Η μουσική είναι ο τρόπος της Ηρώς να επικοινωνεί και να μοιράζεται
Segment 1
Μεγαλώνοντας στη μουσική σκηνή της Πάτρας: Το Mojo, τα δισκάδικα, η indie και η jazz
00:00:00 - 00:11:42
Partial Transcript
Καλησπέρα! Πώς ονομάζεσαι; Ονομάζομαι Λιάτου Ηρώ. Γεια σου, Ηρώ! Γεια σου, Γλυκερία! Είμαστε στο Παγκράτι. Είναι σήμερα 22 Φεβρουαρίου…ack του «Λοχαγού Κορέλι». Άκουγε τέτοια. Οπότε δεν θα σου πω ότι το ‘βαζα μόνη μου, αλλά το ‘χω ακούσει τόσες φορές που το ξέρω κι απ’ έξω.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 2
Η μουσική εξέλιξη στο Λονδίνο
00:11:42 - 00:15:39
Partial Transcript
Και μετά από κάποια χρόνια, στην ενηλικίωση, πήγες στο Λονδίνο. Πήγα στο Λονδίνο για φοιτήτρια. Έφυγα στα 18 μου. Όπου σπούδασα ψυχολογία.… φίλους ξένους. Οπότε... Και όσους είχα δεν ακούγαμε ίδια μουσική. Άρα δεν έχω μοιραστεί προσμονή και αγωνία για ένα λάιβ με ξένους φίλους.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 3
Η συλλογή των δίσκων και η γωνιά τους στο σπίτι
00:15:39 - 00:20:54
Partial Transcript
Άρχισες να αγοράζεις εκεί βινύλια, δίσκους; Έχεις μια πολύ μεγάλη συλλογή γενικά. Όχι. Πολύ μεγαλύτερη. Πολύ μεγαλύτερη... Δηλαδή, βινύλ…ναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο η μουσική. Και θεωρώ πολύ περίεργο κάποιος να μη νιώθει σημαντικός όταν καταλαβαίνει και κατανοεί αυτό που ακούει.
Lead to transcriptTopics
Locations
Media

Βινύλια
Η γωνία των δίσκων στο σπίτι της Ηρώς.

Βιβλιοθήκη με δίσκους
Μπαίνοντας στο σπίτι της Ηρώς, ο χώρος σού ...
Segment 4
Το επάγγελμα της DJ που ήρθε «φυσικά και άκυρα» και η σημασία της μουσικής στη ζωή
00:20:54 - 00:31:28
Partial Transcript
Περνάει μέρα που να μην χρησιμοποιείς το πικάπ στο σπίτι; Άπειρες. Ντάξει, παιδιά, υπάρχει και το Spotify. Εννοώ μας έχει φάει αυτή η μάστ…αριστώ πάρα πολύ, Ηρώ. Σ’ ευχαριστώ κι εγώ πάρα πολύ, Γλυκερία, γι’ αυτή τη συνέντευξη. Ήσουν υπέροχη όπως πάντα. Σ’ ευχαριστώ. Σε φιλώ!
Lead to transcriptTopics
Locations
Media

Τραπέζι δημιουργίας
Το τραπέζι πάνω στο οποίο η Ηρώ έμαθε να μ ...
Segment 1
Μεγαλώνοντας στη μουσική σκηνή της Πάτρας: Το Mojo, τα δισκάδικα, η indie και η jazz
00:00:00 - 00:11:42
[00:00:00]Καλησπέρα! Πώς ονομάζεσαι;
Ονομάζομαι Λιάτου Ηρώ.
Γεια σου, Ηρώ!
Γεια σου, Γλυκερία!
Είμαστε στο Παγκράτι. Είναι σήμερα 22 Φεβρουαρίου του 2023. Εγώ ονομάζομαι Γλυκερία Παππά, είμαι ερευνήτρια για το Istorima και τώρα θα ξεκινήσουμε τη συνέντευξή μας με την Ηρώ. Λοιπόν, πες μας λίγα λόγια για εσένα αρχικά.
Είμαι 30. Ζω στην Αθήνα τα τελευταία εννιά χρόνια. Ασχολούμαι κυρίως με το music industry, αλλά από τη μεριά της παραγωγής. Δηλαδή προσπαθώ να στήνω εκδηλώσεις φεστιβαλικές, είτε πάρτι είτε κάποιες μικρές συναυλίες, για να παρουσιάζω καλλιτέχνες που μου αρέσουνε, εγχώριους και μη εγχώριους. Έχω κάνει ραδιόφωνο κάποια χρόνια στο Avopolis Radio που ‘χα μια εκπομπή για τρία χρόνια και τώρα βρίσκομαι στην ομπρέλα του Fade Radio με το project που έχω ως DJ, το Express Skopelitis, που δίνουμε μηνιαία mixtapes. Οπότε είμαι και DJ, όπως φάνηκε. Έχω σπουδάσει Ψυχολογία. Τρομερό! Ανήκω στην ομάδα παραγωγής του Saristra Festival που γίνεται δέκα χρόνια στην Κεφαλονιά. Στο παρελθόν είχα κάνει ένα φεστιβάλ κινηματογράφου με τον πολύ καλό μου φίλο, τον Βασίλη τον Κεκάτο. Αυτά. Α! Και βρίσκομαι σε μια ομάδα που μέσω αυτής δραστηριοποιούμαι σε σχέση με τα πάρτι, που λέγεται Needless, και είναι ένα mobile party, επίσης μια δεκαετία.
Πάρα πολύ ωραία! Για πες μας, λοιπόν, λίγο για τη μουσική. Ήταν κάτι που το αγαπούσες από πάρα πολύ μικρή;
Η αλήθεια είναι πως ναι διότι η μητέρα μου, πριν υπάρξω εγώ στη ζωή της, ήταν τραγουδίστρια σε μπουάτ στην Πάτρα, οπότε πάντα υπήρχε μουσική στο σπίτι – κυρίως world music, δεν ήταν στα δικά μου ακούσματα. Αλλά έμαθα να υπάρχει στο πίσω μέρος του αφτιού μου. Κι όχι τηλεόραση. Δηλαδή δεν είχαμε ποτέ ανοιχτή τηλεόραση. Υπήρχε μουσική στο σπίτι. Οπότε, ναι, από πάντα υπήρξε αυτό. Ε, μετά ξεκίνησα, ξέρεις, τι ακούμε στο σχολείο, τι ακούνε οι συμμαθητές, τι και τα λοιπά, άρα ναι.
Εσύ ποιους καλλιτέχνες αγαπούσες πολύ ως παιδί;
Τι ηλικίας;
Παρ’ το γραμμικά, ξεκίνα από μικρή, μεγαλύτερη...
Ωραία, μικρή μου άρεσε ο Κότσιρας. Στην πορεία αγάπησα πάρα πολύ τις Spice Girls, όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου θεωρώ. Και μετά εμφανίστηκε η Avril Lavigne, οπότε κάπως μπήκα στο πιο rock, ας πούμε, κομμάτι κι αργότερα ασχολήθηκα με τους Metallica, με τους Nirvana, με τους Iron Maiden και πήγα προς τα εκεί στα χρόνια τα εφηβικά.
Υπήρχε κάποιο τραγούδι που να το άκουγες συνέχεια;
Δεν θα το ‘λεγα. Σίγουρα ο δίσκος της Avril Lavigne, που κάποια στιγμή πώς δεν το ‘σπασαν, δεν το ‘σπασε η μητέρα μου! Αλλά μάλλον αυτό. Τώρα τραγούδι συγκεκριμένα δεν θυμάμαι.
Γενικότερα, μεγαλώνοντας πώς εξελίχθηκε αυτή σου η αγάπη; Ως μικρή ήταν ένα χόμπι ν’ ακούς μουσική, περνούσες ωραία. Άρχισες ν’ ασχολείσαι πιο πολύ στην εφηβεία;
Στην εφηβεία, ναι, άρχισα να κάνω παρέα με παιδιά που είχαν μπάντες, ας πούμε, σχολικές. Οπότε ξεκίνησα να πηγαίνω στα πολύ μικρά σχολικά λάιβ σε διάφορα στούντιο ή αποθήκες και τα λοιπά. Ξεκίνησα κι εγώ να τραγουδάω τότε, έκανα μια προσπάθεια με μια πάντα, γιατί έπαιζα και κιθάρα και πλήκτρα τότε. Και έκανα και τις πρώτες συναυλίες που είδα στη ζωή μου, που ήταν στην Πάτρα τότε. Οπότε κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία στην εφηβεία. Αργότερα μετακόμισα στο Λονδίνο που είχα πρόσβαση σε μεγάλες συναυλίες και ανοίχτηκε το πεδίο. Και κάπως έτσι ξεκίνησε και η πορεία του να παρατηρώ το clubbing και να καταλάβω ότι δεν είμαι εγώ μουσικός –γιατί δεν είχα καταλάβει ακριβώς πώς θέλω να κινηθώ στο music industry–, και κατάλαβα ότι μου αρέσει να δουλεύω με μουσικούς. Άρα ξεκίνησε και το κομμάτι τού να διοργανώνω πράγματα. Και μου άρεσε και να αναπαράγω αυτά που ακούω, το οποίο λέγεται ραδιόφωνο και το DJing, ας πούμε.
Πριν φτάσεις σ’ αυτήν τη συνειδητοποίηση, είχες σκεφτεί ότι μπορεί να θες να γίνεις μουσικός;
Στο Λύκειο, ναι, έλεγα ότι θέλω να γίνω τραγουδίστρια για να τραγουδάω soul. Ή αν πρέπει να τραγουδάω ελληνικά, θα τραγούδαγα ρεμπέτικα. Αλλά αυτό σταμάτησε κατευθείαν στα 18 μου γιατί δεν μπορούσε να πάει παρακάτω. Δεν είχα άνεση μέσα σ’ αυτό. Οπότε δεν ήμουνα μουσικός.
Σ’ είχε επηρεάσει ίσως το ότι έτσι έκανες παρέες με μπάντες...
Ναι, μου άρεσε αυτό και κάπως με ιντρίγκαρε, το οποίο, αν με ρωτάς, ακόμα με ιντριγκάρει. Δηλαδή, ο περίγυρός μου είναι μουσικοί και νομίζω ότι αυτό από παλιά κάπως ήτανε λίγο «Α, κοίτα αυτός παίζει μπάσο!», ξέρω ‘γω, ή κάτι.
Τι σ’ εντυπωσίαζε σ’ αυτό;
Τι με εντυπωσίαζε... Νομίζω ήταν η στιγμή, αυτή που ακούς τα ντραμς, ακούς το μπάσο –τώρα σαν παιδί σου λέω–, ακούς την κιθάρα και αυτό βγάζει θόρυβο. Οπότε κάπως απ’ τα ηχεία γίνεται κάτι που χτυπάει. Γιατί υποτίθεται, ρε παιδί μου, το μπάσο για να είναι σωστό πρέπει να χτυπάει στην κοιλιά σου. Αν είναι σωστό αυτό, κάπως το σώμα σου αντιδρά στη μουσική πολύ καλά. Ότι συντονίζεται, ας πούμε.
Και η Πάτρα γενικά είναι μια πόλη η οποία έχει πάρα πολύ δυνατή μουσική σκηνή. Ήταν από πάντα αυτό;
Η Πάτρα έχει υπάρξει πόλη –δεν είναι ακόμα–, έχει υπάρξει, όμως, πόλη που έχει δύο πολύ σημαντικά πεδία: Το ένα λέγεται τζαζ και το άλλο λέγεται indie. Η indie ξεκίνησε με την άφιξη των Raining Pleasure, που είναι Πατρινοί. Οπότε έγινε ένα τεράστιο πανελλήνιο μπαμ με αυτήν τη μπάντα, που σήμανε και την έναρξη της indie στην Ελλάδα, κατά την άποψή μου. Δεν ξέρω αν υπήρχε κάτι πριν, αλλά αυτό έχω καταλάβει. Και με την τζαζ που έχει [00:05:00]μια φήμη η Πάτρα ότι βγάζει τζαζίστες μουσικούς. Και, όντως, δύο από τους σημαντικότερους ντράμερ αυτής της χώρας, ο ένας είναι ο Σωτήρης ο Ντούβας και ο άλλος ο Παναγιώτης ο Κωστόπουλος, είναι απ’ την Πάτρα τζαζίστες. Και πολλοί άλλοι. Οπότε έτσι κι εγώ παρατηρούσα τη σκηνή, δηλαδή πήγαινα στα jam που γινόντουσαν μες στη βδομάδα κι έμαθα να ακούω τζαζ πρώτα. Σε λάιβ, ας πούμε. Μετέπειτα, η Πάτρα εξελίχθηκε με την άφιξη της δισκογραφικής Inner Ear που έδωσε μεγάλο πάτημα στην indie σκηνή. Δηλαδή, έβγαλε πρώτα δίσκο στους Abbie Gale, στους Flakes που υπήρχαν τότε, στους Monovine. Αυτές ήταν τρεις πατρινές μπάντες που έδωσαν μεγάλο βήμα σε πολλά. Και η Inner Ear μετέπειτα, ντάξει, με έδρα την Αθήνα πλέον, έχει συνδράμει σε όλη τη μουσική σκηνή της Ελλάδας.
Υπήρχαν συγκεκριμένα μέρη που θα πήγαινες στην Πάτρα για ν’ ακούσεις τζαζ;
Ναι. Υπήρχε το «Cinema Cafe,» το οποίο υπάρχει ακόμα. Κι από τότε κάνει κάθε Τετάρτη jam sessions που έρχονται μουσικοί και παίζουν.
Πας ακόμα καμιά φορά;
Αν βρεθώ Τετάρτη στην Πάτρα, ναι, πάω. Έχω να πάω πολύ καιρό, αλλά, ναι, έχει πολλή πλάκα ακόμα αυτό.
Άλλα μέρη που να κάναν έτσι gigs, λαϊβάκια;
Έκανε ο «Νότος», που έχει τη φήμη του τζαζάδικου από πολύ παλιά. Για την τζαζ τώρα με ρωτάς; Η «Ποικίλη Στοά», που δεν υπάρχει πλέον κάτω από αυτό το brand, έκανε κάποια πράγματα. Ντάξει, τώρα τα πιο πίσω να σου πω την αλήθεια δεν τα ξέρω. Σίγουρα υπήρχαν περισσότερα.
Στο indie κομμάτι;
Στο indie κομμάτι, θα σου πω. Υπήρξε ένας ραδιοφωνικός σταθμός στην Πάτρα που λεγόταν Mojo Radio, που αυτόν άκουγα και ως παιδί. Και, όντως, έκανε τρομακτικά καλή δουλειά. Δηλαδή ήταν πέρα απ’ την Πάτρα όλο αυτό. Είχε δυο φανταστικούς παραγωγούς, τον Ανδρέα τον Μητρέλη –που είναι σήμερα φίλος μου και έχει και αυτός δισκογραφική πλέον, η δεύτερη πατρινή δισκογραφική που υπάρχει, που λέγεται Veego– και τον Νικόλα τον Αρνή που, επίσης, είναι καλός μου φίλος. Οι οποίοι μαζί με πολλούς άλλους, τον Στράτο τον Μαρούδα, τον ίδιο τον Χρήστο τον Συρίμπεη, που είχε τον Mojo, μας έδωσαν πάρα πολλά πράγματα. Και μάθαμε πολλά πράγματα. Οπότε το Mojo ξεκίνησε να κάνει συναυλίες. Δημιούργησε ένα φεστιβάλ, το Manifest, οπότε εγώ έτσι πήγα στα 16 μου πρώτη φορά σε πιο ολοκληρωμένο content, τύπου μία μπάντα μετά την άλλη, και ξεκίνησε να κάνει και πιο μεγάλα ξένα ονόματα. Δηλαδή, είχε φέρει τους Stranglers, ας πούμε. Είχε φέρει τον... Αχ, πώς τον λένε αυτόν που ‘χει κάνει το soundtrack της Amelie; Yann Tiersen, μπράβο. Είχε φέρει τέτοιους. Που, ντάξει, στην ηλικία των 16 ήταν πολύ wow να τα βλέπεις. Αυτό. Οπότε μέσω του Mojo κάπως... Τα οποία δεν γινόντουσαν σε χώρους απαραίτητα. Γινόντουσαν σε πάρκα, σε εργοστάσια, σε...
Σε όλη την Πάτρα, δηλαδή.
Ναι, ναι, ναι.
Και πώς ήταν η πρώτη σου εμπειρία σ’ ένα σχετικά μεγάλο φεστιβάλ για την πόλη;
Απ’ όσο θυμάμαι, ήμουνα πάρα πολύ ενθουσιασμένη. Δηλαδή, χόρευα... χόρευα; Χοροπήδαγα! Ήμουνα 16. Και το συζήταγα πάρα πολύ καιρό την εμπειρία. Τότε, να ξέρεις, ήτανε και η πρώτη χρονιά που εμφανίστηκε ο Μαραβέγιας ως Maraveyas Ilegal, που είχε τότε την μπάντα αυτή, που εμφανίστηκε στην Πάτρα με αυτό το πρότζεκτ κι έκανε ένα φανταστικό λάιβ μετά τον Φοίβο –πριν τον Φοίβο Δεληβοριά, μετά; Δεν θυμάμαι. Και ήτανε, ρε παιδί μου, πάρα πολύ uplifting αυτό. Οπότε τώρα μικροί μεγάλοι χορεύαμε σαν τρελοί σ’ αυτή τη φάση.
Ήταν κάτι το οποίο είχε, ας πούμε, μαζέψει κόσμο απ’ όλη την Πάτρα είτε ήταν μουσικόφιλοι είτε δεν ήταν μουσικόφιλοι; Ήταν ένα thing της Πάτρας;
Θεωρώ πως ήτανε. Γιατί σ’ εκείνη τη φάση, αν θυμάμαι καλά, η Πάτρα είχε βγει και Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πόλη; Δεν το θυμάμαι ακριβώς να σ’ το πω. Πρέπει να ‘ταν η Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Τότε. Το ‘08 ήταν; Το ‘07, το ‘06; Οπότε κάπως ήταν μέσα στα δρώμενα της πόλης, αρά φαντάζομαι το παρακολουθούσαν και άνθρωποι που δεν τους απασχολούσε μόνο η μουσική ή το λάιβ σαν συνήθεια.
Δισκάδικα στην Πάτρα;
Δισκάδικα δεν ξέρω παλιά. Τώρα μπορώ να σου πω. Το παλιά σίγουρα υπήρχαν επίσης περισσότερα. Δισκάδικα υπάρχει τώρα του καλού μου φίλου του Χρήστου, το «ΜΟΝΟ Record Store», το οποίο κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά κι έχει πάρα πολύ καινούριες προτάσεις για τον ακροατή της Πάτρας, που καλώς ή κακώς δεν είναι Αθήνα που έχουμε, σε κάθε μπαρ θα πας και θ’ ακούσεις κάτι καινούριο. Η Πάτρα δεν είναι ακόμη εκεί. Οπότε ο Χρήστος κάνει μια πολύ μεγάλη προσπάθεια να προσφέρει καινούρια πράγματα. Και υπάρχει και το «Joe Records» που κυρίως, απ’ όσο έχω καταλάβει, δραστηριοποιείται στη ροκ που, επίσης, κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά. Παλιά δεν θυμάμαι να σου πω ακριβώς. Δεν είχα επαφή με τον δίσκο τότε.
Όταν ήσουν μικρότερη, δηλαδή, πώς άκουγες μουσική;
Νομίζω μέσω του ραδιοφώνου του Mojo και κάποια στιγμή υπήρξε στη ζωή μας το YouTube. Εγώ ήμουν αυτή η γενιά. Οπότε από κει.
Πόσο χρονών ήσουν τότε;
Κοίτα, εγώ υπολογιστή πήρα στα χέρια μου όταν ήμουνα 16. Οπότε φαντάζομαι τότε υπήρξε το YouTube στη ζωή μου.
Πριν απ’ αυτό; Μόνο ραδιόφωνο;
Νομίζω μόνο ραδιόφωνο. Και CD. Ντάξει, CD που αγοράζαμε από το Discover, που ‘ταν ένα... Που σίγουρα είχε δίσκους και αυτό, αλλά το CD ήτανε τότε η μόδα σ’ εμάς.
Δεν είχες προλάβει καθόλου τα social media; Τύπου MySpace.
Ναι, εκεί στα 15-16 ξεκίνησε το MySpace.
Και πώς ήταν το MySpace; Τι κάνατε;
Ασχολούμασταν με μουσική, αλλά ειλικρινά αυτό που γινόταν στο MySpace είναι να ξεκατινιάζονται κοπέλες –γιατί ήταν η emo φάση τότε– για το ποια έχει το καλύτερο κοκαλάκι Hello Kitty και ποιος γκόμενος μας έστειλε[00:10:00] κάτι κάτι. Δηλαδή δεν ήταν. Νομίζω ότι το MySpace ήταν η πρώιμη βερσιόν του Facebook που... Απλώς ξεκίνησε για τη μουσική, στις μικρές ηλικίες όμως δεν μπορούσε να κάνει, δεν μπορούσαν να κάνουν adapt σ’ αυτό.
Έγραφες καθόλου CD;
CD δεν έγραφα. Έγραφα κασέτες. Που έκανα και εκπομπή. Είχα ένα μικροφωνάκι κι έκανα εκπομπή πολύ μικρότερη. Στο Δημοτικό.
Για πες μας.
Είχα ένα μικροφωνάκι εκεί από ένα κάτι ήταν αυτό, ένα κασετόφωνο μ’ ένα μικρόφωνο, και έβαζα κομμάτια που ‘χα γράψει απ’ το ραδιόφωνο και μίλαγα πάνω σ’ αυτά. Αυτό. Μη φανταστείς.
Τι τραγούδια είχες γράψει, ας πούμε;
Σίγουρα πρέπει να ‘χε Κότσιρα μέσα. Σίγουρα πρέπει να ‘χε Backstreet Boys, πρέπει να ‘χε Britney γιατί ήμουνα στο Δημοτικό τότε. Οπότε υπήρχαν αυτά. Ήταν η... Τα 90s. Τα 00s βασικά ήταν τότε. Ήταν η εποχή των 00s που σκάσανε αυτή η ποπ, που πλέον θεωρείται trash.
Θεωρείς ότι το γεγονός πως μεγάλωσες στην Πάτρα έχει παίξει κάποιον ρόλο στο να αγαπάς τη μουσική;
Όχι, δεν νομίζω. Νομίζω ότι απλά είχα περισσότερη πρόσβαση απ’ το να μεγάλωνα στην Κεφαλονιά, που είναι από κει οι γονείς μου. Αλλά η μαμά μου είχε το access στη μουσική οπότε, έτσι κι έγινε. Φαντάζομαι και σ’ όποια άλλη περιοχή να ήμουν, αν η μαμά μου είχε το ίδιο background, κάπως έτσι θα ξεκινούσε. Απλώς μετά έχει να κάνει με το τι υπάρχει γύρω σου για να πιάσεις, οπότε στην Πάτρα είχα κάτι. Δεν ξέρω αν ήμουνα σε άλλη περιοχή, ό,τι ερέθισμα και αν μου ‘δινε η μητέρα μου, αν θα μπορούσε αυτό να μεταφραστεί κάπου.
Τη μουσική που σου έβαζε η μαμά σου μικρότερη την άκουγες κι εσύ μόνη σου με τα χρόνια;
Ναι. Η μαμά μου νομίζω μου έβαλε Νταλάρα και Κότσιρα. Αλλά μετά αυτή άκουγε soundtracks. Δηλαδή, άκουγε το soundtrack απ' το «Frida», άκουγε το soundtrack του «Λοχαγού Κορέλι». Άκουγε τέτοια. Οπότε δεν θα σου πω ότι το ‘βαζα μόνη μου, αλλά το ‘χω ακούσει τόσες φορές που το ξέρω κι απ’ έξω.
Και μετά από κάποια χρόνια, στην ενηλικίωση, πήγες στο Λονδίνο.
Πήγα στο Λονδίνο για φοιτήτρια. Έφυγα στα 18 μου. Όπου σπούδασα ψυχολογία. Και τότε, λοιπόν, είχα φύγει με τον πολύ καλό μου φίλο τον Βασίλη, ο οποίος σ’ εκείνη την περίοδο είχε ανακαλύψει έναν σταθμό στη Θεσσαλονίκη –που δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή τ’ όνομά του–, αλλά είχε... Tην Μέμα Μπινοπούλου άκουγε τότε σ’ αυτόν τον σταθμό. Ο οποίος Βασίλης καθόταν κι είχε τρομερή προσήλωση. Και μας έβαζε να μη μιλάμε στο σπίτι γιατί έπρεπε να ακούει με ακουστικά, ν’ ακούει το κάθε κομμάτι που περνάει απ’ αυτήν την εκπομπή. Και όντως η κοπέλα αυτή, η Μέμα, μας άνοιξε τεράστιο ορίζοντα μουσικό κι αρχίσαμε να ψάχνουμε και μουσική μαζί και δίσκους κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε σε συναυλίες με μεγάλα ονόματα στο Λονδίνο, οπότε αυτό άνοιξε τεράστιο πεδίο.
Άλλαξε δηλαδή ο τρόπος που εσύ και έβλεπες τη μουσική σαν αντικείμενο αλλά και την άκουγες;
Ναι, άλλαξε πολύ. Γιατί έμαθα πράγματα που δεν ήταν της, σ’ εκείνη τη φάση το έβλεπα ότι δεν ήταν της ηλικίας μου. Ήταν πράγματα που ακούνε οι δέκα χρόνια plus. Άρα: «Α, κάτι έχω μάθει πολύ καλό», ξέρεις, «Είμαι πολύ μπροστά!», ας πούμε.
Τι πράγματα παραπάνω προσέφερε μουσικά το Λονδίνο;
Ντάξει, έχει access. Που δεν, δηλαδή ένα ξένο όνομα για να έρθει στη χώρα μας, έτσι όπως είναι η σκηνή πλέον στην Ελλάδα, είναι δύσκολο. Τα fees είναι πολύ ακριβά για τους μισθούς που υπάρχουν σ’ αυτήν τη χώρα, για την οικονομία της χώρας, οπότε το ότι είσαι στο Λονδίνο και θα παίζουνε οι XX μια Πέμπτη και πας, αυτό για να γίνει στη χώρα σου μπορεί να περάσουν πέντε χρόνια. Γιατί είναι άλλα τα fees που ζητάνε για χώρες που δεν είναι... Κανονικά είναι πιο φτηνά, απλώς δεν είναι εύκολο για τον Έλληνα παραγωγό να σου το δώσει αυτό το access. Βέβαια, έχουν γίνει κινήσεις πολλές πλέον. Αλλά έχεις access. Δηλαδή το Λονδίνο είναι Μέκκα. Είναι η πρωτεύουσα, είναι η μητρόπολη. Δεν είναι Αθήνα. Είναι το Λονδίνο. Όλοι πάνε και παίζουνε στο Λονδίνο. Άρα είχαμε πρόσβαση στα πάντα.
Θυμάσαι ποια ήταν η πρώτη συναυλία που πήγες στο Λονδίνο;
Όχι, δεν θυμάμαι καθόλου. Υπάρχει μια περίπτωση να ‘ταν οι Interpol, αλλά μπορεί και να σου λέω ψέματα.
Υπήρχε, όμως, κάποιο όνομα το οποίο να είδες ότι παίζει στο Λονδίνο και να είπες: «Χριστέ μου!», ξέρω ‘γω, να μην το πίστευες ότι θα έχεις τόσο κοντά σου κάποιον καλλιτέχνη.
Δεν το θυμάμαι. Αλήθεια σου λέω, δεν το θυμάμαι καθόλου αυτό. Θυμάμαι, όμως, τη συναυλία των Interpol που πήγα με πάρα πολλή χαρά με τη φίλη μου την Αριάδνη, γιατί τους ακούγαμε στο Λύκειο. Θυμάμαι τη συναυλία των Crystal Castles που ‘ταν απαράδεκτη, αλλά την περίμενα με πολλή χαρά. Αχ, ήταν και μια άλλη, ήταν κάποιοι που παίζαν ηλεκτρονική και ήταν... Όχι Mushroom, πώς τους λέγανε; Δεν θυμάμαι. Τέλος πάντων, έχω δει διάφορα τα οποία δεν έχω συγκρατήσει αυτή τη στιγμή. Αλλά κι άλλο το vibe τώρα στο Λονδίνο. Ήταν μεγάλα τα stages, ήταν ο κόσμος πάρα πολύ ενεργός σ’ αυτό που άκουγε. Ντάξει, εμείς ήμασταν μικρά, δεν είχα την άνεση να ελιχθώ μες στον χώρο. Αυτό.
Η παραμονή σου, όμως, εκεί σε βοήθησε να εξελιχθείς μουσικά, πιστεύεις, επιστρέφοντας μετά;
Σίγουρα. Σίγουρα. Γιατί έκανα παρέα με μεγαλύτερα άτομα, όταν ήμουνα μικρότερη. Και ακόμα. Οπότε έπαιρνα απ’ αυτούς ερεθίσματα μουσικά. Και γυρνώντας απ’ το Λονδίνο έφερα και στους φίλους μου τους μικρούς πράγματα που δεν ήξεραν και τους τα έδινα, το οποίο, ξέρεις, για μένα είχε πολύ ενδιαφέρον. Το ότι μπορούσα να το μοιραστώ.
Στο Λονδίνο άκουγες ραδιόφωνο;
Ναι. Τι άκουγα όμως τότε; Νομίζω αυτό. Ακούγαμε την αυτή... [00:15:00]Πώς το λέγανε; Δεν το θυμάμαι, ρε γαμώτο. Δεν το θυμάμαι, δεν.
Όχι, όμως, κάποιον σταθμό εκεί; Αγγλικό;
Δεν νομίζω. Όχι.
Γενικά πώς έβλεπες, ας πούμε, τους Λονδρέζους σε σχέση με τους Πατρινούς όσον αφορά την αντιμετώπιση προς τη μουσική;
Τώρα δεν έχω απάντηση σ’ αυτό. Δεν μπορείς να συγκρίνεις τώρα. Το Λονδίνο και την Πάτρα; Εννοώ από πού να το πιάσεις;
Σίγουρα μπορεί να μην έχει τις ίδιες ευκαιρίες...
Εννοώ μπορεί στην Πάτρα τότε να είχαν έρθει τρία ξένα ονόματα στη ζωή τους. Τι σχέση, δεν...
Αλλά ο τρόπος που το περίμεναν;
Δεν το ξέρω να σ’ το πω αυτό. Δεν είχα πάρα πολλούς φίλους ξένους. Οπότε... Και όσους είχα δεν ακούγαμε ίδια μουσική. Άρα δεν έχω μοιραστεί προσμονή και αγωνία για ένα λάιβ με ξένους φίλους.
Άρχισες να αγοράζεις εκεί βινύλια, δίσκους; Έχεις μια πολύ μεγάλη συλλογή γενικά.
Όχι. Πολύ μεγαλύτερη.
Πολύ μεγαλύτερη...
Δηλαδή, βινύλια μαζεύω την τελευταία τετραετία. Οπότε τότε καθόλου δεν μάζευα. Έχω συλλογή. Δεν είναι πολύ μεγάλη, όχι. Είναι...
Είναι μεγάλη!
Δεν είναι, δεν είναι! Τώρα την τελευταία τετραετία όπου με μύησε, ας πούμε, στο βινύλιο το Kasseta Records, που ‘ναι εδώ στη Σοφοκλέους, ο φίλος μας ο Δημήτρης. Που μαζευόμαστε εκεί κάθε βδομάδα και ακούμε δίσκους και πίνουμε τις μπύρες μας και τα λοιπά. Και κάπως έτσι κάποια στιγμή ξεκίνησα, γιατί έπεσε ένα πικάπ στα χέρια μου, και ξεκίνησα κάτι να μαζεύω. Μου ‘δωσαν και κάτι η μαμά μου, μου ‘δωσε και κάτι η νονά μου που μάζευε δίσκους τότε, και ξεκίνησα να έχω μια πολύ μικρή συλλογή. Κι από τότε, ξέρεις, υπήρξε αυτή η μανία που πρέπει να τα μαζεύεις όλα και σίγουρα έχει μικρύνει η περιουσία μου απ’ αυτό! Και μαζεύω. Είναι πολύ «μικρόβιο» αυτό. Και είναι και δαπανηρό «μικρόβιο».
Με τι κριτήρια επιλέγεις τους δίσκους που θα αγοράσεις;
Υπάρχουν δύο κριτήρια. Υπάρχουν τα κριτήρια των δίσκων που θα παίξω και υπάρχουν τα κριτήρια των δίσκων που θέλω να έχω στη συλλογή μου. Με αυτά τα δύο.
Ποιοι υπερτερούν;
Τα βινύλια που θέλω να παίξω. Τα οποία, βέβαια, τα θεωρώ και αναλώσιμα. Δεν είμαι συλλέκτης. Δεν θα ψάξω το σπάνιο. Θέλω απλά να έχω... Το θεωρώ ως ένα μέσο για να παίξεις μουσική. Δηλαδή χάλασε, θα πάρεις, θα το βρεις, δεν είναι κάτι.
Και τι μουσική έχεις κυρίως;
Έχω πάρα πολλή ντίσκο, έχω αρκετά αφρικάνικο, έχω πολλή τζαζ. Έχω δεκαετία ‘70, ‘80, yacht rock, 70s rock και τα λοιπά. Έχω αρκετό clubbing μέσα στους δίσκους μου. Αρκετή experimental το τελευταίο διάστημα που ψάχνω και experimental jazz, που ασχολούμαι λίγο με την πολωνική τζαζ τελευταία. Έχω reggae, όχι ιδιαίτερα πολλή, έχω αρκετή dub, που με μύησε ο συνεργάτης μου ο Δημήτρης, που έχουμε τον Express Skopeliti. Αυτά.
Θυμάσαι να έχεις ανακαλύψει κάποιο είδος μουσικής που δεν το ήξερες και να σ’ έχει ενθουσιάσει έτσι με το πρώτο άκουσμα;
Όχι. Να είμαι ειλικρινής όχι. Γιατί, θα σου πω γιατί. Όταν ακούς ντίσκο –που δεν θυμάμαι τώρα πότε άκουσα πρώτη φορά ντίσκο. Φαντάζομαι ότι άκουσα Bee Gees στην Πάτρα, στο πατρινό καρναβάλι όταν ήμουνα μικρή, οπότε ήταν κάτι πολύ γνώριμο στ’ αφτιά μου. Η ντίσκο επειδή προέρχεται απ’ τη funk με κάποιον τρόπο, εγώ ήξερα την τζαζ, η funk προέκυψε απ’ την τζαζ, αν θες να το πάμε ιστορικά, όλα αυτά επειδή συνδέονται, η ντίσκο σου ανοίγει ένα τεράστιο φάσμα. Γιατί μετά μπορείς να ακούς club που έχει ντίσκο μέσα, μπορείς να ακούς balearic, που λέμε, που έχει μέσα ντίσκο στοιχεία. Οπότε είναι όλα πάρα πολύ... Είναι οικογένεια όλα αυτά. Ίσως να σου πω ότι την πρώτη φορά που άκουσα τέκνο, το 2010, είπα: «Α, τι είναι αυτό;» και ξεκίνησα να πηγαίνω στα club, το οποίο, βέβαια, πλέον η τέκνο δεν είναι κάτι που με αγγίζει εμένα προσωπικά. Αλλά, όταν άκουσα πρώτη φορά στην Αθήνα, ήταν ο λόγος για να με βάλει στα club.
Ποιο είναι το πολυτιμότερο βινύλιο που έχεις στη συλλογή σου;
Συναισθηματικά ή οικονομικά;
Συναισθηματικά.
Δεν έχω. Θα σου πω γιατί δεν έχω. Γιατί τα θεωρώ αναλώσιμα. Θεωρώ ότι είναι... Πώς εσύ καλή ώρα έχεις έρθει εδώ με κάποια εξαρτήματα για να κάνεις τη δουλειά σου; Είναι ένα μέσο της δουλειάς μου. Αλλά έχει τύχει, ας πούμε, να μου κάνει δώρο ένας φίλος καλός έναν δίσκο που ήξερε ότι τον θέλω πολύ κι ήταν sold out και μου ‘δωσε τον δικό του, που, ρε παιδί μου, λες: «Α, κοίτα! Το έχω τελικά κι εγώ γιατί έχουνε βγει τετρακόσια σε όλον τον κόσμο». Αλλά δεν υπάρχει κάτι που να σου πω ότι έχει τόση αξία για μένα που αν το χάσω, τι θα κάνω; Κάπως έτσι.
Είναι κάποιο συγκεκριμένο που παίρνεις πάντα μαζί σου, όταν πηγαίνεις για να παίξεις;
Ναι. Είναι το «Love & Peace», 1974, του Dadawah. Αυτός είναι ένας Νιγηριανός που παίζει roots, roots reggae, και για κάποιον λόγο –ντάξει, είναι ένα από τα αριστουργήματα της reggae, δηλαδή και οι ρεγκάδες αντιλαμβάνονται αυτόν τον δίσκο ως κάτι πολύ unique, γιατί δεν έχει την κλασική γραμμή της roots. Ούτε dancehall είναι, που είναι το άλλο κίνημα της reggae. Και σίγουρα είναι στους πρώτους δέκα δίσκους που βάζω σε κάθε σετ. Στην intro ώρα, ας πούμε. Κάπως με ηρεμεί, κάπως μου ακούγεται πολύτιμο στ’ αφτιά μου. Είναι πάντα μαζί μου όντως.
Έχεις μια γωνίτσα στο σπίτι σου η οποία είναι αφιερωμένη στα βινύλιά σου, έχεις το πικάπ σου εκεί και τα λοιπά.
Ναι, ναι.
Υπήρχε πάντα αυτή η γωνιά εδώ στο σπίτι;
Όχι. Υπήρχε αυτή η γωνία με άλλον τρόπο πριν. Αλλά πάνω σ’ αυτόν τον πάγκο ξεκίνησα, έβαλα, ας πούμε, το πρώτο πικάπ που είχα βρει τότε, που δεν ήτανε πικάπ για να μπορείς να παίξεις μουσική, ήταν μόνο για ακρόαση. Και σιγά σιγά άρχισα να... Μου ‘χε δώσει κάτι ηχεία η μαμά μου μέχρι ν’ αγοράσω εγώ δικά μου. Κι άρχισα να βάζω βιβλιοθήκες σιγά σιγά για να «κοιμούνται» κάπου κι αυτοί οι δίσκοι[00:20:00].
Πώς αισθάνεσαι όταν επιστρέφεις στο σπίτι σου και βάζεις τη μουσική έτσι στο πικάπ κι ακούς;
Θα σου πω. Κοίτα, επειδή το δωμάτιο αυτό που είπες, τέλος πάντων, η γωνιά των δίσκων είναι με το που ανοίγεις την πόρτα, βλέπεις αυτό έχει ένα ενδιαφέρον, ότι σου υπενθυμίζεται συνέχεια το ότι «κοίτα πού ανήκεις» με το που ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου. Και λες: «Α, κοίτα, πρέπει να πάρω κι άλλο κουτί τελικά γιατί, α κοίτα, αυτούς τους δίσκους πού θα τους βάλω;». Και ακουμπάς πάντα εκεί, δηλαδή, κάπως, επειδή εγώ συνήθως, όταν βγω έξω, κάπου θα βρω έναν δίσκο μπροστά μου, είναι, ξέρεις, το ακουμπάς κατευθείαν εκεί. Οπότε όταν έχω πάει σε δισκοπωλείο και γυρνάω, κατευθείαν ανοίγω το πικάπ και βάζω τον δίσκο να τον ακούσω μέχρι ν’ αλλάξω ρούχα, ξέρεις, να φτιάξω το τσάι μου ή οτιδήποτε. Είναι όμορφο, ρε παιδί μου. Κάπως εγώ τουλάχιστον, κάπως νιώθω σημαντική μέσα σ’ αυτό. Γιατί είναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο η μουσική. Και θεωρώ πολύ περίεργο κάποιος να μη νιώθει σημαντικός όταν καταλαβαίνει και κατανοεί αυτό που ακούει.
Segment 4
Το επάγγελμα της DJ που ήρθε «φυσικά και άκυρα» και η σημασία της μουσικής στη ζωή
00:20:54 - 00:31:28
Περνάει μέρα που να μην χρησιμοποιείς το πικάπ στο σπίτι;
Άπειρες. Ντάξει, παιδιά, υπάρχει και το Spotify. Εννοώ μας έχει φάει αυτή η μάστιγα. Είναι πολύ πιο εύκολο εκεί που κάθεσαι στον υπολογιστή και κάνεις δουλειά ν’ ανοίξεις το Spotify ν’ ακούς παρά να σηκώνεσαι να πας να βγάλεις τον δίσκο. Οπότε τους δίσκους συγκεκριμένα το κάνω όταν υπάρχουνε φίλοι, οπότε δεν είμαι συγκεντρωμένη σε μια δουλειά, άρα μπορώ να σηκώνομαι για ν’ αλλάζουμε πλευρές στους δίσκους και ν’ ακούμε. Αλλά στα πολύ αλήθεια, δίσκους κυρίως ακούω με τον φίλο μου τον Δημήτρη, όταν πηγαίνω σπίτι του, που παίρνω κάποιους δικούς μου από δω και βάζουμε κι ακούμε παρέα εκεί. Γιατί είναι εντός του σαλονιού του το δικό του το booth, οπότε είναι πιο εύκολο στην αμεσότητα.
Όταν παίζεις, παίζεις συνήθως πικάπ ή κι από Spotify, ας πούμε, από...
Όταν παίζω έξω εννοείς; Όχι, όταν παίζω έξω, συνήθως παίζω με CDJs, άρα με στικάκια πλέον. Παλιά ήταν CD, τώρα είναι στικάκια. Με δίσκους σε πιο επιλεγμένα μέρη που ή μου το ζητάνε ή κάνω κάποιο selection. Δεν έχω μπει ακόμα στη dance σκηνή με δίσκους. Δεν το έχω καταφέρει αυτό.
Πώς νιώθεις όταν παίζεις κάπου έξω σε σκηνή ή σε μαγαζί; Αρχικά ήταν κάτι που το φανταζόσουν ως παιδί ότι αυτή θα είναι η δουλειά σου, ας πούμε;
Όχι. Και δεν το φαντάστηκα ποτέ. Έγινε πάρα πολύ τυχαία. Δηλαδή, ήμουνα στην Πάτρα σ’ ένα μπαρ, το «Del Bar», που πηγαίναμε τότε πολύ, ήμουνα 19 και θα γινόταν ένα λάιβ από κάτι φίλους μου. Και μου λέει ο κύριος Τάκης, που είχε το «Del Bar»: «Να σου πω, δεν πας στο λάπτοπ γιατί έχει πολύ κόσμο να διαλέξεις καμιά μουσική εκεί που σου αρέσει ν’ ακούγεται μέχρι να ξεκινήσει το λάιβ;». «Ναι, πάω». Μετά μου λέει στο διάλειμμα: «Βάλε κάτι άλλο». Μετά» «Βάλε και μετά». Και κάπως έτσι μου λέει: «Δεν έρχεσαι και μεθαύριο;». Κάπως έτσι ξεκίνησα τώρα να έχω ένα λάπτοπ μπροστά μου και απλά να βάζω κομμάτια σε μια σειρά. Δεν έπαιζα μουσική τότε. Ούτε στην πορεία που ανακάλυψα το virtual DJ και ούτε το θεωρούσα ότι παίζω μουσική. Διάλεγα μουσική. Απλώς είχε συνοχή. Το οποίο, βέβαια, θεωρώ ότι είναι το σημαντικότερο για έναν DJ. Δεν είναι τα skills του. Είναι αν μπορείς να καταλάβεις το κοινό που έχεις δίπλα σου και τη συνοχή που πρέπει να ακολουθείς για να ξεκινήσεις τον ακροατή από κάπου και να τον αφήσεις κάπου. Στην πορεία είχα μια κλοπή που μου κλέψαν όλη μου την τσάντα που είχε μέσα τους δίσκους σκληρούς, το Mac και τα λοιπά και είπα ότι ίσως είναι η ευκαιρία ν’ αγοράσω σιντιέρες αντί υπολογιστή και μήπως να μάθω να μιξάρω τότε. Οπότε ξεκίνησα να γράφω CD και πήρα σιντιέρες στο σπίτι και έμαθα να μιξάρω. Τις οποίες τις είχα εδώ, σ’ αυτό το τραπέζι που ‘μαστε παρέα. Και κάπως αυτό εξελίχθηκε στην πορεία στο να γίνω DJ.
Ήταν κάτι δηλαδή το οποίο ήρθε φυσικά, δεν ήταν μια απόφαση;
Όχι, όχι. Ήρθε τελείως φυσικά και άκυρα. Και μου άρεσε.
Πιστεύεις ως παιδάκι τώρα θα εντυπωσιαζόσουν μ’ ένα τέτοιο επάγγελμα;
Αν το ήξερα τότε, ναι, θεωρώ θα εντυπωσιαζόμουνα, γιατί τότε δεν είχα την εικόνα του DJ, δεν ήταν κάτι γνώριμο σ’ εμένα. Γνώριμο ήτανε οι μουσικοί που παίζουνε η μπάντα. Η μπάντα ή η τραγουδίστρια. Το DJ ήταν κάτι που το ‘μαθα μεγαλώνοντας. Ξεκινώντας να πηγαίνω σε μπαρ βασικά.
Όταν παίζεις έξω, έρχεται κόσμος να σου μιλήσει, να σου πει: «Α, ποιο τραγούδι ήταν αυτό που έβαλες; Μ’ άρεσε πολύ»;
Πλέον ναι, υπάρχει... Ντάξει, στην club σκηνή δεν θα έρθει εύκολα κάποιος στο booth που παίζεις να σου πει: «Τι είναι αυτό που έβαλες;». Δεν είναι ακριβώς έτσι. Αλλά υπάρχει κόσμος που ‘χει βγάλει βίντεο αυτό που παίζω εκείνη την ώρα για να μου το στείλει, για να με ρωτήσει τι είναι γιατί δεν το βρίσκει το Shazam –γιατί υπάρχει και το Shazam πλέον. Ή κόσμος που μου στέλνει ότι: «Έπαιξες πολύ ωραία εχθές», ή σου φωνάζουνε όταν παίζεις «Ααααα!». Ξέρεις, ναι, είναι πολύ ωραίο αυτό το συναίσθημα.
Για σένα ποια είναι η πιο δυνατή εμπειρία που έχεις ζήσει φεστιβαλικά, και ως DJ, θα έλεγα, και ως ακροάτρια.
Ως DJ δεν έχω κάποια φεστιβαλική πορεία. Εννοώ δεν είμαι ακόμα εκεί.
Στο Saristra;
Το Saristra, όμως, είναι ένα φεστιβάλ που κάνω εγώ, οπότε, ξέρεις... Αλλά, αν θες να πω μια φεστιβαλική στιγμή που έχω ως DJ, ναι, είναι το κλείσιμο του Saristra το 2019. Το οποίο και πέρασα φανταστικά σαν DJ και το κοινό πέρασε φανταστικά, οπότε και ως διοργανώτρια εκείνη την ώρα είχα διπλή χαρά με αυτό που συνέβαινε. Ναι, ήταν ένα [00:25:00]φεστιβαλικό κλείσιμο φεστιβάλ. Ως ακροατής είχα πάει το 2012 στην Πορτογαλία στο NOS Festival για να δω τους Radiohead, που, ντάξει, ήταν μια τεράστια στιγμή το να μπορώ να βλέπω τον Thom Yorke να τραγουδάει και τον Jonny Greenwood να παίζει αυτήν την κιθάρα και όλο αυτό το... Στο ίδιο, λοιπόν, φεστιβάλ παίζαν οι Death in Vegas, που πραγματικά δεν το περίμενα αυτό που είδα μπροστά μου. Τους ήξερα τους Death in Vegas, άκουγα. Πάω, λοιπόν, να δω το λάιβ τους και ειλικρινά ήταν ίσως το καλύτερο λάιβ που έχω παρακολουθήσει στη ζωή μου από... Ασ' τους Radiohead. Οι Radiohead είναι άλλη κατηγορία. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι δεν πέρασε καλά σε λάιβ των Radiohead. Αλλά σε μικρότερης κλίμακας ξένου καλλιτέχνη δεν το πίστευα. Δεν το διανοείσαι το τι έκαναν οι Death in Vegas.
Τι είναι αυτό το οποίο σε κάνει να αισθάνεσαι ότι είδες ένα πολύ ωραίο λάιβ;
Από τεχνικής απόψεως ή το συναισθηματικό μου...
Ας πούμε, η σκηνική παρουσία;
Κοίτα, επειδή η μουσική είναι διαδραστική κυρίως και είναι μέσω επικοινωνίας η μουσική, όταν, ας πούμε, βλέπεις καλούς μουσικούς πάνω στη σκηνή, ταυτόχρονα τους δημιουργείται άνεση γιατί ξέρουνε πολύ καλά τι κάνουνε. Αυτή η άνεση που δημιουργείται στον μουσικό περνάει στον ακροατή, στον θεατή. Ο θεατής, αν του αρέσει και σαν άκουσμα –γιατί πρέπει πρώτα να σου αρέσει σαν άκουσμα αυτό που κάνεις–, ξεκινάει να μπαίνει into the mood, ας πούμε, του εκάστοτε καλλιτέχνη, μπάντας, τραγουδίστριας. Όταν, λοιπόν, υπάρχει διάδραση από την άνεση του καλλιτέχνη, κάπως νιώθεις κομμάτι του λάιβ. Οπότε, όταν νιώθεις κομμάτι και σε συγκλονίζει και ηχητικά αυτό που ακούς, είναι εμπειρία, φεύγει από το... Δηλαδή, δεν ακούω μουσική εκείνη την ώρα. Είναι η εμπειρία και το πώς γνωρίζεις τη διάθεση του ανθρώπου που έχεις το CD του, ας πούμε. Είναι η επικοινωνία του μ’ εσένα λάιβ, actual εκείνη την ώρα.
Είναι κάτι το οποίο το σκέφτεσαι όταν είσαι και από την άλλη πλευρά για να είναι επιτυχημένο, ας πούμε, ένα DJ set σου;
Ντάξει, ναι, με άλλον τρόπο, γιατί εγώ δεν παράγω μουσική. Εγώ ανα-παράγω. Ναι, είναι σημαντικό γιατί όταν βλέπεις το κοινό να χορεύει και να ουρλιάζει και να... Να ουρλιάζει, τώρα δεν εννοώ ότι ουρλιάζει γιατί... Ουρλιάζει γιατί περνάει ωραία, δεν έχει να κάνει μ’ εμένα ακριβώς εκείνη την ώρα αυτό. Είναι ένα μοίρασμα. Δηλαδή, απ’ τη στιγμή που παίζω εγώ κάποια κομμάτια, προφανώς περνάω ωραία για να τα ακούω και να τα παίζω. Απ’ τη στιγμή που περνάς κι εσύ που ‘σαι απέναντι μοιραζόμαστε κάτι εκείνη την ώρα. Άρα είμαστε στο ίδιο content, άρα περνάμε μαζί ωραία. Οπότε ναι.
Πες μας μια ιστορία που δεν θα ξεχάσεις ποτέ από κάποιο λάιβ σου.
Λάιβ μου;
Ναι.
Ως DJ;
Ναι, ναι.
Κοίτα, πάει αργά συνήθως όλα τα DJ sets, οπότε... Ντάξει, είχαμε ένα βράδυ που πήγε πολύ καλά. Ήτανε τον Νοέμβρη του 2019 στην Cantina Social, που, ντάξει, είναι απ’ τα αγαπημένα μου μπαρ/clubs/dancefloors που δεν είναι club. Είναι ένα πολύ ειδικό μέρος η Cantina και συγκεκριμένο και μαγικό. Που είχε γενέθλια η φίλη μου η Ζηνοβία και ο φίλος μου ο Νίκος και γίνονταν κι οι δύο 40. Και τα γιορτάσανε εκεί. Και, ρε παιδί μου, ήτανε ένα πολύ μαγικό και ροζ βράδυ. Δηλαδή, ροζ εννοώ η αίσθηση που σου άφηνε. Χόρευαν όλοι, ήμασταν όλοι χαρούμενοι, αγκαλιαζόμασταν, ξέρεις, φιλιόμασταν, αγαπιόμασταν. Ήτανε ένα πολύ μαγικό βράδυ. Που είχε άξονα τη μουσική, ρε παιδί μου, αλλά έδειχνε την αγάπη που μπορείς να μοιραστείς μέσα απ’ τον χορό ή το clubbing ή τη ντίσκο και τους φίλους σου, ας πούμε.
Η μουσική είναι κάτι που σε απελευθερώνει συναισθηματικά θεωρείς;
Θεωρώ ναι γιατί η μουσική, όπως είπα πριν, θεωρώ ότι είναι επικοινωνιακό μέσο, πέρα από τέχνη. Με τη μουσική μπορείς να επικοινωνήσεις πράγματα στον απέναντί σου χωρίς να του τα πεις. Ή να μοιραστείτε κοινή στιγμή χωρίς να γνωρίζεστε. 'Η ν’ ακούς κάτι και να σου δημιουργεί ένα συναίσθημα που μπορεί να μην είχες καταλάβει ότι μπορεί να νιώθεις για μια κατάσταση. Οπότε θεωρώ ότι είναι... Η μουσική θεωρώ ότι είναι το πρώτο μέσο απ’ τις τέχνες που μπορεί να σου δημιουργήσει συναίσθημα. Θεωρώ ότι είναι πριν τον κινηματογράφο. Γιατί είναι... Περπατάς στον δρόμο, ακούς μουσική. Πίνεις καφέ με τους φίλους σου, μιλάς, ακούς μουσική. Μπορεί να σε συντροφεύει σε όλα. Ο κινηματογράφος δεν μπορεί. Πρέπει να ‘σαι πολύ συγκεντρωμένος και προσηλωμένος για να λάβεις το συναίσθημα του κινηματογράφου. Η μουσική είναι για όλους. Είναι για τους πάντες. Όποια και να ‘ναι αυτή. Και θα τη βρεις παντού. Απ’ το ταξί, απ’ το τρόλεϊ, από δεν ξέρω, το ηχείο του Δήμου, το καρναβάλι που παίζει μουσική. Είναι για όλες τις ηλικίες, για τους πάντες. Άρα ναι.
Πού θα ήθελες να παίξεις μουσική και δεν το ‘χεις κάνει ακόμα;
Στο Dekmantel, αλλά δεν νομίζω να το κάνω ποτέ.
Γιατί θα ήθελες εκεί;
Ε, γιατί η ολλανδική σκηνή –το Dekmantel είναι ολλανδικό φεστιβάλ κι έχει να κάνει μ’ ένα κίνημα ολλανδικό που υπάρχει στην club σκηνή, που, βέβαια, πλέον είναι παγκόσμιο, έχει καλλιτέχνες από παντού. Είναι, ρε παιδί μου, του γούστου μου. Είναι οι περισσότεροι DJs εκεί, ακόμα και τέκνο αν παίζουνε, είναι πάρα πολύ του γούστου μου. Επίσης, είναι... Δεν είναι βραδινό φεστιβάλ, είναι ολοήμερο, που εμένα μου αρέσει το φως. Μ’ αρέσει, π.χ. προτιμώ να παίζω Κυριακή απόγευμα σ’ ένα πάρτι παρά βράδυ. Γίνεται σε πολύ ωραία μέρη. Έχει τρεις μορφές το Dekmantel. Το ένα γίνεται στην Κροατία το καλοκαίρι σε παραλιακό μέρος, το άλλο γίνεται μέσα στο Άμστερνταμ σε πλοία. Οπότε, ναι[00:30:00], κάπως το ‘χω έτσι ideal. Αρχικά, δεν έχω πάει και θα ‘θελα να πάω σαν ακροατής. Δεν έχει τύχει ούτε να πάω.
Αν εσύ έκανες το δικό σου, δικό σου, ολοδικό σου φεστιβάλ, το τέλειο για εσένα, πού θα το ‘κανες, ποιους θα έφερνες;
Θεωρώ ότι θα το έκανα είτε σε κάποιο δάσος, βουνό είτε σε κάποιο παραλιακό μέρος που να έχει ξέφωτο, για να μπορείς να είσαι σε επαφή με τα αστέρια, με τον ουρανό δηλαδή. Θα έφερνα τους Talking Heads, αν μπορούσα, τους Fleetwood Mac, τους Dire Straits, τους Maximum Joy. Ας ξεκινήσουμε από κει.
Αν άκουγες μόνο ένα τραγούδι από δω και πέρα ποιο θα ήταν; Ένα μοναδικό.
Τραγούδι δεν μπορώ. Έχω, όμως, παίξει το παιχνίδι που λέει: «Ποιους τρεις καλλιτέχνες θα μπορούσες ν’ ακούς από τώρα μέχρι να πεθάνεις και να ‘ταν μόνο αυτό;» κι είναι οι Talking Heads, οι Fleetwood Mac και οι Dire Straits. Το ‘χω κάνει ήδη αυτό το παιχνίδι.
Και θέλουμε να μας πεις, τέλος, τι είναι αυτό το πράγμα το οποίο η μουσική προσφέρει σ’ εσένα, στη ζωή σου και την κάνει τόσο ξεχωριστή.
Αυτό που σου είπα πριν. Είναι ο τρόπος μου να επικοινωνώ και να έρχομαι σε μεγαλύτερη σύνδεση με το συναίσθημα που μπορεί να μην αντιλαμβάνομαι ότι έχω. Κι αυτό ταυτόχρονα να πηγαίνει σ’ ένα μοίρασμα. Σ’ ένα sharing με τους διπλανούς ανθρώπους. Αυτό.
Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, Ηρώ.
Σ’ ευχαριστώ κι εγώ πάρα πολύ, Γλυκερία, γι’ αυτή τη συνέντευξη.
Ήσουν υπέροχη όπως πάντα.
Σ’ ευχαριστώ.
Σε φιλώ!
Photos

Τραπέζι δημιουργίας
Το τραπέζι πάνω στο οποίο η Ηρώ έμαθε να μ ...

Βινύλια
Η γωνία των δίσκων στο σπίτι της Ηρώς.

Βιβλιοθήκη με δίσκους
Μπαίνοντας στο σπίτι της Ηρώς, ο χώρος σού ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Ηρώ Λιάτου μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο μουσική. Η μητέρα της, ως πρώην τραγουδίστρια, φρόντιζε πάντα να είναι το κασετόφωνο ανοιχτό κι η τηλεόραση κλειστή. Καθώς μεγάλωνε, η αγάπη της για τη μουσική διευρυνόταν όλο και περισσότερο. Η Πάτρα τής προσέφερε ένα έδαφος εύφορο για την εποχή. Η jazz και η indie μουσική άνθιζαν στην πόλη, με το Mojo Radio να καθορίζει τα ακούσματα και το Manifest Festival να την κάνει να χοροπηδάει από ενθουσιασμό στα 16 της χρόνια. Έχοντας περάσει τη φοιτητική της ζωή στο Λονδίνο και ούσα γεμάτη με μοναδικές συναυλίες και εμπειρίες, ζει πλέον στο Παγκράτι. Σε ένα σπίτι που η μουσική της ταυτότητα είναι έκδηλη, καθώς, μόλις ανοίγεις την πόρτα της εισόδου, αντικρίζεις μια γωνία με πρωταγωνιστή ένα παλιό πικάπ και δεκάδες βινύλια. Πλέον, ως επαγγελματίας DJ, όσα αντιλαμβάνεται και νιώθει, τα εκφράζει μέσω της μουσικής. Έτσι, μπορεί και μοιράζεται στιγμές και συναισθήματα μέσω της τέχνης, η οποία, για την αφηγήτρια, έχει την ιδιότητα να ενώνει τους πάντες.
Narrators
Ηρώ Λιάτου
Field Reporters
Γλυκερία Παππά
Tags
Interview Date
21/02/2023
Duration
31'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Ηρώ Λιάτου μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο μουσική. Η μητέρα της, ως πρώην τραγουδίστρια, φρόντιζε πάντα να είναι το κασετόφωνο ανοιχτό κι η τηλεόραση κλειστή. Καθώς μεγάλωνε, η αγάπη της για τη μουσική διευρυνόταν όλο και περισσότερο. Η Πάτρα τής προσέφερε ένα έδαφος εύφορο για την εποχή. Η jazz και η indie μουσική άνθιζαν στην πόλη, με το Mojo Radio να καθορίζει τα ακούσματα και το Manifest Festival να την κάνει να χοροπηδάει από ενθουσιασμό στα 16 της χρόνια. Έχοντας περάσει τη φοιτητική της ζωή στο Λονδίνο και ούσα γεμάτη με μοναδικές συναυλίες και εμπειρίες, ζει πλέον στο Παγκράτι. Σε ένα σπίτι που η μουσική της ταυτότητα είναι έκδηλη, καθώς, μόλις ανοίγεις την πόρτα της εισόδου, αντικρίζεις μια γωνία με πρωταγωνιστή ένα παλιό πικάπ και δεκάδες βινύλια. Πλέον, ως επαγγελματίας DJ, όσα αντιλαμβάνεται και νιώθει, τα εκφράζει μέσω της μουσικής. Έτσι, μπορεί και μοιράζεται στιγμές και συναισθήματα μέσω της τέχνης, η οποία, για την αφηγήτρια, έχει την ιδιότητα να ενώνει τους πάντες.
Narrators
Ηρώ Λιάτου
Field Reporters
Γλυκερία Παππά
Tags
Interview Date
21/02/2023
Duration
31'