Η κυρία Σοφία μιλάει για την οικογένειά της και για την απόφαση να μεταναστεύσει από την Αλβανία στην Ελλάδα το 1991
Segment 1
Η απόφαση να μεταναστεύσει και ο πρώτος καιρός στην Ελλάδα
00:00:00 - 00:19:20
Partial Transcript
Καλησπέρα. Καλησπέρα σας. Πώς ονομάζεστε; Γκιόργκο Σοφία. Πολύ ωραία. Είμαστε με την κυρία Σοφία στο Χαλάνδρι, είναι 8 Σεπτεμβρίου του…βρούνε καμία άλλη δουλειά». Και αυτός με βοηθούσε, βρήκαμε ένα σπίτι τότε και παίρνω την οικογένεια από το Βελεστίνο και έρχομαι στον Βόλο.
Lead to transcriptSegment 2
Η φτώχεια και οι δυσκολίες στην Αλβανία, η αναζήτηση ευκαιριών στην Ελλάδα και η εγκατάσταση στην Αθήνα
00:19:20 - 00:38:48
Partial Transcript
Ε, και μετά βρήκαμε τη σειρά. Μάθαμε και λίγα λίγα τα παιδιά τη γλώσσα, να μιλάμε στα ελληνικά, και βγαίνει μετά η κόρη μου, που είναι τώρα …μου. Η δουλειά είναι ζωή. Έχω συνηθίσει με τη δουλειά, δεν βαριέμαι, δουλειά να έχω. Τουλάχιστον ξέρουν την αξία τα παιδιά μου. Τι να κάνω;
Lead to transcriptSegment 3
Το ατύχημα του συζύγου της στην Αλβανία
00:38:48 - 00:50:54
Partial Transcript
Δεν θα ήθελα να σας ζορίσω άλλο, αλλά για τον άντρα σας μου είπατε είχε το ατύχημα στην Αλβανία, που μου είπατε ότι έπαθε έμφραγμα; Μετά, ό…Η περιουσία μου είναι αυτά. Πολύ ωραίο αυτό που είπατε. Έχω και την Καλλιόπη, να… Σας ευχαριστώ. Να ’σαι καλά, παιδί μου, να ’σαι καλά.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα σας.
Πώς ονομάζεστε;
Γκιόργκο Σοφία.
Πολύ ωραία. Είμαστε με την κυρία Σοφία στο Χαλάνδρι, είναι 8 Σεπτεμβρίου του 2020, είμαι η Μάρθα Μητσικώστα, ερευνήτρια για το Istorima και ξεκινάμε. Γιατί θα θέλατε να μιλήσουμε σήμερα;
Ήθελα να μιλήσω για τη ζωή μου.
Ωραία. Αρχικά…
Με τα παιδιά μου, ναι, όλη η οικογένεια.
Τέλεια. Πείτε μας μερικά πράγματα για εσάς.
Να το ξεκινήσω από την αρχή που ήρθα, στο ’80, ή μετά στο ’91;
Απ’ όπου θέλετε εσείς.
Στα ’88 ήρθα γιατί είχα τον θείο μου. Ο θείος μου είχε φύγει πολύ μικρός, 16 χρονών, από το χωριό, Πικέρμι στους Άγιους Σαράντα. Μεγάλωσε εδώ, έχει πολεμήσει εδώ με τους Ιταλούς τότε, όταν έγινε ο πόλεμος, και έμεινε εδώ. Μετά κλείσανε οι δρόμοι Αλβανία-Ελλάδα, εμείς ήμασταν κομμουνιστικό κόμμα και δεν μπορούσαμε… δεν ξέραμε ή ζούσε, αν δεν ζούσε ο θείος. Ούτε η γιαγιά μου, μέχρι που πέθανε δεν πήρε χαμπάρι, ζούσε ο θείος μου. Στο ’88 αλαφρώσανε λίγο τα πράγματα και εγώ ζήτησα από τον θείο μου… Ήμουνα παντρεμένη από το χωριό, παντρεύτηκα στο Δυρράχιο της Αλβανίας. Έκανα τέσσερα παιδιά, την οικογένειά μου. Και ήρθα στον θείο μου. Όταν ήρθα, είδα πώς ζούσαν εδώ και πώς ζούσαμε εμείς, γιατί εμείς τότε είχαμε φτάσει στο αμήν, δεν είχαμε να φάμε. Παίρναμε 100 γραμμάρια βούτυρο τον μήνα, δέκα αυγά τον μήνα. Αν ήσουν δέκα άτομα. Αν ήσουν τρία άτομα, αυτό ήτανε. 1 κιλό ζάχαρη τον μήνα, 1 κιλό φέτα τον μήνα. Με μπόνους, με μπόνους που παίρναμε. Και όταν ήρθα εδώ, είδα μια πλούσια χώρα. Και είχα φτάσει, όταν πήγα, έφυγα από τον θείο… Λέω την αλήθεια, αυτό που έχω ζήσει. Ο θείος μου παντρεύτηκε μετά εδώ μία Ελληνίδα, καταπληκτική γυναίκα, από τη Σαντορίνη, που δεν ζει τώρα, η θεία μου Άννα. Και ο θείος μου έκανε τέσσερα παιδιά. Επειδή δεν είχαμε ούτε αλληλογραφίες ούτε τίποτα, τα δύο τα ξαδέρφια έχουμε πάρει το όνομα απ’ τους παππούδες μας. Και ο θείος μου από δω πήρε το όνομα Πέτρος και Σοφία και ο μπαμπάς μου από κει Πέτρος και Σοφία. Και τα δύο τα ξαδέρφια έχουμε τα ίδια ονόματα. Και όταν ήρθα εδώ, βλέπω πώς ήταν η Ελλάδα. Εμείς δεν είχαμε λάδια και τέτοια, καλό λάδι, τίποτα. Και όταν κάνανε τη σαλάτα και πετούσανε, έμεινε στο πιάτο και πετούσανε –είναι αλήθεια αυτό που έχω ζήσει–, πετούσανε το λάδι, φάγανε ό,τι τρώγανε, δεν ρίξανε το λάδι με οικονομία, ρίξανε λάδι κανονικά, λέω: «Παναγία μου. Να το πω στη θεία Άννα μου να το μαζεύουν;», ντρεπόμουνα, «Να το πάρω αυτό το λάδι να το πάω στα παιδιά στην Αλβανία;». Στο αεροπλάνο, σ’ το ορκίζομαι, όταν φύγαμε, δίνανε φακελάκια, στη σαλάτα που βάλανε, δώσαν φακελάκια με λάδι. Αυτό το λάδι το πήρα, το ’βαλα στην τσάντα μου κι όταν πήγα στο σπίτι, αυτή την ημέρα έχουμε φάει σαλάτα με λάδι από το αεροπλάνο. Ήταν το Ολυμπιακό, με αυτό το αεροπλάνο. Και τότε, πριν ανοίξουν οι δρόμοι να έρθουμε, ήρθαμε από δω στο ’91, δύο-τρεις μήνες πριν, ανοίξανε οι Πρεσβείες. Εγώ προσπάθησα να μπω στην Πρεσβεία, στην Ελληνική Πρεσβεία. Ο άντρας μου δεν ήθελε, μου λέει: «Δεν θα φύγω, δεν αφήνω το σπίτι». Λέω: «Πάμε. Δεν έχεις δει ζωή. Ζούμε και δεν ζούμε. Παίρνουμε ανάσα, τίποτα». Πάω με φόβο πολύ, γιατί δεν μπορούσες, γιατί σε βάλανε φυλακή τότε. Ούτε στα παιδιά δεν μπορούσα να πω τι είδα από δω και πώς ζούσαμε εμείς εδώ. Αυτά τα είδα μόνο εγώ και δεν μπορούσα, γιατί φοβόμουνα. Και όταν πήγα, γιατί όταν ήρθα από δω, μου δώσαν την ταυτότητα με βίζα, και όταν πήγα, μου πήρανε αυτή την ταυτότητα και μου [00:05:00]δώσανε τη μικρή, όπως έχουμε ταυτότητα…το διαβατήριο, και μου λέγανε: «Ό,τι έχεις δει από κει, το στόμα σου κλειστό». Και όταν ήρθα, όταν ήρθα, μου πήρανε στη –πώς τη λένε;– ministri και μου είπανε, η policia, και μου λέγανε: «Κοίταξε, θα πας εκεί, μπορείς και να δεις τι θα δεις εκεί. Μήπως βλέπεις κάποιον…», σαν να ήμουνα… Φοβόμουνα όταν ήρθα εδώ. Είχε πολλά αυτοκίνητα, εκεί δεν είχαμε τότε ούτε ποδήλατα. Μόνο όταν ήταν διευθυντής, αυτός είχε αυτοκίνητο, εμείς δεν είχαμε. Και φοβόμουνα. Λέω: «Παναγία μου, αν με διώξουν εμένα από πάνω;», λέω… Όταν πήγα μετά, μου λέει: «Είδες κάποιον; Μίλησες με κάποιον;». «Όχι», του λέω, «γιατί δεν ήξερα ούτε ελληνικά». «Με ποιον;». «Μόνο με τον θείο μου». «Κοίταξε», μου λέει, «όταν είδες από κει», μου λέει, «τι είδες, το στόμα σου κλειστό. Θα πεις: ‘Κι εκεί δουλειά είχανε, ζούσανε κι αυτοί’. Ψέματα». Και όταν άνοιξαν οι δρόμοι μετά, λέω στον άντρα μου: «Θα έρθεις». Στην αρχή ανοίξανε οι Πρεσβείες. Παίρνω τα τέσσερα τα παιδιά και πηγαίνω μέχρι στα Τίρανα. Την τελευταία μέρα, Μαριέττα θυμάσαι; Εκεί αυτή τη μέρα έχει γίνει μπλοκ. Αφήσαν οι Πρεσβείες μια-δύο-τρεις μέρες, το δείξανε στην τηλεόραση μία εικόνα, μία εικόνα μόνο: «Κοίταξε οι αλήτες πώς φεύγουν από την Αλβανία και φεύγουνε και κάνουνε και αφήνουνε την πατρίδα» και τέτοια και… Λέω στον άντρα μου: «Έλα να φύγουμε». «Όχι», μου λέει, «να αφήσω το σπίτι». «Εντάξει», λέω: «εγώ παίρνω τα παιδιά και φεύγω. Εσύ αν θέλεις κάτσε εδώ». Και τον άφησα. Παίρνω τα τέσσερα τα παιδιά και πάμε μέχρι στα Τίρανα. Πήγαμε με το δεύτερο τρένο. Αν πήγα με το πρώτο τρένο, θα είχαμε προλάβει να μπούμε στην Πρεσβεία. Εκεί είχανε γίνει μπλοκ μετά. Πηγαίναν τα παιδιά, είχανε πάρει τέτοια, κουρέψανε τα παιδιά, τους κάνανε έναν σταυρό στο κεφάλι η αστυνομία και γυρνάμε… με αυτό το τρένο που πήγα, από φόβο, γυρνάω πάλι στο Δυρράχιο. Και δεν πήρε χαμπάρι κανείς, ούτε στη δουλειά ούτε τίποτα, γιατί πρόλαβα και πήγα στην ώρα στη δουλειά. Δεν πήρανε χαμπάρι που πήγα εγώ στα Τίρανα. Λέω στον άντρα μου… Γιατί ήτανε και ο φόβος, πραγματικά ήταν φόβος. Λέγαμε: «Τι θα γίνει με αυτά που έχουνε μπει στις Πρεσβείες;». Θα ερχόταν η αλλαγή. Φύγανε αυτοί. Ποιος μπήκε στη Γερμανία, ποιος μπήκε στην Πρεσβεία Ελληνική… Μπήκανε και ήρθανε μια χαρά. Λέω στον άντρα μου: «Αν ανοίγει μία τρύπα, μικρή τρύπα, εγώ παίρνω τα παιδιά και φεύγω». Και παίρνω χαμπάρι που ανοίγει ο δρόμος από εδώ. Μου λέει μία φίλη μου, που ήτανε στο χωριό Muzinë, κι αυτή είχε τον άντρα της, μου λέει: «Σοφία», μου λέει, τη λέγανε Βιολέτα, «Σοφία», μου λέει, «έχουν ανοίξει οι δρόμοι στην Ελλάδα». Του λέω: «Το ξέρεις καλά;». «Ναι», μου λέει, «γιατί μας έχουνε πει από κει», λέει, «απ’ το χωριό μου, είναι δίπλα στα σύνορα με την Ελλάδα, και ο άντρας μου λέει και φεύγουνε όλοι». Λέω του άντρα μου: «Φεύγουμε». Όταν ήρθα εδώ στο θείο μου, μου είχε δώσει ένα ράδιο-μαγνητόφωνο με CD, –θυμάσαι Μαριέττα– και με πρίζα. Και τότε μετά είχανε γίνει πάλι, η αστυνομία, είχε γίνει μπλόκο στον δρόμο και δέρνανε και στείλανε πίσω: «Από που έρχεσαι; Τι θες εσύ κάτω στους Άγιους Σαράντα;». Εγώ παίρνω το μαγνητόφωνο, είχα τον αδερφό μου στο χωριό, και τα τέσσερα παιδιά. Παίρνω και τον άντρα μου, λέω: «Θα έρθεις. Θες δεν θες, θα έρθεις. Αν δεν θες να περνάς τα σύνορα, γύρνα πίσω. Εγώ θα φύγω. Μέχρι εκεί όμως θα έρθεις, γιατί να μην καταλάβουνε για ποιο λόγο πάμε κάτω». Παίρνω και αυτό το μαγνητόφωνο με CD, ήταν και με μπαταρίες, και λέω: «Όποιος θα μας πιάσει στον δρόμο, πάμε στο χωριό γιατί ο αδερφός μου αρραβωνιάζει την κόρη του και θα πάμε εκεί». Και έτσι ήρθαμε. Ήρθαμε, δεν πήγα στο χωριό, στους Άγιους Σαράντα κατευθείαν, σε μία ξαδέρφη μου. Αυτή τη νύχτα μείναμε εκεί. Την άλλη μέρα ο άντρας μου φεύγει πάλι στο Δυρράχιο, εγώ με τα παιδιά μάς ανεβάζει αυτή σε ένα φορτηγάκι και μου λέει ο άντρας της, γιατί είχε έρθει αυτός και έβγαινε πάλι στην Αλβανία: «Θα προσέχεις», μου λέει, «κοντά στα σύνορα, στις πορτοκαλιές εκεί», ήταν χειμώνας, «στις πορτοκαλιές εκεί», λέει, «θα [00:10:00]κρυφτείτε μέχρι να γίνεται πάρα πολλά άτομα, γιατί σκοτώνουνε από δική μας πλευρά. Σκοτώνουνε», λέει, «Αν είστε πολλά άτομα, ένα γκρουπ εκατό-εκατόν πενήντα-διακόσια άτομα, περνάς. Δεν μπορούνε να κάνουνε τίποτα». Κι εμείς κρυβόμαστε με τα παιδιά στις πορτοκαλιές, μέχρι που πάμε γκρουπ, γκρουπ πάμε στα σύνορα. Θυμάσαι, Μαριέττα… Και όπως ήμασταν εκεί, ήταν στρατιωτικοί, αξιωματικοί, φαντάροι και βγαίνει ένας με καλάσνικοφ. Πάμε εκεί γκρουπ, λέει, ήταν ένας γέρος, 60, εγώ ήμουν 43 χρονών τότε, και λέει: «Πού πάτε; Πού πάτε; Το ψωμί που έχετε φάει από δω στην Αλβανία θα σου πιάσει τα μάτια. Πού πάτε στην Ελλάδα;». Λέει αυτός: «Δεν ντρέπεστε;», λέει, «Για ένα κομμάτι ψωμί φεύγουμε», λέει, «γι’ αυτό φεύγουμε. Εμείς είμαστε αποφασισμένοι», λέει, «έχουμε έρθει μέχρι εδώ, θα φύγουμε». Εγώ είχα τη Μαριέττα, την κόρη μου, και τη μικρή που είναι τώρα στη Γερμανία, σπούδασε εδώ. Λέει: «Εσύ πού πας;», λέει εμένα. «Θα φύγω», του λέω. «Με τα δυο τα κορίτσια;», λέει, «Ξέρεις τι γίνεται από κει; Που τις παίρνουν οι φαντάροι οι Έλληνες και κάνουν ότι θέλουνε με τα κορίτσια; Πας εσύ με τα δυο τα κορίτσια;». Λέω: «Θα φύγω». Είχα τα τέσσερα τα παιδιά και όπως ήταν τα σύνορα και ήταν τα… τα σύρματα, είχαν ανοίξει μία τρύπα και περνούσαμε ένας-ένας, ένας-ένας απ’ αυτή την τρύπα. Και μόλις περνούσαμε, ήταν ένα σημείο που η ελεύθερη ζώνη, που χωρίζουνε τα δύο κράτη, και ήτανε βουνό. Έχουμε περάσει σ’ αυτό το βουνό, δεν μπορούσα. Με τραβήξαν τα παιδιά έτσι από το χέρι μέχρι ανεβήκαμε στο βουνό. Μέχρι ανεβήκαμε στο βουνό εκεί ξεκινήσανε με καλάσνικοφ: «Φύγετε. Θα μείνετε εδώ». Και… Στον αέρα με καλάσνικοφ. Να βλέπεις εμάς κάτω έτσι, τούμπα, περνούσαμε το βουνό, έτσι με τα πόδια μέχρι περνούσαμε από δω. Και μια λίμνη εκεί… που περάσαμε τα σύνορα, ήτανε λίμνη. Ήτανε χειμώνας. Μπήκαμε στη λίμνη, άσ’ τα. Από κει μετά ξεκινήσαμε με πόδια, με τα πόδια, και ήταν, βλέπαμε τον δρόμο Ηγουμενίτσα. Λέμε: «Θα πάμε μέχρι Ηγουμενίτσα με τα πόδια». Όλη τη νύχτα ταξιδεύαμε με τα πόδια. Στη μέση του δρόμου μας βγαίνει ένα φορτηγάκι. Ήταν ένας, αυτό που είναι αγροτικό, και λέει: «Πού πάτε;». Δεν ξέραμε καλά να μιλάμε. Εγώ έπαιρνα, γιατί δεν είχαμε, πεινούσαμε στον δρόμο, ήτανε νύχτα, και τα εκκλησάκια τα μικρά παίρναμε 100 δραχμές, 50 δραχμές, ό,τι είχανε βάλει εκεί, να πάρουμε ψωμί να φάμε. Κι εγώ όπου πάω τώρα βάζω κανένα φράγκο, γιατί λέω μπορεί να πάει κανένας που πεινάει και να το πάρει, όπως πεινούσαμε εμείς τότε. Ήρθαμε, μας πιάνει αυτός, μας παίρνει, μας πηγαίνει στην αστυνομία στην Ηγουμενίτσα. Εκεί μας γράψανε όνομα-επίθετο. Μετά έφυγε αυτός, μαθαίνει στην αστυνομία να μας πάει στο Φιλιάτες, χωριό Φιλιάτες. Εκεί ήταν ένα σαν κήπος, γήπεδο, που παίζανε, σαν γήπεδο, ναι. Εκεί ήταν μόνο Βορειοηπειρώτες που είχαν έρθει, γιατί δεν είχανε πάρει χαμπάρι στην Αθήνα, μόνο Βορειοηπειρώτες. Καθίσαμε εκεί μία νύχτα. Την άλλη μέρα μας βάλανε στη σειρά και λέγανε: «Ποιος είναι μουσουλμάνοι; Να πάει ξεχωριστό. Και ποιος είναι χριστιανοί;». Και πήγαμε όπως τα ονόματα που είχαμε, δεν είχαμε κάτι να διαψεύσουμε. Γιατί; Για ποιο λόγο; Εγώ πήγα με χριστιανούς, με χριστιανούς πήγα, και όλοι με τη σειρά μας παίρνανε ονόματα-επίθετο και μετά ήρθαν τα λεωφορεία. Εκεί στο λεωφορείο είδα και τον αδερφό μου. Είχε έρθει και ο αδερφός μου και τον βλέπω στο λεωφορείο. Εκεί μας πήγανε στη…, όλη τη νύχτα ταξιδεύαμε, στη Φλώρινα. Στη Φλώρινα μας πήγανε στον στρατό, στρατόπεδο. Ήτανε στρατός. Φάγαμε εκεί. Είχαν ένα… Πώς το λένε; Πώς το λέει; Που… Είχανε και μας λέγανε: «Δεν μπορούμε να σε πάμε κάπου, [00:15:00]γιατί έχουν έρθει πολλά και δεν έχουμε πού να τα βάλουμε». Και μας πήγανε εκεί, στη Φλώρινα, μέσα στους φαντάρους. Τρώγαμε εκεί. Κρύο ήτανε, πολύ κρύο. Είχαμε κουβέρτες, είχαμε στρώσει έτσι όλοι κάτω. Μπορεί να ήταν και εκατό άτομα. Πόσο να ήταν; Εκατό άτομα σε ένα… και με κουβέρτες. Μετά βάλανε και μία σόμπα, το ’βαλε η εκκλησία, ο δεσπότης της Φλώρινας, βάλανε μία σόμπα εκεί με ξύλινα. Εμάς τις γυναίκες και μικρά παιδιά μας πήγανε σε ένα σαν… Εκεί τα είχαμε τα πάντα μέσα. Εκεί μας φέρνανε το φαγητό, τα φρούτα, τα πάντα. Μας φροντίζανε. Το κρύο ήτανε κρύο. Εμείς δεν είχαμε συνηθίσει τέτοιο κρύο σαν τη Φλώρινα. Δεν είχαμε τέτοιο κρύο και τέτοια χιόνια στην Αλβανία. Εκεί καθίσαμε τρεις μήνες. Εκεί γνώρισα έναν αστυνομικό, καλή του ώρα, πολύ καλό παιδί. Αυτός ήταν από Βελεστίνο του Βόλου. Μας είδε που ήμασταν οικογένεια. Την οικογένειά του αυτός την είχε στο Βελεστίνο και ήθελε να μας βοηθήσει. Και μας βοήθησε πάρα πολύ αυτός. Μετά μας πήρε, μας πήγε στο Βελεστίνο του Βόλου. Παίρνει τους δύο γιους μου, τον μεγάλο, τον Νίκο, και τον Άρη, και πηγαίνουν εκεί τα παιδιά και πιάνουνε μία δουλειά. Δουλεύανε μέσα… μεγάλο κοτέτσι, με κότες, τέτοια. Και μετά από δυο-τρεις μήνες, με παίρνει κι εμένα με τις δύο κόρες μου και μας πηγαίνει εκεί. «Μέχρι να βρω σπίτι», λέει. Και μας βρήκε ένα σπίτι στο Βελεστίνο. Αυτό ήταν λίγο έξω από το Βελεστίνο, που ήταν η δουλειά των παιδιών, και είχε ένα σπίτι, αυτός βρήκε ένα σπίτι τέλος πάντων, το νοικιάζαμε. Με βοηθήσανε όλη η οικογένειά του πολύ, με τα πράγματα, με κατσαρόλες, να φτιάξω ένα σπίτι κανονικά, ώστε να τρώμε, σαν να είμαστε…, με κρεβάτια, με… Βοηθήσανε πολύ. Και με τα λεφτά που είχανε μαζέψει τα παιδιά που δουλεύανε εκεί, τότε ήτανε το δραχμή, παίρναμε και κάτι παραπάνω, καμιά κουβέρτα, καμία τέτοια, βάλαμε μια σόμπα με ξύλινο εκεί. Και περάσαμε δύο χρόνια. Και μετά αρχίσαμε τις δουλειές. Τα παιδιά… Κάναμε ό,τι δουλειές βρίσκαμε: να μαζεύαμε μήλα, αμύγδαλα, όπως ήταν ο καιρός, η δουλειά. Εγώ δούλευα σε ένα ζαχαροπλαστείο εκεί. Έπαιρνα, όχι πολλά λεφτά, έπαιρνα τέλος πάντων. Όσα έπαιρνα, έπαιρνα. Δουλεύαμε. Μετά βρήκα έναν κύριο σε ένα νοσοκομείο. Αρρωσταίνει… Γιατί μετά από τρεις μήνες ήρθε ο άντρας μου. Ήρθε. Πήρε βίζα και ήρθε, όταν ήμαστε στο Βελεστίνο. Και πάθει το εγκεφαλικό, παθαίνει ο άντρας μου, και τον πηγαίναμε στον Βόλο, στο νοσοκομείο. Όταν πάμε εκεί, γνωρίζω έναν γέρο. Αυτός ήταν από τα Φάρσαλα, πολύ καλό παιδί, πολύ καλός άντρας, ήταν μεγάλης ηλικίας. Και μου λέει: «Έχω ανάγκη», μου λέει, «για μια γυναίκα. Έχω και την αδερφή μου». Ήταν ανύπαντροι και οι δύο, μεγάλης ηλικίας. Ήταν από τα Φάρσαλα και ζούσανε στον Βόλο. Και μου λέει: «Σοφία, έχω ανάγκη. Μπορείς να έρθεις στον Βόλο, από το Βελεστίνο στον Βόλο, να δουλεύεις, τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα;». «Ναι», του λέω. Και πήγαινα εκεί, ψώνιζα, μαγείρευα, όλες τις δουλειές του σπιτιού. Και μου λέει αυτός: «Ρε Σοφία, δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα πήγαινε-έλα. Ας βρούμε ένα σπίτι στον Βόλο και τα παιδιά θα δουλεύουνε στον Βόλο. Θα βρούνε καμία καφετέρια, θα βρούνε καμία άλλη δουλειά». Και αυτός με βοηθούσε, βρήκαμε ένα σπίτι τότε και παίρνω την οικογένεια από το Βελεστίνο και έρχομαι στον Βόλο.
Segment 2
Η φτώχεια και οι δυσκολίες στην Αλβανία, η αναζήτηση ευκαιριών στην Ελλάδα και η εγκατάσταση στην Αθήνα
00:19:20 - 00:38:48
Ε, και μετά βρήκαμε τη σειρά. Μάθαμε και λίγα λίγα τα παιδιά τη γλώσσα, να μιλάμε στα ελληνικά, και βγαίνει μετά η κόρη μου, που είναι τώρα 42 χρονών, βγήκε πολύ καλή μαθήτρια εκεί, πολύ καλή. Με 19,8 τελείωσε το Λύκειο και είχε να σπουδάσει ό,τι ήθελε εκεί αυτή, να διαλέξει και την πόλη. «Ε», λέγαμε, «να διαλέξεις την Αθήνα και μηχανικός υπολογιστών». Και τη βγαίνει να σπουδάσει εδώ. Τότε δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε δυο σπίτια, και στον Βόλο και εδώ, και μετακομίσαμε, ήρθαμε στην [00:20:00]Αθήνα, μετά από τέσσερα χρόνια. Τώρα έχω είκοσι έξι χρόνια εδώ απ’ όταν ήρθαμε; Ε, ναι. Πάμε τριάντα ολόκληρα, τριάντα χρόνια. Και έτσι ξεκινήσαμε. Μετά σπούδασε και η κόρη μου. Τα παιδιά δουλεύανε, κάναν διάφορες δουλειές. Ό,τι βρίσκαμε δουλειά, δεν λέγαμε, και εγώ μαζί με τα παιδιά. Τα παιδιά ήρθανε σε ηλικία… Εδώ έχουνε μεγαλώσει τα παιδιά. Τώρα ο Άρης είναι 47, ο πατέρας της Σοφίας, που γνώρισες εσύ. Η Μαριέττα… Γεράσαμε εδώ! Έχουμε περάσει καλά, δεν έχω παράπονο από τίποτα. Ούτε που λένε είναι ρατσιστές ούτε που λένε… Εμείς ρατσιστές δεν έχουμε βρει μπροστά. Ο Άρης, ο γιος μου, είναι αλλιώτικο, αυτός τα λέει… τα λέει: «Δεν θέλω», λέει…
Είπατε ότι όταν είχατε πάει στην αστυνομία στο Δυρράχιο…
Ναι.
…σας είπαν ότι όταν…
Πας εκεί.
…πάτε στην Ελλάδα…
Ναι.
…μη μιλήσετε γι’ αυτό που έχετε ζήσει εδώ;
Όχι, όχι. «Θα δεις εκεί. Με ποιον θα συναντήσεις. Με ποιον. Θα μας πεις όταν θα έρθεις». Εγώ δεν συνάντησα κάποιον, μόνο τον θείο μου και τη θεία μου, την οικογένειά του. Και όχι όλη την οικογένεια, γιατί ο θείος μου δύο παιδιά ήταν στον Καναδά και δύο ήταν εδώ. Δύο τα μικρά ήταν εδώ, δύο οι μεγάλοι ήτανε στον Καναδά, δεν τα… Και όταν πήγα εκεί: «Είδες κάποιον; Τι είδες; Με ποιον μίλησες;». Λέω: «Με κανέναν. Δεν ήξερα ελληνικά. Με κανέναν, μόνο με τον θείο μου». Και μου λένε: «Τώρα, ό,τι είδες εκεί, ό,τι είδες, πώς ζούσαν εκεί, το στόμα σου κλειστό. Κατάλαβες; Το στόμα σου φερμουάρ, μη λες τίποτα».
Είπατε ότι φύγατε από την Αλβανία όταν ήσασταν 43 χρονών.
Ναι.
Πριν είχατε κάνει και οικογένεια κτλ. Πώς ήταν η κατάσταση; Δηλαδή μου είπατε: «Δεν είχαμε να φάμε». Πώς αλλιώς επηρεαζόταν η καθημερινότητα;
Η καθημερινότητα ήτανε δουλειά, οκτάωρο, Δευτέρα μέχρι το Σάββατο. Ήταν και πολλές Κυριακές που μας πήγαιναν να δουλέψουμε για την ημέρα του Χότζα, χωρίς πληρωμή. Όταν ερχόταν το Σάββατο και λέγαμε: «Μπα, δεν μας λένε τώρα. Μακάρι να μη μας λένε να πάμε». «E diela e Enverit», «η Κυριακή του Ενβέρ». Και μας πηγαίνανε να δουλέψουμε τζάμπα, σε άλλες δουλειές. Δουλειές… Πώς το λένε; Να καθαρίσουμε τα χωράφια, να μαζεύουμε σιτάρι, να… τα λούκια. Ναι, να πάμε να δουλέψουμε χωρίς πληρωμή. Αυτό ήτανε. Είχαμε… Άσ’ τα που δεν είχαμε. Και αυτό ήτανε κάτι, παραπάνω κούραση. Γιατί μία Κυριακή να το πάρεις μία γυναίκα με τέσσερα, με πέντε, με εφτά παιδιά, γιατί είχαν και μεγάλες οικογένειες, να το βγάλεις και την Κυριακή; Και δεν είχαμε και ρούχα. Γιατί πλέναμε ένα ρούχο το πρωί να φορέσει, τη Δευτέρα, στο σχολείο τα παιδιά. Με ένα φόρεμα ήτανε, δεν είχαμε το δεύτερο. Ήταν… Είχαμε φτάσει, δεν γινότανε άλλο. Δεν γινότανε άλλο πού είχαμε φτάσει. Άσ’ τα η φτώχεια. Που δεν είχαμε. Τι να μαγειρεύεις; Έρχεσαι απ’ τη δουλειά και δεν έχεις. Ψυγείο και τέτοια δεν είχαμε. Και, αν είχαμε, τι θα βάζαμε μέσα. Ε να πάρω 1 κιλό σπανάκι και να το κάνεις με λίγο ρύζι. Αν το είχες και το ρύζι, γιατί ήταν όλο με γραμμένα. Βγαίνει με 1 κιλό φέτα τον μήνα με τέσσερα παιδιά, έξι άτομα στο σπίτι; Ήτανε δραματική τα τελευταία. Και τώρα; Τι έχουνε τα πάντα; Τώρα δεν… Άσ’ τα πώς είναι και τώρα. Δεν μπορείς να ζεις, δεν μπορείς να ζεις. Ένας που είναι δουλευταράς και δεν μπορεί να κάνει αυτά τα κόλπα που κάνουνε οι άλλοι που είναι εκεί, δεν μπορείς να ζήσεις. Δεν μπορείς. Έχουμε περάσει πολύ άσχημα χρόνια, όταν ήμαστε νέοι. Τώρα που έχω τα πάντα ούτε όρεξη δεν έχω και δίαιτα θα κάνω, γιατί πότε χοληστερίνη, πότε αυτό. Δούλευα σ’ έναν κύριο, χρόνια, στον Χολαργό. Πολύ καλός άνθρωπος. Και είχαν ένα [00:25:00]ζαχαροπλαστείο εκεί κοντά και παίρνανε γαλακτομπούρεκο. Εγώ το τρώω πάρα πολύ. Και αυτός το είχε και τυλιγμένο, τόσο πολύ ωραία το ’φτιαχνε. Έχω φάει παντού, σαν αυτό δεν το βρίσκω. Και έπαιρνε αυτός, που ήταν σαν μια παντόφλα. Όταν πήγαινα εγώ το πρωί, πιο πολύ για μαγειρική ήμουνα εγώ, είχανε και μία, γιατί είχε τη γυναίκα του αυτός με καρκίνο, και μου λέει: «Κυρία Σοφία, την παντόφλα το έχεις μέσα στο ψυγείο». «Έλα ρε κύριε Αντρέα», του έλεγα. Καθόμουνα, έτρωγα λίγο: «Κύριε Αντρέα, όχι», του λέω, «γιατί έχω παχύνει». «Μωρέ φα το», μου λέει, «φα το». Καθόμουνα και λίγο: «Κύριε Αντρέα, θα το φάω». «Φα το, ρε Σοφία. Όταν ήσουνα νέα δεν έχεις να φας, τώρα κάνεις δίαιτα; Φα το!». «E», λέω, «θα τη φάω την παντόφλα, κύριε Αντρέα. Δεν αντέχω!». Αυτά παιδί μου. Έχουμε περάσει πάρα πολύ άσχημα. Αν ήταν… Μου λέει η κόρη μου, αυτή η μικρή που σπούδαζε εδώ, λέει: «Τον λυπάμαι τον Νίκο και τη Μαριέττα». Ήταν καταπληκτικοί, πάρα πολύ καλοί μαθητές, και η Μαριέττα και ο Νίκος, και λέει η μικρή: «Εγώ είχα την τύχη και ήρθα πιο μικρή». Ο Άρης, που είναι 17, θα ήτανε καλός ποδοσφαιριστής, καταπληκτικός. Παίζει και τώρα. Με τένις; Ήταν ο πρώτος στην Αλβανία στο τένις. Αυτός είναι 48 και πάει παίζει ακόμα ποδόσφαιρο με τους φίλους, δύο φορές την εβδομάδα. «Δεν βαριέσαι, παιδί μου;». Μου είπε: «Σήμερα θα πάω». «Θα πας πουθενά», του λέω, «τώρα το βράδυ;». «Ε, θα πάω να παίζω ποδόσφαιρο». Ήτανε καταπληκτικός. Αν ήταν εδώ, θα είχε βγει… Ήρθε 17, ήμασταν στο Βελεστίνο, δεν ξέραμε τι γινότανε και ήρθαμε για δουλειά, να δουλέψουμε, να μαζεύουμε κανένα φράγκο, δεν είχαμε. Έτσι περνούσανε τα χρόνια και η μικρή: «Εγώ ήμουνα πιο τυχερή», λέει. Και ήταν τώρα που ήρθε. «Τον λυπάμαι», λέει, «τον Νίκο και τη Μαριέττα και τον Άρη που δεν είχαν την τύχη μου».
Δεν υπήρχαν ευκαιρίες;
Ε δεν υπήρχαν ευκαιρίες, γιατί θέλαμε να δουλέψουμε όλοι. Μπήκαμε στη δουλειά, ό,τι δουλειά βρίσκαμε. Πού να σπουδάζουνε; Και μετά τέσσερα χρόνια τα φάγαμε στο Βελεστίνο, δεν ήρθαμε κατευθείαν στην Αθήνα να ξέρουμε και τι γινότανε, να μάθουμε, να μαθαίνουμε και λίγο πιο πολλά. Δεν… Ε περνούσανε τα χρόνια μετά και μείνανε. Δόξα τω Θεώ πάλι καλά, πάλι καλά. Αποκτήσαν οικογένειες, παιδιά. Ο μεγάλος έχει αγοράσει και σπίτι δικό του στα Γλυκά Νερά. Μια χαρά. Ε τώρα έφυγε ο μεγάλος, για τα παιδιά πιο πολύ, που έπεσε η οικονομία εδώ, πήγε στη Γερμανία. Και η κόρη μου δούλεψε εδώ τόσα χρόνια. Δούλευε στο Ολυμπιάδα το… Πότε ήτανε;
Το 2000-…
Ε, 2000, δούλευε εκεί. Μετά έκλεισε και πήγε στο αεροδρόμιο, δούλευε με βάρδιες. Καλά ήτανε. Και μετά βρήκε μια εταιρεία. Εταιρεία σε εταιρεία, μία ανοίγει, η άλλη κλείνει. Τώρα τέσσερα χρόνια, πάει για πέντε, που είναι στο Μόναχο. Έχει τακτοποιηθεί πολύ καλά εκεί. Πήγε και ο γιος μου, τους άρεσε και εκεί, έφυγε. Δύο από δω τους έχω τώρα, δύο από κει, στη Γερμανία. Αυτά είναι, παιδί μου.
Τι ήθελα να ρωτήσω; Εσείς φύγατε από τον Βόλο πότε και ήρθατε Αθήνα;
Πότε ήρθε η Λούλη να σπουδάσει, ρε Μαριέττα; Τελείωσε και το Λύκειο εκεί, στον Βόλο. Αυτή μόλις μπήκε, όταν ήρθε από την Αλβανία, ήταν Στ’ Δημοτικού. Και όταν ήρθαμε εδώ, ήταν… Ήρθαμε Ιανουάριο, μείναμε στη Φλώρινα τρεις μήνες και ήρθαμε στο Βελεστίνο πριν το Πάσχα. Θυμάσαι; Όταν πήγαμε στον Γιάννη τον Χρόνη, τον αστυνομικό, μας πήρε στο σπίτι του αυτός τότε και ήτανε Πάσχα. Και η κόρη μου τότε ήτανε… 13; Όχι. Και φαντάσου, έκανε το Γυμνάσιο, έκανε και το Λύκειο. Τελείωσε εκεί, στον Βόλο, η μικρή. Φαντάσου. Όταν ήρθε στο Βελεστίνο, αυτή ήτανε στο Γυμνάσιο και λέει: «Θα πάω στο Γυμνάσιο, γιατί δεν θέλω να χάσω» και πήγε στο Γυμνάσιο. Και ξεκίνησε, γιατί δεν ήξερε τη γλώσσα, [00:30:00]λέει: «Αν χάσω αυτά τα τρεις μήνες, Απρίλιο μέχρι να τελειώνει το σχολείο, θα μάθω λίγο γλώσσα. Δεν θέλω να πάω στην…, ένα τάξη πιο κάτω. Θα πάω στην τάξη που είμαι στο Γυμνάσιο, στο Δημοτικό». Και έτσι πήγε στο Δημοτικό και βγήκε πολύ καλή. Με τέσσερις μήνες αρχίζει να μιλάει και τη γλώσσα και τελείωσε πολύ καλά. Και μετά το Γυμνάσιο ήτανε πολύ καλή. Πήγε κανονικά, και με τα μαθήματα και τα… Και δεν είχε βοήθεια από κανέναν. Ούτε ξέραμε, ούτε τίποτα εμείς να τον βοηθήσουμε, ούτε είχαμε λεφτά να δώσουμε, να κάνουμε ιδιωτικά και τέτοια στο σπίτι. Και έτσι τελείωσε το σχολείο, βγήκε πολύ καλή μαθήτρια. Εμείς θέλαμε τότε να γίνει γιατρός, γιατροί. Και αυτή δεν μπορεί να βλέπει το αίμα, δεν βλέπει αίμα, μπορεί να ζαλίζεται και δεν… Ή κανένα οδοντιατρείο: «Δεν μπορώ», λέει. Λέγαμε εμείς, τότε ήτανε και τον καιρό που είχε μπει το computer: «Να σπουδάζεις κάτι, γιατί όσο είναι προχωράει…». Καταλαβαίνεις; Είναι… βγαίνει το computer. Και μετά, ήρθαμε όλοι μετά. Δεν ξεκίνησε στον Σεπτέμβριο, ξεκίνησε το εξάμηνο το δεύτερο. Ναι. Ήρθα εγώ πρώτα, βρήκα σπίτι εδώ. Είχα τον αδερφό μου εδώ. Βρήκα σπίτι, νοίκιασα σπίτι. Ήρθε και ο γιος μου ο Άρης μετά, ο πατέρας της Σοφίας, μαζί με την… Γιατί ήταν και αυτοί, ήρθαν και αυτοί στον Βόλο τότε. Τα παιδιά ήρθανε μετά, ο Άρης, που είχανε μείνει στην Αλβανία, γιατί…
Εσείς είχατε έρθει πρώτα με τα δύο κορίτσια;
Με τα τέσσερα τα παιδιά, με τα τέσσερα τα παιδιά. Ναι, με τα τέσσερα.
Πώς νιώθετε όταν πηγαίνετε;
Πώς νιώθω; Τώρα έχω συνηθίσει εδώ και δεν… Κοίταξε, έχουν έρθει, εκεί που έχουμε το σπίτι έχει γίνει μία πολυκατοικία δεκατρείς όροφοι. Είναι όλοι έχουν βγει από πάνω από την Αλβανία και δεν γνωρίζω κανέναν. Δεν είναι αυτή η γειτονιά που είχες. Μόνο μια φίλη έχω, που την είχα στη δουλειά. Έχουνε φύγει, οι ντόπιοι έχουνε φύγει όλοι. Οι πιο πολλοί έχουν πάει στην Ιταλία, εδώ, Ελλάδα. Ιταλία-Ελλάδα. Οι πιο πολλοί από το Δυρράχιο έχουνε πάει Ιταλία. Μόνο εγώ, εγώ ήμουνα η πρώτη οικογένεια που έχω φύγει και που ήρθα εδώ. Η πρώτη οικογένεια από το Δυρράχιο εγώ ήμουνα που ήρθα εδώ. Μετά από τρεις μήνες, άνοιξαν οι δρόμοι μετά, που πήγανε Ιταλία, μετά από τρεις μήνες. Εμείς ήρθαμε Ιανουάριο, Απρίλιο-Μάιο τότε, γκρεμίσανε τότε τον –πώς το λένε;–, τον Χότζα και έγινε φασαρία εκεί.
Είπατε ότι στον Βόλο και στην Αθήνα γενικότερα, που λέτε ότι λένε ότι οι Έλληνες, ας πούμε, είναι ρατσιστές, ότι εσείς δεν το βιώσατε αυτό…
Καθόλου. Εμείς σαν οικογένεια…
Εσείς αντιμετωπίσατε κάποια δυσκολία;
Δυσκολία; Δουλεύαμε. Δυσκολίες όπως όλος ο άνθρωπος. Και οι Έλληνες δεν έχουν δυσκολίες; Όπως όλους δυσκολίες. Δουλειά βρίσκαμε. Εγώ δεν έχω δουλέψει στα σπίτια, να καθαρίζω σπίτια, έχω δουλέψει σε ένα σπίτι. Εκεί μεγάλωσα τρία παιδιά, σ’ αυτό το σπίτι. Ο μικρός ήταν 6 μηνών και οι μεγάλοι ήταν 6 χρονών και 3 χρονών. Καθόμουν εκεί, γιατί αυτοί είχανε φροντιστήριο αγγλικών και ήταν και οι δύο. Αυτή ήταν Αγγλίδα, η γυναίκα του. Δεν βρίσκεις έτσι οικογένειες. Καταπληκτικοί.
Θα θέλατε να μοιραστείτε κάτι άλλο από την ιστορία σας;
Και τι να μοιραστώ;
Σκέφτεστε να φύγετε για ακόμη μία φορά;
H μικρή μού λέει: «Έλα», η μικρή η κόρη μου. Θέλω να πάω και γιατί εδώ, όταν ήμασταν στην αρχή, είχα όλα τα παιδιά μαζί, δύο νύφες μαζί, μείναμε πέντε χρόνια. Μείναμε εδώ, στου Άγιου Σικελιανού, στη Σόφια εκεί κοντά. Είχαμε μεγάλο σπίτι. Είχα και τη μάνα μου μαζί. Ήμουνα και πολύ –τι να σου πω;– νοικοκυρά, το κρατούσα το σπίτι. Μου λέει η γυναίκα του, που είχε το σπίτι… μου λέει: «Δεν ξέρω, δεν ξέρω πώς τα καταφέρνεις εσύ», μου λέει, «δεν ξέρω. Σε ζηλεύω». Γιατί αυτοί δύο άτομα ήταν, ο άντρας της και η γυναίκα, και: «Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνεις». «Ε τα καταφέρνω», της λέω. Εκεί ζήσαμε. Και μετά ο Νίκος παίρνει ένα σπίτι, ο μεγάλος ο γιος μου, λίγο πιο κάτω με νοίκια. Πήρε και μετά μια γκαρσονιέρα. Και μετά έμεινα εγώ με τον Άρη, [00:35:00]δεκατέσσερα χρόνια, με τον Άρη και τη μητέρα της Σοφίας, τη νύφη μου. Μετά είχε ανάγκη ο Νίκος στα Γλυκά Νερά, γιατί η νύφη μου ήθελε να βγει και αυτή στη δουλειά, ήθελε να σπουδάσει για μαγειρική και γιατί είχε το τρίτο το παιδί και δεν μπορούσε να δουλέψει, ήτανε νέα, θέλει να βγει. Λέω: «Εγώ θα σε βοηθήσω. Ό,τι θες εσύ να κάνεις, θα σε βοηθήσω. Θα είμαι και εδώ, θα έρθω και εκεί». Ε, στο τέλος μετά αποφάσισα έφυγα εκεί, στα Γλυκά Νερά, με τον μεγάλο τον γιο μου. Και μέχρι πότε φύγανε αυτοί, πέρσι έφυγε η νύφη μου στον Αύγουστο, ήμουνα εκεί. Τώρα κατέβηκα κάτω, στον Άρη πιο πολύ και στη Μαριέττα εδώ. Είναι και κοντά, έρχομαι με τα πόδια, πηγαίνω και έρχομαι. Την έχω κοντά και θέλω να πάω, θέλω να πάω μήπως παίρνω και λίγο σύνταξη από κει, γιατί έχω… Και δεν παίρνω τίποτα, γιατί… ούτε αλληλεγγύης, δεν παίρνω τίποτα. Μόνο που με βοηθάει λίγο ο Δήμος στο Νέο Ψυχικό. Με βοηθάνε, ε ό,τι μπορούνε και αυτοί κάνουνε οι άνθρωποι. Παίρνω 300 ευρώ τον χρόνο από τον Δήμο, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Και μου λέει: «Έλα μαμά, γιατί μήπως παίρνουμε τίποτα από δω, από τη Γερμανία, σαν βοήθεια», δεν είναι σύνταξη αυτό. Και μου λέει η κόρη μου, αυτή η μικρή: «Θα ρωτήσουμε», λέει, «ένας λογιστής που είναι εδώ Έλληνας», εκεί που έχουνε πάει, «και θα ρωτήσουμε αυτόν ποιος είναι, να σε πάρω εγώ ή να σε πάρει ο Νίκος;». Εγώ με τον Νίκο ήμουνα εδώ, αυτός με έχει καλύψει και με… Ο Νίκος, ο μεγάλος. Και τώρα να δούμε. Θα κανονίσουνε και οι δύο και αυτό είναι και ο λόγος, μήπως παίρνω και λίγο σύνταξη. Για να πάρεις σύνταξη πρέπει να είσαι εκεί. Όσο και να πάρω, και 300 ευρώ. Αυτό. Δεν μου λείπει τίποτα. Έχω καταπληκτικά παιδιά. Έχω περάσει πάρα πολλά στη ζωή μου, πάρα πολλά. Τουλάχιστον δεν μου λείπει η αγάπη απ’ τα παιδιά. Δεν μου λείπει τίποτα. Έχω τέσσερα διαμάντια. Μου λέγανε στον Βόλο, ήμουνα στο Βελεστίνο του Βόλου και μου λέγανε οι γείτονες: «Σοφία, εσύ δεν έχεις τέσσερα παιδιά, έχεις τέσσερα διαμάντια». Και πραγματικά έχω τέσσερα διαμάντια. Σαν την Τατιάνα ήμουνα με τρία παιδιά, ο άντρας μου έπαθε ατύχημα, μεγάλωσα τέσσερα παιδιά μόνη μου. Ήμουνα άντρας και γυναίκα στο σπίτι. Αυτή ήταν η τύχη. Όπως το φέρνει η ζωή. Έμεινε αυτός μισός άνθρωπος, γιατί χτύπησε πολύ άσχημα στο κεφάλι. Λέω: «Αυτή ήταν η τύχη σου, βάλε το κεφάλι σου και να μεγαλώσεις τα παιδιά». Με δυο δουλειές στην Αλβανία, δούλευα μέχρι τη νύχτα, βαρύ δουλειά. Δεν παθαίνεις τίποτα απ’ τη δουλειά, παιδί μου. Η δουλειά είναι ζωή. Έχω συνηθίσει με τη δουλειά, δεν βαριέμαι, δουλειά να έχω. Τουλάχιστον ξέρουν την αξία τα παιδιά μου. Τι να κάνω;
Δεν θα ήθελα να σας ζορίσω άλλο, αλλά για τον άντρα σας μου είπατε είχε το ατύχημα στην Αλβανία, που μου είπατε ότι έπαθε έμφραγμα;
Μετά, όταν ήρθαμε εδώ, έπαθε εγκεφαλικό.
Πριν, είχε κάποιο…;
Πριν είχε, ναι, ναι. Εγώ ήμουνα 24 χρονών, είχα τρία παιδιά. Ο μεγάλος, ο Νίκος ήτανε 6, η Μαριέττα ήτανε 3 και ο Άρης, ο πατέρας της Σοφίας, 1 χρόνο. Αυτός έπαθε ατύχημα. Ήταν… δούλευε ηλεκτρολόγος. Ήτανε πολύ καλός ηλεκτρολόγος, ο καλύτερος ηλεκτρολόγος στην πόλη, και δούλευε σε… Δεν είχαμε εκεί φούρνους μικρούς, όπως έχουν εδώ, έναν φούρνο είχε όλη η πόλη και ήταν… Αυτός είχε ανεβεί στον 5ο όροφο, είχαν ένα ασανσέρ, το είχανε κάνει μόνος του, με ένα μηχανικός, αυτός ηλεκτρολόγος, και είχανε κάνει ένα ασανσέρ και ανέβαινε τα τσουβάλια με αλεύρι από πάνω και είχανε τη σήτα… Πώς το λένε; Είχανε τη σήτα. Και κάτω ήταν τα μηχανήματα που κάνανε το ψωμί. [00:40:00]Και το είχανε κάνει μόνος του. Και ανεβαίνει αυτός, είχε ανέβει ο μηχανικός, δεν ξέρω, είχε κάτι το ασανσέρ, και του λέει: «Βαγγέλη», Βαγγέλη τον λέγανε τον άντρα μου, «Βαγγέλη», του φωνάζει από πάνω, «Βαγγέλη έλα, δεν ξέρουμε τι έχει το ασανσέρ και έχει μείνει αλεύρι», λέει, «εδώ». Λέει: «Το έχεις βάλει;». Είχανε κάνει σαν, [Δ.Α.] το λέγανε, κάτι σίδερα, να σταματήσει. «Του έχεις πάρει», λέει, «τα μέτρα;». «Ναι, ναι», λέει αυτός, «τα έχω πάρει». Αυτός είχε ξεχάσει και μόλις ένα βάρος ήθελε από πάνω. Πηγαίνει ο άντρας μου, όπως ήταν 10 η ώρα, να φάνε, είχε ανέβει να φάνε και παίρνει και έναν βοηθό, έναν 18 χρονών παιδί, και λέει: «Έλα κι εσύ μήπως σε θέλουμε απάνω», που είναι αυτός ο φίλος του, Νασμίρ τον λέγανε, μουσουλμάνος αυτός. Του λέει: «Έλα Βαγγέλη πάνω», λέει. Αφήνει το ψωμί και φεύγει. Αυτόν τον ξέρανε που είχε μπει ο πρώτος. Τον άντρα μου τον είδανε εκεί να φάει. Δεν τον είδανε, δεν πήρανε χαμπάρι που είχε μπει και αυτός. Αυτός είχε μπει, μόλις μπαίνει αυτός, μπαίνει αυτό, το ασανσέρ, όπως ήταν με τα τσουβάλια με το αλεύρι και έκανε… Πώς το λένε; Ανεβοκατέβηκε τρεις-τέσσερις φορές. Μπήκανε τα τσουβάλια, έγινε… κι εκεί σαν ανοίξανε τα τσουβάλια με το αλεύρι, σαν να είχε πέσει βόμβα. Και τον Βαγγέλη δεν τον είχανε δει καν που είχε μπει πάνω στο ασανσέρ, γιατί λέγανε: «Τρώγαμε. Πώς μπήκε αυτός;». Αυτός άφησε το ψωμί, το φαγητό και πήγε πάνω. Και εκεί τον είχανε βρει, μετά όταν έπεσε η σκόνη από το αλεύρι, τον είχανε βρει σε μία γωνιά χτυπημένο στο κεφάλι. Τότε ήρθανε στη δουλειά, τον πήγανε κατευθείαν, και οι τρεις, στο νοσοκομείο. Ο άντρας μου χτύπησε πολύ άσχημα. Αυτός ήταν πιο ελαφρώς, ο άλλος ο φίλος του. Και το παιδί, γιατί ήταν, ανοιχτή ήταν, με πέντε ορόφους, και ήταν ανοιχτή τα άλλα, έμπαινες κατευθείαν, αυτός που ήταν νεαρός, 18, κατεβαίνει απ’ το ασανσέρ, φεύγει απ’ το ασανσέρ και πηγαίνει στον όροφο, στον τρίτο όροφο. Δεν πήγε μέχρι κάτω. Ενώ αυτοί δεν προλάβανε. Και τότε ήρθανε στη δουλειά μετά, απ’ τη δουλειά του άντρα μου, και λέει: «Πού είναι Σοφία Γκιόργκο;». Βγαίνω εγώ, μου λέει: «Ελάτε λίγο», μου λέει, «γιατί ο άντρας σου δεν είναι καλά», λέει. «Ωχ», λέω, «δεν είναι καλά, τον έχει πιάσει κανένα από το ρεύμα», φοβόμουνα συνέχεια. «Όχι, όχι», μου λέει, «μη φοβάσαι. Σε ζητάει εσένα». Αυτός έμεινε εννέα μήνες στο κώμα. Τον πήγανε στα Τίρανα μετά, πήγα και εγώ. Εκεί έμεινα εννέα μήνες. Ήρθε η μάνα μου μετά με τα παιδιά, απ’ το χωριό. Ευτυχία τη λέγανε τη μάνα μου. Έμεινε στην πόλη, ήταν μικρά τα παιδιά, και εγώ έμεινα στο νοσοκομείο εννέα μήνες μαζί του. Βγήκαμε μαζί και έμεινε μισός άνθρωπος, γιατί χτύπησε πολύ άσχημα. Και όταν έπαθε εγκεφαλικό εδώ στον Βόλο, το πρώτο εγκεφαλικό, μου λέει: «Τι έχει εδώ;», γιατί του κάνανε ακτινογραφία και εδώ το είχε σαν, σε ένα μέρος εδώ που είχε χτυπήσει του είχανε μπει τα κόκαλα μέσα και του είχε σαν τρύπα, φαινόταν έτσι το κεφάλι. Λέω: «Είχες πέσει, είχες πάθει ένα ατύχημα», του λέω, «και είχες χτυπήσει πολύ στο κεφάλι». Και αυτό ήτανε. Και αυτός νέος. Εγώ ήμουνα 25 χρονών; Μετά από έξι χρόνια, και έχουνε διαφορά ο μικρός με τη μικρή την κόρη μου, μένω έγκυος. Δεν το ήθελα με τίποτα. Τι δεν έκανα να το βγάλω τη μικρή; Λέω: «Δεν το θέλω. Δεν μπορώ. Δεν αντέχω. Πώς θα μεγαλώσω;».
Δεν έμεινε παράλυτος. Δεν μπορούσε να επικοινωνήσει; Πώς…;
Ήταν… Και νευρικός έμεινε και γελούσε όταν δεν ήταν να γελάσει, έκλαιγε όταν δεν είναι να κλαις. Έκλαιγε πολύ. Δεν μπορούσε να μιλήσει απ’ τα χτυπήματα. Του ’λεγα… Γιατί είχανε κάτι τότε στην Αλβανία, αν δεν πήγαινες σε συνέντευξη που δίνανε στους γονείς, λέγανε στα παιδιά: «Αύριο δεν θα έρθεις στο σχολείο. Πρέπει να έρθουν οι γονείς». «Πήγαινε», του λέω, «πήγαινε, ρε Βαγγέλη. Πήγαινε και τι θα κάνεις;». «Πήγαινε εσύ, δικά σου είναι τα παιδιά». «Πώς είναι; Δεν είναι και δικά σου; Πήγαινε και εσύ. Δεν θα κάνεις εκεί, δεν θα μιλήσεις, μόνο να…». «Δεν μπορώ. Πού να πάω; Πού να πρωτοπάω; Πήγαινε εσύ εκεί, να είμαι εγώ στο σπίτι, τουλάχιστον να μαγειρεύω, να…». Δεν… Τα είχα όλα στην πλάτη μου μετά. Όλα. Εδώ πέθανε μετά. Ήταν 73, 73 χρονών, 72 ήταν ο μπαμπάς, τόσο, πέθανε εδώ. Η ζωή [00:45:00]είναι… Όπως σ’ το φέρνει, πρέπει ο άνθρωπος να είναι δυνατός. Έτσι, όπως σ’ το φέρνει ο Θεός. Όπως σ’ το φέρνει ο Θεός.
Λέτε τις ιστορίες αυτές στα παιδιά… –στα παιδιά, τα ζήσατε μαζί– στα εγγόνια σας;
Τα εγγόνια μια χαρά είναι. Η Τατιάνα τώρα… Του γιου μου. Ο μεγάλος έχει τελειώσει τέτοια… Πώς το λένε; Κομμωτής, δεν ήθελε να σπουδάσει. Η Σοφία ζαχαροπλαστική. Αυτά είναι τα τρία τα μεγάλα. Του λέω: «Μη ζητάτε τίποτα, γιατί είναι όπως έρθουν τα πράγματα». Εδώ φοβάσαι πιο πολύ, γιατί… Εδώ; Όχι εδώ, παντού. Στην Αλβανία είναι χειρότερα, πιο χειρότερα από εδώ. Δεν έχουνε μπλέξει με κακό δρόμο. Δεν είναι κλέφτες. Δεν είναι με ναρκωτικά, να μείνεις όλη τη νύχτα να περιμένεις το παιδί πού έχει μπλέξει, πού κάνει τη σύριγγα, πού κάνει, πού ράνει. Αυτό είναι. Θα δουλέψουνε. Μη φοβάσαι, θα δουλέψουνε. Θα τα βγάλουνε πέρα. Μόνο αυτό, να μην είναι τεμπέλης, τα παιδιά να μην είναι τεμπέληδες. Αυτό είναι το χειρότερο, να τα πάρεις στην πλάτη του, να τα ταΐζεις μια ζωή. Μετά τα άλλα θα έρθουνε. Μόνο να μην είναι τεμπέλικα. Όχι, δόξα τω Θεώ, τα τρία τα πρώτα. Τα τρία τα μετά… Η αδερφή της Σοφίας είναι 15. Ο γιος του γιου μου, και αυτός είναι πολύ καλό παιδί, ο Μάριος, είναι 16 χρονών. Και η Έμμα. Είναι… Τα τρία αυτά έχουνε διαφορά δύο-τρία χρόνια, όπως έχουν οι μεγάλοι. Η δεύτερη γενιά. Αυτά η πρώτη μεγαλώσανε με ένα…, ο Βαγγέλης είναι οκτώ μηνών πιο μεγάλος από τη… Η Τατιάνα πιο μεγάλη από τον Βαγγέλη, οκτώ μηνών, και η Σοφία από την Τατιάνα είναι πόσο; Ένα; Έχουνε μεγαλώσει στο ίδιο σπίτι. Κάναμε μία κρέμα, με ένα κουτάλι, με το ίδιο το κουτάλι, φάει ο ένας, φάει ο άλλος. Και δόξα τω Θεώ. Δόξα τω Θεώ. Να μη μπλέξουν τα παιδιά με κακό δρόμο. Μέχρι τώρα, δόξα τω Θεώ, να κάνουμε τον Σταυρό μας. Τι να κάνουμε; Περνάνε τα χρόνια, γεράσαμε… Ήρθα νέα, 43, έγινα 73-74.
Μια χαρά είστε και από ό,τι μου λέτε…
Εμείς… Κοίταξε, στα χωριά μας, η μάνα μου έχει μεγαλώσει στην Κέρκυρα. Δεν μπορούσε να μιλήσει στο χωριό μας. Εμείς από τα Χειμάρρα, που είναι στην Αλβανία, που ήταν ο Πύρρος ο Δήμας, ένα τέταρτο είμαστε μακριά. Που είναι χώρια που μιλάνε ελληνικά-αλβανικά. Στο χωριό μας μιλούσαν, οι μεγάλης ηλικίας μιλούσανε. Η μαμά μου το ήξερε πολύ καλά τα ελληνικά. Και δεν μπορούσαμε να μιλάμε ελληνικά στο σπίτι, δεν μας αφήνανε, με τον φόβο πολύ. Και όταν πήρα το ραδιόφωνο που το πήρα και στο Δυρράχιο που ήμουνα, το βάλαμε, είχα κασέτες, είχαμε Γλυκερία, τώρα που τη γνωρίσαμε, όταν ήρθαμε εδώ, και το βάλαμε πολύ σιγά. Αυτά θέλανε να το βάλουνε… «Πω, πω, πω, πω, πω, τι κάνετε;», στα παιδιά. Γιατί είχαμε το σπίτι… τα παράθυρα ήτανε από τον δρόμο, σαν εδώ ήταν τα παράθυρα. Και όταν πηγαίναμε στο χωριό, στη μάνα μου, είχανε τηλεόραση, όταν βγήκαν τα τηλεόραση μετά, και έπαιρνε την Κέρκυρα και κοιτούσαμε την εκκλησία κάθε Κυριακές. Με φόβο και εκεί, γιατί περνούσανε, το είχανε την τηλεόραση, είχανε τον δρόμο, πάντοτε όλοι το κοιτούσανε με φόβο ο ένας απ’ τον άλλον, γιατί δεν ξέρεις ποιος θα σε καρφώσει.
Δεν επιτρεπόταν να βλέπετε;
Όχι, όχι, όχι, όχι. Δεν είχαμε κεραίες, ούτε στην τηλεόραση ούτε… Τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Όχι, [Δ.Α.]. Ήτανε δράμα. Όταν ήρθαμε εδώ και είδανε παπάδες στη Φλώρινα, τον βλέπανε τον παπά: «Παπάς!», τους φαινότανε κάτι. Είχαν ακούσει που οι παπάδες που… Δεν είχανε δει. Όταν είδανε, όταν πρωτοήρθανε στη Φλώρινα, τέτοια, πώς το λένε, περίπτερα, σαν να είδανε κανένα μεγάλο μαγαζί!
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κυρία Σοφία.
Να ’σαι καλά. Γράψε ό,τι θες, ό,τι θυμάσαι!
Όλα θα τα γράψω. Σας ευχαριστώ πολύ κι εσάς για τη βοήθεια.
[00:50:00]Αν μένεις, πάρε με τηλέφωνο, έχω μείνει εδώ.
Σας ευχαριστώ και ελπίζω να ζήσετε ακόμη καλύτερες στιγμές και…
Ευχαριστώ πάρα πολύ. Να ’σαι καλά, παιδί μου. Υγεία να έχετε και τύχη στη ζωή, τύχη. Εγώ είχα τύχη τα παιδιά. Δεν ζηλεύω κανέναν, τον πιο πλούσιο κόσμο στον κόσμο δεν τον ζηλεύω. Έχω τα παιδιά μου και δεν ζηλεύω κανέναν. Η περιουσία μου είναι αυτά.
Πολύ ωραίο αυτό που είπατε.
Έχω και την Καλλιόπη, να…
Σας ευχαριστώ.
Να ’σαι καλά, παιδί μου, να ’σαι καλά.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η κυρία Σοφία μιλάει για την απόφασή της να μεταναστεύσει μαζί με τα τέσσερα παιδιά της από την Αλβανία στην Ελλάδα το 1991. Περιγράφει τις δυσκολίες που βίωσε στην Αλβανία, τη μέρα κατά την οποία πέρασε τα σύνορα, καθώς και τις καταστάσεις που αντιμετώπισε στην Ελλάδα. Ακόμη, αναφέρεται στο ατύχημα του άντρα της όταν ήταν νέος, γεγονός που της προσέθεσε επιπλέον ευθύνες. Πλέον δεν επιθυμεί να μένει στην Αλβανία για μεγάλο χρονικό διάστημα όταν την επισκέπτεται, ενώ σκέφτεται να ζήσει στη Γερμανία, μαζί με τη μικρή της κόρη που βρίσκεται εκεί. Για εκείνη η περιουσία της είναι τα παιδιά της και νιώθει περήφανη που τα έχει.
Narrators
Σοφία Γκιόργκο
Field Reporters
Μάρθα Μητσικώστα
Tags
Interview Date
07/09/2020
Duration
50'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η κυρία Σοφία μιλάει για την απόφασή της να μεταναστεύσει μαζί με τα τέσσερα παιδιά της από την Αλβανία στην Ελλάδα το 1991. Περιγράφει τις δυσκολίες που βίωσε στην Αλβανία, τη μέρα κατά την οποία πέρασε τα σύνορα, καθώς και τις καταστάσεις που αντιμετώπισε στην Ελλάδα. Ακόμη, αναφέρεται στο ατύχημα του άντρα της όταν ήταν νέος, γεγονός που της προσέθεσε επιπλέον ευθύνες. Πλέον δεν επιθυμεί να μένει στην Αλβανία για μεγάλο χρονικό διάστημα όταν την επισκέπτεται, ενώ σκέφτεται να ζήσει στη Γερμανία, μαζί με τη μικρή της κόρη που βρίσκεται εκεί. Για εκείνη η περιουσία της είναι τα παιδιά της και νιώθει περήφανη που τα έχει.
Narrators
Σοφία Γκιόργκο
Field Reporters
Μάρθα Μητσικώστα
Tags
Interview Date
07/09/2020
Duration
50'