Ανάμεσα σε δύο χώρες και δύο ταυτότητες: μια Ελληνίδα της Σερβίας αφηγείται
Segment 1
Παιδικά χρόνια στη Σερβία, η ελληνική καταγωγή και η διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας
00:00:00 - 00:10:52
Partial Transcript
Πείτε μου το όνομά σας. Λέγομαι Κατερίνα Βερύκιος. Εγώ είμαι ο Αλέξανδρος Μπαλάσης, βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη και σήμερα είναι Παρασκε…να να πάρω έπρεπε να είναι Δέλτα, επειδή, παρόλο που ήξερα ότι δεν είναι Έλληνες πλέον, ήθελα να έχει κάτι που έχει σχέση με κάτι ελληνικό.
Lead to transcriptSegment 2
Εφηβικά και φοιτητικά χρόνια στη Σερβία και την Ελλάδα
00:10:52 - 00:17:11
Partial Transcript
Πώς σπουδάσατε; Τι σπουδάσατε; Όταν ήμουν 19 χρονών, πέρασα εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο στη Σερβία. Γράφτηκα σε δύο πανεπιστήμια…λά κάποια παιδιά έβρισκαν αυτό καταπληκτικό. Γι' αυτό τον λόγο γενικά και οι Σέρβοι πιστεύω ότι έχουν μια εμμονή παραπάνω με τον αθλητισμό.
Lead to transcriptSegment 3
Το ξέσπασμα του πολέμου και οι βομβαρδισμοί
00:17:11 - 00:26:35
Partial Transcript
Όταν άρχισε να διαλύεται η Σερβία, εσείς ήσασταν εκεί; Ναι, θυμάμαι ότι ήμουν 11 χρονών. Η Γιουγκοσλαβία. Η Γιουγκοσλαβία, ναι. Ήμουν 11 …ς 18-20 ώρες, για να φτάσουμε και ότι περνούσαμε από τους χωματόδρομους που είχε φτιάξει ο στρατός, για να μπορούν άνθρωποι να κυκλοφορούν.
Lead to transcriptSegment 4
Η σερβική και η ελληνική ταυτότητα
00:26:35 - 00:31:33
Partial Transcript
Και όταν ήρθατε στη Θεσσαλονίκη, πώς ήταν κατάσταση; Αρχικά πώς σας αντιμετώπιζαν οι Έλληνες; Ερχόμενη απ' τον πόλεμο αρχικά. Ερχόμενη απ' …τό. Αλλά θυμάμαι ότι πρώτη φορά, δηλαδή, αισθάνθηκα ότι ένας Έλληνας με πρόδωσε, που ήταν, δηλαδή, από το ίδιο μέρος όπου γεννήθηκα κι εγώ.
Lead to transcriptSegment 5
Σπουδές, επαγγελματική πορεία και δημιουργία οικογένειας
00:31:33 - 00:41:32
Partial Transcript
Θα θέλατε να μας πείτε γι' αυτήν την εκπομπή που λέτε; Ήταν μια εκπομπή, τίποτα σπουδαίο, σε μία τοπική τηλεόραση, σ' έναν τοπικό τηλεοπτικ…ταστικό. Πήγαινα στον καημένο άνθρωπο να μου φτιάχνει όλα αυτά τα πράγματα, στο τέλος με κάλεσε να πάμε για καφέ, ερωτεύτηκα και αυτό ήταν.
Lead to transcriptSegment 6
Η σερβική και η ελληνική ταυτότητα και οι πρώτες εντυπώσεις από την ελληνική κοινωνία
00:41:32 - 00:50:23
Partial Transcript
Και μέχρι σήμερα με τη Σερβία τι σχέση έχετε; Πηγαίνετε; Τώρα πλέον όχι τόσο συχνά. Περισσότερο η μητέρα μου έρχεται, όταν μπορεί και μένει… θέλετε να προσθέσετε εσείς κάτι. Όχι. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, να είστε καλά. Ευχαριστώ που συμμετέχετε. Γεια!
Lead to transcriptSegment 1
Παιδικά χρόνια στη Σερβία, η ελληνική καταγωγή και η διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας
00:00:00 - 00:10:52
[00:00:00]Πείτε μου το όνομά σας.
Λέγομαι Κατερίνα Βερύκιος.
Εγώ είμαι ο Αλέξανδρος Μπαλάσης, βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη και σήμερα είναι Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου του 2019. Κυρία Κατερίνα, πείτε μου πού γεννηθήκατε και πότε γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα το '77, 14 Νοεμβρίου, στη Σερβία, στο Srbobran, βόρεια Σερβία και εκεί μεγάλωσα. Εκεί ήμουν μέχρι τα 19 μου, έπειτα ήρθα εδώ. Τώρα να πω κάτι για τον εαυτό μου. Η μαμά μου είναι Σερβίδα, ο πατέρας μου ήταν Έλληνας, ήταν καθηγητής φιλοσοφίας στο Novi Sad, στο πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου ήρθε στη Σερβία, επειδή ο παππούς μου ήταν πρώτος Πρόξενος της Ελλάδας στη Σερβία, βασικά στο κράτος Σέρβων, Κροάτων και Σλοβένων, από το 1918 μέχρι το 1936 ήταν Πρόξενος και έτσι κι ο μπαμπάς μου βρέθηκε εκεί. Τότε το Ελληνικό Προξενείο ήταν στο Split, στη σημερινή Κροατία, εκεί μεγάλωσε. Η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από τη Λευκάδα, από την πλευρά του πατέρα, ενώ η μαμά είναι ντόπια, από τη Σερβία. Στο Srbobran πήγα και από το νηπιαγωγείο μέχρι και το λύκειο. Και αυτή είναι έτσι κάπως μία σύντομη παιδική ηλικία. Ο πατέρας μου νωρίς πέθανε, όταν ήμουν 6 χρονών και μέχρι τα 6 μας, κι εγώ κι ο αδερφός μου, ο οποίος είναι έναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα, είχαμε έντονη επίδραση —να πω έτσι— στο μεγάλωμα του ελληνικού πολιτισμού και της παιδείας. Έπειτα, όταν πέθανε ο πατέρας, αυτά λίγο πολύ όλα χάθηκαν, μετά ξεκίνησαν πόλεμοι, άλλαξε λίγο η ζωή. Αυτό είναι ουσιαστικά το—
Θα θέλατε να μου πείτε για τα σχολικά σας χρόνια στη Σερβία. Στο σχολείο τι κάνατε; Τι μαθαίνατε;
Στο σχολείο αυτό που περισσότερο απ' όλα με εκνευρίζει είναι —όταν το θυμάμαι— θυμάμαι ότι κατά κάποιο τρόπο ήμασταν λίγο, επειδή ο Τίτο πέθανε το '80, εγώ την πρώτη δημοτικού ξεκίνησα το '84, άρα ακόμη ήμασταν υπό την επίδραση του κομμουνισμού. Και τα πρώτα μου παιδικά χρόνια στο σχολείο θυμάμαι ότι όλα ήταν στο όνομα του Τίτου, του Τίτο βασικά, και ήταν τα πράγματα που μετά το μάθημα έπρεπε όλοι να σηκώσουμε τις καρέκλες πάνω στα θρανία, να κοιτάμε τη φωτογραφία του Τίτο, που ήταν πάνω από τον πίνακα, και να λέμε: «Μπρος με τον Τίτο για την ελευθεριά». Αυτό ήταν ένα καθεστώς που, άμα σας εξηγήσω, άμα σας πω μόνο αυτό, νομίζω ότι φαίνεται πώς ήταν και τα υπόλοιπα, απλά πράγματα, που αυτά ήταν καθημερινότητά μας. Κάθε γιορτή έπρεπε να βάφουμε σημαίες, να βάφουμε το κόκκινο αστέρι του Τίτο, έπρεπε 25 Μαΐου να γιορτάζουμε τα γενέθλιά του και τα λοιπά. Τότε αυτό δεν με πείραζε και τόσο, μετά, όταν λίγο μεγάλωσα και κατάλαβα τι γινόταν και πώς γινόταν, μετά και όταν διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία και ακόμα λίγο μεγάλωσα, κατάλαβα πώς ή ποιο μέρος είχε πάρει αυτός, όλο αυτό το ζήτημα, να ζούμε κάτι φρικιαστικές στιγμές, τότε πλέον ήμουν αγανακτισμένη μ' αυτά τα παιδικά χρόνια που έχω ζήσει. Ωστόσο, ήταν ήρεμα παιδικά χρόνια σε ένα μισοκομμουνιστικό καθεστώς. Εγώ τα θυμάμαι όμορφα. Εγώ είχα τη προβάδισμα σε σχέση με άλλους και πλεονέκτημα που στο σπίτι μας μπορούσαμε να γιορτάζουμε Χριστούγεννα, Πάσχα και τα υπόλοιπα, επειδή ο μπαμπάς ήταν Έλληνας, κανένας τίποτα δεν θα έλεγε. Ήταν και καθηγητής, άρα είχαμε μία προστασία, μέσα στα εισαγωγικά. Ενώ τα άλλα παιδιά δεν ήξεραν καν τι είναι Χριστούγεννα, τι είναι Πάσχα, ούτε ήξεραν πότε είναι οι ημερομηνίες, ούτε... δηλαδή κάτι που θα ήταν αυτονόητο, δεν θα ήταν αυτονόητο; Αφού 20 χρόνια πριν, 30 χρόνια πριν οι γονείς οι ίδιοι τους γιόρταζαν όλες αυτές τις γιορτές. Έτσι, δηλαδή, από την αρχή κατάλαβα ότι έχω κάποιο διαφορετικό ρόλο, εκτός και από το επίθετο, το μόνο κακό είναι που μετά επίσης κατάλαβα που οι Σέρβοι πάντα με θεωρούσαν ότι είμαι Ελληνίδα, όταν ήρθα στην Ελλάδα, οι Έλληνες με θεωρούσαν ότι πάλι είμαι ξένη, ότι είμαι Σερβίδα. Αλλά, εντάξει, το 'χω ξεπεράσει και είμαι εντάξει.
[00:05:00]Με την Ελλάδα, είπατε για τον πατέρα σας... Τι επαφή είχατε με την Ελλάδα, όσο ήσασταν παιδί;
Με την Ελλάδα δεν... Όσο ο πατέρας ζούσε, ερχόμασταν τακτικά, ήταν αλλιώς τα πράγματα. Εν τω μεταξύ, από την στιγμή που γεννηθήκαμε και ο αδερφός μου και εγώ ήμασταν δίγλωσσοι. Με τα χρόνια ξεχάσαμε ουσιαστικά ό,τι ξέραμε, επειδή ήμασταν πολύ μικροί όταν πέθανε, εγώ ήμουν πεντέμισι, ο αδερφός μου εξίμισι χρονών, και αυτό χάθηκε. Το μόνο που έμενε και ακόμη σήμερα με συγκινεί είναι που πάντα είχα στο υποσυνείδητό μου ότι εγώ μια μέρα θα πάω στην Ελλάδα, δηλαδή αυτό ήταν ανέκαθεν το όνειρό μου. Και όπως κάποτε, όταν ήταν πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία τότε, ένας γιος πήγαινε στους Παρτιζάνους και άλλος στους Tσέτνικς, τους ντόπιους θρησκευόμενους του Ντράζα Μιχαήλοβιτς, έτσι και στην οικογένειά μας, ο αδερφός μου θεωρεί ότι αυτός είναι Σέρβος, παρόλο που είναι Γεώργιος Βερύκιος, και εγώ θεωρώ ότι είμαι Ελληνίδα και από μικροί είχαμε αυτό το... διχασμένες προσωπικότητες κατά κάποιον τρόπο. Και πάντα προσπαθούσα κατά κάποιο τρόπο ακόμα και στα μαθήματα βιολογίας θυμάμαι που έπρεπε κάθε ένας —αυτό ήταν πρώτη λυκείου νομίζω;— να περιγράψει ένα φυτό ή οτιδήποτε, ολόκληρη ιστορία, τι ξέρει, πώς είναι και τα λοιπά, εγώ έχω διαλέξει τους νάρκισσους για τον Νάρκισσο, να πω και το ελληνικό, η μυθολογία τι έγινε, πώς έγινε. Δηλαδή, είχα μια ψιλοεμμονή συνέχεια. Αλλά και οι θείοι μου, επειδή ήταν παιδιά, του μπαμπά μου τα αδέλφια, επειδή ήταν παιδιά ενός διπλωμάτη, ήταν σε όλες τις πλευρές του κόσμου, κανένας δεν έμεινε ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, Αυστραλία, Αμερική, από εδώ από εκεί. Δηλαδή και αυτοί ζούσαν έτσι μια παράξενη ζωή και ο μόνος θείος, ο οποίος και σήμερα ζει, επειδή εμείς έχουμε μια πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας, ο πατέρας μου ήταν 52 χρονών, όταν γεννήθηκα, ακόμα και οι θείοι μου, παρόλο που δεν έζησαν ποτέ στην Ελλάδα, ανέκαθεν είχανε εμμονή μ' αυτό, με την Ελλάδα, ότι δηλαδή πάμε πιο απλά πράγματα: λατρεία του αυγολέμονου, που είναι έτσι εθνικό το θέμα.
Η μητέρα σας πώς αντιδρούσε; Αντιδρούσε βασικά στο να μεγαλώνετε με μία ελληνική επίδραση; Συμφωνούσε με αυτό;
Ναι, συμφωνούσε. Εμένα πάντα με υποστήριζε, υποστήριζε και τον αδερφό μου στην επιλογή του. Δεν είχε πρόβλημα. Πάντα τότε, επειδή —εννοείται— δεν υπήρχαν ακόμη ίντερνετ και τα υπόλοιπα πράγματα, πάντα πρόσεχε να έχω όλα τα βιβλία, όσα χρειάζομαι, για να μάθω για την ελληνική ιστορία, για τον ελληνισμό, με έστελνε εκδρομές στην Αθήνα, μη τυχόν μη δω Παρθενώνα, Δελφούς και τα υπόλοιπα. Δηλαδή, πρόσεχε πάντα να έχω μία συγκεκριμένη επαφή, να μην χάσω αυτό το βασικό, που εγώ αισθανόμουν ανέκαθεν.
Και πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια; Πώς θυμάστε την εμπειρία του να χάνετε τον πατέρα σας και μετά αυτό πώς σας επηρέασε στην ζωή σας και την προσωπική αλλά και στο σχολείο, πώς σας συμπεριφέρονταν τα υπόλοιπα παιδιά;
Επειδή το Srbobran που γεννήθηκα είναι μια μικρή κωμόπολη με 22.000 κατοίκους, εκεί ο πατέρας μου ήταν ένα θαύμα, ας το πούμε έτσι, και ακόμη τώρα, 35 χρόνια-36 από τότε που πέθανε, ακόμη πηγαίνουν οι φοιτητές του στον τάφο του κάθε χρόνο κτλ. κτλ. Πάντα είχαμε —πώς να σου πω;— ένα ξεχωριστό όνομα εκεί, το οποίο με προστάτευε. Ήταν και διαφορετικό επειδή ήταν ελληνικό, όπου και να κυκλοφορούσα, ακόμα και τώρα, «Αχ μήπως είστε η κόρη του Βερύκιου, του καθηγητή;», δηλαδή πάντα είχα ένα προβάδισμα σε σχέση με τους άλλους, που μου, κατά κάποιον τρόπο, και δημιουργούσε μετά προβλήματα, επειδή ήμουν η ξένη, που έπαιρνα κάτι που ήταν δικό τους. Και θυμάμαι ότι από όταν ήμουν πάρα πολύ μικρή, δηλαδή όταν ακόμα ήμουν στο νηπιαγωγείο, επειδή λίγο μάλωνα με τα υπόλοιπα παιδιά, δύο φορές με διώξανε από τα νήπια, που κανέναν δεν νομίζω ότι τον διώξανε, και με επέστρεψαν μόνο και μόνο, επειδή ο μπαμπάς μου ήταν ο Βερυκίος, ο οποίος ήταν Έλληνας και ήταν καθηγητής. Δηλαδή, πάντα είχαμε σαν να ήμασταν κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους. [00:10:00]Μετά, όταν πέθανε ο μπαμπάς, ομολογώ ότι δεν είχα καταλάβει και πολλά πράγματα. Όταν μπήκα στην εφηβεία, εκεί άρχισε έντονα να με πειράζει όλο αυτό. Δεν είχα πρόβλημα με τα άλλα παιδιά ποτέ, που πάλι με προστάτευε το όνομα. Αλλά εκεί, στην εφηβεία ήταν έντονο, που μάλλον κατάλαβα την έλλειψη του πατέρα, να ασχοληθώ όλο και περισσότερο με οτιδήποτε ελληνικό. Θυμάμαι όταν και ο Μιλόσεβιτς, κάποια στιγμή είχε —η γυναίκα του βασικά— είχε αγοράσει Δέλτα παγωτά που κάποτε υπήρχαν, λέγανε όλοι ότι είναι ελληνικά παγωτά, ότι οι Έλληνες μετά πήγανε στην Σερβία, η γυναίκα του Μιλόσεβιτς αγόρασε το εργοστάσιο, ακόμα τα παγωτά που πήγαινα να πάρω έπρεπε να είναι Δέλτα, επειδή, παρόλο που ήξερα ότι δεν είναι Έλληνες πλέον, ήθελα να έχει κάτι που έχει σχέση με κάτι ελληνικό.
Πώς σπουδάσατε; Τι σπουδάσατε;
Όταν ήμουν 19 χρονών, πέρασα εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο στη Σερβία. Γράφτηκα σε δύο πανεπιστήμια. Γράφτηκα, στην Ιστορία —εννοείται— στη Φιλοσοφική Σχολή, στο Τμήμα Ιστορίας και στη Γεωπονική Σχολή. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε από το προξενείο ένα γράμμα, που υπήρχε ένα πρόγραμμα επιστροφής παιδιών των Ελλήνων, που είχανε φύγει από την Ελλάδα, και επειδή ο παππούς μου ήταν και πρόξενος, ήταν στο διπλωματικό σώμα, ένα παραπάνω, κι έτσι πρώτα ήρθε σε μένα. Έδωσα εξετάσεις, που ήταν απαραίτητες να δώσω, παρόλο που δεν θυμόμουν καθόλου τα ελληνικά, περισσότερο ήταν στα αγγλικά, λατινικά, δηλαδή σαν κανονικές πανελλήνιες ήταν, απλά ήταν λίγο προσαρμοσμένες προς κάποιον ξενόγλωσσο. Δήλωσα τρία πανεπιστήμια, το πρώτο που δήλωσα ήταν Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μετά από λίγους μήνες ήρθε η απόφαση ότι μπορώ να γραφτώ στο πανεπιστήμιο. Και επίσης τότε πήρα από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας την υποτροφία για 4 χρόνια, που ήταν, νομίζω, 100.000 δραχμές τον μήνα —δεν είμαι σίγουρη, νομίζω ότι ήταν 100 ή 90, κάπου εκεί ήταν— και έτσι σπούδασα.
Στη Σερβία δεν σπουδάσατε δηλαδή.
6 μήνες, όσο ήμουν εκεί, μέχρι να έρθουν τα χαρτιά μου.
Σε ποια πόλη στη Σερβία.
Στο Novi Sad.
Novi Sad.
Novi Sad, βόρεια Σερβία.
Θυμάστε τη φοιτητική σας ζωή στη Σερβία; Κάνατε φοιτητική ζωή;
Ναι, 6 μήνες, που ήταν 7 σχεδόν, σχεδόν κάλυψα τα δύο εξάμηνα. Ναι, ήταν ωραίο, ήταν διαφορετικό, ήταν πάρα πολύ αυστηρό. Και θυμάμαι πρώτη φορά, όταν ήρθα στην Ελλάδα σαν φοιτήτρια, είχα πάθει σοκ με τις ελευθερίες που υπάρχουν στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Π.χ. στο σερβικό πανεπιστήμιο απαγορεύεται να καπνίσεις ακόμα και στο προαύλιο του πανεπιστήμιου, της πανεπιστημιούπολης, απαγορεύεται να τρως μέσα, απαγορεύεται να μιλάς, κάτι που, δηλαδή, δεν σε ρωτάνε, ειδικά εκείνα τα χρόνια, πριν 20 και. Που όταν είδα εδώ και είδα πόσο άνθρωποι είναι ελεύθεροι και ουσιαστικά μπορείς εσύ μ' έναν καφέ να μπεις σ' ένα αμφιθέατρο και να κάτσεις σαν άνθρωπος και να παρακολουθείς και να ρωτήσεις ό,τι σε ενδιαφέρει και να μην καταγράφει κανένας αν έχεις απουσία ή όχι από την παρακολούθηση μαθημάτων, τότε ουσιαστικά κατάλαβα τι θα πει ελευθερία, που μπορείς κάτι και πνευματικά κάτι να δημιουργήσεις, άμα δεν είσαι συνέχεια υπό την πίεση ότι κάποιος καταγράφει το όνομά σου, ελέγχει άμα είσαι εκεί ή δεν εκεί, τι κάνεις, άμα καπνίζεις, άμα δεν καπνίζεις, πού πηγαίνεις. Δηλαδή, αυτό ήταν. Φοιτητική ζωή ήταν ωραία, καμία σχέση με την ελληνική φοιτητική ζωή. Περιορισμένα πράγματα ήταν τότε, που τώρα δεν είναι και πολύ διαφορετικά. Εντάξει, άλλαξαν οι εποχές, αλλά δεν είναι τόσο άνετοι όσο οι Έλληνες. Μ' ένα όμορφο τρόπο περνάνε την φοιτητική ζωή και πάντα τους μένει σαν κάτι ξεχωριστό. Πρώτο και βασικό δεν υπάρχει αυτό το —μέσα στα εισαγωγικά— έθιμο: θα πάμε για καφέ, θα πάμε να παίξουμε τάβλι, θα πάμε να κάνουμε το ένα, το άλλο. Είναι πιο κάπως συμμαζευμένα πράγματα και... Αλλά, εντάξει, πάλι όμορφα περνάνε, όταν ο άνθρωπος είναι νέος, εννοείται ότι δεν παρατηρεί πολλά πράγματα.
[00:15:00]Ποια ήταν η διασκέδασή σας στη Σερβία;
Όταν ήμουν έφηβη, ας πω από 15 χρονών και μετά, επειδή λίγο αργούσαμε εκεί —μέσα στα εισαγωγικά— σε ανάπτυξη, δηλαδή δεν βγαίναμε από πολύ νωρίς, στα 15 που αρχίσαμε, ειδικά σε μια μικρή κοινωνία, όπως είναι Srbobran, είχε ένα disco club, μπαράκι, κάτι τέτοιο ήταν, αλλά όλοι είχαμε περιορισμένο χρόνο, δηλαδή στις 23:00 η ώρα έπρεπε να είμαστε πίσω. Αυτό συνήθως... τότε τουλάχιστον ήταν, μέχρι τα 18, 23:00-23:30 έπρεπε να γυρίσουμε. Εν τω μεταξύ είχαν ξεκινήσει και πόλεμοι, ήταν άλλη κατάσταση. Εκεί ήταν έντονη η ενασχόληση με αθλητισμό που, άμα δείτε, εκεί ήταν υποχρεωτικά και στο δημοτικό ακόμα. Άμα δεν ξέραμε να οδηγάμε ποδήλατο και δεν ξέραμε να κολυμπάμε και να κάνουμε σκι, δεν ήμασταν και σε καλύτερη κατάσταση. Ωστόσο, το κράτος σου επέτρεπε αυτό να κάνεις, δηλαδή μας στέλνανε με επιδότηση κάθε χειμώνα στα βουνά, για να μάθουμε να κάνουμε σκι. Σε κάθε χωριό, και το μικρότερο, δίπλα από το σχολείο υπήρχε αθλητικό κέντρο με κλειστά γήπεδα —γήπεδο βασικά, ένα ήταν—, μπάσκετ που, εντάξει, τα υπόλοιπα ποδόσφαιρο, βόλεϊ και όλα τα αθλήματα μπορούσαμε να κάνουμε. Και αυτό είναι που έτσι είναι και λίγο διαφορετικό από την Ελλάδα, που είχαμε αυτό το έντονο υποχρεωτικό, να πρέπει να ασχολιόμαστε με αθλητισμό. Που εμένα κάποια στιγμή, εντάξει, δεν μ' άρεσε, όπως και σε πολλά άλλα παιδιά, αλλά κάποια παιδιά έβρισκαν αυτό καταπληκτικό. Γι' αυτό τον λόγο γενικά και οι Σέρβοι πιστεύω ότι έχουν μια εμμονή παραπάνω με τον αθλητισμό.
Όταν άρχισε να διαλύεται η Σερβία, εσείς ήσασταν εκεί;
Ναι, θυμάμαι ότι ήμουν 11 χρονών.
Η Γιουγκοσλαβία.
Η Γιουγκοσλαβία, ναι. Ήμουν 11 χρονών και είχα πάει μία εκδρομή στη Saint Andrea, να δω πόσα αρχεία είχαν μείνει από τους Έλληνες, που ήταν έμποροι τον 19ο αιώνα στην Αυστροουγγαρία, δηλαδή στο Σεμλίνο Ζέμουν και πιο πάνω, βόρεια στην Ουγγαρία. Aυτό ήταν ένα δώρο της μαμάς μου, που μου είχε κάνει, και βρεθήκαμε εκεί στη Saint Andrea και θυμάμαι ότι ήρθε ο παππάς, ο ορθόδοξος παππάς, Έλληνας και μας είπε: «Παιδιά, ξεκίνησε πόλεμος, στο Vukovar σκοτώθηκαν οι Σέρβοι». Vukovar είναι πρώτη πόλη ανάμεσα στη Σερβία και την Κροατία, στη βόρεια Σερβία και Κροατία. Κι έτσι ξεκίνησε πόλεμος. Εγώ πρώτα δεν πίστευα ότι κάτι θα γίνει, μετά είδαμε τι έγινε με τη Σλοβενία, με τον νεαρό που τον είχαν πνίξει μέσα στο τανκ, ένας στρατιώτης που ήταν. Μετά ξεκίνησαν διάφορα πράγματα και θυμάμαι τον έντονο φόβο που είχα ζήσει τότε, επειδή έβλεπα συνέχεια στις ειδήσεις, δηλαδή εκείνο το νοσοκομείο του Vukovar με πολλά πτώματα, που ήταν αραδιασμένα στην αυλή, μετά ποιος ποιον σκότωσε, αν θα πέσει η Krajina ή όχι. Μετά άρχισαν να έρχονται οι πρόσφυγες. Η μαμά μου τότε ασχολήθηκε με μία οργάνωση «Srpske sestre», «Σέρβες Αδερφές» που ήταν, που μάζευαν διάφορα φαγητά, τρόφιμα, ρούχα και τα υπόλοιπα, έστελναν, όταν ερχόταν πρόσφυγες, τους περιμένανε, τους βρίσκαν σπίτια, βρίσκαν καταλύματα, πρόσεχαν τα παιδιά να γραφτούν στο σχολείο και τα λοιπά. Ακόμα και η μαμά μου, η μία οικογένεια είχε φέρει στο σπίτι, επειδή είχε ακούσει ότι κάποιος πρόγονός τους, εκεί που μιλούσαν, ότι είχε έρθει κάποτε από την Ελλάδα. Κι έφερε μία πενταμελή οικογένεια στο σπίτι, που σε μας μείνανε ένα μήνα, όχι παραπάνω, μετά οι άνθρωποι συνέχισαν τη ζωή τους κανονικά. Αλλά, δηλαδή, έζησα και από την πλευρά πώς αισθανόταν αυτοί οι άνθρωποι και πόσο χαμένοι ουσιαστικά ήταν. Έπειτα, μετά από όλους αυτούς τους πολέμους, το '99, άρχισαν οι βομβαρδισμοί και θυμάμαι ότι, εγώ ήδη από το '97 ήμουν στην Ελλάδα, '99 πήγα κανονικά, όταν ήταν διακοπές για την [00:20:00]πρωτοχρονιά στη μαμά, γύρισα εδώ. Κάποια στιγμή είδα ότι κάτι θα γίνει στο Κόσοβο, ο αδερφός μου πλέον είχε μπει και στο αστυνομικό σώμα, που στην αρχή η μαμά μου νόμιζε ότι θα έχει πρόβλημα, επειδή έχει ελληνική καταγωγή και μέχρι τότε, ξέρετε, ήταν πάρα πολύ αυστηροί, άμα είσαι καθαρός Σέρβος ή όχι. Αλλά ευτυχώς επειδή μέναμε, γεννηθήκαμε στη Vojvodina, που υπάρχουν σχεδόν 20 μειονότητες, έτσι ήταν πιο light κατάσταση. Ήταν λίγο τρομακτικό, επειδή ήξερα ότι ο αδερφός μου, άμα γίνει κάτι, θα πάει στο Κόσοβο, που κι αυτός ήταν 22 χρονών, ούτε 22, και αποφάσισα να πάω στη Σερβία. Εγώ πήγα 11 Μαρτίου, 24 Μαρτίου ξεκίνησαν βομβαρδισμοί. Και θυμάμαι ότι 24 Μαρτίου το πρωί με είχαν πάρει από το Ελληνικό Προξενείο, να με ενημερώσουν ότι τα τελευταία λεωφορεία για την Ελλάδα αποχωρούν στις 15:00 μεσημέρι και θυμάμαι ότι μια κοπέλα —που δεν ξέρω ποια ήταν, δεν μου είχε συστηθεί, μπορεί και να μου είπε η κοπέλα ποια ήταν, δεν θυμάμαι, επικρατούσε πανικός— μου είχε πει: «Ξέρετε, θα σας βομβαρδίσουν γύρω στις 20:00 το βράδυ». Δεν την πίστεψα και πάρα πολύ, λέω: «Τι λέει τώρα; Ποιος να μας βομβαρδίσει». Στις 20:00 παρά 20 έπεσε η πρώτη βόμβα κοντά στο Srbobran, επειδή ήταν στρατόπεδο εκπαίδευσης των ειδικών δυνάμεων του Μιλόσεβιτς κοντά και μετά ακούστηκαν σειρήνες κι έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος. Παρέμεινα εκεί, επειδή ο αδερφός μου ήταν στο Κόσοβο, η μαμά ήταν μόνη. Εκείνη την εποχή η μητέρα μου ήταν διευθύντρια του δημοτικού σχολείου, τότε σίγουρα θυμάστε —βασικά εσείς δεν θυμάστε, λόγω της ηλικίας—, αλλά τότε όλος ο στρατός πήγαινε στα σχολεία, για να μην τους βομβαρδίσουν. Ήταν έτσι μία παράξενη κατάσταση, απλά αυτό που μου έκανε πολύ εντύπωση ήταν που οι άνθρωποι είχαν αλλάξει πάρα πολύ εκείνη την εποχή, δηλαδή όλες τις κακίες, παλιές έχθρες, όλα τα άσχημα πράγματα δεν υπήρχαν πια. Άνθρωποι είχαν συσπειρωθεί, κατά κάποιον τρόπο, άρχισαν να ερωτεύονται, τα αδέρφια που δεν μιλούσαν συμφιλιώθηκαν, δηλαδή άρχισε να επικρατεί ένα πολύ ωραίο... πολύ ωραία ατμόσφαιρα και πολύ ωραίες ανθρώπινες σχέσεις έχουν βγει στην επιφάνεια. Όλες οι κακίες κάπως... Μάλλον ήταν φόβος από τον θάνατο, δεν εξηγείται αλλιώς, επειδή κάθε βράδυ να κοιμάσαι με μισοάνοιχτα παράθυρα κολλημένα με χι, με κολλητική ταινία, για να μην σπάσουν και γίνει κάτι, να βομβαρδίζουν και Novi Sad. Είναι πολύ κοντά και όταν βομβάρδιζαν τις γέφυρες —1 Απριλίου νομίζω ότι ξεκίνησαν, το '99— ολόκληρη η γη έτρεμε και έλεγα: «Μακάρι να ήμουν στην Ελλάδα», επειδή τότε είχαμε και κάτι σεισμούς στη Θεσσαλονίκη και έλεγα «Καλύτερα και σεισμός, παρά αυτό που γίνεται εδώ». Ακόμα και σήμερα, όταν ακούω τα αεροπλάνα, λίγο κάπως αισθάνομαι παράξενα, ειδικά άμα είναι μαχητικά αεροπλάνα, επειδή ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό, ότι πρώτα πέφτει η βόμβα, μετά ακούγεται ότι φεύγει το αεροπλάνο. Πριν να πέσει η βόμβα, το αεροπλάνο δεν ακούγεται. Θυμάμαι επίσης όταν είχε πέσει ένα, αυτό το stealth technology, που ήταν αεροπλάνο, στο... ένα χωριό στη Vojvodina, Bođani λεγόταν, F-16, όλη η Σερβία ξεσηκώθηκε, εκείνο μάλλον κατά λάθος έπεσε. Δεν θυμάμαι τι ήταν. Και θυμάμαι ότι ήμουν πάρα πολύ περήφανη, επειδή ο νεαρός που έριξε αυτό το αεροπλάνο, η μητέρα του ήταν Ελληνίδα και βγήκε η γυναίκα στην τηλεόραση μιλούσε. Έπειτα κατάλαβα ότι δεν είχε καμία σχέση με τους Έλληνες... Βασικά είχε ελληνική καταγωγή, αλλά δεν είχε επαφές με την Ελλάδα και τα υπόλοιπα. Κι όταν μετά από χρόνια, είχα δημιουργήσει την... είχαν πάρει μία εκπομπή μου στην Televizija Most στο Novi Sad, την είχα καλέσει στην εκπομπή, επειδή η εκπομπή η περισσότερη ήταν για τους Έλληνες και τον ελληνισμό, ειδικά και για τους Έλληνες που έμειναν στην Σερβία, άσχετα αν ήταν τα παιδιά του παιδομαζώματος από το Μπούλκες, το χωριό που ήταν οι Έλληνες, που ήταν στρατόπεδο εκπαίδευσης, κατά την γνώμη του καθηγητή Ρίστοβιτς, ο οποίος έχει γράψει και ανάλογο βιβλίο. Την είχα καλέσει την γυναίκα να έρθει, αλλά δεν ήθελε και μου έλεγε: «Δεν έχω τι να πω και —[00:25:00]λέει— και ντρέπομαι, επειδή δεν ξέρω τίποτα να πω για τον εαυτό μου». Άσχετο σχετικό.
Όταν τελείωσαν τα γεγονότα, εσείς παραμείνατε στη Σερβία ή γυρίσατε στην Ελλάδα;
Όχι, αμέσως γύρισα στην Ελλάδα, επειδή 9 Ιουνίου τελείωσε πόλεμος και αμέσως, άρον άρον ήρθα, για να προλάβω να δώσω μαθήματα, εξεταστική είχε αρχίσει. Και όταν ήρθα, πρώτον δεν μπορούσα κανονικά να ταξιδέψω. Πηγαίναμε με το λεωφορείο μέσα από κάτι χωριά, δεν είχαμε γέφυρες, πηγαίναμε γύρω γύρω. Ειδικά στη νότια Σερβία ήταν τραγικό, ήταν παντού ήταν βομβαρδισμένα. Στη βόρεια Σερβία τουλάχιστον συγκεκριμένους στόχους βομβάρδιζαν, ξέραμε πού θα πέσει, τι θα γίνει. Στη νότια Σερβία ήταν σαν κάποιος να είχε οργώσει όλη τη... Εκεί από το Vranje και προς τα σύνορα με Σκόπια ήταν κυριολεκτικά οργωμένη η γη. Τίποτα δεν φαινόταν, ούτε γέφυρες, ούτε σιδηροδρομικοί σταθμοί, ούτε ράγες, τίποτα δεν υπήρχε. Και πηγαίναμε, θυμάμαι, τότε, που κανονικά με το λεωφορείο, όταν ήμουν φοιτήτρια, ταξίδευα από το Novi Sad μέχρι τη Θεσσαλονίκη 12 ώρες μαζί με τα σύνορα, τότε θυμάμαι ότι κάναμε γύρω στις 18-20 ώρες, για να φτάσουμε και ότι περνούσαμε από τους χωματόδρομους που είχε φτιάξει ο στρατός, για να μπορούν άνθρωποι να κυκλοφορούν.
Και όταν ήρθατε στη Θεσσαλονίκη, πώς ήταν κατάσταση; Αρχικά πώς σας αντιμετώπιζαν οι Έλληνες; Ερχόμενη απ' τον πόλεμο αρχικά.
Ερχόμενη απ' τον πόλεμο πρώτα το περιβάλλον μου, δηλαδή η συγκάτοικός μου, οι φίλοι μου από το πανεπιστήμιο ήταν πάρα πολύ σωστοί. Πρώτα κι όσο ήμουν στη Σερβία, κατά την διάρκεια του πολέμου και είχαμε ακόμα τηλεφωνικές γραμμές, συνέχεια μ' έπαιρναν τηλέφωνο, με ρωτούσαν αν χρειάζομαι βοήθεια, άμα έχουμε φαγητό. Που δόξα τω Θεώ είχαμε φαγητό, αυτό δεν μας έλειπε τουλάχιστον, ρεύμα, νερό δεν είχαμε, αλλά όσο είχαμε ρεύμα, είχαμε και παρτιζάνικες ταινίες, για να μας ανεβάσουν το ηθικό. Οι άνθρωποι εδώ ήταν φανταστικοί και όλοι προσπαθούσαν με κάποιον τρόπο να βοηθήσουν, που βασικά δεν χρειαζόμουν κάποια βοήθεια, δηλαδή δεν ήμασταν σ' έναν πόλεμο που διαρκούσε δύο χρόνια και είχαν εξαντληθεί όλα τα αποθέματα φαγητού, ρούχων και τα υπόλοιπα, σε σχετικά normal κατάσταση ήμασταν. Αλλά αυτή η αντιμετώπιση, αυτή τη θερμή υποστήριξη, απλά μου έκανε εντύπωση που πολλοί άνθρωποι με ρώτησαν: «Γιατί έκατσες εσύ εκεί;» και τους έλεγα «Εντάξει, η μαμά μου είναι Σερβίδα». «Ναι, αλλά εσύ έχεις και ελληνικό αίμα». Δηλαδή, πάλι δεν μου αναγνώριζαν ότι είμαι Ελληνίδα, ενώ όσο ήμουν στη Σερβία κάποιες φορές που κάνανε κάποιους ελέγχους, που κάνουν κατά τη διάρκεια του πολέμου ή ενημέρωναν τον πληθυσμό που ήταν εκεί, εμένα δεν με καλούσαν στην ενημέρωση, επειδή θεωρούσαν, ειδικά που τότε είχα ήδη πάει στην Ελλάδα να σπουδάσω, τότε πλέον δεν με θεωρούσαν καθόλου Σερβίδα και δεν με καλούσαν για την ενημέρωση για την προστασία των πολιτών. Αλλά εδώ ήμουν, δηλαδή, ικανοποιημένη, ήμουν βασικά ενθουσιασμένη, δεν περίμενα ότι... Και θυμάμαι όσο ήταν πόλεμος, ακόμα και στην εκκλησία ερχόταν συνέχεια φορτηγά με φρούτα, με ρούχα, με φαγητά που είχαν μαζέψει Έλληνες, απλοί πολίτες της Ελλάδας —στις εκκλησίες νομίζω ότι μάζευαν, κάπου εκεί, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς τις πληροφορίες—, αλλά θυμάμαι ότι ερχόταν ελληνικά φορτηγά και ότι έφερναν για τους ανθρώπους, ειδικά για τους πρόσφυγες που τότε ερχόταν πλέον από το Κόσοβο, και έφερναν πάρα πολλά πράγματα. Δηλαδή, το ελληνικό στοιχείο πάντα υπήρχε στη Σερβία και ειδικά στη βόρεια Σερβία που, όπως είπα, είναι πολλές μειονότητες. Αλλά, άμα δείτε και αυτό το ζήτημα με την ελληνική μειονότητα στη βόρεια Σερβία, που είναι τόσες μειονότητες και όλοι ζητάνε κάποια δικαιώματα. Κάποια στιγμή εγώ ρώτησα τι πρέπει, επειδή εμένα ο πατέρας μου με είχε δηλώσει σαν Ελληνίδα, ζήτησα τι πρέπει να κάνω, για να μπω κι εγώ σ' αυτή την μειονότητα. Μου είπαν ότι μπορώ να μπω, αλλά το πρόβλημα είναι που θα είμαι μοναδικό μέλος της μειονότητας και είπα, λέω: «Δεν είναι αλήθεια, υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, γιατί δεν υποκινήσουμε αυτό το πράγμα». Μου είπαν να απευθυνθώ στην «Οργάνωση Σερβοελληνικής [00:30:00]Φιλίας», όπου πρόεδρος ήταν —τώρα δεν ξέρω αν ακόμα είναι, το 2015 ακόμα ήταν— ένα νεαρός, που δεν τον ενδιέφερε και πάρα πολύ ελληνικό στοιχείο. Ναι μεν στην καταγωγή του Έλληνας, νομίζω ότι πάλι οι γονείς του ήταν τα παιδιά του παιδομαζώματος, δεν είμαι σίγουρη. Αυτόν, όπως είχα καταλάβει, περισσότερο τον ενδιέφεραν διασκέδαση, όσον αφορά ελληνοσερβικά πάρτι που γινόταν πάντα, ανέκαθεν στο Novi Sad ή στο Βελιγράδι και ήταν καταπληκτικά πράγματα, επειδή στο Βελιγράδι, όπως και να είναι, πάντα υπήρχαν Έλληνες φοιτητές και αυτοί πάντα υποκινούσαν οτιδήποτε. Και θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι είχα θυμώσει κι όταν είχα αυτή την περίφημη μου εκπομπή και είχα καλέσει τον πρόεδρο της «Ελληνοσερβικής Φιλίας» και την τελευταία στιγμή μου ακύρωσε, επειδή μου είπε ότι δεν του άρεσαν πολύ τα θέματα με τα οποία είχα ασχοληθεί στην εκπομπή, τα οποία όλα ήταν για τον ελληνικό πολιτισμό και... Τώρα κάτι τον ενόχλησε. Μήπως ήταν κάποιος φόβος προσωπικός, λόγω τρόπο πώς ήρθαν οι γονείς του εκεί; Δεν μπορώ να καταλάβω ούτε με ενδιαφέρει αυτό. Αλλά θυμάμαι ότι πρώτη φορά, δηλαδή, αισθάνθηκα ότι ένας Έλληνας με πρόδωσε, που ήταν, δηλαδή, από το ίδιο μέρος όπου γεννήθηκα κι εγώ.
Θα θέλατε να μας πείτε γι' αυτήν την εκπομπή που λέτε;
Ήταν μια εκπομπή, τίποτα σπουδαίο, σε μία τοπική τηλεόραση, σ' έναν τοπικό τηλεοπτικό σταθμό του Novi Sad, TV Most, κάποτε το είχε ο Dušan Bajatović, ο οποίος ήταν πρόεδρος την νεολαίας των Σοσιαλιστών του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Αυτός μέχρι σήμερα παραμένει δήθεν σοσιαλιστής, άνθρωπος που ακόμα πιστεύω ότι έχει αυτό το κανάλι. Αυτό το κανάλι δεν ξέρω καν πώς επιβιώνει. Εκεί πήγαινα εθελοντικά, εννοείται, απλά χαιρόμουνα που μπορούσα να δημιουργήσω μια εκπομπή. Επειδή, όταν άρχισε η κρίση στην Ελλάδα, με τον σύζυγό μου αποφασίσαμε να πουλήσουμε το μαγαζί που είχε ο σύζυγός μου εδώ και να δοκιμάσουμε να κάνουμε οτιδήποτε εκεί. Τότε συνάντησα, βασικά τότε κατάλαβα πόσο οι Σέρβοι δεν θέλουν κάποιον που δεν είναι δικός τους εντελώς. Έπρεπε πρώτα να αναγνωρίσω το ελληνικό πτυχίο, μεταπτυχιακό, που για μένα ήταν τρελό, δηλαδή την ιστορία να μου αναγνωρίσουν, να δώσω κάποια παραπάνω μαθήματα. Δηλαδή, τι διαφορετικό έχει η ιστορία; Τέλος πάντων, έκανα κι αυτό. Όσες φορές έψαχνα δουλειά και έκανα, μου έλεγαν: «Άμα ήσουν Ουγγαρέζα, πιο εύκολο θα ήταν. Έτσι δεν υπάρχει περίπτωση». Έτσι βρήκα εγώ τη λύση, να πάω να κάνω την εκπομπή, τουλάχιστον λίγο να... Πήγα στον τηλεοπτικό σταθμό, πήγα το βιογραφικό μου, μου είπαν: «Ελληνίδα;», «Ναι». Ένας από τους υπευθύνους ειδήσεων κάποτε, επειδή, όσο ήταν αυτός φοιτητής, η κοπέλα του ήταν Ελληνίδα, κάθε φορά μετά τις εκπομπές το βράδυ, έβαζε κάτι βίντεο κλιπ του Ρέμου και δεν ξέρω ποια άλλα. Ήταν ερωτευμένος με την ελληνική μουσική, παρόλο που δεν καταλάβαινε τίποτα. Από την στιγμή που του είπα ότι στην καταγωγή μου... αφού είδε και το επίθετο, καταενθουσιάστηκε: «Και θέλετε να κάνουμε και να ράνουμε και να μιλάμε γι' αυτά». Πολλές φορές... Δεν είχα πάρα πολλές εκπομπές, ήταν συνολικά 15-20, κάπου εκεί. Σε περισσότερες εκπομπές ήταν ή ιστορικοί ή πολιτικοί αναλυτές ή στρατιωτικοί αναλυτές ακόμα, που συζητούσαμε για την Ελλάδα, για τον πόλεμο, για τις εκλογές που είχαν γίνει εδώ. Επίσης συζητούσαμε για τη Χρυσή Αυγή, που για όλους ήταν έκπληξη εκείνα τα χρόνια, ειδικά το 2015, σαν ένα φαινόμενο που ήταν σε όλη την Ευρώπη τότε, αλλά κανένας δεν περίμενε ότι θα υπήρχε και εδώ. Και τότε, μάλιστα, άρχισα να γράφω και για το Pečat, για ένα περιοδικό που ακόμα και σήμερα υπάρχει, απ' τα πιο καλά περιοδικά πολιτικά εβδομαδιαία που βγαίνουν στο Βελιγράδι. Εκεί είχα γράψει αρκετά άρθρα, αυτά ήταν σκέτα πολιτικά, τι γινόταν, πώς γινόταν, πολιτική σκηνή, χωρίς δική μου θέση σε όλα αυτά. Αλλά θυμάμαι [00:35:00]ότι το πρώτο κείμενο, που μου είχαν δεχτεί, ήταν για την Χρυσή Αυγή και θυμάμαι ότι ο εκδότης με ρώτησε τι ξέρω για την Χρυσή Αυγή, τι ξέρω για τον Παύλο Φύσσα και τα υπόλοιπα και ήταν το πρώτο μου άρθρο που είχα γράψει.
Όταν τελειώσατε τις σπουδές σας στο ΑΠΘ, πώς συνεχίσατε μετά; Δουλέψατε κατευθείαν;
Άρχισα να δουλεύω στο Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου, στη σχολή Βαλκανικών Γλωσσών. Η καθηγήτριά μου Κατσαροπούλου —που δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή— με βοήθησε, ήταν καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας στο ΑΠΘ, συγκεκριμένα ασχολούταν με την σερβική ιστορία του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Είχα δώσει εξετάσεις, για να περάσω στο μεταπτυχιακό, μετά πήγα στο ΙΜΧΑ, κατέθεσα τα χαρτιά μου, με δέχτηκαν να διδάσκω σέρβικα. Άρχισα το μεταπτυχιακό, που πάλι διάλεξα βαλκανική ιστορία. Για το θέμα είχα τις απαρχές του σοσιαλισμού τον 19ο αιώνα, όσον αφορά τις διάφορες με τον ρωσικό σοσιαλισμό και ποιες είναι διαφορές ανάμεσα στο μιρ, κιμπούτς και ζάτρουγκα, τη σέρβικη, δηλαδή τους συνεταιρισμούς που υπήρχαν, μέσα στα εισαγωγικά, και πώς... ποιοι είχαν πολιτικό πλάνο, ποια δεν είχανε. Και βασικά η καθηγήτρια, η Κατσαροπούλου με είχε κάπως φέρει πιο κοντά μ' όλο αυτό το ζήτημα θυμίζοντάς μου πάντα ότι κατά κάποιον τρόπο το χρέος μου είναι να μεταφέρω και εδώ τι γινόταν με τους Έλληνες που ζούσαν εκεί. Θυμάμαι τότε ήταν και ο κύριος Κολιόπουλος καθηγητής, ο οποίος αρκετές φορές με είχε κατευθύνει προς το Μπούλκες, προς αυτό το περίφημο ελληνικό χωριό, το ουτοπιστικό πείραμα που υπήρχε και έτσι άρχισα πιο έντονα να ασχολούμαι με όλα αυτά. Τελείωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, γράφτηκα στο διδακτορικό, πάλι σερβοελληνικές σχέσεις, αλλά τελικά το διδακτορικό μου με άλλο θέμα —πάλι σερβοελληνικές σχέσεις, σε διαφορετική ιστορική στιγμή— τελείωσα στο Novi Sad. Στο Novi Sad και το Βελιγράδι είναι ίδιο πανεπιστήμιο, το συγκεκριμένο τμήμα.
Δηλαδή επιστρέψατε στη Σερβία κατά χρόνια της κρίσης—
Επιστρέψαμε, ναι, 2 χρόνια, δεν αντέξαμε εκεί. Ο σύζυγός μου πρώτα δεν μπορούσε να μάθει σέρβικα, βασικά μπορούσε ο άνθρωπος να μάθει, δεν ήθελε. Η κόρη μου, που τότε ήταν πάρα πολύ μικρή, φαινόταν ότι δεν μπορεί να καταλάβει το περιβάλλον. Δεν προβληματίστηκα τόσο μ' αυτούς τους δύο αλλά είδα ότι εγώ πλέον δεν ταιριάζω εκεί. Σαν να είχε αλλάξει η νοοτροπία, σαν να είδα λίγο μία έχθρα ειδικά από τους Σέρβους της Βοσνίας, που Novi Sad είναι —εννοείται— γεμάτο τώρα με τους ανθρώπους, που από τότε που ήταν πόλεμος στη Βοσνία είχαν έρθει σαν πρόσφυγες στη Σερβία. Αυτό λίγο κάπως πολύ με ενοχλούσε και πάντα εγώ ήμουν: «Α! Εκείνη η ξένη που ήρθε», δηλαδή δεν τους ήταν αρκετό που είχα γεννηθεί εκεί, δεν ήταν τίποτα. Εγώ πάντα παρέμεινα ξένη. Που, όπως κι όταν ήρθα εδώ —τώρα να μην λέμε και ψέματα μεταξύ μας— όταν ήρθα στο πανεπιστήμιο, θυμάμαι στο πρώτο έτος ακόμα μιλούσα λίγο αγγλικά, λίγο ελληνικά, δεν μπορούσα, παρόλο που παρακολουθούσα τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας στο Αριστοτέλειο, στη Σχολή Νέας Ελληνικής Γλώσσας, και θυμάμαι ότι ρώτησα μια καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας, μήπως μπορώ να δώσω προφορικά —όχι στα αγγλικά, στα ελληνικά, αλλά προφορικά, επειδή δυσκολευόμουνα πάρα πολύ στην αρχή με την ορθογραφία— και μου λέει: «Εσύ κοπέλα μου —λέει— καλύτερα να γυρίσεις στο μπαρ που δουλεύεις», νομίζοντας ότι είμαι Ρωσίδα, δεν ξέρω τι, που εκείνη την εποχή ήταν πολύ έντονο φαινόμενο. Που και τότε αισθάνθηκα πάρα πολύ άσχημα και πολλές φορές, λόγω της προφοράς μου, όταν μιλάω, άνθρωποι αμέσως με βάζουν στο κουτάκι: «Α, αυτή είναι ξένη». Όταν πάω στην Σερβία: «Α, αυτή είναι ξένη». Εντάξει, είναι πονεμένη ιστορία.
[00:40:00]Οικογένεια εδώ πώς κάνατε;
Οικογένεια εδώ... Ο έρωτας γεννήθηκε από τον δικό μου έρωτα προς τα γλυκά. Ζούσα σαν φοιτήτρια σε έναν δρόμο κοντά στη δουλειά μου, στο ΙΜΧΑ, απέναντι υπήρχε ένα ζαχαροπλαστείο που κάθε φορά μετά τα μαθήματα σερβικής γλώσσας πήγαινα εκεί και μελετούσα. Βασικά εκείνη την εποχή, θυμάμαι, ήταν —τότε ακόμα πήγαινα στα μαθήματα μεταπτυχιακών σπουδών— ήταν καθηγητής Αλεξανδρόπουλος τότε, καθηγητής Τουρκολογίας, που υποχρεωτικά είχαμε παρακολουθήσει, και μεταξύ άλλων πάντα φέρναμε κάτι γλυκά, για να φάμε κάτι, που έχει άρωμα είτε ανατολής, είτε ελληνικό, είτε σέρβικο και τα λοιπά. Και πήγαινα σ' ένα ζαχαροπλαστείο, όπου έπαιρνα καζάν ντιπί, να πάω στους συναδέρφους ή να πάω να φάω αργά το βράδυ μετά τα μαθήματα. Μετά άρχισα να ρωτάω τον ζαχαροπλάστη άμα μπορεί να φτιάξει το ένα με τις συγκεκριμένες συνταγές που έβρισκα παλιές, είτε αρχαίες ελληνικές είτε ελληνικές συνταγές γλυκών, που είχα βρει σε ένα παλιό ημερολόγιο ενός κάτοικου του Μπούλκες, τι μπορούσαν, δηλαδή, να φτιάξουν από το αλεύρι, ζάχαρη, τέτοια. Παιδιά, έφτιαχναν τρελά πράγματα! Δηλαδή, οι Έλληνες με τη φαντασία τους από τίποτα να φτιάξουν κάτι... ήταν φανταστικό. Πήγαινα στον καημένο άνθρωπο να μου φτιάχνει όλα αυτά τα πράγματα, στο τέλος με κάλεσε να πάμε για καφέ, ερωτεύτηκα και αυτό ήταν.
Segment 6
Η σερβική και η ελληνική ταυτότητα και οι πρώτες εντυπώσεις από την ελληνική κοινωνία
00:41:32 - 00:50:23
Και μέχρι σήμερα με τη Σερβία τι σχέση έχετε; Πηγαίνετε;
Τώρα πλέον όχι τόσο συχνά. Περισσότερο η μητέρα μου έρχεται, όταν μπορεί και μένει ένα-δύο μήνες, ο αδερφός μου έρχεται τα καλοκαίρια που και που και βλεπόμαστε, αλλά δεν έμεινε κάτι εκεί που με δένει πάρα πολύ. Και φίλοι, όσοι έμειναν, όταν πηγαίνω, είναι πλέον περιορισμένοι. Πέρασε καιρός, πολύς καιρός, άρα όλοι πήραν κάποιον δικό τους δρόμο. Καινούριοι άνθρωποι, που τους συνάντησα εκεί, ειδικά τελευταία φορά, αυτή την αποτυχημένη μετακόμιση που είχαμε κάνει... πάλι, δηλαδή, έμεινε αυτή η σφραγίδα: «Η ξένη», δηλαδή δεν τους ενδιαφέρει καν ποια είμαι, τι είμαι, είμαι ξένη. Έτσι δεν πηγαίνω και πάρα πολύ συχνά. Ωστόσο, άμα πηγαίνω, πηγαίνω μόνο για συγκεκριμένους λόγους, άμα είναι κάτι, έχει σχέση με το περιοδικό για το οποίο ακόμα γράφω ή άμα θέλω να κάνω καμία εκπομπή. Αυτό είναι βασικά που πηγαίνω ή απλά ν' αλλάξω τα υποχρεωτικά διαβατήρια, ταυτότητες, δίπλωμα οδήγησης. Αυτά.
Είχατε κάποιο θέμα στην Ελλάδα για την ιθαγένεια; Έχετε ελληνική ιθαγένεια;
Δεν μου αναγνώρισαν ακόμα την ελληνική ιθαγένεια. Ακόμα είμαι με την άδεια παραμονής, σαν σύζυγος Έλληνα πολίτη, επειδή δεν μπορώ να βρω τα χαρτιά του παππού μου. Περισσότερα χαρτιά μου είπαν ότι, που ήταν στο Υπουργείο Εξωτερικών, εννοείται, επειδή είναι πάρα πολύ παλιά, κατά την γνώμη τους, δεν μπορούσανε να βρούνε. Ειδικά επειδή τότε το Προξενείο ήταν στο Split, όπως σας έχω πει, είπανε και ότι: «Αυτά τα χαρτιά που υπήρχαν στο Split κάηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου στην Κροατία». Εγώ μετά δεν έτρεξα και αρκετά για όλο αυτό, ωστόσο όσες φορές είχα φέρει και τα χαρτιά του πατέρα μου και το ελληνικό του διαβατήριο και τα υπόλοιπα, επειδή δεν ήταν ούτε παιδί ανταρτών ούτε τίποτα, επειδή εντελώς με διαφορετικό τρόπο βρέθηκε εκεί, δεν μου το αναγνώρισαν ποτέ. Κάποιες φορές κι εγώ έλεγα: «Εντάξει, θα πληρώσω», επειδή εδώ, άμα θέλεις να πάρεις ελληνικό διαβατήριο και ιθαγένεια και υπηκοότητα και όλα τα υπόλοιπα, με 700 ευρώ μπορείς να το κάνεις. Είναι νόμος, δηλαδή με κατάλληλα χαρτιά και μετά από πόσα χρόνια γάμου, κάθε άνθρωπος, με τον Έλληνα πολίτη, έχεις δικαίωμα να πάρεις... Εγώ ποτέ δεν ήθελα να κάνω αυτό. Ακόμα προσπαθώ να πάρω τα χαρτιά του παππού μου, επειδή θέλω να αποδείξω ότι εγώ δεν είμαι Ελληνίδα, επειδή παντρεύτηκα έναν Έλληνα, αλλά επειδή με γέννησε ένας Έλληνας. Είναι μεγάλη διαφορά.
Ναι. Και επίσης ήθελα να σας ρωτήσω, κάτι το οποίο μου διέφυγε πριν, για το πώς κάνατε την σύγκριση της Ελλάδας με την Σερβία, όταν ήρθατε εδώ ως φοιτήτρια; Μου είπατε λίγο για τις ελευθερίες που είδατε εδώ. Όλο αυτό πώς το σκεφτόσασταν τότε;
[00:45:00]Από την πρώτη στιγμή ήμουν καταενθουσιασμένη. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι άνθρωποι μπορούν —νέοι άνθρωποι— μπορούν να είναι τόσο άνετοι. Ενθουσιάστηκα και μ' αυτά που τα παιδιά... Δηλαδή, είχα δύο συγκάτοικους, δύο κοπέλες, στην ηλικία μου, μια ήταν από την Φλώρινα, μια ήταν από την Έδεσσα, ήταν κοπέλες που ζούσαν μια normal ζωή. Εμένα αυτό με είχε καταεθνουσιάσει. Δηλαδή, δεν τους ενδιέφερε πολιτική, δεν τους ενδιέφερε άμα θα καταφέρουν με τα λεφτά που έχουν ή όχι μέχρι τον επόμενο μήνα, ζούσαν μία ονειρεμένη ζωή. Εμένα αυτό με είχε κατά ενθουσιάσει. Μετά επίσης, όταν είδα ότι οι άνθρωποι ελεύθερα βγαίνουν, δεν τους ενδιαφέρει τι ώρα θα γυρίσουν, δεν θα μπουκάρει ξαφνικά αστυνομία σε μία καφετέρια που κάθεσαι, για να δουν ποιος έχει ταυτότητα ποιος δεν έχει. Όχι ότι γινόταν συχνά στη Σερβία, αλλά πάντα είχαμε κάτι. Επειδή, όπως και να είναι, άμα μεγαλώνεις 10 χρόνια, δηλαδή από τα 11 μέχρι τα 20 σου, σε μία ατμόσφαιρα που πάντα κάπου κοντά σου γίνεται πόλεμος, μετά γίνεσαι και λίγο παρανοϊκός πιστεύω, ότι λίγο —και ειδικά άμα είναι κάποιος νέος— λίγο υπερβάλλει μ' όλες αυτές τις εικόνες. Αλλά στην Ελλάδα μ' άρεσε αυτό, μ' άρεσε που οι νέοι αισθανόταν ελεύθεροι, που μπορούσαν να εκφράσουν τη γνώμη τους. Όταν δε είδα ότι στο πανεπιστήμιο κάποια στιγμή, πρώτο έτος ακόμα ήμουνα, στους φοιτητές δεν άρεσε κάποιος καθηγητής. Είχαν γράψει και τα χαρτιά με τις διάφορα παράπονα και τα λοιπά, μοίραζαν από δω, μοίραζαν από κει. Το διάβασα το χαρτί, τρελάθηκα, λέω: «Πώς δεν φοβούνται;», λέω «Κάποιος θα τους μπουζουριάσει, κάτι θα γίνει». Έπειτα βλέπω τον συγκεκριμένο καθηγητή να κατεβαίνει στο ισόγειο, που είναι και το αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής, να περνάει από κει, παίρνει ένα χαρτάκι, το διαβάζει, γελάει, τους δίνει πίσω, γελάνε οι υπόλοιποι επίσης, χαιρετίστηκαν, αυτός έφυγε, αυτοί έμειναν. Δηλαδή, εκεί είχα πάθει πλάκα! Εκεί μετά κατάλαβα ότι είναι μία χώρα που μπορεί κάθε ένας να πει ειλικρινά την γνώμη του και να μην τον τιμωρήσουν με άλφα ή βήτα τρόπο για το συγκεκριμένο πράγμα. Άρα εκεί είναι η ουσία.
Και μία τελευταία ερώτηση. Ήθελα να σας ρωτήσω για το παιδί σας σήμερα, αν θέλετε να του μεταδώσετε τον πολιτισμό, ας πούμε, της Σερβίας, τη σερβική γλώσσα, αν του μιλάτε σερβικά ή όχι;
Ειλικρινά η κόρη μου περισσότερο έμαθε σέρβικα από τη μαμά μου. Εγώ προσπαθούσα στην αρχή, μετά να σας πω εγώ φοβούμουνα ότι: «Άμα τη μιλάω και σέρβικα και έχει προφορά σαν εμένα και μετά όλοι να τη θεωρήσουν ξένη ενώ έχει μόνο 1/4 σερβικό αίμα;». Είχα πάντα αυτόν τον φόβο υποσυνείδητα που θεωρώ ότι τώρα ήταν εντελώς λανθασμένο. Ναι, προσπαθώ να τη γνωρίσω όλα, να τη δείξω όλα, να τη μάθω για την Σερβία. Αλλά κι αυτή αυτό που έχει εισπράξει στη Σερβία είναι ότι ήταν η εγγονή του Έλληνα του Βερυκίου, που πάλι, δηλαδή, κάπως χάνει μετά την ταυτότητα 1/4, που έχει σερβική ταυτότητα. Που, εντάξει, ακόμα δεν ασχολήθηκα. Θεωρώ πώς εγώ ήμουν μόνη μου και αποφάσισα ότι είμαι Ελληνίδα και ήμουν πάρα πολύ μικρή, για να το αποφασίσω και να το ακολουθήσω με τόση πίστη και τόσο πείσμα, έτσι πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος μεγαλώνοντας μπορεί να βρει τον εαυτό του. Παρόλο που, όπως βλέπω, η κόρη μου Ελλάδα και τίποτα άλλο. Δηλαδή, μέχρι τη Δράμα και εκεί είμαστε.
Θα σκοπεύατε κάποια στιγμή να γυρίσετε στη Σερβία, να ζήσετε ίσως;
Δεν νομίζω. Και να σου πω και κάτι μακάβριο, επειδή στην Λευκάδα έχουμε τον οικογενειακό μας τάφο και κάποια στιγμή που μιλούσαμε με την κόρη μας γιατί... πως όλοι κάποια στιγμή φεύγουμε και τα λοιπά, την είπα: «Άμα τυχόν πεθάνω, σε παρακαλώ, εκεί». Και κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι μήπως θα ήταν πολύ σοφό να μεταφέρω τον πατέρα μου στον οικογενειακό τάφο, στην Ελλάδα, που, εντάξει, είναι τρελά λεφτά, τρελές διαδικασίες που, εντάξει, κανένας άνθρωπος δεν θα έκανε κάτι τέτοιο μετά από 30 και χρόνια. Αλλά δεν νομίζω, επειδή πλέον και οι φίλοι μου και η δουλειά μου και το παιδί μου και οι φίλοι του παιδιού μου, όλα πλέον είναι εδώ.
Εγώ αυτά είχα να σας ρωτήσω. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε εσείς κάτι.
Όχι. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
[00:50:00]Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, να είστε καλά. Ευχαριστώ που συμμετέχετε.
Γεια!
Summary
Η Κατερίνα Βερύκιος μάς γυρνά πίσω στα παιδικά της χρόνια. Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Σερβία, από Έλληνα πατέρα και Σερβίδα μητέρα, έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια αναζητώντας τη σύνδεση με τις ρίζες της και την Ελλάδα. Τελειώνοντας το σχολείο, φεύγει από τη Σερβία και έρχεται στην Ελλάδα, για να σπουδάσει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η Κατερίνα διηγείται τις δυσκολίες που προέκυψαν στη ζωή της από τη διπλή της ταυτότητα, τον πόλεμο που ξέσπασε το 1998, κατά τη διάρκεια του οποίου ήταν στη Σερβία, καθώς και την τωρινή της σχέση με τις δύο πατρίδες της.
Narrators
Κατερίνα Βερύκιος
Field Reporters
Αλέξανδρος Μπαλάσης
Topics
Tags
Interview Date
20/12/2019
Duration
50'
Summary
Η Κατερίνα Βερύκιος μάς γυρνά πίσω στα παιδικά της χρόνια. Γεννημένη και μεγαλωμένη στη Σερβία, από Έλληνα πατέρα και Σερβίδα μητέρα, έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια αναζητώντας τη σύνδεση με τις ρίζες της και την Ελλάδα. Τελειώνοντας το σχολείο, φεύγει από τη Σερβία και έρχεται στην Ελλάδα, για να σπουδάσει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η Κατερίνα διηγείται τις δυσκολίες που προέκυψαν στη ζωή της από τη διπλή της ταυτότητα, τον πόλεμο που ξέσπασε το 1998, κατά τη διάρκεια του οποίου ήταν στη Σερβία, καθώς και την τωρινή της σχέση με τις δύο πατρίδες της.
Narrators
Κατερίνα Βερύκιος
Field Reporters
Αλέξανδρος Μπαλάσης
Topics
Tags
Interview Date
20/12/2019
Duration
50'