την θεραπεία με αυτό. Γιατί οι τελευταίες θεραπείες ήτανε μικρότερες οι ποσότητες, ήταν λίγο πιο ελαφριές, οπότε δεν δικαιολογούνταν κάπως το ότι συμβαίνει αυτό. Δεν ήταν ευχάριστο αυτό πολύ. Θυμάμαι κιόλας ότι γυρνούσα σπίτι μετά τις θεραπείες και το σκεφτόμουνα, λέω: «Τώρα θα κάνω εμετό, τώρα θα κάνω εμετό, τώρα θα κάνω εμετό». Και μία μέρα θυμάμαι ότι είχε χτυπήσει το τηλέφωνο, ήταν ένας φίλος μου και ενώ ήμουνα έτοιμη ότι: «Τώρα θα κάνεις εμετό», με παίρνει τηλέφωνο, το σηκώνω και μου έφυγε. Οπότε εκεί κατάλαβα ότι ήταν ξεκάθαρα ψυχολογικό, το ότι το έχω συνδυάσει έτσι και ότι είναι η αυθυποβολή, αυτό που λένε ότι κάποιες φορές ότι αυτό που σκέφτεσαι αυτό θα συμβεί; Αυτό. Ωστόσο σε όλο το διάστημα που έκανα θεραπείες, η πρώτη μου θεραπεία ήταν στις 4 Ιουλίου του ’17 και η τελευταία στις 12 του ’17, πέρα από την ημέρα που έκανα τις θεραπείες, τη θεραπεία και την επομένη, όλες τις υπόλοιπες η ζωή μου κυλούσε κανονικά. Πήγαινα σχολή, παρακολουθούσα τα μαθήματά μου, έβγαινα με τους φίλους μου, πήγαινα Οδηγούς, πήγαινα στις συγκεντρώσεις μου κανονικά, η ζωή μου κυλούσε κανονικά και με την ευλογία του γιατρού μου, ότι: «Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις πέρα από έντονη γυμναστική», που εντάξει, έτσι κι αλλιώς δεν ήμουνα πολύ φαν, «και πέρα από το να πίνεις αλκοόλ», αυτό. Το καλοκαίρι μου το πέρασα πίνοντας κοκτέιλ χωρίς αλκοόλ και μπίρες χωρίς αλκοόλ, αλλά εντάξει.
Πώς την θυμάσαι την ζωή σου από εκείνο το διάστημα;
Κοιτώντας πίσω βρίσκω τον εαυτό μου πολύ αλλαγμένο. Σαν να ήμουν μία άλλη, γιατί είχα μπει σε ένα τριπάκι, σε μία διαδικασία να σκέφτομαι ότι: «Ωραία, τώρα περνάς κάτι που είναι σοβαρό, δεν θα είναι για πάντα. Αλλά για όσο είναι, δεν πρέπει να χάσεις τον εαυτό σου. Δεν πρέπει να το αφήσεις να σε πάρει από κάτω και πρέπει να συνεχίσω να ζω όπως ζούσα, να είμαι το ίδιο θετική, το ίδιο αισιόδοξη και ακόμα παραπάνω». Ποτέ δεν είχα το δισταγμό, ούτε όσο το ζούσα αλλά ούτε και αφού τελείωσε, να μιλάω για αυτό. Γιατί πάντα πίστευα ότι με το να ακούσει κάποιος έναν άνθρωπο που ζει αυτή την κατάσταση ή και την οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση, γιατί δύσκολες καταστάσεις στις ζωές υπάρχουν όλων, δεν είναι απαραίτητο να περνάς ένα καρκίνο για να πεις ότι είναι μία δύσκολη κατάσταση, ότι: «Ωραία είναι αυτό, okay. Θα το αντιμετωπίσουμε». Δεν μπορούσα να πω ότι τότε: «Έχουμε αντιμετωπίσει και δυσκολότερα, οπότε πάμε». Ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που έχω αντιμετωπίσει στην ζωή μου. Αλλά με έκανε να καταλάβω και στην πράξη ότι στις ανθρώπινες σχέσεις ποτέ δεν μπορείς, ποτέ δεν πρέπει να υποβαθμίζεις το πρόβλημα του άλλου επειδή εσύ περνάς κάτι δύσκολο. Αν ας πούμε μιλούσα με μία φίλη μου ή ένα φίλο μου, και το πρόβλημά του εκείνη την περίοδο ήταν το ότι δεν τα πήγε καλά στην εξεταστική, το ότι χώρισε, το ότι έχει κάποιο άλλου είδους πρόβλημα, το ότι τσακώνεται με τη μαμά του ή το οτιδήποτε, δεν θα μπορούσα εγώ να γυρίσω να του πω ότι: «Τι κάθεσαι και μου λες τώρα, κοίτα εγώ τι περνάω». Θεωρούσα ότι αυτό θα ήταν πάρα πολύ λάθος αντιμετώπιση. Γενικότερα, ήταν μία περίοδος της ζωής μου που συνειδητά ή ασυνείδητα έκανα ένα πάρα πολύ μεγάλο ξεσκαρτάρισμα των ανθρώπων που είναι γύρω μου, των ανθρώπων που πραγματικά νοιάζονται. Γιατί ένιωσα ένα τεράστιο ενδιαφέρον από ανθρώπους που μπορεί να μην το περίμενα. Και μόνο μία κουβέντα και μόνο ένα μήνυμα και μόνο ένα τηλέφωνο για μένα με έκανε να νιώθω ότι δεν είμαι μόνη μου. Είχα τους γονείς μου οι οποίοι ήταν δίπλα μου σε όλη τη διάρκεια, αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι δεν έχω ανθρώπους γύρω μου που τους νοιάζει και το περνάνε και εκείνοι μαζί μου. Ποτέ δεν ένιωσα να με λυπούνται – γιατί έχουμε και μία περηφάνια. Όχι, γιατί είμαστε, γιατί σαν άνθρωποι πάντα το έχουμε αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι: «Δεν θέλω να με λυπάται κάποιος». Ποτέ δεν ένιωσα λοιπόν ότι με λυπάται κάποιος, ή και να το ένιωσα, δεν έδωσα καμία σημασία γιατί οι άνθρωποι που ήταν δίπλα μου ήταν δίπλα μου και εμένα αυτό μου αρκούσε. Γενικότερα ήταν πάρα πολύ όμορφο, πολύ θετικό το κλίμα και στο νοσοκομείο που ήμουνα. Δηλαδή τα κορίτσια στην Μονάδα Ημερήσιας Θεραπείας θυμάμαι ότι κάθε φορά που πήγαινα με αντιμετώπιζαν με χαμόγελο, συζητούσαμε, με έκαναν να ξεχνιέμαι. Μετά από ένα σημείο είχα μάθει και εγώ πώς βρίσκουν φλέβα και ερχόταν ας πούμε η Δέσποινα θυμάμαι, η μία νοσηλεύτρια και της έλεγα: «Δέσποινα, εδώ θα βαρέσεις, την πιάνουν, πάρα πολύ καλή, πύραυλος». Ναι, συζητούσαμε για τις ζωές μας, για μουσική – όταν δεν κοιμόμουνα. Και ήταν πολύ πολύ θετικό, δηλαδή και μου το λέγανε και εκείνες ότι: «Έχουν περάσει τόσοι άνθρωποι από δω μέσα, [00:20:00]δεν έχουμε δει ποτέ ασθενή ο οποίος έρχεται να κάνει χημειοθεραπεία με χαμόγελο». Και με γέμιζε δύναμη αυτό, γιατί δεν το καταλάβαινα ότι έχω αυτήν την αντιμετώπιση και όταν μου το επιβεβαιώνει κάποιος ο οποίος έχουν δει κι αν έχουν δει τα μάτια του, παίρνεις πολλή δύναμη από αυτό. Και θυμάμαι στην τελευταία θεραπεία, στη δωδέκατη, δεν θα μου έβαζαν κάσκα στο κεφάλι και όταν μου το ανακοίνωσε η προϊσταμένη ότι: «Δεν θα βάλεις κάσκα σήμερα», έβαλα τα κλάματα! Από τη χαρά μου. Και εκείνη δεν κατάλαβε γιατί κλαίω, εκείνη για καλό το είπε, αλλά ναι. Και φεύγοντας, δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό, ήταν όλες συγκινημένες που έφευγα. Προφανώς και μου είπαν: «Να μη σε ξαναδούμε», αλλά ήτανε συγκινημένες. Τις ευχές και τις αγκαλιές –γιατί τότε δεν είχαμε κορονοϊό και αγκαλιαζόμασταν σαν άνθρωποι– τις αγκαλιές και τις ευχές που πήρα τις κρατάω μέσα μου από τότε πάντα. Και το ότι είδα ακόμα και το γιατρό μου να βουρκώνει, που τα κατάφερα νωρίτερα από το πρωτόκολλο έτσι όπως είχε υπολογιστεί, μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση. Ο γιατρός μου είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι αιματολόγος και έχει διεθνή καριέρα, είναι και στην Αθήνα και στην Αγγλία και σε άλλα νοσοκομεία στον κόσμο έχει που συνεργάζεται και είναι χρόνια στο λέμφωμα, έχει δει πάρα πολλά περιστατικά λεμφώματος. Και το ότι αυτός ο άνθρωπος συγκινήθηκε που τα κατάφερα και τελείωσα, κι αυτό μου έδωσε πάρα πολύ μεγάλη δύναμη και επιβεβαίωση για τον εαυτό μου, ότι μάλλον κάτι έκανα καλά. Γιατί ο γιατρός μου είναι υπέρμαχος της συμβατικής ιατρικής, αλλά μου είχε πει ότι: «Η ψυχολογία σου φταίει που το πέρασες έτσι “ανώδυνα”», εντός εισαγωγικών, ποτέ καμία χημειοθεραπεία δεν είναι ανώδυνη, αλλά θα μπορούσε να είναι χειρότερα. Γιατί ακόμα και τότε που είχα κάνει τις αξονικές, που μετά με έπιασε όλο αυτό με τους εμετούς που είπα και πριν, το προσδοκώμενο ήτανε να έχει, να υπάρχει μία απώλεια της ασθένειας γύρω στο 40%. Η απώλεια η δική μου ήταν 60. Το οποίο εντάξει, παίζουμε με ποσοστά και αριθμούς αλλά ήταν... ήταν διαφορά. Και τώρα κάθε φορά που βλέπω το γιατρό μου συνειδητοποιώ ότι εκείνο το βράδυ στα επείγοντα που καλώς ή κακώς πήγα να πεθάνω. Αν δεν είχα πάει νωρίτερα στο νοσοκομείο και συνέχιζα να κάνω εμετούς δεν θα ‘χα κάτι άλλο να βγάλω, θα έσβηνα. Η πίεσή μου η μεγάλη ήταν έξι, γι’ αυτό δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, μάλλον. Το ότι ήρθε, κι ήρθε κι η γυναίκα του, η γυναίκα του παρηγορούσε τη μαμά μου, η κόρη του δεν ξέρω τι έκανε δεν την είδα ποτέ, και ο γιατρός μου τα παράτησε όλα και ήρθε να με βρει, λέει πολλά και για το πόσο καλός γιατρός είναι αλλά και για το πόσο καλός άνθρωπος είναι. Γιατί καλώς ή κακώς θεωρώ ότι με τον γιατρό που σε κουράρει και σε παρακολουθεί σε τέτοια πράγματα, πρέπει να έχετε και μία ανθρώπινη επαφή. Αν δεν υπάρχει αυτή η ανθρώπινη επαφή και είναι απλά μία σχέση πελάτη-γιατρού, δεν, το συναισθηματικό κομμάτι για μένα παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο. Και εγώ στον κύριο Χατζή πέρα από το ότι χρωστάω τη ζωή μου, τον εμπιστεύομαι με τη ζωή μου. Τον έπαιρνα τηλέφωνο για τα πιο χαζά πράγματα, τον είχα πάρει τηλέφωνο θυμάμαι όταν έκανα θεραπείες για να τον ρωτήσω αν μπορώ να βάψω τα νύχια μου. Και ναι, τον είχα πάρει τηλέφωνο για να τον ρωτήσω, αφού τελείωσα τις θεραπείες, αν μπορώ να πάω ένα διήμερο με τους Οδηγούς στα Ζαγοροχώρια, 12 Δεκέμβρη τελείωσα, 28 εγώ πήγα στα Ζαγοροχώρια. Μου ‘πε: «Να πας, κορίτσι μου».
Θυμάσαι όταν τον πρωτογνώρισες;
Ναι, ήξερα ότι είναι αυτός. Το ‘νιωσα. Η φωνή του ήταν τόσο ήρεμη, τόσο καθησυχαστική, τόσο σίγουρη και το ότι μου έβγαλε αυτή τη σιγουριά και μένα, γιατί είμαι από τους ανθρώπους που δεν τους αρέσει να τους χαϊδεύουν τα αυτιά. Ο κύριος Χατζής δεν μου χάιδεψε αυτιά. Μου είπε ψυχρά και αυστηρά: «Μαρία, έχεις λέμφωμα, θα κάνεις χημειοθεραπείες». Αλλά ο τρόπος που μου το είπε και το βλέμμα του με έκαναν να νιώσω ότι okay, ναι, σοκ στην αρχή, αλλά είμαι σε καλά χέρια. Και αυτό το ένιωσα εξαρχής και ακόμα το νιώθω, νιώθω ότι τον άνθρωπο αυτόν τον εμπιστεύομαι με τη ζωή μου. Και είμαι πάρα πολύ τυχερή που βρέθηκε στο δρόμο μου, πάρα πολύ τυχερή. Ναι, αυτό νομίζω. Τι άλλο μπορώ να πω;
Να σε ρωτήσω εγώ κάτι άλλο, από ότι καταλαβαίνω πέρασες αυτή περίοδο πολύ ήρεμη και δυνατή. Το ίδιο ισχύει και για το περιβάλλον σου γύρω γύρω; Ας πούμε οι γονείς σου, οι φίλοι σου, πώς τους ένιωθες αυτή την περίοδο περνούσες όλο αυτό; Ήταν φοβισμένοι;
Το πέρασα... Ήταν φοβισμένοι. Θα σου πω, οι γονείς μου ήταν φοβισμένοι ναι, αλλά ήταν ο φόβος που θεωρώ ότι ο κάθε γονιός θα είχε όταν το παιδί του περνάει κάτι τέτοιο. Ήταν κάποιες φορές που η μαμά μου ας πούμε ήταν πιο φοβισμένη από μένα και καθησύχαζα εγώ τη μαμά μου. Και στην αρχή εγώ τότε δεν το καταλάβαινα και μπορεί να με εκνεύριζε ή το οτιδήποτε. Αλλά σε εκείνο το διήμερο στα Ζαγοροχώρια είχα μία κουβέντα με ένα φίλο, τον Κωνσταντίνο, όπου ο αδερφός του είχε περάσει μία παρόμοια κατάσταση και γύρισε και μου είπε ότι: «Θέλω να ξέρεις ότι οι δικοί σου άνθρωποι πονάνε πιο πολύ από σένα. Γιατί σε βλέπουν να υποφέρεις και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για αυτό». Και απ’ τη μία είχα στο μυαλό μου αυτό, γιατί όντως ισχύει. Εγώ είμαι εγώ, το ζω, το νιώθω, είναι στο πετσί μου κυριολεκτικά αυτό το πράγμα, το πώς το αντιμετωπίζω εγώ, έχει να κάνει με τη δική μου την ιδιοσυγκρασία, με τη δική μου, με τις δικές μου, τους δικούς μου μηχανισμούς άμυνας, έχει να κάνει με μένα. Δεν σημαίνει ότι ήταν εύκολο. Ναι, το πέρασα ήρεμα, το πέρασα, ένιωθα δυνατή, αλλά είχα και εγώ τις μέρες μου που έπεφτα. Είχα και εγώ τις μέρες μου ότι δεν αντέχω άλλο, ότι κουράστηκα, ότι... Εγώ αρχικά είμαι ένας άνθρωπος που φοβάμαι πάρα πολύ τον εμετό, από μικρό παιδί. Και το ότι έφτανα σε αυτό το σημείο μετά από κάθε χημειοθεραπεία ήτανε μία μαχαιριά στην καρδιά κάθε φορά. Μικρή, ας πούμε, όταν ήταν να κάνω εμετό, σαν παιδάκια που παθαίνουμε διάφορα, νόμιζα ότι θα πεθάνω. Όταν έκανα χημειοθεραπείες και πια είχα συνηθίσει το ότι: «Εντάξει, τώρα θα κάνεις εμετό», γιατί πρέπει να το ζήσω αυτό; Φοβόμουνα, φοβόμουνα και εγώ πολύ, αλλά ήταν κάτι μέσα μου που [00:30:00]με έκανε να πιστεύω, με έκανε να είμαι δυνατή και να λέω ότι: «Okay, ναι, φοβάσαι, και; Και που φοβάσαι δεν αλλάζει κάτι, είναι μπροστά σου και αυτό είναι μπροστά σου θα αντιμετωπίσεις». Οι γονείς μου ανησυχούσαν, με στήριζαν πάντα, θεωρώ ότι όταν δεν ήμουν μπροστά λύγιζαν, αλλά εντάξει, λογικό. Αλλά μπροστά μου ήτανε πάντα βράχοι και είμαι πάρα πολύ τυχερή που έχω αυτούς τους γονείς. Νομίζω ότι όλο αυτό το πράγμα ωρίμασε και πήγε τη σχέση μου με τους γονείς μου ένα βήμα παραπέρα. Οι φίλοι μου ήταν εκεί, αυτό που εκτιμώ πάρα πολύ ήταν ότι οι φίλοι μου ήταν πάντα διακριτικοί, ποτέ δεν θα με έφερναν σε δύσκολη θέση, ποτέ δεν θα με πίεζαν, θα μου έστελναν ένα μήνυμα, θα με έπαιρναν ένα τηλέφωνο να δούνε πώς είμαι, αλλά χωρίς να με πιέζουν, χωρίς να... Έχοντας πάντα την κατανόηση ότι ζω κάτι το οποίο είναι δύσκολο, ζω κάτι το οποίο είναι περίεργο, οπότε δεν ένιωθα ποτέ πίεση από αυτό. Και πάντα είχα ανθρώπους γύρω μου, πάντα είχα ανθρώπους γύρω μου και ακόμα τους έχω. Ακόμα και αν δεν έχουμε, ας πούμε, καθημερινή επαφή με κάποιους ανθρώπους που μου στάθηκαν πάρα πολύ, ξέρω ότι είναι εκεί για μένα και είμαι εγώ, και εγώ εκεί για εκείνους και εκείνες και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα μηνύματα που πήρα, δεν θα ξεχάσω ποτέ το νοιάξιμο που πήρα, τις αγκαλιές που πήρα και βλέμματα κατανόησης και συμπαράστασης. Με πιάνανε κάποιες φορές τα πιο έτσι εγωιστικά, ότι: «Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει τι περνάω», γιατί καλώς ή κακώς άμα δεν έχεις νιώσει αυτό το πράγμα στο αίμα σου, δεν μπορείς να το κατανοήσεις. Και θυμάμαι το καλοκαίρι ενώ είχα κάνει τις πρώτες θεραπείες, είχα βγει με τη φίλη μου τη Ζωή. Εκείνη περνούσε κάτι πολύ πιο δύσκολο από μένα και είχαμε βγει και οι δύο με τα μαντήλια στο κεφάλι μας και πίναμε τσάι, κρύο τσάι το καλοκαίρι, δείχναμε η μία στην άλλη τα σουβενίρ μας: την τομή από την εγχείρηση εγώ και τις καμένες φλέβες που έχω ακόμα σημάδια στα χέρια μου, εκείνη την μόνιμη –πώς το λένε, δεν θυμάμαι πώς το λένε– που είχε για να της βάζουνε τέλος πάντων φάρμακα και δίναμε δύναμη η μία στην άλλη. Περισσότερη δύναμη μου έδωσε εμένα η Ζωή από ότι εγώ σε εκείνη. Η Ζωή δεν είναι πια μαζί μας. Και αυτό μου στοίχισε πάρα πολύ. Γιατί σκεφτόμουν ότι εγώ τα κατάφερα και εκείνη όχι. Και στεναχωριόμουν πάρα πολύ. Ναι, είναι μία απώλεια που δεν θα χωνέψω ποτέ γιατί είχαμε πάρα πολλά πράγματα να πούμε, πάρα πολλά πράγματα να ζήσουμε μαζί και υπήρχε, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να καταλάβει τι περνάω, να το καταλάβει στο 100% το τι περνάω. Γιατί μοιάζαμε σε πάρα πολλά πράγματα σαν ιδιοσυγκρασίες και σαν προσωπικότητες, ήμασταν, είμαστε και οι δύο χαρούμενοι άνθρωποι, χαμογελαστοί άνθρωποι, αισιόδοξοι και δυνατοί. Και εκείνη ήταν δυνατή μέχρι το τέλος. Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο αυτό μετά, όταν έφυγε η Ζωή, γιατί έχασα τον άνθρωπο που μπορούσε να με καταλάβει και μπορούσα και εγώ να την καταλάβω σε ένα βαθμό. Εντάξει, συμβαίνουν αυτά, προχωράμε. Θεωρώ ότι όλη αυτή η ιστορία σε εμένα σαν άνθρωπο μόνο καλό έκανε, γιατί έμαθα να ελέγχω τον εαυτό μου, έμαθα να αφουγκράζομαι περισσότερο τα μηνύματα που μου δίνει το σώμα μου, έμαθα να αξιολογώ τους ανθρώπους και να είμαι πιο επιεικής με τους ανθρώπους. Γιατί δεν είμαι σε θέση να κρίνω κανέναν και ούτε να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ: «Αυτός γιατί δεν με σκέφτηκε;». Ο καθένας πορεύεται στη ζωή του όπως εκείνος αποφασίζει και ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο μάθημα για μένα αυτό, πάρα πολύ μεγάλο μάθημα.
Θα μας περιγράψεις λίγο την ημέρα της τελευταίας χημειοθεραπείας; Της δωδέκατης; Θυμάσαι πώς ήταν να βγαίνεις από κει; Ή όταν ξύπνησες τι σκεφτόσουν;
Θα σε πάω λίγο πιο πριν. Στην όγδοη-ένατη θεραπεία είχα αρχίσει να κουράζομαι και σωματικά και ψυχικά. Είχαμε φτάσει πια φθινόπωρο. Και θυμάμαι είχε έρθει η μαμά μου πριν τη δέκατη θεραπεία στην Αθήνα και μετά τη δέκατη θεραπεία της λέω: «Μαμά, φτάσαμε διψήφιο». Στην ενδέκατη θεραπεία μου έχει πει ο γιατρός μου ότι: «Άμα κάνεις», μου λέει, «εμετό και με αυτό που είναι το άγγιγμα του ανέμου, δεν ξέρω τι άλλο μπορώ να κάνω με εσένα». Έκανα, σιγά μην άκουγα εγώ το γιατρό. Στη δωδέκατη ξύπνησα και λέω: «Ωραία, πάμε κι ό,τι γίνει». Δεν ήξερα ότι δεν θα μου βάλουν κάσκα. Ήξερα ότι θα είναι μειωμένες οι ποσότητες από τα φάρμακα σίγουρα. Πάω, μου λέει η προϊσταμένη, η Κατερίνα: «Μαρία δεν θα βάλεις κάσκα σήμερα», βάζω τα κλάματα. Η καημένη αυτή απόρησε, λέει: «Εγώ για καλό της το είπα, γιατί συμβαίνει αυτό τώρα;». Μπαίνω μέσα, με τρυπάνε, μου βάζουν τα φάρμακα, εγώ δεν κοιμήθηκα σε αυτή τη θεραπεία, ενώ στις άλλες κοιμόμουνα, δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς, κλείναν τα μάτια σου. Ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενη, είχα πάρει το stand με το... με το φάρμακο και πήγαινα βόλτα στους διαδρόμους: «Γεια σας, τι κάνετε, καλημέρα». Θυμάμαι ήτανε μία κοπέλα, η Ματίνα, που είχε το ίδιο με μένα, σχεδόν το ίδιο, το ίδιο, δεν θυμάμαι, θα σε γελάσω. Και ήταν στο διπλανό δωμάτιο με τον άντρα της και εμένα ήταν η μαμά μου, ήμουν με τη μαμά μου και εγώ στο δωμάτιο που αυτό. Και είχε έρθει, είχα πάει εγώ, συζητούσαμε, τα λέγαμε, γίναμε φίλες στο Facebook, είχαμε γίνει φίλες. Και μετά το μόνο που ένιωθα όταν περνούσε η ώρα και λέω: «Ωραία, τώρα τελειώνει όπου να ‘ναι» άρχιζα να νιώθω συγκίνηση. «Θα φύγω». Και μου βγάλανε το φλεβοκαθετήρα, έρχεται ο γιατρός μου, είχε κάποιες εξετάσεις δεν θυμάμαι, μου είπε ότι όλα πήγαν καλά. Γιατί υπήρχε το ενδεχόμενο να κάνω και ακτινοβολίες που δεν έκανα τελικά, δεν χρειάστηκε, είχε αποβληθεί το οτιδήποτε υπήρχε εκεί μέσα. Έρχεται ο γιατρός μου συγκινημένος, μου λέει: «Μαρία, τελείωσες, αυτό ήταν. Τα κατάφερες». Βούρκωσε και μου είπε ότι είναι περήφανος για μένα,[00:40:00] ότι ήμουνα... ότι έχουν περάσει πάρα πολλοί ασθενείς από τα χέρια του και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και ότι εμένα θα με θυμάται για πολύ καιρό γιατί ήμουνα η πιο ευδιάθετη ασθενής που είχε ποτέ. Και όταν βλέπεις, για μένα ο κύριος Χατζής ήταν στα μάτια μου κάτι τεράστιο, ένα μεγαθήριο της ιατρικής, ο όποιος ήταν κι ο άνθρωπος που μου έσωσε τη ζωή και τον να βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο να σκύβει, βουρκωμένος να με αγκαλιάσει και να με φιλήσει, ήταν το μεγαλύτερο δώρο μετά αφού μου έσωσε τη ζωή, το δεύτερο μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να μου κάνει. Γιατί φεύγει η κάθε αποστασιοποιημένη εικόνα που μπορείς να έχεις από ένα γιατρό και μένει ο άνθρωπος. Γιατί και εγώ και οι γονείς μου έξω από το δωμάτιο είχαμε ανταλλάξει κάποιες κουβέντες με το γιατρό και ειδικά οι γονείς μου. Ο γιατρός μου ήτανε πάντα δίπλα μου, ήτανε σε όλη αυτή τη διάρκεια δίπλα μου για το παραμικρό και είχα συγκινηθεί πάρα πολύ όταν τον είδα έτσι. Οι νοσηλεύτριες στη μονάδα κλαίγανε που έφευγα, ήταν η πιο ωραία θεραπεία η τελευταία. Έφυγα με αυτή την αίσθηση της ελευθερίας, έφυγα ελεύθερη από κει μέσα! Γιατί όσο ευδιάθετη και να ήμουνα, κάθε φορά που πήγαινα και κάθε φορά που έφευγα είχα ένα βάρος πάνω μου, όχι μόνο επειδή σε κάνει να νιώθεις απαίσια η χημειοθεραπεία, αλλά είχα μες την ψυχή μου ένα βάρος, ότι: «Έχω κι άλλο. Έχω κι άλλο». Έφυγα ελεύθερη από εκεί και ανάλαφρη, οριακά χοροπήδαγα στους διαδρόμους. Χαιρετούσα όλο τον κόσμο, έτσι κι αλλιώς, αλλά ακόμα πιο πολύ. Αγκάλιασα όλες τις νοσηλεύτριες και μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση και αυτό, γιατί είχα στο νου μου ότι κάνοντας αυτή τη δουλειά, μετά από ένα σημείο γίνεσαι λίγο πιο ψυχρός, γίνεσαι λίγο πιο... Okay, ναι, είναι δύσκολη δουλειά, πολύ και εγώ δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να το κάνω ποτέ μου αυτό, αλλά το να τις βλέπεις να δακρύζουν και να μου εύχονται να μην ξαναπατήσω το πόδι μου στο «Μητέρα» εκτός και αν είμαι έγκυος και ξεγεννάω, έκλαιγαν και έκλαιγα και εγώ από χαρά, έκλαιγαν που με ξεφορτωνόντουσαν! Και θυμάμαι μου λένε, μία μου είπε ότι θα τους λείψω, όχι του τύπου «ξαναέλα». Και μου λέγανε να μην τους ξεχάσω: «Μη μας ξεχάσεις και να έρχεσαι να μας βλέπεις αν σε φέρει ο δρόμος από δω». Και πραγματικά όταν πήγαινα στο γιατρό μου, γιατί το ιατρείο του είναι πολύ κοντά στο νοσοκομείο πήγαινα, κατέβαινα κάτω στη μονάδα και τους χαιρέταγα: «Γεια, ήρθα!». Μακρύναν τα μαλλιά μου μετά ξανά, δεν με γνώριζαν στην αρχή.
Τόσο πολύ κοντά τα είχες κόψει τα μαλλιά;
Ναι, ήταν αγορέ, θα σου δείξω φωτογραφία μετά.
Θυμάσαι εκείνη την μέρα που πήγες στο κομμωτήριο;
Ναι.
Για πες πώς ήταν;
Πήγα με την κολλητή μου, ναι, δεν νομίζω ότι θα άντεχα μόνη μου να φύγει αυτό το πράγμα από το κεφάλι μου. Εγώ τότε είχα και τζίβες στα μαλλιά μου, τις οποίες τις αγαπούσα πάρα πολύ, η Σοφία πάλι όχι. Η κολλητή μου ήταν έτοιμη να ζητήσει από τον κομμωτή να της δώσει το ψαλίδι να μου κόψει τη μία την τζίβα, για δική της προσωπική ευχαρίστηση. Ήμουν πολύ cool, ήμουν πολύ cool, πάω, κάθομαι, του λέω του κομμωτή μου: «Μίλτο μου, συμβαίνει αυτό και αυτό». Σοκάρεται στην αρχή. «Όχι», του λέω, «όλα καλά, απλά κοψ’ τα». Μου τα κόβει καρέ. Του λέω: «Μίλτο, κόψ’ τα». «Κι άλλο;» «Κι άλλο». Μέχρι που έφτασε μηχανή στο κεφάλι μου, μπήκε κι η μηχανή στο κεφάλι μου. Και μετά ήτανε, όσο αφορά τα μαλλιά μου η πιο εύκολη περίοδος της ζωής μου: ούτε πιστολάκια, ούτε να τα σκέφτεσαι πάρα πολύ, έκανα μπάνιο πάντα με κρύο νερό, δεν μπορούσα να βάλω σε ζεστό νερό το κεφάλι μου για έξι μήνες. Δεν έπρεπε να βάλω πιστολάκι στο κεφάλι μου, δεν έπρεπε να βάλω χτένα στο κεφάλι μου, πλενόμουν με σαμπουάν με ουδέτερο pH, το σαμπουάν που πλένουν τα μωρά. Ήτανε πάρα πολύ εύκολο. Πέρα από το κρύο που εντάξει είναι λίγο ενοχλητικό, ήταν: «Οkay, έχω κοντά μαλλιά». Και μου ‘κανε πάρα πολύ εντύπωση και το χαιρόμουν πάρα πολύ όπου πήγα σχολή και απλά ο κόσμος νόμιζε ότι έκοψα τα μαλλιά μου κοντά γιατί μου τη βάρεσε, όχι γιατί συμβαίνει κάτι. Και όταν βλέπεις ότι ο άλλος δεν ψυχανεμίζεται, δεν του βγάζεις το ότι: «Εγώ περνάω αυτό», λες: «Οkay το ‘χουμε, πάμε». Μέχρι που, εντάξει, μπορεί να με ρώταγαν για την εγχείρηση ή για κάτι ή γιατί δεν πήγαινα ποτέ σχολή Δευτέρα-Τρίτη. Δηλαδή πήγαινα κάθε δεύτερη Δευτέρα-Τρίτη γιατί κάθε δεύτερη Δευτέρα έκανα θεραπεία. Μπορεί να με ρώταγαν, μπορεί αυτό αλλά τους έλεγα: «Συμβαίνει αυτό και αυτό στη ζωή μου αυτή την περίοδο, είμαι λίγο σε άλλη φάση, περνάω τη φάση μου». Αυτό. Το αντιμετώπιζα πάντα με χιούμορ και αισιοδοξία και ήμουνα πάντα πάρα πολύ ανοιχτή στο να το πω. Δεν δίσταζα ποτέ, γιατί λέω: «’Ντάξει». Μία συμβουλή που μου έδωσαν, που μου έδωσε ένας άνθρωπος που τον έχω πάρα πολύ μέσα στην καρδιά μου και ψηλά στα μάτια μου, η Σπυρέλλα, ήτανε: «Να του δώσεις όνομα, να το κάνεις κτήμα σου γιατί είναι η καθημερινότητά σου. Μόνο όταν το κάνεις κτήμα σου και το αποδεχτείς σαν την καθημερινότητά σου θα μπορέσεις να το διαχειριστείς και εν τέλει να το αντιμετωπίσεις». Και αυτή τη συμβουλή κρατάω, αυτή τη συμβουλή κράτησα σε όλη τη διάρκεια και αυτή τη συμβουλή κρατάω ακόμα και τώρα. Δεν του έδωσα όνομα γιατί δεν είχα έμπνευση, αλλά το έκανα κτήμα μου, ήμουνα εγώ. Είναι, ήταν και είναι και θα είναι ένα κομμάτι της ζωής μου το οποίο καθόρισε πάρα πολλά πράγματα για μένα, το ποια είμαι τώρα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και σε αυτό. Και αυτό δεν αλλάζει.
Θυμάσαι άλλους τρόπους που άλλαξε η καθημερινότητά σου, πράγματα που έκανες διαφορετικά; Όπως μας έλεγες πριν ας πούμε το πιστολάκι, το κρύο.
Άλλα πράγματα;
Πώς άλλαξε η ζωή σου;
Η ζωή μου δεν άλλαξε πάρα πολύ. Πέρα από το ότι έβγαινα τα βράδια και έπινα μοχίτο virgin και κοκτέιλ χωρίς αλκοόλ ή μπίρες χωρίς αλκοόλ, το οποίο είναι μία ψευδαίσθηση, ρε παιδί μου, ότι εντάξει. Περνούσα καλά, ήμουνα με την παρέα μου, είχα πάει και θυμάμαι και ταξίδι, είχα πάει να βρω την κολλητή μου στα Γιάννενα και βγαίναμε και εγώ έπινα σφηνάκια λεμονάδα, ας πούμε! Κέρναγε ο μπάρμαν σφηνάκια τα κορίτσια και εμένα μου ‘βαζε σφηνάκι λεμονάδα, εντάξει. Κοίτα, βγαίνοντας τα καλοκαίρια βράδυ οι φίλες μου είχαν μόνιμα τη σιγουριά ότι θα έχουμε μία νηφάλια.
Κάτι θετικό!
Ναι, αυτό. Δεν άλλαξαν πολλά πράγματα στην πράξη, στο δικό μου το κεφάλι γινόντουσαν διεργασίες συνέχεια για το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη ζωή μου, αλλά η ζωή μου αυτή καθαυτή[00:50:00] δεν άλλαξε. Πήγαινα σχολή, πήγαινα τους καφέδες μου, τις βόλτες μου, τις εκδρομές μου, τις συγκεντρώσεις μου. Εντάξει, okay δεν μπορούσα να είμαι πάρα πολύ εκτεθειμένη στον ήλιο, okay. Έκανα μπάνιο στη θάλασσα σαν τη Μαίρη Χρονοπούλου, με το μαντήλι στο κεφάλι και το γυαλί το ηλίου και δεν βουτούσα το κεφάλι μου, πλατσούριζα στα ρηχά, ναι, diva εγώ πήγαινα στην παραλία. Ναι, δεν άλλαξαν πολλά πράγματα, δεν ήθελα εγώ να αλλάξουνε γιατί αν μπεις σε αυτό το τρυπάκι ότι: «Okay, τώρα αυτό που περνάω είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο και θα αλλάξει όλη μου η καθημερινότητα και όλη μου η ζωή», όχι, πρέπει να προσαρμόσω αυτό στη δική μου την καθημερινότητα, δεν θα με προσαρμόσει εμένα αυτό σε κάτι άλλο, δεν θα γίνω εγώ μία άλλη επειδή έχω λέμφωμα! Όχι! Κάφρος. Ναι, ήμουνα κάφρος και μου αρέσει που ήμουνα κάφρος γιατί δεν με πήρε ποτέ από κάτω. Εντάξει με πήρε, μη λέω και ό,τι να ‘ναι. Υπήρχαν μέρες που δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι, που δεν είχα όρεξη, που έπεφτα, που λύγιζα, που έβαζα τα κλάματα, που είχα γκρίνια, που θύμωνα με το παραμικρό, ναι, υπήρχαν αυτές οι μέρες. Αλλά αυτές τις μέρες υπάρχουν σε μας τα κορίτσια και κάθε μήνα, δεν έχει διαφορά, αυτό. Και πριν από λίγες μέρες, το Σάββατο που μας πέρασε έκανα τις τελευταίες μου εξετάσεις, θα το πω και αυτό για είμαι πάρα πολύ χαρούμενη και μου φάνηκε και πάρα πολύ αστείο. Εγώ όταν τελείωσα τις θεραπείες έκανα μία εξέταση που λέγεται pet scan, το οποίο είναι σαν μία μαγνητική διαρκείας που σου σκανάρει από το... απ’ την τελευταία τρίχα που έχεις στο κεφάλι σου μέχρι τα δαχτυλάκια των ποδιών, το σκανάρει όλο. Και είναι και ραδιενεργό, εγώ για τρεις ώρες μετά ήμουνα ραδιενεργή, πάρα πολύ ωραίο. Υπογράφεις χαρτί το οποίο σου λέει ότι συναινείς και ότι δεν θα έρθεις σε επαφή με κανέναν πρώτον, με μικρά παιδιά και με έγκυες για έξι ώρες, νομίζω, για έξι ή για οχτώ ώρες ήμουν ραδιενεργή.
Κλεισμένη σπίτι;
Ναι, είναι πάρα πολύ αστείο. Το οποίο στην ουσία ήταν το τελικό τέτοιο, ότι δεν έχει μείνει τίποτα ότι έχουν φύγει τα πάντα, έχουν λιώσει όλα και το μόνο που είχε μείνει ήταν, όπως όταν χτυπάμε που μπορεί να μείνει σημάδι, ήτανε αυτό. Επειδή λιώσανε οι λεμφαδένες που υπήρχαν στο μεσοθωράκιο και οι υπόλοιποι και έφυγε η ασθένεια από μέσα μου, είχε μείνει μία μικρή ουλίτσα η οποία δεν επηρεάζει κάπου, είναι όπως μένει μία ουλή αφού χτυπήσεις. Και τώρα έκανα μαγνητική και αξονική την Πέμπτη, την Πέμπτη που μας πέρασε, και πήρα τα αποτελέσματα το Σάββατο και πήγα στο γιατρό μου τον οποίο είχα πολύ καιρό να δω, μου είχε λείψει, ναι γιατί ήταν αποκλεισμένος στο Λονδίνο το τελευταίο διάστημα. Και μου είπε ότι μίλησε με τον γιατρό ο οποίος βγάζει τα αποτελέσματα των απεικονιστικών και του είπε ότι δεν υπάρχει ούτε αυτή η ουλή, το οποίο είναι και ψιλοσπάνιο να συμβεί. Και μου λέει: «Μπράβο!», «Εντάξει γιατρέ, δεν έκανα και κάτι, δεν το προσπάθησα. Έγινε!», «Μπράβο, είναι απίθανο αυτό που συμβαίνει». Εμένα μου φάνηκε πάρα πολύ αστείο εκείνη τη στιγμή να μου λέει ο γιατρός μου ότι είναι απίθανο και μπράβο μου, που έφυγε η μικρή ουλή που είχα μέσα μου, εντάξει. Και μου είπε ότι η εικόνα και των αιματολογικών και των απεικονιστικών είναι σαν μην το πέρασα ποτέ. Από κει και πέρα όλα καλά, από εκεί και πέρα συνεχίζουμε τη ζωή μας.
Να σε ρωτήσω, η ζωή σου μετά το λέμφωμα πώς είναι; Πώς αισθάνεσαι;
Κάφρος. Όχι, εντάξει. Θα μπορούσα να σου πω αυτά που μπορεί να λένε και άλλοι άνθρωποι ότι ωρίμασα, ότι σοβάρεψα, όχι. Ναι, ωρίμασα, ναι, αντιμετωπίζω κάποια πράγματα και τις δυσκολίες που μπορεί να έρθουν στη ζωή πιο ώριμα και πιο συνειδητοποιημένα. Ωστόσο έχει πάρα πολύ να κάνει αυτό με τον αυθορμητισμό της στιγμής, γιατί έχω πιάσει τον εαυτό μου να με καταβάλλει περισσότερο μία ερωτική απογοήτευση από το λέμφωμα την περίοδο που το είχα. Ναι, γιατί στο λέμφωμα ξέρεις, είναι αυτό, έχω μπροστά μου αυτό, αυτή τη διαδικασία, αυτήν θα ακολουθήσω και μέσα σε αυτήν πρέπει να προσαρμοστώ ή να προσαρμόσω αυτήν στη δική μου την καθημερινότητά γιατί είμαστε και τέτοιες, βέβαια. Με καθόρισε, ναι, με ωρίμασε, ναι, με έκανε να αναπροσδιορίσω το τι σημαίνει ανθρώπινες σχέσεις, να εκτιμήσω πράγματα τα οποία μπορεί να θεωρούμε δεδομένα, όπως το ζεστό μπάνιο ας πούμε ή και πιο σοβαρά πράγματα. Μου έδωσε την ικανότητα να διακωμωδώ πράγματα τα οποία συμβαίνουν και δεν νομίζω ότι... Νομίζω ότι κατάφερα να μην με αλλάξει αυτή η διαδικασία, μόνο να με βελτιώσει σε πράγματα τα οποία χρειάζονταν βελτίωση, στοιχεία του χαρακτήρα μου τα οποία έπρεπε να εξελιχθούν λίγο παραπέρα. Γιατί ήμουνα ήμουν αρκετά μικρή, ήμουνα δεκαεννιά χρονών, είχα μόλις τελειώσει το πρώτο έτος, που εντάξει το πρώτο έτος σε μία ξένη πόλη, πόσο μάλλον στην πρωτεύουσα, αλλάζει η ζωή, μένεις μόνος σου, γνωρίζεις κόσμο, υπάρχει όλη αυτή η μαγεία του πρώτου έτους το οποίο είναι... είσαι σε ένα μεταίχμιο ανεξαρτησίας από τη μία αλλά τρελής ανασφάλειας από την άλλη, όπου στο τέλος μου σκάει και αυτό και λες: «Ωραία, τώρα αυτό πρέπει να το διαχειριστούμε, άρα πάμε». Δεν με άλλαξε, με βελτίωσε, με προχώρησε παραπέρα και αυτό κάνω πια, προχωράω. Όταν βλέπω ότι υπάρχει μία δυσκολία, ναι, θα εκνευριστώ, ναι, θα θεωρώ ότι είναι βουνό αυτό που έχω μπροστά μου να ανέβω αλλά εν τέλει θα το ανέβω. Και αυτό που σκεφτόμουνα πάντα μετά από κάθε θεραπεία και αφού τελείωσα είναι ότι : «Ωραία, η ζωή είναι γεμάτη σκαμπανεβάσματα, θα πέσεις. Όσες φορές πέσεις άλλες τόσες συν μία πρέπει να βρεις τη δύναμη να σηκωθείς», και το ‘κανα και τατουάζ αυτό για να το θυμάμαι. Αυτό, σηκώνεσαι κι ας ξαναπέσεις, θα ξανασηκωθείς. Δεν έγινε και τίποτα. Δεν έγινε και τίποτα με μία αποτυχία, δεν έγινε και τίποτα με μία δύσκολη στιγμή, οι άνθρωποι που είναι δίπλα σου είναι δίπλα σου γιατί σε αγαπάνε και θέλουνε να είναι κοντά σου και στα όμορφα και στα άσχημα και όταν πέφτεις και όταν σηκώνεσαι. Και στην ουσία αυτό είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι το χέρι το οποίο θα σε τραβήξει πάνω όταν θα πέσεις. Και έχω πολλά τέτοια χέρια και είμαι τυχερή για αυτό.
Να σε ρωτήσω κάτι. Μας λες ότι είσαι κάφρος κι ότι διακωμωδούσες. Θυμάσαι έτσι κάποιο αστείο περιστατικό από εκείνη την περίοδο; Κάτι που να σου ‘χει μείνει, να το θυμάσαι και να γελάς;
Να το θυμάμαι και να γελάω; Είναι αηδιαστικά. Να το θυμάμαι και να γελάω. Όταν πήγαινα να κάνω θεραπείες που έκανα υποδείξεις στις νοσηλεύτριες ότι: «Να σου πω, μου έχεις κουράσει πάρα πολύ το αριστερό μου χέρι, θα μου το βάλεις στο δεξί» ή «Σήκωσέ μου λίγο το μαξιλάρι» γιατί το έπαιζα ντίβα κάποιες μέρες, ήταν ανάλογα την όρεξή μου. «Σήκωσέ μου λίγο το μαξιλάρι και φέρε μου ένα πάπλωμα». Ή που δεν άφηνα τις νοσηλεύτριες να πάνε... Είχανε καμπανάκι που χτυπούσαν όταν έπρεπε να αλλάξουν το φάρμακο σε κάποιον ασθενή. Μπορεί να έπιανα με μία κουβέντα, [01:00:00]ρε παιδί μου, για βιβλία, για μουσική, για συναισθηματικά, για σκυλιά, γατιά, το οτιδήποτε, για ταξίδια, δεν τους άφηνα να φύγουνε. Μίλαγα, μίλαγα, μίλαγα εγώ, παπαρδέλα και να τους λέω: «Όχι, εδώ θα κάτσεις, με κάνεις να ξεχνιέμαι», τους εκμεταλλευόμουνα κοινώς. Τι άλλο αστείο; Πέρα από το ότι όποιον μπάρμαν έβλεπα που πήγαινα σε μπαρ, του έλεγα: «Να σου πω, κοκτέιλ ξέρεις να φτιάχνεις;». «Ναι». «Κοκτέιλ χωρίς αλκοόλ ξέρεις να φτιάχνεις; Αυτοσχεδίασε σε εμπιστεύομαι». Στην ουσία χυμούς έπινα αλλά εντάξει. Αρχικά κωμικό για μένα ήτανε το ότι με ανθρώπους που μπορεί να γνώριζα λίγο αν ένιωθα, αν η πρώτη μου εικόνα τέλος πάντων,, η πρώτη μου ενέργεια που λάμβανα από τον άνθρωπο που είχα απέναντί μου είναι ένας άνθρωπος ακομπλεξάριστος και ένιωθα μία οικειότητα, έσπαγα τον πάγο λέγοντας ότι κάνω χημειοθεραπείες, εκεί είναι η καφρίλα! Και μετά έσπαγε ο πάγος και μου βγάζαν τα εσώψυχά τους οι άνθρωποι, τους έλεγα και εγώ τα δικά μου, περνούσαμε πάρα πολύ ωραία.
Θυμάσαι έτσι καμία πιο περίεργη αντίδραση ας πούμε;
Συνήθως με αγκάλιαζαν. Θυμάμαι μία αντίδραση από συμφοιτητή, που του το λέω, έχω κομμένα μαλλιά, έχω μία ουλή στο λαιμό μου η οποία φαινόταν και πιο πολύ τότε και του λέω το και το. «Αποκλείεται. Αποκλείεται, με δουλεύεις». «Όχι, ρε παιδί μου», του λέω, «αλήθεια σου λέω», «Δεν σε πιστεύω!», «Τι θέλεις», του λέω, «να σου φέρω τη διάγνωση; Αλήθεια σου λέω». «Δεν σε πιστεύω, αποκλείεται». «Γιατί;» «Γιατί», μου λέει, «χοροπηδάς σαν το κατσίκι, τι χημειοθεραπείες κάνεις; Ψέματα σου λένε». Δεν με πίστευε, με πίστεψε μετά, δεν πειράζει. Όχι, εγώ περνούσα πάρα πολύ ωραία γιατί κάποιες φορές είναι ωραίο να... Αρχικά εμένα πάντα μου άρεσε, το έχω σαν –πώς το λένε;– κρυφή αμαρτωλή απόλαυση το να βλέπω τις αντιδράσεις των ανθρώπων. Και όταν το πετάς αυτό έτσι, έχεις ποικιλία αντιδράσεων: ο ένας δεν με πίστευε, ο άλλος σοκαρίστηκε, ο άλλος μαζεύτηκε και δεν ήξερε πώς να με αντιμετωπίσει –εκεί να δεις καφριλίκι–, ο άλλος στεναχωρήθηκε τόσο πολύ που οριακά είχε πάει να βάλει τα κλάματα, εκεί να δεις κι άλλο καφριλίκι. Όχι, είναι αυτό που μου έχει πει η Σπυρέλλα: «Είναι καθημερινότητά σου. Δεν θα προσαρμόσεις τη δική σου την καθημερινότητα σε αυτό, θα βάλεις αυτό στη δική σου την καθημερινότητα», και αυτό έκανα και ήταν πάρα πολύ απλό. «Οkay, περνάω αυτό δεν θα είναι για πάντα, δεν θέλω να αγχώνεστε, θα περάσει κάποια στιγμή». Ναι, εγώ καθησύχαζα τον κόσμο γύρω μου που αγχωνόταν για τη δική μου την υγεία.
Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο;
Ναι.
Αργότερα, έχουμε την πανδημία του κορονοϊού, ξεσπάει. Σε επηρέασε εσένα αυτό κάπως; Φοβήθηκες;
Στην αρχή, όταν άρχισε να έρχεται αυτό το πράγμα και στην Ελλάδα και είχαμε τα πρώτα κρούσματα και βλέπαμε ότι προσβάλλει περισσότερο ανθρώπους που μπορεί να έχουν υποκείμενα νοσήματα –στην αρχή μεγάλες ηλικίες– πήρα τηλέφωνο τον γιατρό μου. Εδώ τον πήρα για να βάψω τα νύχια μου για αυτό δεν θα τον πάρω; Του λέω: «Γιατρέ, είμαι ευπαθής ομάδα; Πες μου την αλήθεια!». «Όχι», μου λέει, «γιατί είσαι μικρή, γιατί είναι καιρός που έχεις κάνει τις χημειοθεραπείες, δεν είναι ότι είσαι ακόμα σε γραμμή και γιατί και τα αντισώματα έχεις και γερό οργανισμό έχεις, και συμπτώματα Β, αυτά που μπορεί να βγούνε μετά από τις θεραπείες, δεν έχεις. Οπότε», μου λέει, «είσαι καλυμμένη, είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα το πάθει», ήταν οι κουβέντες του. Και πριν από λίγο καιρό μου σκάει μήνυμα από τον ΕΟΔΥ: «Κυρία Μέριανου, είστε ευπαθής ομάδα». Κάτσε, τι εννοείς; Εγώ το είχα ξεχάσει! Πήγα, έκανα το εμβόλιο, να το κάνουμε το εμβόλιο, καλό είναι.
Να τα πούμε κι αυτά.
Να τα πούμε κι αυτά, να ξεμπερδεύουμε κάποια στιγμή, να δούμε τα πρόσωπα των ανθρώπων στο δρόμο, δεν μπορώ άλλο να βλέπω μάσκες.
Πες μου λίγο πώς το χειρίζεσαι όλο αυτό, πώς είναι για εσένα αυτός ο κορονοϊός;
Ο κορονοϊός; Με εκνευρίζει. Με είχε πάρει από κάτω για μεγάλο διάστημα, ότι έχει σταματήσει η ζωή μας, ότι είναι σαν να έχεις πατήσει παύση σε μία ταινία που θέλεις να δεις τη συνέχεια αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορείς να δεις τη συνέχεια. Ότι αλλιώς είχα φανταστεί εγώ τη ζωή μου τώρα, ότι έχασα το τελευταίο έτος της σχολής μου που ήμουνα πάρα πολύ ενθουσιασμένη για αυτό, ότι είναι μία παγκόσμια κατάσταση η οποία καλώς ή κακώς γεννάει κι άλλα πράγματα πέρα από την υγειονομική κρίση και το έχουμε δει αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολιτικά, κοινωνικά, γενικότερα, υπάρχουν πράγματα τα οποία βγαίνουν στη φόρα που θεωρώ ότι βγαίνουν στη φόρα γιατί αυτό το πράγμα που ζούμε είναι ένα καζάνι που βράζει. Είναι μία χύτρα που της ανοίγεις το κουπάκι και βγαίνει ο ατμός. Και καθετί που γίνεται καλώς ή κακώς μας επηρεάζει γιατί είναι η ζωή μας. Και δεν ξέρω πια πόσο καιρό θα κρατήσει ακόμα αυτό το πράγμα. Γιατί θεωρώ ότι σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό το πώς το διαχειρίζεται ο κόσμος, η συνέχεια αυτού του πράγματος και το ότι δεν έχει τελειωμό, ευθύνεται και βασίζεται στο πώς το διαχειρίζεται ο κόσμος: και ο απλός λαός και οι πάνω. Θεωρώ ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ‘χανε πάει τελείως διαφορετικά, θεωρώ ότι ο κόσμος έχει κουραστεί και είναι λογικό, όλοι έχουν κουραστεί από αυτή την κατάσταση.
Από την καραντίνα εννοείς;
Από την καραντίνα, απ’ το ότι είναι ένα βαρέλι χωρίς πάτο αυτό που ζούμε, δεν έχει τελειωμό. Ο κόσμος έχει θυμώσει, ο λαός θυμώνει γιατί βγαίνουν στη φόρα πράγματα όπως ήταν όλες αυτές τις καταγγελίες που έχουν γίνει για σεξουαλική βία, όπως έχει γίνει όλος αυτός ο ντόρος με την εκπαίδευση, με την τριτοβάθμια, με τη δευτεροβάθμια, με πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και φαινόμενα που βγαίνουν στη φόρα τα οποία δεν ξέραμε μέχρι τότε. Το ότι καλύπτονται πράγματα, το ότι βγαίνουν άλλα πράγματα στη φόρα για να καλύψουν και για να μας κάνουν να ξεχάσουμε άλλα πράγματα, εμένα αυτό με εκνευρίζει πιο πολύ. Αυτό με εκνευρίζει πιο πολύ, το ότι έχουμε βάλει κάτω από την ομπρέλα της πανδημίας και της υγειονομικής κρίσης που περνάμε παγκόσμια, βάζουμε άλλα πράγματα τα οποία είναι πολύ μεγαλύτερης σημασίας και τα... στην ουσία μειώνεις την αξία τους και υποβαθμίζεις το πόσο σημαντικά είναι για τον κόσμο αυτά τα πράγματα. Δεν θέλω να επεκταθώ σε πολιτικές, πολιτικά σχόλια και τέτοια. Αυτό που θέλω να πω σε σχέση με την ιστορία μου, ας το πούμε, είναι ότι η επιστήμη, οι επιστήμονες και οι γιατροί είναι εκεί για να κάνουν μια δουλειά. Οι γιατροί, οι νοσοκόμοι, οι νοσηλευτές, όλο το υγειονομικό προσωπικό περνάει την πιο δύσκολη φάση της ζωής του. Γιατί και εκείνοι άνθρωποι είναι που θα πάνε μετά στα σπίτια τους και στις οικογένειές τους και που θα ζήσουνε αυτό που ζούμε εμείς, οι μη υγειονομικοί άνθρωποι, θα το ζήσουνε έξτρα αυτό το πράγμα. Και οφείλουμε να τους σεβόμαστε, να τους αναγνωρίζουμε, όχι με χειροκροτήματα στα μπαλκόνια. Το ‘κανα το πολιτικό σχόλιο[01:10:00]. Να αναγνωρίσουμε την προσπάθειά τους και να εμπιστευόμαστε την επιστήμη. Η επιστήμη σώζει ζωές καθημερινά και είμαι ένα παράδειγμα που η επιστήμη έσωσε τη ζωή μου αλλά υπάρχουν και πολύ πιο τρανταχτά παραδείγματα όπου η επιστήμη σώζει ζωές. Δεν μπορούμε για μία πανδημία να εξοστρακίσουμε τη σημασία της επιστήμης. Ούτε για κανένα πολιτικό, για κανένα θρησκευτικό, για κανένα το οτιδήποτε συμφέρον ή, δεν ξέρω, αντίληψη, θεωρία συνωμοσίας που μπορεί να έχουμε στο κεφάλι μας. Είναι επιστήμη. Κάποιοι άνθρωποι σπουδάζουν και έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε αυτό το πράγμα. Και εμείς είμαστε πολύ μικροί και πολύ ανήμποροι να την υποβαθμίζουμε με αυτό τον τρόπο. Και εμείς και οι πάνω.
Θέλω να σε ρωτήσω και κάτι ακόμη.
Ρώτα με.
Θυμάσαι... βασικά πριν από αυτό. Έχεις κάποια άλλη ιστορία από εκείνη την περίοδο, κάποιο περιστατικό που θέλεις να πεις;
Νομίζω τα έχω πει όλα. Αν μου ‘ρθει κάτι θα το πω μετά.
Θέλω να σε ρωτήσω το εξής: θυμάσαι την πρώτη φορά που βγήκες για ένα σωστό ποτό μετά το λέμφωμα;
Ναι!
Για πες.
Αχ, είναι συγκινητικό. Η μαμά μου μου έκανε συμπαράσταση, ναι. Γενικότερα και εγώ κι η μαμά μου είμαστε από τους ανθρώπους που το μεσημέρι με το φαγητό μας θα πιούμε την μπίρα μας, θα πιούμε το κρασάκι μας κάτι, αυτό. Όσο καιρό δεν έπινα εγώ αλκοόλ δεν έπινε ούτε η μαμά μου. Οπότε όταν τελείωσα τις θεραπείες και μπορούσα να πίνω, δεν έπινα μέχρι να γυρίσω στην Κέρκυρα για Χριστούγεννα, το Δεκέμβριο του ‘17 και να πιούμε το πρώτο ποτό μαζί με τη μαμά μου, που μου έκανε συμπαράσταση όλο αυτό τον καιρό. Και θυμάμαι είχαμε στο σπίτι μπίρα και της λέω: «Ρε μαμά, έχουμε να πιούμε έξι μήνες. Μπίρα θα πιούμε;». Μartini ήπιαμε, δεν θυμάμαι πόσα. Αλλά ναι, το πρώτο ποτό ήταν με την μαμά μου και δεν το μετανιώνω που ήταν με τη μαμά μου.
Πολύ όμορφο.
Γιατί μετά από άλλα ποτά μπορούσαμε, με φίλους, με παρέες με το ένα με το άλλο, Χριστούγεννα ήτανε, διακοπές ήταν, βγαίναμε πίναμε τότε. Τον παλιό καιρό. Αλλά το πρώτο ποτό ήταν με τη μαμά μου και ήτανε το καλύτερο ποτό που έχουμε πιει ποτέ.
Και κάτι τελευταίο, Μαρία. Για κάποιον που σε ακούει και ακούει την ιστορία σου, τώρα είτε αργότερα, τι θέλεις να πεις;
Σε μία ταινία ήτανε μία κοπέλα που το είχε γραμμένο στον τοίχο της αυτό. «Να μην...», αχ, πώς το ‘λεγε; «Να μην υποκύπτουμε ποτέ σε κάθε δυσκολία γιατί κάθε δυσκολία δοκιμάζει το βαθμό της επιθυμίας μας». Η επιθυμία μου τότε περνώντας αυτό ήτανε, πέρα από το κλασικό το να συνεχίσω να ζω, ήτανε το να συνεχίσω να ζω όπως ζούσα και να έχω ξανά την υγεία μου και να πατάω στα πόδια μου γερά. Δεν θα σου πω να το αφήσω πίσω μου όλο αυτό. Αυτό, η κάθε δυσκολία δοκιμάζει το βαθμό τις επιθυμίας μας όποια επιθυμία και αν είναι αυτή. Οπότε ίσως η κάθε δυσκολία έρχεται για κάποιο λόγο. Και πολλοί άνθρωποι λένε ότι το παρελθόν πρέπει να ανήκει στο παρελθόν. Με τα φώτα που δίνει το παρελθόν ανοίγεται ο δρόμος για το μέλλον, εγώ αυτό έχω καταλάβει και με αυτό θέλω να πορεύομαι.
Πολύ ωραίο μήνυμα. Δεν ξέρω αν θέλεις να μοιραστείς κάτι ακόμη.
Όχι, νομίζω ότι είμαι πλήρης.
Θέλω να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ για αυτά που μας είπες.
Εγώ ευχαριστώ για την ευκαιρία.
Summary
Στα δεκαεννιά της, η Μαρία διαγνώστηκε με λέμφωμα Hodgkin. Μας λέει την ιστορία της από την αρχή: Περιγράφει τις πρώτες αντιδράσεις, το κούρεμα των μαλλιών της, τις χημειοθεραπείες και συγκεκριμένα την ψυχρή θεραπεία την οποία ακολούθησε. Μοιράζεται στιγμές που έζησε με τις νοσηλεύτριες και τον γιατρό της, θυμάται την καθημερινότητα εκείνης της περιόδου ως φοιτήτρια στην Αθήνα, και την αντιμετώπιση από τους γονείς και τους φίλους της. Γεμάτη χιούμορ και δύναμη, μας εξιστορεί περιστατικά σκληρά, όπως οι τελευταίες χημειοθεραπείες, αλλά και αστεία, όπως το πρώτο ποτό μετά το λέμφωμα. Τέλος, αναφέρεται στο πώς εκείνη βιώνει την πανδημία του κορονοϊού. Χαμογελαστή και αληθινή, η Μαρία μάς εξιστορεί τη δική της μάχη με τον καρκίνο και πώς αυτός (δεν) την άλλαξε.
Narrators
Μαρία Μέριανου
Field Reporters
Καρολίνα Μιχαλοπούλου
Tags
Interview Date
26/04/2021
Duration
75'
Summary
Στα δεκαεννιά της, η Μαρία διαγνώστηκε με λέμφωμα Hodgkin. Μας λέει την ιστορία της από την αρχή: Περιγράφει τις πρώτες αντιδράσεις, το κούρεμα των μαλλιών της, τις χημειοθεραπείες και συγκεκριμένα την ψυχρή θεραπεία την οποία ακολούθησε. Μοιράζεται στιγμές που έζησε με τις νοσηλεύτριες και τον γιατρό της, θυμάται την καθημερινότητα εκείνης της περιόδου ως φοιτήτρια στην Αθήνα, και την αντιμετώπιση από τους γονείς και τους φίλους της. Γεμάτη χιούμορ και δύναμη, μας εξιστορεί περιστατικά σκληρά, όπως οι τελευταίες χημειοθεραπείες, αλλά και αστεία, όπως το πρώτο ποτό μετά το λέμφωμα. Τέλος, αναφέρεται στο πώς εκείνη βιώνει την πανδημία του κορονοϊού. Χαμογελαστή και αληθινή, η Μαρία μάς εξιστορεί τη δική της μάχη με τον καρκίνο και πώς αυτός (δεν) την άλλαξε.
Narrators
Μαρία Μέριανου
Field Reporters
Καρολίνα Μιχαλοπούλου
Tags
Interview Date
26/04/2021
Duration
75'