Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
«Αυτές είναι παιδικές ιστορίες»: Χαρακτηρισμένος «E2»
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μας πεις το όνομά σου;
Χρήστος Παπαγεωργάκης.
Είναι Τρίτη, 18 Αυγούστου 2020. Είμαι με τον Χρήστο Παπαγεωργάκη στην Ασίνη. Εγώ ονομάζομαι Σπύρος Παπαγεωργάκης, είμαι ερευνητής στο Istorima, και ξεκινάμε. Θέλεις να μας πεις πού μεγάλωσες;
Μεγάλωσα στο Ναύπλιον, στο οποίο βρέθηκα το 1958 λόγω μετάθεσης του πατέρα που ήτανε δημόσιος υπάλληλος, τελωνιακός. Είμαι γεννημένος το 1948, ήρθα δηλαδή στο Ναύπλιον 10 χρονών. Και έμεινα μέχρι το τρίτο έτος της Παντείου.
Να σε ρωτήσω με τι έχεις ασχοληθεί;
Ήμουν αξιωματικός στο Λιμενικό Σώμα από το 1973, τον Σεπτέμβριο που πέτυχα στη Σχολή Δοκίμων, μέχρι το 1997, που αποστρατεύτηκα μετά από αίτησή μου, και μετά συνέχισα στον ιδιωτικό τομέα, σε ένα σωματείο ναυτιλιακού περιεχομένου μέχρι το 2008. Το 2008 κατέβασα τα μολύβια και σταμάτησα να εργάζομαι. Ασχολούμαι μόνο με την οικογένειά μου. Και με άλλα δικά μου ενδιαφέροντα. Και τελευταία με την... με τα κοινά της πόλης, με τα δημοτικά.
Θέλεις να μας πεις πώς βίωσες το καθεστώς της Δικτατορίας;
Ναι, να το πω. Δεν ξέρω τι σημασία θα έχει, αλλά εν πάση περιπτώσει να συνεισφέρω σε αυτή τη διαδικασία. Όταν έγινε η Επταετία ήμουνα... όταν έγινε μάλλον το πραξικόπημα, ήμουνα στην Αθήνα, το 1967, τον Απρίλη, σ’ ένα οικοτροφείο. Στον «Μέγα Βασίλειο», Καρτάλη 7, στους Αμπελοκήπους, στην πλατεία Μαβίλη, προετοιμαζόμενος για τις εξετάσεις του τότε Ακαδημαϊκού, αυτό που σήμερα λέμε Πανελλήνιες. Έτσι λοιπόν, όταν ακούσαμε το πρωί τις ερπύστριες –γιατί η Καρτάλη είναι δίπλα στη Βασιλίσσης Σοφίας και τα άρματα κατεβαίναν απ’ το Γουδί προς το Σύνταγμα–, επειδή ήμουνα σχετικά πολιτικοποιημένος, δηλαδή διάβαζα την εφημερίδα μου, η οικογένεια είχε ανάμειξη, ενδιαφέρονταν για τα πολιτικά εν πάση περιπτώσει, ο κόσμος ήξερε, περίμενε ότι κάτι θα γίνει, απλώς δεν ήξερε πότε θα γίνει. Είναι δε γνωστή η ρήση της Βλάχου, και... και το άρθρο της το οποίο είχε γράψει στην «Καθημερινή» πριν από μέρες, ότι «δεν βρίσκεται ένας λοχίας να σώσει αυτή τη χώρα;» ή κάπως έτσι, αν το θυμάμαι καλά. Γιατί προετοιμαζόταν το πραξικόπημα του βασιλιά, το οποίο προλάβανε οι συνταγματάρχες. Και θυμάμαι ότι αυτό που είπα έτσι στον εαυτό μου όταν ξύπνησα ήτανε ότι: «Α, το κάνανε, ας πούμε, το πραξικόπημα» χωρίς ακόμα να ξέρουμε ποιοι το ’χανε κάνει. Μπαίνω στη Σχολή, στην Πάντειο, τον Σεπτέμβρη του ’67, μπαίνω στην Πάντειο, την τότε Πάντειο, τεταρτοετούς φοιτήσεως. Και, εντάξει, αν εξαιρέσεις κάποια πράγματα τα οποία υποτίθεται γίνανε για να διευκολύνουν τους φοιτητές, δωρεάν... δωρεάν βιβλία και τα λοιπά, εμείς δεν είχαμε ούτε συνδικαλισμό τότε, δεν επιτρεπόταν, είχαμε στρατιωτικό επίτροπο στη σχολή, όπως όλες οι σχολές. Θα έλεγα ότι κυλήσανε ομαλά τα φοιτητικά μου χρόνια, δηλαδή δεν... Είχα κάποιες περιπέτειες στο Ναύπλιον, αλλά δεν θα τις αναφέρω γιατί… ίσως σε κάποια άλλη ευκαιρία τις πω έτσι πιο διεξοδικά. Και τον Γενάρη του... το ’72, είμαι πια στο πτυχίο. Χρωστάω δύο μαθήματα. Οι περισσότεροι φίλοι μου έχουνε φύγει για φαντάροι. Είμαι μόνος και λέω: «Δεν φεύγω κι εγώ; Δύο μαθήματα χρωστάω, θα τα πάρω στα δύο χρόνια της θητείας μου. Τι κάθομαι τώρα;». Διακόπτω τη θητεία τον Γενάρη του ’72 και στις 28 Απριλίου του ’72 παρουσιάζομαι στην Κόρινθο, Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων Κορίνθου, 6ο Σύνταγμα Πεζικού, μαζί με τον φίλο μου και συγκάτοικό μου στην Αθήνα σαν φοιτητές, τον Κώστα τον Χουντάλα, τον Μίμη τον Σιψή και τον συμμαθητή μου στο σχολείο τον Σπύρο τον Προύντζο. Αυτοί πήγανε στο πρώτο τάγμα, εγώ πήγα στο δεύτερο και έτσι οι επαφές μας ήτανε μόνο στα διαλείμματα και στις ελεύθερες ώρες. Στην Κόρινθο δεν υποφέραμε. Είχε έρθει το νερό. Εντάξει, καλοκαιράκι ήτανε, μπορούσαμε να πλυθούμε και με κρύο νερό. Ευτυχώς ξυριζόμαστε μια χαρά. Μπήκα στην Κόρινθο ενενήντα δύο κιλά, γιατί τις παραμονές της αναχώρησης για τον στρατό, κατά τη συνήθεια της εποχής τότε –μπορεί να συνηθίζεται και τώρα–, δούλευα ταβέρνα, κρασοκατάνυξη, μπιροκατάνυξη και τα λοιπά, και τα... τα κιλά είχαν αυξηθεί. Έτσι μπήκα ενενήντα δύο κιλά και έφυγα... βγήκα απ’ την Κόρινθο σε... δηλαδή τέλη Απριλίου… τον Ιούνιο που φύγαμε απ’ την Κόρινθο, θα πω πώς φύγαμε, έφυγα ενενήντα κιλά, είχα χάσει μόλις δυο κιλά. Η Κόρινθος, όπως ίσως γνωρίζετε, την εποχή εκείνη γινόταν στην Κόρινθο και η επιλογή για εφέδρους αξιωματικούς. Περνάγαμε κάτι διαδικασίες έτσι –δεν ξέρω κατά πόσον ήταν σοβαρές–, αλλά εν πάση περιπτώσει, περνάγαμε κάποιες διαδικασίες, κάποιες δοκιμασίες, σε εισαγωγικά, και κάποιο Σάββατο εκεί στην «εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση» που τη λέγαμε τότε, που μας λέγανε τι έγινε, ξέρω γω, στην πατρίδα και ποιοι ήταν οι εχθροί της πατρίδας και τα λοιπά, ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα για το ποιοι θα πηγαίναμε στις σχολές εφέδρων αξιωματικών. Ο Κώστας ο Χουντάλας είχε επιλεγεί για τη ΣΕΑΠ, Σχολή Πεζικού, στην Κρήτη. Ο Μίμης ο Σιψής είχε επιλεγεί για το Πυροβολικό στο... συγγνώμη, συγγνώμη, για τις Διαβιβάσεις, στο Χαϊδάρι. Ο Σπύρος ο Προύντζος ή για τα ΣΕΜ ή για τα ΣΥΠ, δεν είμαι σίγουρος, νομίζω για τα ΣΕΜ, Σώμα Εφοδιασμού Μεταφορών, έφεδρος, δηλαδή, ανθυπολοχαγός. Και εγώ άκουσα έτσι με μεγάλη μου ανησυχία –και θα πω το γιατί– ότι είχα επιλεγεί για τα Τεθωρακισμένα. Το λέω αυτό, γιατί δυο φίλοι, ο Γιάννης ο Χαραμής, μια τάξη πάνω από μένα, και ο Κωστάκης ο Τριανταφύλλου, δυο τάξεις πάνω από μένα, είχανε περάσει απ’ τη Σχολή των Τεθωρακισμένων σαν έφεδροι και ήξερα τι εστί Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Τεθωρακισμένων. Εν πάση περιπτώσει, μια ωραία πρωία μπαίνουμε στο τρένο, κατεβαίνουμε μετά το ταξίδι στην... στον σταθμό... στον σταθμό Λαρίσης, όπου μας περιμένανε οι παλιοί της Σχολής για να μας υποδεχθούνε. Ψαρωτικές καταστάσεις. Είχανε διαλέξει όλα τα λεβεντόπαιδα. Ήτανε όλοι τσίλικοι, παπούτσια γυαλισμένα, στολές ατσαλάκωτες, σιδερωμένες, φοράγανε την αφρικανικού τύπου –αν την έχετε υπ’ όψιν σας–, είναι αυτή που στο Ναυτικό λέγαμε «άνακτος». Κουμπιά γυαλίζανε. Ξυριζόσουνα πάνω στα κουμπιά. Βαράγανε προσοχές και έτριζε ο τόπος. Πήγαινε το «Διατάξτε!» σύννεφο. Αυτό εννοώ ψαρωτική κατάσταση. Και μπαίνουμε στα REO μέσα να πάμε για το Γουδί. Μπαίνουμε στα REO μέσα – είχαμε επιλεγεί για το Γουδί καμιά ογδονταριά άτομα, για τα Τεθωρακισμένα. Μοιραζόμαστε, μπαίνουμε μέσα, εμείς οι υποψήφιοι και κάνα δυο παλιοί απ’ αυτούς που ήρθανε να μας παραλάβουνε. Αρχίσανε και μας λέγανε: «Εδώ που ήρθατε θα περάσετε μια χαρά. Εμείς είμαστε το καλύτερο... το καλύτερο όπλο», γιατί τα Τεθωρακισμένα ήταν όπλο. «Είμαστε η γροθιά της επανάστασης», μην ξεχνάμε τον ρόλο των αρμάτων στην... στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. «Έχουμε γυναίκες που μας στρώνουν τα κρεβάτια. Έχουμε πισίνες. Κάνουμε ιππασίες, έχουμε άλογα. Θα περάσετε ζωή και κότα». Κάποιοι ξεθαρρέψανε και... έτσι... το φχαριστιόσανε. Εγώ που ήξερα, γιατί μου είχανε πει ο Γιαννάκης ο Χαραμής και ο Κώστας ο Τριανταφύλλου τι εστί βερίκοκο. Μου είχανε πει συγκεκριμένα ότι ΣΑΤ είναι η Σχολή Αξιωματικών Τεθωρακισμένων, αλλά ταυτόχρονα το ειρωνικό, η παράδοση εν πάση περιπτώσει, είχε και δύο άλλα... και δυο άλλες ακροστιχίδες, ότι ΣΑΤ σήμαινε «Σχολή Ανιάτων Τρελών» ή «Σχολή Αφηνιασμένων Ταύρων». Φτάσαμε λοιπόν στο Γουδί. Κατεβήκαμε με τους σάκους μας και τα λοιπά. Μας πήγανε... είχε φτάσει μεσημεράκι, Ιούνιος μήνας, ζέστη, τέλη Ιουνίου. Μας πήγαν στο εστιατόριο. Φάγαμε. Είχε φασολάδα, το θυμάμαι, είχε φασολάδα. «Παιδιά, συγγνώμη –λέει– που δεν έχουμε καλύτερο φαγητό, αλλά τι να κάνουμε, αυτό είχε σήμερα», και τα λοιπά Φάγαμε τη φασολάδα μας, τα αυτά, τα έτσι. Και μετά μας πήγανε σε μια αίθουσα, η οποία μετά εκ των υστέρων μάθαμε, συνηθίσαμε, ήταν η αίθουσα της... της αμμοδόχου όπως τη λέγαμε, δηλαδή εκεί πέρα γίνονταν οι ασκήσεις επί χάρτου, σε εισαγωγικά, και είχε κάποια θρανία, ήτανε σαν αιθουσούλα, ας πούμε, διδασκαλίας για θεωρητικά μαθήματα[00:10:00]. Και περιμέναμε και σε λίγο ήρθε ο ίδιος ο ίλαρχος, ο... όχι ο διοικητής της Σχολής ΥΕΑ, ο... συγγνώμη. Ναι, ο διοικητής της Σχολής ΥΕΑ, ο εκπαιδευτής κατά κάποιον τρόπο. Ο λοχαγός, καθ’ ημάς στα Τεθωρακισμένα ίλαρχος. Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, όπως τον λέγαμε και τον μάθαμε και εμείς, όπως τον λέγαν οι παλιοί και τον μάθαμε και εμείς, ο λεγόμενος «μπαρμπα-Κώτσος». Του ’χε μείνει το όνομα «μπαρμπα-Κώτσος». Ένας ξερακιανός τύπος μετρίου αναστήματος, ο οποίος, αφού μας έβγαλε τον εθνικοπατριωτικό λόγο για το τι θα κάνουμε, πώς θα βγούμε ως έφεδροι αξιωματικοί μαυροσκούφηδες, είπε και τη φράση την οποία δεν μπορώ να ξεχάσω και εκεί συνειδητοποίησα αυτά που μου λέγανε οι παλιοί, δηλαδή ο Γιάννης ο Χαραμής και ο Κώστας ο Τριανταφύλλου, ότι «εδώ που ήρθατε, θα μάθετε να ξεχωρίζετε τη σάρκα από το πνεύμα!». Εκεί είπα ένα «Ωχ», ας πούμε. Τελείωσε αυτή η ομιλία και πήγαμε στους θαλάμους. Αν μπορούσα να περιγράψω το... την ίλη ΥΕΑ ήταν ένα διώροφο κτήριο, ανέβαινες με σκάλες με μια στροφή, δηλαδή είχε μια άνοδο στροφή, δεύτερη άνοδο έφτανες στον δεύτερο όροφο, όπου είχε έναν προθάλαμο στον οποίο χωράγανε μετά βίας, αν τους έβαζες, μετά βίας τριάντα άνθρωποι, άντε στριμωγμένοι σαράντα. Και δεξιά ήτανε οι δύο... οι δύο ουλαμοί, πρώτος-δεύτερος, αριστερά οι άλλοι δύο ουλαμοί, τρίτος-τέταρτος. Εγώ ήμουνα στον τρίτο ουλαμό. Ανεβήκαμε απάνω, μοιραστήκαμε σε ουλαμούς και πέρασε ένας παλιός βαθμοφόρος, ο οποίος, αφού κλείσανε όλα τα παράθυρα και όλα τα τζάμια, Ιούνιο μήνα, των θαλάμων, των ουλαμών, πέρασε ένας παλιός, λοχίας –δεν θυμάμαι τ’ όνομά του–, ο οποίος έπαιρνε απ’ τον καθένα μας σ’ ένα σακουλάκι αν είχε σταυρουδάκι, το ρολόι του, τη βέρα του, τα κέρματά του, ό,τι εν πάση περιπτώσει τιμαλφές και ό,τι αιχμηρό ή άλλο αντικείμενο υπήρχε. Έγραφε τ’ όνομά του απάνω, έκλεινε το σακουλάκι και, αφού τα μάζεψε, έφυγε και μας αφήσανε σε μια... δηλαδή δεν μας είπαν τι να κάνουμε, μας αφήσαν σε μια σιγή, σε μια σιωπή, όπου οι πιο ξεθαρρεμένοι ξαπλώσανε και στα κρεβάτια, χαλαρώσανε. Και μετά από κάνα δεκάλεπτο, τέταρτο, ακούγεται –είχε φτάσει η ώρα εν τω μεταξύ, ξέρω γω, 16:00-16:30, δεν θυμάμαι–, ακούγεται μια οχλοβοή ένα... ένα πράγμα, και ανεβαίνουνε από τις σκάλες καμιά ογδονταριά, ογδόντα πέντε, άτομα, όσοι ήταν οι παλιοί – θα εξηγήσω μετά τι εστί παλιοί και νέοι, αν και είναι κατανοητό ας πούμε. Οι παλιοί ήτανε αυτοί που γίνανε... που είχανε περάσει την εκπαίδευση των δυόμισι μηνών και θα διοικούσαν εμάς, ήταν η διοικούσα μας, κι εμείς ήμαστε οι νέοι, δηλαδή οι διοικούμενοι. Ανεβήκανε, λοιπόν, καμιά ογδονταπενταριά άνθρωποι με τις φόρμες... νέα παιδιά τώρα, έτσι; Από 17-18 χρονών μέχρι 25, γυμνοί απ’ τη μέση κι απάνω, τις ξιφολόγχες κρεμασμένες, ένα παγούρι και μια πετσέτα, και μας πλακώσανε στις σφαλιάρες, στο «εν-δυο κάτω» – τώρα ο θάλαμος σκοτεινός, έτσι; Είχανε κλείσει και τα σκούρα, που λέμε, απ’ έξω τα παντζούρια. Και στο πήδημα, σε εισαγωγικά δηλαδή «εν-δυο κάτω» και στρίμωγμα και φωνή και κακό, και έτσι μια αντάρα, μια αναμπουμπούλα, ένας χαμός στο ίσωμα. Όπου αυτό κράτησε περίπου κάνα μισάωρο –δεν μπορώ να, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, υποθέτω ότι κράτησε κάνα μισάωρο–, το οποίο φάνηκε βέβαια αιώνας, φάνηκε αιώνας. Μετά μας αφήσανε. Δεν μπορώ να περιγράψω την ένταση που είχε αυτό το πράγμα. Μετά μας αφήσανε. Φύγανε αυτοί. Εντάξει, δεν θυμάμαι τώρα, πήγαμε, φάγαμε, δεν ξέρω τι κάναμε. Το βράδυ κοιμηθήκαμε. Εν πάση περιπτώσει, επί μία βδομάδα στο Γουδί ήμαστε με τα μάτια κάτω. Δεν είχαμε δει άρμα. Άρμα ακούγαμε, ερπύστριες ακούγαμε και άρμα δεν βλέπαμε. Είχαμε φλομώσει στη σκόνη, διότι οι ερπύστριες κάνουν το χώμα σαν πούδρα. Και πηγαίναμε για μαθήματα θεωρητικά το πρωί, μετά φαγητό, μετά αυτό και τα λοιπά. Αλλά... Νομίζω ότι από δω και πέρα δεν έχει πολλή σημασία. Ας πάμε λιγάκι, ας κάνουμε έτσι ένα λογικό άλμα και ας πάμε σ’ ένα βράδυ που είχα σκοπιά, γιατί κάναμε, παρόλο που ήμαστε ΥΕΑ, υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί, κάναμε σκοπιές – είτε στην πύλη, είτε στο διοικητήριο, είτε στις σκοπιές του στρατοπέδου περιμετρικά. Ένα βράδυ που έκανα νούμερο –τώρα δεν θυμάμαι αν ήταν το γερμανικό, 2:00-4:00 ή αν ήτανε 22:00-24:00 ή 24:00-2:00. Το πιθανότερο είναι να ήτανε 24:00-2:00, πιθανότερο–, γυρνώντας για την ίλη απάνω να πάω για ύπνο, πέρασα μπροστά απ’ το διοικητήριο που ήτανε ο συμμαθητής μου, ο Γιώργος ο Περράκης, ο οποίος ήτανε λοχίας. Είχε πάει αυτός κάναν χρόνο πιο μπροστά από μένα. Αυτός δεν είχε πάει για έφεδρος. Είχε γίνει υπαξιωματικός. Είχε περάσει σχεδόν τα ίδια, θα έλεγα τα ίδια καψώνια με μας, στο Λιτόχωρο στην ΙΛΥΒ, στην Ίλη Υποψηφίων Βαθμοφόρων. Και σε χειρότερες συνθήκες αν κρίνει κανείς απ’ το κρύο, τον χειμώνα και όλα αυτά τα πράγματα στο Λιτόχωρο. Ο Γιώργος λοιπόν είχε πάρει μετάθεση, κόντευε να απολυθεί εκείνη την εποχή γιατί είχε πάει πολύ πιο νωρίς από μένα, πάνω από χρόνο, και ήτανε στο δεύτερο γραφείο στο διοικητήριο. Οπότε ήταν απ’ έξω από το... από το διοικητήριο, έκανε τσιγαράκι και μου λέει: «Χοντρέ, έλα πάνω που σε θέλω», ήταν το παρατσούκλι μου από το σχολείο. Με τον Γιώργο ήμαστε συμμαθητές απ’ το σχολείο, παιδικοί φίλοι και αργότερα κουμπάροι, του βαφτίσαμε τον γιο του τον μικρό, τον Σπυράκο. «Άσε με να πάω για ύπνο». «Έλα να σου δείξω, δεν θα χάσεις». Ανέβηκα, λοιπόν, απάνω στο διοικητήριο, όπου στο δεύτερο γραφείο υπήρχε ο φάκελός μου. Ο γνωστός φάκελος, από αυτούς που μετά... κάποιοι λένε ότι κακώς καήκανε, και μάλλον κακώς καήκανε, θα μπορούσαν να αποτελέσουνε ένα αρχείο. Ήταν ο φάκελός μου, όπου μου έδειξε μέσα ότι ήμουνα χαρακτηρισμένος ως Ε2, το οποίο σήμαινε «Εθνικόφρων Β΄ κατηγορίας». Οι χαρακτηρισμοί ήταν Ε1, Ε2, Ε3, Ε4. Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς να σας πω τις διαβαθμίσεις, έτσι; Αλλά τελείως χοντρικά το 1 ήταν οι ακραιφνείς εθνικόφρονες, το 2 ήμαστε εμείς οι παπανδρεϊκού παρελθόντος και τα λοιπά, το 3 ήταν αυτοί οι οποίοι ήτανε μεν Αριστεροί, αλλά όχι οι ίδιοι αλλά οι παππούδες τους, οι γιαγιάδες τους, ξέρω γω ποιοι, και το 4, εντάξει, δεν το συζητάμε, είναι όλοι αυτοί οι οποίοι την εποχή εκείνη –δεν τα είπα εγώ, θα τα πουν κάποιοι άλλοι–, την εποχή εκείνη υπήρξαν πολλά παιδιά τα οποία παραμονές... όλα αυτά γίνονται παραμονές Νομικής και Πολυτεχνείου, είχανε αρχίσει να επιστρατεύονται, να κάνουνε, να ράνουνε. Μου έδειξε, λοιπόν, τα χαρτιά μου ότι ήμουνα Ε2. Τώρα πώς είχα... ως Ε2 πώς είχα μπει στη «γροθιά της επανάστασης», αυτό είναι μια άλλη ιστορία, διότι διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ότι το δίχτυ δεν ήτανε τόσο στενό, είχανε περάσει και άλλα παιδιά μέχρι και ψιλο... μέχρι και ψιλοανάρχες, σε εισαγωγικά και άλλοι κομμουνιστές που τους βρήκα μετά – και το λέω όχι με… για να προσάψω τίποτα. Το λέω έτσι επειδή μιλάμε για διακρίσεις. Είχανε... είχανε βρεθεί μαζί μας στη Σχολή Αξιωματικών Εφέδρων στο Γουδί. Ένας ταλαίπωρος, σε εισαγωγικά ταλαίπωρος, ένα πάρα πολύ καλό παιδί, ο Δημήτρης ο Σταθόπουλος, απόφοιτος της Νομικής, επειδή ήτανε χαρακτηρισμένος Ε3 είχε έρθει στη Σχολή, αλλά αφού είχε φάει ο φουκαράς το καψώνι και αυτός της ζωής του μαζί με όλους μας. Τελικά ο Δημητράκης, ένα εξαιρετικό παιδί, δεν έγινε στο τέλος αξιωματικός, δεν πήρε το χαρτί του δοκίμου, του ΔΕΑ, αλλά έγινε... υποβιβάστηκε, σε εισαγωγικά, σε λοχία και υπηρέτησε τη θητεία του σαν λοχίας. Ήτανε το μόνο θύμα, σε εισαγωγικά, της σειράς μας. Ας φτάσουμε –μετά απ’ αυτό– ας φτάσουμε στην αποφοίτηση, σε εισαγωγικά, από κει –δεν νομίζω ότι έχει κάτι άλλο ενδιαφέρον η Σχολή– και ας πάμε στις τοποθετήσεις. Τον Δεκέμβρη... Τον Δεκέμβρη έρχονται οι τοποθετήσεις μας, τελειώνει η εκπαίδευσή μας. Έχουνε φύγει οι παλιοί μας, έχουνε έρθει οι νέοι μας. Εγώ επειδή έχω φάει το καψώνι της ζωής μου –ξέχασα να πω ότι ήταν ένα καθίκι, σε εισαγωγικά καθίκι, όλους τους έχω συγχωρέσει, κι αυτόν τον έχω συγχωρέσει, αλλά… Συγγνώμη, το λέω έτσι λίγο γραφικά. Ήταν ένας απ’ τη Μυτιλήνη, ο οποίος μου λέει: «Χοντρέ», εγώ, είπαμε, παρουσιάστηκα στο Γουδί ενενήντα κιλά, «χοντρέ, είσαι και καραφλός», μου είχανε πέσει τα μαλλιά από τότε. Ήμουν 23 χρονών και τα μαλλιά μου είχανε πέσει. Αν όχι όλα, σε πολύ μεγάλο βαθμό. «Δεν είσαι καλός για μαυροσκούφης, πρέπει να σε κάνουμε έτσι τουριστικό, κομψό», και μου ’χε αλλάξει τα φώτα στο ατομικό καψώνι, πέρα... πέρα απ’ το ομαδικό. Και έτσι είχα... και έτσι ο Χρήστος από τα ενενήντα κιλά που είχε πάει[00:20:00] περί τα τέλη Ιουνίου, μέσα σε έναν μήνα σχεδόν με το να τρώμε τον περίδρομο, διότι το φαγητό μας ήτανε πάρα πολύ καλό, τρώγαμε στη λέσχη αξιωματικών, πάρα πολύ καλό φαγητό. Και ο Χρήστος είχε καταφέρει να φτάσει μέσα σε έναν μήνα, δεν θυμάμαι πόσο, απ’ τα ενενήντα κιλά στα εβδομήντα. Μιλάμε για δεκάξι κιλά ας πούμε ούτε... πώς τα λένε τώρα; Ινστιτούτα αδυνατίσματος και τα λοιπά και αυτά. Με πολύ φαγητό, αλλά με συνεχές καθημερινό καψώνι, όχι μόνο το ατομικό και το ομαδικό. Ας μην πω τώρα, δεν είναι ανάγκη να πω. Αυτό που γλίτωσα ήταν ότι δεν... δεν έκανα ποτέ κάμψεις, δεν πήρα, όπως λέγαμε, κάμψεις, πάνω από την τουαλέτα για να πάρω, ας πούμε, κάποιο γράμμα ή κάτι άλλο. Αυτό δεν το ’κανα. Άλλοι συνάδελφοι, άλλα παιδιά το υπέστησαν και αυτό. Κάνανε κάμψεις πάνω από την τούρκικη την τουαλέτα προκειμένου να πάρουν ένα γράμμα από την κοπέλα τους, από την αρραβωνιαστικιά τους, και τα λοιπά. Βγήκαμε λοιπόν. Α, εγώ λοιπόν δεν έκανα καψώνι καθόλου. Το μόνο καψώνι που έκανα ήτανε, επειδή διάβαζα κιόλας –γιατί ήθελα να πάρω κι εκείνα τα δυο μαθήματα που λέγαμε, που μου είχανε μείνει–, όταν πηγαίναμε για ύπνο το βράδυ, πήγαινα πιο νωρίς απ’ τους άλλους. Οι άλλοι καθόσανε, καλοκαιράκι ήτανε. Εννοώ οι παλιοί, γιατί οι νέοι ήτανε υπό διοίκησιν, σε εισαγωγικά. Κάναν το τσιγαράκι τους έξω σε καμιά μάντρα, σε κάνα αυτό, εγώ πήγαινα για ύπνο ή για να διαβάσω. Και έλεγα στους νέους... τους είχα δασκαλέψει βέβαια προηγουμένως: «Ο θείος Χρήστος», γιατί υποτίθεται ότι ήταν τ’ ανίψια μας, αφού οι άλλοι πατεράδες ήταν αδέρφια μας, «ο θείος Χρήστος πέφτει για ύπνο». Και μου λέγαν όλοι μαζί οι νέοι του θαλάμου, του ουλαμού: «Καληνύχτα, θείε Χρήστο», έτσι εν χορώ. Αυτό ήτανε, ας πούμε, το... το ομαδικό καψώνι που έκανα. Και φεύγουμε, έρχεται η τοποθέτησή μου για τα Γιάννενα, να πάω στην Όγδοη... στην Όγδοη ΕΜΑ, Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων, στα Γιάννενα, μαζί με τον Παναγιώτη τον Μαρσέλλο, εξαιρετικό παιδί και φίλο μου ακόμα, μετά από σαράντα εφτά χρόνια. Τον Απόστολο τον Δέπο, ένα παλικαράκι... ο... ο Παναγιώτης ήτανε της βιομηχανικής πτυχιούχος, μεγαλύτερος από μένα τρία-τέσσερα χρόνια. Ο Απόστολος ο Δέπος ήτανε του... του λυκείου και ο Σιουμάλας, δεν θυμάμαι το μικρό του, ο Σιουμάλας και ο Σωκράτης ο Κατσής ήτανε γεωπόνοι από τα Γιάννενα. Υπήρχε τότε ένας στρατηγός, ο Τσουμάνης, αυτά τα τρία παιδιά, ο Σωκράτης ήταν απ’ την Πρέβεζα, ο Σουμάλας ήταν απ’ τη Ζίτσα, που έφτιαχνε ωραίο κρασί, αφρώδες κρασί, η Ζίτσα, και ο Δέπος ήταν από κάπου εκεί, από κάποιο χωριό. Υπήρχε ένας στρατηγός τότε, ο Τσουμάνης, ο οποίος ήτανε... εντάξει, υποστήριζε τα παιδιά και όλοι του κολλάγανε, και όσα παιδιά ήταν απ’ τα Γιάννενα, απ’ την περιοχή, τα έφερνε... τα Γιάννενα τότε είχαν την Όγδοη Μεραρχία, οπότε υπήρχε η Όγδοη ΕΜΑ, υπήρχε το 581, το... το Τάγμα του Κατσιμήτρου που το λέγαμε, Πεζικού, και υπήρχε και Πυροβολικό. Και είχε μπόλικο... μπόλικο κόσμο, και μπόλικους αξιωματικούς και εφέδρους. Οπότε υπήρχε περιθώριο τα παιδιά που ήταν απ’ την περιοχή να ’ρθουνε προς τα πάνω. Έτσι λοιπόν πήγαμε οι πέντε εμείς, πήγαμε και παρουσιαστήκαμε στην Ογδόη ΕΜΑ. Εγώ με τον Παναγιώτη πήραμε την τότε Ολυμπιακή. Φτάσαμε Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου, στα Γιάννενα, και στις 4 Δεκεμβρίου, Δευτέρα, ανήμερα της Αγια-Βαρβάρας, παρουσιαστήκαμε στην ΕΜΑ, στον διοικητή μας, έναν εξαιρετικό άνθρωπο συνταγματάρχη Τεθωρακισμένων, Γεώργιο Μπάκολη. Πήγε καλά. Η θητεία πήγαινε καλά μέχρι μετά τις γιορτές, όπου βούτηξα μια πνευμονία. Η... Τα Γιάννενα έχουνε φοβερή υγρασία, ως γνωστόν, παλικαράκι, είχα αδυνατίσει κιόλας, έκανα και τον μάγκα, και βούτηξα μια πνευμονία γιατί θα πω λίγα πράγματα. Εν τω μεταξύ, εντάξει, να πω ότι μας καλέσανε... μας κάλεσε ο ανθυπασπιστής, δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα, να μας πει σε ποια εστιατόρια δεν θα πηγαίνουμε, σε ποια βιβλιοπωλεία δεν θα πηγαίνουμε, σε ποιες ταβέρνες δεν θα πηγαίνουμε, γιατί ήτανε υποτίθεται Αριστεροί όλοι αυτοί και τα λοιπά. Και… Κυλούσε, εντάξει, ομαλά η θητεία. Βούτηξα την πνευμονία μετά τις γιορτές το ’73. Έμεινα στο νοσοκομείο σχεδόν σαράντα μέρες, στο 406 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, όπου τα είχα χρειαστεί διότι η πνευμονία τότε ήτανε αρκετά σοβαρή υπόθεση. Είχα έναν συναισθηματικό φόρτο, διότι στην... στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων, αν θυμάμαι καλά είναι 23 Φεβρουαρίου, η παρέλαση γίνεται... γίνεται ακόμα και τώρα μπροστά από το... από την κεντρική πλατεία και περνάει μπροστά απ’ το στρατιωτικό νοσοκομείο – το οποίο ήτανε τότε, δεν ξέρω αν είναι ακόμα, εκεί που έγινε μετά το «ΞΕΝΙΑ» στα Γιάννενα, ήταν απέναντι το «ΞΕΝΙΑ» με το στρατιωτικό νοσοκομείο. Και είχα έναν συναισθηματικό φόρτο, διότι ευρισκόμενος στο... στο νοσοκομείο, περάσαν... πέρασε η παρέλαση, περάσαν τα άρματα, εγώ ήμουνα στο παράθυρο και τα ’βλεπα και μου κακοφαινότανε που δεν ήμουνα στη γιορτή των Ιωαννίνων, στην απελευθέρωση, κι εγώ ήμουνα σακάτης, σε εισαγωγικά, μέσα στο νοσοκομείο και τα λοιπά. Εν πάση περιπτώσει, όλα πήγανε καλά. Τη γλιτώσαμε, αποθεραπευθήκαμε, εντάξει. Πήρα μια άδεια αναρρωτική. Κατέβηκα στα εξήντα εφτά κιλά. Με είδε η μητέρα μου όταν πήρα την άδεια και κατέβηκα στην Αθήνα και έβαλε τα κλάματα, αλλά άρχισε περίοδος εντατικής πάχυνσης, το πρωί με μέλια, βούτυρα, γάλατα και τα λοιπά, κοτόσουπες, το μεσημέρι κρέας και κόντρα κρέας και πάλι κρέας, και ήλθα λίγο στα πάνω μου, συνήλθα, έφτασα στα εβδομήντα, εβδομήντα ένα, εβδομήντα δύο κιλά, και ξαναγύρισα στα Γιάννενα. Φτάνουμε, έχουνε ξεκινήσει... ξεκινάνε κάποια στιγμή τα γεγονότα της Νομικής. Απάνω, έχουμε εν τω μεταξύ... παίρνουμε χαμπάρι, δεν είμαστε μακριά απ’ τον κόσμο. Το κλίμα είναι το γνωστό, δηλαδή κάτι κινείται. Και φτάνουμε στην... στην ιστορία του αείμνηστου του Νίκου του Παππά και το Βέλος. Παίρνει ο Νίκος ο Παππάς –τον οποίο ευτύχησα αργότερα να έχω και υπουργό σαν αξιωματικός του Λιμενικού όταν έγινα, ένας εξαιρετικός άνθρωπος–, παίρνει ο Νίκος ο Παππάς το Βέλος, φεύγει. Επιφυλακή εμείς, όλοι επιφυλακή, να δούμε τι θα γίνει. Γίνονται διαδικασίες που δεν τις θυμάμαι. Κάνει το δημοψήφισμα ο Παπαδόπουλος, γίνεται δημοκρατία. Φεύγει ο βασιλιάς. Ο Παπαδόπουλος γίνεται πρόεδρος δημοκρατίας με το έτσι θέλω, δεν τα θυμάμαι και καλά αυτά. Και θα πω, ας πούμε, κάποια πράματα. Όντες σε επιφυλακή καθόμαστε μέσα, με... δεν βγαίνουμε έξω, καθόμαστε μέσα στο στρατόπεδο. Υποτίθεται αν χρειαστεί να κάνουμε κάτι. Τι να κάνουμε τώρα εμείς στα Γιάννενα; Και πειραζόμαστε, καλαμπουρίζουμε, καθόμαστε κάτω από ένα ωραίο δέντρο σε μια ωραία έτσι απλωταριά που είχαμε φτιάξει με πεζούλα και πίναμε τα καφεδάκια μας, και τα λοιπά, και πειραζόμαστε. Είχαμε δυο λεβεντόπαιδα οι οποίοι ήτανε... είχαν γίνει ήδη ανθυπίλαρχοι ήταν και οι δύο δάσκαλοι απ’ τη φημισμένη Μονή Βελλά[ς] –η οποία είναι μια Μονή πολύ αξιόλογη στα Γιάννενα, απάνω προς τη... προς την Κόνιτσα, αν θυμάμαι καλά – τα παιδιά αυτά ήταν απόφοιτοι της Βελλά[ς]. Η Μονή Βελλά[ς] σπούδαζε φτωχά παιδιά, που δεν είχανε, και τα παιδιά αυτά ήταν απόφοιτοι της Βελλά[ς] και είχανε βγει δάσκαλοι. Περιμένοντας λοιπόν τον διορισμό τους, κάνανε ανακατατάξεις. Δηλαδή ήταν ανθυπίλαρχοι, παίρνανε τον ουχί ευκαταφρόνητο μισθό των πεντέμισι χιλιάδων δραχμών τον μήνα και όταν λοιπόν είσαι ένα παιδί γύρω στα 25-26-27, δεν έχεις υποχρεώσεις, δεν έχεις παντρευτεί, δεν έχεις άλλες υποχρεώσεις, πεντέμισι χιλιάρικα την εποχή εκείνη ήτανε όχι αξιοπρεπέστατος, ήταν ένας πάρα πολύ καλός μισθός. Ήτανε ο Απόστολος και ο Ρίζος ο Ντάτσης. Ρίζος το μικρό του –δεν ξέρω πώς–, Ντάτσης το επίθετο. Δυο λεβεντόπαιδα, ωραία παιδιά, είχαμε πάρα πολύ καλή... πάρα πολύ καλή έτσι συνεργασία. Και να πω και έτσι ένα αστείο. Όταν είχε η μονάδα κοτόπουλα και βγαίναμε να... και βγαίναμε ως αξιωματικοί ωνίων, το μεσημέρι, και ειδικά τον χειμώνα, πηγαίναμε στα μαγειρεία, λέγαμε στον μάγειρα να κρατήσει από μερικά κοτόπουλα τα συκωτάκια, αυτά που κοινώς ελέγοντο στην εποχή μας «συκωτάκια πουλιών», και τα ’φτιαχναν οι μάγειρες κοκκινιστά με σαλτσούλα και πατατούλες τηγανητές και γινότανε ανάσταση στα μαγειρεία, έτσι; Δεν κλέβαμε, παίρναμε ένα συκωτάκι από κάθε πουλί, ξέρω γω. Είχε η μονάδα δεν θυμάμαι πόσο κόσμο είχε, ένα συκωτάκι από κάθε πουλί και πίναμε ένα... έτσι ένα κρασί και κάναμε την πλάκα μας. Θυμάμαι λοιπόν ότι τα πειράζαμε αυτά τα παιδιά και τους λέγαμε... τα πειράζαμε και τους λέγαμε: «Ρε συ, ρε Απόστολε, τι θα πεις, ρε; Θα πεις, ρε, στο παιδί σου ότι πήρες το άρμα και βγήκες στα Γιάννενα για να κυνηγήσεις πατριώτες σου;» και τα λοιπά ή... έτσι, με μια αφέλεια, με ένα αυτό. Και έλεγε: «Μη μου λες τέτοια. Άσε με, γαμώ το κέρατό μου. Πώς βρέθηκα εγώ εδώ;» και τα λοιπά. Δηλαδή έβγαινε ένα κλίμα ότι όλοι εμείς που ’χαμε βρεθεί εκεί πέρα[00:30:00] για τον άλφα ή βήτα λόγο, δεν συμμεριζόμαστε κατ’ ανάγκην, ας πούμε, το πνεύμα της επανάστασης. Προχώραγε η εποχή. Ένα άλλο ευτράπελο ήτανε ότι φαινότανε πια ότι κάτι... κάτι κινείται και θυμάμαι πηγαίναμε με τον Παναγιώτη στη Σχολή, πηγαίναμε, συγγνώμη, στη λέσχη να φάμε, – η λέσχη αξιωματικών, η ΛΑΦΙ, Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Ιωαννίνων, ήτανε στην πλατεία, σε πολύ κεντρικό σημείο, απέναντι είχε ένα περίπτερο, δίπλα είχε έναν κινηματογράφο, ξεχνάω τ’ όνομά του, δεν είμαι σίγουρος αν το λέγανε «Αβέρωφ» ή «Ήπειρος» ή κάπως έτσι. Και δίπλα ήταν τα... τα φημισμένα ζαχαροπλαστεία με πρώτο το «Διεθνές», με το καταπληκτικό καϊμάκι παγωτό και το βυσσινάκι από πάνω και το μυγδαλάκι. Ήτανε μια απόλαυση, το κάτι άλλο. Αυτό ήτανε στη γωνία και στην άλλη γωνία ήτανε το «Διεθνές», το βιβλιοπωλείο, όπου μας είχανε βέβαια απαγορέψει να πηγαίνουμε να ψωνίζουμε. Μόνο εκ του ονόματος εφαίνετο σε ποιους ανήκε και τα λοιπά– Και πηγαίναμε τώρα εν τη αφελεία μας εγώ με τον Παναγιώτη τον Μαρσέλο, φεύγαμε από τη... από τη λέσχη όπου είχαμε φάει –μαζί και με συναδέλφους εφέδρους αλλά και με μονιμάδες, σε εισαγωγικά, δηλαδή αξιωματικούς μόνιμους του στρατού– και πηγαίναμε απέναντι στο περίπτερο, παίρναμε «Τα Νέα» και τη «Βραδυνή», η οποία «Βραδυνή» τότε είχε αρχίσει και ήτανε αντιπολιτευόμενη, σε εισαγωγικά, εφημερίδα. Με όλη μας την αφέλεια –δεν κάναμε αντίσταση, έτσι; Δεν τολμώ να πω κάτι τέτοιο. Αφέλεια των 23 χρόνων ήτανε. Και μια μέρα: «Πάμε και δίπλα», του λέω. «Πάμε ρε δίπλα στο "Διεθνές" να ψωνίσουμε». Ο Παναγιώτης, να πούμε: «Πάμε». Πήγαμε, να πούμε, λέμε: «Γεια σας –λέω εγώ– θα μου δώσετε, σας παρακαλώ, Το λάθος του Σαμαράκη;» Με κοιτάει η κοπέλα, σου λέει: «Μουρλός είναι αυτός;». Με τη στολή μου, τον μπερέ μου, τα αυτά, και με κοιτάει. Και της λέω: «Παρεμπιπτόντως, μήπως έχετε και το «Μηδέ ο Μάρξ, μηδέ ο Χριστός» του Μαρκούζε;», Ήτανε της μόδας τότε όλα αυτά. Το αναφέρω σαν... σαν αποκοτιές, δεν το αναφέρω… βέβαια και το αναφέρω για την αντίδραση των... των ανθρώπων που είχαν το βιβλιοπωλείο οι οποίοι αναρωτιόσανε: «Τώρα μουρλός είναι αυτός; Πλάκα μας κάνει; Μας δοκιμάζουνε; Καψώνι μας κάνουνε;» Έληξε και η ιστορία του Παππά με τα γνωστά. Ο Παππάς πήρε το Βέλος, έφυγε, εντάξει, ξέρω γω. Λήξαν οι επιφυλακές. Άλλαξε η κατάσταση, προσπάθησε ο Παπαδόπουλος να κάνει με τον Μαρκεζίνη όλα αυτά που προσπάθησε να κάνει. Και κάποια στιγμή εκεί στις αρχές του καλοκαιριού παίρνω ένα... ένα γράμμα. Α, ξέχασα να πω ότι –και αυτό το λέω χαριτολογώντας– είχα και μια ευκολία στα Γιάννενα. Η ευκολία σε σχέση με τους άλλους που υπηρετούσανε ήτανε ότι ο Σωκράτης ο Κατσής, το παλικάρι απ’ την Πρέβεζα, ήτανε αρραβωνιασμένος με την Ξανθή –Ξανθίππη, Ξανθή, Ξανθούλα τη λέγαμε, ένα εξαιρετικό κορίτσι, και αυτή απ’ την Πρέβεζα– η οποία δούλευε στον ΟΤΕ στα Γιάννενα. Έτσι λοιπόν εγώ, όταν είχε βάρδια η Ξανθή, πήγαινα στα Γιάννενα και δεν περίμενα στις ουρές για να μπω στον θάλαμο να κάνω. «Να», μου ’λεγε η Ξανθή, «έλα από δω», είχε, ξέρω γω, κάτι, αυτά, έβαζε το βύσμα και χτύπαγε τη Βικτωρία κανονικά στο... στην Αθήνα, στην Τσόχα, ας πούμε, για τηλέφωνο. Και ήτανε μια μεγάλη ευκολία τώρα αυτή να επικοινωνείς με το... με το αίσθημα. Ξαναγυρίζω, στέλνει ο παππούς γράμμα και μου λέει: «Να σου φτιάξω τα χαρτιά σου να δώσεις για το Λιμενικό;». Θα αναγκαστώ να γυρίσω πίσω πάλι τώρα, γιατί όταν ήμουνα στο Γουδί, ακόμα Α΄, νέος, ο παππούς επέμενε να με... ο πατέρας μου δηλαδή, επέμενε να με «τακτοποιήσει», όπως λέγαν οι παλιοί τότε. Εν τω μεταξύ, ναι, είχα πάρει... Εν τω μεταξύ είχα πάρει το πτυχίο. Τα ’χα δώσει τα μαθήματα από το Γουδί. Σαν παλιός είχα καταφέρει, είχα πάρει άδεια, τα ’χα δώσει, γιατί θυμάμαι ότι πήγα και ορκίστηκα με... πήγα και ορκίστηκα με τη στολή την... την αφρικανικού τύπου στην Πάντειο. Έχω χάσει τη φωτογραφία, κάπου θα βόσκει. Είναι όλοι, όλα τα παιδιά εκεί που είχαμε πάρει τότε το πτυχίο και ορκιστήκαμε, και είναι και ένας ένστολος μαυροσκούφης εκεί, η αφεντιά μου. Αλλά δεν ξέρω πού την έχω τη φωτογραφία. Είχα αποπειραθεί να δώσω στην... να δώσω για οικονομικός αξιωματικός. Για οικονομικός αξιωματικός του Ναυτικού, αφού είχα πάρει το πτυχίο της Παντείου. Όταν λοιπόν είχα ζητήσει άδεια να πάω να δώσω, να πάω να περάσω τις... τους γιατρούς –οι διαδικασίες... δεν ξέρω τώρα είναι στις Πανελλήνιες, δεν ξέρω πώς γίνονται. Τότε στις στρατιωτικές σχολές οι διαδικασίες ήτανε: ξεκινάγαμε απ’ τους γιατρούς, πέρναγες αρτιμέλεια, αν έχεις κάτι παθολογικό, καρδιές, ξέρω γω, αυτά, έτσι, το ένα, το άλλο. Μετά αγωνίσματα, κάποια στοιχειώδη αγωνίσματα, και μετά ξεκινάγαν οι γραπτές εξετάσεις στα μαθήματα. Όταν λοιπόν ξεκίνησα να πηγαίνω να δώσω για οικονομικός αξιωματικός –όταν ακόμα, σου λέω, όταν ακόμα ήμαστε στο Γουδί– με το που θα ’παιρνα άδεια να πάω να δώσω, δεν ξέρω γιατί –αν έπαιζε ρόλο αυτό το Ε2 που ανέφερα προηγουμένως ή κάτι άλλο–, πριν πάω, πριν πάρω το χαρτί της εξόδου και να βγω να πάω, έτρωγα το καψώνι της χρονιάς μου, μερικές φορές και απ’ τον ίδιο τον Αρχηγό Σχολής, Χρήστο –είχαμε και το ίδιο όνομα–, ένα ντερέκι ίσαμε εκεί πάνω, με μια φωνή έτσι, και με καψωνάριζε ο ίδιος. Δηλαδή ήτανε τραγικό, ρε παιδί μου, ο Αρχηγός Σχολής, ο οποίος έπρεπε να είναι… Γιατί ο δικός μας ο Αρχηγός Σχολής, όταν γίναμε εμείς παλιοί, ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε επιείκεια για τους παλιούς, δεν καψωνάριζε... για τους νέους, συγγνώμη, δεν καψωνάριζε τους νέους, ένα εξαιρετικό παιδί, γεωπόνος. Λοιπόν. Και με καψωνάριζε αυτό το καθίκι, να πούμε. Με έλουζε στον ιδρώτα και μετά να πάω να αλλάξω, να φορέσω την εξόδου, να φύγω με την ψυχή στο στόμα, να πάω στον Πειραιά για να περάσω να κάνω να δώσω. Με κόψανε λοιπόν τότε, γιατί ήτανε λέει το ένα χέρι μου στραβό. Ο ένας μου βραχίονας ήτανε στραβός και γι’ αυτό με κόψανε. Ε, δεν το μετάνιωσα ποτέ, κάθε εμπόδιο για καλό. Αυτή ήταν, λοιπόν... ήταν μια πρώτη απόπειρα να γίνω ένστολος, που ευτυχώς και κάθε εμπόδιο για καλό, δεν... δεν ετελεσφόρησε. Φτάνουμε λοιπόν πάλι τώρα στο καλοκαίρι του ’73, στα Γιάννενα. Μου γράφει ο παππούς, ο πατέρας μου: «Να σου κάνω τα χαρτιά σου να δώσεις στο Λιμενικό;» Ο πατέρας, ως τελωνειακός στο Ναύπλιον, το τελωνείο με το λιμεναρχείο ήτανε μια πόρτα και τους ήξερε όλους τους λιμενάρχες. Και δίπλα ήτανε το καφενείο, που ξεχνάω τώρα το όνομά του αυτουνού του γραφικού, καλού ανθρώπου, ενός Τσάκωνα, απ’ την Τσακωνιά δηλαδή, απ’ το Λεωνίδιο, όπου την εποχή εκείνη είχε και ναργιλέ μέσα. Και παίζανε τάβλι με τους λιμενάρχες όσους λιμενάρχες είχανε περάσει, τελώνης-λιμενάρχης, τάβλι, τους έβλεπε ο πατέρας μου εκεί, σου λέει: «Εντάξει, αξιοπρεπής δουλειά, καλή δουλειά είναι, να τον αποκαταστήσουμε». «Να σου φτιάξω τα χαρτιά σου να δώσεις στο Λιμενικό;». Εγώ μυρίστηκα άδεια, διότι είπαμε ότι υπήρχε και το αίσθημα με την κυρία Βικτωρία, λέω: «Ώπα, ωραία, άδεια έναν μήνα. Θα δίνουμε εξετάσεις». «Βεβαίως», του λέω, «»να τα φτιάξεις. Αλλά να ξέρεις ότι εγώ, που δεν θέλω να βάλω στολή, στο τελευταίο μάθημα δεν θα περάσω. Αν έχω φτάσει μέχρι εκεί θα αποτύχω εσκεμμένα και θα γυρίσω πίσω». «Καλά», μου λέει, «εντάξει, τα λέμε». Οπότε πήρα άδεια από τα... από τα Γιάννενα, απ’ τον διοικητή, και κατέβηκα κάτω. Και ξεκίνησα να δίνω εξετάσεις για... για το Λιμενικό. Παλικαράκι ήμουνα, 25 χρονών. Ήμουνα 70-72 κιλά, μπάνιο ήξερα. Στο Γουδί είχα γίνει τσακάλι και από fitness, οπότε δεν είχα πρόβλημα. Ξεκινήσανε οι εξετάσεις, πέρναγα τα μαθήματα. Πέρναγα τα... Οι εξετάσεις τότε ήτανε χάνει-βγαίνει, δηλαδή δεν πέρναγες γιατρούς, πήγαινες καλιά σου. Τώρα θα μου πείτε πώς πέρασα τώρα τους γιατρούς που δεν είχα περάσει τότε… Είναι μια άλλη ιστορία αυτή, αλλά πέρασα τους γιατρούς. Και ξεκινήσαμε, πέρασα και τα αγωνίσματα, ξεκινήσαμε απ’ τα μαθήματα. Πέρναγα και τα μαθήματα και φτάναμε προς το τέλος. Τελευταία μαθήματα ήτανε… Δηλαδή αν κοβόσουνα, ας πούμε, στους γιατρούς, έφευγες. Αν κοβόσουνα στα αγωνίσματα, έφευγες. Αν κοβόσουνα στο πρώτο μάθημα, έφευγες. Αν κοβόσουνα στο δεύτερο μάθημα, έφευγες, δεν συνέχιζες. Οπότε στο τελευταίο μάθημα, το οποίο ήτανε Γεωγραφία και ήμουνα και ολίγον σκράπας, στη Γεωγραφία, είπα: «Να η ευκαιρία εδώ πέρα». Η Γεωγραφία όμως τότε –δεν ξέρω για ποιον λόγο, έτσι ήταν το σύστημα– συμψηφιζότανε με την Ιστορία. Ο πατέρας μου λοιπόν μου λέει: «Ρε αγόρι μου γλυκό, είναι ευκαιρία να αποκατασταθείς. Ναι, το ξέρω δεν θες να βάλεις στολή, αλλά κοίταξε να δεις, η υποχρέωσή σου είναι μόνο πέντε χρόνια. Μετά τα πέντε χρόνια άμα θέλεις φεύγεις. Άμα έχεις πάρει και τη νομική –διότι εν τω μεταξύ σχεδίαζα, λόγω της Βικτωρίας, να πάω και στη Νομική μετά την Πάντειο– φεύγεις μετά. Εντάξει, δεν χάθηκε ο κόσμος». Μπήκε στη μέση και ένα στοιχείο, καλώς ή κακώς εννοούμενο, εγωιστικό δηλαδή: «Και τι θα πούνε και ο περίγυρος και οι συγγενείς; Έδωσε εξετάσεις, δεν πέτυχε». Και βρίσκομαι μέσα[00:40:00]. Βρίσκομαι μέσα στη Σχολή Δοκίμων, σε δεκαοκτώ επιτυχόντες τρίτος. Βέβαια δεν ήταν και κάνα κατόρθωμα, διότι υπήρχε –λόγω του καθεστώτος υποθέτω– δεν υπήρχε μεγάλη προσφορά. Και νομίζω ότι είχαμε ξεκινήσει καμιά σαρανταπενταριά άτομα γενικά, δηλαδή αγωνίσματα, γιατρούς. Είχαμε ξεσκαρταριστεί από αγωνίσματα, γιατρούς και από τα άλλα δίχτυα, υποθέτω, που λέγαμε, ας πούμε, προηγουμένως, και ξεκινήσαμε να δίνουμε τις γραπτές εξετάσεις γύρω στα... γύρω στα τριάντα, τριάντα πέντε, άτομα, δεν θυμάμαι πόσοι. Και περάσαμε δεκαοκτώ με τρεις επιλαχόντες. Με τρεις επιλαχόντες, οι οποίοι μπήκανε... εμείς μπήκαμε στη Σχολή τέλη Σεπτεμβρίου, αυτοί ήρθανε μέχρι να γίνουνε τα κόλπα και τα λοιπά και αυτά, να αποφασιστεί ότι θα τους πάρουνε, ότι θα αυξηθεί το νούμερο και τα λοιπά, ήρθανε τα παιδιά αυτά, ο Νίκος ο Κατσάς, ο Κώστας ο Μπουρούκης και... ο Κώστας ο Κιρλαγίτσης, ο Γρηγόρης ο Μπουρούκης, ήρθανε προς το τέλος της χρονιάς, μετά από δυο-τρεις μήνες περίπου ήρθανε και μαζί μας, ας πούμε, στην ίδια περίοδο. Και βρέθηκα μέσα στη Σχολή. Εκεί υπέστην ένα σε εισαγωγικά bullying – σε πολύ εισαγωγικά, το λέω αστειευόμενος. Διότι αφού είχα πάρει πια τα αποτελέσματα και ετοιμαζόμουνα να φύγω από την... από τα Γιάννενα για τη Σχολή Δοκίμων, με πειράζανε οι... με πειράζανε αλλά με αρκετή δόση κακίας, γιατί είχε γίνει, είπαμε, η ιστορία του Βέλους. Οπότε το Ναυτικό το βλέπανε –και το Λιμενικό ως πρωτοξάδερφο ας πούμε του Ναυτικού– το βλέπανε οι στραταίοι έτσι πιο δύσπιστα. Και με πειράζανε οι μόνιμοι αξιωματικοί της Σχολής που είχαμε στη μονάδα, με πειράζανε. Και θυμάμαι έναν ίλαρχο, ο οποίος δεν ήταν κακός ο άνθρωπος, καλός άνθρωπος ήτανε. Δεν θυμάμαι το μικρό του, ο Λιώντος, ένας ψηλός έλεγε: «Θα πας εκεί... Θα πας εκεί με τα φλωράκια, θα μου φοράς τα σορτσάκια τα κοντά», και ξέρω γω. Ήρθε η ώρα να φύγω και πήγα να χαιρετήσω, να πάρω φύλλο πορείας, έτσι, εγώ δεν πήρα απολυτήριο. Το απολυτήριο το πήρα σε ηλικία 49 χρονών, μετά από αρκετά χρόνια. Και πήγα να χαιρετήσω τον διοικητή μας, τον Μπάκωλη, ο οποίος ήτανε συγκινητικός, γιατί μου ’πε: «Παιδί μου, εκεί που θα πας δεν είναι σαν και εμάς εδώ τους σιδεράδες, τους κατσαπλιάδες», εντάξει, ίσως είναι δικές μου εκφράσεις αυτές. Σιδεράδες το είπε, γιατί έτσι μας λέγανε εμάς τους Τεθωρακισμένους, «σιδεράδες». «Εκεί είναι πολιτισμένοι άνθρωποι και να κόψεις και το μουστάκι», εγώ παρασυρμένος απ’ την ηλικία, και οι περισσότεροι από μας τότε, ακόμα και η ανάρχα ο Μαρσέλος είχε μια μουστάκα έτσι, σαν τον Terry Thomas να πούμε, και είχαμε αφήσει έτσι στριφτά μουστάκια. Πιτσιρικάδες τώρα κάναμε το κομμάτι μας με τον μαύρο μπερέ και... «Να κόψεις –μου λέει– το μουστάκι, άσε που θα σ’ το κόψουνε –μου λέει– στη Σχολή. Και σου εύχομαι ό,τι καλό και καλή σταδιοδρομία», ήτανε συγκινητικός. Φεύγοντας, οπισθοχωρούσα έτσι διστακτικά. Μου λέει: «Θέλεις κάτι;» Του λέω: «Κύριε διοικητά, με όλο το θάρρος, να μου δίνατε το δίπλωμα οδηγήσεως;». Γιατί ξέραμε να οδηγούμε, οδηγούσαμε REO, οδηγούσαμε τα... πώς τα λέγαμε τα τζιπάκια Μ-Α3, δεν θυμάμαι, μέχρι και άρμα οδηγούσαμε αν χρειαζότανε, είχαμε μάθει στη Σχολή, αλλά ο διοικητής δεν μας... δεν μας έδινε το στρατιωτικό δίπλωμα – το οποίο εδικαιούμεθα, μπορούσαμε να το πάρουμε, αλλά δεν μας το έδινε, γιατί φοβότανε την αποκοτιά μας, ήμαστε νέα παιδιά. Μην κοιτάτε τώρα που παίρνουνε τα αυτοκίνητα από 17-18 χρονών, τότε δεν ήτανε κάτι φυσιολογικό να παίρνει ένα παιδί 17-18 χρονών αυτοκίνητο. Του λέω: «Να μου δίνατε το δίπλωμα;». Οπότε, πραγματικά, φώναξε τον Καρατζά μέσα, του είπε: «Ετοίμασέ του... του κυρίου –πια– Παπαγεωργάκη», όχι του δοκίμου, έτσι; Δεν ήμουνα δόκιμος Παπαγεωργάκης, ήμουνα ο κύριος Παπαγεωργάκης. Μου ετοίμασε το δίπλωμα. Και απεχώρησα για τη Σχολή. Πήρα το φύλλο πορείας και απεχώρησα. Πριν φύγω, κάνα δυο μέρες ώσπου να τακτοποιήσω, να αφήσω το σπίτι, τα πράγματά μου, ξέρω γω, κάνα δυο μέρες ο πατήρ Κώστας, –ο οποίος ήτανε φυσιογνωμία εν πάση περιπτώσει– είχε έναν κολλητό στη νομαρχία των Ιωαννίνων. Δεν θυμάμαι το… ήτανε ή τμηματάρχης ή διευθυντής στο τμήμα συγκοινωνιών. Και μου λέει: «Θα πας...». δεν θυμάμαι το όνομά του, ένας πολύ καλός κύριος. «Θα πας –μου λέει– και θα σου μετατρέψει το επαγγελματικό –συγγνώμη– το στρατιωτικό δίπλωμα σε πολιτικό». Είχαμε αυτό το δικαίωμα. Πήγα λοιπόν και πραγματικά... Δαφερέρας, το θυμήθηκα, Στάθης Δαφερέρας, εξαιρετικός κύριος. Πήγα λοιπόν. Χάρηκε, «Είσαι ο γιος του Κώστα;». Μου λέει: «Να το κάνουμε επαγγελματικό;». Λέω: «Εγώ δεν πρόκειται να γίνω ούτε ταξιτζής ούτε…». «Έλα, μωρέ», μου λέει, «δεν ξέρεις, άνθρωποι είμαστε, μπορεί να σου χρειαστεί. Να το κάνουμε επαγγελματικό». Και μου το ’κανε επαγγελματικό κατηγορίας Β΄, το οποίο σήμαινε ότι θα μπορούσα να γίνω και ταξιτζής, να οδηγώ ταξί και φορτηγά μέχρι νομίζω τριών τετάρτων. Και έτσι πήρα και το δίπλωμα και κατέβηκα... και κατέβηκα τέλη Σεπτεμβρίου και παρουσιάστηκα στη Σχολή Δοκίμων στον... στον Πειραιά στην Πειραϊκή κάτω. Έχουμε και συνέχεια ή φτάνει;
Να σε ρωτήσω όταν έγινε η επιστράτευση με τα γεγονότα της Κύπρου; Τι θυμάσαι;
Ναι. Ναι. Όταν έγινε η επιστράτευση. Ωραία. Ας πάμε λοιπόν τώρα στη Σχολή Δοκίμων. Στη Σχολή Δοκίμων, μετά από αυτά που ’χα τραβήξει στο Γουδί, σε εισαγωγικά, και την εκπαίδευση που είχα υποστεί, η Σχολή Δοκίμων για μένα ήταν κολλέγιο, έτσι; Είχαμε διαφορετικές ελεύθερες ώρες, ήτανε διαφορετική η εκπαίδευση. Υπήρχε καψώνι, δεν λέω ότι δεν υπήρχε καψώνι, αλλά σε σχέση με το... με τη Σχολή, ας πούμε, εντάξει, καμία σύγκριση με την αγριάδα της Σχολής. Με την επιστράτευση. Φτάνουμε... Φτάνουμε λοιπόν… γίνονται τα γεγονότα. Είπαμε ότι στα γεγονότα της Νομικής εγώ είμαι στα Γιάννενα. Άρα λοιπόν ζω τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου εγώ είμαι στη Σχολή Δοκίμων, γιατί μιλάμε για τον χειμώνα. Εγώ πήγα Σεπτέμβρη, άρα μιλάμε για Νοέμβριο του ’73, που όταν αρχίζει αυτή η φασαρία και αρχίζουν να κατεβαίνουνε και άρματα στο κέντρο της Αθήνας, νιώθω πολύ περίεργα, πολύ παράξενα, και δεν ξέρω αν είναι κατανοητό ή αν υπερβάλλω, μια περίεργη ανακούφιση που δεν ανήκω πια στα Τεθωρακισμένα, γιατί, εντάξει, φυσιολογικά κι εγώ μετά απ’ τα Γιάννενα, ήδη... όταν έφυγα από τα Γιάννενα ήδη είχα συμπληρώσει ήδη ενάμιση χρόνο φαντάρος. Δηλαδή μου ’μενε άλλο ένα εξάμηνο να υπηρετήσω, αν δεν είχα φυλακή – που είχα πέντε μέρες φυλακή. Αυτό είναι άλλη ιστορία, την οποία είχα ευχαριστηθεί, την είχα φάει έτσι ωραία. Ήτανε λοιπόν ένα συναίσθημα το οποί ένιωθα έτσι μια ελαφρά ανακούφιση. Λέω... Δηλαδή, λέω, αν εγώ τώρα είχα κατέβει στην Αθήνα, είτε με μέσον είτε χωρίς μέσον, είχα κάνει τη θητεία μου στην επαρχία, στα Γιάννενα και στο τέλος όλα τα παιδιά... ο Παναγιώτης κατέβηκε στην... στην Αθήνα και υπηρέτησε στο Πεντάγωνο. Ευτυχώς δεν τον πήρε το κύμα. Ένας όμως άλλος, δυο άλλοι συμμαθητές μας στη Σχολή ήτανε σε άρματα απάνω. Ο ένας ήτανε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και ο άλλος ήτανε κάπου εκεί στο Πεδίο του Άρεως. Δεν ήξερες πώς θα σε φέρει, ας πούμε, η τύχη. Έτσι ένιωσα μια ανακούφιση. Και… Γιατί κομπλάρισα τώρα; Ναι… Οπότε ζω... ζω τα γεγονότα του Πολυτεχνείου από μέσα και από αφηγήσεις των τεταρτοετών, κυρίως, και τριτοετών. Γιατί εμάς, αν και ήμαστε εξομοιωμένοι με τριτοετείς, εμείς οι Λιμενικοί ήμαστε εξομοιωμένοι με τριτοετείς, γιατί κάναμε μόνο έναν χρόνο στη Σχολή και βγαίναμε σημαιοφόροι. Δεν βγήκαμε έξω, αλλά τεταρτοετείς και τριτοετείς βγήκαν έξω, σαν ας πούμε ομάδες περιφρούρησης, όχι να παν να χτυπήσουνε κόσμο, αλλά σας ομάδες περιφρούρησης σε δρόμους, σε σταυροδρόμια, σε αυτά. Και θυμάμαι τον Ηλία τον Γκάτσο, τον νυν ναύαρχο εν αποστρατεία του Ναυτικού, το καλό παιδί αυτό από το Ναύπλιον, ο οποίος ήτανε και πολύ καλαμπουρτζής και έλεγε: «Είναι ωραίο πράμα να πηγαίνεις με τα άρβυλα και με την αυτήνε στο "Χίλτον", να κάθεσαι στους καναπέδες και να πίνεις καφέ». Πιτσιρίκι ρε 22 χρονών ήτανε, τεταρτοετής. Γίνεται μια... Γίνεται αυτή η αναμπουμπούλα και ζούμε το απίστευτο. Ζούμε το απίστευτο, το οποίο ήταν το εξής. Ώσπου να πέσει τελείως η Χούντα και να ’ρθει ο Καραμανλής και να ’ρθει η καινούρια διοίκηση στη Σχολή Δοκίμων, η Σχολή Δοκίμων έχει μετατραπεί σε ένα –να μην πω[00:50:00] τώρα χαρακτηρισμό–, σε μια παιδική χαρά, να μην πω άλλους χαρακτηρισμούς. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Ο διοικητής δεν υπάρχει. Υπάρχουνε οι αξιωματικοί, οι οποίοι στοιχειωδώς... οι αξιωματικοί της Σχολής οι οποίοι στοιχειωδώς προσπαθούν να κρατήσουνε μια τάξη. Και υπάρχει τάξη, δηλαδή το πρωί θα κάνουμε την αναφορά, θα πάρουμε το πρωινό μας, αλλά μετά είχε ελεύθερη ώρα και κόντρα ελεύθερη ώρα και το μεσημέρι φαγητό και πάλι ελεύθερη ώρα και το βράδυ φαγητό, περιμένοντας να δούμε τι θα γίνει. Αθλοπαιδιές, βόλεϊ, μπάσκετ, αυτά. Δεν θυμάμαι αν βγαίναμε Σαββατοκύριακα, δεν το θυμάμαι καθόλου. Όλο αυτό λοιπόν το διάστημα, εν τω μεταξύ είχε πια καταρρεύσει η Χούντα, οπότε στους θαλάμους άκουγες από Θεοδωράκη μέχρι Τσαουσάκη, μέχρι ό,τι ήθελες, ανάλογα με τα γούστα του καθενός. Αυτό δε που θα σου πω –που δεν ξέρω αν ήταν αντιστασιακό, δεν νομίζω, ήτανε η ηλικία που σου λέω–, ήτανε ότι αρκετά παιδιά μέσα στη Σχολή Δοκίμων ήτανε γόνοι ή συγγενείς αξιωματικών, αρκετά του στρατού, οι οποίοι θέλοντας να εξωραΐσουν την οικογένεια, σε εισαγωγικά, επειδή το Ναυτικό είχε άλλο λούστρο, στέλναν τα παιδιά τους, τα ανίψια τους, ξέρω γω, τα αυτά τους αντί στη Σχολή Ευελπίδων στη Σχολή Δοκίμων. Είχαμε έναν λοιπόν τεταρτοετή, έναν Πανουριά, ο οποίος ήτανε καλό παιδί, με είχε συμπαθήσει, και πριν γίνουν όλα αυτά που σου... που λέω τώρα, δηλαδή πριν καταρρεύσει η Χούντα και τα λοιπά, πηγαίναμε στο σπίτι του, με φώναζε στο σπίτι του και γράφαμε Θεοδωράκη. Και τις είχαμε τις κασέτες για το αυτοκίνητο. Αλλά τις γράφαμε μαζί. Δεν μπορώ να εξηγήσω ποια ήταν η συμπάθειά του στο πρόσωπό μου ή ξέρω γω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Πριν φτάσουμε όμως εκεί, πρέπει να πω ότι πριν γίνει αυτή η ιστορία, είναι υπουργός Ναυτιλίας ένας ναύαρχος Σκιαδόπουλος, απόστρατος, ο οποίος προφανώς είναι χουνταίος για να γίνει και υπουργός, ο οποίος σπάει την παράδοση των Λιμενικών, η οποία παράδοση των Λιμενικών ήταν ότι μετά τα μαθήματα το εκπαιδευτικό ταξίδι που κάναμε εμείς, όπως όλοι οι δόκιμοι το καλοκαίρι, πριν γυρίσουμε πίσω και ορκιστούμε, πάρουμε τα ξίφη μας και ορκιστούμε, το εκπαιδευτικό ταξίδι το κάναμε με εμπορικό πλοίο, διότι ως, υποτίθεται, τα στελέχη του Λιμενικού –τα οποία ταυτόχρονα ακόμα και τώρα έχουνε τη διοίκηση της Εμπορικής Ναυτιλίας, έτσι; στελεχώνουν το υπουργείο Ναυτιλίας, μαζί με πολιτικούς υπαλλήλους– κάνανε το εκπαιδευτικό τους ταξίδι με εμπορικό πλοίο για να πάρουνε είδηση τη ζωή απάνω στο πλοίο, να ζήσουνε καταστάσεις για δύο, δυόμισι, μήνες ενός εμπορικού πλοίου. Ο Σκιαδόπουλος λοιπόν λέει: «Τι είναι αυτά; Αυτά είναι πολυτέλειες. Θα πάτε με τα θηρία». Τα θηρία ήταν τα τέσσερα αντιτορπιλικά, που ένα από αυτά γυρίστηκε η «Αλίκη στο Ναυτικό»: το Γεράκι, το Λιοντάρι, ο Πάνθηρας και ο Αετός. Ήτανε αδελφά αυτά. Και τα λέγαμε «Τα θηρία». Οπότε, πραγματικά, ξεκινάμε κι εμείς οι Λιμενικοί με δυο θηρία, γιατί ήτανε καμιά... η σχολή τότε είχανε – οι τεταρτοετείς δεν ήρθανε, γιατί είχανε τελειώσει την εκπαίδευσή τους και ήτανε παραμονές της ορκωμοσίας τους, άρα λοιπόν πήγανε μόνο οι τριτοετείς ως υποψήφιοι τεταρτοετείς και εμείς. Χωράγαμε όλοι σε δυο αντιτορπιλικά, σε δυο θηρία. Ξεκινήσαμε και εμείς λοιπόν. Με φωνάζει το βράδυ... επειδή... θυμίζω ότι είχα μπει τρίτος στη σχολή είχα κάποια καθήκοντα, σε εισαγωγικά, ο πρώτος ήταν αρχηγός μας των Λιμενικών και ο δεύτερος και ο τρίτος είχαμε κάποια καθήκοντα έτσι βοηθητικά. Με φωνάζει λοιπόν, με αγαπούσε ο αείμνηστος ο Νικολάτος, με αγαπούσε πάρα πολύ. Και με φωνάζει και μου λέει: «Έλα δω», ήτανε Κεφαλονίτης, Σπυρομιχάλης, τον λέγανε και Σπύρο και Μιχάλη και τον φωνάζαμε Σπυρομιχάλη. «Πάρ’ τα», μου δίνει μια βαλίτσα με δολάρια, «θα τους πληρώσεις σε λίγο, γιατί το πρωί βγαίνουμε στη Βενετία». Θα ξεκίναγε το εκπαιδευτικό, το πρώτο λιμάνι που θα πιάναμε θα ήταν η Βενετία. Τα φώναξα τα παιδιά, τα πλήρωσα, έκανα την καταγραφή, «τόσα έδωσα, τόσα μου μείνανε», φύλαξα το βαλιτσάκι. Και το βράδυ εμείς λέγαμε θα βγούμε στη Βενετία το πρωί, ετοιμαζόμαστε, φτιαχνόμαστε. Και το βράδυ ακούμε τις σειρήνες του πλοίου: «Σας μιλάει ο κυβερνήτης», και μόλις ξημερώνει, κλήση πληρώματος στο πρόστεγο. Μαζευόμαστε. Και μας ανακοινώνει ο κυβερνήτης... πού η Βενετία; Πουθενά η Βενετία. Θάλασσα μπροστά, θάλασσα πίσω, ότι είχαμε... είχε γίνει ο Αττίλας, είχανε μπει οι Τούρκοι –ο πρώτος Αττίλας–, είχανε μπει οι Τούρκοι στην Κύπρο, και είχε πάρει... είχανε πάρει εντολή τα πλοία να γυρίσουνε πίσω. Ήδη δηλαδή είχανε αλλάξει ρότα και γυρνάγαμε πίσω. Έβγαλε έτσι ένα μικρό λογύδριο πατριωτικόν και αυτό ο κυβερνήτης. Και πλακωθήκαμε – τα αντιτορπιλικά αυτά είχανε κάτι αντιαεροπορικά, τα ERLICON τα λεγόμενα, δεν θυμάμαι παραπάνω, ήτανε κάτι αντιαεροπορικά. Και για να μην καθόμαστε όλη την ημέρα και για λόγους έτσι ψυχολογικούς, κάναμε συνέχεια ασκήσεις πάνω στα αντιαεροπορικά –δεν θυμάμαι τώρα και τα παραγγέλματα– να πάρουμε τις θέσεις μας, να γεμίσουμε, να οπλίσουμε, να κάνουμε, να ράνουμε. Και χρονομετρούσαμε τα ρεκόρ μας. Ξεκινήσαμε, ξέρω γω, από μισή ώρα πόσο ξεκινήσαμε και φτάσαμε να σπάσουμε το ρεκόρ που μας είχε πει ο αρμόδιος εκεί μόνιμος υπαξιωματικός ή ανθυπασπιστής, δεν θυμάμαι τι ήτανε. Γυρίσαμε πίσω στον Πειραιά, έγινε αυτή η κατάσταση που είπα προηγουμένως, ένα χαώδες πράμα στη σχολή, μέχρι που ήρθε ο Καραμανλής και κάπως συγκροτήθηκε. Έτσι λοιπόν, επιστράτευση με την έννοια που ζήσανε τα άλλα τα παιδιά που πήγανε στις μονάδες τους, άλλος στη Λάρισα, άλλος από δω, άλλος από κει, εγώ δεν έζησα, γιατί ήδη ήμουνα στη Σχολή Δοκίμων. Έγινε η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Έγιναν οι εκλογές. Ήμαστε ακόμα στη Σχολή, περνάγαμε κάποιες εκπαιδεύσεις άλλου τύπου. Κάποιες... κάποιες ενημερώσεις κάναμε. Και όταν ορκιστήκαμε τα ξίφη μάς τα έδωσε ο ναύαρχος, ο Παπαδόγκωνας ο Αλέξανδρος, ως υπουργός Ναυτιλίας, γιατί είχανε ήδη γίνει οι εκλογές, είχε βγει ο Καραμανλής την πρώτη φορά. Οι εκλογές οι οποίες, δεν ξέρω αν έχει συνειδητοποιήσει ο κόσμος, δεν ξέρω αν σου το ’λεγα και προηγουμένως κάποια στιγμή, δεν ξέρω αν έχει συνειδητοποιήσει ο κόσμος ότι οι πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης γίνανε 17 Νοεμβρίου του ’74. Δεν ξέρω λοιπόν αν έχει συνειδητοποιήσει ο κόσμος ότι η οργάνωση πήρε το όνομά της από τις 17 Νοεμβρίου, που γίνανε οι πρώτες... οι πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές. Έγινε υπουργός ο Παπαδόγκωνας. Αυτός μας έδωσε τα ξίφη μας και τον Γενάρη τοποθετηθήκαμε στις... στις μονάδες μας. Αρκετά δεν είναι για πρώτη φορά;
Να σε ρωτήσω πώς…
Πες μου.
…ένιωσες τότε με τις σειρήνες στο πλοίο;
Κοίταξε, σου είπα ότι δεν ξέρω αν είναι θέμα χαρακτήρα ή αν είναι θέμα εκπαίδευσης και τα λοιπά και αυτά. Νιώθεις κάτι, ας πούμε. Εδώ γινότανε χαμός. Ο κόσμος έτρεχε, απ’ ό,τι μου ’πε μετά και η Βικτωρία, και οι άλλοι και οι φίλοι και αυτά. Ο κόσμος έτρεχε να χαιρετάει τους δικούς του πηγαίνοντας στην επιστράτευση. Άλλοι πηγαίνανε στα σουπερμάρκετ να πάρουνε τρόφιμα και ξέρω γω. Νιώθεις κάτι. Νιώθεις ότι είσαι και δεν είσαι στα γεγονότα, διότι εσύ είσαι στην Αδριατική και γυρίζεις πίσω. Ο άλλος είναι στην Κύπρο. Και αυτό που ήτανε συγκινητικό, που έμαθα μετά, και θα σ’ το πω μια και με ρωτάς, ήτανε ότι μου είπαν τα παιδιά που είχανε μείνει στα Γιάννενα – γιατί βρεθήκαμε με τα παιδιά αυτά, με τον Σωκράτη βρεθήκαμε μετά, πίναμε ένα κρασί, τρώγαμε ωραίο, πηγαίναμε συνήθως στο Χαλάνδρι στον «Μίμη», που πήγαινε και ο Πούσκας με τον Κωνσταντίνου και τρώγαν τα γουρουνόπουλα στο Χαλάνδρι στον «Μίμη», δεν υπάρχει τώρα, με τις φοβερές πατάτες τηγανιτές γεμάτες γεμάτες με μυτζήθρα τριμμένη από πάνω. Και μετά πηγαίναμε στην πλατεία και τρώγαμε το φοβερό εκμέκ με καϊμάκι παγωτό. Ήρθε λοιπόν ο Σωκράτης κάποια στιγμή, που είχαμε συχνότερες επαφές, και είπε ότι «Παιδιά, ήτανε συγκινητικό». Καλέσανε και την Όγδοη ΕΜΑ να μπούνε τα άρματα μέσα σε οπλιταγωγά από την Πρέβεζα. Τα πήγαινε τα άρματα από τα Γιάννενα και απ’ τη Φιλιππιάδα που ήτανε τα πήγανε στην Πρέβεζα, για να μπούνε μέσα να κατέβουνε κάτω. Ο Μπάκολης λοιπόν, ο διοικητής μας, έκλαιγε. Έκλαιγε, γιατί η μονάδα μας στα Γιάννενα δεν ήτανε μάχιμη μονάδα τώρα, μην τρελαθούμε, την Αλβανία είχαμε απέναντι. Μπορεί να κάναμε πλάκα και να ’λεγε ο Μπαφατάκης, καλή του ώρα, ο υπίλαρχος ότι «Πώς θα μπούμε ρε στα Τίρανα ρε άμα δεν έχουμε ηθικό;» αλλά, εντάξει, τώρα ξέραμε ότι οι Αλβανοί είναι απέναντι, κατσαπλιάδες. Λοιπόν. Όταν λοιπόν πήρανε τα άρματα να μπούνε μέσα στην Πρέβεζα, ο διοικητής έκλαιγε, διότι καταλάβαινε ότι αν πάνε αυτά[01:00:00] τα παιδιά στην Κύπρο πάνε ως πρόβατα επί σφαγήν. Ευτυχώς δεν πήγανε. Δεν θυμάμαι αν φύγανε από την Πρέβεζα, φτάσανε, ξέρω γω, μέχρι τον Πειραιά και ξανά… δεν θυμάμαι, αλλά στην Κύπρο δεν φτάσανε ποτέ. Γιατί γίνανε αυτά τα γεγονότα, είχε έρθει ο Καραμανλής, δεν θυμάμαι, σου λέω, δεν θυμάμαι τις λεπτομέρειες, γιατί ήμουνα μέσα. Το κλίμα το άλλο δεν το έζησα. Δεν το έζησα. Αυτά έχω να πω.
Από εκείνη την περίοδο τι θα ’λεγες ότι σου έχει μείνει, ας πούμε;
Απ’ την Εφταετία; Κοίταξε να δεις, θα κάνω ένα λογικό άλμα και θα καταλάβει ο κόσμος. Θα πάω στα φοιτητικά μου χρόνια. Είμαστε στο Ναύπλιον, είμαστε παρέα γλεντζέδων, το οποίο σημαίνει ότι ειδικά το καλοκαίρι πηγαίνουμε στις μπανιέρες, πίνουμε τα ούζα μας, το πρωί κάνουμε μπάνιο στις μπανιέρες και το βράδυ πηγαίνουμε γιατί έχει καφέ, πίνουμε τα ούζα μας, τραγουδάμε – δεν θα πω ονόματα τώρα. Είναι παιδιά τα οποία ξέρουνε κιθάρα. Είναι ο... θα πω... είναι ο Κώστας ο Λυμπέρης, είναι ο Λευτέρης ο Τάσος, οι δυο βασικές κιθάρες. Τραγουδάμε, περνάμε ωραία, ξέγνοιαστα, ήμαστε φοιτητές. Και ένα βράδυ... δεν είναι ούτε ο Λευτέρης ούτε ο Λυμπέρης στις μπανιέρες, είμαστε κάποιοι άλλοι. Είναι ο Βαγγέλης ο Ρούσος, ο οποίος παίζει κιθάρα. Είναι ο Ρούλης ο Μανιάτης. Δεν θυμάμαι ποιος άλλος. Γυρνάμε σπίτια μας, κοιμόμαστε και 2:00 η ώρα το βράδυ χτυπάει η πόρτα από κάτω. Ντούκου, ντούκου, ντούκου. Σηκώνεται ο μπαρμπα-Κώστας με τα σώβρακα, βγαίνει στο κεφαλόσκαλο, κοιτάει κάτω. Ήταν ο συγχωρεμένος ο Φραγκιός, ένας χωροφύλακας, 2:00 η ώρα τη νύχτα, λέει: «Δεν είναι τίποτα», λέει, «τον μικρό στο τμήμα για μια αυτή». Ήταν 2:00 η ώρα τη νύχτα. «Δεν είναι τίποτα, τον μικρό στο τμήμα». Ο άλλος σου λέει: «Τι γίνεται;» ας πούμε… Δεν κρύβω, διότι είναι ένα σημείο στο οποίο έχω τσακωθεί με τον φίλο μου, λέει ο πατέρας μου: «Να τα πεις όλα! Να τα πεις όλα!» «Τι να πω –του λέω–, δεν έχω να πω τίποτα. Δεν κλέψαμε, δεν σκοτώσαμε, δεν κάναμε, δεν ράναμε». Εν τω μεταξύ, μαζί με τον Φραγκιό είναι και ο Βαγγέλης. Έχει περάσει απ’ την πλατεία, έχει πάρει τον Βαγγέλη, παίρνει εμένα και μετά πάμε και παίρνουμε και τον Ρούλη. Ο Ρούλης μένει εκεί που είναι τώρα το άγαλμα του Όθωνα. Παίρνει και τον Ρούλη και πάμε στο τμήμα. Πάμε στο τμήμα και βρίσκουμε και άλλα καλόπαιδα εκεί πέρα, και αρχίζει ανάκριση, σε εισαγωγικά. Δεν μας δείρανε. Δεν μας κάνανε τίποτα. Καψώνι ήτανε; Τι να σου πω… Τώρα πώς έγινε να πιάσουνε εμάς, που ήμαστε όλοι, σε εισαγωγικά... αυτά πριν πάω φαντάρος, έτσι; Που ήμαστε όλοι χαρακτηρισμένοι, σε εισαγωγικά, ως κεντροαριστεροί, ε αυτό το αφήνω στην κρίση, ας πούμε, του φιλοθεάμονος κοινού. Το θεωρώ ένα καψώνι, είτε σε εμάς είτε στην οικογένειά μας, είτε στο οτιδήποτε, έτσι; Αλλά δεν είναι το πιο φυσιολογικό πράμα. Δηλαδή μας είπανε μετά ότι «Ξέρετε, έγινε μια κλοπή στον "Αμφιτρύωνα"» στο ξενοδοχείο που είναι ακριβώς από πάνω απ’ τις μπανιέρες, και πιάσανε τώρα τρία παιδιά τα οποία ήτανε από αστικές οικογένειες ως ύποπτους κλοπής; Δηλαδή θα πήγαινα εγώ στη μάντρα για να κλέψω το πορτοφόλι της Εγγλέζας ή της Ολλανδέζας που ήτανε στον «Αμφιτρύωνα»; Ήμαστε παιδιά, όπως είπα, και τους άλλους –δεν θυμάμαι τώρα ποιοι ήταν οι άλλοι– και βέβαια καθάρισε ο Μάκης, Θεός σχωρέσ’ τονε, ο Μάκης ο Ληστής, ο οποίος ήξερε τα πάντα και τον εκαλέσανε και τον Μάκη στο τμήμα. Και ο Μάκης καθάρισε αμέσως. Ανακάλυψε ποιοι είχανε πηδήξει μέσα και είχανε κάνει τη… Γιατί πραγματικά είχανε κλέψει. Είχανε πηδήξει απ’ το παράθυρο κάποιοι τύποι και είχανε κλέψει από τις γυναίκες εκεί διάφορα τιμαλφή και διάφορα άλλα. Άλλο περιστατικό έτσι δεν έχω, όχι, δεν έχω. Κανένα ηρωικό περιστατικό δεν έχω. Τουλάχιστον δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Θυμάμαι ότι όταν ήμουνα στο Γουδί, και είχα λίγο ξεψαρώσει και πήγαινα στη Βικτωρία στην Τσόχα –η Βικτωρία έμενε στον τρίτο όροφο– η... στον πρώτο όροφο έμενε ένας επίλαρχος Τεθωρακισμένος, τουτέστιν ταγματάρχης, ο Πεταλάς. Μου ’χε κάνει εντύπωση ότι αυτός ο άνθρωπος, με τον οποίο είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές στην είσοδο – εγώ ένστολος. Δηλαδή έβγαινα απ’ το Γουδί με τη στολή εξόδου και είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές στην είσοδο. Δεν... πέρα από ένα χαιρετισμό διά νευμάτων, ούτε καν «χαίρετε». Εγώ δειλά έλεγα ένα «χαίρετε» όταν ήταν με πολιτικά, όταν ήταν με στολή τον χαιρετούσα κιόλας. Δεν μου είχε ανοίξει ποτέ κουβέντα. Αυτό μου ’χε κάνει λίγο εντύπωση. Δηλαδή να μου πει, ξέρω γω: «Τι σειρά είσαι; Τι αυτό; Τι έτσι; Πώς είναι εκεί;» Δηλαδή έστω και για να με ψαρέψει, ρε παιδί μου. Ποτέ, δεν μου είχε ανοίξει ποτέ κουβέντα. Δεν είχα καμία... Α! Ένα γραφικό... Ένα γραφικό στοιχείο στη Σχολή, πριν πάω στα Γιάννενα, ήταν ότι κάποια στιγμή, όταν ήμαστε παλιοί, έρχεται στη σχολή, αλλάζει ο διοικητής, φεύγει ο μπαρμπα-Κώτσος ο περίφημος και έρχεται ο επίλαρχος πια ταγματάρχης, ο Απόστολος ο Τόλης. Ένας ωραίος τύπος ευγενικός, η άλλη άκρη του μπαρμπα-Κώτσου. Ένας ωραίος τύπος ευγενικός, κάπνιζε, και με πίπα το τσιγάρο, όχι τσιμπούκι, με πίπα το τσιγάρο. Και είπε: «Τι πράματα είναι αυτά; Εδώ πέρα δεν ήρθαμε για να βασανίζουμε τον κόσμο. Θα κάνουμε νίλα», διότι στη Σχολή Ευελπίδων το καψώνι το λένε «νίλα», δεν το λένε καψώνι. «Θα κάνουμε, εντάξει, νίλα, αλλά θα κάνουμε σωματική βελτίωση. Δεν θα τα σακατέψουμε τα παιδιά». Εντάξει, καμία αντίρρηση. Και ετοιμαζόμαστε για την εκπαίδευση την τελευταία βδομάδα, πριν ορκιστούμε και φύγουμε για τις μονάδες, η οποία ήτανε μια μονάδα διαβίωσης στην Αυλώνα, ή στον Αυλώνα, όπου κάναμε ασκήσεις πραγματικές με άρματα και κάναμε και θεωρητικές ασκήσεις στην αμμοδόχο. Τι θα κάνουν τα πεζικά, τι θα κάνουμε εμείς και τα λοιπά. Οπότε πάμε στην Αυλώνα, μαζευόμαστε στην αμμοδόχο, μας κάνει το μάθημα ο Τόλης: «Εσείς θα κάνετε έτσι. Ο ένας ουλαμός θα κάνει αυτό. Ο άλλος θα κινηθεί έτσι, ο άλλος αυτά». «Εντάξει». Και τον βλέπουμε αυτόν: «Εντάξει», λέει, «πηγαίνετε», και τον εβλέπουμε αυτόν, είχε μια σακούλα νάιλον και ένα σουγιαδάκι. «Εγώ –λέει– πάω για χόρτα». Και πήγε να μαζέψει χόρτα… Καταλαβαίνεις την έκπληξή μας, έτσι; Περάσαμε απ’ το ένα άκρο στο άλλο άκρο, ας πούμε. Απ’ το ένα άκρο στο άλλο. Ήταν ωραίος τύπος ο Τόλης. Ναι. Εμείς πήγαμε για τα άρματα κι αυτός πήγε να μαζέψει χόρτα. Ναι, μου έχει μείνει η βολή... Μου έχει μείνει η βολή στο Λιτόχωρο, απ’ τα Γιάννενα πια σαν δόκιμος, που πήγαμε μια βδομάδα στο Λιτόχωρο και κάναμε βολή, στο πεδίο βολής, όπου εκεί είχα την πρώτη ευκαιρία να δω λίγο έτσι πολύ επιδερμικά το Δίον, γιατί το Λιτόχωρο και το πεδίο βολής είναι δίπλα στο Δίον. Είχανε ξεκινήσει οι ανασκαφές. Βέβαια δεν είχανε... δεν είχανε αυτό το βάθος, εντός εισαγωγικών, που έκανε ο Παντερμαλής μετά. Αλλά μου έχει μείνει η εμπειρία, η αίσθηση της βολής με το άρμα. Δηλαδή να είσαι μέσα στο άρμα, σ’ έναν πυργίσκο ελάχιστων τετραγωνικών. Είναι περίπου σαν το cockpit ενός αεροπλάνου. Χοντρικά το λέω αυτό. Ο πυργίσκος του άρματος είναι περίπου σαν το cockpit ενός αεροπλάνου, όπου εκεί χωράνε τρία άτομα και τα άλλα δύο – το άρμα έχει πέντε... πέντε μέλη πλήρωμα: τον οδηγό, τον συνοδηγό που είναι κάτω, πάνω από τις ερπύστριες, μπροστά στα φανάρια, καλυμμένοι όμως μέσα στο άρμα, στις θήκες του, σε εισαγωγικά. Και μέσα στον πυργίσκο είναι οι τρεις: ο αρχηγός πληρώματος, ο οποίος μπορεί και βγαίνει έξω από την οπή, και μέσα είναι ο γεμιστής, αυτός που φροντίζει να γεμίζει το πυροβόλο, και ο πυροβολητής, τον οποίο τον κατευθύνει ο αρχηγός πληρώματος. Αυτός του λέει το «Πυρ!». Ήτανε τρομακτική η εμπειρία της εκπυρσοκρότησης, δηλαδή όταν πατούσες τη σκανδάλη για να γίνει η βολή, το πυροβόλο έκανε φοβερή οπισθοδρόμηση. Αν δηλαδή ένα όπλο κλωτσάει –που λέμε– λίγο, το πυροβόλο με το που έκανε φοβερή οπισθοδρόμηση έφθανε σχεδόν πίσω στον πυργίσκο. Δηλαδή έτσι και δεν πρόσεχες και ήσουνα πίσω του, ήσουνα τελειωμένος, σ’ έλιωνε, σε εισαγωγικά. Αυτό ήτανε μεγάλη εμπειρία και είχε ένα είδος φόβου, ούτως ώστε πριν από το «Πυρ!» να προλάβεις να πας στην άκρη. Θόρυβος εκκωφαντικός. Και... βέβαια αυτό που ξέχασα να σου πω είναι ότι πηγαίναμε για φαγητό ή γυρίζαμε απ’ το φαγητό στη Σχολή Δοκίμων και έλεγε ο αρχηγός, για να τραγουδήσουμε «Το χωριό». Και ξεκινάγαμε: Το χωριό τ’ αφήνουμε. Τους δικούς μας χαιρετάμε. Πάμε να τιμήσουμε... πάμε να δοξάσουμε της πατρίδος την τιμή. Κι αν το γράφει η μοίρα μας μες το άρμα να καούμε[01:10:00], έχε γεια, γλυκιά ζωή. Και μου ’λεγε ο Μαρσέλος: «Τι τραγουδάμε, ρε μαλάκα;» «Τραγούδα. Τραγούδα και προχώρα!». Τι να κάνουμε; Αυτές είναι παιδικές… παιδικές ιστορίες. Να προσθέσω τρία περιστατικά, τα οποία ενδεχομένως να έχουνε κάποια έτσι σημασία για τους νεότερους. Το ένα είναι ότι όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και είχα μπει... είχα πετύχει στη Σχολή Δοκίμων, ώσπου να πάω στη Σχολή με ολιγοήμερη άδεια από τα Γιάννενα τότε στην... στον Πειραιά, είχα κατέβει στο Ναύπλιο, όπου πήγα να πιω κι έναν καφέ στο «Ακταίο», το οποίο υπάρχει ακόμα. Και στο «Ακταίο» ήτανε ο περίφημος Αντώνης, ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, ένα γκαρσόνι, το οποίο όλοι ξέραμε όμως ότι συνεργαζότανε με τις Αρχές Ασφαλείας. Οπότε ο Αντώνης, την ώρα που έπινα τον καφέ, μου ’πε: «Άντε μπράβο, Χρηστάκη, συγχαρητήρια. Είπα κι εγώ τον καλό λόγο μου για σένα». Τώρα, τον είχε πει... τον είχε πει πραγματικά; Μου το είπε για έτσι να πει ότι συνέβαλε κι αυτός; Δεν ξέρω. Απλώς το λέω για να δείξω το κλίμα της εποχής. Το δεύτερο περιστατικό είναι όταν ήμουνα πια σημαιοφόρος στο ΚΛΠ, στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά. Είχε γίνει η Μεταπολίτευση. Και πιτσιρίκι τότε, σημαιοφοράκι, με τα μυαλά στα κάγκελα, είχα ένα fiatάκι 127 άσπρο, στο οποίο είχα βάλει πίσω στο πορτ μπαγκάζ μια μεγάλη πάπια κίτρινη και τρία μικρότερα παπάκια, δηλαδή σαν τα παιδάκια της που την ακολουθούσανε, και όποιος έβλεπε το αυτοκίνητο γνώριζε ότι αυτό είναι του σημαιοφόρου, του Παπαγεωργάκη. Κι έμπαινα μέσα στο ΚΛΠ το πρωί που πήγαινα στη δουλειά –γιατί είχε αυλή το ΚΛΠ και παρκάραμε μέσα– έμπαινα με φουλ Θεοδωράκη στις κασέτες και με Το Βήμα απάνω στο μπαρμπρίζ του αυτοκινήτου. Οπότε κάποια στιγμή με φώναξε ο υπολιμενάρχης, αντιπλοίαρχος τότε, ο Τριαντάφυλλος Παπαγεωργίου από τη Σκόπελο – ένας εξαιρετικός άνθρωπος και εξαιρετικός αξιωματικός. Και είχαμε καλή χημεία, αν και αυτός ήταν αντιπλοίαρχος. Και με φώναξε απάνω και μου λέει: «Ρε παιδί μου, κάνε λίγο υπομονή. Δεν βλέπεις; Ο άλλος κοιμάται στο καΐκι ακόμα», εννοώντας βέβαια τον Καραμανλή, ο οποίος εκείνες τις εποχές ήτανε ακόμα από δω και από κει για τους γνωστούς λόγους. Και το... Και βέβαια άκουσα, εντάξει, πιτσιρίκι εγώ, αλλά τον άκουσα τον άνθρωπο, γιατί ακριβώς τα ’λεγε από ενδιαφέρον. Την ίδια εποχή, ή λίγο πιο πριν, υπηρετούσαμε... υπηρετούσε στο κεντρικό λιμεναρχείο και ο αείμνηστος, ο συγχωρεμένος πια, ο Γιάννης ο Πολύμερος, δυο χρόνια αρχαιότερος από μένα, τον οποίον ήξερα όμως από τους Αμπελοκήπους, γιατί ήμαστε και συμφοιτητές στην Πάντειο, και ήταν Αμπελοκηπιώτης και μαζευόμαστε στον ΑΟΑ, Αθλητικός Όμιλος Αμπελοκήπων, και παίζαμε μπάσκετ, παίζαμε βόλεϊ και τα λοιπά. Ο Γιάννης είχε πάει, όπως είπα, δυο χρόνια πριν από μένα στη Σχολή Δοκίμων και συνυπηρετήσαμε στο ΚΛΠ. Μετά λοιπόν, ακριβώς μετά τη Μεταπολίτευση, πάω μια μέρα στο λιμεναρχείο. Βλέπω τον Γιάννη – δεν είχανε βγει οι διαταγές ακόμα αποκαθήλωσης των εμβλημάτων και των συμβόλων. Και βλέπω τον Γιάννη είχε ξηλώσει... τότε στο μανίκι μας σαν έμβλημα εμείς οι Λιμενικοί είχαμε τις δυο άγκυρες, οι οποίες υπάρχουν ακόμα, συν το στέμμα την εποχή την προεπαναστατική και την... σε εισαγωγικά επαναστατική, συγγνώμη για το... για το παράπτωμα, την προχουντική, εν πάση περιπτώσει, και είχαμε... μετά επί Χούντας είχαμε τις δυο άγκυρες και το πουλί. Πάω λοιπόν μια μέρα στο γραφείο και βλέπω: ο Γιάννης είχε ξηλώσει το πουλί, ενώ δεν είχε βγει ακόμα η σχετική διαταγή. Πήγα λοιπόν κι εγώ το μεσημέρι στην κυρα-Νίτσα τη μητέρα μου και της είπα: «Ξηλώνεις το πουλί». Το οποίο είχαμε κόψει από το πηλήκιον, απ’ το πηλήκιο το ’χαμε κόψει. Ήτανε σκέτες μόνο οι... το έμβλημα, ο θυρεός, ας πούμε, ο ελληνικός. Και πήγα στη μητέρα μου και της είπα: «Ξηλώνεις το πουλί», η κυρα-Νίτσα έπιασε αμέσως ψαλίδι. Μου λέει ο πατέρας μου: «Βγήκε διαταγή;». Του λέω: «Κοίταξε να δεις. Βγήκε δεν βγήκε, δεν νομίζω ότι θα μου πει κανείς γιατί ξήλωσα το πουλί. Οπότε», λέω, «κυρα-Νίτσα, εσύ συνεχίζεις. Ξήλωσε το πουλί». Κι έτσι ήμουνα δεύτερος στο ΚΛΠ που ξήλωσα το πουλί. Το τρίτο περιστατικό, το οποίο μου έχει αφήσει ακόμα έτσι καλές αναμνήσεις και εντυπώσεις, ήτανε όταν ήμουνα πια ανθυποπλοίαρχος τον Σεπτέμβρη του ’78. Μετά από κάποιες εξετάσεις πήγαμε μερικά άτομα, πέντε άτομα, συνάδελφοι, στην Αγγλία. Είχαμε έναν πολύ καλό αρχηγό τότε, ωραίο άνθρωπο, ευπατρίδη, τον Άλκη στον Σκιαδά, ο πρώτος ναύαρχος που ήταν αρχηγός στο σώμα. Και είχε την ιδέα, ενόψει και ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να επιμορφώσει κάποιους ανθρώπους, κάποιους αξιωματικούς που είχανε κάποιο υπόβαθρο, εν πάση περιπτώσει, κάποιο background. Κι έτσι μετά από εξετάσεις πήγαμε πέντε άτομα στην Αγγλία να παρακολουθήσουμε κάτι –εμείς οι νεότεροι– κάποια... κάποια σεμινάρια, σε εισαγωγικά, στο... από το προξενικό λιμεναρχείο, και ταυτόχρονα να βελτιώσουμε τα αγγλικά μας, και όσοι μπορούσαμε να δώσουμε εξετάσεις να πάρουμε και το περίφημο proficiency, έτσι σαν ένα λούστρο για την Υπηρεσία και για τον εαυτό μας. Οπότε βρισκόμενος πήγα στην Αγγλία –πήγαμε στην Αγγλία το ’78, τον Σεπτέμβρη– χρωστούσα τότε δυο μαθήματα για να πάρω το πτυχίο της Νομικής. Χρωστούσα το Ιδιωτικό Διεθνές στον Κρίσπη και το Ποινικό, που δεν ήξερα σε ποιον θα εξεταστώ. Είχε βγει ένας νόμος τότε για να ξεκαθαρίσουν τα πράματα στα πανεπιστήμια και... δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά θυμάμαι ότι αν δεν πέρναγα στις εξετάσεις του Δεκεμβρίου πήγαιναν στράφι όλα τα χρόνια της μεταπήδησης που είχα κάνει εγώ με το πτυχίο της Παντείου. Είχα γραφτεί στο τρίτο της Νομικής, και τα λοιπά, με εξετάσεις τότε. Κατεβήκαμε λοιπόν με τη Βικτωρία, η οποία ήταν έγκυος στον Κωστή. Κατεβήκαμε κάτω να δώσουμε εξετάσεις. Έδωσα Κρίσπη, πέρασα. Πήγα και στον Μαγκάκη. Α, έπεσα στον Μαγκάκη. Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης. Γνωστός, δεν θα πω εγώ τίποτα. Η ιστορία μιλάει για τον Γεώργιο Αλέξανδρο Μαγκάκη. Με σταθμό το τελευταίο του μάθημα στη Νομική, που μπήκανε και τον συλλάβανε. Στην Αγγλία σαν αγρανάπαυση είχα αφήσει γένια. Είχα αφήσει μούσι. Οπότε, γυρνώντας και πηγαίνοντας να δώσω τις εξετάσεις, με είδε ο Μαγκάκης ότι δεν ήμουνα, ας το πούμε, κανονικός φοιτητής, διότι ήμουνα σαφώς... φαινόμουνα σαφώς μεγαλύτερος από τα παιδιά τα άλλα, τα κανονικά, τους κανονικούς φοιτητές. Δηλαδή φαινόμουνα τριαντάρης και πάνω, καθότι όπως είπα η καράφλα από τότε είχε ξεκινήσει. Και με τα μούσια έτσι μεγαλόδειχνα ακόμα περισσότερο. Και με ρώτησε αυτό που φοβόμουνα: «Με τι ασχολείστε, κύριε Παπαγεωργάκη;» Οπότε δαγκώθηκα εγώ, διότι το να... το να ήσουνα ένστολος την εποχή εκείνη –αν και το Λιμενικό και το Ναυτικό είχανε κάποια διαφορετική... είχε ο κόσμος κάποια διαφορετική αντίληψη–, αλλά δεν ήταν και το καλύτερο πράμα. Του είπα ότι έτσι κι έτσι. Μου λέει: «Και τα μούσια επιτρέπονται;» «Ε», λέω, «ξέρετε, είμαι με μια εκπαιδευτική άδεια στην Αγγλία και έχω αυτή τη δυνατότητα να κάνω λίγη αγρανάπαυση». Γιατί τον θυμάμαι λοιπόν; Φοβήθηκα ότι θα με ξεσκίσει, ότι θα... με αυτά που είχε τραβήξει ο άνθρωπος, ότι θα με ξέσκιζε. Δεν ξέρω τι συνέβη. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Μου έκανε τις απλούστερες των ερωτήσεων. Με ρώτησε πόσα είδη ανακριτικών υπαλλήλων έχουμε. Του είπα λοιπόν: «Δύο, τους γενικούς και τους ειδικούς». «Και οι Λιμενικοί», μου λέει, «τι είδους ανακριτικοί υπάλληλοι είναι;» Του λέω: «Γενικοί». «Και γιατί είναι», μου λέει, «γενικοί;» Λέω: «Γιατί στην κατά τόπον αρμοδιότητά τους, η καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους είναι γενική, πάνω σε όλον τον ποινικό κώδικα». Και μου λέει: «Σας ευχαριστώ πολύ. Πηγαίνετε». Και μου ’βαλε 8. Ε, αυτό εγώ δεν μπορώ να το ξεχάσω. Δηλαδή ο άνθρωπος αυτός, παρ’ όλα αυτά που είχε τραβήξει… Δεν ξέρω, μπορεί να ήτανε και σύμπτωση, μπορεί να ήτανε αυτό, δεν ξέρω. Αλλά εμένα μου ’χει μείνει σαν μια πάρα πάρα πολύ καλή εμπειρία και ανάμνηση, και για μένα και για τον αείμνηστο τον Μαγκάκη. Αυτά.
Ευχαριστώ.
Να ’στε καλά.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Χρήστος Παπαγεωργάκης είναι συνταξιούχος λιμενικός. Στη συνέντευξη μιλά για το πώς βίωσε το καθεστώς της Δικτατορίας και διηγείται ιστορίες από τη στρατιωτική του θητεία, τόσο από όταν ήταν υποψήφιος, όσο και από όταν ήταν δόκιμος αξιωματικός. Στη συνέχεια αναφέρεται στα χρόνια κατά τα οποία φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, τα οποία έζησε ως τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών.
Narrators
Χρήστος Παπαγεωργάκης
Field Reporters
Σπύρος Παπαγεωργάκης
Historical Events
Tags
Interview Date
17/08/2020
Duration
79'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Summary
Ο Χρήστος Παπαγεωργάκης είναι συνταξιούχος λιμενικός. Στη συνέντευξη μιλά για το πώς βίωσε το καθεστώς της Δικτατορίας και διηγείται ιστορίες από τη στρατιωτική του θητεία, τόσο από όταν ήταν υποψήφιος, όσο και από όταν ήταν δόκιμος αξιωματικός. Στη συνέχεια αναφέρεται στα χρόνια κατά τα οποία φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, τα οποία έζησε ως τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών.
Narrators
Χρήστος Παπαγεωργάκης
Field Reporters
Σπύρος Παπαγεωργάκης
Historical Events
Tags
Interview Date
17/08/2020
Duration
79'