Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Ο κύριος Κωνσταντίνος αφηγείται τη ζωή του στο Εμπορικό Ναυτικό
Segment 1
Οι αναμνήσεις του αφηγητή από το μπάρκο την περίοδο του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967
00:00:00 - 00:09:47
Partial Transcript
Με λένε Κώστα Βούλγαρη και βρισκόμαστε στο έτος 1967 στον Περσικό Κόλπο. Τώρα γιατί βρεθήκαμε στον Περσικό Κόλπο; Είμαι ναυτικός και, αφού…—δε θυμάμαι ακριβώς πόσο—, αλλά κάπου εκεί νομίζω πήρε για να ανοίξει, να λειτουργήσει πάλι το κανάλι. Αυτή είναι γενικά η ιστορία η μικρή.
Lead to transcriptSegment 2
Η ζωή των ναυτικών στα καράβια και οι εμπειρίες του αφηγητή από τα ταξίδια του
00:09:47 - 00:31:19
Partial Transcript
Για να πούμε τώρα πώς ξεκινήσατε με τα πλοία. Το πρώτο ταξίδι το θυμάστε; Το πρώτο ταξίδι ήτανε πάλι στο… Από δω μέχρι το... Ήτανε τον Μά…ρθα στην Ελλάδα, για να μην πάω στη Αυστραλία, περιμέναν να φύγω να μείνω έξω στην Αυστραλία. Άλλη περιπέτεια εκεί κάτω, πω ρε Παναγία μου!
Lead to transcriptSegment 3
Η απόφαση του αφηγητή στην Ιαπωνία να δηλώσει παραίτηση και η περιπέτεια μέχρι να γυρίσει στην Ελλάδα
00:31:19 - 00:38:37
Partial Transcript
Τι είχε γίνει στην Αυστραλία; Είχε γίνει… Το ’65 ήταν; Το ’65, κάπου εκεί, ναι. Είχαμε πάρει ένα καράβι καινούριο απ’ το Έμντεν της Γερμανί… λέει, και έφυγα από την Ιαπωνία και ήρθα στην Ελλάδα. Και είχανε γράψει: «Πάσχει από γαστρίτιδα». Εντάξει, αυτά. Αυτά. Πάρα πολύ ωραία.
Lead to transcriptSegment 1
Οι αναμνήσεις του αφηγητή από το μπάρκο την περίοδο του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967
00:00:00 - 00:09:47
[00:00:00]Με λένε Κώστα Βούλγαρη και βρισκόμαστε στο έτος 1967 στον Περσικό Κόλπο. Τώρα γιατί βρεθήκαμε στον Περσικό Κόλπο; Είμαι ναυτικός και, αφού είμαι ναυτικός, επόμενο είναι να βρίσκομαι μία στον Περσικό, μία στον Κόλπο του Άντεν, μία στον Κόλπο της Σύρτης, μια... όπου πάνε συνήθως τα καράβια με τους ναυτικούς.
Να πω κι εγώ ότι με λένε Ειρήνη Κωνσταντά και κάνουμε την συνέντευξη για το Istorima και είναι 21 Ιουνίου...
21 του Ιούνη.
Βρισκόμαστε στην Πλατεία Αττικής και...
Και παίρνουν μια ιστορία του ναυτικού. Λοιπόν...
Ωραία.
Όπως είπαμε και προηγουμένως, είμαστε σ’ ένα καράβι στον Περσικό Κόλπο και φορτώνουμε πετρέλαιο στο Kharg Island το 1967, Ιούνιο μήνα. Αφού τελείωσε το φόρτωμα, βάλαμε πλώρη για τον προορισμό μας, που ήτανε η Μασσαλία της Γαλλίας. Στον δρόμο μας θα περνούσαμε απ’ το Σουέζ. Στο Σουέζ εφτάσαμε ξημερώματα 6ης του Ιουνίου 1967. Ενώ είμαστε έτοιμοι για να... αγκυροβολήσουμε και να περιμένουμε να περάσουμε την άλλη μέρα —δηλαδή 6 του μηνός το πρωί για το Πορτ Σάιντ, να περάσουμε το κανάλι—, ενώ το καράβι πήγαινε σιγά σιγά για να πάει στον τόπο της αγκυροβολίας, όλο μεμιάς χωρίς να ξέρουμε τίποτε, χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτε, εσκίστηκε ο ουρανός από αστραπές, φωτιές και βοή αεροπλάνων. Λοιπόν, ήτανε η στιγμή που οι Ισραηλινοί εκάναν την επίθεσή τους στην Αίγυπτο, στις 6 του Ιουνίου του 1967. Ο περίφημος Πόλεμος των Έξι Ημερών. Εμείς στο καράβι είμαστε έτοιμοι να πά’ να αγκυροβολήσουμε, να περιμένουμε το πρωί, 10:00, 11:00, 12:00, να περάσουμε το… τη Διώρυγα του Σουέζ, να πάμε στο Πορτ Σάιντ, να πάμε στο ταξίδι μας στη Γαλλία. Μόλις βλέπουμε έτσι λοιπόν —είδε ο καπετάνιος—, δίνει εντολή να μην… να βγάλουνε την άγκυρα πάνω ο λοστρόμος με τον ναύτη, που ήτανε μπροστά και είχανε κατεβάσει την άγκυρα λιγάκι στη θάλασσα για να είναι έτοιμοι να την φουντάρουμε. «Βίρα την άγκυρα απάνω πάλι στη θέση της, ανάψτε τα φώτα όλα στο κατάστρωμα, όλα τα φώτα, και το τιμόνι όλο αριστερά και πορεία προς τον Νότο πάλι», από εκεί που είχαμε έρθει. Σιγά σιγά όλα γίναν αυτά, σιγά σιγά, σιγά σιγά. Εν τω μεταξύ, μέσω ασυρμάτου συνεννοούμαστε με το Παρίσι, που ήταν οι ναυλωτές, η Φίνα, και με το Λονδίνο που ήτανε ο ιδιοκτήτης, η ιδιοκτήτρια εταιρεία. Και τι ζήτησε ο καπετάνιος; Πληροφορίες, τι θα κάνουμε. «Προχωράτε έτσι σιγά σιγά, όπως είσαστε», μας είπανε, «Κατεβείτε νοτιότερα καμιά εκατοστή μίλια και σταματήστε εκεί, αν δείτε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για εσάς τίποτε, και θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και θα πάρετε οδηγίες να δείτε τι θα κάνετε». Πραγματικά έτσι και έγινε. Αφού κάμαμε τη στροφή την επικίνδυνη σιγά σιγά, πρόσω ολοταχώς οι μηχανές για τον Νότο πάλι. Από το Σουέζ για το... στην Ερυθρά Θάλασσα, προς τα νότια, προς το Άντεν. Αφού πήγαμε καμιά εκατοστή μίλια νοτιότερα, σταματήσαμε και πήραμε, ζητήσαμε πάλι επαφή με τους ναυλωτές, τη Φίνα δηλαδή, και τους εφοπλιστές. «Περιμένετε λιγάκι να δούμε τι» —6 του Ιούνη τώρα, ήτανε 10:00 η ώρα το πρωί— «να δούμε τι θα κάμουνε, θα περάσει η μέρα, πώς θα γίνει, πότε θα γίνει». Περιμέναμε και μέσα στο απογευματάκι. Φαίνεται είδανε δεν πρόκειται να ανοίξει ούτε κανάλι ούτε διάολος μαύρος. «Πρόσω ολοταχώς. Αν έχετε πετρέλαιο καλώς, αν δεν έχετε, θα προσεγγίσετε Τζιμπουτί». Το Τζιμπουτί ήτανε —τώρα δεν είναι—, ήταν μια γαλλική αποικία δεξιά στην Αφρική, απέναντι απ’ το Άντεν. Το Άντεν αγγλική αποικία. Λοιπόν. «Θα πάτε εκεί να πάρετε πετρέλαιο, για να γυρίσετε τον γύρο της Αφρικής, να ρθείτε στην Ευρώπη». Έτσι και έγινε, μετά από καμιά δεκαριά ώρες ταξίδι, δε θυμάμαι πόσο είναι από κει για το... φτάσαμε στο Τζιμπουτί. Φτάνουμε στον Κόλπο του Τζιμπουτί, βρίσκουμε καμιά εκατοστή καράβια, [00:05:00]περιμένανε όλα για… για να πάρουν πετρέλαιο, για ανεφοδιασμό πετρελαίου, για να πάνε γύρω την Αφρική. Ωραία, μια χαρά είμαστε δω. Φουντάραμε εκεί σ’ ένα σημείο και περιμέναμε την σειρά μας να πάμε να πάρουμε πετρέλαιο, για να συνεχίσουμε το ταξίδι από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος, απ’ την Αφρική. Επεριμέναμε καμιά δεκαριά μέρες για να πάρουμε πετρέλαιο. Τελικά, ήρθε και η σειρά μας, επήραμε πετρέλαιο, επήραμε και κάτι ψιλοτροφές, γιατί είχαμε φύγει. Λίγο ήταν, δεν τα ’χαμε καταναλώσει. Τώρα για το υπόλοιπο ταξίδι, θα πιάσουμε στο Κέιπ Τάουν να πάρουμε τρόφιμα κανονικά. Πραγματικά, πήραμε πετρέλαιο, σηκώσαμε και την άγκυρα και «μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε τον Γιάννη τον λεβέντη, τον καραμπουζουκλή» γύρω από το «round the cape», που λένε, για να ’ρθεις στην Ευρώπη. Δίπλα δίπλα από την ακτή, την ανατολική της Αφρικής, ίσα ίσα κάτω, νότια, νότια, περάσαμε εκεί την Αβησσυνία, τη Σομαλία, την Μοζαμβίκη, τη... όλα αυτά τα αφρικανικά κράτη, εφτάσαμε μετά από —δεν ξέρω πόσες μέρες κάναμε— δέκα δεκαπέντε μέρες κάτω στο Κέιπ Τάουν. Εκεί, λέει, θέλαμε και τρόφιμα. Σταματήσαμε στο Κέιπ Τάουν για να πάρουμε τροφοδοσία. Πήραμε τρόφιμα, πάλι την κοπανήσαμε από κει, απ’ το Κέιπ Τάουν, βόρεια πλέον, βορειοανατολικά, διότι η Αφρική κάνει ένα εξόγκωμα προς την βόρειο Αφρική και δεν μπορείς να πας βόρεια, δηλαδή θα πέσεις απάνω στη Νιγηρία. Βορειοανατολικά πας για να βγεις Μονροβία, Αϊβορικός, στην δυτική ακτή της Αφρικής. Και έτσι την Αφρική την αφήνεις δεξιά σου πολύ, δηλαδή δεν είσαι παραλία παραλία, πας ανοιχτά για να πέσεις στο βόρειο κομμάτι της Αμερικής στην παραλία. Μετά από καμιά δεκαριά μέρες περίπου, από τον Κόλπο της Γουινέας φτάσαμε εκεί Μονρόβια, Αϊβορικός, στο Verde Cape, στο Πράσινο Ακρωτήριο, στο Ντακάρ. Από εκεί, απ’ το Ντακάρ προχωράς ίσια, δεν πας βορειοδυτικά, πας βόρεια. Και μετά όσο προχωράς προς τα βόρεια, που στρογγυλεύει η Αμερική, πας στο Μαρόκο, έρχεσαι βορειοδυτικά για να βρεις την Μπούκα του Γιβραλτάρ. Είχε περάσει τώρα από Ιούνιο, από 6 Ιουνίου, θα ’χαμε 6 Ιουλίου και θα είχε περάσει μήνας. Οπότε, φτάσαμε κει πέρα στο Γιβραλτάρ, μπήκαμε μέσα και από εκεί πάλι βόρειο... βορειοανατολικά για να φτάσεις τον προορισμό τη Μασσαλία. Μετά από μια μέρα, μια μέρα ταξίδι, μια-δυο μέρες ταξίδι, κάτι τέτοιο, λιγότερο. Φτάσαμε στη Μασσαλία. Φτάσαμε στη Μασσαλία, μετά από εκεί που είχαμε προγραμματίσει να ’μαστε σε δέκα μέρες, είμαστε σε τριάντα-τριάντα πέντε μέρες στη Μασσαλία. Ωραιότατα. Πήγαμε εκεί, φτάσαμε, ξεφορτώσαμε, παραδώσαμε το φορτίο, μας δώσαν και τα εύσημα, μας θεώρησαν ήρωες του πολέμου, και τελείωσε αυτό το περιπετειώδες ταξίδι, το οποίο...
Φοβηθήκατε καθόλου όλο αυτόν τον καιρό;
Ο φόβος ήταν εκεί που έγινε το μπαμ, το βράδυ στις 5 με 6 του Ιουνίου το ’67, που ήταν τα αεροπλάνα τα ισραηλινά και βομβαρδίζανε την Ιμπραημία, το Πορτ Φουάντ, το Σουέζ, το... διάφορες βάσεις των Αιγυπτίων, τα κάμαν όλα λίμπα, γυαλιά καρφιά. Αλλά τα καράβια που ήτανε αγκυροβολημένα κει στη ράδα του Σουέζ, που ’τανε ξένα καράβια όλα, γκαζάδικα, και περιμέναν να μπούνε στο κανάλι, για να περάσουν απέναντι στη Μεσόγειο θάλασσα. Αυτά δεν τα βάρεσαν, με φαίνεται, θα ξέραν είναι ξένα καράβια, δεν τα βαρέσανε. Όπως κι εμάς δε μας βαρέσανε. Και έτσι φύγαμε, φύγαν όλοι, φύγαμε όταν είδαν ότι έκλεισε. Και άνοιξε μετά από πέντ’ έξι χρόνια από όταν... Δεν άνοιξε ούτε από πέντ’ έξι ώρες. Και γινότανε η συγκοινωνία γύρω απ’ την Αφρική μετά. Είχε σταματήσει για το Σουέζ, το κανάλι άνοιξε μετά —μετά απ’ τον πόλεμο του ’67—, άνοιξε μετά από πέντ’ έξι χρόνια —δε θυμάμαι ακριβώς πόσο—, αλλά κάπου εκεί νομίζω πήρε για να ανοίξει, να λειτουργήσει πάλι το κανάλι. Αυτή είναι γενικά η ιστορία η μικρή.
Segment 2
Η ζωή των ναυτικών στα καράβια και οι εμπειρίες του αφηγητή από τα ταξίδια του
00:09:47 - 00:31:19
Για να πούμε τώρα πώς ξεκινήσατε με τα πλοία. Το πρώτο ταξίδι το θυμάστε;
[00:10:00]Το πρώτο ταξίδι ήτανε πάλι στο… Από δω μέχρι το... Ήτανε τον Μάη του ’63. Στην γιορτή μου ήταν, πριν την γιορτή μου; Λοιπόν, ήταν ένα καράβι του… του Φραγκίστα, το «Σοφία», φορτωμένο με γενικό φορτίο —τζίβα, φιστίκια από την Ινδία— και ερχότανε. Και εμάς μας στείλανε με —από δω—, μ’ ένα καράβι ρώσικο, το «Φέλιξ Ντερζίνσκι», ένα… ένα επιβατικό καράβι, πήγαινε απ’ τον Πειραιά στην Αλεξάνδρεια. Και πήγαμε από τον Πειραιά στην Αλεξάνδρεια μ’ αυτό το καράβι το ρωσικό. Από την Αλεξάνδρεια επήγαμε με... με τι; Με αεροπλάνο πήγαμε; Δε θυμάμαι. Ή με το τρένο; Στο Κάιρο, και από το Κάιρο θυμάμαι που πήγαμε στο Σουέζ με τρένο. Το ’63 τώρα αυτή η δουλειά, πρώτη φορά που ταξίδευα. Με το τρένο απ’ το Κάιρο στο Σουέζ ήτανε το χειρότερο πράγμα που μου συνέβη στη ζωή μου. Ένα τρένο που είχε μέσα αθρώπους και ζώα, σκόνη και βρόμα... Παναγία μου! Κι εκείνη η ζέστη και εκείνη η σκόνη… Μες στο τρένο ήμαστε λες και ήμαστε σε καβουρνιάρικο, και πήγαμε. Εν πάση περιπτώσει, έφτασε η στιγμή και φτάσαμε στο Σουέζ, κατεβήκαμε απ’ το τρένο, ήταν εκεί ένας αράπης, μας πήρε κάτω στο λιμάνι και μας έβαλε σε μια λάντσα και πήγαμε απάνω στο καράβι, εγώ και δυο τρεις άλλοι, μου φαίνεται. Πρώτη φορά, λοιπόν, ανέβηκα στο «Σοφία», το καράβι. Και από εκεί εφύγαμε την άλλη μέρα το βράδυ —δε θυμάμαι πότε φύγαμε—, πρωτόμπαρκος εγώ, για το Στετίνο. Το Στετίνο είναι —ξέρεις πού είναι;—, είναι στην Πολωνία, Στέτιν, Γδίνια, η Γδίνια είναι στην παραλία, το Στετίνο είναι στον ποταμό. Στον Βιστούλα είναι; Δε θυμάμαι, όχι, όχι, δεν είναι στον Βιστούλα, σε κάποιον άλλο, σε κάποιο άλλο ποτάμι είναι, αλλά δεν το θυμάμαι τώρα. Και αυτή ήταν η πρώτη μου... το βάφτισμα του πυρός στο ναυτικό επάγγελμα. Αυτά είναι τα νέα μας, λοιπόν.
Σκεφτήκατε ποτέ να το παρατήσετε το επάγγελμα επειδή ήταν δύσκολο;
Το παράτησα, τι… Το παράτησα γιατί συνολικά δεκατρία χρόνια ταξίδεψα σ’ ένα διάστημα είκοσι χρόνων που ασχολήθηκα. Δεκατρία χρόνια υπηρεσία είχα. Και το σταμάτησα μετά. Το σταμάτησα όχι γιατί… Για να κάμω τουριστικές δουλειές στην Κέρκυρα. Και επρόκοψα σαν τον κάβουρα, έκαμα την προκοπή του κάβουρα. Απ’ το ’82 μέχρι το 2000 έκαμα τουριστικές επιχειρήσεις που νοίκιαζα αυτοκίνητα και σπίτια και επρόκοψα σαν τον κάβουρα. Τα παράτησα όλα και ησύχασα και να ’μαι τώρα εδώ απομονωμένος απ’ τον κορονοϊό. Και αυτά τα νέα της Αλεξάνδρας...
Μια άλλη ιστορία που ξέρω, που μου ’χει πει η Μαρία, για μία γυναίκα που την ξεγεννήσατε στο πλοίο;
Α, αυτή είναι άλλη ιστορία...
Αυτή θέλω να μου πείτε.
Αυτή η ιστορία είναι τώρα...
Τη θυμάστε;
Τη θυμάμαι, δεν τη θυμάμαι και καλά, αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι μια ιστορία στην Αμερική. Ξεφορτώναμε στην Αμερική και ήτανε μία γυναίκα, η οποία ήταν εγκυμονούσα. Και όταν το καράβι το πετρελαιοφόρο είναι φορτωμένο είναι σχεδόν ίσο με το μόλο, όταν ξεφορτώσει όμως πάει 30 μέτρα ύψος απάνω. Και όταν πήγαμε να ξεφορτώσουμε αυτή γυναίκα πήγαινε έξω, πήγαινε να κάμει τα ψώνια της και της λέω: «Κοίτα μην αργήσεις, γιατί αν αργήσεις θα σηκωθεί το καράβι, θα ξεφορτώσει και δεν θα μπορείς να ανεβείς μετά. Θα σε πάρουμε, δεν ξέρω πώς θα σε ανεβάσουμε μετά απάνω». Σαν να της έλεγα: «Έλα τελευταία στιγμή». Ήρθε τελευταία στιγμή πράγματι, την ανεβάζουμε σιγά σιγά με τα χέρια εκεί σιγά απάνω στη σκάλα, γιατί η σκάλα ήτανε κάθετη σχεδόν. Πώς να ανεβεί τώρα με την κοιλιά και αυτό; Σιγά σιγά την τραβήξαν, τη δέσανε με σκοινιά, ανέβηκε απάνω. Όταν εφύγαμε, το βράδυ να τα αίματα! Να τα, να τα, να τα, να τα... Και τώρα τι κάνουμε; Είμαστε ακριβώς απέναντι από το… απ’ το Jacksonville, Jacksonville το... Βόρεια απ’ τη Φλόριντα, πώς λέτε, Βόρεια Καρολίνα...
Και πότε ήταν αυτό;
[00:15:00]Αυτό πότε ήταν; Το ’70, ’75; Δε θυμάμαι πότε ήτανε, γαμώτο. Κάπου εκεί στην δεκαετία του ’70, αλλά δε θυμάμαι. Εν πάση περιπτώσει, ειδοποιήσαμε τους Αμερικάνους ότι αυτό κι αυτό συμβαίνει, ειδοποιήσαμε και τους ναυλωτές και τους ιδιοκτήτες. Σου λένε —τι θα σου λέγανε;—: «Εσύ είσαι καπετάνιος, εσύ αποφασίζεις τι θα κάμεις». Πήραμε και τον γιατρό της εδώ στην Χαλκίδα, ευτυχώς ήτανα μέσα μία… μία γυναίκα απ’ την Χιλή και ήτανε καμαριέρα και όσο να ‘ναι οι γυναίκες είναι πιο... Ξέρουνε καλύτερα. Και είχε φέρει αυτή και ζεστά νερά και πράμα και τέτοια, της κάναν και κάτι ενέσεις και κάτι πράματα της γυναίκας εκεί πέρα. Απέβαλε εν πάση περιπτώσει. Εν τω μεταξύ, είχαμε ειδοποιήσει το Coast Guard στην Αμερική να μας την πάρουνε την ασθενή, αλλά όταν είδαμε ότι η ασθενής έκαμε αποβολή, ρωτήσαν τώρα: «Άμα έκανε αποβολή, τι θα πάθει;». Το πολύ πολύ να χρειαστεί καμιά ένεση αιμοστατική, αν κάμει αιμορραγία και τέτοια, και βλέπουμε παρακάτω. Δίνουμε εντολή: «Εντάξει, τακτοποιηθήκαμε, δε χρειάζεται άλλο βοήθεια». Και πάλι συνεχίσαμε για το ταξίδι μας, αυτό ήταν. Τελείωσε η αποβολή της κυρίας και ο καθένας πήρε αυτό που του άξιζε. Ήτανε ρίσκο, βέβαια, γιατί, αν πάθαινε τίποτα η γυναίκα, θα σου λέγανε: «Γιατί έπαθε η γυναίκα και δε γύρισες να πας να την βγάλεις;». Αν την έβγαζες έξω και δεν υπήρχε λόγος να τη βγάλεις, γιατί... θα ’χανε εκατομμύρια δολάρια η εταιρεία, θα ήσουνα μπερδεμένος πολύ. Λοιπόν, ευτυχώς δεν έγινε τίποτε απ’ όλα αυτά, πήγαν όλα κατ’ ευχήν και ησύχασε και η γυναίκα με το παιδί της, το οποίο το ‘χασε, πάει αυτό. Θα ‘κανε άλλο, φαντάζομαι.
Πριν που είπατε για τον κορονοϊό κι εγώ σκέφτομαι τότε αρρώστιες κτλ. στα πλοία είχατε; Πώς ήταν το θέμα της υγείας;
Τα αφροδίσια ήταν πιο πολύ, οι αρρώστιες στα πλοία. Γιατί όλοι οι ναυτικοί, όταν βγαίναν έξω, μοναδικό τους μέλημα είναι να βρουν, να βρουν καμιά γυναίκα. Αλλά οι γυναίκες που βγαίναν με τους ναυτικούς ήτανε το άνθος τής... από βλεννόρροια μέχρι σύφιλη μπορεί να ’χανε. Και όσο να ‘ναι, και νεαροί κιόλας μες στα καράβια, οι πιο πολλοί νεαροί, τι να σκεφτούνε τώρα; Και ήσουν υποχρεωμένος και ενέσεις να κάνεις και φάρμακα να δίνεις, τέτοια, για αυτές, τα αφροδίσια νοσήματα. Τέλος πάντων, περάσαν όλα αυτά, όμορφα κι ωραία. Άλλα περνάνε εύκολα, άλλα περνάνε δύσκολα, άλλα, άλλα, άλλα, χίλια δυο άλλα. Αυτά σε γενικές γραμμές. Τώρα λεπτομέρειες, πού να τις βρεις τις λεπτομέρειες...
Θυμάστε να μου πείτε μία φυσιολογική μέρα μες στο πλοίο, τι κάνετε; Τι κάνατε όταν ξυπνούσατε...
Μες στο πλοίο ή όταν είσαι μες στον ωκεανό και είναι μόνο το ταξίδι δεν έχεις τίποτα να κάμεις. Το πρωί θα σηκωθούνε όσοι δεν έχουνε βάρδια, που λέγονται ντεϊμάνηδες, αυτός είναι εργαζόμενος όλη την ημέρα. Είναι εκτός βάρδιας, δεν έχει βάρδια, δεν έχει 8:00-12:00 ούτως ώστε να δουλέψει... 8:00-12:00 θα δουλέψει ο ένας απ’ τις 8:00 μέχρι τις 10:00 χειρωνακτική εργασία στο κατάστρωμα —δηλαδή, θα χρωματίσει, θα κάμει— και ο άλλος θα ’ναι στο τιμόνι δύο ώρες. Μετά θα φύγει ο άλλος στο τιμόνι και θα πάει, θα κατεβεί κάτω στο... να συνεχίσει να βάφει και ο άλλος, που έβαφε μέχρι τις 10:00, θα πάει μέχρι τις 12:00 στο τιμόνι. Αυτό τώρα απ’ τις 8:00, 8:00 με 12:00, την ίδια έχει πάλι, οι δύο αυτοί ναύτες έχουνε πάλι εργασία, δηλαδή απάνω στο τιμόνι. Επομένως, θα δουλέψουν τέσσερις ώρες το πρωί και τέσσερις ώρες το βράδυ. Αυτό τέσσερα και τέσσερα, θα δουλέψουνε τρεις βάρδιες, δηλαδή δύο, τέσσερι, έξι ναύτες και τρεις αξιωματικοί. Εννιά άτομα είναι βάρδια. Οι άλλοι είναι ντεϊμάνηδες, που λέμε, δηλαδή ο λοστρόμος, ο ξυλουργός και οι ναυτόπαιδες, που δεν έχουνε βάρδια και τέτοια. Όλοι αυτοί δουλεύουν το οχτάωρό τους, 8:00 με 5:00, δουλεύουνε απ’ τις 8:00 μέχρι τις 10:00, 10:00 με 10:20 έχει καφέ, 10:20 με 12:00 έχει δουλειά, 12:00 με 1:00 έχει φαΐ, 1:00 με [00:20:00]3:00 έχει δουλειά, 3:00 με 3:20 έχει καφέ, 3:20 με 5:00 έχει δουλειά και σχολάς 5:00 η ώρα. Και μετά θα πιάσουν δουλειά την άλλη μέρα στις 8:00. Αυτά μια νορμάλ δουλειά μέσα στον ωκεανό, που δεν έχεις ούτε να δέσεις, ούτε να λύσεις, ούτε… γιατί δεν έχει τίποτε να κάμεις, καμιά επαφή με το... Λοιπόν, αυτή τη δουλειά κάνουνε οι ντεϊμάνηδες και οι βαρδιάνοι, κατάλαβες; Κατά τ’ άλλα...
Ο καπετάνιος τι κάνει;
Ο καπετάνιος ή δεν κάνει τίποτα, αλλά είναι και όλο το εικοσιτετράωρο stand by, που λέμε. Σηκώνεται το πρωί, ανεβαίνει στη γέφυρα, βλέπει πώς πάει, ρίχνει μια ματιά, είναι όλα καλά, εντάξει, τσεκάρει και τον αξιωματικό, τσεκάρει την πορεία, τσεκάρει το στίγμα πού είναι, πού πάμε, πού τι, πού ήμαστε πριν μία ώρα, πώς, αν έχουν κάμει στίγματα και είναι καλά. Το βράδυ τα μεσάνυχτα είναι απάνω στη γέφυρα, αν είναι τίποτε δύσκολο πέρασμα μες στο ωκεανό είναι εκεί αυτός. Όλο, συνέχεια είναι και ποτέ δεν είναι στη γέφυρα και μονίμως, κατάλαβες; Ό,τι θα είναι τίποτε δύσκολο, δυσκολοπέραστο θα είναι εκεί πέρα να βλέπει τι γίνεται, πού πάει το καράβι. Γιατί άμα έχεις και καράβι που... Υπάρχουνε καράβια που έχουνε 90 ποδάρια βύθισμα, 90 ποδάρια βύθισμα είναι 30 μέτρα, 30 μέτρα μες στη θάλασσα το νερό, 30 μέτρα. Σε πολλά σημεία η θάλασσα είναι πολύ λιγότερο βυθό από 30 μέτρα. Λοιπόν, όλα αυτά πρέπει να τα κοιτάζεις και να τα βλέπεις, πού πάει το καράβι. Γιατί μπορεί να’ ναι θάλασσα μπροστά σου, αλλά μπορεί να ’ναι 20 μέτρα το βάθος. Οπότε, άμα είσαι 20 μέτρα και είναι 30 μέτρα το πλοίο… Βέβαια, είναι λίγα τα καράβια που έχουν 30 μέτρα, 90 πόδια βύθισμα, αλλά τα τελευταία χρόνια που έχουν γίνει πολύ μεγάλα καράβια... Ένα καράβι που ήμουν εγώ 250.000 τόνους, είχε 90 μέτρα, 90 ποδάρια βύθισμα. 90 ποδάρια βύθισμα είναι 30 μέτρα βάθος, 30 μέτρα βάθος είναι πολλά σημεία μέσα στον ωκεανό που πρέπει να τα αποφεύγεις. Σημεία που αν είχες άλλο καράβι με 15-20 μέτρα βύθισμα ούτε θα τα λάμβανες υπόψιν σου, κατάλαβες; Αλλά όταν έχεις τέτοιο βύθισμα, πρέπει να το λάβεις υπόψιν σου, γιατί αν δεν το λάβεις υπόψιν σου, θα πας απάνω και θα καθίσεις σαν τον κάβουρα. Και θέλει προσοχή.
Και με την πατρίδα πώς επικοινωνούσατε;
Με την πατρίδα και με το τηλέφωνο έπαιρνε ο ασυρματιστής, έπαιρνε το… το Ράδιο Αθήναι. Αν θέλανε να επικοινωνήσουν, το πλήρωμα να κάνει το τηλέφωνο στο σπίτι του και το Ράδιο Αθήναι τους συνέδεε με το τηλέφωνο του σπιτιού τους. Αλλά είχε το ελάττωμα, το μειονέκτημα ότι δεν μπορούσες να μιλήσεις όπως μιλάς εδώ στο τηλέφωνο. Δηλαδή, λες: «Έλα μάνα, μ’ ακούς; Είμαι καλά, πώς είσαι; Αν με ακούς, έτοιμος!». Έπρεπε να σταματήσεις, να μιλήσει εκείνη κει για να τ’ ακούσεις. Σου λέει και η μάνα σου ή ο πατέρας σου, ο άνθρωπός σου: «Ναι, καλά είμαστε. Πού είσαι, πού βρίσκεστε; Τι κάνετε… Αν με άκουσες, έτοιμος! Λέγε μου». Δηλαδή, θα μιλάει ο ένας, θα τους λες: «Έτοιμος» για να κλείσει ο άλλος για να μπορεί να ακούσεις, κατάλαβες; Διαφορετικά δε γίνεται, είναι μία γραμμή επικοινωνίας με το... Δεν είναι δύο γραμμές, όπως έχει εδώ πέρα και άλλη και επιστροφή και μπορεί να μιλήσεις, να μιλήσουν και οι δύο παράλληλα. Βέβαια, δεν ακούνε αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν περιμένει να του πεις: «Έτοιμος» για να μιλήσει ο άλλος. Και γινόταν έτσι η επικοινωνία με τα… με το… με το πλήρωμα. Καθένας που ήταν στην Καστοριά, στην Κέρκυρα, στην Λευκάδα, στην Πελοπόννησο έπαιρνε το σπίτι του, έπαιρνε τη γυναίκα του, έπαιρνε τον πατέρα του, τη μάνα του, ξέρω γω ποιον θα ’παιρνε, λοιπόν, και μιλούσανε. Λοιπόν, και τα λέγανε από δω, απ’ τον ωκεανό μέσω του... Βέβαια, χρεωνόνταν εκεί πέρα. Χρέωνε το Ράδιο Αθήναι το καράβι και το καράβι χρέωνε τον καθένανε που έπαιρνε το τηλέφωνο του και μετά ο καπετάνιος σού ’γραφε ένα τηλέφωνο την τάδε μέρα, δύο τηλέφωνα, πέντε τηλέφωνα, ο καθένας… τα χρέωνε.
Γράμματα και πακέτα και τέτοια στέλνανε;
Α, πώς δε στέλνανε. Στο καράβι, στέλνανε στη διεύθυνση που έχει το καράβι ή εδώ στον Πειραιά, ή στο Λονδίνο, ή στη Νέα [00:25:00]Υόρκη στέλνανε γράμματα και ,όταν έφτανε το καράβι, όπου έφτανε, το γραφείο του Πειραιά τ’ άφηνε, πήγαινε στο Τόκιο, τα ταχυδρομούσε από δω για το Τόκιο που θα έφτανε το καράβι στις 15 του μήνα, κατάλαβες; Τα ’στελνε νωρίτερα και πηγαίναμε εκεί πέρα. Ή το γραφείο του Λονδίνου τα ’στελνε και πήγαινε αλληλογραφία και την έπαιρνε το πλήρωμα και διάβαζε τα γράμματά του. Αυτά.
Και απ’ όλα τα μέρη που έχετε πάει, ποιο σας άρεσε πιο πολύ απ’ όλα;
Η Ελλάδα. Όπου και να πας, του διαόλου και του πόντου είναι όλοι. Ζέστη, κρύο, βροχές, κακομοιριά, δεν… Σκοτάδι και ειδικά η βόρεια Ευρώπη, Παναγία μου! Ο χειμώνας είναι απελπισία. Φυσάει βόρεια πλάτη, ε; Δηλαδή, να είσαι σε 60 μοίρες πλάτος και 40-45 και 50, και 50 μοίρες, αφού εδώ το χειμώνα και ο ήλιος, η μέρα είναι οχτώ ώρες. Λοιπόν, άμα είσαι στη Νορβηγία Νοέμβρη και Δεκέμβρη, δε βλέπεις ήλιο, βλέπεις λίγο, βγαίνει… Γιατί η κλίση του ηλίου είναι νότια τότε και ίσα ίσα που φαίνεται στο βόρειο ημισφαίριο σε μεγάλα πλάτη. Ίσα ίσα που βγαίνει και πέφτει πάλι, δύο ώρες, ούτε, μία, μιάμιση ώρα, ανάλογα με το πλάτος που είσαι. Δύο ώρες… Τι μέρα, λίγο έτσι φέγγει και σβήνει πάλι. Είναι και η συννεφιά, είναι και το σκοτάδι το μόνιμο και σε πιάνει νευρική κρίση απ’ το σκοτάδι. Αλλά το καλοκαίρι είναι καλά... Όσο μικρή είναι η μέρα τον χειμώνα, τόσο μεγάλη είναι το καλοκαίρι. Δηλαδή, είναι η νύχτα μια δυο ώρες και η μέρα είκοσι δύο. Οπότε είσαι μόνιμη μέρα σε τέτοια πλάτη εκεί πάνω, στη Νορβηγία, Σουηδία, βόρειο Αγγλία και τέτοια και Καναδά. Τα βόρεια πλάτη, από 60 μοίρες, 55-60 μοίρες και τέτοια. Και νοτιότερα, βέβαια, αλλά όχι τόσο πολύ όσο είναι εκεί πάνω στο... Άρα είσαι κοντά στον αρκτικό κύκλο εκεί πάνω. Αυτά.
Στην Ασία έχετε πάει;
Πού;
Ασία, Τόκιο, που λέγατε πριν.
Μόνο μία φορά; Στη Χακοντάτε, στο Μούροραν. Εκεί στο Μούροραν είναι ένα νησί, το πιο βόρειο νησί της Ιαπωνίας. Δεν ξέρω πώς λέγεται, Χακοντάτε λέγεται; Το μεγάλο νησί λέγεται Χονσού και μια πολιτεία λέγεται Μούροραν. Και είχαμε πάει εκεί πέρα, πετρέλαιο είχαμε πάει, πετρέλαιο, δε θυμάμαι. Εκεί έχουν ένα φεστιβάλ, Snow Festival στο... Ό,τι έχει φτιάξει το ανθρώπινο χέρι, η τεχνολογία, το ’χουνε φτιάξει από χιόνι αυτοί, οι Γιαπωνέζοι εκεί πέρα, και βλέπεις τα πάντα όλα φτιαγμένα από χιόνι. Αλλά πώς το διατηρούνε το χιόνι να μη λιώνει; Κάτι του κάνουν, κάτι του κάνουν, δεν ξέρω. Είναι οι Γιαπωνέζοι, είναι... ψείρες. Snow Festival, έτσι το λένε. Είχα πάει, το ’χα δει, ωραίο. Ό,τι έχει πετύχει η σύγχρονη τεχνολογία, το ’χουνε φτιάξει από χιόνι οι Γιαπωνέζοι εκεί πέρα, σε εκείνο το φεστιβάλ.
Το πλήρωμα πάνω στα πλοία ήταν μόνο, ήτανε Έλληνες κυρίως ή...
Είχε τουρλού τουρλού. Στην αρχή είχα μόνο Έλληνες, μετά όσο προχωρούσαν τα χρόνια όλο και ερχόντανε και Σύριοι και Πακιστανοί και Ινδοί και Χιλίοι και απ’ τη Χιλή και από δω και απ’ την Αφρική, ένα σωρό τέτοια. Πολυσπερμία, όπως και τώρα. Τώρα, τώρα αμφιβάλλω αν θα ‘ναι και κανένας Έλληνας, θα ‘ναι όλοι ξένοι θα ‘ναι.
Και είχατε, φαντάζομαι, είχατε ζήσει μες στα πλοία Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές...
Μια φορά μόνο;
Πάσχα... Πώς ήταν οι γιορτές μες στο πλοίο;
Όπως είναι κι εδώ. Με αρνιά, με ευχές, με κάλαντα, με τέτοια. Είχαμε και τις κασέτες, βάλαμε τα κάλαντα, «Χριστός Ανέστη», γινότανε ωραίο νταβαντούρι. Τι να κάμεις;
Και το τελευταίο ταξίδι σας ποιο ήταν;
Δεν ξέρω ποιο ήταν, δε θυμάμαι κι εγώ. Ένα ήταν, είχα πάει… Το ’χω ξεχάσει. Ήταν το ’79; ’80 ήτανε; Το ’80, κάπου εκεί ήτανε. Το [00:30:00]’81 το ‘81 ή το ’82; Κάπου, δε θυμάμαι και δε θυμάμαι και με ποιο καράβι ήμουνα τελευταία.
Πολλά χρόνια πριν.
Μπορεί να θυμάται η Λίτσα με ποιο καράβι ήμουν τελευταία αλλά… Δεν θυμάμαι τώρα, τι να σου πω.
Ποιο ενθύμιο έχετε κρατήσει απ’ όλα τα ταξίδια;
Ποια;
Ενθύμιο έχετε κρατήσει απ’ τα ταξίδια;
Τίποτε.
Τίποτα;
Τα μέρη που πήγα... Τίποτε, τι... Δε με συγκινούσε τίποτε, πιο ωραίο απ’ την Ελλάδα δεν υπήρχε τίποτε, τίποτε. Μια φορά, όχι μια φορά, πολλές φορές μου ‘παν να κάτσω, μου ‘παν στην Αμερική να κάτσω με τα τριπλά λεφτά απ’ ό,τι έπαιρνα στο καράβι και τους είπα πόσα αστέρια έχει η σημαία τους. Λέω να ρωτήσουμε και μέσα, λέει: «Πόσα αστέρια έχει η σημαία μας; Εδώ λέμε για δουλειά». «Α», του λέω, «δεν κατάλαβες καλά», του λέω, «Για να σου πω πόσα αστέρια έχει η σημαία σου, σου ’πα αυτό για να μη σου πω τίποτε πιο βαρύ». Μου λέει: «Καλά, εντάξει». Να φύγουμε, να μείνουμε στην Αμερική, στην Ευρώπη... Μια φορά, μια άλλη φορά έφυγα απ’ την Ιαπωνία και ήρθα στην Ελλάδα, για να μην πάω στη Αυστραλία, περιμέναν να φύγω να μείνω έξω στην Αυστραλία. Άλλη περιπέτεια εκεί κάτω, πω ρε Παναγία μου!
Segment 3
Η απόφαση του αφηγητή στην Ιαπωνία να δηλώσει παραίτηση και η περιπέτεια μέχρι να γυρίσει στην Ελλάδα
00:31:19 - 00:38:37
Τι είχε γίνει στην Αυστραλία;
Είχε γίνει… Το ’65 ήταν; Το ’65, κάπου εκεί, ναι. Είχαμε πάρει ένα καράβι καινούριο απ’ το Έμντεν της Γερμανίας, τα ναυπηγία, φορτηγό. Εφύγαμε απ’ το Έμντεν της Γερμανίας για τη Φιλαδέλφεια της Αμερικής, να πά’ να φορτώσουμε κάρβουνο, απ’ τη Φιλαδέλφεια, να το πάμε στην Ιαπωνία. Φιλαδέλφεια κατεβήκαμε κάτω, μπήκαμε στον Παναμά και απ’ τον Παναμά απέναντι για την Ιαπωνία, απ’ τον Ειρηνικό. Φτάσαμε στην Ιαπωνία, ξεφορτώσαμε στο Κόμπε και μετά λέει: «Θα κουβαλάτε για δέκα χρόνια το καράβι». Εκεί κάτω θα κουβαλάει από την Αυστραλία κάρβουνο στην Ιαπωνία. Ω ρε Παναγία μου!
Μεγάλη διαδρομή.
Και έφυγα απ’ την Ιαπωνία, δήλωσα παραίτηση, μου ‘πε ένας υποπλοίαρχος εκεί πέρα ότι δεν έχω χαρτί για τον γιατρό. Του λέω: «Τώρα αρρώστησα, τώρα θα πάω στο γιατρό. Πότε θα... Ξέρω γω πότε θα αρρωστήσω;». Εν πάση περιπτώσει, επήγα στο γιατρό, σήκωσε ο Γιαπωνέζος τα ακουστικά του, του λέω: «Βάλ’ τα κάτω, ρε χριστιανέ, δεν έχω τίποτε, είμαι εντάξει. Εκείνο που έχω, θέλω να πάω στην Ελλάδα. Μπορεί να με στείλεις; Και ξέρω ότι άμα θέλεις με στέλνεις, άμα δε θέλεις δεν...». Κάθισε και σκέφτηκε ο Γιαπωνέζος, μου έλεγε και μούγκριζε σαν το βόδι: «Εντάξει», μου λέει, παίρνει ένα τηλέφωνο σ’ έναν άλλο γιατρό εκεί, καρδιολόγος: «Θα πας στον καρδιολόγο, θα σου βγάλει ένα καρδιογράφημα και θα του πω κι εγώ τι να γράψει στη γνωμάτευσή του». Πήγα κανονικά, μου ’βγαλε το καρδιογράφημα, έγραψε κι αυτός εκεί στο...
Σας έκανε, δηλαδή, τη χάρη ο Γιαπωνέζος.
Ναι, μου την έκανε, γιατί του ’πα την αλήθεια. Δεν πήγα να του κλαφτώ να του πω: «Ξέρεις, είμαι άρρωστος». Του λέω: «Δεν έχω τίποτα. Α, παράτα με με τα ακουστικά σου». Λέει: «Τι ήρθες να κάμεις εδώ;». Του λέω: «Ήρθα γιατί έχω δουλειά στην Ελλάδα και αν θέλεις… πρέπει να πάω στην Ελλάδα και έχω και λίγο καιρό μες στο καράβι. Πρέπει να πληρώσω τα εισιτήριά μου και του αντικαταστάτη και πού να τα βρω; Άμα θέλεις», του λέω, «με στέλνεις. Θα με βγάλεις άρρωστο πώς και τι», του λέω, «θα πάω... Θα πληρώσουν και από πάνω, όχι να πληρώσω». Και έτσι είδε ότι του μίλησα στα ίσια, μπεσαλίδικα, δεν του πήγα να του κλαφτώ ότι είμαι άρρωστος και έτσι, μου λέει: «Εντάξει, αφού είναι έτσι, θα σε στείλω». Βρήκε τον γιατρό τον φίλο του και του ‘πε έτσι κι έτσι, οι γιατροί μεταξύ τους: «Βγάλ’ τον ότι είναι καρδιακός για να φύγει». Πραγματικά έτσι κι έγινε. Με παίρνει μετά, φωνάζει τον πράκτορα, με παίρνει στο καράβι. Όταν πήγα στο καράβι ήταν έτοιμοι για... Μαρσάραν για να φύγουνε για το... Με βλέπει ο λοστρόμος: «Έλα», με λέει, «Κώστα, γιατί έχουμε σπατσαμέντο». «Καλά», του λέω, «εντάξει, κάνε και έρχομαι». Πάω επάνω, δείχνω στον καπετάνιο το γράμμα, το παίρνει το διαβάζει. Ο γιατρός ο Γιαπωνέζος έγραψε ένα γράμμα και του λέω: «Να ρίξω μια ματιά κι εγώ;», στην γραφομηχανή ήταν, εγγλέζικα. «Πρέπει [00:35:00]να παραμείνει στο νοσοκομείο για να παρακολουθηθεί» και μόλις το βλέπω εγώ έτσι λέω ο καπετάνιος θα με αφήσει στην Ιαπωνία, θα πάει κάτω και θα με παρακολουθήσουν και την άλλη μέρα… Του λέω: «Εδώ, γιατρέ, το ‘χεις βάλει λάθος το πράγμα στην αναφορά σου». Λέει: «Τι;». Του λέω: «Αυτό το “πρέπει να πάει στο νοσοκομείο για να παρακολουθηθεί” για τον γιατρό είναι μέλι, για τον καπετάνιο είναι μέλι στο ψωμί του. Θα μ’ αφήσει στο νοσοκομείο, θα γίνουν οι σχετικές παρακολουθήσεις και θα του πούνε την άλλη μέρα: “Εντάξει, πάρ’ τον, είναι μια χαρά”». Λοιπόν, και λέει: «Και τι θα γίνει;». Λέω ότι: «Πάσχει από καρδιακό νόσημα και χρήζει θεραπείας μακρόχρονη στην πατρίδα του». Το ’γραψε έτσι όπως του το είπα εγώ, το δίνω το γράμμα στον καπετάνιο, το διαβάζει —ένας Ανδριώτης καπετάνιος—, μόλις το διάβασε άρχισε να μου δίνει κουράγιο και θάρρος. Μου λέει: «Ε, δεν είναι τίποτα», λέει, «γράφει κάτι εδώ πέρα, πρέπει να κάμεις μια θεραπεία, μιας και τη μακρόχρονη θεραπεία, αλλά θα περάσει», λέει, «δεν είναι τίποτε». Λέω: «Είναι σοβαρά;», του ‘λεγα. «Δεν είναι τίποτα, μην κάνεις έτσι, μη φοβάσαι», μου λέει, «Δεν… Πήγαινε τώρα ετοιμάσου, θα ετοιμάσω κι εγώ τον λογαριασμό σου, ετοίμασε τα πράγματά σου, να σε πάει να σε πάρει το σκάφος να φύγεις να πας για την πατρίδα». Εγώ κατέβασα τις πλερέζες εκεί και όταν κατέβηκα και μπήκα στην καμπίνα μου εσάλταρα απ’ τη χαρά μου, γιατί επέτυχα τον σκοπό μου. Τέλος πάντων, σκοπός...
Μια χαρά.
Εγίναν όλα λαμπρά και, αφού με πήρε ο πράκτορας στο ξενοδοχείο, μου λέει: «Αύριο θα φέρω τα χαρτιά, πάω στο Immigration να σφραγίσει τα… τα χαρτιά σου και τέτοια». Παίρνει τα χαρτιά ο πράκτορας κι έρχεται στο ξενοδοχείο την άλλη μέρα, μου λέει: «Ξέρεις τίποτε;». «Δεν ξέρω, θα μου πεις να μάθω». «Δεν πετάς», μου λέει, «σήμερα για Ελλάδα, γιατί είδανε ότι πάσχεις από καρδιά και δε σ’ αφήνει η αστυνομία να πετάξεις». Να τα μας! «Και τι θα γίνει τώρα;». Λέει: «Θα πας στο νοσοκομείο, θα κάτσεις και, άμα δώσει το ΟΚ το νοσοκομείο, θα φύγεις για την Ελλάδα». Μα γαμώ την… Πω ρε γαμώ τη... Το φύσαγα και δεν κρύωνε. Φτου! Και αντί για το αεροδρόμιο, απ’ το Κόμπε με πάνε απάνω σ’ ένα βουνό που ήταν ένα νοσοκομείο, το Μπιόι Καϊσέι, ιδιοκτησία του Βατικανού, διοικούντανε από καλόγριες Αμερικάνες. Πω ρε κάτι στριμμένες... γαμώ τη… και μπήκα εκεί μέσα. Και με κράτησαν έναν μήνα, παραπάνω από μήνα, και δώσε εξετάσεις, με τρελάνανε! Και μετά από ένα μήνα γράφουνε ένα: «Πάσχει από γαστρίτιδα», λέει, και έφυγα από την Ιαπωνία και ήρθα στην Ελλάδα. Και είχανε γράψει: «Πάσχει από γαστρίτιδα». Εντάξει, αυτά.
Αυτά.
Πάρα πολύ ωραία.
Content available only for adults (+18)
Summary
Αρχικά, ο Κώστας Βούλγαρης μοιράζεται τις αναμνήσεις του από ένα ναυτικό εμπορικό ταξίδι το 1967, κατά την περίοδο του Πολέμου των Έξι Ημερών ανάμεσα στο Ισραήλ και τον αραβικό κόσμο. Στη συνέχεια, αφηγείται τις εμπειρίες του από τα ταξίδια που έκανε ως ναυτικός και εξηγεί τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματος, παρουσιάζοντας τις αρμοδιότητες του κάθε μέλους του πληρώματος και τα ωράριά τους, καθώς και τον τρόπο διαβίωσης πάνω στο πλοίο. Τέλος, κάνει λόγο για την απόφαση που πήρε στην Ιαπωνία να παραιτηθεί και να γυρίσει στην Ελλάδα, αλλά και για την περιπέτεια που είχε μέχρι να ολοκληρωθεί η επιστροφή του στα πάτρια εδάφη.
Narrators
Κωνσταντίνος Βούλγαρης
Field Reporters
Ειρήνη Κωνσταντά
Tags
Interview Date
20/06/2020
Duration
38'
Content available only for adults (+18)
Summary
Αρχικά, ο Κώστας Βούλγαρης μοιράζεται τις αναμνήσεις του από ένα ναυτικό εμπορικό ταξίδι το 1967, κατά την περίοδο του Πολέμου των Έξι Ημερών ανάμεσα στο Ισραήλ και τον αραβικό κόσμο. Στη συνέχεια, αφηγείται τις εμπειρίες του από τα ταξίδια που έκανε ως ναυτικός και εξηγεί τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματος, παρουσιάζοντας τις αρμοδιότητες του κάθε μέλους του πληρώματος και τα ωράριά τους, καθώς και τον τρόπο διαβίωσης πάνω στο πλοίο. Τέλος, κάνει λόγο για την απόφαση που πήρε στην Ιαπωνία να παραιτηθεί και να γυρίσει στην Ελλάδα, αλλά και για την περιπέτεια που είχε μέχρι να ολοκληρωθεί η επιστροφή του στα πάτρια εδάφη.
Narrators
Κωνσταντίνος Βούλγαρης
Field Reporters
Ειρήνη Κωνσταντά
Tags
Interview Date
20/06/2020
Duration
38'