Η τρομπέτα και η ζωή μου: ο τρομπετίστας Περικλής Αλιώπης αφηγείται

Ι.Κ.

Καλησπέρα! Θα μας πεις τ’ όνομά σου;

Π.Α.

Ονομάζομαι Περικλής Αλιώπης.

Ι.Κ.

Γεια σου, Περικλή. Εγώ είμαι η Ισαβέλλα Κασιμάτη και είμαι Ερευνήτρια για το Istorima. Είμαι με τον Περικλή, που βρίσκεται στην Πάτρα. Εγώ βρίσκομαι επίσης στην Πάτρα, αλλά τα λέμε μέσω Skype. Είναι Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021 και ξεκινάμε. Περικλή, αρχικά θα θέλαμε να σε γνωρίσουμε, να μας πεις λίγα πράγματα για σένα, για παράδειγμα, πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες και με τι ασχολείσαι.

Π.Α.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Έδεσσα του Νομού Πέλλας. Σπούδασα στη Θεσσαλονίκη, δουλεύω χρόνια στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια ζω στην Πάτρα, όπου είμαι παντρεμένος και έχουμε και μία μικρή κόρη. Είμαι επαγγελματίας μουσικός, βιοπορίζομαι αποκλειστικά ασκώντας αυτό το επάγγελμα, είτε παίζοντας live σε διάφορες συναυλίες, είτε ηχογραφώντας μουσική, είτε διδάσκοντας στο Δημοτικό Ωδείο Πατρών, όπου έχω την τάξη του καθηγητή τρομπέτας.

Ι.Κ.

Και ποια ιστορία θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας σήμερα;

Π.Α.

Η ιστορία που θα μοιραστώ μαζί σας είναι το πώς ξεκίνησα να παίζω τρομπέτα. Ωραία, οπότε να ξεκινήσω, έτσι;

Ι.Κ.

Αχά!

Π.Α.

Λοιπόν, είχα από μικρός πολύ μεγάλη έφεση στη μουσική, έως και εμμονή θα τη χαρακτήριζα. Οι γονείς μου δεν ήτανε μουσικοί, οπότε δεν κατάγομαι από μουσική οικογένεια. Παρόλα αυτά, είδαν από τη νηπιακή μου ηλικία το ενδιαφέρον μου για τη μουσική γενικότερα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου η μεγαλύτερη και πιο απολαυστική, έτσι, σκανδαλιά μου ήταν να πάω στο στερεοφωνικό του πατέρα μου και να βάλω κάποιους δίσκους να παίξουν αρκετά δυνατά μέχρι να έρθουν να με πάρουν από κει. Έτυχε την περίοδο που ήμουν 4 ή 5 χρονών να ξεκινήσει τη λειτουργία του το Δημοτικό Ωδείο Έδεσσας κι έτσι δόθηκε η ευκαιρία στους δικούς μου να με πάνε πρώτη φορά στο ωδείο, να γνωρίσω λίγο παραπάνω —με μια πιο συστηματική προσέγγιση, ας πούμε— τη μουσική και να εξερευνήσω αυτόν τον κόσμο. Ξεκίνησα στην παιδική χορωδία, ξεκίνησα από 6 χρονών μαθήματα κλασικής κιθάρας. Τα μαθήματα συνεχίστηκαν μέχρι και το Γυμνάσιο και στην πρώτη Γυμνασίου ένας καθηγητής μουσικής του σχολείου, ο Γιώργος ο Πολυχρονιάδης, έφερε στο σχολείο κάποια μισοκατεστραμμένα όργανα απ’ την παλιά Φιλαρμονική του Δήμου Έδεσσας. Μας τα έδειξε στην τάξη. Εγώ για έναν περίεργο λόγο έδειξα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την τρομπέτα και στα επόμενα διαλείμματα θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κάποιες μέρες χτυπούσα την πόρτα της τάξης του για να μπω και να δω την τρομπέτα, ας πούμε, και να την επεξεργαστώ. Στην Έδεσσα υπάρχει μεγάλη παράδοση με τα χάλκινα πνευστά και υπάρχουν ακόμη και τώρα μπάντες και νέων και παλαιότερων μουσικών που παίζουν σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις, τέλος πάντων, της περιοχής. Οπότε, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή των ανθρώπων εκεί στην πραγματικότητα. Δεν είναι κάτι το οποίο προσεγγίζουν μόνο ως λαογραφία και Ιστορία. Υπάρχει ζωντανή αυτή η παράδοση ακόμα στην Έδεσσα. Ο κύριος Γιώργος, λοιπόν, ήτανε γείτονάς μας εκείνη την εποχή στη γειτονιά που ζούσαμε με τους δικούς μου. Και έναν Σεπτέμβρη —νομίζω πήγαινα Δευτέρα Γυμνασίου πια— γινόταν ένας γάμος στη γειτονιά μας, στην απέναντι πολυκατοικία, και βρεθήκαμε στο ίδιο τραπέζι με τον καθηγητή μου η δική μου οικογένεια και η δική του να γιορτάζουμε αυτόν το γάμο, τέλος πάντων, όπως γίνεται στους παραδοσιακούς γάμους της περιοχής. Και ο καθηγητής, παρατηρώντας πως έχω κολλήσει τα μάτια μου πάνω στους τρομπετίστες που παίζαν εκεί πέρα, με ρώτησε αν θα ήθελα να πάω στο ωδείο να δοκιμάσω και τρομπέτα. Και εγώ ρώτησα τον πατέρα μου και τη μητέρα μου, ρώτησα τους γονείς μου και μου είπαν «Γιατί όχι; Να δοκιμάσεις». Έτσι, λοιπόν, γράφτηκα στην τάξη τρομπέτας του Τάσου Δίσκου, ο οποίος δίδασκε παραδοσιακά πνευστά και διάφορα όργανα στο ωδείο. Και την ημέρα των γενεθλίων μου, 12 Οκτωβρίου, ο πατέρας μου μου έφερε μια τρομπέτα στο σπίτι και ξεκίνησα ουσιαστικά το πρώτο μου μάθημα εκείνη τη μέρα. Από την πρώτη στιγμή έπαθα σοκ με το που βγήκε ο ήχος και ακούστηκε αυτό το πράγμα να βγαίνει από μέσα μου. Με συγκλόνισε ο ήχος της τρομπέτας. Αποφάσισα ότι δεν θα συνεχίσω την κιθάρα κι ότι θα ασχοληθώ μόνο με την τρομπέτα και σε πολύ κοντινή ηλικία αποφάσισα ότι θα ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική και την τρομπέτα, γιατί ήταν κάτι το οποίο μου έδινε τεράστια διέξοδο έκφρασης εμένα. Ήταν κάτι που αντιλήφθηκα ότι μου ταιριάζει και πως ήταν κάτι με το οποίο μπορούσα να ασχολούμαι για ώρες χωρίς να με κουράζει και να το απολαμβάνω. Έτσι, λοιπόν, ανακοίνωσα στους γονείς μου ότι εγώ θα ήθελα να γίνω επαγγελματίας μουσικός και να σπουδάσω αυτό το πράγμα. Ήταν πολύ θετικοί, δεν προσπάθησαν, ας πούμε, να με μεταπείσουν ή να με σταματήσουν, με τη μόνη προϋπόθεση ότι για να το κάνω αυτό επάγγελμα θα πρέπει να το σπουδάσω οργανωμένα και με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσαμε. Ένα ή δύο καλοκαίρια αργότερα και καθώς είχα ξεκινήσει ήδη να πηγαίνω με το δάσκαλό μου σε πανηγύρια και ζητώντας του με πολύ θράσος και θάρρος, ας πούμε, να με παίρνει μαζί του τα καλοκαίρια που δεν είχα σχολείο —είχα αποκομίσει κι απ’ τις πρώτες μου εμπειρίες κι από παιξίματα στην περιοχή—, και ο ίδιος καθηγητής του Γυμνασίου, με τον οποίο ακόμα και σήμερα έχουμε, έτσι, πολύ καλές σχέσεις, με έναν ακόμα συνάδελφό του και φίλο μου πια με στριμώξαν στο μπαλκόνι του σπιτιού τους και πάνω σε έναν καφέ μού είπαν ότι «Κοίταξε να δεις, δείχνεις να είσαι πολύ ταλαντούχος και πολύ αφοσιωμένος σε αυτό το πράγμα, για να το κάνεις όμως σωστά πρέπει να απευθυνθείς σε έναν καθηγητή κλασικής τρομπέτας και να μπεις στη διαδικασία σπουδής αυτού του πράγματος». Έτσι, λοιπόν, μου σύστησαν έναν καθηγητή τρομπέτας, τον μετέπειτα δάσκαλό μου Τάσο Γιαμουρίδη. Και θυμάμαι ένα απόγευμα που κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη με το τρένο και πήγα να κάνω το πρώτο μάθημα, το μάθημα γνωριμίας με τον καθηγητή. Αυτός ο καθηγητής έμελλε να καθορίσει κατά πολύ μεγάλο βαθμό την εξέλιξή μου στη μουσική, ανοίγοντάς μου πάρα πολύ τους ορίζοντες και την οπτική μου απέναντι στη μουσική, γνωρίζοντάς μου και μαθαίνοντάς μου τι σημαίνει κλασική μουσική, τι θέση έχει η τρομπέτα σε μια ορχήστρα, τι θέση έχει η τρομπέτα στο σύγχρονο ρεπερτόριο. Κι έτσι, άρχισα να αντιμετωπίζω τελείως πιο επαγγελματικά αυτό που έκανα. Την επόμενη χρονιά έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις στο Κρατικό Ωδείο, όπου και πέρασα στην τάξη του ίδιου καθηγητή, μέχρι το 2012, όπου μετά από κάποια προβλήματα με τις ανανεώσεις των συμβάσεων, κάτι που ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και για λόγους τελείως τεχνικούς, ας πούμε, αναγκαστήκαμε να φύγουμε με τον καθηγητή μου και να πάρω το πτυχίο μου από το Ωδείο Βορείου Ελλάδος, γιατί αν καθυστερούσα δεν θα μπορούσα να δώσω τις εξετάσεις μου. Τέλος πάντων, για τεχνικούς λόγους. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι το Κρατικό Ωδείο έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή μου και οι ευκαιρίες που μου δόθηκαν μέσα από την ακαδημαϊκή ατμόσφαιρα που υπήρχε σ’ αυτό το ωδείο και τα σύνολα μουσικής στα οποία είχα την ευκαιρία να παίξω ήταν επίσης πάρα πολύ σημαντικά, και είναι μία περίοδος της ζωής μου την οποία θυμάμαι με πάρα πολύ, έτσι, όμορφα συναισθήματα και με πολλή αγάπη. Στη συνέχεια, ο δάσκαλός μου με οδήγησε σε άλλους καθηγητές για να πάρω περισσότερες γνώσεις, με προέτρεψε να ψάξω περισσότερο και πιο βαθιά… Αυτά για το πώς ξεκίνησα. Όταν τελείωσα πια το ‘13 και πήρα το δίπλωμά μου με ένα πολύ όμορφο ρεσιτάλ το οποίο προετοιμάσαμε μαζί, αποφάσισα να μετακομίσω στην Αθήνα, όπου έκανα κάποια ιδιαίτερα μαθήματα με το Γεράσιμο Ιωαννίδη και με άλλους καθηγητές της πόλης. Και το 2014 —ε το 2015, συγγνώμη— αποφάσισα να στείλω ένα mail σε έναν τρομπετίστα που θαύμαζα από πολύ μικρός. Είχα ακούσει τα καλύτερα από άλλους Έλληνες τρομπετίστες που τον είχαν συναντήσει και μπόρεσαν έτσι να είναι μαθητές του. Κι έστειλα ένα mail, λοιπόν, στον Frits Damrow, ο οποίος είναι πια καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τεχνών της Ζυρίχης, αλλά εγώ τον ήξερα ως κορυφαίο τρομπετίστα της Concertgebouw, της Ορχήστρας του Άμστερνταμ. Και έτσι ξεκίνησε ένας μεγάλος κύκλος μαθημάτων μ’ αυτόν στη Ζυρίχη, όπου ταυτόχρονα δούλευα στην Αθήνα και πηγαινοερχόμουν για περίπου δέκα, δώδεκα μήνες. Αυτή ήταν η δεύτερη μεγάλη αλλαγή που συνέβη στη ζωή μου με τη μουσική και επίσης με βοήθησε πάρα πολύ και είμαι ευγνώμων που τον συνάντησα. Απ’ τις στιγμές που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήτανε: η πρώτη φορά που έπαιξα με τον πρώτο μου δάσκαλο, τον Τάσο Δίσκο, σε μία πλατεία στην Έδεσσα —δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονολογία. Έχω τη φωτογραφία στο σπίτι μας το πατρικό—, η πρώτη φορά που έπαιξα με τον άλλο μου δάσκαλο, με τον Τάσο το Γιαμουρίδη, στην ορχήστρα, σε ένα αφιέρωμα σε soundtrack παιδικών ταινιών με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Φυσικά, το διπλωματικό μου ρεσιτάλ είναι κάτι το οποίο δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Υπέροχη αίσθηση και ικανοποίηση ότι όλα πήγανε καλά μετά από μία πολύ μεγάλη περίοδο προετοιμασίας. Μία ακόμα ξεχωριστή στιγμή στα μαθητικά μου χρόνια ήταν όταν έπαιξα ως σολίστ στο Κοντσέρτο του Hummel με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Και επαγγελματικά μπορώ να πω πως ήμουν αρκετά τυχερός, γιατί σχεδόν με όλους τους καλλιτέχνες τους οποίους ονειρευόμουν να παίξω όσο μεγάλωνα έχω καταφέρει πια να συνεργαστώ. Και αυτές οι συνεργασίες έχουν αποτυπωθεί τις περισσότερες φορές και σε δίσκους, σε κυκλοφορίες επίσημες, είτε περιορίζονται μόνο σε ζωντανές εμφανίσεις. Αλλά, κι αυτές έχουν την αξία τους και δίνουν τη γλυκιά ανάμνηση, τέλος πάντων, μιας πετυχημένης συνεργασίας. Για χρόνια ταξίδεψα και έπαιξα σε όλη την Ευρώπη σχεδόν με τους Imam Baildi ως μέλος της μπάντας από το 2007 μέχρι το 2014. Το 2014 έδωσα μία ακρόαση που είχε προκηρύξει η Εθνική Λυρική Σκηνή και συνεργάστηκα σε κάποιες παραγωγές έκτοτε ως έκτακτος μουσικός στην τρομπέτα. Αυτό ήταν επίσης μια πολύ μεγάλη και όμορφη εμπειρία για μένα, το να παίξω δίπλα σε μουσικούς τους οποίους θαύμαζα και παρατηρούσα σε κάθε συναυλία και με κάθε ευκαιρία όσο ήμουν μαθητής. Ήταν πάρα πολύ όμορφη εμπειρία κι αυτό. Μία ακόμα συνεργασία που τελείωσε κάπως απότομα ήταν με τον Παντελή Παντελίδη, με τον οποίο συνεργάστηκα από το καλοκαίρι του 2014 μέχρι και το 2016, όπου συνέβη και το γνωστό ατύχημα. Αμέσως μετά ήρθε στη ζωή μου η Νατάσα Μποφίλιου, ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος και ο Θέμης Καραμουρατίδης, με τους οποίους είχα τη χαρά να παίξω μία φοβερή σεζόν στο «Βοτανικό», παρουσιάζοντας το δικό τους άλμπουμ Βαβέλ, μία φοβερή παράσταση στην οποία ήμουν πάρα πολύ τυχερός που συμμετείχα. Γνώρισα πολύ καλούς μουσικούς, πολύ καλούς φίλους. Με κάποιους γνωριζόμασταν από κάποιες παλαιότερες συνεργασίες με τους Imam Baildi, με τη Δήμητρα Γαλάνη, με την Ελένη Τσαλιγοπούλου. Την ημέρα της πρεμιέρας αυτής της παράστασης «έφυγε» ο πατέρας μου και θυμάμαι πάρα πολύ έντονα εκείνο το πρωινό που δέχτηκα το τηλεφώνημα απ’ τον αδερφό μου ότι πρέπει να πάω στην Έδεσσα γιατί ο μπαμπάς «έφυγε». Κάναμε την πρόβα ήχου, κάναμε μια πολύ δυνατή παράσταση και έφυγα αμέσως από το μαγαζί για το σπίτι μας στην Έδεσσα. Ήταν μια πραγματικά πολύ, έτσι, φορτισμένη για μένα προσωπική στιγμή, την οποία σίγουρα δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ακολούθησε μια πολύ όμορφη και χαρούμενη περιοδεία… Αυτά. Από το Δεκέμβρη του 2016 συνεργάζομαι με το Νίκο Βέρτη. Παίζω στα show του, μια επίσης πολύ μεγάλη παραγωγή, στην οποία είμαι πολύ περήφανος που συμμετέχω. Το 2018 αποφάσισα να δημιουργήσω ένα προσωπικό μουσικό project, το Aliopis Periklis Quartet, με το οποίο έχουμε εμφανιστεί σε διάφορα στέκια της Αθήνας και σε κάποια μεγάλα φεστιβάλ, όπως το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας, στο οποίο παρουσιάζω δικές μου συνθέσεις και κάποιες επιλεγμένες διασκευές από καλλιτέχνες τους οποίους θαυμάζω και με έχουν επηρεάσει κι έχουν διαμορφώσει τον ήχο μου. Κι από το 2019 διδάσκω τρομπέτα στο Δημοτικό Ωδείο Πατρών. Φέτος έχω την τύχη να έχω είκοσι πέντε μαθητές, με τους οποίους κάνουμε διαδικτυακά μάθημα, και είναι πια κι αυτό ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στην επαγγελματική μου ζωή και στην καθημερινότητά μου, γιατί τέσσερις μέρες την εβδομάδα ασχολούμαι αποκλειστικά μ’ αυτό πια. Οπότε, δίνω πολλή ενέργεια σε αυτό, στη διδασκαλία και στη φροντίδα του τμήματος, και παίρνω και πολλή ενέργεια από τους μαθητές και πολλή χαρά απ’ αυτή τη διαδικασία. Είναι κάτι το οποίο δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα με ενθουσιάσει και θα με απορροφήσει τόσο. Πάντα είχα ως προτεραιότητα τα παιξίματα, αλλά η διδασκαλία πραγματικά σου προσφέρει συγκινήσεις και επικοινωνία με τους μαθητές άλλου επιπέδου. Είναι κάτι το οποίο με έχει συγκλονίσει τα τελευταία χρόνια και είναι κάτι το οποίο δεν περίμενα επίσης. Η έναρξη της πανδημίας με βρήκε σε ένα πολύ φορτωμένο χρονικά σημείο της χρονιάς το Φεβρουάριο του 2020, όπου έπαιζα περίπου πέντε live σταθερά μέσα στην εβδομάδα, έκανα τρεις μέρες μαθήματα στο ωδείο και μια σειρά ηχογραφήσεων συνεχόμενων για διάφορες παραγωγές ελληνικές και ξένες. Και όλα αυτά σταμάτησαν απότομα στις αρχές Μάρτη. Μας δόθηκε χρόνος και χώρος, θεωρώ, που όσο καλά κι αν συνεχίζαν να πηγαίνουν οι δουλειές δεν θα μας δινόταν. Κι έτσι, είχαμε και την ευκαιρία και με τη σύζυγό μου να χαρούμε τη μικρή μας κόρη, της οποίας η γέννηση, τέλος πάντων, συνέπεσε χρονικά με την έναρξη της καραντίνας. Και όλη αυτή η χρονιά ήταν πολύ ξεχωριστή και διαφορετική, με τις δυσκολίες της και όλα όσα ξέρουμε όλοι, με ανθρώπους να κινδυνεύουν κλπ., με δυσάρεστα πράγματα, αλλά μας δόθηκε πολύτιμος χρόνος προσωπικός. Άκουσα μουσική που είχα χρόνια ν’ ακούσω, άκουσα πράγματα που τα ‘χα κρατημένα για να τ’ ακούσω όποτε βρω χρόνο και ποτέ δεν έβρισκα. Αποτύπωσα κάποιες δικές μου σκέψεις που αποτελούν το κύριο υλικό του προσωπικού δίσκου που ετοιμάζω και θα κυκλοφορήσει, ελπίζω, σύντομα. Είχα το χρόνο να μελετήσω πολύ basic πράγματα, τα οποία όταν δουλεύεις και τρέχεις με τις υποχρεώσεις της δουλειάς δεν προλαβαίνεις να τα κάνεις με την ηρεμία και τη σειρά που πρέπει. Και γενικά, έτσι μας οδήγησε και σε μία ενδοσκόπηση περαιτέρω και σε μία πιο ψύχραιμη παρατήρηση της πραγματικότητας και του τρόπου ζωής μας από μία άλλη οπτική γωνία, πιο περιορισμένη στο σπίτι κλπ. Αλλά, θεωρώ πως έδωσε ευκαιρία σε όλους μας για να πάρουμε λίγο τον χρόνο μας γενικότερα. Και ίσως μας δίνει και την ενέργεια να επανεκκινήσουμε πια, αφού έχουμε ξεκουραστεί αρκετά. Θεωρώ πως η ενέργεια των καλλιτεχνών και γενικότερα των ανθρώπων που θέλουν να ‘ναι δραστήριοι και δημιουργικοί ανανεώθηκε κάπως μέσα απ’ αυτήν τη δύσκολη συγκυρία. Ευχαριστώ συνολικά τη μουσική για την έως τώρα λείανση της ψυχικής μου τραχύτητας. Αυτά, δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω.

Ι.Κ.

Στη μικρή παίζεις τρομπέτα;

Π.Α.

Στη μικρή παίζω τρομπέτα. Η μικρή μας… Ευτυχώς είμαι από τους τυχερούς μπαμπάδες τρομπετίστες, γιατί όπως μαθαίνω από άλλους συναδέλφους μου, υπάρχει θέμα στο σπίτι όταν παίζουν τρομπέτα ή παρόμοια χάλκινα πνευστά, ας πούμε. Η δική μας κόρη κοιμάται όταν παίζω. Δεν την ξυπνάει τίποτα. Και όταν ξυπνάει έρχεται και θέλει να παίξει κι αυτή. Βάζει την τρομπέτα στο στόμα της. Δεν μπορεί να φυσήξει ακόμα και να βγάλει ήχο, αλλά με βλέπει και έχει καταλάβει ότι κάπως έτσι γίνεται αυτό το πράγμα. Την παίρνω αγκαλιά και πατάει τα πλήκτρα και χαιρόμαστε πάρα πολύ με την αντίδρασή της. Είναι φοβερή! Εντάξει, ο ερχομός ενός παιδιού στη ζωή μας ήτανε κάτι το οποίο δεν θα μπορούσα να στο περιγράψω αν δεν είχε συμβεί. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα γίνω γραφικός χαζομπαμπάς που λέει τα κατορθώματα της κόρης του και στέλνει σε όλο το σόι φωτογραφίες και βιντεάκια με πράγματα καινούρια που κάνει το μωρό. Έχω γίνει ακριβώς αυτό το πράγμα! Το απολαμβάνω πάρα πολύ, δηλαδή οι καλύτερές μου μέρες είναι αυτές που δεν έχω κάτι τα πρωινά, δεν έχω κάποια ηχογράφηση, δεν έχω κάποια πρόβα, και θα κάτσω λίγο να μελετήσω και μετά θα έχω χρόνο με την μπέμπα. Ντάξει, θεωρώ πως αν με άκουγα δύο χρόνια πριν, θα έλεγα «Τώρα τι γραφικότητες είν’ αυτές;», αλλά τώρα έχουν άλλο νόημα όλα όσα λέω, ας πούμε, και ντάξει, τα προσεγγίζω πάντα μ’ έναν, έτσι, χαλαρό τρόπο και με χιούμορ. Αλλά, ισχύει το ότι είμαι χαζομπαμπάς και δεν έχω κανένα πρόβλημα να το παραδεχτώ! Επίσης, το 2016 γνώρισα τη γυναίκα μου. Έκτοτε είμαστε μαζί. Παντρευτήκαμε το Σεπτέμβριο του ‘17 και η μπέμπα ήρθε στη ζωή μας 27 Σεπτεμβρίου του ‘19. Οπότε, έτσι τη μεγαλώσαμε εν μέσω καραντίνας και τα πρώτα μας βήματα και οι πρώτες μας εμπειρίες, έτσι, με τον έξω κόσμο ήτανε με κάποια περιοριστικά μέτρα. Αλλά, γενικά είμαι αισιόδοξος και θεωρώ πως θα βγούμε απ’ αυτήν την περιπέτεια σύντομα.

Ι.Κ.

Ήθελα να σε ρωτήσω, επειδή έχω πολλούς φίλους και γνωστούς μουσικούς, οι οποίοι μου αφηγούνται το πώς αντιμετωπίζουν πια την ακρόαση της μουσικής π.χ. σπίτι τους, ότι κάποια στιγμή επειδή έχουνε μπουχτίσει τόσο πολύ απ’ όλα τα ηχητικά ερεθίσματα που πρέπει να λάβουνε λόγω της εκπαίδευσής τους ή του επαγγέλματός τους, ότι κάπως αυτό επηρεάζει και μετά τον προσωπικό τους χρόνο ως ακροατές μουσικής. Οπότε, ήθελα να σε ρωτήσω αν αντιμετωπίζεις κι εσύ το ίδιο, δηλαδή αν κουράζεσαι ή αν κάποια στιγμή θες να μην ακούς τίποτα.

Π.Α.

Καταλαβαίνω τι εννοείς. Οπωσδήποτε κάποιος ο οποίος έχει βάλει τον εαυτό του σε έναν τρόπο, σε μία φόρμα εκπαίδευσης της μουσικής και έναν τρόπο ερμηνείας της μουσικής που ακούει, το οποίο είναι αναγκαίο για να σπουδάσεις μουσική, ακούει πια με κάποιες ενοχές, αν θέλαμε να το πούμε κάπως γενικά. Δηλαδή, ακούει με έναν συγκεκριμένο τρόπο και αναλύει αυτήν την πληροφορία που φτάνει στ’ αυτιά του επίσης με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αν μιλάμε για την κλασική μουσική, ακούει μ’ αυτόν τον τρόπο, αν έχει ακούσει και έχει σπουδάσει τζαζ, μπορεί ν’ ακούει με έναν λίγο διαφορετικό. Αλλά, γενικά κουρδίζεις τον εαυτό σου να έχει μία προκατάληψη σε αυτό που ακούει. Προς το παρόν δεν έχω φτάσει σε σημείο να μη θέλω να ακούσω τίποτα. Ό,τι και να κάνω μέσα στη μέρα, όσο κούραση και να ‘χω, όσο και να ‘χω παίξει ή να ‘χω φτιάξει μουσική σε στούντιο κλπ., είναι ανάγκη μου πάρα πολύ έντονη κάποια λεπτά ή κάποιες ώρες μέσα στην εβδομάδα να απομονωθώ και να ακούσω μουσική, μουσική η οποία μπορεί να διαφέρει και να μην έχει καμία συνοχή το ένα κομμάτι με το επόμενο. Δηλαδή, αν κάποιος παρατηρούσε την playlist, ας πούμε, των αγαπημένων τραγουδιών στο Spotify, στον προσωπικό μου λογαριασμό, θα ‘λεγε ότι έχω σίγουρα ψυχολογικά προβλήματα και κάποια άλλη διαταραχή μεγάλη. Αλλά, εμένα με χαλαρώνει. Οπότε, αποτελεί ακόμα ανάγκη μου να ακούω μουσική. Με ηρεμεί και με ξεκουράζει πάρα πολύ. Έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν η ανάγκη μου να ακούω μουσική με καλύτερα μέσα ίσως, δηλαδή θα προσέξω πια τι ακουστικά θα φορέσω —θα βάλω τα καλύτερα ακουστικά, τέλος πάντων, που θα έχω στη διάθεσή μου—, και θα προσπαθήσω η ποιότητα του αρχείου που θα ακούσω να είναι μία καλή ανάλυση, γιατί έχουμε φύγει πια απ’ την εποχή που βάζαμε τα βινύλια ή το CD —ο φυσικός φορέας τείνει να καταργηθεί—, οπότε κινούμαστε στη σφαίρα του MP3 και του WAV, τέτοιων μορφών αρχείων, τέλος πάντων. Απλά, θα προσπαθήσω να ακούσω την ηχογράφηση από μία καλή πηγή. Αυτή θα μπορούσα να πω πως είναι μια συγκεκριμένη ιδιοτροπία μου. Εντάξει, γι’ αυτό καλύτερο θα ήταν να ρωτήσετε τη γυναίκα μου, που ακούει αυτό το μπερδεμένο playlist όσο είμαστε στο σπίτι κι ακούω χωρίς ακουστικά, ας πούμε. Αλλά ντάξει, νομίζω ότι σε λογικά πλαίσια δεν έχω βαρεθεί ακόμα τη μουσική.

Ι.Κ.

Για κλείσιμο, θα ήθελα να μας πεις λίγο πάλι για αυτό το πρώτο αίσθημα όταν άκουσες τον ήχο της τρομπέτας. Και εν πάση περιπτώσει, τι είναι ο ήχος της τρομπέτας για σένα; Γιατί αυτό το όργανο;

Π.Α.

Αυτό το όργανο καταρχήν για τον ήχο που βγάζει. Τώρα, γι’ αυτόν τον ήχο, όταν φύσηξα πρώτη φορά, δεν περίμενα καταρχήν ότι θα βγει αυτός ο ήχος τόσο αβίαστα. Ήμουν απ’ τους τυχερούς που βγήκε χωρίς να έχω κάποια τεχνική κατάρτιση εκείνη τη στιγμή. Ενστικτωδώς έκανα κάτι με το στόμα μου και βγήκε ένας όμορφος ήχος από την τρομπέτα. Με συγκλόνισε το ότι η αναπνοή και ο παλμός των χειλιών πάνω στο επιστόμιο της τρομπέτας δημιουργούν ουσιαστικά τον ήχο και ότι εσύ σημαδεύεις ουσιαστικά τις νότες σαν να τραγουδάς. Οπότε, ήταν άμεσα συνδεδεμένο με το τραγούδι αυτό το πράγμα. Αυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Και στη συνέχεια αυτό που προσπάθησα και προσπαθώ πάντα είναι να μην μπαίνω σε αυτές τις ενοχές που λέγαμε και πριν για την ακρόαση της μουσικής, να μην μπαίνω στις αντίστοιχες ενοχές για την ερμηνεία της μουσικής και να μη με περιορίζω σε καλούπια του τύπου ότι «Αυτός είναι κλασικός ήχος, αυτός είναι τζαζ ήχος, αυτός είναι λαϊκός ή παραδοσιακός ήχος» κτλ. Προσπάθησα και προσπαθώ ακόμα να έχω μία δική μου προσέγγιση ως προς το χαρακτήρα του ήχου, ας πούμε, και να δημιουργώ μία δική μου ταυτότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να παίξω σε ένα section με άλλους τρομπετίστες επαγγελματίες ή σε μία ορχήστρα, σε μία μπάντα ή οτιδήποτε. Ξέρω πολύ καλά να προσαρμόζομαι, αλλά προτιμώ να έχω έναν δικό μου, έτσι, ήχο που να με εκφράζει περισσότερο. Προς αυτήν την κατεύθυνση επιλέγεις και τα αντίστοιχα εξαρτήματα για να δουλέψεις, δηλαδή ένα συγκεκριμένο όργανο που σου ταιριάζει στα αυτιά σου περισσότερο και σε εκφράζει, ας πούμε, ο ήχος αυτός, ένα επιστόμιο επίσης ανάλογο κλπ. Το πιο συγκλονιστικό πράγμα νομίζω πως είναι ότι ο ήχος παράγεται από σένα απευθείας κι ότι αν δεν νιώσεις πού πρέπει να τοποθετήσεις τη νότα, δεν γίνεται αυτόματα, όπως πχ. σε ένα πιάνο, στο οποίο πατάς τη συγκεκριμένη νότα και ακούγεται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ίδιο πάντα. Στην τρομπέτα κάθε μέρα που ξυπνάς είναι διαφορετικά. Εξαρτάται πάρα πολύ ο ήχος απ’ το σώμα σου και την ψυχολογία σου, πάρα πολύ. Σε μένα τουλάχιστον παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο η ψυχολογία και η φυσική μου κατάσταση. Αυτά.

Ι.Κ.

Ακούγεται να έχει μεγάλη ομοιότητα όχι με τις μουσικές τέχνες, που έχουμε συνηθίσει το όργανο να είναι κάτι ξέχωρο από τον εκτελεστή του, αλλά ότι έχει άμεση συνάρτηση με τον ερμηνευτή, όπως είναι ο χορός, ας πούμε, ή το θέατρο, όπου το όργανο παραγωγής της τέχνης εκεί είναι ο ίδιος ο εαυτός και το σώμα του ερμηνευτή. Ακούγεται πολύ οικείο περισσότερο προς τα κει παρά με τους μουσικούς.

Π.Α.

Ναι, γιατί ο ήχος παράγεται καταρχήν από σένα. Τα χάλκινα πνευστά είναι μία ξεχωριστή κατηγορία πνευστών οργάνων, τα οποία λόγω της κατασκευής τους απαιτούν από σένα να παράξεις τον ηχητικό παλμό κι αυτά απλώς τον ενισχύουν. Οπότε ναι, ο ήχος παράγεται από σένα αποκλειστικά, επηρεάζεται κατά κύριο λόγο από σένα και σε δεύτερο χρόνο από τον εξοπλισμό που χρησιμοποιείς. Οπότε, ό,τι ακούς κάτι παρόμοιο μπορείς να παίξεις και ό,τι νιώθεις επίσης κάτι παρόμοιο μπορείς να εκφράσεις μέσα από το όργανο.

Ι.Κ.

Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ, Περικλή!

Π.Α.

Κι εγώ σας ευχαριστώ, καλή συνέχεια!

Ι.Κ.

Να είσαι καλά.

Summary

Σε αυτή τη συνέντευξη παρουσιάζεται η σχέση του Αφηγητή με την τρομπέτα και συγκεκριμένα: το χρονικό του πώς άρχισε να παίζει αυτό το ιδιαίτερο μουσικό όργανο και η συνάντησή του τόσο με Έλληνες όσο και ξένους δασκάλους, οι οποίοι καθόρισαν την εξέλιξή του ως μουσικός και η προσωπική αναζήτηση του ήχου του. Επίσης, η τύχη ως προς τις επαγγελματικές συνεργασίες αλλά και η εμπειρία τού να διδάσκει ο ίδιος. Ακόμα, η σύμπτωση της πανδημίας με τη γέννησή της κόρης του και η ευκαιρία που του δόθηκε σε μια πολύ φορτισμένη επαγγελματικά περίοδο να περάσει χρόνο με την οικογένειά του στο σπίτι. Τέλος, γίνεται αναφορά στον ήχος της τρομπέτας και στο τι τον κάνει τόσο σημαντικό για τον Αφηγητή.


Narrators

Περικλής Αλιώπης


Field Reporters

Ισαβέλλα Κασιμάτη



Historical Events

Interview Date

25/02/2021


Duration

27'