«Ένα σώμα με αναπηρία μπορείς να το δεις και σαν τέχνη»: Μια γυναίκα με αναπηρία μιλάει για τη ζωή της, τον πρωταθλητισμό και τον χορό
Segment 1
Η ζωή στο ΠΙΚΠΑ Πεντέλης και στο χωριό
00:00:00 - 00:32:06
Partial Transcript
Πες μας το όνομά σου. Ονομάζομαι Κουρούβανη Ειρήνη. Τέλεια. Είναι 21 Ιανουαρίου 2021, είμαι με την Ειρήνη Κουρούβανη, βρισκόμαστε στη …απ’ την εκκλησία έτσι όπως ήταν–, τους έβλεπα, τους γνώριζα. Και βοήθησε και το σχολείο και οι καινούργιοι μου φίλοι που έκανα στο σχολείο.
Lead to transcriptSegment 2
Σχολείο, εφηβεία και πανεπιστήμιο
00:32:06 - 01:00:37
Partial Transcript
Θες να μας πεις για το σχολείο; Έτσι λίγο... Σου άρεσε; Για τους– Πάρα πολύ– Φίλους... Μου άρεσε, γιατί το σχολείο για μένα ήτανε μία …ορές ο Μήτσος»: «Λοιπόν, έλα, η κοπέλα πρέπει να μπει μέσα. Πάμε τώρα να την πάρουμε να μπει μέσα». Εγώ σ’ αυτό στέκομαι και ενθουσιάζομαι.
Lead to transcriptSegment 3
Αθλητισμός και χορός
01:00:37 - 01:36:40
Partial Transcript
Κατάλαβα! Ωραία. Φοιτητική ζωή, λοιπόν, στην Αθήνα. Ναι. Με, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, λίγο χρόνο, γιατί είπες κάτι– Ναι. Για στίβο, οπότ…... Γιατί είμαστε εν δυνάμει... Ποιοτικά, ένας χορός είμαστε. Ναι, θα έλεγα ότι αν... Ποια είναι η απόσταξη του ανθρώπου; Ένας χορός είναι.
Lead to transcriptSegment 4
Για την προσβασιμότητα, τη θετικότητα απέναντι στη ζωή και την αγάπη για τον εαυτό
01:36:40 - 01:54:03
Partial Transcript
Ωραία. Να κάνω μια ερώτηση ακόμα; Θες να... Να την κάνουμε. Να την κάνουμε, ναι. Είναι λίγο πιο προσωπική. Στην προσωπική σου ζωή, πιστε… αν είναι μέσα στις δικές σου προσδοκίες, είναι η δική σου παράσταση για τη ζωή. Αυτό. Τέλεια. Ευχαριστώ πάρα, πάρα, πάρα πολύ. Κι εγώ.
Lead to transcript[00:00:00]Πες μας το όνομά σου.
Ονομάζομαι Κουρούβανη Ειρήνη.
Τέλεια. Είναι 21 Ιανουαρίου 2021, είμαι με την Ειρήνη Κουρούβανη, βρισκόμαστε στη Νέα Χαλκηδόνα, εγώ ονομάζομαι Μαριλένα Κουκούλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima, και θα ξεκινήσουμε τώρα τη συνέντευξή μας. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ που δέχθηκες να μας τη δώσεις.
Κι εγώ ευχαριστώ για την πρόσκληση, για τη σκέψη να μιλήσω σ’ αυτή την ωραία έρευνα που κάνετε.
Τέλεια. Θέλεις να ξεκινήσουμε από την αρχή; Πότε και πού γεννήθηκες;
Ας πάμε απ’ την αρχή, λοιπόν. Γεννήθηκα το 1968 –Μάη του ’68!– σε ένα όμορφο μικρό χωριό της ορεινής Ηλείας, στα Πετράλωνα Ολυμπίας.
Ωραία. Θες να περιγράψεις λίγο την οικογένειά σου;
Και βέβαια. Είμαστε μια πολύτεκνη οικογένεια. Έχω άλλα τρία αδέρφια. Και το ενδιαφέρον που υπάρχει εδώ –εγώ είμαι αθλήτρια– είναι ότι είμαστε όλοι γεννημένοι σε ολυμπιακές χρονιές: η μία μου αδερφή το ’60, η άλλη μου αδερφή το ’64, εγώ το ’68, και ο αδερφός μου το ’72. Και μάλιστα, είμαστε και διαδοχικά: Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος. Θεωρώ ότι έχει πολύ ενδιαφέρον αριθμητικά αυτό και...
Είχαν πρόγραμμα οι γονείς, μου φαίνεται!
Σε κάθε Ολυμπιάδα και από ένα παιδί!
Ωραία. Και οι γονείς τι δουλειά κάνανε; Λίγο το περιβάλλον...
Οι γονείς μας ήταν αγρότες. Κάνανε όλες αυτές τις δουλειές που μπορείς να κάνεις σε ένα χωριό: είχαν γιδοπρόβατα, κάναν τον θερισμό, το αλώνισμα, τον τρύγο, είχαμε δικά μας άλογα, το μάζεμα των ελιών, τώρα που είναι και η περίοδος... Και θυμάμαι ότι εγώ, λόγω αναπηρίας, δεν μπορούσα να συμμετέχω σε αυτές τις αγροτικές εργασίες. Αλλά μου άρεσαν τόσο πολύ που δεν θα ξεχάσω –ειδικά στον θερισμό, κι αυτό το δρεπάνι που έχει κι αυτό το ωραίο σχήμα– την ταχύτητα με την οποία κόβαν τις χεριές τα δεμάτια, που γίνονταν μετά. Σκεφτόμουνα γιατί δεν μου στρώνουν κι εμένα ένα χαλάκι εκεί κάτω να πηγαίνω κι εγώ να το κάνω. Δηλαδή με όλες αυτές τις δουλειές προσπαθούσα να βρω πώς θα μπορούσα εγώ να ενσωματωθώ για να τις κάνω.
Οπότε πολύ σκληρή η ζωή του αγρότη, θεωρώ. Κουραστική για τους γονείς. Έχει σωματική κόπωση...
Πολύ κουραστική, ναι. Αλλά εγώ την έβλεπα με μια αθλητική διάθεση, απ’ ό,τι φαίνεται.
Τα άλλα παιδιά βοηθούσαν, δηλαδή;
Ναι, βέβαια. Γιατί ήτανε έτσι η κοινωνία τότε και όλα τα παιδιά βοηθούσανε σε αγροτικές δουλειές. Στο χωριό, όλων των οικογενειών.
Και εσύ, όταν φεύγαν όλοι για το χωριό σε περιόδους που είχε πολλές δουλειές, με ποιον έμενες στο σπίτι;
Εγώ έμενα με τη γιαγιά και τον παππού. Αργότερα, όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, εγώ έμενα μόνη μου. Και ήμουνα εκεί η βασίλισσα του σπιτιού! Τι εννοώ; Αφού λοιπόν εγώ δεν μπορούσα να κάνω τις αγροτικές δουλειές, πλάκωνα όλο το σπίτι. Και είχα βρει τρόπους να μπορώ να πλένω τα τζάμια... Και μάλιστα, ψηλά! Σκαρφάλωνα στις καρέκλες! Τα πάντα! Τα πάντα! Το σπίτι μας είναι κι ένα σπίτι χτισμένο το 1896, άρα μη προσβάσιμο, και σ’ ένα χωριό τότε. Αλλά κι εγώ δεν είχα σκεφτεί να είναι προσβάσιμο, γιατί είχα βρει τον τρόπο με τις πατερίτσες και τους κηδεμόνες να το κάνω σ’ εμένα προσβάσιμο. Δηλαδή ήθελα εγώ να πάω κάτω στην αυλή να την καθαρίσω, να βγάλω τα φύλλα; Κατέβαινα και τα έκανα. Άρα, εγώ έκανα τις δικές μου δουλειές κι αυτοί κάναν τις δικές τους.
Το 1896;
Χτίστηκε το σπίτι, ναι.
Οκ, άρα είναι–
Είναι ένα πέτρινο, ωραίο, τριώροφο, μεγάλο σπίτι.
Θες να μας το περιγράψεις λίγο; Γιατί φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα η εικόνα του σπιτιού.
Και βέβαια. Ωραία ερώτηση γιατί, χωροταξικά, το σημείο που ήταν το σπίτι στάθηκε να είναι πολύ σημαντικό. Γιατί ήταν χτισμένο στην πλατεία του χωριού. Δίπλα, λοιπόν, η αυλή μας τελείωνε εκεί που ξεκίναγε το δημοτικό σχολείο. Παραδίπλα ήταν η εκκλησία, πιο δίπλα ήταν τα δύο καφενεία. Τώρα, στρογγυλά όλα αυτά φαντάσου τα. Το σπίτι ήταν πάνω στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Οπότε εγώ θυμάμαι να περνάω πάρα πολλές ώρες στο μπαλκόνι του σπιτιού γιατί από κει περνούσαν και όλα τα τουριστικά λεωφορεία –πάρα πολλά απ’ τη Γερμανία, εκείνη την περίοδο ιδίως, απ’ ό,τι θυμάμαι– για να πάνε στις Βάσσες, στον ναό του Επικουρίου Απόλλωνος. Οπότε περνούσαν από κει. Άρα, η οπτική και τα ερεθίσματα ήτανε πολύ σημαντικά για μένα, αφού δεν είχα τη δυνατότητα να βγαίνω απ’ το σπίτι και να πηγαίνω προς τα έξω. Στάσιμη εκεί στο μπαλκόνι, είχα εικόνες. Τώρα, γιατί λέω ότι ήταν σε σημαντικό σημείο το σπίτι πέρα απ’ το γεγονός ότι, αφού είναι στην πλατεία, σίγουρα είναι; Εγώ, Α΄ Δημοτικού, δεν περπατούσα ακόμα. Οπότε με πήγαινε η αδερφή μου αγκαλιά στο σχολείο. Άρα, δεν ήταν μεγάλη η απόσταση για να με πάει απ’ ό,τι να ήταν ανηφόρες κατηφόρες στο βάθος του χωριού. Κι εγώ βέβαια μπορούσα... Στα παιχνίδια που δεν μπορούσα να συμμετάσχω, ήμουνα εκεί στο μπαλκονάκι μου και τα ’βλεπα τα παιδιά να παίζουν. Δηλαδή έβλεπα τους ήχους, τη χαρά, όλα! Ήταν όμορφα.
Δεν θυμάμαι αν είπαμε για τα αδέλφια. Αγόρια, κορίτσια; Πες μας λίγο.
Είναι άλλα δύο κορίτσια και ο μικρότερός μου αδερφός, που είναι αγόρι.
Ωραία. Και είχατε στενή σχέση...
Είχαμε και έχουμε. Έχω εφτά ανίψια. Το μικρότερο είναι 4 ετών και το μεγαλύτερο 36. Η μία μου αδελφή έχει τέσσερα παιδιά, ο αδερφός μου δύο, και η άλλη μου αδερφή ένα.
Τέλεια. Ωραία, μεγάλη οικογένεια...
Μεγάλη οικογένεια. Και εδώ θεωρώ ότι είμαι τυχερή, γιατί εγώ δεν έχω δικά μου παιδιά και, επειδή είναι έτσι οι σχέσεις μας μες στην οικογένεια και με τα αδέρφια μου, είναι σαν να έχω εγώ εφτά παιδιά. Ειδικά κατά καιρούς, στην ηλικία μέχρι 8 χρονών, που με όλα μου τα ανίψια έχω παίξει. Με πρόγραμμα, δηλαδή δυο-τρεις φορές τη βδομάδα το βάζουμε πρόγραμμα ότι θα συναντιόμαστε για να παίζουμε.
Τέλεια. Ωραία θεία ακούγεται!
Ευχαριστώ!
Θες να πούμε και λίγο για την αναπηρία;
Και βέβαια. Για το σημαντικότερο δεν θα πούμε; Λοιπόν, η αναπηρία ονομάζεται αρθρογρύπωση των κάτω άκρων. Έχω ατροφία στα πόδια απ’ το γόνατο και κάτω. Γεννήθηκα και τα πόδια μου ήτανε λυγισμένα, όποτε χρειάστηκε να κάνω οχτώ επεμβάσεις για να τεντώσει το πόδι μου. Η τελευταία επέμβαση ήτανε στην ηλικία των 7,5 ετών, και από 7,5 ετών μέχρι και τώρα περπατάω με πατερίτσες και κηδεμόνες.
Τις επεμβάσεις τις θυμάσαι;
Τις επεμβάσεις τις έκανα στο ΠΙΚΠΑ Πεντέλης. Εγώ αυτό που θυμάμαι είναι ότι την περίοδο αυτή των πρώτων 8 ετών μου τη θυμάμαι πολύ μαγικά, γιατί ήμουνα σε έναν χώρο με πάρα πολλά παιδιά με διαφορετικές αναπηρίες. Η πλειοψηφία των αναπηριών τότε ήταν η πολιομυελίτιδα, γιατί μιλάμε για αρχές της δεκαετίας του ’70. Ναι, αρχές της δεκαετίας του ’70 αλλά ήταν δεκάχρονα παιδιά. Άρα, δεκαετία του ’60, που θέριζε ακόμη και στην Ελλάδα η πολιομυελίτιδα. Ήταν ένας παράδεισος για μένα αυτή η συνθήκη, να είμαι με παιδιά τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Οπότε προσαρμόζαμε και τα παιχνίδια μας, με τις πατερίτσες παίζαμε πόλεμο, μπουσουλάγαμε, κάναμε σκανδαλιές στις νοσοκόμες να μη μας βρίσκουνε... Πολύ όμορφες αναμνήσεις έχω. Τώρα, όσον αφορά τις επεμβάσεις, το περίεργο είναι ότι εγώ δεν τις θυμάμαι επίπονα. Γιατί ήτανε σκληρές οι επεμβάσεις. Δεν ξέρω, ένιωθα και μια ευγνωμοσύνη με τους γιατρούς που ασχολήθηκαν μ’ εμένα. Δεν ασχολήθηκαν μόνο μ’ εμένα, με όλα τα παιδιά που ήμασταν εκεί. Αλλά εγώ αισθανόμουνα ένα δέος ότι προσπαθούνε να βελτιώσουν την υγεία μου στο να περπατήσω. Θα πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στην τελευταία επέμβαση που έγινε και στα δύο πόδια –οπότε ήμουνα με γύψο απ’ τη μέση και κάτω και με ένα ξύλο στη μέση για να κρατιούνται ανοιχτά τα πόδια, εδώ στο ύψος λίγο πιο πάνω απ’ τα γόνατα–, η μία απ’ τις δύο επεμβάσεις δημιούργησε αιμορραγία και η ώρα ήταν 11 το βράδυ και είχαν αναστατωθεί οι νοσοκόμες και ήθελαν να πάρουν τον γιατρό τηλέφωνο για να τον ενημερώσουνε. Και, θυμάμαι, εγώ το άκουσα όλο αυτό και εγώ τους είπα: «Δεν πρέπει να ξυπνήσετε τώρα τον γιατρό». Δηλαδή εγώ τώρα στεναχωριόμουνα όχι για την αιμορραγία μου, να μην αναστατώσουν τώρα τον γιατρό αφού αύριο θα έρθει στον θάλαμο και θα το δει! Αυτό το λέω για την ευγνωμοσύνη, θέλω να πω, που ένιωθα. Οι επεμβάσεις σίγουρα θα ήτανε –ήτανε!– επίπονες, αλλά δεν μου ’χει μείνει κάτι σαν πόνος μέσα μου. Έμεινα σ’ αυτό που μου δημιούργησαν: στη συνθήκη τού ότι εγώ περπάτησα απ’ τα 8 μου και μετά. Και μάλιστα, όταν πρωτοστάθηκα όρθια, αυτό, το να βλέπω τα πράγματα από άλλο ύψος –απ’ το ύψος που το ’βλεπα απ’ το κρεβάτι μου ή όταν ήθελα να παίξω και ήμουνα στο πάτωμα– ήτανε μαγικό. Και μόνο αυτό σαν εικόνα ήταν μεγάλη πρόκληση για να περπατήσω. Γιατί δεν ήταν εύκολο να ξεκινήσω ξαφνικά στα 8 να μαθαίνω τις πατερίτσες, τους κηδεμόνες. Ήταν ξένα στοιχεία αυτά πάνω στο σώμα μου και, σίγουρα, δύσκολα. Αλλά αυτή η καινούργια εξερεύνηση του κόσμου από ένα άλλο επίπεδο, από μόνη της κι αυτή, είχε το ενδιαφέρον να με κινητοποιήσει.
Σαν παιχνίδι κάπως, δηλαδή;
Ναι, ας το πούμε κι έτσι. Και σαν εξερεύνηση.[00:10:00]
Ωραίο. Να κάνω μια ερώτηση διευκρινιστική; Δηλαδή πήγαινες με τη μαμά, σε άφηνε εκεί στο ΠΙΚΠΑ γιατί εκεί υπήρχε ιατρική φροντίδα; Ήταν δηλαδή κάποια διαστήματα που έμενες εκεί όσο έκανες την επέμβαση; Για να καταλάβω.
Εκεί έμεινα σχεδόν τα πρώτα μου εφτά χρόνια, με κάποια διαλείμματα, δύο φορές που πήγα στο χωριό. Και έμενα μόνη μου. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να μείνει μαζί μου, γιατί είχε άλλα τρία παιδιά. Ήταν αγρότισσα. Εκείνα τα χρόνια ένα ταξίδι από ένα χωριό της Ηλείας και από οποιοδήποτε χωριό της Ελλάδος προς την Αθήνα ήταν ολόκληρη υπόθεση. Πολύ πιο εύκολο είναι τώρα να πας στη Νέα Υόρκη απ’ το να πήγαινες δεκαετία του ’60, να ’παιρνες το λεωφορείο για να ’ρθείς στην πρωτεύουσα. Και πέρα απ’ το γεγονός ότι είχε άλλα τρία παιδιά, οι δουλειές. Ερχόταν όμως κάθε εβδομάδα ο αδερφός του πατέρα μου και με έβλεπε, κάθε Κυριακή. Οπότε υπήρχε μια επαφή με την οικογένεια. Μάθαινα, άκουγα και είχα συνειδητοποιήσει από μικρή ότι εγώ πρέπει να ολοκληρωθεί η θεραπεία μου και μετά θα πάω να γνωρίσω τα αδέρφια μου, να γνωρίσω πιο καλά την οικογένειά μου.
Οκ. Τώρα το κατάλαβα. Άρα, έμεινες εκεί αρκετά χρόνια...
Έμεινα εκεί εφτά χρόνια.
Αλλά, είπες, χωρίς την αίσθηση ότι–
Χωρίς την αίσθηση, γιατί–
Θα σου λείπανε, βέβαια.
Δεν μου λείπανε γιατί δεν ήξερα τι σημαίνει να σου λείπει η οικογένειά σου, αφού πήγα εκεί ημερών. Είναι οξύμωρο, αλλά αυτό που μου έλειπε είναι ότι, όταν πήγα στην οικογένειά μου, τα δύο πρώτα χρόνια ήταν για μένα πάρα πολύ δύσκολα. Μου ήταν όλα άγνωστα στο χωριό: οι γεύσεις, οι άνθρωποι, το μικρό σπίτι. Μου λείπαν πάρα πολύ οι φίλοι μου, τα έργα που βλέπαμε μαζί στην τηλεόραση... Δεν είχαμε και τηλεόραση τότε στο χωριό. Ευτυχώς, είχαμε ένα ραδιόφωνο. Το ότι εγώ ήμουνα σε ένα σπίτι με πέντε δωμάτια, όταν εγώ είχα μεγαλώσει σε έναν θάλαμο με εκατό κρεβάτια το ένα διαδοχικά δίπλα στο άλλο. Μου ήταν όλα στενά, μικρά, μίζερα μου φαίνονταν. Και, δεν ξέρω τι έγινε, μετά από δύο χρόνια, έγινε ένα κλικ μέσα μου και λέω: «Ειρήνη, αυτή είναι η οικογένειά σου, αυτό είναι το χωριό σου». Γιατί μέσα σ’ αυτό το διάστημα έλεγα: «Να γίνω 18 χρονών να φύγω από δω. Γιατί με πήραν αυτοί οι άνθρωποι και με φέρανε εδώ πέρα; Δεν μ’ αρέσει εδώ». Αλλά είναι μια πολύ όμορφη οικογένεια η οικογένειά μου. Και μου έδωσαν... Το ένιωθαν κι αυτοί ότι εγώ δυσκολεύομαι. Και μου έδωσαν τον χρόνο μου, τον χώρο μου... Οπότε από μόνη μου... Ήμουνα και τυχερή που είχα τρία αδέρφια! Γιατί εγώ, στο πρώτο στάδιο, τα αδέρφια μου τα έβλεπα σαν φίλους μου. Άρα, τουλάχιστον σε ένα πιο στενό περιβάλλον, πέρα απ’ τα παιδιά που γνώρισα μετά στο σχολείο, είχα και στο σπίτι να παίζω. Γιατί, για μένα, η όλη μου πραγμάτωση μέχρι τα 7-8 χρόνια μου ήτανε η ζωή μέσα απ’ το παιχνίδι. Γιατί, όταν μένεις κάπου με 100-200 παιδιά –στον άλλο θάλαμο, στον παραδίπλα, στον κάτω–, με το παιχνίδι βιώνεις την πραγμάτωση. Καλά, αυτό είναι και πανέμορφο. Θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερή που το έζησα.
Ναι. Φαντάζομαι, από 100 παιδιά στα 3 είναι απότομη η μετάβαση!
Πολύ, πολύ απότομη.
Γι’ αυτό...
Γι’ αυτό και την έβγαζα πάρα πολύ έξω στο μπαλκόνι, για να ακούω τους ήχους απ’ την εκκλησία, απ’ το προαύλιο, απ’ το καφενείο... Μου ερχόνταν οι ήχοι απ’ το τάβλι... Και έμαθα εκείνη τη χρονιά να παίζω τάβλι, και κάναμε σκορ με τον αδερφό μου και την αδερφή μου από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο... Να πιάνω τους ήχους έξω, για να είναι κάτι πιο πολυακουστικό και πολυπράγμον απ’ αυτό το στενό του σπιτιού.
Θες να μας δώσεις κάποιες άλλες εικόνες απ’ το ΠΙΚΠΑ; Ήσασταν πολλά παιδιά, υπήρχε πολύ παιχνίδι, είπες. Σωστά;
Ναι. Υπήρχανε πολύ καλές νοσοκόμες, που μας αγαπούσανε. Μάλιστα, η κάθε μία είχε και μία ιδιαίτερη αδυναμία σε ένα παιδί. Έτσι προέκυπτε, αυθόρμητα. Οπότε ήταν σαν να ήταν το δικό της παιδί. Εγώ είχα τη Ματίνα, την αγαπημένη μου Ματίνα. Ακόμη επικοινωνούμε. Μένει στο Χαλάνδρι. Η Ματίνα έχει τρία αγόρια. Το ’68, που δούλευε στο ΠΙΚΠΑ, δούλευε δυο-τρία χρόνια. Άρα, ήμουνα το πρώτο παιδί που σκέφτηκε να κάνει παιδί της. Δεν είχε ακόμη τα δικά της παιδιά, και αυτά τα δύο πρώτα χρόνια ήτανε πάρα πολύ δίπλα μου. Οι νοσοκόμες τότε κοιμόντουσαν και στο ΠΙΚΠΑ. Οπότε με έπαιρνε και στο δωμάτιό της... Άρα, υπήρχε η μητρική παρουσία μέσω της Ματίνας.
Τέλεια. Επικοινωνείτε ακόμα, ε;
Επικοινωνούμε ακόμα, ναι. Αυτό που θυμάμαι ήταν κάτι θεόρατα παράθυρα με τζάμι –τα box, όπως τα λέγαμε– και έμπαινε πάρα πολύ όμορφα ο ήλιος μέσα. Γιατί το αναφέρω τώρα αυτό; Γιατί, μη περπατώντας μέχρι τα 7 μου, φαίνεται, το μυαλό μου και η διάθεσή μου έβρισκε άλλους τρόπους μετακίνησης. Άρα, το γεγονός ότι έμπαινε ο ήλιος και οι ακτίνες του έτσι μέσα, εμένα σαν να με έπαιρναν και να με μετέφεραν όπου ήθελα. Γιατί τις περιόδους που έκανα τις επεμβάσεις, για το πρώτο εξάμηνο δεν μπορούσα ούτε να μετακινηθώ ούτε ένα μπουσουλήσω. Άρα, ήμουνα στην κυριολεξία ακινητοποιημένη. Και θυμάμαι ότι για μένα ήταν σημαντικό να αισθάνομαι μέσα στον θάλαμο ότι παρέες παιδιών παίζουνε. Γιατί εγώ τις άκουγα, και έτσι, μ’ αυτές τις ακτίνες του ήλιου, θεωρούσα ότι εγώ μεταφέρομαι σε όποιο παιχνίδι ακουστικά μού άρεσε και ήταν σύμφωνο με τις δικές μου επιλογές. Και το θυμάμαι αυτό πολύ έντονα. Επίσης, θυμάμαι τα πουλιά. Σκεφτόμουνα τι τυχερά είναι. Δεν υπάρχουν σύνορα και ταξιδεύουν! Πόσο ελεύθερα είναι! Όταν πήγα στο χωριό, Γ΄ Δημοτικού, θα γράφαμε μία έκθεση: «Ο αγρότης». Με το που διαβάζω το θέμα, νιώθω να έχω κατακοκκινίσει και να λέω: «Θεέ μου, τώρα, εγώ δεν ξέρω τίποτα για τον αγρότη. Οι γονείς μου είναι αγρότες και τώρα ο δάσκαλος πώς να καταλάβει ότι εγώ δεν ξέρω να γράψω τίποτα για το τι είναι ο αγρότης;» Η πρώτη μου ντροπή, θυμάμαι, στο δημοτικό.
Ωραία. Άρα, μόνο καλά σαν γενική απ’ το ΠΙΚΠΑ–
Ναι, ναι–
Μόνο καλά.
Μόνο καλά.
Και με έναν στόχο ότι «Εντάξει, θα τελειώσει και θα γυρίσω πίσω», αν και μετά στην οικογένεια–
Ακριβώς, όπου στα 10 μου αυτός ο στόχος... Σ’ αυτά τα δύο πρώτα χρόνια χρειάστηκε να πάω δύο καλοκαίρια ακόμη στο ΠΙΚΠΑ, για να ολοκληρώσω τη φυσιοθεραπεία και τους κηδεμόνες να τους αλλάξω γιατί αναπτύσσεται το σώμα. Μου είχε πει η μητέρα μου ότι, ενώ την πρώτη χρονιά ήμουνα λιγομίλητη, ήμουνα όλο να εξερευνώ και να βλέπω, με το που μπαίνει ο Μάης και είναι να κλείσει το σχολείο κι εγώ ξέρω ότι θα ξαναπάω στους φίλους μου, στον δικό μου κόσμο, έγινα άλλος άνθρωπος. Σαν να ξαναγεννήθηκα. Μου λέει, δεν... Αγνώριστη! Πάω, λοιπόν, εγώ εκεί. Περνάω ευτυχισμένα. Ήξερα όμως ότι θα ξαναεπιστρέψω στην οικογένειά μου και στο χωριό, οπότε ήταν λιγότερο επίπονο. Πάω και το δεύτερο καλοκαίρι. Και όταν επιστρέφω πια, άρχισαν να μου λείπουν οι φίλοι μου απ’ το χωριό που είχα κάνει. Και εκεί υπήρξε μια ισορροπία μέσα μου. Είχα δεθεί πια και με την οικογένειά μου. Και, από κει και μετά, δεν υπήρχε αυτό το όνειρο, του να μεγαλώσω και να φύγω. Μάλιστα, αυτό που με έσωσε αυτά τα δύο χρόνια ήταν το εξής όνειρο: σκεφτόμουνα να έχτιζε κάποιος έναν απέραντο διάδρομο απ’ το χωριό μέχρι το ΠΙΚΠΑ και λέω «Να είχα ένα ποδήλατο και αρκεί να υπήρχε ένα κάγκελο». Για να κρατάω με το ένα μου χέρι το ποδήλατο και με το άλλο χέρι το κάγκελο, γιατί γνώριζα ότι δεν μπορούσα να κάνω πεταλιές. Και λέω: «Και να τους φύγω μία μέρα, να πάω στο ΠΙΚΠΑ. Αλλά πρέπει κάποιος να φτιάξει αυτό τον φανταστικό διάδρομο». Όμως, και μόνο που το σκεφτόμουνα, ήταν μια παρηγοριά.
Τέλειο! Έχεις επαφές ακόμα με παιδιά που ήσασταν; Ή χαθήκατε με τα χρόνια; Που ήσασταν τότε στο ΠΙΚΠΑ φίλοι;
Όταν ήρθα φοιτήτρια στην Αθήνα, κάποια παιδιά τα βρήκα και έχουμε επαφές, ναι.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια, βέβαια, αλλά επειδή είναι έτσι...
Με κάποια απ’ αυτά τα παιδιά βρεθήκαμε και την τελευταία πενταετία μέσα από ένα πρόγραμμα της Στέγης –«Χορός και αναπηρία»–, που δύο παιδιά ήμασταν μαζί εκείνη την περίοδο.
Γιατί είναι πολλά τα χρόνια, αυτό.
Είναι πολλά τα χρόνια, ναι.
Αλλά είναι και μια εμπειρία σημαντική. Θα–
Απ’ τις σημαντικότερες. Εμένα μ’ έχει καθορίσει στη ζωή μου αυτή... Αυτά τα πρώτα χρόνια σε αυτό τον χώρο, με τόσα παιδιά με τόσες διαφορετικές αναπηρίες. Ήτανε μια... Πώς λένε μια κοινωνία πολυπολιτισμική; Εκεί ήταν μια κοινωνία με τόσους διαφορετικούς σωματότυπους που είχε ενδιαφέρον αυτή η πρώτη προσέγγιση με τη δική σου αναπηρία, με τις άλλες αναπηρίες...
Κατανοητό, νομίζω. Ωραία. Τελευταία ερώτηση. Έχει αξία να μας δώσεις μια τυπική ημέρα εκεί στο ίδρυμα, να μας την περιγράψεις; Δεν ξέρω.
Ναι, αμέ. Ωραία θα ήταν.
Ναι, ναι, ναι.
Να τη θυμηθώ κι εγώ. Λοιπόν... Ξυπνούσαμε στις 08.00 συνήθως. Αλλά εγώ θυμάμαι πάντα να ξυπνάω στις 10.00 –γιατί μ’ αρέσει πάρα πολύ ο πρωινός ο ύπνος και, φαίνεται, μου άρεσε από μικρή– και εκεί μας φέρνανε το... Τι μας φέρνανε τώρα; Όχι, το πρωινό το έχανα. Μας φέρναν το δεκατιανό. Ωραία. Περνούσανε εκεί οι νοσοκόμες με κάτι ωραία trailer τραπεζάκια, με τέσσερις ρόδες, πολύ δυναμικές κάτω. Και το τραπεζάκι είχε δύο ορόφους, τον κάτω και τον πάνω, ήταν ασημένιο και έκανε και έναν ωραίο θόρυβο. Με ξύπναγε εμένα αυτό το τραπεζάκι, γιατί ερχόταν το δεκατιανό. Ακούγαμε μουσική μέσα στον θάλαμο. Το πρωί έμπαινε ο ήλιος απ’ τα box, που τα σηκώνανε[00:20:00]. Γιατί τα box από πίσω είχανε κάποια στόρια. Το βράδυ τα κατεβάζανε, το πρωί τα σηκώνανε. Και αυτός ο ήχος, τώρα που το περιγράφω, μου έρχεται στη θύμηση. Ωραίος ήχος ήτανε, σαν ένα ξύλο που μαζεύεται. Και γενικά υπήρχε μια κινητικότητα μέσα στον θάλαμο –οι γιατροί να έρθουν να κάνουν επισκέψεις– και ερχόταν η ώρα τώρα του μεσημεριανού. Που τις περισσότερες φορές μπορεί το φαγητό να μη μας άρεσε και συνεννοούμασταν μεταξύ μας τι να το κάνουμε, πώς να το κάνουμε, να μη το φάμε, να μη το δουν οι νοσοκόμες και μας μαλώσουνε... Και μετά απ’ το μεσημεριανό φαγητό, ήταν μια μελαγχολική ώρα. Γιατί έπρεπε να πέσουμε για ύπνο, γιατί και οι νοσοκόμες έπρεπε να ξεκουραστούνε. Εμείς προσπαθούσαμε να κάνουμε και κάποιες σκανδαλιές. Αλλά τη θυμάμαι αυτή την ησυχία, γιατί εγώ ήθελα να τηρώ την ησυχία ενώ μέσα μου δεν ήθελα. Τη φασαρία ήθελα και την κινητικότητα. Και μετά από τις 17.00 σαν να άνοιγες μια κουρτίνα και να μπαίναμε σε έναν άλλο χώρο: φωνές, παιχνίδια... Γιατί πια ήτανε μόνο η νοσοκόμα του θαλάμου –μία, οπότε μας άφηνε και σχετικά ελεύθερα– και δεν υπήρχε αυτό το αυστηρό το πρωινό, το πιο νοσοκομειακό. Το πρωί ήταν σαν να ήταν νοσοκομείο και το απόγευμα γινόταν κατασκήνωση. Κάποιες νοσοκόμες... Ας πούμε, όταν ήταν η Ματίνα, δεν το συζητάγαμε: μου έφερνε ρούχα για να φορέσω, να μπουσουλήσω και να πάω ελεύθερα να παίξω. Οπότε μετά βγάζαμε αυτά τα ρούχα για να μπορώ να ανέβω πάνω στο κρεβάτι. Οι περισσότερες μας αφήνανε έτσι ελεύθερα, ναι. Παίζαμε διάφορα αυτοσχέδια παιχνίδια. Πολλές φωνές, ωραίες, χαρούμενες. Υπήρχε ένα χολ που συναντιόντουσαν οι δύο θάλαμοι του πάνω ορόφου, οπότε βλέπαμε και τα παιδιά απ’ τον άλλο θάλαμο. Και θυμάμαι ότι αυτό το χολ ήταν αρκετά μεγάλο –αν και μετά που ξαναπήγα και το είδα δεν ήταν τελικά τόσο μεγάλο– και είχε απάνω χρωματιστά ζώα, αλλά ζώα όχι και τόσο γνωστά στην Ελλάδα: είχε ζέβρα, καμηλοπάρδαλη... Πολύ ζωντανά, όμως. Έλεγες: «Θα πηδήσουν απ’ τους τοίχους και θα ’ρθούνε να παίξουν έτσι μαζί μας». Το θυμάμαι γιατί το αναζητούσα αυτό, να πάω να δω τα ζώα. Και το βράδυ προσπαθούσαν πια οι νοσοκόμες να μας μαζέψουνε για να πάμε στα κρεβάτια μας για τον βραδινό τον ύπνο. Πολύ ωραίες στιγμές ήτανε όταν μαζευόμασταν να δούμε το «Λούνα παρκ», τη «Μάχη», ελληνικές ταινίες... Η τηλεόραση ήταν στην άκρη του θαλάμου, ψηλά, εκεί που βάζουν τα εικονίσματα συνήθως μέσα στα σχολεία ή στα παλιά σπίτια, και εμείς από κάτω να είμαστε όλα τα παιδάκια μαζεμένα και να... Σαν να βλέπαμε κινηματογράφο ήτανε. Και έτσι κυλούσαν οι μέρες. Κάποιες φορές που δεν είχαμε φάει το μεσημεριανό φαγητό ή μπορεί να μη μας άρεσε και το βραδινό, κοιτάγαμε να πάμε στην κουζίνα και ό,τι βρούμε... Συνήθως υπήρχε ψωμί εκεί και το τρώγαμε. Εγώ είχα μάθει εκεί να κεντάω και έχω φτιάξει τα πρώτα μου κεντήματα. Και μάλιστα, όταν πρωτοέμαθα, είχα τόσο πολύ ενθουσιαστεί που δύο-τρία κεντήματα τα ξεκινούσα το πρωί και το βράδυ τα τελείωνα. Μου άρεσε αυτή η κομποβελονιά. Έτσι περνούσαμε σε γενικές γραμμές.
Τέλεια, μια χαρά.
Ναι.
Την έρημη τη νοσοκόμα σκέφτομαι μόνη της με–
Με τα τόσα παιδιά.
Έναν θάλαμο γεμάτο!
Και μάλιστα το καλοκαίρι ήμασταν ακόμη πιο ατίθασα, γιατί προσπαθούσαμε –εγώ δεν μπορούσα, αλλά άλλα παιδιά– να βγούμε και έξω απ’ το ΠΙΚΠΑ γιατί ήταν δίπλα εκεί μια κατασκήνωση και θέλαμε να γνωρίσουμε και τα παιδιά του έξω κόσμου πώς ήταν. Εγώ πήγαινα 7 με 8 χρόνων εκεί κάποιες φορές γιατί είχα ένα καρότσι –ένα καρότσι του νοσοκομείου που ήταν για όλα τα παιδάκια–, οπότε την είχα ζήσει κι εγώ αυτή την εμπειρία.
Άρα βγαίνατε και έξω κάποιες φορές, στην κατασκήνωση, εκεί; Με συνοδεία, δηλαδή;
Όχι.
Ή το σκάγατε;
Είχαμε το δικαίωμα να βγούμε–
Α!
Στο προαύλιο του νοσοκομείου, που ήταν πάρα πολύ μεγάλο, αλλά το να πάμε προς την κατασκήνωση το σκάγαμε, ναι. Και πηγαίναμε και ήμασταν εκεί στα κάγκελα. Εμείς βλέπαμε τα άλλα τα παιδιά σαν κάτι άλλο στο μάτι, αυτά βλέπανε εμάς...
Επισκέψεις δεχόσασταν, εκτός από...;
Αυτό θα έλεγα τώρα. Το νοσοκομείο εφημέρευε μία φορά την εβδομάδα. Για μένα, αυτή ήταν η καλύτερή μου μέρα γιατί άλλαζε η ενέργεια του νοσοκομείου. Γιατί η εφημερία ήταν όλο το εικοσιτετράωρο, οπότε άλλαζε και το απόγευμα έτσι όπως ενεργειακά το ήξερα να υπάρχει στον χώρο, αλλά και το πρωινό ήτανε διαφορετικά ζωντανό και ζωηρό. Βλέπαμε καινούργια παιδάκια, τις μαμάδες τους... Ήταν μια επαφή με τον έξω κόσμο.
Ωραία. Τον έξω κάπως σαν πιο εξωτικό, ας πούμε, με αυτή την έννοια. Πιο... Διαφορετικό...
Διαφορετικό.
Αυτό, αυτό, αυτό.
Διαφορετικό, ναι.
Οκ.
Επίσης, κάτι πολύ όμορφο που συνέβαινε ήταν κάθε Πέμπτη, λίγο πριν... Όχι, όλη μέρα ήτανε... Υπήρχε η παιγνιοθήκη στον πάνω όροφο. Και όσα παιδιά θέλανε, πηγαίναμε και μαθαίναμε ψηφιδωτό... Θυμάμαι, κάναμε... Και διάφορες άλλες χειροτεχνίες, καλλιτεχνίες. Πολύ τη λαχταρούσα αυτή τη μέρα.
Το φαντάζομαι. Ωραία. Και πάμε πίσω στο χωριό λίγο; Πας, είπες, ηλικία 7 ή 8 ετών;
7,5-8 χρονών.
7,5 γυρνάς.
Ναι.
Περιέγραψες και λίγο τη δυσκολία της προσαρμογής, μάλλον.
Ακριβώς.
Που, εντάξει, φαντάζομαι, είναι και λογική...
Ένα απ’ τα πράγματα, όταν πήγα στο χωριό, που λιγάκι οπτικά με κράτησαν ήταν ότι ήταν όλα τα σπίτια πέτρινα, και αυτό οπτικά ήταν ένα κοινό στοιχείο με τον χώρο στον οποίο εγώ μεγάλωσα. Γιατί το ΠΙΚΠΑ Πεντέλης είναι ένα πανέμορφο κτίριο, πέτρινο, πολύ μοναδικό στην αρχιτεκτονική του και στο υλικό της πέτρας του. Και αυτό σαν να ήταν μια κοινή αναφορά. Επίσης, στο δημοτικό –πώς τώρα έτυχε αυτό;– οι αίθουσες μέσα και ο διάδρομος για να μπεις μέσα στο σχολείο ήτανε μωσαϊκό. Εμείς στο νοσοκομείο είχαμε κάτω μωσαϊκό. Άρα, και αυτό μου ήταν μια γνώριμη εικόνα. Σου λέω τώρα για δύο σταθερές που παίξανε σημαντικό ρόλο μέσα μου. Και το ραδιόφωνο που υπήρχε και άκουγα μουσική.
Και πώς ήταν εκεί η ζωή; Και πήγες και σχολείο, φαντάζομαι...
Την πρώτη–
Με το που γύρισες, πήγες Α΄ Δημοτικού στο χωριό;
Ναι, με το που γύρισα πήγα Α΄ Δημοτικού, που με πήγαινε η αδερφή μου αγκαλιά γιατί ακόμη δεν περπατούσα. Πάω άλλη μία χρονιά στο ΠΙΚΠΑ για να κάνω την τελευταία μου επέμβαση, εκεί πάω τη Β΄ Δημοτικού, και επιστρέφω πια στο σπίτι και πάω Γ΄ Δημοτικού και μένω για πάντα.
Ωραία.
Τι με ρώτησες; Πώς ήτανε...
Να, λίγο... Ωραία, ας το πάμε... Πώς ήτανε, κατ’ αρχήν, η επιστροφή στο σπίτι και απ’ την πλευρά των... Αλλάζω την ερώτηση, δεν... Και απ’ την πλευρά των... Απ’ τα αδέρφια, απ’ τους γονείς... Πώς το διαχειριστήκανε; Και τα αδέρφια ήταν και μικρά –έτσι;– κάποια...
Βέβαια, ο αδερφός μου ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερος, άρα 4 χρονών, η αδερφή μου 8, και η άλλη μου αδερφή 12. Ήτανε σαν να υπήρχα από πάντα στο σπίτι. Μάλιστα, ο αδερφός μου –πολύ συγκινητικό αυτό που έκανε–, επειδή εγώ την πρώτη χρονιά μπουσούλαγα, σταμάτησε κι αυτός να περπατάει και μπουσούλαγε μαζί μου. Εγώ έπιανα ιδιόρρυθμα το πιρούνι –γιατί, λόγω της αρθρογρύπωσης, στους καρπούς μου έχω μία... το χέρι μου δεν σηκώνεται τελείως ο καρπός πάνω–, οπότε είχα μάθει να το πιάνω το πιρούνι κάπως περίεργα, και το ’πιανε κι αυτός έτσι, δηλαδή... Και παίζαμε πάρα πολύ, γιατί εγώ μόνο μέσα απ’ το παιχνίδι είχα μάθει να ζω. Οπότε ήμουνα τυχερή γιατί ο αδερφός μου έμενε στο σπίτι και δεν πήγαινε στις αγροτικές δουλειές. Οι μεγάλες μου αδερφές πήγαιναν, αλλά το βράδυ που ερχόντουσαν πάλι εκεί να παίζουμε της έβαζα σε μια διαδικασία. Οι γονείς μου, τώρα, φέρθηκαν πολύ σοφά. Τι εννοώ; Την πρώτη φορά που ήρθε, θυμάμαι, η μητέρα μου να με αγκαλιάσει, εγώ την απομακρύνω και της λέω: «Μυρίζεις από πρόβατα». Γιατί έτσι το αισθανόμουνα και έτσι μου βγήκε. Και αυτή η γυναίκα το σεβάστηκε, με άφησε, δεν ξαναήρθε μόνη της να με αγκαλιάσει, και πήγα εγώ μετά προς αυτήν. Γιατί κι εγώ το σεβάστηκα που το σεβάστηκε. Γιατί όλες αυτές οι μυρωδιές και τα φαγητά τα καινούργια με δυσκόλευαν. Αλλά μπήκα σε μια διαδικασία εκεί εξερεύνησης, ότι «Τώρα, εντάξει, μάλλον εδώ θα είμαι; Θα δούμε. Θα ξαναπάω στους φίλους μου;». Το έψαχνα κι εγώ. Αλλά σαν η φύση από μόνη της κάπως να τα ’κανε τα πράγματα, και ο χρόνος. Και χωρίς να βεβιαστούν ούτε οι αγάπες ούτε οι φροντίδες ούτε τίποτα, έγινε πολύ ομαλά.
Ωραία. Έκανες εσύ σύγκριση με τα αδέρφια σου, ότι «Να -ας πούμε- η μεγαλύτερή μου αδερφή κάνει αυτό. Εγώ γιατί δεν το κάνω αυτό;»; Ή όχι;
Όχι. Όχι, όχι, δεν έκανα.
Γιατί έτσι είχες γνωρίσει τον εαυτό σου, πιστεύεις; Δηλαδή–
Ακριβώς.
Είναι αυτή η λειτουργία;
Απλά θυμάμαι ότι αυτό που είχα σκεφτεί είναι «Ευτυχώς που έχω εγώ αναπηρία και δεν έχουν τα αδέρφια μου», γιατί δεν [00:30:00]ξέρω αν θα μπορούσαν να την αντιμετωπίσουνε και αν θα ξέρανε τώρα τι να κάνουνε. Ενώ εγώ, υποτίθεται, τα ήξερα όλα για την αναπηρία και ήξερα πώς να σταθώ απέναντί της. Αυτό μόνο είχα σκεφτεί. Το «ευτυχώς» είχα σκεφτεί, όχι γιατί δεν μπορώ εγώ να κάνω κάτι. Αυτό γενικά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Στο χωριό οι άνθρωποι –και λογικό ήτανε– με κοιτάζανε με μία, στο βλέμμα τους, φροντίδα και οίκτο και περιέργεια και διάφορα. Μην ξεχνάμε ότι δεν υπήρχε τότε και ούτε ο περιοδικός Τύπος ούτε η τηλεόραση στο σημείο που υπάρχει τώρα. Δεν είχαν οι άνθρωποι και προσλαμβάνουσες τι είναι ένα αναπηρικό σώμα. Γιατί λοιπόν να μην το κοιτάξουνε; Και εγώ θυμάμαι να νιώθω άσχημα που αυτοί στεναχωριούνται. Γιατί εγώ ήμουνα τόσο πολύ ευτυχισμένη και «Γιατί τώρα να στεναχωριούνται για μένα; Δεν πρέπει να στεναχωριούνται». Και έλεγα «Πώς μπορώ αυτό να τους το δώσω να το καταλάβουνε;». Το κατάλαβαν όμως μόνοι τους μετά χωρίς να ειπωθεί και...
Με τον καιρό, με τον χρόνο, έτσι;
Με τον καιρό, ναι, ναι.
Οπότε ένιωθες ενταγμένη στο χωριό, ας πούμε; Δεν–
Ναι, ένιωθα... Ξέρεις πώς ένιωθα; Ένιωθα ότι «Εγώ ήρθα εδώ -μάλιστα ένιωθα ότι ξέρω και περισσότερα πράγματα, γιατί “Έχω μεγαλώσει στην πρωτεύουσα και ξέρω πράγματα που εσείς εδώ δεν τα ξέρετε”-, οπότε θα ενταχθώ όποτε εγώ θέλω». Έτσι ένιωθα, ότι θα ενταχθώ με τον τρόπο μου. Όχι, δεν ένιωθα ενταγμένη στην αρχή. Ένιωθα ότι ήμουνα κάτι άλλο, που «Θα δω τώρα πώς θα προσαρμοστώ». Βοήθησε και η οικογένειά μου και το σημείο του σπιτιού που ήταν στο χωριό. Γιατί εγώ πια όλους τους ανθρώπους στο χωριό –απ’ το μπαλκόνι, απ’ το καφενείο, απ’ την εκκλησία έτσι όπως ήταν–, τους έβλεπα, τους γνώριζα. Και βοήθησε και το σχολείο και οι καινούργιοι μου φίλοι που έκανα στο σχολείο.
Θες να μας πεις για το σχολείο; Έτσι λίγο... Σου άρεσε; Για τους–
Πάρα πολύ–
Φίλους...
Μου άρεσε, γιατί το σχολείο για μένα ήτανε μία προσομοίωση του ΠΙΚΠΑ. Γιατί βρισκόμουνα πάλι με παιδιά, στον φυσικό μου χώρο δηλαδή. Μία ωραία εικόνα που θυμάμαι είναι στην Α΄ Δημοτικού –ποιος ξέρει με τι λαχτάρα θα έκανα «Κύριε, κύριε, κύριε, κύριε!» και πώς θα κούναγα το χέρι μου– που ήρθε ο κύριος –Γιώργο τον έλεγαν, με κάτι ωραία, σγουρά, μαύρα μαλλάκια– και με πήρε αγκαλιά για να πάω να γράψω εγώ πια στον πίνακα αυτό που ήθελα. Με πήγαινε η αδερφή μου, όπως είπα και πριν. Στην Α΄ Δημοτικού, στα διαλείμματα, καθόμουνα μέσα στο σχολείο, γιατί δεν περπατούσα ακόμη για να βγαίνω έξω. Αλλά δεν έχω μνήμες αυτό να με στεναχωρεί, δεν θυμάμαι. Β΄ Δημοτικού πάω στο ΠΙΚΠΑ. Και μετά, που ξαναεπιστρέφω, είχα πια τους κηδεμόνες μου. Άρα, ήμουνα ανεξάρτητη, μπορούσα να βγαίνω έξω στα διαλείμματα. Σε όσα απ’ τα παιχνίδια μπορούσα να συμμετάσχω, το έκανα. Παίζαμε τότε... Καλόγερος λεγόταν, που έφτιαχνες ένα τετράγωνο στο χώμα κάτω –ένα παραλληλόγραμμο, όχι τετράγωνο, παραλληλόγραμμο– με τέσσερα παράλληλα κουτάκια, και πέταγες την πέτρα και έπρεπε να την σπρώξεις, να μην ακουμπάει πάνω στη γραμμή. Το έπαιζα αυτό και μ’ άρεσε πάρα, πάρα πολύ. Και την «ντάλια μπίλι» έπαιζα. Ήταν η «ντάλια» ένα ξύλινο ραβδί και το «μπίλι» ένα άλλο, έκανες μια γούβα κάτω στο χώμα, την είχες σε μια διαγώνια θέση το «μπίλι» –τώρα, δεν ξέρω ποια απ’ τα δύο, ή την «ντάλια» ή το «μπίλι»– και με το ένα απ’ τα δύο το χτυπούσες αυτό στη μύτη, έκανε δυο-τρεις αναπηδήσεις στον αέρα και έπρεπε εκεί στον αέρα να το πετύχεις και να το πας όσο πιο μακριά γίνεται. Πάρα πολύ μου άρεσε αυτό.
Δασκάλους; Έχεις καλές αναμνήσεις απ’ τους δασκάλους στο δημοτικό;
Πολύ καλές, ναι. Μία δασκάλα είχαμε και έναν δάσκαλο.
Ένιωσες ποτέ κάποιον αποκλεισμό πλην του χώρου, ας πούμε, που είπαμε;
Ένιωσα έναν αποκλεισμό, αλλά όχι κινητικό. Εγώ, απ’ ό,τι ανακάλυψα μετά, μέσα απ’ τη δουλειά μου και με τα νούμερα που ασχολούμαι, έχω κάποια μορφή δυσλεξίας. Και ήμουνα και πάρα πολύ περίεργο παιδί και ήθελα να μαθαίνω... Τρελαινόμουνα για τη γνώση. Ή, τέλος πάντων, αν όχι για τη γνώση, ό,τι δεν ήξερα και με ενδιέφερε ήθελα να το μάθω στην πηγή του και στη ρίζα του. Και θυμάμαι να ρωτάω τους δασκάλους. Αλλά, φαίνεται, κι αυτοί... Μπορεί να ήταν και πολύ οι ερωτήσεις μου δύσκολες και να είχαν κουραστεί, δεν ξέρω. Και θυμάμαι να μου λένε: «Αυτά θα τα μάθεις αργότερα, αργότερα». Κι εκεί είπα «Μάλλον να μη ρωτάω, γιατί μπορεί και να μην ξέρουνε να μου απαντήσουνε». Εκεί ένιωσα μια δυσκολία και μια μη πρόσβαση στην ικανοποίηση της περιέργειάς μου, της του να μάθω τον κόσμο. Όσον αφορά το κινητικό μου πρόβλημα, όχι, καμία. Και μάλιστα, για να πάμε στον χώρο του σχολείου υπήρχαν εφτά σκαλοπάτια... Και είχανε δύο πρώτες ξαδέρφες, η Ελένη και η Τασία... Μεταξύ τους το είχαν συνεννοηθεί, ότι θα με κατεβάζουν αυτές. Εγώ μπορούσα με κάποιον τρόπο να κατέβω, αλλά δεν προλάβαινα να δοκιμάσω αν μπορούσα να κατέβω γιατί τη μια ερχόταν μ’ έπαιρνε αγκαλιά η Ελένη και με κατέβαζε –μιλάμε τώρα για την περίοδο που ήμουνα με τις πατερίτσες και τους κηδεμόνες– και την άλλη μέρα ερχόταν η Τασία. Πολύ όμορφο κι αυτό, πάρα πολύ.
Είχαν μοιράσει τις βάρδιες!
Είχαν μοιράσει... Ναι, ακριβώς.
Ωραία. Άρα, έκανες και φίλους, φαντάζομαι, όπως όλα τα παιδιά...
Βέβαια, ναι, ναι. Και μετά υπήρχε μία δυσκολία. Έρχεται το γυμνάσιο, λοιπόν. Γυμνάσιο στο χωριό δεν υπήρχε. Και υπήρχε στο διπλανό χωριό, στη Φιγαλεία, και στο άλλο διπλανό, στην Ανδρίτσαινα. Όλα τα παιδιά πηγαίναν στη Φιγαλεία, άρα κι εγώ θα πήγαινα στη Φιγαλεία. Πώς θα πηγαίνω όμως στη Φιγαλεία, που η Φιγαλεία για να φτάσεις στο σχολείο της είχε μία παρατεταμένη ανηφόρα; Βρίσκεται όμως μία λύση και πηγαίνω και... Συνηθιζόταν εκείνη την εποχή μαθητές να μένουν σε σπίτια οικογενειών για να πηγαίνουν στο σχολείο τους όταν το χωριό τους δεν είχε γυμνάσιο-λύκειο. Και έμενα στο σπίτι του κυρίου Δημήτρη, το οποίο ήτανε στο τελείωμα της κατηφόρας, άρα στην αρχή της ανηφόρας για το σχολείο. Το πιο κοντινό σπίτι, λοιπόν, νοικιάσαμε δίπλα στο γυμνάσιο. Έλα μου, όμως, που αυτή η ανηφόρα ήταν δύσκολη. Τι κάναμε; 6 η ώρα ο κύριος Δημήτρης έπρεπε να μοιράζει το γάλα στο χωριό. Όχι να μοιράζει, συγγνώμη. Να μαζεύει το γάλα απ’ το χωριό για να το... Το αγόραζε για να το πουλήσει μετά. Οπότε με άφηνε με το αυτοκίνητό του στο σχολείο... Τώρα μιλάμε... Όχι, λάθος. Α΄ Γυμνασίου, επειδή ακριβώς υπήρχε αυτή η ανηφόρα, πήγα στην... Πώς μπερδεύτηκα τώρα έτσι και την αφαίρεσα την Α΄ Γυμνασίου; Πήγα στην Κυπαρισσία σχολείο, γιατί έμενα στο σπίτι ενός πρώτου μου ξαδέρφου. Αυτός εργαζότανε –ήταν τελωνειακός εκεί στην Κυπαρισσία– και με πήγαινε στο σχολείο το πρωί. Το μεσημέρι, επειδή εγώ σχόλαγα πριν απ’ τη δική του δουλειά –και ήμουνα εκεί και με την αδερφή μου, πήγαμε μαζί–, γυρνούσα με τα πόδια. Ήταν, θυμάμαι, ενάμισι χιλιόμετρο, αλλά δεν με έβιαζε και κάτι για να επιστρέψω. Πιο δύσκολο θα ήταν να πας το πρωί για να είσαι εκεί στην ώρα σου. Οπότε περνάει έτσι η Α΄ Γυμνασίου. Β΄ Γυμνασίου, η αδερφή μου παντρεύεται στην Αμερική και πάει στο Σιάτλ. Οπότε έπρεπε να βρούμε τώρα καινούργιο μέρος για να πάω σχολείο. Και βρίσκουμε αυτό που προείπα πριν, στη Φιγαλεία. Τι γινόταν, λοιπόν; Ο κύριος Δημήτρης, αφού έπρεπε να φύγει για να πάει να μαζέψει το γάλα από τα γύρω χωριά, με άφηνε εμένα με το αυτοκίνητό του 6 η ώρα το πρωί στο σχολείο –αλλά εμένα δεν με πείραζε καθόλου, γιατί για μένα αξία είχε να πάω στο σχολείο μου με τον όποιον τρόπο– κι εγώ περίμενα να ανοίξει το σχολείο. Το μεσημέρι, πάλι, γιατί η κατηφόρα μού ήταν πιο εύκολη και ο χρόνος ήταν δικός μου για το πότε θα γυρίσω στο σπίτι του κυρίου Δημήτρη, γύριζα μόνη μου. Και μία φίλη μου μου κρατούσε τη σάκα μου και με συνόδευε μαζί. Γ΄ Γυμνασίου τώρα. Γ΄ Γυμνασίου έρχεται από την Αθήνα στο χωριό ένας άλλος κύριος Δημήτρης που γίνεται επιστάτης στο σχολείο, στο γυμνάσιο-λύκειο της Ανδρίτσαινας. Αφού είναι επιστάτης, λοιπόν, και έχει και αυτοκίνητο, αυτός θα πηγαινοερχόταν κάθε μέρα και θα έκανε τη διαδρομή Πετράλωνα-Ανδρίτσαινα. Άρα, είπαμε «Θα κινηθούμε προς την Ανδρίτσαινα τώρα». Έλα μου, όμως, που στην Ανδρίτσαινα υπήρχαν εκατό σκαλοπάτια για να φτάσεις στην αίθουσά σου μέσα στο σχολείο. Επειδή όμως ήταν επιστάτης, πήγαινε μία και μιάμιση ώρα πριν ανοίξει το σχολείο, τουλάχιστον μία. Άρα, πάλι ξεκινούσαμε απ’ το χωριό 6 η ώρα το πρωί, 06.30. Άρα, είχα όλο τον χρόνο εγώ να τα ανέβω αυτά τα σκαλοπάτια, και χωρίς τα μάτια των παιδιών από πάνω μου κι εγώ να βιάζομαι και να... Άρα, όμορφα κι αυτά. Πάλι το κατέβασμα στα σκαλοπάτια ήταν πιο εύκολη διαδικασία. Και τελείωσα το λύκειο της Ανδρίτσαινας μετά.
Δηλαδή όλη τη Γ΄ Λυκείου ανέβαινες –όλη τη Γ΄ Γυμνασίου, συγγνώμη– κάθε μέρα εκατό σκαλιά;
Ναι.
Συγγνώμη, αλλά... Πω πω πω! Γι’ αυτό μετά–
Μετά γίνανε λιγότερα, γιατί βρήκαμε έναν άλλο τρόπο με μία ανηφορίτσα και ήτανε κάπου πενήντα.
Και πάλι, δεν είναι...
Ναι.
Και μια εφευρετικότητα για να βρεθούν λύσεις...
Αυτό έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον, αυτή η εφευρετικότητα. Ότα[00:40:00]ν λοιπόν είσαι σε κατάσταση αναπηρίας, αυτή η διαδικασία –η εγκεφαλική, η πνευματική, η παιχνιδιάρικη– να βρεις τρόπους και λύσεις έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Είναι σαν να είσαι σε μικρούς λαβύρινθους και να λες «Όχι, θα βρεθώ στην πόρτα που θα με βγάλει έξω απ’ τον λαβύρινθο». Είναι βαριά η λέξη λαβύρινθος –δεν αισθάνομαι ότι έχω ζήσει σε λαβύρινθους–, αλλά αυτή η διαδικασία της λύσης τού γρίφου και της εφευρετικότητας. Πραγματικά, ναι, εγώ έχω μάθει με την πατερίτσα μου, για να γλυτώνω αποστάσεις, να κάνω από μακριά πάρα πολλά πράγματα –να ανάβω διακόπτες, να ανοίγω πόρτες– για να συντομεύω τις κινήσεις μου. Ή ποτέ δεν θα πάω σε ένα φανάρι για να περάσω απέναντι. Γιατί; Ποτέ... Εκτός κι αν είμαι στο φανάρι. Θα περάσω και θα διασχίσω τον δρόμο από κει που είναι, γιατί για μένα είναι πολύ κουραστικό να πάω στο φανάρι... Και αν, για να φτάσω στο φανάρι, θέλω 100 μέτρα; Γι’ αυτό θα κάτσω, θα περιμένω, θα βρω τον σωστό χρόνο απ’ τον ήχο των αυτοκινήτων και θα καταφέρω και θα περάσω απέναντι. Και το ’χω κάνει, και μια χαρά.
Και πείσμα, βέβαια, δεν είναι μόνο εφευρετικότητα...
Ναι, και πείσμα. Νομίζω, είναι και του ταύρου, είναι και της αναπηρίας, είναι και της ιδιοσυγκρασίας... Ναι, πείσμα.
Και, για το σχολείο, και οι γονείς μάλλον έδειξαν. Εντάξει, ότι δεν ήταν και απαραίτητο να τελειώσει το γυμνάσιο ένα παιδί εκείνη την εποχή, σωστά λέω;
Το λες σωστά, αλλά δεν τέθηκε ποτέ το θέμα ότι μήπως και δεν πάω στο σχολείο. Θα βλέπαν και τόση λαχτάρα πάνω μου που δεν... Το θέμα ήταν, με το που τέλειωνε η κάθε χρονιά, πώς θα αντιμετωπίσουμε την επόμενη χρονιά.
Αυτό. Αλλά, θέλω να πω, και οι–
Αλλά δεν νομίζω και να είχαν και... Κοίταξε τώρα πώς μου βγαίνει να το πω... Ότι με ποιο δικαίωμα δηλαδή θα σκεφτόντουσαν ότι εγώ δεν θα τέλειωνα το σχολείο; Ήταν δικό μου αυτό το θέμα, δεν ήταν δικό τους. Αυτό τώρα προκύπτει σαν πρόταση γιατί, αφού εγώ πήγα 8 χρόνων πια να ενσωματωθώ μέσα στην οικογένεια, πολλά πράγματα θεωρούσα ότι είναι δικές μου αποφάσεις, δική μου η ζωή, και «Δεν μπορώ εγώ τώρα “Κάνε εκείνο”, “Κάνε το άλλο”». Και αυτό το σεβάστηκαν.
Κατάλαβα. Ναι, με τον σεβασμό πριν–
Ακριβώς.
Σου δώσαν την αυτονομία που είχες μάθει να έχεις...
Μπράβο, ναι. Σε πολλά πράγματα μου δίνανε εμένα μεγαλύτερη ελευθερία απ’ ό,τι έβλεπα δίναν στις αδερφές μου. Εγώ, ας πούμε, Γ΄ Γυμνασίου, ήθελα να πάω να κοιμηθώ στο σπίτι μιας φίλης μου σε άλλο χωριό. Δεν τίθεταν το θέμα αν θα με αφήσουν ή δεν θα με αφήσουν. Εννοείται, απ’ τη στιγμή που ήταν επιθυμία μου, εγώ ήξερα. Και εννοείται ότι πήγα.
Εννοείται! Εντάξει, πάντως και για το σχολείο τις λύσεις θα τις βρήκαν... Δηλαδή και οι γονείς σου θα κάναν μια άλφα προσπάθεια για να σε βοηθήσουνε. Θέλω να πω ότι δείξαν μια φροντίδα–
Εννοείται, φυσικά!
Και μια προσπάθεια... Έτσι καταλαβαίνω. Ωραία.
Και βέβαια τη δείξανε. Η αγάπη μόνο που είχανε και η εμπιστοσύνη... Γιατί, αν θέλεις πραγματικά σε μια κατάσταση αναπηρίας να κατακτήσεις το είναι σου, τη ζωή σου, με το τι θα καταπιείς και τι θα κάνεις, από σένα προέρχονται όλα αυτά. Αλλά, όταν είσαι σε ένα περιβάλλον προστατευτικό, προωθητικό και με αγάπη, έχεις τη βάση σου, αν θέλεις να τα κάνεις αυτά, να τα κάνεις. Σ’ εμένα έτσι λειτούργησε.
Τέλεια. Και στην εφηβεία, εκεί που αρχίζουμε και μαθαίνουμε τον εαυτό μας, αλλάζει ο εαυτός μας, προβληματιζόμαστε για τον εαυτό μας, είχες την ίδια σιγουριά και την ίδια...; Γιατί είναι δύσκολα τα χρόνια της εφηβείας, ομολογουμένως.
Πώς δεν είναι! Ναι. Αφού πολλές φορές σκέφτομαι «Πώς τη σκαπουλάρισα έτσι;». Τώρα το λέω, εκ των υστέρων. Γιατί θυμάμαι να πηγαίνουμε σε πάρτι και, αν ήταν καινούργια παιδιά που μπορεί να μην ήξεραν... Γιατί εγώ, άμα κάθομαι και είναι μπροστά μου ένα τραπέζι, δεν φαίνεται αν έχω αναπηρία. Και τι γίνεται τώρα όταν θα ’ρθει κάποιος να σου πει «Έλα να χορέψουμε» ή να σε φλερτάρει και να λες εσύ «Με φλερτάρει αλλά ξέρει τι θα δει πιο μετά;» ή «Πώς να χορέψω;»; Γι’ αυτό λέω «Πώς πραγματικά τη σκαπουλάρισα;». Γιατί δεν έχω τραυματικές εμπειρίες. Συγκεκριμένα, σε ένα πάρτι ένας νεαρός στη Γ΄ Λυκείου που... Σε ένα πάρτι που κάναμε στην Ανδρίτσαινα, στο σπίτι ενός καθηγητή, ήρθε ένα αγόρι –δεν με ρώτησε πια, γιατί ήμασταν γνωστοί από τη Γ΄ Γυμνασίου που ήμουνα εκεί– και με πήρε και με χόρεψε. Υπήρχε πια τέτοια ελευθερία και οικειότητα. Όχι, δεν με δυσκόλεψε η εφηβεία.
Δεν υπήρξαν στιγμές, ας πούμε, προβληματισμού ή πισωγύρισμα–
Όχι.
Αμφισβήτησης του εαυτού...
Όχι, υπήρχε ψάξιμο του εαυτού, ωραίο, περαιτέρω... Αλλά, μάλλον –τώρα σκέφτομαι, μ’ αυτή την ερώτηση–, αφού εγώ ήδη από μικρή έψαχνα το διαφορετικό μου σώμα, την αναπηρία μου μέσα απ’ αυτό, δεν νομίζω πια η εφηβεία να ήταν κάτι τόσο τρομερό και δύσκολη. Γιατί ήδη ήξερα τις αλλαγές να τις ψάχνω. Και θυμάμαι ότι, πρώτη φορά που μου ήρθε περίοδος, ήτανε... Ενώ πονούσα, ενώ ήταν δύσκολη η κατάσταση με τους κηδεμόνες, ήταν γιορτή για μένα. Και κάθε φορά που μου ερχόταν η περίοδος. Γιατί σκεφτόμουνα ότι «Ενώ έχω αναπηρία, πόσο τέλεια λειτουργούν όλα τα όργανά μου μέσα!». Και μου άρεσε αυτό το οξύμωρο. Γιατί ήταν δυνατή η περίοδος, σταθερή στον κύκλο της, στις μέρες, και μάλιστα αυτή η περίοδος με συνόδευσε ως εξής μετά στη ζωή μου. Όταν αργότερα ασχολήθηκα με τον χορό, στην πρώτη παράσταση –θα ήταν στο Μέγαρο Μουσικής, στο Terminator, σε χορογραφία του Κωνσταντίνου Μίχου, με τη Λάθος Κίνηση– και εγώ ήταν να έχω περίοδο. Το ήξερα γιατί υπήρχε τόση σταθερότητα. Και λέω: «Θεούλη μου, δεν γίνεται τώρα εγώ να χορέψω με περίοδο! Τι θα γίνει; Κάτι πρέπει να γίνει!». Και δεν μου ήρθε. Και μου ’ρθε μετά από δύο μέρες. Και κατάλαβα εγώ από τότε, με αφορμή αυτό το γεγονός, ότι πόσο μπορούμε μέσα μας να προκαλούμε τα πράγματα με τη δύναμη του μυαλού μας. Γιατί η περίοδός μου σεβάστηκε αυτή μου την επιθυμία –γιατί έτσι έπρεπε να γίνει– και απλά δεν ήρθε. Και άλλες φορές, πέντε-έξι φορές που το είχα ζητήσει, με άκουσε το σώμα μου. Οπότε κι εκεί εκπαίδευσα κι εγώ το μυαλό μου να καλώ πράγματα και να έρχονται.
Εντυπωσιακό!
Ναι, είναι εντυπωσιακό. Κι εγώ λέω τώρα... Γιατί, αν δεν ήταν σταθερός ο κύκλος μου, θα έλεγα ότι ήταν τυχαίο το γεγονός.
Θες να πεις τίποτα για το σχολείο ή να προχωρήσουμε; Τα πάω έτσι. Βέβαια, αλλά εσύ λες ό,τι θέλεις, έτσι;
Ναι.
Εγώ τα πάω με μια σειρά, αλλά ό,τι θες.
Θα ήθελα να πω ότι την περίοδο από 10 μέχρι και το πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο, αυτό που μου κράτησε πάρα πολύ μεγάλη συντροφιά στη ζωή μου, στην καθημερινότητά μου, με ταξίδευε, και θεωρώ ότι έχει καθορίσει και τη ζωή μου τώρα, είναι η εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη από τις 16.00 στις 17.00, ή «Μέρα παρά μέρα» όπως λεγόταν έτσι. Την άκουγα καθημερινά. Δηλαδή 15.55 με 17.01 κλείδωνε το δωμάτιό μου, γιατί δεν έπρεπε να με ενοχλήσει κανένας. Γιατί εγώ τότε έκανα την επιστήμη μου στη μουσική. Έπρεπε να ακούσω προσεκτικά τι έλεγε ο Πετρίδης, κρατούσα σημειώσεις... Και βλέπω μετά, αφού ασχολήθηκα με τον χορό, όλα αυτά –και τα μουσικά ακούσματα και τα κινηματογραφικά και τα καινούργια ρεύματα στη μουσική που έβλεπα– τα έκανα εικόνες και με ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο. Μεγάλος σταθμός αυτή η εκπομπή, την οποία την ακούω ακόμη και σήμερα. Και το πρώτο πράγμα που έκανα όταν ήρθα φοιτήτρια στην Αθήνα ήταν βέβαια να πάω να γνωρίσω τον Πετρίδη και τον Ζουγρή. Και κρατούσα και στατιστικά στοιχεία των εκπομπών τους και για μία ολόκληρη χρόνια. Και πάω εγώ την Παρασκευή –δεν θα την ξεχάσω αυτή τη στιγμή που μπήκα μέσα στην ΕΡΤ και είδα ζωντανά να είναι πάνω στο πλατό, τους είδα και τους δύο– και τη Δευτέρα ξεκινάω να ακούσω την εκπομπή, όπως την ακούω κάθε φορά, και ακούω τον Πετρίδη και λέει: «Και σήμερα η εκπομπή μας είναι αφιερωμένη στην Ειρήνη Κουρούβανη και θα ασχοληθούμε με τα στατιστικά στοιχεία που έχει φτιάξει για τον έναν χρόνο εκπομπής». Αυτή η στιγμή και η στιγμή που πέρασα στο πανεπιστήμιο ήταν μεγάλο φως μέσα στην καρδιά μου.
Τέλεια. Για πες πού πέρασες, τι σπουδές έχεις κάνει.
Πέρασα... Λοιπόν, είναι η στιγμή να δηλώσουμε μηχανογραφικό. Εγώ θυμάμαι να λέω: «Εγώ θέλω να σπουδάσω Ψυχολογία ή Κοινωνιολογία». Τις βάζω λοιπόν αυτές τις δύο σχολές, και μάλιστα με είχε ενθουσιάσει και πολύ το γεγονός ότι είχε το Τμήμα Ψυχολογίας του Ρεθύμνου. Γιατί δεν με φανταζόμουνα να βρίσκομαι στην Αθήνα, ήθελα να είμαι φοιτήτρια στην επαρχία. Μάλιστα, υπήρχε κάποια σχολή στα Γιάννενα και λέω: «Όχι, όχι, ποτέ τα Γιάννενα». Γιατί είχαμε πάει πενταήμερη κι εγώ δεν θα μπορώ να ζω σε μία πόλη που βρέχει κάθε μέρα και έχει αυτό το κλίμα. Δηλαδή τις θυμάμαι πολύ συνειδητά αυτές τις σκέψεις. Και υπήρχε και μια σχολή που έλεγε Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Και σκέφτομαι τώρα εγώ: «Αν δεν περάσω Ψυχολογία, αν δεν περάσω Κοινωνιολογία, ας δηλώσω αυτό το τμήμα γιατί, αφού έχω αναπηρία, θα ’χω τελειώσει και τη σχολή μου και θα είναι πιο εύκολο να πιάσω δουλειά στον δημόσιο τομέα έχοντας και το πτυχίο μου». Και τελικά περνάω σ’ αυτή τη σχολή. Τους τρεις πρώτους μήνες, και επειδή δεν μ’ άρεσε... Στη δεύτερη Αθήνα πια. Αλλά δεν ήταν η Αθηνά του ΠΙΚΠΑ, ήταν η Αθήνα της ζούγκλας. Αλλά έπαιξε και κάτι άλλο ρόλο, που θα το πω στη συνέχεια. Εγώ μέχρι τα Χριστούγεννα ξαναδιάβαζα να [00:50:00]δώσω Πανελλήνιες για να περάσω στη σχολή του Ρεθύμνου. Εκεί όμως ξεκινάω τον αθλητισμό και σκέφτομαι ότι «Αν φύγω απ’ την Αθήνα, τι δυνατότητες θα έχω πια στην επαρχία να κάνω κάποια πράγματα που τόσο πολύ τα θέλω;». Λοιπόν, ποιος ο λόγος που δεν με ενθουσίασε πάρα πολύ το τμήμα αυτό και η Αθήνα; Εγώ, αφού ήρθα στην Αθήνα πια και πέρασα σε αυτή τη σχολή, ήθελα να μένω σε μια φοιτητική εστία. Γιατί η φοιτητική εστία θα μου θύμιζε πάλι τα χρόνια μου στο ΠΙΚΠΑ –πολλοί φοιτητές, μεγάλοι χώροι, ψηλοτάβανοι– και είπα στην αδερφή μου να κάνει τα δικαιολογητικά. Η αδερφή μου έμενε μόνη της. Όχι η αδερφή μου που με πήγαινε στο σχολείο, η επόμενη αδερφή μου. Γιατί αυτή η αδερφή μου ήταν στην Αμερική πια, που με πήγαινε αγκαλιά, εννοώ, στο σχολείο. «Χρυσούλα, τα έκανες τα χαρτιά για τη σχολή, για τη φοιτητική εστία;». «Ναι, ναι, ναι, βέβαια, τα έκανα». Λέω κι εγώ: «Πώς δεν με πήρανε;». Δεν με παίρνουν και τη δεύτερη χρονιά. Και την τρίτη χρονιά πάω και τα κάνω μόνη μου. Τι να πω; Την Πέμπτη τα ’κανα, την Παρασκευή οι άνθρωποι με πήραν για να μου δώσουν το δωμάτιο; Γιατί η Χρυσούλα ποτέ δεν τα έκανε τα χαρτιά, γιατί θεωρούσε ότι «Δεν θα μένουν δύο αδερφές τώρα μαζί;». Ενώ θα έπρεπε να το σεβαστεί, ότι εγώ ήθελα να μείνω στη φοιτητική εστία. Μετά, βέβαια, που πήρα το δωμάτιο, επειδή το Ολυμπιακό Στάδιο είναι κοντά στη Φιλαδέλφεια, και οι τρόποι που είχα βρει με τις συγκοινωνίες να βολεύομαι με είχαν βολέψει, και θα ’πρεπε πάλι όλα αυτά να τα διαμορφώσω από την αρχή, δεν πήγα στη φοιτητική εστία. Εξάλλου, έφυγε και αυτή η λαχτάρα τού πως θα φτιάξεις τη ζωή σου σαν αρχή στην Αθήνα.
Οπότε μένατε οι δύο σας σε ένα σπίτι; Δηλαδή το νοικιάζατε;
Μέναμε οι δυο μας. Ναι, εδώ, σ’ αυτή την περιοχή, λίγο πιο δίπλα. Και τώρα τίθεται το ερώτημα πώς θα πηγαίνω εγώ στη σχολή. Και μου λέει η αδερφή μου: «Κανένα πρόβλημα, θα πηγαίνεις με ταξί». Και της λέω: «Δεν γίνεται εγώ κάθε μέρα να πηγαίνω με ταξί. Γιατί δεν θα χρειαστεί να πάω μόνο στη σχολή. Θα πρέπει να πάω και σε μια έκθεση, να πάω και κινηματογράφο. Πρέπει να μάθω εδώ πώς θα κυκλοφορώ με τις συγκοινωνίες». Υπάρχει εδώ ένα δρομολόγιο. Ακόμη υπάρχει. Ήταν το τρόλεϊ το 6, που κάνει ακόμη αυτή τη διαδρομή και τη γραμμή, και το 619. Ή το τρόλεϊ, λοιπόν, ή το λεωφορείο τα έπαιρνα και... Το τρόλεϊ το 6 έκανε τέρμα στην Ιπποκράτους και, για να ξαναξεκινήσει, ήθελε ένα τέταρτο, ένα εικοσάλεπτο. Οπότε, μέσα σ’ αυτό τον χρόνο, εγώ είχα ζητήσει από τον οδηγό να αφήσει ανοιχτή την πρώτη πόρτα για να εξασκούμαι να ανεβοκατεβαίνω γρήγορα. Γιατί δεν ήθελα κι όταν έρχεται το τρόλεϊ εγώ να κάνω και μια ώρα να ανεβαίνω, να στεναχωριέται ο οδηγός, να στεναχωριούνται οι επιβάτες και να... Ήθελα, με το που ανοίγει η πόρτα, αν ήταν δυνατό, εγώ να βρισκόμουνα μέσα στο τρόλεϊ. Και όντως το κατάφερα αυτό. Γιατί τότε τα μέσα δεν ήτανε προσβάσιμα. Το τρόλεϊ είχε τα τρία σκαλοπάτια και το 619 είχε άλλα τρία σκαλοπάτια, αλλά το πρώτο ήταν πάρα πολύ ψηλό. Είχε όμως μια δυνατή εξωτερική λαβή και είχα μάθει εγώ και την έπιανα και είχα μάθει και χρησιμοποιούσα τις συγκοινωνίες πια. Στο πανεπιστήμιο, βέβαια, ήμουνα στην αίθουσα Παπαρηγοπούλου, που ήταν στον δεύτερο όροφο. Αλλά δεύτερος όροφος πανεπιστημιακής σχολής σημαίνει πέμπτος όροφος ή τέταρτος πολυκατοικίας. Πάλι ήταν σκαλοπάτια μπροστά αλλά, εντάξει, τα ξέραμε τα σκαλοπάτια, τι να πω; Θυμάμαι τη χαρά μου που έφτανα στο έδρανο και καθόμουνα, γιατί είχα κουραστεί και απ’ την ανηφόρα απ’ την Ιπποκράτους να φτάσω μέχρι τη Σόλωνος –έχει μια παρατεταμένη ανηφορίτσα εκεί– και μετά κι αυτά τα σκαλοπάτια. Οπότε, με το που καθόμουνα στο έδρανο, ήμουνα ευτυχισμένη. Και μετά πάντα είχαμε την κατηφόρα, και στα σκαλοπάτια και στον δρόμο, για να ξαναπάρω την επιστροφή, και ήταν πολύ πιο εύκολα τα πράγματα.
Μόχθος για τη γνώση, κυριολεκτικός, πάντως!
Και για τη ζωή!
Και για τη ζωή, ναι.
Γιατί δεν ήταν... Εκείνη την περίοδο ξεκίνησα να κάνω στίβο και πήγαινα στο Ολυμπιακό Στάδιο και έπρεπε να μάθω πώς θα πηγαίνω πάλι με συγκοινωνίες. Και έπαιρνα τρεις. Έπαιρνα τον Ηλεκτρικό, κατέβαινα Ηράκλειο, έπαιρνα την τοπική του Ηρακλείου, κατέβαινα προς τον σταθμό Ειρήνης, και μετά περνούσε... Τέλος πάντων, έπρεπε να μάθω να παντρεύω τις συγκοινωνίες μεταξύ τους. Εμένα δεν με πείραζε –ας έμπαινα και σε πέντε, και σε δέκα–, αρκεί να μου γλιτώνανε το περπάτημα.
Ωραία. Σου άρεσε μετά η σχολή σιγά σιγά; Είπες, στην αρχή, είχε–
Η σχολή την πρώτη χρονιά μού ήταν πολύ καταθλιπτική, γιατί η συγκεκριμένη αίθουσα δεν είχε καθόλου φυσικό φως και αυτό με δυσκόλεψε πάρα πολύ, τους έξι πρώτους μήνες, να κατανοώ το μάθημα και τη διδασκαλία όταν βρισκόμουν σε έναν μη φυσικό χώρο για μένα. Ε, μετά είπα: «Δεν γίνεται. Εδώ τώρα έτσι είναι τα πράγματα. Πρέπει να το κάνω delete σ’ αυτό, το ότι είναι ντάλα μεσημέρι και μέσα έχουμε λάμπες αντί να έχουμε τον ήλιο». Τα κατάφερα. Όχι, η σχολή με δυσκόλεψε. Γιατί εγώ, όταν διάβαζα κάτι σε μια εφημερίδα ή σε ένα περιοδικό, θα διάβαζα οτιδήποτε έχει σχέση με την τέχνη, με τη μουσική. Οτιδήποτε πολιτικό το απωθούσε το αυτί μου, η όρασή μου, και στην τηλεόραση και στις εφημερίδες. Οπότε μου ήταν πολύ δύσκολα εμένα όλα αυτά τα μαθήματα να τα κατανοήσω. Αλλά ευτυχώς τα κατάφερα. Εντάξει, μετά απ’ το δεύτερο και τρίτο έτος υπήρχαν και μαθήματα επιλογής. Το «Τέχνη και Εξουσία» θυμάμαι, ένα πολύ ωραίο μάθημα. Άρχισα να βρίσκω ενδιαφέρον. Υπήρχαν Ψυχολογίες, Κοινωνιολογίες... Πέρα απ’ τα Συνταγματικά κι αυτά.
Εγώ θα ξαναρωτήσω. Στο πανεπιστήμιο τώρα, άλλοι αποκλεισμοί πλην των κινητικών; Δηλαδή ένιωσες ποτέ άσχημα; Κάποιος καθηγητής να συμπεριφέρθηκε κάπως;
Όχι, όχι, ποτέ.
Είχες εύκολη–
Πιστεύω ότι, έχοντας περάσει από ένα χωριό –μικρό χωριό τώρα, 300 κατοίκων–, έχοντας πάει σε τρία διαφορετικά σχολεία –επαρχίας πάλι, και η Κυπαρίσσια επαρχία είναι, η Φιγαλεία χωριό, η Ανδρίτσαινα (και η Φιγαλεία) κωμόπολη–, πώς μπορεί μωρέ μετά να σε αγγίξει μια Αθήνα και...; Δεν ξέρω, ίσως απ’ τους άλλους να υπήρχε ένα βλέμμα διαφορετικό. Δεν με άγγιζε, δεν το έβλεπα εγώ. Γιατί εμένα ήταν τόσο ο στόχος μου συγκεκριμένος. Εγώ έπρεπε να πάω στη σχολή να κάνω τις παρακολουθήσεις μου, γιατί έπρεπε μετά να πάω στο Ολυμπιακό Στάδιο, να κάνω την προπόνησή μου –είχα ξεκινήσει στίβο–, να βγω το απόγευμα, να πάω σινεμά... Έτρεχε η ζωή μου. Δεν προλάβαινα και να ασχοληθώ και μ’ αυτά. Ή δεν ήθελα κιόλας. Και δεν τα έβλεπα. Αλλά δεν μπορώ να πω. Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι, με το που άνοιγε η πόρτα του λεωφορείου και έμπαινα μέσα, ταυτόχρονα σηκώνονταν πέντε-έξι άνθρωποι για να κάτσω. Εγώ έχω δεχτεί πολλή αγάπη και κανονικότητα από την Ελλάδα, απ’ τους Έλληνες, από... Λέω έτσι, «απ’ την Ελλάδα» γιατί έχοντας ταξιδέψει μέσω του χορού και του αθλητισμού στο εξωτερικό, έχω δει ότι, ενώ το εξωτερικό, ναι, είναι πιο προσβάσιμο σε κάποια πράγματα –αν και η Ελλάδα απ’ το 2004 και μετά έχει κάνει πολύ μεγάλη βελτίωση–, αυτό το ελληνικό φιλότιμο που λένε δεν υπάρχει έξω. Τι θέλω να πω; Έξω, ναι, αν ζητήσεις τη βοήθεια, τι στο καλό, θα σ’ τη δώσει ο άλλος. Εδώ δεν χρειάζεται να τη ζητήσεις. Ακόμη και στις μέρες μας –δεν λέω τώρα απ’ τις εμπειρίες μου εμένα, δεκαετία του ’90, που ήμουνα φοιτήτρια–, με το που θα σε δει ο άλλος, θα προλάβει να σε ρωτήσει αν χρειάζεσαι κάποια βοήθεια. Εμένα αυτή είναι η εμπειρία μου. Και προτιμώ αυτή τη συμπεριφορά των Ελλήνων από των ξένων την παθητικότητα. Γιατί ίσως και να σκέφτονται «Οι δομές όλες είναι προσβάσιμες». Δεν υπάρχει και στη νοοτροπία τους να ρωτήσουν αν θέλεις βοήθεια. Εντάξει, τα άκρα και στα δύο δεν είναι ωραία. Εννοείται ότι πρέπει να έχεις τον προσβάσιμό σου χώρο και τρόπο γιατί, ναι, τώρα εγώ τα λέω όλα αυτά πολύ αθλητικά και καλλιτεχνικά, αλλά ήταν μάλλον στην ιδιοσυγκρασία μου και οι δυσκολίες. Εμένα με προκαλεί η δυσκολία, μου αρέσει. Δεν λέω ότι ήταν εύκολα όλα αυτά. Δεν τα θυμάμαι όμως εγώ με δυσκολία. Γιατί, απ’ τη στιγμή που εγώ έλεγα «Πώς θα πάω στη σχολή μου; Πώς θα πάω στο σχολείο μου;», ο τελικός στόχος ήταν αυτός που με ενδιέφερε. Ο τρόπος θα τον έβρισκα, δεν θα στεκόμουνα σ’ αυτόν. Γιατί, αν στεκόμουνα σ’ αυτόν, απλά δεν θα έπρεπε να πάω. Οπότε αυτό το στάδιο δεν με απασχολούσε.
Τέλεια. Κατάλαβα.
Ναι.
Δεν έχει χρειαστεί, ωστόσο, κάποια στιγμή να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, ας πούμε... Δηλαδή...
Όχι, ποτέ.
Να πεις... Οκ, οκ.
Όχι, όχι! Ένα... Ναι... Όταν γίναν τα λεωφορεία προσβάσιμα, μετά απ’ την Ολυμπιάδα, χρειάστηκε να πάρω λοιπόν το λεωφορείο. Και λέω στον οδηγό ότι στην επόμενη στάση θα κατέβω και να μου ανοίξει τη ράμπα. Αυτός μάλλον δεν ήξερε ακόμη –δεν είχε ίσως περάσει την εκπαίδευση– ποιο κουμπί να ανοίξει, πώς να ανοίξει τη ράμπα. Τη φωνή μου μόνο άκουσε. Δεν με είδε, γιατί ήμουν αρκετά πίσω του. Και τώρα, από αμηχανία κι αυτός, λέει... Του λέω... Είδα ότι δεν το έπιασε αυτό που του είπα και του λέω: «Θα μου ανοίξετε τη ράμπα;». Και λέει: «Ράμπα τώρα! Το βρήκαμε όλοι τώρα! Όλοι είμαστε άτομα με ειδικές ανάγκες!». Ήταν ο τρόπος του... Γιατί δεν ήξερε, όμως, και του ’πα εγώ μετά ποιο κουμπάκι να πατήσει. Εντάξει, όχι, δηλαδή κάποια τέτοια... Ένα περιστατικό όμορφο είναι ότι, την περίοδο που πήγαινα στο πανεπιστήμιο, έπαιρνα το τρόλεϊ ή το λεωφορείο από ένα συγκεκριμένο... Απ’ τη συγκεκριμένη στάση, Κανάκη, εδώ επί της Δεκελείας. Και περνάει ένα λεωφορείο, αλλά δεν ήταν το δικό μου λεωφορείο. Και εγώ είμαι στη στάση. Και είναι δύο νεαροί μέσα και ανοίγει η πόρτα –να κατέβει, να ανέβει ο κόσμος– και κάνουν αυτοί μεταξύ τους: «Λοιπόν, πιάσε εσύ από δω, να πιάσω από κει». Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα μέσα στο λεωφορείο, που δεν ήταν και το λεωφορείο που ήθελα! Θέλω να πω, μόνο[01:00:00] τέτοια περισσότερο έχω να θυμάμαι.
Υπερβάλλοντας ζήλος!
Ακριβώς!
Αλλά μπορεί να είναι αυτό, τώρα που το σκέφτομαι, αν μου επιτρέπετε. Ότι στο εξωτερικό, όταν υπάρχει η δομή, δεν έχει ο άλλος το άγχος να την αντικαταστήσει.
Ακριβώς.
Που μπορεί να μην αρέσει σε όλους να σε σηκώσουν, να σε βάλουν στο λεωφορείο...
Όχι, βέβαια. Εγώ το–
Εντάξει, δηλαδή–
Ναι, είναι λίγο παρεμβατικό. Πολύ.
Αυτό, παρεμβατικό.
Αλλά εγώ δεν θα σταθώ στο ότι ήταν παρεμβατικό.
Ναι, ναι, στην πράξη.
Εγώ στέκομαι στη διάθεση αυτών των ανθρώπων. Αυτό ήταν όπως λέμε «Μεταφορές ο Μήτσος»: «Λοιπόν, έλα, η κοπέλα πρέπει να μπει μέσα. Πάμε τώρα να την πάρουμε να μπει μέσα». Εγώ σ’ αυτό στέκομαι και ενθουσιάζομαι.
Κατάλαβα! Ωραία. Φοιτητική ζωή, λοιπόν, στην Αθήνα.
Ναι.
Με, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, λίγο χρόνο, γιατί είπες κάτι–
Ναι.
Για στίβο, οπότε τι...;
Με λίγο χρόνο γιατί, απ’ την πρώτη χρονιά, μου λέει ένας φίλος μου να πάμε στο Ολυμπιακό Στάδιο για να δούμε αγώνες ΑμεΑ. Ω ρε και βλέπω εκεί ένα τροχήλατο ποδήλατο! Και λέω «Να το ποδήλατο που σκεφτόμουνα μικρή ότι εγώ ήθελα να έχω ένα ποδήλατο για να φύγω απ’ το χωριό να πάω στο ΠΙΚΠΑ. Θα πάρω αυτό το ποδήλατο για να κάνω βόλτες». Οπότε ξεκίνησα όχι με διάθεση αθλητική: θέλοντας να τρέχω, να είμαι πάνω σε μία ρόδα. Και ξεκινάω λοιπόν και κάνω στίβο. Ασχολούμαι δέκα χρόνια, όλη την περίοδο της φοιτητικής μου ζωής. Παράλληλα, δημιουργείται το VSA, Very Special Arts Hellas –δημιουργήθηκε το ’91–, που είχε σκοπό να αγκαλιάσει όλων των ειδών τις αναπηρίες και να προωθήσει τις διαφόρων μορφών τέχνης. Και ήμουν απ’ τα πρώτα μέλη που πήγα. Κάθε Τετάρτη 16.00 με 18.00, Δάφνης 8, αν θυμάμαι καλά. Με τη συγκοινωνία του Ζωγράφου κι εκεί. Οπότε έτσι μάθαινα και όλη την Αθήνα. Άρα, είχα τη σχολή μου, έκανα προπόνηση κάθε μέρα, τις Τετάρτες πήγαινα στη θεατρική-χορευτική ομάδα, έβλεπα πολύ κινηματογράφο... Κάθε Πέμπτη έπρεπε, όποια καινούργια ταινία βγει, έχω δεν έχω παρέα, να πάω να τη δω. Ναι, έντονη ζωή, μες στην κινητικότητα.
Θες να πούμε για τον στίβο ή να τελειώσουμε με τη σχολή και μ’ αυτά; Πώς θέλεις; Ό,τι θέλεις. Δηλαδή θες να πούμε για την επαγγελματική σου πορεία ή θες να πούμε για τις αθλητικές σου επιδόσεις; Πώς θες; Ό,τι θες!
Να πούμε για τις αθλητικές.
Ωραία–
Ωραία.
Οπότε κάνεις στίβο και το ξεκινάς με μια χαλαρή διάθεση αλλά δεν κατέληξε έτσι, απ’ ό,τι ξέρω...
Όντως, το ξεκινάω με μια χαλαρή διάθεση. Κάνω στίβο για 13 χρόνια, γίνεται πια μέρος της καθημερινότητάς μου. Ήμουν αθλήτρια στα 100, 200, 400 και 800 μέτρα. Έπαιρνα μέρος στο πανελλήνιο πρωτάθλημα και είχα πάρει και μέρος στο Athens 97, πρωτάθλημα ανοιχτού στίβου που έγινε στη χώρα μας. Και εκεί, ως αγώνας επίδειξης ήταν τα 800 μέτρα γυναικών –μ’ αυτό το ειδικό ποδήλατο– και τα 1.500 ανδρών. Οπότε είχα την τιμή και την ευκαιρία να λάβω μέρος όχι ως μία απ’ τις οχτώ καλύτερες στον κόσμο. Ήρθαν οι εφτά καλύτερες στον κόσμο αλλά η φιλοξενούμενη χώρα έχει την καλύτερή της. Οπότε πήρα μέρος σ’ αυτό το πρωτάθλημα. Μετά από τα 13 χρόνια, επειδή υστερούσα στην εκκίνηση της ρόδας... Που στο κατοστάρι, αν δεν την πιάσεις τη ρόδα αμέσως, να της δώσεις φορά και δύναμη, χάθηκες! Γιατί στα 30 πρώτα μέτρα θέλει πάρα πολλή προσπάθεια και δυνατές παρατεταμένες κινήσεις για να φύγει. Όπως είχα πει προηγουμένως με το πιρούνι, που το έπιανα λίγο περίεργα γιατί ο καρπός μου ακινητοποιείται σε μία ευθεία με τον πήχη, άρα, μη σηκώνοντας εγώ την παλάμη μου πιο ψηλά, δεν μπορούσα να πιάσω τη ρόδα με την τεχνική που την πιάναν οι άλλοι αθλητές. Άρα, λέω «Θα κάνουμε λίγα βάρη» για να δυναμώσω, να εκμηδενίσω το πρόβλημα που υπάρχει στον καρπό. Τι συνέβαινε όμως; Εγώ εκείνη την περίοδο περπατούσα όχι πηγαίνοντας το ένα πόδι και μετά το άλλο. Είχα και τα δύο πόδια στον αέρα, άρα ήταν οι δύο πατερίτσες και τα δύο πόδια στον αέρα που τα... Άρα, σε κάθε βήμα σήκωνα το βάρος μου. Ζύγιζα λοιπόν 40 κιλά. Αυτή τη σκέψη μετά την κατάλαβα, ότι συνέβαινε αυτό. Γιατί βρέθηκα να είμαι κάτω απ’ την μπάρα και, χωρίς να έχω πιάσει κιλά, να σηκώνω 40 κιλά. Και είπε κι ο προπονητής μου: «Μπράβο δύναμη!». Όμως, αυτό ήτανε. Γιατί εγώ, όταν από 8 χρόνων σήκωνα το βάρος μου... Κι αυτά ήταν τα κιλά μου, 39 κάτι ήμουνα. Άρα, το να ξεκινάς με 40 κιλά... Άρα, αυτό είναι πολύ ωραίο να το χτίσεις και πού θα φτάσεις. Και όντως ασχολήθηκα άλλα 13 χρόνια πια. Για τρία χρόνια έκανα και στίβο και άρση βαρών, γιατί συναισθηματικά ήμουνα δεμένη με τον στίβο και δεν ήθελα να τον αφήσω. Η άρση βαρών ένιωθα ότι θα με δυναμώσει για τον στίβο. Μετά έβλεπα όμως ότι έχω προοπτικές για την Ολυμπιάδα. Και μου άρεσε και αυτή η αίσθηση της δύναμης, ένιωθα το σώμα μου να είναι πολύ θωρακισμένο έτσι. Και σ’ αυτή τη διάρκεια των δεκατριών ετών πηγαίνω σε τρία παγκόσμια πρωταθλήματα –στην Κορέα, και δύο έγιναν στη Μαλαισία– και μετά όλο αυτό κάνει έναν κύκλο. Φτάνω στο top. Στο τελευταίο παγκόσμιο που πήγα ήταν το 2010. Και το 2013 ήταν στο τελευταίο πανελλήνιο. Κι εκεί έκανε κι αυτό τον κύκλο του. Περίεργο τώρα που το σκέφτομαι: 13 χρόνια ο στίβος, 13 χρόνια η άρση βαρών. Και το 2007 ένας συναθλητής μου, ο Νίκος ο Πατεράκης, ιστιοπλόος ολυμπιονίκης, μου λέει ότι θα δημιουργηθεί μια κατηγορία σε ένα σκάφος που χρειάζεται το πλήρωμα να είναι ένας άντρας και μια γυναίκα. Μου λέει: «Ειρήνη, εγώ θέλω να ασχοληθώ μ’ αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία. Θέλεις να έρθεις στην ιστιοπλοΐα;». Του λέω: «Νίκο, εγώ δεν ξέρω να κολυμπάω». Μου λέει: «Θα μάθεις, γιατί έχεις...» Ο Νίκος με ήξερε από την περίοδο του στίβου. Μου λέει: «Έχεις και αθλητική παιδεία. Θέλεις να δοκιμάσεις;». Εγώ... Ήταν η περίοδος ’07, εκεί, με ’08. Είχα πάθει και μία τενοντίτιδα. Είχα πάθει μία ρήξη υπερακανθίου το 2004, που μου είχε στοιχίσει την Ολυμπιάδα. Το 2007 παθαίνω ένα πολύ δυνατό τρακάρισμα με το Smart, σπάει ο καρπός μου, άρα μένω έναν χρόνο εκτός. Τώρα απορώ πώς κατάφερα και στο 2010 έκανα και την καλύτερή μου επίδοση στο παγκόσμιο. Και βλέπω ότι με την άρση βαρών δυσκολίες, στενεύουν τα πράγματα. Και λέω «Ας πάω να μάθω», όχι για αθλητικές προσδοκίες. Και εκεί καταλαβαίνω πάλι τη δυσλεξία μου: με το να καταλάβω την πλώρη, την πρύμνη, τα όρτσα, τα πρίμα, τα σταβέντο... Δηλαδή δυσκολευόμουνα με τις ορολογίες, δυσκολευόμουνα με τον στίβο να τον κατανοήσω, γιατί παντού για μένα υπήρχε θάλασσα... Και μετά από δύο χρόνια... Εγώ όμως πήγαινα χαλαρά. Εγώ πήγαινα πολύ σε αρχάριο επίπεδο. Και πέρασαν τέσσερα χρόνια και αγάπησα πια την ιστιοπλοΐα και τη θάλασσα. Και 13 χρόνια –γιατί είναι αυτό– κάνω κάθε Σαββατοκύριακο ιστιοπλοΐα. Και έχω πάει εκεί σε δύο παγκόσμια πρωταθλήματα, ένα στην Ισπανία και ένα που ’γινε στην Ολλανδία. Αλλά, πέρα απ’ αυτές τις αθλητικές δραστηριότητες, εγώ από την περίοδο που πήγα στο VSA, απ’ το 1991 μέχρι και σήμερα, έχω ασχοληθεί με τον χορό. Για 10 χρόνια ήμουνα στην ομάδα του VSA. Μετά ήμουν σε μια επαγγελματική ομάδα χορού, τη «Λάθος Κίνηση». Πάρα πολύ τυχερή που βρέθηκα σε αυτή την ομάδα, γιατί υπήρχαν χορευτές και χορεύτριες απ’ την Κρατική Σχολή. Κλείνει κι ο κύκλος εκεί. Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση κάνει κάποια προγράμματα «Χορός και Αναπηρία», όπου με καλούν για να διδάξω. Μεγάλη πρόκληση. Ήμουνα διστακτική στην αρχή –γιατί δεν είχα κάνει σπουδές χορού, μόνο χορεύτρια αισθανόμουνα–, αλλά με παρακίνησαν. Γιατί και απαραίτητη προϋπόθεση του προγράμματος ήταν ο ένας να είναι χορογράφος και ο άλλος χορευτής με αναπηρία για να πραγματοποιηθεί. Οπότε το δοκίμασα. Ήμουνα και τυχερή γιατί θα είχα δίπλα μου τη Μέντη τη Μέγα, χορογράφο, την οποία τη γνώριζα από τη «Λάθος Κίνηση». Άρα, όλα ερχόντουσαν κάπως πολύ όμορφα. Με τον χορό ασχολούμαι ακόμη και τώρα. Τώρα μπορεί να φτιάξω κάτι δικό μου, να χορογραφήσω ή σόλο δικό μου ή να με χορογραφήσουνε. Και το 2015 –και θα ήταν ωραία να κλείναμε μ’ αυτό– πήρα μέρος στην πρώτη παγκόσμια υποβρύχια παράσταση χορού, που έγινε στο Σούνιο με χορογράφους τη Sophie Bulbulyan, την Αποστολία Παπαδαμάκη και τη Λία Χαράκη από την Κύπρο. Μια καταπληκτική εμπειρία. Ενώ μέχρι τότε έχω δοκιμάσει και έχω ασχοληθεί με τόσα όμορφα, δύσκολα και ωραία πράγματα, όταν πρωτοβρέθηκα μέσα στον βυθό, τις πρόβες μας –κάναμε κάπου εξήντα πρόβες για να βγει η παράσταση– τις κάναμε στα 10 με 6 μέτρα. Το γεγονός ότι πια εγώ, για πρώτη φορά στη ζωή μου, βρισκόμουνα ελεύθερη –χωρίς κηδεμόνες, χωρίς πατερίτσες, χωρίς αμαξίδιο– και μπορούσα και υπάρχω και μετακινούμαι ήτανε... Ένιωθα σαν να είμαι στο διάστημα! Απίστευτη εμπειρία. Θυμάμαι, κάθε φορά που έβγαινα από την πρόβα, για μία με δύο ώρες ένιωθα... Πώς λέμε... Πώς είναι η βάφτιση, που νιώθεις μετά να είναι όλα σου ανοιχτά; Σαν να ρούφαγα αυτό, την ενέργεια του βυθού. Απ’ τις πιο ωραίες μου εμπειρίες.
Είπες να κλείσουμε, αλλά έχεις βάλει... Να δω λίγο; Ναι. Εντάξει,[01:10:00] τι να πρωτορωτήσω τώρα; Είπες τόσο ωραία πράγματα! Θες να κάνουμε ένα διάλειμμα μήπως;
Καθόλου.
Ωραία, εντάξει. Λοιπόν–
Μην κόβουμε τη ροή τώρα.
Ναι. Ωραία.
Ναι.
Τι είπες τώρα! Σε 5 λεπτά είπες παγκόσμια πρωταθλήματα κτλ. Ωραία. Θες να μας πεις τους λόγους που τελικά ο αθλητισμός –θα το πάμε και στον χορό οπωσδήποτε– έγινε σημαντικό κομμάτι της ζωής σου και έχεις μοχθήσει τόσο πολύ για να κατέβεις σε αγώνες; Τώρα, δεν θα το πιάσω ένα ένα, γιατί δεν θα τα καταφέρουμε. Αν θέλεις, γενικά.
Πώς είναι η ερώτηση; Αν έχω...
Ναι, είναι πολύ μπερδεμένη. Γι’ αυτό, δεν φταις εσύ. Ποιος είναι ο λόγος που έχεις μοχθήσει, ας πούμε, και έχεις προσπαθήσει και έχεις έναν στόχο και έχεις κατέβει...; Για ποιο λόγο κατέβαινες στα πρωταθλήματα ή κάνεις προπονήσεις συστηματικά; Γιατί όλα αυτά–
Λοιπόν–
Απαιτούνε πολλή προετοιμασία, σωστά;
Ακριβώς. Κατ’ αρχήν, δεν αισθάνομαι ότι έχω μοχθήσει. Γιατί, όπως είπα, ξεκίνησα με τον στίβο απλά γιατί μου άρεσε αυτό το όχημα, που ήταν παιδικό μου όνειρο να κάνω ποδήλατο. Άρα, εγώ τι έκανα όταν ήμουνα μέσα σ’ αυτό; Αισθανόμουν ότι κάνω το ποδήλατο που δεν μπορούσα να κάνω μικρή. Είχα όμως, και έχω, σαν άνθρωπος μια συνέπεια. Δηλαδή εγώ ήμουνα σταθερή, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω την προπόνησή μου. Και μάλιστα, όταν έκανα στίβο, είχα στη σχολή πρωινά και απογευματινά μαθήματα. Θα μπορούσα... Ήταν... Εκεί ήταν μια δυσκολία. Κι όμως, πήγαινα στο πανεπιστήμιο το πρωί, πήγαινα στο Ολυμπιακό Στάδιο το... Οι προπονήσεις ήταν 15.00 με 17.00... Και πήγαινα μετά στη σχολή και για το απογευματινό μάθημα. Γιατί ήταν δεδομένο για μένα ότι, αφού είπα «Θα κάνω στίβο», ούτε τον προπονητή μου ήθελα να τον στήνω ούτε την προπόνησή μου. Δεν με απασχολούσε εγώ τι επιδόσεις θα είχα. Εγώ ήθελα να ήμουνα παρών. Οπότε όλα βγήκανε απ’ τη συνέπεια, θεωρώ, περισσότερο, και από το μη βάρος το δικό μου για το αποτέλεσμα το τελικό. Ποτέ δεν είχα να... Δεν ένιωθα ότι έπρεπε να απολογηθώ σε κανέναν, ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό, για το πώς θα πάω. Απλά ήθελα... Όταν κατέβαινα σε αγώνες με στεναχωρούσε να μη φέρω το δυνατό δικό μου αποτέλεσμα. Και μόνο σ’ αυτό είχα μια προσδοκία. Ποτέ δεν πήγα με άγχος, γιατί τι; Να κάνω κάτι καλύτερο απ’ αυτό που μπορούσα; Να κάνω αυτό που μπορώ! Το οποίο τελικά έβγαινε από την καθημερινή προπόνηση. Τώρα, όσον αφορά την άρση βαρών. Η άρση βαρών είχε μπει στη ζωή μου δύο ώρες κάθε μέρα, και μάλιστα με το εξής τέμπο: το πρωί πήγαινα στη δουλειά μου και αμέσως μετά πήγαινα στην προπόνηση. Εγώ, με το να κάνω κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι έκανα το πρωί στη δουλειά, ήδη με χαλάρωνε: ήταν άλλη εικόνα, άλλη κατάσταση, άλλη ενέργεια, άλλη συνθήκη. Σαν να άφηνα το μισό τμήμα της μέρας και πήγαινα στο επόμενο. Όπως και στο ΠΙΚΠΑ, που το πρωινό τμήμα είχε αυτό λίγο το «Πρέπει να είμαστε καθωσπρέπει, είναι οι γιατροί κι αυτά» και το απόγευμα γινόταν ένας χαμός! Άρα, ήταν μες στο ίδιο εικοσιτετράωρο αυτό. Ίσως είχε μάθει ο οργανισμός μου να λειτουργεί έτσι. Άρα, για μένα το πρωί με ικανοποιούσε πάρα πολύ και με γείωνε που ήμουνα στη δουλειά, και μετά εγώ πήγαινα για να ξεκουραστώ, να κάνω την προπόνησή. Όχι γιατί έπρεπε να πάω στο παγκόσμιο. Αυτά ήρθαν από μόνα τους. Και θυμάμαι πολλές φορές να φεύγω κουρασμένη απ’ τη δουλειά και ήταν μέχρι να ξεκινήσει η προπόνηση. Και μετά κατέληγα να είμαι ξεκούραστη γιατί είχα κάνει την προπόνηση. Αυτό, τώρα, που θεωρώ θυσία και με έχει δυσκολέψει είναι η ιστιοπλοΐα. Γιατί εγώ είχα μάθει τα Σαββατοκύριακά μου, όταν έκανα στίβο και άρση βαρών, να είναι ελεύθερα και δικά μου, ενώ τώρα, εδώ και 13 χρόνια, τα έχω στερηθεί τα Σαββατοκύριακα. Γιατί ιστιοπλοΐα κάνουν Σαββατοκύριακο, οπότε δεν χορταίνω τον ύπνο που θέλω, την τεμπελιά που θέλω να έχω μες στο Σαββατοκύριακο. Εγώ έχω μάθει να είμαι σε μια εγρήγορση Δευτέρα με Παρασκευή και το Σαββατοκύριακο είχα μάθει να βουτάω στον ύπνο ή σε οτιδήποτε άλλο. Όχι ότι δεν θα μπορούσα να ανταποκριθώ σε κάτι –αν είχε ενδιαφέρον, θα ανταποκρινόμουν–, αλλά ήταν λευκό το Σαββατοκύριακο μέσα μου. Κι αυτό θεωρώ ότι με έσωσε με τα δύο αυτά αθλήματα. Τώρα, με την ιστιοπλοΐα δυσκολεύτηκα τον πρώτο χρόνο, αλλά μετά άρχισε να με κερδίζει το άθλημα και μπήκα. Αυτή είναι η μόνη θυσία που έχω κάνει, θεωρώ, αυτά τα 13 χρόνια που, ενώ δουλεύω σε καθημερινή βάση και μια απαιτητική δουλειά, δεν έχω το ελεύθερό μου Σαββατοκύριακο. Οπότε τώρα με τον κορονοϊό –αυτούς τους οκτώ μήνες που, όπως ήταν όλα κλειστά, έτσι κι εμείς δεν κάναμε ιστιοπλοΐα, και ξεκινάμε μάλιστα το άλλο Σαββατοκύριακο–, το ευχαριστήθηκα.
Λίγη ξεκούραση δεν πειράζει!
Ναι. Άρα, δεν ήτανε μόχθος, ήτανε η ροή του εικοσιτετραώρου μου. Και τελικά έχω σταθεί τυχερή γιατί; Απ’ τη στιγμή που, 8 χρονών, στάθηκα πάνω σε δύο κηδεμόνες και σε δύο πατερίτσες, το να καταφέρεις μ’ αυτά τα τέσσερα μέσα να περπατήσεις δημιουργείς μια αθλητική κατάσταση στον εαυτό σου. Γιατί και τα σκαλοπάτια είναι δύσκολα, δεν ξέρεις στον δρόμο τι ανηφοροκατηφόρες θα συναντήσεις, τι λακκούβες θα συναντήσεις, τι γλισθηρότητα και τι ποιότητα δαπέδου θα συναντήσεις. Γιατί η πατερίτσα, λίγο να σου ξεφύγει, έπεσες κάτω. Άρα, ήθελε τέτοιο συντονισμό και τέτοια ενσυναίσθηση το πώς τοποθετείς το σώμα σου που σημαίνει ότι εμένα ο αθλητισμός το βρήκε έτοιμο το σώμα μου αθλητικά. Και γι’ αυτό και ανταποκρινόμουνα. Δηλαδή, όταν εγώ... Εμένα μου ήταν πιο δύσκολο να φύγω από τη Φιλαδέλφεια, να πάω στη Σόλωνος, να φύγω απ’ τη Σόλωνος –που ήταν η σχολή–, να πάω στο Ολυμπιακό Στάδιο και απ’ το Ολυμπιακό Στάδιο να ξαναγυρίσω στη Σόλωνος και απ’ τη Σόλωνος να ξαναγυρίσω στη Φιλαδέλφεια ή όποια έξοδο θα είχα... Μου ήταν πολύ πιο δύσκολα αυτά τα περπατικά παρά ότι μετά θα πήγαινα στο Ολυμπιακό Στάδιο και για δύο ώρες με τα χέρια μου θα τσούλαγα δύο ρόδες. Αυτό λοιπόν ήτανε, γιατί, ναι, το περπάτημα μου ήταν δύσκολο. Μου ήταν δύσκολο γιατί σήκωνα το βάρος μου για να περπατήσω. Αλλά πάντα έλεγα: «Έλα, Ειρήνη, θα φτάσεις. Εκεί, θα φτάσεις στη σχολή και θα κάτσεις». Άρα, γι’ αυτό ευτυχισμένη που καθόμουνα στο έδρανο. Άρα: «Ειρήνη, έλα λίγο ακόμη, θα μπεις μέσα στο ποδήλατο». Οπότε δεν μπορούσα να καταλάβω τη δυσκολία απ’ τα πράγματα που έκανα. Ήταν μια ξεκούραση για μένα γιατί, για να φτάσω σ’ αυτά, κουραζόμουν. Δεν ξέρω αν είναι... Αν–
Κατανοητό είναι.
Το λέω κατανοητό.
Κατανοητό είναι. Και νομίζω μάλλον ότι υπάρχει και κάτι άλλο σ’ αυτό που λες. Ότι έχεις ούτως ή άλλως μια στοχοπροσήλωση, ακριβώς γιατί πρέπει να βάλεις ότι «Θα φτάσω στη Σόλωνος», που αυτό μάλλον σε βοηθάει και–
Ναι.
Στην πειθαρχία που χρειάζεται–
Σωστά.
Στον αθλητισμό.
Σωστό κι αυτό. Ναι, ναι.
Και τι σου έχει προσφέρει όλη...; Εκτός από τη χαρά και την...
Ο αθλητισμός; Μου έχει προσφέρει πολύ καλή ποιότητα ύπνου, πολύ καλή ποιότητα ζωής, ευεξία, ένα δυνατό σώμα... Αισθάνομαι πολύ υγιής, με το κρύο, με τη ζέστη, με... Προσαρμόζομαι πάρα πολύ εύκολα σε οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Δεν έχω πάρει σχεδόν ποτέ φάρμακα. Δηλαδή αισθάνομαι ότι έχω θωρακίσει ένα πολύ δυνατό ανοσοποιητικό, μυϊκό και σωματικό... Που είναι οξύμωρο αυτό μέσα σ’ ένα σώμα με την αναπηρία του, όμως είναι ένα ωραίο πάντρεμα. Μου έχει προσφέρει ταξίδια, ωραίους ανθρώπους, και μου ’χει προσφέρει και κάτι άλλο που δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Τώρα, την περίοδο του κορονοϊού, που το μόνο που έκανα ήταν να πηγαίνω στη δουλειά μου και σχόλαγα... Βέβαια, βρήκα εγώ πράγματα να κάνω, αλλά έλεγα: «Τελικά, ρε παιδί μου, η Αθήνα είναι μια δύσκολη πόλη, σε ρουφάει». Καλά λέγανε, αλλά εγώ δεν προλάβαινα να τα δω. Γιατί πού να με ρουφήξει που η Αθήνα ήταν η πόλη που μου ’δινε την ευκαιρία μετά να πάω για προπόνηση, μετά να πάω για χορό και μετά ερχόταν το βράδυ; Δεν προλάβαινα να δω ότι μένεις σε ένα κενό και τι κάνεις μέσα σε αυτή τη χαοτική πόλη. Αυτό. Μου πρόσφερε και αυτό ο αθλητισμός. Μου γέμιζε όμορφα τα εικοσιτετράωρα.
Ωραία. Και όλες αυτές οι διακρίσεις και τα ταξίδια; Τώρα, αυτά είναι μια συνέντευξη από μόνα τους κανονικά, κατά τη γνώμη μου. Τόσα ωραία ταξίδια, η διαδικασία να είσαι σε μία αποστολή που είναι–
Βέβαια, να είσαι με την εθνική ομάδα.
Ναι. Τώρα, δεν ξέρω...
Πολύ όμορφη εμπειρία. Μια ωραία γιορτή, μια ωραία κατάσταση, συνθήκη, να εκπροσωπείς την πατρίδα σου... Και ένα ωραίο παιχνίδι. Σοβαρά τώρα το λέω το παιχνίδι. Είναι πολύ όμορφο. Αλλά, ευτυχώς, δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία όλο αυτό το πράγμα να με αγχώσει. Αφετηρία, πρώτα, ήτανε εγώ να περνάω καλά μέσα από τον αθλητισμό και, αφού κατέληγα να πηγαίνω εκεί, καλώς. Δεν ξεκινούσα όμως με σκοπό, και ούτε και τώρα το κάνω. Ας πούμε, το άθλημά μας στην ιστιοπλοΐα, η συγκεκριμένη κατηγορία που είμαι, θα μπει στην Ολυμπιάδα το 2028. Δεν μου μειώνει αυτό εμένα το ενδιαφέρον μου για την ιστιοπλοΐα, γιατί δεν ξέρω αν θα κάνω εγώ μέχρι το ’28. Μπορεί να κάνω και να πάω. Δεν είναι αυτός όμως ο σκοπός μου. Ο σκοπός μου είναι να κάνω καλή ιστιοπλοΐα τα Σαββατοκύριακα που κάνω. Και να έχω μια καλή εμφάνιση στους αγώνες που είναι να κατεβαίνω. Να τους ευχαριστιέμαι εγώ, να έχω την... Αυτό που είπα, ναι.
Τέλεια. Ωραία.
Σίγουρα. Εγώ τώρα σκέφτομαι ότι θα ήθελα να ασχοληθώ και με ένα άλλο άθλημα. Άρα, θα ήθελα να ασχοληθώ ή με την ξιφασκία ή με την τοξοβολία, έχω σκεφτεί, ή με τη σκοποβολή. Γιατί ειδικά η σκοποβολή και η τοξοβολία θέλουν τόσο πολύ focus και συγκέντρωση που θεωρώ ότι είμαι πολύ έτοιμη για κάτι τέτοιο τώρα. Παλιότερα ήθελα να ασχοληθώ και με το τένις. Άρα, μου αρέσουν τα αθλήματα και αγαπώ τα αθλήματα για τα αθλήματα. Γιατί την ώρα που θα κάνεις το άθλημα, ένα δίωρο μες στο εικοσιτετράωρο, βάζεις το σώμα σου σε μία άλλη κινητικότητα, το μυαλό σου αδειάζει, και είναι πολύ όμορφο αυτό. Γι’ αυτό έχω ασχοληθεί με τον αθλητισμό και έχω [01:20:00]μεταπηδήσει απ’ το ένα στο άλλο, όταν ένιωθα ότι το ένα κλείνει να πάω σε κάτι άλλο. Και μπορεί και να συμβεί με κάποιο επόμενο άθλημα τώρα. Είναι δηλαδή ένα χόμπι, μόνο που γίνεται με κάποια σταθερότητα και συνέπεια. Αλλά σαν χόμπι ήταν η μεταξύ μας σχέση, εμένα και του αθλήματος που έκανα. Θέλω να πω, ποτέ εγώ δεν θα ακύρωνα μια συνάντηση το βράδυ έξω με φίλους, γενέθλια, πάρτι, συναυλία γιατί θα έπρεπε την άλλη μέρα να ’μαι ξεκούραστη για την προπόνηση. Γιατί, αν έμπαινα σε τέτοια διαδικασία, δεν θα την αγαπούσα την προπόνησή μου έτσι, γιατί θα ένιωθα ότι μου στερεί κάποια άλλα πράγματα. Εγώ ήθελα και εκεί να μπορώ να πηγαίνω και εννοείται ότι, την άλλη μέρα, αφού πήγαινα κι εκεί, θα ήμουν ακόμη πιο συνεπής στην προπόνησή μου, απαιτούσα απ’ τον εαυτό μου. Δηλαδή πολύ πιο εύκολα δεν θα πήγαινα για μία προπόνηση αν ένιωθα ότι δεν έχω κοιμηθεί καλά, είμαι λίγο κρυωμένη, αισθάνομαι αδύναμο το σώμα μου, παρά αν εγώ το προηγούμενο βράδυ έχω διασκεδάσει. Δεν υπήρχε περίπτωση την άλλη μέρα να χάσω προπόνηση, γιατί δεν θα αισθανόμουνα καλά με τον εαυτό μου τότε. Γιατί δεν μπορούσα να διαβάσω καλά το σώμα μου: είναι γιατί είμαι πραγματικά κουρασμένη ή γιατί έχω ξενυχτήσει και πήγα και διασκέδασα; Δεν μπορώ λοιπόν να πηγαίνω να διασκεδάζω εις βάρος της προπόνησης. Όμως, το να μην πάω στην προπόνηση σεβόμενη την οποία κόπωση του σώματός μου, αυτό το έκανα. Δηλαδή τους όποιους τραυματισμούς μου τους σεβόμουνα πάρα πολύ και τους φρόντιζα, γι’ αυτό και έχω αντέξει και έχω πάθει λίγους. Μέσα σ’ όλο αυτό βέβαια με βοήθησε πάρα πολύ και ο χορός, γιατί είναι σαν να έκανα διατάσεις πολλαπλών χρήσεων, επιλογών και μορφών. Γιατί έκανα όλο αυτό το διάστημα με τα τρία αυτά αθλήματα που καταπιάστηκα. Μάλιστα, το ’98 στην Ολλανδία είχα πάρει μέρος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Χορού Ballroom και είχα πάρει χρυσό μετάλλιο. Βέβαια, τα τελευταία 20 χρόνια κάνω σύγχρονο χορό και αυτοσχεδιασμό, καμία σχέση μ’ αυτό. Αλλά αυτό ήταν ένα είδος αθλητικού χορού.
Ballroom. Δηλαδή είναι–
Τανγκό–
Τανγκό, ε;
Βαλς–
Τι απ’ όλα αυτά είχες χορέψει; Όλα;
Ναι. Είχαμε...
Όλα; Είναι...
Ναι.
Όλα είναι, ε; Τέλεια. Κι άλλη διάκριση, δηλαδή. Σε αθλητικό χορό, έτσι;
Σε αθλητικό χορό, ακριβώς, ναι.
Υπάρχει μία να τα καταφέρεις όλα καλά. Είπες βέβαια ότι δεν είναι ο στόχος ποτέ το μετάλλιο–
Όχι, δεν ήταν ο στόχος το μετάλλιο–
Αλλά πάντως βγαίνει να το παίρνεις το μετάλλιο!
Ναι. Ο στόχος μου ήτανε να έχω μια καλή ποιότητα ζωής, ένα καλό κεντράρισμα με τον εαυτό μου, μια καλή σχέση με τους φίλους μου, την οικογένειά μου. Όχι ότι δηλαδή εγώ στοχεύω εκεί και δεν συντονίζομαι με τα άλλα πράγματα γύρω μου. Γιατί, όπως μιλάω τώρα για τον αθλητισμό, αν είναι να μιλήσω για τη δουλειά μου, εγώ, είκοσι χρόνια τώρα που εργάζομαι στον δημόσιο τομέα, το πρωί υπάρχει μόνο η δουλειά μου. Δηλαδή, αν καθρεφτιστώ και με βλέπω, δεν μπορώ να σκεφτώ ότι εγώ το πρωί μπορεί μετά να την ξεπετάω τη δουλειά για να πάω στο επόμενο. Όχι, το πρωί –και τη λατρεύω και τη δουλειά μου– είμαι στη δουλειά μου. Γιατί είναι ένας άλλος τομέας. Εξάλλου, η δουλειά μου είναι αυτή που μου έχει δώσει το avantage και τη δυνατότητα να μπορώ να ασχολούμαι μ’ αυτά χωρίς να υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μου το αν θα πληρωθώ από μια παράσταση, το αν θα πάρω ένα μετάλλιο γιατί το μετάλλιο θα σου φέρει κάποια χρήματα, γιατί όλα αυτά δημιουργούν άγχος. Και έχω πληρωθεί από παραστάσεις, φυσικά, αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Γιατί το οικονομικό μου, απ’ τη στιγμή που εργάζομαι, είναι λυμένο, άρα γι’ αυτό είπα και τη λέξη χόμπι. Ναι μεν στον αθλητισμό υπήρχε μια προσέγγιση πρωταθλητισμού, ναι μεν στον χορό υπάρχει μια προσέγγιση επαγγελματική, αλλά αυτά είναι σε ένα χαλαρό επίπεδο γιατί εγώ οικονομικά είμαι, δόξα τω Θεώ, καλά απ’ τη δουλειά μου και έχω αυτή την πολυτέλεια να μπορώ να τα βλέπω έτσι. Γιατί έχω σκεφτεί ότι, αν δεν εργαζόμουνα, δεν ξέρω αν θα είχα ασχοληθεί μ’ αυτά με την ίδια αγάπη και την ίδια αφοσίωση. Δηλαδή αυτά ανατροφοδοτούν τη δουλειά μου και η δουλειά μου ανατροφοδοτεί αυτά. Το ένα δίνει ομορφιά στο άλλο.
Για πες για τον χορό. Είπες ότι ξεκίνησες με μία ομάδα, με τη «Λάθος–
Κίνηση.
Κίνηση». Πώς και... Γιατί; Βασικά, πες μας γιατί χορό.
Λοιπόν... Όχι, εδώ θα συμπληρώσω ένα κάτι: γιατί αθλητισμό, λοιπόν–
Ωραία.
Αφού μπήκε το γιατί χορό. Μικρή, στο χωριό, έβλεπα Ολυμπιακούς Αγώνες και, όταν έβλεπα ενόργανη, θυμάμαι να βλέπω τους κρίκους και μετά ο αθλητής καρφωνότανε στο μαλακό αυτό... Όχι στο μαλακό, έπεφτε κάτω. Δηλαδή όλα γίνονταν με τα χέρια στην ενόργανη. Και πάρα πολύ είχα σκεφτεί τον εαυτό μου, ότι «Κι εγώ μπορώ να κάνω αθλητισμό αν το κάνω με τα χέρια». Χωρίς όμως να πήγα γι’ αυτό στον αθλητισμό. Αλλά τώρα μου ήρθε που μου είπες «Γιατί χορό;». Το «Γιατί αθλητισμός;» υπήρχε. Και θυμάμαι, στο σχολείο, εμένα δεν μου άρεσε που είχα απαλλαγή στη γυμναστική ακαδημία... Στη Γυμναστική Ακαδημία λέω... Στο μάθημα της Γυμναστικής. Γιατί θεωρούσα ότι κάπως θα μπορούσα κι εγώ να κάνω γυμναστική. Αλλά ντρεπόμουνα να το πω στον καθηγητή για να μη τον φέρω σε δύσκολη θέση. Θα είχε αυτός τη φαντασία και τον τρόπο ή θα τον δυσκόλευα; Αλλά πάντα με έβλεπα να την κάνω εγώ τη γυμναστική νοερά. Εξάλλου, την έκανα, εδώ που τα λέμε, με τον τρόπο που περπάταγα. Γυμναστική ήταν. Λοιπόν, τώρα, γιατί χορός. Είναι 1991 και ενημερώνομαι ότι δημιουργείται στην Ελλάδα μία ομάδα που σκοπό έχει να αγκαλιάσει, όπως είπα και προηγουμένως, όλων των ειδών τις αναπηρίες και να τους δώσει τη δυνατότητα να εκφραστούν καλλιτεχνικά. Και πηγαίνω στο VSA. Εκεί κάνουμε μια παράσταση στο REX –την παρουσίασε ο Λάκης Λαζόπουλος– με την ομάδα του VSA, την ομάδα της ΕΛΕΠΑΠ και μία ομάδα αντίστοιχου περιεχομένου από τη Ρωσία. Και έρχεται ένας χορογράφος και τη βλέπει, ο Κωνσταντίνος ο Μίχος. Και με πλησιάζει όταν τελείωσε η παράσταση και μου λέει: «Έχεις κάτι πάνω στη σκηνή που δεν το έχουνε επαγγελματίες χορεύτριες». Εγώ δεν ήξερα ποιος ήτανε, αλλά θυμάμαι να σκέφτομαι «Πολύ υπερβολικό, ρε παιδί μου, τώρα αυτό». Αλλά, τέλος πάντων, εγώ την παράσταση την είχα ευχαριστηθεί. Είχαμε χορέψει, σε μία χορογραφία 10 ατόμων, το «Vogue» της Μαντόνα και ήταν πολύ όμορφα. Το ’99 γίνεται ο σεισμός της Αθήνας και ο Σύλλογος Ελλήνων Χορογράφων, στο Παλιό Εργοστάσιο, δίνουν από κοινού μία παράσταση με τις τότε ομάδες χορού με σκοπό τα έσοδα να πάνε στους σεισμόπληκτους. Πάω εγώ να την παρακολουθήσω. Καθόμουνα ψηλά κι έβλεπα χορεύτριες και χορευτές να κάνουν κάτι πατωμικά, κάτι πράγματα με το σώμα τους στο πάτωμα, που τα έβλεπα πάλι πρώτη... Που τα έβλεπα πρώτη φορά. Και πάλι σκέφτομαι αυτό που είχα σκεφτεί με τους κρίκους: «Έλα μωρέ, αυτό κι εγώ μπορώ να το κάνω. Αφού εγώ στο σπίτι μου, πολλές φορές, για να κάνω τις δουλειές, ο τρόπος που θα σφουγγαρίσω κι αυτά, στο πάτωμα το έχω το σώμα μου. Και μάλιστα έχω και καλή γείωση». Γίνεται η παράσταση και στο διάλειμμα με βλέπει πάλι ο Κωνσταντίνος ο Μίχος. Και μου λέει: «Σε θέλω για να έρθεις στην ομάδα μου». Και έτσι έγινε. Από τύχη, δηλαδή. Οπότε πήγα. Εκείνη την περίοδο, πέρα απ’ το VSA, άρχισα και έκανα και αγωνιστικό χορό. Γιατί ο χορός, σε σχέση με τον αθλητισμό, μου έδινε μια άλλη χάρη, με ξεκούραζε διαφορετικά. Και έρχομαι τώρα να γνωρίσω τον αυτοσχεδιασμό και τον σύγχρονο χορό. Κι εκεί βρίσκω μια μαγεία, γιατί είναι ένα διαφορετικό ξεδίπλωμα του σώματος. Όπου κι ένα σώμα με αναπηρία, στον αυτοσχεδιασμό και στον σύγχρονο χορό, όχι απλά έχει θέση αλλά έχει και πολύ ωραία θέση: σαν κοίταγμα, σαν παρουσία στη σκηνή, σαν δυνατότητα... Είναι μαγικό. Κι εκεί είμαι τυχερή γιατί βρίσκομαι σε επαγγελματική ομάδα. Το επίπεδο είναι πάρα πολύ ανεβασμένο. Ο Κωνσταντίνος το πρώτο διάστημα είναι πάρα πολύ προστατευτικός απέναντί μου και πάρα πολύ ενθαρρυντικός, καθόλου πιεστικός. Οπότε εγώ, ουσιαστικά, παίρνω πληροφορίες, βλέπω νοερά, αισθάνομαι να τα κάνω όλα αυτά που κάνουν οι χορεύτριες, έδινα κι εγώ τη δική μου πληροφορία του δικού μου σώματος, και δώσαμε μία πρώτη παράσταση στα εγκαίνια του μετρό το 2002 στον Ευαγγελισμό –που έγινε σε εξωτερικό χώρο– με τη «Λάθος Κίνηση». Μετά με το Terminator στο Μέγαρο Μουσικής στο Φεστιβάλ Ελλήνων Χορογράφων. Και αρκετές άλλες παραστάσεις. Και έτσι μπήκε πια ο χορός στη ζωή μου. Όπου εκεί είδα ότι ο τρόπος που εγώ χρησιμοποιούσα το σώμα μου από μικρό παιδί –και από το ΠΙΚΠΑ ακόμη που μπουσουλούσα για να υπάρξω μέσα στη ζωή, στην καθημερινότητά μου, και να ξετυλιχθεί ο εαυτός μου–, πώς αυτές οι μνήμες τώρα με βοηθούσανε για να υπάρξω σε μία χορογραφική, χορευτική κατάσταση, όπου κύριο εργαλείο πια είναι το σώμα μου. Και γιατί χορός; Και γιατί και χορός; Στον αθλητισμό, το σώμα με αναπηρία δεν είχε καμία δουλειά. Χρησιμοποιούσα τα δυνατά μου χέρια, τα χέρια για να σπρώξω [01:30:00]τις ρόδες και τα χέρια για να κρατήσω τα πανιά. Η αναπηρία μου είναι από τα γόνατα και κάτω, άρα αυτό ήταν βάση για ό,τι έκανα. Και έρχεται τώρα ο χορός και τα αναποδογυρίζει. Γιατί στον χορό δυναμώνει το πέλμα μου, δυναμώνουν τα πόδια μου, κάτι που δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχα ασχοληθεί. Γιατί με το περπάτημα όλο το βάρος πέφτει πάνω στους κηδεμόνες και τα πόδια είναι... Μηχανικά κάνουν την κίνηση. Μηχανικά... Εγώ τη δίνω αλλά την παίρνει το βάρος του κηδεμόνα, δεν είναι από μόνο του το βάρος του ποδιού. Έρχεται, λοιπόν, ο χορός και πώς αντιστρέφει τώρα τα πράγματα! Σαν να μου λέει: «Ειρήνη, τώρα θα δώσεις έμφαση στο σώμα με αναπηρία να το κάνεις τέχνη και να το...» Βοηθούμενο και απ’ το πάνω σώμα. Γιατί και ο αθλητισμός βοηθάει στον χορό. Γιατί έχω τη δύναμη, οπότε, στο contact, να μπορώ να κρατήσω χορευτές στην πλάτη μου, να μπορώ να κάνω τις αναδιπλώσεις –έχω δυνατό κέντρο–, να μπορώ να μπω εγώ πάνω στους άλλους χορευτές. Πόσο αλληλοσυμπληρωματικά, λοιπόν, είναι όλα! Αυτό είναι που με μαγεύει στη ζωή άμα κάτσω κι εγώ και τα σκεφτώ και τα αναλύσω. Γιατί και ο χορός με τον αθλητισμό σ’ εμένα αλληλοσυμπληρώθηκαν, όπως αλληλοσυμπληρωματικό είναι και το σώμα μου: το σώμα από κάτω και το σώμα από πάνω.
Τέλεια. Έχει αλλάξει η αντίληψη που έχεις για το σώμα σου μέσα απ’ τον χορό, μέσα από όλη αυτή τη δουλειά;
Ναι, ναι.
Γιατί είναι δουλειά ο αυτοσχεδιασμός. Θέλει…
Ναι, έχει αλλάξει γιατί, πριν ασχοληθώ με τον χορό... Με τον αυτοσχεδιασμό και τον σύγχρονο χορό... Στο προηγούμενο στάδιο χορού αυτό δεν υπήρχε σαν αίσθηση και σαν σκέψη... Ναι, μου ’χει γίνει πιο συνειδητό το σώμα μου που έχει αναπηρία. Έχει βελτιωθεί η φυσική του κατάσταση. Ξέρω εγώ να το χρησιμοποιώ καλύτερα. Μου έχει γίνει πιο αγαπητό δεν θα το πω, γιατί πάντα το αγαπούσα. Μου έχει γίνει όμως πιο ενδιαφέρον. Με έχει κάνει να σκεφτώ ότι τα σώματα με αναπηρία μέσα στον χορό έχουν να παρουσιάσουν μια διαφορετική εικόνα. Που μπορείς να δεις... Ένα σώμα με αναπηρία μπορείς να το δεις και σαν τέχνη. Γιατί είναι κάτι σαν ένας ζωγράφος να το ’χει παραποιήσει και να είναι κάτι άλλο απ’ αυτό το κοινό που βλέπει το μάτι. Οπότε μου ’χει δημιουργήσει τέτοιες σκέψεις.
Είπες κάποιες παραστάσεις. Είπες την πολύ εντυπωσιακή, την υποβρύχια. Εντάξει καταπληκτικά! Έχεις κάνει πολλά βέβαια τώρα–
Άλλη μία παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το 2007. Στο Μουσείο Μπενάκη έγινε, στο αίθριό του, πάλι με τη «Λάθος Κίνηση». Ήταν η παράσταση «Μάχες του Μαραθώνα».
Μην αγχώνεσαι να τα σκεφτείς τώρα όλα–
Και, ναι, έχω κάνει–
Είναι λογικό, έχεις κάνει πάρα πολλά εντός και εκτός...
Αρκετές παραστάσεις και στο εξωτερικό.
Αν θες να ξεχωρίσεις ίσως κάποια, και για ποιο λόγο. Γιατί καταλαβαίνω ότι είναι πολύ δύσκολο. Δεν χρειάζεται να τις πούμε όλες, έχεις ένα πλούσιο βιογραφικό...
Ξεχωρίζω σίγουρα την παράσταση με την ομάδα της κατάδυσης. Ήταν κάτι μοναδικό. Και ξεχωρίζω και την παράσταση του 2004, το «Terminator», γιατί ανέβηκα στη σκηνή με κηδεμόνες και υποτίθεται ότι ήμουνα ο άνθρωπος-μηχανή. Και ήτανε ασύλληπτο σαν ιδέα αυτό και σαν σκέψη. Δηλαδή η λειτουργία μου χορευτικά πάνω στη σκηνή ήταν πολύ μηχανολογικής εξερεύνησης. Και ήταν η πρώτη φορά που χόρευα με τους κηδεμόνες, και απ’ τις λίγες που το έχω κάνει. Αλλά ήταν τόσο πετυχημένη η ιδέα του Κωνσταντίνου του Μίχου. Και οι πατερίτσες εκεί βρήκανε θέση. Αυτή θα ξεχώριζα. Αυτές τις δύο.
Η έκθεση δεν σε τρόμαξε ποτέ, ε; Στον κόσμο, στο κοινό.
Δεν θα ήταν λίγο περίεργο να με τρομάξει όταν εγώ, από μικρό παιδί, είμαι εκτεθειμένη; Γιατί ένας άνθρωπος με αναπηρία, αν ο ίδιος συμφιλιωθεί με το διαφορετικό του σώμα και πει ότι «Θα μπω μέσα στην κοινωνία να ζήσω τη ζωή μου», δεν μπορεί παρά εκτεθειμένος να είναι. Είσαι εκτεθειμένος, θέλοντας και μη, γιατί είσαι κάτι διαφορετικό. Εγώ εκτεθειμένη ήμουνα και όταν πρωτοαγόρασα το Smart, γιατί το πήρα... Το ’χω ακόμη, 20 χρόνια τώρα. Ήταν το πρώτο Smart που κυκλοφόρησε στην Αθήνα, απ’ τα πρώτα. Οπότε πάλι με βλέπανε. Αλλά δεν με βλέπανε τώρα για την αναπηρία μου, με βλέπανε γιατί βλέπανε το Smart. Μου άρεσε, γιατί ήτανε κάτι το σύνηθες σ’ εμένα γενικά να με κοιτάζουνε. Μετά παίρνω σκουτεράκι ηλεκτροκίνητο, το 1997 –το πρώτο μπορεί να ήταν που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα–, κι εγώ έκανα πια όλη μου την καθημερινότητα με το σκούτερ. Πάλι ο κόσμος το κοίταζε πάρα πολύ περίεργα. Θέλω να πω, κάτι το ξεχωριστό... Κι εγώ κοιτάω κάτι ελεύθερα που εμπίπτει της μη ομαλότητας και... Γιατί θα κοιτάξω γιατί θέλω να το μάθω, να το δω. Άρα, επειδή κι εγώ μάλλον ήμουν από μικρό παιδί πάρα πολύ περίεργη, δεν με ενοχλούσε ποτέ. Θεωρούσα ότι είχε δικαίωμα ο κόσμος να με κοιτάει. Βέβαια, το κοίταγμα πρέπει να έχει μέσα του μια παιδεία, μια κομψότητα. Δεν λέω ότι όλα τα κοιτάγματα ήταν έτσι. Αλλά είχα εγώ την κατανόηση, και γι’ αυτό δεν με άγγιξαν περίεργα κοιτάγματα. Δηλαδή σαν να σκεφτόμουν από μικρή «Δεν γίνεται τώρα μ’ αυτά τα κοιτάγματα εγώ να έχω stop στη ζωή μου ή στη σκέψη». Τα κοιτάγματα ήταν δεδομένα κι εγώ ήταν δεδομένη και η δική μου διάθεση και πρόθεση απέναντι στη ζωή. Αλλά πώς ξεκίνησε η ερώτηση; Με την έκθεση. Α, ναι, οπότε η έκθεση, ναι, δεν είναι κάτι που... Είναι κάτι που θεωρώ ότι μπορώ να το διαχειριστώ.
Και ο χορός για όλους, ε; Με βάση αυτά που έλεγες πριν, ο χορός είναι για όλους;
Εννοείται. Ειδικά ο χορός κι αν είναι για όλους! Γιατί τι είναι το σώμα μας; Μια ροή –70% έχει μέσα νερό– που όλοι χορεύουμε, συνειδητοποιώντας το ή μη, μέσα από όποια κίνηση. Ακόμα και πλευρό να αλλάξουμε στον ύπνο μας πάνω στο κρεβάτι. Δεν ξέρω, ακόμα και ο τρόπος που πλένουμε τα πιάτα. Το σώμα μας μέσα την έχει αυτή τη χορευτική του διάσταση, συνειδητά και ασυνείδητα. Και όλα τα σώματα, όλες οι φυλές, όλοι οι σωματότυποι... Γιατί είμαστε εν δυνάμει... Ποιοτικά, ένας χορός είμαστε. Ναι, θα έλεγα ότι αν... Ποια είναι η απόσταξη του ανθρώπου; Ένας χορός είναι.
Segment 4
Για την προσβασιμότητα, τη θετικότητα απέναντι στη ζωή και την αγάπη για τον εαυτό
01:36:40 - 01:54:03
Ωραία. Να κάνω μια ερώτηση ακόμα; Θες να...
Να την κάνουμε. Να την κάνουμε, ναι.
Είναι λίγο πιο προσωπική. Στην προσωπική σου ζωή, πιστεύεις ότι έχει... Μάλλον, η αναπηρία σου έχει επηρεάσει την προσωπική σου ζωή, πιστεύεις; Είχε επιπτώσεις, με κάποιον τρόπο;
Προσωπική ζωή, εννοείς τη σχέση μου με το άλλο φύλο; Να το πούμε πιο συγκεκριμένα;
Ναι, ναι.
Ναι, την έχει επηρεάσει. Εγώ τον έρωτα τον έχω χαρεί πάρα πολύ στη ζωή μου, γιατί είχα θάρρος –και θράσος, θα έλεγα– και τον διεκδικούσα. Όμως, θεωρώ ότι οι άντρες απέναντι σε μία γυναίκα με αναπηρία είναι πολύ διστακτικοί, κάτι που δεν... Το αντίστροφο δεν ισχύει. Μία γυναίκα πολύ πιο εύκολα θα ερωτευτεί έναν άντρα με αναπηρία παρά το αντίστροφο. Αυτή τη στιγμή δεν βρίσκομαι σε σχέση, αλλά δεν ξέρω τελικά αν είναι λόγω της αναπηρίας ή αυτού που λέω –γιατί έχω κάνει σχέσεις– ή αν είναι και λόγω του χαρακτήρα μου και λόγω της ιδιοσυγκρασίας μου. Ο έρωτας, για να υπάρχει, θα πρέπει να είναι τελείως μέσα μου. Δηλαδή δεν θα συμβιβαζόμουνα σε μία απλή σχέση για τη σχέση. Θα πρέπει κι αυτό να έχει μια δύναμη μέσα του, για μένα, για να έχει οντότητα. Και λόγο ύπαρξης, γιατί θέλω να τον ζω τον έρωτα πραγματικά. Αλλά, ναι, εδώ η αναπηρία θεωρώ ότι έχει παίξει τον ρόλο της. Όμως, κι εδώ έχω μια κατανόηση. Και... Γιατί αν δεν γνωρίσεις ένα... Ο έρωτας έχει πολύ να κάνει σαν πρώτη αίσθηση μ’ αυτό το ξελογιαστικό, το οπτικό, το πρώτο. Βέβαια, μετά απ’ το πρώτο διάβασμα, υπάρχει και το δεύτερο και το τρίτο. Ναι, αν σ’ αυτό το πρώτο, ας πούμε, χάνω κάποιους πόντους, δεν θεωρώ καθόλου ότι τους χάνω στα επόμενα διαβάσματα. Άρα, δεν θεωρώ ότι είναι η αναπηρία. Όμως, σαν έτσι να είμαι κάθετη στην ερώτηση, ναι, παίζει ρόλο. Έχει παίξει.
Πώς θα μπορούσαμε να μην παίζει ρόλο; Μπορείς να σκεφτείς δηλαδή... Βασικά, ας την κάνω αλλιώς την ερώτηση, συγγνώμη. Γενικά, τι θα ήθελες να αλλάξει ώστε να μην παίζει ρόλο για κανέναν λόγο: αν θα σε ερωτευτεί κάποιος, αν θα χορέψεις μαζί του; Που έλεγες για το σχολείο τότε–
Για το σχολείο, ναι, αν σε καλέσει να πάτε για ορειβασία, με τι τρόπο θα πάτε!
Πώς θα μπορούσε;
Κοίταξε, τώρα θα πω κάτι που ανατρέπει βέβαια το προηγούμενο. Ο έρωτας έχει τόσο δική του δύναμη που από μόνος του ανατρέπει τα πάντα. Έτσι ήταν και κάποιοι έρωτες που έζησα, που δεν στάθηκε μπροστά καμία αναπηρία και τίποτα. Άρα, την έχει τη δύναμη από μόνος του ο έρωτας, δεν χρειάζεται εγώ να πω κάτι. Απλά, στην ερώτηση αν ένα σώμα με αναπηρία είναι δυσκολοπρόσβατο στο φλερτ –για να το κάνω πιο συγκεκριμένο–, ναι, είναι. Αυτό. Όχι, δεν... Και βέβαια. Ο έρωτας σκίζει βουνά, σκίζει τα πάντα! Μπροστά σε ένα σώμα διαφορετικό θα σταθεί; Δεν θα σταθεί ο πραγματικός έρωτας. Αλλά το φλερτ έχει τις δυσκολίες του. Έτσι, θεωρώ τώρα ότι είναι πιο ολοκληρωμένη η απάντησή μου. Άρα, δεν έχω να προτείνω κάτι γιατί ο έρωτας τα ξέρει από μόνος του αυτά.
Οκ. Γενικά, τότε, αν, ας πούμε... Γενικά, έχεις μια πάρα πολύ θετική εικόνα για τη ζωή έτσι; Δηλαδή–
Ναι, έχω.
Είσαι πολύ θετικός άνθρωπος και έχεις πολύ θετική εικόνα. [01:40:00]Ωστόσο, αν μπορούσες να πεις ότι θα ήθελες να αλλάξουν κάποια πράγματα, τι θα ήθελες να αλλάξεις για να είναι καλύτερα η ζωή η δικιά σου ή άλλων ανθρώπων; Γιατί μπορεί να ’ναι και άλλοι άνθρωποι που δεν έχουν την ίδια θετική διάθεση προς τη ζωή και να θέλουν ένα σπρώξιμο παραπάνω.
Σωστά. Ένα πρώτο σημαντικό πράγμα είναι, πολεοδομικά, κτιριακά, οι χώροι να είναι προσβάσιμοι. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί είναι σαν να έχεις τα πόδια σου. Άρα, ξέρεις ότι θα βγεις έξω, δεν θα χρειαστεί να ζητήσεις καμία βοήθεια ή να πάρεις από πριν μια βοήθεια για να πραγματοποιήσεις μια σου επιθυμία. Αυτό, λοιπόν, ας πούμε, ότι υπάρχει. Που είναι μια ιδανική συνθήκη. Εγώ αυτή τη δυσκολία, της μη προσβασιμότητας, που μιλάμε για την Αθήνα, τη συνάντησα και στη Γαλλία, τη συνάντησα και στο Βέλγιο, τη συνάντησα και στην Ολλανδία... Δηλαδή δεν είναι και έξω ιδανικά τα πράγματα. Υπάρχουν κτίρια παλιά που δεν έχουνε διάφορες διευκολύνσεις για ανθρώπους με αναπηρία. Ας πούμε, λοιπόν, ότι αυτό δημιουργείται, μια πλατφόρμα ιδανική προσβασιμότητας κινητικής. Ένα επόμενο επίπεδο είναι η προσβασιμότητα η ανθρωπιστική, θα την έλεγα. Είναι όμορφο οι άνθρωποι, μέσα απ’ το σχολείο τα παιδιά, να αποκτήσουν κάποια παιδεία, για το τι είναι η αναπηρία, πώς τη βιώνουν οι άνθρωποι, πώς είμαστε εμείς απέναντί της, πώς μπορούμε να είμαστε. Ότι είναι κάτι μέσα στη ζωή μας, ότι είναι κι αυτοί φυσιολογικοί άνθρωποι όπως είμαστε όλοι μας. Να μην υπάρχει ο φόβος απέναντι στην αναπηρία και να υπάρχει μια γνώση για την αναπηρία και τα είδη της αναπηρίας. Ήδη εγώ, με την Ολυμπιακή Εκεχερεία και με το VSA παλιότερα, κατά καιρούς πηγαίνουμε σε σχολεία και κάνουμε ομιλίες. Δεν το κάνω μόνο εγώ. Το κάνουνε πάρα πολλά παιδιά στην Ελλάδα, αθλητές και μη. Επίσης, οι άνθρωποι που έχουν την αναπηρία θα πρέπει, αυτοί πρώτα απ’ όλα, να θέλουνε να κερδίσουν τη ζωή τους, την καθημερινότητά τους και την ποιότητά τους, και να τη διεκδικούνε με διάφορους τρόπους. Πάντα υπάρχει ένας τρόπος. Μπορεί να μη μπορούμε να τα κάνουμε όλα και να είναι τα πάντα προσβάσιμα. Θα κάνουμε μια επιλογή. Εξάλλου, και οι άνθρωποι που δεν έχουν αναπηρία δεν έχουν πρόσβαση σε όλες τους τις επιθυμίες. Κι αυτοί στοχεύουν με βάση τις δικές τους δυνατότητες, επιθυμίες και επιλογές. Γιατί και αυτό, «Τα πάντα προσβάσιμα»... Μα δεν θα χρησιμοποιήσεις και τα πάντα! Βέβαια, τα πάντα προσβάσιμα για τις τόσες διαφορετικές κατηγορίες, για τους όλους που μπορεί να χρησιμοποιήσουν... Άρα, εσύ στόχευσε σ’ αυτά που θα βοηθήσουν εσένα και μη βγάζεις γκρίνια για λίγο παραπλήσια μην... Και στέκεσαι εκεί και μαγκώνουν τη δική σου θετικότητα στη ζωή. Εννοώ... Θέλω να πω ότι εννοείται ότι μια προσβασιμότητα, και σε ανθρώπινο επίπεδο και σε υλικοτεχνικό επίπεδο, είναι απαραίτητη για να μπορεί ένας άνθρωπος με αναπηρία να νιώθει την ελευθερία του και να μην κάνει ταρζανιές και να πρέπει να είναι αθλητής για να κατεβαίνει τα... Τα πεζοδρόμια τα κατάλληλα... Εννοείται ότι είναι απαραίτητο αυτό.
Κατάλαβα. Ακόμα μια ερώτηση. Σ’ έχω εξαντλήσει λίγο, αλλά τελειώνουμε! Εσύ από πού αντλείς όλη αυτή τη θετική διάθεση, πιστεύεις; Τώρα, μικρή ερωτησούλα! Το πείσμα, την επιμονή; Αυτό που λες ότι «Θέλω να φτάσω και θα τα καταφέρω»; Έχεις καταλάβει από πού προέρχεται όλη αυτή η πίστη;
Ναι, το έχω σκεφτεί και προσπαθώ κι εγώ να το αναλύσω και το ψάχνω. Θεωρώ ότι μοιάζω πάρα πολύ στη μητέρα μου. Είναι μια γυναίκα που, εκεί στα βουνά που έχει μεγαλώσει, κάποιες στιγμές νιώθεις ότι είναι και η ίδια ένα βουνό και απ’ την άλλη ότι είναι και θάλασσα. Δηλαδή έχει πάνω της τόσο έντονα και το δυναμικό και το απαλό στοιχείο. Είναι πολύ δυνατή σαν γυναίκα. Στις αγροτικές δουλειές δεν μπορούσε τίποτα να τη δαμάσει. Θυμάμαι να οργώνει και να βλέπω την εικόνα και να λέω: «Θεέ μου, είναι πιο δυνατή απ’ τα άλογα!». Έχει μεγαλώσει ελεύθερη στα βουνά και έχει ένα ελεύθερο πνεύμα και μια ελεύθερη σκέψη. Εγώ, μικρή, στο ΠΙΚΠΑ, αγαπούσα τόσο πολύ τον ήλιο που, μην έχοντας μεγαλώσει σε μια δομή οικογένειας, είχα την αίσθηση μέσα μου ότι με έχει γεννήσει ο ήλιος. Γιατί γέμιζα με τόση ευτυχία όταν τον έβλεπα! Θυμάμαι δηλαδή αυτές τις γραμμές που κάνει ο ήλιος όταν περνάει από... Και τις γραμμές που έκανε μέσα στον θάλαμο σαν ακτίνες λέιζερ, έτσι όπως μπαίνανε. Κι εγώ θυμάμαι να γίνομαι ευτυχισμένη. Και, σε πολύ μικρή ηλικία, νόμιζα ότι έχω γεννηθεί μέσα απ’ τον ήλιο. Τη δύναμη, λοιπόν, για τη ζωή πρέπει να την παίρνω και κυτταρικά, γονιδιακά, από την... Είμαστε όλοι η οικογένειά μου έτσι, θετικοί άνθρωποι. Και τα ανίψια μου, δηλαδή μέχρι η τρίτη γενιά. Και σκεφτόμουνα μικρή ότι «Ωραία, ήρθα στον κόσμο με μια αναπηρία, με ένα διαφορετικό σώμα», αλλά θα μπορούσα όμως και να μην έχω έρθει καθόλου, να έχει γίνει κάτι λάθος και να μην έχω υπάρξει. Οπότε αυτή η δεύτερη σκέψη έκανε την πρώτη σκέψη, ότι «Υπάρχω με την αναπηρία», να αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που υπάρχω. Κι εκεί, νομίζω, μπαίνει μία τέλεια.
Να πω εγώ ότι είμαι λίγο εντυπωσιασμένη. Δεν ξέρω αν είναι η σωστή λέξη. Που οι γονείς σου, ωστόσο, επειδή αγρότες σε ένα απομακρυσμένο μέρος, κάτι κάνανε –που δεν το έχω καταλάβει ακριβώς– που σε διαμορφώσανε με αυτό τον τρόπο–
Να σου πω τι κάνανε;
Χωρίς να–
Ξέρεις τι πιστεύω ότι κάνανε-
Ξέρεις, ξέρουν και τα πολλά τα δικά μας, που διαβάζουμε ας πούμε–
Μέσα στην απλότητά τους, αυτοί οι άνθρωποι μεγάλωναν τα παιδιά τους... Δεν μιλάω μόνο για τη δική μου οικογένεια. Γενικότερα, οι άνθρωποι της επαρχίας και εκείνων των σκληρών ετών. Οι άνθρωποι... Τι θέλει ένα παιδί για να αναπτυχθεί; Μια αγάπη, μια ζεστή κατάσταση, εμπιστοσύνη... Αυτά. Και να το αφήσεις να ανοίξει τα φτερά του. Εγώ πιστεύω ότι τα είχα αυτά. Τα είχα και τα οχτώ πρώτα χρόνια στο ΠΙΚΠΑ –γιατί είχα πάρα πολλή αγάπη εκεί μέσα– και τα είχα μετά... Εγώ ήδη πήγα στην οικογένειά μου 8 χρονών ως ένα παιδί που είχα δεχτεί την αγάπη. Άρα, δεν πήγα εκεί με μία μανία να πάρω αγάπη. Εγώ όλοι με αγαπούσανε. Και αγαπούσα και η ίδια τον εαυτό μου, βασικά. Οπότε, εκεί που μπήκα, εννοείται ότι η αγάπη υπήρχε σαν ύπαρξη –εγώ και ποια ήταν η σχέση μου μαζί της–, οπότε και εγώ τους φερόμουνα με αγάπη και δημιουργήθηκε ένα... Δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητή.
Γίνεσαι, γίνεσαι. Η αγάπη για τον εαυτό σου, όμως. Αυτό είναι που... Πώς... Τώρα τι συζητάμε... Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Αλλά νομίζω ότι αυτή είναι ο πυρήνας για... Πώς αγαπάς τον εαυτό σου και πώς κάποιοι το καταφέρνουμε και κάποιοι δεν τα καταφέρνουμε; Και αναρωτιέμαι–
Δεν ξέρω–
Αν έχεις σκεφτεί αυτό το κομμάτι, δηλαδή ποιο πιστεύεις ότι είναι το καθοριστικό σημείο.
Νομίζω ότι είναι το ενδιαφέρον μου για τη ζωή, αυτή η περιέργεια. Και την οποία την έχω... Εγώ είμαι έτοιμη τώρα να πάω σε οποιοδήποτε σεμινάριο... Είχα πάει πριν τρία χρόνια σε ένα σεμινάριο κοσμήματος και έπιανε το χέρι μου... Είχα συγκινηθεί πάρα πολύ με αυτά που έβλεπα ότι είχαν δημιουργηθεί μέσα στο εξάμηνο που πήγαινα. Δηλαδή είμαι ανοιχτή να κάνω το οτιδήποτε. Απ’ αυτό μάλλον πηγάζει η αγάπη μου για τη ζωή. Έχει πολύ ενδιαφέρον η ζωή. Έχει πάρα πολλές κατευθύνσεις, μπορεί να τη δεις από πάρα πολλές ματιές, μπορείς να κάνεις πάρα πολλά πράγματα. Δεν ξέρω. Ναι, είχα πάντα περιέργεια για τη ζωή. Με λίγα λόγια, αυτό το πράγμα που ονομάζεται ζωή, με αυτά τα τρία του γραμματάκια, θεωρώ ότι είναι... Ρε παιδί μου, έρχεσαι σ’ αυτό τον κόσμο, έχεις την τύχη να έρθεις. Για μένα, τύχη είναι. Θα φύγεις! Καλά, εγώ μικρή δεν ήξερα ότι θα φύγω. Τώρα τα λέω, που έχω μεγαλώσει και ξέρω ότι θα φύγουμε. Μικρή, θεωρούσα ότι κάτι λάθος κάνουν οι άνθρωποι και... Όταν πέθανε ο παππούς μας στο χωριό, σκεφτόμουν «Μα κάτι λάθος έκανε, αφού εγώ δεν θα πεθάνω ποτέ». Πίστευα ότι οι άνθρωποι δεν διατρέφονται καλά, καπνίζουνε, κάτι δεν έχουν προσέξει, και γι’ αυτό φεύγουνε. Γιατί ο άνθρωπος δεν φεύγει, γιατί εγώ δεν θα έφευγα... Τόση δύναμη υπήρχε μέσα μου για τη ζωή! Εγώ συνειδητοποίησα, και συμφιλιώθηκα και μια χαρά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ότι εννοείται ότι φεύγουμε... Και αυτό τώρα με βάζει σε μια καινούργια κινητικότητα. Αφού λοιπόν φεύγουμε –και τώρα το πιστεύω και το ’χω συνειδητοποιήσει και το ξέρω–, άρα ένα καινούργιο κίνητρο να ζήσω ακόμη πιο όμορφα. Άρα, είναι η ίδια η ζωή. Αφού είμαστε μέσα στη ζωή, η ζωή από μόνη της έχει τόσες ομορφιές, τόσα μυστικά, τόση σοφία, που μόνο αυτό, να κάθεσαι και να αφουγκράζεσαι και να βλέπεις, έχεις μια πολύ όμορφη εξέλιξη και πορεία.
Τέλεια. Εγώ είμαι πολύ καλυμμένη. Νομίζω ότι αυτό ήτανε και ένα κλείσιμο. Αλλά πάρε λίγο τον χρόνο σου αν θέλεις να πεις κάτι που δεν βρήκες την ευκαιρία –μην αγχώνεσαι γι’ αυτό–, που δεν σκέφτηκες, που σου δημιουργήθηκε με τη συζήτηση, που είχες σκεφτεί από πριν. Θα σου ’λεγα κάποια συμβουλή ή ευχή. Κάποια συμβουλή, αλλά νομίζω ότι αυτό που είπες τώρα ήταν [01:50:00]σαν συμβουλή. Κάποια ευχή, κάτι...
Ακριβώς.
Σκέψου, σκέψου.
Θα ήθελα να συμπληρώσω τι σημαντικό ρόλο παίζει κάποιες φορές η τύχη στη ζωή μας. Αλλά, ενώ είναι τύχη, μπορεί και να μην είναι και τύχη. Γιατί όλοι έχουμε τις τυχερές στιγμές μας, όταν όμως έχουμε προετοιμαστεί γι’ αυτή την τυχερή στιγμή γίνεται μεγάλη τύχη. Είναι Πέμπτη απόγευμα κι εγώ ετοιμάζομαι να πάω για προπόνηση στο Ολυμπιακό Στάδιο. Και χτυπάει το σταθερό. Εγώ πότε όταν έφευγα απ’ το σπίτι δεν συνήθιζα να σηκώνω το σταθερό, γιατί δεν μου άρεσε να το κλείνω στον άλλο. Γιατί εγώ έπρεπε 3 η ώρα να είμαι στο Ολυμπιακό Στάδιο. Κάτι όμως μου έλεγε να το σηκώσω. Θυμάμαι να είμαι με το πόμολο στην πόρτα και γυρίζω και το σηκώνω. Και είναι ο ξάδερφός μου ο Δημήτρης –τρεις Δημήτρηδες είπαμε στην ιστορία!–, ο οποίος μου λέει: «Είμαι στον ΟΑΕΔ στην Ηλιούπολη και έχει προκηρυχθεί ένας διαγωνισμός για το Υπουργείο Οικονομικών. Αν σε ενδιέφερε, να καταθέσεις τα χαρτιά σου». Εγώ ήταν δύο χρόνια που είχα πάρει το πτυχίο μου. Εγώ τα είχα όλα έτοιμα γι’ αυτή τη στιγμή που θα ερχότανε. Γιατί το λέω; Γιατί, αν δεν τα είχα έτοιμα –ο Δημήτρης με παίρνει την Πέμπτη και την Παρασκευή ήταν η τελευταία ημερομηνία–,δεν προλάβαινα εγώ ούτε στη σχολή να πάω να πάρω το πτυχίο μου, ούτε ό,τι δικαιολογητικά άλλα χρειάζονταν. Εγώ είχα έτοιμο τον φάκελό μου, πάω την Παρασκευή το πρωί, τον καταθέτω με τα γνήσια αντίγραφα, και βέβαια, με το που τον κατέθεσα, είπα: «Εγώ διορίστηκα». Γιατί; Ο διαγωνισμός αυτός ήτανε το 1999 –’98 με ’99– 1.800 θέσεις για το Υπουργείο Οικονομικών, στις οποίες οι 30 ήτανε για απόφοιτους απ’ το Πολιτικό της Νομικής και άλλες 30 θέσεις ήτανε για υποψηφίους με αναπηρία απ’ το Πολιτικό της Παντείου. Πόσοι πια; 60 άτομα με αναπηρία και να έχουν τελειώσει το Πολιτικό της Νομικής και της Παντείου; Ήδη εγώ στη σχολή μου είχα μόνο άλλες δύο συμφοιτήτριες με αναπηρία. Δεν είναι δηλαδή τύχη αυτό το πράγμα; Γιατί εγώ θα μπορούσα αυτό να μην το έπαιρνα είδηση αν δεν είχα αυτό το τηλεφώνημα ή, αν το είχα, εγώ να μην ήμουνα έτοιμη και... Γιατί μου είχε δοθεί μια ευκαιρία να δουλέψω κατά τη διάρκεια που ήμουνα φοιτήτρια, αλλά είχα πει όχι γιατί λέω «Αν δουλέψω εγώ τώρα, τι κίνητρο θα έχω να πάρω το πτυχίο μου;». Ήθελα πάντα να πατάω σταθερά στα βήματά μου. Γιατί όντως ήτανε δύσκολο... Η σχολή μου δεν ήταν εύκολη για μένα, η συγκεκριμένη σχολή. Και ήθελα να έχει αξία ότι θα πάρω το πτυχίο μου. Γιατί το πτυχίο μου είναι αυτό που θα με βάλει στην αγορά εργασίας για να διεκδικήσω τη δουλειά μου μετά. Όπως και έγινε, δηλαδή. Αυτό σαν συμπλήρωση.
Ναι, και δεν το είπαμε. Έχεις πάρα πολύ δίκιο.
Η τύχη, δηλαδή, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει. Και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι: η ετοιμότητα.
Τέλεια.
Αυτά.
Μια ευχή; Έλα, είναι και δύσκολες οι εποχές!
Μωρέ, τώρα τι ευχή να πω; Το θεωρώ πολύ μικρό να πω μια ευχή. Νομίζω, μπορεί ο καθένας απ’ αυτά που άκουσε να βγάλει τις ευχές του και τη δική του στάση. Κι εγώ σέβομαι όλους τους ανθρώπους, όλες τις δυσκολίες, όλες τις καταστάσεις, Αυτά είναι έτσι για μένα, γιατί εγώ είχα αυτή την ιδιοσυγκρασία και έτσι τα είδα. Εγώ μπορώ να ακούσω τη ζωή ενός ανθρώπου όπου έχει πολλές δυσκολίες μέσα και είναι και ο ίδιος πολύ απαισιόδοξος, αλλά αν ο τρόπος με τον οποίο όλα αυτά το υποστηρίζει μπορεί πάρα πολύ να με συγκινήσει και να κατανοήσω τη δική του στάση. Οπότε αρκεί... Να, βγήκε η ευχή, ας πούμε! Ο κάθε άνθρωπος πρέπει, με βάση τις δυνατότητές του και τα δικά του θέλω, να τα διεκδικεί και να τα κάνει πράξη. Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι μέσα πρέπει να υπάρχουν πρωταθλήματα, πρέπει να υπάρχουνε παραστάσεις... Τίποτα! Και το μικρό και το ταπεινό, αν είναι μέσα στις δικές σου προσδοκίες, είναι η δική σου παράσταση για τη ζωή. Αυτό.
Τέλεια. Ευχαριστώ πάρα, πάρα, πάρα πολύ.
Κι εγώ.
Photos

Παράσταση στο σωματείο « ...
Παράσταση με την Alin Batanian στο σωματεί ...

Σε πρωτάθλημα στίβου
Στίβος 1993 Καλλιμάρμαρο (δεν γνωρίζουμε τ ...

Σκι στην Βασιλίτσα
Σκι στην Βασιλίτσα, χειμώνας 1999. Φωτογρά ...

Η αφηγήτρια σε παιδική η ...
Στο χωριό με τα αδέλφια της και δυο πρώτα ...

Αφίσα του Europe beyond ...
Αφίσα του Europe beyond access με φωτογραφ ...

Άρση βαρών
Άρση βαρών σε πάγκο, 2016 Φωτογραφος Νεκτ ...

Στη Σαντορίνη
Στη Σαντορίνη το 2016

Sailability Hellas
Sailability Hellas 8/3/2018

Η αφηγήτρια στο χωριό
Στο χωριό 2017 Φωτογραφία ο ανιψιός της ...

Η αφηγήτρια ιστοπλοΐα
Ιστιοπλοΐα 2014 Φωτογράφος από την Ομοσπον ...

Drops of breath
Φωτογραφία από πρόβα για την πρώτη παγκόσμ ...

Drops of breath
Φωτογραφίες από την πρώτη παγκόσμια υποβρύ ...

ANAMESA Festival Edition ...
ANAMESA Festival Edition 4th σε συνδιοργάν ...

Από παράσταση στην εκδήλ ...
Από την παράσταση «Χορεύοντας με τα Χέρια» ...

oving Cities στην Αθήνα
Από το project Moving Cities στην Αθήνα σ ...

Πηγαίνοντας για ιστιοπλο ...
Πηγαίνοντας για ιστιοπλοΐα Φωτογραφία της ...

Festival Anamesa
Festival Anamesa Athens 2013 Φωτογράφος: ...

Η αφηγήτρια σε διακοπές
Σπέτσες 5/8/2017

Σε εργαστήρια χορού στο ...
Εργαστήρια χορού στο πλαίσιο του προγράμμα ...

Η αφηγήτρια σε πρόβα χορ ...
Πρόβα με την Alin Batanian 2016 Φωτογραφος ...

Στην Ανάβυσσο για πρόβα ...
Ανάβυσσος Καλοκαίρι του 2015 Πρόβα για το ...

“Drops of breath” πρόβα
Ανάβυσσος Καλοκαίρι του 2015 Πρόβα για το ...

Η αφηγήτρια κάνει ιστιοπ ...
International Sailing Center Medemblik Βόρ ...

Παράσταση στο All Souls ...
Στο φεστιβάλ All Souls Festival, φεστιβάλ ...

Φωτογραφία από την συνέν ...
Φωτογραφία που έβγαλε η αφηγήτρια πριν την ...

Φωτογραφία από την συνέν ...
Φωτογραφία που έβγαλε η αφηγήτρια πριν την ...

Ειρήνη Κουρούβανη

Ειρήνη Κουρούβανη
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Ειρήνη Κουρούβανη γεννήθηκε με αρθρογρύπωση των κάτω άκρων, ένα είδος κινητικής αναπηρίας που χαρακτηρίζεται από ατροφία των ποδιών. Η οικογένειά της ζούσε στα Πετράλωνα Ολυμπίας της ορεινής Ηλείας, αλλά η ίδια, μέχρι τα εφτάμισι χρόνια της, έμεινε στο ΠΙΚΠΑ Πεντέλης, όπου πραγματοποίησε σειρά επεμβάσεων και μεγάλωσε μέσα σ' ένα κλίμα παιδικής συντροφικότητας. Η επιστροφή της στο χωριό και στην οικογένεια δεν ήταν απλή υπόθεση: δυσκολία προσαρμογής και κατανόησης της έννοιας της οικογένειας, τεράστια διαφοροποίηση πλαισίου, απουσία του παιχνιδιού και της παιδικής παρέας. Με τον καιρό, όμως, η Ειρήνη, αντλώντας από τα μεγάλα αποθέματα αυτοπεποίθησης και σιγουριάς για τον εαυτό της που είχε συσσωρεύσει από πολύ πρώιμη ηλικία, καταφέρνει να ενταχθεί ομαλά στη νέα της ζωή, να αγκαλιάσει τη νέα της πραγματικότητα στους κόλπους της οικογένειάς της και να μπει με αποφασιστικότητα σε ό,τι έμελλε να αποτελέσει την κατοπινή ζωή της: μια ζωή σφραγισμένη από την αισιοδοξία, την πίστη στις δυνάμεις της και μια θέληση που υπερπηδά κάθε εμπόδιο τόσο στην προσωπική και εργασιακή της ζωή όσο και στους τομείς του αθλητισμού και του χορού όπου διέπρεψε για σειρά ετών.
Narrators
Ειρήνη Κουρούβανη
Field Reporters
Μαριλένα Κουκούλη
Tags
Interview Date
20/01/2021
Duration
114'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Ειρήνη Κουρούβανη γεννήθηκε με αρθρογρύπωση των κάτω άκρων, ένα είδος κινητικής αναπηρίας που χαρακτηρίζεται από ατροφία των ποδιών. Η οικογένειά της ζούσε στα Πετράλωνα Ολυμπίας της ορεινής Ηλείας, αλλά η ίδια, μέχρι τα εφτάμισι χρόνια της, έμεινε στο ΠΙΚΠΑ Πεντέλης, όπου πραγματοποίησε σειρά επεμβάσεων και μεγάλωσε μέσα σ' ένα κλίμα παιδικής συντροφικότητας. Η επιστροφή της στο χωριό και στην οικογένεια δεν ήταν απλή υπόθεση: δυσκολία προσαρμογής και κατανόησης της έννοιας της οικογένειας, τεράστια διαφοροποίηση πλαισίου, απουσία του παιχνιδιού και της παιδικής παρέας. Με τον καιρό, όμως, η Ειρήνη, αντλώντας από τα μεγάλα αποθέματα αυτοπεποίθησης και σιγουριάς για τον εαυτό της που είχε συσσωρεύσει από πολύ πρώιμη ηλικία, καταφέρνει να ενταχθεί ομαλά στη νέα της ζωή, να αγκαλιάσει τη νέα της πραγματικότητα στους κόλπους της οικογένειάς της και να μπει με αποφασιστικότητα σε ό,τι έμελλε να αποτελέσει την κατοπινή ζωή της: μια ζωή σφραγισμένη από την αισιοδοξία, την πίστη στις δυνάμεις της και μια θέληση που υπερπηδά κάθε εμπόδιο τόσο στην προσωπική και εργασιακή της ζωή όσο και στους τομείς του αθλητισμού και του χορού όπου διέπρεψε για σειρά ετών.
Narrators
Ειρήνη Κουρούβανη
Field Reporters
Μαριλένα Κουκούλη
Tags
Interview Date
20/01/2021
Duration
114'