«Μάτια καστανά και άρωμα σουσάμι»: Η μετανάστευση από την Αλβανία στην Ελλάδα

[00:00:00]

Ι.Α.

Είναι Δευτέρα, 12 Οκτωβρίου 2020, είμαι η Ιόλη Αποστόλου και είμαι στην Αθήνα, στην Αιόλου, με τον;

G.M.

Gofer Molla. Από την Αλβανία.

Ι.Α.

Πού ακριβώς γεννήθηκες;

G.M.

Γεννήθηκα στο Πόγραδετς, ένα πανέμορφο πόλη, που έμεινε ο Ενβέρ Χότζα εκεί κάθε καλοκαίρι τρεις μήνες, πέρασε το καλοκαίρι, και είναι πανέμορφη πόλη. Εκεί γεννήθηκα εγώ.

Ι.Α.

Πότε;

G.M.

23 Νοεμβρίου 1964. Είμαστε τέσσερα παιδιά. Με πολλή δυσκολία περάσαμε τα χρόνια. Με πολύ πόνο από μάνα μου, δούλευε άγρια ο μπαμπάς μου. Πολλή, πολλή δυσκολία τότε. Εγώ ήμουνα μικρός, θυμάμαι που δεν είχαμε ψωμί να φάμε. Πήγαινα στη μάνα μου και έλεγα: «Μαμά, σήμερα τι θα φάμε;». «Αύριο, δεν έχει σήμερα ψωμί». Καταλαβαίνεις; Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Και μετά εγώ έπαιζα κιθάρα. Ηλικία 16 χρονών, τραγουδούσα στον δρόμο, όχι για τέτοιο αλλά με φίλους. Και δεν μας αφήσανε. Μας κυνηγούσανε, μας σπάσανε την κιθάρα. «Μην τραγουδάτε»… Όχι στο δρόμο αλλά σε μέρος που ήτανε με λουλούδια που είναι… Που έκατσε ο κόσμος, και δεν μας αφήσανε να τραγουδήσουμε.

Ι.Α.

Πώς έγινε αυτό δηλαδή;

G.M.

Το 1983-84. Άμα τελείωσα εγώ τον φαντάρο και ήτανε… Πριν φαντάρο δεν μας αφήσανε. Και ήταν πολύ, πολύ σκληρό νόμο, «να μην κάνετε, να μην τραγουδάτε, γιατί είναι» – πώς το λένε; – «είναι κακό να τραγουδάς». Τραγουδούσαμε λίγο ελληνικά, λίγο γιουγκοσλαβικά, μάθαμε τραγούδια. Και δεν ήθελε. «Όχι», λέει, σπάσαν κιθάρα στο δέντρο και τι να σου πω, ήταν πολύ, πολύ, πολύ άσχημο πράγμα. Και μετά εγώ πήγα φαντάρος στη Τίρανα. Πέθανε ο Χότζα. Εγώ ήμουνα σε ένα μέρος που ήτανε οι γυναίκες που κάνανε τα όπλα, καθαρίζανε σαν να είναι στρατιωτικό, 15 μέρες. Και άμα πήγα εγώ και έλεγα: «Kομαντάντε, σταματήστε τα πράγματα, βάλτε τα όπλα μέσα, γιατί πέθανε ο Χότζα». Όλοι οι γυναίκες κλαίγανε, τρελαθήκανε και ‘λέγαν «πω», λυπηθήκανε, «ω», ουρλιάζανε στο δρόμο. Ήτανε τι να σου πω! Τόσο είχανε από το Χότζα, αγάπη, πώς να το πω τώρα;

Ι.Α.

Εσύ πώς ένιωθες;

G.M.

Εγώ να σου πω με καρδιά, δεν το ήθελα αυτό το σύστημα τέτοιο. Εγώ θέλω δημοκρατία, θέλω ελεύθερος. Όχι να... Μου αρέσει η δημοκρατία, όχι κομμουνιστές και σοσιαλιστές και τέτοιο. Είναι επικίνδυνοι πράγματα, εμένα μου αρέσει η δημοκρατία. Να είναι ελεύθερος ο κόσμος, όχι [Δ.Α.] με το ζόρι να σε βάζεις και τέτοια.  Και έτσι εγώ μετά από φαντάρος πήγα η θεία μου, βρήκα μία κοπέλα, τη γυναίκα μου, που έχω τώρα. Και μου λέει: «Έλα ρε, Gafi», λέει, «σου έχω βρει μία πάρα πολύ καλή κοπέλα». Εγώ έπινα αλκοόλ τότε, γιατί στρες, άγχος... Καταλαβαίνεις πώς; Κι έλεγα: «Φύγε, θεία, δεν θέλω γυναίκα εγώ. Τι να το κάνω τη γυναίκα;». «Όχι, θα ‘ρθεις να το δεις τόσο όμορφη που είναι και τόσο καλή!». Εγώ μια μέρα πάω με… Δούλευε η θεία μου στο χωριό της γυναίκας μου. Και πάω εκεί, βλέπω τη γυναίκα μου μέσα στο ένα μάγειρα που ήτανε η θεία μου και μου λέει: «Αυτή είναι». Πήγα εγώ μες στο μάγειρα, αυτή είχε φέρει νερό από το σπίτι, και πάω εκεί και βλέπω ένα πανέμορφη γυναίκα. Και τον λέω: «Γεια σας». «Γεια». «Πώς σε λένε;». «Η Λίντα. Η Λίντα, εμένα;». «Gafi», είπα εγώ. Και μου λέει εκείνη: «Άμα θέλεις»… Γιατί μου άρεσε εμένα αυτή. Και λέει: «Άμα θέλεις, ρώτα στο χωριό πώς είμαι εγώ, τι άνθρωπο είμαι, τι…». «Όχι», λέω, «δεν θέλω να ρωτήσω τίποτα. Εγώ σε αγαπούσα με το μάτι το πρώτο και δεν θέλω τίποτα να ρωτάω». Και μετά εγώ φεύγω από το χωριό. Το μυαλό εκεί... Τρελάθηκα! «Πού είναι η Λίντα;». Και μετά, σε λίγο – πόσο, 15 μέρες - πάω και λέω: «Αγάπη μου, εγώ θα ‘ρθω από κρυφά», λέει, «από το παράθυρο θα φύγω, θα ‘ρθω μόνο μ’ εσένα, γιατί σου άρεσε η πόλη πολύ πάρα πολύ». Ήταν ωραίο πόλη, είναι ωραίο. Επήγαμε, το κλέψαμε με λεωφορείο του κράτο! Άμα το είχανε πιάσει το οδηγό, θα το είχαν βάλει, τι να σου πω, δέκα χρόνια φυλακή.

Ι.Α.

Πα, πα…

G.M.

Ήταν πολύ άσχημα νόμο, ήταν σκληρό νόμο. Και πήγα, το πήρα με τη γυναίκα, ήρθε σπίτι μου, 25 μέρες δεν μιλήσαμε με το σπίτι. Ήξεραν που ήρθε η κοπέλα στο… Ο μπαμπάς του ήταν δήμαρχος χρόνια, στρατηγός μεγάλος, κομμουνιστής, αλλά καλός άνθρωπος, όχι κλέφτης και τέτοια. Πάρα πολύ καλό! Ενβέρ το ‘λέγαν και αυτόν, σαν τον Ενβέρ Χότζα, αλλά ήταν πάρα πολύ καλό. Ήταν ψυχή, βοηθούσε τους φουκαράδες πάρα πολύ. Το σπίτι του ήτανε… Από ‘μενα, το σπίτι μου ήταν καλύτερα από αυτόν. Εγώ νόμιζα θα είναι δήμαρχος, θα είχε μέσα τρέλα–.

Ι.Α.

Παλάτι.

G.M.

Αυτό δεν είχε τίποτα. Ένα καναπέ που έκανε το πόδι ντούγκου ντούγκου, ντούγκου ντούγκου. Εγώ λέω: «Θεέ μου, πώς είναι δυνατόν; Δήμαρχος αυτός; 30 χρόνια δήμαρχος και δεν έχει καναπέ να κάτσει;». Και έτσι πήρα τη γυναίκα μου, εκάναμε το πρώτο παιδί. Και μετά ήρθανε τα δύσκολα. Δεν είχαμε υγειά, δεν είχαμε φαΐ, δεν έχουμε… Τι να σου πω; Εγώ έπινα αλκοόλ, ήμουν αλκοολισμένος και πήγα σπίτι φώναζα στη μάνα μου, το... «Θέλω λεφτά!». Ήμουνα αλκοολισμένο, να σου πω με καρδιά τώρα, να μη λέμε; Και θα πάμε Ελλάδα είπαμε, θα φύγουμε από ‘δώ. Πώς θα φύγουμε; Μία φορά πληρώσαμε 300,000 δραχμές, ένας πατριώτης μου εκεί στην πόλη λέει: «Θα πάμε από Γιουγκοσλαβία, θα πάμε, θα μπούμε στην Τζερτζελία που είναι στην Ελλάδα». Και φύγαμε εγώ, η γυναίκα ήτανε…

Ι.Α.

Έγκυος.

G.M.

Έγκυος. Και πήγα με αυτό το παιδί που ήτανε, αυτός ήταν για λεφτά, να πάρει λεφτά. Πήγαμε εκεί, άμα μπήκαμε στο χώρο της Ελλάδας, ήρθανε οι στρατιωτικοί με όπλο «Μπαμ μπαμ μπαμ μπαμπ!». Τρομάξαμε. Η γυναίκα πιο πολύ! Τρόμαξε και το παιδί, ο Όλγκερ, ο μεγάλος. Και λέμε: «Έχουμε παιδιά!», φωνάζαμε. «Έχουμε παιδιά ρε, σιγά!». Μας πήρανε, μας βάζανε στη αστυνομία μέσα, στο πώς το λένε; Στο κελί μέσα. Γυναίκα μου έγκυος, παιδί εκεί φοβήθηκε: Έκανε «μπαμπά!». «Μη φοβάσαι, τίποτα δεν θα σε κάνουν». Το πήραν το παιδί μετά, έδωσαν ένα κρουασάν. Αυτό ήταν 1994 που πήγαμε στην Ελλάδα, το πρώτο. Μετά μας πήρανε, μας βάζαν στο λεωφορείο, πίσω στην Αλβανία. Πόσο στεναχωρηθήκαμε, και η γυναίκα κι εγώ, και… Και μετά κάτσαμε τέσσερα χρόνια στην Αλβανία. Δύσκολα χρόνια.

Ι.Α.

Δηλαδή;

G.M.

Μετά είπαμε θα πάρουμε δάνειο, λεφτά, θα πάρουμε βίζες. Και πήραμε δάνειο, η μάνα μου πήρε σ’ ένα… Ξαδερφός του, πήρε… Πόσο; 1.000.000 δραχμές και πήραμε τέσσερις βίζες. Στην Κόρυτσα, στο πρεσβεία των ελληνικών, πήραμε τέσσερεις βίζες και ήρθαμε κανονικά στην Ελλάδα.

Ι.Α.

Νόμιμα πλέον.

G.M.

Νόμιμα. Έξι μήνες ήταν τις βίζες. Ήρθαμε εδώ, είδαμε πράγματα ωραίο, πράγματα… Εγώ είχα δει, αλλά η γυναίκα και τα παιδιά: «Τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό;».

Ι.Α.

Δηλαδή τι βλέπατε;

G.M.

Βλέπαμε άλλο πράγμα! Όμορφα πράγματα!

Ι.Α.

Τα κτίρια, ας πούμε; Τι σας άρεσε;

G.M.

Ωραίο πολυκατοικίες, ωραίος… Τι να σου πω ρε, να! Όπως είναι εδώ τώρα, ωραία πράγματα! Τότε εκεί ήτανε άσχημα τα πράγματα, τα δρόμο, δρόμο ήτανε... Τι να σου πω τώρα. Άλλο ιστορία η Αλβανία. Και ήρθαμε εδώ, μας τελειώσανε οι βίζες. Εμείναμε Γούναρη, εκεί. Σ’ ένα υπόγειο κάτω, και γνώριζα μία γυναίκα που ήτανε με μαύρα ρούχα. Ο γιος του ήτανε στην αστυνομία. Ε[00:10:00]κεί. Όχι με στρατιωτικό ρούχα, ήτανε με… Πώς το λένε αυτό;

Ι.Α.

Στολή.

G.M.

Με στολή… Όχι στολή.

Ι.Α.

Πολιτικά.

G.M.

Πολιτικά.

Ι.Α.

Ναι.

G.M.

Και αυτός κάθε γιορτή, Πάσχα, Χριστούγεννα, έφερε πώς το λένε; Τη σούπα.

Ι.Α.

Μαγειρίτσα;

G.M.

Μαγειρίτσα. Εμείς δεν ηξέραμε που ήταν αστυνόμος αυτός. Γρηγόρη τον λέγανε, τώρα έχει πεθάνει ο καημένος. Και ήρθε εκεί και μας ρώτησε: «Aπό πού είσαστε;». Και είπαμε αλήθεια. «Πήραμε βίζες, αλλά τώρα δεν έχουμε ούτε βίζες, ούτε τίποτα, έχουνε τελειώσει. Και φοβάμαι να μη μας πιάσουν». Και μας έλεγε: «Mη φοβάσαι, δεν θα σε πιάσουν. Εσείς είσαστε καλοί άνθρωποι, γιατί να σε πιάσουνε;». Και χρόνια αυτό! Μέχρι που ήρθε το 2001. Τότε ήρθαμε να πάμε στην αστυνομία να φτιάξουμε τα χαρτιά. Και πάμε μέσα στην αστυνομία, βλέπουμε το Γρηγόρη μέσα. Τρελάθηκα! Λέμε: «Γρήγορη, εσύ εδώ; Η αστυνομία εσύ; Παναγία μου!». Τρελάθηκα! Και λέει: «Έλα εδώ, ρε». Γιατί εδώ μου λένε εμένα Μήτσο, Δημήτρη. Μου το έχει βγάλει το όνομα ένα που δούλευα μόνος μου στη Θεσσαλονίκη, θερμοκήπια. Έκανα ντομάτες, αγγούρια και τέτοια. Δούλευα, μόνος μου όχι με την οικογένεια. Αυτός λέει: «Εδώ θα σου βάλουμε το όνομα Δημήτρη, γιατί είναι λίγο εδώ», λέει, «δύσκολα στην Ελλάδα».

Ι.Α.

Βαφτίστηκες ή μόνο στα χαρτιά;

G.M.

Όχι, [Δ.Α.]- μόνο έτσι. Μου το έβαλε όνομα και με φώναζε, αλλά εγώ δεν άκουσα καθόλου! «Δημήτρη!». Μετά λέω: «Φώναζέ με το όνομά μου ρε!». «Gafi!», έτσι. Και έτσι. Μετά πήγαμε εκεί με τη δύο αφεντικοί της γυναίκας μου, που δούλευε γαζώτρια η γυναίκα μου. Έχει κάνει – πώς το λένε; – 6 μήνες για γαζώτρια. Το σχολείο του είναι οικονομίστρια. Εκεί που δουλεύει τώρα, στο σούπερ μάρκετ, κάνει τέτοιο, παραγγελίες όλο του εταιρείες και τέτοια. Και πάμε στο Γρηγόρη, τρελαθήκαμε! «Πώς είναι δυνατόν», λέμε, «να ήταν ο Γρηγόρης, που ήρθε, μας έφερε την μαγειρίτσα;», και τέτοιο και τέτοιο, τρελαθήκαμε όλοι. Και ήρθαμε μετά, πήραμε τα χαρτιά κανονικά. Χαρήκαμε πάρα πολύ που πήραμε τα χαρτιά, λέμε: «Tώρα είμαστε σωστοί δρόμο». Και τότε, έτσι μετά πήγαμε... Όχι, σε αυτή τη μέρα που φύγαμε με τη γυναίκα και με τη δύο αφεντικοί που είχε η γυναίκα, o Γρηγόρης, ο αστυνόμος, έδωσε 30.000 ευρώ - 30.000 ευρώ - για μένα στη γυναίκα μου. Λέει: «ξέρει ο Μήτσος από πού είναι αυτά». Ήταν από τη μάνα του. Τρελαθήκανε οι κυρίες, δύο Ελληνίδες που ήτανε. Τρελάθηκαν, λέει: «Πώς είναι δυνατόν να ξέρει ο Μήτσος το αστυνόμο;». Λέει η γυναίκα μου: «Αυτός έχει έρθει στο σπίτι μας, μας έχει φέρει μαγειρίτσα, μας έχει φέρει φαγητά», τι να σου πω τώρα. Και έτσι τρελάθηκαν αυτοί, οι δύο γυναίκες. Γιατί πήγανε για να δηλώσουν που «δουλεύει σ’ εμάς η κυρία Λίντα», για να φτιάξουμε τα χαρτιά. Αλλά όχι, ο Γρηγόρης έλεγε: «Δεν χρειάζεται τίποτα εσάς, αυτοί έχουνε βίζες». Που είχαν τελειώσει, με αυτή τις βίζες εκάναμε τα χαρτιά. Δεν μας χρειάζονται ούτε ένσημα, ούτε τίποτα. Οι άλλοι πληρώσανε στο ΟΓΑ. Είχε νόμους το κράτος  που πληρώσανε τα λεφτά και τέτοια. Και πήγαμε μετά χαρούμενοι στο σπίτι, χαρτιά φτιάξαμε, τα παιδιά χάρηκαν, πήγανε μετά σχολείο. Όλο, από νήπιο, ο μικρός, μέχρι λύκειο τελείωσε. Ο άλλος δύο χρόνια γυμνάσιο και το άφησε. Ο μεγάλος.

Ι.Α.

Εκείνη την ημέρα πώς τη γιορτάσατε;

G.M.

Μεγάλη! Εκάναμε τραπέζι, ήπιαμε! Και εγώ μετά, σε ένα χρόνο, που κάναμε, σταμάτησα το αλκοόλ και το τσιγάρο.

Ι.Α.

Γιατί;

G.M.

Γιατί ήμουνα πολύ κακός. Έκανα ζημιά στο σπίτι, φοβήθηκανε τα παιδιά, η γυναίκα μου. Γιατί άμα έπινα, εγώ δεν ήξερα τι βλέπω μπροστά. Και εδώ, αλλά να σου πω με καρδιά, πήγα σε ένα μέρος, στην Άνω Γλυφάδα πάνω - είναι ένα πλατεία εκεί - και καθισμένος κάτω ζητούσα στο Θεό: «Θεέ μου, βγάλε μου από το αλκοόλ γιατί δεν μπορώ!». Κάθε βράδυ. Ήτανε μία νύχτα, βροχή πολλή! Πάρα πολλή βροχή, εγώ εκεί: «Θεέ μου, βγάλε!», γιατί δεν μπορούσα, αλκοολισμένος. Καταλαβαίνεις τώρα, είναι δύσκολο να το αφήσεις. Και την άλλη μέρα ήρθε ο μικρός και λέει: «Μπαμπά, με αυτό το τσιγάρο μας αρρωστήθηκες, μας…». Πήρα το πακέτο, το έκανα κομμάτια και «δεν θα πίνω πια ο μπαμπά, ούτε αλκοόλ, ούτε τσιγάρο». Και από τη μέρα εγώ 22 χρόνια ούτε αλκοόλ, ούτε τσιγάρα!

Ι.Α.

Ήτανε δύσκολο;

G.M.

Πολύ δύσκολο. Πολύ, πάρα πολύ. Αλλά, άμα δεν είχα έρθω στην Ελλάδα, ποτέ δεν θα το είχα αφήσει. Εδώ είναι μέρος που είναι ο Θεός στην Ελλάδα. Για μένα. Εγώ Ελλάδα αγαπάω πάρα πολύ, γιατί είναι καλοί άνθρωποι. Είναι… Να σου πω με καρδιά, η πιο ψυχή καλή που εγώ έχω δει. Είναι άνθρωποι που αγαπάνε τον άνθρωπο και τον -

Ι.Α.

Γιατί το λες αυτό;

G.M.

Με καρδιά, όχι με ψέματα! Γιατί είναι πάρα πολύ καλοί άνθρωποι. Είναι... Βγάλουνε το ψωμί του και λέει: «Πάρ’ τα εσύ, εγώ δεν θα φάω». Εμένα, εμένα μου έχουνε βοηθάει οι Έλληνες… Ούτε η μάνα μου που μου έχει γεννάει με τον μπαμπά, δεν με έχει βοηθάει τόσο πολύ. Φάκελο, 500 ευρώ μέσα. Στο φάκελο. «Πάρε να φας, Χριστούγεννα, Πάσχα». Είναι πάρα πολύ καλοί άνθρωποι οι Έλληνες, για μένα.

Ι.Α.

Αυτό το κάνουνε οι άνθρωποι που σε ξέρουνε ή άνθρωποι που έχεις συναντήσει στο δρόμο σου, τυχαία;

G.M.

Γνωρισμένοι! Τι; Που με γνώριζε, μου λέει: «Από πού είσαι;», «αυτό είμαι», το όνομά μου το έχω πει αληθινό, όχι μετά ή με το άλλο, Δημήτρη, αυτό. Γιατί τα ψέματα δεν είναι καλά. Πρέπει να λένε, γιατί εδώ πιο πολύ, γιατί ήτανε λίγο... Πριν, όχι ήταν, ο άνθρωπος, ο Αλβανό που ήρθε, είχε ακούει που η Ελλάδα έχει ρατσιστές και τέτοια και αλλάξανε. Γιατί να αλλάζανε; Τίποτα, άμα [Δ.Α.] λες, καλύτερα σε αγαπάνε κόσμο. Δεν είναι έτσι; Να πεις την αλήθεια, «αυτός είμαι εγώ». Εγώ να σου πω με καρδιά… Που λένε μουσουλμάνοι και χριστιανό και τέτοια. Εμένα αυτό δεν με… Άμα έχεις καλή καρδιά και ό,τι και να είσαι, είσαι καλός.

Ι.Α.

Όλοι ίδιοι είμαστε.

G.M.

Ίδιοι. Δεν είμαστε; Μύτη, στόμα, δόντια, μάτια, ίδιο, τι; Έχει τώρα μαύρο-άσπρο, όπως είναι τα ζωάκια. Μαύρα με άσπρο, με... Είναι, η ζωή είναι όμορφη, άμα τον αγαπάς. Τα περιστέρια, τα ζώα και εγώ τρελαίνομαι! Εγώ βοηθάω γάτες. Δίνω σε μία κοπέλα εκεί, αυτή τα δίνει, εγώ δεν μπορώ να το βάλω, αλλά βοηθάω γιατί θέλω να είναι καλά όλα. Να μην υποφέρουν. Εγώ θέλω δουλειά, να δουλεύω. Γιατί, καταλαβαίνεις τώρα, θέλω… Δούλευα στο Καν Καν, στο κέντρο, μου πήρε ο ανιψιός μου που δούλευε μέσα σερβιτόρος. Εκεί καθαρίζω όλο εγώ, μόνος μου, με ένα χέρι. Τρελάθηκε ο αφεντικό. «Πώς το κάνεις εσύ;», λέει. Τόσο! Μεγάλο, 1.200 καρέκλες, τα σήκωσα όλα, τα κατέβηκα, τα καθάριζα, όλο μέσα. Αλλά έκλεισε το Καν Καν. Τώρα;

Ι.Α.

Να τα πάρουμε λίγο με τη σειρά; Είπες έκοψες το αλκοόλ και το τσιγάρο.

G.M.

Ναι.

Ι.Α.

Μετά. Μετά δούλευες στο Καν Καν.

G.M.

Μετά δούλευα… Που ήμουνα Άνω Γλυφάδα, Καν Καν δούλευα. Εκεί ήμουνα καλά, καλά μεροκάματα, 50 ευρώ την ημέρα εκεί.

Ι.Α.

Είπες ότι εκεί πέρα σκούπιζες και καθάριζες με το ένα χέρι.

G.M.

Ναι!

Ι.Α.

Τι έχεις πάθει στο χέρι σου; Δεν μας είπες.

G.M.

Το χέρι, αυτό. Το ‘97 εκεί ανοίξαμε… Οι πολιτικοί ανοίξαμε τα όπλα. Της μαγαζιά του… Πώς το λένε; Στρατιωτικά όπλα. Άνοιξαν όλα, στο δρόμο, τα όπλα. Εγώ να σου πω με καρδιά, ξέρει όλο πόλη ποιος είμαι εγώ στην πατρίδα μου. Εγώ δεν πήρα ούτε ένα όπλο. Τέλειωσε το πόλεμο, έγιναν όλα όπως μάζεψε η αστυνομία - γιατί ο αδερφός της γυναίκας μου είναι αστυνόμος στη Κόρυτσα. Και ήρθαν να μαζεύουνε τα όπλα. Εμένα μου το έδωσε ένα αδερφός της γυναίκας μου, μία – πώς τη λένε; – βομβίδα.

Ι.Α.

Χειροβομβίδα;

G.M.

Χειροβομβίδα. Εγώ ήμουνα πρωί τούβλος.

Ι.Α.

Πιωμένος.

G.M.

Με αλκοόλ, κονιάκ και τέτοια. Το παίρνω αυτό που μου έδωσε αυτός, το ανοίξω στην κήπο μου, εκεί. Καλά που δεν το άνοιξα στα παιδιά, γιατί θα το είχα σκοτώσει όλους. Πήγα έξω, πάω στον κήπο μου - είμαι σπίτι διώροφο τέτοιο, με κήπο - και η θεία μου εκεί με φώναζε[00:20:00], λέει: «Πέτα το, γιατί θα πεθάνεις!». Ναι. Και «όχι», είπα εγώ. Έτσι μου έλεγε το μυαλό, «δεν είναι τίποτα, αυτό είναι τέτοιο. Λουλούδι είναι, δεν κάνει τίποτα». Και μετράω μέχρι 7. «1», το κράτησα έτσι, στο χέρι. «1,2,3,4, μπαμ!» και έγινα κομμάτια. Αίμα στον κήπο, δεν ήρθε κανείς. Φοβήθηκαν. Και το μου πήρε ένας γειτονιάς μετά, ήρθε ένα παλικάρι μεγάλο, είναι στην Αμερική τώρα. Μου πήρε αγκαλιά. «Όχι», λέω, «εγώ μπορώ». Και έπιασα το χέρι έτσι, με τον άλλο χέρι - ήταν κι εδώ μισό - και τρέχω στο νοσοκομείο. Πριν μία εβδομάδα είχε γίνει η νύφη από εγχείρηση και ήξερα το δωμάτιο, πάνω το 4ο και τρέχω. Λέει ο γιατρός: «Aυτός δεν είναι άνθρωπος», λέει, «πώς έχει τόσο δυνατό να τρέχει», λέει, «με το κομμένα τέτοια;». Kαι πάω, ξαπλώνω εκεί, στο κρεβάτι, στο εγχείρηση που έκαναν. Εκεί, να σου πω με καρδιά, ζήτησα σε ένα γιατρό εκεί: «Θα ζω;». «Όχι», λέει, «εσύ έχεις πίνει πολλή βότκα, δεν θα ζήσεις». Και εγώ ζήτησα στο Θεό: «Θεέ μου, θεέ μου, θα ζήσω;». Και μου ήρθε ένα φως κόκκινο, μεγάλο, μεγάλο φως και μου λέει: «Δεν θα πεθάνεις». Και μου πήρε… Γιατί δεν με έπαιρνε το πώς το λένε; Που βάζεις, που σε παίρνει το πώς λέγεται αυτό που βάζεις;

Ι.Α.

Αναισθησία, αναισθησία.

G.M.

Όχι, αυτό που σε βάζει σε ύπνο, πώς τη λένε;

Ι.Α.

Αυτό, «αναισθησία».

G.M.

 Ναι, δεν με έπαιρνε, γιατί ήμουν με αλκοόλ. Και μετά, άμα ζήτησα, τα έκλεισα τα μάτια μου. Μετά σε 12 ώρες εγχείρηση, το μάτι… Μου έλεγε η γιατρίνα: «Ένα μάτι έφυγε», εγώ λέω: «Tι;» γιατί ήταν με αίμα, τέτοιο. Άμα μου πλύνανε το πρόσωπο και μου λέει: «Πόσα είναι εδώ; Κλείσε το αριστερό». «Δύο». «Α, βλέπεις!», λέει και τρελάθηκανε όλοι. Ήρθε και ο πεθερός μου, ήτανε πολύ σκληρός ο πεθερός μου, ήτανε δήμαρχος και είχε… Πώς το λένε; Αντρικό, βαρύ τέτοιο. Όχι λάπα ντούπα, να μιλάς… Mόνο [Δ.Α.] μίλησε σε μία ώρα και μου έλεγε: «Άρα είσαι δυνατός εσύ, δεν παθαίνεις τίποτα. Εσύ είσαι καπετάνιος, είσαι παλικάρι», μου λέει. Και τρεις μέρες έφυγα εγώ από το νοσοκομείο, δεν μπορούσα. Έβαλα… Γιατί εγώ δεν μπορώ να κάνω ένεση, είμαι αντίθετο. Και μου λέει: «Yπογραφή να φύγεις». Τρεις μέρες έφυγα, πήγα σπίτι. Άμα πήγα σπίτι, βλέπω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη και ήθελα να αυτοκτονήσω. Να πάω στη λίμνη - γιατί έχουμε λίμνη -, να βουτήξω και να και να μην βγαίνω. Kαι μου λένε μετά οι φίλοι μου: «Mα θα γίνεις καλά, μη φοβάσαι, θα γίνεις…». Kαι όλα μετά ηρέμησαν τα πράγματα. Μόνο που άφησα το αλκοόλ εδώ, στην Ελλάδα. Εκεί δεν μπορούσα με τίποτα. Άμα δεν θα είχα φύγει από την Αλβανία, θα είχα πεθάνει, τώρα δεν θα ήμουν εδώ. Θα ήμουνα…

Ι.Α.

Πώς ήτανε οι πρώτες μέρες όταν έχασες το χέρι σου;

G.M.

Γι’ αυτό σου λέω. Ήμουνα να αυτοκτονήσω, ήθελα να πεθάνω. Άμα είδα το πρόσωπό μου που ήταν το κεφάλι έτσι, άσχημο πράγματα, σαν… Πώς να το πω; Και λέω: «Θα πεθάνω» στη μάνα μου. Η μάνα μου τρελάθηκε. Συγγνώμη. Λέει: «Mη, γιε μου, τίποτα δεν είναι. Έχεις το άλλο χέρι, είσαι καλά». Kαι ο πεθερός μου έδωσε πολύ τέτοιο. Λέει: «Είσαι παλικάρι εσύ, δεν παθαίνεις τίποτα». Και βγήκα από υπογραφή, πάω σπίτι. Μετά σε έξι μήνες παίρνουμε το δρόμο για την Ελλάδα. «Θα φύγουμε από ‘δω».

Ι.Α.

Πλέον ένιωθες άνετα με το σώμα σου; Ένιωθες πλέον άνετα με το σώμα σου;

G.M.

Ένιωθα πεθαμένος άνθρωπος. Και λέω: «Πώς θα ζήσω εγώ έτσι; Ζωή είναι αυτό; Καλύτερα να πάω να βουτήξω στο νερό και να μη βγαίνω». Αλλά η μάνα μου, με αγαπούσε πάρα πολύ η μάνα μου. Πάρα πολύ! Μία ζωή που εφάγαμε, το κομμάτι το κρέας το δικό του μου έδωσε εμένα. Τα άλλα τρία παιδιά ζήλεψαν. Λέει: «Μόνο ο Gafi να φάει το κρέας», «εμείς να μη φάμε». Λέει: «Ο Gafi είναι ο μικρός». Είμαι ο μικρός παιδί. Εδώ είμαστε δύο εδώ, δύο στην Αλβανία. Η μεγάλη αδερφή ήταν εδώ, η Λουίζα. «Λουλούσα» τη λένε. Αλλά έχει αλλάξει όνομα, επίθετο; «Λουίζα» το έβαλε, γιατί φοβήθηκε εδώ στην Ελλάδα, γιατί λέγανε κόσμος, λέει... Για μένα, εγώ, άμα πήγα στην Θεσσαλονίκη, μου είπε ο αφεντικό εκεί που μου πήρες το δρόμο, λέει: «Δουλειά, έλα». Δεν ήξερα καλά ελληνικά, λίγο, λίγα πράγματα. Λέει: «Πώς σε λένε;». «Gofer». «Όχι», λέει, «εδώ θα σου βάζουμε άλλο όνομα, θα σου βάζουμε «Μήτσο», «Δημήτρη». Αλλά φώναζε: «Μήτσο», εγώ τίποτα. «Μήτσο, ε!», «Gafi!». Μήτσος, γι’ αυτό. Είναι, είναι, Ελλάδα έχει καλή κόσμο. Αλλά πριν με το Σημίτη, πώς ήτανε τότε; Σημίτης. Πολύ άσχημο πράγμα. Ο Σημίτη δεν μας αγαπούσανε, καθόλου, μουσουλμάνους. Καθόλου!

Ι.Α.

Δηλαδή;

G.M.

Στο βουνό έχουνε κάνει πολύ άσχημα πράγματα. Εμένα μου πιάσανε μία φορά, ήμουνα με δύο χέρια και ξέρεις τι μου κάνανε; Με κούρεψαν. Μισό, έτσι. Φαντάροι, εκεί στη Φλώρινα. Διάφοροι. Με κουρέψανε και μου λένε: «Tι είσαι; Κάνε το σταυρό!». Εδώ δεν ξέρουμε το σταυρό, πού ηξέραμε εμείς το σταυρό; Στην Αλβανία, με το κομμουνιστές. Τίποτα. Και λέει: «Έλα» και – πώς το λένε αυτό που κόβουνε τα λουλούδια; – μου ‘κόψαν τα μαλλιά - τσούκου τσούκου, τσούκου - μισό. Εγώ, άμα πήγα στον πεθερό - γιατί εκεί είναι χωριό πριν να πάω στην πόλη -, τρόμαξε ο πεθερός μου, λέει: «Τι σου έχουν κάνει; Τι; Πώ πω πω».  Τον αδερφό της γυναίκας μου, γιατί έχει ένα… Είναι μουσουλμάνος αυτός. έχει ένα τουρκικό εδώ, το έχει φτιάξει φαντάρος. Ένα πώς το λένε; Το…

Ι.Α.

Τατουάζ;

G.M.

Τατουάζ.

Ι.Α.

Στο χέρι του;

G.M.

Και το είδε ο Έλληνα και το πήρε το πόδι, το έβαλε σε ένα πέτρο, πήρε το όπλο, το kalash, 100 φορές. Μπαπ, μπαπ, μπαπ. Τόσο πόνο! «Άμα θα γίνει καλά το πόδι και να τελειώσει το ραμαζάνι», λέει «τότε θα φύγετε από ‘δω». 9 μέρες στρατιωτικό, ξύλο. Τι να σου πω; Τι έχουμε πάθει; Παναγία μου. Δεν έχω δει τέτοιο άσχημα πράγματα. Με κούρεψαν εμένα έτσι, μισό. Και λέει με καθρέφτη: «Κοίτα, Μαρντελάνι», λέει. «Μαντερλάνι» - ξέρω εγώ; Ένα ηθοποιός. «Μαρντελάνι, Μαρντελάνι», ξέρω ‘γω τότε; Και μετά εγώ 9 μέρες δεν με χτύπησαν με ξύλο. Μου πήρε ένα άλλο φαντάρος, Μάριο τον λέγανε τότε. Θυμάμαι τότε που φωνάζανε οι στρατηγοί «Μάριε!». «Μην το πειράζετε πια αυτό», για εμένα. Ήταν πολύ άσχημο. Και λέει: «Όχι, μην το πειράζετε.» και εγώ εννιά μέρες δεν έφαγα, γιατί μου δίναν κάθε μέρα «μπαπ», ξύλο, «μπαπ». Εγώ με το Μάριο έπλυνα το – πώς το λένε; – το αυτοκίνητο το μεγάλο, το στρατιωτικό και λέει: «Μη φοβάσαι». Αλλά μου έλεγε ο Μάριος: «Αυτός έχει δεν έχει οικογένεια», αυτός ο φαντάρος. Ήταν από… Πώς το λένε αυτό που κάθονται, πού πάνε τα παιδιά στο… [Δ.Α.], πώς το λένε;

Ι.Α.

Ορφανοτροφείο.

G.M.

Έτσι ήτανε. Κακός. Και έτσι εμένα... Μετά, πήρα τη γυναίκα, πάλι την Ελλάδα. Εγώ να σου πω με καρδιά, με ψυχή, ο μοναδικός παιδί στην πόλη που άκουσα τραγούδια ελληνικά. Πάριος, Νταλάρα, Αλεξίου - τρελός! Εγώ άμα να ακούω αυτά τα τραγούδια – Καζαντζίδης - τρελαίνω!

Ι.Α.

Ποιο είναι το αγαπημένο σου;

G.M.

Το «Σπίτι μου είναι ο δρόμος», το Νταλάρα, «Πουκάμισο» - γιατί είναι και αλβανικά το «Πουκάμισο», είναι και… Το τραγουδούσα και εγώ αλβανικά το «Πουκάμισο», γαλάζια. Εμείς το έχουμε άλλο, αλβανικά.

Ι.Α.

Για πες το.

G.M.

Kisha nje kemishe ngjyre gri [είχα ένα πουκάμισο σε χρώμα γκρι] Nje here e vishja une moj, nje here e vishje ti [μια φορούσα εγώ και μια εσύ] Por ja c'e do, c'e do, c'e do [μα τι τα θες, τι θες, τι θες] Se tradhetia na goditi, o! [αφού μας βρήκε η προδοσιά] Ωραίο τραγούδι, να σου πω! Άμα τραγουδούσα εγώ, οι κοπέλες στην Αλβανία στο μεγάλο πανεπιστήμιο, στα Τίρανα, ήμουνα φαντάρος, όλοι τρελάθηκαν. Ένα τραγούδι ωραίο, που είναι τέτοιο για να χτυπάει τη γυναίκα μέσα στην καρδιά, είναι αλβανικά. Dritaren pse s'ma hap [γι[00:30:00]ατί δεν ανοίγεις το παράθυρο] Apo te fshehen mamaja [ή μήπως σε κρύβει η μάνα] Kujto lotkak e mia dhe moj [θυμήσου τα δάκρυα μου και] Akoma po te pres. [σε περιμένω ακόμα] Ώπα! Τι; «Πάρε να πίνετε κρασί», φαντάρος. Τι να σου πω; Η ζωή είναι όμορφη, άμα ξέρεις να το κάνεις. Η ζωή! Αλλά εγώ, εμένα μου αρέσει πολύ η δημοκρατία, να είναι ελεύθερος ο κόσμος. Όχι με κακά πράγματα. Να είναι.. Ό,τι θέλει να κάνει! Μόνο κακό να μη κάνει, να μην κλέβουν, να μη λένε ψέματα, να μην κάνουνε κακό στον κόσμο. Είναι ντροπή να πας να κλέβεις ένα γιαγιά στο σπίτι, να χτυπάω μπάμ μπούμ, να πάρεις 200 ευρώ. Πώς γίνεται; Αυτό θέλουμε κρέμασμα. Αυτό θέλει κρέμασμα και άντε γεια. Να μη… Γιατί ράτσα έτσι είναι. Πάντα θα κλέβουν. Μία ζωή μέχρι να πεθάνουν. Και φυλακή να το βάλεις, θα βγει πάλι το ίδιο. Δεν έτσι; Έτσι είναι. Έτσι, και μετά, εδώ, με τη γυναίκα μου αγαπιόμαστε πολύ! Πάει δουλειά, το περιμένω, το κάνω φαγητό κάθε μεσημέρι, το κάνω το καφέ, μετά κάνω τα πόδια του γιατί κουράζεται.

Ι.Α.

Μασάζ;

G.M.

Κάθε μέρα μαγειρεύω! Κάθε μέρα. Μαγειρεύω, καφέ το κάνω, το σπίτι το κάνω εγώ όλο. Το πλύνω, το… Σκόνη, πάτωμα, όλα.

Ι.Α.

Τι μαγειρεύεις; Ποιο είναι το αγαπημένο σου;

G.M.

Όλα. Πιο πολύ που γελάει ο μικρός, λέει: «Πράσα με κρέας, με χοιρινό». Πράσα - δεν βάζω ούτε ρύζι ούτε τίποτα, μόνο χοιρινό. Παίρνω δύο μπριζόλα χοιρινά, τα κόβω στη μέση, βάλω τέσσερα – τέσσερα άτομα – κομμάτια και είναι να φας και να τρελαίνεις.

Ι.Α.

Να γλείφεις τα δάχτυλά σου.

G.M.

Το καλύτερο! Λέει ο μικρός, λέει: «Μπαμπά, εσύ μόνο τα πράσα ξέρεις!», λέει. Όχι, τα κάνω όλα. Εγώ έχω κάνει πίτα με τέτοιο, με ένα χέρι. Ανοίγω τα φύλλα. Και – Άνω Γλυφάδα - τότε μου ‘λέγαν τα παιδιά: «Το καλύτερο το κάνει ο μπαμπάς μου, την πίτα, γιατί δε μείνει τίποτα. Άμα το κάνεις εσύ, μάνα, μείνει καμιά φορά». Έτσι είναι, έτσι. Αλλά η ζωή τώρα είναι δύσκολα. Τώρα, αυτή την –

Ι.Α.

Εσύ πώς βιοπορίζεσαι; Πώς βιοπορίζεσαι εσύ;

G.M.

Πώς; Τι είναι;

Ι.Α.

Πώς βγάζεις τα χρήματα για να ζήσεις εσύ;

G.M.

Δουλεύει η γυναίκα, δουλεύει ο μικρός, δούλευε και ο μεγάλος σερβιτόρος. Ο μικρός δουλεύει, κάνει μόνωση με ένα πατριώτης μου, χωριό της γυναίκας μου. Και έτσι είναι.

Ι.Α.

Εσύ;

G.M.

Μέχρι τώρα δεν χρωστάμε, να πούμε αλήθεια. Αλλά στην τράπεζα δεν έχουμε cent, ένα cent κόκκινο δεν έχουμε. Να μας πιάσει κανένα κακό - ποτέ να μην πιάσει - τι να κάνουμε; Δύσκολα, δηλαδή ενοίκιο, ρεύμα. Έρχεται πολύ ρεύμα, 240, 220. Κάνει η γυναίκα πλυντήριο, κάθε μέρα τρεις πλυντήριο βάλει. Είναι πολύ καθαρή.

Ι.Α.

Κι εσύ το πρωί μέχρι να πας σπίτι τι κάνεις;

G.M.

Πού; Το πρωί; Εδώ κάθομαι.

Ι.Α.

Πού εδώ;

G.M.

Πουλάω τέτοια, πώς τα λένε;

Ι.Α.

Χαρτομάντηλα.

G.M.

Χαρτομάντηλα. Τι να κάνω; Δύσκολα τα πράγματα. Πού; Θέλω δουλειά, άμα βρίσκω δουλειά, δουλεύω, ό,τι δουλειά να είναι, το κάνω. Δεν είμαι τεμπέλης να λέω: «Ω, πω, πω!». Άμα με παίρνεις τώρα δουλειά, αμέσως. Δεν λέω «δεν θα ‘ρθω», αμέσως... Άμα δεν έρχομαι, να με λες «φτου σου». Ό,τι δουλειά και να είναι. Μόνο αεροπλάνο δεν μπορώ να οδηγάω! Είναι έτσι.

Ι.Α.

Διαλέγεις κάθε φορά άλλο σημείο στο δρόμο για να πουλήσεις χαρτομάντηλα ή κάθεσαι στο ίδιο;

G.M.

Όχι, τώρα μία εβδομάδα εδώ. Πάω, γυρνάω έτσι, γύρω - γύρω. Τι να κάνω; Είναι δύσκολα χρόνια.

Ι.Α.

Τι παρατηρείς στον κόσμο;

G.M.

Ο κόσμος τώρα, τα τελευταία, δεν έχουν λεφτά. Έχουνε πολύ παράπονο. Μιλάνε στον εαυτό τους: «Πωπω, δεν έχουμε λεφτά, είμαστε χάλια». Δεν ακούω έναν άνθρωπο να λέει «δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά σε αυτό το γη», που είναι, που έχει φτιάξει ο Θεός όλων, που ζούνε ακόμα, να λένε «δόξα τω Θεώ». Σε χίλια άτομα, ένα λέει «δόξα το Θεώ». Μόνο αγχωμένος, «δεν έχουμε». Αλλά είναι δύσκολα. Τώρα με το κορονοϊό έκλεισαν πολλά μαγαζιά, πάρα πολλά. Να, ο φούρνος εκεί πίσω στην εκκλησία έκλεισε, το καφενείο δίπλα έκλεισε. Έλεγε η κυρία: «Μας καταστρέφεται το κορονοϊό». Γιατί οι γέροι δεν βγαίνουν, φοβούνται. Αυτό, γι’ αυτό. Τι να κάνω; Τρεις μήνες εγώ που εκλείσανε μέσα, τρελάθηκα. Δύσκολα τα πράγματα.

Ι.Α.

Δηλαδή;

G.M.

Δύσκολα! Πού; Λεφτά δεν παίρνεις, τα παιδιά δεν δουλεύανε με τον κορονοϊό. Πώς να ζήσεις; Πες το! Και δουλεύουνε χωρίς ένσημα, καταλαβαίνεις τώρα; Άμα θα ήτανε, θα περνάνε 800, πόσα παίρνανε που πήρανε όλοι;

Ι.Α.

Ναι, 800 ευρώ.

G.M.

Ναι. Έτσι είναι. Η ζωή δυσκολεύει, κάθε μέρα. Γιατί δεν έχει πολιτική εδώ στην Ελλάδα, είναι όλοι απατεώνες. Εδώ πρέπει να είναι πολιτικά καλό, να αγαπάνε την πατρίδα, να το έχουνε εδώ, στην καρδιά. Όχι να… Απατεώνες και τέτοια. Να είναι ψυχή, να λέει «Ελλάδα και πεθαίνω». Εγώ θέλω να γίνει και Ελλάδα καλά και η πατρίδα μου. Γιατί αγαπάω και τις δύο. Πρώτα αγαπάω την πατρίδα μου, την πόλη μου, που είμαι… Μεγάλωσα σε πέτρες με κιθάρα, με φίλους μεταξύ, που με το ζόρι… Και την Ελλάδα που άφησα το αλκοόλ και είναι πάρα πολύ καλοί άνθρωποι. Με έχουνε βοηθάει τόσο πολύ που ούτε η μάνα μου, ούτε ο μπαμπάς μου δεν μου έχει βοηθάει τόσο πολύ. Είναι καλοί άνθρωποι οι Έλληνες, είναι η ψυχή. Είναι, τι να σου πω; Με καρδιά, όχι με ψέματα. Εγώ για τους Έλληνες αμά μου λένε: «οι Έλληνες είναι τέτοιο», τρελαίνω, τρελαίνω, νευριάζω πολύ.

Ι.Α.

Σε βλέπω, σε βλέπω.

G.M.

Γιατί λέω: «Μη λες ψέματα, οι Έλληνες είναι καλοί ρε». Άμα πας στο Έλληνα να πεις: «Φίλε δώσε μου ένα σουβλάκι», τρία θα σου δώσει. Να φας και να χορταίνεις και να το παραχορταίνεις. Καταλαβαίνεις τι; Τόσο ευγενικοί είναι. Τόσο έχουνε καλή καρδιά! Το βγάλουνε το ψωμί του, λέει: «Φάε εσύ να μη φάω εγώ σήμερα». Τόσο καλοί είναι. Αλλά μόνο, μόνο τότε με το Σημίτη έκαναν πολύ άσχημα πράγματα στα σύνορα, στα στρατιωτικά τέτοια, μπαμ μπαμ μπαμ. Έχω δει εγώ… Παναγία μου! Εκεί τη ζωή μου ένιωθα πολύ, πολύ άσχημη. Πολύ τέτοιο. Ντροπή. Γεια σου φίλε!  Αυτό. Το Σημίτη ήταν πολύ άσχημο πολιτικό στην Ελλάδα. Πάρα πολύ άσχημα.

Ι.Α.

Λοιπόν, θέλω να μου περιγράψεις πώς είναι μία μέρα στο δρόμο.

G.M.

Μία μέρα στο δρόμο. Μία μέρα είναι… Κάθε μέρα είναι… Εγώ βγαίνω από το σπίτι βγαίνω με χαρά. Λέω στην Παναγία μου: «Θεέ μου, Παναγίτσα μου, όλα θα πάνε καλά». Δεν λέω ποτέ «πω πω». Είναι η ζωή, είναι όμορφη. Η ζωή είναι όχι όμορφη, είναι πανέμορφη! Γιατί ο κόσμος είναι καλοί. Οι Έλληνες είναι καλοί, εμένα με αγαπάνε τόσο πολύ που όλοι με μιλάνε! Όλοι! Όποιοι είναι εδώ γύρω-γύρω, Αθήνα, που με γνωρίζουν: «Γεια σου ρε, φίλε μου! Πού είσαι ρε αγάπη μου;». Και εγώ με καρδιά! Όχι να λέω «γεια σου αγάπη μου» και μετά να λέω «άη στο καλό», καταλάβεις; Γιατί έχει και τέτοιο κόσμος, που σε χαιρετάει και λένε: «Άη στο καλό να πας». Έχω δει εγώ! Αλλά εγώ τους Έλληνες τους αγαπάω πολύ. Και θέλω να είμαι πολύ εδώ, στην Ελλάδα, να είμαι σωστός άνθρωπο. Να μην λέει ο Έλληνας για μένα, να πει: «Ήρθε αυτός ο πατσαβούρας από την Αλβανία» και να κάνει μύτη και τέτοια. Τα παιδιά μου ξέρεις τι λένε για την Ελλάδα; Που λένε «έχει ρατσιστές» και τέτοια. Ποτέ δεν έχει ρατσιστές η Ελλάδα! Άμαν έχεις τέτοιο, θα είναι ρατσιστές. Και εσύ να έρθεις στην πόλη μου, να γίνεις και αφεντικό και να με βρίζεις εμένα, τι θα γίνει; Ρατσιστικός δεν θα γίνεις; Τα παιδιά μου στο σχολείο ποτέ δεν είχανε θέμα ρατσιστική. Ποτέ! Το σχολείο καλά, με φίλους Έλληνες. Αλβανοί, Έλληνες μαζί. Ούτε ρατσιστές, ούτε τίποτα. Τώρα ρατσιστές… Ρατσιστές παντού έχει. Δεν έχει στην Αλβανία ρατσιστές; Όλοι οι Αλβανοί ρατσιστές είναι! Τι λες τώρα; Εδώ; Εδώ είναι λουλούδι.

Ι.Α.

Για πες μου και μία ιστορία που έχεις ζήσει στο δρόμο, εδώ πέρα στην Ευριπίδου. Ένα περιστατικό.

G.M.

Ευρυπίδου. Μία φορά ήτανε ένα εδώ, έκλεψε το ΔΕΗ και βγαίνω εγώ να το πιάσω! Νόμιζα ότι ήταν κλέφτης, τέτοιο. Αυτός είχε πιστόλι στο χέρι και εγώ τρόμαξα και έφυγα, τόσο φοβήθηκα! Λέω: «Θεέ μου!». Και γύρισα από ‘δώ, από ‘δώ το δρόμο.

Ι.Α.

Αιόλου.

G.M.

Η αστυνομία σαν δεν το μπορούσα να τον πιάσει και το άφησε να φύγει. Εξαφανίστηκε αυτός. Μπερδεμένα πράγματα!

Ι.Α.

Και μία πολύ όμορφη στιγμή της ζωής σου, ποια είναι;

G.M.

Τη ζωή μου; Εγώ να σου πω, με καρδιά τώρα, η πιο όμορφη ζωή μου με [00:40:00]τη γυναίκα μου, που αγαπάω τόσο. Τόσο πολύ τον αγαπάω και με αγαπάει πολύ. Άμα παίζω τάβλι κάθε βράδυ, το περιμένουμε… Το έμαθα, μέχρι το έμαθα τρελάθηκα. Τώρα, αλλά εχθές έκατσα. Με κέρδισε. Τρελάθηκα και λέω: «Λίντα, τι κάνεις; Είσαι… Εχεις γίνει επικίνδυνη!». Και αυτό αγαπάω εγώ. Τη ζωή μου, να είμαι καλά, να πάω με κέφι στο σπίτι, όχι με μούτρα να πάω να μπω στο σπίτι μου και... Στο σπίτι μου ποτέ δεν έχουμε τέτοιο, φασαρία και τέτοια. Έχουμε ένα... Τα παιδιά του… Οι φίλοι του, τα παιδιά μου, ξέρεις τι λένε; «Η πιο ήρεμη οικογένεια δεν υπάρχει!». Ήρεμα πράγματα. Όχι [Δ.Α.]. Λέω στη γυναίκα μου: «Όχι με να φωνάζεις, με καλό τρόπο. Όλα θα γίνουν καλά, όλα. Δεν θα γίνουνε;». Άμα λες με το κακά, πάνε ανάποδα. Άμα λες με καλό τρόπο, πάνε μια χαρά. Έτσι.

Ι.Α.

Πώς νιώθεις τώρα που τα θυμήθηκες όλα αυτά;

G.M.

Καλά. Ναι, όχι. Εγώ πάντα τα λέω. Όχι μόνο σε σένα. Τα λέω και στους άλλους. Αυτά που είναι, είναι στη ζωή. Εγώ να σου πω με καρδιά, η Ελλάδα μου αρέσει πάρα πολύ. Τραγούδια, είμαι τρελό! Από μικρός είχα ένα ράδιο Sonars γερμανικό, μεγάλο, που μόνο αυτή έπιασε την Ελλάδα στην πόλη μου. Και άνοιξα καμιά φορά φωνή πολύ, αλλά φοβήθηκαν η μάνα μου. Έλεγε: «Kλέισ’ το το φωνή γιατί θα σε βάζουνε 25 χρόνια φυλακή». Γιατί άμα πιάνανε ξένα κανάλια, σε παίρνανε και σε κάνανε… Παναγία μου. Εγώ, Νταλάρα, καμιά φορά έπινα μπύρες και βόντκα και ρακή και άνοιξα και…

Ι.Α.

Πώς σου φαινότανε η ελληνική γλώσσα στο άκουσμα;

G.M.

Δύσκολα τα πρώτα. Τώρα πολύ εύκολα μου φαίνεται και λέω στους άλλους: «Εύκολο είναι! Ελληνικά ρε, δεν ξέρεις ρε;». Λέω στους Μπαγκλαντετζίδες τέτοια: «Ε ρε, πέντε χρόνια δεν ξέρεις τίποτα, ρε γάιδαρε. Μάθε ελληνικά!».

Ι.Α.

Εσύ πώς έμαθες;

G.M.

Εγώ μόνο τηλεόραση. Και με τα παιδιά που γράψανε, με το μικρό και με το μεγάλο.. Το βοηθούσα και κοίταζα και γράψω εγώ, αλλά δύσκολα. Πολύ σιγά - σιγά.

Ι.Α.

Ποια ήταν η πρώτη λέξη που έμαθες στα ελληνικά; Η πρώτη λέξη που έμαθες.

G.M.

Την πρώτη λέξη; «Σ’ αγαπώ». Αυτό, καλό, πολύ. «Σ’ αγαπώ πολύ, ρε φίλε». Είναι, είναι... Η Ελλάδα είναι πανέμορφη χώρα, είναι πανέμορφη. Εγώ έχω δουλεύει Σαντορίνη δύο φορές στο ξενοδοχείο, τώρα πέρσι, ήμουνα δύο μήνες στο ξενοδοχείο, 33 βίλες. Δούλευα εκεί δύο μήνες, πήρα καλό μεροκάματο. Ήταν ένα Γερμανό-Έλληνα, Χρήστο, τόσο πολύ καλό παιδί, είναι από Πειραιά. Αυτός με αγαπούσε τόσο πολύ και με έβγαλε η τηλεόραση σαν ο «Ηρακλής του Σαντορίνη».

Ι.Α.

Δηλαδή;

G.M.

Κάναμε ντουλάπια, κρεβάτια, με ένα χέρι πήρα το κλειδί και έκανα... Και λέει: «Πώς το κάνεις, ρε φίλε; Με τρελαίνεις», λέει.

Ι.Α.

Πώς ένιωσες που βγήκες στην τηλεόραση;

G.M.

Τι να σου πω, όλοι τρελάθηκαν. Στην Σαντορίνη.

Ι.Α.

Πώς ένιωσες που σε βγάλανε στην τηλεόραση;

G.M.

Καλά. Να βγεις στην τηλεόραση κακό είναι; Ποτέ! Το καλύτερο πράγμα, να σε δούνε όλοι. Για καλό, άμα βγαίνουν για κακό, μετά τρελαίνεις, δεν είναι έτσι; Για καλό κάθε μέρα να με βγάλουνε εμένα, θα χαρώ. Κάθε μέρα. Είναι, είναι, εδώ Ελλάδα έχει άρωμα καλό, δεν έχει άρωμα κακό. Είναι άρωμα ψωμί και… Πώς το λένε; Αυτό ρε, που βάζουν στο κουλούρι.

Ι.Α.

Σουσάμι.

G.M.

Σουσάμι και ψωμί. Άρωμα σουσάμι είναι. Ωραίο! Μυρίζει κουλούρι, καλό Ελλάδα. Λουλούδι. έχει καλοί άνθρωποι Έλληνες, είναι πάρα πολύ καλοί. Για μένα. Εγώ τώρα να με διώξουν από την Ελλάδα, τώρα να με διώξουν, να μου πούνε... Δεν θα πω ποτέ κακό λόγια. Ποτέ, για τους Έλληνες. Μόνο, μόνο, μόνο αυτό που μου έκανε εκεί, δεν το... Πάει τώρα, έφυγε. Όλα ήτανε… Ο Σημίτης τα έκανε. Ο Σημίτης τους Αλβανούς δεν τον αγαπάει καθόλου. Δεν τον αγαπάει, ήταν πολύ άσχημα από τότε. Μας πιάσανε στο δρόμο με όπλα, με τέτοια. Μετά ο Μητσοτάκη άνοιξε τα σύνορα 48 ώρες να ‘ρθουνε οι “αδέρφια μας», γιατί ίδιοι δεν είμαστε; Όλοι, ο κόσμος ίδιοι. Τώρα, τι να σου πω τώρα; Να μην είμαστε ρατσιστές με τον κόσμο, να λέμε: «Αυτό μαύρο, αυτό άσπρο, αυτό κόκκινο». Τα ίδια - μύτη, χείλη, δόντια, τα ίδια. Μάτι που βλέπεις το δέντρο που μεγαλώνει. Εγώ είμαι… Mε λουλούδια τρελαίνομαι. Έχω σπίτι λουλούδια μεγάλα, τα φροντίζω κάθε μέρα.

Ι.Α.

Αν ήσουνα λουλούδι, τι λουλούδι θα ήσουνα;

G.M.

Εγώ; Δεν ξέρω ελληνικά, «ζαμπάκ» λένε αλβανικά. «Ζαμπάκ».

Ι.Α.

Πώς μοιάζει;

G.M.

Είναι άσπρο, είναι κόκκινο. «Ζαμπάκ» είναι το καλύτερο λουλούδι.

Ι.Α.

Και πώς μυρίζει;

G.M.

Ωραίο. Και το γαρδένια μου αρέσει εμένα, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να το κάνω. Με πεθαίνουνε.

Ι.Α.

Ζούνε λίγο οι γαρδένιες.

G.M.

Ναι, είναι δύσκολα! Και βασιλικό δεν μου πάει εμένα, με πεθαίνουν. Τα άλλα τα έχω. Αυτά που έχουνε – πώς τα λένε; – σαν… Μόνο πράσινο και τέτοια έχω – πώς τα λένε; – aloe vera τώρα. Πέντε-έξι γλάστρες έχω. Έχω το σκυλάκι μου, τη Μαλού, που αγαπάμε τόσο πολύ που δεν υπάρχει! 12 χρονών. Τόσο! Από τότε που πήραμε το σκυλάκι, μας έβγαλε το άγχος, το στρες. Πότε με τη γυναίκα… Γιατί καμιά φορά εκάναμε λόγια το σπίτι, τώρα άμα κάνουμε έρχεται στη μέση η Μαλού, το σκυλάκι και λέει… Γαβγίζει! Και ξεχνάμε και χωρίζουμε. Είναι τόσο καλή, που δεν υπάρχει. Έτσι, η ζωή είναι όμορφη, για μένα. Όλα να είναι καλά, να έχουμε αγάπη, να μιλάνε ένας με τον άλλο, όχι με τέτοιο, με μίσος. Γιατί πιο πολλοί ζηλεύουνε τον άλλον. Ζηλεύουνε που έχει λεφτά, που έχει το σπίτι ωραίο. Μη ζηλεύεις, ο Θεός τόσο σου έχει δώσει το μυαλό! Αυτό που έχεις, να είσαι ευχαριστημένη. Να λες: «Θεέ μου, ευχαριστώ που ζω, που βλέπω πράγματα». Ο αδερφός της γυναίκας μου ξέρεις τι λέει; «Να με κρεμάσουνε ανάποδα από την γλώσσα, μόνο να μην πεθάνω», λέει. «Θέλω να δω», λέει, «θέλω να δω δέντρες, θέλω να δω δρόμους», έτσι λέει. Είναι, η ζωή είναι όμορφη! Αλλά δουλειά, δουλειές δεν υπάρχει. Τώρα με την αρρώστια ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Με το κορόνα. Για μένα αυτό… Να σου πω με καρδιά, δεν πιστεύω καθόλου, καθόλου, καθόλου με το κορονοϊό. Τίποτα δεν είναι. Είναι παραμύθι, όλα είναι βιολί. Πάρε βιολί και τραγούδα. Πού είναι η γρίπη; Έχεις δει κανέναν να λέει «αψού»; Τίποτα. Πού είναι; Πουλήσανε μάσκες τώρα. Γρίπη, που; Κρατάει η μάσκα το γρίπη; Τίποτα δεν κρατάει. Για μένα χτυπάει αυτό. Είναι 2:00 η ώρα, 3:00, πόσο είναι; Εκκλησία καλή, έχει καλές. Εμένα μου αρέσει, άμα μπω μέσα… Άμα μπήκαμε πρώτα που ήρθαμε στην εκκλησία, τρελάθηκα! Τι είναι αυτά τα όμορφα πράγματα; Μπήκα εγώ, φοβήθηκα. Φοβήθηκα, έτσι. Λέω: «Θεέ μου εδώ μέσα τι είναι;».

Ι.Α.

Δέος.

G.M.

Ναι. Πάω εγώ, πάντα. Έχω Νέο Κόσμος ένα μικρό, είναι κάτω ανοιχτά αυτή, είναι μέρα-νύχτα. Και πάω και βάζω κεράκι για τη μάνα μου, γιατί πέθανε ο μπαμπάς μου. Έτσι, η ζωή έτσι είναι. Τώρα να είμαστε… Μέχρι να πεθάνουμε να ζούμε με καλά λόγια, όχι με βρώμικα λόγια. Να είμαστε αγαπητοί, όλοι. Να αγαπιόμαστε ο ένας τον άλλον. Δεν είναι έτσι; Γιατί να κάνουμε..; Έχει κάποιο άνθρωπος που ζηλεύουνε τον άλλον. Μη ζηλεύεις! Ό,τι έχεις, έχεις στο τύχη σου.

Ι.Α.

Λοιπόν, θα σου κάνω μία τελευταία ερώτηση.

G.M.

Έλα.

Ι.Α.

Αν έκανες τώρα μία ευχή, τι ευχή θα έκανες;

G.M.

Ευχή; Υγεία, αγάπη και μη ζηλεύεις. Αυτά τα τρία. Υγεία - να είσαι καλά. Αγάπη - να αγαπάς τη γυναίκα που έχεις στη ζωή ή άντρα που έχεις. Και μη ζηλεύεις τον άλλον, το καλύτερο πράγμα. Γιατί έχει ζήλεια αυτή η ζωή. Ζηλεύουνε, η αδερφή ζηλεύει τον αδερφό του, που έχει καλά πράγμα. Έχω ακούει εγώ.

Ι.Α.

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την εμπιστοσύνη και την ιστορία.

G.M.

Να έχεις την υγεία σου, πάντα υγεία και αγάπη, και εσύ να σου ζήσει ο αγόρι, να περάσεις καλά τη ζωή, να είσαστε... Μόνο ένα πράγμα να σου πω: Μην το ζηλεύει.

Ι.Α.

Το κατάλαβα.

G.M.

Άμα τον αγαπάς, μην τον ζηλεύεις. Λέω, ο γιος μου είχε μία Ελληνίδα, Μυτιληνιά. Αγάπη. Αγάπη πέντε χρόνια, τρία χρόνια ήρθε στο σπίτι μας, από Μυτιληνιά. [00:50:00]Μπαμπά Ιταλός. Και έλεγα την πρώτη μέρα που ήρθε: «Άμα αγαπάς τον γιο μου, να μην τον ζηλεύεις». Και το γιο μου είπα: «Ολγκέρ, άμα αγαπάς την Αλέξια, μην το ζηλεύεις. Άμα ζηλεύεις γιατί βλέπει αυτό έτσι, γιατί βλέπει αυτό έτσι, καλύτερα μακριά». Ζήλια είναι το χειρότερο πράγματα στη ζωή. Άμα αγαπάς τον άνθρωπο, μην τον ζηλεύεις. Ό,τι και να κάνει. Άμα τον αγαπάς. Άμα σε αγαπάει, δεν θα σε κάνει ποτέ κακό, να πάει με άλλη ή να… Άμα αγαπάει. Άμα δεν σ’ αγαπάει, μετά τελειώνει η ιστορία. Ο άνθρωπος αγαπάει με το μάτι. Αμάν το κοιτάς τον άνθρωπο στο μάτι και σε κοιτάζει με ψυχή, με αγάπη, μην τον ζηλεύεις. Άμα ζηλεύεις, τελειώσει η ιστορία. Τζάμπα να κάθεσαι μετά. Γιατί η ζωή θα είναι πολύ άσχημα άμα το ζηλεύεις. Θα έχεις στο μυαλό: «Πού πάει; Με ποιον πάει; Πού γυρνάει;». Καταλαβαίνεις;  Έτσι.

Ι.Α.

Θα σε ακούσω, λοιπόν. Κλείνω το μαγνητόφωνο.

Part of the interview has been removed for legal issues.

Summary

Ο αφηγητής μιλάει για τη ζωή του στην Αλβανία επί κομμουνισμού και για τις προσπάθειες μετανάστευσης στην Ελλάδα. Αφηγείται δύσκολες καταστάσεις που έχει ζήσει, όπως το χρόνιο πρόβλημά του με το αλκόολ, το ατύχημα που τον οδήγησε να χάσει το χέρι του και την βίαια μεταχείριση που υπέστη από τον ελληνικό στρατό στα σύνορα σε μία από τις προσπάθειες του να φτάσει στην χώρα. Στέκεται εξίσου στην απόλαυση που του δίνουν οι μικρές χαρές της ζωής και την αγάπη του για την Ελλάδα.


Narrators

Gofer Molla


Field Reporters

Ιόλη Αποστόλου



Historical Events

Interview Date

11/10/2020


Duration

51'