Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Κατοχή και Εμφύλιος στον Ασωπό Λακωνίας: Μία σκληρή πραγματικότητα
Segment 1
Λίγα λόγια για τη ζωή του και τις έντονες εντυπώσεις από την Κατοχή
00:00:00 - 00:10:05
Partial Transcript
Έχω πατήσει την ηχογράφηση, έχουμε ξεκινήσει τη συνέντευξη. Καλησπέρα σας! Καλησπέρα. Πώς ονομάζεστε; Αναστάσιος Βλαχάκης, του Γεωργίου…ιάσανε κι εκεί. Και πήγε στην Αθήνα, έζησε, και πέθανε φυσιολογικά, πλέον μετά. Ήτ αν δραματική η ζωή. Ζήσαμε δραματικά αυτήν την περίοδο.
Lead to transcriptSegment 2
Η μάχη στο Γεράκι και η δραματική κατάσταση της ζωής την περίοδο του Εμφυλίου
00:10:05 - 00:20:27
Partial Transcript
Θα μπορούσατε να μου πείτε ποια ήταν ή πρώτη φορά που είδατε κάποιον νεκρό; Νεκρό είδα, 40, όχι έναν, μετά τη μάχη του Γερακιού. Στο Γεράκι…συγκρούσεις που έχουν γίνει εδώ πέρα. Δηλαδή, όπως έγινε στη μάχη των Μολάων ή στο Γεράκι ή κάποια άλλη, που μπορεί να θυμάστε ή να ζήσατε.
Lead to transcriptSegment 3
Η μάχη των Μολάων, η μάχη του Γερακιού, οι σκοτωμοί και τα αντίποινα
00:20:27 - 00:34:00
Partial Transcript
Έζησα τη μάχη των Μολάων. Και μάλιστα άκουγα και τους πυροβολισμούς αυτούς. Φύγανε οι Γερμανοί. Μάλλον, είχε προηγηθεί μια παρενόχληση από τ…μου, αδέρφια. Πέθανε, πριν λίγα χρόνια έχει πεθάνει. Ήταν μεγάλος αυτός. Αυτός. Κι είχαμε κι άλλους πολλούς εδώ. Το χωριό ήταν ανταρτοχώρι!
Lead to transcriptSegment 4
Η Εθνική Αλληλεγγύη, η ζωή μετά τον Εμφύλιο, πολιτικές εκτιμήσεις και οι ατελείωτοι παράλογοι σκοτωμοί
00:34:00 - 01:01:41
Partial Transcript
Μου δώσατε την αφορμή, μ’ αυτό που είπατε για το χωριό, γενικότερα, εδώ πέρα, υπήρχε αλληλεγγύη; Βέβαια! Αλληλεγγύη! Εδώ, έχουν παιχτεί τα …αι πολλά χρόνια. Γύριζε στο καφενείο και τα ‘λεγε αυτά. «Να γύριζε τώρα, θα τους είχα καθαρίσει όλους! Με στείλανε και έκανα έγκλημα». Αυτά.
Lead to transcript[00:00:00]Έχω πατήσει την ηχογράφηση, έχουμε ξεκινήσει τη συνέντευξη. Καλησπέρα σας!
Καλησπέρα.
Πώς ονομάζεστε;
Αναστάσιος Βλαχάκης, του Γεωργίου και της Αρχοντούλας.
Χάρηκα πάρα πολύ. Εγώ ονομάζομαι-
Γεννήθηκα το 1932, στον Ασωπό Λακωνίας.
Πολύ ωραία. Εγώ ονομάζομαι Κουφάκος Χρήστος. Είμαι ερευνητής στο Istorima. Σήμερα είναι Πέμπτη, 25 Φλεβάρη του 2021. Βρισκόμαστε στον Ασωπό Λακωνίας και τηρούμε τα μέτρα τα απαραίτητα για τον Covid-19, με τη χρήση της απαραίτητης μάσκας. Κύριε Τάσο, θα θέλατε να μου πείτε κάποια πράγματα για τη ζωή σας; Δηλαδή, πού γεννηθήκατε, πού ζήσατε, τι επαγγέλλεστε; Δηλαδή το επάγγελμά σας. Παρακαλώ.
Γεννήθηκα στο χωριό Ασωπός Λακωνίας, το 1932, στις 2 Δεκεμβρίου. Εδώ μεγάλωσα, τελείωσα το δημοτικό. Κατά το διάστημα της Κατοχής το τελείωσα. Στη συνέχεια, στον Εμφύλιο, πήγα στο γυμνάσιο το 8τάξιο των Μολάων και τελείωσα το 1951. Έζησα όλο το δράμα του Εμφυλίου πολέμου. Σκοτωμούς και πολλά τραγικά πράγματα, μάχες που γίνανε στα διάφορα χωριά, τα έζησα αυτά. Σκοτωμένους πολλούς είδα, εκτελεσμένους πάρα πολλούς. Κάναμε μάθημα και έξω απ’ το γυμνάσιο των Μολάων εκτελούσανε! Δώδεκα εκτελέσανε μία φορά, μεταξύ αυτών και δύο γυναίκες. Πήγαμε να τους δούμε, μόλις τελείωσε το μάθημα, αλλά μας είπαν ότι επέστρεψε ο Γερακάρης που τους είχε σκοτώσει και φοβηθήκαμε και γυρίσαμε. Κι εκεί έπαθα αυτό που παθαίνουνε αυτοί που τρέχουνε και δεν μπορούν να τρέξουν! Από τον φόβο μου. Έζησα αυτήν την τραγική ειρωνεία. Έζησα νεκρούς, που φέρανε απ’ τη μάχη του Γερακιού, 40 στους Μολάους. Έζησα σκοτωμούς, που γίνανε από τους Xίτες. Στους Μολάους, παίρνανε ανθρώπους, πηγαίνανε στη Ρειχιά, με πιστόλες, ότι έχουν κάποια δουλειά να κάνουνε κι εκεί πέρα τους εκτελούσανε. Έζησα την κατάρρευση του Εμφυλίου, των ανταρτών, που τους πιάνανε, τους συλλαμβάνανε πολλούς απ’ αυτούς, έναν κι απ’ το χωριό μου, της οικογενείας μου άνθρωπος, Βλαχάκης, Νίκος Δασκαλάκος, τον οποίο τον συλλάβανε έξω από τον Ασωπό, και τον φέρανε στους Μολάους και τον εκτελέσανε το βράδυ, το ίδιο βράδυ. Και μάλιστα, φωνάξανε μαθητές, να πάνε να τον θάψουνε. Τον θάψανε στο νεκροταφείο και τον σκοτώσανε κατά τραγικό τρόπο. Τον είχανε δέσει πίσω από το αυτοκίνητο και τον σέρνανε και του πλακώσανε το κεφάλι με μία πέτρα. Έτσι τον βρήκανε τα παιδιά που ήταν εδώ από το χωριό μαθητές, μετά από χρόνια βέβαια. Έζησα το δράμα αυτό, τραγικό, τραγικό δράμα για έναν νέο άνθρωπο. Πολλές φορές δεν κοιμόμουνα από τη στεναχώρια μου, γιατί αγαπούσα αυτούς τους αντάρτες πάρα πολύ, αυτό το κίνημα των ανταρτών και δεν μπορούσα να το φανταστώ ότι εκτελούνται κατ' αυτόν τον αισχρό τρόπο. Θυμάμαι μια φορά που φέρανε τον Γιαννάκη, που τον ήξερα από πριν, μαζί με έναν Βάκχο δάσκαλο, που ήταν δάσκαλος, και τους είχαν συλλάβει κάπου έξω, απέναντι απ’ το βουνό, από την Κουλοχέρα που το λέμε, και τους φέρανε στους Μολάους, και πήγα και τους είδα σ’ ένα μαγαζί, τους μαζεύανε εκεί, υποδηματοπωλείο. Δεν θυμάμαι πώς λεγόταν αυτός, το ‘χω ξεχάσει τώρα. Και πήγα τους είδα, που τους είχαν δώσει φαγητό να φάνε. Κονσέρβα είχαν ανοίξει, κι ο Γιαννάκης έτρωγε. Ο Βάκχος δεν έτρωγε, τους ζήτησε γάλα με αλεύρι να φάει. Ήταν νηστικοί, εξαθλιωμένοι. Τον Γιαννάκη έμαθα ότι τον κάψανε μετά, τον σκοτώσανε. Τον περιέλουσαν έμαθα, δεν ξέρω. Τον Βάκχο, τον σκοτώσανε στο χωριό του. Του 'χανε χαρίσει τη ζωή, αλλά απ’ ό,τι έγινε μετά, μια μέρα στην πλατεία μέσα, τον σκότωσε ο ίδιος ο Μπραντίτσας, που ήταν Χίτης, αρχηγός των Χιτών της περιοχής, εδώ πέρα. Γιατί λέει, είπανε, διαδόσεις είναι αυτό, δεν είναι και βέβαιο, ότι περιμένανε κάποια οικονομική αποζημίωση να 'ρθει από την Αμερική, η οποία δεν ήρθε και θεώρησε -παρόλο που ήταν και συγγενής του- τον καθάρισε.
Θα ήθελα λίγο να τα πάμε λίγο ένα ένα. Μου κάνατε μια μεγάλη ανάλυση μέχρι στιγμής. Θα ήθελα να πάμε αρχικά στην παιδική σας ηλικία. Πώς ζήσατε την Κατοχή, στην καθημερινότητά σας.
Ε, πώς ζούσαμε. Η μάνα μου μας μοίραζε το ψωμί. Είμαστε εφτά αδέρφια, και με οικονομία μας μοίραζε το ψωμί, για να μην τελειώσει και δεν έχουμε να φάμε την άλλη μέρα! Μας είχε σε περιορισμούς. Καλά, είχαμε περιουσία και κάτι γινότανε. Κάναμε σύκα, κάναμε λάδι, κάναμε σιτάρι. Αλλά όταν μας τα παίρνανε οι Γερμανοί που τα κρύβαμε κιόλας, ζούσαμε. Καλά περάσαμε, δεν πεινάσαμε, δεν ζοριστήκαμε, όπως πεθαίνανε στην Αθήνα. Περάσαμε καλύτερα απ’ τις πολιτείες, εδώ. Έτσι τελείωσε το γυμνάσιο. Το δημοτικό, κατά το διάστημα αυτό, το ’47, ήρθε στο σπίτι μας μια πρώτη μου ξαδέρφη, δασκάλα, Ελένη Λύρα. Ο άνδρας της ήταν κι αυτός δάσκαλος. Τον σκοτώσανε έξω από το σχολείο της Δαιμονιάς οι ταγματασφαλίτες, και μάλλον ο Καραδημητρόπουλος, είχε έρθει επιδρομή. Γιατί εδώ ήμαστε ελεύθεροι από το ’43. Ελεγχόταν απ’ τους αντάρτες η περιοχή περισσότερο. Παρόλο ότι υπήρχε το αεροδρόμιο και ήταν οι Γερμανοί, αλλά ήτανε λίγοι και δεν πολυβγαίνανε έξω. Η οποία έζησε στο σπίτι μας, γιατί θα τη σκοτώνανε. Α, αφού σκοτώσανε τον δάσκαλο, οι αντάρτες γυρίσανε μετά και σκοτώσανε στη Δαιμονιά, ήταν απ’ τη Δαιμονιά, έξι, το χωριό Δαιμονιά ήτανε πόσα χιλιόμετρα από εδώ; 3, 4, χιλιόμετρα, 5. Γύρισαν οι αντάρτες, γιατί μάθανε ότι τους προδώσανε, γιατί ήτανε κάπου. Και σκοτώσανε τον δάσκαλο, τρία παιδιά ΕΠΟΝίτες, τους σκοτώσανε στο νεκροταφείο του Αρχάγγελου, πήρανε κρατούμενους πολλούς. Δύο άλλους. Πήρανε έναν θείο μου, Λύρα, ξάδερφο πρώτο του πατέρα μου, τον οποίο σκοτώσανε στην Τρίπολη. Τον εκτελέσανε, τον πήγανε στην Τρίπολη. Κάτι ανίψια του πατέρα μου, Μαστοράκου. Ένας ήταν και οικονομολόγος. Αυτόν, απ’ ό,τι μάθαμε, δραπέτευσε από τις φυλακές. Μάλλον ήταν υπάλληλος της τραπέζης της American Express και τον φυγάδευσε η [Δ.Α.] Πληρώσανε, πληρώσανε αυτοί, γιατί ήτανε Διευθυντής στην American, στην Αθήνα. Η δε δασκάλα που ήρθε στο σπίτι μας μετά, την κρατήσαμε έξι χρόνια. Τελείωσα το γυμνάσιο εγώ, και ζούσε στο σπίτι μας. Είχε πάτωμα κι από κάτω είχε καμάρα. Κι έμπαινε εκεί μέσα και κρυβότανε. Εάν μας πιάνανε, θα μας σκοτώνανε όλους, δεν υπήρχε περίπτωση. Γιατί αυτή θα τη γδέρνανε. Γδαρτή θα πήγαινε. Τόσο βρώμικοι ήτανε, τόσο αισχροί ήταν, τόσο εμπαθείς! Και σκοτώσανε τον άνδρα της κι αυτή θέλανε να την εκτελέσουνε. Τέλος πάντων, έζησε και τη φυγαδεύσαμε, αφού σταμάτησαν να τους κυνηγούν. Τη γράψαμε σαν άρρωστη, ένα ταξί από δω την πήρε και την πήγε στην Αθήνα και πέρασε στον Ισθμό, σαν άρρωστη. Και δεν την πιάσανε κι εκεί. Και πήγε στην Αθήνα, έζησε, και πέθανε φυσιολογικά, πλέον μετά. Ήτ[00:10:00]αν δραματική η ζωή. Ζήσαμε δραματικά αυτήν την περίοδο.
Segment 2
Η μάχη στο Γεράκι και η δραματική κατάσταση της ζωής την περίοδο του Εμφυλίου
00:10:05 - 00:20:27
Θα μπορούσατε να μου πείτε ποια ήταν ή πρώτη φορά που είδατε κάποιον νεκρό;
Νεκρό είδα, 40, όχι έναν, μετά τη μάχη του Γερακιού. Στο Γεράκι έγινε μάχη με τους αντάρτες και με τους χίτες. Και κατέλαβαν το Γεράκι οι αντάρτες, και σκοτώσανε 46, τους οποίους φέρανε στους Μολάους, στα Deutsch πάνω στα αυτοκίνητα, στα φορτηγά, κι εκεί τους είδα νεκρούς, πώς είναι τα σφαχτά, σφαγμένα, έτσι τους είδα εκεί πέρα. Δραματική κατάσταση. Και τους πήγαν στην εκκλησία και τους ξεχωρίσανε και τους πήρανε οι δικοί τους και τους θάψανε την άλλη μέρα. Μετά από δυο μέρες, μία μέρα. Όχι, την επόμενη μέρα. Αυτούς τους είδα νεκρούς. Είδα μετά, σε εκδρομή που κάναμε, έναν αντάρτη σκοτωμένο, σε ένα χαντάκι στην Απιδιά περίπου, κάπου εκεί -μια τοποθεσία έξω απ’ τους Μολάους. Είδα σκοτωμένο έναν άλλον, Σοφοκλή Βλαχάκη, κι αυτός συγγενής μου απ’ την οικογένειά μου άνθρωπος, τον οποίο φέρανε στους Μολάους, σκοτωμένο πάνω στο αυτοκίνητο, με το μισό του κεφάλι να λείπει, και με μία τρύπα στο στήθος, η οποία φαίνεται ότι είχε πέσει, αφού είχε αυτοκτονήσει αυτός. Αυτοκτόνησε και τον πιάσανε, και τον φέρανε στους Μολάους και κατεβάσανε τον αδερφό του, που τον είχανε κλεισμένο στη χωροφυλακή πάνω, τον κατεβάσανε κάτω να δει αν είναι αυτός αδερφός του, να γνωρίσει. Και τον γνώρισε ο αδερφός και είπε «Αυτός είναι» και του τον δώσανε και πήγε και τον έθαψε. Δραματική κατάσταση. Κι αυτόν τον είδα, τον Σοφοκλή. Τον οποίο Σοφοκλή ήταν στη φυλακή, κι αυτός κι ο αδερφός του ο Λυκούργος, στη φυλακή στη Σπάρτη, και οι αντάρτες ανοίξανε τις φυλακές και τους πήρανε και τους πήγανε στο αντάρτικο. Εξελίχθηκε αυτός, έγινε ανθυπολοχαγός του Δημοκρατικού Στρατού και ο Λυκούργος έγινε υπολοχαγός. Σκοτωθήκανε και οι δύο. Αλλά ο Λυκούργος σκοτώθηκε κάπου στον Πάρνωνα, δεν ξέρω σε ποιο χωριό. Ο Σοφοκλής, τον φέρανε, ήρθε στο χωριό και πήγε στο κτήμα του πατέρα του και πήγε η αδερφή του και της είπε «Δεν θέλω τίποτα άλλο», Μαρίκα τη λέγανε την αδερφή του, «Φέρε μου κάτι να φάω, είμαι νηστικός και τίποτα άλλο. Φύγε και μην πεις τίποτα». Αυτή πήγε και τον πρόδωσε! Πήγε προς την Καταβόθρα, το χωριό, και βρήκε έναν στον δρόμο, Σταμοδιάννος ήταν, που είχε ένα άλογο, και πήγανε κάτω και τον περικυκλώσανε η χωροφυλακή και τον σκοτώσανε! Είπαμε, είχε δυο σφαίρες φαίνεται, σε μια αραβίδα το όπλο, και τη μία τη σφαίρα την έριξε. Κάποιον ήθελε να καθαρίσει, αλλά δεν τον πήρε. Και άλλη μία είχε, και την έριξε στο κεφάλι του. Ήταν το μισό κεφάλι κατεστραμμένο.
Αυτό το διάστημα πέρα απ’ τους Γερμανούς, εννοώ της Κατοχής-
Αυτό ήταν στον Εμφύλιο.
Ναι, ναι. Ήθελα να πάμε λίγο πίσω στην Κατοχή, για ένα τελευταίο ερώτημα. Ήταν και Ιταλοί εδώ πέρα;
Ήτανε και Ιταλοί, οι οποίοι παραδόθηκαν, δώσανε και τα όπλα. Τότε όταν άλλαξε... διαλύθηκε η Ιταλία και πήγαν και στο αντάρτικο ορισμένοι. Βέβαια, πήγανε. Ήτανε, θυμάμαι, στον λόχο του Μανώλη, εδώ του Σταθάκη, ήταν δυο Ιταλοί. Ήρθε ο λόχος τους εδώ στο χωριό, μετά τη μάχη των Μολάων, που έγινε η μάχη στους Μολάους και τους σκοτώσανε, τους συλλάβανε τους ταγματασφαλίτες. Είχε και τάγματα ασφαλείας στους Μολάους. Και τους καθαρίσανε, 46, οι αντάρτες. Μετά τη μάχη, ήρθε ο λόχος εδώ στο χωριό και ήταν και δυο Ιταλοί θυμάμαι. Τον έναν τον λέγανε Μάριο, ήτανε του ναυτικού, και τον άλλον τον λέγανε κάπως αλλιώς. Γιάννη; Δεν ξέρω πώς τον λέγανε. Γιάννη, αλλά δεν ξέρω στα Ιταλικά πώς, Giovanni;
Giovanni;
Κάπως έτσι, ναι. Ήτανε πιο καλοί οι Ιταλοί, πιο μαλακοί.
Αυτό ακριβώς ήθελα να ρωτήσω. Ήταν δηλαδή καλύτεροι από τους Γερμανούς;
Ναι, βέβαια! Δεν είχαν καμία σχέση. Αν και εδώ οι Γερμανοί περνούσαν από εδώ και το περιβόλι αυτό ο πατέρας μου το είχε από το ’35 εδώ. Αυτές οι πορτοκαλιές εδώ είναι δικές μας. Εκεί μέσα, είχε δέντρα. Και είχαμε και νεραντζιές και το καλοκαίρι περνούσαν με τα φορτηγά από δω, με τον αδερφό, με τον πατέρα, αυτόν που είναι στα φάρμακα, πέθανε ο αδερφός μου αυτός. Πέθανε πέρυσι, πρόπερσι. Και τους πετάγαμε νεράντζια! Και τα βουτάγανε, σαν τρελοί κάνανε και μας περιμένανε. Που τους πηγαίνανε το καλοκαίρι από το αεροδρόμιο εδώ, που ήταν στην Καταβόθρα. Το χωριό εδώ το λένε Καταβόθρα, πώς τη λένε την Καταβόθρα; Μου διαφεύγει. Εσύ ξέρεις πού ήταν το αεροδρόμιο; Σου έχουν πει;
Εγώ το μόνο αεροδρόμιο που γνωρίζω είναι της Σπάρτης, το στρατιωτικό, που είναι λίγο πιο έξω.
Εδώ, ήρθαν οι Γερμανοί, το ’41, και κάνανε αεροδρόμιο εδώ. Και χτυπούσαν την Κρήτη. Εμείς πιτσιρίκια, βγαίναμε τότε… σηκωνόταν τότε η σκόνη, τη βλέπαμε, δεν είχανε κάτω στους διαδρόμους, δεν είχανε ρίξει τσιμέντα και τέτοια. Και μετρούσαμε τα αεροπλάνα που πηγαίνανε στην Κρήτη, και κάνανε ό,τι κάνανε. Βομβαρδίζανε, γυρίζανε και τα μετρούσαμε, και όταν επιστρέφανε και λέγαμε «Ρίξανε πολλά» λέγαμε. Πιτσιρίκια! Ξέραμε ότι πηγαίνανε στην Κρήτη και χτυπάγανε στην Κρήτη, μας λέγανε οι μεγαλύτεροι.
Εδώ πέρα υπήρχε στήριξη από τους Συμμάχους;
Εδώ όχι, δεν είχαμε, δεν είχαμε τέτοια υποστήριξη. Δεν ήρθε κανείς. Αντίθετα, από τους Συμμάχους είχαμε, όταν φύγανε οι Γερμανοί από τη Μονεμβάσια. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, οι Κύπριοι και οι Άγγλοι που ήταν εδώ, φύγανε. Δυο-τρεις δεν μπορέσανε να φύγουνε και τους είχανε εδώ οι... ο Γάλλος... οι ΕΠΟΝίτες και τέτοια, ο αδερφός μου, τους τροφοδοτούσανε. Και μάθανε οι Γερμανοί και οι Ιταλοί και τους ζητούσανε και δεν τους πιάσανε ποτέ. Πήγε στο αντάρτικο ο αδερφός μου, και δεν τον πιάσανε. Και σκοτώθηκε κιόλας. Έχουμε και θύμα εμείς.
Και πού σκοτώθηκε ακριβώς;
Σκοτώθηκε. Ήταν σε ένα φυλάκιο, έξω από την Πετρίνα. Στη Ζελίνα, ένα χωριό λεγόταν. Και κάπου σηκώθηκε πάνω και τον πήρε μια σφαίρα στην κοιλιά. Απ’ ότι μας είπαν, έζησε 40 ώρες. Έκανε επέμβαση ο γιατρός, που ήτανε εκεί πέρα, μήπως μπορέσει και τον γλιτώσει, μέσα στην εκκλησία, σ’ ένα χωριό. Τον πήγανε στο Σελεγούδι. Υπάρχει το χωριό. Και τον θάψανε κιόλας, οι οργανώσεις εκεί πέρα, του ΕΑΜ και του... Οι ΕΠΟΝίτες. Τον θάψανε στο χωριό και εμείς πήγαμε μετά, πήγαν οι γονείς μου και τον ξεθάψανε. Έχω πάει στο Σελεγούδι 2-3 φορές, έτσι, στο νεκροταφείο. Έχω πάει λουλούδια για έναν άλλον.
Μ' όλα αυτά, γενικά, πώς ήταν η κατάσταση στην οικογένειά σας;
Δραματική! Δραματική! Ερχόνταν, μας κάνανε έρευνα, αφού φύγανε οι αντάρτες, παραδώσανε τα όπλα, και μας δημιουργούσαν και προβλήματα. Αλλά ο πατέρας μου ήταν σκληρός λιγάκι και δεν… Φοβόντουσαν μη τους βουτήξει κάνα γκασμά και τους καθαρίσει. Παιδαρέλια ήταν από εδώ, από το χωριό, οι ίδιοι. Τέλος πάντων, δεν μας πειράξαν και πολύ, εδώ που τα λέμε. Μόνο που ο πατέρας μου πήγε στη Μακρόνησο, τον πήρανε. Ήταν 63 χρονών, μεγάλος άνθρωπος. Για την εποχή ήταν πολύ μεγάλος άνθρωπος. Αφού στη Μακρόνησο τον ρώτησε ο αξιωματικός εκεί πέρα «Εσένα, γέρο, γιατί σε στείλανε εδώ;». «Να πας να ρωτήσεις αυτούς που με στείλανε» λέει. Και τον είχε όλη την ημέρα και κουβάλαγε -όχι πέτρες, γιατί οι άλλοι κουβαλάγανε πέτρες από το βουνό στη Μακρόνησο-, αυτός κουβάλαγε αφάνες. Αλλά τον στείλανε κι αυτόν στο βουνό να κουβαλήσει, γιατί μίλησε άσχημα στον… Του είπε «Ρώτησε αυτούς που με στείλανε». Ήταν [00:20:00]άνθρωπος, ο πατέρας μου, 10 χρόνια στρατιώτης είχε κάνει, την εποχή του. Ήτανε σκληρός, δεν ήτανε εύκολος.
Θα ήθελα να μου πείτε λίγο εκτενέστερα, λίγο περισσότερο, αν θέλατε, για τις συγκρούσεις που έχουν γίνει εδώ πέρα. Δηλαδή, όπως έγινε στη μάχη των Μολάων ή στο Γεράκι ή κάποια άλλη, που μπορεί να θυμάστε ή να ζήσατε.
Έζησα τη μάχη των Μολάων. Και μάλιστα άκουγα και τους πυροβολισμούς αυτούς. Φύγανε οι Γερμανοί. Μάλλον, είχε προηγηθεί μια παρενόχληση από τους αντάρτες, που ενώ υπήρχαν ακόμα οι Γερμανοί, είχανε ιδρύσει Τάγμα Ταγματασφαλιτών, Γερμανοτσολιάδων που λέμε. Και απέτυχε και οπισθοχώρησαν οι αντάρτες. Και μάλιστα, έγινε κι ένα γεγονός εκεί πέρα. Ένας από τους αντάρτες έπασχε από επιληψία, ήταν από την Απιδιά, Απιδιώτης, γνωστό όνομα. Θα το θυμηθώ και θα σου το αναφέρω, θα σου το αναφέρω μετά, και τον κρεμάσανε στην πλατεία των Μολάων που τον πιάσανε, μεγάλος άνθρωπος. Και μάλιστα, το τραπέζι δεν το τραβήξανε οι Γερμανοί από κάτω, που τον βάλανε στην καρέκλα. Την τράβηξε ένας Μολαΐτης. Μπάρμπα Λιάς ήταν ο αντάρτης αυτός. Έγινε αυτή η μάχη, η παρενόχληση, τέλος πάντων. Ήρθανε και οι Γερμανοί, φύγανε οι αντάρτες. Μόλις φύγανε οι Γερμανοί, πήγανε στη Μονεμβάσια. Οι αντάρτες τούς καλέσανε τους Μολαΐτες και τους λένε «Για να μη γίνει μάχη και σκοτωθούμε κι εσείς κι εμείς, παραδώστε τα όπλα ή κάντε έναν λόχο κι ελάτε κι εσείς μαζί μας να πολεμήσουμε τους Γερμανούς». «Θα σας απαντήσουμε. Θα ρωτήσουμε, να σας απαντήσουμε». Ξανασυναντήθηκαν δεύτερη φορά και δεν δεχτήκαν αυτήν την πρόταση των ανταρτών. Σου λέει «Θα γίνει μάχη. Θα σκοτωθούμε». Δεν το δεχτήκανε. Έγινε η μάχη. Σκοτωθήκανε, απ’ ότι θυμάμαι τότε, τρεις αντάρτες στη μάχη, καμιά 10ρια Μολαΐτες σκοτωθήκανε. Και μερικοί σκοτωθήκανε, δεν θυμάμαι, σκοτώθηκε και μια κοπέλα. Τσατσαρώνη. Ήταν απ’ τους απλούς ανθρώπους. Έπεσαν οι Μολάοι. Τους καλέσανε στην πλατεία. Τους μίλησε ένας. Εδώ, το χωριό είχε… Θα στα πω στη συνέχεια. Τους μίλησε ο Μακρύγιαννης, ο Γιάννης ο Μακρής, ένας αξιωματικός από δω. Λοχαγός του ΕΛΑΣ και αξιωματικός, κι από τους πρώτους αντάρτες που 'χε βγει, το ’41, βγήκε. Λέγεται ότι ήταν μέλος του ΚΚΕ, από τη σχολή των Ευελπίδων, ήταν μυημένος με το ΚΚΕ, και ήταν δραστήριο μέλος. Και τους είπε ότι «Εμείς σας καλέσαμε, και σας δώσαμε...». Τους είχανε μαζέψει στην πλατεία, όλους. Είχανε παραδώσει τα όπλα. Αυτοί παραδώσανε τα όπλα, αφού μπήκε τούτος ο Μανώλης και τους χτύπησε, προτού πέσουν οι Μολάοι, αυτός ήτανε πονηρός, και τους χτυπούσε τις καμπάνες! Μόλις άκουσαν τις καμπάνες οι Μολαΐτες, είπαν «Πάει, μας καταλάβανε». Και τ παραδώσανε τα όπλα. Τους είπε ότι «Eμείς σας είπαμε, στην επιτροπή, να παραδώσετε τα όπλα ή αν θέλετε να ηρθείτε να πολεμήσετε μαζί. Όπως εμείς πολεμάμε τους Γερμανούς, να πολεμήσετε κι εσείς! Να ενταχθείτε στο ΕΛΑΣ». Πολλοί, πράγματι, εντάχθηκαν εκείνη τη στιγμή, πόλεμο είχανε ζήσει παιδιά νέα. Πήγανε στο ΕΛΑΣ τότε. «Τώρα τι θα γίνει;». «Θα περάσουν από το λαϊκό δικαστήριο και θα δούμε τι θα κάνουμε». «Αφήστε να τους εσκοτώσουμε εμείς», λέγανε οι Μολαΐτες. Δεν τους αφήσανε. Καθαρίσανε 46. Απ’ ό,τι όμως μου έλεγε εκεί ένας εξάδελφός μου, θα σου πω για το χωριό τι είχε γίνει, το κόμμα που δρούσε μέσα στο ΕΛΑΣ, πήρε απόφαση να μην εκτελεστούν ή τέλος πάντων, να εκτελέσουν μόνο την επιτροπή. Να το δουν ακόμα το θέμα. Αλλά οι στρατιωτικοί δεν το δεχτήκανε και τη νύχτα σιμωθήκανε και τους καθαρίσανε! Δεν το δεχτήκανε. Κακώς, βέβαια, αλλά κακώς, κακώς, πήραν όπλα απ’ τους Γερμανούς πάντως! Δεν δικαίωσε η ιστορία κανέναν από δαύτους, απ’ τους ανθρώπους που πήγανε με τον εχθρό! Λοιπόν, αυτήν τη μάχη, την έζησα ακουστά. Δεν πήγα, γιατί ήμουν πολύ πιτσιρίκος τότε εγώ, το ’44, πότε έγινε η μάχη των Μολάων. Έχει μια άλλη μάχη. Έζησα τη μάχη του Γερακιού, που βέβαια εκεί ήταν μακριά από εμάς, αλλά φέρανε τους νεκρούς αυτούς. Αυτήν την έζησα. Ήμουνα πιο μεγάλος, πιο ώριμος και είδα και τους νεκρούς εδώ. Δεν είδα τίποτα από τη μάχη στους Μολάους, δεν είχα πάει κιόλας τότε, που ήμουν τόσο μικρός που δεν πήγα στους Μολάους. Το χωριό, που λες, εδώ είχε δυνατή οργάνωση ΕΑΜική. Υπολογίζεται ότι είχε, μαζί με το εφεδρικό ΕΛΑΣ, είχε 120 αντάρτες στην Εθνική Αντίσταση. Είχε τρεις αξιωματικούς του στρατού. Τον Παντελή τον Σταθάκη, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος, ταγματάρχης του ΕΛΑΣ, και το τάγμα του είχε τρεις λόχους. Ο ένας λόχος, τον είχε ο Μανώλης, ο οποίος είχε τελειώσει τη Σχολή των Ευελπίδων το ’41, τότε που… Και ο άλλος ήταν ο Μακρής ο Γιάννης, που σου είπα προηγουμένως. Κι αυτός λοχαγός του ΕΛΑΣ. Και είχε και... Σκοτωθήκανε και οι δύο αυτοί στον Δημοκρατικό Στρατό. Ο Μακρής, αφού παραδώσανε τα όπλα, τον πιάσανε και τον πήγανε στο Ναύπλιο. Τον απέλυσαν και πήγε στην Αθήνα. Αλλά εδώ έβραζε ο κόσμος, σκοτώνανε ανθρώπους. Μόλις παραδώσανε τα όπλα, αρχίσανε να τους συλλαμβάνουνε. Να τους σέρνουνε... ξύλο ρε, πολύ! Πολύ ξύλο φάγανε αυτοί οι άνθρωποι, που πολεμούσαν στο βουνό. Αναγκαστήκανε και πήγανε πάλι στο αντάρτικο. Δεν βγήκε το δεύτερο αντάρτικο, έτσι, τυχαίως. Μετά από πίεση αυτών! Ο Μανώλης δεν παρέδωσε καθόλου. Ή μάλλον παρέδωσε, αλλά δεν ήρθε εδώ. Θα τον είχανε σκοτώσει. Δεν τον χωνεύανε. Και ο Γιάννης ο Μακρής έφυγε απ’ την Αθήνα και ήρθε να ιδρύσει τον Δημοκρατικό Στρατό. Και σκοτώθηκε στα Νιάτα απ’ έξω, τότε στην αρχή. Δεν πρόλαβε να… Ο Μανώλης έγινε αντισυνταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού, διοικητής του συγκροτήματος της Κορινθίας. Αργολιδοκορινθίας ήταν τότε ο Νομός. Εκεί έδρασε και σκοτώθηκε. Αυτοκτόνησε. Αρραβωνιασμένος με την αδερφή του Πέρδικα. Ένας άλλος που ήταν αντάρτης, γνωστό όνομα. Κάποιοι άλλοι θα το γράψουν αυτό. Και λέγεται ότι αυτή ήταν βαριά τραυματισμένη και ζήτησε «Σκότωσέ με, γιατί θα αυτοκτονήσω. Καθάρισε με, του λέει, εγώ δεν θέλω να με πιάσουνε». Την καθάρισε κι αυτοκτόνησε αυτός. Αυτός, ο Κάππος, ήταν βουλευτής του ΚΚΕ και γνωριζόμαστε στις συγκεντρώσεις που έκανε το ΚΚΕ, βρισκόμαστε εκεί πέρα και είχαμε γνωριστεί έτσι, οπτικώς. Και του λέω «Έλα εδώ εσύ. Γιατί έγραψες στο...». Είχα διαβάσει το Marie Claire, το περιοδικό. Είχε πάρει συνέντευξη ένας και ρωτούσε «Με ποιον θέλεις να συναντηθείς με αυτούς που έχουνε πεθάνει». Ο Κάππος, το λοιπόν, και το διάβαζα στο Marie Claire, πώς έπεσε σε μένα και το διάβασα. Λέει ο Κάππος «Εγώ θέλω να βρεθώ με τον Μανώλη τον Σταθάκη, που έπαιρνε άμεσες αποφάσεις». Ήταν Κορίνθιος ο Κάππος. «Και άμεσες και σωστές». Πράγματι. Γιατί ο Μανώλης ήταν που σκότωσε τον στρατηγό τον Γερμανό, εδώ στην Γκαγκανιά, που σκοτώσανε τους 200 στην Καισαριανή! Ο λόχος αυτού τους σκότωσε! Σκότωσε τον στρατηγό τον Γερμανό, που έδωσε εντολή το Κάιρο, η διοίκηση των Άγγλων, ότι θα περάσει ο στρατηγός. Και χτίσανε ενέδρα και τον σκοτώσανε, εδώ στην Γκαγκανιά, έξω απ’ τους Μο[00:30:00]λάους. Και σκοτώσανε 200 στην Καισαριανή, γι’ αυτόν τον στρατηγό, κομμουνιστές. Όλοι της Ακροναυπλίας. Λοιπόν, αυτός ο Μανώλης, ανθυπολοχαγός στην Αλβανία… Ο Κάππος μάζευε στοιχεία, για να γράψει βιβλίο για τον Μανώλη. Δεν πρόλαβε, όμως, πέθανε. Γιατί τον θαύμαζε. Παιδί ήταν κι αυτός τότε, δεν ήταν μεγάλος, ίσα με εμένα έπρεπε να ήταν ο Κάππος. Αν ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος ή μικρότερος, δεν ξέρω πόσο ήτανε. Μικρός ήτανε. Και πήγε και στο ΓΕΣ και ζήτησε τον φάκελό του. Και λέει «Δεν θα μου τον δώσουν. Αλλά μου τον δώσανε και με κεράσανε και καφέ. Και τι είδα», μου λέει. Έγραφε μέσα και δεν τα ‘χανε σβήσει. «Μοναδικό Τάγμα που επέστρεψε συντεταγμένο...» έγραφε ο διοικητής τους, που γράφει την ποιότητα των αξιωματικών για την εξέλιξή τους. «Συντεταγμένο, το μοναδικό Τάγμα που επέστρεψε απ’ την Αλβανία συντεταγμένο. Χάρη στον Μανώλη τον Σταθάκη», έγραφε. Αυτός ήταν ο Μανώλης. Κι αυτοί, τον σκοτώσανε και του κόψανε το κεφάλι και τον γυρίζανε, αυτόν τον άνθρωπο. Τέτοιοι άνθρωποι χάνονται. «Συντεταγμένο Τάγμα, το μοναδικό στην Αλβανία» κι ήταν ο Μανώλης ο Σταθάκης. Ο Κάππος μού το ‘χε πει και το είδε στον φάκελό του, που το ‘γραφε ο διοικητής του «Χάρη στον Μανώλη τον Σταθάκη, τον ανθυπολοχαγό». Γιατί αυτός δεν είχε καλά τελειώσει την Ευελπίδων, και τους βγάλανε τότε, λόγω του πολέμου, πιο γρήγορα. Τέτοιοι φοβεροί. Αυτός ήταν [Δ.Α.]. Είχαμε κι έναν άλλον, στον Δημοκρατικό Στρατό, είχαμε και Βλαχάκη λοχαγό. Δασκαλάκος Νίκος. Τον οποίον κι αυτόν τον εκτελέσανε, τον πιάσανε εδώ από κάτω. Εδώ, 200μ. είχε ένα κτήμα και πήγε ο γαμπρός του και του λέει «Ντίνο». Της αδερφής του ο άντρας… «Δεν θέλω τίποτα άλλο, να μου φέρεις ψωμί και γάλα. Ψωμί, του λέει, φέρε μου να φάω κι άσε με, εγώ θα...». Πήγε και τον πρόδωσε! Αυτός ήταν και επικηρυγμένος. Ίσως πήρε και τα λεφτά. Κατάλαβες; Και τον πήρανε στους Μολάους, εκεί που σου είπα, τον σύρανε στο νεκροταφείο και του πλακώσανε το κεφάλι με το… λοχαγός, γεωπόνος. Και ήταν λοχαγός του Δημοκρατικού Στρατού. Είχε πάρει απ’ την κυβέρνηση του Δημοκρατικού Στρατού, είχε κυβέρνηση του Μάρκου. Ο Βαφειάδης ήταν ο πρωθυπουργός, στην κυβέρνηση του βουνού, που τη λέγανε αυτοί. Και ήταν ο Λυκούργος, δεν ήταν από δω, ο Σοφοκλής. Μένανε στους Μολάους, αλλά ήταν από δω, Βλαχάκηδες ήτανε. Ο ένας υπολοχαγός, ο άλλος ανθυπολοχαγός. Και είχαμε κι εδώ, Απόστολο Μακρή, δικηγόρο, εθνοσύμβουλο της κυβέρνησης του βουνού, που λέγανε τότε, που βγήκανε και γίνανε εκλογές το ’46, και είχε βγει εθνοσύμβουλος. Είχε ψηφιστεί από δω, στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που λέγανε τότε. Απόστολος Μακρής, πρώτος μου ξάδερφος ήταν αυτός. Η μάνα του και ο πατέρας μου, αδέρφια. Πέθανε, πριν λίγα χρόνια έχει πεθάνει. Ήταν μεγάλος αυτός. Αυτός. Κι είχαμε κι άλλους πολλούς εδώ. Το χωριό ήταν ανταρτοχώρι!
Segment 4
Η Εθνική Αλληλεγγύη, η ζωή μετά τον Εμφύλιο, πολιτικές εκτιμήσεις και οι ατελείωτοι παράλογοι σκοτωμοί
00:34:00 - 01:01:41
Μου δώσατε την αφορμή, μ’ αυτό που είπατε για το χωριό, γενικότερα, εδώ πέρα, υπήρχε αλληλεγγύη;
Βέβαια! Αλληλεγγύη! Εδώ, έχουν παιχτεί τα ωραιότερα έργα από τους απλούς αγρότες. Θεατρικά, από την Κατοχή. Που πήγαινα κι εγώ. Πιτσιρίκια, μας βάζανε μπροστά και πηγαίναμε και τα βλέπαμε. Ήμουν στο Παιδικό Κίνημα, ήμαστε εμείς. Δεν ήμαστε στην ΕΠΟΝ, ήμασταν πιτσιρίκια! Στο Παιδικό Κίνημα, εκεί μας βάζανε. Η Αλληλεγγύη έσωσε τον κόσμο. Η Αλληλεγγύη έσωσε απ’ την πείνα τον κόσμο, που πεθαίνανε. 280.000 έχουνε πεθάνει από πείνα, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εδώ, στην Ελλάδα, σε μια χώρα 10 εκατομμύρια. Πόσο ήτανε. Να ‘ταν και 10 τότε. 280.000 έχουν πεθάνει απ’ την πείνα. Και η Αλληλεγγύη, αυτή η οργάνωση, έσωσε τον κόσμο. Και εδώ, πηγαίνανε στους έχοντες, δεν τους τα παίρνανε με το ζόρι ποτέ. Άλλο που τους κατηγόρησαν μετά ότι τα έπαιρνε «Δώσε αυτά, γιατί θα φάνε και οι αδύναμοι». Πώς να το κάνουμε; Και δίνανε, ο κόσμος έδινε μωρέ. Υπήρχε αλληλεγγύη τότε από όλο τον κόσμο. Δεξιούς, αριστερούς. Τι δεξιούς, δεν υπήρχε. Το ΕΑΜ ήλεγχε το 90%. Είχε 600.000 ΕΠΟΝίτες. Δεν ήταν μικρό κίνημα αυτό, ήταν φοβερό κίνημα. Είχε φάρδος αυτό το κίνημα, δεν είχε βάθος βέβαια. Γιατί δεν έπρεπε να παραδώσουν τα όπλα ούτε έπρεπε να δεχθούν ποτέ τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Δηλαδή, η στάση του Άρη ήταν η σωστή. Δεν το δέχτηκε αυτό η συνείδησή του και τον διέγραψαν από το Κόμμα, αλλά εντάξει, τον αποκατέστησαν τώρα. Εντάξει.
Αναφερθήκατε σε μια φράση που λέτε «Παιδικό Κίνημα», σωστά;
Ναι.
Τι αφορά αυτό;
Παιδιά. Τα μικρά παιδιά τα είχαν στη νεολαία του Παιδικού Κινήματος και ήμαστε εκεί πολλά παιδιά εδώ απ’ το χωριό. Πάρα πολλά παιδιά. Μας μιλούσανε για τι θα γίνει με το νέο… Είχε αρχίσει να... όταν θα γίνουμε ελεύθεροι, θα έχουμε σχολεία, θα έχουμε δασκάλους, θα έχουμε τους γιατρούς. Μας μιλούσανε, έτσι απλά, και μας προετοιμάζανε για τη νέα κοινωνία που έρχεται. Γι’ αυτό είχε εδραιωθεί το ΕΑΜ, δεν ήτανε μόνο των κομμουνιστών, ήταν απόφαση ΕΑΜική. Το ΕΑΜ είχε κι άλλους μέσα. Είχε και τα καθίκια αυτά, μερικούς, πώς τους λένε;
Και φτάνουμε, σιγά-σιγά, προς το τέλος με τις εχθρότητες και τις βιαιότητες. Πότε άρχισε να ηρεμεί η κατάσταση εδώ; Και με ποιον τρόπο;
Άρχισε να ηρεμεί, τι να ηρεμεί δηλαδή; Άργησε η κατάσταση να ηρεμεί πάρα πολύ, γιατί είχαμε φακέλους όλοι. Μπορούσαμε να πιάσουμε δουλειά πουθενά; Εμένα με έτρεχε ένας φάκελος μέχρι στη Χούντα, που πήγα να πάρω το δίπλωμα του οδηγού και δεν μπορούσα να το πάρω, γιατί μου ζήτησαν να κάνω δήλωση. Και είπα δεν κάνω δήλωση. «Εγώ δεν ήμουνα κομμουνιστής» λέω. Δεν κάνω. Αλλά κι αυτό έμμεση δήλωση ήταν τότε. Δεν ήτανε… Τέλος πάντων, μετά έβγαλε μια διαταγή ο Παττακός τότε, και είπε ανεξάρτητα τι ήταν, λέει, εμείς, λέει, για το δίπλωμα, και μου το δώσανε. Με καλέσανε αυτοί, η αστυνομία εκεί, το 2ο Αστυνομικό Τμήμα στην Πλάκα. Εκεί ήτανε, εκεί έμενα στο Κουκάκι εγώ, και ήταν ένα τμήμα εκεί, και μου το δώσανε εκεί το δίπλωμα του οδηγού. Και στον στρατό που πήγα τον βρήκα τον φάκελο. Με κάλεσε ο ίδιος ο διοικητής. Μου το διάβασε κιόλας. Ήταν και δεξιός, αντικομουνιστής. «Αισχροί, μου λέει, η αστυνομία. Μας έχουν κάψει τον κόσμο», μου ‘λεγε ο άνθρωπος, και ήταν αντικομουνιστής, ε; Του είχαν σκοτώσει μάλλον την οικογένεια, κάτι. Μπορεί να ήταν κι αυτός Ταγματασφαλίτης φαίνεται. Γιατί όλοι αυτοί οι αξιωματικοί ήταν Ταγματασφαλίτες. Ο Καραδημητρόπουλος, που σου είπα προηγουμένως, ήταν αξιωματικός του στρατού, δεν ήτανε… και εξελίχθηκε σε… έγινε στρατηγός, δεν ξέρω. Μετά πήγε στον στρατό και είχε μάλιστα στρατιώτη έναν… Ήταν του τεχνικού αξιωματικός. Έναν εδώ, Σταθάκη, ξάδερφό μου, πρώτο μου ξάδερφο, και τον κάλεσε και του είπε «Μεγάλο κάθαρμα ο παπάς του χωριού σας». «Γιατί»; «Γιατί μου ‘πε να κάψω το σπίτι του αδερφού του»! Αδερφός του, ήταν ο πατέρας του Μανώλη. Είχε κι αυτός γιο αξιωματικό, ήταν δεξιός αυτός. Ήταν ο Σταθάκης, λέει, που μπήκε στο Πολυτεχνείο που λένε, αν έχεις ακούσει καμιά φορά. Δεν μπήκε όμως. Ο Σπύρος ήταν φίλος μου, ήμαστε μαζί από παιδιά εδώ. Μικρότερος από εμένα, αλλά έχει πεθάνει τώρα. Ήμαστε γνωστοί, πολύ γνωστοί. Γιατί ερχόταν, παίζαμε εδώ πέρα στο χωριό και γνωριζόμασταν, κι εγώ κράτησα τη φιλία, δεν είχα πρόβλημα με τον άλλον. Και μείναμε και τώρα, κάναμε συζητήσεις που ήρθαμε εδώ κάτω. «Είχε δίκιο, του ‘λεγε η γυναίκα του, ο Τάσος, δεν έχεις[00:40:00] δίκιο εσύ!» Και πήγα στην κηδεία του, με καλέσανε, με φώναξε η γυναίκα του.
Η ζωή πώς ήταν μετά;
Δραματική. Δραματική. Δεν είχαμε τίποτα εμείς, μας είχανε μιάσματα ρε! Το τι έχουμε περάσει απ’ αυτούς, που μας κάνουν τους πατριώτες τώρα εδώ πέρα, αυτούς στους δρόμους. Και τώρα οι Ταγματασφαλίτες μάς κυβερνάνε. Όλοι αυτοί εκεί πέρα ήταν τμήματα Ταγματασφαλιτών, όλοι αυτοί εκεί. Εδώ στη Μάνη, πόσοι δεν ήντουσαν. Τούτοι εδώ που ‘ναι στη Χρυσή Αυγή, Ταγματασφαλίτες δεν ήταν ο πατέρας του κι ο μπάρμπας του; Εμείς έχουμε πολλά θύματα εδώ. Θα κάναμε μνημείο εδώ πέρα, και θα το κάνουμε. Και δεν κάνανε, του κάνανε αυτού πάνω εκεί που σκότωσε τον στρατηγό, έχουν βάλει πέρα και την έχουν χαλάσει. Πήγανε και τη γκρεμίσανε τα καθάρματα. Ήρθε ο Κουτσούμπας και το εγκαινίασε εδώ. Και τους έχω πει τώρα, στην οργάνωση εδώ, στην Εθνική Αντίσταση που είναι, να το κάνω εδώ πέρα, εδώ ακριβώς πιο πέρα απέναντι στον μπαξέ και να βάλουμε και τα 3 χωριά. Δήμος Ασωπού είναι: Ασωπός, Παπαδιάνικα, Φοινίκι και Δαιμονιά.
Θα ήθελα να μου πείτε όμως, δηλαδή ο κόσμος, όπως εσείς δηλαδή, έχετε ζήσει τις βιαιότητες, πότε σταματήσανε να υπάρχουνε οι φόβοι; Με τα φακελώματα, με-
Δεν σου είπα τώρα; Πότε ήρθα εδώ πέρα, το ’80; Μετά το ’80, το ’90; Μετά το ’90. Πότε ήτανε, ’80; Που ήρθαμε εδώ πέρα και βγαίναμε να διαβάσουμε την εφημερίδα; Με φόβο; Εντάξει, τη συνεχίσανε την οργάνωση και σεβάστηκε ο κόσμος 100% και δεν αντέδρασε. Στους Μολάους είχαμε τα θύματα, τα 46 θύματα, από τους ταγματασφαλίτες. Αλλά ο κόσμος ίσως σκέφτηκε ότι δεν ήταν καλοί, καθαροί, όταν πάνε με τους Γερμανούς. Ήταν καθαροί οι άνθρωποι αυτοί; Η ιστορία έχει δικαιώσει κανέναν από τους προδότες ποτέ; Άμα τους δικαιώσει, τότε δεν χρειάζεται να κάνουμε πόλεμο. Ελάτε όλοι, αλέστε εδώ πέρα. Υπάρχουν άνθρωποι, και σήμερα ακόμα φοβούνται να πούνε ότι ψηφίζουν ΚΚΕ. Τέτοιο φόβο έχουν περάσει αυτά τα καθάρματα. Υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι. Εδώ στο χωριό πολλοί είναι που δεν το λένε, ότι ψηφίζουνε. Και εγώ τους ξέρω βέβαια, ποιοι ψηφίζουνε και ποιοι δεν ψηφίζουνε. Περίπου, δεν τους μετράω, αλλά… Πότε είχαν έρθει, με τους Μανωλάκους, με τον Μίμη, αυτόν με τα ρόδια. Πήγανε αντιπρόσωποι της ΕΔΑ τότε, στα Παπαδιάνικα, γιατί δεν είχε αντιπροσώπους. Ήρθανε απ’ την Αθήνα να ψηφίσουνε. Το βράδυ έρχεται ένας ξάδερφος μου εκεί που ήμαστε και μετρούσαμε τις ψήφους, μου λέει «Δεν θα φύγεις να πας στο χωριό, θα ‘ρθεις απ’ το σπίτι, να με ξυπνήσεις αν κοιμάμαι και να πάμε μαζί». Του το ‘πα του Μίμη «Άσε» μου λέει «Πάμε». Φτάνοντας σ’ ένα σημείο, μας κοπανάνε με ντομάτες. Δεν μας χτυπήσανε και με πέτρες! Χωθήκαμε εκεί σε ένα σπίτι. Έχω πολλούς συγγενείς στα Παπαδιάνικα, γιατί είναι από κει η μάνα μου, απ’ τα Παπαδιάνικα. «Να σας πάω εγώ παιδάκι μου» λέει μια ξαδέρφη μου. «Όχι, δεν θα μας πας εσύ, θα πάμε μόνοι μας». Πήραμε από μια πέτρα με τον Μίμη και λέμε «Θα τους δώσουμε κι εμείς καμιά πέτρα στο κεφάλι». Αλλά παιδαρέλια ήτανε. Κι έμαθα εκ των υστέρων, τους είχε βάλει μπομπαρία ο δάσκαλος, ένας -Θεός σχωρέστον, πέθανε. Και βρέθηκε «Τι έπαθες» μου ‘λεγε ο… Πήγαινε σε έναν βουλευτή εδώ που είχαμε, τον Παναρίτη. Επίσης ήταν στη Νέα Δημοκρατία και είμαστε φίλοι μ’ αυτόν. Και κοντά ήταν τα γραφεία μας. Και πήγαινα εκεί και «Να κι ο δάσκαλος». «Τι προηγούμενα έχεις με τον δάσκαλο» μου λέει ο Παναρίτης. Του ‘χα πει ότι «Μου είπανε ότι ο δάσκαλος έβαλε», του ‘χα πει του Παναρίτη. Μας κυνηγήσανε. Το ‘παιζε και αριστερός ο Βασίλης ο Παναρίτης. Τον ψηφίζανε πολλοί αριστεροί εδώ. «Δεν νομίζω» λέω, «Αλλά ξέρω ότι ο δάσκαλος ήτανε», ο μπάρμπα δάσκαλος, όπως τον λέγανε, «Ήταν ο πρώτος κομμουνιστής εκεί πέρα». «Για πες μου». «Βεβαίως», του λέω. «Είχε παραπεμφθεί με το μνημόνιο του Ελευθερίου Βενιζέλου». «Είναι έτσι δάσκαλε; Είναι αλήθεια αυτό;» «Μου το ‘χει πει ο πατέρας μου» λέει, «Ότι ο πρώτος κομμουνιστής ήταν ο δάσκαλος, εδώ πέρα». Του λέει «Αν είσαι κομμουνιστής στα νιάτα σου, δεν θα είσαι συντηρητικός στα γεράματά σου». Ήταν πονηρός ο δάσκαλος. Εγώ, τους περισσότερους φίλους που έχω, είναι δεξιοί εδώ πέρα. Τούτος ο Μάρκος που έρχεται εδώ, φασίστας! Κάθε μέρα μου τσαμπουνάει… «Μη μου ζαλίζεις το μυαλό» του λέω! «Αυτό ήταν τρελό». Είναι τρελός κι αυτός βέβαια, ο Μάρκος. Τι να κάνω εγώ, να του λύσω του Μάρκου, να φτιάξω εγώ; Εντάξει, νόμιζε ότι είναι πλούσιος. Είναι στη λαϊκή κι αυτός ο κακομοίρης, πέθανε. Έτσι νομίζει. Αυτά που λες. Εάν ζούσε που λες, ένας, -πέθανε τώρα, τα τελευταία χρόνια 3-4 χρόνια, στο ‘πα στο τηλέφωνο- αντάρτης απ’ τους τελευταίους που έζησε. Αυτός είχε να σου πει ιστορία για το αντάρτικο και είχε και καθαρό μυαλό. Μου ‘λεγε «Έλα!». «Πότε θα πάμε να τα καταγράψω; Να πάρω ένα μαγνητόφωνο, να σε γράψω να μας τα λες». «Όποτε θες, μου λέει, Πάμε. Θα σου πω και το τελευταίο σοκάκι στον Πάρνωνα. Πάει και το αυτοκίνητο, μου λέει, βατός ο Πάρνωνας». Έτσι…
Θα ήθελα να περάσουμε στην τελευταία ερώτηση-
Ναι, ναι.
Αν μου επιτρέπετε. Λοιπόν, έχοντας μεγαλώσει πια και μετά από πολλά χρόνια από τον Εμφύλιο, αλλά και την Κατοχή, πώς αισθάνεστε για όλα αυτά που έγιναν; Ένα σχόλιο, δηλαδή, για όλο αυτό το οποίο είχε συμβεί εκείνα τα χρόνια.
Αυτό έγινε, διότι επενέβησαν τα αφεντικά μας, οι ξένες δυνάμεις. Οι Άγγλοι στην αρχή. Μετά μας εγκατέλειψαν, μας παρέδωσαν στους Αμερικανούς και δικαιώθηκαν οι ταγματασφαλίτες, που κυβερνούν και σήμερα την Ελλάδα και καταδικάστηκαν, σκοτώθηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, εκτελέσεις, οι άνθρωποι που πολέμησαν εθελοντικά τους Γερμανούς. Δημιούργησαν το πιο μεγαλειώδες κίνημα αντιστασιακό στην Ευρώπη, μετά τους Σέρβους. Το ελληνικό κίνημα, ήτανε το ελληνικό. Δεν δικαιωθήκανε. Δεν δικαιώθηκε κανείς. Δικαιωθήκαμε, γιατί οι περισσότεροι, όλη αυτή η αφρόκρεμα των μυαλών, των πατριωτών, τους σκοτώσανε. Πάρε παράδειγμα απ’ την εκτέλεση του Μπελογιάννη. Ο Μπελογιάννης ήτανε ο άνθρωπος που ήταν Γραμματέας του Κόμματος, και σ’ αυτόν είπαν οι Άγγλοι, στης Λακωνίας την Κατοχή, σ’ αυτόν πήγε η ειδοποίηση ότι θα περνούσανε οι Άγγλοι. Οι Άγγλοι που ήταν στο ΕΛΑΣ, είχαν έρθει Άγγλοι από την... ότι θα περάσει ο στρατηγός Γερμανός, είχανε πάρει απ’ την [Δ.Α.] Ότι θα πρέπει αυτός να σκοτωθεί, και βγήκε ο Μανώλης και τον εκτέλεσε. Του έστησε την ενέδρα. Στον Μπελογιάννη ήταν. Και ο Μπελογιάννης τούς είπε, το ‘πε στην απολογία του «Θα γίνουν αντίποινα πολλά. Πρέπει, λέει, να καθαριστεί. Έχουμε εντολή απ’ τη Μέση Ανατολή, πρέπει να τον καθαρίσουμε αυτόν τον στρατηγό». Και αυτόν τον άνθρωπο, τον περάσανε, δεν τον σεβάστηκαν. Έλληνες αξιωματικοί τον δικάσανε. Δεν τον σεβάστηκαν γι’ αυτό που έκανε να σκοτώσει αυτό το... Γιατί τους το ‘πε στην απολογία του. Αν διαβάσεις την απολογία του Μπελογιάννη, αν σου πέσει στα χέρια, θα το δεις αυτό το πράγμα. Σκοτώσανε τον άλλον που είχε γράψει, ποιος ήταν, 5 ή 4; 5 ήτανε. Ή 4; 4 ήτανε. Το βιβλίο, τα κοιτάσματα πετρελαίου. Ήτανε γεωλόγος και είχε γράψει για τα κοιτάσματα του πετρελαίου που υπάρχουν στη Μεσόγειο. Βιβλίο! Αν πας στη «Σύγχρονη Εποχή», στο βιβλιοπωλείο, θα το βρεις το βιβλίο του, του Μπάτση. Ο Μπάτση[00:50:00]ς. Είχε γράψει από τότε γι’ αυτά τα κοιτάσματα πετρελαίου, που υπάρχουνε. Αυτά. Να ‘σαι καλά.
Ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας, για τις πολύ δυνατές μνήμες που έχετε-
Δεν πρόκειται να τα ξεχάσω.
Αυτό ακριβώς.
Τα έζησα σαν παιδάκι και δεν μπορείς να φανταστείς τι έχουμε περάσει. Ερχόντουσαν, σου λέω, εδώ πέρα, κάνανε έρευνα. Η δασκάλα ήταν μέσα κλεισμένη και εμείς παιδάκια τι να πούμε. Και να μας σκοτώναμε, δεν θα λέγαμε τίποτα. Ούτε εγώ, ούτε η αδερφή μου, που ήταν πιο μικρή. Γιατί έτσι είχαμε πιστέψει, οι γονείς μας, μας το ‘χαν μεταδώσει. Ότι αυτός ο άνθρωπος πρέπει να ζήσει και πρέπει να τον ζήσουμε εμείς, να τον βοηθήσουμε εμείς. Και αυτά μου ‘χουν μείνει, δεν μπορώ να τα ξεχάσω, δεν ξεχνιούνται. Βέβαια, μια φορά είδα. Είχαν οι αντάρτες πιάσει -κι αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω βέβαια- δεν ξέρω πόσους Γερμανούς. Ένα υποβρύχιο, είχε κτυπήσει ένα πλοίο γερμανικό και ήρθαν οι ναυαγοί, βγήκαν στη Νεάπολη και οι αντάρτες τους πιάσανε. Και τους περάσανε από εδώ. Άλλους σε κάρα πάνω, γιατί ήταν τραυματισμένοι. Τρεις, το λοιπόν, στο τέλος, προχωρήσανε με τα πόδια και τους συνοδεύανε δύο αντάρτες. Εκεί στο σπίτι του Μίμη, που ‘ναι τα φάρμακα εκεί. Είχα απ’ έξω είχα βγει, γιατί εκεί μέναμε, εκεί ήταν το σπίτι του πατέρα μας. Και ένας δεν μπορούσε να τρέξει, είχε παραμείνει από κει, και πάει από πίσω ο αντάρτης και κάνει «κρακ, κρακ, κρακ» και εγώ νόμιζα ότι θα τον σκοτώσει. Αυτό δεν μπορείς να το ξεχάσεις ποτέ. Ένα παιδί -πόσο ήμουνα τότε- το ’44 να ‘τανε, να ‘μουν 12 χρονών. Δεν μπορείς να το ξεχάσεις αυτό το πράγμα. Κι ας ήταν Γερμανός, τι έγινε; Είχε καμία σημασία; Αυτό μου ‘χει μείνει, μ’ έχει σημαδέψει αυτό. Δεν τον σκότωσε, του το ‘κανε έτσι και γύρισαν οι 2 άλλοι τον πήρανε. Βέβαια, αυτός που δεν μπορούσε να περπατήσει, μόλις φτάσανε έξω απ’ το χωριό σε ένα παλιό σπίτι, σε μια στέρνα, τους σκοτώσανε και τους ρίξανε μέσα στη στέρνα αυτή και τους θάψανε. Γερμανούς. Να πεις γλίτωνε κανένας Έλληνας; Δεν γλίτωνε. Και θυμάμαι, αυτός πήγε στα Τάγματα Ασφαλείας μετά, από το Μπιζάνι, ένα κάθαρμα ήταν. Δεν ήταν καλός άνθρωπος. Θυμάμαι, μας διηγιότανε… Αυτός τους εκτέλεσε και μετά πήγε στα Τάγματα Ασφαλείας. Και ένας είχε μείνει μισοζωντανός και του κάνει ο Γερμανός «Χτύπα με εδώ». Και του ‘ριξε εκεί και τον σκότωσε. Το έλεγε αυτός, το άκουσα εγώ. Το ‘λεγε στον άλλον, δίπλα. Στην παρέα μου ήταν δηλαδή. Κατάλαβες; «Και του ‘ριξα εγώ» λέει. Όταν ακούς τέτοια πράγματα, άστο… Τέλος πάντων. Όταν, σου λέω, αυτό που είδαμε, είχανε σκοτώσει μέσα 12 ανθρώπους, τους πήρανε και τους πήγανε, μόλις βγήκανε απ’ το αυτοκίνητο, τους ρίξανε και τους σκοτώσανε. Δύο κοπέλες, αδερφές. Αυτή η οικογένεια, στους Μολάους, ήταν από κει, Ζερβάκου. Ζουρντός… Ζερβάκος ή Ζουρντός; Ή Ζουρντός η Ζερβάκος, οικογένεια. Αυτοί, ήταν 2 αδερφές και 5 αδέρφια. Δεν υπάρχει κανείς απ’ αυτούς. Όλους, γιατί τα 4 αδέρφια, ήταν αντάρτες. Είχαν φύγει. Ο ένας, τον πρόλαβα εγώ, και ήταν και μαθητής στο γυμνάσιο και πηγαίναμε μαζί στο ίδιο θρανίο. Αλλά, κάποια στιγμή, χάθηκε αυτό το παιδί. Ήρθανε τα αδέρφια του και τον πήρανε, να τον εκτελέσουν κι αυτόν. Σκοτώθηκε κι αυτός πια μετά. Στους Μολάους έχουν γίνει… Εδώ στο χωριό μας, έχουν σκοτωθεί άνθρωποι, αλλά δεν υπήρχαν ταγματασφαλίτες εδώ. Δεν ήταν κανείς με τα Τάγματα Ασφαλείας, ούτε προδότες, ούτε τέτοια δεν έχουμε. Από τη Σκάλα και πέρα, είχαμε προδότες πολλούς. Έχουμε, εκτός απ’ αυτούς τους σκοτωμένους, έχουμε και τρεις στο ΕΛΑΣ σκοτωμένους. Δύο στη Σκάλα σκοτωθήκανε, στη μάχη της Σκάλας. Ένας Περάματζης Βαγγέλης και ένας, του γεωπόνου που έχουμε εδώ θείος. Λέγεται Θεόδωρος, Θοδωρής Μανωλάκος. Μανωλάκος πρέπει να λέγεται. Τρεις και ο αδερφός μου. Στο ΕΛΑΣ αυτοί. Στον Δημοκρατικό Στρατό, ήτανε… Αυτό. Αυτό εδώ, τσοπανάκι ήτανε αυτός εκεί πέρα και τον σκοτώσανε στην Τρίπολη. Λέγεται… Κομμένο το πόδι του, τραυματίας, κομμένο το πόδι του και τον εκτελέσανε στην Τρίπολη. Τον περάσανε στρατοδικείο και τον σκοτώσανε τραυματισμένο, με κομμένο πόδι τον σκοτώσανε. Ένα απλό παιδί, τσοπανάκι ήτανε. Γι’ αυτό υπάρχει εκεί. Βρήκα τη φωτογραφία και την έβαλα εκεί. Λεβένταρος ήτανε, ήτανε λεβέντης, τον θυμάμαι κιόλας. Είχε ένα μαλλί κατσαρό.
Λοιπόν, ευχαριστώ και πάλι για τον χρόνο σας. Να ‘στε καλά!
Ευχαριστώ. Ο Δημοκρατικός Στρατός δεν έχει σκοτώσει εδώ πέρα, εκτός από τις μάχες, όσοι σκοτωθήκανε, δεμένους, να τους πάρουν απ’ το σπίτι και να τους σκοτώσει, δεν έχω τέτοιες περιπτώσεις. Έχω μόνο δύο. Στην Πλύτρα ήρθανε, ένα απόγευμα, και εκτελέσανε έναν Ξαρχάκο. Τον φωνάξανε από το σπίτι, τον εκτελέσανε, μόλις κατέβαινε τις σκάλες και τον καθαρίσανε. Είπανε ότι δεν ήταν ο Αλέκος ο Ξαρχάκος. Ήρθαν για τον αδερφό του τον δάσκαλο, που σου είπα προηγουμένως, αυτός. Ήρθανε γι’ αυτόν και νομίσανε ότι ήταν αυτός, δεν τον ξέρανε ποιος είναι. Αλλά τον σκοτώσανε μπροστά στο παιδί του. Είναι αλήθεια αυτό. Και μία άλλη που έχω περίπτωση. Κι αυτός -για την περιοχή τώρα μιλάω εδώ, για δεμένους να τους πάρουν απ’ το σπίτι και να τους καθαρίσουνε. Σε μάχες γίνανε πολλές, σκοτώσανε πάρα πολλούς. Στους Μολάους, στο λεωφορείο ήταν ένας Μυλωνάκος. Το σταματήσανε το λεωφορείο εκεί στον δρόμο, που ‘ναι από Συκιά προς Μολάους, στο αεροδρόμιο εκεί κοντά κάπου, στο πρώην αεροδρόμιο των Γερμανών που λέγαμε, και μπήκανε μέσα και λένε «Ποιος είναι ο οδηγός;». «Εγώ» λέει ο… Τραβάνε και τον καθαρίζουνε αυτόνε. Την πλήρωσε κι αυτός τώρα. Σκοτώσανε τον αδερφό του, όχι τον πραγματικό που θέλανε. Κι απ’ ό,τι φαίνεται και λέγεται, κάτι οικονομικές διαφορές είχανε. Γιατί αυτοί είχαν λεωφορείο, πήγαιναν στην Αθήνα. Τους είχε ξεγελάσει, του ‘χαν δώσει λεφτά να φέρει τσιγάρα. Γιατί κάνανε τέτοια οι αντάρτες. Βρίσκανε ανθρώπους και τους λέγανε «Θα μου φέρετε αυτά. Θα σας δώσω λεφτά. Προσέχετε, αν δεν το κάνετε. Αν μπορείτε, μπορείτε. Αν δεν μπορείτε, δεν το κάνετε». Λέει «Μπορώ» και τους τα πήγε, φαίνεται. Φάρμακα, τέτοια… πώς τα βρίσκανε; Φαίνεται ότι τέτοιο πράγμα τους είχε υποσχεθεί ο αδερφός του, όχι αυτόν που σκοτώσανε. Αυτούς ξέρω. Και ο ΕΛΑΣ είχε σκοτώσει δεμένους, έναν από δω απ’ το χωριό, έναν από την Ελιά. Βλαχάκη, κιόλας, είχε σκοτώσει, που έμενε στην Αναβρυτή. Βλαχάκης, συγγενής μας. Βλαχάκηδες, όλοι συγγενείς είμαστε εδώ. Και στην Ελιά, είχαν έναν λαϊνά. Ξέρεις, φτωχούς ανθρώπους, αλλά τους θεωρούσαν ότι ήταν ρουφιάνοι των Ιταλών και των Γερμανών και τους καθαρίσανε. Αυτούς… Α, και έναν, ποιον άλλον; Είναι κι ένας, κάποιος άλλος ακόμα. Αυτούς, αυτούς, όχι άλλον. Οι άλλοι είχαν σκοτώσει… Έναν γιατρό εδώ, στο Φοινίκι, μέσα στο ιατρείο του, και τον φωνάξανε εδώ οι Φοινικιώτες «Έλα κάτω, δεν θα σε πειράξει κανείς. Να μας γιατρέψεις». Μεγάλος, σπουδαίος γιατρός, αυθεντία γιατρός. Λοιπόν και ήρθε ο άνθρωπος. Δεν τον προστάτευσαν όμως. Άλλη μια μέρα, μεσ’ το ιατρείο τον σκοτώσανε. Έτσι. Να σου πω ένα άλλο πάλι, που αυτό είναι στάνταρ. Στ[01:00:00]ους Μολάους, πήγαν να σκοτώσουν τον φαρμακοποιό, τον Μανουτσόπουλο, τον μπαρμπα-Γρηγόρη, αλλά τους πήρε είδηση και πήδησε απ’ το παράθυρο και γλίτωσε. Τον μπαρμπα-Γρηγόρη. Του ρίξανε, αλλά δεν τον προλάβανε. Όμως ήρθε ο καιρός και πάει μια βραδιά ένας και του λέει «Μπάρμπα Γρηγόρη, σε παρακαλώ, η γυναίκα μου είναι άρρωστη και θέλω ένα φάρμακο, αλλά δεν έχω λεφτά». «Κάτσε παιδί μου, θα σου το δώσω, θα μου τα φέρεις τα λεφτά», ο μπάρμπα Γρηγόρης. «Ευχαριστώ πολύ μπάρμπα Γρηγόρη!». Μετά από λίγο, γυρίζει πίσω και του λέει «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, μπάρμπα Γρηγόρη; Εγώ είμαι αυτός που ήρθα να σε σκοτώσω»! Το ‘πε! Έχει πεθάνει τώρα τελευταία. «Και με στέλνανε να σκοτώσω τους ανθρώπους, δεν ήξερα κανέναν! Μήπως ήξερα κανέναν εγώ; Παιδί ήμουνα, σκότωνα. Και πήγα σ’ αυτό το κάθαρμα, τον άλλον τον φαρμακοποιό να μου δώσει και δεν μου τα έδωσε τα φάρμακα αυτά που μου ‘δωσες εσύ. Αυτός που με έστειλε να σε σκοτώσω!». Κατάλαβες τι γινόντουσαν; Και είναι γνωστό το όνομα ποιος ήταν ο εκτελεστής. Εκτελεστής ήταν αυτός, του Μπραντίτσα. Σκότωνε αδιακρίτως. Τον φέρνανε και σκότωνε. Είναι από τα Νιάτα, κάπου ήτανε, από κει πέρα. Τα Νιάτα, τον Άγιο Δημήτρη. Πέθανε, τελευταία πέθανε. Δεν είναι πολλά χρόνια. Γύριζε στο καφενείο και τα ‘λεγε αυτά. «Να γύριζε τώρα, θα τους είχα καθαρίσει όλους! Με στείλανε και έκανα έγκλημα». Αυτά.
Photos

Απόστολος Βλαχάκης
Αδερφός του αφηγητή, που πέθανε στο Σελεγο ...

Μανώλης Σταθάκης
Από τους αγωνιστές που έφυγε από τη ζωή στ ...

Μανούσος
Τσοπάνης που εκτελέστηκε. Ήταν ανάπηρος, κ ...
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Αφηγητής αναφέρθηκε στη ζωή του, στα παιδικά του βιώματα τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, και μετέπειτα του Εμφυλίου. Μίλησε για τους νεκρούς που αντίκρισε και σημάδεψαν την παιδική του ψυχή, για τις ξεχωριστές ιστορίες κάποιων από αυτούς, την κατάσταση της οικογένειάς του, εκείνα τα χρόνια, τη μάχη των Μολάων και τη μάχη του Γερακιού. Μίλησε για όλα: το ΕΠΟΝ, τον ΕΛΑΣ, τον ΔΣΕ, τα Τάγματα Ασφαλείας. Μίλησε για τους αντάρτες, τους Χίτες, το παιδικό κίνημα, τις βιαιοπραγίες της περιόδου του Εμφυλίου, κάνοντας παράλληλα και πολιτική τοποθέτηση για την τότε αλλά και την τωρινή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.
Narrators
Αναστάσιος Βλαχάκης
Field Reporters
Χρήστος Κουφάκος
Tags
Interview Date
24/02/2021
Duration
61'
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Αφηγητής αναφέρθηκε στη ζωή του, στα παιδικά του βιώματα τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, και μετέπειτα του Εμφυλίου. Μίλησε για τους νεκρούς που αντίκρισε και σημάδεψαν την παιδική του ψυχή, για τις ξεχωριστές ιστορίες κάποιων από αυτούς, την κατάσταση της οικογένειάς του, εκείνα τα χρόνια, τη μάχη των Μολάων και τη μάχη του Γερακιού. Μίλησε για όλα: το ΕΠΟΝ, τον ΕΛΑΣ, τον ΔΣΕ, τα Τάγματα Ασφαλείας. Μίλησε για τους αντάρτες, τους Χίτες, το παιδικό κίνημα, τις βιαιοπραγίες της περιόδου του Εμφυλίου, κάνοντας παράλληλα και πολιτική τοποθέτηση για την τότε αλλά και την τωρινή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.
Narrators
Αναστάσιος Βλαχάκης
Field Reporters
Χρήστος Κουφάκος
Tags
Interview Date
24/02/2021
Duration
61'