Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Οι «περιπετειούλες» ενός Παξινού ψαρά: «Δεν σταματάω. Δουλεύω μέχρι το βράδυ με ένα δίχτυ»
Segment 1
Τα σχολικά χρόνια στους Παξούς
00:00:00 - 00:04:17
Partial Transcript
Ονομάζομαι Νικολαΐς Μπιμπλή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Είναι 11 Μαρτίου του 2023 και βρίσκομαι με τον κύριο Σπύρο Γεωργοπάλη. Κύριε …υ. Μου λέει δεν θα με τιμωρήσει και να πάω σχολείο να συνεχίσω, γιατί ήμουν άριστος μαθητής. Του είπα: «Ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν έρχομαι».
Lead to transcriptSegment 2
Το ψάρεμα με δίχτυα στους Παξούς
00:04:17 - 00:08:11
Partial Transcript
Έφυγα, πήγα στην Αθήνα και συνέχισα το Γυμνάσιο στο νυχτερινό, στο Περιστέρι. Το πρωί δούλευα, γιατί είχα ανάγκη να δουλέψω. Και το βράδυ σχ…ματα». Εντάξει. Δεν πειράζει. Αυτό είναι προσωπική μου… και με τη γυναίκα μου να σου πει τι έχουμε τραβήξει στη θάλασσα. Και τα παιδιά μου.
Lead to transcriptSegment 3
Η περιπέτεια της κακοκαιρίας
00:08:11 - 00:12:24
Partial Transcript
Θέλετε να μας πείτε κάποια τέτοια περιπέτεια; Ποια να σου πω; Θα σου πω μια. Αφού την θέλεις… ήμουνα καρνάγιο στην Ηγουμενίτσα. Είχα πάρει…ρώ. Δεν είναι ότι μόνο χάνω ψάρια. Χαλάει και τον τόπο, γιατί βρωμάει ο τόπος. Μετά, κάνει ζημιά μεγάλη. Αυτά ήτανε. Τι άλλο θες να σου πω;
Lead to transcriptSegment 4
Το πρόβλημα με τις ανεμότρατες και την ερασιτεχνία
00:12:24 - 00:16:45
Partial Transcript
Θέλετε να μου πείτε μια μέρα σας; Πώς ξεκινάτε; Πάτε στη βάρκα; Λοιπόν, οι μέρες μου ξεκινάνε, κάθε πρωί, το καλοκαίρι, γύρω στις 05:00 το …ι αν πας να τους δεις, δεν σε γνωρίζουν. Παράδειγμα ο δικός μας, ο Νίκος ο Δένδιας, ωραίος, τον αγαπάω, τον σέβομαι, αλλά δεν κάνει τίποτα.
Lead to transcriptSegment 5
Οι τρόποι ψαρέματος του Σπύρου
00:16:45 - 00:22:46
Partial Transcript
Εσείς, κύριε Σπύρο, χρησιμοποιείτε δίχτυα κατά βάση, σωστά; Ναι. Είχα και παραγάδια παλιά, αλλά, όταν ψάρευα ξιφίες, τους πέταγα. Ψάρευα ξι…ι μ’ αρέσει να την κάνω και όσο μπορώ θα την κάνω. Δεν σταματάω. Και σύνταξη να πάρω, πάλι θα δουλεύω, γιατί μ’ αρέσει. Δεν μπορώ να κάτσω.
Lead to transcriptSegment 6
Η ιστορία με την ξέρα
00:22:46 - 00:28:53
Partial Transcript
Εσείς, κύριε Σπύρο, επειδή μεγαλώσατε, κιόλας, πάνω στη βάρκα, έχετε κρατήσει κάποιες μεθόδους, που να μάθατε μικρότερος και να τις έχετε μ…δε σου έδειχναν ούτε τίποτα. Τα παίρναν μαζί τους. Και όσα έμαθα, τα ‘μαθα μοναχός μου. Δηλαδή, έκανα λάθη, τα πλήρωσα και τα έμαθα. Αυτά.
Lead to transcriptSegment 7
Η περιπέτεια στην πίσω μεριά του νησιού
00:28:53 - 00:32:30
Partial Transcript
Θα σου πω και μια περιπέτεια, μια ωραία περιπετειούλα που αξίζει τον κόπο να την ακούσεις. Όχι στο δικό μου καΐκι. Του θείου μου. Είχαμε πάε…αν ανάγκη, επειδή δεν μπορούσανε. Και με παρέα, μόνος μου δεν πηγαίνω ποτέ. Αυτά ήταν. Μια περιπέτεια που ήταν ωραία. Να στην πω κι αυτήνε;
Lead to transcriptSegment 8
Η περιπέτεια με το παρεμπόριο
00:32:30 - 00:35:30
Partial Transcript
Εννοείται. Πάλι με τον θείο μου. Έχουμε ξιφοπαράδαγα ριγμένα. Αυτό μας τα πήρε το ρέμα και τα κόλλησε πάνω στους Παξούς. Τα είχαμε ρίξει α…πράγματα ούτε με τα άλλα πράγματα. Να κι άλλη περιπέτεια που ήθελες να μάθεις. Είναι κι άλλες πολλές, αλλά που να τις θυμηθώ; Είναι πολλές.
Lead to transcriptSegment 9
Αποφώνηση
00:35:30 - 00:37:56
Partial Transcript
Κύριε Σπύρο, θα θέλατε να πείτε κάτι τελευταίο; Ναι, αμέ. Τι να σου πω; Ό,τι θέλετε εσείς. Δεν υπάρχει τίποτα, Το μόνο που λέω είναι να σ…ορείς; Δεν μπορείς; Άλλαξε επάγγελμα. Αυτή είναι όλη η διαδικασία. Κύριε Σπύρο, σας ευχαριστούμε πολύ. Να ‘σαι καλά, κορίτσι μου. Κλειστό;
Lead to transcript[00:00:00]
Ονομάζομαι Νικολαΐς Μπιμπλή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Είναι 11 Μαρτίου του 2023 και βρίσκομαι με τον κύριο Σπύρο Γεωργοπάλη. Κύριε Σπύρο, καλησπέρα.
Καλώς την. Καλώς ήρθες.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα πράγματα για σας;
Πολύ ευχαρίστως. Τι θέλεις να μάθεις;
Ποιο είστε; Πού γεννηθήκατε; Τι κάνετε;
Είμαι 68 χρονών. Γεννήθηκα στους Παξούς τον Δεκέμβρη του ’55. Τότε, είχα μερικές περιπετειούλες στη ζωή μου. Μέχρι τα 12 μου χρόνια, έκατσα στους Παξούς, μετά έφυγα, πήγα Αθήνα. Έκατσα δούλεψα στην Αθήνα μαρμαράς, μετά πήγα στα βαπόρια και, στα 26 μου, γύρισα κι έγινα ψαράς, που με ζει. Θα σας πω λίγες ιστορίες από την παιδική μου ηλικία. Μια περιπέτεια που είχα. Σχολείο, πάντα, πήγαινα… ψάρευα, γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν λίγο δύσκολα. Δεν βγαίναν. Ήταν δύσκολα. Ήμαστε πολλά άτομα στην οικογένεια, έξι παιδιά και δύο οι γονείς μου. Οπότε, καταλαβαίνετε. Ήταν δύσκολη η ζωή τότε. Οπότε, πήγαινα, σχεδόν κάθε μέρα, για ψάρεμα με τον πατέρα μου. Άφηνα την τσάντα μου έξω απ’ το σχολείο, το Δημοτικό και ο παπα-Βαγγέλης, που ήταν δάσκαλός μας, μου την έπαιρνε, διόρθωνε τα γραπτά μου, την ξαναέβαζε στο ίδιο σημείο κι εγώ την έπαιρνα και έφευγα. Βέβαια, αυτό δεν γινόταν συνέχεια, τακτικά, αλλά, όταν είχε ανάγκη ο πατέρας μου στο ψάρεμα, πήγαινα. Έβγαλα το Δημοτικό. Πήγα στο Γυμνάσιο. Στο Γυμνάσιο είχα μια περιπετειούλα. Ας την ονομάσουμε έτσι. Ήμουν καλός στα γράμματα. Στα μαθηματικά ήμουνα πάρα πολύ καλός. Είχα έναν καθηγητή, ο οποίος δεν με πήγαινε καθόλου. Και αντί να μου βάζει καλούς βαθμούς, όπως έπρεπε να μου βάζει, όλο χαμηλούς: 11, 12. Και οι υπόλοιποι, οι άλλοι, παίρναν 15, 16, χωρίς να έχουν τα ίδια με εμένα, το ίδιο… εγώ του εξηγούσα το μάθημα και της επόμενης μέρας, χωρίς να διαβάζω. Ήμουν άριστος μαθητής. Μια μέρα… εντωμεταξύ αυτός τα ‘παιρνε. Είχε αυτό το σύστημα. Να τα παίρνει. Τα αυγουλάκια του, τα κοτοπουλάκια του. Είχε τις μανάδες, που τον ταΐζανε. Και από το άλλο λίγο. Καταλαβαίνεις. Το άλλο θέμα. Εγώ όλα αυτά δεν τα είχα. Και μια μέρα, αφού με σήκωσε μάθημα και του είπα το μάθημα και αντί να μου πει: «Μπράβο» και έναν καλό βαθμό, πέταξα μια στο θρανίο και του λέω: «Εγώ δεν έχω μάνα να γαμήσεις, ούτε αυγά ούτε κότες και άντε γαμήσου κι εσύ και το σχολείο σου». Και έφυγα. Έκτοτε, έγινα φυγάς. Κυνηγούσανε να με σκοτώσουνε η Χωροφυλακή, ο πατέρας μου, η μάνα μου και όλο το νησί σχεδόν. Με φέρναν γύρω-βόλτα ο αδερφός μου, με έναν άλλο τύπο, να με στριμώξουνε. Τους ειδοποίησα, μια φορά, να φύγουν μακριά μου, γιατί θα τους χτυπήσω. Αυτοί τίποτα. Ένας φίλος του αδερφού μου ήρθε κοντά μου, σε απόσταση βολής, τον πετσόκοψα, γιατί ήμουν άσσος στο σημάδι, με την πέτρα, δύο καλές και εξαφανίστηκε. Μετά από 3 μέρες πείνας και δυστυχίας και αϋπνίας, βέβαια, μου λέει ο πατέρας μου «Έλα να πάμε για ψάρεμα και δεν θα σε πειράξει κανένας». Του λέω: «Να έρθω», γιατί έτσι κι αλλιώς πόσο θα αντέξω; Δεν άντεχα άλλο. Είχα αδυνατίσει πολύ. Δεν είχα δυνάμεις, πλέον, για να αντισταθώ. Θα με πιάνανε. Λέω: «Αν πάμε για ψάρεμα, στην Ήπειρο θα…». Οπότε, του λέω: «Αμόλα το καΐκι. Θα μπω εγώ μέσα». «Πώς θα μπεις;». «Θα βρω τρόπο». Πραγματικά, λύνει, δίνω έναν πήδο, μπαίνω μέσα και αντί να φύγει ήρθε μπροστά. Μου την είχε στημένη η Χωροφυλακή απόξω. Είπα να πέσω στη θάλασσα, να πάω απέναντι στο νησάκι, αλλά πάλι θα με πιάνανε. Δεν θα προλάβαινα να πάω. Οπότε, αναγκαστικά, παραδόθηκα. Με πήγαν στην Αστυνομία. Θεός σχωρέσ' τον, ένας χωροφύλακας με περιέλαβε με τη βοηδόβουτσα. Αυτά ήταν από βόδι και με σακάτεψε. Έφαγα κάμποσες. Τέλος, έφυγα από εδώ, πήγα στη… μετά από αυτό το περιστατικό, με φώναξε ο διευθυντής του σχολείου. Με φώναξε και μένα και τον πατέρα μου. Μου λέει δεν θα με τιμωρήσει και να πάω σχολείο να συνεχίσω, γιατί ήμουν άριστος μαθητής. Του είπα: «Ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν έρχομαι».
Έφυγα, πήγα στην Αθήνα και συνέχισα το Γυμνάσιο στο νυχτερινό, στο Περιστέρι. Το πρωί δούλευα, γιατί είχα ανάγκη να δουλέψω. Και το βράδυ σχολείο. Αλλά 1,2,3 μήνες δεν άντεξα, γιατί ήταν η κούραση μεγάλη κι έτσι τα παράτησα. Μετά, πήγα μαρμαράς. Ήτανε καλή δουλειά, έβγαζα καλά λεφτά. Μετά, πήγα φαντάρος και στον γυρισμό λέω: «Άσε να πάω να δω και στα παπόρια τι γίνεται». Και πήγα 5-6 χρόνια στα βαπόρια. Πέρασα πάρα πολύ ωραία και εκεί, γιατί ήμουν δουλευταράς πάντα. Έβγαλα και τα λεφτουδάκια μου. Πέρασα ωραία. Μετά, ήθελα να παντρευτώ. Είχα φτιάξει το σπίτι μου, το νοικοκυριό μου. Ήμουν έτοιμος για παντρειά. Και, στα 26, μου[00:05:00] βρήκα τη σημερινή γυναίκα μου και παντρευτήκαμε. Πήρα μια βαρκούλα μετά, αγόρασα το καΐκι του πατέρα μου. Το πήρα εγώ και ψάρευα με τη γυναίκα μου. Δόξα τω Θεώ πήγαινε καλά. Είχα και τα παιδιά, τα μεγάλωσα μες το καΐκι, τις δυο κόρες μου. Είναι εργατικές. Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Αλλά από ένα ατύχημα, όταν η γυναίκα μου χτύπησε το ποδάρι της, δεν την πήρα άλλο μέσα. Δεν μπορούσε να δουλέψει. Και από τότε, δουλεύω μόνος μου. Τώρα, το ψάρεμα. Εγώ είμαι λίγο ιδιόρρυθμος στο ψάρεμα. Κάνω αυτό που θέλω εγώ. Έχω άλλα… δεν ψαρεύω όπως ψαρεύουν οι υπόλοιποι. Ψαρεύω άλλες ώρες, είμαι ζουρλός, ψαρεύω νύχτα-μέρα. Δηλαδή, εκεί που κοιμάμαι στο σπίτι, όλο με μιας, θα φύγω να κάμω κάτι… παράνομο βέβαια. Δεν έχει σημασία βέβαια. Ψάρεμα είναι. Λοιπόν, τα δίχτυα που έχω εγώ δεν τα έχουν αυτοί εδώ έξω. Και κάθε χρόνο αλλάζω δίχτυα. Τα κάνω μια, χαλάω 3 χιλιάρικα στα δίχτυα, τα οποία τα πετάω. Του χρόνου κάνω άλλα. Αυτοί δεν τα πετάνε. Οι υπόλοιποι ψαράδες τα μπαλώνουν, τα κάνουν, τα ράνουν. Για μένα, αυτό δεν είναι σωστό. Δεν μπορεί να ψαρεύεις. Για να βγάλεις λεφτά, πρέπει να χαλάσεις λεφτά. Βέβαια, αυτά που χαλάς, τα βγάζεις; Για να τα χαλάω, τα βγάζω. Οπότε, αυτοί έχουν δίχτυα 10 χρόνια μέσα στις βάρκες τους. Και παραπονιούνται ότι δε βγάζουν ψάρια. Για να βγάλεις ψάρια πρέπει να κουραστείς, να πας μακριά, να ψάξεις μέρη άλλα, καινούργια. Και όχι το ίδιο μέρος που ψαρεύεις συνέχεια. Πόσο να το ψαρέψεις; Μια, δύο, δέκα θα αδειάσει. Πρέπει να βρεις άλλους τόπους, δηλαδή να το ρισκάρεις, να φύγεις μακριά, να πας μακριά. Αυτά τα πράγματα δεν τα κάνουν εδώ οι Παξινοί. Λίγοι τα κάνουν, πολύ λίγοι. Αυτοί εδώ… Το ψάρεμα τώρα. Το ψάρεμα, πριν 5 χρόνια, ήταν μια χαρά. Βγάζαμε ψάρια μπόλικα. Εγώ προσωπικά. Δεν ασχολούμαι με τους υπόλοιπους τι κάνουνε. Και γι’ αυτό και βγάζω ψάρια. Δεν μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι υπόλοιποι. Δόξα τω Θεώ. Δεν με άφησε ποτέ μου νηστικό. Αλλά ποια είναι η διαφορά; Πρώτα, δουλεύαμε με δέκα κομμάτια δίχτυα και έβγαζα το μεροκάματο μου. Τώρα, βάζω 15,16,17, 20 και δεν το βγάζω το μεροκάματό μου. Το βγάζω. Μεροκάματο εννοώ να μείνει και κάτι, γιατί το μεροκάματο είναι μεροδούλι, μεροφάι. Είναι έξοδα. Πετρέλαια, καρνάγια. Δεν είναι ένα σκάφος… το έχει εκεί… αυτό το σκάφος που έχω εγώ θέλει το χρόνο τουλάχιστον 10.000 ευρώ σε δίχτυα, σε έξοδα, καρνάγια, μπογιές, συντήρηση. Περίπου εκεί. Πρέπει να βγάλω τα 10 χιλιάρικα που χαλάω και να μου μείνουν και εμένα 10, άμα μείνουνε, να ζήσω κι εγώ με την οικογένεια μου. Γιατί υποχρεώσεις, δεν είναι... αυτά είναι. Όσο για τα ψαρέματα, έχω κάνει καλές ψαριές και τρελές ψαριές, δηλαδή ψάρια… το μάτι σου να παίζει και να λες τι είναι αυτά. Από περιπέτειες, έχω πολλές. Από θάλασσες, έχω τραβήξει… να μη σου πω τι έχω τραβήξει από τη θάλασσα. Η θάλασσα, ναι μεν, καλή, αλλά έχει πίκρες. Έχω τραβήξει φουρτούνες που δεν τις φαντάζεσαι ούτε εσύ ούτε μερικοί εδώ όξω. Γιατί, άμα τους πεις, θα σου πουν: «Είσαι ψαράς εσύ. Λες ψέματα». Εντάξει. Δεν πειράζει. Αυτό είναι προσωπική μου… και με τη γυναίκα μου να σου πει τι έχουμε τραβήξει στη θάλασσα. Και τα παιδιά μου.
Θέλετε να μας πείτε κάποια τέτοια περιπέτεια;
Ποια να σου πω; Θα σου πω μια. Αφού την θέλεις… ήμουνα καρνάγιο στην Ηγουμενίτσα. Είχα πάρει το σκάφος για καρνάγιο και η γυναίκα μου είναι από απέναντι. Είχαμε στο καΐκι κάτι λάδια που είχε φέρει, κάτι πορτοκάλια, κάτι πράγματα. Λοιπόν, είχε αέρα. Λέω: «Να ξεκινήσουμε. Δεν βαριέσαι. Πάμε. Έτσι κι αλλιώς...». Ξεκινήσαμε και φτάσαμε, εδώ, από την Ηγουμενίτσα, το καρνάγιο και φτάσαμε στο φανάρι του Μούρτου και είπα… λέω: «Να φτάσω στην Πέρδικα, το λιμάνι της Πέρδικας, να κάτσω εκεί να κοιμηθώ». Αλλά έλα που είχε έρθει ένας ξάδερφος μου μέσα στο καΐκι, να τον πάρω μαζί μου στους Παξούς. Και πώς θα κοιμόμασταν; Και λέω: «Αφού θέλεις περιπέτεια, θα σε σιάξω εγώ τώρα». Από μέσα μου φυσικά. Λοιπόν, όπως ήμουν, με 7-8 δύναμη, αλλά, επειδή ήξερα το σκάφος μου, το καΐκι μου το γνωρίζω τι πράγμα είναι, γνωρίζω και τη θάλασσα και τράβηξα… ντάξει. Ήρθαμε βέβαια, αλλά ούτε πορτοκάλι έμεινε ούτε λάδι έμεινε. Δεν έμεινε τίποτα. Ήτανε όλα... ο δε συγγενής μου.. η γυναίκα μου εντάξει. Είχε πείρα. Δεν την ένοιαξε. Της είχα πει να κάτσει σε ένα σημείο και να κρατηθεί. Αυτός έφυγε… άσ' τα κάτω μην σου πω πως έφυγε. Τέλος πάντων. Κι άλλες φορές τέτοιες. Έχω τύχει μοναχός μου, τώρα τελευταία, μια περιπέτεια που είχα φύγει με το καΐκι. Είχα φύγει 7 μίλια μακριά. Σου είπα. Είμαι ανώμαλος ψαράς, φεύγω μακριά, εκεί που δεν με βλέπει κανένας. Και όλοι ήταν αραγμένοι στο λιμάνι μέσα. Την προηγούμενη φορά, είχα πάει και είχα βγάλει ψάρια πολλά. Την επόμενη φορά, το κομμάτι που ψά[00:10:00]ρευα, δεν πήγα λόγω καιρού, ενώ μπορούσα να πάω, αλλά λέω: «Μην το ρισκάρεις τώρα». Πάω λοιπόν και βγάζω ψάρια βρώμια. Δηλαδή, το χειρότερο πράγμα για ένα ψαρά, για μένα προσωπικά, να βγάζω καλά ψάρια και να είναι βρώμια. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Σε πιάνει πανικός. Τα σηκώνω, ρίχνω τα δίχτυα μου και φεύγω. Την άλλη, ξημερώνει φουρτούνα. Να φανταστείς ήταν όλοι αραγμένοι στο λιμάνι και δεν έφευγε κανένας. Εγώ λέω: «Τ’ άφηκες κι έπαθες ζημιά. Δεν τ’ αφήνω πάλι». Και του ‘δωκα. Πήγα, τα σήκωσα. Βέβαια, εντάξει. Πήγα, τα σήκωσα. Πήγα γιατί; Γιατί, αφού ήξερα ότι θα τα χάσω. Κρίμα δεν είναι; Γιατί δουλεύω; Το καλοκαίρι, δεν είναι και πολύ μεγάλο. Πέντε ψαριές θα κάνεις. Αν χάσεις τις τρεις, πάει το καλοκαίρι. Οπότε, πήγα, αλλά έφαγα καλά, που λένε. Μην πω παραπέρα. Αυτή ήταν η περιπέτεια. Και άλλη μια που ξαναπήγα στο ίδιο σημείο πάλι. Πήγα, τα σήκωσα τα δίχτυα. Ήθελα να ρίξω, αλλά δεν μπόρεσα να ρίξω. Λόγω καιρού, δεν μπορούσα. Να φανταστείς ότι είμαι και λίγο… τέλος πάντων. Είμαι λίγο παράξενος. Αντί να πάω να φύγω, να γλιτώσω από τη θάλασσα, ήθελα να ρίξω, γιατί με γλύκαιναν τα ψάρια. Άμα γλυκαίνεσαι, δεν μπορείς να ξεκινήσεις να φύγεις. Να σου πω… δεν μπορούσα να δω τους Παξούς. Τόσο θάλασσα είχε και δεν μπορούσα να ρίξω δίχτυα. Και ήταν ένα καΐκι γεμάτο. Το καΐκι μου είναι 9,5 μέτρα. Ήτανε όλο με δίχτυα μέσα, ψάρια και δεν μπορούσα να το γυρίσω από την Πρέβεζα που ερχόμουν, να μπω στο λιμάνι των Παξών. Δεν μπορούσα. Δεν είχε… θα πνιγόμουνα. Και αναγκάστηκα στη Λάκκα. Πήγα πρίμα δηλαδή. Κατέβαινα. Δεν μπορούσα να γυρίσω το καΐκι, να πάω λίγο δεξιά, να μπω στο λιμάνι. Δεν τα κατάφερνα. Έπρεπε να φύγω πίσω από το Λογγό, προς τη Λάκκα, που θα απάγκιαζε λίγο. Όσο κατέβαινα, απάγκιαζε. Να το γυρίσω, να το ορθοποδήσω, να έρθω με την πλώρη και να μπω στο λιμάνι. Δηλαδή, μιλάμε για τρέλα μεγάλη, ενώ μπορούσα να μην πάω. Το έβλεπα. Έπρεπε να γυρίσω. Αλλά σου ‘πα. Τα ψάρια… δεν είναι να τα αφήνεις τα δίχτυα στη θάλασσα. Άμα βλέπεις ψάρια βρώμια πάνω, είναι σαν να… εγώ, δηλαδή, τρελαίνομαι, δεν μπορώ. Δεν είναι ότι μόνο χάνω ψάρια. Χαλάει και τον τόπο, γιατί βρωμάει ο τόπος. Μετά, κάνει ζημιά μεγάλη. Αυτά ήτανε. Τι άλλο θες να σου πω;
Θέλετε να μου πείτε μια μέρα σας; Πώς ξεκινάτε; Πάτε στη βάρκα;
Λοιπόν, οι μέρες μου ξεκινάνε, κάθε πρωί, το καλοκαίρι, γύρω στις 05:00 το πρωί. Φεύγω, πάω, σηκώνω τα δίχτυα μου, κοιτάω τον τόπο, αν έχει ψάρια ή δεν έχει. Έχω άλλη μούρα μέσα, έτοιμη, καθαρή. Δουλεύω με δύο μούρες και ψάχνω τον τόπο να δω. Αν εκεί που έχω ρίξει και έχει απόδοση, ρίχνω και τα υπόλοιπα. Ξεψαρίζω, πουλάω τα ψάρια μου, φτιάχνω τα δίχτυα που έχω σηκώσει, τα βάζω στην πρύμνη, για να είμαι έτοιμος την άλλη μέρα το πρωί. Από νύχτα σε νύχτα. Δεν σταματάς. Το μόνο που σταματάω -το έχω πρόγραμμα- κάθε μεσημέρι να ξαπλώσω μια ώρα. Δεν μπορώ. Δεν γίνεται. Το μεσημέρι θα τον πάρω τον ύπνο μου, γιατί δεν γίνεται. Δεν μπορείς ν’ αντέξεις. Πολλές οι ώρες. Ντάξει. Έχει απόδοση το ψάρεμα. Τώρα, τι να σου πω άλλο; Ότι έχει πέσει το ψάρι πολύ, γιατί γίνεται μεγάλη ζημιά με τις ανεμότρατες; Το χειρότερο πράγμα, κακό που κάνουν στη θάλασσα, είναι η ανεμότρατα. Δεν αφήνει τίποτα. Τα τσακίζει όλα, την ποσειδώνια. Δηλαδή, εκεί που είναι τα ψάρια και γεννάνε, που βρίσκουν απάγκια και τα λοιπά, τα διαλύουν. Δεν αφήνουν τίποτα. Το Κράτος, όμως, δεν τις σταματάει, γιατί σ’ αυτές είναι όλοι αυτοί μπερδεμένοι μέσα. Όλοι αυτοί οι μεγάλοι που είναι τα λεφτά τα πολλά, έχουν μέσα, εμπλέκονται. Οπότε, δε σταματάνε. Προσπαθούν να σταματήσουν τους μικρούς, δηλαδή εμένα. Τι ζημιά να κάνω εγώ; Κι εμένα. Κι εγώ κάνω ζημιά. Μπορούν να πούνε: «Ξες κάτι; Εκεί που δουλεύεις 24 χιλιοστά, κανε τα 40 χιλιοστά, δηλαδή άνοιξε το μάτι». Όταν λέω χιλιοστά, εννοώ το μάτι του διχτυού. Εκεί που ψαρεύουμε με μικρό μάτι, να μας υποχρεώσει όλους τους ψαράδες να βάλουμε 40. Να μην πιάσεις τα μικρά. Να πιάσει τα μεγάλα. Ένα μέτρο σου λέω αυτό. Και άλλα μέτρα μπορούνε να λάβουνε. Εκείνη η ερασιτεχνία! Το έχουνε παρακάνει. Παίρνουν ένα καλάμι, παίρνουν ένα βυθόμετρο αξίας, γιατί αυτοί παίρνουν τα εργαλεία τα καλά. Έχουν βίντεο, κάμερες, έχουνε χρήμα. Ο γιατρός που έρχεται από τα Γιάννενα εδώ να ψαρέψει με το φουσκωτό του, έχει μέσα στη θάλασσα ένα φουσκωτό 10 μέτρα. Και το βρίσκει εκεί στο Μούρτο, στην Πάργα και έχει μέσα άλλα 10.000 εργαλεία και 5,6, 10 καλάμια και έρχεται με τον φίλο και εδώ βγάζει ο κερατάς ένα ψάρι να το βγάλει να το φάει. Εγώ το δίνω. «Πάρε ένα και φεύγα». Θα ρημά[00:15:00]ξει τον τόπο. Δεν θ’ αφήσει κανένα. Δεν αφήνει τίποτα. Θα του γαμήσει τη μάνα. Δηλαδή, σου είπα ένα παράδειγμα. Γιατρός είναι πραγματικά. Έρχονται οι ψαροντουφεκάδες το καλοκαίρι. Το έχουν επάγγελμα τώρα. Έρχονται 5-6 κωλόπαιδα με τις στολές τους, έχουνε κάνει κονέ με τους ντόπιους, με τα εστιατόρια, βουτάνε όλη μέρα… δεν υπάρχει λιμεναρχείο; Υπάρχει. Αλλά τι να κάνουν πέντε παιδιά που είναι εδώ πέρα; Προσπαθούνε. Μπορούν πέντε παιδιά το καλοκαίρι, που εδώ είναι 50 χιλιάδες κόσμος, να τους κουμαντάρουν και είναι και άλλα 10.000 κότερα; Πόσα να κάνουν τα παιδιά; Οπότε, πάμε κατά διαόλου. Με λίγα λόγια. Εγώ εντάξει. Γέρασα, θα πάρω τη σύνταξή μου. Τα παιδιά μου; Το σκάφος το δικό μου; Ήθελα να το αφήσω στην κόρη μου. Δεν το θέλει. Τι να το κάνει; Τι να βγάλει; Να το πληρώνει; Οπότε, αναγκαστικά θα το πετάξω. Και φεύγει ακόμα ένας ψαράς. Το ίδιο θα γίνει και για τους υπόλοιπους ψαράδες. Μη νομίζεις ότι το λέω μόνο εγώ. Περιμένουν, τώρα, πώς και πώς, να βγει αυτή η εντολή που βγαίνει κάθε 5 χρόνια και μας δίνουν αποζημίωση. Κόβουμε και σταματάμε. Ξέρεις πόσοι ψαράδες το περιμένουνε; Δεν υπάρχει αλίευση. Δεν υπάρχει. Δηλαδή, τι να σου πω; Αφού δεν έχουνε… το Κράτος το δικό μας δεν είναι κράτος αυτό. Ας μην το ονομάσω γιατί ντρέπομαι. Είναι μπουρδέλο. Θα το ονομάσω. Τι θα μου κάνουνε έτσι κι αλλιώς; Τώρα, πάει. Δεν παίρνει μέτρα. Δεν ενδιαφέρεται κανένας για τίποτα. Έρχονται εδώ να πάρουν ένα ψήφο και πάνε να φύγουνε. Μόλις πάρουν το ψήφο και συμβουλευτούνε, je me'n fous κι απάνω τούρλα. Και αν πας να τους δεις, δεν σε γνωρίζουν. Παράδειγμα ο δικός μας, ο Νίκος ο Δένδιας, ωραίος, τον αγαπάω, τον σέβομαι, αλλά δεν κάνει τίποτα.
Εσείς, κύριε Σπύρο, χρησιμοποιείτε δίχτυα κατά βάση, σωστά;
Ναι. Είχα και παραγάδια παλιά, αλλά, όταν ψάρευα ξιφίες, τους πέταγα. Ψάρευα ξιφίες εδώ στους Παξούς, γιατί πάντα ήμουν πρωτάρης στα ψαρέματα. Έβγαζα ξιφίες που ούτε στο όνειρά σου δε βλέπεις. Είχα ένα καΐκι γεμάτο. Επήγα Πάργα, Λεύκη -και που δεν πήγα;- και δεν τους έπαιρνε κανένας. Κι έτσι σταμάτησα. Μην κοιτάς τώρα που τους ζητάνε. Τότε που πήγαινα εγώ, δεν τα έπαιρνε κανένας. Δεν τα ξέρανε τα ψάρια. Οπότε, το έκανα κι αυτό το επάγγελμα, αλλά αυτό το επάγγελμα είχε χασούρα. Έχανες παραγάδια. Πολλά τα έξοδα. Όποτε, λέω: «Αφού δεν τα πουλάς, τι να τα κάνω; Να χαλάω λεφτά; Να πιάνω ψάρια να τα πετάω;». Οπότε, σταμάτησα. Και παραγάδια του πάτου που λέμε. Κι αυτά δε μ’ άρεσαν πολύ, γιατί θέλανε δουλειά πολύ. Θέλανε δυο άτομα στο καΐκι μέσα. Με ένα άτομο δεν μπορείς να δουλέψεις παραγάδι σε ένα μεγάλο σκάφος που έχω εγώ. Θέλει πάντα δύο. Δύο δεν έπαιρνα ποτέ μου, γιατί είμαι νευρικός και δεν μπορώ να τσακώνομαι. Αυτοί μπαίνουν μέσα να πάρουν λεφτά και το μερτικό. Λεφτά και ψάρια και να φύγουνε. Δεν έρχονται να δουλέψουνε… όσοι έρχονται. Αυτοί οι Αιγύπτιοι που παίρνουν τώρα… η μόδα που έχουμε τους Αιγύπτιους… αυτοί είναι οκνοί. Δηλαδή, δουλεύουνε, αλλά έχουν ένα μοτίβο… «τα ζώα μου αργά». Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είμαι νευρικός. Δεν μπορώ να περιμένω να μου βγάλει ένα ψάρι μια ώρα και να το κοιτάει. Εγώ, ώσπου να βγάλει ένα, τα έχω αδειάσει όλα. Δεν γίνεται. Θα τους σκοτώσω. Θα νευριάσω, θα τους δώσω παλουκιά. Οπότε, τσακώνομαι μοναχός μου και είμαι ήσυχος. Αυτά που σου λέω είναι αληθινά. Οι Αιγύπτιοι έρχονται. Και; Θέλει όλη μέρα να κάνει ένα δίχτυ. Τι να τον κάνω; Να τον πληρώνω τον μήνα ΟΓΑ και ΙΚΑ; Και να νευριάζω και να σκοτώνομαι; Οπότε, τα δίχτυα είμαι μοναχός μου. Τα κάνω μοναχός μου, τα ρίχνω μοναχός μου, τα φτιάχνω μοναχός μου και είμαι ήσυχος. Πάω ό,τι ώρα θέλω. Αυτά.
Τα δίχτυα πώς τα φτιάχνετε; Εδώ που τα έχουμε μπροστά μας.
Τα παίρνω πανιά και τα συναρμολογώ εγώ. Αυτά που είναι εκεί πάνω, το δέμα με τα πανιά, τα ανοίγω και τα συναρμολογώ. Τα κάνω όπως θέλω εγώ. Είναι μετρημένα με μάτια. Είναι εικοστεσάρια, εξηντάρια, εβδομηντάρια, αναλόγως ύψος και αναλόγως το ψάρι. Εντωμεταξύ, απ’ όσο καταλάβει και εγώ στη ζωή μου -να το πω κι αυτό, για να το μάθουν οι νέοι ψαράδες- για να πιάσεις ψάρια δεν θέλει χαμηλά δίχτυα. Θέλει άλτα δίχτυα. Δηλαδή, εδώ… γι’ αυτό σου λέω χαλάω πολλά λεφτά και κάθε χρόνο τα πετάω. Γιατί δουλεύω άλλα δίχτυα, άλτα, ψηλά. Το άλτο είναι ψηλό. Αυτά που έχω είναι εικοστεσάρι είναι χαμηλό. Έκανα και μια τέτοια μόδα, γιατί αυτά τα άλλα που σου λέω παίρνουν πολλή βρώμα και κουράστηκα. Πλέον, είμαι μεγάλος. Και κάνω για πιο ευκολία για εμένα. Αν με αυτά τα δίχτυα πιάνεις 5 κιλά ψάρια, αυτά που δουλεύω καθημερινά -κι έχω[00:20:00] τέτοια ακόμα- βγάζεις 50 κιλά ψάρια. Έχει τεράστια διαφορά. Αυτού δεν του κόβει το μυαλό. Λέει: «Κόβονται». Ναι, μα θα κοπεί. Όμως, θα σου αποδώσει, θα σου δώσει λεφτά. Τι θες να κάνεις δηλαδή; Να δεις το καΐκι που έχω μέσα εγώ, τέτοια δίχτυα, γιατί εγώ τον χειμώνα… γ’ αυτό σου λέω ήμουν πρωτοπόρος στο ψάρεμα. Εγώ, μια χρονιά, πριν 15-20 χρόνια, μου θυμήθηκε να δουλεύω τη νύχτα. Δηλαδή, να κάνω… το χειμώνα, επειδή δεν είναι εύκολο να αφήσεις δίχτυα ορισμένα στη θάλασσα, έκανα το εξής: τα ‘ριχνα το μεσημέρι και τα σήκωνα το βράδυ. Έκανα το μαύρισμα που κάνανε οι παλιοί, οι πατεράδες μας. Κι έτσι, δεν είχα πρόβλημα, γιατί έβλεπα τον καιρό, τα σήκωνα και ήμουνα ήσυχος. Δεν τ’ άφηνα όλη νύχτα στη θάλασσα και ήμουν μια χαρά. Οπότε, και επικερδές επάγγελμα. Δεν έχανα ψαριά, όλα ζωντανά, όλα φρέσκα. Και είδαν εμένα και ξεκίνησε ο ένας. Δεν το άντεξε τη δουλειά. γιατί αυτή η δουλειά, το μαύρισμα, είναι γάμησέ τα. Πολύ βαριά δουλειά. Δηλαδή, ξεκινάς μεσημέρι, φεύγεις από εδώ τις 02:00 παράδειγμα. Αυτά πρέπει να μείνουν στη θάλασσα 3-4 ώρες, αναλόγως το μέρος που τα ρίχνεις. Ντάξει. Εγώ σου λέω μια ώρα. Τα σηκώνεις, έρχεσαι μέσα, ξελοκάρεις, πρέπει να έχεις πάγο. Εγώ κάνω πάγο σπίτι μου, μοναχός μου, στην κατάψυξη, με παγοκολώνες. Με νερό κανονικό, της στέρνας. Τα παγώνω. Τα πουλάω το πρωί. Πρέπει να τα πουλήσω και να φύγω αμέσως και να κάνω τα δίχτυα και 02:00 να έχω φύγει, να έχω ρίξει τα δίχτυα πάλι. Το χειμώνα δεν είναι πολλές οι ώρες. Είναι λίγες οι μέρες που… δηλαδή, στο εικοστετράωρο ψοφάς, αλλά, αν έχεις ψαριά και 'κονομάς, δεν βλέπεις κούραση. Μπορώ να το κάνω μια βδομάδα συνέχεια, χωρίς να πάρω χαμπάρι τίποτα. Θα μου πεις: «Είσαι μάγκας; Δυνατός;». Όχι. Η φύση της δουλειά. Άμα 'κονομάς, δε σταματάς. Και αν έχεις και ανάγκες και παιδιά να μεγαλώσεις, να σπουδάσεις. Τα παιδιά μου τα σπούδασα στη Θεσσαλονίκη. Και τις δύο κόρες μου. Πολύ χρήμα. Δεν είναι αστεία πράγματα. Οπότε… κι έτσι έβγαλα τα λεφτά μου. Με το μαύρισμα έβγαλα λεφτά. Δόξα τω Θεώ. Μια χαρά. Και έκανα και άλλο επάγγελμα. Κάνω βόλους. Δηλαδή, δεν σταματάω. Δουλεύω μέχρι το βράδυ, όλη νύχτα, μ’ ένα δίχτυ. Είναι σε μια περιοχή… εκεί που νομίζω εγώ ότι έχει ψάρια, έχω ένα γράπανο, γραπανίζω και σηκώνω το δίχτυ με τα ψάρια κατευθείαν, εκείνη την ώρα. Οι λεγόμενοι βόλοι. Δεν πάει κανένας, γιατί θέλουν όλοι το κρεβάτι, αλλά θέλουν και λεφτά. Μα δε γίνεται και τα δύο. Πρέπει να θυσιάσεις κάποιο απ’ τα δύο. Αυτή είναι η ζωή μου. Και μ’ αρέσει να την κάνω και όσο μπορώ θα την κάνω. Δεν σταματάω. Και σύνταξη να πάρω, πάλι θα δουλεύω, γιατί μ’ αρέσει. Δεν μπορώ να κάτσω.
Εσείς, κύριε Σπύρο, επειδή μεγαλώσατε, κιόλας, πάνω στη βάρκα, έχετε κρατήσει κάποιες μεθόδους, που να μάθατε μικρότερος και να τις έχετε μέχρι και σήμερα;
Όχι. Λοιπόν, αυτοδίδακτος σε όλα όσα έχω κάνει. γιατί δε σου έδινε κανένας τίποτα. Ο μπάρμπας μου, που ήμασταν συνέταιροι, Θεός σχωρέσ' τον, πέθανε, ο αδερφός του πατέρα μου, μια δόση, ήμασταν συνέταιροι. Εγώ, η γυναίκα μου και αυτός με το καΐκι το δικό του. Πριν πάρω του πατέρα μου, είχα μια βάρκα. Μετά, πήγα σ’ αυτόνε. Δεν σου έδειχνε. Δεν παραδεχόταν τίποτα. Το δικό μου δεν το παραδεχότανε. Θα σου πω ένα απλό παράδειγμα. Προχωράγαμε, να πάμε στην Ήπειρο για βόλους. Εμείς πηγαίναμε μακριά. Σου είπα. Είμαστε λίγο αλλόκοτοι. Είχαμε τη βάρκα από πίσω μας, γιατί, για να κάνεις βόλους, χρειάζεσαι βάρκα. Και πήγα στο τιμόνι εγώ, ο θείος μου μπάλωνε ένα δίχτυ εκεί πέρα. Εγώ, εντωμεταξύ, είχα ένα βυθόμετρο. Ήταν τα βυθόμετρα, τότε, με τα χαρτιά, χαρτογραφικό. Και, όπως εκεί κυβερνούσα, κοιτάω και βλέπω στο χαρτί ένα εξόγκωμα. Κάνω κράτη. Μου λέει: «Τι είναι;». «Ξέρα, Νίκο». Κοιτάω δεξιά-αριστερά. Δεν την είχα ξαναδεί πουθενά. Παρόλο που ψαρεύαμε καιρό, ήταν τυχαίο, δηλαδή, το γεγονός. Να της βάλω σημάδι ξέρω ‘γω. Δεν είχαμε τότε GPS και τα λοιπά. Να της βάλουμε σημάδι απ’ όξω. Δηλαδή, να βάλουμε το… μου κάνει: «Την ξέρα αυτή… σιγά!». Του λέω! «Αφού την ξες, γιατί δεν την έχουμε ρίξει τόσο καιρό;». Μου λέει: «Θα τη ρίξουμε. Αύριο που θα γυρίσουμε». Ντάξει. Αφού ξέρει αυτός, παλιός είναι. Νέος είμαι. Λοιπόν, φύγαμε. Όταν γυρίσαμε και ήρθαμε στους Παξούς, «Δεν πάμε σ’ εκείνη την ξέρα που μου είπες ότι ξέρεις και τα λοιπά;». Αρχίδια, πατέρα. Ότι δεν ήθελε να μου τη δείξει. Δεν την ήξερε, αλλά, για να μην τη μάθω, δεν την ήξερε κι αυτός. Την έχασε. Βέβαια, ο Θεός -γιατί, σου λέω, πιστεύω- αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη. Μια μέρα… θα σου πω μια περιπετειούλα, αφού θες να μάθεις μια περιπέτεια. Όταν είχα ανάγκη να βγάλω λεφτά πολλά τότε, είχα τη Γεωργία μου. Είχε μια περιπετειούλα, να πάει στην Αμερική. Ψάρευα με 7 δύναμη. Δεν υπολόγιζα. [00:25:00]Ψαράς άλλος δεν υπήρχε περίπτωση να με πάρει χαμπάρι. Μια μέρα, την παίρνω μαζί μου και είχε μαΐστρο. Μιλάμε οκτάρι δύναμη. Μου λέει: «Πού πάμε; Θα πνιγούμε». Την έβαλα μέσα. Εδώ είναι να στα πει. Λοιπόν, βάζω σκοινιά, παραπάνω απ’ αυτά που έπρεπε κανονικά. Βάζω μπροστά τη μηχανή, φεύγω από την Παναγία, ανοιχτά, βάζω τον καιρό στη μάσκα μου, μπρος αργά-αργά και τράβηξα πορεία και αμόλησα. Ούτε βυθόμετρα τότε ούτε τίποτα. Τα έβαλα εδώ στο χέρι μου, μη με πιάσουν, γιατί ήταν πολλή θάλασσα, σου λέω. Είχα αγαντάρει τα πόδια μου κάτω. Ξέρεις. Τα είχα εδώ και όπου πάνε. Τελικά, τα αμολήσαμε. Κοίταξα αριστερά-δεξιά, έβαλα σημάδι στο περίπου, όπως κάνουν, συνήθως, οι ναυτικοί. Πάμε να φύγουμε. Δεν είχα πρόβλημα να πάω και να έρθω με τη θάλασσα, δε με ένοιαζε. Την άλλη μέρα, το πρωί, πάμε καΐλα, έτσι, ξημέρωσε ο Θεός, μεγάλη η χάρη Του, τάβλα που λένε. Πάμε, πάνε τα δίχτυα. Θυμάσαι, ωρή; Μπα. Δεν ακούει. Πουθενά τα δίχτυα. Ψάχνουμε. Φτάνουμε αυτή στην πλώρη, εγώ στο τιμόνι και εμένα το μάτι μου επειδή είμαι λίγο στραβός, το μάτι μου έχει μεγάλη δυνατότητα. Μπορεί να… εσύ με 4, εγώ με 1. Ναι, δεν σου κάνω πλάκα. Είχα και, ακόμα, έχω τεράστια ορατότητα. Λοιπόν, μπα. Μωρέ πουθενά; «Πάμε να φύγουμε. Άι στα κομμάτια. Μας τα πήρανε», είπα. Αλλά, μετά, λέω: «Αφού όλη νύχτα είχε οκτάρι. Πώς να τα βρούνε; Και να θέλανε, δεν μπορούσαν να τα βρούνε. Αφού η θάλασσα ήτανε…». Πάμε να φύγουμε, να γυρίσουμε στους Παξούς και όλο με μίας κοντά στην Παναγία, προς την Πάργα, είδα ένα ασπρουλάκι, έτσι μικρό, το μάτι μου όπως γύρισε. Αφήνω το μάτι μου εκεί που ήταν και της έκανα νόημα με το χέρι, να μη χάσω το σημάδι. Και γύρισε η γυναίκα μου πάνω και της λέω: «Φουλ τη μηχανή! Απάνω!». Μου λέει: «Τι είδες;». «Προχώρα εκεί, μην το χάσουμε. Να δούμε τι είναι». Λοιπόν, με εκείνα τα πολλά, ήταν τα δίχτυα μου. Τι είχε γίνει; Είχανε πέσει στην ξέρα που είχαμε βρει με τον θείο μου. Αυτή η ξέρα, όπως ταξίδευαν τα δίχτυα με τον αέρα, τα πήρε από εκεί που τα είχα. Θάλασσα και αέρας, πρίμα ρέμα, πρίμα αέρα. Αυτά, όπως πατούσαν, ήταν η ξέρα μες στη μέση και κάτσανε έτσι τα δίχτυα. Με την ξέρα μες τη μέση. Κάνανε κύκλο, αλλά δεν πάθανε τίποτα. Πιανόμαστε. Είδα τις κολόκες ότι είναι κοντά. Τόσα δίχτυα που είχα, λέω: «Πάνε. Θα έχουν γίνει μπάλα. Τώρα, δεν πειράζει». Τα βρήκαμε, να τα πάρουμε. Σηκώνω, σηκώνω… τι να σου πω, κορίτσι μου; Τι να σου πω; Δεν περιγράφεται. Και να έχω λόγια δεν μπορώ να στο περιγράψω. Σου λέω για ένα καΐκι 10 μέτρα γεμάτο. Φτάνει να σου πω άλλη κουβέντα… τι να σου πω; Είχαμε πέσει από την ξέρα, ακούω ένα ντεσιματάκι. Σου λέω: «Η πέτρα δε είχε τίποτα». Ακούω ένα κρακ. Κατάλαβα τι είχε συμβεί, αφού τα δίχτυα μου δεν ήταν νεταρισμένα. Λέω: «Ξέρα». Τη βρήκε την ξέρα έτσι. Τα πήρα και είχα ένα καΐκι ψάρια. Ψάρευα την ξέρα αυτήν, γιατί μετά έβαζα κολόκες. Έβαζα σημαδούρες με σκοινί και πέτρα, τα σημάδευα. Αυτά. Τι θες να σου πω; Αυτά που έχει ο Θεός… μου έδωσε την ξέρα μετά από κάμποσο καιρό. Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια μετά. Μου την έδωσε την ίδια ξέρα. Δε σου δείχνανε που να ματώσεις! «Αυτό να το κάνεις εκεί!». Δεν σου δείχνανε. Μόνο ένας, Θεός σχωρέστον, αδερφός της μάνας μου, μου έδειξε λίγα πραγματάκια, πολύ λίγα πραγματάκια. Δεν σου δείχνανε οι παλιοί εύκολα. Ούτε σημάδια δε σου έδειχναν ούτε τίποτα. Τα παίρναν μαζί τους. Και όσα έμαθα, τα ‘μαθα μοναχός μου. Δηλαδή, έκανα λάθη, τα πλήρωσα και τα έμαθα. Αυτά.
Θα σου πω και μια περιπέτεια, μια ωραία περιπετειούλα που αξίζει τον κόπο να την ακούσεις. Όχι στο δικό μου καΐκι. Του θείου μου. Είχαμε πάει για βόλοι από πίσω από το νησί. Το πίσω το νησί είναι άγριο, είναι πολύ άγριο. Λοιπόν. Αλλά έχει και ψάρια. Εγώ δε μου άρεσε ποτέ μου να πηγαίνω πίσω, να ψαρεύω, αλλά είχα τον μπάρμπα μου -παλιός και ήξερε- και λέω: «Πάμε! Δεν βαριέσαι;». Φουντάραμε με το σκάφος με την άγκυρα και τη δέναμε… στο μπροστά τη δέναμε με ένα σκοινάκι, για, άμα ντέσει, να κόψουμε το σκοινάκι, για να μην τη χάσουμε. Τη φουντάραμε, αμολάω και εγώ σκοινιά, την τσεκάρω. Όλα καλά. Τη δένω και φεύγουμε. Κάνουμε τον πρώτο βόλο. «Εντάξει είμαστε. Πάμε να φύγουμε». Πάμε εκεί, πουθενά καΐκι. Δεν υπήρχε καΐκι. Και τώρα; Ο μπάρμπας αρχίζει να τρέμει, ταχυπαλμίες, κακό. «Πάει το καΐκι μου! Το έχασα!». Και να χτυπιέται. «Ήρεμα», του λέω. «Μη φοβάσαι, Θα το βρούμε. Πού να πάει;». Πάντα, ήμουνα ψύχραιμος και είμαι ψύχραιμος στη θάλασσα. Δεν τα χάνω. Του λέω: [00:30:00]«Κάτσε να δούμε το ρέμα που πάει». Και να ακολουθήσουμε το ρέμα και πού να πάει; Πόσο; 1 μίλι; 2; 3; Θα το βρούμε. Πρίμα έχει μια κατεύθυνση. Και ν’ αράξεις, θα έρθει πάλι πάνω μας. Η εμείς θα πάμε πάνω του ή αυτό πάνω μας. «Ηρέμησε», του λέω. Πραγματικά, κοιτάμε, σταματάμε τη βάρκα, κοιτάμε το ρέμα. Το έφερνε εδώ οι Αντιπάξοι. Πήγαινε για Ιταλία το καΐκι. Του λέω: «Κάθισε μες στο αμπάρι. Εσύ κανε κουπί, να κοιτάω. Αφού βλέπω καλά», γιατί μπορούσα να το δω, τη σκιά του, σε ένα μίλι. Τόσο πολύ έβλεπα. Τη νύχτα έβλεπα καλύτερα από τη μέρα. «Κάνε κουπί εσύ και θα το δω. Πού θα πάει;». Δεξιά, αριστερά, θα το δω. Έκανε ένα μισάωρο κουπί ο κακομοίρης. «Θα μου μείνει», λέω. Εντωμεταξύ, δεν το είχα πάρει τόσο πολύ βαριά. Δεν με πειράζει δηλαδή. Είχα την πεποίθηση ότι θα το βρω. Σε μια δόση, κορίτσι μου, βλέπω μια κοκκινίλα, ένα κρακ. Αυτό έκανε βόλτες το καΐκι, έτσι. Ταξίδευε κι έκανε βόλτες. Είχα ξεχάσει το διακόπτη της μηχανής αναμμένο -είναι ένα λαμπάκι μικρό κόκκινο- και, όπως έκανε τη γυρισιά, παίρνει το μάτι μου το κόκκινο, αλλά δεν ήθελα να το χάσω. Άμα το χάσεις, νέτα. Όπως ήταν χαμηλά στην πλώρη, το αμπάρι, τον πιάνω πίσω από το σβέρκο, του τραβάω μια πεταξιά… αφού δεν πήγε στη θάλασσα. «Τι έπαθες;», μου λέει. «Σκάσε και περίμενε». Παίρνω τα κουπιά. Τα χέρια μου, εδώ, ήτανε κομμάτια από τη δύναμη που έβαλα, για να μείνω εκεί, να το πιάσω, να το προλάβω. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί, τι έγινε. Είχαν γίνει κομμάτια, γιατί χτύπαγαν πάνω στη βάρκα, αλλά δεν ένιωθα πόνο. Να το πιάσω. Μια δόση, κορίτσι μου, από τον πολύ τον δρόμο που είχα πάρει… εντωμεταξύ, η βάρκα αυτή δεν σταμάταγε με τίποτα. Αν έπαιρνε φόρα, δεν σταμάταγε. «Το καΐκι δεν το βλέπεις μπροστά σου;», του λέω μετά από λίγο. «Ναι, ναι!» Τώρα, τόσο πολύ γρήγορα πήγαινε η βάρκα -ο Θεός την πήγαινε; Εγώ την πήγαινα; Ξέρω γω;- δε σταμάταγε η βάρκα. Από το πολύ το τέτοιο που είχα πάρει, έκανα μια τρύπα στο σκάφος τέτοια. Από την πρύμνη, που ήταν ο θείος μου, μπήκε μες στο καΐκι μοναχός του. Από το τράκο που φάγαμε, για να το προλάβω. Και το βρήκαμε. Αυτή ήταν η περιπέτεια με το καΐκι του. Και από τότε, δεν ξαναπήγα εδώ πίσω. Δεν ξαναπάτησα εδώ πίσω για ψάρεμα. Ούτε μέρα ούτε νύχτα. Μόνο, όσες φορές έχω πάει, για να βοηθήσω άλλους ψαράδες, με τα δίχτυα που είχαν ανάγκη, επειδή δεν μπορούσανε. Και με παρέα, μόνος μου δεν πηγαίνω ποτέ. Αυτά ήταν. Μια περιπέτεια που ήταν ωραία. Να στην πω κι αυτήνε;
Εννοείται.
Πάλι με τον θείο μου. Έχουμε ξιφοπαράδαγα ριγμένα. Αυτό μας τα πήρε το ρέμα και τα κόλλησε πάνω στους Παξούς. Τα είχαμε ρίξει από Αντιπάξους και τα κόλλησε πάνω στους Παξούς, μέχρι τη Λάκκα. Γιατί τα ξιφοπαράδαγα είναι τεράστια, μίλια ολόκληρα. Τα παίρναμε σιγά-σιγά και φτάσαμε στη Λάκκα. Τα πήραμε τα παραγάδια μα. Λέω του θείου μου: «Πάμε να φύγουμε μέσα από τη Λάκκα. Μην πάμε πίσω. Αυτό ήταν πάντα έτσι το στυλ του. «Άσε να πάμε από τη Λάκκα, που είναι πιο ήσυχα». «Όχι. Από εδώ». Δεν ξέρω τι είχα πάθει εκείνη τη μέρα. Δεν ήθελα να πάμε από πίσω. «Όχι!». Τίποτα. Αφεντικό ήταν. Δεν μπορούσα να κάνω και τίποτα. Ντάξει. Όχι αφεντικό, αλλά… «Πάμε», λέω. «Αφού έχεις τον διάολο μέσα σου, πάμε». Προχωράμε και όλο, με μιας μπροστά μου, τι βλέπω; Βλέπω ένα σκάφος, ένα τρικάταρτο σκάφος, μεγάλο, ξύλινο. Και ήταν… σου είπα. Επειδή βλέπω πολύ μακριά, γι’ αυτό καμιά φορά να πώς έχουν τα πράγματα. Λέω: «Μπάρμπα, κοίτα εκεί. Τι αυτό;». «Τι είναι εκεί;», μου λέει. «Το βλέπεις, ρε μαλάκα, το καΐκι; Κάτι συμβαίνει εκεί πέρα. Κάτι συμβαίνει εκεί πέρα. Δεν μου αρέσει η δουλειά». Μου λέει: «Όχι». «Ρε, κάτι συμβαίνει. Κοίτα καλά!». Μου λέει: «Τι βλέπεις;». Είχε φουντάρει και από τ’ μεσαίο άλμπουρο έβγαζε πράγματα έξω στη στεριά. Ήταν ψηλά, πήγαινε χάος. Είχε βγάλει από το μεσαίο άλμπουρο ρεμούλκο έξω και έβγαζε πράγματα. «Δε βλέπεις, ρε μαλάκα, τι κάνει;». «Τώρα, τι κάνουμε;», του λέω. «Δεν σου είπα να πάμε από μπροστά; Τώρα, τι θα κάνουμε;». Και αν μας φάνε; Πώς θα περάσω, να πα να φύγω;». «Έχεις δίκιο», μου λέει. «Θα γυρίσω σιγά-σιγά, ανοιχτά, γιατί είμαστε μακριά». Όλα αυτά που σου λέω… στα λέω στα 2 μίλια. Δεν στα λέω… φτάσαμε κοντά. Λέω: «Θα γυρίσω, σιγά-σιγά από τα ανοιχτά. Δήθεν ότι ψαρεύουμε. Μην καταλάβουν ότι τους είδαμε». Και, όντως, γύρισα, σιγά-σιγά, ανοιχτά, 1,5 μίλι και ήρθα στους Παξούς. Να μια περιπέτεια ωραία, που φόβος όμως. Και τι βγάζανε; Θα σου πω και τι βγάζανε. Και θα σου πω και πώς το ‘μαθα. Την άλλη μέρα, τα ουίσκια είχαν ένα χιλιάρικο το μπουκάλι. Το “Ballantines”, τότε, είχε ένα χιλιάρικο το μπουκάλι. Είχε 5.000 το “Ballantines” τότε. Σε ελληνικές δραχμές. Και το πουλάγανε ένα χιλιάρικο. [00:35:00]Και λέω μόνος μου «Μαλάκα, ουίσκια βγάζανε!». Και ξέρω και ποιοι τα βγάλανε και ποιοι τα πουλάγανε. Τι να πρωτοπείς και τι να πρωτοκάνεις; Κάνεις το κορόιδο. Λες: «Άσ' τα κάτω» και μετά λες: «Κοίτα πώς κάνανε τα λεφτά. Πώς σήκωσαν τα σπίτια πάνω!». Κι εγώ παλεύω τόσα χρόνια. Ντάξει. Έκανα κι εγώ. Δεν λέω, αλλά εγώ τα έκανα με τα χέρια μου. Δεν τα έκανα ούτε με αυτά τα πράγματα ούτε με τα άλλα πράγματα. Να κι άλλη περιπέτεια που ήθελες να μάθεις. Είναι κι άλλες πολλές, αλλά που να τις θυμηθώ; Είναι πολλές.
Κύριε Σπύρο, θα θέλατε να πείτε κάτι τελευταίο;
Ναι, αμέ. Τι να σου πω;
Ό,τι θέλετε εσείς.
Δεν υπάρχει τίποτα, Το μόνο που λέω είναι να σταματήσει η ανεμότρατα. Το μόνο που παρακαλάω κι ας είμαι που σε λίγο θα σταματήσω. Τουλάχιστον, να δούνε τα παιδιά μας… δούνε αργότερα κανένα ψάρι. Τα εγγόνια μου και τα εγγόνια… γενικά, τα παιδιά του κόσμου να δούνε κάτι στη θάλασσα. Να πάρουν μέτρα, με λίγα λόγια. Να σταματήσει η ερασιτεχνία. Να σταματήσει η ανεμότρατα. Το χειρότερο πράγμα που υπάρχει στη θάλασσα είναι αυτό. Μπας και γίνει τίποτα. γιατί η θάλασσα σε λίγα χρόνια, μια πενταετία, δεν θα έχει τίποτα στους Παξούς. Αν δε λάβουν μέτρα, σε 5 χρόνια, στους Παξούς, δεν θα υπάρχει ψάρι. Ούτε για δείγμα. Θα τα κοιτάμε στις φωτογραφίες. Εγώ δεν βγάζω ποτέ φωτογραφίες τα ψάρια που έχω βγάλει. Συνήθως, οι άλλοι βγάζουν βίντεο. Εγώ το έχω σε κακό να βγάζω τα ψάρια που έχω βγάλει και να τα δείχνω μετά. Δε θέλω να κάνω αυτά τα πράγματα. Και άμα το δείξω, θα λιποθυμάνε και θα με καταριόνται. Οπότε, δεν θα τα δείχνω ποτέ μου. Αλήθεια. Είναι θέμα ζήλιας. Και έτσι λέω: «Άσ' το». «Τι έκανες;». «Τίποτα. Εντάξει. Δόξα τω Θεώ». Τώρα, τα υπόλοιπα ας τα κρίνει αυτός που τα βλέπει. Να τους πω ότι έβγαλα ψάρια; Να το παίξω μάγκας; Γιατί έχουν εδώ οι ψαράδες… γενικότερα, οι ψαράδες έχουν το ελάττωμα να λένε: «Έκαμα, έκανα, έρανα». Και να παινεύονται. Δεν είναι λογικό αυτό που κάνουνε. Δεν ξέρω. Δεν μ’ αρέσει. Δεν το κάνω αυτό το πράγμα. Ό,τι κάνω μόνος μου και τέλος η ιστορία. Όσο γι’ αυτό που σου είπα για τα δίχτυα; Και να τους το τα πω, δεν το καταλαβαίνουν. Να τους πω: «Κάντε αυτό που σας λέω εγώ». Δεν το καταλαβαίνουνε. Το θεωρούν υποτιμητικό να τους πω εγώ κάτι. Εγώ, όμως, αυτά, που τα είδα, τα είδα από άλλους ψαράδες, παλιούς. Δε μου τα δείξανε. Τα δα. Και λέω να τα δείξω. Δεν θέλουν. Οπότε, είναι άξιοι της μοίρας τους. Κι αυτοί λένε: «Δεν βγάζουμε, δεν κάνουμε». Παραπονιούνται. «Δεν έχει εκείνο, δεν έχει το άλλο». Εγώ δεν παραπονέθηκα ακόμα. Μέχρι στιγμής, δεν έχω παραπονεθεί. Μέχρι τη στιγμή που μιλάμε, δεν παραπονιέμαι από τη θάλασσα. Θα μου δώσει το μεροκάματο μου, αλλά πρέπει να το κυνηγήσω, να δουλέψω. Για να πάρεις λεφτά, πρέπει να δουλέψεις. Δεν κάθεσαι σε μια καρέκλα, όλη μέρα και πίνεις το καφεδάκι σου. Θέλει δουλειά, θέλει εικοστετράωρο. Μπορείς; Δεν μπορείς; Άλλαξε επάγγελμα. Αυτή είναι όλη η διαδικασία.
Κύριε Σπύρο, σας ευχαριστούμε πολύ.
Να ‘σαι καλά, κορίτσι μου. Κλειστό;
Photos

Το καΐκι του Γιώργου Γεω ...
Το καΐκι του αφηγητή δεμένο στο Γάιο.
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Σπύρος ανήκει σε οικογένεια ψαράδων. Έμαθε να ψαρεύει στο νησί και από αυτό βιοπορίζεται τα τελευταία 42 χρόνια. Διηγείται διάφορες περιπέτειές του και τονίζει τη διαφορά που έχει φέρει το ψάρεμα με ανεμότρατα στον τόπο του.
Narrators
Σπύρος Γεωργοπάλης
Field Reporters
Νικολαΐς Μπιμπλή
Historical Events
Tags
Interview Date
10/03/2023
Duration
37'
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Σπύρος ανήκει σε οικογένεια ψαράδων. Έμαθε να ψαρεύει στο νησί και από αυτό βιοπορίζεται τα τελευταία 42 χρόνια. Διηγείται διάφορες περιπέτειές του και τονίζει τη διαφορά που έχει φέρει το ψάρεμα με ανεμότρατα στον τόπο του.
Narrators
Σπύρος Γεωργοπάλης
Field Reporters
Νικολαΐς Μπιμπλή
Historical Events
Tags
Interview Date
10/03/2023
Duration
37'