Από τη Νάξο στην Αθήνα: ταξίδι δίχως επιστροφή
Segment 1
Τα παιδικά χρόνια και η εγκατάσταση στην Αθήνα
00:00:00 - 00:09:34
Partial Transcript
Καλησπέρα. Είμαστε εδώ πέρα με τον κύριο Μανόλη Παντελιά. Καλησπέρα σας. Καλώς το κοριτσάκι, την Ωραία Ελένη του Μενελάου. Εγώ είμαι η Μ…σι βουνά και λαγκάδια, να έχει δεκαπέντε κατσίκια να πίνουμε το γάλα, να ζήσουμε, παρά πεθάναμε όλοι; Καταλάβατε; Ναι. Θεός σχωρέσ’ τον.
Lead to transcriptSegment 2
Επαγγελματική δραστηριότητα, γάμος και ενασχόληση με την εκκλησία
00:09:34 - 00:40:10
Partial Transcript
Εγώ όμως αυτά, τα λεφτουδάκια που μου ’δωσε εμένα τώρα η γιαγιά, αυτά τα εκμεταλλεύτηκα εγώ και σιγά-σιγά… Και μου λέει λοιπόν αυτουνού του … ο σοφός Σολομών. Αλλά, εν τω μεταξύ , μαντεύω κιόλας. Μαντεύω και ψυχολογώ. Να ’στε καλά. Ευχαριστούμε. Σου είπα πολλά πράγματα, έτσι;
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα. Είμαστε εδώ πέρα με τον κύριο Μανόλη Παντελιά. Καλησπέρα σας.
Καλώς το κοριτσάκι, την Ωραία Ελένη του Μενελάου.
Εγώ είμαι η Μαρούλη Ευαγγελία-Άννα και είμαστε εδώ σήμερα, στη Γαλήνη. Καλά είστε;
Είμαι καλά. Λόγω που σε γνώρισα, είμαι ακόμα καλύτερα–
Ωραία.
–γιατί είμαι οικογενειακός φίλος των Μαρουλαίων.
Ωραία.
Με τον παππού σου, με τον πατέρα σου, με όλους σου τους Μαρουλαίους, είμαστε μια οικογένεια, και εγώ και η γυναίκα μου. Τη γυναίκα μου τη γνώρισα το ’58 και την παντρεύτηκα το ’59.
Και πότε γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στις 25 Απριλίου το 1929.
Μάλιστα
Λοιπόν, ήμαστε όμως πολλά παιδιά και πεθάναν από την πείνα έξι παιδιά.
Πω πω! Σε τι ηλικία;
Και εγώ είχα πάει υπηρέτης στην Αγιά. Τον έχεις δει τον Πύργο της Αγιάς;
Ναι.
Εκεί μέσα έμενα. Και μου δίνανε λοιπόν σε ένα πιάτο να φάω και το πιάτο ήταν όλα ρηχά και τους λέω: «Τι να το κάνω;», του λέω. «Πώς να το φάω;» Και έβαλα λοιπόν τα χέρια μου και έπιανα το πιάτο και έκανα έτσι και ρούφαγα το φαγητό. Μετά έρχεται ένας ξάδελφος του πατέρα μου και λέει: «Δυστυχάει το παιδί σου εκεί κάτω και θα το πάρω εγώ».
Τι ηλικία ήσασταν;
Αυτός είχε γιδοπρόβατα και καθόταν λίγο πιο κάτω στη θάλασσα. Επήγα σε αυτόν και είχε φέρει και τα ανίψια του από την Αθήνα και μου κάναν τα μαρτύρια του Χριστού. Όπου μία των ημερών ήρθε ένα καΐκι εκεί στη Μέλινο και φόρτωσε κρεμμύδια και του λέω: «Πού θα τα πας τα κρεμμύδια;». Μου λέει: «Στην Αθήνα». Του λέω: «Να ’ρθω και γω μαζί σου;» Ξυπόλυτος τώρα εγώ.
Τι ηλικία ήσασταν;
16 στα 17. Και μου λέει: «Τι να σε κάνω και τι θα τρως;». Λέω: «Κρεμμύδια». Και κάναμε έξι μέρες να πάμε στην Αθήνα.
Πω πω...
Και έτρωγα όλο κρεμμύδια. Μετά λοιπόν, αφού αντικρίσαμε το Λαύριο και το Σούνιο, που πήγαινε το καΐκι, βγήκα έξω και κοίταξα τα φώτα και, μόλις τα είδα, με πήραν τα κλάματα και γονάτισα κάτω και έλεγα: «Θεός σχωρέσ’ τον! Μα όλοι μαζί πεθάνανε;». Γιατί εγώ φως είχα δει μόνο στο νεκροταφείο, που ανάβαν τα καντήλια. Δεν είχαμε φώτα και αυτά. Επήγαινε, περίμενε η μάνα μου να κάνει το αβγό η κότα, να το πάει, να πάρει λίγο πετρέλαιο, και το έβαζε στη λάμπα και τη χαμήλωνε, να μην καίει πολύ. Μόλις με βλέπει ο καπετάνιος και με πήραν τα κλάματα, και μου λέει: «Γιατί κλαις;». Και του λέω: «Έτσι κι έτσι – του λέω. Μα όλοι μαζί να πεθάνουνε εκείνοι εκεί και να μην τους κλάψουμε;». Μου λέει: «Είναι φώτα». Λέω: «Τι φώτα;». Μου λέει: «Φώτα, που ηλεκτρίζουνε». Εν πάση περιπτώσει, με πήρε στην καμπίνα του, έφερε εκεί κάτι και μου δώσανε και έφαγα και μετά δεν με βγάζει στον Πειραιά, με έβγαλε στο Πέραμα. Και του λέω: «Τώρα πώς θα πάω;». Μου λέει: «Πού θα πας;». Λέω: «Στην Κολιάτσου». Και με καθοδήγησε λοιπόν, μου λέει: «Θα πάρεις το τρενάκι, θα του πεις να σε κατεβάσει στον ηλεκτρικό και κατόπιν θα πάρεις τον ηλεκτρικό και θα του πεις να σε κατεβάσει στο τέρμα. Μόλις κατέβεις στο τέρμα του ηλεκτρικού, θα ανέβεις οχτώ με εννιά σκαλοπάτια, να ανέβεις από πάνω, γιατί ο ηλεκτρικός πάει υπογείως. Και θα γυρίσεις πίσω…», μου λέει. Έκανε στο τέρμα Αχαρνών, έκανε τέρμα. «Θα γυρίσεις πίσω –μου λέει– τέσσερα στενά απ’ την αριστερή πλευρά και μετά θα πας αριστερά προς τα πάνω και θα συναντήσεις την πλατεία Κολιάτσου και θα πας από κει που θες να πας εκεί». Και λες και είχα πάει και χθες, και το βρήκα λοιπόν το καφενείο. Το είχε ένας Μυκονιάτης και ήταν όλο Κωμιακί[00:05:00]τες εκεί πέρα, εργάτες. Μόλις με είδαν, αρχίσαν το σχόλιο. Ξέρεις, οι Αξιώτες είναι σχολιαστές. Αρχίσανε, λέει: «Τι φάτσα έχει; Τίνος μοιάζει; Τίνος έτσι…». Και μπαίνει ένας με κομμένα δάχτυλα, ο οποίος ο γιος του ήταν εδώ στη ΔΕΗ και είναι τώρα συνταξιούχος, ένας κοντός, ο Στέλιος ο Κορρές. Και λέει: «Ξέρετε ποιανού είναι αυτός; Του Καρνουνονικόλα». Μου λέει: «Τι ήρθες εδώ να κάνεις; Πού θα μένεις;». «Όπου βρω». Με κεράσανε εκεί πέρα, πραγματικά.
Γιατί πήγατε στην Αθήνα;
Να πάω να αλλάξω τη ζωή μου, να φύγω από μες στην Κατοχή, μες στους πολέμους, Ιταλοί και Γερμανοί και αντάρτες και τέτοιοι είχαμε εδώ πέρα. Δεν μπορούσες να σταματήσεις πουθενά. Οι κλέφτες από το άλλο μέρος, εκεί, στην Αγιά, που ήμουν, ένα βράδυ πήγαν δυο Απεραθίτες και κλέψανε εκεί θυμώνους, κλέψανε κάτι ζώα και ήτανε τρεις νοματαίοι και τους σκοτώσανε. Και ανοίξανε έναν τάφο και τους ρίξανε μέσα.
Πω πω…
Ναι, και μετά τραβιότανε στα δικαστήρια, αλλά κουβαλάγανε και από ένα αρνί στον δικαστή. Όπως καταλαβαίνεις, ό,τι πέφτει πρώτα το όβολο... Και αφού λοιπόν μου είπε τα σχετικά αυτός, του λέω: «Θα βρω εγώ δουλειά, μην φοβάσαι». Τότε κάθε στενό στην Αθήνα, στην Ιωάννου, Δροσοπούλου, στη Πατησίων, από κάτω, Αχαρνών, ήταν όλο μπακάλικα, δεν είχε σούπερ μάρκετ. Και πήγαινα λοιπόν και την έστηνα απέξω από τα μπακάλικα και, άμα έβλεπα καμιά γερόντισσα και δεν μπορούσε να σηκώσει τις τσάντες, της λέω: «Δώσε μού τα, γιαγιά, να σ’ τα φέρω εγώ στο σπίτι», και τα πήγαινα λοιπόν και μου δώνανε ένα πενηνταράκι, δυο δεκάρες, ξέρω γω. Και στο τέλος στην Αγία Ζώνη δίπλα ήταν ένα μπακάλικο και πάω και βγαίνει μια γερόντισσα και είχε τρεις τσάντες. «Δώσε μού τες, γιαγιά, να σ’ τις φέρω εγώ στο σπίτι», και πάω λοιπόν και μου λέει: «Γιατί, παιδί μου, είσαι ξυπόλυτος;». Και κάθομαι και της λέω την ιστορία τώρα όλη αυτή και με παίρνει και με πάει δίπλα από την εκκλησία, που ήταν ένας τσαγκάρης, και του λέει: «Κάνε του ένα ζευγάρι παπούτσια», η γιαγιά. Και μου ’δωσε και 2 δραχμές. Τότε 2 δραχμές ήτανε λεφτά. Και έτσι ξεκίνησα και πήγα σε μια πιο πάνω, στο τέρμα κερς, είχα κάτι ξύλα εκεί και τα έβαλα όρθια, που ήταν μια σπηλιά, και πήγαινα και κοιμόμουνα είκοσι εννιά μέρες μέσα.
Πω πω, τι…
Ναι.
Τρομερό.
Μου ’χε δώσει μια κουρελού η γιαγιά, τυλιγόμουν και κοιμόμουνα εκεί.
Μόνος σας ήσασταν;
Πώς;
Μόνος σας ήσασταν;
Μόνος. Αφού, λέμε, μόνος. Οι άλλοι ήταν εδώ, ο πατέρας μου, και είχαν μείνει και τρία παιδιά.
Και πώς νιώθατε που ήσασταν μακριά από τους δικούς σας ανθρώπους;
Πώς;
Πώς νιώθατε;
Να σας πω, γύρευα να ζήσω. Ήθελα να ζήσω. Και, αν θέλετε να ακούσετε και από μένα, τον αγράμματο, το μυαλό του ανθρώπου είναι δύο ειδών. Είναι θηλυκό και αρσενικό. Το αρσενικό μυαλό είναι αγαθός ο άνθρωπος, καλός άνθρωπος, πολύ καλός, αλλά δεν του κόβει να πολλαπλασιάσει τις αποδοχές του και να καλυτερέψει τη ζωή του. Ο πατέρας μου λοιπόν είχε τόσα παιδιά. Δεν μπορούσε να έχει, που η Κωμιακή είναι όλα έτσι βουνά και λαγκάδια, να έχει δεκαπέντε κατσίκια να πίνουμε το γάλα, να ζήσουμε, παρά πεθάναμε όλοι; Καταλάβατε;
Ναι.
Θεός σχωρέσ’ τον.
Εγώ όμως αυτά, τα λεφτουδάκια που μου ’δωσε εμένα τώρα η γιαγιά, αυτά τα εκμεταλλεύτηκα εγώ και σιγά-σιγά… Και μου λέει λοιπόν αυτουνού του Κορρέ που ήταν στην ΔΕΗ, ένας κοντός, Στέλιος Κορρές λέγεται, που ήταν κομμένα τα δάχτυλά του εδώ πέρα. Μου λέει: «Θα πας εδώ στην [00:10:00]πλατεία Κολιάτσου. Είναι ένας Κορωνιδιάτης και κάνει αξίνες και φτυάρια και θα του παραγγείλεις έναν γκασμά 95 πόντοι και ένα φτυάρι 6 νούμερο και θα τα βάλεις σε μία τσάντα και θα τα βάλεις τη Δευτέρα το πρωί απέξω από το καφενείο». Πάω λοιπόν και τα βάζω εκεί. Την έκανα αυτή τη δουλειά, είχα το τάλιρο όμως της γιαγιάς και πλήρωσα, και τη Δευτέρα το πρωί ο πρώτος που ζητήσανε στη δουλειά ήμουν εγώ, που είδαν τα καινούρια εργαλεία. Και ήταν κι αυτός Κωμιακίτης και έκανε μια δουλειά δίπλα στον Άγιο Λουκά. Έχεις υπόψιν σου πού είναι ο Άγιος Λουκάς στην Πατησίων. Και μου λέει: «Δουλεύεις». Του λέω: «Όχι». Μου λέει: «Έλα μαζί μου». Και πάω λοιπόν. Είχε άλλοι τρεις. Και τους βάζει, μας βάζει λοιπόν, ανοίγαμε τις βάσεις για να γίνει η πολυκατοικία, και μένα με έβαλε στη βάση του ασανσεριού. Ώσπου να ανοίξουνε εκείνοι να κατέβουνε 30 πόντοι, εγώ το ’χα κατεβάσει 60, που ’ταν άλλο τόσο. Έρχεται ένας λοιπόν και με πιάνει, ήτανε Κορωνιδιάτης, και με πιάνει λοιπόν και μου λέει: «Έλα δω, ρε κωλόπαιδο –συγγνώμη για την προσωπικότητά σας–, κωλόπαιδο –μου λέει–, που ήρθες εδώ για να διώξεις εμάς». Του λέω: «Γιατί να σας διώξω; Σας έκανα τίποτα;». «Όχι –λέει–, ήρθες –λέει– εδώ και έκανες τόση δουλειά και τώρα –λέει– αύριο θα μας σχολάσει εμάς», και τους σχόλασε. Ήρθε αυτός μετά εκεί, τα ’χα μαζέψει για να φύγω. Μου λέει: «Γιατί φεύγεις;». Του λέω: «Έτσι και έτσι». Μου λέει: «Μαζέψτε τα εργαλεία σας και φύγετε τώρα». Ξεπλήρωσε και τους έδιωξε και κράτησα μέχρι που τέλειωσε η πολυκατοικία. Και από εκεί φτιάχτηκα, γνωρίστηκα. Και τη νύχτα να μου τύχαινε δουλειά, πήγαινα. Έκανα έναν μήνα… δεν είχα δουλειά και είχε έρθει κάποιος. Είχαμε κάνει ένα χορευτικό ναξιώτικο κωμιακίτικο στην Κολιάτσου πιο εδώ και είχε έρθει ένας ξένος και μας είδε και εγώ ήμουνα πολύ χορευτής και με είδε και μου λέει: «Έρχεσαι;», μου λέει. Μου λέει: «Τι δουλειά κάνεις;». Του λέω: «Οικοδόμος». Μου λέει: «Έχεις τώρα δουλειά;». Του λέω: «Όχι». Μου λέει: «Εδώ στον σταθμό Λαρίσης έχω σχολή χορού. Έρχεσαι –μου λέει– να σε κάνω δάσκαλο εκεί πέρα;». Σηκώνομαι λοιπόν και του λέω: «Πόσο θα μου δίνεις;». Μου λέει: «25 δραχμές την ημέρα». «Τι λες, ρε παιδάκι μου;», του λέω. «Εγώ ξέρεις πόσο παίρνω;». Μου λέει: «Πόσο;». «65, και θα μου δώσεις εσύ… Δεν έρχομαι». Μου λέει: «Θα σου δώσω 50 και έλα, δοκίμασε και, άμα δεν σου αρέσει, θα φύγεις». Και πήγα πραγματικά και κάθισα έναν μήνα. Τρέλανα την κοινωνία. Φέρανε… Μέχρι τον Καραμανλή φέρανε και τον Κατσώτα, που ήταν Δήμαρχος Αθηναίων, και παρακολούθησε τους χορούς και τα αυτά. Και κάνουμε τον πρώτο χορό, τον κάναμε στο τέρμα Πατησίων. Ήταν ένα κέντρο με τσίγκους από πάνω, μεγάλο, και λέει ο Κατσώτας: «Να σηκωθεί το ναξιώτικο συγκρότημα να χορέψει» και σηκωνόμαστε απάνω και πιάνω και σηκώνεται ο Καραμανλής ο ίδιος, ο γέρος, και χτύπαγε παλαμάκια. Μου λέει: «Μπορεί να επαναληφθεί αυτό;». Εκεί ήταν… Από εκεί η περιπέτειά μου πια άρχισε… Έπιασα φιλίες με κορίτσια, έκανα… Κάθε Κυριακή βγαίναμε έξω. Ήμουνα όμως σωστός ήμουνα. Και μια Κυριακή μου λέει: «Πάμε μια βόλτα εκεί πέρα στο κέντρο να δούμε μια ματιά; Μπορεί να έχουνε χορό, να μπούμε μέσα να διασκεδάσουμε». Απέναντι λοιπόν είχε ένα μονοπάτι και έβγαινε απέναντι και πήγαινε στους Αγίους Αναργύρους από τη Φιλαδέλφεια. Πήγα εκεί λοιπόν, είδα κάτι, τέσσερα άτομα, και φοράγανε τραγιάσκες. Λέω: «Τι κάνετε εσείς εδώ πέρα;». Μου λένε: «Πουλάμε οικόπεδα». «Μα εδώ ποιος θα ’ρθει; Θα τον φάνε οι λύκοι». Λέει: «Εδώ[00:15:00] μία των ημερών θα γίνει το κέντρο των Αθηνών, το καλύτερο μέρος». Λέω: «Πόσο τα πουλάτε τα οικόπεδα;». Μου λέει: «Ένα χιλιάρικο προκαταβολή και δύο κατοστάρικα τον μήνα». Λέω: «Άμα σου δώσω 5.000 προκαταβολή και 500 τον μήνα, πόσο θα μου το δώσεις;». Γιατί με τα 200 και το χιλιάρικο έφτανε 12.000. Μου λέει: «Θα σου το δώσω 9.000 και θα πάμε αύριο κιόλας αύριο το πρωί να κάνουμε τα συμβόλαια και θα τα πληρώσω εγώ τα συμβόλαια», μου λέει αυτός. Και με παίρνει και πάμε στη Λιοσίων, Αγίου Μελετίου και Λιοσίων ήταν το συμβολαιογραφείο, και μου το γράφει το οικόπεδο. Το αγόρασα. Λωλαθήκανε μετά οι Ναξιώτες: «Γαμπρός με προίκα» και: «Γαμπρός με προίκα». Μετά έπιασα σε ένα αυτοκίνητο δουλειά. Τότε δεν είχε μηχανήματα να τα φορτώνουν τα αυτοκίνητα, τα φορτώναμε με το φτυάρι, και δούλεψα εννιά χρόνια και εννιά μήνες και μάζευα τα λεφτά, αλλά και κάθε τελευταίο δρομολόγιο που κάναμε το βράδυ, άμα έβρισκα τίποτα… Γιατί τότε κατεδαφιζόταν πλέον η Αθήνα όλη. Είχε δώσει το υψόμετρο ο Καραμανλής. Και, άμα μου τύχαινε κάτι καλό, το φόρτωνα και το πήγαινα και το άδειαζα εκεί και γέμισα τον τόπο. Ύστερα πια σιγά-σιγά γνωρίστηκα και ξέρω γω, και γνωρίζομαι με μια κοπέλα από την Κωμιακή.
Στην Αθήνας όμως;
Στην Αθήνα. Μου λένε: «Αυτή έχει και οικόπεδο, έχει και 25.000», μου λένε. Την είδα εγώ λιγάκι, την ήξερα την οικογένειά της. Για να μην σ’ τα πολυλογώ, τα φτιάξαμε και περάσαμε βέρες. Δαχτυλίδια, δώρα, πράγματα, θαύματα, αυτά... Πήγαμε σε ένα κέντρο, κέρασα εγώ. Μετά βλέπω τον πατέρα μου και τον φέρνει ο καλός ο Στέφανος, ήταν ταχυδρόμος, και τον φέρνει στην Αθήνα. Είχα νοικιάσει ένα δωμάτιο τότε και έμενα. Του λέω: «Τι ήρθες τέτοια εποχή να κάνεις;». Μου λέει: «Κάτσε δα –λέει–, κάνε μου έναν καφέ και θα σου πω μετά». Και του λέω: «Τι ήρθες να κάνεις;». Μου λέει: «Έμαθε η μάνα σου ότι αρραβωνιάστηκες με του Μπαλαρίνη την κόρη, και να την παρατήσεις το ταχύτερο, γιατί μια μέρα πέρασα και πήγαινα στη Χωστή να πάρω νερό και είδα τον πατέρα της που έφευγε και, αντί να του πει: “Στο καλό!”, γύρισε τα χέρια του και τον μούτζωσε και του είπε: “Από εκεί που πας, να σε φέρουνε μέσα στα παντελόνια σου”. Και θα πάω να δώσω τον γιο μου εγώ σε αυτή, να μου κάνει και μένα τα ίδια στο παιδί μου και ξέρω γω;». Το άλλο βράδυ ήταν η γιαγιά μου εκεί και είχε–
Εσείς τι του είπατε;
Ε;
Τι είπατε στον πατέρα σας;
Του είπα… Του λέω: «Τον καιρό που–
Και πώς νιώσατε;
«Τον καιρό που παντρεύτηκες τη μάνα, ρώτησες κανέναν;» Μου λέει: «Όχι». «Άλλο τόσο και εγώ έχω μυαλό και θα κρίνω μόνος μου τη γυναίκα που θα πάρω». Μου λέει: «Έχεις δίκιο, δεν μπορώ να σου πω άλλη κουβέντα». Ποια ήτανε η κατάληξη; Το άλλο βράδυ είχα τη γιαγιά μου εκεί, λίγο πιο πέρα, μέσα στη Γαλατσίου, και είχε οχτώ παιδιά και κάνανε ένα τραπέζι και τους είχε καλέσει όλους η γιαγιά λόγω που ήρθε –ήταν ο μεγαλύτερος ο πατέρας μου–, λόγω που ήρθε από τη Νάξο. Και σηκώνομαι, πάω. Το ξέρανε όλοι οι μπαρμπάδες ότι είχα αρραβωνιαστεί και ξέρω γω. Έρχεται λοιπόν στο δωμάτιο για να φύγουμε, να πάμε –στο πιο αριστοκρατικό τότε να πας ήτανε σινεμά– και: «Θα ’ρθω εγώ μετά από το σπίτι να σε πάρω να πάμε σινεμά. «Τώρα –της λέω– θα πάω, που είναι όλοι οι συγγενείς συγκεντρωμένοι εκεί, να δω και εγώ τους μπαρμπάδες μου και αυτά». Μόλις πάω στο σπίτι… Α, με ρώτησε όμως. Μου λέει[00:20:00]: «Γιατί το κάνεις αυτό;». Λέω: «Αύριο…». Είχαμε ορίσει στις 13 Ιουνίου γάμο. Λέω: «Είμαστε έτοιμοι να παντρευτούμε, έτσι; Ό,τι εμπιστοσύνη θα μου ’χεις τότε, θα μου ’χεις και τώρα. Θα σου εμπιστευτώ το μυστικό», και πιάνω και της το λέω σαν χαζός. Μόλις πάω λοιπόν να πάω στη γιαγιά και μπαίνω στην πόρτα, λέει: «Η Σοφία πού είναι;» Λέω: «Την έστειλα –λέω– στο σπίτι της και θα πάω μετά να την πάρω». «Όχι, τώρα θα πας να τη φέρεις» και: «Θα πας να τη φέρεις». Έρχεται και μια ξαδελφούλα μου, πάμε να την πάρουμε, και είχαν ανοιχτή και την πόρτα και άκουγε λοιπόν μέσα και γινόταν η χάβρα των Ιουδαίων. Του είπε το μυστικό: «Κι εσύ –λέει– τώρα τι σκέφτεσαι, Σοφία, αφού άκουσες και είπε η μάνα του αυτό το πράγμα;». Λέει: «Βρε, δεν πάει στον διάολο –λέει– και η μάνα του και ο πατέρας του; Αυτόν να σβερκώσω εγώ». Κι εκεί σαλτέρνω εγώ και μπαίνω μέσα και τη φτύνω μες στα μούτρα και της λέω: «Αυτή είναι η γυναίκα που θέλω να πάρω, να έχω εμπιστοσύνη; Αυτή είναι η εμπιστοσύνη που θα μου ’δινες;». Της κάνω έτσι και της παίρνω τα δαχτυλίδια από τη μουτσούνα και σηκώνομαι και φεύγω. Και τελείωσε. Ύστερα από έναν χρόνο, δύο, πήγαινα και ψώνιζα από τους Κορρέδες στην Κυψέλη, στον Άγιο Θωμά δίπλα, που ’χαν μπακάλικο, και ερχόταν μια κοπέλα λοιπόν. Κάθε Σάββατο πήγαινα και ψώνιζα, γιατί έτρωγα πολύ φαΐ και μαγείρευα μόνος μου και έτρωγα και έπαιρνα και το άλλο μισό μαζί μου. Κατάλαβες; Λοιπόν, και ήταν κι αυτή, ερχόταν Σάββατο και ψώνιζε. Την είδα πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά, άρχισα πια και αναζητούσα και ρώταγα από πού κρατάει η σκούφια της. Και λέει… Γυρίζει μια αδελφή του Κορρέ και λέει: «Είναι από τη Νάξο, Μανόλη. Δεν έχει τίποτα, είναι φτωχιά η κοπέλα, μένει με τη θεια της εδώ δίπλα». Η θεια της ήταν μες στην Προεδρία της Κυβερνήσεως, Εισηγητής Α΄, και την είχε πάρει από μικρό κοριτσάκι, αλλά την είχε κάνει ξεφτέρι. Αλλά, μόλις πήγαμε να της μιλήσουμε, κοκκίνισε και έγινε σαν το ρόδι. Αφού έγινε η συζήτηση, της λέω: «Το άλλο Σάββατο θα ’ρθω να σε ζητήσω στη θεία σου, αφού εξαρτάσαι από εκείνη». Έρχεται λοιπόν και ο Κορρές μαζί μου. Πάω εγώ, παίρνω ένα κουτί γλυκά, μια ανθοδέσμη, και πάω: «Καλησπέρα σας». «Καλησπέρα. Ποιος καλός άνεμος σας έφερε εδώ πέρα;», η θεια. Δύναμη. Λέω: «Έτσι και έτσι –λέω– και μας άρεσε η κοπέλα και την ξέρει και ο κύριος Κορρές και ήρθαμε να τη ζητήσουμε σε γάμο και μας είπαν ότι προστατεύεται από εσάς». Μου λέει: «Για μένα είναι δύσκολο αυτό το πράγμα. Δεν μπορώ –μου λέει– να την κάνω αυτή τη δουλειά. Θα εξετάσω την ηθική της οικογενείας σου και μετά θα σου απαντήσω. Και εξάλλου θα σου κάνω μια ερώτηση και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά». Ας ήμουνα αγράμματος, ε; Λέει: «Πες μου ό,τι θέλεις». Λέει: «Τι προσόντα έχεις για να συντηρήσεις μια οικογένεια;». Λέω: «Να σας κάνω μια διακοπή, να σας κάνω κι εγώ μια ερώτηση και μετά συνεχίζουμε;». Μου λέει: «Ναι». Της λέω: «Έμαθα ότι δουλεύετε στην Προεδρία της Κυβερνήσεως, Εισηγητής Α΄». «Ναι», μου λέει. «Αν επιτρέπεται, σας ζητάω χίλια συγγνώμη, πόσα παίρνετε τον μήνα;» Μου λέει: «230 δραχμές», ξέρω γω, τι ήταν. Της λέω: «Εγώ ξέρεις πόσα παίρνω τη βδομάδα;». Μου λέει: «Πόσα;». «750, που μπορώ να σε πάρω και εσένα[00:25:00] και την κόρη σου και να σας έχω και υπηρεσία να σας υπηρετεί». Σηκώνεται πάνω και μου δίνει το χέρι και μου λέει… Εκεί άκουσα που είπε. Μου λέει: «Ο Θεός έδωσε ένα μυαλό στους ανθρώπους, σε ένα έδωσε θηλυκό και στο άλλο αρσενικό. Εσένα σου ’χει δώσει θηλυκό μυαλό –μου λέει–, είσαι άξιος συγχαρητηρίων, και από εδώ και πέρα –μου λέει– πάλι θα το ξαναεξετάσω, και έλα το άλλο Σάββατο να σου δώσω τα αποτελέσματα». Και βάζει τον Γενικό Διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών να ρωτήσει στο χωριό μου ποιος ήμουνα, ποια είναι η οικογένειά μου και ποιος είμαι και πώς συμπεριφέρομαι. Πήγε στην Κολιάτσου, στο καφενείο που πήγαινα, πήγε… Όπου πήγαινα, πήγε και ρώτησε. Και της λέει: «Κική, κλείσ’ τα μάτια και δώσε την Κούλα στον Μανόλη, γιατί, όπου πήγα, μου ’παν τα καλύτερα λόγια του νησιού». Εκεί έληξε. Και τα φτιάξαμε, και 13 είχα κανονίσει με την άλλη, 13 κανόνισα και με αυτή. Και όλους τους έφερα, και τους γονείς μου και τα πεθερικά μου από δω, και του πλήρωσα και τα εισιτήρια και ήρθανε. Ήρθαν σιγά-σιγά, με βοήθησε και εκείνη. Αφού κανονίστηκε έτσι η δουλειά, τους έφερα πάνω, κάναμε τον γάμο. Έγινε σεισμός και καταποντισμός. Ο Άγιος Θωμάς γέμισε μέσα-έξω. Όλος ο κόσμος, χειροκροτήματα, πράγματα, θαύματα. «Γεια σου, Παντελιά!» και: «Γεια σου, Παντελιά!». Δόξα να ’χει ο μεγαλοδύναμος Θεός. Και κατόπιν κατεβαίνω να ’ρθω εδώ πέρα και, μόλις βλέπω το σπίτι της γυναίκας: «Ω, Χριστέ και Αγία Τριάδα! Μα εδώ μέσα θα…». Έχω και τον Νίκο το ’61 μωρό. Πού να ’μενα; Είναι αυτό που είναι δίπλα στον Νταντάνη, εδώ πέρα. Είναι ένα στενάδι. Είναι ένα… 4 μέτρα είναι το φάρδος και 26 το μάκρος. «Μα εδώ μ έφερες να μένουμε;» Είχανε και έναν ανάπηρο αδελφό. Και λέω, λοιπόν, λέω: «Ετοίμασε τα πράγματα, να σηκωθούμε να πάμε στην Κωμιακή». Και λέει λοιπόν ο πεθερός μου, Θεός σχωρέσ’ τον: «Εσύ, γαμπρέ, θα πας από εδώ να πας στην Κωμιακή και εγώ θα πάω από δω να πάω στον Αμίτη να δέσω μια πέτρα στον λαιμό μου να πνιγώ». Και το ’πιασα αυτό το πράγμα και τον σεβάστηκα. Και κάθομαι και του λέω: «Πού θα κοιμηθείτε; Πού θα κάνετε;». Και μου ’δειξε λοιπόν, έβαλε ξύλα και έκανε ένα κρεβάτι στο μέσα-μέσα και μου ’δωσε το κρεβάτι που κοιμότανε εκείνος και κοιμόμουνα εγώ εκεί. Και ένας καναπές, άμα θα τον δεις, εδώ απέξω, κοιμότανε ο ανάπηρος που είχαν. Και έτσι έμεινα. Την άλλη μέρα σηκώνομαι και πάω στη Χώρα και φέρνω υλικά και κάθομαι μέσα στην αυλή και κάνω. Εκεί υπάρχουν αυτά, δεν είναι ψέματα. Υπάρχουν σήμερα, μπορείς να τα δεις.
Σε τι ηλικία ήρθατε στη Νάξο;
Τότε ήμουν 30 χρονών, 31. 30 χρονών παντρεύτηκα, 31 ήρθα. Λοιπόν… Έμεινα εδώ και την άλλη μέρα λοιπόν σηκώνομαι και πάω στη Χώρα και φορτώνω ένα αυτοκίνητο τσιμεντόλιθοι και πιάνω και χτίζω τη μισή αυλή και κάνω ένα πραγματάκι σαν το μισό δωμάτιο και το χώρισα στα τρία. Δεν υπήρχανε καμπινέδες τότε, ήταν εδώ πιο πέρα η ρεματιά. Που πάει ο δρόμος πάνω, ήταν ρεματιά με λυγαριές και πήγαιναν όλο το χωριό. Εκεί πέρα ήταν μια λυγαριά και είχε τις κότες και πήγαιναν και εκεί και το ’χαν λουτροκαμπινέ. Και κάνω λοιπόν αυτό το πράγμα, το ’χτισα, όσο είναι ακριβώς το δωμάτιο, και το χώρισα στα τρία, ίσα-ίσα να χωράει μια λεκάνη. Μες στη μέση πήρα ένα νεροχυτάκι μωσα[00:30:00]ϊκό τόσο και το ’βαλα και στη δεξιά πλευρά αγόρασα ένα νεροχυτάκι και τα ’φτιαξα μόνος μου αυτά τα πράγματα. Σε τέσσερις μέρες τα είχα έτοιμα και είχε και τζάκι να μαγειρέψει και –πώς το λέμε– καμπινέ να πάει να ουρήσει και να αυτώσει. Κατάλαβες τι γίνεται; Αυτή είναι όλη η ιστορία.
Μάλιστα.
Δόξα τω Θεώ. Μετά…
Και μετά ζήσατε εδώ, στη Νάξο.
Μετά… Στη Νάξο ερχόμουν μετά κάθε χρόνο.
Αλλά ζούσατε στην Αθήνα μόνιμα.
Μόνιμα. Εκεί έκανα τα παιδιά, εκεί έκανα την οικογένεια, εκεί. Αυτή είναι η περιπέτεια της ζωής μου, αλλά ευχαριστώ τον Θεό και τον δοξάζω. Ήμουνα, σας είπα, ο πιο φτωχός Κωμιακίτης. Κατόρθωσα, έκανα σπίτι στην Αθήνα και στα παιδιά μου και στον εαυτό μου.
Ευχαριστώ πάρα πολύ για την υπέροχη ιστορία σας εδώ στην όμορφη Γαλήνη. Ευχαριστώ για όλα όσα μοιραστήκατε.
Ήμουνα… Με θαύμασε όλη η κοινωνία. Δήμαρχος ερχότανε; Μετά μπλέκουμε και… Ήταν ένας καλόγερος εκεί και είχε ένα εξωκλήσι και πηγαίναμε και τον κυνηγήσανε οι άλλοι παπάδες και την άλλη μέρα στέλνει το συνεργείο και γκρεμίζει την εκκλησία. Και σηκώνομαι και εγώ και παίρνω τέσσερα άτομα και σηκώνομαι και πάω στη Μητρόπολη και βρίσκω τον δεσπότη και του λέω: «Σεβασμιότατε –του λέω–, σας ζητάω χίλια συγγνώμη. Είμαι από τους Αγίους Αναργύρους και βλέπω και έχετε ωραία πολυθρόνα και κάθεστε, ωραία καθίσματα, ωραία μέρη και αυτά, και όλες οι εκκλησίες. Και είχαμε και εμείς ένα εκκλησάκι και πηγαίναμε και κάναμε τον σταυρό μας και πήγανε οι παπάδες σου και το γκρεμίσανε. Και λυπάμαι πάρα πολύ και θα κάνω δέηση στον Θεό να σας τα πάρει και αυτά που έχετε εσείς». Στον δεσπότη! Με κοίταγε καλά-καλά. Μου λέει: «Το Σάββατο θα είμαι εκεί». Το Σάββατο, πραγματικά, ειδοποίησα εγώ όλους τους Αγίους Αναργύρους και όλα τα περίχωρα εκεί των Λιοσίων και αυτά ότι έρχεται ο δεσπότης της Κηφισιάς. Εκεί πέρα μαζεύτηκε λαός. Του λέω: «Αυτή είναι η κατάντια μας», του λέω. Δεν βρέθηκε ένας μορφωμένος να σηκωθεί να του πει μια κουβέντα. Πήγα πάλι εγώ: «Σεβαστιότατε, είμαι εγώ εκείνος που ήρθα στη Μητρόπολη και σας ρωτάω τώρα εσάς. Όλος αυτός ο κόσμος δεν έχει παιδιά; Τι να πάνε να κάνουνε; Να γίνουνε ληστές; Να γίνουνε Ιεχωβάδες; Να γίνουνε λωποδύτες; Να μην ξέρουν να κάνουν τον σταυρό τους;». Λέει: «Βρες μου ένα οικόπεδο –άκου–, βρες μου ένα οικόπεδο με ενοίκιο και σε δεκαπέντε μέρες θα σου φέρω εκκλησία να εκκλησιάζεστε. Σας ορκίζομαι στην ψυχή που θα παραδώσω στον Θεό». Τίποτα άλλο. Λοιπόν…
Ευχαριστούμε πάρα πολύ για την ιστορία σας. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Σε δεκαπέντε μέρες βρήκα λοιπόν έναν χωροφύλακα που του προξένεψα ένα οικόπεδο και το ’χε πάρει, και του λέω: «Να μας το νοικιάσει; –του λέω–, να βάλουμε μια εκκλησία». Μου λέει: «Και, άμα θέλω –λέει– να τη βγάλω την εκκλησία, να την κάνω έξωση στον εισαγγελέα;». «Είμαι υπεύθυνος, άμα δεν φύγει η εκκλησία, εγώ θα πάμε στον συμβολαιογράφο να σου γράψω το σπίτι μου». Και σε δεκαπέντε μέρες μας φέρνει μια εκκλησία 22 μέτρα μάκρος και 12 φάρδος. Και τους φωνάζω όλους, ρίξαμε μπετά, χτίσαμε γραφείο, κάναμε, δείξαμε… Να, τις Μυροφόρους, εκεί, ανοιχτή. Εγώ το ’χω φτιάξει αυτό.
Μάλιστα.
Εκείνη η εκκλησία είναι, η Μυροφόρος και ο Νικόδημος.
Καταπληκτικό.
Λοιπόν… Αυτά τα ’χω φτιάξει με κοχύλια του γιαλού.
Πάρα πολύ όμορφα.
Καταλάβατε;
Κατάλαβα.
Λοιπόν… Έκανα πολλά πράγματα, πολλά. Και ανακατεύτηκα δεκαεξίμισι χρόνια[00:35:00]. Και στο τέλος… Εδώ είναι το μεγάλο μυστικό. Γι’ αυτό σου λέω το «θηλυκό μυαλό». Έκανα ένα γραφείο δίπλα στη λυόμενη και ερχότανε. Πήγα και στον δεσπότη και τον παρακάλεσα και του λέω: «Θα μας δώσεις άδεια να κάνουμε και μυστήρια, γιατί έχει και τόσον κόσμο, να βαφτίσουνε, να παντρέψουνε, να κάνουνε». Μου έδωσε. Ερχότανε λοιπόν μία κοπέλα… Ακριβώς ζωή και χρόνους να ’χεις, Παναγία μου, και να σε φυλάνε όλοι οι άγιοι του Χριστού.
Να ’στε καλά.
Και θα σε σταυρώσω τώρα πριν να φύγεις. Ερχότανε μία κοπέλα λοιπόν, αντίγραφο εσείς. Μόλις βγαίνανε από την εκκλησία όλοι, πήγαινε και έπαιρνε δύο κεριά και τα στρίφωνε έτσι και τα άναβε και πήγαινε και γονάτιζε μπροστά στην Παναγία και έκανε προσευχή. Μου φάνηκε περίεργο τώρα, όχι για κουτσομπολιό όμως. Μπορεί να ’ναι κάτι για καλό. Πάω μέσα στο ιερό και κάθομαι εγώ και ακούω τι έλεγε: «Παναγία μου, όπως είναι ενωμένα τα δυο κεριά, να ενώσεις και μένα με τον Γιώργο». Άκουσα τη λέξη. Και λέω του παπά: «Κάλεσέ τη μες στο γραφείο και ρώτησέ τη: “Τι θες, κοπέλα μου; Μπορούμε να σε βοηθήσουμε;”». Την καλάει μέσα στο γραφείο: «Δεν πειράζει –λέει–, ο κύριος Μανόλης –λέει– είναι δικός μας άνθρωπος, της εκκλησίας, ξέρω γω. Πες μου τι σου συμβαίνει, να σε βοηθήσω εγώ. Με πεποίθηση θα σε βοηθήσω». Και του είπε λοιπόν ότι ήταν λογοδοσμένη και αυτός πέρασε στο πανεπιστήμιο και εκείνη δεν πέρασε και την παράτησε. Της λέει: «Θα πάω εγώ και θα τον βρω και θα σ’ τον φέρω». Λέει: «Άμα καταφέρεις αυτό το πράγμα –λέει του παπά–, θα σου δώσω δυο οικόπεδα, γιατί είναι δικό μας το κτήμα αυτό. Θα σου δώσω δυο οικόπεδα να κάνεις μια εκκλησία». Δεν πέρασε πολύς καιρός, χρόνος και, και σταμάτησε πια να έρχεται. Εμένα μου φάνηκε πολύ περίεργο και σηκώνομαι, γιατί της είχα πάρει τα στοιχεία, πού έμενε. Και σηκώνομαι λοιπόν και πάω και ζητάω. Λέω: «Του... το κατάστημα ποιο είναι;». Και μου το δείξανε και πάω και ήτανε μέσα η κοπέλα. Μόλις με είδε, της λέω: «Τώρα με γνώρισες;». Λέει: «Σε γνώρισα». Της λέω: «Δεν γνώρισες όμως ότι είμαι και μάντης. Έχω μάθει τα πάντα, γιατί κάθισε ο παπάς –αυτό είναι ψέμα που της είπα–, κάθισε ο παπάς και έκανε λειτουργία και είπε: «Ο μεγαλοδύναμος Θεός να ενώσει τον Γιώργο με τη Σοφία και θα σου χτίσουμε μια εκκλησία». Μου λέει: «Το είπε ο παπάς αυτό το πράγμα;». «Το είπε». «Αύριο θα ’ρθω στην…». Και έρχεται την άλλη μέρα και μας φέρνει με ένα… Είχε κούρσα πολυτελείας και πάμε στη Μητρόπολη και μας γράφει τα δυο οικόπεδα και κάναμε την εκκλησία και έφτιαξα, τελειώσαμε και το οικόπεδο το άλλο. Κατάλαβες τι γίνεται; Και ήμουν δεκαεξίμισι χρόνια μέσα. Γνωρίστηκα πια με όλη την κοινωνία. Όποιος ερχότανε…
Πραγματικά!
«Ο Παντελιάς» και: «Ο Παντελιάς»! Καταλάβατε;
Κατάλαβα,
Και τελειώσαμε.
Ευχαριστώ πάρα-πάρα πολύ.
Σου είπα πράγματα που δεν τελειώνουν ούτε στη Δευτέρα Παρουσία. Ήμουνα περίεργος. Δεν ήμουν κουτσομπόλης. Δεν ήθελα να… Ήμουν ακουστικός τύπος και ό,τι άκουγα το τύπωνα και νόμιζες πως ήμουν ο σοφός Σολομών. Αλλά, εν τω μεταξύ[00:40:00], μαντεύω κιόλας. Μαντεύω και ψυχολογώ.
Να ’στε καλά. Ευχαριστούμε.
Σου είπα πολλά πράγματα, έτσι;
Photos

Καναπές στη Νάξο
Ο καναπές που κοιμόταν ο πεθερός του Εμμαν ...

Εικόνες με κοχύλια
Εικόνες αγίων, τις οποίες ο Εμμανουήλ Παντ ...
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Εμμανουήλ Παντελιάς διηγείται την ιστορία της ζωής του. Περιγράφει το ταξίδι του από τη Νάξο στην Αθήνα με την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο και εξιστορεί τα δύσκολα χρόνια της προσαρμογής του στην Αθήνα κάτω από αντίξοες συνθήκες, τη γνωριμία του με τη γυναίκα του, τον γάμο τους, την επαγγελματική του σταδιοδρομία και την πορεία της ζωής του.
Narrators
Εμμανουήλ Παντελιάς
Field Reporters
Ευαγγελία Άννα Μαρούλη
Tags
Interview Date
02/10/2020
Duration
40'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Εμμανουήλ Παντελιάς διηγείται την ιστορία της ζωής του. Περιγράφει το ταξίδι του από τη Νάξο στην Αθήνα με την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο και εξιστορεί τα δύσκολα χρόνια της προσαρμογής του στην Αθήνα κάτω από αντίξοες συνθήκες, τη γνωριμία του με τη γυναίκα του, τον γάμο τους, την επαγγελματική του σταδιοδρομία και την πορεία της ζωής του.
Narrators
Εμμανουήλ Παντελιάς
Field Reporters
Ευαγγελία Άννα Μαρούλη
Tags
Interview Date
02/10/2020
Duration
40'