Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Από ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας, φωτογράφος στην Αθήνα
Segment 1
Αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, το χωριό τη δεκαετία του 1960
00:00:00 - 00:09:48
Partial Transcript
Είμαι ο Διαμαντάκος Γιάννης, για το Istorima, είναι…πόσο έχουμε, ρε μπαμπά; 25. 25η. Είναι 25η Μαρτίου 2023 και βρίσκομαι εδώ με τον πα…, τη χτίσανε αργότερα πάλι δίπλα από το χειμωνιάτικο. Έτσι, το σπίτι μεγάλωσε και από 45 τετραγωνικά -ξέρω γω-, έγινε 70. Έγινε βίλα μετά.
Lead to transcriptSegment 2
Η έντονη σχέση με τα ζώα και οι αγροτικές εργασίες
00:09:48 - 00:21:57
Partial Transcript
Το σπίτι ανέκαθεν είχε το κατώι. Τί ήταν το κατώι; Το κατώι ήτανε το σπίτι των ζώων. Πάντα είχαμε ένα μουλάρι και ένα γαϊδούρι. Το μουλάρι …α πολύ αστείο περιστατικό εκείνη την εποχή. Λοιπόν, τώρα περνάω απ’ το ένα στο άλλο και αποσυντονίζομαι. Μπορείς να με βοηθήσεις σε τίποτα;
Lead to transcriptSegment 3
Το σχολείο και η αγάπη για το ποδόσφαιρο
00:21:57 - 00:33:15
Partial Transcript
Ναι, παρ’ τον χρόνο σου. Πες τώρα…ανέφερες για τη Μαρία. Για πες λίγο, μένατε στο ίδιο δωμάτιο, αφού είχε ένα δωμάτιο; Στο ίδιο δωμάτιο, πι…κούρο γκρι, μερικές φορές πιο ανοιχτό. Υπήρχε, λοιπόν, η ασπρόμαυρη τηλεόραση που δεν ξέραμε, δεν είχαμε ιδέα τί χρώματα είχε η κάθε ομάδα-
Lead to transcriptSegment 4
Η πρώτη επαφή με ηλεκτρικές συσκευές, το jukebox και η διασκέδαση στο Καστρί
00:33:15 - 00:43:48
Partial Transcript
Είχατε τηλεόραση; Η Manchester United. Είχατε ραδιόφωνο, τηλεόραση; Πώς έβλεπες ποδόσφαιρο; Εκεί, λοιπόν, είναι το θέμα. Η τηλεόραση, τη …ου Παναγιώτη του Τατούλη, πατέρα του Πέτρου, που ήταν απέναντι ακριβώς η ταβέρνα. Υπήρχε κάποια εποχή και ο Χαλούλος, δεν τον πολύ-θυμάμαι.
Lead to transcriptSegment 5
Τα καφενεία και οι σχέσεις μεταξύ χωριανών
00:43:48 - 01:02:52
Partial Transcript
Από καφενεία ποια ήταν; Ήταν αυτό στην πλατάνα εκεί; Είχε περισσότερα από ένα; Το καφενείο το φοβερό, που όλοι αράζαμε και ήταν πάρα πολύ …ταν λίγο πιο…ναι. Εγώ πιστεύω ότι όλα εξαρτώνται απ’ τη μόρφωση, απ’ το επίπεδο, πώς αντιλαμβάνονται. 'Ντάξει δεν είχανε πάει σχολείο καν.
Lead to transcriptSegment 6
Μια ευχάριστη μουσική ανάμνηση, τα πανηγύρια και κάποιες καστρίτικες εκφράσεις
01:02:52 - 01:16:12
Partial Transcript
Τώρα τί να σου πω; Δεν ξέρω κιόλας. Τετάρτη; Λοιπόν, σου μίλησα για το Καστρί των παιδικών μου χρόνων. Θα σου πω και λίγα πράγματα για το Κ…ι, οργανωμένοι. Στην Αθήνα λες τώρα; Για την Αθήνα μιλάω, ναι. Στο οτιδήποτε. Μπορούσες να το δεις στα ξαφνικά εκεί που δεν το φαντάζεσαι.
Lead to transcriptSegment 7
Η μετεγκατάσταση στην Αθήνα
01:16:12 - 01:23:09
Partial Transcript
Τέλος πάντων, ανεβαίνω Αθήνα. Με συστάσεις που είχα με τους εδώ κάτω συντρόφους, ανέβηκα στα Ιλίσια, που έμενε η Μαρία, και πήγα στην οργάνω…αγούδια που μ’ ενδιαφέρανε, έβαζα κόσμο και μου εξηγούσαν τους στίχους, γιατί δεν ήθελα απλώς τη μουσική, ήθελα να καταλαβαίνω και τί λένε!
Lead to transcriptSegment 8
Τα πρώτα βήματα στην Αθήνα και η εμβάθυνση στη μουσική
01:23:09 - 01:32:03
Partial Transcript
Για πες, τί άλλες δουλειές έκανες και πώς κατέληξες; Ποιο ήταν το επάγγελμά σου μετά; Λοιπόν, η μάνα μου μού έλεγε, μόλις γύρισα από φαντά… ό,τι μπορούσα μόνος μου. Πόσο έκανε τότε; Θυμάσαι; Δεν θυμάμαι τίποτα, όχι. Δεν θυμάμαι. Έδωσα και αέρα να φανταστείς, αν είναι δυνατόν.
Lead to transcriptSegment 9
Τα πρώτα βήματα στη φωτογραφία, προηγούμενες δουλειές και η αγορά του πρώτου μαγαζιού
01:32:03 - 01:48:04
Partial Transcript
Αφού, λοιπόν, ξεκίνησα αυτήν την υπέροχη σταδιοδρομία, τα πάντα ήταν εύκολα μετά. Τέλος πάντων. Αρχίζει, λοιπόν…το επάγγελμα ήτανε Δευτέρα-Τ… 5000; Με μπαλόνια -αν είναι δυνατόν!- και λουλούδια. Όλοι πουλάγανε. Μια ψεύτικη εικόνα ήταν η Ελλάδα. Και τώρα, ακόμα, έτσι είναι βέβαια!
Lead to transcriptSegment 10
Η δουλειά του φωτογράφου και το κυνήγι της νέας τεχνολογίας
01:48:04 - 01:52:33
Partial Transcript
Μάλιστα. Έχεις αφήσει μια εκκρεμότητα, το ξέρεις ε; Τί; Να γυρίσουμε πίσω, στην προηγούμενη θεματική, έχεις αφήσει…ξεκίνησες να λες για το…το θέμα μας, έτσι δεν είναι; Εντάξει, επιλέξαμε δύο θεματικές πολύ…νομίζω ότι απέδωσες μια εικόνα. Εντάξει, ευχαριστώ. Ωραία. Κλείνουμε.
Lead to transcript[00:00:00]Είμαι ο Διαμαντάκος Γιάννης, για το Istorima, είναι…πόσο έχουμε, ρε μπαμπά;
25.
25η. Είναι 25η Μαρτίου 2023 και βρίσκομαι εδώ με τον πατέρα μου, στο σπίτι μας στην Αθήνα, ο οποίος θα μας μιλήσει για κάποια πράγματα, για τα παιδικά του χρόνια και για την πορεία του. Γεια σου, μπαμπά.
Γεια και από μένα. Πρόλαβα τον αυτοκινητόδρομο του χωριού να μην είναι ασφαλτοστρωμένος, τη «δημοσιά», όπως τη λέγαμε. Ήτανε με χοντρό γαρμπίλι, πατημένο.
Τί είναι το γαρμπίλι;
Το γαρμπίλι είναι μικρές πέτρες.
Μάλιστα.
Δεν υπήρχανε πάρα πολλά λατομεία εκείνη την εποχή, νομίζω. Δεν ξέρω, τις έβρισκαν από ποτάμια και τέτοια πράγματα. Τις πατάγανε, ένα αυτοκίνητο σήκωνε του κόσμου τη σκόνη σε τέτοιο δρόμο, πράγμα το οποίο εμάς τότε δεν μας φαινότανε παράξενο. Το χωριό μου απέχει 25 χιλιόμετρα από την Τρίπολη. Λέγεται Καστρί, Καστρί Κυνουρίας. Έχει και το όνομα Άγιος Νικόλαος.
Τί υψόμετρο βρίσκεται;
Το υψόμετρο είναι χαμηλά 950, ψηλά πρέπει να είναι 1100. Ορεινό, με καστανιές, ένα τοπίο καταπράσινο, ένα χαρισματικό χωριό, χαρισματικό τοπίο. Το καλοκαίρι, που μπορεί να έχει καύσωνα στην Αθήνα, εκεί μπορεί να χρειαστείς και δύο κουβέρτες. Έχει, λοιπόν, έναν φυσικό κλιματισμό. Σπάνια κάνει καύσωνα. Αλλά τώρα θα σας μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια και το τί θυμάμαι, τέλος πάντων.
Εμένα λέγε τα.
Σε σένα, ναι. Λοιπόν, γεννήθηκα τέλος της δεκαετίας του ’50, το 1958 συγκεκριμένα. Πρέπει να υπήρχαν τρία αυτοκίνητα-φορτηγά. Κανένα ΙΧ εκείνη την εποχή. Ήτανε του Αποστόλη, που ήταν από το διπλανό χωριό, τη Μεσοράχη, του Σταύρου του Καπράνου και του Ντορβόγιαννη. Α! Συγνώμη κι άλλο ένα, των Γιαννακέων, οι αδερφοί Γιαννακάκου. Με αυτά εξυπηρετείτο ο κόσμος του χωριού για μεταφορά προϊόντων και για δική τους μεταφορά ακόμα και μάλλον -απ’ ό,τι θυμάμαι αμυδρά, ίσως να μην είναι και πολύ σίγουρο αυτό- μπορούσαμε να μεταφέρουμε και ζώα με αυτά τα φορτηγά.
Πηγαίνατε στην Τρίπολη κιόλας.
Ήτανε -θυμάμαι τη μάρκα- Μερσεντές και τα τρία. Αυτά που έχουν ένα στρογγυλό μπροστά, έτσι μια στρογγυλή μούρη. Του Ντορβόγιαννη ήταν με μυτερή μούρη. Τώρα του Αποστόλη δεν θυμάμαι, γιατί έχει ένα τρομερό, απίστευτα χαρακτηριστικό ήχο. Ένα μπλε, μικρότερο φορτηγό, το οποίο όταν ξεκίναγε από τη Μεσοράχη για να ‘ρθει στην πρωτεύουσα σε εισαγωγικά, στην πλατεία στο χωριό, ερχόταν με το φορτηγό. Για θέση παρκαρίσματος ούτε λόγος, έτσι; Όλο το χωριό δικό του! Λοιπόν, ο ήχος του ήταν χαρακτηριστικός. Ξέραμε ότι περνάει ο Αποστόλης -συγχωρεμένος, βέβαια, τώρα- και το βράδυ έφευγε. Ακουγόταν πάλι όταν επέστρεφε σπίτι. Λοιπόν, καμιά φορά με τους Γιαννακέους κάναμε διάφορα έτσι κοντινά δρομολόγια. Μας περνάνε πιτσιρικάκια και τους βοηθάγαμε να φορτώσουμε, να ξεφορτώσουμε κανένα σακί, κάνα τελάρο. Μας άρεσε αυτό, γιατί κάναμε και εμείς τη βόλτα μας. Μας φαινότανε υπέροχο το ότι ήμασταν δίπλα στον οδηγό και βλέπαμε από ψηλά τον δρόμο.
Πόσο χρονών ήσουν τότε;
Τότε πρέπει να ήμουνα οχτώ-εννιά, εκεί. Κάτι τέτοιο θυμάμαι. Ίσως και λιγότερο.
Ήταν απ’ τις πρώτες σου αναμνήσεις, έτσι ζωντανές.
Ναι, ναι, πολλά πράγματα έχουν ξεθωριάσει. Δεν ξέρω η μνήμη μου έχει ξεθωριάσει. Πολλά πράγματα μου έρχονται σιγά-σιγά στη μνήμη και πρέπει να παιδευτώ πολύ για να τα θυμηθώ. Το χωριό εκείνη την εποχή, που ήμουνα μικρός, που ήμουνα ξέρω γω πέντε-έξι χρονών, που μπορώ και θυμάμαι λίγο, απ’ ό,τι μου λένε πρέπει να είχε 3-3.500 κατοίκους. Τώρα, ίσως 300.
Τότε ήταν κεφαλοχώρι;
Ήταν κεφαλοχώρι. Υπήρχανε περίπου εφτά χωριά. Τώρα είναι ντροπή που δεν θυμάμαι ακριβώς το νούμερο, αλλά θα σας τα πω. Ξεκινάει από την Περδικόβρυση, το λεγόμενο Τσερβάσι, Νέα Χώρα του Ρούβαλη, μετά είναι η Ωριά, μετά είναι ο Έλατος, είναι η Μεσορράχη -τώρα δεν ξέρω αν ξεχνάω κανένα-.
Το Καστρί, ο Άγιος Πέτρος.
Ο Άγιος Πέτρος, όχι! Είναι…ήτανε ο ανταγωνιστής. Ήταν κι αυτό μεγάλο χωριό. Τώρα έχει περισσότερους κατοίκους απ’ ότι το Καστρί, δηλαδή υπάρχουν κάτοικοι που μένουν εκεί και δραστηριοποιούνται, ενώ από το Καστρί έχουν όλοι μεταναστεύσει, είτε τη δεκαετία του ’60 και του ’70 για Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, είτε βέβαια στην Αθήνα και τα λοιπά. Οι νεότεροι τώρα -απ’ ό,τι ακούω- φεύγουν και για Τρίπολη και τα λοιπά. Νέοι δεν μένουν πάντως. Σπάνια να δεις νέους. Κεφαλοχώρι, λοιπόν. Η πρωτεύουσα ήταν το Καστρί. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι η γενιά μου και οι μεγαλύτεροι, που έκανα πάρα πολλή παρέα με μεγαλύτερους από μένα, ήταν πνευματώδεις με τρομερό χιούμορ. Είχαμε μια επαφή πάντα με χιούμορ, έναν κώδικα, τέλος πάντων. Η χαρακτηριστική φράση που λέγαμε ένας στον άλλον: «Τί κάνεις, γέρο; Καλά είσαι, γέρο;». Το «γέρο» ήτανε το χαϊδευτικό μας αυτό. Τώρα, άλλη φράση χαρακτηριστική ήταν ότι αν κάποιος πήγαινε στην Τρίπολη για κάποια δουλειά ή ερχόταν από την Τρίπολη, η ερώτηση ήτανε: «Πας μέσα ρε; Είχες πάει μέσα σήμερα;». Το «μέσα» σήμαινε Τρίπολη. Λοιπόν-
Και το «καμάρι» δεν παίζει πολύ;
Όταν θέλαμε κάποιον να του μιλήσουμε έτσι με τρυφερό τρόπο, με καλό τρόπο τέλος πάντων, του λέγαμε: «Τί κάνεις, καμάρι; Έλα εδώ να σου πω κάτι, καμάρι».
Για παρ’ τα λίγο, παρ’ τα λίγο, ρε παιδί μου, από την αρχή. Πες για το σπίτι, πες-
Λοιπόν, το σπίτι μας ήτανε στο χαμηλό μέρος του χωριού, τα «γδυμιάνικα» όπως το λέγανε, σε εισαγωγικά. «Γούβα» το λέγανε. Το λέγανε και κάπως υποτιμητικά θα έλεγα κάποιοι, που ήταν προς την πλατεία. «Α, μένεις κάτω στη γούβα;». Λοιπόν, ένα σπίτι που το πήρε ο πατέρας μου, δεν το έχτισε…έτοιμο, πέτρινο. Πέτρα και χώμα και τα λοιπά. Ξέρετε εκείνη την εποχή τα σπίτια τα κάνανε έτσι. Χαμηλοτάβανο υπερβολικά, μικρό σπίτι με ένα υπνοδωμάτιο, μια καμαρούλα και μια σάλα. Τη σάλα την είχαν για καλή. Είχανε τα σερβίτσιά τους εκεί, τα μαχαιροπήρουνα. Άμα ερχόταν κανένας ξένος, τον πηγαίναμε εκεί. Σιγά-σιγά, με την πάροδο του χρόνου, επειδή ο χώρος δεν μας ικανοποιούσε, δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες μας, ο πατέρας μου με πολύ κόπο, με πολύ αγώνα, μάζευε λίγα χρήματα και έχτιζε ένα δωμάτιο απ’ έξω στην ταράτσα. Έκανε, λοιπόν, ένα δωμάτιο που ήτανε το χειμωνιάτικο. Την καμαρούλα, όταν πέθανε η γιαγιά και ο παππούς, που μένανε εκεί, την κάνανε μπάνιο και μια μικρή κουζινίτσα, τη χτίσανε αργότερα πάλι δίπλα από το χειμωνιάτικο. Έτσι, το σπίτι μεγάλωσε και από 45 τετραγωνικά -ξέρω γω-, έγινε 70.
Έγινε βίλα μετά.
Το σπίτι ανέκαθεν είχε το κατώι. Τί ήταν το κατώι; Το κατώι ήτανε το σπίτι των ζώων. Πάντα είχαμε ένα μουλάρι και ένα γαϊδούρι. Το μουλάρι ήταν θηλυκό και το έλεγε «Κοπέλα». Υπήρχε και ένα [00:10:00]μουλάρι του παππού, το λέγανε «Ψαρρή». Ήταν άσπρο-γκρι αυτό. Αυτό, μάλιστα, απ’ ό,τι μας είχε πει ο παππούς -ο πατέρας της μάνας μου- είχε φτάσει μέχρι το Εσκί Σεχίρ. Το είχαν επιστρατεύσει το ’22 και γύρισε το ταλαίπωρο πίσω, ευτυχώς σώο, και μας βοήθαγε στις δουλειές του σπιτιού. Πέθανε πρώτο. Θυμάμαι εγώ έλειπα, βέβαια, όταν πέθανε και το ένα και το άλλο. Η Κοπέλα όταν πέθανε, ο πατέρας μου την έθαψε κάτω απ’ το σπίτι σε μια ρεματιά, τέλος πάντων. Ταυτόχρονα, με τα ζώα, με τα μουλάρια…Α! Είχαμε και ένα γαϊδούρι. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε. Πρέπει να το αγόρασε το γαϊδούρι μετά που πέθανε ο Ψαρρής. Όταν χάσαμε τον Ψαρρή, είχε ανάγκη από ένα δεύτερο, γιατί τί κάνανε τότε; Τα θέλανε ζευγάρι, γιατί μ’ αυτά όργωνε τα χωράφια ο πατέρας μου. Το κύριο χωράφι ήτανε στην Ούντριτσα, ψηλά πάνω από τη Μεσορράχη, αρκετά μακριά από το χωριό, γύρω στο…μιάμιση ώρα με τα πόδια. Έβαζαν το ένα ζώο δίπλα στο άλλο, τον Ψαρρή και την Κοπέλα στην αρχή, μετά το γαϊδούρι και την Κοπέλα. Του περνάγανε λαιμαριές και είχανε μάθει τα ζώα, δίπλα-δίπλα το ένα απ’ το άλλο, τραβάγανε το αλέτρι και οργώνανε όλες τις πεζούλες -τώρα, δεν ήταν κάμπος βέβαια το χωριό. Δεν είναι κάμπος, είναι πεζούλες-πεζούλες- και έσπερνε πατάτες και σιτάρια κάποια εποχή -το θυμάμαι και αυτό-.
Αλλά, κατά βάση, πατάτες ευδοκιμούσαν.
Βάζανε πατάτες. Ταυτόχρονα, είχανε και κάστανα απ’ τις καστανιές και τα πολύ παλιά χρόνια θυμάμαι -για κάποια χρόνια, δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα- έσπερνε και σιτάρι, το οποίο θέριζε, το έκανε θημωνιές, με τα ζώα το κουβαλάγαμε στη δημοσιά, σε ένα πλάτωμα που ήταν λίγο πριν τον Άγιο Κωνσταντίνο -ένα ξωκλήσι που είναι πριν από τη Μεσοράχη- και εκεί γινότανε το πανηγύρι της αλωνιστικής μηχανής, που ήταν για μας πολύ ωραίο θέαμα. Ένα μεγάλο τρακτέρ μ’ έναν ιμάντα τεράστιο συνέδεε την αλωνιστική μηχανή, που ήταν συνήθως με ξύλο, και μέσα είχε…προφανώς δεν ξέρω πως ήτανε μέσα. Εγώ έβλεπα ότι υπήρχαν διάφορες ρόδες, δεξιά-αριστερά, που γυρνάγανε. Έδινε, λοιπόν, την ώθηση ο ιμάντας, ρίχνανε μέσα από τις θημωνιές και έβγαινε απ’ την κοσκινίστρα το άχυρο και στο κάτω μέρος έμενε το σιτάρι. Βάζανε τα σακιά, το φορτώνανε. Μιλάμε ότι στα 50 μέτρα από την αλωνιστική μηχανή γέμιζε ο σβέρκος σου με τέτοια, με άχυρα. Μιλάμε ότι γινόταν κόκκινο το σώμα σου!
Το θυμάσαι σαν παιδί αυτό; Πηγαίνατε;
Το θυμάμαι. Το θυμάμαι και πηγαίναμε και καθόμασταν στην άκρη εκεί πέρα, με κοντά παντελονάκια. Συνήθως αυτό γινόταν -αν δεν κάνω λάθος- Ιούλιο. Δηλαδή, έπρεπε το σιτάρι -ή και Αύγουστο- να έχει ξεραθεί για να γίνει αυτό. Δεν μπορεί να ήτανε φρέσκο.
Νωπό.
Νωπό, έτσι; Το αφήνανε, λοιπόν, στο χωράφι, ξεραινότανε και λέγανε τότε, ο επιχειρηματίας σε εισαγωγικά που είχε την αλωνιστική μηχανή -νομίζω ότι ήταν κάποιος Μπουτσικάκης, νομίζω, τώρα μου ‘ρθε, αλλά δεν είναι σίγουρο… έφερνε την αλωνιστική μηχανή, έλεγε πότε θα τη φέρει και μαζευόντουσαν όλοι από εκεί και έβλεπες συνέχεια δεξιά-αριστερά να έρχονται φορτωμένα ζώα, γαϊδούρια και μουλάρια με σανό, με σιτάρι. Ο καθένας περίμενε τη σειρά του. Όταν, λοιπόν, τελείωνε, ας πούμε, ο Γιαννούλης, ερχόταν η σειρά -το είχε γράψει ένα τεφτέρι εκεί- ο Διαμαντάκος. Έπαιρνε, λοιπόν, τη σοδειά του ο Γιαννούλης και μετά ξεκίναγε του Διαμαντάκου η επεξεργασία. Έριχνε μέσα το σανό, το σιτάρι, έβγαινε ο καρπός από κάτω και το άχυρο το κάνανε μπάλες, που πάλι το φορτώνανε. Όσοι είχανε χρήματα, βάζανε κάποιο απ’ τα τρία φορτηγά, τέσσερα και το κουβαλάγανε κοντά στο σπίτι. Άλλοι τα κουβαλάγανε με τα μουλάρια. Έβαζαν δεξιά-αριστερά μια και δυο μπάλες άχυρο και μια και στη μέση επάνω από το σαμάρι και τα καημένα τα ζώα, αγόγγυστα προχωράγανε και τα αποθηκεύαμε για να τρώνε τον χειμώνα.
Ο παππούς με τον Ψαρρή τα γύρναγε και μετά με το γαϊδούρι;
Τον Ψαρρή λίγο τον θυμάμαι, να σου πω. Ο Ψαρρής ήτανε λιγάκι ιδιαίτερο, ήτανε…πώς να στο πω; Είχαμε ένα κτήμα λίγο κοντά στη Μεσορράχη και το άλλο ήταν μια ώρα δρόμος μετά, η Ούντριτσα. Ο δρόμος, λοιπόν…στη διχάλα αριστερά πρέπει να πας για την Ούντριτσα, δεξιά για το κοντινό. Δεν ήταν χαζός αυτός να επιλέξει να πάει στο μακρινό -ο Ψαρρής-. Άρχιζε, λοιπόν, από πριν να τρέχει και πήγαινε δεξιά. Σου λέει: «Άντε να τελειώνουμε».
Εντάξει, ήσουνα παιδί τώρα.
Ναι, απλώς έφτασε…μιλάμε ότι τα βάσανα του κόσμου και των παιδιών ακόμα, ήτανε απίστευτα. Δηλαδή, φτάνεις σ’ ένα σημείο να έχεις μια συμπεριφορά ακραία. Τέλος πάντων.
Πες για τα υπόλοιπα ζώα, μιας που είχε πιάσει αυτό το θέμα. Πες μου αυτή την ιστορία που έχεις πει για τον κόκορα.
Διπλά τώρα, δίπλα από εκεί που ήταν τα μουλάρια…εν τω μεταξύ, μπορεί να ήτανε 2,5 μέτρα η απόσταση από το ταβάνι, αλλά με τις κοπριές τους να έχουν γίνει 2 τα μέτρα, δηλαδή 0,5 μέτρο κοπριά, το οποίο ήτανε κοπριά και κάτουρο μαζί. Είχαν ένα τετράγωνο, που ήταν το παχνί. Τους βάζαν μέσα αυτό το άχυρο και τρώγανε. Λοιπόν, και μια φορά το χρόνο σκάβαμε την κοπριά, τη βάζαμε σε σακιά, τη βγάζαμε έξω για να την πάμε στα χωράφια για να-
Για λίπασμα.
Ακριβώς, για να λιπάνουμε την…αυτή ήταν η ζωή του αγρότη, δηλαδή, ένα βάσανο απίστευτο για ένα πολύ μικρό κέρδος. Αυτό τουλάχιστον έχω εγώ στο μυαλό μου. Το άλλο τμήμα του κατωγιού ήταν οι γίδες και οι προβατίνες. Εμείς συνήθως προβατίνες δεν είχαμε, είχαμε γίδες, οι οποίες λίγο πριν το Πάσχα γεννάγανε. Πολλές φορές -και βράδυ ακόμα- θυμάμαι τη μάνα μου που πήγαινε να ξεγεννήσει. Άκουγε κάτω την κατσίκα και φώναζε και τη βόηθαγε να ξεγεννήσει. Τα κατσικάκια, λοιπόν…δυστυχώς, η μοίρα τους είναι η γνωστή. Θυμάμαι ότι το Πάσχα σε όλο το χωριό ακουγόντουσαν διάφορες κραυγές, που τα σφάζανε για να τα ψήσουνε. Τέλος πάντων. Τί μου είπες να πω;
Για τον κόκορα, εμένα μου αρέσει αυτή η ιστορία.
Α! Ναι, είχαμε λοιπόν δίπλα και ένα κοτέτσι, που είχαμε κάνα δεκαριά κότες και είχανε και μερικά κουνέλια. Δηλαδή, υπήρχε μια τρομερή αυτάρκεια. Αγοράζανε εκείνη την εποχή μόνο μακαρόνια…να μην πω ότι και τα μακαρόνια δεν τα είχαν ανάγκη γιατί κάνανε χυλοπίτες, έτσι; Τις βάζανε σ’ ένα ξύλινο τραπέζι είχαμε-
Και τραχανά.
Και τραχανά, φυσικά. Λοιπόν, αγοράζανε ρύζι, ζάχαρη. Μόνο αυτά ήταν τα πράγματα. Όλα τα άλλα τα παρήγαγαν μόνοι τους. Δεν είχαν ανάγκη ούτε ενέργεια, θέρμανση, ξύλα. Απ’ τη φύση όλα! Πρέπει να ήμουν πέντε-έξι χρονών όταν ήρθε το ρεύμα. Αυτό το θυμάμαι…είναι μερικά πράγματα που σου κάθονται.
Ναι, πως ήταν σαν εμπειρία αυτό; Πρώτη φορά με το ρεύμα.
Λοιπόν, είχαμε λάμπες που βάζαμε μέσα πετρέλαιο-
Πετρελαίου.
Και οι οποίες, γύρω-γύρω, βέβαια, απ’ την καπνιά, γινόντουσαν μαύρες το γυαλί. Το βγάζανε το γυαλί, βάζανε ένα ξύλο μ’ ένα κουρέλι και σιγά-σιγά, σιγά-σιγά το καθαρίζανε από μέσα το μαύρο και ξαναγινότανε διαφανές. Όταν, λοιπόν, ήρθε για πρώτη φορά το ρεύμα, θυμάμαι ότι είχαμε ανάψει ήδη τη λάμπα και μόλις ανοίγει τον διακόπτη -είχανε κάνει μια υποτυπώδη εγκατάσταση εκεί, τέλος πάντων-, «Αααα» κάναμε εγώ και η Μαρία, η αδερφή μου. Λοιπόν, σβήσαμε τη λάμπα, δεν είχαμε, δεν την είχαμε και πολλή ανάγκη μετά. Μάθαμε έτσι. Λοιπόν, μάθαμε στον πολιτισμό.
[00:20:00]Για το κοτέτσι έλεγες.
Στις κότες, λοιπόν, ένα φεγγάρι είχαμε ένα κόκορα -όταν λέμε κόκορα μιλάμε τεράστιο- 0,5 μέτρο μήκος με 40 εκατοστά ύψος, κατακόκκινος, ένα θηρίο, πραγματικό θηρίο. Λοιπόν, αυτός δεν άφηνε γυναίκα για γυναίκα. Όποια και να πέρναγε από κει, την αδερφή μου, τη μάνα μου, τις γειτόνισσες, τους την έπεφτε άγρια! Δεν πείραζε κανένα αρσενικό. Ήταν ένα πράγμα που ακόμα το σκέφτομαι με την αδερφή μου και πεθαίνουμε στο γέλιο.
Ήταν μισογύνης κόκορας.
Ήταν μισογύνης, πραγματικά. Εν τω μεταξύ, ήταν και πονηρός. Καθότανε σε μια άκρη, άφηνε την αδερφή μου να περάσει για να την εγκλωβίσει, κατάλαβες; Αφού πέρναγε, της την έπεφτε και έκανε κάτι σάλτους…ο Ρονάλντο δεν έπιανε μια μιλάμε μπροστά του. 1 μέτρο ύψος, της χτύπαγε το-
Θυμάμαι τη Μαρία να μου λέει ότι την τσίμπαγε. Ο οποίος κατέληξε βέβαια στιφάδο ο καημένος, ε;
Όχι στιφάδο. Τον έψηνε τρεις μέρες και δεν έβραζε με τίποτα. Έλεγε η μάνα μου: «Τόσο κακούργος που ήτανε, δεν βράζει με τίποτα αυτός». Δυστυχώς, το ζωάκι. Αλλά είναι πραγματικά τρομερό να περνάω δίπλα του, να μη με πειράζει. Ο πατέρας μου, ο παππούς μου, κανέναν δεν πείραζε. Ούτε τους γείτονες τους άντρες. Όποια γειτόνισσα πέρναγε, την ακούγαμε και ούρλιαζε. Λέγαμε: «Ωπ, της την έχει πέσει ο κόκορας». Λοιπόν, ήταν ένα πολύ αστείο περιστατικό εκείνη την εποχή. Λοιπόν, τώρα περνάω απ’ το ένα στο άλλο και αποσυντονίζομαι. Μπορείς να με βοηθήσεις σε τίποτα;
Ναι, παρ’ τον χρόνο σου. Πες τώρα…ανέφερες για τη Μαρία. Για πες λίγο, μένατε στο ίδιο δωμάτιο, αφού είχε ένα δωμάτιο;
Στο ίδιο δωμάτιο, πιτσιρίκια-
Και πες και για-
Κοιμόμασταν και στο ίδιο κρεβάτι και στο απέναντι κρεβάτι -μιλάμε για 10 τετραγωνικά και αν ήταν αυτό το δωμάτιο, έτσι; Πριν κάνουνε το χειμωνιάτικο, το πρόσθετο δωμάτιο- ήταν και οι γονείς, στην άλλη μεριά. Λοιπόν, τί να πω μου πες;
Πες λίγο για τη σχέση σας. Μετά, άρχισε να πεις, ρε παιδί μου, για τον παππού και τη γιαγιά.
Η σχέση μας ήταν καλή με τη Μαρία, δεν είχαμε…ντάξει, σαν αδέρφια μπορεί κάπου-κάπου να τσακωνόμασταν. Δεν θυμάμαι τίποτα πια, γιατί περισσότερο θα πω αν τσακωνόμασταν θα έφταιγα εγώ σίγουρα παρά η Μαρία, αλλά τέλος πάντων τώρα. Θυμάμαι ένα περιστατικό που η μάνα μου έφτιαχνε γλυκά του κουταλιού. Και τί έκανε τώρα; Επειδή η Μαρία ήτανε λιγάκι λιχούδω, της άρεσαν τα γλυκά τέλος πάντων -ήταν γλυκατζού-, πιάνει και τί κάνει; Είχε το σιτάρι σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, τέλος πάντων, ένα βαρέλι και το είχε χώσει μέσα εκεί στο τέτοιο, στο σιτάρι. Κάποια στιγμή ακούω να φωνάζει η μάνα μου και να την κυνηγάει τη Μαρία και να ‘χει πάει ψηλά, τέσσερις-πέντε πεζούλες πιο πάνω και να μην έρχεται κάτω και γω να γελάω. Γιατί τί είχε κάνει; Πήγαινε να πάρει το γλυκό και δεν είχε αφήσει ούτε ένα, τίποτα. Ήταν τελείως άδειο. Θα στο πει, άμα ρωτήσεις τη Μαρία. Λοιπόν, τέλος πάντων, η Μαρία ήτανε διαβαστερή. Καθόταν εκεί…δεν υπήρχε βέβαια ούτε τραπέζι, όχι γραφείο. Δεν υπήρχε περιβάλλον για μαθητή. Αυτό που έχουνε σήμερα τα παιδιά, έχουν το γραφείο τους, έχουν το δωμάτιό τους.
Μπάνιο…είχατε σκάφη;
Μια σκάφη και-
Ή μπιντέ;
Σκάφη…μια μεταλλική σκάφη που έπλενε κιόλας, αυτή τη χρησιμοποιήσαμε και γι’ αυτό. Συνήθως, πριν μεταλάβουμε και τέτοια πράγματα, κάναμε μπάνιο. Εγώ δεν θυμάμαι και πολλές φορές να μας έκανε, τέλος πάντων. Λοιπόν, η Μαρία ήτανε διαβαστερή, καθόταν εκεί πέρα στο κρεβάτι….είχε κλίση στα φιλολογικά και σκράπας στα μαθηματικά, βέβαια.
Εσύ;
Εγώ με το που έφτανα στο σπίτι, πέταγα τη σάκα -την τσάντα- και κατ’ ευθείαν για μπάλα. Αυτή ήταν η ζωή μου. Τώρα, όπως γενικά προσπαθώ να σκεφτώ τί με αποθάρρυνε να κάτσω και να διαβάσω ήταν το περιβάλλον. Δεν το μπορούσα αυτό το περιβάλλον. Αν υπήρχε περιβάλλον πιο φιλόξενο -μερικοί δεν το είχαν ανάγκη, εγώ το είχα!- θα ήμουν πιστεύω πιο διαβαστερός. Όταν έφταναν τα διαγωνίσματα όμως, φορτσάριζα, με αποτέλεσμα να βγάλω ένα 13, 13 και, 14 παρά έβγαλα στο τέλος να φανταστείς. Δεν χαρίζανε τότε. Η αδερφή μου άριστη και είχε 16. Δεν υπήρχε 17 σε κανένα…ούτε γυμναστική. Το όριο ήταν 16, το «Άριστα». Σήμερα, βλέπεις και 20αρια, έτσι; Όχι, δεν υπάρχουν αυτά! Το 13 θεωρείτο σημερινό 16. Λοιπόν, κάπου εκεί έβγαλα εγώ, τέλος πάντων, το εξατάξιο γυμνάσιο. Δεν ήτανε λύκειο ακόμα.
Παρ’ το λίγο απ’ την αρχή. Πες για το δημοτικό και πώς το θυμάσαι και μετά πήγαινε στο γυμνάσιο.
Το δημοτικό, λοιπόν, είναι κει στη διασταύρωση, ένα πέτρινο κτίριο, το οποίο είχε θυμάμαι μια ξύλινη σκάλα. Όποιος ανεβοκατέβαινε ακουγότανε «γκουπ-γκουπ-γκουπ-γκουπ-γκουπ», δηλαδή τράνταζε ολόκληρη η σκάλα! Είχαμε…ο καθηγητής, ο δάσκαλος που μας έχει μείνει –και μένα και της Μαρίας γιατί το συζητάγαμε κάποτε- ήτανε ο Κωσταντούρος…δεν θυμάμαι το μικρό του. Τί τρομερό που είναι…δεν θυμάμαι το μικρό του.
Δεν πειράζει.
Ο οποίος ήτανε πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Ήτανε πατριώτης, δηλαδή σου μίλαγε για τον πόλεμο της Αλβανίας και έκλαιγε και εμείς τον κοιτάζαμε περίεργα. Να κλαίει ο δάσκαλος μπροστά στους μαθητές του. Μια φορά είχε φωνάξει και τον πατέρα μου. Ξέχασα να σας πω αυτό…ότι ο πατέρας μου πρώτος πήγε στον πόλεμο της Αλβανίας και τελευταίος γύρισε και ήτανε στη πρώτη γραμμή. Πάρα πολλά χρόνια, μέχρι που έφυγα και για την Αθήνα, κάθε 28η Οκτωβρίου μας έλεγε ιστορίες, δηλαδή έβλεπα ότι κοιτούσε μπροστά σαν να το ζούσε…για την Αλβανία. Το έχω μετανιώσει που δεν τον τράβηξα βίντεο, γιατί είχα τα μέσα τότε, είχα ξεκινήσει και ασχολούμουν με τη φωτογραφία και με το βίντεο, γιατί νόμιζα ότι ο πατέρας μου θα είναι για πάντα για να μου πει την ιστορία, όποτε εγώ γουστάρω. Δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί μετά από λίγο, δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα.
Μπορείς να πεις εδώ κάποιες ιστορίες του παππού μετά, αλλά πες πρώτα τα άλλα. Έλεγες για το σχολείο.
Το σχολείο είναι ένα πολύ ωραίο κτίριο, πέτρινο. Δεν θυμάμαι…ήταν σίγουρα ξύλινα τα πατώματα και θυμάμαι ότι είχε μια καταπακτή, που μέσα εκεί βάζαμε τα ξύλα για τη σόμπα. Τον χειμώνα, όταν έκανε κρύο, φέρναμε μόνοι μας από ένα-δύο ξύλα, στο μέγεθος της σόμπας, τα βάζαμε εκεί μέσα και τα καίγαμε όλη την ημέρα για να ζεσταθούμε. Δεν υπήρχε δυνατότητα θέρμανσης διαφορετική, έτσι; Θυμάμαι παρέλαση με το χωριό, με το δημοτικό, να είναι η γραμμή 500 μέτρα, δηλαδή πόσα παιδιά να μετρήσω; Να μετρήσω τριακόσια παιδιά; Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει κανένα πιτσιρίκι να κάνει παρέλαση, βέβαια. Καλά δεν υπάρχει σχολείο τώρα.
Δεν υπάρχει σχολείο.
Δεν υπάρχει.
Πάνε στη Τρίπολη πλέον.
Ναι, ναι.
Αυτά για το δημοτικό, ε; Για πες λίγο και για το γυμνάσιο που-
Λοιπόν, το γυμνάσιο μας φαινότανε καινούριο το κτίριο και πράγματι ήτανε καινούριο. Δεν ξέρω πότε το είχανε χτίσει, δεν το έψαξα δηλαδή. Θυμάμαι ότι κάναμε και ένα πολύ μεγάλο, στεγασμένο, ψηλοτάβανο κτίριο, που ήτανε το γυμναστήριο -με τζαμαρία κτλ.-. Από κάτω ήταν το γήπεδο και από πάνω ήταν το προαύλιο που είχε ένα φιλέ και παίζαμε βόλεϊ. Εκεί κάναμε το πρωί τη σύνταξη των γραμμών, τέλος πάντων, για να κάνεις την πρωινή προσευχή και για να κάνεις έπαρση της σημαίας. Αυτό ήταν καθημερινό. Λέγαμε τον εθνικό ύμνο και ανεβάζαμε τη σημαία και ένας-ένας με τη σειρά έλεγε την προσευχή, την οποία έχω ξεχάσει -δεν θυμάμαι τί ήτανε-. Όλο το πάνω [00:30:00]προαύλιο γέμιζε με παιδιά. Όταν θέλαμε να παίξουμε μπάλα, όταν ήμουν πιτσιρίκι δεν μας άφηναν οι από κάτω, οι μεγάλοι. Αν καμιά φορά τους έλειπε κάποιος και θέλανε να συμπληρώσουνε και πήγαινε ένας από μας ήταν πολύ τυχερός! Βέβαια, τί να κάνει με όλους αυτούς τους μαντράχαλους; Δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα. Εμείς, λοιπόν, παίζαμε στο πάνω και οι άλλοι στο κάτω. Κερκίδες δεν υπήρχανε. Ένας τοίχος ήτανε, νεροφαγωμένος εκεί και τα λοιπά. Βέβαια, αν η μπάλα έφευγε και πήγαινε στου Αντριανάκου, πολλές φορές η Αντριανάκαινα -τη ξέχασα και πως τη λένε- έπαιρνε τη μπάλα και δεν μας την έδινε, γιατί πήγαινε στο περιβόλι της. Άσε που άμα πήγαινε κάτω, μπορούσε να φτάσει στου Ρούβαλη. Μιλάμε για μια μεγάλη πεζούλα το-
Γκρεμό έχει από κάτω, ναι.
Λοιπόν, δεν μιλάμε βέβαια για τις διαστάσεις τις πραγματικές που χρειαζότανε για να παίζεις ποδόσφαιρο. Η μια πλευρά είχε μεγαλύτερο μήκος, η άλλη είχε μικρότερο, ήταν και λίγο κατηφορικό από τα νερομαζώματα. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μας…δεν μας πείραζε τίποτα, αρκεί να παίζουμε και ας έχει κοτρόνες μέσα! Καλά να βλέπεις και με χιόνι…ήταν τέτοιο το πάθος που είχαμε, και με χιόνια ακόμα παίζαμε. Λασπουριά 0,5 μέτρο να βυθίζεται σε μερικά σημεία το πόδι. Δίχτυα δεν είχαμε ποτέ, ποτέ! Δοκάρια. Καμιά φορά, δηλαδή, υπήρχε περίπτωση να είναι η μπάλα μέσα και με το έτσι θέλω λέγαμε «Όχι ήταν απ’ έξω», γιατί δεν υπήρχε δίχτυ να το αποδείξει κάποιος. Λοιπόν-
Εσύ τη μπάλα αγαπούσες.
Εγώ ναι, αγαπούσα τη μπάλα. Στην αρχή, ήμουνα Παναθηναϊκός, επηρεασμένος απ’ το Wembley, απ’ τη πορεία που είχε κάνει ο Παναθηναϊκός τότε, που ήτανε πολύ καλή ομάδα βέβαια. Αλλά αργότερα, που άρχισα να αμφισβητώ την εξουσία και τους μεγάλους, πάντα ήμουν με μικρές ομάδες. Για ένα πολύ μεγάλο φεγγάρι ήμουνα Παναχαϊκή, αργότερα ήμουν Ηρακλής και τώρα που μεγάλωσα και γέρασα, μέχρι προχθές που υπήρχε ο Πανιώνιος, ήμουνα Πανιώνιος! Ποτέ με τους μεγάλους. Ποτέ δεν ήμουν με την εξουσία. Αυτό είναι θέμα…δεν ξέρω, να πω επιλογής;
Ιδεολογικό.
Ιδεολογικό. Η μόνη μεγάλη ομάδα που είχα ανέκαθεν -το αναφέρω αυτό, γιατί μου ’χει μείνει στη μνήμη- είναι η Manchester United. Αυτό οφείλεται στον George Best. Δεν ήξερα καν τί φανέλα φοράει. Μερικές φορές είχε σκούρο γκρι, μερικές φορές πιο ανοιχτό. Υπήρχε, λοιπόν, η ασπρόμαυρη τηλεόραση που δεν ξέραμε, δεν είχαμε ιδέα τί χρώματα είχε η κάθε ομάδα-
Segment 4
Η πρώτη επαφή με ηλεκτρικές συσκευές, το jukebox και η διασκέδαση στο Καστρί
00:33:15 - 00:43:48
Είχατε τηλεόραση;
Η Manchester United.
Είχατε ραδιόφωνο, τηλεόραση; Πώς έβλεπες ποδόσφαιρο;
Εκεί, λοιπόν, είναι το θέμα. Η τηλεόραση, τη δεκαετία του ’60…πρέπει να ήρθε στο χωριό γύρω στο ’65. Πρωτοπόρος στη νέα τεχνολογία ήταν ο Γιώργος ο Κούμπας, ο Κούτσελας. Γιώργος Κούτσελας, παρατσούκλι Κούμπας. Ένας φοβερός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ακολουθούσε…πραγματικά «γκατζετάκιας» θα τον έλεγα, θα ήταν σήμερα, αν ήταν εδώ δίπλα μου στην Αθήνα. Δηλαδή, οτιδήποτε καινούριο έβγαινε, πήγαινε και το έπαιρνε. Είχε ένα μαγαζί και πούλαγε από ψυγεία, τηλεοράσεις, μαγνητόφωνα, γουόκμαν…ό,τι φανταστείς! Λοιπόν, είχε εκεί μια τηλεόραση και πηγαίναμε και καθόμασταν όλοι μπροστά στη βιτρίνα και βλέπαμε Manchester United. Αργότερα, οι πιο φραγκάτοι, οι πιο πλούσιοι, αυτοί που είχαν μια οικονομική δυνατότητα τέλος πάντων –μη τους λέω φραγκάτους και πλούσιους- πήρανε τηλεόραση στο σπίτι και πηγαίναμε θυμάμαι και βλέπαμε στου Κουβερτάρη, από πάνω απ’ το σπίτι…περίπου 200 μέτρα στον δρόμο, ήταν ένας που είχε ένα ξυλουργείο εκεί. Είχε πάρει μια τηλεόραση και πηγαίναμε όλη η γειτονιά και έβλεπε τον «Άγνωστο Πόλεμο», τον Βαρτάνη και δεν ξέρω τί; Τους ξέχασα τους άλλους. Βέβαια, και τα ματς που είχαν ξεκινήσει του Παναθηναϊκού. Θυμάμαι, επίσης, όλοι μαζεμένοι για την πρώτη…για το ταξίδι του ανθρώπου στο φεγγάρι! Ποιος ήταν; Ο Απόλλων 11; Ποιος ήταν; Δεν θυμάμαι τώρα.
Ναι, ναι.
Μιλάμε ότι είχαμε ξενυχτήσει για να δούμε που θα προσσεληνωθεί ο άνθρωπος, το θυμάμαι αυτό το πράγμα. Λοιπόν, κάποια στιγμή ο πατέρας μου μας ανακοίνωσε ότι αγόρασε τηλεόραση. Απ’ τον Κούμπα βέβαια και η αγορά γινότανε πάντα: «Έχω και σου δίνω». Χωρίς βέβαια πιστωτική, γιατί δεν υπήρχε. Δια λόγου, με δόσεις. Θυμάμαι ότι την έφερε. Τηλεόραση, χωρίς κοντρόλ, φυσικά. Είχε κάπου έξι-εφτά κουμπιά κάθετα. Τα δύο μόνο χρησιμοποιούσαμε, γιατί υπήρχε η ΥΕΝΕΔ και η -τί ήτανε τώρα;- ΕΡΤ1…όχι ΕΡΤ, ΕΥΡΤ; Δεν θυμάμαι τώρα. Το 1 και το 2, τέλος πάντων. Λοιπόν, πάταγες το κουμπί, άλλαζε κανάλι. Μια κεραία απέξω, το έστριβες λίγο για να το συντονίσεις καλά, να μην έχει χιόνια. Έτσι, περάσαμε…πέρασαν όλα τα παιδικά μου χρόνια. Μέχρι που έφυγα Αθήνα, δεν πρέπει να είχε έρθει η έγχρωμη τηλεόραση, το ’79-’78.
Ραδιόφωνο;
Ραδιόφωνο είχε ανέκαθεν, θυμάμαι. Ένα ραδιόφωνο με μια κεραία, η οποία ήτανε οριζόντια και την άπλωνες σαν σύρμα απ’ αυτά που απλώνουνε τα ρούχα, έτσι; Το οποίο, το έπιασα εγώ κάποια στιγμή σαν μαστροχαλαστής, γιατί πάντα με ενδιέφερε να δω πως δουλεύει ένα πράγμα…ήταν με λυχνίες! Με αυτό το ραδιόφωνο ακούγαμε Πύργο, τώρα τα θυμάμαι ένα-ένα. «Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα», ας πούμε αυτό το τραγούδι το έβαζε κάθε μέρα ο Πύργος. Α! Θυμάμαι και το σλόγκαν: «Εδώ Πύργος, ραδιοφωνικός σταθμός Δυτικής Πελοποννήσου». Έτσι έλεγε. Το απόγευμα στις 17:00 είχε «Αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού». Πως μου ‘ρχεται ένα-ένα, είδες; Μιλάμε ο εκφωνητής και η εκφωνήτρια να μιλάει μια ώρα συνέχεια: «Είναι ο τάδε, που πήγε στην Αυστραλία και αναζητεί τα αδέρφια του, που είχανε χαθεί στον Εμφύλιο»-
Απίστευτο!
Και δεν ξέρω για ποιον άλλο λόγο. Αυτό το πράγμα εξαλείφτηκε. Πρέπει να τελείωσε γύρω στη δεκαετία του ’70. Όλη η δεκαετία του ’60 ήταν με «Αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού».
Καθόσασταν και το ακούγατε αυτό; Σαν πρόγραμμα; Διασκέδαση;
Δεν καθόμασταν από πάνω και ακούγαμε. Αλλά οτιδήποτε και να έκανες, το ραδιόφωνο έπαιζε και πάντα ακουγότανε αυτό το πράγμα. Λοιπόν, όχι θέλω να πω ότι είναι κάποιες εικόνες που σου μένουνε. Κάτι ήθελα να πω και το ξέχασα τώρα. Είπα πριν για τον Γιώργο τον Κούτσελα, τον Κούμπα. Ο Γιώργος ο Κούτσελας, ο Κούμπας, είχε ένα μαγαζί εκεί στη πιάτσα που είναι, στην πλατεία τέλος πάντων, που είπαμε ότι πούλαγε οτιδήποτε ηλεκτρικό, ηλεκτρονικό εκείνη την εποχή. Από ψυγεία…δεν ξέρω αν είχανε βγει και πλυντήρια. Ακόμη νομίζω πλυντήρια δεν υπήρχανε. Ψυγεία, που ήταν απαραίτητα…ο πατέρας μου το πήρε από κει. Θυμάμαι ένα Philips μεταχειρισμένο. Το πήρε μεταχειρισμένο, γιατί δεν είχε λεφτά να πάρει καινούριο. Τηλεοράσεις οπωσδήποτε, ραδιόφωνα, το πρώτο γουόκμαν που μου πήρε ο πατέρας μου ήτανε από κει. Ένα πολύ καλό γουόκμαν, Philips. Δούλευε πολύ με Philips ο Κούμπας. Μουσική; Ούτε λόγος για ξένη μουσική! Υπήρχε μια ραδιοφωνική εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη το απόγευμα, η μόνη, δηλαδή, που είχε ξένη μουσική. Όταν ήμουνα εκεί, άκουγα. Εμένα με μεγάλωσαν οι Poll, ο Κώστας Τουρνάς, ο Σταύρος Λογαρίδης και βέβαια ο Κώστας Χατζής, που με συγκινούσε ανέκαθεν και η μουσική του, αλλά οι στίχοι του πάνω απ’ όλα. Πραγματικά, μ’ αυτούς μεγάλωσα. Αυτοί με γαλούχησαν.
Και έλεγες για το ραδιοφωνάκι, για τον Κούμπα κάτι ήθελες να πεις.
[00:40:00]Λοιπόν, ο Κούμπας λοιπόν είχε αυτό το μαγαζί. Ο πατέρας του είχε ένα μαγαζί απέναντι από το δημοτικό, που είναι η διασταύρωση. Ο πατέρας του ήταν ένας…τον έβλεπα σαν πολύ ηλικιωμένο εγώ -δεν θυμάμαι και πόσων χρονών μπορεί να ‘ταν τότε, δεν μπορώ να ξέρω-. Ήταν ένας φαρσέρ. Έκανε φάρσες. Αλίμονο όταν του κατέβαζε η κούτρα του να κάνει φάρσα, την πάταγε ο καθένας εκεί. Είχε, λοιπόν, ένα μαγαζί που ήτανε μπακάλικο, καφενείο, έψηνε και κάνα σπληνάντερο. Και τί έκανε που λες; Έβαλε ένα Jukebox! Πρωτοπόρος σου λέω, πρωτοπόρος! Έβαλε ένα Jukebox με τραγούδια Γαβαλά, Μπιθικώτση, Θεοδωράκη. Θεοδωράκη πρέπει να ανανέωσε τους δίσκους μετά τη χούντα, γιατί ήταν απαγορευμένος πριν. Δηλαδή, «Βράχο-βράχο τον καημό μου» το θυμάμαι ότι το είχε, αλλά πρέπει να το ’βαλε μετά. Ανανέωνε. Κάτι σαράντα-πεντάρηδες δίσκους, έτσι; Βίκυ Μοσχολιού, «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει το κοιτώ στον ουρανό», Μαρινέλλα. Αλλά είχε, ας πούμε, και το Titoli, το οποίο είναι, από ποιο είναι; Για μια χούφτα δολάρια;
Ναι.
Του Morricone δεν είναι;
Του Morricone.
Λοιπόν, πώς βρέθηκε εκεί και το είχε; Το βάζαμε και τρελαινόμασταν κάθε φορά, πατάγαμε τα κουμπιά, βάζαμε μέσα -δεν μπορώ να καταλάβω τί βάζαμε, πάντως μια δραχμή όχι…λιγότερο πρέπει να ήτανε- λοιπόν, για να βάλεις το τραγούδι. Αν έκανε λάθος είχε ένα πλήκτρο εκεί, που «γκρουνγκ-κλαν-κλαν» έκανε και το ξανάβγαζε πίσω. Λοιπόν, αυτό άμα το έβαζες στο φουλ ακουγόταν μέχρι απέναντι στη Μεσορράχη. Νυφοπάζαρο να βλέπεις στον δρόμο. Τρεισήμισι χιλιάδες κόσμος και να βγαίνει τη Κυριακή το απόγευμα και να κάνει βόλτες μέχρι τη μεγάλη γέφυρα. Το χωριό για να το προσεγγίσεις πρέπει να περάσεις πρώτα τη μεγάλη γέφυρα και μετά τη μικρή για να μπεις στο χωριό. Μέχρι εκεί, λοιπόν, περπατάγανε παρέες, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Ήτανε και νυφοπάζαρο. Υπήρχε κάνα κοριτσάκι, εμείς βγαίναμε παρέα ξέρω γω και -εγώ ήμουνα πιτσιρίκι τότε, οι άλλοι- και κοιτιόντουσαν. Είχανε γίνει και μερικά, ξέρεις, ζευγαρώματα και τα λοιπά, έτσι.
Όλα αυτά λόγω του Jukebox;
Ακριβώς! Ήτανε το κέντρο εκεί, πραγματικά, η μουσική αυτή. Όχι μόνο λόγω του Jukebox. Και αργότερα, που δεν υπήρχε και πέθανε ο μπάρμπα Κώστας –Κώστα τον λέγανε, ο Κώστας ο Κούτσελας, ο μπάρμπα Κώστας- και δεν υπήρχε αυτό το μαγαζί, συνεχιζότανε αυτό το: «Πάμε μια βόλτα». Μέχρι και τώρα: «Πάμε μια βόλτα μέχρι τη καστανιά -λέγανε-». Ή «μέχρι τη γέφυρα». Περπατώντας, συζητάγανε, κουτσομπολεύανε και ήτανε βέβαια και στην πλατεία το πάνω-κάτω, μέχρι τον άγνωστο στρατιώτη. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, αυτό. Μπορούσες να πας, άμα είχες και πολλά θέματα να συζητήσεις και ήταν και πολύ σοβαρό το θέμα, να πας πάνω-κάτω πενήντα φορές. Λοιπόν, η διασκέδαση ήταν αυτή. Φαγητό στο υπόγειο της Παρασκευής, που έβαζε και κάνα σπληνάντερο. Ήτανε του Παναγιώτη του Τατούλη, πατέρα του Πέτρου, που ήταν απέναντι ακριβώς η ταβέρνα. Υπήρχε κάποια εποχή και ο Χαλούλος, δεν τον πολύ-θυμάμαι.
Από καφενεία ποια ήταν; Ήταν αυτό στην πλατάνα εκεί; Είχε περισσότερα από ένα;
Το καφενείο το φοβερό, που όλοι αράζαμε και ήταν πάρα πολύ ωραία ήταν του Βασίλη του…και της Γιαννούλας. Ρε συ τί είναι αυτό που έπαθα τώρα; Δεν θυμάμαι το επώνυμο.
Ντάξει, μη κολλάς.
Του Κουτούζου, του Βασίλη, που είχε τρία αγόρια και βοηθάγανε κι αυτά. Μεγάλα παιδία είναι τώρα. Δηλαδή, τώρα ο ένας, ο μικρός, είναι συνάδελφος της Μαρίας. Μπορεί και να πάρει σύνταξη σε λίγο ή μπορεί και να πήρε κιόλας. Μεγάλα παιδιά. Πέθανε ο Βασίλης, συγχωρέθηκε, με τη Γιαννούλα. Περάσαμε πολύ καλά μαζί τους. Καλοί άνθρωποι και καλοί επαγγελματίες.
Τί άλλο είχε; Είχε και ειρηνοδικείο, θυμάμαι αυτό που μου το ’λεγε η Μαρία. Είχε το ξενοδοχείο «Ο Πάρνων».
Ξενοδοχείο «Ο Πάρνων», του Χαλούλου ναι. Είχε και τσαγκάρη, του Λαγού, είχε το μπακάλικο του Τσουκνίδα και του Ανδριανάκου.
Είχατε και...έλεγες πριν για το σπίτι ότι ήτανε κάτω, στα χαμηλά του χωριού και έχουμε και την άνω γειτονιά, που μου έχεις πει, ρε παιδί μου, ότι υπήρχε ένας ψιλό-ανταγωνισμός. Ότι ήτανε τα πιο καλά σπίτια.
Όχι, όχι. Όχι, τα πιο καλά σπίτια. Απλώς ζηλεύαμε αυτούς που ήτανε πάνω στον δρόμο και στην πλατεία. Όχι, ότι είχανε κάποια αλαζονεία, αλλά καμιά φορά -ξέρεις- σου λέγανε: «Α! Στη γούβα μένεις;». Ντάξει, ήτανε λιγάκι…ήτανε υποτιμητική αυτή η φράση. Το εκλαμβάναμε λίγο…τώρα μπορώ να σου πω ότι είναι καλύτερα, γιατί πάω εκεί πέρα, έχω την ησυχία μου και…λοιπόν, δεν υπήρχε. Θυμήθηκα τώρα το εξής…ότι από κει βλέπαμε τον Πρόδρομο κάτω, το μοναστήρι του Προδρόμου. Δεν υπήρχε μετεωρολογία. Δεν υπήρχε Κολυδάς και δεν ξέρω τί -πώς τους λένε εδώ;- και ο ΣΚΑΙ για να σου πει τον καιρό. Με το που κοιτάζανε κάτω στον Πρόδρομο και βλέπανε μια ομίχλη: «Α! Θα ρίξει χιόνια αύριο, έχει κατσαφάρα εκεί». Την άλλη μέρα, έριχνε χιόνι. Ήτανε τρομεροί σ’ αυτό το ζήτημα. Δεν χρειαζόταν…δηλαδή, όλα αυτά τα πράγματα, που έχουνε βγει τώρα, οι δορυφόροι και τα λοιπά, δεν ξέρω αν είναι για καλό ρε παιδί μου. Σε τρομάζουνε, σε αγχώνουνε. Άστο να πάει, όπως πάει. Ας είναι ό,τι είναι ο καιρός αύριο, τί να κάνουμε; Ντάξει καλό είναι, βέβαια, να ξέρεις, να προγραμματίζεις, αλλά-
Καλά, το θέλανε και για τα χωράφια τώρα.
Ντάξει, ναι, αλλά τί να κάνουμε; Είναι και η φύση, είναι και το απρόοπτο. Άστο να λειτουργήσει. Πιάνει εδώ πέρα και σε τρομάζει και δεν γίνεται τίποτα και μετά σου λέει: «Ξέρεις, φύσηξε ο αέρας και το πήγε έτσι». Εντάξει το ξέρω ότι κάτι έγινε και δεν. Αλλά θέλουνε, ξέρεις τώρα, να εξυπηρετήσουνε και τα δικά τους, τα μηχανήματα που αγοράσανε, τα λεφτά που παίρνουνε εκεί που διοριστήκανε και όλα αυτά. Λοιπόν, τέλος πάντων, άστο. Αυτό είναι παρένθεση. Λοιπόν, η ζωή του χωριού ήτανε δουλειά όλη την εβδομάδα, αλλά η Κυριακή όλα κι όλα, εκκλησία! Εκκλησία οπωσδήποτε. Όλο το χωριό! Φόραγαν τα καλά τους. Όταν έμπαινες στην εκκλησία, έβλεπες όλα τα κεφάλια να ‘χουνε γυρίσει πίσω και να σε κοιτάζουνε, να σε σκανάρουνε, μέχρι που πήγαινες να κάτσεις. Καμιά φορά δεν κωλώνονανε κιόλας στο να «ψου-ψου-ψου» μεταξύ τους. Ήτανε γενικά, ρε παιδί μου, η διασκέδασή τους, ιδίως των γυναικών, αλλά όχι…και των ανδρών το ίδιο! Βγαίνανε απ’ την εκκλησία, παίρναν εκεί πέρα ένα αντίδωρο και τα λοιπά, κάτι ψιλό-κουτσομπολεύανε, φεύγανε και αρχίζανε πάλι τη ρουτίνα του χωριού.
Εσένα σε ανάγκαζαν από παιδί, είτε ήθελες είτε δεν ήθελες, να πηγαίνεις στην εκκλησία;
Από το σχολείο ξεκίναγε αυτό. Μας πηγαίνανε με το ζόρι στην εκκλησία. Και η οικογένεια μου…οι γονείς μου ήταν θρήσκοι, θρησκόληπτοι και υπήρχε εξαναγκασμός. Εξαναγκασμός να πας οπωσδήποτε, να νηστέψεις οπωσδήποτε, με αποτέλεσμα να αντιδράσεις. Αντέδρασα, λοιπόν. Άρχισα να αμφισβητώ και να προσέχω πάρα πολύ αυτούς που μου υποδείκνυαν-
Τί να κάνεις-
Τα χριστιανικά ήθη και έθιμα και τα λοιπά. Να αρχίζω μετά την αμφισβήτηση να τους καταλογίζω και διάφορα πράγματα, τα οποία κρατάνε και μέχρι σήμερα. Θα μου πεις παντού γίνονται αυτά, ντάξει, ok. Το θέμα ότι μ’ ενδιαφέρει εμένα το πώς πέρασα εγώ τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι ότι το Πάσχα, μόλις το καμπαναριό βάραγε το ρολόι 12:00, βγάζαμε από την τσέπη τέσσερα αυγά κόκκινα, τα ξεφλουδίζαμε -είχε γεμίσει η εκκλησία κάτω με κόκκινες φλοίδες από αυγά- και τα μπουκώναμε, γιατί είχαμε τρελαθεί στην πείνα!
Πείνα!
Και τί άλλο; Και μουστοκούλουρα…όχι, γαλλοκούλουρα.
Τί είναι τα γαλλοκούλουρα;
Δεν είναι αυτό το σκούρο κουλούρι…είναι ένα, το κάνανε το Πάσχα συνήθως. Λοιπόν, νομίζαμε ότι έτσι…αυτό μας είχε περάσει στο μυαλό…ότι είναι ο Θεός με το ρολόι και σε κοιτάζει ότι έτσι και καθαρίσεις το αυγό και το φας νωρίτερα, τη γάμησες, πας στην κόλαση! Ντάξει; Είναι η κόλαση, λοιπόν, τώρα [00:50:00]που οι περισσότεροι πιστεύουνε εκεί και που αναγκάζονται να πούνε «Καλημέρα», να πούνε στον άλλον «Συγχώρησέ με» και τα λοιπά, πριν κοινωνήσουνε. Και που σίγουρα δεν το κάνουνε, γιατί το επιθυμούνε. Απλώς φοβούνται τη κόλαση. Όλα αυτά τα πράγματα, εμένα δεν μου περάσανε στο μυαλό, όχι. Βρήκανε ένα τοίχος, άρχισα να το αμφισβητώ και έχω δημιουργήσει τους δικού μου κώδικες. Το καλό θα το κάνω, επειδή το θέλω. Όχι επειδή μ’ αναγκάζουνε, όχι επειδή φοβάμαι. Πιστεύω ότι το καλό σίγουρα θα κερδίσει και κερδίζει! Έχει αποδειχτεί αυτό το πράγμα. Αλλά θα το κάνω, επειδή το θέλω. Αγαπάω τα ζώα, επειδή τα αγαπάω. Αγαπάω τον δίπλα μου, επειδή τον αγαπάω. Όχι, γιατί φοβάμαι-
Τυπολατρικά, ναι.
Οι περισσότεροι, αφού κοινωνήσουνε, βγαίνουν έξω και κάνουνε μήνυση ο ένας στον άλλον, τον βρίζουνε, του πετάνε τον πάσσαλο κάτω, γιατί το έβαλε στο χωράφι του και τα λοιπά. Και συνεχίζουνε. Αυτή είναι η κατάσταση γενικά, που ντάξει συμβαίνει σ’ όλους τους ανθρώπους. Θυμάμαι όταν ο πατέρας μου πήγαινε να κοινωνήσει, άνοιγε την πόρτα στη καμαρούλα, που ήταν η γιαγιά μου, την οποία δεν τη χώνευε για κάποιο λόγο -δεν ξέρω γιατί, ούτε κι αυτός ίσως να μην ήξερε- και της έλεγε έτσι με ύφος αγριωπό, αγριωπό όχι: «Συγχώρα με». Και του έλεγε η άλλη: «Συγχωρεμένοι». Και έφευγε να πάει να κοινωνήσει. Ντάξει, τελείωσε, αυτό ήτανε. Έκανε το χρέος του! Γιατί κάποιος παππάς, πνευματικός ας πούμε, του το είχε πει. Λοιπόν, μεγαλώνοντας η αμφισβήτηση δεν ήταν μόνο στη θρησκεία, ήταν και στο κοινωνικό σύστημα. Άρχισα να τη ψάχνω πολιτικά και να πηγαίνω προς τα’ αριστερά. Έκανα παρέα με κάποιους αριστερούς στο χωριό…με τον Χρήστο τον συγχωρεμένο, ένας που ήταν κομμουνιστής στον Εμφύλιο, είχε ένα σιδηρουργείο. Καθόμασταν και μας έλεγε κάποιες ιστορίες. Οι περισσότεροι τον αποφεύγανε. Ήτανε -καταλαβαίνεις τώρα- φρέσκια η μνήμη όμως του Εμφυλίου και είχε πλούσια δράση το χωριό.
Εσύ δεν τη πρόλαβες προφανώς, αλλά είχες…τί θυμάσαι από ιστορίες;
Όχι, πώς να τη πρόλαβα, ρε Γιάννη; Δεν την πρόλαβα. Το ’58 γεννήθηκα. Αλλά για φαντάσου τώρα. Δέκα χρόνια μετά, είναι δυνατόν να μην είναι φρέσκια η μνήμη; Εδώ πέρα τώρα εμείς μετά από δέκα χρόνια για κάποιο συμβάν, ας πούμε -τί να πω τώρα;- με το δημοψήφισμα του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, το έχουμε σαν χθες. Έτσι δεν το είχανε κι αυτοί; Λοιπόν, οι μισοί…όχι οι μισοί, οι περισσότεροι ήταν δεξιοί. Λέγανε ότι η μικρή Μόσχα ήταν η Ωριά. Στην Ωριά είχε πολλούς αριστερούς, το χωριό κάτω. Λοιπόν, το Καστρί δεν είχε πολλούς. Υπήρχε κάποιος που ήτανε…ακραίοι και ταγματασφαλίτες εκείνη την εποχή, υπήρχαν και κάποιοι άλλοι, οι οποίοι ήτανε μετριόφρονες, αλλά ήταν από κείνη τη μεριά. Του Γιαννάκη, αυτού του κουμουνιστή τέλος πάντων, του Γιαννάκη του Λυμπέρη -έτσι λεγότανε-, οι περισσότεροι τον αποφεύγανε, δεν του μιλάγανε. Εγώ τον έκανα παρέα απροκάλυπτα, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Έπαιρνα «Ριζοσπάστη» κατ’ ευθείαν, στην αρχή. Έτσι, δογματικά ήμουνα με την Αριστερά.
Για πότε μιλάς τώρα; Εποχή;
Μιλάω για ’77. ’76-’77.
Λίγο μετά την μεταπολίτευση.
Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Ντάξει, ανεβαίνοντας Αθήνα μετά, άρχισα να αμφισβητώ τον δογματισμό. Ήμουνα με το ΚΚΕ Εσωτερικού. Δεν είχα αφήσει συγκέντρωση με τον Κύρκο για συγκέντρωση, του Λεωνίδα Κύρκου. Με γοήτευε αυτός ο άνθρωπος. Γενικά, άρχισα να λέω ότι είμαι καλύτερα σ’ αυτόν τον χώρο απ’ τον άλλον. Ο άλλος δεν ξέρω τί γίνεται, με είχε εγκλωβίσει. Ήταν ένα πράγμα έτσι…ήταν πολλά πράγματα ένας ψυχαναγκασμός.
Ποια ήταν η αντίδραση του χωριού που έκανες παρέα με κουμουνιστή, ρε παιδί μου;
Κοίτα, στην αρχή τώρα…στην αρχή, άκουγα αντάρτικα και τα έβαζα στο φουλ. Για τη μουσική το έκανα. Δεν είχα ιδέα τί γίνεται. Δηλαδή, τώρα αν εξετάσω τα πράγματα από την αρχή, θα το δω σαν τον Παντελή Βούλγαρη. Δηλαδή, πρέπει να κοιτάξεις, να προσέχεις τη γραμμή που ακολουθείς και απ’ τη μια μεριά και απ’ την άλλη. Γιατί δεν ήτανε αγαθές οι προθέσεις και των άλλων -έτσι;- αυτών που υποστήριζα. Αυτό το αντιλαμβάνομαι τώρα όμως. Μπορεί να ξεκινήσανε με κάποια...με κάποιον ρομαντισμό, κάποια πιστεύω και τα λοιπά, αλλά στη πορεία βγάζανε διάφορα πράγματα. Έχθρες με τον γείτονα…μπορεί να του καίγανε το σπίτι, γίνανε πολλά τέτοια πράγματα. Δεν μπορείς να τα αμφισβητήσεις. Τώρα όμως το σκέπτομαι, τότε μαλακίες. Αντάρτικα και δεν υπολόγιζα, ας πούμε.
Τί έβαζες; Μαρία Δημητριάδη και τον ύμνο του ΕΑΜ στη διαπασών στο χωριό;
Την κασέτα του Πέτρου Πανδή στο φουλ. «Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα». Μα, εντάξει. Δηλαδή, τώρα που το σκέπτομαι γελάω. Κομουνιστής, γιατί μου άρεσε…ήταν πραγματικά πολύ ωραία τραγούδια. Τα περισσότερα, βέβαια, ήτανε διασκευή από ρωσικά τραγούδια, έτσι; Το ξέρεις αυτό. Τον Πέτρο Πανδή τον είχα μάλιστα και γείτονα. Είχε έρθει και απ’ το μαγαζί επάνω στη Φιλολάου, ήταν εκεί πάνω. Λοιπόν, ο άνθρωπος δυστυχώς μέχρι να ωριμάσει περνάει από διάφορα στάδια. Το θέμα είναι να μη μείνεις κολλημένος, να εξελίσσεσαι. Αυτό έχω καταλάβει εγώ τώρα. Έκανα παρέα και με τον Γιάννη, τον Χουγιαζόγιαννη, που ήταν και γείτονας, λίγο πιο κάτω. Γενικά, μ’ αυτά τα άτομα είχα πιο καλή επικοινωνία απ’ ό,τι με τους συμμαθητές μου. Βέβαια, είχα και πολλούς συμμαθητές που τους είχα ξεχωρίσει, όπως τον Φτώχια. Ήμασταν κολλητοί και τώρα ακόμα έχουμε έναν κώδικα.
Πες ότι όλα αυτά είναι παρατσούκλια…αν και φαίνεται, το καταλαβαίνουμε.
Ναι, Γιάννης Γιανακάκος, που έχει το μαγαζί κάτω, ναι. Είναι ένα πρόσωπο από τα παιδικά χρόνια, από τα αγαπητά πρόσωπα ας πούμε. Βγαίναμε ατέλειωτες βόλτες πέρα-δώθε, μιλάγαμε ξέρω γω και για γκόμενες, για φανταστικές γκόμενες τέλος πάντων, για ό,τι φανταστείς. Λοιπόν, αυτά ήταν τα παιδικά μου χρόνια. Δεν ξέρω τώρα αν μπορώ να…μπορείς να με βοηθήσεις, να θυμηθώ τίποτα άλλο;
Ναι, εγώ θέλω να μου πεις κάποια πράγματα…δεν έχεις μιλήσει για τη σχέση με τον παππού και τη γιαγιά εκτενέστερα, για πράγματα που γινόντουσαν στο σπίτι. Έχεις πει ότι έμενε και η γιαγιά η Κωνσταντίνα και ο παππούς ο Γιώργος ήτανε στο σπίτι;
Στυλιανός.
Στυλιανός.
Ναι, ένα φεγγάρι ήταν εκεί, μέχρι που έφυγα εγώ στην Αθήνα. Η γιαγιά πέθανε όταν ήμουνα μικρός εκεί, η Κωνσταντίνα. Ο παππούς πέθανε όταν ήμουν ήδη Αθήνα. Τί να πω, Γιάννη; Αμφισβητώ πραγματικά τη ζωή που κάνανε, το παίδεμα που κάνανε για να μην έχουνε καμία απολαβή. Μια ζωή τρέχανε για αυτά τα ρημάδια τα ζώα. Τις κατσίκες και τα γαϊδουρομούλαρα. Θα μου πεις ήτανε…ιδίως το γαϊδουρομούλαρο, ήτανε, όπως λέγανε, οι βοηθοί τους, 'ντάξει. Αλλά για να έχουνε γάλα…Τί το κάνανε το γάλα, ξέρεις; Το γάλα…μαζευόντουσαν και κάνανε παρέες -έτσι τις λέγανε- όλη η γειτονιά εκεί. Από το δημοτικό μέχρι κάτω την Πατσιού και τα λοιπά, είχανε μαζευτεί όλες, είχε η μάνα μου ένα τετράδιο θυμάμαι… πόσες ήταν αυτές; Δεκαπέντε-είκοσι; Και έγραφε, ξέρω γω, «Πατσιού», «Διαμαντογιαννού», «Καπράνενα» και τα λοιπά και τα λοιπά.
Κάνανε ανταλλακτική με τα γάλατα; Τί;
Πηγαίνανε, λοιπόν, με κάποιες συγκεκριμένες τέσες, κουβάδες τέλος πάντων…είχανε, μάλλον είχανε ένα κατρούτσο, που το μετράγανε, που είχε λίτρο. Το βάζανε σ’ ένα καζάνι. Έβαζε η κάθε μια και έγραφε: «Πόσα μου ’φερες;». «Πέντε λίτρα». Έγραφε λοιπόν: «Πατσιού, πέντε λίτρα». Λοιπόν, έκανε σούμα…όχι, δεν έκανε σούμα. Θα έκανε σούμα, τέλος πάντων, οριζόντια [01:00:00]της ίδιας, πόσα θα έφερνε την άλλη μέρα, γιατί κανονίζανε και έπαιρνε στην παρέα μια -ξέρω γω- πέντε μέρες. Με το που έκανε, λοιπόν, αυτό το πράγμα -όχι πέντε μέρες, λιγότερο…βλακείες λέω, μπορεί και δεύτερη μέρα ή και με την πρώτη αν είχαν αρκετό γάλα- το έπιανε το γάλα, το έβραζε και το έκανε τυρί. Έλεγε τη μια «Θα το κάνω φέτα», την άλλη «Θα το κάνω μυζήθρα», «Κεφαλοτύρι». Αυτάρκεια μιλάμε. Τί Σκλαβενίτης και Βασιλόπουλος; Τίποτα, δεν πιάνανε μια ρε αυτοί, τελείωσε. Όλα τα πράγματα τα κάνανε μόνοι τους. Αλλά βαρύ το τίμημα, ρε φίλε, βαρύ το τίμημα. Μια ζωή με τις κατσίκες, να πας να κόψεις κλαδιά, να φέρεις και να γυρίζουνε πίσω αγανακτισμένοι, με ζαρωμένα τα φρύδια. Μια ζωή, έτσι το θυμάμαι!
Θεωρείς ότι ασχολούνταν περισσότερο με τα ζώα παρά μ’ εσάς;
Εγώ θα ’λεγα μ’ εμάς καθόλου. Καθόλου. Δεν μπορώ να θυμηθώ τρυφερή στιγμή, ιδίως με τη μάνα μου. Ποτέ! Δεν θυμάμαι τίποτα. Μια ζωή ήταν με το φρύδι έτσι, αναστατωμένη «Γιατί η άλλη η κακούργα κάτω δεν τρώει», κάποια κατσίκα τέλος πάντων. Τί να σου πω τώρα; Να θυμηθώ ότι μας δίνανε…παίρναμε την κατσίκα -δεν θυμάμαι ποιον μήνα. Η αδερφή μου μπορεί να θυμάται άμα τη ρωτήσεις- και τη πηγαίναμε απέναντι στη Μεσορράχη και υπήρχε ο Μπάρλας -Μπάρλας πρέπει να λεγότανε- που είχανε τραγί.
Για να ζευγαρώσει.
Ναι, για να ζευγαρώσει. Γυρίζαμε άπραγοι πέντε φορές! «Δεν την κράτησε;». Γιατί άμα ήθελε την κράταγε το βράδυ εκεί, κατάλαβες; Με το που την έφερνε και την έβλεπε, «Θα την χαλάσω» έλεγε, δηλαδή θα τη σφάξω, «Αφού δεν κάθεται για να μου κάνει κατσικάκια». Λοιπόν, αυτή ήταν η ζωή μας. Μια ζωή με τα ζώα. Και λέω, άξιζε τον κόπο; Μήπως ήταν καλύτερα να σκεφτούνε -δεν έχουνε, φτωχοί- να φύγουνε και να πάνε στην Αθήνα, όπως γίνανε πάρα πολλοί και γίνανε θυρωροί, ας πούμε; Πιο καλά θα ήτανε και θα ‘χανε και μια σύνταξη. Τώρα είναι με 300 ευρώ. Μ’ έναν αγώνα απίστευτο όλη τους τη ζωή.
Ο παππούς δεν ήταν έτσι όμως. Και αυτός ήταν σκληρός, αλλά δεν ήταν τόσο σαν τη γιαγιά. Ήταν πιο τρυφερός απ’ όσο μου ’χεις πει.
Ο πατέρας μου ήτανε…ναι, πράγματι. Ήταν λίγο πιο…ναι. Εγώ πιστεύω ότι όλα εξαρτώνται απ’ τη μόρφωση, απ’ το επίπεδο, πώς αντιλαμβάνονται.
'Ντάξει δεν είχανε πάει σχολείο καν.
Segment 6
Μια ευχάριστη μουσική ανάμνηση, τα πανηγύρια και κάποιες καστρίτικες εκφράσεις
01:02:52 - 01:16:12
Τώρα τί να σου πω; Δεν ξέρω κιόλας. Τετάρτη; Λοιπόν, σου μίλησα για το Καστρί των παιδικών μου χρόνων. Θα σου πω και λίγα πράγματα για το Καστρί του σήμερα, απλώς προσπαθώ να σκεφτώ μήπως ξέχασα κάτι αυτές τις ωραίες εποχές, τελικά, που πέρασα στο χωριό, τα παιδικά μου χρόνια. Α! Ένα σημαντικό κομμάτι που δεν το ξεχνάω είναι το ότι στο Καστρί υπήρχε μια οικογένεια φιλόμουση, ασχολείτο πάρα πολύ με τη μουσική, παίζανε διάφορα όργανα, ο πατέρας και οι γιοι. Δυστυχώς, ο ένας από τους δύο γιους, ο Τάκης, μας έχει αφήσει, έχει πεθάνει. Ο Γιώργος ο Γιατρίδης έπαιζε κιθάρα…παίζει ακόμα, δηλαδή, ο άνθρωπος. Παίζανε διάφορα όργανα. Είχαμε κάνει φιλαρμονική, την είχε οργανώσει ο πατέρας τους. Θυμάμαι εικόνες τη Μεγάλη Εβδομάδα και ειδικά τον επιτάφιο να τον περιφέρουν από την εκκλησία στην πλατεία και πάλι επιστροφή με μουσική. Ένα θέαμα υπέροχο, φανταστικό, κινηματογραφικό! Ταυτόχρονα, είχαμε νοικιάσει έναν χώρο -μας τον είχαν παραχωρήσει; Ούτε ξέρω τώρα τί ήτανε- στου Νταλακούρα το ισόγειο και είχανε κάνει μια μπάντα. Έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα και ακουστική ο Τάκης και ο Γιώργος. Ο Τάκης έπαιζε και πνευστά και ο Γιώργος. Ήταν τρομεροί, απίστευτοι δηλαδή, παίζανε όλα τα όργανα! Και ο Γιάννης, ο Χουγιαζόγιαννης, που σου είπα πριν ότι έκανα παρέα, έπαιζε ντραμς. Ήτανε μια περίοδος -κράτησε μάλλον δύο χρόνια- με πάρα πολύ έντονη, έτσι, τη μνήμη αυτής της μπάντας, που είχαν κάνει. Πού πηγαίνουμε και πέρα και αράζαμε και παίζανε πραγματικά καταπληκτικά. Για το χωριό εκείνης της εποχής ήτανε πρωτοπόρα η μπάντα αυτή.
Εσύ τότε ήσουν έφηβος; Δεκαπέντε-δεκαέξι;
Εγώ ήμουν πιο μεγάλος. Πρέπει να ήμουν εκεί γύρω στα…ναι, γύρω στα δώδεκα-δεκατρία-δεκατέσσερα. Εκεί κάπου πρέπει να ήμουνα. Ήτανε πραγματικά για το χωριό πάρα πολύ όμορφο αυτή η…γενικά, αυτή η μουσική οικογένεια -μουσική με ήττα- είχαν προσφέρει πάρα πολλά στο χωριό. Θυμάμαι επίσης εκείνη την εποχή ότι περιμέναμε πώς και πώς τα πανηγύρια. Το χωριό είναι γεμάτο ξωκλήσια. Ήτανε η Αγία Παρασκευή, χαμηλά κάτω προς την Νέα Χώρα, ο Άγιος Παντελεήμονας, ήταν επάνω απ’ τον Έλατο προς τον Άγιο Πέτρο, οι Άγιοι Ανάργυροι ενδιάμεσα στην απόσταση, ο Άγιος Κωνσταντίνος πάνω στην κορυφή στο Μεσορράχι, το χωριό το άλλο, η Παναγία του Δραγούνι, στο Δραγούνι. Υπήρχε βέβαια το υπέροχο πανηγύρι του Προδρόμου, το μοναστήρι, το οποίο είναι χτισμένο…κρέμεται σ’ έναν βράχο, κάθετο βράχο που μπορεί να είναι και 1 χιλιόμετρο. Πολύ χαρισματικό. Δεν ξέρω, δεν το έχουν αξιοποιήσει ακόμα. Δηλαδή, θα μπορούσε να γίνει προορισμός πανελλαδικώς, να το επισκέπτονται, αλλά δυστυχώς δεν ξέρω. Η περιοχή δεν έχει βοηθήσει.
Η πιο γνωστή είναι η μονή της Μαλεβής που είναι κοντά.
Το μοναστήρι της Μαλεβής, γενικά, ήταν ανέκαθεν ένα κοσμικό μοναστήρι, με διάφορα θαύματα σε εισαγωγικά. Εμείς οι νέοι δεν τα πιστεύαμε…ότι έκλαιγε η εικόνα και τα λοιπά. Πηγαίνανε από τότε πούλμαν. Λίγο αργότερα, μάλλον, που φτιάχτηκε ο δρόμος, γιατί όπως σας είπα…εντάξει ασφαλτοστρώθηκε κάποια στιγμή -δεν θυμάμαι πια εποχή-, απλώς σας είπα ότι ήτανε κάτω με χώμα, με πατημένο βότσαλο, τέλος πάντων γαρμπίλι, και κάποια στιγμή έγινε άσφαλτος. Τότε, λοιπόν, άρχισαν να αυξάνονται και τα αυτοκίνητα που επισκέπτονταν το χωριό και λεωφορεία πηγαίνανε για να δούνε το θαύμα, σε εισαγωγικά, της Μαλεβής. Για να πας στη Μαλεβή -η Μαλεβή φαίνεται από το χωριό μας απέναντι, το μοναστήρι της Μαλεβής- πέρναγες από τον Άγιο Πέτρο, το αντίστοιχο μεγάλο χωριό, το οποίο, όπως σου είπα πριν, γενικά υπήρχε ένας ανταγωνισμός με τους Αγιοπετρίτες. Οι Αγιοπετρίτες γενικά λένε ότι μας ζηλεύανε, επειδή είχαμε το λύκειο, το γυμνάσιο και τον ΟΤΕ εκεί και αναγκάζονταν να βάζουν λεωφορείο. Βάζανε λεωφορείο κάθε πρωί -ερχόντουσαν με τα παιδιά, τους μαθητές δηλαδή του Αγίου Πέτρου- και το μεσημέρι το ίδιο λεωφορείο ερχόταν και τα έπαιρνε και τα επέστρεφαν στο σπίτι τους. Δεν μιλάμε για τα άλλα χωριά τώρα, Περδικόβρυση και τα λοιπά. Η Περδικόβρυση ήτανε δυο ώρες με τα πόδια. Ερχόντουσαν μαθητές για το γυμνάσιο.
Ήταν το μόνο γυμνάσιο σε όλα τα χωριά;
Έχω μάθει ότι ένας συμμαθητής της Μαρίας, της αδελφής μου, μεγαλύτερος από μένα δύο χρόνια, έχει μεταναστεύσει στην Αμερική και έμαθα ότι ήταν καθηγητής πανεπιστημίου, ο Σπύρος ο Καρίμπακας. Προόδευσε…δηλαδή, προόδευσαν πάρα πολλά παιδιά. Και μιλάμε τώρα, τέτοια φτώχεια… δεν υπήρχε μέσο, δεν υπήρχε τίποτα, ερχόταν με τα πόδια δυο ώρες δρόμος και δύο ώρες για να γυρίσουν πίσω. Έτσι για να πάνε σχολείο.
Ο Θανάσης ο Βαλτινός ήταν από κοντά, που έχει γράψει και το Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη, που μοιάζει με όλο αυτό και [01:10:00]όλη την περιοχή εκεί. Αναφέρει και το Καστρί κιόλας.
Ακριβώς, ο Θανάσης ο Βαλτινός είναι Καστρίτης. Έκανε πάρα πολύ παρέα με τους γηραιότερους εκεί και αντλούσε πληροφορίες, έψαχνε πάρα πολύ, το ’ψαχνε. Βέβαια, χρησιμοποίησε και το λεξιλόγιό τους, που είναι πραγματικά περίεργο. Υπάρχουν φράσεις, ξέρω γω, καστρίτικες που είναι αξιοπερίεργες.
Πες καμία που θυμάσαι, που έλεγε η γιαγιά, που μου λες από παιδί. Εξήγησε την κιόλας, τί σημαίνει.
Έλεγε, ας πούμε «σκαπέτησε». Δηλαδή, τί θα πει σκαπέτησε; «Αυτό το παιδί πέρασε τώρα και σκαπέτησε», δηλαδή εξαφανίστηκε τρέχοντας. Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα, δεν μπορώ να θυμηθώ. Κάποτε τις…θυμάσαι εσύ καμία που να σου έχω πει;
Το «σφλεγγουράει κείθε».
Το «σφλεγγουράει» είναι ότι το σκορπίζει. Το σκορπίζει, αυτό.
«Κείθε», εκεί.
Ναι, «κείθε», προς τα κει. Υπήρχαν και κάποιες έτσι soft βρισιές όπως «αμπρόφταγο», που δεν μπορώ να καταλάβω τί θα πει «αμπρόφταγο»…να μην προφτάσεις, δηλαδή, να μείνεις εκεί. Να μην προφτάσεις, είναι το «αμπρόφταγο». Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα, δεν. Δυστυχώς, δεν. Το μυαλό μου, δεν πάει πολύ. Πρέπει, δηλαδή, να κάτσω.
Το καπάκι το έλεγε «πούμα», απ’ το πώμα φαντάζομαι.
Καλά αυτό εντάξει. Αυτό, δεν ξέρω. Ψαξ' το με γλωσσολόγους να δεις, μπορεί να είναι και τούρκικο. Δεν έχω ιδέα. Λοιπόν.
«Τουρνοκωλιάστηκε», θυμάμαι, που λέει η γιαγιά.
Ναι, «τουρνοκωλιάστηκε» ότι έπεσε. Ναι, τέλος πάντων, δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα. Λοιπόν.
Εσύ ήθελες…περιέγραψες πριν κάποια σκηνικά έτσι πιο…της μικρής κοινωνίας, ρε παιδί μου, του χωριού. Εσύ ήθελες από μικρός να φύγεις; Δηλαδή, το είχες αποφασίσει ότι «Όταν θα τελειώσω το σχολείο θα φύγω»;
Ναι, ναι. Βέβαια, βέβαια. Ήτανε αφιλόξενο το περιβάλλον του σπιτιού, δεν με κράταγε και γι’ αυτό δεν έκατσα…δεν καθόμουνα και να διαβάσω. Σηκωνόμουν και έφευγα. Δεν μου άρεσε το περιβάλλον. Να φανταστείς ότι έβλεπα, στην εφηβεία μου, μετά τις διακοπές, τον Σεπτέμβρη ή τέλος στις διακοπών του Πάσχα, Καστρίτες που μένανε στην Αθήνα και φεύγανε και έλεγα: «Πόσο θα ήθελα να ήμουν και εγώ εκεί, να φύγω!». Πραγματικά.
Πες επίσης ότι η Μαρία είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη και ότι είχε φύγει-
Η αδερφή μου είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη. Έκανε κάποιο χρόνο φροντιστήριο. Αφού μπήκε στη Φιλοσοφική, είχε οργανωθεί εδώ πέρα. Ήτανε με μια φίλη μας και συμμαθήτριά της, μένανε μαζί, και είχα την τύχη, ανεβαίνοντας επάνω, να μην ψάξω, να μείνω εκεί μαζί της για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Εντάξει, μετά δικτυώθηκα. Μπορεί να μέναμε μαζί, αλλά ουσιαστικά εγώ ήμουνα με άλλους, με φίλους και τα λοιπά σε άλλα σπίτια. Ξεκινάει η περίοδος της Αθήνας, που ανέβηκα -αν δεν κάνω λάθος- το ’78.
Πριν πάμε εκεί…μια-δυο ερωτήσεις. Όταν έφυγε η Μαρία, που έμεινες -είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη- πρακτικά δύο χρόνια μόνος, ήτανε διαφορετικά στο σπίτι; Δηλαδή, είχες τον χώρο σου, ήταν πιο…η Μαρία ήταν ένα στήριγμα, ρε παιδί μου, όλα αυτά τα χρόνια. Και όταν έφυγες, μέχρι να φύγεις και συ, ήταν διαφορετικά;
Όχι, όχι, δεν άλλαξε τίποτα, τίποτα! Το περιβάλλον…θα μπορούσα να το έλεγα και τοξικό, αλλά δεν θα το πω τοξικό. Ήταν, ρε παιδί μου, ένα περιβάλλον του περιττού κόπου. Κάνανε τρομερό κόπο για το τίποτα. Φαινότανε, ρε παιδί μου, στη συμπεριφορά τους, στην αντιμετώπιση του άλλου, του δίπλα. Δεν είχαν αντοχές, δεν είχανε. Καταρχάς, εγώ πιστεύω ότι παίζει ρόλο η μόρφωση. Είναι σημαντικό πράγμα, είναι σημαντικό!
Για συνέχισε, τί έλεγες-
Δεν θυμάμαι τώρα αν ξεχνάω κάτι εδώ με το… γενικά, θέλω να πω για το Καστρί. Είχα πει και πριν -στην αρχή που σου μίλαγα- ότι είναι πνευματώδεις και με χιούμορ ακόμα. Αλλά τότε ήταν πράγματι. Όλα τα παιδιά είχαν χιούμορ, είχαμε έναν κώδικα που γελάγαμε, το χαιρόμασταν. Μετά, σκορπίσαμε. Οι περισσότεροι πήγανε Καναδά, Αμερική, Αυστραλία και οι περισσότεροι και μετά και Αθήνα, έτσι; Γενικά, όπου και να πήγαινες, μπορούσες να συναντήσεις Καστρίτη. Είχε βγει η φράση, μάλιστα, η παροιμιώδης ότι: «Όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, βρήκε Καστρίτες και πουλάγανε ρίγανη». Το λέγαμε και γελάγαμε, αλλά πραγματικά είναι αλήθεια. Πόσες φορές πούλαγα, μοίραζα τέλος πάντων «Ριζοσπάστη» ή «Οδηγητή», όταν ήμουνα για κάποιους μήνες στην ΚΝΕ, και ξαφνικά έβλεπα στο βάθος έναν Καστρίτη και πέρναγε. Όπως καταλαβαίνεις, δεν θέλαμε να φαινόμαστε και πολύ ότι είμαστε τόσο πολύ, έτσι, οργανωμένοι.
Στην Αθήνα λες τώρα;
Για την Αθήνα μιλάω, ναι. Στο οτιδήποτε. Μπορούσες να το δεις στα ξαφνικά εκεί που δεν το φαντάζεσαι.
Τέλος πάντων, ανεβαίνω Αθήνα. Με συστάσεις που είχα με τους εδώ κάτω συντρόφους, ανέβηκα στα Ιλίσια, που έμενε η Μαρία, και πήγα στην οργάνωση της ΚΝΕ εκεί. Δεν κράτησε αυτό το ειδύλλιο και πάρα πολύ. Γύρω στους πέντε-έξι μήνες, εκεί. Μετά, το πρώτο πράμα που αμφισβήτησα -και είναι φυσικό- είναι τον δογματισμό τους. Εγώ ήμουνα φιλελεύθερο πνεύμα, εγώ δεν μπορούσα. Είχα πάντα τις αντιρρήσεις μου και ήθελα να τις εξωτερικεύω και έτσι είχα μάθει. Σηκώνομαι, λοιπόν, και φεύγω. Είχα γνωρίσει έτσι κόσμο, τον οποίο εγκατέλειψα και βλέπω ότι περισσότερο με καλύπτει το ΚΚΕ Εσωτερικού. Δεν οργανώθηκα βέβαια, αλλά είχα αποκτήσει τις παρέες μου με άλλα παιδιά -έτσι φιλελεύθερα και τα λοιπά- και άρχισα να κάνω πιάτσα και στα Εξάρχεια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, λοιπόν, ΚΚΕ Εσωτερικού και Εξάρχεια με τους λεγόμενους αναρχικούς…καμία σχέση με τους σημερινούς. Τα Εξάρχεια τότε ήτανε πολιτισμός. Το μόνο που κάναμε ήταν να ειρωνευόμαστε, να γελάμε. Βία δεν υπήρχε και δεν ήμουν ποτέ υπέρ της βίας! Αν ήταν τα Εξάρχεια όπως είναι σήμερα, φυσικά δεν θα είχα πάει. Έκανα, λοιπόν, μια μεγάλη θητεία εκεί στα Εξάρχεια. Για ένα μεγάλο διάστημα δούλευα στην «Ενδοχώρα», ένα βιβλιοπωλείο πολύ ψαγμένο, στην Σίνα και Σόλωνος και εκεί γνώρισα και τη Δήμητρα, την κουμπάρα μου, που γίναμε κολλητοί από τότε. Σε βάφτισε, μας πάντρεψε και σε βάφτισε κιόλας και βλεπόμαστε και σήμερα.
Γνώρισες και τη μαμά από κει.
Γνώρισα και τη μάνα σας από κει. Λοιπόν, γνωριστήκαμε μέσα σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο. Σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο είχαμε πελάτες τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, δηλαδή το λέω και ανατριχιάζω τώρα! Και βέβαια ο Μοσχονάς, ο οποίος συγχωρέθηκε και αυτός. Ένας απίστευτος τύπος, ήξερε τα πάντα. Ένας γραφικός τύπος εκείνη την εποχή, δηλαδή είχε ένα πολύ μακρύ μούσι, έτσι λευκό. Ήξερε…κατ’ αρχάς αυτό το βιβλιοπωλείο δεν ήτανε του σωρού, όπως ήτανε, ας πούμε, μετά από λίγο η «Πρωτοπορία» και είχε ξέρεις ταξινομημένα πενήντα βιβλία του ίδιου συγγραφέα και τα λοιπά. Η «Ενδοχώρα» ήτανε με ψαγμένα βιβλία και γι’ αυτό ο Ελύτης και ο Χατζιδάκις ερχόντουσαν εκεί. Λέγανε κάποιο βιβλίο, το οποίο εμείς ήμασταν κουμπούρες, δεν είχαμε ιδέα και έλεγε ο Μοσχονάς: «Ανέβα επάνω στο πατάρι, δίπλα σε εκείνο το κόκκινο, στο δεξί ράφι». Ήξερε τα πάντα, απίστευτος! Τέλος πάντων, η ζωή μου για περίπου ένα-ενάμιση χρόνο ήταν επανάσταση. Ξεκίνησα και έκανα κιθάρα για μερικούς μήνες. Δυστυχώς, όμως, επειδή έπρεπε να επιβιώσω, δούλευα σε μία βιοτεχνία παιχνιδιών και μια πρέσα μου έπιασε το δάχτυλο, το [01:20:00]δεξί, τον δείκτη του δεξιού χεριού και ήταν αδύνατον να συνεχίσω να κάνω κιθάρα.
Την κλασική με δάχτυλα.
Την κλασική, γιατί είχα ξεκινήσει κλασική. Ασχολήθηκα, λοιπόν, επειδή μου άρεσε πολύ η μουσική, με ακομπανιαμέντα. Βέβαια, εκεί δεν έχω αφήσει ούτε μια νότα που να μην τη γνωρίζω από τη δισκογραφία του Σαββόπουλου. Ο Νιόνιος ήτανε το άλφα και το ωμέγα. Μιλάμε για όλα τα τραγούδια. Μιλάμε ότι αυτά που οι άλλοι τα είχαν σαν εμπορικά κάτι «Ντιρλαντά» και κάτι τέτοια, εγώ δεν ασχολήθηκα καθόλου. Ασχολήθηκα με τον «Μπάλο», που το θεωρούσα το ωραιότερο άλμπουμ, το ωραιότερο έργο του. Και πιάναμε και γρατζουνάγαμε, λοιπόν, με ακομπανιαμέντα και τραγουδάγαμε με απλή ακουστική κιθάρα «Σαν βγω από αυτή τη φυλακή», το «Όπου κοιτάζω, με κοιτάζεις», την «Παράγκα» δηλαδή, και τέτοια. Θυμάμαι κάποια εποχή, όχι που…αφού, μπορεί και να ήσουν γεννημένος. Δηλαδή, δεν ήταν πολύ παλιά. Μετά που γύρισα από φαντάρος, είχα πάει σε μια συναυλία που ήταν ο Σαββόπουλος με -αν δεν κάνω λάθος- τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Τραγούδαγε «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» και εγώ ήμουν από πίσω και ακολουθούσα, έλεγα τους στίχους και ένας νεαρός που ήταν μπροστά γυρίζει πίσω και μου λέει: «Καλά, συγγνώμη πού τα ξέρεις αυτά;». Δηλαδή, τόσο Σαββοπουλικός, τόσο ψαγμένος. Ταυτόχρονα, βέβαια και με Θεοδωράκη. Περισσότερο με Σαββόπουλο και Θεοδωράκη και λιγότερο με Χατζιδάκι. Πάντα τον αγαπούσαμε, τον εκτιμούσαμε, αλλά επειδή είχαμε έτσι μια-
Το πολιτικό στοιχείο.
Ακριβώς, το πολιτικό στοιχείο και τα λοιπά. Λέμε: «Και ο Ξαρχάκος και Χατζιδάκις είναι ψιλοδεξιοί, οπότε αγαπάμε τους άλλους περισσότερο». Η μαλακία της εποχής, ας πούμε. Η βλακεία, δεν ξέρω πώς θα το γράψεις εδώ ας πούμε, λοιπόν, και της ηλικίας, έτσι; Ταυτόχρονα, βέβαια εκείνη την εποχή αρχίζω να μαθαίνω και όλα αυτά τα μεγαθήρια και τις μπάντες της ξένης μουσικής ροκ με πάνω από όλα βέβαια τους Pink Floyd, αλλά επειδή ήμουνα σκράπας, αναλφάβητος στα αγγλικά, τα τραγούδια που μ’ ενδιαφέρανε, έβαζα κόσμο και μου εξηγούσαν τους στίχους, γιατί δεν ήθελα απλώς τη μουσική, ήθελα να καταλαβαίνω και τί λένε!
Για πες, τί άλλες δουλειές έκανες και πώς κατέληξες; Ποιο ήταν το επάγγελμά σου μετά;
Λοιπόν, η μάνα μου μού έλεγε, μόλις γύρισα από φαντάρος…κάποιο μέσον είχανε -πρέπει να ήταν κάποιος που ήταν από την Τρίπολη και έβαλε όλον τον κόσμο εκεί δημοσίους υπαλλήλους, ΟΤΕ, σε διάφορα τέτοια- και μου λέει: «Πήγαινε στον ΟΤΕ να σε βάλει ή κλειδούχος στον ΟΣΕ». Βέβαια, τώρα μουντζώνω τον εαυτό μου που δεν το έκανα. Τον μουντζώνω, όταν αγανακτώ με τις υποχρεώσεις που είχα σαν ελεύθερος επαγγελματίας, γιατί τελικά έκανα αυτό που αγαπούσα…έγινα φωτογράφος! Λένε ότι αν το χόμπι σου το κάνεις επάγγελμα, δεν θα δουλέψεις ποτέ. Μερικές φορές το αισθάνθηκα αυτό. Δεν σηκώθηκα να βαρυγκωμάω, από τη στιγμή που ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας, έτσι; Δεν σηκώθηκα…δεν συνέλαβα τον εαυτό μου να σηκωθεί το πρωί και να βαρυγκωμάει. Πήγαινα, μπορεί να πήγαινα και λίγο αργότερα, αφεντικό του εαυτού μου ήμουνα. Αλλά ήτανε το αντικείμενο που αγαπούσα!
Πώς ξεκίνησε αυτήν την πορεία;
Λοιπόν, θυμάμαι ότι είχα μια Kodak instamatic στο χωριό και τράβηξα μια πολύ ωραία φωτογραφία τον Πρόδρομο…ανατολή πρέπει να ήτανε, με τα σύννεφα μπροστά, έτσι ροζ και τα λοιπά. Μου άρεσε πάρα πολύ. Συνέχισα να τραβάω κάτι λουλούδια εκεί, κάτι τέτοια πράγματα. Κάποια στιγμή απέκτησα μια Zenith. Η Zenith ήτανε η πιο φτηνή μονοοπτική ρεφλέξ εκείνης της εποχής, ρώσικη. Είχε βγει Zenith με εξωτερικό φωτόμετρο, υπήρχε η TTL που είχε εσωτερικό φωτόμετρο, είχε βιδωτούς φακούς. Άλλαζες, αν έβρισκες άλλο βιδωτό.
Πού την είχες βρει αυτήν;
Δεν μπορώ να θυμηθώ, γιατί έκατσα και το σκέφτηκα πώς…κάπου την αγόρασα, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ.
Πόσων χρονών ήσουνα;
Ταυτόχρονα…ήμουνα την εποχή που ανέβηκα Αθήνα, γύρω στα δεκαέξι-δεκαεφτά χρονών. Εκείνη την εποχή υπήρχε και η Lubitel, ανατολικογερμανική μηχανή, βιοοπτική ρεφλέξ, έβλεπες δηλαδή από πάνω -κατάλαβες;- από ψηλά και είχε δύο φακούς. Έναν που φωτογράφιζε και έναν…και ο άλλος ήταν για να ελέγχεις τί τραβάς, Lubitel. Αυτή τράβαγε…δεν τράβαγε με 35άρι φιλμ, τράβαγε με 120άρι, το πιο φαρδύ φιλμ. Λοιπόν, τράβηξα αρκετές ασπρόμαυρες φωτογραφίες σε διάφορες εκδρομές που έκανα εκεί γύρω στο Καστρί. Μερικές μου έχουν μείνει ακόμα, τις έχω. Σε κάτι στάνες είχα πάει, σε κάτι περίεργα έτσι μέρη, κάτι δέντρα, ξέρεις κάτι ψυχεδελικά τοπία έκανα με ασπρόμαυρο και τα λοιπά. Ταυτόχρονα, πήρα έναν εκτυπωτή -πάλι δεν μπορώ να θυμηθώ που το πήρα- μεταχειρισμένο και άρχισα να πειραματίζομαι στην εκτύπωση ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Όταν τελείωσα τον στρατό, σε έναν γείτονα εκεί, τον Κώστα τον Αναγνωστάκη, πήγα και του ζήτησα και του λέω: «Υπάρχει περιθώριο να έρθω να δουλέψω, να τυπώνω καμιά φωτογραφία;». Αυτός τύπωνε και έγχρωμο…εκείνη την εποχή επανάσταση!
Το ’83 πες.
Μιλάμε για-
’82-’83.
Για το ’83. Λοιπόν, μου λέει τα εξής: «Όσες δουλειές έχω, ό,τι μου τυπώνεις, θα παίρνεις τα μισά». Εγώ, λοιπόν, τότε έκανα θητεία στα Εξάρχεια. Συνέχισα μετά τον στρατό και ξανά εκεί. Οι παρέες μου ήταν εκεί πέρα. Ένα δεκάρικο να έβγαζα την ημέρα, που λέει ο λόγος -δεν θυμάμαι τώρα σε δραχμές πόσο είναι, δεν μπορώ να το αντιστοιχίσω-, ήμουν ικανοποιημένος. Σκοτεινό θάλαμο και ξερό ψωμί! Την έβρισκα αφάνταστα! Να ξέρεις ότι η ασπρόμαυρη φωτογραφία…ο σκοτεινός θάλαμος στην ασπρόμαυρη φωτογραφία βλέπεις αρκετά πράγματα. Είναι ένα κόκκινο φως. Στο έγχρωμο δεν βλέπεις τίποτα. Είναι ένα αμυδρό-αμυδρό κίτρινο, που πρέπει να μείνεις τουλάχιστον ένα τέταρτο για να συνηθίσει το μάτι σου, να ανοίξει η κόρη. Άρχισα, λοιπόν, εκεί να αποδίδω καλά. Ταυτόχρονα, λοιπόν, έπιασα δουλειά και σε μια πιτσαρία -τώρα το θυμήθηκα αυτό- για κάποιους μήνες. Ήταν και κάποιοι Καστρίτες εκεί. Και στεναχωρήθηκα, γιατί ξέχασα τη συνταγή. Μια υπέροχη πίτσα που φτιάχναμε, καναδική συνταγή και την έχω χάσει. Δηλαδή, όλα τα λεφτά ήταν η ζύμη και η σάλτσα.
Δύο δουλειές.
Ναι, ναι. Δύο δουλειές. Και πιο πριν, όπως σου είπα, δούλευα σε μια βιοτεχνία παιχνιδιών. Άλλη δουλειά.
Σε μια κονσερβοποιία μου είχες πει-
Παλιά είχε γίνει αυτό για κάνα μήνα στο Άργος. Ντάξει, άστο. Ασήμαντο ήταν αυτό, ασήμαντο. Στην Τρίπολη είχα δουλέψει πάλι σε κάτι τέτοιο -πάλι κάνα μήνα- με εργοδότες κομουνιστές, οι οποίοι ήτανε τόσο στυγνοί, που ήτανε ένας λόγος να κάτσω να το σκεφτώ λίγο με δαύτους. Λοιπόν.
Για συνέχισε για τον Αναγνωστάκη, για την πορεία με τη φωτογραφία.
Λοιπόν, ένα άλλο. Δούλευα, επίσης…μιλάμε εκείνη την εποχή, έφευγες το Σάββατο…Α! Δούλευα σε μια αποθήκη φωτογραφικών -εδώ ήταν το θέμα, εκεί δικτυώθηκα- του Άρη του Γιατζόγλου, που ήτανε σε μια στοά στην Δραγατσανίου. Τί έκανα εκεί πέρα; Πούλαγα υλικά για φωτογραφία -φιλμ, πλάκες, χημικά και τέτοια πράγματα…ένα μικρό μαγαζάκι- και πήγαινα ή έφτιαχνα πακέτα και πήγαινα σε διάφορους φωτογράφους και διαφημιστικές εταιρείες. Γνώρισα τότε αξιόλογους ανθρώπους, όπως τον Τάκη τον Ζερδεβά, που είχε στον ζωγράφο ένα στούντιο και έκανε διαφημιστική φωτογραφία. Κακώς που δεν πήγα να ασχοληθώ…ίσως, δεν ξέρω. Τέλος πάντων, τώρα, η πορεία μου ήταν αυτή που ήταν και δεν είναι τώρα να κάθομαι [01:30:00]να κάνω πίσω και να λέω. Λοιπόν, και πηγαίνω που λες σ’ ένα σουπερμάρκετ -ο θεός να το κάνει σουπερμάρκετ-, ένα μεγάλο μπακάλικο ήταν τέλος πάντων. Ο μεγαλύτερος ήταν εξήντα πέντε χρονών…ο μικρότερος! Το «Εύωνον». Εκεί, λοιπόν, τί έκανα; Μου είχαν φορέσει μια μπλούζα μπλε μ’ ένα καρότσι και πήγαινα παραγγελίες στις ταβέρνες της Πλάκας. «Το περιβόλι του ουρανού»…αυτό θυμάμαι τώρα. Ήτανε καμιά δεκαπενταριά τέτοιοι. Παραγγελίες και πήγαινα εκεί. Αυτό δεν κράτησε πάρα πολύ. Η επόμενη κίνηση ήτανε…μίλαγα με τον Αναγνωστάκη και του λέω -έτσι κι έτσι-: «Θέλεις να ‘ρθω από κει;». «Ναι», μου λέει, «έλα». Αυτός είχε πάρει ένα μηχάνημα εκτύπωσης μιας μέρας -αυτά τα υπερσύγχρονα μηχανήματα- σ’ ένα μαγαζί στην Βρυούλων, στη Νέα Σμύρνη. Πήγα, λοιπόν, εκεί πέρα. Θα έκατσα κανα τριάρι χρόνια. Ήμασταν φίλοι με τον Κώστα ν-γελάγαμε εκεί πέρα- και με το συνέταιρό του τον Μαναβή -έτσι λεγόταν, Κώστας Μαναβής. Είχα ήδη γνωρίσει τη μάνα σου, βγαίναμε -ξέρω γω-, είχανε γνωρίσει και τα αφεντικά την Ελένη και κάποια στιγμή το ’87 αποφασίζουμε να ανοίξουμε δικό μας. Ψάχνω να βρω μαγαζί, δεν υπήρχε τίποτα εκείνη την εποχή, τίποτα. Επειδή, λοιπόν, είχα έναν δεσμό με τα Ιλίσια, πηγαινοερχόμουνα και έβλεπα την αδερφή μου-
Η οποία έμενε ακόμα εκεί.
Το θυμάσαι τότε. Περνώντας τη Φιλολάου, βλέπω ένα τέτοιο «Πωλείται», που ήτανε φωτογραφείο. Το έψαξα λίγο και πήγα και το πήρα…ένα ρημάδι, το οποίο το γκρέμισα όλο και έκανα ό,τι μπορούσα μόνος μου.
Πόσο έκανε τότε; Θυμάσαι;
Δεν θυμάμαι τίποτα, όχι. Δεν θυμάμαι. Έδωσα και αέρα να φανταστείς, αν είναι δυνατόν.
Segment 9
Τα πρώτα βήματα στη φωτογραφία, προηγούμενες δουλειές και η αγορά του πρώτου μαγαζιού
01:32:03 - 01:48:04
Αφού, λοιπόν, ξεκίνησα αυτήν την υπέροχη σταδιοδρομία, τα πάντα ήταν εύκολα μετά. Τέλος πάντων. Αρχίζει, λοιπόν…το επάγγελμα ήτανε Δευτέρα-Τετάρτη απόγευμα, δεν μ’ έβλεπε ο ήλιος! Σκοτεινός θάλαμος. Να τυπώνω ταυτότητες, διαβατήρια και τα λοιπά μέχρι που κάποια στιγμή -ποια χρονιά ήτανε- ξεκινάει δειλά-δειλά να ανεβαίνει… μέχρι τότε κομπιούτερ και που έκανα και βίντεο…έκανα και βίντεο -ξέχασα να σου πω- σε γάμους και τέτοια πράγματα και στην αρχή βάζαμε κάτι τίτλους, να γελάς! Me Commodore Amiga. Πάντως, ήμουνα πρωτοπόρος. Ό,τι καλύτερο υπήρχε το Amiga. Το 1200 είχα πάρει. Δηλαδή, είναι για γέλια τώρα…κάτι γράμματα, τα οποία είχανε μια ανάλυση, τί να πω τώρα; Η γωνία γινότανε με τετραγωνάκια να φανταστείς. Δεν υπήρχε ανάλυση. Κάναμε έτσι στην αρχή. Στην αρχή βουβά, χωρίς να βάζουμε μουσική. Αργότερα, βγαίνει ένα βίντεο που έκανες Audio Dubbing, έβαζες και ήχο επάνω σ’ αυτό εδώ. Για να το πάρεις αυτό το βίντεο, βέβαια, ήθελες 300 χιλιάρικα. Ήτανε τρομερή πρωτοπορία να πάρεις τέτοιο βίντεο. Αργότερα βγήκε και βίντεο με Audio Dubbing και Insert. Το όνειρό μου να έπαιρνα ένα τέτοιο πράγμα. Κάποια στιγμή το απέκτησα κι αυτό, όταν έπεσε λίγο η τιμή. Με το που έσκασε μύτη, λοιπόν, όμως το PC, να ασχολείται με εικόνα, γιατί στην αρχή αυτά ήτανε με DOS, καταλαβαίνεις τώρα! Μόλις βλέπω στη Στουρνάρη -όταν η Στουρνάρη ήταν γεμάτη με μαγαζιά, κομπιούτερ και τα λοιπά, δεν υπήρχε εγκληματικότητα εκεί και τα λοιπά- έπαθα πλάκα με τα γραφικά του. «Πω-πω», λέω, «αυτό είναι». Παίρνω, λοιπόν, φίλε το 2000 -το 1990;- το πρώτο μου PC, 1.200.000 δραχμές με δάνειο από την Εθνική, την Εθνική στην Ευτυχίδου. Με περάσανε από ιερά εξέταση για να μου το δώσουνε. Μου το δώσανε τελικά. Με το που πήρα αυτό, υπήρχε μια εταιρεία -AMI λεγότανε- στο Χαλάνδρι, που ήταν ψαγμένη σε κάρτες βίντεο. Παίρνω την πρώτη Pinnacle, η οποία αργότερα έγινε Canopus, στο όνομα το σημερινό αυτής της…κολοσσός εταιρεία δηλαδή. Αυτή η κάρτα έκανε περισσότερο και απ’ το κομπιούτερ. 1.300; Όλα αυτά με γραμμάτια, αλλά είχα ήδη δικτυωθεί με τους γάμους και τα λοιπά και μπορούσα, αν δεν είχα δικό μου γάμο και με τραβηχτικά και μπόρεσα και τα ξεπλήρωσα. Μου τα δίνανε και με ανοικτό λογαριασμό και τα λοιπά. Γιατί και αυτοί θέλανε να -ξέρεις- πουλήσουν, να διαφημιστούνε, να το προωθήσουνε. Αφού πήρα, λοιπόν, αυτήν την κάρτα…αυτή η κάρτα τί ήτανε; Ήτανε σαν μια τρομερά ενισχυμένη κάρτα γραφικών, αλλά με ιδιότητες να αποθηκεύει βίντεο, να το επεξεργάζομαι μ’ ένα πρόγραμμα…συνήθως, το Premiere εκείνη την εποχή και η Pinnacle είχε βγάλει ένα πρόγραμμα. Τα πάντα μετά ήταν εύκολα σύμφωνα με τη φαντασία σου. Παράγγειλα στην Αμερική ένα πρόγραμμα, το Hollywood FX. Το έχω ήδη, το αγόρασα κανονικά, να είμαι νόμιμος. Αγόρασα το Photoshop το 4, το πρώτο Photoshop που βγήκε αγοραστό, γιατί φοβήθηκα ότι…λέγανε ότι τους ιδιώτες δεν τους πειράζουνε, αλλά αν μαγαζί το πιάσουνε με πλαστό, το κλείσανε! Πήρα, λοιπόν, και το Photoshop.
Τώρα τί εποχή αυτά; Μέσα ’90;
Ποια εποχή ήρθε ο Clinton στην Ελλάδα; Όταν ήρθε ο Clinton στην Ελλάδα, το βασικό πράγμα στην επίσκεψη του ήτανε για τα πλαστά λογισμικά και την πειρατεία στο βίντεο, έτσι; Το βίντεο είχε αρχίσει ήδη να γίνεται CD. Άσε τώρα η μετάβαση από την κασέτα στο CD. Πάλι ήμουν από τους πρωτοπόρους! Είχε βγει κάποιος στην Πλατεία Αττικής-
Ναι, τέλη ’90 αυτό.
Και έκανε εγγραφή σε CD…όχι DVD, CD. Δηλαδή, το να δώσεις δίσκο στον πελάτη, αντί για κασέτα, ήταν πω-πω, τρομερό πράγμα. «Κοίτα να δεις!», λέγαμε. Αλλά η τεχνολογία έκανε τέτοια άλματα μέσα σε μια πενταετία, που δεν το πιστεύαμε. Λοιπόν, επειδή τώρα είχα ένα μέσον, το οποίο μπορούσα να το διαχειριστώ όπως ήθελα, ανάλογα με τη φαντασία μου, τί κάνω; Πιάνω την κάμερα που τράβαγα βίντεο, τη βάζω στο τρίποδο στο μαγαζί, μ’ ένα καλώδιο Super VHS το συνδέω στην κάρτα την Pinnacle και τί έκανα; Έβαζα κάποιον που ήθελε να βγάλει ταυτότητα και αποθήκευα την εικόνα και την έκανα frame. Έπιανα, λοιπόν, και τη ρετουσάριζα με ανάλυση χάλια, βέβαια, έτσι; Αυτή τί ανάλυση να έχει; Όμως, επειδή την έκανα πολύ μικρό μέγεθος και ρετουσαρισμένη, είχα αποκτήσει τέτοια πελατεία, δηλαδή το μαθαίνανε από την άκρη της Αθήνας και ερχόντουσαν! Αργότερα, έκανα το άλλο. Όταν πια ανέβηκε η ανάλυση, πήρα την πρώτη Olympus που είχε δυόμισι…ήταν δυόμισι giga; Δεν θυμάμαι πόση ήταν η ανάλυση της. Τώρα, δηλαδή, μην πω και σαχλαμάρες. Ήτανε η πρώτη Olympus που πήρα -πάλι και εκεί με γραμμάτια και τα λοιπά-, που μπορούσες να τυπώσεις και δέκα-δεκαπέντε φωτογραφία και να μη φαίνεται ότι είναι χάλια, ας πούμε. Κάπως έτσι, λοιπόν, εξελίχτηκε. Ήμουνα από τους πρωτοπόρους στην ψηφιακή επεξεργασία. Στην ουσία, δεν ήμουν φωτογράφος, ήμουνα «Photoshopάς». Έκανα Photoshop, παρά πολύ. Ταυτόχρονα, είχα -από έναν γνωστό- βρει έναν, που ήξερε καλά το Photoshop και έκανα μαθήματα. Είχα πληρώσει αρκετά λεφτά για να κάνω μάθημα. Και όλα τα υπόλοιπα τώρα…το Pinnacle το άλλαξα και πήρα Canopus κάρτα, άλλο κομπιούτερ. Έχω αλλάξει, δηλαδή, στο μαγαζί γύρω στα δεκαπέντε κομπιούτερ και μιλάμε κομπιούτερ βαρβάτα, έτσι; Δεν…μιλάμε για θηρία, μεγαθήρια!
Άρα είχε δουλειά εκείνη την εποχή. Η φωτογραφία ήταν-
Είχε δουλειά. Είχε, είχε. Ήταν…δηλαδή, δύο δεκαετίες, δεν μπορώ! Αλλά, κούραση. Δεν καθόμουνα. Σαββατοκύριακο να τρέχω και όλη την εβδομάδα να μοντάρω. Και να μην έμπαινε κόσμος μέσα για λιανική, για φιλμ και τέτοια, δεν με ενδιέφερε και τόσο. Είχα τη δουλειά μου εκεί. Έτσι, εκεί βασίστηκε το πράγμα. Ταυτόχρονα, είχαμε την ιδέα, αφού άλλαξα μαγαζί και έφυγα από τη Φιλολάου και πήγα στην Αρχελάου κάτω, το οποίο…η Αρχελάου όταν έφυγα και πήγα λέω: «Πού είμαι; Είμαι σε άλλον κόσμο». Ένιωθα ότι ήμουνα στο Κολωνάκι. Έμπαινε ο [01:40:00]κόσμος μέσα και δεν σε ρώταγε πόσο κάνει. «Θέλω αυτό! Πόσο;». Μετά, σου λέγανε: «Παρ’ τα». Αυτά. Ενώ επάνω σε περνάγανε από ιερά εξέταση για να πάρεις 5 ευρώ, ας πούμε. Ήταν τελείως διαφορετικός ο κόσμος εκεί. Αγοράσαμε, λοιπόν, αυτό το μαγαζί, δώσαμε κάποια λεφτά, που είχαμε μπροστά για να γίνει η αγορά, πληρώσαμε συμβολαιογράφους και το ένα και τα’ άλλο. Είχαμε κανονίσει στην τράπεζα -στην Εμπορική τότε- και δίναμε τον μήνα νομίζω 500 ευρώ, όσο θα ήταν το ενοίκιο. Με αποτέλεσμα στο τέλος να ξεχρεώσουμε τελείως με κάποια λεφτά που είχαμε μαζέψει το δάνειο, να απεγκλωβιστούμε από αυτό και να μας μείνει το μαγαζί. Με αποτέλεσμα στο τέλος, όταν αποφάσισα να τα παρατήσω και να πάρω σύνταξη, πούλησα το μαγαζί, πληρώσαμε τις υποχρεώσεις που είχαμε με κάτι δήμους και με κάτι τέτοια, που μου είχανε βγει διάφορα πρόσθετα εκεί -εφορίες και τα λοιπά- και τα υπόλοιπα μείνανε. Είχα κέρδος το ενοίκιο που θα πήγαινε αέρα, έτσι; Αυτό έγινε. Γενικά, η ζωή μου στη φωτογραφία πέρασε ευχάριστα. Πέρασε ευχάριστα στο ότι ήμουνα αφεντικό του εαυτού μου. Πολλές φορές, αντί να ανοίξω στις 9:00, άνοιγα και στις 11:30. Όταν κάποιος ήθελε κάτι οπωσδήποτε, δεν πήγαινε αλλού. Με περίμενε ή μου έπαιρνε τηλέφωνο και μου λέει: «Ρε, πού είσαι; Να έρθω το απόγευμα;». «Έλα το απόγευμα». Δεν είχα κάποιον πάνω από το κεφάλι μου! Είναι αυτό που λένε ότι αν το χόμπι σου το κάνεις επάγγελμα -που σου είπα και πριν- δεν θα δουλέψεις ποτέ. Μερικές φορές το ένιωθα. Αυτό που με πείραζε πάρα πολύ ήταν ότι είχα έναν νταβατζή πάνω απ’ το κεφάλι μου, το κράτος, το οποίο σου έλεγε: «Δουλεύεις; Φέρε μου. Δεν δουλεύεις; Φέρε μου. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν με νοιάζει». Ποτέ δεν θα σου πει: «Υπάρχει κρίση». Στη δεκαετία που περάσαμε εδώ, εγώ υπέφερα. Υπέφερα πραγματικά! Εκεί ήτανε που λέω: «Δεν γινόμουνα κλειδούχος στον ΟΣΕ, που μου έλεγε η μάνα μου ή στον ΟΤΕ υπάλληλος, να πάρω σύνταξη στα πενήντα και να τελειώνουμε;».
Το επάγγελμα γενικώς ψιλο-υπέφερε. Άρχισε εκεί και με την ψηφιακή και με τα κινητά-
Άρχισε, λοιπόν, να φθίνει το επάγγελμα. Άρχισε, δηλαδή…εκεί που πουλάγαμε δέκα φιλμ -ας πούμε, πούλαγα δέκα φιλμ την ημέρα-, άρχισαν γίνανε πέντε, γίνανε τρία, μετά γίνανε πέντε τη βδομάδα. Υπήρχαν μαγαζιά μάλιστα, που πληρώνανε τρομερά μεγάλο ενοίκιο, που ήταν σε γωνία, και οι οποίοι είχανε πενήντα φιλμ να εμφανίσουνε και πενήντα να πουλήσουνε και εκεί που λέγαμε «Σε πέντε χρόνια θα είναι δύσκολα τα πράγματα», αυτά τα δύσκολα πράγματα γίνανε σε πέντε μήνες. Ήτανε τόσο ραγδαία η εξέλιξη της τεχνολογίας, που δεν μπορούσαμε να το διαχειριστούμε. Δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε, ρε παιδί μου. Τώρα ακούω κόσμο που είναι πενήντα χρονών, πενήντα πέντε και είναι φωτογράφος και λέω: «Έχει πεθάνει και δεν το ξέρει». Πρέπει να πάρει στα εξήντα πέντε. Εγώ κατάφερα με σαράντα δύο χρόνια εργασίας και με τον νόμο Λοβέρδου, πρόλαβα και πήρα στα εξήντα ένα. Ήτανε επίτευγμα αυτό! Βέβαια, φτωχή σύνταξη, αλλά τουλάχιστον πρόλαβα. Το μόνο καλό που έχω τώρα είναι αυτό που λέγανε, που μου έλεγε ο πατέρας μου: «Άμα γίνεις δημόσιος υπάλληλος, βρέξει-χιονίσει». Δηλαδή, περιμένω να πάει 25-27 ο μήνας, να ξαναγεμίσει το πουγκί και εντάξει ξέρω ότι θα αδειάσει στις δεκαπέντε πρώτες μέρες. Αλλά, τουλάχιστον, δεν έχω αυτό το πράγμα να σκάει ένας φάκελος της ΔΕΗ και να τρελαίνομαι, της εφορίας και να μην ξέρω τί να κάνω.
Για επέστρεψε λίγο, πες για το επάγγελμα. Πώς το…θεωρείς ας πούμε ότι εξελίχθηκε ανά τα χρόνια; Γιατί λες ότι πέθανε, ρε παιδί μου;
Κοίτα να δεις, εδώ έγινε κατάρρευση του Κωστόπουλου, αυτού που μας ξεβλάχεψε. Γιατί έγινε η κατάρρευση; Έγινε, γιατί δεν υπήρχαν διαφημίσεις. Συρρικνώθηκε όλη αυτή η δουλειά με το lifestyle και τα λοιπά. Όλο αυτό το πράγμα ξαφνικά…ξαφνικά έγινε αυτό και γι’ αυτό ο άνθρωπος φαλίρισε. Αυτό είναι ενδεικτικό του ότι…ξέρεις πόσοι μείνανε χωρίς δουλειά; Διαφημιστές, φωτογράφοι, που πουλάγανε μούρη, που βλέπανε εμάς που πηγαίναμε σε γάμο και μας κοίταζαν απαξιωτικά; Ξέρεις ότι όλους αυτούς -όλους αυτούς!- τους είδα στην εκκλησία, στον Άγιο Δημήτριο, στον Άγιο Μηνά και τράβαγε και λέω: «Τί γίνεται, ρε φίλε; Κάνεις και γάμο τώρα;» Και βέβαια είχε σκύψει το κεφάλι και δεν μίλαγε! Όλοι αυτοί που πουλάγανε μούρη ότι κάνουνε μόδα με μοντέλες, με έτσι, με αλλιώς…άρχισαν και έκαναν γάμους! Και μένα θα μου άρεσε να δούλευα σε περιβάλλον…οι δουλειές μου να ήτανε μόνο σε στούντιο, γιατί έκανα και τέτοιες δουλειές πάρα πολλές, που τις χαιρόμουν πραγματικά, με ελεγχόμενο φωτισμό και τα λοιπά. Αλλά, αναγκαζόμουνα για να ζήσω την οικογένειά μου, για να ζήσω το μαγαζί μου, να πάω και σε γάμο, να πάω και στον κάθε χλιμίτζουρα. Έτσι ήταν τελικά. Λοιπόν, αυτή τη στιγμή τα μέσα, που διαθέτει ο κάθε ιδιώτης, είναι πάρα πολύ μεγάλα. Όταν βλέπεις και τραβάει 4K ένα κινητό και είναι πραγματικά εικόνα εκπληκτική σε σχέση με την εικόνα που έδινα εγώ το 2000…αν έχεις σταθερό χέρι, λίγο γούστο και βρεις και κάνα προγραμματάκι να το μοντάρεις, μια χαρά δουλειά κάνεις! Γιατί να πάρεις, να πληρώσεις;
Δεν χρειάζεσαι.
Φωτογραφίες; Ποιος ασχολείται τώρα με εκτύπωση; Ποιος ασχολείται τώρα με άλμπουμ; Κακώς, αλλά έτσι είναι. Όσοι προσπαθούν να πούνε: «Ξέρεις, θα τη χάσεις, θα κάνεις»…πάρε δύο δίσκους και τρεις και τέσσερις και αποθήκευσέ τες, κάνε back up, τί να σου κάνω εγώ; Έτσι είναι τελικά. Να σου πω και κάτι; Δεν είναι και άσχημο το να τη βλέπεις στον προτζέκτορα -αν έχεις, γιατί οι περισσότεροι έχουν και προτζέκτορα- τεράστια και τα λοιπά και να μαζευτεί όλη η παρέα και να γελάνε, απ’ το να κάθεσαι να ξεφυλλίζεις. Ωραίο, ρομαντικό είναι το άλμπουμ, δεν λέω.
Μάλιστα.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι τα μέσα που έχει ο καθένας τώρα, του επιτρέπουνε να παρακάμψει τον επαγγελματία. Πάνε μερικοί…να μη σου πω ότι πολλοί είναι που πουλάνε και μούρη, δηλαδή κοιτάνε να βρουν ένα συνεργείο, που να έχει πέντε άτομα με μπλούζες, με γιλέκα που να γράφει photo έτσι –«Photo Vision» και δεν ξέρω τι δήθεν- για να κάνουν, να πουλήσουνε μούρη. Πώς την εποχή που ήμασταν πλούσιοι όλοι -σε εισαγωγικά- και αυτό, κάνανε στολισμό με μπαλόνια, που στοίχιζε 5000; Με μπαλόνια -αν είναι δυνατόν!- και λουλούδια. Όλοι πουλάγανε. Μια ψεύτικη εικόνα ήταν η Ελλάδα. Και τώρα, ακόμα, έτσι είναι βέβαια!
Μάλιστα. Έχεις αφήσει μια εκκρεμότητα, το ξέρεις ε;
Τί;
Να γυρίσουμε πίσω, στην προηγούμενη θεματική, έχεις αφήσει…ξεκίνησες να λες για το Καστρί του σήμερα.
Θα σου πω, Γιάννη. Πήγα -πέρσι πρέπει να ‘τανε- να ανάψω το καντήλι του πατέρα μου πρόπερσι, γιατί τώρα το έχουν αλλάξει αυτό. Θα σου πω, θα σου εξηγήσω. Ο τάφος του πατέρα μου είναι δίπλα στο -πώς λέγεται εκεί που είναι τα κασελάκια με τα οστά;- οστεοφυλάκιο. Καμιά φορά που έχει και αέρα, επειδή είναι και πάνω ύψωμα και έχουν πολύ ωραία θέα οι πεθαμένοι -αγναντεύουνε όλο το ξεροκάμπι, πάρα πολύ ωραία-…λοιπόν, τί να κάνω; Έμπαινα μέσα να ανάψω το καρβουνάκι και πήγαινα έξω και ρίχνω μια ματιά. Τα ονόματα σε τενεκεδένια και ξύλινα κασελάκια ήτανε όλα μου τα παιδικά χρόνια! Μα, όλοι που έκανα παρέα όταν ήμουνα δεκαπέντε χρονών. Μου ‘ρθε να βάλω τα κλάματα! Τώρα δεν γνωρίζω κανέναν. Είναι παιδιά και πολλά είναι εγγόνια των συμμαθητών μου, που δεν τους ξέρω. Λόγω επαγγέλματος, δεν είχα ούτε σαββατοκύριακο για να πάω κάτω και απείχα από το χωριό δύο δεκαετίες. Δεν πήγαινα καθόλου. Με είδαν ξαφνικά μερικοί με άσπρα μαλλιά και λένε: «Ρε, εσύ είσαι;». Δεν πήγαινα, γιατί η δουλειά μου ξεκίναγε Παρασκευή και τελείωνε Δευτέρα πρωί. Οι άλλοι, λοιπόν-
Μόνο καλοκαίρι δεκαπέντε μέρες.
Δεν πήγαινα ούτε το καλοκαίρι. Πηγαίναμε Άστρος, πηγαίναμε παρέα, σας άρεσε η θάλασσα, δεν θα ακολουθήσω αυτό. [01:50:00]Εντάξει, κάπου-κάπου πήγαινα, αλλά δεν πάει να πει ότι τους έβλεπα όλους. Και να σου πω και κάτι; Τη στιγμή που οι φίλοι μου, οι κολλητοί μου είχανε φύγει, δεν είχα και διάθεση, όπως και τώρα δεν έχω. Όπως και τώρα δεν έχω. Κάθομαι, λοιπόν, και βλέπω μια σειρά από οστεοφυλάκια με ανθρώπους, που τους ήξερα, τους έκανα παρέα, που ήταν ζωντανοί μπροστά μου και ήτανε εκεί. Τώρα μην πω -τα ξέρεις- τα τετριμμένα ότι εκεί θα πάμε και κάποια στιγμή όλοι θα πεθάνουμε. Το θέμα είναι ότι εμένα…το χωριό δεν είναι το ίδιο. Δεν το χαίρομαι, όπως τότε. Σου είχα πει ότι είχε τρία-τέσσερα φορτηγά, ούτε ένα ΙΧ. Χώρος για στάθμευση; Άπλετος. Τώρα, επειδή δεν ήτανε εύκολο να αντισταθεί στον πολιτισμό το χωριό, έχουν πάρει όλοι από ένα και δύο αυτοκίνητα. Τώρα που λεπτίνανε οι τηλεοράσεις -που έλεγε η γελοιογραφία-, έχουμε χοντρύνει εμείς. Είναι το αντίθετο, αυτό έχει γίνει. Έχει, λοιπόν, τώρα το χωριό, μια πλατεία γραφική και είναι γεμάτη με αυτοκίνητα, μέχρι και πάνω στην πλατεία. Αυτή η εικόνα, πραγματικά, μου είναι αποκρουστική, επειδή έχω ζήσει το χωριό της δεκαετίας του ’70. Δεν λέω του ’60. Του ’70 και του ’80 ακόμα. Οι 3.500 κάτοικοι γίνανε 300. Λέω ότι πιο καλά ήτανε το χωριό χωρίς την εξέλιξη, πραγματικά χωρίς αυτή την εξέλιξη της εποχής, στην οποία δεν μπορείς να αντισταθείς όμως. Αυτά.
Μάλιστα. Εντάξει μπαμπά, ευχαριστώ.
Τώρα μπορεί να ξέχασα και διάφορα πράγματα, γιατί εντάξει…δεν είναι δυνατόν να…γιατί μου έρχονται τμηματικά. Κατάλαβες τί γίνεται;
Ι.Δ: Εντάξει, νομίζω ότι απέδωσες μια εικόνα.
Αλλά γενικά ήταν μια εικόνα που την…δηλαδή, θα μπορούσα να σου πω για τον στρατό, θα μπορούσα να σου πω για τη ζωή μου όλη, αλλά τώρα αυτά δεν έχουν καμία αξία πάνω στο θέμα μας, έτσι δεν είναι;
Εντάξει, επιλέξαμε δύο θεματικές πολύ…νομίζω ότι απέδωσες μια εικόνα. Εντάξει, ευχαριστώ.
Ωραία.
Κλείνουμε.
Photos

Το χωριό
Φωτογραφία του αφηγητή από τη πλατεία του ...

Το χωριό
Το Καστρί πανοραμικά.

Γιώργος Διαμαντάκος
Ο αφηγητής σήμερα (2012).

Το χωράφι
Φωτογραφία του αφηγητή από το οικογενειακό ...

Ο δρόμος
Ο δρόμος για το σπίτι το φθινόπωρο.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Γιώργος Διαμαντάκος περιγράφει μια δύσκολη, αλλά γεμάτη, παιδική ηλικία στο Καστρί Κυνουρίας τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Από τις αγροτικές εργασίες, τα ψευδώνυμα, τα μαγαζιά και τα καφενεία μέχρι τις φιλίες και την πρώτη φορά που συναντούσε ηλεκτρικές συσκευές σε ένα χωριό που κάποτε έσφυζε από ζωή. Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης, διηγείται τη ζωή του στην Αθήνα, τις πρώτες του δουλειές και την αγάπη του για τη φωτογραφία, την οποία έκανε τελικά επάγγελμα.
Narrators
Γεώργιος Διαμαντάκος
Field Reporters
Ιωάννης Διαμαντάκος
Tags
Interview Date
24/03/2023
Duration
112'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Γιώργος Διαμαντάκος περιγράφει μια δύσκολη, αλλά γεμάτη, παιδική ηλικία στο Καστρί Κυνουρίας τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Από τις αγροτικές εργασίες, τα ψευδώνυμα, τα μαγαζιά και τα καφενεία μέχρι τις φιλίες και την πρώτη φορά που συναντούσε ηλεκτρικές συσκευές σε ένα χωριό που κάποτε έσφυζε από ζωή. Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης, διηγείται τη ζωή του στην Αθήνα, τις πρώτες του δουλειές και την αγάπη του για τη φωτογραφία, την οποία έκανε τελικά επάγγελμα.
Narrators
Γεώργιος Διαμαντάκος
Field Reporters
Ιωάννης Διαμαντάκος
Tags
Interview Date
24/03/2023
Duration
112'