Age Restricted Interview

This interview is only available to users who are eighteen years old or over.

Πέτρος Αγρανιώτης: Οι αναμνήσεις μου

Χ.Κ.

Λοιπόν, ξεκινάμε; Ξεκινήσαμε! Καλημέρα!

[00:00:00]

Π.Α.

Καλημέρα σας.

Χ.Κ.

Πώς ονομάζεστε;

Π.Α.

Πέτρος Αγρανιώτης του Παναγιώτη και της Χαρίκλειας.

Χ.Κ.

Εγώ ονομάζομαι Κουφάκος Χρήστος. Είμαι Ερευνητής στο Istorima. Σήμερα είναι Καθαρά Δευτέρα, 15 Μαρτίου του 2021. Βρισκόμαστε στις Κροκεές Λακωνίας, στο ιατρείο σας συγκεκριμένα, και θα κάνουμε τη συνέντευξη αναφορικά με τη ζωή σας και τα βιώματά σας. Θείε Πέτρο, αν μου επιτρέπεις κιόλας-

Π.Α.

Βεβαίως, βεβαίως.

Χ.Κ.

Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με τα παιδικά σου χρόνια. Πού γεννήθηκες, πώς έζησες, τα βιώματά σου, όταν ήσουν παιδί. Παρακαλώ.

Π.Α.

Να ‘ξερες τι μου τσιγκλάς τώρα! Μου τσιγκλάς παρελθόν, πριν 66-67 χρόνια! Γεννήθηκα στη Στεφανιά Λακωνίας το 1955, 11 Μαΐου. Από μικρός ήμουνα ένα μικρό «ζουζούνι». Πειραχτήρι, ατίθασος, ένα άτσαλο παιδί. Αλλά είχα μια μεγάλη τάση και μια όρεξη για τα γράμματα. Να φανταστείς ότι σε ηλικία 4,5-5 χρονών που τότε δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία στα χωριά, εγώ ζήτησα να πάω σχολείο! Και με πήγανε άγραφο στο δημοτικό, και μου βάζανε αποδεικτικό κάθε χρόνο, με τρία 10άρια, όχι με 1, με τρία 10άρια! Για να με ικανοποιήσουν. Τότε τα παιδιά πήγαιναν σχολείο στα 6-6,5 και 7 χρονών. Εγώ είχα πάει δύο φορές απ’ τα 4-4,5. Ήμουν το αγαπημένο παιδί των δασκάλων. Ζουζούνι μεν, αλλά έξυπνο δε. Όπου υπήρχε πέτρα, ήμουν από κάτω. Μου ‘χαν αδυναμία όλοι οι δάσκαλοι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διακριθώ στα γράμματα στο δημοτικό, χωρίς βιβλία βέβαια, όλα με τις παραδόσεις. Και ήμουνα, αν όχι ο πρώτος, στους 2-3 πρώτους μαθητές της τάξης μου και όλου του δημοτικού σχολείου. Αυτά όλα μέχρι το 1967. Μετά δώσαμε εξετάσεις στο γυμνάσιο Κροκεών και μπήκα στο γυμνάσιο. Τότε δίνανε εξετάσεις εισαγωγικές. Εισήχθην κανονικά, με βαθμό «Άριστα», το 20. Και τους έκανε εντύπωση, «Πώς χωρίς βιβλία, πώς τούτο, πώς το άλλο, το διαβολόπαιδο είναι του 20». Οι γονείς μου ήταν αγράμματοι άνθρωποι. Δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν το μέγεθος της εξυπνάδας. Με βλέπανε δραστήριο που πάντα πήγαινα από μικρό παιδί στα χωράφια μαζί τους, να τους βοηθήσω. Είχα μια όρεξη για δουλειά πάντα. Και στις ελιές πήγαινα και στις ντομάτες πήγαινα που καλλιεργούσαν, εκείνα τα χρόνια. Βέβαια στα κενά, μέσα στο Σαββατοκύριακο, εννοείται. Το Σάββατο δούλευα. Εν πάση περιπτώσει, φτάνουμε πια στην ηλικία των 12 χρόνων, που κάνουμε μια υπερπροσπάθεια με τους γονείς μου, και κάνουμε μια καλλιέργεια, σε μια περιοχή μεταξύ Βλαχιώτη και Έλους, περιοχή Τζαμάλια τη λένε. Βάλαμε 20 στρέμματα ντομάτες, με μια θειά μου μαζί, και πηγαίναμε στα χωράφια εκείνο το καλοκαίρι, με τα πόδια απ’ τη Στεφανιά, ή με στοιχειώδη μεταφορικά μέσα, κάνα τρακτέρ, κάνα γαϊδούρι. Πηγαίναμε και καλλιεργούσαμε τη ντομάτα. Αυτό επί 3 μήνες, από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο. Τον Σεπτέμβρη, κανονικά στο σχολείο. Το οποίο σχολείο, πάλι υπήρχανε προβλήματα στο ότι δεν είχαμε βιβλία να διαβάσουμε, δεν είχαμε τον τρόπο να ντυθούμε, μεταφορικά δεν είχαμε. Για καλή μου τύχη τότε, για πρώτη φορά, δημιουργήθηκε μια ψευτο-συγκοινωνία, κάποιος ιδιώτης Κροκεάτης με λεωφορείο, μετέφερε τα παιδιά της Στεφανιάς στο γυμνάσιο των Κροκεών, και δεν ήταν υποχρεωμένα τα παιδιά να μένουνε εδώ, που οι γονείς τους δεν μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιο. Με μια δραχμή εισιτήριο, πηγαινοερχόμασταν Στεφανιά-Κροκεές. Μας πήγαινε και μας έφερνε. Τότε πέρασα και μια άσχημη εμπειρία, το 1967, σε κάτι μεγάλες πλημμύρες που έγιναν στο χωριό μας, το λεωφορείο πήγε να πνιγεί. Πήγαμε να πνιγούμε 30-40 παιδιά, που ήμασταν μέσα στο λεωφορείο. Και οι μεγαλύτεροι που κάνανε με τον συναγερμό, με τις κόρνες του λεωφορείου, μας έσωσαν, μπαίνοντας στο νερό τουλάχιστον 1,5μ. λασπόνερο. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της κακής δομής των χωραφιών, μέτρα που δεν έχουν σχέση με αποξήρανση. Αποστραγγιστικά έργα δεν υπήρχαν φυσικά τα χρόνια εκείνα. Εν πάση περιπτώσει, προχωράμε στο γυμνάσιο Κροκεών. Διακρινόμουν πάντα με τις επιδόσεις μου. Ήμουν το καμάρι της Στεφανιάς, θα έλεγα, ενάντια κάποιων "κακών" φίλων μου, οι οποίοι είχαν τον παρά στην τσέπη, ο πατέρας τους πίστευε ότι θα με ξεπεράσουν. Εγώ πάντα ήμουν από πάνω τους. Αποτέλεσμα, εγώ πέρασα, όταν πήγα στην Αθήνα κι έδωσα εξετάσεις Πανελλήνιες, εγώ πέρασα στην Αθήνα, κι αυτοί πήγαν στην Ιταλία με τα λεφτά του μπαμπά. Εγώ φυσικά δεν θα μπορούσα να πάω ποτέ στην Ιταλία, με τα λεφτά που δεν υπήρχαν του μπαμπά. Τα 4 χρόνια που έκατσα στο γυμνάσιο Κροκεών, είχα επιδόσεις πάρα πολύ καλές σε αγώνες στίβου, στο ποδόσφαιρο. Ήμουν απ’ τους 2-3 πολύ καλούς αθλητές του μονόζυγου. Ήμουν εγώ, ένας Δαφνιώτης κι ένας Ντουραλιώτης που πάντα κάναμε αγώνες και μας χαζεύανε όλοι στο γυμνάσιο. Σαν παιδί λοιπόν, 16 χρόνων, φεύγω από το γυμνάσιο Κροκεών, προσκεκλημένος ενός θείου μου, αδερφού της μητέρας μου που παρότι ήταν αριστερός, και τα χρόνια της Χούντας ήταν δύσκολο αν ήσουν αριστερός, να επιβιώσεις στην Αθήνα, αυτός είχε εγκατασταθεί εκεί. Κι επειδή μου είχε αδυναμία κι έβλεπε το ταλέντο μου, με την επιθυμία των παιδιών και της θείας μου, με πήρε στο σπίτι του, να μείνω έκτο μέλος της οικογένειας. Ήταν 5 αυτοί κι ένας εγώ 6. Αυτό το ερώτημα μού μπαίνει πάντα στο μυαλό μου, λέω «Εγώ θα το ‘κανα ποτέ για κάποιον ανιψιό ατίθασο, 16 χρονών παιδί, στα χρόνια εκείνα; Τα χρόνια τα δύσκολα της επιβίωσης και τα χρόνια τα χουντικά, που ο άνθρωπος αυτός κυνηγιότανε σε ό,τι δουλειά έκανε κι έτρωγε τα πρόστιμα της μαϊμούς; Και πλήρωνε και πλήρωνε και πλήρωνε κι έχασε περιουσίες;». Εγώ λέω δεν θα το ‘κανα, Αυτός το έκανε. Του το αναγνωρίζω και να ‘χει ελαφρά τα χώματα που τον σκεπάζουν. Πάντα θα το λέω, και στα εγγόνια μου ακόμα, αργότερα. Μαζί μ’ αυτόν και τα παιδιά του, μου στάθηκαν πάρα πολύ καλά δίπλα μου. Με βάλανε στον ίσιο δρόμο, που λέμε, και μου είχανε πει μια κουβέντα «Από δω θα φύγεις μόνο γιατρός. Αν δεν περάσεις Ιατρική, από δω δεν φεύγεις». Στα δύσκολα χρόνια εκείνα, που τα παιδιά αυτά έχασαν τον πατέρα τους, στην πορεία των χρόνων. Αυτό που λέμε, γύρω στο ’76 πέθανε ο άνθρωπος. Τα παιδιά ανέλαβαν τη διαχείριση της περιουσίας, τα προβλήματα όλα, τέλος πάντων. Σκεφτήκαμε κάποιες λύσεις οικονομικής μορφής, όπως ο αρραβωνιαστικός της ξαδέρφης παράδειγμα, ήταν απ’ τη Ρωσία ομογενής, ήξερε από τηλεοράσεις, από κεραίες, από τέτοια πράγματα. Φτιάξαμε ένα οργανωμένο συνεργείο κατασκευής κεραιών, τηλεόρασης και τοποθέτησης κεραιών και τηλεοράσεων. Όλοι μαζί, τα ξαδέρφια, εγώ, οι αρραβωνιαστικιές, οι πεθερές, οι συμπεθέρες, όλοι αυτοί πηγαίναμε. Εγώ πήγαινα τα Σαββατοκύριακα. Τα δε καλοκαίρια, πήγαινα στα εργοστάσια, με τον ξάδερφό μου, για να μπορέσω να μάσω τα προς το ζην του χειμώνα. Τα διάφορα εργοστάσια. Δούλεψα στα μπισκότα «Παπαδοπούλου», στην μπύρα την «Pilsner», στην «ELMETAL» και στην «ELCO Βαγιωνής». Φτωχά χρόνια, δύσκολα χρόνια. Ήταν η εποχή που οι γονείς μας, όλοι οι γονείς της περιοχής της Στεφανιάς έδιωχναν τα παιδιά τους μακριά από τη λάσπη. «Φύγετε από τη λάσπη. Να πάτε κάπου, να βρείτε την τύχη σας αλλού» και μας στέλνανε στην Αθήνα, σε κάποιες ιδιωτικές σχολές, οι οποίες εκμεταλλεύονταν τον πόνο και τον κόπο των παιδιών αυτών. Άλλες δώσανε πτυχίο, αναγνωρίσιμο ή όχι, άλλες δεν δώσανε καθόλου. Και τα παιδιά, τα πιο πολλά απ’ αυτά, είχανε πρόβλημα επιβίωσης. Δεν μπορούσε ο γονιός να πληρώσει το ενοίκιο, δεν μπορούσε να του στείλει μόνιμο χαρτζιλίκι. Τα παιδιά αυτά αναγκάζονταν να κάνουν και δεύτερες και τρίτες δουλειές, πέρα απ’ τη σχολή τους. Άλλα πήραν πτυχίο, άλλα απογοητευμένα ξαναγύρισαν πάλι στο χωριό τους. Και ίσως για καλή τους τύχη. Γιατί εκεί, δεν ήξερες ποτέ που μπορούσες να μπλέξεις. Ήταν η εποχή που αναπτύσσονταν πολύ τα ναρκωτικά, το αναρχικό κίνημα ήταν έντονο στην περιοχή των σχολών, γιατί σημειωτέον οι πιο πολλές σχολές ήταν στο κέντρο της Αθήνας. Δηλαδή, δίπλα στο Πολυτεχνείο, στην Πατησίων, στην Πειραιώς. Όλα αυτά συμβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας. Και τα παιδιά αυτά κινδύνευαν από χίλιους δυο κινδύνους. Να μπλέξουν με ναρκωτικά ή ακόμη και με άλλες κακοήθεις πράξεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα 2-3 παιδιά να καταφέρουμε να πάρουμε πτυχίο, από την περιβόητη Αθήνα. Άλλα το εξάσκησαν επάγγελμα, άλλα όχι. Εγώ πήρα το πτυχίο μου, με πολύ κόπο, κάνοντας πολλές δουλειές τα καλοκαίρια. Νυχτερινές δουλειές, την εποχή δουλειάς, και συσσώρευα την εργασία μου του πανεπιστημίου, τη συσσώρευα σε εξάμηνα ή σε τρίμηνα συνεχόμενα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να προλάβω τις ακαδημαϊκές μου υποχρεώσεις. Οφείλω να ομολογήσω ότι το πτυχίο της Οδοντιατρικής για μένα είναι το πιο δύσκολο που υπάρχει στον κόσμο! Γιατί το λέω αυτό; Όλες οι σχολές είναι δύσκολες. Όλα τα Πανεπιστήμια έχουν απαιτήσεις. Όλη η μόρφωση των παιδιών είναι εξειδικευμένη. Έχει κούραση, θέλει διάβασμα, αλλά τα πιο πολλά Πανεπιστήμια, αν όχι όλα, δεν έχουν τη λεγόμενη πρακτική εξάσκηση. Τι σημαίνει αυτό; Εγώ για να πάρω πτυχίο, να δώσω εξετάσεις, έπρεπε για παράδειγμα να κάνω 100 σφραγίσματα. Έπρεπε να κάνω 150 εξαγωγές. Να κάνω 10 απονευρώσεις. Τα λέω ωμά και κοινά, δεν τα λέω με όρο οδοντιατρικό. Να φτιάξω 5 μασέλες. Να κάνω 5 διαγνώσεις. Διάφορες ορθοδοντικές εργασίες σε παιδάκια. Κι εγώ ρωτάω τον καθένα που ακούει, πόσο εύκολο είναι σε ένα παιδί που είναι μοναχό του στην Αθήνα, να μπορέσει να εξασφαλίσει αυτήν την πρακτική εξάσκηση, που σημειωτέον η κάθε έδρα τη δικαιούτο για 1 φορά τη βδομάδα μόνο, και για 6 μήνες θεωρητικά, δηλαδή 3 μήνες εργάσιμους. Πράγμα που σημαίνει ότι περίμενα να τελειώσει κάποιος από κάποια έδρα, την κανονική περίοδο, αυτή που τους βόλευε το οικογενειακό περιβάλλον, κι εγώ καθόμουν το καλοκαίρ[00:10:00]ι και μάζευα τη δουλειά αυτή. Παράδειγμα, έκανα 30 σφραγίσματα το καλοκαίρι. Δεν τα ‘κανα τον χειμώνα. Χειμώνα δεν μπορούσα να έχω ανθρώπους. Ή δεν είχα καρέκλα, δεν είχα έδρα! Το καλοκαίρι όμως, έβρισκα την έδρα του άλλου που είχε τελειώσει, τη «νοίκιαζα» κι έφτιαχνα κάθε μέρα σφραγίσματα! Στην άλλη έδρα, την άλλη ώρα, έκανα τις εξαγωγές και πάει λέγοντας.  Αυτός ο μεγάλος αγώνας αποτυπώνεται στις κουβέντες που μου ‘πε μια μέρα η αδερφή μου. «Σε θυμάμαι μια ζωή με έναν αρθρωτήρα παραμάσχαλα. Μια ζωή με ένα βιβλίο στο χέρι. Τη νύχτα δεν κοιμόσουν ποτέ. Πάντα διάβαζες και πάντα ακουγόσουν εκεί που κοιμόμασταν εμείς». [Δ.Α.] ήταν αδυσώπητο για εμένα. Δεν είχα σπίτι μόνιμο πουθενά, μόνο την πρώτη χρονιά. Μετά απ’ τον θείο όταν έφυγα, από το ’74 και μετά που πέρασα Πανεπιστήμιο, δεν είχε καμία υποχρέωση απέναντί μου ο θείος, κι αναγκαστικά κι εγώ ήθελα να φύγω από το σπίτι, γιατί ήταν κουραστικά τα πράγματα εκεί μέσα, για τα παιδιά τα ίδια. Δεν ήθελα να είμαι φόρτωμα. Κι αναγκαστικά τράβηξα τον δρόμο μοναχός μου. Την πρώτη χρονιά, είχα συγκάτοικο ένα παιδί, που με φιλοξένησε στη δική του γκαρσονιέρα. Τη δεύτερη χρονιά, δεν υπήρχε σπίτι. Νοικιάζω ένα πλυσταριό μόνο για 2 μήνες. Πλυσταριό πραγματικά. Με τουαλέτα κοινή, 10 αλλοδαπών και 5 Ελλήνων, μια ταράτσα με 4-5 πλυσταριά. Εγώ έμενα εκεί, με τα ρούχα μου όπως κυκλοφορούσα, μ’ αυτά κοιμόμουν. Χωρίς θέρμανση, χωρίς βασικές ανάγκες επιβίωσης. Κι από το ’75 και μετά, μέχρι το ’79 που η αδερφή μου αγόρασε διαμέρισμα στο Ηράκλειο, εκείνα τα 4 χρόνια, ήμουνα ες αεί ήμουνα φιλοξενούμενος κάποιου που είχε κάποιο διαμέρισμα. Άλλοτε για 1 μήνα, άλλοτε για 20 ημέρες, άλλοτε για κάποιο χρόνο. Και στα μεσοδιαστήματα αυτά, για να επιβιώσουμε οικονομικά, να μπορούμε να φάμε ένα πιάτο φαΐ, έπρεπε να δουλεύουμε τα καλοκαίρια και τον χειμώνα να βγάζουμε ένα στοιχειώδες, υποτυπώδες μεροκάματο. Περιττό να πω ότι είχα μια αντιμετώπιση από τον Πολιτεία πολύ άσχημη τότε. Όταν πρωτοπέρασα Πανεπιστήμιο το ’74, η Πρόνοια μάς έβγαζε στους άπορους φοιτητές ένα κουπόνι φαγητού, το οποίο ήταν 25 δρχ., με το οποίο έτρωγες άνετα μια ωραία φασολάδα, αλλά και άνετα έτρωγες ένα μπουτάκι ή μια φτερούγα απ’ το κοτόπουλο. Αναγκαστικά έπρεπε να βρεις τον τρόπο και σε ημερομηνία που ήταν το κουπόνι. Δεν πήγαινε ετεροχρονισμένα. Δηλαδή, να μάσεις 2 κουπόνια να φας την άλλη μέρα καλά. Έπρεπε οπωσδήποτε τη μέρα εκείνη, 25 Μαρτίου, ας το πούμε, να φας 25 Μαρτίου! 26 Μαρτίου, 26 Μαρτίου! Μετά το άλλαξαν κι αυτό, αλλά το μετά εγώ δεν το είχα, γιατί οι προύχοντες του χωριού μου, οι καλοσυντηρημένοι, οι οποίοι γνωμάτευσαν ξαφνικά ότι ο πατέρας μου, ο Παναγιώτης ο Αγρανιώτης, ήτανε πλούσιος, επειδή τυχαίνει να έχει ένα δωμάτιο πάνω στο άλλο κι έχει 2 σπίτια, 2 δωμάτια δηλαδή, ότι είναι πλούσιος! Και με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου δεν μου ‘διναν την υπογραφή τους, για να πάρω το κουπόνι να φάω! Ποιο; Ένα Στεφανιωτάκι, πανέξυπνο παιδί, διαβολάκι όπως το λέω εγώ, να μην μπορεί να φάει! Πέστε μου εσείς τι θα κάνατε. Εγώ έσκυψα το κεφάλι, δέχθηκα τη μοίρα μου και βρήκα μια δουλειά νυχτερινή, η οποία να μου εξασφαλίζει τουλάχιστον αυτά που προσέφεραν, τα 3 σουβλάκια, μια coca cola και μια πατάτες. Κάθε μέρα, το μόνιμο φαγητό μου ήταν αυτό. Περιττό βέβαια να σας πω ότι στα ενδιάμεσα που πείναγα, έτρωγα και καμιά μπουγάτσα βέβαια. Βέβαια, βέβαια! Ήταν η καλοπέρασή μου! Βέβαια, αν με ζύγιζε κανείς στην πλάστιγγα, ήμουνα δεν ήμουνα 35kg. Μία απ’ τις δουλειές που μου πρότειναν κάποτε, λόγω του ότι ήμουνα πολύ αδύνατος και λεπτός θα έλεγα, τσιχλαρίδας όπως το λέω εγώ, μου ‘χανε πει να πάω αναβάτης στον ιππόδρομο. Κι εγώ αρνήθηκα φυσικά, και είμαι και κοντός στο ύψος, αρνήθηκα γιατί τους λέω «Εγώ φοβάμαι τα γαϊδούρια, στα άλογα θα ανέβω;». Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τις δυσκολίες που είχε αυτή η παλιοζωή κι ακούς μερικούς σήμερα και λέει «Εκείνα τα χρόνια ήταν καλύτερα». Και τους λέω «Να μου τα πείτε εμένα!». Που δεν είχα αγοράσει καινούριο παντελόνι, καινούριο πουκάμισο, καινούριο εσώρουχο, παρά μόνο απ’ τα καλάθια της Ομόνοιας. Αναλογικά, με 1€ σήμερα, αναλογικά με 1€. Τότε με ένα 50άρικο ήτανε, λοιπόν, που τα ‘χανε μιας χρήσεως. Για πρώτη φορά, αγόρασα ρούχα δικά μου το 1979, σε ηλικία 24 χρόνων. Κι αυτά από τι; Δευτεράντζα, από έναν πλανόδιο συμπαθητικό γεράκο. Πέτρος Γεωργιάδης λεγότανε. Ήταν αποτυχημένος βιομήχανος κι αυτός και τον λυπόμουνα. Ερχόταν στο καφενεδάκι που δούλευα, είχα μάσει κάποια χρήματα απ’ τη δουλειά μου, και πήρα για πρώτη φορά και φόρεσα καπαρντίνα κι εγώ, όπως φοράνε οι Ιταλοί μοντέρνοι νέοι, τη σταυρωτή. Α λα Βαλεντίνο, πώς τη λένε, κάπως έτσι, σταυρωτή ήτανε. Δεν τη φόρεσα ποτέ, 1-2 φορές τη φόρεσα και την έβγαλα. Κι αγόρασα και 3 κοστούμια Δημητριάδη του Αναγνωστόπουλου. Φυσικά δεν ήταν στα μέτρα μου, έπρεπε να διορθωθούνε. Αλλά για να βοηθήσω τον φουκαρά τον γέροντα, τα ‘χα πάρει, τα οποία κατέληξαν στο χωριό. Αυτά, λοιπόν, είναι τα καλύτερα χρόνια που περάσαμε, που μας λένε καλύτερα τα χρόνια εκείνα. Ποια χρόνια; Ήμουν 10 χρόνια στην Αθήνα, 11, μαθητής και φοιτητής. Μαθητής, πάει στο διάολο, ήξερε η μάνα μου πού είμαι. Φοιτητής ήξερε πού είμαι; Έπαιρνε την αδερφή μου «Βρε Βούλα, τι κάνει ο αδερφός σου;». «Μάνα, έχω να τον δω 1 μήνα». Φυσικά εγώ δεν αλήτευα, εγώ δούλευα. Για να πάω στο Αιγάλεω ή στο Ηράκλειο, μέχρι να μείνω μόνιμα κάποιο χρόνο κι εκεί, ήτανε πρόβλημα, γιατί όταν δουλεύεις μέχρι τις 3 τη νύχτα, πώς να πας στην αδερφή σου; Την άλλη μέρα, εκεί που σε φιλοξενούσαν, κοιμόσουνα και ξυπνούσες την άλλη το μεσημέρι. 1 το μεσημέρι. Την εποχή που εγώ δεν δούλευα, έπρεπε να πηγαίνω στο Πανεπιστήμιο, αναγκαστικά απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Ήμουνα μ' ένα βαλιτσάκι στο χέρι, με έναν αρθρωτήρα, όπως έλεγε η αδερφή μου, να κάνω τα απαραίτητα μαθήματα, τα απαραίτητα εργαστήρια. Για καλοκαίρι; Ούτε κουβέντα. Δεν υπήρχε περίπτωση το καλοκαίρι να κάνω διακοπές. Το παράπονό μου το ‘χω πει πολλές φορές. Το ’77, τους λέω, δούλευα στο κυλικείο του Περάματος. Το κυλικείο αυτό το είχε ο κουμπάρος του ξαδέρφου μου, που έμενα στο σπίτι του τα πρώτα χρόνια, ένας Δρακουλάκος που το είχε από την πεθερά του. Και με κάλεσαν εκεί πέρα, επειδή εγώ ήξερα από σουβλάκια, επειδή δούλευα σε σουβλατζίδικο, με καλύτερα λεφτά βέβαια, να δουλέψω 3 μήνες το καλοκαίρι εκεί. Το παράπονό μου ότι έβλεπα κάθε μέρα, και κυρίως το Σαββατοκύριακο, πολλούς νέους ανθρώπους με ένα βαλιτσάκι στο χέρι και παίρνανε το ferry boat και πηγαίνανε στη Σαλαμίνα. Kι εγώ έλεγα «Εγώ πότε θα πάω στη Σαλαμίνα; Ρε παιδιά, ακόμη δεν έχω πάει στη Σαλαμίνα! Μου ‘χει μείνει παράπονο». Να δουλεύω στο Πέραμα 3 μήνες, που απ’ τη Σαλαμίνα είναι 30΄ με το καράβι, κολυμπώντας είναι 1 ώρα. Κι εγώ δεν μπόρεσα να πάω στη Σαλαμίνα. Το ‘χω παράπονο. Δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να πάω ποτέ. Γιατί έπρεπε να ‘μαι στις 6 το πρωί στο κυλικείο, έπρεπε να κοιμάμαι στις 9 το βράδυ, καλοκαίρι παρακαλώ. Ποιος κοιμάται 9 το βράδυ, που ‘ναι ο ήλιος έξω; Κανείς δεν κοιμάται. Κι όμως, προσπάθησα να κοιμηθώ, γιατί έπρεπε να πάω 6 στο Πέραμα. Έμενα στα Εξάρχεια φιλοξενούμενος. Ήταν 1 ώρα δρόμο. Έπρεπε απ’ τις 4 να σηκωθώ. Πρέπει να κοιμηθείς 4-5 ώρες για να βγάλεις 12ωρο μετά. Εν πάση περιπτώσει, αυτά ήταν τα χρόνια τα φοιτητικά. Όλα αυτά, μ’ ανάγκασαν και δούλευα μέσα στη νύχτα, γιατί η νύχτα είναι πάρα πολύ καλή για εμένα. Ευτυχώς, με προφύλαξε από πολλά πράγματα. Με έμαθε τις κακοτοπιές, με έμαθε να ξεχωρίζω ανθρώπους, με έμαθε να φυλάγομαι. Όχι ότι δεν κινδύνεψα. Πολλές φορές. Πήγαν να με μαχαιρώσουν και κινδύνεψα. Για ναρκωτικά με πλησίασαν. Κι εξαναγκαστικά πράγματα, να με ρίξουν σε καράβι με ναρκωτικά. Θα θυμάσαι το γνωστό «Gloria», το «Καράβι από την Περσία» που λέει ο τραγουδιστής. Ε, σε ένα απ’ αυτά θέλανε να με ρίξουνε. Εν πάση περιπτώσει, τα κατάφερα από τύχη, από τον καλό μου άγγελο, που λέγεται φίλος Κάβουρας Κώστας, που λέγεται Γκοτζαμάνης Θωμάς. Αυτοί είναι, υποτίθεται, τα «αφεντικά» μου. Πιο έμπειροι από εμένα. Και κάθε φορά που βλέπανε κάποια κίνηση παράξενη να γίνεται γύρω από εμένα, με προφυλάξανε. Και μου δώσανε και την όρεξη με τα μαγαζιά τους, τη δουλειά τους, τυφλή εμπιστοσύνη και έβγαζα το απαραίτητο μεροκάματο. Και όταν εγώ δεν είχα δουλειά ή δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα, έλεγα «Ρε σεις, διώχτε τον Παναγιώτη 2 μέρες, να κάνω 2 ρεπό, να πάρω μεροκάματο». Και το ‘καναν οι άνθρωποι. Και όταν πήρα το πτυχίο μου, δεν το πίστευε κανείς. Έβγαλα 20 αντίγραφα και πήγα στα μαγαζιά που δούλευα και τους λέω «Κύριοι, από εδώ και πέρα κύριος Πέτρος» και γινόταν ο πανζουρλισμός, ο χαμός! Δεν πίστευαν ποτέ ότι ένα παιδί, όπως ήμουνα εγώ διαμορφωμένο, ατίθασο, όπως έλεγε ο φίλος μου ο Κάβουρας και στη μετέπειτα γυναίκα μου, την αρραβωνιαστικιά μου τότε «Σ’ αυτόν πήγες και έμπλεξες; Όποια πέτρα και να σήκωνες, από κάτω ήτανε». Κι όμως, στάθηκε αυτός ο άνθρωπος και να ‘ναι καλά αυτοί οι άνθρωποι, αν ζουν, αν είναι καλά, να ‘ναι καλά εκεί που είναι, με όλη μου την καρδιά το λέω, στάθηκαν φύλακες άγγελοι, γιατί θα είχα μπλέξει σε παράνομους λαθρέμπορους, χρυσοχόους, ναρκωτικά, τι να λέμε τώρα, αναρχικές πράξεις, κ.ο.κ. Όλα αυτά όμως, μου δώσανε μια προσωπικότητα, να ‘μαι μάχιμος συνέχεια. Τι σημαίνει μάχιμος; Μην το βάζεις ποτέ κάτω. Να ‘σαι πάντα αισιόδοξος. Να προσπαθείς, όπως λέει ο φίλος μου ο Γιώργος ο Μανωλάκος στη Στεφανιά «Ο μόνος που δίνει λύσεις σ’ όλα τα προβλήματα είναι ο Πέτρος ο Αγρανιώτης. Και το λέει κι ο Νικολής» μου λέει και γελάει! Ένας παλιός μου φίλος, συγχωριανός μου, και μου λέει «Ο μόνος που δίνει λύση στο πρόβλημα, σε κάθε πρόβλημα, είσαι εσύ». Κι αυτό οφείλω να το αναγνωρίσω στον εαυτό μου. Πραγματικά, δεν με ενδιαφέρει η θεωρία, όχι ότι είναι κακή, όχι! Μ' ενδιαφέρει όμως να μπορείς να δίνεις λύσεις στα προβλήματα. Δηλαδή, ένα παιδί Α, που ‘χει ένα θέμα. Τι θέμα; Θέμα, ότι δεν έχει λεφτά ή θέμα ότι δεν «παίρνει» τα γράμματα ή είναι δυσλεκτικό. Δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω, πρέπει να προσπαθούμε. Να φτιάχνουμε καταστάσεις εμείς οι δίπλα του, που το αγαπάμε, και να του δώσουμε τα φώτα να προχωρήσει στη ζωή του. Εγώ τέτοιους ανθρώπους βρήκα αρκετούς. Φίλους, συγγενείς. Λίγους, αλλά βρήκα! Κάποιους συγγενείς που με βάλανε στο σπίτι τους, σας είπα, την εποχή της Χούντας. Κάποιοι συγγενείς, ο μακαρίτης ο αδερφός μου, ήταν ο μόνος που μου ‘δινε «Πάρε αυτά, ρε αδερφέ, που έχω. Δεν έχω πολλά, 200 χιλιάρικα έχω, πάρτα». Και μου τα ‘δωσε. Μου τα ‘δινε. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη, ποτέ δεν μου χάλασε χατίρι. Λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι συνέβαλαν στο να βγει μια προσωπικότητα, η οποία, το ’84 πια, τελειωμένος από τον στρατό, που κι εκεί «έλυνα και έδενα». Βρέθηκα στο Παναρκαδικό για 17,5 μήνες, στο στρατιωτικό νοσοκο[00:20:00]μείο. Ήταν μαζί τότε, και πιστεύω ακόμα μαζί είναι. Κι από επιλογή, στην ουσία ήμουνα συνταγματάρχης, κολλητός του αρχίατρου, κλπ. Δηλαδή, εγώ πήγαινα χωρίς προσοχές, και οι άλλοι βαράγανε προσοχές. Μιλάμε για τέτοια εξοικείωση με τον συνταγματάρχη. Όχι βύσμα, απέκτησα την εμπιστοσύνη του, τίποτα παραπάνω. Και ανακατεύτηκα κι εκεί σε πάρα πολλά πράγματα. Μέχρι που τα έβαλα με τη Νομαρχία ολόκληρη, γιατί τα κακόμοιρα τα φανταράκια κουβαλάγανε τα σκατά του νοσοκομείου, τα κουβαλάγανε στην πλάτη τους με σακούλες, από εντόσθια και ακαθαρσίες. Κι εγώ, αν κατάφερα κάτι, κατάφερα το δημαρχιακό ή νομαρχιακό απορριμματοφόρο να πηγαίνει στο νοσοκομείο, να τραβάει τα απορρίμματα, επιτέλους. Και μου το αναγνώρισαν οι τότε αξιωματούχοι. Γύρω στο 1985 αυτή η δουλειά που σας λέω. Δηλαδή, από τότε ήμουνα μάχιμος. Κι αρχίζει το άλλο στάδιο της ζωής, επαγγελματίας οδοντίατρος, με φιλοδοξίες πάρα πολλές, με ικανότητες πάρα πολλές. Περιττό να σου πω ότι όταν άνοιξα το ιατρείο στις Κροκεές, είχα μια εμπειρία μπροστά από 2.000 εξαγωγές και μπροστά από 2.000 τουλάχιστον ενδοδοντικές θεραπείες, δηλαδή απονευρώσεις. Θες να σου πω πώς βγαίνει αυτό; Θα σας πω αμέσως. Όταν ήμουνα 17,5 μήνες στον στρατό, εκτός από τα φανταράκια και τις καθαρίστριες και τους υπαλλήλους εκεί μέσα που είχανε, ιατρούς και λοιπό προσωπικό του νοσοκομείου, με επισκεπτόντουσαν και ένα παράρτημα, εκεί θα γελάσετε λιγάκι, των φυλακών Τριπόλεως. Και ξέρετε πολύ καλά οι φυλακές Τριπόλεως τι κουμάσια έχουνε μέσα. Κι ερχόντουσαν στο ιατρείο και τι μου ζητάγανε οι αθεόφοβοι; Να τους δίνω την ένεση μέσα στο ποτήρι, να την πίνουνε σκέτη. Εδώ μια σταγόνα στάζεις στο στόμα σου και δηλητηριάζεσαι. Εκείνοι την πίνανε έτσι, κι εγώ έσπαγα πλάκα. Και τους έφτιαξα ένα ιατρείο στο νοσοκομείο τότε, το οποίο ήταν καλύτερο απ’ το δικό μου το σημερινό. Για εργαλεία πάντα μιλάμε. Με τις παραδοσιακές καρέκλες, βέβαια, αλλά τα εργαλεία ήταν 3Α. Λοιπόν, ήρθα στις Κροκεές λοιπόν, να ανοίξω οδοντιατρείο, με αυτήν την τεράστια εμπειρία. Γιατί στην επαρχία, η πρώτη δουλειά που κοιτάει ο άλλος είναι να μην πονάει. Μετά είναι να βάλεις το δοντάκι να το σφραγίσεις ή να του βγάλεις το δοντάκι, να του βάλεις μια μασελίτσα κάτι, να μπορέσει να βολευτεί. Αυτή ήταν η παιδεία μέχρι τότε. Από το ’90 και μετά, άρχισαν τα πράγματα να αλλάζουν βέβαια. Οι γονείς έχουν απαιτήσεις, τα παιδιά τους τα πάνε σε παιδο-οδοντιάτρους, βάζουν σιδεράκια τα πιο πολλά παιδιά, ορθοδοντικά κατασκευάσματα δηλαδή. Κάνουν αισθητικές εργασίες οι διάφοροι αισθητικοί οδοντίατροι. Με κατάλληλο εξοπλισμό, με λεφτά του μπαμπά βέβαια, που εγώ τέτοιες βοήθειες δεν τις είχα ποτέ. Κι εγώ ήθελα να γίνω γναθοχειρουργός, να κάνω εμφυτεύματα, να βάζω 2 τη βδομάδα και να βγάζω το μεροκάματο. Δεν τα κατάφερα όμως να πάω στη Γερμανία. Για να πας στη Γερμανία θες και 10.000€ τον χρόνο, πού να τα βρούμε; Εν πάση περιπτώσει, τότε γνώρισα τον ξανθό μου άγγελο, όπως το λέω πολλές φορές, τη γυναίκα μου, έναν υπέροχο άνθρωπο, με τον οποίο αποφασίσαμε μέσ’ τη φτώχεια μας, μέσα στην αγάπη μας, να προχωρήσουμε σε γάμο. Μας χάρισε η ζωή 3 παιδιά βλαστάρια, 3 πανέξυπνα παιδιά, πανέμορφα, τα οποία μας αγαπάνε και τα αγαπάμε πάρα πολύ. Και άρχισε ο αγώνας για σταθεροποίηση. Να εξοφλήσουμε τα πρώτα χρέη, να φτιάξουμε το σπίτι μας. Ατυχίες πάρα πολλές είχαμε στη ζωή μας. Με το αυτοκίνητο, το ’85, ένα Starletάκι που είχα ήρθε τούμπα, έπρεπε να το φτιάξουμε. Μετά το ξαναβαρέσαμε τούμπα εμείς οι ίδιοι. Αρρώστιες πάρα πολλές στα σπίτια, δοκιμασίες πολλές, από το ’85 και μετά, απ’ όταν έγινε ο γάμος. Από τη μάνα μου στην αρχή, τον πεθερό μου μετά, η γυναίκα μου, εγώ, όλοι μας, περάσαμε μεγάλα στάδια στα νοσοκομεία. Σε όλα αυτά, με τη βοήθεια του Θεού, τη βοήθεια του Θεού επαναλαμβάνω… Να προσεύχεστε στον Θεό παιδιά, να προσεύχεστε! Ο Θεός είναι κοντά μας, άμα τον αγαπάμε και μας αγαπάει, μας αγαπάει κι αυτός και μας το δείχνει. Εγώ έχω αποδείξεις γι’ αυτό που λέω, δεν το λέω στην τύχη. Με τη βοήθεια του Θεού, λοιπόν, και των ανθρώπων, δεν έχασα ποτέ τη δουλειά μου και το κουράγιο μου. Απελπισία; Κλάμα; Βουνά οι δυσκολίες; Τεράστιες δυσκολίες. Δεν μεγαλώνουν εύκολα 3 παιδιά, με αρρώστιες, με κλειστό το ιατρείο 9 μήνες και με 15 μήνες κλειστό το ιατρείο. Δεν μεγαλώνουν εύκολα τα παιδιά, όταν χρεώνεσαι τα πάντα για να φτιάξεις ένα σπίτι, να μη σου χτυπάει ο νοικοκύρης την πόρτα συνέχεια, να σου πάρει το νοίκι. Μπαίνεις στα χρέη, κι αυτοί που χρωστάνε, πάντα, να το ξέρετε, πάντα κάτι δημιουργούν. Είτε σπουδάζουν παιδιά, είτε χτίζουν σπίτι, είτε αγοράζουν αυτοκίνητο για την καλοπέρασή τους. Εγώ όλα αυτά έβαλα, νομίζω, τη σειρά σωστά. Δηλαδή, τι λέγανε οι παλιοί; «Αν δεν παντρέψεις, αν δεν χτίσεις σπίτι κι άμα δεν σπουδάσεις». Ωραία, ξεκίνησα με τις σπουδές. Συνέχισα με το σπίτι. Τώρα μένει να παντρέψω και κανένα. Να μου χαρίσουν κανένα εγγονάκι. Μεγαλώνουμε σιγά σιγά, να τσιμπάμε κάνα κωλαράκι μωρού. Τα ακούτε; Να τα ακούτε. Οι κόρες κυρίως. Λοιπόν, αυτή είναι χονδρικά η όλη ταλαιπωρία της παλιοζωής. Άμα το τσιγκλήσουμε, όταν δούλευα κι ήμουνα στην Αθήνα φοιτητής, σας είπα ότι ήμουνα κάτοικος της νύχτας. Δηλαδή, εμένα η ζωή μου ξεκινούσε από τις 2 το μεσημέρι και τελείωνε στις άλλες 2 το μεσημέρι. Κοιμόμουν λαθραία στους σινεμάδες, όταν δεν είχα πού να κοιμηθώ. Μη σας φαίνεται παράξενο, εκείνα τα χρόνια τα σινεμά, πώς το λένε, ο Αρίωνας, το Rex, το Star. Οι κινηματογράφοι ανοίγανε στις 9 το πρωί και κλείνανε στις 12-1 τη νύχτα. Και τι κάναμε όταν δεν είχαμε πού να κοιμηθούμε, σπίτι να κοιμηθούμε; Πού πηγαίναμε; Στο σινεμά, στις 9 το πρωί, ξενύχτι από την περασμένη βραδιά. Κι αυτό ήτανε, όχι μια φορά, 500 φορές. Στις 2.000 μέρες, που ήμουνα χωρίς σπίτι, οι 500 ήταν μέσα στο σινεμά. Εκεί να δείτε τι γινότανε. Και τις υπόλοιπες ώρες, κλεισμένοι σε ένα καφενείο, σε μια μπαρμπουτιέρα, κλεισμένοι μέσα σε τζογαδόρικα συστήματα, σε λέσχες, και προσπαθούσαμε να βγάλουμε το μεροκάματο, ψιλοκλέβοντας κάνα αγαθό γεροντάκι ή κανέναν δημόσιο υπάλληλο, τον εστήναμε να βγάλουμε την μπριζόλα της ημέρας. Κι όλα αυτά, σας είπα, μας δώσανε εφόδια στην παλιοζωή να ξεχωρίζεις πολλές άσχημες καταστάσεις και πολλούς άσχημους χαρακτήρες. Όπως επίσης να σου δίνει τη δύναμη ότι αφού κατάφερες αυτά, όλα τα άλλα είναι παιχνίδι. Όπως το λέω καλή ώρα και τώρα. «Για μένα, τους λέω, αυτή η εποχή που εσείς δεινοπαθείτε, για μένα είναι προπόνηση». Μου λένε «Γιατί;». «Θα σας πω, τους λέω, γιατί». «Όταν σπουδάζεις 3 παιδιά, όταν χρωστάς της Μιχαλούς, δεξιά κι αριστερά, έχεις περάσει ένα εγκεφαλικό εκτός δουλειάς 15 μήνες κι όταν είσαι υποχρεωμένος να μην καταλάβουν τα παιδιά σου τίποτα από φτώχεια, και δεν καταλάβανε τίποτα, θέλω να πιστεύω. Είχαν το σπιτάκι τους, είχαν τη ζέστη τους, είχαν το ρουχαλάκι τους, είχαν το χαρτζιλίκι τους, μόνιμα!». Έκοβα τον λαιμό μου, που λέμε, και η πράξη γινόταν πραγματικότητα. Τα παιδιά μου σπουδάσανε, θέλω να πιστεύω, σε ανθρώπινες συνθήκες. Τους απαγόρευσα να δουλεύσουνε σε καιρό σπουδών, γιατί αν μπλέκανε με δουλειές, δεν θα παίρνανε πτυχίο ποτέ. Όπως εγώ άργησα. Έκανα αντί για 6, 7.5 χρόνια, αλλά άλλο Πέτρος, άλλο Γιώτα, άλλο Χαρούλα, άλλο Παναγιώτης. Είναι διαφορετικά οι αντοχές του κάθε παιδιού και άλλες οι εποχές. Εγώ τουλάχιστον θέλω να πιστεύω ότι κατάφερα κάτι στη ζωή, το οποίο ήταν δύσκολο να καταφέρουν πολλοί κοινοί άνθρωποι στη ζωή μας. Δηλαδή, ένα μεγάλο ζουζούνι, το οποίο, πολλοί μου λένε «Καλά, εσύ είσαι ήρωας». Έτσι θέλω να πιστεύω, ότι ο καθένας μας βιώνει ένα «ηρωιλίκι». Δηλαδή, όλοι περνάμε τα κανάλια μας, όλες οι οικογένειες έχουν τα προβλήματά τους, αλλά όταν είσαι μόνος, τελείως μόνος, από το πρωί μέχρι το βράδυ, χρόνια, χρόνια. Δεν είναι μια χρονιά, δεν είναι δύο, δεν είναι πέντε. Ήμουν 10 χρόνια στην Αθήνα, δεν είχα επίσκεψη έναν άνθρωπο. Πού; Στο παγκάκι; Δεν είχα σπίτι να τον καλοδεχθώ. Δεν είχα να πω «Ρε αδερφή, ρε αδερφέ, έλα να δεις το σπίτι μου». Ποιο σπίτι μου; Δεν είχα σπίτι. Το παγκάκι είχα, το σινεμά είχα, και αν με φιλοξενούσε ο τάδε φίλος, ο Ανδρέας ο Παπαδήμος για παράδειγμα, που με είχε 1 χρόνο ολόκληρο. Ο άλλος, από την Καλαμάτα το παιδί, ο Νικόλας ο Κομπότης, άλλους 6 μήνες εκείνος. Και πάει λέγοντας. 6 μήνες ο ένας, 2 μήνες ο άλλος, 3 μήνες ο άλλος. Και κάπου φάγαμε την 7ετία, το φοιτητιλίκι, με τα εφόδια που μας έδωσε η παλιοζωή, να ξεκινήσουμε την άλλη μας ζωή, την επαγγελματική, την οικογενειακή κλπ. Θέλω να πιστεύω ότι κάτι έχω κάνει στην παλιοζωή. Έχω προσφέρει και στα κοινά. Από την πρώτη μέρα που ήρθα εδώ κάτω, το ’84, στο χωριό μου, από επιλογή μου παρακαλώ, δεν με πίεσε κανείς. Είχα τους γονείς μου, είχαμε κάποια περιουσία. Και οι γονείς κάποιων, όχι πολύ μεγάλοι, στέλνανε βοήθειες. Και το θέμα είναι ότι ήρθα εδώ, επειδή μ’ αρέσει η επαρχία, μ’ αρέσει το χωριό μου, μ’ αρέσουν οι άνθρωποι του χωριού μου. Με τα καλά του και τα κακά του, το περιβάλλον.  Έχω πάρα πολλούς φίλους, πάρα πολλούς! Δηλαδή όπου πάω, με χαιρετάνε εγκάρδια πολύ. Εγώ, πιο πολλούς δεν τους θυμάμαι καν, γιατί είναι φίλοι πριν 30 χρόνια, πριν 40, πριν 50. Πού να θυμάμαι τον Γλυκοβρυσιώτη που με χαιρετάει; Λέω «Κάπου σε ξέρω», πάω κοντά, κουβεντιάζουμε, γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Γιατί όταν κάνεις βιώματα πάρα πολλά, επαγγελματικά, επιστημονικά, οικογενειακά, ποδοσφαιρικά, με αθλητισμό γενικά. Όταν είσαι δημοτικός σύμβουλος και γνωρίζεις κόσμο και κοσμάκη. Τέσσερις 4ετίες έχω κάνει δημοτικός σύμβουλος και κοινοτικός. Έχω συμπάθειες σ’ όλους τους χώρους, και όλοι, σε κάθε εκλογές, είμαι απ’ τους πρώτους που θέλουν να είμαι κοντά τους. Με θέλουν όλοι δίπλα τους. Βέβαια τώρα εγώ είμαι και 66 χρονών, θα το σκεφτώ πάρα πολύ την επόμενη φορά. Και τους λέω «Τώρα, από δω και πέρα, μόνο επικεφαλής. Αν με θέλετε, έρχομαι. Αλλιώς δημοτικός σύμβουλος εγώ δεν ξανάρχομαι». Να ακούσω ποιον; Αυτόν που έχουμε τώρα ή αυτούς που θα ‘χουμε σε λίγο; Που ‘ναι όλοι αργόσχολοι και βολεψάκηδες; Ποιος απ’ αυτούς μωρέ έχει διαθέσει μία ώρα εθελοντικά; Κανένας! Σπάνιο φαινόμενο να βρεις τέτοιον άνθρωπο, εθελοντή, να πάει να πει «Ρε παιδί, θα φτιάξω εγώ το γήπεδο, θα βάλω και 1.000 € από την τσέπη μου στα τηλέφωνα». Το ‘χει κάνει κανένας; Όλοι το βόλεμά τους σκέπτονται. Όλοι τη δουλειά τους ποιον να διορίσουνε. Να 'χουν εκλογική πελατεία. Αυτό θέλουνε. Δυστυχώς, είναι μία πλήρη απογοήτευση, τα ατομικά του χωριού μας. Βέβαια, εγώ θα παραμένω Στεφανιώτης, γιατί ήμουν, είμαι και θα παραμείνω Στεφανιώτης και στην ψυχή και στο πνεύμα, μαχητής, με μεγάλη αγάπη και πολλές συμπάθειες παντού.

Χ.Κ.

Λοιπόν-

Π.Α.

Πάρα πολλά μπορούμε να πούμε κι άλλα πράγματα μπορούμε να πούμε.

Χ.Κ.

Το γνωρίζω και θα συνεχίσουμε.

Π.Α.

Ναι.

Χ.Κ.

Μου ‘χεις κάνει ήδη μια πάρα πολύ μεγάλη, να το πω, εισαγωγή για τη ζωή σου. Θα ήθελα να πάρουμε κάποια γεγονότα πιο συγκε[00:30:00]κριμένα.

Π.Α.

Ναι.

Χ.Κ.

Θα ήθελα να γυρίσουμε πίσω, προτού περάσεις φοιτητής, όταν είχε γίνει το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών και η επιβολή της Χούντας επί της ουσίας. Λοιπόν, συνεχίζουμε. Όπως ρωτούσα, αν μπορείς να μου πεις, θείε Πέτρο, τι θυμάσαι από την επιβολή της Δικτατορίας, απ’ τη Χούντα.

Π.Α.

Θα σου πω.

Χ.Κ.

Και μάλιστα, άμα θυμάσαι και απ’ το Πραξικόπημα κιόλας, πώς ξεκίνησε.

Π.Α.

Όχι ακριβώς το Πραξικόπημα, δεν το θυμάμαι. Θα σου πω γιατί δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι πολλά, όχι όπως θα το εννοούσες. Το ’67, που έγινε το πραξικόπημα τον Απρίλη, εγώ ήμουν έκτη δημοτικού και πέρασα τις εισαγωγικές εξετάσεις, τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβρη, για το γυμνάσιο τότε, και απ’ τον επόμενο Σεπτέμβρη στο γυμνάσιο Κροκεών. Όταν είσαι μικρός στα χωριά, δεν υπάρχει κάτι το οποίο να καταλαβαίνεις, καταρχήν. Ήμουν 12 χρονών τότε, έτσι; 12 χρονών δεν μπορώ εγώ να καταλάβω την αυστηρότητα των πραγμάτων. Έβλεπα όμως κάποιες φάτσες μυστήριες, με το δίκανο στην πλάτη, άνθρωποι οι οποίοι το παίζανε αφεντικά. Το ‘βλεπα, αλλά σαν παιδάκι, είχαμε και αυστηρούς όρους στο σχολείο τότε. Απαγορευότανε μετά τις 7 να κυκλοφορείς. Απαγορευόταν το ποδήλατο. Απαγορευόταν η είσοδος στο καφενείο, να παίζουνε ξερή τα παιδιά. Εντάξει, καφενείο 12 χρονών παιδί δεν πάει, αλλά να πιει μια πορτοκαλάδα, απαγορευότανε! Σινεμά, έπρεπε να πάρουμε άδεια. Στην εκκλησία υποχρεωτικά κάθε Κυριακή, για εκκλησιασμό και μια φορά τη βδομάδα κατηχητικό. Αυτά ήταν οι όροι της Χούντας για τα παιδιά, σαν παιδιά. Μεγαλώνοντας, άρχισα να καταλαβαίνω κάποια πράγματα βέβαια, κι έχει να κάνει με αυτό που είπα προηγουμένως, ότι πολλοί άνθρωποι το παίζανε αφεντικά, εξουσιοδοτημένοι προφανώς με κάποιες εξουσίες. Δηλαδή, θυμάμαι περιπτώσεις, που τη Μεγάλη Παρασκευή στη Στεφανιά γινόταν ο πανζουρλισμός με τις «σουσουλιέρες». Πολλά σπίτια, πολλές ομάδες ανθρώπων φτιάχνανε από τις πιο αθώες, μέχρι τις πιο βαριές. Περιττό να στο πω ότι η παλιά εκκλησία της Στεφανιάς είχε πέσει από σουσουλιέρα, είχε γείρει. Εκεί που είναι η σημερινή εκκλησία η παλιά, η εκκλησία δεν ξέρω αν είχε πέσει, το καμπαναριό πρέπει να είχε πέσει. Είχανε βάλει σουσουλιέρα με σωλήνα ποδηλάτου, μπαρούτι μέσα. Με το μπουμ που έκανε, έγειρε. Και εν πάση περιπτώσει, εγώ δεν πρόλαβα την παλιά. Στις φωτογραφίες το ‘χω δει, το ‘χω ακούσει. Στα χρόνια μου έγινε, αλλά δεν το θυμάμαι εγώ σαν εικόνα. Λοιπόν, αυτές οι αυστηροποιήσεις υπήρχανε και επί Χούντας, και τα παιδιά είχαν πολύ περιορισμένο ρόλο. Και φυσικά δεν μιλάμε για συνδικαλισμούς, δεν μιλάμε για τίποτα, έτσι; Στο γυμνάσιο, δεν υπήρχαν αυτά τα θέματα. Κάθε πρωί εμείς είχαμε την έπαρση της σημαίας με τον εθνικό ύμνο κλπ. και συν την 21η Απριλίου, στο γυμνάσιο Κροκεών αυτά, μέχρι το ’71, αυτά που σου λέω. Οι απαγορεύσεις αυτές φέρανε σε παιδιά σαν κι εμένα, δεν τα αγγίξανε και ποτέ. Δηλαδή, εγώ πάντα κυκλοφορούσα τη νύχτα, πάντα πήγαινα σινεμά παράνομα. Δηλαδή, πήγαινα απ’ του Μανωλάκου την αίθουσα, που έπαιζε ο σινεμάς. Πηδάγαμε τα κάγκελα, πηγαίναμε από το παράθυρο πίσω, εγώ και τα Μανωλάκια και βλέπαμε κινηματογράφο. Μας κάνει καρφωτή ο Αλικάκος, ο γυμνασιάρχης τότε, και φάγαμε τριήμερη αποβολή, βέβαια! Όταν λέμε ότι απαγορευόταν το ποδήλατο, εγώ είχα πάρει ένα ανιψάκι μου, δεν θα το θυμάσαι το παιδί αυτό, Γραμματικάκης λέγεται, ο Γιάννης είχε έρθει, στην ηλικία του πατέρα σου. Και το πήρα το ποδήλατο το γυναικείο, της ξαδέρφης μου τότε, μπροστά μου κι εγώ στη σέλα, και πήγαμε στου Ντουραλί απ’ έξω να δούμε μπάλα, Ντουραλί-Σκάλα, που 5 Στεφανιώτες παίζανε στο Ντουραλί και 5 παίζανε στη Σκάλα. Εγώ πού να τα αφήσω αυτά; Να τα αφήσω; Τότε ήταν η εποχή που δούλευα στα χωράφια, που σου λέω, στο Ντουραλί-Βλαχιώτη. Ήξερα τον κάμπο απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν πήγα απ’ την άσφαλτο να με πιάσει κανένας, να φάω αποβολή, πήγα απ’ τα χωράφια! Αλλά στα χωράφια είναι και οι κίνδυνοι, να στην πέσει κανένας ξένος, κάποιο παλιόσκυλο. Κουβαλάς μικρό παιδί μαζί σου! Εγώ 14 χρονών κι εκείνος 12. Δεν ήμασταν παιδαράδες. Και κάτι φορές μάς πιάσανε, και φάγαμε κάτι τριήμερες αποβολές. Το ατίθασο υπήρχε. Αλλά σαν παιδιά, δεν είχαμε την εμπειρία εδώ στο χωριό, μεγάλων παραστάσεων τέτοιων, για τη Χούντα. Εκείνο που θυμάμαι ήταν ότι ο Σωτήρης ο Κουμάνταρος μια φορά με τον Αποστόλη τον Κουρμπέλη είχανε ζωστεί απ’ του Κωστή του Πουλικάκου, όπως οι Μεξικάνοι, με σουσουλιέρες. Όπως οι Μεξικάνοι φοράνε με τις σφαίρες στη ζώνη σταυρωτά. Αυτοί είχανε ζωστεί με σουσουλιέρες, και τους τις είχε δώσει ο Κωστής ο Πουλικάκος. Και όταν ήρθε η αστυνομία με καταγγελία κάποιου, στην εκκλησία απ’ έξω, εν τω μεταξύ η πορεία του Επιτάφιου τότε, τη Μεγάλη Παρασκευή, ήτανε η εκκλησία, στου Σανιδά του Δημήτρη επάνω, εκεί στου Γραμματικάκη το σπίτι, έφτανε στο δικό σας εκεί πάνω, και ξανακατηφόριζε. Αυτή η πορεία όλη, από παντού είχε μπαϊράκια. Είχε σουσουλιέρες που πετάγανε στον κόσμο μέσα. Ο χαμός μιλάμε! Και κάνει καταγγελία ο μπάρμπα Παντελής τότε, μπροστά στην αστυνομία «Τους είδα αυτούς, να τους καθαρίσεις». Και βρήκα το σθένος εγώ σαν φοιτητής τότε, το ’71-’72, και του λέω «Αν ψάξτε αυτούς, έχετε ένταλμα;» του λέω του αστυνομικού. Με κοίταγε έτσι. Πού να ξέρει αυτός τι ρόλο παίζω εγώ; Εν τω μεταξύ, εγώ λόγω του κουπονιού κι όλα αυτά, στο ‘χω ξαναπεί, το μυαλό μου έχει γυρίσει στο αριστερό. Λοιπόν, και του λέω «Αν είναι να ψάχνετε εμένα, ψάξτε την αποθήκη του ανθρώπου αυτού. Από κει πήραν τις σουσουλιέρες τα παιδιά». «Όχι, όχι, όχι». «Α, να πάνε τα παιδιά φυλακή, ε;». Και τα παιδιά το θυμούνται ακόμη αυτό το πράγμα. Με άλλα λόγια, το ατίθασο τού χαρακτήρα, επανδρωμένο πια, να το πούμε έτσι, επανδρωμένο στο μυαλό, αντίδραση στο κατεστημένο, καταλάβαινες πια τι σημαίνει Χούντα, είχα γίνει φοιτητής, μαθητής, στο Πολυτεχνείο ήμουν παρών. Δεν ήμουν ήρωας του Πολυτεχνείου, μην το ψάχνουμε, όχι προς Θεού. Μη λέμε τέτοιες αηδίες. Απλά, σαν μαθητής, είχα αποκτήσει συνείδηση. Είχαμε έναν 35 χρονών, 40 χρονών μαθητή, στο Γυμνάσιο Αθηνών στην Αθήνα που ‘χα πάει, ο οποίος ήτανε καθαρά πράκτορας της Χούντας. Να δει τι κινήσεις υπάρχουνε. Και το ξέραμε όλοι, εγώ και μερικοί άλλοι, που ήμασταν λίγο ξύπνιοι στην παρέα. Το ξέραμε και φυλαγόμασταν, και στις εκδρομές να μη μας καταδώσει κλπ. Είχαμε αποκτήσει πια συνείδηση το τι εστί Χούντα. Είχαμε φάει κι εμείς τις ξυλιές μας, τότε με τη Νομική το ’72, που πηγαίναμε στα φροντιστήρια και πηγαίναμε στις πορείες και στον κόσμο να δούμε. Πιο πολύ από ενθουσιασμό βέβαια, χωρίς να ξέρουμε το βαθύ νόημα της αντίστασης των φοιτητών. Εμείς δεν το ξέραμε τότε, το μαθαίναμε στην πορεία. Και την ημέρα του Πολυτεχνείου, έτυχε να είμαι Στουρνάρα & Πατησίων γωνία, τη στιγμή που ρίχνανε τα πρώτα δακρυγόνα και τα πέρασα για βεγγαλικά. Κλειστήκαμε εκεί μέσα, σε κάποια πολυκατοικία εκεί πέρα, μέχρι τις 12 τη νύχτα κι έπειτα. Πώς να βγεις από κει, να πάρω το λεωφορείο να πάω στον Κορυδαλλό, στον θείο που έμενα κλπ.; Εκεί ούτε επικοινωνία υπήρχε, ούτε αυτοκίνητα υπήρχαν, ούτε ταξί κυκλοφοράγανε. Με τι λεφτά να πάρεις ταξί; Εν πάση περιπτώσει, κατάφερα και πήγα στη 1:30 τη νύχτα στο σπίτι. Και με το που πήγα στο σπίτι, ήταν αναστατωμένοι όλος ο κόσμος, δεν ήξεραν πού είμαι. Να παίρνει τηλέφωνο η μάνα μου τον θείο τον Βασίλη «Βασίλη, πού ‘ναι ο γιος μου;». Τι να απαντήσει ο κακομοίρης; Ότι είχε πάει φροντιστήριο; Τελείωσα. Απ’ το φροντιστήριο και μετά; Αυτά μιλάμε για τις 6μισι το απόγευμα, 7, μέχρι τις 1 τη νύχτα να μην ξέρει που είμαι. Η Αθήνα δεν είναι κι εύκολη. Αλλά με φώτισε ο καλός Θεός, κλειστήκαμε με τόσο κόσμο σε μια 3όροφη πολυκατοικία, και όταν κάπου καταλαγιάσανε τα πράγματα, τρέχοντας γιατί οι αύρες βαράγανε τσαφ, τσαφ, τσαφ, συνέχεια, και φτάσαμε στο λεωφορείο, 1 τη νύχτα, 1μισι. Πήγα σπίτι μου, στις 2 τη νύχτα, να καταλάβεις και παρακολούθησα όλη την αναμετάδοση του ραδιοφώνου, γιατί δεν υπήρχαν τηλεοράσεις τότε, στο σπίτι μας τουλάχιστον. Τηλεόραση υπήρχε, πρόγραμμα δεν υπήρχε. Και το ραδιόφωνο τότε έλεγε το «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο» και αναμετέδιδε τα γεγονότα που συνέβαιναν, εκείνη την ώρα, στο Πολυτεχνείο. Εκείνο που έχω προσωπική άποψη, την επόμενη μέρα, χωρίς να ξέρουμε κανείς αν επιτρέπεται να πάω ξανά φροντιστήριο Σάββατο, ήταν Παρασκευή τα γεγονότα. Το Σάββατο το πρωί, πάω με σκοπό να πάω φροντιστήριο. Με παρακάμπτουν μερικοί αστυνομικοί, με πάνε στην οδό Μάρνης. Οδό Μάρνης, από απέναντι ακριβώς, είναι το Πολυτεχνείο! Εγώ για να φτάσω εκεί που πήγαινα στην οδό Κωλέττη, έπρεπε να περάσω αναγκαστικά απ’ το Πολυτεχνείο ή γύρω-γύρω από το Πολυτεχνείο. Και δεν μ’ άφηναν πουθενά. Πρόλαβα να δω όμως ότι στη γωνία που ήμουνα στη Μάρνης, Μάρνης και Πατησίων γωνία, απέναντι κάποιοι τύποι είχαν ανεβεί σε μια σκαλωσιά και γράφανε κάποια συνθήματα με μαύρο χρώμα, του τύπου «Κάτω η Χούντα», ότι τα γράψανε οι φοιτητές. Ενώ τα 'χανε γράψει οι εστεμμένοι της αστυνομίας. Με επιτήρηση των αστυνομικών γινόντουσαν αυτά τα πράγματα. Αυτό το υπογράφω, Πέτρος Αγρανιώτης, το είδα με τα μάτια μου! Όπως είδα και τα αίματα, πίσω από την πόρτα του Πολυτεχνείου. Αίματα είδα, νεκρούς δεν είδα. Γιατί μέχρι τη 1 πού να τους δω τους νεκρούς εγώ; Σ’ όλη την περιφέρεια ακουγόντουσαν θύματα, ακουγόντουσαν τραυματισμοί. Παραπάνω εγώ δεν μπορώ να πω για τη Χούντα. Βέβαια, στην πρώτη εκδήλωση του ’74, σαν φοιτητής πια, στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, έφαγα τις ξυλιές μου, έφαγα τα δακρυγόνα μου πάλι, γιατί ήμουν διαβολάκος, όπως είπα. Ήμουν μέλος στην πορεία, είχα πάρει άδεια απ’ τη δουλειά που δούλευα στην ψησταριά, και πήγα στην πορεία, με σκοπό να διαδηλώσω κι εγώ τα αντιαμερικανικά συνθήματα της εποχής των φοιτητών. Σιγά-σιγά οργανώθηκα και σε μια... πιο πολύ από αντίδραση βέβαια, οργανώθηκα σε μια αριστερή οργάνωση δημοκρατικού αγώνα, τότε που ήταν φοιτητική, τον μετέπειτα σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, ας το πούμε έτσι, σαν φοιτητική παράταξη τότε. Και το μίσος μου ήταν για 2-3 χωριανούς, μεγάλο, όχι κατ’ όνομα χωριανούς, αυτούς τους οποίους διοικούσαν. Δεν ξέρω αν ήταν αυτός ή ο διπλανός που έβαλε το δαχτυλάκι του και μου κόψανε το πιάτο το φαί. Γιατί από κει ξεκίνησαν όλα. Κι έτσι αφυπνίστηκα ξαφνικά! Μπορεί να γινόμουν αριστερός στην πορεία, με τις φιλοσοφίες που μου άρεσαν κι όλα αυτά, ναι μπορεί, αλλά όταν έρχεσαι στο χωριό σου και λες ότι «Ο Χρήστος ο Κουφάκος», για παράδειγμα ή «Ο Αγρανιώτης ο Δημοσθένης σού φτιάχνει φάκελο». Και τον βρήκα μπροστά μου τον φάκελο, τον βρήκα μπροστά μου το ’72, όταν πήγα, ήθελα να δώσω για στρατιωτική οδοντιατρική, γιατί λεφτά δεν υπήρχαν. Πώς θα σπούδαζα, αφού αποφάσισα να σπουδάσω; Και κάνω τα χαρτιά μου να πάω στρατιωτική οδοντιατρική και με καλούν στο 10ο Α.Τ. στο Περιβολάκι της Νίκαιας, απέναντι από το νοσοκομείο που είναι, και μου ζητάγανε λαγούς και πετραχήλια, για να πω εναντίον του κομμουνισμού, πράγματα που εγώ δεν τα ‘ξερα. Βέβαια είχα ακούσει, είχα διαβάσει κάποια βιβλία, κάποιες ιστορίες, αλλά μέχρι εκεί. Χωρίς να ξέρω ότι ο μπάρμπας μου ήταν κομμουνιστής, παράδειγμα, και ο πατέρας του τον σκότωσαν [Δ.Α.], στην αγκαλιά της μάνας μου. Το ήξερα ότι κάποιοι τον σκοτώσανε, αλλά τι ρόλο παίζανε δεν ήξερα. Γιατί σας λέω ότι ήμουν 16-17 χρονών παιδί, και χωρίς ενημέρωση από τηλεοράσεις όπως τώρα, από κομπιούτερ, από ιντερνέτ, απ’ όλα αυτά. Η ενημέρωση ήταν ελάχιστη έως καθόλου. Το είδα μπροστά μου, λοιπόν. Δεν μπόρεσα να δώσω εξετάσεις στρατιωτική οδοντιατρική, να σπουδάσω χωρίς έξοδα. Γιατί ξέρετε όλοι καλά ότι όταν μπαίνεις εκεί, σε σπουδάζουν, σε υποχρεώνουν κάποια χρόνια να κάνει[00:40:00]ς τη δουλειά του στρατιωτικού γιατρού και μετά, έχεις ιατρείο έξω και πάει λέγοντας. Εγώ το δικαίωμα αυτό δεν το ‘χα! Αυτή η ανισότητα. Μου κόβουν απ’ το φαΐ, μου κόβουν απ’ το δικαίωμα αυτό των εξετάσεων, ενώ έβλεπαν πόσο δύσκολο ήταν να σπουδάσω. Εγώ ρωτάω έναν απλό συνομιλητή και λέω «Εσύ τι θα ‘κανες; Δεν θ' αντιδρούσες στην απόφαση αυτών των ανθρώπων;». Σαν αντίδραση μόνο! Κάποτε σκεπτόμουν να πάω στην [Δ.Α.] μάντρα, να φτιάχνω βέλη, τα ‘χαμε δει στα καουμπόικα αυτά, βέλη με φωτιά, να κάψω τον μπάρμπα Τάσο, που πάλι μπροστά μου τονε βρήκα, πάλι μπροστά μου τονε βρήκα, σαν επαγγελματίας υγείας, το ’87-’88. Βέβαια, τον βρήκα μπροστά μου. Έβαζε ρουφιανιές, τότε σε κάποιες ιστορίες, που ταίριαζε το όνομα. «Ο Αγρινιώτης ο γιατρός, έγινε Αγρανιώτης». Και κατηγορούσε εμμέσως εμένα στον κόσμο, μέχρι που το ‘μαθα και τον πήρε ο διάολος στο καφενείο. Αλλά μέχρι εκεί. Αλλά ήταν ανθρωπάκι, γεροντάκι, τι να το κάνεις; Λοιπόν, η Χούντα εμένα ιδιαίτερα δεν με απασχόλησε, όσο ήμουν στο χωριό. Ήμουν στην Αθήνα, κατέβαινα κάτω εποχιακά 3-5 μέρες, στην Αθήνα σχολείο. Δεν είχαμε χρόνο να ασχοληθούμε. Σαν φοιτητής όμως, και σαν υποψήφιος μαθητής τα έζησα τα γεγονότα αυτά, και σαν φοιτητής μετά αντισταθήκαμε πάρα πολύ, κάναμε και την αποκρατικοποίηση στα Πανεπιστήμια. Ήμουν μέλος της επιτροπής, ήμουν στη Β΄ Πανσπουδαστική, στην ΚΝΕ αργότερα, ΚΚΕ εσωτερικού μετά, στο ΚΚΕ στους οργανωμένους, κλπ. Και πάντα πολεμάγαμε την αδικία, έτσι το έβλεπα εγώ. Όταν έβλεπα στο ίδιο κόμμα, στο ΚΚΕ ή στο ΚΚΕ εσωτερικού, πράγματα γελοία, εγώ πάντα αποχωρούσα. Δεν το θεωρούσα σωστό να είμαι εγώ ο τέλειος, να είμαι υπόδειγμα στην κοινωνία, και ο τάδε να μου κάνει τσιριμόνιες, για να οικονομήσει ή πλαγίως ή λάθος αποφάσεις. Δεν μπορούσε να αποφασίζει ο τάδε για εμένα. Δεν το δεχόμουν ποτέ σαν χαρακτήρας. Όταν αφορά τη ζωή μου, όταν αφορά το παιδί μου, την οικογένειά μου. Πάντα ήμουν το πνεύμα αντίδρασης, το είχα από μικρό παιδί. Εντάξει, το καλούπωσα λιγάκι σαν μαθητής και σαν φοιτητής, γιατί ήταν χρόνια περιορισμού. Σαν φαντάρος, αν θέλεις, έκανα ό,τι ήθελα, δεν είχα τέτοια θέματα. Αλλά η Χούντα, όχι, εμένα βασικά δεν με ταλαιπώρησε παρά μόνο στα θέματα αυτά που σου πα, πιο πολύ διατροφής. Κάποιες κόντρες που είχα με τους τότε Τεατζήδες, γιατί αυτοί ήταν στα ΤΕΑ τότε, η φυλακή, ας το πούμε, του πολιτεύματος. Σημειωτέον ότι μέχρι το ’74, μην το ξεχνάμε, το ΚΚΕ ήταν στην παρανομία. Και αυτή είναι πολύ μεγάλη αδικία που υπάρχει στη ζωή. Και το μαθαίνω εγώ μετά, δεν το ‘ξερα! Το ‘μαθα φοιτητής! Δεν το ‘ξερα ότι το ’67-’68, που μίλαγα εναντίον του τάδε, ήμουνα παράνομος, δεν το ‘ξερα. Υπήρχε η ΕΔΑ. Κάπου εκεί καμουφλαρίστηκε η αριστερά τότε. Και μέχρι το ’74 το ΚΚΕ ήταν στην παρανομία. Κι ήρθε ο Καραμανλής, ο αείμνηστος, ο μεγάλος, ο εθνάρχης, μοντέρνος πολιτικός τότε στη Γαλλία, είχε κάνει με τον Giscard d'Estaing, κι έμαθε τα κόλπα ότι όταν πας να τον νικήσεις τον εχθρό, τι του κάνεις; Τον κάνεις φίλο. Υπάρχει μία ρήση που το λέει αυτό το πράγμα. Όταν τον εχθρό σου δεν τον νικάς, τον κάνεις φίλο. Αυτό έκανε ο Καραμανλής, παμπόνηρος, έκανε φίλο το ΚΚΕ, το 'κανε νόμιμο, για να έχει τη φθορά που έχει. Γιατί αν πήγαινε στην αντίσταση, το ΚΚΕ σήμερα θα πήγαινε 30%-40%. Όπως πήγε ο ΣΥΡΙΖΑ, από αντίδραση στα μνημόνια, 30% πόσο πήγε, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ 3% ήταν, το ξέρετε πολύ καλά αυτό το πράγμα. Η βάση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν 3%, 5%, αν θέλεις. Το 35% πήγε από αντίδραση ο κόσμος, και όσο πάει θα συρρικνώνεται και να κάνει αγώνα δικό του. Αυτό είναι κομματικό το θέμα. Η αριστερά, λοιπόν, τότε δεινοπαθούσε. Δηλαδή, αυτοί που ήταν όπως ο μπάρμπας μου, ας πούμε. Τους πεθάνανε στα πρόστιμα. Του κλείσανε ένα μαγαζί στη γωνία, ένα μανάβικο που είχε ο άνθρωπος και με τα πρόστιμα που είχε φάει, μέχρι το ’77-’78, πούλησε όλη του την περιουσία στη Στεφανιά, για να πληρώσουν τα παιδιά του τα πρόστιμα. Ο μπάρμπας είχε πεθάνει στην ουσία το ’76. Από τον καημό του, έκανε μια κύρωση ήπατος και πέθανε, σε ηλικία 51 χρονών. Και μείνανε μετά τα παιδιά ορφανά, να τα βγάλουνε πέρα με τα πρόστιμα. Τα οποία πρόστιμα τότε, δεν είναι όπως τώρα, χαρίζονται, κάνουνε, δείχνονται. Ή τα τηρείς ή πάει κατάσχεση ή πας φυλακή. Και εγώ, έχω ζήσει περιστατικά, στη Στεφανιά μέσα, δύο Στεφανιώτες πήγαν αυτόφωρο, γιατί χρωστάγανε ένα χιλιάρικο. Τόσο αυστηρά ήταν τα μέτρα επί Χούντας. Αυτά θυμάμαι. Βέβαια, τότε ακούστηκε ότι χάρισε, λέει, αγροτικά χρέη. Εγώ ρωτάω ένα πράγμα τον συνομιλητή μου. Ποιος χρώσταγε επί Χούντας; Χρώσταγε ο κομμουνιστής; Όταν ήταν παράνομος, έπαιρνε δάνεια; Προφανώς όχι! Χρώσταγε ο βολεμένος. Αυτοί χρωστάγανε. Ποιοι χρωστάγανε; Εγώ; Ο πατέρας μου τότε που δεν είχε πάρει δάνειο ποτέ του, που δεν του δίνανε δάνειο ποτέ; Αφού τον είχαν στην παρανομία. Ο πατέρας μου είχε χαρακτηριστεί αριστερός. Αφού εμένα το ’72 δεν μου δώσανε το δικαίωμα να δώσω εξετάσεις, επειδή τον είχαν χαρακτηρίσει αριστερό, ήταν δεν ήταν. Που ο πατέρας μου ο φουκαράς δεν πήγε στο βουνό καθόλου. Η μάνα μου ήταν προμηθεύτρια στ’ αδέρφια της. Εντάξει, χαρακτηρίστηκε έτσι, τέλειωσε. Αυτές οι ανισότητες όλες, φτιάξανε και πολιτική συνείδηση. Εμείς η τότε, η γενιά η δικιά μας, δεν είδες που σου ‘πα ότι είμαστε στο μεταίχμιο; Αναχρονιστικής γενιάς του πριν του ’67 και του μετά. Μετά τι έγινε; Οι άνθρωποι που έχουν ιδεολογία, όπως είμαι εγώ, μείνανε αγνοί. Εμείνανε αγνοί και ιδεολόγοι, στην ιδεολογία τους. Βέβαια, στην πρακτική, στην πορεία κι εμείς αλλάξαμε. Γιατί αλλάξαμε; Δεν μπορούσα να συμβιβαστώ εγώ ότι ο Φλωράκης αποφασίζει για εμένα, όταν είμαι 40 χρονών, 50 χρονών και 60 χρονών επαγγελματίας. Συμβιβάστηκε κάποτε με τον Μητσοτάκη και τον Παπανδρέου, γιατί; Με ρώτησε εμένα; Ερχόταν εντολή από πάνω κι εγώ να συμβιβαστώ; Όχι! Τέρμα. Υπάρχει περίπτωση να εγώ συμβιβαστώ με ώριμο μυαλό και πηγμένο μυαλό πολιτικά, να συμβιβαστώ με την ιδεολογία του Φλωράκη; Ή με τη θεωρία του Τσίπρα, οι βολεμένοι και οι μη; Φρου φρου κι αρώματα; Όχι! Μπείτε κάτω και παλέψτε! Προβάλετε το δίκιο, προβάλετε το σωστό. Όχι ό,τι μας βολεύει, και λόγια και φρου φρου και αρώματα. Γιατί αυτοί που περάσανε, φρου φρου και αρώματα. Ο Φλωράκης δεν ήταν φρου φρου και αρώματα. Ήταν «Αυτό θέλω, αυτό θα γίνει». Στα ελληνικά, όχι, όχι, ρε φίλε! Όχι, δεν είμαι αυτός. Δεν μπορώ να είμαι αυτός! Εγώ μπήκα στον χώρο του αθλητισμού το ’84, το ’86 όταν κάναμε εκλογές. Το ’85 είχαμε ευρωεκλογές και το ’86 μετά. Η Στεφανιά είχε 5 κομμουνιστές, 6. 2 δικούς μου, 3. [Δ.Α.] 6-7, δεν ήταν παραπάνω. Και ξέρεις πόσοι γίναμε, το '85, σε 2 χρόνια, το ’86; 49! Όλοι αυτοί ψήφισαν ΚΚΕ. Και με ρωτάγανε τότε «Τι αύξηση θα ‘χουμε τώρα;». «50%» τους έλεγα, στο καλαμπούρι. [Δ.Α.] Στα 50 τελειώσαμε. Γιατί; Έγινε αυτό με τον Φλωράκη, το ’89 με τον Μητσοτάκη, για να ρίξουν τον Παπανδρέου, γιατί λένε ότι αν δεν ψήφιζε έτσι ο Φλωράκης θα διαγραφόντουσαν. Δηλαδή, προτιμήσατε να συμμαχήσετε με αυτούς που σας είχαν στην παρανομία μέχρι το ’74; Γιατί αυτοί σε είχαν, ποιος σε είχε; Η μετέπειτα ΝΔ, η ΕΡΕ δεν σε είχε στην παρανομία; Σε είχε. Συμμαχείς, λοιπόν, με αυτούς που σε είχαν φακελώσει και σε είχαν στην παρανομία μέχρι το ’74, μη τυχόν και μείνει ατιμώρητος ο Ανδρέας ο Παπανδρέου; Τι λέτε; Αυτός ήταν ο λόγος; Μήπως ήταν άλλος ο λόγος; Αυτά εγώ, φίλε, δεν μπορούσα να τα εξηγήσω ποτέ, γι’ αυτόν τον λόγο αντέδρασα και μετά έπαψα να ‘μαι και μέλος του ΚΚΕ. Είμαι αριστερός–επαναστάτης. Θέλω το σωστό, θέλω να βοηθήσω ό,τι μπορώ να βοηθήσω, ανθρώπους και καταστάσεις. Και στο χωριό μου ακόμη, να βοηθήσω ό,τι μπορώ, αλλά δεν μπορώ πια να είμαι υποτακτικός του Δήμου του Βέρδου. Δεν μπορώ να συμβιβαστώ ότι ο Βέρδος θα μου σώσει τον Δήμο. Να σέβεσαι για να σε σέβονται. Να γίνεις ο κάποιος να σε φοβούνται. Εμένα με φοβούνται. Γιατί ο μόνος που φώναζε γι’ αυτά τα θέματα πάντα ήμουν εγώ. Έτσι; Εγώ και μερικοί άλλοι, παλιότεροι από εμένα. Κι αν έγινε κάτι στον τόπο μας, έγινε απ’ αυτό το πράγμα. Έτσι; Από αυτούς που είχαν όραμα. Εδώ, με τα δικά μας τα θέματα, τα δημοτικά. Εγκεφαλικό είχα και μπήκα σε συνδυασμό μέσα και λέω του μακαρίτη πια, του υποψήφιου δήμαρχου, του Παυλάκου του Τάκη, του λέω «Άμα με χρειάζεσαι, βάλε με. Ας έχω εγκεφαλικό, όσο ζήσω, τουλάχιστον να βοηθήσω». Και μ’ έβαλε! Δεν μπορούσα να κάνω προεκλογικό αγώνα. Για 10 ψήφους δεν βγήκα, έτσι; Πήρα 106 ψήφους ενώ έπρεπε να πάρω 107-110. Λοιπόν, και βγήκα πρώτος αναπληρωματικός. Εγώ δεν ήξερα αν θα ζήσω. Γιατί το 2006, που είχα περάσει το εγκεφαλικό, όλοι λέγανε ότι «Εξελισσόμενο, εξελισσόμενο, εξελισσόμενο» και θα μπορούσα την ίδια χρονιά να έχω πεθάνει. Βοήθησε ο Θεός, το κατάφερα, έζησα και προχωράω στη ζωή μου με ό,τι μου έχει χαρίσει. Κατάλαβες; Δηλαδή, αυτή η αγάπη για τον τόπο είναι υποδειγματική. Δηλαδή, όταν βλέπω εγώ οικογένειες, π.χ. τον μπάρμπα σου τον Γιώργο, δεν έχουμε διαφορές τεράστιες πολιτικές; Για ρώτησε τον για μένα τι θα σου πει, τι εκτίμηση μου έχει; Όπως του έχω κι εγώ. Ο πατέρας σου το ίδιο. Άνθρωποι με άλλη νοοτροπία, με άλλη μάθηση, με άλλη κουλτούρα. Ξέρεις τι λέω στα παιδιά μου εγώ αυτήν τη στιγμή; Ρώτα τον Γιώργο να στο επιβεβαιώσει. «Προχωράτε, τώρα που μπορώ, που ‘μαι εδώ. Μπορώ και κάτι οικονομικά να σας βοηθήσω και ηθικά». «Ρε μπαμπά, αν κάνουμε κανένα παιδί;». «Και τι σε νοιάζει εσένα», λέω. «Η μάνα σου θα ‘ρθει να μείνει εκεί πέρα ή θα ‘ρθω εγώ! Τι σε νοιάζει εσένα; Μόνο έτσι, να τσιμπάω το κωλαράκι του, να γελάω, του λέω, να βλέπω το χαμόγελό του». Βλέπω κάτι μωράκια στην τηλεόραση και χαζεύω και λέω «Τι ωραία χαμόγελα, αγαλλίαση σκέτη». Τι νομίζεις θέλουμε τώρα εμείς; Στην ηλικία που είμαι εγώ τι να θέλω, γκόμενες; Αυτά, φίλε! Ό,τι άλλο θέλεις, ρωτάς!

Χ.Κ.

Λοιπόν, θα ήθελα να περάσουμε στο διάστημα που ολοκληρώσατε τις σπουδές σας στην Αθήνα και έρχεστε εδώ πέρα, κάτω. Πώς ήταν το πρώτο διάστημα; Πώς άνοιξες το ιατρείο; Και ποια ήταν η ανταπόκριση;

Π.Α.

Βέβαια, θα σου πω. Πάνω απ’ όλα, ήταν μια επιλογή που αποδείχθηκε πάρα πολύ σωστή. Όταν είπα του αδερφού μου του Γιώργου, ότι θα πάρω δάνειο 2 εκατομμύρια, τόσο μου είχαν υποσχεθεί ότι θα πάρω, τελικά πήρα 1, ότι θα πάω και θα ανοίξω στα Λεβέτσοβα, λιποθύμησε απ’ τον φόβο του! Μου ‘λεγε για Σκάλα, Σπάρτη, εγώ τον κοιτούσα και του λέω «Άκου να δεις, τα πράγματα είναι απλά. Οι Κροκεάτες απ’ το ’82 δεν έχουν οδοντίατρο. Ξέρω καλά ότι οι Κροκεάτες το ’81 είχαν 2.000 κόσμο». Συνεχίζω, έτσι; Τώρα θα ‘ναι 1.500 σίγουρα ή 1.600, απ’ το ’01 μέχρι το ’04, πόσοι θα πεθάνανε; Πόσοι φύγανε; Έγινε στα Λεβέτσοβα και με την παραίνεση 5 φίλων, παλιών κηδεμόνων, του Τζιμ του Πολολού, του Θεοδωράκου του Σαράντου, του [Δ.Α.] που [00:50:00]λέμε εμείς, τον Χριστάκο, ο Παρθύμος ο μακαρίτης, ο φαρμακοποιός. Άνθρωποι, φίλοι απ’ τα παλιά, και μου λένε «Είμαστε εμείς εδώ πέρα να σε στηρίξουμε και η δουλειά θα γίνει. Θα στηθεί στα Λεβέτσοβα». «Λέω, παιδιά, είναι για προσωρινά, δεν είναι για μόνιμα» λέω. Εγώ είχα σκοπό να πάρω λεφτά και να πάω στη Γερμανία να πάρω την ειδικότητα για τα εμφυτεύματα, γιατί είχα λύσσα. Είχα κάνει 2 χρόνια, μαθητής ας το πούμε, σε καθηγητή που έκανε εμφυτεύματα. Μας μάθαινε εμφυτεύματα, σεμινάρια παρακολουθούσα. Είχε τις καλές του, είχε και τις κακές του στιγμές. Κοντά στον Μητσόπουλο, πάνω στην πλατεία Κάνιγγος. Κι έφυγα κι εγώ να πάω να μάθω εμφυτεύματα. Είμαι και άνθρωπος της δύναμης, δεν είμαι… Δεν θα κάτσω σαν τα κοριτσάκια να κάνω σιδεράκια, δεν είχα τέτοια υπομονή. Δώσ’ μου δύσκολο δόντι εμένα και βγάλε μου την ψυχή. Δηλαδή αγωνίζομαι, μ’ αρέσει το δύσκολο, να τα καταφέρνω. Και τα κατάφερνα πολλές φορές. Και περιττό να σου πω, σ’ όλο τον εαυτό μου, για τη σειρά τη δικιά μας τουλάχιστον, όχι ειδικότητες, όπως είναι ο Φούρκας, ο Πατριανάκος κι όλοι αυτοί, στους 5 γιατρούς που ξέρανε από εξαγωγές, στους 70-80 που ήμασταν τότε. Οι υπόλοιποι δεν ξέρανε ούτε ένα δόντι να βγάλουνε. Τώρα έχουν βγει κάτι παιδιά που ‘ναι γναθοχειρουργοί και πιστεύω τα καταφέρνουν καλύτερα από εμάς, γιατί έχουν και τα μηχανήματα τα κατάλληλα. Λοιπόν, τότε που άνοιξα, ήταν τρομερά δύσκολο, από την άποψη να στήσεις ένα σωστό ιατρείο, να βρεις τον σωστό χώρο. Τελικά, εγώ βρήκα μια αίθουσα και με μια γυψοσανίδα την έκανα ιατρείο. Τα έξοδα ήταν πάρα πολλά στο ξεκίνημα, γιατί όπως σου είπα, με άγραφο νόμο, είχα ήδη πάρει δάνειο 5 εκατομμύρια. Το 1 το είχαν δώσει από την τράπεζα και τα 5 εκατομμύρια μπήκανε δια λόγου. Έπρεπε μέσα σε 2 χρόνια να έχω εξοφλήσει τα λεφτά αυτά. Βέβαια κι εγώ τότε είδα ξαφνικά την τσέπη μου να γεμίζει. Είχα μάθει στο χιλιάρικο τον μήνα και ξαφνικά να βλέπεις να ‘ρχεται ο πελάτης και να λέει «Πάρε 50 χιλιάδες προκαταβολή. Πάρει 100 χιλιάδες προκαταβολή. Πάρε 10 χιλιάδες προκαταβολή». Δηλαδή μια τσέπη γεμάτη και να μαζεύεις 500-600 χιλιάδες τον μήνα, κάπου… Ναι, μεν έμπειρος, αλλά και η σιγουριά του χρήματος με ανάγκασε… Εν τω μεταξύ, είχα και τον φόβο, μη δώσω δικαιώματα στην κοινωνία με τα κοριτσόπουλα. Τα κοριτσόπουλα τότε γλυκοκοιτάζανε τον οδοντίατρο, ήμουν και λιγάκι Φασούλας στο θέμα αυτό. Κάτι προξενιά ήρθανε, κάτι εδώ, κάτι εκεί. Λοιπόν, αναγκαστικά μούγκα, τύπος και υπογραμμός. Δεν έδωσα δικαίωμα σε καμία, σε κανέναν να πει «Ξέρεις, πλησίασες ή πείραξες κάποιον». Ο κόσμος ανταποκρίθηκε. Και ο Κροκεάτης πολύ και ο Στεφανιώτης και ο Σκαλιώτης και ο Δαφνιώτης. Δεν έχω παράπονο, όλα τα χωριά ήρθανε. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Και μιλάμε ότι είχα γύρω στους 30-40 πελάτες την ημέρα. Το πρώτο καλοκαίρι που άνοιξα, στις 4 Ιουλίου του 1984, 4 Ιουλίου άνοιξα, 7 είχα εγκαίνια επίσημα, άνοιξα χωρίς εγκαίνια. Από τη μέρα εκείνη, μέχρι τον Οκτώβρη–Νοέμβρη που ήταν οι ελιές, 30 άτομα την ημέρα. Λεφτά; Με τη σέσουλα. Τότε άρχισα να εξοφλώ το ιατρείο, τότε άρχισα να εξοφλώ το αυτοκίνητο το SAAB που ‘ρθε τούμπα, άλλα έξοδα εκεί κλπ., χαμένα λεφτά. Χονδρικά, έγινε ό,τι έγινε. Ο κόσμος απ’ την αρχή με συμπάθησε. Αν έχω και κανέναν με τις παραξενιές του, όπως σου είπα είχα πια ωριμάσει σαν άνθρωπος, και μπορούσα να τους βάλω σε μια σειρά, τους παράξενους. Παράδειγμα, θα σου πω για έναν, που δυστυχώς είναι μακαρίτης, αλλά φιλαράκι έγινε μετά. Ένας Μαυρολιάς απ’ το Δαφνί. Θυμάμαι, του ‘χα φτιάξει ένα σφράγισμα στον πρώτο γομφίο. Έρχεται μετά από 1-2 μήνες που λες και μου λέει «Γιατρέ, το δόντι που φτιάξαμε, πονάει! Δεν το φτιάξαμε καλά». «Ησύχασε, του λέω, έχουμε κόσμο. Σε ακούνε 10 άτομα». Μπαίνει μέσα που λες, ήταν άλλο δόντι, όχι αυτό που φτιάχναμε, το διπλανό, το πίσω. «Κι εγώ πού να ξέρω!». «Δεν ξέρεις, αλλά λες μαλακίες, του λέω, κι ο άλλος τα ακούει. Αυτά δεν τα λένε. Εγώ είμαι επιστήμονας. Άμα ακούσει ο άλλος ότι του ‘φτιαξα τα δόντια και πονάει, δεν ξαναπατάει. Δεν το καταλαβαίνεις;». Τελικά πήγα σπίτι του 1-2 μήνες πριν πεθάνει, ρίσκαρα τη ζωή μου και του ‘βγαζα δόντια. Πέθανε πριν 6-7 μήνες περίπου. Τέλος πάντων. Στην πορεία αποδείχθηκε πολύ σωστή επιλογή, ο κόσμος με δέχθηκε. Οι μόνοι που δεν με δέχθηκαν, το παράπονό μου, ας το πούμε παράπονο, είναι οι ΚΚΕδες. Γιατί εγώ δεν είμαι πειθήνιο όργανο του Φλωράκη, όπως είπα και νωρίτερα. Ήμουν στην βάση της οργάνωσης στη Σκάλα, με τον Κώστα τον Σμπυράκο, τον Τσερόκι τότε, καμιά δεκαριά ήμασταν μαζεμένοι. Κι εδώ δεν με στηρίξανε επαγγελματικά. Εδώ με στηρίξανε κάποιοι Σπαρτιάτες, σύντροφος κι αυτός, κι ένας στη Σπάρτη. Καραμπουκαλαίοι, Οικονομάκηδες. Μόνο ο Νίκος ο Κολοβός ερχότανε κι ο Γορανίτης. Δύο οικογένειες δηλαδή. Μετά στην πορεία ήρθε και κάποιος Νικολούδης, και καμία 10ρια άτομα, απ’ τα 100 που έχει τα Λεβέτσοβα. Δεν με στήριξαν ποτέ. Πιο πολύ με στήριξαν οι δεξιοί και οι λεγόμενοι φασίστες. Η επιλογή, λοιπόν, αποδείχθηκε πολύ σωστή. Στα δύο χρόνια μέσα, είχα ξοφλήσει τα πάντα. Και ό,τι υπόλοιπο είχαμε απ’ την προίκα της γυναίκας μου, κάτι προκαταβολές, κλπ., μέχρι το ’87 είχα ξοφλήσει τα πάντα. Σε τρία χρόνια μέσα, να το σπίτι της φτιαγμένο, και με την τούμπα ακόμη, τα πάντα. Δηλαδή, είχα έναν τζίρο με 600 δρχ. το σφράγισμα και την εξαγωγή, το οποίο έφτανε τις 600 χιλιάδες τον μήνα. Το τελευταίο χαρακτηριστικό χρέος μου ήταν το 1987. Όταν είχα πάει στην τράπεζα, και το δάνειο των 960.000 που μου ‘χανε δώσει, είχε φτάσει 2. Είχα δώσει 1, είχε μείνει 1. Έχω εξοφλήσει το δάνειο του ανθρώπου αυτού, εταιρεία, και πάω στην τράπεζα να δώσω τη δόση μου. Και τι μου βγάζουν εκεί; Μου βγάζει 1 εκατομμύριο τόκους, στις 960 χιλιάδες! Είχα δώσει 960 χιλιάδες και χρώσταγα 1 εκατομμύριο! Τώρα λέω «Τι κάνω;». Μου λέει «Μέχρι τέλος Ιουνίου που λήγει το εξάμηνο, αν δεν το έχεις πληρώσει, κατάσχονται ιατρείο και το χωραφάκι». Με ένα παιδάκι, στο νοίκι ακόμη. Τα μοναδικά μου όπλα, ένα περιβόλι που 'χα στη Στεφανιά και τα 2 μου χέρια κι ο καλός Θεός. Το Πάσχα του ’87, μου έστειλε, μαζί με τα περιβόλια που έμασα τα πορτοκάλια κι αυτά, είχα μάσει 500 χιλιάδες. Μου λείπανε άλλες 500. Και αν θες φίλτατε, με πιστεύεις. Γι’ αυτό λέω να πιστεύετε στον Θεό. Δεν ξέρω τι ιδέες έχετε, να πιστεύετε όμως. Ήρθε ένα γκρουπ Ελληνοαμερικάνων να μείνουν για 1 μήνα, 20 μέρες, στο Λεβέτσοβα, φιλοξενούμενοι των συγγενών τους. Δηλαδή, ήρθε η κουνιάδα μου να μείνει στο σπίτι μου. Ήρθε η φίλη της κουνιάδας μου να μείνει στο σπίτι μου. Τακτοποιημένα όλα αυτά. Και όλοι αυτοί ήρθαν και φτιάξανε δόντια! Σε 15 μέρες, ο Πέτρος ο Αγρανιώτης με 600 δρχ. το σφράγισμα και 600 την εξαγωγή έφτασε σε σημείο να εισπράξει 500 χιλιάδες κέρδος! Κέρδος! Και που τα παίρνω, πάω στην τράπεζα, στην Εθνική τότε. Δεν υπήρχαν κομπιούτερ, τότε μπαίνανε τα κομπιούτερ στη ζωή μας. Του λέω «Την καρτέλα μου», με ύφος αγανακτισμένου πολίτη κλπ. «Φέρ' τη εδώ! Τι σου χρωστάω», του λέω. «Κοντά στο εκατομμύριο». Τα ‘χα στην τσάντα. «Πάρτα και μέτρα», του λέω. Με κοιτάει έτσι. Τα μετράει αυτός, παίρνω την καρτέλα εγώ, βγάζω αναπτήρα και μου λέει «Τι κάνεις εκεί;». «Μην κουνηθεί κανένας, λέω, σας έβαλα φωτιά. Μην κουνηθεί κανένας, σας έκαψα! Μέτρα τα λεφτά που θέλεις, λέω. Ντροπή σας, ρε! Τα εκατομμύρια τα πολλά!» Βρισιές; Δεν κουνήθηκε κανένας. Κάηκε η καρτέλα, παίρνω το τασάκι κι έφυγα. Και ορκίστηκα να μην ξαναπατήσω σε τράπεζα. Βέβαια ξαναμπήκα, έμμεσα ή άμεσα. Όχι από ανάγκη τόσο, περισσότερο για διευκόλυνση της οικογένειάς μου, και που είχα ασθενείς, νοσοκομείο τη γυναίκα μου, νοσοκομείο εγώ, τη μάνα μου, τον πατέρα μου, τον πεθερό μου, όλους αυτούς. Και αναγκάστηκα και πήρα γενικό δάνειο, το εξόφλησα όμως. Ο κόσμος δεν με παράτησε ποτέ. Την εποχή εγώ, που είχα κλείσει 9 μήνες το ιατρείο μου, το ’96, με την κυρά μου και τη μάνα μου και μετά με μένα, είχα κλείσει 9 μήνες συνεχόμενα το ιατρείο. 6 για τη γυναίκα μου και 3 οι υπόλοιποι, εγώ κι η μάνα μου. Ιατρείο κλειστό ξέρεις τι σημαίνει; Αν εισπράττεις 100 € την ημέρα σήμερα, επί 9 μήνες, βάλτα κάτω, είναι 27.000 €. Ζεις μια οικογένεια άνετα και τα μαθήματα των παιδιών. Το ’96, η κόρη μου η μεγάλη ήταν 11 χρονών. Το ’85 γεννημένο είναι. Η Γιώτα έχει μικρά κι εκείνα τα μικρά έχουν τα έξοδά τους. Λοιπόν, όταν φτάνεις σε τέτοιο σημείο και έχεις φτιάξει ένα σπίτι, το οποίο έχεις δώσει τα λεφτά σου όλα σε προκαταβολές και χρωστάς τα υπόλοιπα, σαλτάρεις! Γι’ αυτό σου λέω, η κρίση η δικιά μου δεν είναι τώρα, αυτό είναι παιχνίδι. Για μένα τώρα είναι παιχνίδι. Για μένα κακώς δειλιάζετε. Όταν έχει ο πατέρας σας τέτοιο [Δ.Α.] σαν κι εμένα, προχώρα. Την ψυχή μου θα δώσω, εγώ θα σε βοηθήσω! Κωλώνει! Βρε, εγώ είμαι εδώ, λέω. Έχει μυαλό να σκεφτεί. Να ‘ναι πάνω απ’ όλα ανεξάρτητη, να τα καταφέρει όπως εγώ, μοναχή της; Δεν ξέρω πώς το σκέπτεται. Αλλά εγώ δεν είχα μια πλάτη τέτοια, είχα τον Θεό. Είχα τον Θεό και μερικούς φίλους. Φίλους! Φίλους! Να σου πω ονόματα, που ήρθαν σε εμένα μόνα τους και μου λένε παράδειγμα. Θα σου πω όνομα. Τάκης Μαστρογιαννάκος, ο ασφαλιστής. «Ρε φίλε, μου λέει, έχω 1 εκατομμύριο, αλλά θα το χρειαστώ. Πάρε το να κάνεις τη δουλειά σου, πάρε το». Το ’97. Ένας κύριος εδώ, εσύ δεν τον ξέρεις. Κάποιοι φίλοι από τη Σκάλα. 5-6 εκατομμύρια, 10. Θα κινήσω τον χρόνο συν τη δουλειά συν οικονομίες, να προσφέρω στα παιδιά μου, να μην καταλάβουνε φτώχεια. Δεν καταλάβανε φτώχεια. Η Χαρούλα μου, το ’97-’98 πήρε ένα κομπιούτερ από το One Way τότε, που το ‘χουμε ακόμη, 600 χιλιάδες δρχ. Ο Τάκης πήγαινε στο 5X5. Τη Γιώτα την πηγαίναμε στα μπαλέτα. Κι εγώ δουλειά κι η γυναικούλα μου να θέλει δεξιά κι αριστερά. Μία η Γεωργία, μία ο Πέτρος, μία η Ματούλα η κουνιάδα μου. Τη βοηθάγανε όλοι. Τη βοηθάγανε στο πήγαινε έλα και στη φύλαξη των παιδιών. Ο αγώνας είναι τεράστιος. Πώς μεγαλώνεις τα παιδιά νομίζεις; Εγώ λέω πάντα μια κουβέντα όμως. Ηθελημένα δεν έχω αδικήσει κι ούτε θα αδικήσω άνθρωπο. Άθελά μου, μόνο ο Θεός δεν αδικεί. Άθελά μου έχω αδικήσει όλον τον κόσμο. Η[01:00:00]θελημένα ποτέ. Δηλαδή, εσκεμμένα να κάνω κακό στον Χρήστο; Για ποιον λόγο; Ή άκουσα κάτι κακό; Να προσπαθήσω να τον βοηθήσω αν μπορέσω, και οικονομικά αν μπορώ ακόμη καλύτερα, αν έχει μια ανάγκη. Να χάσει το σπίτι του ο Χρήστος, επειδή δεν έχει 1.000€; Το ‘χω κάνει! Το ‘χω κάνει! Και μάλιστα μια μέρα μου λέει ένας, ο περιπτεράς, Θεός σχωρέστον, «Σου χρωστάω κι εσένα 30 χιλιάδες, πότε να στις δώσω;». «Όποτε πεθάνεις» του λέω. Ε, πέθανε! Ζήτησα από πουθενά;

Χ.Κ.

Λοιπόν, θα ‘θελα να περάσουμε και στην τελευταία ερώτηση, μιας και μου ‘χετε αναλύσει αρκετά απ’ την παιδική σας ηλικία και εφηβική και μετέπειτα στη φοιτητική σας ζωή και πώς φθάσαμε στο σήμερα. Θα ‘θελα, με ένα σχόλιο, να μου περιγράψετε τον εαυτό σας τώρα και πώς έχετε αλλάξει απ’ αυτά τα βιώματα που έχετε περάσει. Δηλαδή, πώς είναι ο Πέτρος σήμερα-

Π.Α.

Ίδιος είναι.

Χ.Κ.

Σε σχέση με τότε;

Π.Α.

Ίδιος είναι. Ίδιος είναι. Ίδιος είναι! Οικοιοθελώς. Όχι [Δ.Α.], στη βοήθεια. Προσπαθώ να είμαι όσο γίνεται αντικειμενικός. Παράδειγμα, μου ήρθε το γήπεδο. Πριν δύο χρόνια στο χωριό μας, έγινε μια έντονη διένεξη, εκεί πέρα. «Το παίρνω, δεν το παίρνω». «Σ’ αφήνω, δεν μ’ αφήνεις», κλπ. Και θέλω να δεις πώς σκέπτεται ο Πέτρος ο Αγρανιώτης. Σου ‘κανα μια εισαγωγή με τα θρανία τότε, φεύγουμε από κει κι ας πάμε τα τελευταία χρόνια. Ο άνθρωπος αυτός είναι καβαλημένος πρόεδρος. Του αρέσει να ‘ναι πρόεδρος, αλλά είναι καβαλημένος. Το «Εγώ». Πού να το βάλει το «Εγώ»; Εγώ δεν βάζω το «Εγώ» ούτε την οικογένειά μου. Βάζουμε το «Εμείς». Το ζευγάρι, το Δημοτικό Συμβούλιο, το Κοινοτικό Συμβούλιο. Μπορεί να ‘μαι εγώ, αυτός που βάζει την υπογραφή. Και να σου πω και κάτι; Το γήπεδο της Στεφανιάς, το 5X5 δεν έγινε από εμένα. Ήταν του Γιάννη του Γρυπιώτη, του περισσεύανε κάτι λεφτά και επί θητείας Γιάννη Γρυπιώτη, ’06-’10, το έκανε μόνος του. Αλλά ο Γιάννης ο Γρυπιώτης, δεν είναι αυτός που έδειξε τελικά. Το γήπεδο της Στεφανιάς ήτανε γιαπί. Το ‘χα βάλει στη μελέτη, από την εποχή του Θεοδοσάκου, εκείνα τα χρόνια. Αλλά τότε κολλήσαμε σε κάποια πράγματα, τα οποία είναι χρωστούμενα. Δηλαδή, όταν το 2001 ή 2002, αν θυμάμαι καλά, όχι το ’02, το ’03, γιατί το ’02 ήμουν στον ΟΝΑ της Σκάλας, στον Βασίλη τον Θεοδοσάκο. Ήμουν γραμματέας, με επικεφαλής τον Λούη τον Σαρρή. Εγώ, ο Γιαννακάκος ο Μανώλης, ο Διαμαντάκος Γιώργος, από το Περιστέρι μηχανικός, εγώ και μάλλον η μάνα της Οικονομάκου της ηθοποιού ή η θεία. Ποια πήρε ο Γκουβούσης τώρα, τις μπερδεύω! Οικονομάκου, μία απ’ τις δύο ήτανε. Έζησα τον Τρινασιακό από τα μέσα του, πολλά χρόνια. Η μοναδική φορά που ο Τρινασιακός ήτανε συν σε χρήματα ήταν το 1987, όταν κάναμε με επιμονή δικιά μου, το πρώτο γλέντι στη Στεφανιά, στην πλατεία του χωριού. Μέχρι το ’87, εγώ το ’84 είχα έρθει, το ’86 ήμουν σύμβουλος. Ήμουν γραμματέας στην ομάδα, κάτι ήμουνα εκεί. Είχαμε κάτι ψιλοποσά, χρέη, ομαδούλα. Βάλε τα χρόνια να δουλέψει ’86, ’87, ο Γαύρος, είναι του ’68, είναι 18 χρονών, 17, η ηλικία αυτή των παιδιών, οι καλοί ποδοσφαιριστές που είχαμε μια 7αδα, 10αδα καλή, ήταν τότε γεννημένοι, 16ρια, 17ρια, 18ρια. Κάνουμε, που λες, το πανηγύρι και μαζεύουμε λεφτά. Από τότε ο Τρινασιακός ήταν πάντα πλούσιος. Είχε 1 εκατομμύριο και, στην άκρη. Φεύγουμε από κει. Το θέμα του γηπέδου, λοιπόν, ήτανε επιθυμία μου, εμένα και του Θεοδοσάκου του Βασίλη, και με τον Τάκη τον Λυμπέρη που κουβέντιαζα, όταν το ’06 όταν είχε βγει δημοτικός σύμβουλος μαζί με τον Γρυπιώτη, ’06-’10, πριν μπούμε στον Δήμο Ευρώτα, Δήμος Σκάλας τώρα, τον έχω τσιγκλήσει. Και μου λέει «Το ‘χω βάλει στη μελέτη». «Προχώρα, λέω». Λοιπόν, ο Τάκης το είχε βάλει στη μελέτη και προχωράει το γήπεδο της Στεφανιάς, μαζί με του Βρονταμά και της Απιδιάς, στη μελέτη. Το ’10, που βγήκαμε μαζί με τον [Δ.Α.], τους λέω «Τι έγινε η μελέτη;». Και μου λένε «Προχωράμε». Και τότε που λες, την ίδια χρονιά, το ’11 τώρα, ’12, πέσανε τα χώματα, 18.000 υπέγραψα εγώ, για να πάρει ο Βέργος χώματα και 5.000 για να πάρουμε τον αγωγό του νερού να μπουν εκείνες τις δεξαμενές τις μαύρες εκεί. Και βγαίνει ο Χρήστος ο Παπαδάκος και λέει «Εγώ έφτιαξα το γήπεδο». Σημειωτέον [Δ.Α.] όταν τις έφερα, τα βάτα που είχανε τα γήπεδα, γύρω γύρω, δεν είχανε κοπεί κι επειδή στην ψύχρα λέγανε όλοι «Εγώ, εγώ, εγώ», έβαλα τον μηχανικό και του λέω «Πες του να καθαρίσει το γήπεδο, πριν ρίξει τα χώματα». Αν ρίξει τα χώματα, και τα βάτα είναι μέσα, θα ξαναφυτρώσει. Θα ‘χουμε γήπεδο με βάτα. Και του 'βαλε χέρι ο Παναγιώτης ο μηχανικός, που ‘μαστε πολύ φίλοι, γιατί όπου πάω εγώ, κάνω φίλους και συνεργάτες. Βλέπουν το πάθος μου και με αναγνωρίζουν σαν φίλο. Δεν είναι κολλητός μου, απλά τα λέω καλά. Και πέφτει που λες. Εγώ υπογράφω, παρουσία ήταν και ο αδερφός μου ο Γιώργος, τα Σανιδάκια, ο Καλογεράκος, του Παλαίστρα ο γαμπρός, για να φτιάξει κάτι πράγματα εκεί πέρα, με σκοπό να φτιαχτεί το γήπεδο, να στρωθεί με χορτάρι κλπ. Και όλη αυτή τη διαδικασία είμαι εγώ, που την επιβλέπω οικονομικά. Και πήγε κάποιο καλοκαίρι, το ’13 πια, το ’14, το ’12, το πότισε ο Παπαδάκος. Σημειωτέον, την επίστρωση του χώματος, την κάνανε τα παιδιά τα ίδια, απ’ ότι ξέρω. Το 'λεγε ο Καραμπάτος ο ανιψιός μου, της Ανδριάννας, ο Παναγιώτης, ότι τα παιδιά, ο Νίκος ο Μαστρογιαννάκος, ο Γαύρος, αυτοί, ήταν με τα τρακτέρ με τους καλλιεργητές και βάζανε τις πέτρες, βάλανε χώμα με πέτρα. Δεν βάλανε γουλασιά που είναι από τη σχάρα, με την κρισάρα. Είχε πέτρες μέσα. Και την περιποίηση του χώματος την έκαναν τα παιδιά, βάλανε πέτρες, κλπ. Ο Χρήστος έβαλε τον Πακιστανό και έκοψε τα βάτα. Όλη αυτή η εργασία, οι ποδοσφαιριστές, εγώ, Λυμπέρης, κάναμε μια προσπάθεια και φτιάξαμε το γήπεδο. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι έχει γίνει στο γήπεδο της Στεφανιάς, το ‘χω κάνει εγώ. Έχω βάλει το λιθαράκι μου, που λένε. Από το στηθαίο το πρώτο στην είσοδο, εκεί που είναι ο κεντρικός δρόμος, μέχρι τα αποδυτήρια, μέχρι τους ηλιακούς. Τώρα στην πορεία, και ο Σωτήρης ο Κουμάνταρος, με τη βοήθεια τη δικιά μου, επί Θεοδοσάκου, έριξε κάτι πλακάκια εκεί πέρα. Η αποθηκούλα που ‘ναι δίπλα, επί Θεοδοσάκου έγινε, από εμένα και εκεί το κάνανε αποδυτήρια. Αλλά δεν περίσσεψαν λεφτά ποτέ. Ξαναπήγα το '10, ’11, πήρα τον μηχανικό, τον Τζαμουρή, να κάνουμε την κερκίδα. Δεν μπορούσαμε, ήταν παράνομο. Τώρα έχει νομιμοποιηθεί το γήπεδο, τώρα έχει πάρει άδεια.

Χ.Κ.

Κατάλαβα. Θείε Πέτρο, θέλω να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ για τον χρόνο σου, για όσα μου είπες.

Π.Α.

Χαρά μου να μιλάω. Να μη μιλάω όμως έτσι, να μιλάω διαφορετικά, με κρασί. Να καθίσουμε αύριο, μεθαύριο να τα πούμε, να πιάσουμε κουβέντα.

Χ.Κ.

Θα ‘τανε καλό και θα το κάνουμε.

Π.Α.

Έχω πολλά, έχω πολλά. Ξέρεις, η παλιοζωή, τι γίνεται; Να σου πω τώρα, αν θες να το κλείσεις, δεν έχω θέμα.

Χ.Κ.

Ωραία, το κλείνω.

Π.Α.

Άμα σου φτάνει αυτό που θέλεις.

Χ.Κ.

Και πάλι ευχαριστώ.

Π.Α.

Ναι, μάνα μου. Να ‘σαι καλά.

Part of the interview has been removed for legal issues.

Content available only for adults (+18)

Part of the interview has been removed to facilitate its flow.

Summary

Ο Αφηγητής αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια, όταν πήγαινε δημοτικό και μετέπειτα όταν πήγε στο γυμνάσιο Κροκεών. Στη μετάβασή του στην Αθήνα, όπου έμενε σε έναν θείο του, τις δουλειές που έκανε ως φοιτητής, τις δυσκολίες που συνάντησε. Αναφέρεται εκτενώς στα χρόνια της Χούντας και πώς τα βίωσε, όντως μικρό παιδί, στην περιοχή της Λακωνίας. Αναφέρθηκε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και πώς τον επηρέασαν, στα πολιτικά του πιστεύω και έκανε μια σύντομη πολιτική ανάλυση για το ΚΚΕ. Στη συνέχεια, πήγε στις Κροκεές, όπου και άνοιξε ιατρείο. Αναφέρθηκε στις δυσκολίες που αντιμετώπισε, στον πολιτικό του βίο, στην τοπική αυτοδιοίκηση.


Narrators

Πέτρος Αγρανιώτης


Field Reporters

Χρήστος Κουφάκος



Interview Date

14/03/2021


Duration

66'


Interview Notes

Ο Αφηγητής είναι θείος του Ερευνητή.