Παράδοση και ιστορία από το δάσος του Κρούστα μέχρι και τους κρητικούς ξυλόφουρνους
Segment 1
Ζώντας από και για το δάσος στον Κρούστα: Χλωρίδα και πανίδα, προστασία, ιστορία και παράδοση των φούρνων στην περιοχή.
00:00:00 - 00:14:09
Partial Transcript
Καλημέρα. Πώς ονομάζεσαι; Γεια σου, ονομάζομαι Φαρσάρης Αντώνης. Είναι Δευτέρα, 31 Ιανουαρίου 2022, είμαι με τον Αντώνη Φαρσάρη, βρισκό…α, τι άλλο να πω πάνω σε αυτό το θέμα; Μπορώ να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις. Θες να μου κάνεις κάποιες ερωτήσεις; Γιατί τα πήρα σβάρνα...
Lead to transcriptLocations
Segment 2
«Όλη νύχτα το χωριό έχει νίντζα και κυκλοφορούν μέσα στους δρόμους για να ψήσουνε το ψωμί»: Παιδικά χρόνια, παιχνίδια και μνήμες από τους ξυλόφουρνους και το δάσος
00:14:09 - 00:23:37
Partial Transcript
Όχι καλά έκανες. Ωραία, πάμε πάλι πίσω. Στα παιδικά χρόνια. Σχετικά με αυτά που είπαμε, έχεις κάποια ανάμνηση που να έχει χαραχτεί στη μνήμη…πολλές γειτονιές στο χωριό, αλλά οι κύριες γειτονιές είναι της Αμαξωτής και οι Αφοντροβολάκκοι. Αυτά τα δύο ήταν τα κυρίαρχα τότε κινήματα!
Lead to transcriptLocations
Tags
Segment 3
Η δημιουργία και η λειτουργία της «Ομάδας Πυρασφάλειας Κρούστα»: όμορφες και δύσκολες στιγμές εθελοντισμού
00:23:37 - 00:31:55
Partial Transcript
Όσον αφορά την πυρασφάλεια, ποια ημερομηνία έγινε η ομάδα περίπου; Ποια χρονολογία; Έγινε το 2007. Τότε, νομίζω, πήραν και οι φωτιές οι μεγ…βρίσκει χρόνο, ενώ χάνει και χρόνο και χρήμα οποιοσδήποτε μπαίνει, θέλει να ξαναπάει – γιατί δεν πληρώνετε κάνεις, είναι όλοι οι εθελοντές.
Lead to transcriptLocations
Segment 4
Η ιστορία του δάσους από τα μινωικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας και οι δραστηριότητες που μπορεί να κάνει κανείς σήμερα εκεί
00:31:55 - 00:41:34
Partial Transcript
Όσον αφορά τα μινωικά κτίσματα στο δάσος, μπορείς να μου πεις λίγες παραπάνω λεπτομέρειες; Λοιπόν, η καημένη η Sabine πέθανε, αλλά μου είχ…τερο να κάνεις πράγματα που μπορείς και που δεν είναι επικίνδυνο ούτε για σένα αλλά κι ούτε για το ίδιο το δάσος και για την προστασία του.
Lead to transcriptLocations
Segment 5
Η δημιουργία και η λειτουργία του φούρνου του Αφηγητή και οι παραδοσιακές, από γενιά σε γενιά, παρασκευές
00:41:34 - 00:52:13
Partial Transcript
Όσον αφορά τον φούρνο, πότε ξεκίνησε η λειτουργία του; Είπα και πριν, το 2016 ξεκίνησε η λειτουργία του. Πάμε, τώρα, για την έκτη-έβδομη χρ…ίνεται. Δηλαδή, υπάρχει σαν δυνατότητα, υπάρχει αυτή η δυνατότητα κάποιος να έρθει να παρακολουθήσει το πώς γίνεται αυτή όλη η διαδικασία.
Lead to transcriptTopics
Locations
Tags
Media

Παραδοσιακός ντάκος
Τα ράφια στο φούρνο του Αντώνη είναι γεμάτ ...

Ο φούρνος
«Αποτελείται από πέτρες, κεραμίδια, πυρόχω ...

Πριν το ψήσιμο
Τα ψωμιά έχουν τοποθετηθεί στον φούρνο και ...

Προετοιμασία
Τα ψωμιά, προτού μπουν για να ψηθούν, ζυμώ ...

Τα ψωμιά
«Σχηματοποιείς τα ψωμιά σύμφωνα με το σχήμ ...

Η πόρτα του φούρνου
«Έχει μία οπή, την πόρτα του φούρνου, από ...

Ο φούρνος
«Έχει μία άλλη οπή μέσα στο φούρνο, η οποί ...
Segment 6
Η επίδραση του Covid και της οικονομικής κρίσης, το μέλλον κι ένας αναστοχασμός
00:52:13 - 00:59:31
Partial Transcript
Πώς επηρέασε η οικονομική κρίση την επιχείρηση; Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει όλον το κόσμο. Και από τη στιγμή που έχει επηρεάσει όλον…ούμε πάρα πολύ για τη συνέντευξη και εύχομαι να συνεχίσεις έτσι με το ίδιο πάθος όλα αυτά που κάνεις! Σε ευχαριστώ, Δήμητρα. Κι εγώ χάρηκα!
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 1
Ζώντας από και για το δάσος στον Κρούστα: Χλωρίδα και πανίδα, προστασία, ιστορία και παράδοση των φούρνων στην περιοχή.
00:00:00 - 00:14:09
[00:00:00]Καλημέρα. Πώς ονομάζεσαι;
Γεια σου, ονομάζομαι Φαρσάρης Αντώνης.
Είναι Δευτέρα, 31 Ιανουαρίου 2022, είμαι με τον Αντώνη Φαρσάρη, βρισκόμαστε στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου Κρήτης, εγώ ονομάζομαι Δήμητρα Γιαννακάκη, είμαι Ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα ήθελες να μου πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου;
Ναι. Σήμερα θα σας πω μερικά πράγματα που σχετίζονται με κάτι που κάνω, που δραστηριοποιούμαι τον τελευταίο καιρό, αλλά και μία εθελοντική δράση που έχω δημιουργήσει εδώ και κάποια χρόνια και θα προσπαθήσω όλα αυτά να τα συνδέσω και μεταξύ τους. Λοιπόν, κατάγομαι από ένα ημιορεινό χωριό του νομού Λασιθίου. Συγκεκριμένα, το χωριό λέγεται Κρούστας Μεραμβέλλου Λασιθίου, ανήκει στον Δήμο Αγίου Νικολάου και βρίσκεται δεκαέξι χιλιόμετρα πάνω από την πόλη του Αγίου Νικολάου, νότια. Πάνω από τον Κρούστα εκτείνεται ένα πάρα πολύ όμορφο δάσος, και μαζί με τα όμορα χωριά του το περιβάλλει: τις Μάλες, την Καλαμαύκα, την Κριτσά, την Πρίνα, το Καλό Χωριό. Είναι, αυτήν τη στιγμή, το μεγαλύτερο δάσος της Κρήτης, και σε έκταση και σε βιοποικιλότητα. Αποτελείται από πεύκα κυρίως, βελανιδιές, σφενδάμους, αλλά έχει και κάποιες περιοχές, ξέφωτα κτλ., τα οποία καλλιεργούνται και εποχικά λαχανικά αλλά και υπάρχουνε αμπέλια –αμπελώνες, δηλαδή, οι αμπελώνες του χωριού και των υπολοίπων χωριών–, αχλαδιές κυρίως, μηλιές, γιατί είναι ορεινό. Γιατί τα λέω τώρα όλα αυτά, έτσι; Γιατί από το δάσος ο Κρούστας ζει και ζει και το δάσος. Από το δάσος παίρνει νερό, από το δάσος παίρνει τροφή, γιατί όλα τα αιγοπρόβατα είναι εκεί πάνω και όλοι οι βοσκοί του χωριού το νέμονται και ταΐζουνε τα πρόβατά τους. Εκεί, έχει όλα τα καλοκαιρινά λαχανικά, έχει τον καθαρόν αέρα, έχουνε τα μετόχια τους, έχουν τις αγροικίες τους. Άρα, ουσιαστικά, το δάσος αυτό παίζει έναν τεράστιο ρόλο για τη ζωή του χωριού. Ένα μέρος πολύ σημαντικό της ζωής του χωριού είναι και οι φούρνοι του. Ο Κρούστας έχει μεγάλη παράδοση με το ψωμί, έχει πάρα πολλούς ξυλόφουρνους και οι ξυλόφουρνοι για να ανάψουνε χρειάζονται ξυλεία. Εκτός, λοιπόν, από την ξυλεία που παίρνει το χωριό για να ζεσταθεί από αυτό το δάσος, παίρνει και όλη αυτήν την ξυλεία που χρειάζονται οι φούρνοι ώστε να ζεσταθούνε, να πυρωθούνε και να φτιάξουν αυτά τα υπέροχα παξιμάδια, ψωμιά, που φτιάχνει Κρούστας. Εγώ, λοιπόν, μεγάλωσα σε αυτό το χωριό. Πήγα εκεί μέχρι τη δευτέρα Δημοτικού. Έχει Δημοτικό σχολείο μέχρι και τώρα και νηπιαγωγείο. Μετά, Γυμνάσιο και Λύκειο πρέπει να κατέβεις πιο χαμηλά. Και είχα εντρυφήσει σε αυτήν την παράδοση... Από μικρός, δηλαδή, θυμάμαι τον εαυτό μου να μπαινοβγαίνω σε φούρνους, να πηγαίνω με τη γιαγιά μου, κυρίως, στον φούρνο που ζύμωνε. Θυμάμαι όλα αυτά τα αρώματα του φρέσκου ψωμιού, την απόλαυση αυτή που ένιωθα και τη χαρά όταν μου δίνανε ένα ζεστό καρβέλι, μια ξεφουρνιά, όπως τη λέμε στον Κρούστα. Και θυμάμαι και διάφορες ποικιλίες, ποιότητες ψωμιού από τότε, γιατί ο Κρούστας και οι γυναίκες του Κρούστα δεν κάνουνε μόνο ένα ψωμί, κάνουνε πολλά είδη, αλλά το πιο γνωστό, το πιο διάσημο και το ψωμί που κυρίως ζητάνε από τον Κρούστα αλλά και γίνεται και ολόκληρη γιορτή το καλοκαίρι προς τιμήν του, είναι το εφτάζυμο. Που είναι ένα ιδιαίτερο ψωμί με ρεβίθι και καυτερή πιπεριά, μια παράδοση που χάνεται στο βάθος των αιώνων. Και οι Κρουστιανές είναι master, είναι ειδικές στο να φτιάχνουν αυτό το ψωμί. Θυμάμαι, λοιπόν, από παιδί να πηγαίνω, είτε να φάω ξεφουρνιά κρίθινο, είτε να φάω ξεφουρνιά από εφτάζυμο, ή κουμπάνια, ή και όλα αυτά τα ψωμιά τα υπέροχα που κάνανε. Επίσης, σαν παιδί, θυμάμαι όλα τα Σαββατοκύριακα, την Πρωτομαγιά, τις αργίες, όταν είχε καλό καιρό κυρίως, αλλά καμιά φορά και με χιόνια, να μας πηγαίνουν στο δάσος να παίζουμε, να περνάμε τις μέρες μας, να κάνουμε τις παρέες μας, να τρώμε, να πίνουμε, να περνάμε ευχάριστα, να κάνουμε τις πεζοπορίες μας, να κοιμόμαστε κάτω απ’ τα δέντρα το καλοκαίρι που κάνει ζέστη. Και, γενικά, από μικρός θυμάμαι τον εαυτό μου, να έχω συνδέσει τη ζωή μου με το δάσος και με τους φούρνους στο χωριό. Επίσης, μέσα στο δάσος υπάρχουνε και πάρα πολλές αμυγδαλιές, άλλο ένα επάγγελμα κι άλλο ένα προϊόν εξαιρετικό που παράγει ο Κρούστας. Και θυμάμαι τον εαυτό μου να μένω σε μετόχια με τον παππού και τη γιαγιά για μέρες. Μέχρι και δεκαπέντε μέρες έχω μείνει πάνω στο βουνό χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό –το νερό το παίρνουμε από πηγάδια– να μαζεύουμε αμύγδαλα και να ζούμε μέσα στο δάσος. Μεγαλώνοντας, λοιπόν, θεώρησα, αρχικά, χρέος μου να βρω έναν τρόπο από την πλευρά μου να προστατεύσω αυτό το δάσος. Και ορμώμενος από τις μεγάλες πυρκαγιές που είχανε γίνει τότε στην Ηλεία, που είχαν κάψει χιλιάδες στρέμματα κτλ., οργάνωσα πάρα πολλούς νέους φίλους, και μεγαλύτερους και γέρους και οικογενειάρχες και δεν ξέρω κι εγώ τι από το χωριό, φτιάξαμε μία εθελοντική ομάδα, την «Ομάδα Πυρασφάλειας Κρούστα». Σιγά-σιγά, μέσα σε αυτήν την ομάδα εντάχθηκαν και άτομα από άλλα μέρη, του Δήμου και όχι μόνο, τα οποία ήθελαν να προσφέρουν. Η ομάδα αριθμεί πάνω από εκατόν πενήντα μέλη αυτήν τη στιγμή, όταν το χωριό έχει πεντακόσια άτομα. Είναι, δηλαδή, τεράστια σε σχέση με τον όγκο του χωριού. Και είναι ενεργή ακόμα και σήμερα, από το 2007 και κάθε καλοκαίρι, όλους τους καλοκαιρινούς μήνες και κάθε μέρα, μία ομάδα ανθρώπων, είτε δύο αγόρια είτε ένα ζευγάρι –δεν αφήνω ποτέ δύο κορίτσια μόνα τους μέσα στο δάσος το βράδυ–, προσέχουμε, ώστε να μην πάρει φωτιά το δάσος μας. Στην πορεία, το ανέλαβε ο Πολιτιστικός Σύλλογος, εγώ από τότε μέχρι σήμερα είμαι υπεύθυνος για αυτήν τη δουλειά, αλλά τώρα φαίνεται ο Πολιτιστικός Σύλλογος, και καλά κάνει, για να έχει και πιο... να έχει μια οντότητα, να έχει μια βαρύτητα, να μη φαίνομαι μόνο εγώ. Άρα, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κρούστα, που είναι πάρα πολύ δραστήριος, μία από τις δραστηριότητες πλέον που έχει είναι και να προστατεύει το δάσος. Έχουμε κάνει όλα αυτά τα χρόνια αρκετές δράσεις, εκτός ότι έχουμε πάρει μέρος σε διάφορες κατασβέσεις –έχουμε, δηλαδή, ενεργό ρόλο στην κατάσβεση, όταν υπάρχει φωτιά εκεί στη γύρω περιοχή, γιατί το δάσος είναι τεράστιο, είναι ένα αχανές δάσος που είναι πάνω από διακόσιες χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα–, εκτός, λοιπόν, ότι παίρνουμε μέρος, έχουμε αγοράσει εξοπλισμό: ξυλοκοπτικά, σκαπανίκα, πυροσβεστήρες. Έχουμε αγοράσει κι έναν μεγάλο πυροσβεστήρα τόνου που τον έχουμε προσαρμόσει σε ένα παλιό αγροτικό και παίρνουμε μέρος στην κατάσβεση. Έχουμε κάνει καθαρισμούς. Ειδικά τη μία χρονιά, που ήταν και η πιο σημαντική, μπήκαμε μέσα στο δάσος, και επειδή το δάσος είναι γεμάτο από μέλισσες, γιατί το πεύκο που υπάρχει στην περιοχή μας είναι μελιτοφόρος και όλα τα μελισσοκομεία της χώρας –και δεν είναι υπερβολή– έρχονται στο δάσος μας. Δηλαδή, γνωρίζω μελισσοκόμους από Ρόδο, από Χανιά, από Ηράκλειο, από Σητεία, από παντού, φέρνανε τις μέλισσες και τις άφηναν πάνω σε λάστιχα, ελαστικά. Κι εμείς μπήκαμε μία χρονιά, καθαρίσαμε το δάσος από τα ελαστικά, μαζέψαμε πάνω από δύο χιλιάδες ελαστικά, τα οποία τα δώσαμε για ανακύκλωση και αναγκάσαμε τους μελισσοκόμους να μην ξαναφέρουν ελαστικά μέσα στο δάσος, γιατί το ελαστικό, άμα πάρει φωτιά, είναι πάρα πολύ δύσκολο να σβηστεί. Από κει και πέρα, έχουμε κάνει κι άλλες δράσεις που αφορούνε το νερό, που αφορούνε την καθαριότητα, που αφορούνε τον καθαρισμό των δρόμων, την αποξήλωση δεξιά αριστερά του δρόμου και πάει λέγοντας, και την καθημερινή φύλαξη και προστασία του δάσους που γίνεται όλα αυτά τα χρόνια. Όλα αυτά, θέλω να πω, ότι τα κάνουμε μόνοι μας. Μέσα σε δεκαεφτά χρόνια – όχι, δεκαέξι χρόνια, πόσα χρόνια το κάνουμε τώρα; Πάει δεκαεφτά που κάνουμε αυτήν τη δράση. Η μόνη βοήθεια από την πολιτεία είναι τετρακόσια ευρώ που μας έχουνε δώσει μία φορά από την περιφέρεια, όλα τα υπόλοιπα είναι από ιδία κεφάλαια, από εμάς, και προσπαθούμε, με αυτόν τον τρόπο, να το προστατεύσουμε. Τώρα, τη νεκρά ύλη, τα ξερά κλαδιά, τα ξερά δέντρα κτλ., τα απομακρύνουμε, και για να ζεσταθούμε και για να φουρνίσουμε, αλλά και για να αφαιρέσουμε τυχόν παραπάνω υλικό όταν πάρει φωτιά, γιατί, ούτως ή άλλως, η νεκρά φύση είναι νεκρά φύση. Τα του δάσους λίγο-πολύ τα είπα. Το μόνο που μπορώ να πω με το δάσος είναι ότι, πέρα από τη χλωρίδα που κυρίως ανέφερα, έχει και τρομαχτική πανίδα. Έχει μέσα άγρια ζώα, πέρα από τα ήμερα και τα οικόσιτα που έχουμε, έχει έναν αγριόγατο, τον φουρόγατο, ο οποίος είναι πάρα πολύ σπάνιο είδος, πλέον απειλούμενη γάτα μέσα στην Κρήτη, που είναι ένα νυχτόβιο ζώο, το οποίο είναι πανέμορφο και κυνηγημένο πάρα πολύ. Έχει σκίουρους! Το διαβεβαιώνω, γιατί έχω δει. Έχει σκίουρους, λοιπόν, το δάσος. Έχει –καλά εκτός από έντομα, ποντίκια κτλ.–, έχει νυφίτσες και μικρές αλεπούδες. Έχει λαγούς χιλιάδες και έχει τρομακτικά και πανέμορφα πτ[00:10:00]ηνά, όπως το φιλάρετο, έχει γεράκια, έχει τον γυπαετό, που είναι κι αυτός πάρα πολύ σπάνιος, φωλιάζει στα βουνά του Κρουστά και της όμορης περιοχής. Και, γενικά, πρόκειται για ένα πανέμορφο δάσος που, πέρα από τη χλωρίδα και την πανίδα, έχει και αρχαιολογική –αρχαιολογικό υπόβαθρο– υποστήριξη. Πριν μερικά χρόνια μία κυρία από τη Γερμανία –δυστυχώς πέθανε τώρα, αλλά πρέπει να αναφερθεί–, η Sabine Beckmann, έκανε ανασκαφές και έρευνες μέσα στο δάσος και εντόπισε, πάλι μόνη της, με ιδία κεφάλαια, πάνω από τριακόσιες μινωικές θέσεις πάνω στο δάσος. Είναι, δηλαδή, ένα υπέροχο δάσος που έχει ιστορικό, αρχαιολογικό –πώς το λένε;– και οικολογικό υπόβαθρο. Είναι πάρα πολύ ωραίο να το επισκεφθείτε, έχει μονοπάτια. Και αξίζει να προστατευτεί και να παραμείνει αναλλοίωτο, όπως το βρήκαμε κι εμείς. Έχει αγέρωχα δέντρα, υπεραιωνόβιους πρίνους και αγροικίες που είναι έτοιμες –γιατί ο κρητικός και ο κρουστιανός λαός είναι πάρα πολύ φιλόξενος– να σας φιλοξενήσουν, να φάτε, να πιείτε, να περάσετε καλά, άμα έρθετε προς τα εκεί. Τώρα, τα του φούρνου. Πέρα από τα βιώματα αυτά που είπα ότι είχα σαν μικρός, αποφάσισα τώρα τελευταία, τα τελευταία χρόνια, το 2016 και μετά, επειδή αυτό το ψωμί που εγώ είχα στο μυαλό μου δεν μπορούσα να το βρω, δεν μπορούσα να το βρω στα εμπορικά καταστήματα, δεν μπορούσα να το βρω στην αγορά κτλ., να φτιάξω έναν φούρνο, αρχικά, για μένα. Πατώντας, λοιπόν, σε όλες αυτές τις παλιές συνταγές και με τη βοήθεια της γιαγιάς μου, της θείας μου και ενός παλιού φούρναρη που υπήρχε τότε στον Κρούστα, πήρα κάποιες παλιές συνταγές, κάποια πράγματα τα εξέλιξα, κάποια τα άφησα αναλλοίωτα, όπως ακριβώς τα βρήκα, και κάνω αυτήν τη δουλειά τώρα, τα τελευταία έξι χρόνια. Έχω έναν ξυλόφουρνο. Τα ξύλα μου τα παίρνω από αυτό το υπέροχο δάσος που σας ανέφερα προηγουμένως. Καίω, δηλαδή, κυρίως, πεύκο, κυρίως, κατά 90%. Και ακολουθώ την παράδοση αυτή που έχουν τόσα χρόνια στον Κρούστα. Είμαι ο νεότερος, απ’ όσο ξέρω, από αυτούς που πλέον ασχολούνται, δηλαδή η αμέσως επόμενη κυρία που ασχολείται με αυτήν τη δουλειά πρέπει να είναι τώρα 80 χρονώ - ίσως να είναι 75, κάπου εκεί, είναι μεγάλη. Δυστυχώς, αυτό χάνεται. Οι νέες γενιές δεν το ακολουθούνε, παρότι έχει εμπορικότητα το ψωμί, είναι σπάνιο και είναι διαφορετικό, είναι μόνο με προζύμι, το οποίο και αυτό το προζύμι χάνεται η πρώτη του παρασκευή στα βάθη των αιώνων. Κάθε μάνα το παίρνει από τη γιαγιά της κάθε φορά που παντρεύεται κτλ. Εγώ το πήρα απ’ τη γιαγιά μου, το οποίο το είχε πάρει απ’ τη γιαγιά της και πάει λέγοντας. Και κάθε φορά, αυτό το προζύμι το ανανεώνεις και το χρησιμοποιείς για την επόμενη φορά. Δεν χρησιμοποιούμε διογκωτικές ύλες, μαγιά ή δεν ξέρω κι εγώ τι, μόνο αγνά υλικά, ελαιόλαδο, έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, και θα ήταν πάρα πολύ ωραίο να το γευτείτε και να το δείτε. Αυτό είναι ένα, βέβαια, ψωμί ιδιαίτερο, που ίσως στην αρχή σας ξενίσει. Έχει μια παράξενη οξύτητα, γιατί το προζύμι προσδίδει στο ψωμί μια οξύτητα διαφορετική από τα υπόλοιπα ψωμιά – όποτε λέω ψωμί, βέβαια, να αναφέρω ότι κατά 99% εννοώ παξιμάδι, γιατί στην Κρήτη, όταν λέμε ψωμί, και ειδικά στον Κρούστα, εννοούμε το παξιμάδι, όλος ο Κρούστας τρώει παξιμάδι και η όμορη περιοχή. Το εφτάζυμο είναι ακόμα πιο ιδιαίτερο. Όπως σας είπα και προηγουμένως, είναι με ρεβίθι και καυτερή πιπεριά. Ή τα κουμπάνια, που ανέφερα, είναι ένα ψωμί γλυκό με πάρα πολύ λάδι, κανέλα, το οποίο συνήθως το τρώμε φρέσκο εκείνη τη στιγμή όταν κάνουμε ξεφουρνιά. Και δεν έχει εμπορικότητα, γιατί είναι πάρα πολύ ακριβό και τα υλικά του είναι πάρα πολύ ακριβά. Τώρα, τι άλλο να πω πάνω σε αυτό το θέμα;
Μπορώ να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις.
Θες να μου κάνεις κάποιες ερωτήσεις; Γιατί τα πήρα σβάρνα...
Segment 2
«Όλη νύχτα το χωριό έχει νίντζα και κυκλοφορούν μέσα στους δρόμους για να ψήσουνε το ψωμί»: Παιδικά χρόνια, παιχνίδια και μνήμες από τους ξυλόφουρνους και το δάσος
00:14:09 - 00:23:37
Όχι καλά έκανες. Ωραία, πάμε πάλι πίσω. Στα παιδικά χρόνια. Σχετικά με αυτά που είπαμε, έχεις κάποια ανάμνηση που να έχει χαραχτεί στη μνήμη σου με δραστηριότητες που έκανες ως παιδί;
Κοίτα, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, αυτό που τους μένει στο τέλος είναι το παιχνίδι κι από κει μαθαίνουνε. Εμείς όλα αυτά τα βλέπαμε σαν παιχνίδι τότε. Και ειδικά τα χωριά, και ειδικά στην Κρήτη χωριά που έχω ζήσει, είναι ο παράδεισος των παιδιών. Γιατί δεν υπάρχει κίνδυνος. Τότε δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος, δηλαδή ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να μην πέσεις σε κάνα πηγάδι. Έπρεπε, απλά, να ξέρεις που είναι τα πηγάδια του χωριού. Αλλά δεν υπήρχε κίνδυνος ούτε να σε σκοτώσουν, ούτε να σε κλέψουν, ούτε να σε χτυπήσουν, ούτε τίποτα. Ήμασταν ελεύθεροι από το πρωί μέχρι το βράδυ, γυρίζαμε στις γειτονιές κτλ. Και η ανάμνηση που έχω με τους φούρνους είναι αυτό που είπα, ότι δεν είναι δυνατόν κάθε σπίτι να έχει τον δικό του φούρνο. Ανά γειτονιά, κυρίως, υπάρχει ένας φούρνος, ο οποίος, αυτός που τον έχει αυτόν τον ξυλόφουρνο στον Κρούστα συνήθως δεν φουρνίζει, τον έχει, κι αυτός που πάει και φουρνίζει του αφήνει σαν αντίτιμο, σαν πληρωμή, ένα 10%-20% του ψωμιού. Και θυμάμαι μόνο τη γιαγιά μου, κυρίως, και την προγιαγιά μου, αλλά και τη θεία μου –γιατί φουρνίζανε σε διαφορετικούς φούρνους–, να πηγαίνουν στους φούρνους που φουρνίζανε, να καθόμαστε απέξω σαν παιδιά και να τρώμε. Γιατί το τρελό είναι, ειδικά με τα εφτάζυμα, όταν φουρνίζουνε οι Κρουστιανές, δεν σε βάζουν μέσα στον φούρνο, απαγορεύεται! Θεωρείται διαβολόψωμο, θεωρείται ότι, επειδή έχουν μεγάλες αποτυχίες και επειδή κάποιες φορές το ψωμί δεν ανεβαίνει, ότι το ματιάζεις κτλ. Μπαίνουν συγκεκριμένες γυναίκες και περιμέναμε να ανοίξει ο φούρνος να μας προσφέρουνε ψωμί. Το ψωμί στον Κρούστα, ειδικά το εφτάζυμο, αλλά και τα υπόλοιπα το δίνουν όταν είναι ζεστό με βούτυρο ντόπιο απ’ τα αιγοπρόβατα του χωριού που είναι στο δάσος με μέλι, με μέλι του χωριού που είναι οι μέλισσες πάλι στο δάσος. Είναι μαγική αυτή η γεύση. Δηλαδή, αν κάποιος δεν το γευτεί αυτό το πράγμα, δεν μπορεί να το καταλάβει: βούτυρο, ντόπιο μέλι και αχνιστό ψωμί είναι τέλειο. Και, επίσης, θυμάμαι ότι κάθε φορά που ανάβαν έναν φούρνο, βάζανε μέσα κι ένα ταψί, συνήθως πατάτες με διάφορα μπαχαρικά, το κύμινο δεν έλειπε ποτέ και το ελαιόλαδο, και καμιά φορά και κοτόπουλο μέσα στις πατάτες. Και περιμέναμε να ανοίξει ο φούρνος, ώστε να φάμε το ψωμί και καμιά φορά να φάμε και τις πατάτες μαζί με το κοτόπουλο στον φούρνο, που ήταν υπέροχες. Δηλαδή, ο ξυλόφουρνος είναι άλλο επίπεδο, ό,τι και να ψήσει, η νοστιμιά του είναι εκατό φορές πιο δυνατή από οποιοδήποτε ηλεκτρικό φούρνο έχει εφευρεθεί. Αυτή ήταν η μνήμη μου με τους φούρνους. Εμείς, σαν παιδιά, παίζαμε στους φούρνους, στις ταράτσες του φούρνου παίζαμε, γύρω-γύρω απ’ τον φούρνο, τις γιαγιάδες πειράζαμε. Το βράδυ βγαίνανε σαν νίντζα, μαυροφορεμένες και φορούσανε τα τσεμπέρια τους κι εμείς –εμείς τις λέγαμε νίντζα–, εμείς τις παρακολουθούσαμε και σκάγαμε το βράδυ από το σπίτι από τη ζεστασιά και βγαίναμε έξω και παρακολουθούσαμε τις γιαγιάδες που πηγαίνανε. Γιατί όλα αυτά διαδραματίζονται πάρα πολύ πρωινές ώρες. Δηλαδή όταν βγαίνει το ψωμί, εμείς συνήθως ξυπνούσαμε. Οι κρουστιανές ζυμώνουν χαράματα, νύχτα, ξημερώματα. Δηλαδή, όλη νύχτα το χωριό έχει νίντζα και κυκλοφορούν μέσα στους δρόμους για να ψήσουνε το ψωμί. Αυτά είναι τα βιώματά μου. Από το δάσος έχω μόνο θετικές αναμνήσεις, παιχνίδια, χαρές, γέλια, παρέες. Το δάσος είναι κάτι μαγικό, σε γαληνεύει, σε ηρεμεί. Ακόμη και το πράσινο, τώρα, η επιστήμη έχει δείξει ότι είναι το χρώμα που ηρεμεί την ψυχή και το σώμα. Έχω μόνο θετικές μνήμες. Πρόκειται για ένα υπέροχο δάσος, ζωντανό. Δηλαδή, το αισθάνεσαι, ενεργειακό, έχει ενέργεια αυτό το πράγμα. Σε κάποιες περιοχές, φαίνεται η θάλασσα και βλέπεις κάτι μαγικό, να είσαι μέσα στα πεύκα ή μέσα στα χιόνια το χειμώνα και κάτω στο βάθος να βλέπεις θάλασσα. Γιατί αυτό το μαγικό έχει Κρήτη, δηλαδή, εκτός από παραλίες, έχει και ενδοχώρα. Δηλαδή, πρόκειται για ένα νησί που σε κάνει κάποιες φορές και το ξεχνάς, αλλά, όταν κοιτάξεις προς τη θάλασσα, καταλαβαίνεις ότι είσαι σε νησιώτικο έδαφος. Είναι δύσκολο να περιγράφει η ομορφιά του δάσους. Και ειδικά του δάσους μας είναι πολύ δύσκολο, γιατί δεν είναι μονοκόμματο, ούτε αποτελείται από ένα βουνό, ούτε από μία κορυφή, ούτε από ένα δέντρο ή από μία χαράδρα. Είναι μία μαγεία που εγώ, τόσα χρόνια που το περπατάω, κάθε φορά βρίσκω και μία γωνιά ανεξερεύνητη, βρίσκω και κάτι που να με συγκινήσει και να με κάνει να αναρωτηθώ: «Τι είναι αυτό;» και «Γιατί δεν το έχω δει τόσο καιρό;». Είναι κάτι που, πραγματικά πρέπει, κάποιος να το ζήσει. Δηλαδή, όποιος δεν έχει βγει, όποιος δεν έχει πάει σε ένα δάσος, και ειδικά σε αυτό το δάσος, είναι ευκαιρία να πάει να το δει, να το εξερευνήσει, να το χαρεί, να το ζήσει. Και μόνο που θα γεμίσουν τα πνευμόνια του καθαρό αέρα είναι πολύ σημαντικό.
Τι παιχνίδια παίζατε, που μου είπες;
Τι παιχνίδια παίζαμε, έτσι; Λοιπόν, παίζαμε αυτά τα κλασικά που παίζουν τα παιδιά, δηλαδή από κρυφτό, από κυνηγητό, από πόλεμο, από πετροπόλεμο –μιλάμε για πολύ αίμα!–, από ποδόσφαιρο, μπάσκετ. Οι γιαγιάδες μας προσπαθούσανε να μας δείξουν και κάτι παλιά παιχνίδια που παίζανε, που καμιά φορά τα παίζαμε, αλλά να μην πω τώρα ότι τα πολυπαίζαμε τώρα, αλεκατρίδες και δεν ξέρω κι εγώ τι. Το πιο χαρακτηριστικό παιχνίδι –δεν ξέρω τώρα αν είναι και σε άλλα χωριά που παίζανε–, παίζαμε το κρυφτοκυνηγητό. Δηλαδή, παίζαμε και κρυφτό και κυνηγητό σε όλες τις γειτονιές του χωριού χωρίς περιορισμό. Δηλαδή ή μία ομάδα κρυβόταν κι η [00:20:00]άλλη, όταν την έβρισκε, την κυνηγούσε, και όταν την έπιανε, γινότανε τούμπαλιν. Συνήθως, ποτέ το παιχνίδι αυτό δεν τελείωνε. Ήταν αδύνατο σε ένα χωριό με τέτοια έκταση και με τόσα πολλά παιδιά να τα πιάσεις όλα ώστε η μία ομάδα να πάει στον τάκο και να συνεχίσει μετά να κυνηγά την άλλη. Συνήθως, τα παιχνίδια αυτά ήταν χωρίς τελειωμό. Αλλά το πιο μαγικό στο χωριό ήτανε αυτή η γαλήνη, η ησυχία που οι φωνές μας μόνο ήταν αυτές που ξεσηκώναν το χωριό και αυτή η ελευθερία που αισθανόμασταν, η απόλυτη ελευθερία που, πραγματικά, δεν ξέρω άμα τη ζουν τα σημερινά παιδιά, ακόμα και στον Κρούστα. Μιλάμε για την απόλυτη ελευθερία, είχαμε απόλυτη ελευθερία κινήσεων από το πρωί μέχρι το βράδυ. Πάρα πολλά παιδιά, και τώρα είναι πολλά παιδιά στο χωριό, είναι ζωντανό χωριό. Δεν με νοιάζει και τώρα να πάω να παίξω. Άμα με χωρίσουνε, τώρα, σε μία ομάδα θα πάω να τρέχω. Αυτά ήτανε, κυρίως, τα παιχνίδια που παίζαμε. Σίγουρα θα ξεχνάω και κάποια, αλλά, ντάξει τα κλασικά παίζαμε. Κάποια αρχαία παιχνίδια τα είχαμε παίξει λίγες φορές, που μας είχανε δείξει. Εντάξει.
Θυμάσαι κάποια από τα αρχαία αυτά παιχνίδια;
Οι αλεκατρίδες, ένα παιχνίδι με πέτρες που, αν θυμάμαι καλά, τα βάζεις ανάποδα στο χέρι σου, όχι στην παλάμη, στην από πάνω μεριά, και προσπαθείς να τα πετάξεις στον αέρα, να χτυπήσουν και μετά να τα πιάσεις με την παλάμη σου – είναι ζογκλερικό παιχνίδι! Ένα άλλο παιχνίδι, το οποίο εμείς το κάναμε με σύγχρονο τρόπο, αλλά πρέπει να έχει μινωική βάση ή αρχαία βάση, δεν ξέρω κι εγώ τι, ήταν μία ρόδα, εμείς πιάναμε ένα σύρμα και αυτήν τη ρόδα την τσουλούσαμε σε όλο το χωριό. Δηλαδή, είναι σαν κάποιες ρόδες τώρα που πουλάνε στις εμποροπανηγύρεις εκεί στα τέτοια, που βγάζει φωτιά, φως, δεν ξέρω κι εγώ τι βγάζει. Αυτό το παιχνίδι, λοιπόν, είναι παλιό, θα έλεγα ότι είναι αρχαίο. Ναι, αυτό ήταν ένα τέτοιο παιχνίδι. Σίγουρα ξεχνάω πολλά παιχνίδια, εγώ θυμάμαι κυρίως στα ομαδικά, γιατί τα ατομικά παιχνίδια δεν έχουνε μνήμη. Τα ομαδικά παιχνίδια ήταν όλα αυτά που παίζουν τα παιδιά, από κρυφτά, από κυνηγητά, από πόλεμο, από ξύλο, από ποδόσφαιρο, από μπάσκετ, από βόλεϊ, από χάντμπολ, ό,τι υπήρχε, δηλαδή, σε μπάλα, σε τόπι, σε πέτρα, σε κυνήγι, σε κρυφτό, το κάναμε.
Πώς ήταν οι γειτονιές του Κρούστα, όταν ήσουν παιδί;
Οι γειτονιές του Κρούστα είναι δύο οι κύριες. Πάρα πολλές είναι, αλλά χωρίζονται σε βόρειους και νότιους. Δηλαδή, χωρίζονται στην Αμαξωτή, που άνηκα εγώ, και σε Αφοντροβολάκκους, στον Πεύκο, στις μέσα γειτονιές, στις παλιές γειτονιές. Και συνήθως και τα παιδιά ήτανε δύο παρατάξεις, ήταν της Αμαξωτής, δηλαδή η Αμαξωτή είναι στα κρητικά και στα Κρουστιανά είναι ο δρόμος που περνάνε τα αυτοκίνητα, είναι ο κεντρικός δρόμος του χωριού. Ο κεντρικός δρόμος του χωριού εκ δεξιών έχει τα νεόδμητα σπίτια και τις νέες γειτονιές και είχε και τα περισσότερα παιδιά. Η αριστερή πλευρά του χωριού είχε τα πιο παλιά σπίτια και είχε και τα παιδιά από μέναν σε αυτές οι γειτονιές που ήταν λίγο πιο σκληροπυρηνικά από μας, γιατί ήταν και πιο λίγοι και όφειλαν να ήταν πιο σκληροπυρηνικοί! Εμείς ήμαστε πιο πολλοί, αλλά συνήθως έτσι χωριζόμασταν, δηλαδή σε δύο γειτονιές. Εντάξει, από κει και πέρα, έχει πολλές γειτονιές στο χωριό, αλλά οι κύριες γειτονιές είναι της Αμαξωτής και οι Αφοντροβολάκκοι. Αυτά τα δύο ήταν τα κυρίαρχα τότε κινήματα!
Segment 3
Η δημιουργία και η λειτουργία της «Ομάδας Πυρασφάλειας Κρούστα»: όμορφες και δύσκολες στιγμές εθελοντισμού
00:23:37 - 00:31:55
Όσον αφορά την πυρασφάλεια, ποια ημερομηνία έγινε η ομάδα περίπου; Ποια χρονολογία;
Έγινε το 2007. Τότε, νομίζω, πήραν και οι φωτιές οι μεγάλες στην Ηλεία, μεσούσης εκείνης της χρονιάς πήραμε αυτήν την απόφαση, την πήρα εγώ μαζί με άλλους, αλλά, εντάξει, χωρίς βέβαια και τους άλλους εγώ δεν θα είχα τη δυνατότητα τώρα να κάνω τίποτα, αλλά, εντάξει, πήρα αυτήν την πρωτοβουλία τότε, γιατί είχα την ευαισθησία, υπήρξε ανταπόκριση και να είναι καλά τα παιδιά. Και όλοι μαζί, πλέον, στηρίζουμε αυτήν την ομάδα. Νέοι, γέροι, μεγάλοι, παντρεμένοι, απάντρευτοι, άνθρωποι που δουλεύουνε, άνθρωποι που δεν δουλεύουνε, και προσπαθούμε να προστατέψουμε με αυτόν τον τρόπο το δάσος μας. Αυτές τις δυνατότητες έχουμε, μακάρι να είχαμε και ελικόπτερο, αλλά δεν έχουμε. Ξέρουμε να το πετάμε, αλλά δεν μας δίνουνε. Γιατί, πραγματικά, αυτές τις προσπάθειες πρέπει να τις αγκαλιάζει ο κόσμος, η πολιτεία, όλοι κτλ. Το καλό είναι ότι έχουμε ξεσηκώσει και τα διπλανά χωριά, αλλά, δυστυχώς, όπως όλα τα χωριά στην Ελλάδα, έτσι στην Κρήτη, τα περισσότερα πάνε να εγκαταλειφθούν. Τα όμορα χωριά που είναι από πίσω μας, που σας είπα, η Πρίνα, οι Μάλλες κτλ., δεν έχουν πάνω από 70-80 άτομα, άρα δεν έχουν τη δύναμη να καλύψουν μία ομάδα πυρασφάλειας όπως ο Κρούστας. Προσπαθούμε να καλύψουμε και αυτό το κομμάτι, αλλά το δάσος είναι τεράστιο, αποτελείται από πολλές κορυφές και πολλές φορές μας έχει τύχει να πάρει μία φωτιά σε ένα σημείο, το οποίο δεν είναι εύκολο να ελεγχθεί από μας ή αργούμε να το δούμε. Δυστυχώς, υπάρχουνε αντιπαλότητες μέσα στο δάσος και υπάρχουνε και άρρωστα μυαλά και άρρωστοι άνθρωποι, που θέλουνε να κάνουν κακό και βάζουνε τις φωτιές επίτηδες. Οι φωτιές, συνήθως, δεν παίρνουνε μόνες τους, είναι μύθος που παίρνουνε μόνες τους, οι πιο πολλές, 99%, είναι εμπρησμοί. Μέχρι στιγμής έχουμε καταφέρει να σώσουμε ένα μεγάλο κομμάτι. Το ’94 κάηκε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι, ακόμα και σήμερα πρέπει να είναι μέσα στις δέκα μεγαλύτερες πυρκαγιές που έχουν πάρει ποτέ στην Ελλάδα, καήκανε εκατό χιλιάδες στρέμματα, ένα τεράστιο κομμάτι. Παρόλα ταύτα, τα δύο τρίτα του δάσους υπάρχουν, ζουν, και ελπίζω να καταφέρουμε να το προστατεύσουμε και να τα αφήσουμε όπως είναι για τους επόμενους.
Τι εξοπλισμό έχει η ομάδα;
Τον ανέφερα, αλλά έχουμε σκαπανικά, έχουμε πυροσβεστικά πλάτης, έχουμε ξυλοκοπτικά, έχουμε ένα πυροσβεστικό τόνου, αλλά το μεγαλύτερο, το πιο δυνατό κομμάτι του εξοπλισμού είναι η θέλησή μας, είναι τα κινητά μας, είναι η πρόληψη. Γιατί η καταστολή στην Ελλάδα δεν πάει καλά, δηλαδή πρέπει να το προλάβουμε, δεν πρέπει... Δηλαδή, άμα πάρει μια φωτιά με δέκα μποφόρ, με οχτώ, με εννιά μποφόρ, χίλια Chinook να φέρεις δεν τη σβήνεις. Το θέμα είναι να την προλάβεις εκεί, την πρώτη στιγμή, την πρώτη ώρα, τις πρώτες δύο ώρες να τη συνειδητοποιήσεις, να είναι και σε σημείο το οποίο να μπορεί να πάει ένα όχημα ώστε να σβήσει. Αυτό μέχρι στιγμής κάνουμε. Δηλαδή, προλαβαίνουμε την κατάσταση ή την προλαβαίνουμε στις πρώτες ώρες, στις πρώτες στιγμές, γιατί αν εξαπλωθεί η φωτιά είναι δύσκολο να σβηστεί, ακόμα και προηγμένα κράτη δεν μπορούν να σβήσουν τις φωτιές, πόσο μάλλον εμείς που δεν είμαστε. Αυτό προσπαθούμε. Τώρα, μέχρι στιγμής τα έχουμε καταφέρει, τα τελευταία χρόνια έχουμε, δηλαδή, κάποιες απώλειες στο δάσος, κάθε χρόνο μπαίνει και μία μικρή φωτιά από έναν ανεγκέφαλο. Η πιο μεγάλη απώλεια ήταν το ’94, η τελευταία μεγάλη απώλεια, γιατί υπήρξαν και πιο πριν και εύχομαι να μην ξαναϋπάρξει τόσο μεγάλη απώλεια, γιατί να ευχηθώ να μην υπάρξει καμία είναι ουτοπικό, αλλά τουλάχιστον να τις προλαβαίνουμε, να το συνεχίσουμε, να ευαισθητοποιήσουμε κι άλλες περιοχές να το ξεκινήσουνε, και, εντάξει, οι άρρωστοι θα υπάρχουν πάντα, πάντα είναι μέρος της κοινωνίας οι άρρωστοι.
Στις βάρδιες της πυρασφάλειας, τι κάνετε για να περάσει ο χρόνος;
Ωραία ερώτηση, ναι, δεν το ανέφερα. Αυτό έγκειται στον καθένα. Περιπαικτικά, την ομάδα τη λέμε «Ομάδα Μπυρασφάλειας», γιατί συνήθως πίνουμε μπυρίτσες, παίρνουμε σουβλάκια, οι πιο μερακλήδες –ένας από αυτούς είμαι κι εγώ– παίζουμε μουσική και τραγουδάμε. Μπορείς να πεις τα πάντα, δηλαδή συνήθως τον σύντροφό σου, την παρέα σου, τον επιλέγεις εσύ, κι έτσι έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου που τον γουστάρεις, που θες να του πεις πράγματα, μπορείτε να πείτε τα πάντα. Είναι ένα ιδανικό μέρος και μια ιδανική ώρα το βράδυ, μέσα στην ησυχία του δάσους να βγάλεις τα εσώψυχά σου. Γίνονται, δηλαδή, τρομερές ψυχαναλύσεις εκεί μέσα! Τρομερές μουσικές βραδιές, φαγοπότια, ποτά... Και είναι και κάποιες μέρες –αυτό το δηλώνω τώρα εδώ πέρα, ελπίζω να μην ακουστεί–, όταν έχει ωκεανίδες και πτώση μετεωριτών κτλ. και –πώς τις λένε;–, όχι ωκεανίδες, ίσως το είπα λάθος, όταν πέφτουν, τέλος πάντων, τα αστέρια και υπάρχει αυτή η μαγεία, γιατί κάθε βράδυ πέφτουνε πολλά αστέρια και τα βλέπεις, υπάρχει καθαρός ουρανός, αλλά είναι κάποιες περίοδοι που πέφτουν μαζεμένα. Προσπαθώ να είμαι εκείνη την περίοδο εγώ. Και μόνο να ξαπλώσεις στο έδαφος και να κοιτάς τον ουρανό, δεν νομίζω να υπάρχει κάτι καλύτερο, δεν. Άμα δεν το ζήσει κάποιος, δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι αυτό το πράγμα που λέω. Μόνο αυτό να δεις, δεν χρειάζεται κάτι άλλο να κάνεις. Υπάρχει, τώρα, βέβαια και το ίντερνετ που πιάνει. Έχει 4G το δάσος μας, να σημειωθεί! Και, εντάξει, άμα είναι κάποιος ξενέρωτος θα ασχολείται με το κινητό του!
Κατάλαβα. Έχεις κάποια ανάμνηση σχετικά με την πυρασφάλεια, από όλες αυτές τις στιγμές, που να σου έχει μείνει, έτσι;
Έχω πολλές θετικές και... αρνητική; Δεν θα το έλεγα αρνητική, γιατί την προλάβαμε τη φωτιά: Μία φορά δεν ήμουνα εγώ πυρασφάλεια, αλλά ήμουνα μέσα στο δάσος με μία κοπέλα. Εκείνη τη βραδιά, λοιπόν, ήτανε μία άλλη ομάδα και θυμάμαι και με πήραν τηλέφωνο, μόλις που είχα φτάσει εκεί σε ένα μετόχι για να ψήσω, να περάσω καλά, να κάνουμε εκεί, να περάσουμε μία ωραία βραδιά, με πήραν και μου είπαν ότι έχει σε ένα συγκεκριμένο σημείο φωτιά, και θυμάμαι ότι τα μάζεψα κακήν κακώς, δυστυχώς, και πήγαμε. Το καλό είναι ότι την προλάβαμε τη φωτιά, ήταν εμπρησμός. Είχαν δει τα παιδιά έναν άνθρωπο με ένα μηχανάκι να φεύγει από το σημείο της φωτιάς. Δεν τον πιάσανε, βέβαια, ποτέ. Τη φωτιά, βέβαια, την προλάβαμε, ευτυχώς. [00:30:00]Άλλες βραδιές που θυμάμαι, είναι μία δύσκολη βραδιά, θυμάμαι –γιατί μπορεί να σου τύχει μία ήπια βραδιά, μπορεί να σου τύχει και μία βραδιά με δέκα μποφόρ αέρα–, θυμάμαι μία πολύ δύσκολη βραδιά που είχα περάσει μαζί με έναν φίλο μου, που πραγματικά ο αέρας σήκωνε τις πέτρες. Δηλαδή, θυμόμουνα ότι αυτή η βραδιά, έλεγα ότι αν μία σπίθα ανάψει θα μας κάψει και μας, δεν προλαβαίναμε τίποτα. Άλλη μια βραδιά θυμάμαι –να κλείσω με τα άσχημα–, που στην καρδιά του δάσους μας πήρε μία φωτιά. Τα παιδιά που ήταν εκείνη τη βραδιά πυρασφάλεια είχανε πάει, από τους κήπους του χωριού που βρισκόνταν, στην ενδοχώρα του δάσους, στα «Μεσαία Λακκάκια», τέλος πάντων, να κόψουνε αγγούρια και ντομάτες να φάνε, και όταν με πήραν και μου είπαν το συγκεκριμένο σημείο ότι είχε φωτιά δεν το πίστευα. Δηλαδή, ήταν πολύ τρελό που σε αυτό το σημείο είχε φωτιά –κι όμως είχε– και αυτήν την προλάβαμε, να είναι καλά τα παιδιά που, μέσα στην τρέλα τους και την πείνα τους, πήγαν προς τα εκεί και είδαν τη φωτιά, αλλιώς δεν θα τη βλέπανε εκεί που είχε πάρει φωτιά. Από κει και πέρα, θυμάμαι πολλές βραδιές με πάρα πολύ καλές συζητήσεις. Θυμάμαι συγκεκριμένες παρέες με φίλους, με φίλες, να περνάει μαγικά. Πολλές φορές παίρνω και τα σκυλιά μου και είναι ακόμη πιο ωραία και μας κάνουν συντροφιά εκεί πέρα. Συζητήσεις, μουσικές βραδιές, αστέρια να πέφτουνε, συζητήσεις να γίνονται. Τόσα χρόνια, τόσες πυρασφάλειες, πραγματικά έχω μόνο θετικές αναμνήσεις. Ακόμα και τις μέρες που μπήκε φωτιά, στο τέλος της μέρας εμείς ήμασταν ικανοποιημένοι, γιατί είχαμε κάνει τη δουλειά μας και είχαμε προλάβει πραγματικά τη φωτιά και ήταν όλα ωραία. Είναι μια πολύ ωραία ανάμνηση και, πραγματικά, όποιος παίρνει μέρος του αρέσει και συνήθως θέλει να ξαναπάρει. Δηλαδή, βρίσκει χρόνο, ενώ χάνει και χρόνο και χρήμα οποιοσδήποτε μπαίνει, θέλει να ξαναπάει – γιατί δεν πληρώνετε κάνεις, είναι όλοι οι εθελοντές.
Segment 4
Η ιστορία του δάσους από τα μινωικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας και οι δραστηριότητες που μπορεί να κάνει κανείς σήμερα εκεί
00:31:55 - 00:41:34
Όσον αφορά τα μινωικά κτίσματα στο δάσος, μπορείς να μου πεις λίγες παραπάνω λεπτομέρειες;
Λοιπόν, η καημένη η Sabine πέθανε, αλλά μου είχε πει ότι οι τράφοι, που έχουνε χτιστεί μέσα στο δάσος –θα ακουστεί τώρα πολύ υπερβολικό τώρα αυτό που θα πω– αγγίζουνε σε μήκος το Σινικό Τείχος. Οι τράφοι, οι μάντρες, οι περιτραφισμοί γινότανε παλιά από τους βοσκούς. Όπως είπε και, βασικά, η Sabine: μην περιμένεις στο δάσος Κρούστα να βρεις χρυσά. Όπως είναι, τώρα, γεμάτο από βοσκούς και κτηνοτρόφους και δεν ξέρω κι εγώ τι, το ίδιο ήταν και στα μινωικά χρόνια. Είχανε μοιράσει το δάσος οι Μινωίτες και είχανε μέσα τα κοπάδια τους. Δάσος ήταν και τότε, δάσος είναι και τώρα. Ίσως και κάποιοι πρίνοι κρατούν από αυτήν την εποχή ή κάποια δέντρα. Για να χωρίσουνε, λοιπόν, τότε τις περιουσίες τους, δεν υπήρχανε συρματοπλέγματα, και το πιο εντυπωσιακό εγώ που θυμάμαι, το πιο εντυπωσιακό άκουσμα που έχω από τη Sabine είναι ότι υπολογίζει ότι αυτές οι πέτρινες κατασκευές που χώριζαν τη μία περιουσία από την άλλη ή τη μία περιοχή από την άλλη είναι σε μήκος όσο και το Σινικό Τείχος! Είναι τρομερό αυτό. Από κει και πέρα, υπάρχουνε πάρα πολλές μινωικές θέσεις, που έχει ένα άλλο χαρακτηριστικό και είναι και λογικό, ότι οι επόμενες γενεές που πηγαίναν εκεί, επειδή βρίσκανε εύκολα την πρώτη ύλη, ώστε να χτίσουνε κτλ., χτίζανε πάνω στα μινωικά οικήματα. Δηλαδή, πάρα πολλές σύγχρονες μάντρες, μαντριά, μετόχια του χωριού έχουνε φτιαχτεί σε παλιά μινωικά κτίσματα. Γιατί υπήρχαν από κει από κάτω, υπήρχε η λιθοδομή και, αντί να πάνε να ψάχνουνε πέτρες, τις ίδιες πέτρες αναστηλώνανε ή χρησιμοποίησαν για άλλο σκοπό και φτιάχνανε. Δηλαδή, αυτή εντόπιζε και αναγνώριζε πολλά σύγχρονα κτίσματα ως προμινωικά ή μινωικά ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Από εκεί και πέρα, ένα άλλο χαρακτηριστικό, που θυμάμαι, είναι ότι δεν είχε βρει ποτέ καμίνι, δηλαδή μέρος ώστε να φτιάχνουν κεραμικά κτλ., το οποίο της το ’δειξα εγώ και της έκανε εντύπωση. Λίγο πριν πεθάνει, είχαμε πάει, θυμάμαι, και της έδειξα ένα καμίνι εκεί πέρα που ξέρω. Επίσης, υπάρχουν μέσα στο δάσος διάφορες γούρνες... Για μεταφορά νερού; Για βυρσοδεψία τις χρησιμοποιούσανε; Δεν έχουν αποφασίσει ακριβώς γιατί είναι. Η Sabine πάλι μου έλεγε ότι μάλλον είναι για βυρσοδεψία. Πάντως, υπάρχουν διάφορες στέρνες, πέτρινες γούρνες –δεν ξέρω πώς να τις πω– για μεταφορά μάλλον νερού ή για αποθήκευση νερού. Υπήρχανε πολλές τέτοιες όμοιες, εγώ τουλάχιστον ξέρω πέντε-έξι μέσα στο δάσος. Επίσης, υπάρχει κι ένα φρούριο μέσα στο δάσος. Το ξέρει το χωριό ως «Φορτέτσα», είναι μία κοινή ονομασία στην Κρήτη πάνω –είναι ιταλική, σίγουρα «Φορτέτσα» δεν το λέγανε–, το οποίο έχει το χαρακτηριστικό αυτό μινωικό κτίριο, με τεράστιες, γιγαντιαίες πέτρες, και μάλιστα εκεί ήταν και ένα φυλάκιο παλιά της πυροσβεστικής, αλλά, επειδή ήτανε αρχαιολογικός χώρος, το απομακρύνανε – και σωστά. Έχω κάνει πολλές φορές εκεί πάνω σε αυτό το φρούριο πυρασφάλεια, στη «Φορτέτσα», το οποίο είναι πολύ χαρακτηριστικό. Δηλαδή, αυτό, και αρχαιολόγος να μην είσαι, διακρίνεις ότι υπήρχε μια δόμηση, μια τεράστια υποδομή εκεί κάποτε. Αυτά είναι τα πιο χαρακτηριστικά. Το κακό είναι ότι δεν έχει ασχοληθεί κανείς πέρα από τη Sabine. Όλοι, δηλαδή, γνωρίζουν ότι υπάρχει κάτι τέτοιο, αλλά κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί. Ακόμα και τώρα που πέθανε, κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί για το έργο της ούτε για τη... ούτε τη μακαρίζει και να προσπαθήσει, με αυτόν τον τρόπο, να αναδείξει αυτό που προσπάθησε αυτή η γυναίκα να κάνει, μετά από τόσα χρόνια. Ελπίζω, κάποια στιγμή, να αναγνωριστεί το έργο της, ελπίζω. Δηλαδή, να βρεθεί κάποιος, ένας κατάλληλος άνθρωπος να αναγνωρίσει εκεί το έργο της και να το αναδείξει.
Γνωρίζεις, περίπου, πότε χρονολογούνται τα μινωικά αυτά χτίσματα;
Είπα και πριν ότι είναι και κάποια προμινωικά, κάποια είναι μινωικά, υστερομινωικά... σε όλη τη Μινωική Περίοδο υπήρχε. Σύμφωνα με συζητήσεις που είχα κάνει, μου είπε ότι κατά την Υστερορωμαϊκή Περίοδο, προς το Μεσαίωνα και τη σύγχρονη... υπάρχει ένα κενό, δεν υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη κατοίκιση στο δάσος μέσα. Όταν τη ρώτησα γιατί, μου είπε ότι μάλλον μειώθηκε τότε ο πληθυσμός της γης πάρα πολύ, ώστε δεν χρειαζότανε να τρέφονται από το δάσος κτλ. Δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει ή όχι, απλώς τα ευρήματα που έχει βρει αυτή είναι μέχρι και ρωμαϊκά, βυζαντινά βαριά. Από κει και πέρα, μετά υπάρχει μια σκοτεινή περίοδος στο δάσος, δεν βρίσκει πολλά πράγματα, μέχρι που οι σύγχρονοι Κρουστιανοί, Κρητικοί, Λασιθιώτες και δεν ξέρω κι εγώ ποιοι τον μετοίκησαν και τον κατοικήσανε, πήγανε μετά και χρησιμοποιήσαν αυτά τα παλιά κτίσματα και τα ανακατασκευάσανε και φτιάξανε τις σύγχρονες κατοικίες που έχουμε τώρα.
Τι ιστορία έχει το δάσος επί Τουρκοκρατίας;
Επί Τουρκοκρατίας, όπως και τώρα, υπήρχανε τρεις – θα ’λεγα δύο κύριες ασχολίες, η γεωργία δεν νομίζω τόσο πολύ, η κτηνοτροφία ήταν αναπτυγμένη και η μελισσοκομία. Υπήρχαν οι λεγόμενοι μελισσόκηποι, δηλαδή υπήρχανε περιτραφισμένες περιοχές, που μέσα βάζανε τα διψέλια, τις παλιές κυψέλες κτλ., και υπήρχανε και περιοχές, όπως και τώρα, που υπήρχε κτηνοτροφία. Γνωρίζω ότι υπήρχανε διαξιφισμοί με τους Τούρκους, υπήρξανε συγκρούσεις. Επίσης, ήτανε μέρη που κρυβότανε όλοι οι επαναστατημένοι. Δεν είναι εύκολο, ακόμα και με τα σύγχρονα συστήματα που υπάρχουνε σήμερα, να σε βρούνε μέσα σε ένα τέτοιο δάσος. Υπάρχουνε πάρα πολλές ελιές, υπάρχουν πάρα πολλές χαράδρες, έχει πάρα πολλά δέντρα, άρα ήταν σίγουρα ένα κρησφύγετο, ήταν σίγουρα ένα ησυχαστήριο για πάρα πολλούς. Υπήρχανε διαξιφισμοί, ξαναλέω. Θυμάμαι διάφορες ιστορίες που μου λέγανε για σκοτωμούς και για διαξιφισμούς με τους Τούρκους. Υπήρχε κι έντονη οικονομική δραστηριότητα, γιατί το μέλι, όπως και τώρα, έτσι και τότε, ήταν ένα ακριβό προϊόν, και όποιοι το είχανε, είχανε μαζί τους και χρήματα. Η κτηνοτροφία, όπως και τότε, έτσι και τώρα, φαντάζομαι θα μοιάζει, είναι πάνω κάτω η ίδια με ελάχιστες διαφορές ήταν και τότε. Δηλαδή, αυτός που έχει πρόβατα, εντάξει, μπορεί να μη γίνει ποτέ πλούσιος, αλλά σίγουρα θα έχει να φάει, σίγουρα θα έχει να περάσει καλά, σίγουρα θα έχει να ζεσταθεί. Εντάξει, οι Τούρκοι παίρναν και τότε έναν φόρο απ’ αυτούς που μπορούσαν να πιάσουνε κι απ’ αυτούς που μπορούσαν να ελέγξουν. Κάποιοι δεν ελεγχόνταν, όπως και τώρα δεν ελέγχονται, έτσι και τότε δεν μπορούσαν να τους ελέγξουν όλους. Αλλά, κυρίως, ήταν σαν κρησφύγετο, όχι μόνο επί Τουρκοκρατίας και ακόμη με τους Γερμανούς. Δηλαδή, αυτά τα δάση τα γεμάτα από αντάρτικα, από αντάρτες, από περιπόλους από, από, από... Και πρέπει να μείνουν ελεύθερα τα δάση μας!
Τι δραστηριότητες μπορεί κάποιος να κάνει στο δάσος του Κρούστα;
Δεν έχουνε σταματημό οι δραστηριότητες. Η πιο βασική δραστηριότητα που μπορεί κάποιος να κάνει είναι μια πεζοπορία, που, ανάλογα με το μέρος που θέλει να πάει, μπορεί να το κάνει με την οικογένειά του, δηλαδή μπορεί να την κάνει την πεζοπορία, και ένα 5χρονο παιδί μέχρι και ένας 85χρονος 90χρονος άνθρωπος, 100, δεν ξέρω. Πεζοπορία, ορειβασία, ποδηλασία, κατασκήνωση – αυτό λίγο, βέβαια, με προσοχή, γιατί απαγορεύεται να ανάψεις φωτιά σε εξωτερικό χώρο το καλοκαίρι, θα έλεγα εγώ και τον χειμώνα. Αν κάποιος είναι άσχετος, δεν είναι καλό να ανάβεις φωτιές σε εξωτερικούς χώρους, γιατί είναι γε[00:40:00]μάτο από ξυλεία και από φύλλα και από νεκρά ύλη και μπορεί άμεσα να χάσεις τον έλεγχο. Άρα, κατασκήνωση με κρύα πιάτα και σνακ που να κρατάς και να τέτοια και να τα μαζεύεις μετά. Μπορείς να κάνεις ορεινή μελισσοκομία και ορεινή κτηνοτροφία, να δεις πώς είναι. Μπορείς να κάνεις αναρρίχηση. Έχει σημεία που μπορείς να κάνεις αναρρίχηση, διάφορα σημεία. Για τους extreme λάτρεις, μπορείς να κάνεις παρά πέντε ή para motor. Γι’ αυτούς που είναι λάτρεις του κυνηγιού –εγώ δεν είμαι– μπορείς να κυνηγήσεις ή μπορείς να κάνεις φωτογράφηση, που είναι ό,τι καλύτερο, δηλαδή, άμα θες να πυροβολείς, να «πυροβολείς» με τον φωτογραφικό σου φακό και να βγάλεις απίστευτες εικόνες που θα σου μείνουν για πάντα και στη μνήμη και στο μυαλό – ούτως ή άλλως, δεν χρειάζεσαι τη φωτογραφία για να σου μείνουν οι μνήμες, αλλά για να αναπολείς κάποιες στιγμές. Μπορείς, επίσης, να κάνεις και ορεινή γεωργία ή να συνεργαστείς με κάποιο κατάλυμα, μετόχι εκεί πάνω και να πας να κάνεις μαγειρική τόπου. Ανά περιόδους, μπορείς να κάνεις και τρύγο, όταν κόβουνε τα σταφύλια, για να δεις πώς τα τρυγούνε. Έχει πατητήρια να δεις πώς πατάνε τα σταφύλια. Έχει καζάνια που βγάζουνε ρακή, για να δεις τα καζανέματα. Έχει, τέλος πάντων, πάρα πολλά πράγματα που μπορείς να κάνεις, τα περισσότερα δεν είναι οργανωμένα, γι’ αυτό είναι και καλύτερο να κάνεις πράγματα που μπορείς και που δεν είναι επικίνδυνο ούτε για σένα αλλά κι ούτε για το ίδιο το δάσος και για την προστασία του.
Segment 5
Η δημιουργία και η λειτουργία του φούρνου του Αφηγητή και οι παραδοσιακές, από γενιά σε γενιά, παρασκευές
00:41:34 - 00:52:13
Όσον αφορά τον φούρνο, πότε ξεκίνησε η λειτουργία του;
Είπα και πριν, το 2016 ξεκίνησε η λειτουργία του. Πάμε, τώρα, για την έκτη-έβδομη χρόνια; Ποια είναι; Ήτανε μια απόφαση στιγμής, δεν την καλοσκέφτηκα, αλλά δεν το έχω μετανιώσει. Ήτανε, στην αρχή, μια απόφαση που το έκανα για μένα. Είπα και πριν, ότι δεν μπορούσα να βρω αυτό το προϊόν σε εμπορικά ράφια. Δεν χωράνε τέτοια προϊόντα πλέον στα ράφια, γιατί δεν είναι παραγωγικά κι είναι και ακριβά σχετικά, δεν είναι τόσο εμπορικά, αλλά είναι πάρα πολύ ποιοτικά. Κι επειδή έχω μάθει να ψάχνω την ποιότητα, κι αυτή δυσκολευόμουν να τη βρω, είπα να τη δημιουργήσω μόνος μου. Και γι’ αυτό το ξεκίνησα. Από το 2016 και μετά κάνω αυτήν τη δουλειά. Είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένος και συνεχίζω μέχρι σήμερα!
Τι οικονομικούς πόρους χρειάστηκες για τη δημιουργία του φούρνου, περίπου;
Λοιπόν, δεν χρειάστηκα πάρα πολλούς οικονομικούς πόρους, γιατί η περιοχή μου και το δάσος –πάλι θα ξαναπώ– έχουνε τα υλικά ώστε να φτιάξεις έναν φούρνο εκ του μηδενός. Γι’ αυτό και υπήρχαν. Δηλαδή, για να φτιάξει κάποιος έναν φούρνο, δηλαδή οι Κρουστιανοί παλιά δεν αγόραζαν τίποτα και τον φτιάχνανε. Δηλαδή, έχει συγκεκριμένες πέτρες που οι Κρουστιανοί τις ξέρουνε, οι οποίες κάνουνε για τον φούρνο. Εμείς τα λέμε δρακόνια, είναι μάλλον οξείδιο του πυριτίου που είναι πάρα πολύ ισχυρό και σκληρό υλικό. Έχει πυρόχωμα, που οι Κρουστιανοί –κι εγώ το γνωρίζω–, που δεν χρειάζεται να αγοράσεις πυρόχωμα ώστε να το βάλεις ανάμεσα στον φούρνο. Θες άχυρα, ώστε να σταθεροποιήσεις το χώμα, θες παλιά κεραμίδια, που υπάρχουνε, και, γενικά, όλα τα υλικά που θες για να φτιάξεις έναν φούρνο υπάρχουν στο δάσος. Έναν καλό μάστορα θέλεις, ντόπιο, παραδοσιακό, που να γνωρίζει πώς να τον φτιάξει και αυτή είναι η μεγαλύτερη επένδυση. Δηλαδή, δεν κοστίζει. Αν πας και πάρεις πυρότουβλα και δεν ξέρω κι εγώ τι και υλικά, θα σου κοστίσει δέκα χιλιάδες ευρώ ένας τόσο μεγάλο φούρνος. Αλλά, αν γνωρίζεις τα υλικά του δάσους σου και της περιοχής σου, μπορεί να μη χρειαστείς πάνω από πεντακόσια ευρώ, να τον κατεβάσεις τόσο χαμηλά.
Πού βρίσκεται αυτός ο φούρνος;
Βρίσκεται στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, τον έχω κατεβάσει σε αυτήν την περιοχή για να μην πηγαινοέρχομαι στο χωριό, γιατί τα τελευταία χρόνια, καλώς ή κακώς, μένω στον Άγιο Νικόλαο. Βρίσκεται, λοιπόν, στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Νικολάου. Αλλά, παρόλα ταύτα, πηγαινοέρχομαι στο χωριό, γιατί το λατρεύω.
Περιέγραψέ μου τον χώρο του φούρνου μέσα.
Εντάξει, ο φούρνος και ο χώρος του είναι ένας κλασικός χώρος. Δεν μπορεί και να μην είναι και κλασικός, γιατί υπάρχει μεγάλο υποπροϊόν. Από τη στιγμή που καις ξύλα, υπάρχει πολλή μαυρίλα. Το πεύκο έχει και πολύ ρετσίνι που δημιουργεί παραπάνω μαυρίλα σαν υποπροϊόν. Έχει κάρβουνα, έχει στάχτες. Άρα, είναι ένας φούρνος, ο οποίος περιβάλλεται από έναν χώρο, που πρέπει να καθαρίζεται κάθε μέρα, που έχει στάχτες, που έχει –πώς το λένε– κάρβουνα και καπνιές, που λέμε εμείς, δηλαδή υποπροϊόν της καύσης. Τι άλλο να πω; Είναι ένας κλασικός χώρος. Μοιάζει λίγο με τους παλιούς φούρνους που είχανε στο χωριό, που θυμάμαι, με λίγο πιο σύγχρονη εκδοχή. Δηλαδή, εγώ έχω και ράφια για να αποθηκεύω το ψωμί, για να τα συσκευάζω. Κάτω είναι λίγο πιο βιομηχανικό το δάπεδο, ώστε να μπορώ να το σφουγγαρίζω, να το σκουπίζω, να το πλένω πιο εύκολα. Και τον μόνο νεωτερισμό που έχω, έχω ένα κομπρεσέρ μέσα ώστε να μπορώ να ξεσκονίζω, που δεν είχαν οι Κρουστιανοί, για να φεύγει η πολλή κάπνα και η μαυρίλα, αυτό. Κατά τα άλλα, είναι ό,τι ακριβώς θυμάμαι, έτσι ακριβώς όπως ήτανε.
Πώς είναι ο φούρνος;
Είναι ένα κτίριο–
Ο ξυλόφουρνος εννοώ.
Ο ξυλόφουρνος πώς είναι. Έχει μία οπή, την πόρτα του φούρνου από την οποία βάζεις τα ξύλα για την καύση. Έχει μία άλλη οπή μέσα στον φούρνο, η οποία καταλήγει σε μία τρύπα, η οποία λέγεται «ωοθήκη», που εκεί τραβάς τα κάρβουνα και, με αυτόν τον τρόπο, έχεις μια σταθερή θερμοκρασία, κατά κάποιον τρόπο, στον φούρνο, είναι ο θερμοστάτης του φούρνου σου. Έχει οβάλ σχήμα, κυκλικό κάτω και οβάλ κώνικο –πώς να το πω–, που ένας μάστορας ξέρει μέχρι ποιο σημείο πρέπει να ανέβει ο φούρνος μέχρι να πάει, ώστε και να ψήσει τα ψωμιά αλλά και να μην τα κάψει. Ναι, αν είναι, δηλαδή, χαμηλός ένας φούρνος τα καίει, αν είναι ένας υψηλός δεν τα ψήνει. Αποτελείται από πέτρες, κεραμίδια, πυρόχωμα, κυρίως, και τώρα και σίδηρο και τσιμέντο –γιατί παλιά βάζανε χώμα κάτω–, σύγχρονα υλικά. Έχει άλλη μία οπή, το καπέλο πάνω από τη συγκεκριμένη την πόρτα του φούρνου, που είναι η εξαγωγή και η εισαγωγή αέρα. Αυτό το ανοιγοκλείνεις ανάλογα με το τι θες να κάνεις, άμα θες να βάλεις οξυγόνο ή να βγάλεις οξυγόνο. Αυτός είναι νεωτερισμός, οι παλιοί φούρνοι δεν το είχανε. Και το πιο σημαντικό από όλα, επειδή ουσιαστικά κάνεις καμάρα και βασίζεται σε αυτήν την αρχή όπως γίνονται και τα τοξωτά γεφύρια στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως και το γιοφύρι της Άρτας κτλ., έχει μία πέτρα, η οποία λέγεται «κλειδί», και αυτή η πέτρα, όταν μπει, κλειδώνει όλον τον φούρνο, κλειδώνει όλο το οικοδόμημα, και πάνω σε αυτήν την πέτρα στηρίζεται η όλη στατικότητα του φούρνου. Άμα τη βγάλεις, θα καταρρεύσει. Αυτό. Ελάτε να δείτε!
Εννοείται, εννοείται! Περιέγραψέ μου με εικόνες τις παρασκευές που κάνετε εκεί πέρα...
Κοίτα, η πιο κλασική παρασκευή είναι, ξεκινάει από την προηγούμενη μέρα που πιάνεις το προζύμι και τονε κάνεις. Δηλαδή, βάζεις μέσα νερό και αλεύρι και το γιγαντώνεις. Δηλαδή, ένα κιλό προζύμι το κάνεις πέντε, και δέκα, και δεκαπέντε, και είκοσι κιλά, αναλόγως πόσο θες. Δηλαδή, το πενταπλασιάζεις, δεκαπλασιάζεις, και μία και δυο και τρεις φορές. Κάνεις, λοιπόν, το προζύμι το αφήνεις... Μετά από κάποιες ώρες –γιατί εξαρτάται και από την περίοδο, το καλοκαίρι πιο γρήγορα, τον χειμώνα πιο αργά–, το προζύμι έχει φουσκώσει, και, μετά, ρίχνεις το προζύμι μέσα στη σκάφη και προσθέτεις αλεύρι, όλο αυτό, μετά, το προζύμι, το αλεύρι και το νερό μαζί με το ελαιόλαδο, το αλάτι και όλα τα υλικά, τέλος πάντων, που θέλεις να βάλεις, γίνεται μία ομοιόμορφη ζύμη, η οποία την αφήνεις να ξεκουραστεί – τα λέει και ο Άκης Πετρετζίκης, ρε παιδιά, άμα θέλετε τον δείτε. Λοιπόν, ξεκουράζεται, λοιπόν, η ζύμη. Όλη αυτήν την ώρα που ξεκουράζεται η ζύμη, εσύ έχεις πυρώσει στον φούρνο σου, τον έχεις ανάψει, τον έχεις κάψει κτλ. Αρχίζεις, μετά, και πλάθεις, σχηματοποιείς τα ψωμιά σύμφωνα με το σχήμα που θέλεις –γιατί κι εδώ είναι ένα μεγάλο λάθος, κάποιοι θεωρούν ντάκο μόνο το στρογγυλό, την κουλούρα–, μπορείς να κάνεις κουλούρα, μπορείς να κάνεις μακρόστενο μαχαιρά –που κάνω εγώ–, μπορείς να κάνεις καραβάκια, γουρουνάκια –που κάνω στις ανιψιές μου–, ό,τι θέλεις, σχηματοποιείς τη ζύμη, σύμφωνα με τα δικά σου θέλω. Πάλι, μετά, την αφήνεις και ξεκουράζεται και φουσκώνει. Και όταν είναι έτοιμη, έχεις κάψει τον φούρνο σου, τον έχεις σβήσει, του έχεις δώσει την επιθυμητή θερμοκρασία. Τα βάζεις μέσα, τα ψήνεις, και μετά από περίπου μία ώρα τα βγάζεις έξω, είναι ψημένα, τα κόβεις σε κομμάτια, σύμφωνα πάλι με αυτό που θες, και τα ξαναβάζεις στον φούρνο για είκοσι τέσσερις ώρες και γίνονται παξιμάδι. Αυτό ήτανε. Θέλει, δηλαδή, μία διαδικασία δύο ημερών γι’ αυτό. Δηλαδή, δεν είναι απλή διαδικασία, γι’ αυτό είναι και πιο ακριβό το παξιμάδι από το ψωμί και πόσο μάλλον το γνήσιο παξιμάδι που έχει και καλά υλικά. Εντάξει. Είναι, δηλαδή, μια άλφα διαδικασία. Χρειάζονται, τουλάχιστον, μιάμιση μέρα διαδικασία για να παραχθεί ένα καλό παξιμάδι.
Και για το εφτάζυμο το ίδιο;
Το εφτάζυμο είναι ακόμη πιο δύσκολο. Θέλεις, πρώτα από όλα, να γνωρίζεις την τεχνική αυτή που ανέφερα προηγουμένως. Θέλει άλλα υλικά, πιο ακριβά υλικά. Δηλαδή, κατευθείαν προστίθεται μέλι –που ένα καλό μέλι στην περιοχή κοστίζει δέκα, δώδεκα, δεκατέσσερα, και δεκαπέντε ευρώ. Είναι πιο δύσκολη διαδικασία. Εκεί που απαιτεί το κρίθινο και το σταρένιο και το μιγάδι μιάμιση μέρα, το εφτάζυμο απαιτεί δύο μέρες να είσαι πάνω από αυτό. Θέλει πολύ ξενύχτι. Αλλά η φιλοσοφία του όλη η υπόλοιπη μετά, το πλάσιμο, το ζύμωμα, το φούρνισμα, το ξεφούρνισμα κτ[00:50:00]λ., διέπεται από τους ίδιους κανόνες.
Τι άλλο εξοπλισμό χρησιμοποιείτε;
Τι άλλο εξοπλισμό, έτσι; Ο εξοπλισμός είναι απλός. Θέλει ένα φουρνιώχτη, δηλαδή ένα μακρύ κοντάρι, το οποίο στη βάση του έχει πάλι ή ξύλο λεπτό, φαρδύ ή ένα κομμάτι λαμαρίνα που με αυτό βάζεις μέσα τα ψωμιά και τα βγάζεις, θέλει ένα πανιστή, δηλαδή ένα πάλι κοντάρι, που στην άκρη του έχει πανιά και με αυτό σβήνεις, παρέχεις νερό στον φούρνο και τον καθαρίζεις, αλλά και τον ρίχνεις, του ρίχνεις τη θερμοκρασία. Θέλει άλλο ένα κοντάρι, το οποίο είναι σε σχήμα τόξο, το οποίο με αυτό βγάζεις τα κάρβουνα, γιατί πρέπει να τα βγάλεις. Και μία πολύ μεγάλη σκούπα από χόρτα, όχι πλαστική, αν θέλεις να σκουπίσεις τις άκρες του φούρνου, να φύγουν όλες οι στάχτες κτλ., δεν θέλει κάτι άλλο. Είναι απλά τα εργαλεία που χρειάζεται ένας φούρνος για να δουλέψει. Απλώς, ο κόπος είναι πολύς. Και πολύ νερό, ξύλα και νερό. Είναι μια πάλη φωτιάς με νερού. Στην αρχή, φαίνεται ότι κερδίζει φωτιά, μετά φαίνεται ότι κερδίζει το νερό. Εντέλει, η φωτιά κερδίζει. Και είναι μια συνεχόμενη τέτοια πάλη. Είναι μία μάχη δύο γιγάντων: του νερού και της φωτιάς.
Ποια άτομα φτιάχνετε αυτές τις παρασκευές;
Εγώ, η μητέρα μου και μία κυρία ακόμα, η οποία μας βοηθάει πάρα πολύ. Ντάξει, καμιά φορά, άμα έρθει και κανένας φίλος μου, τον βάζω εκεί και τον χώνω και με βοηθάει. Επίσης, έχω κάνει τα τελευταία χρόνια μια επιχείρηση, μια εταιρειούλα, το «Local experience», και παρέχω τη δυνατότητα σε επισκέπτες, τουρίστες να έρθουν, να πάρουν μέρος σε ένα κομμάτι φουρνίσματος και τους βάζω, έχουνε διαδραστικότητα, δηλαδή τους βάζω και κόβουν ζύμη και πλάθουνε και φουρνίζουν και ξεφουρνίζουν και δοκιμάζουνε, ώστε να δούνε πώς γίνεται. Δηλαδή, υπάρχει σαν δυνατότητα, υπάρχει αυτή η δυνατότητα κάποιος να έρθει να παρακολουθήσει το πώς γίνεται αυτή όλη η διαδικασία.
Segment 6
Η επίδραση του Covid και της οικονομικής κρίσης, το μέλλον κι ένας αναστοχασμός
00:52:13 - 00:59:31
Πώς επηρέασε η οικονομική κρίση την επιχείρηση;
Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει όλον το κόσμο. Και από τη στιγμή που έχει επηρεάσει όλον τον κόσμο, επηρεάζει κι αυτούς που ασχολούνται με την παραγωγή. Όλο το παραγωγικό κομμάτι το έχει επηρεάσει. Δυστυχώς, ο κόσμος πιέζεται πάρα πολύ οικονομικά κι έτσι κοιτάζει να βρει οικονομικά προϊόντα. Δυστυχώς, η ποιότητα έχει έρθει σε δεύτερη μοίρα, ειδικά τα τελευταία χρόνια με όλους αυτούς τους κολοσσούς που υπάρχουνε. Αυτό είναι ένα τεράστιο, βέβαια, λάθος, γιατί, εντέλει, αυτό το πληρώνεις μετά με την υγεία σου. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν έχεις χρήματα, ώστε να πάρεις κάτι πιο ακριβό και κάτι πιο καλό και για σένα και για την οικογένειά σου. Έτσι, ο κόσμος πιέζεται και προσπαθεί να πάρει φτηνά προϊόντα, είτε αυτό είναι φτηνό αλάτι, είτε φτηνό ψωμί, είτε φτηνό λάδι ή φτηνό ξύδι. Έτσι, ο περισσότερος κόσμος πιέζεται. Έτσι, πιέζονται και μικρές επιχειρήσεις, όπως η δικιά μου. Η αλήθεια είναι ότι εγώ έχω έναν άλφα κύκλο, η ποιότητα, ούτως ή άλλως, έχει λίγους πελάτες ανέκαθεν, πόσο μάλλον τώρα, αλλά αυτοί οι πελάτες είναι πιστοί, αυτό είναι το καλό. Αυτοί που θέλουν την ποιότητα και την αποζητούνε, την ψάχνουνε, θα παραμείνουνε πιστοί για σένα συνέχεια και δεν θα έχεις πρόβλημα, εντέλει.
Όσον αφορά, τώρα, την περίοδο του Covid, επηρέασε κάπως;
Προφανώς. Ο Covid είναι κατάρα τώρα – τώρα προσπαθώ να μη μιλήσω γι’ αυτούς, έτσι;–, πόσο μάλλον μ’ αυτούς που έχουμε, που είναι διπλή κατάρα. Δηλαδή, ντάξει, είναι... ήτανε κάτι πάρα πολύ άσχημο για την ανθρωπότητα και έπεσε και σε λάθος χέρια, την διαχειριστήκανε και λάθος άνθρωποι, τελείως λάθος. Άρα, αυτήν την κατάρα την κάνανε δέκα φορές πιο μεγάλη κατάρα. Για κάποιους ήταν, βέβαια, ευκαιρία, αλλά για όλον τον υπόλοιπο κόσμο ήταν μια τεράστια κατάρα, που τους επηρέασε πάρα πολλά κομμάτια. Από το ψυχολογικό, που είναι το πιο σημαντικό, τους άφησε ψυχολογικά και ψυχικά τραύματα για πάντα, μέχρι και το οικονομικό, που κάποια στιγμή θα ανακάμψει, αλλά το οικονομικό δυστυχώς είναι συνυφασμένο με όλα τα προηγούμενα. Και, έτσι, έχει επηρεάσει κι εμάς, έχει επηρεάσει τους πελάτες μας, γιατί εγώ δεν δίνω μόνο σε ιδιώτες αλλά δίνω και σε μαγαζιά, πολλά μαγαζιά κλείσανε ή πιεστήκανε, ή μείωσαν το ωράριό τους, ή τα αναγκάσαν να κλείσουν, ή τα οδήγησαν στην καταστροφή, κι έτσι πρέπει να αναδιπλωθούμε κι εμείς, και θα το κάνουμε.
Πώς σκοπεύεις να συνεχίσεις με τον φούρνο και την πυρασφάλεια;
Η πυρασφάλεια είναι συγκεκριμένη. Αυτό που σκοπεύω να κάνω με την πυρασφάλεια είναι σιγά-σιγά να μπαίνουν όλο και πιο νέα παιδιά στο όλο κόλπο και να το αναλάβουνε επιτέλους, γιατί μετά από τόσα χρόνια, δεν είναι ότι έχω κουραστεί, αλλά, πρέπει και να το αναλάβει και κάποιος άλλος. Δεν έχω, δηλαδή, φιλοδοξία να μπω στην Πυροσβεστική ούτε να πάρω Canadair, άρα κάποιος άλλος πρέπει να το αναλάβει κι εγώ να είμαι ένα απλό μέλος και να κάνω την πυρασφάλειά μου, όπως όλοι οι άλλοι, και μετά να πηγαίνω σπίτι μου. Αλλά θα συνεχίσει. Το δάσος μας είμαστε αποφασισμένοι να το προστατεύσουμε. Αυτό που περνά από το χέρι μας εμείς θα το κάνουμε, ό,τι και να κάνουν οι υπόλοιποι. Με τον φούρνο, τώρα, είμαι ανοιχτός ώστε να διδάξω αυτό που κάνω σε νέους ανθρώπους, αν θέλουν να το κάνουνε. Δεν θέλω να το επεκτείνω περαιτέρω. Άντε, το πολύ-πολύ να διπλασιάσω την παραγωγή μου, και αυτό, γιατί πάντα η παραγωγή είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ποιότητα κι εγώ θέλω να κρατήσω αυτήν την ποιότητα, δεν θα την αλλάξω ποτέ. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διδάξω κι άλλα παιδιά νέα, άμα θέλουνε, ώστε να κάνουν αυτό, αν έχουν όρεξη. Και, από κει και πέρα, αυτό που μπορώ να αναπτύξω, είναι να αναπτύξω περαιτέρω τις δραστηριότητες και ο κόσμος να το μαθαίνει, να το βλέπει, να το παρακολουθεί και να παίρνει μέρος στην όλη διαδικασία. Αυτό. Αυτή είναι η σκέψη μου.
Τι συναισθήματα έχεις για αυτούς τους σταθμούς που συζητήσαμε, τώρα που τα βλέπεις από μια απόσταση;
Κοίτα, και τα δύο πράγματα αυτά με γεμίζουνε και με χαροποιούνε, αλλιώς δεν θα τα ’κανα. Δηλαδή, πρώτη φορά στη ζωή μου βρήκα ένα επάγγελμα, κατά κάποιον τρόπο, το οποίο μου αρέσει. Γιατί κάνω κάτι δημιουργικό και κάτι πάρα πολύ γευστικό και κάτι πάρα πολύ σπάνιο και κάτι πάρα πολύ διαφορετικό. Με την πυρασφάλεια, τι να πω; Εκεί πρέπει να πάρω το μέρος του δάσους τώρα, και το δάσος άμα μιλούσε δεν ξέρω τι... Αλλά εμείς είμαστε δούλοι του δάσους, είμαστε... εμείς πρέπει να το τιμούμε, δηλαδή, ό,τι και να κάνουμε γι’ αυτό το δάσος που έχουμε είναι λίγο. Δηλαδή, θεωρώ ότι κάνω το ελάχιστο που μπορώ. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κι άλλα πράγματα. Πιο πολύ το κάνω για την ψυχή μου παρά για όλα τα άλλα, γιατί αυτό το δάσος μάς έχει προσφέρει τόσα πολλά πράγματα –και όλα τα δάση του κόσμου και όλα τα περιβάλλοντα–, αλλά το συγκεκριμένο δάσος, για τον κρουστιάνο λαό και για τον κρητικό και για τον λασιθιώτικο και για την ευρύτερη περιοχή, είναι ένα στολίδι και είναι τιμή μας που εμείς είμαστε ένα μέρος του και το εκμεταλλευόμαστε, γιατί το εκμεταλλευόμαστε εντέλει, αλλά είναι τιμή μας που αυτό το δάσος υπάρχει και μας αφήνει να το εκμεταλλευόμαστε. Άρα, τι να πω; Δηλαδή, αισθάνομαι πάρα πολύ υπερήφανος, αλλά και λίγος μπροστά σε αυτό το δάσος. Δεν είμαι εγώ τίποτα μπροστά σε αυτό το δάσος. Το δάσος είναι το παν, κι εγώ είμαι ένα μέρος του περαστικό, που προσπαθώ να κάνω πέντε πράγματα για να τιμήσω την παρουσία του. Αυτό.
Θα ήθελες να μοιραστείς, έτσι, κάτι τελευταίο σχετικά με αυτά που είπαμε, πριν τελειώσει η συνέντευξη;
Δεν ξέρω. Θα ήθελα αυτήν τη συνέντευξη για το δάσος να την αφιερώσω σε δύο παιδιά που έχουνε φύγει από κοντά μας και ήτανε μέλη της «Πυρασφάλειας Κρούστα», είχανε κάποια ατυχήματα και έφυγαν νωρίς. Και ελπίζω τα βράδια αυτά που παίρνουμε μέρος στην πυρασφάλεια του Κρούστα να είναι εκεί και να μας παρακολουθούνε και να αισθάνονται κι αυτοί μέρος και μέλος μας. Και να την αφιερώσω και στον παππού μου τον Λευτέρη, ο οποίος, δεν τον ανέφερα πουθενά στη συνέντευξη, αλλά, ήτανε ο βασιλιάς του δάσους! Μεγάλωσε κι έζησε εκεί πέρα μέχρι τα 27-28 του και μετά κατέβηκε στο χωριό. Μέχρι τα 28 του έζησε σε αυτό το δάσος και πολλά πράγματα τα διδάχτηκα απ’ αυτόν. Αλλά έπαιρνε μέρος και στην παρασκευή του ψωμιού, βοηθούσε τη γιαγιά μου και έκανε κάποιες διαδικασίες από το να της βρίσκει ξύλα μέσα από το δάσος μέχρι να της πανίζει, να της φουρνίζει και να της ξεφουρνίζει. Άρα, αυτό έχω να πω. Και σε όλους αυτούς, βέβαια, και στη γιαγιά μου και στη θεία μου και στον κύριο Νίκο, που μου μάθανε να φουρνίζω. Και, γενικά, σε όλους τους Κρουστιανούς, που είναι ένα πανέμορφο μαγικό χωριό με πολύ καλούς ανθρώπους, που με έχουνε διδάξει και με έχουν εμπνεύσει να κάνω αυτά τα πράγματα. Αυτό.
Τέλεια. Ευχαριστούμε πάρα πολύ για τη συνέντευξη και εύχομαι να συνεχίσεις έτσι με το ίδιο πάθος όλα αυτά που κάνεις!
Σε ευχαριστώ, Δήμητρα. Κι εγώ χάρηκα!
Photos

Παραδοσιακός ντάκος
Τα ράφια στο φούρνο του Αντώνη είναι γεμάτ ...

Ο φούρνος
«Αποτελείται από πέτρες, κεραμίδια, πυρόχω ...

Πριν το ψήσιμο
Τα ψωμιά έχουν τοποθετηθεί στον φούρνο και ...

Προετοιμασία
Τα ψωμιά, προτού μπουν για να ψηθούν, ζυμώ ...

Τα ψωμιά
«Σχηματοποιείς τα ψωμιά σύμφωνα με το σχήμ ...

Η πόρτα του φούρνου
«Έχει μία οπή, την πόρτα του φούρνου, από ...

Ο φούρνος
«Έχει μία άλλη οπή μέσα στο φούρνο, η οποί ...
Summary
Ο Αντώνης Φαρσάρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Κρούστα Λασιθίου. Στη συνέντευξή του, μοιράζεται μαζί μας, αρχικά, τα παιδικά του χρόνια στο χωριό και πώς αυτά τον επηρέασαν στην αγάπη του για το δάσος του Κρούστα και στις παραδόσεις σχετικά με την παρασκευή κρητικών παραδοσιακών αρτοσκευασμάτων στους ντόπιους ξυλόφουρνους. Περιγράφει, πρώτα, το δάσος του Κρούστα, τη χλωρίδα και την πανίδα του. Αναφέρεται στην ιστορία του δάσους από τη Μινωική Εποχή έως και σήμερα, αλλά και συγκεκριμένα στα μινωικά ευρήματα στο δάσος. Περιγράφει τα οφέλη του δάσους και τις γεωργικές, κτηνοτροφικές, αγροτικές αλλά και ψυχαγωγικές δραστηριότητες που γίνονται σε αυτό. Η φωτιά στην Ηλεία το 2007 ευαισθητοποίησε τον Αντώνη σχετικά με την προστασία του δάσους και μαζί με άλλα άτομα δημιούργησε την «Ομάδα Πυρασφάλειας Κρούστα». Μας εξιστορεί, έτσι, και την πορεία της ομάδας, τον εξοπλισμό που χρησιμοποιεί, δράσεις που κάνουν, αλλά και ξεχωριστές ιστορίες που θυμάται από τη συμμετοχή του αυτή. Στη συνέχεια, αφηγείται το παιχνίδι στις γειτονιές, τις παιδικές αναμνήσεις στους φούρνους του χωριού και πώς αυτό τον ώθησε να δημιουργήσει τον δικό του φούρνο το 2016. Περιγράφει τους χώρους, τον εξοπλισμό και την οικονομική δραστηριότητα του φούρνου. Βήμα-βήμα, μας εξηγεί την παρασκευή του κρητικού ντάκου και του εφτάζυμου. Μας απαντά, επίσης, για την επίδραση της οικονομικής κρίσης και του Covid στη λειτουργία της επιχείρησης αλλά και γενικότερα. Κλείνει, αφιερώνοντας τη συνέντευξη σε αγαπημένους συγγενείς, φίλους και, φυσικά, σε όλο το χωριό του Κρούστα.
Narrators
Αντώνιος Φαρσάρης
Field Reporters
Δήμητρα Γιαννακάκη
Topics
Tags
Interview Date
30/01/2022
Duration
59'
Summary
Ο Αντώνης Φαρσάρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Κρούστα Λασιθίου. Στη συνέντευξή του, μοιράζεται μαζί μας, αρχικά, τα παιδικά του χρόνια στο χωριό και πώς αυτά τον επηρέασαν στην αγάπη του για το δάσος του Κρούστα και στις παραδόσεις σχετικά με την παρασκευή κρητικών παραδοσιακών αρτοσκευασμάτων στους ντόπιους ξυλόφουρνους. Περιγράφει, πρώτα, το δάσος του Κρούστα, τη χλωρίδα και την πανίδα του. Αναφέρεται στην ιστορία του δάσους από τη Μινωική Εποχή έως και σήμερα, αλλά και συγκεκριμένα στα μινωικά ευρήματα στο δάσος. Περιγράφει τα οφέλη του δάσους και τις γεωργικές, κτηνοτροφικές, αγροτικές αλλά και ψυχαγωγικές δραστηριότητες που γίνονται σε αυτό. Η φωτιά στην Ηλεία το 2007 ευαισθητοποίησε τον Αντώνη σχετικά με την προστασία του δάσους και μαζί με άλλα άτομα δημιούργησε την «Ομάδα Πυρασφάλειας Κρούστα». Μας εξιστορεί, έτσι, και την πορεία της ομάδας, τον εξοπλισμό που χρησιμοποιεί, δράσεις που κάνουν, αλλά και ξεχωριστές ιστορίες που θυμάται από τη συμμετοχή του αυτή. Στη συνέχεια, αφηγείται το παιχνίδι στις γειτονιές, τις παιδικές αναμνήσεις στους φούρνους του χωριού και πώς αυτό τον ώθησε να δημιουργήσει τον δικό του φούρνο το 2016. Περιγράφει τους χώρους, τον εξοπλισμό και την οικονομική δραστηριότητα του φούρνου. Βήμα-βήμα, μας εξηγεί την παρασκευή του κρητικού ντάκου και του εφτάζυμου. Μας απαντά, επίσης, για την επίδραση της οικονομικής κρίσης και του Covid στη λειτουργία της επιχείρησης αλλά και γενικότερα. Κλείνει, αφιερώνοντας τη συνέντευξη σε αγαπημένους συγγενείς, φίλους και, φυσικά, σε όλο το χωριό του Κρούστα.
Narrators
Αντώνιος Φαρσάρης
Field Reporters
Δήμητρα Γιαννακάκη
Topics
Tags
Interview Date
30/01/2022
Duration
59'