«Τα περισσότερα πράγματα που έμαθα για τον κόσμο και για τη ζωή, τα έμαθα στις πρόβες του θεάτρου»: Ο Γιάννης Καλατζόπουλος αφηγείται ιστορίες από το θέατρο και τον κινηματογράφο
Segment 1
Παιδί θαύμα - Η πρώτη εμφάνιση στο Άλσος του Οικονομίδη και η αρχή της κινηματογραφικής καριέρας - Η μύηση στο θέατρο
00:00:00 - 00:32:44
Partial Transcript
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου; Με λένε Γιάννη Καλατζόπουλο. Είναι Τετάρτη, 23 Νοεμβρίου 2022 και είμαι με τον…η δουλειά και από τόσο μικρός και με τόσους δασκάλους γύρω γύρω σου και πρότυπα, και τοίχος να είσαι, κάτι θα καταλάβεις, κάτι θα πάρεις.
Lead to transcriptSegment 2
Σχολικά χρόνια στο Πολύγωνο - Αναμνήσεις από τη γειτονιά στου Γκύζη
00:32:44 - 00:40:46
Partial Transcript
Στο σχολείο πώς τα πήγαινες; Ήμουνα καλός μαθητής στο σχολείο. Ήμουνα και σε ένα πολύ καλό σχολείο, στην Παράγκα –έτσι λεγότανε, γιατί…γι’ αυτό. Ίσως η μεγαλύτερή μου, έτσι, περγαμηνή είναι ότι πάντα είχα μια τέτοια σχέση με τους ανθρώπους και ποτέ αυτό το αφ’ υψηλού που…
Lead to transcriptSegment 3
Στο θέατρο ως παιδί-θαύμα - Δραματική Σχολή και πορεία στο θέατρο ως ενήλικας - Το παιδικό θέατρο
00:40:46 - 00:57:13
Partial Transcript
Είπες, μετά τις ταινίες, τι ήρθε πρώτο; Το παιδικό θέατρο; Ναι, το παιδικό θέατρο. Σχεδόν αμέσως. Δηλαδή μετά τη δεύτερη, πρώτη-δεύτερή …υ «Αρχοντοχωριάτη», θα ’ναι πιο εξοικειωμένος, θα κάνει κάποιες αναλογίες, θα δει κάποιες αντιστοιχίες, θα πει: «Α! Να, γι’ αυτό, εκείνο!»
Lead to transcriptSegment 4
Στο θέατρο την περίοδο της Χούντας
00:57:13 - 01:06:31
Partial Transcript
Στην περίοδο της Χούντας είπες ότι ήσουνα στον στρατό. Δεν ήσουνα, όμως, όλα τα χρόνια. Έπαιζες εν τω μεταξύ; Πώς ήταν το θέατρο τότε;- …πορεία όλων των ανθρώπων στο θέατρο. Και μερικές καριέρες χτίστηκαν και λίγο στο όριο μεταξύ ηθικής και ανηθικότητας. Κάποιες άλλες, όχι.
Lead to transcriptSegment 5
Κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία - Μεταγλωττίσεις - Συγγραφικό και μεταφραστικό έργο
01:06:31 - 01:12:40
Partial Transcript
Μετά τη Χούντα, συνεχίζεις; Ναι, μετά τη Χούντα, παρόλο που… Α, η πρώτη μου δουλειά μετά τη Χούντα και μετά τον στρατό, μόλις απολύθηκα…άνουμε και μία εκδήλωση γι’ αυτό στο Ιταλικό Ινστιτούτο, με τη συμμετοχή της Πρεσβείας της Ιταλικής. Και το περιμένω με μεγάλη χαρά αυτό.
Lead to transcriptSegment 6
Τα χρόνια στην Ιταλία - Σπουδές σκηνοθεσίας και θεατρολογίας
01:12:40 - 01:20:20
Partial Transcript
Πότε πήγες στην Ιταλία; Στην Ιταλία –είναι μια άλλη ωραία ιστορία– πήρα μια κοπέλα από πίσω, ρε παιδί μου. Πώς πας, παίρνεις μια κοπέλα…εν είχα άλλη δουλειά να κάνω, καθόμουνα και, με το αυτί, έπαιζα. Και να που μου χρειάστηκε και έβγαλα και λίγα λεφτά στην Ιταλία με αυτό.
Lead to transcriptSegment 7
Αναμνήσεις από το θέατρο - Απολογισμός
01:20:20 - 01:35:57
Partial Transcript
Πολύ ωραία. Για τη Χούντα είπαμε. Είναι κάτι άλλο που… Όχι. Νομίζω τα είπαμε όλα. Εσύ δεν ξέρω αν- Κάτι για την… Ναι. Θυμάσαι κάτι, …ένα σημείωμα μέσα σ’ ένα μπουκάλι και να το πετάω σε έναν ωκεανό. Και μ’ αρέσει αυτό το συναίσθημα. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Κι εγώ.
Lead to transcriptSegment 1
Παιδί θαύμα - Η πρώτη εμφάνιση στο Άλσος του Οικονομίδη και η αρχή της κινηματογραφικής καριέρας - Η μύηση στο θέατρο
00:00:00 - 00:32:44
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μας πεις το όνομά σου;
Με λένε Γιάννη Καλατζόπουλο.
Είναι Τετάρτη, 23 Νοεμβρίου 2022 και είμαι με τον Γιάννη Καλατζόπουλο στην Αθήνα. Εγώ ονομάζομαι Άννα Κλάδη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή σου τώρα.
Τώρα, που είμαι μεγάλος πια, είμαι εβδομήντα τριών χρόνων, σιγά σιγά ετοιμάζομαι να ηρεμήσω. Γιατί, μέχρι τώρα είχα μια κάπως περιπετειώδη ζωή. Λέω να εγκαταλείψω το θέατρο, το οποίο είναι η δουλειά μου, και να αφοσιωθώ στον εγγονό μου, στα ταξίδια, στα βιβλία που δεν πρόλαβα να διαβάσω μέχρι τώρα και, γενικά, να χαλαρώσω λίγο στη ζωή μου.
Πάμε, λοιπόν, απ’ την αρχή. Πού γεννήθηκες και πού μεγάλωσες;
Εγώ γεννήθηκα εδώ που μιλάμε τώρα, δυο-τρεις δρόμους πιο κάτω, στου Γκύζη δηλαδή, το 1949. Του Γκύζη ήταν μία λαϊκή γειτονιά –και ακόμα είναι, σε μεγάλο βαθμό. Τότε, βέβαια, ήτανε όλα χωματόδρομοι, παλιά σπίτια, δεν υπήρχαν πολυκατοικίες και λοιπά. Πρέπει να σου πω ότι στην αυλόπορτα του σπιτιού μας, που ήτανε μία αυλή των θαυμάτων, ας πούμε, σαν του Καμπανέλλη –αλλά δεν μένανε ξένες οικογένειες, μέναν εμείς, η αδελφή της μητέρας μου και οι γιαγιάδες και οι παππούδες, έτσι, ένα αυτό…– η σιδερένια αυλόπορτα είχε, μέχρι που γκρεμίστηκε το σπίτι και έγινε πολυκατοικία, τις τρύπες από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών του ’44. Είχε και στους τοίχους σφαίρες, αλλά θυμάμαι ότι τις ασβεστώσανε και τις κρύψανε τις τρύπες. Γεννήθηκα, λοιπόν, σε αυτή τη λαϊκή γειτονιά. Ο πατέρας μου ήταν τυπογράφος και ήταν άνεργος τυπογράφος γιατί, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, τον είχαν απολύσει από το Εθνικό Τυπογραφείο, όπου δούλευε. Θυμάμαι ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής μου –δηλαδή μέχρι τεσσάρων, πέντε, έξι χρονών– περνούσαμε πολύ δύσκολα οικονομικά. Μας βοηθούσαν οι φίλοι και οι συγγενείς. Αλλά θέλω να πω εδώ κάτι που δεν το ξέρει, ίσως, πολύς κόσμος και είναι χαρακτηριστικό για το πώς λειτουργούσαν οι κοινωνίες εκείνη την εποχή. Ο πατέρας μου, λοιπόν, που ήταν απολυμένος λόγω του ότι ήταν αριστερός, έκανε ένα ή δύο μεροκάματα την εβδομάδα κρυφά, που τα παραχωρούσαν άλλοι συνάδελφοι στους άνεργους συναδέλφους τους. Δηλαδή, έλεγε ένας που δούλευε κανονικά σε ένα τυπογραφείο: «Εγώ κάθε Τρίτη και Παρασκευή δεν θα δουλεύω. Το μεροκάματό μου να το παίρνει ο τάδε άνεργος συνάδελφος». Και αυτό δεν το κάνανε μόνο οι αριστεροί για τους αριστερούς, το κάνανε όλοι, και οι δεξιοί. Είναι κάτι που, τώρα, αν το πεις σε κάποιον, δύσκολα μπορεί να το καταλάβει. Όμως, εγώ θυμάμαι ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, περνούσαμε έτσι, με αυτά τα κρυφά μεροκάματα που παραχωρούσαν στον πατέρα μου άλλοι συνάδελφοί του. Από ένα σημείο και μετά, καλυτέρεψε η ζωή μας, γιατί προσελήφθη κάπου, ας πούμε, σε ένα τυπογραφείο. Κάποιος πήρε το ρίσκο –γιατί δεν τους επιτρέπανε κιόλας να προσλάβουν αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά ένας καλός άνθρωπος πήρε το ρίσκο και τον προσέλαβε κανονικά, και θυμάμαι ότι με το πρώτο βδομαδιάτικο που πήρε ο πατέρας μου, είπε: «Λοιπόν, θα σας πάω στο Άλσος». Το Άλσος του Οικονομίδη –που ακόμα υπάρχει και είναι… τώρα παίζει, ας πούμε, θεάματα ευχάριστα, καλοκαιρινά θεάματα και λοιπά– τότε, ήταν το κέντρο του κόσμου, Άννα. Δηλαδή, ήτανε… Δεν υπήρχε τηλεόραση. Η λαϊκή διασκέδαση ήταν ο κινηματογράφος, αλλά ο κινηματογράφος ήταν και ακριβός –δηλαδή, ακριβός… Θυμάμαι, ξέρω ’γω, είχε ένα τάλιρο, πέντε δραχμές, ας πούμε. Η διασκέδασή μας εμάς, πριν πάρει το πρώτο του βδομαδιάτικο ο πατέρας μου, ήτανε να πηγαίνουμε έξω απ’ το Άλσος –κι όλοι οι φτωχοί άνθρωποι, ας πούμε, των περιοχών Εξάρχεια-Γκύζη-Πολύγωνο, που ήταν τότε, Κυψέλη και λοιπά– κάναμε βόλτες έξω, γύρω γύρω απ’ το Άλσος του Οικονομίδη, στο πάρκο, στο Πεδίον του Άρεως, παίρναμε ένα φράγκο πασατέμπο ή ηλιόσπορους και ακούγαμε το πρόγραμμα χωρίς να το βλέπουμε. Όταν, λοιπόν, έπιασε δουλειά ο πατέρας μου, λέει –μας το ανακοίνωσε: «Θα σας πάω στο Άλσος να μπούμε μέσα!» Μας πήγαινε… Πρέπει να σου πω ότι και μέχρι τότε, του άρεσε να μας πηγαίνει με τα εισιτήρια της Εργατικής Εστίας –όποτε μπορούσε να εξασφαλίσει– και βλέπαμε κυρίως σινεμά, σε έναν κινηματογράφο που δεν υπάρχει πια και λεγότανε «Έσπερος» και, αν θυμάμαι καλά, ήταν στην οδό Σταδίου, όπου έπαιζε μόνο ρώσικες ταινίες. Έπαιζε ταινίες του ρώσικου σοσιαλιστικού ρεαλισμού. «Όταν περνούν οι γερανοί», «Ο 41ος» –μυθικές ταινίες για εκείνη την εποχή. Και πηγαίναμε και βλέπαμε αυτό και μας πήγαινε και στου Κατράκη κυρίως, και σε άλλα θέατρα, που είχανε έργα με προοδευτικό, ας πούμε, ρεπερτόριο. Αλλά εκείνη την ημέρα, λέει: «Θα πάμε να διασκεδάσουμε, Σάββατο βράδυ, στο Άλσος του Οικονομίδη». Ο Γιώργος Οικονομίδης ήταν ο κονφερανσιέ, ας πούμε, πολύ φιρμάτος και λοιπά. Πήγαμε εκεί, λοιπόν, πήραμε μια πορτοκαλάδα εγώ, θυμάμαι, μια γρανίτα η αδερφή μου, ένα ούζο ο πατέρας μου και δεν θυμάμαι τι πήρε η μάνα μου –μια πορτοκαλάδα και αυτή, νομίζω. Κάτσαμε σε ένα τραπεζάκι. Μαγεύτηκα, πρέπει να σου πω, γιατί ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σε ένα… κάπως, ήτανε λαϊκοκοσμικό λίγο αυτό. Θυμάμαι, ας πούμε, ότι είχε ροζ τραπεζομάντιλα τα τραπέζια, και λουλουδάκια μέσα σ’ ένα βάζο. Ήταν, έτσι, μια διαφορετική εικόνα για μένα από αυτήν που είχα ζήσει μέχρι τότε. Και άρχισε το πρόγραμμα. Το πρόγραμμα ήταν πρόγραμμα ποικιλιών. Δηλαδή, η ορχήστρα του Σταύρου Ρουχωτά, τζαζ ορχήστρα, με παράξενες συγχορδίες για μένα, γιατί εγώ είχα μεγαλώσει σε ένα σπίτι που όλοι παίζανε κιθάρες, μαντολίνα –Κεφαλλονίτες, γιαγιάδες, παππούδες και τα λοιπά– και ξαφνικά, άκουσα αυτές τις έβδομες και τις ένατες, ας πούμε, στις συγχορδίες, και τρελάθηκα! Ο Γιώργος Οικονομίδης, ένας κονφερανσιέ που έλεγε: «Φίλοι μου αγαπημένοι!» και ήταν, έτσι, πολύ λαμπερός και μπριόζος. Και ηθοποιοί, συνήθως φίρμες μεγάλες, που τελειώνοντας το νούμερό τους σε ένα από τα θέατρα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας –που τότε ήταν πέντε-έξι–, ερχόντουσαν, κάναν ένα νουμεράκι στο αυτό, παίρνανε ένα χαρτζιλίκι παραπάνω και ξαναγυρίζανε μετά στο θέατρο. Και ήτανε, ξέρω ’γω, εκείνο το βράδυ είδα, ας πούμε, τη Γεωργία Βασιλειάδου να κάνει ένα νούμερο, τον –πώς τον λένε;– τον Γιάννη Φέρμη, έναν ηθοποιό, κι αυτόν, παλιό, της επιθεώρησης, τον Αυλωνίτη, το μπαλέτο του Φλερύ και της Λίντα Άλμα. Τρελάθηκα! Δηλαδή χρώματα, ορχήστρες, ζογκλέρ, ακροβάτες, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Μέθυσα! Αλλά το τελειωτικό χτύπημα ήταν το δεύτερο μέρος του προγράμματος, που εγώ δεν ήξερα ότι υπάρχει, και ήταν τα ταλέντα του Οικονομίδη. Δηλαδή, όταν τελείωνε το επαγγελματικό, ας πούμε, πρόγραμμα, ήταν κάτι σαν το talent show της εποχής –που δεν υπήρχε τηλεόραση. Ήτανε live και συνέρρεαν, ας πούμε, απ’ όλες τις γειτονιές της Αθήνας κι απ’ την επαρχία, κάθε Σάββατο βράδυ, στα ταλέντα του Οικονομίδη, άνθρωποι όλων των ηλικιών και των κοινωνικών, ας πούμε, βαθμίδων, για να σπάσουν την ανωνυμία τους, να κερδίσουν τις διακόσιες δραχμές έπαθλο –που εκείνη την εποχή ήτανε σημαντικό ποσό– και να γίνουν φίρμες. Θα ξέρεις, ίσως, ή θα έχεις ακούσει –και όσοι μας ακούν– ότι απ’ τα ταλέντα του Οικονομίδη ξεκίνησαν πολλοί –μετά– καλλιτέχνες. Ξέρω ’γω, εκεί πρωτοτραγούδησε και έγινε μετά γνωστός ο Γιάννης Βογιατζής, η Καίτη Χωματά, ο Χάρρυ Κλυνν που έκανε μιμήσεις, ο Μίμης ο Χρυσομάλλης, που μετά έγινε ένας σπουδαίος ηθοποιός, αλλά τότε ήταν καντσονετίστας. Ήταν ένα νεαρό παιδί δεκάξι-δεκαεφτά χρονών –τον πρόλαβα– που πήγαινε στο Άλσος του Οικονομίδη –στα ταλέντα δηλαδή– και έλεγε: «Άσπρο μου περιστέρι, πέτα», με αυτές τις φωνές εκείνης της εποχής. Εκεί, λοιπόν, είδα το πρόγραμμα, ένας είπε ένα τραγούδι, μία κυρία είπε ένα ποίημα δικό της, ένας άλλος έκανε μιμήσεις πολιτικών και καλλιτεχνών εκείνης της εποχής –διάφορα τέτοια. Και ξαφνικά, βλέπω ένα παιδάκι περίπου στην ηλικία μου –ίσως κάνα χρόνο μεγαλύτερο– κουκλί, ένα ξανθό παιδάκι, καλοντυμένο και λοιπά. Εμείς είχαμε βάλει τα καλά μας, αλλά ήτανε φτωχικά καλά. Αυτό, λοιπόν, ήταν ένα πολύ ωραίο παιδάκι, με ένα χρυσό σταυρουδάκι εδώ –τρελάθηκα– κι είπε ένα ποίημα. Ένα σαχλό ποίημα είπε, βέβαια. Ξέρω ’γω: «Όλοι με ρωτάνε τι θα γίνω όταν μεγαλώσω κι εγώ λέω θα γίνω στρατηγός για να αγαπώ την πατρίδα μου» και κάτι τέτοια. Εγώ ήξερα ένα ποίημα, τον «Κουρελή» του Μωραϊτίνη, κοινωνικού περιεχομένου. Θα μου πεις, πού το ’ξερα εγώ αυτό το ποίημα; Το ’ξερα γιατί η αδερφή μου, που είναι δυο χρόνια μεγαλύτερη από μένα, το έλεγε για να το μάθει, να το πει στις εξετάσεις της Α’ Δημοτικού που πήγαινε, που στο τέλος κάνανε μια γιορτούλα και τα παιδάκια λένε ένα ποίημα. Η αδερφή μου, λοιπόν, της είχε μάθει η μάνα μου, ο πατέρας μου –δεν θυμάμαι ποιος– αυτό το κοινωνικού περιεχομένου ποίημα, που μιλάει για έναν κουρελή, που είναι στον δρόμο και δεν του δίνει κανένας ελεημοσύνη και λοιπά. Έφυγα από το τραπέζι των γονιών μου χωρίς να με πάρουν χαμπάρι, μόνος μου, με δική μου πρωτοβουλία, γιατί με τράβηξε σαν μαγνήτης ζήλια. Η ζήλια. Το παιδάκι αυτό που είδα και είπε αυτό το σαχλό ποίημα. Λέω: «Εγώ ξέρω ένα πιο ωραίο ποίημα. Γιατί να μην πάω να το πω;» Πήγα και το ’πα. Έγινε ένας χαμός, γιατί είδαν έναν μπόμπιρα να λέει ένα ποίημα –σου θυμίζω ότι ήτανε μόλις είχε τελειώσει ο Εμφύλιος. Εγώ γεννήθηκα το ’49, τον Ιούνιο, ο Εμφύλιος τελείωσε δυο μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του ’49. Και τώρα, μιλάμε για το 1954. Ο κόσμος είχε ακόμα νωπά τα τραύματα και τις μνήμες αυτής της κατάστασης. Όταν, λοιπόν, είδαν έναν μπόμπιρα, ένα πιτσιρίκι να λέει: «Στου δρόμου τη γωνιά ένας κουρελής συμμαζωμένος τρέμει και βογκάει, ο οίκτος είναι λίγος που περνάει, μα ο κόσμος που διαβαίνει είναι πολύς» –να μη σ’ το πω όλο. Που τελειώνει, έτσι, δραματικά, ότι όταν πέθανε, πήγανε όλοι να τον φροντίσουν και να τον θάψουν, και τελειώνει το ποίημα με τη φοβερή φράση που λέει: «Ζεστά του φέραν ρούχα –ξέρω ’γω, δεν θυμάμαι– και από λουστρίνι παπούτσια μια γραβάτα και κολάρο και τονε πέταξαν στο κάρο. Να της γωνιάς ο κουρελής, ποιος δεν τον βλέπει; Τώρα είναι ντυμένος σικ και όπως πρέπει, σαν να τον έραψε ο πιο σπουδαίος ράφτης. “Περάστε, κύριε”, του λέει ο νεκροθάφτης». Έγινε χαμός! Έπεσε το θέατρο απ’ το χειροκρότημα και απ’ τα «μπράβο». Εγώ τα ’χασα, ο Οικονομίδης επίσης τα ’χασε… Που δεν έφτανα στο μικρόφωνο, θυμάμαι, και το ’χε χαμηλώσει, έτσι, με το χέρι του για να το φτάνω. Και πήρα τις διακόσιες δραχμές. Και μου λέει ο Οικονομίδης σιγά: «Πού να τα δώσουμε; Σε ποιον θα τα δώσουμε; Με ποιον είσαι εδώ;» Λέω: «Να, με τη μαμά μου και τον μπαμπά μου» –οι οποίοι είχαν μείνει έκθαμβοι, δεν το ξέραν ότι θα συμβεί αυτό και με είδαν ξαφνικά πάνω στη σκηνή. Το θέμα, όμως, δεν είναι αυτό –γιατί με ρώτησες πώς ξεκίνησα. Αυτό ήταν μία παρόρμηση ενός παιδιού που ζήλεψε ένα άλλο παιδάκι και πήγε κι είπε ένα ποίημα. Η τύχη –στην οποία πιστεύω πάρα πολύ… Εκείνο το βράδυ, ψάχνοντας για ένα παιδάκι για μια ταινία, ήτανε ο σκηνοθέτης Ανδρέας Λαμπρινός στο ακροατήριο, και [00:10:00]πήρε το τηλέφωνο, γιατί –ναι, όταν ήρθε η μάνα μου, λοιπόν, να της δώσει ο Οικονομίδης τα δυο κατοστάρικα, της λέει: «Θέλω το τηλέφωνό σας, κυρία μου, γιατί το παιδάκι αυτό μπορεί να το χρειαστώ κάποια στιγμή». Εμείς τηλέφωνο δεν είχαμε. Του ’δωσε το τηλέφωνο του μπακάλη –που ήταν εδώ, στη γωνία, ο κυρ-Θανάσης– και αυτός το έδωσε… Μετά από λίγο, που εμείς φύγαμε, πήγε ο Λαμπρινός και λέει: «Αυτό το παιδάκι το ξέρετε;» Του ’δωσε το τηλέφωνο, μας πήρε τηλέφωνο ο Λαμπρινός κι έτσι έπαιξα στην πρώτη μου ταινία, «Το κορίτσι με τα παραμύθια», με τη Βουγιουκλάκη, τον Αλεξανδράκη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τη Δέσπω Διαμαντίδου. Μία σπουδαία, ας πούμε, ταινία για εκείνη την εποχή. Και ήταν το διαβατήριό μου, που μου άνοιξε την πόρτα μετά, να με ζητάνε κι άλλοι για ταινίες και για το θέατρο και λοιπά.
Πώς ήταν αυτή η πρώτη εμπειρία σε αυτή την ταινία; Μόλις μπήκες…
Ήτανε λίγο μεταξύ παιχνιδιού και σοβαρότητας. Δηλαδή, εγώ το είδα σαν παιχνίδι. Οι γονείς μου με ρωτήσανε, μου λένε: «Θέλεις;» Γιατί ήρθε αυτός ο κύριος στο σπίτι μας και λέει, ας πούμε: «Θέλω ένα παιδάκι έτσι κι έτσι, σαν τον Γιαννάκη που τον άκουσα να λέει το ποίημα. Τον αφήνετε;» Εγώ δεν είχα πάει σχολείο ακόμα, δεν ήξερα να διαβάζω. Λέει η μάνα μου: «Ναι, άμα θέλει κι ο ίδιος». Με ρωτήσανε: «Θες;» «Θέλω», λέω, «πώς δεν θέλω;» «Στο σινεμά», μου λέει –ήξερα τι είναι το σινεμά, πηγαίναμε. Λέω: «Θέλω». Τη Βουγιουκλάκη δεν την ήξερα, δεν ήταν ακόμα φίρμα. Μου είπαν: «Θα παίξεις με καλούς ηθοποιούς» και λοιπά. «Θα πάρεις και πεντακόσιες δραχμές», μου είπε ο σκηνοθέτης. Εκείνη την εποχή, είναι πολλά λεφτά πεντακόσιες δραχμές. Ο πατέρας μου έπαιρνε λιγότερα τον μήνα. Το μηνιάτικο ήτανε λιγότερο από πεντακόσιες δραχμές. «Δεν θα το απασχολήσουμε», λέει, «και πολύ το παιδί». Λέει η μάνα μου: «Θα έρχομαι κι εγώ», «Φυσικά», ας πούμε. Κι έτσι… Αλλά ήτανε μία κατάσταση που εγώ –παιδάκι τώρα, σου λέω, δεν πήγαινα ούτε σχολείο ακόμα– μου λέγανε τα λόγια και τα απομνημόνευα για να τα πω σε κάθε πλάνο, ας πούμε. Έκανε ένα φοβερό κρύο –ήταν χειμώνας τα γυρίσματα– κι έκανε ένα φοβερό κρύο, σε ένα στούντιο, κάπου στην Ηλιούπολη. Όταν ήμαστε στο πλατό, ζεσταινόμαστε απ’ τους προβολείς, βέβαια. Αλλά όταν δεν παίζαμε και έπρεπε να πάμε να ντυθούμε ή να βαφτούμε, ήταν ένα καμαρίνι μοναδικό, στο οποίο ντυνόμασταν και βαφόμασταν όλοι, με μία ξυλόσομπα μες στη μέση. Και μαζευόμασταν εκεί για να ζεσταινόμαστε. Λοιπόν, εγώ το είδα λίγο σαν παιχνίδι. Μου λέγανε: «Θα βγεις από κείνη την πόρτα, θα κάνεις πέντε βήματα, θα σταματήσεις και θα πεις: “Αγνή! Αγνή! Αδερφούλα!”». Άλλο που δεν ήθελα! Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό. Είχε μία δραματική σκηνή στο τέλος, που πέθανε η Βουγιουκλάκη και έπρεπε να κλαίω, ας πούμε, και λοιπά, και λέγαν –άκουσα που ψιθυρίζανε και λέγανε: «Μα θα τα καταφέρει το παιδάκι αυτό, τώρα, να κάνει πως πέθανε η αδελφούλα του και κλαίει και λοιπά;» Είχα θράσος όμως, τώρα που το θυμάμαι. Λέω: «Να δοκιμάσουμε. Μπορεί και να το κάνω. Άμα δεν το κάνω, εντάξει». Αλλά το ’κανα. Συγκινήθηκα, δεν ξέρω πώς συγκινήθηκα. Την αγαπούσα τη Βουγιουκλάκη. Ήταν μια πολύ νέα και όμορφη κοπέλα, μου φερόταν καλά, μου χάριζε τις σοκολάτες που της φέρνανε οι θαυμαστές της –που είχε πολλούς από τότε και τη συνόδευαν, ας πούμε, στο γύρισμα διάφοροι, έτσι, ωραίοι νεαροί και κύριοι. Και θυμάμαι, τις πιο ωραίες σοκολάτες, της τις χάριζε ο Ντίμης Δαδήρας, ένας σκηνοθέτης, μετά γνωστότερος, ας πούμε, στον κινηματογράφο, που ήτανε –δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα– σοκολάτες που μέσα είχαν ολόκληρα κεράσια. Μέσα είχαν ολόκληρο κεράσι. Δεν τις έτρωγε η Βουγιουκλάκη, γιατί λέει: «Εγώ πρέπει να κάνω δίαιτα για τη σιλουέτα μου, πάρ’ τες εσύ, Γιαννάκη», κρυφά. «Πάρ’ τες εσύ, Γιαννάκη». Άλλο που δεν ήθελα! Μ’ αγάπαγε, λοιπόν, η Βουγιουκλάκη. Όταν την είδα, λοιπόν, παρόλο που ήξερα ότι στα ψέματα το κάνει ότι είναι πεθαμένη, συγκινήθηκα και έκανα αυτήν τη δραματική, ας πούμε, το δραματικό ξέσπασμα πάνω της: «Αγνή! Αγνή! Αδερφούλα! Μη μ’ αφήνεις μονάχο μου!» ξέρω ’γω, και τρέξαν δάκρυα απ’ τα μάτια μου. Αυτό διαδόθηκε γρήγορα. Πριν σου πω αυτό, να σου πω κάτι άλλο. Παιχνίδι, αλλά είχα και μια αίσθηση σοβαρότητας, δηλαδή μια… Αισθανόμουνα κάπως υπεύθυνος, γιατί έβλεπα ότι αν… Τότε, το φιλμ ήταν ακριβό, δεν είναι όπως τώρα, που είναι όλα digital, ξέρω ’γω, και αυτό. Τότε, ήτανε φιλμ. Το φιλμ ήταν ακριβό. Προσπαθούσαν να κάνουν μία λήψη σε κάθε πλάνο, να γίνεται μια φορά για να μην ξοδεύουν περισσότερο φιλμ, ούτε χρόνο να νοικιάζουνε το πλατό. Είχα δει, λοιπόν, ότι λέγανε: «Δεν ήταν και τόσο καλό. Άντε, βρε Αλίκη, πάμε άλλη μια φορά». Και δυσανασχετούσαν όταν μία σκηνή έπρεπε να τη γυρίσουν πέντε, έξι, δέκα φορές καμιά φορά. Και προσπαθούσα, είχα αυτή την αίσθηση της ευθύνης να τα λέω όσο καλύτερα μπορώ. Μου είχανε πει: «Δεν πρέπει να κοιτάς μέσα στην κάμερα, πρέπει να κοιτάς αυτόν στον οποίον απευθύνεσαι». Που καμιά φορά, στον κινηματογράφο –να κάτι που… Τότε δεν ήξερα, ας πούμε, από θέατρο. Στο θέατρο, ο υπ’ αριθμόν ένα κανόνας –ίσως μιλάω λίγο ανακατεμένα, αλλά μπορεί αυτό να έχει ένα ενδιαφέρον– ο υπ’ αριθμόν ένα κανόνας στο θέατρο είναι να παίζεις με τον άλλον, να απευθύνεσαι και να παίρνεις αυτό που σου δίνει και να του το επιστρέφεις. Στον κινηματογράφο, πολύ συχνά –και τότε το ’μαθα, σε ηλικία πέντε ετών, για πρώτη φορά– δεν γίνεται αυτό. Σου τραβάνε το κοντινό και, τα αντίστοιχα του άλλου συμπαίκτη σου, τα κάνει αυτός την άλλη μέρα ή μετά από δυο-τρεις μέρες. Εγώ, λοιπόν, είχα σκηνές, που έπρεπε να μιλάω κοιτώντας –υποτίθεται– τη Βουγιουκλάκη, και αντί να έχω τη Βουγιουκλάκη απέναντί μου, είχα έναν κακάσχημο ηλεκτρολόγο. Έναν μαυριδερό κακάσχημο βοηθό ηλεκτρολόγου και έπρεπε να του μιλάω σαν να βλέπω τη Βουγιουκλάκη απέναντί μου –όχι πάντα, ορισμένες φορές που η Αλίκη είχε άλλες υποχρεώσεις και λοιπά, θέατρο και δεν ξέρω τι. Αυτό, λοιπόν, μου έδινε ακόμα μια μεγαλύτερη αίσθηση ότι αυτό που κάνω είναι σοβαρό, είναι μια δουλειά, δεν είναι παιχνίδι, όπως εγώ νόμιζα και το ’βλεπα στην αρχή. Και βέβαια, είχα μαγευτεί με όλα αυτά τα τεχνικά πράγματα του κινηματογράφου. Που ερχόταν ο οπερατέρ, έβαζε την άκρη μιας μεζούρας στη μηχανή, στην κάμερα και μετά μέτραγε την απόσταση μέχρι εμένα για να ξέρει τι φακό θα βάλει και έλεγε στον βοηθό του, ας πούμε: «Βάλε τον πενηντάρη» ή «Βάλε τον τριανταπεντάρη» και λοιπά. Που φωνάζανε στους βοηθούς ηλεκτρολόγου πάνω στη σκαλωσιά: «Ρίξε ένα σποτάκι εδώ», «Πιο δυνατά την κόντρα» και τέτοια. Ήταν ένας κόσμος, για μένα, μαγικός, που πολύ μου άρεσε. Κάτι άλλο είχα ξεκινήσει να σου λέω και έφυγα. Α! Και τότε, επειδή τα μέσα ήταν πρωτόγονα –μόνο η Finos Film είχε τότε τη δυνατότητα να γυρίζει ταινίες, έτσι, κάπως πιο προσεγμένες και λοιπά, τεχνικά εννοώ. Δεν ήταν σύγχρονες οι λήψεις. Τη φωνή τη βάζαμε μετά. Παίρνανε μόνο την εικόνα. Εμείς μιλούσαμε κανονικά, αλλά έπρεπε μετά οι ηθοποιοί να πηγαίνουν σε ένα άλλο στούντιο ηχογραφήσεων, να βλέπουν σε μία οθόνη τον εαυτό τους που μιλάει και να κάνουν ντουμπλάζ, λέγοντας, ας πούμε… Όταν, λοιπόν, έφτασε η ώρα αυτή να γίνει το ντουμπλάζ, πάλι τους άκουσα να ψιθυρίζουν και να λένε: «Μα το παιδάκι, τώρα, θα μπορέσει να κάνει αυτό; Είναι δύσκολο πράγμα. Εδώ εμείς, οι μεγάλοι, και δεν μπορούμε να συγχρονίσουμε τα χείλη μας με τη φωνή» και λοιπά. Και λέγανε να πάρουνε, άκουσα που λέγανε να πάρουνε μία ηθοποιό –Ρένα Γαλάνη λεγότανε– που ειδικευόταν σε αυτό. Ήτανε γυναίκα μεν, αλλά έκανε φωνές αγοριών σε ταινίες, ξέρω ’γω, και λοιπά –μιμήσεις. Και στεναχωρήθηκα πάρα πολύ και λέω του Αλεξανδράκη, που με αγαπούσε, του λέω: «Κύριε Αλέκο, εμένα γιατί δεν με αφήνουν; Μπορεί και να μπορέσω». Και θυμάμαι ότι τον άκουσα που πήγε στον Λαμπρινό και του λέει: «Μωρέ, να σου πω», του λέει –τον πήρε παράμερα βέβαια, αλλά εγώ τ’ άκουγα– «Άσ’ τονε και, άμα δεν κάνει, δεν του το λέμε και βάζουμε μετά τη Ρένα Γαλάνη να αυτό. Άσ’ τον να έχει την ψευδαίσθηση ότι…» Και το κάνανε, μου κάναν το χατίρι, αλλά τα ’πα και τα ’πα καλά. Και ίσως αυτό ήταν το μεγαλύτερό μου προσόν για εκείνη την εποχή, που ήτανε δύσκολο πράγμα η ηχοληψία. Αυτό διαδόθηκε: «Είναι ένας πιτσιρικάς που όχι μόνο παίζει, αλλά κάνει και ντουμπλάζ και δεν χάνουμε χρόνο στο στούντιο» και λοιπά. Και μετά, η μία ταινία έφερε την άλλη και ούτω… Και ένα άλλο που θέλω να σου πω από αυτή, γιατί με ρώτησες και είναι, πραγματικά, η πρώτη μου εμπειρία στο αυτό. Ότι έρχεται μια μέρα ο Λαμπρινός στο γύρισμα, την πέμπτη, έκτη –δεν θυμάμαι–, έβδομη μέρα, και λέει: «Αύριο, Αλίκη και Αλέκο», στους πρωταγωνιστές, ας πούμε, «θα δούμε κόπια εργασίας». Τι είναι η κόπια εργασίας; Είναι οι πρώτες λήψεις, αμοντάριστες, που τις βλέπανε σε ένα στούντιο να δούνε, πώς βγαίνει, ξέρω ’γω, πώς είναι αυτό και λοιπά. Λέει: «Ελάτε στο στούντιο τάδε». Ήρθε, λοιπόν, την άλλη μέρα η Βουγιουκλάκη, ήταν ενθουσιασμένη και λέει: «Αχ, μπράβο! Τέλεια, βγαίνω κούκλα! Αχ, Άλκη μου!», είπε στον μακιγιέρ, «Αχ, κούκλα με βγάζεις! Και τα μάτια μου υπέροχα και η μυτούλα μου υπέροχη και λοιπά. Αλλά αυτό το μικρό», κι εγώ μπροστά τώρα, «βγαίνει χάρμα!» Το είπε με έναν τρόπο, που εγώ νόμιζα ότι είναι άσχημο και με πιάσαν τα κλάματα. Και με είδε που κλαίω, μου λέει: «Γιατί κλαις, αγοράκι μου;» «Γιατί… τόσο χάρμα είμαι;» «Όχι», μου λέει, «βρε! Χάρμα θα πει καλό». Αλλά η έκφραση της ήταν λίγο –Θεός σχωρέσ’ την– ήταν λίγο ενοχλημένη. Αυτό που έλεγε ο Τσάρλι Τσάπλιν: «Μην παίζετε ποτέ με παιδιά και με σκυλιά γιατί κλέβουν την παράσταση», ισχύει. Δεν σημαίνει αυτό, δηλαδή, ότι… Και τότε το κατάλαβα, από τότε το ’χα καταλάβει. Μου το λέγανε κιόλας, και μου το ’χε πει ο Μινωτής για πρώτη φορά, μετά, που έπαιξα και στο θέατρο ως παιδί: «Μην το πάρεις απάνω σου. Δεν το κάνεις εσύ, η φύση το κάνει». Και όντως, ας πούμε. Ένα παιδί παίζει με τον αυθορμητισμό της παιδικότητάς του, χωρίς να ελέγχεται απ’ τη λογική του ή «αν θα αρέσω». Αυτό ήταν –είναι– το προσόν, νομίζω, των παιδιών, γενικά, που παίζουνε.
Οπότε, αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία.
Η πρώτη εμπειρία ήταν αυτή, «Το κορίτσι με τα παραμύθια» του Ανδρέα Λαμπρινού.
Μετά πώς συνέχισε; Άλλες ταινίες; Θυμάσαι πώς συνέχισε;
Ναι, μετά… Πρώτα απ’ όλα, ήδη –να πω και κάτι. Η αδερφή μου, που είναι λίγο πιο μεγάλη από μένα, πήγαινε στο μπαλέτο. Γιατί οι γονείς μου ήταν μεν φτωχοί άνθρωποι, αλλά ήταν πολύ θεατρόφιλοι και φιλότεχνοι και κόβανε, ας πούμε, απ’ το φαγητό μας για να κάνει η Μίρκα μπαλέτο, ας πούμε. Και πήγαινε στο Εθνικό… στο μπαλέτο του Ελληνικού Ωδείου, στην οδό Φειδίου –τώρα είναι ένα γκρεμισμένο κτίριο εκεί– με δασκάλα εξαιρετική, τη Λουκία, που ήταν συνεργάτις του Ροντήρη. Η Μίρκα, λοιπόν, επειδή την είδαν που ήταν ένα πολύ χαριτωμένο κοριτσάκι, με πολύ καλή κίνηση και λοιπά, πριν –σχεδόν ταυτόχρονα– αλλά πριν πάω εγώ στο θέατρο, εγώ είχα αρχίσει με τον κινηματογράφο, η Μίρκα είχε μπει στο παιδικό θέατρο και έπαιζε ρόλους παιδιών, ας πούμε, στο παιδικό θέατρο εκείνης της εποχής. Και μετά λέει: «Έχω κι έναν αδερφό που έχει παίξει σε αυτήν και σε αυτήν την ταινία» και με πήρανε κι εμένα στο θέατρο. Αλλά εγώ μετά –πριν, ας πούμε, αρχίσω να παίζω στο παιδικό θέατρο– μετά από αυτό, το «Κορίτσι με τα παραμύθια», με πήραν στην πρώτη ταινία μου που έπαιξα στη Finos Film. Και είδα και τη διαφορά. Ας πούμε, στις άλλες ταινίες –και στο «Κορίτσι με τα παραμύθια» και στις άλλες που έπαιξα μετά– τρώγαμε εκ των ενόντων. Δηλαδή, η γυναίκα του παραγωγού έφτιαχνε κάτι κεφτεδάκια στο σπίτι της και μας τα μοίραζε να φάμε. Ενώ στην «Καφετζού», που ήταν η δεύτερη ταινία μου, της Finos Film, του Σακελλάριου ταινία, μαγεύτηκα.[00:20:00] Είδα να έχουνε φέρει δισκάκια φαγητού στο διάλειμμα, να φάνε οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί και λοιπά. Ήταν η «Καφετζού» λοιπόν, η ταινία με τη Βασιλειάδου, τον Αυλωνίτη, τον Φωτόπουλο. Είχα ένα μικρό ρόλο, αλλά πολύ χαρακτηριστικό. Καμιά φορά, ακόμα με βλέπουν στον δρόμο άνθρωποι και μου λένε: «Έναν γλυκύ βραστό και οχτώ νερά». Ένας μπόμπιρας που λέει αυτήν την ατάκα και άλλη μία-δύο ατάκες. Αυτή ήταν η δεύτερη ταινία μου. Εκεί έχω ένα καταπληκτικό –γρήγορα θα το πω– με τον Αυλωνίτη, που καθώς τρώγαμε, στο διάλειμμα, έρχεται δίπλα μου και μου λέει: «Να σου πω», μασώντας και μασουλώντας, «δηλαδή, τώρα εσύ, να πούμε, είσαι συνάδελφος;» μου λέει –κάνοντας πλάκα, φυσικά. Λέω: «Όχι και συνάδελφος, καλέ κύριε Αυλωνίτη», του λέω, «Παιδάκι είμαι». Μου λέει: «Μωρέ, παιδάκι το βλέπω πως είσαι, αλλά τα παιδάκια παίζουν με τα στρατιωτάκια τους, δεν παίζουν με τη Βασιλειάδου», μου λέει. Και τέτοια στιγμιότυπα μου έχουν… Ο Φωτόπουλος ήταν ευγενέστατος άνθρωπος και πολύ γλυκός άνθρωπος και όλοι, με είχαν σαν παιδί τους, ας πούμε, θυμάμαι, και στις ταινίες και στο θέατρο αργότερα και λοιπά. Μόνο η Βουγιουκλάκη δεν ήθελε να με έχει σαν παιδί της, ήθελε να με έχει σαν αδερφάκι της, λόγω ηλικίας. Τι άλλο να σου πω; Ναι, μετά ήρθε μία σειρά ταινιών, τρεις-τέσσερις ταινίες, με μία εταιρεία που υπήρχε τότε, Novak Films. Εκείνη την εποχή ήταν μία απ’ τις καλές εταιρείες, ας πούμε –όχι σαν τη Finos Film… Αλλά ήταν οικογενειακή οικοτεχνία. Αυτό θέλω να το πω. Ο Μαυρίκιος Νόβακ, εβραϊκής καταγωγής, Εβραίος, ήταν ο πιο γλυκός και –σε αντίθεση με αυτά που λένε για τους Εβραίους οι αντισημίτες– γαλαντόμος και –πώς λέγεται αυτό;– γενναιόδωρος άνθρωπος. Αυτός ήταν ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης. Ο ένας του γιος ήταν ο οπερατέρ, ο άλλος του γιος ήταν ο ηχολήπτης και η γυναίκα του έφτιαχνε τα κεφτεδάκια για να φάμε στο διάλειμμα. Τα γραφεία ήτανε μες στο σπίτι τους και έκανα με αυτόν τρεις-τέσσερις ταινίες. «Θέλω να ζήσεις μανούλα» με τον Νίκο Τζόγια και τη Δάφνη Σκούρα, «Το μυστικό της κατηγορουμένης» με τη Χατζηαργύρη, «Για την αγάπη μιας ορφανής». Δηλαδή τέτοια, μελό της εποχής, αλλά δεν ήταν ακόμα τα μελό τα πολύ δακρύβρεχτα. Ήταν πιο πολύ προσπάθειες μίμησης ή, ξέρω ’γω, αναπαραγωγής –εξελληνισμού, θα λέγαμε– του ιταλικού νεορεαλισμού. Ήταν κοινωνικού περιεχομένου ταινίες –βέβαια, με ένα παιδάκι που πάντα χάνει τη μανούλα του ή ο πατέρας του είναι στη φυλακή και τέτοια. Γιατί τις αναφέρω αυτές τις ταινίες; Γιατί μετά, που βγήκε η τηλεόραση και άρχισαν όλα τα κανάλια να παίζουν τις παλιές ταινίες, αυτές τις ταινίες της Novak Films δεν τις έβλεπα ποτέ. Ρώτησα, λοιπόν, κάποτε κάποιον γνωστό –δεν ξέρω αν πρέπει να πω το όνομά του. Θα το πω, γιατί να μην το πω; Τον Παπανδρέου, που έχει μία εταιρεία –ο Τάσος ο Παπανδρέου, και με το θέατρο ασχολήθηκε και είχε μία εταιρεία, που αυτός είχε βρει και έπαιζε, ας πούμε, είχε αγοράσει τις παλιές ελληνικές ταινίες και τις νοίκιαζε στα κανάλια. Του λέω: «Κύριε Παπανδρέου, αυτές τις ταινίες της Novak Films γιατί δεν τις βλέπουμε ποτέ;» Άλλαξε η έκφραση του και μου λέει: «Θα σου πω, γιατί με ρωτάς, μία ιστορία. Πήγα και τη βρήκα την κυρία Νόβακ», μια απόγονο, ξέρω ’γω, εγγονή, τι θα ’ταν, αυτών των ανθρώπων, «και μου είπε το εξής καταπληκτικό και το θαύμασα», μου λέει αυτός, «“Όχι, κύριε. Αυτές τις ταινίες τις έφτιαξαν οι δικοί μου για να τις βλέπουν πολλοί άνθρωποι μαζί, στον κινηματογράφο. Δεν σας τις πουλάω για τον καναπέ”». Και μου λέει: «Από τη μια μεριά, στεναχωρέθηκα που δεν πήρα αυτές τις ταινίες, αλλά από την άλλη, χάρηκα την αξιοπρέπεια αυτής της γυναίκας και αυτή τη φιλοσοφία, ρε παιδί μου, ότι ο κινηματογράφος είναι μία συλλογική τέχνη, ας πούμε, μία τέχνη που είναι για να τη βλέπουνε πολλοί άνθρωποι μαζί». Ναι, ήθελα να το πω αυτό το περιστατικό. Και αυτός ο Νόβακ ήταν, σου λέω, ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Στην πρώτη μου ταινία του Νόβακ, που ήταν η τρίτη μου, δηλαδή μετά την «Καφετζού» –και αυτό θα το πω όσο μπορώ πιο συνοπτικά, αλλά είναι καταπληκτικό–, πούλαγα τσιγάρα. Ήτανε, ξέρω ’γω, η μάνα μου ήταν άρρωστη –η Δάφνη Σκούρα, μία σπουδαία ηθοποιός και πολύ όμορφη γυναίκα– και την είχε εγκαταλείψει ο Νίκος Τζόγιας που ήταν ο πατέρας μου και δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ, και για να τη συντηρήσω, την άρρωστη μανούλα μου, πούλαγα τσιγάρα –σε ένα πράγμα, έναν ταβλά, ας πούμε, που είχα κρεμασμένο στον λαιμό μου– τσιγάρα και σπίρτα. Είχαμε, λοιπόν, το πρώτο γύρισμα ήταν να περπατήσω, ξέρω ’γω, διακόσια μέτρα στην Ομόνοια –καλά, Ομόνοια, μη φανταστείς αυτό που είναι σήμερα. Η Ομόνοια του τότε ήτανε… και λιγότερη κίνηση είχε και λιγότερο κόσμο. Αλλά εγώ έπρεπε να ξεκινήσω, ξέρω ’γω, από την 3ης Σεπτεμβρίου, να περπατάω, να περπατάω γύρω γύρω και να φτάσω μέχρι την Αγίου Κωνσταντίνου, φωνάζοντας: «Τσιγάρα! Πάρτε τσιγάρα, κύριοι. Πάρτε τσιγάρα και σπίρτα για την άρρωστη μανούλα μου». Και η μηχανή, πάνω σε ένα ΙΧ, πήγαινε σιγά σιγά και τράβαγε αυτό. Λοιπόν, ο κόσμος δεν ήξερε ότι γυρίζουμε ταινία και όλοι βλέπανε ένα παιδάκι να πουλάει τσιγάρα και σπίρτα και σταματούσαν και παίρνανε. Μου ’χανε βάλει, ξέρω ’γω, καμιά εικοσαριά «Ματσάγγος», τότε –τις μάρκες της εποχής–, «Άρωμα» και, δεν θυμάμαι, και σπίρτα… Ξεπούλησα! Μέχρι να φτάσω στην… αυτό, τα είχα πουλήσει όλα. Μάλιστα ένας ήθελε… μου λέει: «Ρε μάγκα, πόσο;» είχανε μείνει, ξέρω ’γω πέντε-έξι, «Φέρ’ τα όλα. Πόσο κάνουνε, ρε φίλε;» Κι εγώ, χωρίς να αλλάξω ύφος –πάλι δεν ήταν σύγχρονο, δεν είχε ήχο– αλλά κρατώντας το λυπησιάρικο αυτό ύφος και λοιπά, του λέω: «Δεν είμαι αληθινός, ταινία γυρίζουμε. Πάρτε ένα πακέτο και φύγετε». Και ο άνθρωπος τα ’χασε. Λοιπόν, όταν τελείωσα, είχα μαζέψει, από την πώληση των τσιγάρων και των σπίρτων, σχεδόν όση ήταν και η αμοιβή μου για την ταινία και πήγα και τα έδωσα του Νόβακ και λέω: «Κύριε Νόβακ, συγγνώμη, τα πούλησα, με συγχωρείτε. Αλλά να, πάρτε τα λεφτά». Και δάκρυσε ο Εβραίος, βούρκωσε, και μου λέει: «Αγοράκι μου, τα δούλεψες. Δικά σου είναι» και μου τα χάρισε. Κι έτσι, ενώ, ξέρω ’γω, απ’ την ταινία θα έπαιρνα τριακόσιες δραχμές, πήρα συν τις εκατόν πενήντα-διακόσιες, ξέρω ’γω. Διπλασίασα σχεδόν την αμοιβή μου, δουλεύοντας για την ταινία.
Υπάρχουν άλλα περιστατικά από ταινίες;
Πολλά υπάρχουν, αλλά δεν ξέρω τι πρέπει να πω και τι ν’ αφήσω. Όχι, θέλω να πω αυτό, ρε παιδί μου, ότι και τότε είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται ένα star system. Kαι τότε υπήρχαν, ας πούμε, λίγο οι βεντετισμοί, ξερω ’γω, κάπως, το πρωταγωνιστιλίκι, αλλά καμία σχέση με αυτό που υπάρχει σήμερα. Δηλαδή, μπροστά στην ανθρωποφαγία που βλέπω να υπάρχει στην εποχή μας, αυτά τότε ήταν παιδικά γινάτια, ας πούμε, το: «Να ’χω λίγο πιο μεγάλο το όνομά μου» ή πιο… Σαχλαμάρες. Ένα πολύ ωραίο περιστατικό που θέλω να πω –δεν είναι απ’ το σινεμά όμως, είναι από το θέατρο. Η πρώτη μου φορά που έπαιξα στο θέατρο των μεγάλων, όχι στο παιδικό θέατρο –και εκεί έχω φοβερές ιστορίες, απ’ το παιδικό θέατρο, τέλος πάντων–, αλλά δεν ήταν ούτε στο Θέατρο Τέχνης, που πήγα μετά, που με πήρε ο Κουν να παίξω, ούτε στο Εθνικό Θέατρο, που με πήρε ο Μινωτής –ρόλους παιδιών, ας πούμε, για ενήλικες. Ήτανε στην επιθεώρηση. Δεν ξέρω πώς –μάλλον ξέρω πώς. Η Βασιλειάδου ή ο Αυλωνίτης, ένας απ’ αυτούς, που με είχανε δει στις ταινίες και είχα παίξει μαζί τους, ας πούμε, με προτείνανε. Ήτανε μια επιθεώρηση –το 1957 έγινε αυτό, δηλαδή ήμουν οχτώ χρονών. Ή ’56 και ήμουν εφτά; Δεν θυμάμαι, κάπου εκεί. Πήγαινα, στην Α’ Δημοτικού νομίζω πήγαινα, άρα πρέπει να ήταν ’56. Θέλανε ένα παιδάκι. Οι επιθεωρήσεις οι κλασικές εκείνης της εποχής είχανε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ήταν τα νούμερα και τα τραγούδια και τα χορευτικά και το δεύτερο μέρος ήταν ένα σκετς, κάπως λίγο σαν ένα μονόπρακτο. Στο μονόπρακτο, λοιπόν, του δεύτερου μέρους, πάλι ήταν ένα λίγο δακρύβρεχτο, μία ιστορία. Μια μάνα που είχε σκοτώσει τον άντρα της κι ήταν στη φυλακή και το παιδάκι –άνοιγε η αυλαία και εγώ ήμουν στο κρεβατάκι μου και έλεγα: «Καλέ μου Χριστούλη, σε παρακαλώ πολύ, φέρε μου πίσω τη μανούλα μου που είναι στη φυλακή» και λοιπά. Εκεί, λοιπόν, παρόλο που ήταν επιθεώρηση –λαϊκό, δηλαδή, και ελαφρό είδος θεάτρου–, το είχε σκηνοθετήσει ο Πέλος Κατσέλης. Ένας σημαντικός σκηνοθέτης του ποιοτικού, ας πούμε –αν θέλουμε να βάλουμε τέτοια εισαγωγικά– θεάτρου. Δηλαδή, σκηνοθετούσε στο Εθνικό Θέατρο Σαίξπηρ, Μολιέρο και λοιπά, αλλά επειδή είχε να μεγαλώσει κι αυτός δυο παιδιά, τρία, πήγαινε, σκηνοθετούσε και στην επιθεώρηση. Εκεί, λοιπόν, πάλι ένας μπόμπιρας έβγαινε και έλεγε αυτό, μετά την αφήνανε τη μάνα μου, γιατί την αθωώνανε, ξέρω ’γω, κι ερχότανε και κλαίγαμε αγκαλιά… Είχα ένα ρολάκι, ας πούμε, έτσι, πολύ πάλι συμπαθητικό. Όταν υποκλινόμαστε στο τέλος, υποκλινόταν με την εξής σειρά ο θίασος: πρώτα το μπαλέτο –οι χορεύτριες, οι χορευτές– και μετά, κανονικά, οι ηθοποιοί. Αλλά πριν τους ηθοποιούς και μετά το μπαλέτο, επειδή υπήρχα εγώ, έβγαινα –είχε πει ο σκηνοθέτης: «Να βγαίνει ο Γιαννάκης να χαιρετάει μόνος του, να υποκλίνεται». Ήτανε στο θέατρο Ακροπόλ, που μέχρι πρόσφατα –τώρα νομίζω την έχουνε βγάλει– είχε τη λεγόμενη πασαρέλα. Δηλαδή, είχε μία εξέδρα-προέκταση της σκηνής, που έμπαινε μέσα στην πλατεία και υποκλινόμαστε περπατώντας πάνω εκεί. Φαντάσου, τώρα, με τα ρούχα της επιθεώρησης, τα φτερά και τα πούπουλα και λοιπά, γινόταν χαμός. Εγώ, λοιπόν, έβγαινα εκεί πέρα και μετά οι ηθοποιοί, πάλι, κατά αρχαιότητα ή κατά δημοτικότητα και λοιπά. Όταν έβγαινε, λοιπόν, το παιδάκι, ο κόσμος χειροκροτούσε πολύ δυνατά. Και μετά, το χειροκρότημα κόπαζε, έτσι, λοιπόν, και ξαναδυνάμωνε πάλι στους σούπερ πρωταγωνιστές, που χαιρετούσαν τελευταίοι –ο Αυλωνίτης, η Βασιλειάδου, ο Μακρής. Μιλάμε, η Εθνική Ελλάδος έπαιζε σε αυτήν την επιθεώρηση. Βασιλειάδου, Αυλωνίτης, Ορέστης Μακρής, Τάσος Λειβαδίτης, Ρένα Ντορ, Νίκος Ρίζος, οι πάντες. Χορευτικά Μεταξόπουλος –όχι Μεταξόπουλος, Καστρινός-Ζώκα. Και ο Βαγγέλης Σειληνός με την Ελένη Προκοπίου –που μετά ήτανε…– εκεί ήτανε μπαλαρινάκια, ήταν μικρά χορευτάκια. Λοιπόν, έβγαινα εγώ, έπεφτε το θέατρο. Κι έρχεται μία μέρα η Μπελίντα, που έκανε τη μάνα μου –η Μπελίντα ήτανε πολύ γνωστή τραγουδίστρια, αλλά ήταν και ηθοποιός– και έπαιζε τη μάνα μου, και μου λέει: «Γιαννάκη μου, άντε, τυχεράκια! Από αύριο, μου είπε ο κύριος Μπουρνέλης –ο θιασάρχης, ας πούμε, ο παραγωγός– να χαιρετάμε μαζί». Και με έπαιρνε απ’ το χεράκι και πηγαίναμε μαζί στην πασαρέλα, και το χειροκρότημα αθροιζότανε το δικό μου, ας πούμε, και το δικό της και τη ζηλεύανε οι άλλοι που έπαιρνε πολύ χειροκρότημα. Και κάποιος, φαίνεται, τη γλωσσόφαγε και μία μέρα πάτησε –την τρίτη ή τέταρτη φορά– πάτησε την ουρά της τουαλέτας της και σαβουριάστηκε πάνω στην πασαρέλα. Και μου λέει την άλλη μέρα: «Είδες, Γιαννάκη; Δεν χωράμε κι οι δύο μαζί. Βγαίνε καλύτερα μόνος σου, όπως πριν». Αλλά την άκουσε η Βασιλειάδου, που ήταν στο απέναντι καμαρίνι, και λέει με τη χαρακτηριστική της φωνή: «Άσε, βρε Καίτη, δεν πειράζει. Θα το βγάζω εγώ το παιδί» –που δεν είχε ανάγκη γιατί, έτσι κι αλλιώς, έπαιρνε το μεγαλύτερο χειροκρότημα, μακράν. Και με έπαιρνε αυτή, αλλά –θα σου πω αυτό, που τώρα, ανατριχιάζω εγώ που το θυμάμαι– πηγαίναμε μέχρι ένα σημείο μαζί, χεράκι-χεράκι, και μετά έκανε λίγο πίσω και με έσπρωχνε μπροστά, να πάρω το δικό μου χειροκρότημα, να μη μου το στερήσει, να μην το συγχωνεύσει με το δικό της. Και μετά, εγώ πάλι πήγαινα πίσω και έπαιρνε το δικό της χειροκρότημα, που ήταν συγκλονιστικά μεγαλύτερο απ’ όλους. Γιατί ο κόσμος τότε[00:30:00], ήξερε να εκτιμάει, όχι μόνο το ταλέντο, αλλά και το ήθος. Και αυτό ήταν ένα μάθημα ήθους για μένα απ’ τη Βασιλειάδου. Ότι, ξέρεις, δεν ήθελε να στερήσει από ένα μικρό παιδάκι –έστω και παιδάκι και ερασιτέχνης και λοιπά– τη χαρά της επιβράβευσης αυτού που έκανε.
Δεν μπορώ να μη ρωτήσω. Είχες πάρει τον τίτλο «παιδί-θαύμα». Πώς σου φαινόταν αυτό;
Να σου πω την αλήθεια –ίσως φανεί ότι το λέω τώρα ψέματα ή υποκριτικά, ξέρω ’γω, ή από, τάχα μου, σεμνότητα– και τότε δεν το πίστευα. Δεν ξέρω, οι γονείς μου μάλλον με είχαν κατευθύνει στο να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Και μου λέγανε και, νομίζω, το είχα καταλάβει κι εγώ, ότι αυτό είναι μία συνταγή promotion –θα λέγαμε σήμερα. Τότε, η λέξη αυτή δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο όμως, μιλούσαμε όλοι ακραιφνώς ελληνικά. Αλλά μέσα στη συνταγή της επιτυχίας μιας ταινίας, ήτανε και ένα παιδάκι που κλαίει. Ήταν ο Πιλάβιος στην αρχή, ο Νίκος Πιλάβιος, μετά τον διαδέχθηκα εγώ, μετά ο Βασιλάκης Καΐλας, με την τρομακτικά μεγαλύτερη καριέρα απ’ όλους μας, γιατί έπεσε στην εποχή της μεγάλης άνθησης, ας πούμε, του κινηματογράφου, και το άξιζε κιόλας το παιδί. Αλλά, θέλω να πω, ήταν ένα –πώς λέγεται αυτό, ρε παιδί μου;– ένα κλισέ. Και λέγανε, ας πούμε: «Πρωταγωνιστούν: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Αλέκος Αλεξανδράκης, Ανδρέας Φιλιππίδης, Δέσπω Διαμαντίδου, Θανάσης Βέγγος, Γιάννης Γκιωνάκης και το παιδί-θαύμα, Γιαννάκης Καλατζόπουλος». Το «παιδί-θαύμα» πούλαγε. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, ακόμα μιμούμαστε τα ξένα πρότυπα. Έκανε θραύση μία Shirley Temple, μερικά χρόνια πριν, απ’ την Αμερική, ένα ξανθό κοριτσάκι που ήταν παιδί-θαύμα. Και γενικά, η έννοια αυτή του παιδιού-θαύματος… Δεν ήμουνα παιδί-θαύμα. Να σου πω τι ήμουνα. Κάθε παιδί είναι θαύμα, εδώ που τα λέμε. Τώρα, που έχω και ένα εγγόνι, το διαπιστώνω. Είναι θαύμα τα παιδιά, γιατί έχουν αυτήν την αθωότητα, τον αυθορμητισμό, την πρωτογενή συμπεριφορά, που δεν μπαίνει σε κουτάκια και τέτοια. Είχα ένα μικρό θράσος, δεν ντρεπόμουνα. Βλέπω πολλά παιδάκια που ντρέπονται, τους λένε: «Πώς σε λένε;» και κοκκινίζουνε και τρέχουνε στη φούστα της μαμάς. Εγώ ήμουνα λίγο αλητάκι. Επειδή είχα μεγαλώσει και σε τέτοια γειτονιά, προφανώς, και παίζαμε μπάλα στον δρόμο, στην αλάνα και τέτοια. Και αυτό δεν σταμάτησα να το κάνω. Ακόμα και όταν ήμουνα φίρμα και δεν μπορούσα να μπω στο λεωφορείο γιατί μου ζητούσαν αυτόγραφα, εγώ με τους φίλους μου, μπάλα στην αλάνα της Σχολής Ευελπίδων έπαιζα, πετροπόλεμο, τέτοια πράγματα. Και ήξερα πόσο αληθινό είναι αυτό. Τι παιδί-θαύμα; Ένα κανονικό παιδί ήμουνα, όπως όλα τα άλλα παιδιά. Αλλά ήμουνα πιο… είχα ένα –να το πω θράσος; Να το πω, έτσι, ικανότητα επικοινωνίας; Έτσι, πιο κομψά. Αυτό. Στην πορεία, θέλω να πιστεύω –για να μη σας φανεί και σεμνότυφο αυτό που λέω– ότι έμαθα. Είχα αυτήν την κλίση, ας πούμε, αυτό. Όταν είσαι σε αυτήν τη δουλειά και από τόσο μικρός και με τόσους δασκάλους γύρω γύρω σου και πρότυπα, και τοίχος να είσαι, κάτι θα καταλάβεις, κάτι θα πάρεις.
Στο σχολείο πώς τα πήγαινες;
Ήμουνα καλός μαθητής στο σχολείο. Ήμουνα και σε ένα πολύ καλό σχολείο, στην Παράγκα –έτσι λεγότανε, γιατί ήταν ξύλινο. Δημοτικό, το 28ο Δημοτικό Σχολείο. Εκεί, στο ίδιο μέρος, πάλι είναι 28ο, αλλά δεν είναι παράγκα πια, είναι από μπετόν. Τότε, ήταν ένα παράπηγμα ξύλινο, υπέροχο –γιατί; Γιατί δυο βήματα πιο κει, και από τη γειτονιά που έμενα εγώ, στου Γκύζη, χαμηλά, προς το Πεδίον του Άρεως, ήτανε το Πολύγωνο –που τώρα δεν υπάρχει πια αυτή η γειτονιά, υπάρχει σαν όνομα αλλά δεν…– που ήταν τα προσφυγικά. Όλοι οι Μικρασιάτες, ένα μεγάλο μέρος των Μικρασιατών που μένανε στην Αττική, σε διάφορες συνοικίες –Νέα Ιωνία, Βύρωνα, Καισαριανή και λοιπά–, ένα μεγάλο κομμάτι έμενε και στα προσφυγικά του Πολυγώνου. Και στο πλαίσιο αυτό, της στέγασης των προσφύγων και των παιδιών τους, χτίστηκε –χτίστηκε… Στήθηκε, ας πούμε, αυτό το παράπηγμα. Αλλά εμένα μου άρεσε πάρα πολύ, γιατί μοσχοβόλαγε το ξύλο. Όταν έβρεχε κιόλας, όπως σήμερα, που έχει μία από τις βροχερές… τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου, μύριζε ξύλο μέσα στο σχολείο –με τα παλιά παγκάκια και λοιπά. Εκεί, είχαμε πολύ καλούς δασκάλους, που ξέρανε ότι απευθύνονται σε ένα κοινό παιδιών από φτωχές οικογένειες, στερημένα παιδιά. Θυμάμαι σαν και τώρα, που στα διαλείμματα –στο πρώτο ή στο δεύτερο διάλειμμα– μας μοιράζανε ψωμί και τυρί. Γιατί ήτανε όλο φτωχόπαιδα –κι εγώ, μεταξύ αυτών. Και ερχόντουσαν οι κυρίες, ας πούμε, οι μητέρες, εκ περιτροπής, όλες, και κόβανε με ένα μαχαίρι τυρί κονσέρβα –φέρνανε κάτι μεγάλα τυριά που ήτανε αμερικάνικη βοήθεια, ο Ερυθρός Σταυρός, δεν ξέρω– για τα φτωχόπαιδα εκείνης της περιοχής. Και με αυτά τα παιδιά μεγάλωσα. Παίζαμε μπάλα… Όταν πλημμύριζε το Πολύγωνο –γιατί εδώ που είναι τώρα η λεωφόρος των δικαστηρίων, αυτή, η Ευελπίδων, ήτανε ρέμα. Κι εκεί, πάνω στο ρέμα, δεξιά κι αριστερά, είχαν χτιστεί αυτά τα παραπήγματα. Και χτύπαγε η καμπάνα, εδώ, του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Ελευθερίου, που ανάμεσά τους είναι το σπίτι μας, και τρέχαμε όλοι –όλοι… πολλοί, όχι όλοι– αλλά τρέχαμε πολλοί να βοηθήσουμε τους πλημμυροπαθείς, γιατί τους έπαιρνε το νερό τα στρώματα, τα κρεβάτια, τις καρέκλες. Η πρώτη μου αγάπη, η Στέλλα, που γνώρισα στην Α’ Δημοτικού σε αυτό το σχολείο, στην Παράγκα, έμενε εκεί. Και ήμουνα τρελά ερωτευμένος μαζί της –παιδάκι, ξέρω ’γω, εφτά-οχτώ χρόνων– και θυμάμαι πώς έκλαιγε το παιδάκι όταν, πάνω στο ρέμα, έβλεπε να επιπλέουν οι κούκλες της που τις είχε πάρει το νερό. Μιλάμε για τέτοιες εποχές. Και υπήρχε μία μεγάλη αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους. Όπως σου είπα αυτό με τα μεροκάματα, ας πούμε, έτσι κι εδώ. Όταν έβλεπες τον διπλανό σου, τον φίλο σου, τον συμμαθητή σου να πνίγεται, δεν το έκανες από υποχρέωση. Το θεωρούσες φυσικό να τρέξεις να τον βοηθήσεις, γιατί αύριο μπορεί να σου τύχαινε κι εσένα αυτό. Ναι, και ήταν καλό σχολείο. Θυμάμαι όλους μου τους δασκάλους, την κυρία Αποστόλου στην Α’ Δημοτικού, τον κύριο Χρήστο Λαμπρόπουλο που ήταν ο διευθυντής και είχε μία πολύ ωραία, αστεία φάτσα, που έμοιαζε με μάσκα της Commedia dell’ arte –τότε δεν το ’ξερα, αλλά μετά, που είδα τις μάσκες της Commedia dell’ arte, λέω: «Α, ο κύριος Λαμπρόπουλος». Ο διευθυντής μας ήταν αυστηρός αλλά και καλός, δίκαια αυστηρός. Τον Χρήστο Φαράντζο, ο οποίος ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος και μας μύησε –τουλάχιστον εμένα αλλά, θυμάμαι, και πολλούς συμμαθητές μας– στα εξωσχολικά βιβλία. Μας έλεγε ότι: «Καλό το αλφαβητάριο και λοιπά, αλλά πάρτε να διαβάσετε κι αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο». Και θυμάμαι ότι μας πρότεινε τα βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη –με κίνδυνο να χαρακτηριστεί και να πάει άσχημα η καριέρα του. Τέλος πάντων. Και στις τελευταίες δύο τάξεις, Ε’ και ΣΤ’ –θέλω να τον αναφέρω– ήταν ένας Χρήστος Πάντος, καταπληκτικός δάσκαλος. Όταν είδα, μετά από πολλά χρόνια, τον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», μου ’ρθε στο μυαλό μου, αμέσως, αυτός ο άνθρωπος. Γιατί ήταν κάτι τελείως διαφορετικό απ’ όλους τους άλλους και αυτός μας έμαθε να σκεφτόμαστε με έναν τρόπο αποκλίνοντα. Να μην είμαστε πειθήνια όργανα και να αφομοιώνουμε αμάσητα ό,τι μας λένε, αλλά να τα περνάμε από ένα φίλτρο δικό μας. Δεν μπορώ να μην το πω αυτό. Λοιπόν, με τέτοιους δασκάλους και στο σχολείο, ήμουνα καλός μαθητής. Μάλιστα, αυτός ο κύριος Πάντος, είπε στη μάνα μου όταν ήμουνα στην ΣΤ’ Δημοτικού –παρόλο που πήγαινα στο… ήδη, πια, ήμουνα πολύ γνωστός, στα πολύ απάνω μου, ας πούμε– λέει: «Το παιδί να δώσει εξετάσεις να πάει στο Βαρβάκειο. Είναι πολύ καλός μαθητής και είναι κρίμα να πάει σε ένα οποιοδήποτε σχολείο. Να πάει στο…» –το Βαρβάκειο, τότε, ήτανε πρότυπο. Πράγματι, λοιπόν, πήγα στο Βαρβάκειο, έδωσα εξετάσεις, πέρασα τρίτος, μέσα από πολλά παιδιά, και αφού πήγα, τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν αυτό που ήθελα, γιατί εγώ νόμιζα ότι είναι ένα, γενικά, καλό σχολείο. Αυτό ήταν ένα πολύ καλό σχολείο μεν, αλλά με προσανατολισμό στα μαθήματα τα θετικά –Μαθηματικά, Φυσική– που εγώ δεν τα γούσταρα και πολύ. Εγώ ήμουνα πιο πολύ της Έκθεσης, της Ιστορίας, αυτά μου αρέσανε, και αισθανόμουν άσχημα. Αλλά θα έμενα, γιατί ήμουνα καλός μαθητής και μελετηρός, ας πούμε, χωρίς να ’μουνα [Δ.Α.] μ’ άρεσε, αλλά έπαθα το εξής, την εξής ζημιά. Τη φωνάξανε τη μάνα μου μια μέρα, μετά τον πρώτο μήνα, στο γραφείο, και της είπανε: «Μάθαμε ότι το παιδί σας παίζει στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Πρέπει να σταματήσει, γιατί εδώ είναι σοβαρό σχολείο». Και ήρθε, η καημένη η μάνα μου, με δάκρυα στα μάτια και μου το ’πε. Μου λέει: «Παιδάκι μου…» μου λέει. Και: «Αποφάσισε, τι θες να κάνεις. Θες να συνεχίσεις; Αλλά πρέπει να σταματήσεις, μου είπανε, γιατί είναι σοβαρό σχολείο». Και έγινα έξαλλος. Λέω: «Άσε με, ρε μάνα, να το σκεφτώ λίγο, δυο-τρεις μέρες». Γιατί μ’ άρεσε, ήθελα να πάω σε ένα καλό σχολείο και, στα φιλολογικά μαθήματα, είχαμε πολύ καλούς καθηγητές –και στα άλλα, απλώς, εγώ δεν συμπαθούσα πολύ τα Μαθηματικά και τη Φυσική και τη Χημεία κι αυτά. Να φανταστείς ότι στην Α’ Γυμνασίου κάναμε Άλγεβρα που, στα υπόλοιπα σχολεία, την κάνεις στη Β’ ή στην Γ’ –δεν θυμάμαι πότε την έκανες. Ήτανε δύσκολο, πολύ δύσκολο σχολείο. Τυχαίνει και σπάει ο διάολος το ποδάρι του και, μετά από δυο-τρεις μέρες, διαβάζει ο δάσκαλος, ο καθηγητής των Νέων Ελληνικών, την έκθεσή μου μπροστά σε όλη την τάξη, λέγοντας ότι είναι υπόδειγμα έκθεσης και λοιπά, και μου λέει: «Μείνε λίγο, Καλατζόπουλε, μετά, να σε ρωτήσω κάτι που θέλω». Μένω, λοιπόν, κι εγώ. Φαντάστηκα ότι θα θέλει να μου πει κι αυτός για το θέατρο… Μου λέει: «Πού έμαθες να χρησιμοποιείς τη γενική απόλυτο και το σύστοιχο αντικείμενο; Εδώ δεν τα έχουμε κάνει, θα τα κάνουμε του χρόνου αυτά» –αυτά είναι τύποι του συντακτικού της καθαρεύουσας. Κι εκεί, μου βγήκε η τσαντίλα μου –όχι τόσο προσωπικά, η υποτίμηση του θεάτρου από αυτό το σχολείο– και του λέω: «Να σας πω την αλήθεια, κύριε καθηγητά, τα έμαθα στις πρόβες του “Γαλιλαίου” του Μπρεχτ, που ανεβάζει ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, και τώρα που θα φύγω απ’ το σχολείο θα πάω εκεί για πρόβα. Όπου έχει μία σκηνή», και έβγαλα απ’ την τσάντα μου το κείμενο, μετάφραση Μάριου Πλωρίτη και λοιπά, «έχει μία σκηνή», λέω, «που οι σοφολογιότατοι προφέσορες του Collegium Romanum δεν πιστεύουν τον Γαλιλαίο που τους λέει, τους παρακαλεί να κοιτάξουν μέσα από το κιάλι για να δουν ότι υπάρχουν οι δορυφόροι του Δία, και του λένε σαν επιχείρημα, σε άπταιστη καθαρεύουσα: “Δεδομένων των συνθηκών –γενική απόλυτος–, πρέπει να σας πούμε ότι ο Αριστοτέλης δεν μαθήτευσε περί αυτού του μαθήματος –σύστοιχο αντικείμενο”». Έμεινε με το στόμα ανοιχτό ο άνθρωπος. Του λέω: «Αυτά τα μαθαίνω στις πρόβες του θεάτρου. Εδώ θα τα μάθω του χρόνου, μου είπατε, και ποιος ξέρει αν θα τα μάθω και πόσοι από μας θα τα μάθουμε. Και σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σας λόγια, αλλά εγώ θα φύγω απ’ αυτό το σχολείο». Και έφυγα και πήγα στο 5ο Αρρένων, στα Εξάρχεια, με τη λαϊκάντζα πάλι, απ’ την οποία προέρχομαι, και πέρασα υπέροχα.
Οι συμμαθητές σε αντιμετώπιζαν κάπως διαφορετικά;
Καθόλου, καθόλου. Ήμουνα ο φίλος τους ο Γιάννης, παίζαμε μπάλα, παίζαμε κρυφτό, παίζαμε κυνηγητό, αργότερα μιλούσαμε για γκόμενες. Θέλω να πω, καθόλου. Δεν μας έπαιρνε εκείνα τα χρόνια, τώρα. Τι; Να[00:40:00] κάνω εγώ, τώρα, ότι είμαι κάποιος, σε τέτοια λαϊκά σχολεία και με τέτοια λαϊκά παιδιά; Δεν ήθελα κιόλας και δεν το ένιωθα αυτό. Αυτό άρχισε μετά, αργότερα, ας πούμε. Ξέρεις, η απόσταση από τον κόσμο στην ηλικία του παιδιού, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Τουλάχιστον, στο δικό μου το μυαλό, δεν χώραγε κάτι τέτοιο. Αλλά και οι φίλοι μου και οι συμμαθητές μου, ακόμα, πρέπει να σου πω –μα, νομίζω, το ξέρεις, σας το ’λεγα μια άλλη φορά– συναντάω συμμαθητές μου απ’ το Γυμνάσιο, κι απ’ το Δημοτικό καμιά φορά, και βλέπω μέσα στα μάτια τους, απ’ τον τρόπο που με αντιμετωπίζουνε, πόσο σαν ίσος προς ίσον, ας πούμε, με έχουνε, από τότε και ακόμα, και πολύ χαίρομαι γι’ αυτό. Ίσως η μεγαλύτερή μου, έτσι, περγαμηνή είναι ότι πάντα είχα μια τέτοια σχέση με τους ανθρώπους και ποτέ αυτό το αφ’ υψηλού που…
Segment 3
Στο θέατρο ως παιδί-θαύμα - Δραματική Σχολή και πορεία στο θέατρο ως ενήλικας - Το παιδικό θέατρο
00:40:46 - 00:57:13
Είπες, μετά τις ταινίες, τι ήρθε πρώτο; Το παιδικό θέατρο;
Ναι, το παιδικό θέατρο. Σχεδόν αμέσως. Δηλαδή μετά τη δεύτερη, πρώτη-δεύτερή μου ταινία, πήγα κι έπαιξα κι εγώ στο παιδικό. Μοναδικό, τότε δεν υπήρχανε αυτός ο χαμός με τα διακόσια παιδικά θέατρα που υπάρχει τώρα. Υπήρχε ένα και μοναδικό, του Γιώργου Δρόση. Ιστορική μορφή, ο Γιώργος Δρόσης, του παιδικού θεάτρου. Κι αυτός μόνος του έγραφε τα έργα, μόνος του τα σκηνοθετούσε. Ήτανε, όμως, λίγο, στο πλαίσιο της εποχής του, ηθικοπολιτιστικοχριστιανικό, Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια λίγο… Το ίδιο πρέσβευε και η Αντιγόνη Μεταξά με τη θεία Λένα στο ραδιόφωνο. Μόνο ο Βασίλης Ρώτας είχε μία διαφορετική πρόταση για το θέατρο για παιδιά, αλλά όχι εκείνη την εποχή, παλιότερα, επί Κατοχής και μετά την Κατοχή λίγο. Αλλά τότε, εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Υπήρχε μόνο το θέατρο του Δρόση, που ήτανε το καλό παιδάκι, που ακούει τη μαμά του και τον μπαμπά του. Έτσι, ένα ηθικοπλαστικό, λίγο διδακτίστικο θέατρο, στο οποίο, όμως, έπαιξα απίστευτους ρόλους. Έπαιξα πολλά, τέσσερα-πέντε χρόνια με τον Δρόση. Και έχω παίξει, ας πούμε, τα παιδικά χρόνια του Διονυσίου Σολωμού και έκανα τον Διονύσιο Σολωμό σε παιδική ηλικία. Έπαιξα, ξέρω ’γω, τα παιδικά χρόνια του Μότσαρτ –που ήτανε παιδί-θαύμα, και καλά. Άλλα έργα, «Οι δύο μάγκες», «Χωρίς οικογένεια» του Έκτορος Μαλό. Τέτοια, του ρομαντισμού, ας πούμε, έργα –το φτωχόπαιδο, που έχει αυτό… Ναι, δεν μου άρεσαν, πρέπει να πω. Μου φαινόντουσαν λίγο ψεύτικα αυτά τα έργα, παρόλο που ήμουνα παιδάκι. Γρήγορα, λόγω της φήμης μου, κυρίως απ’ το σινεμά, αλλά και εκ του γεγονότος ότι –πρόσεξε τώρα– επειδή υπήρχε μόνο ένα θέατρο για παιδιά, που δεν παίζαμε παραστάσεις για σχολεία τις καθημερινές, παίζαμε μόνο κάθε Κυριακή, έντεκα με μία, μία παράσταση τη βδομάδα. Όταν ξύπναγα, κάθε Κυριακή, μου λέγανε –εγώ δεν το θυμάμαι, αλλά μου έλεγε η αδερφή μου και οι γονείς μου– ότι σηκωνόμουνα στο κρεβάτι μου και έλεγα: «Κυριακή!» όλος χαρά, γιατί το έβλεπα σαν παιχνίδι που θα πάω να παίξω στο θέατρο. Λοιπόν, στο θέατρο, ας πούμε, για παιδιά, ηθοποιοί –μεγάλοι, επαγγελματίες ηθοποιοί, του επαγγελματικού θεάτρου, που το βράδυ παίζαν σε βραδινά θέατρα– ερχόντουσαν και κάνανε εξτραδάκια μεροκάματα κάθε Κυριακή, να τσοντάρουν στον γλίσχρο τους προϋπολογισμό, το χαρτζιλίκι της Κυριακής. Κι εκεί, κάποιοι απ’ αυτούς, γνωστοί και καλοί ηθοποιοί –ο Νάσος Κεδράκας, ας πούμε, που έπαιζε πολύ, και στο θέατρο και στον κινηματογράφο, ο Γιώργος Ρώης, ο Κώστας Σαντοριναίος, η Ταϋγέτη, η περίφημη άσχημη του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου Ταϋγέτη. Κι άλλους, κάποιους άλλους πρέπει να ξεχνάω τώρα, αλλά μη δυσκολέψω το μυαλό μου. Θέλω να πω, γνωστοί ηθοποιοί εκείνης της εποχής, λέγανε στους θιάσους τους βραδινούς που παίζανε: «Μωρέ, να ’ρθείτε την Κυριακή να δείτε ένα παιδάκι, να δείτε τι ωραία που τα λέει!» και λοιπά. Και έτσι, κυκλοφόρησε λίγο η φήμη και έπαιξα στην επιθεώρηση πρώτα. Αλλά μετά, την άλλη χρονιά –ή μετά από κάνα-δυο χρόνια– ο Τζόγιας και η Χατζηαργύρη, με τους οποίους είχα παίξει στο σινεμά, με προτείνανε στον Μινωτή να παίξω στον «Ριχάρδο Γ’», που ανέβαζε στο Εθνικό Θέατρο, τον μικρό Δούκα του Γιορκ, ο οποίος είναι ένας αρκετά καλός ρόλος. Συνήθως, τον παίζουνε μικροκαμωμένοι επαγγελματίες ηθοποιοί ή γυναίκες. Και με είδε ο Μινωτής, με έβαλε και έκανα ψιλοντισιόν, ας πούμε: «Διάβασε λίγο εδώ, Γιαννάκη» και λοιπά. Διάβασα και με πήρε και έπαιξα σε αυτό. Μετά, την επόμενη χρονιά, πάλι κάπως, δεν ξέρω ποιος είπε ότι εκεί παίζει ένα παιδάκι, και με πήρε ο Κουν στο «Ένα σταφύλι στον ήλιο», ένα νέγρικο έργο, πολύ ωραίο, για τις φυλετικές διακρίσεις, που ανέβασε τότε στο Θέατρο Τέχνης. Νομίζω ήταν το ’60 ή το ’59, το ’60 εκείνη τη… ήμουνα εγώ δέκα-έντεκα χρονών. Και στα καπάκια, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο οποίος επίσης με είχε γνωρίσει απ’ τον κινηματογράφο. Εκεί, έπαιξα τρία-τέσσερα χρόνια στον θίασο του Διαμαντόπουλου. Πρώτα στον «Γαλιλαίο» του Μπρεχτ, που έκανα τον μαθητή του Γαλιλαίου σε μικρή ηλικία. Και μετά, στο «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν», που το παίξαμε δυο-τρεις σεζόν, με τη Μαρία Αλκαίου, τη Λήδα Πρωτοψάλτη –με την οποία είμαστε φίλοι από τότε, που κι αυτή ήτανε νέα κοπελίτσα, μόλις πρωτόβγαινε στο θέατρο–, τον Φυσσούν, την Καλογεροπούλου… Έτσι, με έναν πολύ μεγάλο θίασο, τότε, ο Διαμαντόπουλος. Όπου, οφείλω να το πω, μιας που μιλάμε για αυτό το παρελθόν, ότι –χωρίς να υποτιμώ τη βοήθεια και τη συμβολή όλων, που με αγαπούσαν πραγματικά και με προστάτευαν, και ο Μινωτής μου είχε πει αυτό που σου είπα… Σταμάτησε την πρόβα μια μέρα, στον «Ριχάρδο Γ’». Όλο το Εθνικό πάνω στη σκηνή, ένα έργο που παίζανε όλοι οι ηθοποιοί του Εθνικού –Βόκοβιτς, Καλλέργης, Τζόγιας και λοιπά– και λέει: «Έτσι να παίζετε, όπως παίζει αυτό το παιδάκι» –και εννοώντας, φυσικά, αυτόν τον αυθορμητισμό. Και γυρνάει αμέσως σ’ εμένα και μου λέει: «Αλλά μην το πάρεις απάνω σου. Δεν το κάνεις εσύ, η φύση το κάνει. Και αν γίνεις άνθρωπος, μετά μπορεί να γίνεις και ηθοποιός». Θέλω να πω, τρομακτικό. Ο Κουν, την άλλη χρονιά πάλι, κάτι παρόμοιο είπε. Λέει: «Να παίζετε με τον αυθορμητισμό που παίζει ένα παιδί. Βλέπετε πώς παίζει ένα παιδί; Δεν τα φιλτράρει απ’ τη λογική. Έτσι θέλω». Αλλά αυτό που με έκανε να γίνω ηθοποιός συνειδητά, ήταν που με φώναξε ο Διαμαντόπουλος στην πρόβα μία μέρα, στο καμαρίνι του, και μου λέει: «Να σου πω» –ήταν τότε που ήμουνα στο φόρτε μου, σου λέω, δεν έμπαινα σε λεωφορείο για να μη δίνω αυτόγραφα– «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις, ηθοποιός ή σταρ;» Του λέω: «Δηλαδή;» Μου λέει: «Να σου πω, για να το καταλάβεις. Ο σταρ είναι κατοστάρης, ο ηθοποιός είναι μαραθωνοδρόμος. Θες», μου λέει, «να έχεις μέλλον και πορεία και να φτάσεις πολύ μακριά; Θα γίνεις ηθοποιός. Επομένως, κόψε τα…» Και πήγα σπίτι μου και είπα στους γονείς μου, αποφάσισα –ήμουνα δώδεκα χρονών– λέω: «Δεν ξαναπαίζω ούτε στο θέατρο για παιδιά ούτε στο σινεμά, γιατί θέλω, μου είπε ο κύριος Διαμαντόπουλος να γίνω ηθοποιός και όχι σταρ». Και του το χρωστάω. Μετά ξαναδούλεψα μαζί του και σε μεγάλη ηλικία και λοιπά και τον αγαπούσα πολύ, γενικά. Αλλά του χρωστάω αυτό, ότι μου άνοιξε έναν δρόμο, μου άνοιξε τα μάτια, μου είπε ότι είναι ένα σταυροδρόμι. Και μετά, μου το εξήγησε και πιο αναλυτικά, μου λέει: «Μπορείς να γίνεις σταρ, ήδη έχεις όλα τα προσόντα, σε ξέρει ο κόσμος και λοιπά. Άμα το επιδιώξεις, θα γίνεις. Αλλά δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσεις. Μπορεί να καείς γρήγορα. Ενώ, άμα θες να αποφασίσεις να γίνεις ηθοποιός και σιγά σιγά να αυτό… Εγώ αυτό σου προτείνω», μου είπε. Και τον πίστεψα και δεν το έχω μετανιώσει καθόλου.
Επομένως, όταν… Εσύ δούλευες και στο θέατρο ενώ ήσουν στο σχολείο-
Ναι.
Στις τελευταίες τάξεις συνέχισες να δουλεύεις; Ήθελες να δώσεις… Ήθελες να σπουδάσεις; Να πας σε δραματική;-
Ήθελα να σπουδάσω. Καταρχήν, ναι, ήθελα οπωσδήποτε να πάω στη δραματική σχολή. Πρέπει να σου πω ότι πήγα στη δραματική σχολή απ’ τα ταλέντα. Δηλαδή, ο νόμος έλεγε –και ακόμα, νομίζω, λέει– ότι πρέπει να έχεις τελειώσει το Λύκειο, τώρα –τότε, δεν υπήρχε Λύκειο, ήταν το Εξατάξιο Γυμνάσιο– για να πας να γραφτείς σε δραματική σχολή. Αυτό μου το ’πε ο Μινωτής. Μου λέει: «Εγώ σε συμβουλεύω», μου λέει, «να πας να δώσεις στα ταλέντα, να γλυτώσεις τρία χρόνια και να ’ρθεις εδώ, στη σχολή τη δική μας. Θα σε πάρουμε, θα κάνουμε μία εξαίρεση» –του Εθνικού– «θα κάνουμε μία εξαίρεση και θα σε πάρουμε». Πήγα, όντως, έδωσα στην Επιτροπή Ταλέντων όταν ήμουνα δεκαπέντε χρονών και μαζί, παράλληλα με τις τρεις τελευταίες τάξεις του σχολείου –Δ’, Ε’ και ΣΤ’ Γυμνασίου, τότε Εξαταξίου– πήγαινα και στη δραματική σχολή. Αλλά δεν πήγα στο Εθνικό γιατί, εν τω μεταξύ, έφυγε ο Μινωτής και ο ίδιος με συμβούλευσε να μην πάω στη σχολή του Εθνικού και να πάω στη σχολή του Βαφιά –δεν υπάρχει πια αυτή η σχολή– όπου ήτανε μία καινοτομία για εκείνη την εποχή. Γιατί ο πονηρός –Θεός σχωρέσ’ τονε– Γρηγόρης Βαφιάς, πολύ καλός ηθοποιός, φίλος και μαθητής του Μινωτή, είχε πάρει δασκάλους, τους μισούς απ’ το Εθνικό και τους μισούς απ’ το Θέατρο Τέχνης. Και είχαμε και τις δύο σχολές, που τότε ήταν εντελώς… θεωρούνταν, ας πούμε, διαμετρικά αντίθετες. Η μία του Εθνικού, τύπου Ροντήρη, ας πούμε, με καλή ορθοφωνία, άρθρωση, ξέρω ’γω, και λίγο πιο εγκεφαλικό παίξιμο. Η σχολή του Κουν, τύπου Στανισλάβσκι, ας πούμε, που πιο πολύ έδινε ενδιαφέρον στο συναίσθημα. Εγώ είχα δασκάλους, ξέρω ’γω, κι απ’ το Εθνικό και από το… Τον Μπάκα, την Ελένη Ζαφειρίου, τον Φιλιππίδη. Και ήτανε πιο εύκολο, και σ’ εμένα και σε όλους τους συμμαθητές μου –και βγήκαμε πολλοί απ’ αυτή τη σχολή, παρόλο που δεν κράτησε πολλά χρόνια–, που είχαμε λίγο, μέσα μας, εμπεδώσει και τις διαφορές ανάμεσα στο ένα και στο άλλο, αλλά και τον τρόπο πώς αυτά να τα συνδυάζεις, κάτι που, ευτυχώς, έγινε πολύ γρήγορα. Δηλαδή πολύ γρήγορα, πια, ξεπεράστηκε αυτό το δίπολο.
Άρα, τελείωσες τη σχολή-
Τελείωσα τη σχολή του Βαφιά το 19… –πότε ήτανε που έγινε η Χούντα, νομίζω το ’67. Τότε τελείωσα, ναι, το ’67. Και έδωσα –είχα τελειώσει τη σχολή, έτσι κι αλλιώς, ήμουνα, δηλαδή, και στα χαρτιά, επαγγελματίας ηθοποιός– και έδωσα στην Πάντειο. Τότε, το Πάντειο λεγότανε η Πάντειος, ήτανε «Πάντειος Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών». Πέρασα κι εκεί –και με υποτροφία–, έκανα τα τέσσερα χρόνια της Παντείου, παράλληλα με τον στρατό, γιατί εν τω μεταξύ… Συνέχισα να παίζω. Έκανα μια διακοπή, κάνα χρόνο ίσως –ίσως και λιγότερο–, και με το που τελείωσα τη δραματική σχολή και πήγα στο πρώτο έτος της Παντείου, η Ματίνα Καρρά –μία εξαιρετική ηθοποιός της γενιάς μου, που τώρα τελευταία δεν παίζει– που έπαιζε με τον Μυράτ, με πήρε μια μέρα –και που είχαμε γνωριστεί γιατί παίζαμε μαζί στο παιδικό θέατρο αλλά και στο ραδιόφωνο. Τότε, οι ηθοποιοί παίζαμε πολύ στο ραδιόφωνο, τώρα δεν υπάρχει αυτό. Τώρα υπάρχει η τηλεόραση. Τότε υπήρχε, και γινόταν τα θέατρα της Τετάρτης, τότε. Τα θέατρα της Τετάρτης στο ραδιόφωνο. Με τη Ματίνα λοιπόν, που ήμαστε φίλοι γιατί είχαμε παίξει μαζί στο παιδικό θέατρο –μετά θέλω να κάνω μία παρένθεση, θύμισέ μου, για την Παιδική Αυλαία, εκεί γνώρισα τη Ματίνα Καρρά. Έπαιζε στου Μυράτ και με παίρνει μία μέρα τηλέφωνο και μου λέει: «Γιάννη, δεν πάει καλά το έργο που παίζουμε φέτος. Ανεβάζει ένα καινούριο ο Μυράτ» –δεύτερο, ας πούμε, μέσα στη σεζόν– «και θέλει έναν νεαρό σαν εσένα». Μόλις είχα τελειώσει τη σχολή, ήμουνα δηλαδή δεκαοχτώ χρονών. «Έλα», μου λέει, «το βράδυ απ’ το θέατρο». Και είναι καταπληκτικό, γιατί πήγα απ’ το θέατρο, είδα την παράσταση. Του είχε πει η Ματίνα ότι: «Θα ’ρθει ο Γιαννάκης να σας δει μετά για τον ρό[00:50:00]λο αυτόν». Χτυπάω την πόρτα και ο Μυράτ, που με ήξερε κι αυτός απ’ το σινεμά, αλλά με ήξερε ως παιδί και είχε να με δει πολλά χρόνια, άνοιξε την πόρτα και κοίταγε κάτω. Περίμενε να δει ένα παιδάκι. Και του λέω: «Μεγάλωσα, κύριε Μυράτ». Και έπαιξα εκεί αμέσως, στο «Απαγορευμένο τετράδιο», που πήγε δυο-τρεις σεζόν, πήγαμε και Θεσσαλονίκη. Θέλω να κάνω μία παρένθεση, γιατί σου είπα ότι έπαιζα στο παιδικό θέατρο του Δρόση. Μετά, όμως, γρήγορα μεταπήδησα στην Παιδική Αυλαία. Η Παιδική Αυλαία ήτανε, πραγματικά –και μιας που μιλάμε τώρα στο Istorima και μπορεί αυτό κάπου να μείνει και να χρησιμοποιηθεί από μελετητές και ερευνητές– ήταν, πραγματικά, ο πρώτος επαγγελματικός θίασος για παιδιά στην Ελλάδα. 1961, ήμουνα δώδεκα χρόνων. Βέβαια, η Ξένια Καλογεροπούλου το έκανε αυτό αργότερα, επί Χούντας, και το έκανε και πολύ καλά και έχει περάσει, νομίζω, στον κόσμο ότι αυτός ήταν ο πρώτος επαγγελματικός θίασος. Όχι. Θέλω να το πω. Δεν το λέω για μένα, το λέω οφείλοντας τιμή στους ιδρυτές του, που ήταν η Μαρούλα Ρώτα, κόρη του Βασίλη Ρώτα, ηθοποιός και συγγραφέας, και ο Γιώργος Δήμος, επίσης ηθοποιός και συνεργάτης του Βασίλη Ρώτα πολύ στενός, που με το ψευδώνυμο Θέσπις ήτανε μαζί με τον Βασίλη Ρώτα στο Θέατρο του Βουνού της Εθνικής Αντίστασης και παίζανε τον «Ρήγα Βελεστινλή» και άλλα πατριωτικά έργα στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές. Αυτός, λοιπόν, όταν τελείωσε το αντάρτικο και ο Εμφύλιος και λοιπά, ήρθε στην Ελλάδα, πέρασε κάποιες εξορίες και λοιπά, αλλά έγινε ηθοποιός και πολύ καλός ηθοποιός, με γνώρισε, αυτός, στον θίασο του Διαμαντόπουλου, που παίζαμε στον «Γαλιλαίο» του Μπρεχτ και αποφασίσανε, μαζί με τη Μαρούλα τη Ρώτα, την κόρη του Βασίλη του Ρωτά, να κάνουν ένα θέατρο για παιδιά, διαφορετικό από αυτό που ίσχυε μέχρι τότε. Δηλαδή, τι; Με επαγγελματίες ηθοποιούς –εκτός από μένα, που δεν ήμουν ακόμα επαγγελματίας, αλλά στην πραγματικότητα ήμουνα, γιατί έπαιζα συνέχεια– και με πολύ καλούς ηθοποιούς. Τη Λήδα Πρωτοψάλτη, τον Γιώργο Τζώρτζη, τους Μαλούχους –τον αδερφό Γιάννη και Βασίλη–, την Ταϋγέτη ξανά. Πολύ καλούς ηθοποιούς. Ο ίδιος ο Γιώργος Δήμος και η Μαρούλα Ρώτα παίζανε. Κι εκεί γνώρισα τη Ματίνα Καρρά, που ήτανε μία νέα, και αυτή, κοπελίτσα, εκείνη την εποχή –ερασιτέχνις, αλλά λίγο, ίσως κάνα χρόνο, πιο μεγάλη από μένα. Και θέλω να το πω αυτό. Όπου παίζαμε, πάλι, κοινωνικού προσανατολισμού έργα. Έργα του Γεράσιμου Σταύρου, έργα του Βασίλη Ρώτα, έργα που μιλούσανε για τα πραγματικά προβλήματα που πρέπει ένα παιδί, από μικρό, να μαθαίνει, και όχι για τα χαζοχαρούμενα –νεράιδες και… Που κι αυτά χρήσιμα είναι, αλλά ήτανε η πρώτη προσπάθεια να μιλήσουμε στα παιδιά –που λέει κι ένας στίχος του Αναγνωστάκη: «Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά». Να ξέρουνε σε τι κόσμο έρχονται, κι όχι να νομίζουνε ότι θα είναι όλα ένα ροζ σύννεφο μέσα στο οποίο θα ζήσουν. Αυτή η Παιδική Αυλαία σταμάτησε τη λειτουργία της –απ’ το ’61, που ιδρύθηκε, έπαιξε μέχρι το ’67. Το ’67 τη σταμάτησε η Δικτατορία γιατί όλους –σχεδόν όλους– τους συντελεστές της τους μπαγλαρώσανε, εκτός από μένα. Κι όταν τελείωσα το στρατιωτικό, μετά τη Χούντα, με φωνάξανε πάλι ο Δήμος και η Μαρούλα, που είχανε μεγαλώσει πια, και λένε: «Γιαννάκη, εμείς δεν αντέχουμε πια. Θέλεις;» και μου δώσανε το αρχείο της Παιδικής Αυλαίας και το μαγνητόφωνο, ένα παλιό μαγνητόφωνο-μπομπινόφωνο, μου τα χαρίσανε. Κι έτσι, επανίδρυσα την Παιδική Αυλαία και την κράτησα για κάμποσα χρόνια, πάλι στον δρόμο αυτόν, που χάραξε ο Βασίλης Ρώτας, ενός θεάτρου που δεν θα ενδιαφέρεται μόνο για τη φόρμα –που κι αυτό είναι χρήσιμο– αλλά θα ενδιαφέρεται εξίσου και για το περιεχόμενο. Να λέμε ωραία πράγματα, να δείχνουμε ωραία σκηνικά, κοστούμια, μουσικές, καλούς ηθοποιούς στα παιδιά, αλλά αυτά όλα να μην είναι στολίδια του κενού –όπως μου είπε κάποιος–, να είναι γεφύρια για τον νου. Η φόρμα να εξυπηρετεί το περιεχόμενο. Ήθελα να το πω κι αυτό και το είπα.
Ασχολήθηκες και-
Και σταμάτησε η Παιδική Αυλαία –αυτή, η δεύτερη, που επανίδρυσα, ας πούμε, εγώ– όταν με κάλεσε ο Κούρκουλος να κάνω το Παιδικό Στέκι στο Εθνικό Θέατρο. Εκεί, σκέφτηκα ότι δεν μπορεί να κάνω και τα δύο. Δεν γίνεται να δουλεύω, ας πούμε, για το Εθνικό Θέατρο και ταυτόχρονα να κρατήσω και την δική μου, ιδιωτική επιχείρηση, και την έκλεισα.
Ακόμα, όμως, ασχολείσαι με-
Ναι, δεν μπορώ να τη γλυτώσω από αυτό. Το αγαπώ πολύ αυτό. Από κει προέρχομαι. Και έχω και μία κόρη την οποία, όταν είδα να παίζει με την κούκλα της μία μέρα, όταν ήταν παιδάκι δύο χρόνων, και να παίζει διάφορους ρόλους –όπως όλα τα παιδάκια παίζουν, αλλά εμένα μου έδωσε φοβερή ιδέα. Δηλαδή, είδα την κόρη μου να τη μαλώνει την κούκλα της και να κάνει κάτι –ξέρεις, τα παιδιά που φτιάχνουν ιστορίες– και να την πετάει, μετά να κάνει μία βόλτα μες στο δωμάτιο, να την ξαναπιάνει και να τη χαϊδεύει. Και λέω: «Ρε, αυτό είναι “Ο κύκλος με την κιμωλία”! Αυτό είναι “Ο κύκλος με την κιμωλία”!» Κι έκανα την πρώτη μου διασκευή κλασικού έργου, ας πούμε, τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ, γιατί είναι αυτό ακριβώς. Πώς μία μητέρα πετάει το παιδί της και μία υπηρέτρια που το παίρνει και το μεγαλώνει και μετά μπαίνει το ερώτημα σε ποιον ανήκει –όχι μόνο το παιδί, αλλά το καθετί. Σε αυτόν που το θέλει μόνο για το δικό του συμφέρον ή σε αυτόν που πραγματικά το αγαπάει και το χρειάζεται; Και έτσι, έχοντας και την κόρη μου σαν οδηγό λίγο, που μεγαλώνοντας, μεγάλωνα κι εγώ μαζί της, ασχολήθηκα με το θέατρο για παιδιά με πολλές διασκευές. Σκέφτηκα ότι καλό το θέατρο, ρε παιδί μου, του Τριβιζά, πάρα πολύ καλό, καλά τα έργα που ανεβάζει η Ξένια, ο Ποταμίτης –τότε, ο μακαρίτης– και λοιπά, αλλά δεν πρέπει τα παιδιά να έρχονται από νωρίς σε επαφή και με το αληθινό θέατρο; Δηλαδή, αληθινό… Με συγχωρείτε, τώρα, που κάνω αυτή τη διάκριση, λίγο ακραία, αλλά όχι με έργα γραμμένα ειδικά για παιδιά, άλλα με έργα που έχουν γραφτεί από τεράστιες προσωπικότητες, χωρίς… Ας πούμε, ο Σαίξπηρ, όταν έγραφε το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», δεν το προορίζεται μόνο για ενήλικες. Ήξερε ότι εκεί, στην πλατεία που θα παιχτεί, ή στην αυλή του σχολείου, θα το δούνε και παιδιά. Το ίδιο και ο Μολιέρος, το ίδιο και ο Ίψεν. Δηλαδή, θέλω να πω, υπάρχουν έργα γραμμένα για μεγάλους, άλλα που είναι θαυμάσια παραμύθια για μικρούς και για μεγάλους. Εγώ, λοιπόν, με αφορμή αυτή τη σκέψη που έκανα απ’ το παιχνίδι της κόρης μου, αφοσιώθηκα για πολλά χρόνια στο να διασκευάσω για παιδιά Αριστοφάνη, Μπρεχτ, Μολιέρο, Ίψεν, Γκότση, την «Turandot», που ήταν έτσι μια αυτό… Λόρκα, τους «Φασουλήδες του Κατσιπόρα». Και θεωρώ ότι, στο μικρό μέτρο των δυνατοτήτων μου, όσο μπόρεσα και όσο άντεξα μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό, ας πούμε, της υπερπληροφόρησης, καμιά φορά, που δέχονται τα παιδιά, κάπως συνέβαλα. Νιώθω πολύ μεγάλη συγκίνηση όταν συναντάω μεγάλες κοπέλες τώρα –και όχι μόνο κοπέλες, μην παρεξηγηθώ– και άνδρες, που μου λένε: «Είχαμε δει τους “Φασουλήδες του Κατσιπόρα”. Μας είχε φέρει η μαμά μας όταν ήμαστε –ξέρω ’γω– δέκα χρονών». Και τώρα, βλέπεις έναν άνθρωπο, ξέρω ’γω, τριάντα χρόνων που είναι θεατρόφιλος. Και μου λένε ότι: «Αγαπάμε το θέατρο επειδή είδαμε αυτές τις παραστάσεις». Εντάξει, θεωρώ ότι κάπως, κι εγώ, βοήθησα στο να φτιαχτούν καλύτεροι θεατές. Αυτός είναι ο σκοπός του παιδικού θεάτρου, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι απλώς… Καλά, δεν είναι καθόλου, όπως κάνουν μερικοί, να βγάλουνε λεφτά βλέποντας το παιδί σαν εύκολη λεία πελάτη, αλλά ούτε και να κάνουμε την ψωνάρα μας, να πούμε ότι κάνουμε… Είναι να φτιάξουμε αυριανούς θεατές, καλύτερους, θεατρόφιλους θεατές, που να έχουν κριτήριο και που να… Ας πούμε, ένα παιδί, όταν έχει δει σε μικρή ηλικία μία διασκευή του «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου, όταν μεγάλος πάει να δει την κανονική παράσταση του «Αρχοντοχωριάτη», θα ’ναι πιο εξοικειωμένος, θα κάνει κάποιες αναλογίες, θα δει κάποιες αντιστοιχίες, θα πει: «Α! Να, γι’ αυτό, εκείνο!»
Στην περίοδο της Χούντας είπες ότι ήσουνα στον στρατό. Δεν ήσουνα, όμως, όλα τα χρόνια. Έπαιζες εν τω μεταξύ; Πώς ήταν το θέατρο τότε;-
Εδώ υπάρχει μία, ναι… Ναι, η Χούντα έγινε το ’67. Εγώ ήμουνα στο πρώτο έτος της Παντείου τότε. Και λόγω καταγωγής οικογενειακής, αλλά και λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν τότε, γρήγορα –όχι πολύ ενεργά, αλλά εν πάση περιπτώσει– ήρθα σε επαφή με συνδικαλισμένους φοιτητές. Τότε, απαγορευόταν ο συνδικαλισμός, ήτανε εγκάθετοι της Ασφάλειας. Αλλά είχα κι εγώ μια μικρή δραστηριότητα, όσο γινότανε κρυφή. Ίσως μπορώ να σου πω και κάνα-δυο τέτοια περιστατικά. Αλλά έπαιζα στο θέατρο. Δηλαδή, έπαιξα πρώτα στον θίασο του Μυράτ –αυτό που σου είπα, δύο χρόνια–, μετά έπαιξα στον Θίασο ’70 που είχε κάνει ο Γιώργος Θεοδοσιάδης και ανεβάζαμε διάφορα έργα –έπαιξα στο «Άνθρωποι και ποντίκια». Μετά, με πήρε η Λαμπέτη σε μία παράσταση που έκανε με τον Κωνσταντάρα. Τώρα, άκου! Ένα –εκ πρώτης όψεως και ακοής– αταίριαστο ζευγάρι, αλλά ανεβάσανε στο Θέατρο ΡΕΞ ένα πολύ ωραίο έργο, το «Τσιν Τσιν» του Φρανσουά Μπιγιεντού, όπου είχε ένα ρόλο, τον γιο της Λαμπέτη, και τον έκανα εγώ. Σκηνοθεσία Ντίνος Δημόπουλος. Και πήγε –δεν πήγε καλά αυτή η παράσταση– αλλά πήγε πολύ καλά η συνεργασία μου, εμένα με τη Λαμπέτη. Με αγάπησε πολύ η Λαμπέτη και μου πρότεινε και, αμέσως μετά, αρχίσαμε πρόβες με τον Βολανάκη τον Μίνω για τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ, που ανέβηκε μετά από έναν χρόνο και μετά μεταφέρθηκε στο Κρατικό. Σπουδαία παράσταση. Εμένα, όμως, τότε, με φώναξαν στην Ασφάλεια, γιατί τότε με είχαν τσιμπήσει ότι κάτι κάνω κι εγώ –όχι σπουδαία πράγματα, δεν θέλω να κάνω τον ήρωα, αλλά το καθήκον μου, ας πούμε, με τις μικρές μου δυνάμεις το έκανα– και μου είπανε να διαλέξω, ή εξορία ή φαντάρος. Και μου κόψαν την αναβολή που είχα, γιατί ακόμα δεν είχα τελειώσει την Πάντειο, και πήγα φαντάρος. Έτσι, διέκοψα δυο χρόνια και λίγο παραπάνω –γιατί έφαγα και μια φυλακή– κάθε δραστηριότητα, πήγα στον στρατό. Και μάλιστα, πρέπει να το πω κι αυτό, επειδή με αγαπούσανε άνθρωποι που θα μπορούσαν να με είχαν βοηθήσει. Ας πούμε, η Λαμπέτη, πρώτη απ’ όλους, όταν της το είπα –γιατί πήγα στην πρόβα και λέω: «Κυρία Λαμπέτη, δυστυχώς» –είχαμε αρχίσει καμιά δεκαπενταριά μέρες, έκανα τον Γιάσα, έναν πολύ ωραίο ρόλο– «πρέπει να φύγω». Και της είπα το πρόβλημα ποιο είναι. Μου λέει: «Μπορώ να βοηθήσω. Θες να κάνω ένα τηλεφώνημα;» Και της λέω: «Όχι καλύτερα». Δηλαδή, πραγματικά, δεν ήθελα να αποφύγω να πάω στον στρατό με τέτοιο μέσον, ας πούμε, βάζοντας τη Λαμπέτη να πάρει ένα τηλεφώνημα κάποιον που πιθανόν να ήξερε και να… Ούτε ο… κι ο Κωνσταντάρας προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Όχι. Είπα: «Ας πάω να το κάνω το φανταρικό μου και, όταν γυρίσω, πάλι νέος θα είμαι και θα με περιμένει η δουλειά». Η Χούντα ήταν μία δύσκολη εποχή για το θέατρο αλλά, ταυτόχρονα, και πολύ ενδιαφέρουσα. Γιατί; Γιατί μέσα από την απαγόρευση, δόθηκε η ευκαιρία σε πολλούς ανθρώπους να εκφραστούν έμμεσα και με κάποιο τρόπο που αυτό το κοινό ήταν έτοιμο να τα ακούσει [01:00:00]τα πράγματα. Θυμάμαι τις ουρές που γινόντουσαν στην παράσταση του Γιώργου Χαραλαμπίδη –Θεός σχωρέσ’ τονε– «Οι τριακόσιοι της Πηνελόπης», αλλά και σε άλλες παραστάσεις τότε, που έμμεσα θίγανε ζητήματα πολιτικά, υπό τον φόβο της λογοκρισίας, υπό τον φόβο των μπάτσων με πολιτικά που μπαίνανε στις παραστάσεις. Μετά, θυμάμαι, γύρισε ο Ληναίος από το Λονδίνο, που είχε φύγει με την Έλλη Φωτίου, τότε, επί Χούντας –γιατί ο Ληναίος ήταν χαρακτηρισμένος αριστερός, γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και στην ΕΔΑ στέλεχος και λοιπά– έφυγε. Όταν γύρισε, όμως, απ’ το Λονδίνο, κι αυτός ανέβασε, ας πούμε, τους «Κλειδοκράτορες» στο Θέατρο Όρβο ή –δεν θυμάμαι– το «Καληνύχτα Μαργαρίτα». Έργα που, με έναν έμμεσο τρόπο, θίγανε το ζήτημα της δημοκρατίας και της ελευθερίας, με κίνδυνο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, να έχουνε συνέπειες –και μερικοί απ’ αυτούς είχανε, επί Χούντας. Εγώ δεν έκανα και σπουδαία πράγματα. Με κάτι φίλους μου, τρυπούσαμε τις τσέπες των παντελονιών μας, τις γεμίζαμε προκηρύξεις που γράφανε «Κάτω η Χούντα» και, περπατώντας σε ώρες αιχμής στα Χαυτεία, τα αμολάγαμε αυτά και πέφτανε και κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει από πού πέσαν αυτά, γιατί τρέχαν από τα… Τότε ήταν της μόδας οι καμπάνες, τα παντελόνια καμπάνα. Είχαμε φαρδιές τσέπες, λοιπόν, τα γεμίζαμε, κι αν μας πιάσαν, μας πιάσαν. Δεν με πιάσαν εκεί αλλά, τέλος πάντων, με πιάσανε γιατί, περνώντας να πάω από το θέατρο που έκανα πρόβα με τη Λαμπέτη, το ΡΕΞ, στο σπίτι μου, με τα πόδια, περνούσα απ’ τη Μασσαλίας, όπου ακόμα είναι η Ελληνοαμερικάνικη Ένωση. Τότε, δεν υπήρχαν οι κάμερες. Και είχα μία κιμωλία στην τσέπη μου και έγραψα πάνω στον τοίχο της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης –βράδυ τώρα, δώδεκα η ώρα– «Nixon go home» και το «x» του Nixon το είχα κάνει αγκυλωτό σταυρό. «Nixon go home». Κάποιος με είδε και την άλλη μέρα με φώναξαν στην Ασφάλεια. Εντάξει, και πήγα φαντάρος, αυτό. Ευτυχώς. Άλλοι πάθανε πολύ χειρότερα πράγματα με τέτοιες μικρές δραστηριότητες. Όταν γύρισα… Στη Χούντα, λοιπόν, να πούμε ότι το θέατρο… Δεν θα ξεχάσω ποτέ το εξής, που είναι ενδεικτικό. Φαντάρος, με άδεια, ήρθα στην Αθήνα. Έδινα εξετάσεις –ήμουν ακόμα στην Πάντειο νομίζω, ή την τελείωσα και μετά γράφτηκα στη Νομική για να παίρνω άδειες από τον στρατό– και ήρθα με μία πενθήμερη άδεια να δώσω κάποιο μάθημα. Και έπαιζε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στο Ηρώδειο τον «Βασιλιά Ληρ». Τι σχέση έχει; Τι πολίτικο πράγμα –έχει, όλα τα έργα έχουν, ιδιαίτερα του Σαίξπηρ, αλλά που να έχει σχέση με τη Χούντα, συγκεκριμένα; Και είναι μία σκηνή, μια στιγμή –ο Θάνος Κωτσόπουλος έπαιζε τον Ληρ και, νομίζω, ο Ματσακάς, ένας σπουδαίος ηθοποιός, έπαιζε τον τρελό. Και είναι μία στιγμή που λέει: «Ω, τι εποχή! Να οδηγεί τους τυφλούς ένας τρελός». Έπεσε το Ηρώδειο απ’ το χειροκρότημα. Γιατί ο κόσμος, στους «τυφλούς» είδε τον ελληνικό λαό και στον «τρελό» τον Παπαδόπουλο, τον δικτάτορα, που είχε το μάτι του τρελού. Λοιπόν, αυτό ούτε το είχε φανταστεί –όπως μου είπανε μετά– ούτε ο σκηνοθέτης ούτε κανένας από τους ηθοποιούς, ότι θα υπήρχε τέτοια αντίδραση από το κοινό. Αλλά το κοινό διψούσε να δει πίσω από κάθε φράση, πίσω από κάθε λέξη, ένα υπονοούμενο κατά της Χούντας. Κάτι αντίστοιχο –που μου λέγανε οι παλιότεροι– είχε συμβεί και στην Κατοχή. Στην Κατοχή άνθισε το θέατρο, επειδή ο κόσμος πήγαινε διψασμένος να βρει διέξοδο από αυτή την καταπίεση και από αυτήν τη μαυρίλα και την πείνα και τη συμφορά της Κατοχής. Το ίδιο και στη Χούντα –σε μικρότερο βαθμό, αλλά έγινε. Και εκεί, θυμάμαι, επίσης, ότι γίνανε οι πρώτες αντιστασιακές –σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό πράξεις– και των ηθοποιών. Πώς; Καλά, δεν θα πω για τον Περικλή τον Κοροβέση και την Κίττυ Αρσένη, που τους κάνανε μαύρους στο ξύλο στην Αστυνομία, στην Ασφάλεια και λοιπά. Θα πω για πολλούς ηθοποιούς που μπήκαν σε μαύρες λίστες, μεταξύ των οποίων και εγώ, γιατί σε μία από τις παραστάσεις –τέλος πάντων, δεν θέλω να πω σε ποια– που δεν μας πληρώνανε και συμφωνήσαμε όλος ο θίασος να πάμε και να ζητήσουμε τα λεφτά μας από τον επιχειρηματία, αυτός μας λέει: «Άντε, ρε! Εσείς παίζετε για λεφτά; Για το ψώνιο σας παίζετε, ψωνάρες είσαστε!» Και ενώ είχαμε αποφασίσει να σταματήσουμε όλοι, δεν ακολούθησαν οι υπόλοιποι συνάδελφοι. Δεν τους κακολογώ, ήτανε και Χούντα τότε. Αλλά εγώ είχα το θράσος, την ημέρα που ερχόταν οι εκπρόσωποι της Εργατικής Εστίας να δουν την παράσταση για να αποφασίσουν αν θα δώσουν στον θίασο εισιτήρια –και πήγαινε καλά το έργο, δηλαδή αυτός ο επιχειρηματίας έβγαζε λεφτά και δεν μας πλήρωνε– βγήκα πριν από την έναρξη της παράστασης με τα ρούχα και λέω: «Κυρίες και κύριοι, εγώ σήμερα δεν θα παίξω για αυτόν και για αυτόν τον λόγο. Και αν θέλετε, εσείς μείνετε, εγώ θα φύγω». Και σηκώθηκα κι έφυγα απ’ την παράσταση, έφυγε και πολύς κόσμος. Και την άλλη μέρα που πήγα στο θέατρο –δηλαδή, εγώ για μια μέρα έκανα αυτή την ηρωική, ας πούμε, πράξη– βρήκα τα ρούχα μου, τα ρούχα του ρόλου, πεταμένα στο πεζοδρόμιο από τον επιχειρηματία. Και φυσικά με πήγανε στην Επιτροπή Αδείας, που υπήρχε τότε, για να μου πάρουν την άδεια. Να ’ναι καλά –όχι «να ’ναι καλά», Θεός σχωρέσ’ τονε, τον μακαρίτη τον γραμματέα τότε, τον Ντίνο τον Σιδερίδη, ηθοποιό, που ήταν εκεί και με αθώωσε. Αλλά θέλω να πω, μπήκα στη μαύρη λίστα από τότε. Όχι μόνο εγώ, και πολλοί άλλοι. Και άλλοι, λέω, πολύ χειρότερα πάθανε, που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και λοιπά. Αλλά, ας πούμε, όταν το χουντικό Σωματείο –το Σωματείο Ηθοποιών καταργήθηκε, όπως όλα τα σωματεία επί Χούντας, και στη θέση τους βάλανε εγκάθετους. Ηθοποιούς, αλλά συνεργαζόμενους, ας πούμε, με τη Χούντα. Αυτοί, το πρώτο πράγμα που κάνανε… Εμείς, λοιπόν, όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, η πρώτη πράξη διαμαρτυρίας και αντίστασης είναι ότι φύγαμε απ’ το Σωματείο, διαγραφήκαμε, φύγαμε, δεν θέλαμε να ανήκουμε σε αυτό το… Βάλανε ένα έψιλον μπροστά στο ΣΕΗ, στο ιστορικό ΣΕΗ, που είναι από τα πιο ιστορικά σωματεία, έχει ιδρυθεί το 1917. Αυτοί το είπαν ΕΣΕΗ, Εθνικόν Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Αυτοί, λοιπόν, το πρώτο πράγμα που κάνανε μόλις αναλάβανε, «κόψαν την ασπιρίνη», που λένε. Δηλαδή, αν δεν ήσουν μέλος του ΣΕΗ, δεν μπορούσες να πάρεις ούτε τα φάρμακα που έδινε το ΤΑ.Σ.Ε.Η. τότε. Ενώ, πάντα, στο ΤΑ.Σ.Ε.Η. μπορούσες να είσαι και χωρίς να είσαι στο ΣΕΗ. Αυτοί, λοιπόν, είπαν: «Θα γραφτείτε υποχρεωτικά στο ΣΕΗ –στο ΕΣΕΗ– για να πάρετε την ασπιρίνη σας απ’ το φαρμακείο τζάμπα». Και κάναμε την «επανάσταση της ασπιρίνης», δηλαδή, είπαμε όλοι ότι: «Όχι, προτιμάμε να αρρωστήσουμε και να πεθάνουμε, παρά να πάμε και να γραφτούμε στο χουντικό Σωματείο». Βέβαια, όταν έγινε η λεγόμενη αποχουντοποίηση, κάποιοι από αυτούς δεν αποχουντοποιήθηκαν. Και ενώ είχε παρθεί και μία απόφαση, τουλάχιστον να μη συνεργαζόμαστε μαζί τους, πάλι εγώ την τήρησα και μερικοί –λίγοι– άλλοι, αυτήν την απόφαση, και χάσαμε πολλές δουλειές. Θέλω να το πω αυτό, όχι τόσο γιατί –ντρέπομαι που το λέω εγώ– αλλά γιατί νομίζω ότι δεν έχει ειπωθεί, γενικά, και είναι καλό να ξέρει ο κόσμος ότι δεν ήταν και τόσο αβρόχοις ποσίν η πορεία όλων των ανθρώπων στο θέατρο. Και μερικές καριέρες χτίστηκαν και λίγο στο όριο μεταξύ ηθικής και ανηθικότητας. Κάποιες άλλες, όχι.
Segment 5
Κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία - Μεταγλωττίσεις - Συγγραφικό και μεταφραστικό έργο
01:06:31 - 01:12:40
Μετά τη Χούντα, συνεχίζεις;
Ναι, μετά τη Χούντα, παρόλο που… Α, η πρώτη μου δουλειά μετά τη Χούντα και μετά τον στρατό, μόλις απολύθηκα απ’ τον στρατό, ήτανε με τον Θανάση Παπαγεωργίου στη Στοά, που τότε είχε αρχίσει, μερικά χρόνια και λοιπά, και επίσης ένας προοδευτικός θίασος, με προοδευτικό προσανατολισμό. Με φώναξε ο Θανάσης, τον οποίο επίσης ήξερα –τότε ήτανε με τη Λήδα Πρωτοψάλτη ζευγάρι και τους ήξερα και τους δύο από τον θίασο του Διαμαντόπουλου– και μου λέει: «Ρε Γιάννη, δεν κάνουμε ένα παιδικό;» Και κάναμε το «Γαϊτανάκι» της Ζωρζ Σαρή, τότε, που το διασκεύασα με την άδεια της Ζωρζ και ήταν η πρώτη μου, έτσι, επαγγελματική δουλειά μετά τον στρατό. Είχα μπει, όμως, ήδη στις μαύρες λίστες και μου ήταν δύσκολο να βρίσκω δουλειά στο θέατρο. Πήγα, ζήτησα δουλειά, δεν ήτανε πολύ εύκολο. Και έτσι, για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, βιοποριζόμουνα γράφοντας κείμενα σε διαφημιστικές εταιρείες, όπου εκεί μπορούσα να δουλεύω, δεν είχε θέμα. Εκεί έμαθα να γράφω όμως. Εκεί, στις διαφημιστικές εταιρείες, που δούλεψα για πέντε-έξι χρόνια και που έγραφα, ξέρω ’γω, για απορρυπαντικά και σερβιέτες και όλα αυτά, έμαθα, ασκήθηκα στο να γράφω, στο να γράφω καλά. Πάντα είχα μία καλή σχέση με τη γλώσσα, αλλά εκεί έμαθα να τηρώ κάποιους κανόνες… Ένα πολύ μεγάλο προσόν της συγγραφής, γενικά, είναι να λες πολλά πράγματα με λίγες λέξεις. Μην κοιτάς τώρα, που κάνω το αντίθετο! Δούλεψα, λοιπόν, εκεί και, όποτε μπορούσα, δούλευα και λίγο στο θέατρο. Αλλά, θέλω να πω, έχω ένα κενό εκεί. Ευτυχώς πάλι, με έσωσαν –κάτι που δεν φαινόμουνα– οι μεταγλωττίσεις. Ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, έδινα τη φωνή μου, χωρίς να… τότε δεν λεγόντουσαν τα ονόματά μας, όπως τώρα, στις μεταγλωττίσεις. Και έκανα πολλά, ξέρω ’γω, το Sport Billy, πολλά, τους Flintstones και λοιπά. Κι έτσι, δεν έχασα την επαφή μου τελείως με τον θεατρικό χώρο. Ώσπου αποφάσισα, πια, ότι… Καλά, έπαιξα, φυσικά, και σαν επαγγελματίας ηθοποιός μετά τη Χούντα, σε μεγάλους θιάσους, με τον Κατράκη στους «Τελευταίους» του Γκόρκι, με τον Παπαγεωργίου σε πολλά ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., σε δυο-τρία ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κάναμε συνεταιρικούς θιάσους τότε, πολλούς και, έτσι, με πολύ… Πηγαίναμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα παίζοντας έργα. Αλλά τότε πήρα τη συνειδητή απόφαση να κάνω την Παιδική Αυλαία, για να μπορώ να κάνω και το κέφι μου και τα έργα που θέλω να ανεβάζω, χωρίς να εξαρτώμαι από τον Α ή τον Β επιχειρηματία.
Είπες έμαθες να γράφεις. Έχεις γράψει κάποια βιβλία, έχεις κάνει μεταφράσεις, τι έχεις κάνει;
Κοίταξε, ναι, δεν θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα, όμως, τώρα που τα βλέπω, έχουνε μαζευτεί κάμποσα. Δηλαδή, ξεκινώντας από αυτό, από το να διασκευάζω κλασικά έργα για παιδικό κοινό, λίγο λίγο, συνήθισα, έμαθα λίγο ένα –πώς λέγεται αυτό, ρε παιδί μου; Εγώ δεν πιστεύω σε αυτά που λένε «δημιουργική γραφή» και λοιπά… Λίγο [Δ.Α.] πιο εύκολα. Αν το ’χεις, θα γράψεις. Αλλά μέσα από αυτήν την άσκηση, πώς να φέρεις στο σήμερα τον Αριστοφάνη, και μάλιστα για παιδιά. Ο Αριστοφάνης, έτσι κι αλλιώς, θέλει ενός είδους διασκευή όταν τον παίζεις, και για ενήλικες. Δεν μπορεί ο σύγχρονος θεατής να καταλάβει το λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη που γινότανε για τον Λάμαχο, που δεν ξέρει ποιος είναι ο Λάμαχος και λοιπά. Πρέπει να βρεις το αντίστοιχο. Και είναι θεμιτό αυτό. Πόσο μάλλον όταν πρέπει να το κάνεις αυτό για παιδιά, ηλικίας, ξέρω ’γω, από πέντε μέχρι έντεκα-δώδεκα χρονών. Αυτή η τριβή μου με τη διασκευή, μου ’μαθε –μου ’μαθε… Με διευκόλυνε να βρω έναν τρόπο να γράφω. Και σιγά σιγά, δειλά, άρχισα να γράφω και δικά μου, πρωτότυπα έργα, εκτός από τις διασκευές που έκανα. Μετά, κάποια στιγμή, σε κάποια πρόβα, στο Εθνικό, νομίζω, ήμαστε, ένας συνάδελφος –επειδή εγώ, στις πρόβες[01:10:00], μου αρέσει να λέω ιστορίες από το παρελθόν, αυτά που σου είπα κι εσένα, για παλιούς ηθοποιούς και άλλα πολλά– έρχεται μία μέρα ο Σπύρος και μου λέει: «Ρε συ Γιάννη, θα πεθάνεις» –καλά, τότε ήμουνα και πιο νέος, αλλά μου το ’πε– «θα πεθάνεις κι αυτά δεν θα τα ξέρει κανένας. Γιατί δεν κάθεσαι να τα γράψεις;» Με τρέλανε αυτό που μου ’πε. Κι έκατσα το ίδιο βράδυ, ξεκίνησα να γράφω, και μέσα σε –ούτε ένα μήνα– σε είκοσι μέρες, έτσι, μου βγήκε «βρρρ», με έναν πόνο, που λένε, το πρώτο μου βιβλίο –μυθυστέρημα το λέω εγώ, ο εκδότης το είπε μυθιστόρημα, αλλά εγώ το λέω μυθυστέρημα– που είναι αυτό, είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό, που λέει, έτσι, για το θέατρο και για… «Γιαννάκης, το παιδί-θαύμα», εκδόσεις Καστανιώτη. Έχει εξαντληθεί. Είναι το πρώτο μου βιβλίο, ας πούμε. Ψέματα, το πρώτο μου βιβλίο, πάλι με τον Καστανιώτη, πιο πριν, είναι τρία παιδικά, διασκευές, αλλά πρωτότυπα δικά μου έργα. Το ένα είναι «Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά», από το παραμύθι, «Ο Στραβομούτσουνος» και «Ο Σούπερ Μπαμ και η Ρηνούλα» που τα ’βγαλε ο Καστανιώτης –κι αυτό εξαντλημένο, νομίζω έχω ένα και μοναδικό. Δεν σ’ το χαρίζω. Αλλά γλυκάθηκα, γιατί αυτό είχε επιτυχία. Με παίρνανε τηλέφωνο πολλοί και μου λέγανε: «Τι ωραίο που διαβάσαμε για την εποχή εκείνη, πώς ήταν το θέατρο και πώς ήταν ο κόσμος» και λοιπά. Και έγραψα μετά, έβγαλα στον Αιγόκερω το «Τι να σου πω… Σουλτάνα μου, και άλλα διηγήματα», που κι αυτό είναι, έτσι, λίγο σχετικό με το θέατρο και ψιλοαυτοβιογραφικό. Έβγαλα το «Οδός θεάτρου», που είναι σημειώματα γύρω από το θέατρο, μικρά, σύντομα σημειώματα, όχι τόσο… Και αναμνήσεις, αλλά και εμπειρίες, απόψεις, σκέψεις, γενικά, γύρω από το θέατρο και λοιπά. Έκανα μία μετάφραση –έχω κάνει αρκετές μεταφράσεις για το θέατρο, όχι μόνο τις διασκευές για παιδιά, αλλά και για τους ενήλικες. Έχω μεταφράσει από τα ιταλικά –γιατί πήγα και στην Ιταλία και σπούδασα δυόμισι χρόνια Σκηνοθεσία Θεάτρου, στην Ακαδημία Θεάτρου της Ρώμης. Έχω μεταφράσει τη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, έχω μεταφράσει του Μακιαβέλι τον «Μανδραγόρα». Αλλά το μεγάλο μου, έτσι, έργο, το τελευταίο, που εκδόθηκε πρόσφατα, είναι μία κωμωδία άγνωστη στην Ελλάδα και σε πολύ κόσμο, και σε μεγάλο μέρος του κόσμου, που λέγεται «Candelaio» και την έχει γράψει ένας που δεν είναι θεατρικός συγγραφέας, αλλά φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος και μάγος, ο Giordano Bruno. Που κάηκε στην πυρά σαν μάγος ενώ, ο άνθρωπος, δεν ήταν μάγος, απλώς έλεγε –πολύ πρόωρα και πριν από τον Γαλιλαίο– υποστήριζε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού και όχι του γεωκεντρικού συστήματος. Αυτό με παίδεψε πάρα πολύ, το έργο, γιατί είναι μία καταπληκτική κωμωδία, άγνωστη –ξαναλέω– που την ανακάλυψα όταν ήμουνα στην Ιταλία. Με ιταλικά, και μάλιστα ναπολιτάνικα, του 1600, με πολλά λατινικά και λοιπά. Τη δούλευα, με διαστήματα και με διακοπές, πάρα πολλά χρόνια και, επιτέλους, την κατάφερα μες στην πανδημία και το εξέδωσα και πρόκειται να κάνουμε και μία εκδήλωση γι’ αυτό στο Ιταλικό Ινστιτούτο, με τη συμμετοχή της Πρεσβείας της Ιταλικής. Και το περιμένω με μεγάλη χαρά αυτό.
Πότε πήγες στην Ιταλία;
Στην Ιταλία –είναι μια άλλη ωραία ιστορία– πήρα μια κοπέλα από πίσω, ρε παιδί μου. Πώς πας, παίρνεις μια κοπέλα από πίσω και σε πάει, ξέρω ’γω, στο Παγκράτι, στα Τουρκοβούνια και λοιπά; Αυτή με πήγε στην Ιταλία. Μετά την παντρεύτηκα κι έχω και την κόρη μου μαζί της. Σπούδαζε Ιατρική εκεί και πήγα, επειδή ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί της. Δεν με δεχόντουσαν. Λέω: «Εντάξει, είμαι ερωτευμένος. Να κάτσω εδώ, μαζί σου, να σου μαγειρεύω και λοιπά, αλλά κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ». Είδα, έψαξα λίγο, βρήκα ότι υπάρχει Ακαδημία Θεάτρου. Δεν με δεχόντουσαν, γιατί ήμουνα ήδη τριάντα τεσσάρων χρονών και εκεί το όριο ήταν είκοσι οχτώ. Θα την πω αυτή την ιστορία γιατί είναι πολύ ωραία.
Εννοείται.
Περπατώντας απογοητευμένος μια μέρα στη Via Veneto, που δεν ήξερα τι να κάνω κι έκανα όλο βόλτες στη Ρώμη και αυτό και λοιπά, είχαν αρχίσει να τελειώνουν και τα λεφτά –κάτι λίγα λεφτά που είχα απ’ τις διαφημίσεις μαζέψει, τα είχαμε ξοδέψει με την Αλεξάνδρα–, ακούω ελληνικά. Κάνω έτσι –γνωστές φωνές κιόλας–, κοιτάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, βλέπω μια γνωστή μου παρέα, έξω από ένα μεγάλο κτίριο με την ελληνική σημαία. Ήταν η Ελληνική Πρεσβεία, αλλά δεν το είχα προσέξει ποτέ ότι εκεί ήταν η Πρεσβεία. Και ήταν η Μελίνα Μερκούρη με τη συνοδεία της. Με τη Μελίνα γνωριζόμαστε απ’ το θέατρο, απ’ το Σωματείο και λοιπά, είχαμε και πολύ καλή σχέση, μάλιστα, τότε. Είχα μείνει άναυδος και δεν μπορούσα ούτε να φωνάξω. Με είδε αυτή και μου λέει: «Γιάννη! Γιάννη!» Πέρασα, λοιπόν, απέναντι, μου λέει: «Τι κάνεις εδώ;» Της εξήγησα, λοιπόν, ότι αυτό κι αυτό και δεν με δέχονται στη σχολή. Μου λέει: «Θα ’ρθεις αύριο στον κύριο Στρεμμένο» –ήταν ο πρεσβευτής τότε– «γιατί τώρα φεύγω, πάω στο αεροδρόμιο, αλλά θα πω στην Εμμανουέλα να γράψει μία επιστολή και θα σ’ τη δώσει ο κύριος Στρεμμένος να την πας». Ήταν διευθυντής, τότε, ο πολύ γνωστός σκηνοθέτης Ιταλός, ο Ronconi, ο Luca Ronconi, που ήτανε φίλος της Μελίνας. Μου έδωσε έναν φάκελο την άλλη μέρα αυτός –κλειστό, δεν ήξερα τι γράφει. Τον πάω στη σχολή. Η γραμματέας είχε βαρεθεί να με βλέπει. «Μα», μου λέει, «σας είπαμε, κύριε Καλατζόπουλε, δεν μπορείτε να…» Λέω: «Όχι, έχω αυτό το γράμμα από την Υπουργό» –ήταν Υπουργός Πολιτισμού τότε η Μελίνα– «από την Υπουργό Πολιτισμού», «Α!», μου λέει, «Περιμένετε». Το πάει, λοιπόν, μέσα και μετά από δύο λεπτά –ούτε, τριάντα δευτερόλεπτα– ακούω τρανταχτά γέλια: «Αχαχα! Αυτή η Μελίνα!» –στα ιταλικά– «Τρελή, πάντα τρελή!» Τι του είχε γράψει; Με φώναξε μέσα, λοιπόν, αυτός. «Σας παρακαλώ πολύ, αγαπητέ μου φίλε Luca, να βοηθήσεις και να εξυπηρετήσεις τον φίλο μου, Γιάννη Καλατζόπουλο, ο οποίος είναι γνωστός ηθοποιός –και λοιπά– στην Ελλάδα, και βρίσκεται στην Ιταλία per motivi d’amore» –για ερωτικούς λόγους. Και έσκασε στα γέλια αυτός. Και με δέχτηκαν στη σχολή –ακροατή βέβαια. Allievo libero straniero λέγεται αυτό, δηλαδή ξένος μαθητής, φιλοξενούμενος, ας πούμε. Έκανα δύο χρόνια Σκηνοθεσία με πολύ καλούς δασκάλους εκεί. Εκτός από τον ίδιο τον Ronconi, είχαμε τον Aldo Trionfo –σπουδαία φυσιογνωμία κι αυτός στην Ιταλία–, τον Vittorio Gassman, τη Monica Vitti, τον Dario Fo. Και μιας που ήμουνα στην Ιταλία, κι εγώ δεν μπορώ να κάθομαι και πολύ με σταυρωμένα χέρια –τότε τουλάχιστον, τώρα μπορώ–, πήγα κι έκανα κι ένα corso singolo. Δηλαδή, ένα μονοετές πρόγραμμα σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, Θεατρολογίας, γύρω από το θέατρο της Άπω Ανατολής, δηλαδή το Kabuki, το Noh και αυτά, το θέατρο του Μπαλί. Με έναν πολύ καλό καθηγητή, τον Ferruccio Marotti.
Εν τω μεταξύ, εκεί δούλευες; Πώς-;
Όχι, εκεί δεν δούλευα. Ναι, δούλευα. Τι, όμως, δουλειά έκανα; Να δουλέψω σαν ηθοποιός δεν μπορούσα, δεν ήξερα καλά τη γλώσσα. Ήτανε πολύ δύσκολο να δουλέψω. Έμαθα ιταλικά κάπως μετά, αλλά δεν προλάβαινα να… Αλλά έπαιζα πιάνο και κιθάρα σε ένα ελληνικό εστιατόριο, στην Όστια, για ένα μεγάλο χρονικό… Έτσι, δηλαδή. Σου λέω, γιατί τα λίγα λεφτά που είχα μαζί μου όταν πήγα να βρω την Αλεξάνδρα, τελειώσανε γρήγορα. Η Αλεξάνδρα είχε ένα πολύ μικρό, από τους γονείς της, ας πούμε, ποσόν, δεν μας έφτανε να ζούμε και τους δύο. Αλλά βρήκα μία καταπληκτική ελληνική ψαροταβέρνα στην Όστια –η Όστια είναι το επίνειο, ας πούμε, το παραθαλάσσιο μέρος της Ρώμης– και έπαιζα τα βράδια με άλλους Έλληνες. Ένας έπαιζε μπουζούκι, άλλος κιθάρα κι εγώ… καμιά φορά κι εγώ κιθάρα, και πιάνο. Τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Μαρκόπουλου, του Ξαρχάκου –τα γνωστά σουξέ, ας πούμε, για τους Έλληνες του εξωτερικού, και έβγαζα καλό χαρτζιλίκι. Έκατσα δηλαδή, τον ενάμιση χρόνο τον πέρασα έτσι.
Τη μουσική την έμαθες-;
Αυτοδίδακτος. Αλλά, τι; Αυτοδίδακτος, αλλά ο πατέρας μου έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε σε χορωδίες –μπάσος καταπληκτικός– και στις εκκλησίες, αλλά και σε χορωδίες. Η μάνα μου ήταν το αηδόνι της οικογένειας. Δεν έπαιζε κανένα όργανο, αλλά τραγουδούσε εξαιρετικά. Δηλαδή, όταν τραγουδούσε η μάνα μου, σταμάταγε και η μύγα που πετούσε για να την ακούσει. Αλλά ο παππούς μου, που ήτανε Κεφαλλονίτης τρελός –και θα σου πω για τον παππού μου, γιατί κι αυτό είναι χαρακτηριστικό για την εποχή, κάτι– έπαιζε μαντολίνο καταπληκτικό, όμποε και σαξόφωνο. Και η γιαγιά μου, η Κεφαλλονίτισσα επίσης, η γυναίκα του, έπαιζε κιθάρα. Λοιπόν, στις οικογενειακές γιορτές, γενέθλια, Χριστούγεννα, Πάσχα, ξέρω ’γω, και λοιπά, ορχήστρα το σπίτι μας! Ερχόντουσαν και κάνα-δυο γείτονες, πάλι, με όργανα και ακορντεόν και τέτοια και γινόταν χαμός. Όταν μεγαλώνεις σε ένα τέτοιο σπίτι… Ο παππούς μου, όταν άκουγε άνθρωπο να είναι φάλτσος –τραγουδούσαμε, ρε παιδί μου, όλοι μαζί και τύχαινε ένας να μην είναι καλά κουρδισμένος– κοίταγε τη γιαγιά μου κι έλεγε: «Αχ, ο καημένος!» Το θεωρούσε αρρώστια το να μην μπορείς να κάνεις δεύτερη φωνή με το αυτί. Σε ένα τέτοιο σπίτι μεγαλώνοντας, έπιασα τα πρώτα μου ακόρντα που μου έδειξαν ο παππούς μου και η γιαγιά μου και ο πατέρας μου. Αλλά σιγά σιγά, επειδή μου άρεσε η μουσική… Ο παππούς μου, λοιπόν, Κεφαλλονίτης, είχε πάει δώδεκα χρόνια φαντάρος για ένα πόντο. Σ’ όλη του τη ζωή έλεγε –οι Κεφαλλονίτες, δεν ξέρω αν ξέρετε, βρίζουν πολύ. Όλες τις βρισιές που μπορείς να φανταστείς και πολύ πρωτότυπες μερικές, πολύ έξυπνες βρισιές. Ο παππούς μου έλεγε –δεν ξέρω αν κάνει να πω: «Γαμώ και τον πούστη τον πόντο!» έλεγε. «Γαμώ και τον πούστη τον πόντο!» Εγώ νόμιζα ότι εννοεί τον Εύξεινο Πόντο και όταν τα ’φτιαξα με την πρώτη μου γυναίκα, που ήταν ποντιακής καταγωγής και θα ερχόντουσαν τα πεθερικά στο σπίτι, λέω: «Παππού, μην πεις τίποτα για εκείνο τον πούστη τον Πόντο, γιατί είναι Πόντιοι». «Μα, παιδάκι μου, εγώ δεν λέω για αυτόν τον Πόντο». Λέω: «Για ποιο πόντο λες;» «Λέω για αυτόν τον πόντο που, αν δεν τον είχα στο μπόι μου, δεν θα πήγαινα δώδεκα χρόνια φαντάρος». Το όριο για να πάρεις απαλλαγή ήταν 1.50. Ο παππούς μου ήταν 1.51 ύψος. Και για έναν πόντο, παρουσιάστηκε το 1910, τον πιάσαν αλλεπάλληλα όλοι οι πόλεμοι –Βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία– και απολύθηκε το 1922, με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Για ένα πόντο. Και σε όλη του τη ζωή, έλεγε: «Γαμώ και τον πούστη τον πόντο!» και έβριζε. Έτσι έμαθα μουσική. Και όχι μόνο έτσι. Ένας μακαρίτης παραγωγός ταινιών, σαν τον Νόβακ κι αυτός, ο Ηλίας ο Περγαντής –τον οποίον ο πατέρας μου τον έλεγε «Ο κυρ-Ηλίας ο τίμιος», έτσι τον έλεγε– ο οποίος, όταν… Γύρισε κι αυτός πολλές ταινίες και έκανα πέντε-έξι κι εγώ μαζί του. Είχα παίξει σε μία ταινία από τις τελευταίες μου, που ήμουνα μεγάλη φίρμα και είχα πάρει ποσοστό τέσσερα τα εκατό, και φώναζε κάθε μήνα τον πατέρα μου και του έλεγε –αυτή η ταινία παίχτηκε σε όλη την Ελλάδα και όπου υπήρχαν Έλληνες, Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία και λοιπά– και του έλεγε: «Ο Γιαννάκης έχει αυτόν τον μήνα εκατόν πενήντα οχτώ δραχμές, τον άλλο μήνα διακόσιες τριάντα δύο δραχμές». Κάποια στιγμή, παίχτηκε παντού η ταινία, αυτά λιγόστευαν, τα ποσοστά. Και του έλεγε –αλλά ήταν τίμιος– και του έλεγε: «Δώδεκα δραχμές». Του λέει μια μέρα: «Ρε κυρ-Ηλία», του λέει ο πατέρας μου, «φτάνει! Έχει πληρωθεί καλά για αυτήν την ταινία το παιδί. Δεν χρειάζεται, μη με φωνάζεις κάθε μήνα να μου δίνεις, ξέρω ’γω, δώδεκα δραχμές και εννιά δραχμές», και τέτοια. Λέει: «Αστειεύεσαι; Τι; Μπορεί να παίζεται άλλα είκοσι χρόνια η ταινία. Άμα τα μαζέψεις αυτά! Και γιατί να το ρίξουμε το παιδί; Τον έχω ακούσει που όταν έρχεται εδώ, στο γραφείο, κάθεται στο πιάνο» –είχε ένα πιάνο στο γραφείο αυτός– «και παίζει με το αυτί, παίζει, παίζει κομματάκια. Να σ’ το δώσω αυτό το πιάνο, που μου πιάνει και χώρο εδώ μέσα;» Και μου χάρισε το πιάνο του. Ένα πολύ ωραίο αμερικάνικο πιάνο με σιδερένια βάση, το οποίο το είχα μέχρι πρό[01:20:00]σφατα –ας μην πω καλύτερα πώς δεν το έχω πια. Για καλό λόγο δεν το έχω, κάπου το χάρισα κι εγώ. Γιατί ό,τι σου χαρίζουν, καλό είναι να το χαρίζεις και να πιάνει τόπο. Αλλά αυτό το πιάνο, έχοντάς το μες στο σπίτι μου, όποτε δεν είχα άλλη δουλειά να κάνω, καθόμουνα και, με το αυτί, έπαιζα. Και να που μου χρειάστηκε και έβγαλα και λίγα λεφτά στην Ιταλία με αυτό.
Πολύ ωραία. Για τη Χούντα είπαμε. Είναι κάτι άλλο που…
Όχι. Νομίζω τα είπαμε όλα. Εσύ δεν ξέρω αν-
Κάτι για την… Ναι. Θυμάσαι κάτι, έτσι, από τις παραστάσεις, πρόβες; Κάτι άλλο απ’ τη Λαμπέτη, τον Μυράτ που είπες;
Πάρα πολλά! Θα μπορούσα να μιλάω άλλη μία μέρα ολόκληρη για αυτούς τους ανθρώπους. Ο Μυράτ ήταν ένας διφορούμενος άνθρωπος. Ήταν εξαιρετικά ευγενής, πάρα πολύ ευγενής. Ήταν πολύ –πώς λέγεται αυτό; Ήξερε πολλά πράγματα, ήταν τέρας μόρφωσης και εγκυκλοπαίδεια, κινητή εγκυκλοπαίδεια αυτό που λένε. Αυτά. Τα καλά θέλω να πω.
Όχι, κάποια εμπειρία. Αν είχες κάτι, έτσι, περιστατικά;
Ναι, είχα πολλά. Μου ’χει πει το εξής καταπληκτικό. Επί Χούντας –παίζαμε επί Χούντας, το 1969, ’70 και λίγο ’71 παίχτηκε αυτή παράσταση, «Το απαγορευμένο τετράδιο». Μια φορά, λοιπόν, είχε έρθει ένας υπουργός της Χούντας –δεν θυμάμαι, ο Βολωνίνης ήτανε; Κάποιος, ένας υπουργός της Χούντας, και καθόταν στην πρώτη σειρά. Μας λέει, λοιπόν, στο διάλειμμα ο Μυράτ: «Συνάδελφοι», λέει. «Συνάδελφοι» –μιλούσε, έτσι, και λίγο…– «στον χαιρετισμό σας, παρακαλώ πολύ, η πρώτη μας υπόκλιση να είναι προς τον κύριο υπουργό, να τον κοιτάμε στα μάτια και να υποκλιθούμε, και μετά στο υπόλοιπο κοινό». Δεν μίλησε κανένας. Τον πιάνω κι εγώ ιδιαιτέρως μετά, γιατί δεν ήθελα, μπροστά σε όλους, να κάνω θέμα, του λέω: «Κύριε Μυράτ, εγώ δεν θέλω να σας φέρω σε δύσκολη θέση, ούτε και τους άλλους συναδέλφους μου, πειράζει να μη βγω καθόλου στον χαιρετισμό; Γιατί δεν θέλω να υποκλιθώ στον υπουργό της Χούντας». Με κοιτάει λίγο και μου λέει: «Εμ, βέβαια! Πόσων χρονών είσαι;» «Είκοσι», του λέω. «Όποιος δεν είναι κομμουνιστής στα είκοσί του είναι βλαξ. Αλλά όποιος είναι και μετά τα σαράντα είναι μαλάκας!» Με αγαπούσε, γενικά, ο Μυράτ –ήθελε να με υιοθετήσει, μου ’λεγε, μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Έχω πολλές ιστορίες να πω. Δεν θέλω να πω. Η Λαμπέτη ήταν μια άλλη προσωπικότητα. Η Λαμπέτη ήτανε ένα ξωτικό. Ήτανε μία νεράιδα, μία οπτασία –και πάνω στη σκηνή και εκτός σκηνής. Ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Είχε τις στιγμές της κι αυτή, όπως όλοι μας. Όταν ήθελε να είναι σκληρή, μπορούσε να είναι πολύ σκληρή. Την καταλάβαινες αμέσως τη διαφορά. Αλλά ήτανε πολύ αγαπησιάρικος άνθρωπος, δηλαδή ήτανε… Την έβλεπες και την ερωτευόσουνα, χωρίς να κάνει κάτι, μόνο που υπήρχε. Καλά, πάνω στη σκηνή ήτανε θεϊκή. Μια μέρα την είδα πολύ στεναχωρημένη στο καμαρίνι. Ήθελε πάντα να πηγαίνω πριν την παράσταση στο καμαρίνι και να της λέω καλησπέρα και λοιπά. Και την είδα, ήταν πολύ στεναχωρημένη. Της λέω: «Κυρία Έλλη, τι;» «Χθες», μου λέει, «Γιαννάκη μου, έπαιξα χάλια!» Της λέω: «Αστειεύεστε; Είχα χαζέψει, ξέχασα να σας δώσω ατάκα γιατί σας…» «Ναι, ναι», μου λέει, «το ’κανα εξ αναμνήσεως!» Και μου είπε αυτή τη φοβερή φράση, ότι έπαιζε «εξ αναμνήσεως», δηλαδή ότι το συναίσθημα της δεν ήταν πρωτότυπο, αλλά ήτανε… Και το έφερε βαρέως. Ένα άλλο πρόσωπο μυθικό με το οποίο συνεργάστηκα στο θέατρο και θέλω να πω –και γι’ αυτόν θα μπορούσα να μιλάω πέντε ώρες– ήταν ο Κατράκης. Για τον Κατράκη λέγονται διάφορα. Το κυριότερο κακό που λέγεται, είναι ότι ήτανε τζογαδόρος, ότι έπαιζε άλογα, ότι του άρεσαν πολύ ο ιππόδρομος –και όντως ισχύει αυτό. Και του άρεσαν και οι γυναίκες. Μία μέρα, λοιπόν, μου είπε το εξής –που του το είπα, έτσι, με κάποιο τρόπο. Λέει: «Εγώ, Γιαννάκη» –είχε αυτή τη βαθιά φωνή, την ωραία φωνή– «Εγώ, Γιαννάκη, έχω δύο πάθη, τα άλογα και τις γυναίκες. –παύση– Το πρώτο, θα το κόψω άμα πεθάνω. Το δεύτερο, έξι μήνες μετά το μνημόσυνο», μου λέει. Ναι. Αυτός, λοιπόν, ο πολύ αγέρωχος άντρας, έτσι, που τον θυμόμαστε όλοι, ήταν εξαιρετικός ηθοποιός πάνω στη σκηνή. Παίζαμε σε ένα έργο του Γκόρκι τελευταία, έκανε τον πατέρα μου, που ήταν διευθυντής της αστυνομίας, υποτίθεται, της τσαρικής αστυνομίας, κι εγώ ήμουνα ο γιος αναρχικός –να, αυτή η φωτογραφία που είναι εκεί– και είχαμε μία σκηνή που έπρεπε να μου δώσει μία σφαλιάρα. Μου λέει στις πρόβες: «Θα σ’ τη δίνω αληθινή. Το έργο είναι ρεαλιστικό και το ψεύτικο χαστούκι φαίνεται». Λέω: «Εντάξει». Έτρωγα κάθε μέρα μία σφαλιάρα ξεγυρισμένη, και τα Σαββατοκύριακα, που είχαμε δύο παραστάσεις, και Σάββατο και Κυριακή, δύο. Μία μέρα, λοιπόν, που ήταν άρρωστος με πνευμονία και του κάναν ενέσεις στο καμαρίνι για να βγει να παίξει –απογευματινή Σαββάτου έπαιζε τόσο καλά, που χαζεύαμε εμείς οι ηθοποιοί, γινόμασταν θεατές και τον κοιτάζαμε. Και έρχεται η στιγμή της αυτής, κάτι του λέω, κάτι μου λέει στη σκηνή απάνω, μου δίνει το χαστούκι λίγο, ελάχιστα πιο σιγανά απ’ ό,τι το ’χα συνηθίσει να το τρώω. Και παίζοντας, μου δίνει το χαστούκι –«Τι είπες, παλιόπαιδο;», χλατς!– μου δίνει το χαστούκι, βλέπει στα μάτια μου την απορία και μου λέει σιγά: «Κάνω οικονομία για τη βραδινή» και συνεχίζει να παίζει έτσι. Και τότε μου κατέρρευσε όλος ο μύθος αυτός που είχα, ότι… Γιατί, θα έχεις ακούσει, υπάρχουν δύο βασικές, ας πούμε, θεωρίες για τον ηθοποιό. Η μία που λέει ότι ταυτίζεται απολύτως με τον ρόλο του, η άλλη που λέει ότι δεν ταυτίζεται, αλλά ελέγχεται και λοιπά. Εγώ έπαιρνα όρκο, έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι ο Κατράκης ταυτίζεται. Και τον έβλεπα τόσο αληθινό και τόσο γεμάτο πάνω στη σκηνή, με τέτοια ενέργεια. Αυτό, λοιπόν, μου κατέρριψε αυτόν τον μύθο και κατάλαβα ότι μπορείς να δείχνεις ότι ταυτίζεσαι και, ταυτόχρονα, να ελέγχεσαι απολύτως. Και ήταν πολύ, ήταν σημαντικό για μένα αυτό. Και άλλα πολλά με τον Κατράκη. Μπορώ να μιλάω, σου ξαναλέω, πολύ. Μας χάρισε –μας δάνεισε… Πήγαμε μετά, την επόμενη χρόνια, κάναμε έναν εταιρικό θίασο, συνάδελφοι, έτσι, νέοι τότε, εκείνη την εποχή, να ανεβάσουμε ένα έργο ρώσικο, σοβιετικό κιόλας αυτό, και μας τελείωσαν τα λεφτά. Σκηνοθετούσε ο Γιώργος ο Ρεμούνδος, μουσική ο Μικρούτσικος, σκηνικά καταπληκτικά ο Πετρόπουλος –κάπου την έχω τη σκηνογραφία–, ο Πετρόπουλος, ο Φλερύ τις χορογραφίες και ένας μεγάλος θίασος. Μας τελείωσαν τα λεφτά δέκα μέρες πριν την πρεμιέρα και ο σκηνογράφος ήθελε άλλες τριάντα χιλιάδες. Λέω: «Θα πάω στον Κατράκη». Μου λέει: «Σιγά μην πας στον Κατράκη. Θα σου δώσει ο Κατράκης; Ο Κατράκης, και να ’χει, θα τα παίξει στον ιππόδρομο». Πάω, λοιπόν –σ’ το λέω γρήγορα αυτό–, του λέω: «Κύριε Κατράκη, το και το. Θέλουμε τριάντα χιλιάδες δραχμές δανεικά». «Ποιοι», μου λέει, «τα θέλετε;» Λέω: «Εμείς, ο θίασός μας, ο εταιρικός θίασος». «Και ποιος θα μου τα δώσει πίσω; Εγώ δεν τους ξέρω τους άλλους, εσένα ξέρω». Λέω: «Εγώ». «Θα σε βάλω να υπογράψεις», μου λέει, «Πάρε ένα χαρτί». Βγάζει, ανοίγει απ’ το συρτάρι του, βγάζει τριάντα χιλιάδες κολλαριστές. Μπορεί και να τις είχε για τον ιππόδρομο, ποιος ξέρει; Και μου υπαγορεύει. «Θα σου υπαγορεύω και θα γράφεις “Ο υπογεγραμμένος, Γιαννάκης Καλατζόπουλος…” Το ’γραψες; Μη γράψεις “Γιάννης”! “Γιαννάκης”! “πήρα σήμερα, τάδε του μηνός –ξέρω ’γω και λοιπά– απ’ τον κύριο Μάνο Κατράκη το ποσό των τριάντα χιλιάδων δραχμών”. Το ’γραψες;» «Το ’γραψα». «“…το οποίο οφείλω να επιστρέψω” –πόσο έχει ο μήνας σήμερα;» Του λέω, ξέρω ’γω: «17». «“…οφείλω να επιστρέψω” –πόσο;», «17». «“Το οποίο οφείλω να επιστρέψω –παύση– όταν βγάλει ο ήλιος κέρατα”». Και άρχισε να κλαίει. Δηλαδή, μας τα χάρισε, ουσιαστικά, αυτά τα λεφτά. Θέλω να πω… Και δεν ήταν εύκολο αυτό, για έναν άνθρωπο που έχει αυτό το πάθος, ας πούμε, να σου δώσει τριάντα χιλιάδες δραχμές –που μιλάμε, τώρα, για μια εποχή που ήτανε λεφτά. Ήταν έτσι, ήτανε… Του λέω: «Γιατί δεν υπογράψατε, κύριε Κατράκη, στη Μακρόνησο; Γιατί είσαστε κομμουνιστής, ε;» «Σκατά!» μου λέει, «Κομμουνιστής κι αλογομούρης γίνεται;» Του λέω: «Τότε, γιατί δεν υπογράψατε;» «Γιατί είμαι Κρητικός! Από κρητικοσύνη δεν υπέγραψα!» Ήτανε περίεργος άνθρωπος, αλλά πολύ… Και αυτός έκλαιγε μια μέρα στο καμαρίνι –και τελειώνω μ’ αυτό. Τον είδα μια μέρα να κλαίει στο καμαρίνι. Σου λέω, τώρα, αυτό ήταν το ’81; Ή το ’80 ή ’79; Κάπου εκεί. Έκλαιγε. Πάω κοντά, του λέω: «Κύριε Κατράκη, τι συμβαίνει;» Μου λέει: «Ανακάλυψα πώς έπρεπε να είχα παίξει τον Χριστόφορο Κολόμβο» Πριν από δέκα χρόνια! Και έκλαιγε! Έκλαιγε, δεν ήταν απλώς στεναχωρημένος! Έκλαιγε, με δάκρυα! «Και τώρα είμαι μεγάλος, δεν μπορώ να τον ξαναπαίξω. Αλλά τώρα! Αχ! Τώρα να μπορούσα να τον ξανάπαιζα! Τώρα θα τον έπαιζα καλά!» Λοιπόν, τέτοιους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, τι να σου πω! Ευγνωμονώ τη ζωή.
Εγώ σε έχω δει να κάνεις κωλοτούμπες. Και θα ρωτήσω πώς αποφάσισες τώρα να σταματήσεις;
Αχ, από όση ώρα μιλάμε, αυτό είναι το πιο δύσκολο να σου απαντήσω. Το σκέφτομαι πολλά χρόνια, το σκέφτομαι δυο-τρία χρόνια και όλο το ανέβαλα και έλεγα: «Δώσε ακόμα μία ευκαιρία στον εαυτό σου» και λοιπά. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι. Ο ένας είναι ο καλός και ο άλλος είναι ο κακός. Θα αρχίσω απ’ τον καλό. Ο καλός λόγος είναι αυτό που σου λέει η λογική σου, ότι καλύτερα είναι να απομακρύνεσαι από κάτι που αγαπάς πριν σε διώξει αυτό. Αυτό ισχύει και στις σχέσεις. Δηλαδή, εγώ αυτή τη θεωρία είχα. Προτιμώ, ας πούμε, να φεύγω όταν αισθανθώ ότι κάπου είμαι ανεπιθύμητος, παρά να κάθομαι με το ζόρι. Ακόμα δεν είμαι ανεπιθύμητος, δόξα τω Θεώ. Αλλά επειδή κάποια στιγμή σκέφτομαι ότι αυτό μπορεί να έρθει και να μην το πάρω χαμπάρι και να ξεχνάω τα λόγια μου πάνω στη σκηνή, να κάνω σαρδάμ, να ταλαιπωρώ τους συναδέλφους μου λόγω ηλικίας –γιατί τα έχω δει να συμβαίνουν αυτά και σε εξαιρετικούς ηθοποιούς. Θυμήθηκα την κυρία Κατερίνα –με την οποία επίσης είχα παίξει όταν ήμουν παιδί, τη γνωστή Κατερίνα Ανδρεάδη– η οποία αποσύρθηκε από το επάγγελμα πολύ νέα, εξήντα; Μπορεί ούτε και εξήντα να ήτανε, στα πολύ απάνω της. Και είπε αυτή τη φράση, τη θυμάμαι τώρα: «Θέλω να με θυμούνται έτσι. Να μη με θυμούνται να σέρνομαι πάνω στη σκηνή». Ένας, λοιπόν, λόγος είναι αυτός. Ότι δεν θέλω, ρε παιδί μου, να μπω σε αυτήν την –γιατί αυτό γίνεται ανεπαισθήτως, που λέει κι ο Καβάφης. Δεν θα το πάρεις χαμπάρι. Κάποια στιγμή, θα βρεθείς σε αυτήν την κατάσταση και, πίσω απ’ την πλάτη σου, οι συνάδελφοι θα λένε: «Ρε γαμώτο, πάλι δεν είπε τα λόγια του ο Καλατζόπουλος!» Ο ένας λόγος είναι αυτός. Ο άλλος λόγος, που με πονάει πιο πολύ –αλλά επειδή εδώ τα εξομολογούμαι όλα, θέλω να τον πω– είναι ότι το θέατρο πια, δεν είναι το θέατρο που ονειρεύτηκα και για το οποίο, με τις μικρές μου δυνάμεις, κάπως μόχθησα να γίνει καλύτερο. Έχει γίνει τηλεθέατρο σε μεγάλο βαθμό. Και οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες και οι θεατές, απ’ το θέατρο δεν περιμένουνε αυτό που περίμεναν παλιότερα και δεν επιδιώκουν αυτό που επεδίωκαν παλιότερα.[01:30:00] Το μάτι τους είναι κολλημένο στην τηλεόραση και στην ακροαματικότητα της τηλεόρασης. Ποιος τα φέρνει στην τηλεόραση; Ποιος κάνει νούμερα στην τηλεόραση; Αυτόν να πάρουμε να παίξει τον ρόλο, κι ας μην του πάει. Δεν το αντέχω αυτό. Εγώ δεν έχω κάνει τηλεόραση, πολύ λίγη. Έχω κάνει πολύ λίγη τηλεόραση και στις αρχές της –στην ΕΡΤ την ασπρόμαυρη, κάτι τέτοια. Αλλά δεν την κατηγορώ, είναι ένα καλό μέσον η τηλεόραση, και βλέπουμε και καλές δουλειές, που και που, να γίνονται. Αλλά αυτό, το ότι, πια, έχει φτάσει όλο το θέατρο να ρυθμίζεται με βάση το τι διαμορφώνει στο γούστο του κοινού η τηλεόραση, είναι κάτι το οποίο δεν το υποφέρω, Άννα. Δηλαδή, αυτό. Δεν θέλω να πω περισσότερα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ και, φαντάζομαι, θα τα καταλάβουν κι αυτοί που… όσοι ακούσουν αυτήν την εξιστόρηση. Θα μου πεις: «Δεν υπάρχει ελπίδα;» Όταν ήμουνα πιο νέος, πάντα πίστευα ότι ναι, υπάρχει ελπίδα, ότι υπάρχουν ρωγμές, χαραμάδες που μπορείς να… Φοβάμαι ότι δεν… Είναι τα πράγματα τελείως τσιμενταρισμένα. Θαυμάζω και χειροκροτώ με όλη μου την καρδιά τις ομάδες που με χίλια ζόρια, δανειζόμενοι λεφτά απ’ τη μαμά τους, ξέρω ’γω, και κάνοντας άλλες δουλειές, δουλεύοντας σε μπαρ, προσπαθούνε να κάνουν την τρέλα τους στο θέατρο, και μακάρι τα παιδιά να αντέχουν και να συνεχίσουνε. Αλλά το main theater, ας πούμε, το κυρίαρχο θέατρο, πια, είναι στα χέρια τριών-τεσσάρων ανθρώπων. Και ιδρυμάτων –να μην ξεχάσουμε και τα ιδρύματα. Που δυστυχώς, ο σκοπός τους δεν είναι ένα θέατρο για τον λαό, ένα θέατρο που θα συμβάλλει στην άνοδο του πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου του τόπου μας, αλλά ένα θέατρο που, ή θα γαργαλάει τα αυτιά και θα χαϊδεύει τα αυτιά των θεατών –των διεφθαρμένων από την τηλεόραση θεατών– ή θα απευθύνεται σε ένα ειδικό κοινό μεταμοντέρνας δηθενιάς, που κι αυτό, επίσης, δεν με αφορά. Εγώ πάλεψα –και θα ήθελα να έχω τις δυνάμεις να συνεχίσω να παλεύω– για ένα θέατρο που θα φέρνει κόσμο στο θέατρο. Καινούριο κόσμο, που δεν αγαπάει το θέατρο, να τον φέρνει κοντά στο θέατρο. Και το θέατρο για παιδιά που έκανα, με αυτό τον σκοπό το έκανα. Ένα θέατρο που, άμα πάει ένας κανονικός άνθρωπος για πρώτη φορά στο θέατρο, δεν θα καταλάβει Χριστό και θα πει: «Άμα είναι έτσι, καλύτερα να ξαναπάω στο σκυλάδικο!» δεν με αφορά αυτό το θέατρο. Επίσης, ένα θέατρο που κατεβαίνει το επίπεδό του στο επίπεδο του σκυλάδικου ή του κακού σίριαλ της τηλεόρασης, επίσης δεν με αφορά. Και το ενδιάμεσο θέατρο, δυστυχώς, έχει πάψει να υπάρχει.
Ο απολογισμός, λοιπόν, όλων αυτών των χρόνων και αυτό… Τώρα, σήμερα που τα ξαναείπες, ποιος είναι;
Είναι θετικός. Δηλαδή, δυο στιγμές ευτυχίας στο θέατρο, ισοδυναμούν πενήντα χρόνια δυστυχίας. Ακραίο είναι αυτό που λέω, δεν είναι τόσο μεγάλη η διαφορά. Αλλά εκείνες οι λίγες μαγικές στιγμές, που πάνω στη σκηνή αισθάνεσαι ότι επικοινωνείς με τον συνάδελφό σου και με το κοινό –γιατί αυτή είναι, η δουλειά του ηθοποιού, τελικά, τι είναι; Ένα μέντιουμ είμαστε, ένας αγωγός, που παίρνει το πνεύμα ενός συγγραφέα που μπορεί να έζησε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια ή μπορεί να ζει σήμερα, αλλά στην Κίνα και να μην τον έχεις δει ποτέ, ή και στην Ελλάδα, αλλά… Και μέσα σου, μέσα απ’ το κορμί σου, απ’ το μυαλό σου, απ’ την ψυχή σου, από όλο σου το είναι, διοχετεύεις αυτήν τη γλώσσα, ας πούμε, τα λόγια του συγγραφέα, σε ανώνυμους θεατές, που είναι, όμως, πολλοί μαζί και αναπνέουν και ακούς την αναπνοή τους. Αυτές οι μαγικές στιγμές που αισθάνεσαι ότι το κρατάς το κοινό –και το κρατάς γιατί είσαι σε άμεση επαφή με τον άλλον. Γιατί εγώ πιστεύω ότι οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι δημοκρατικοί; Γιατί αυτό που πρέπει να κάνουμε στη δουλειά μας είναι να καταλάβουμε τον άλλον. Να βγούμε απ’ τον εαυτούλη μας και να νιώσουμε πώς νιώθει ο εγκληματίας, πώς νιώθει ο βιαστής, πώς νιώθει ο άθεος, ξέρω ’γω, πώς νιώθει ο κακός άνθρωπος, ο καλός. Να γίνουμε άλλοι, να καταλάβουμε, να συναισθανθούμε τον άλλον –ένα. Δύο, να επικοινωνήσουμε με τον άλλον που έχουμε απέναντί μας, να του πούμε έτσι την ατάκα μας και να πει κι αυτός τη δικιά του έτσι, που να υπάρχει ένα πάρε-δώσε. Και τρίτον, όλοι μαζί να επικοινωνήσουμε με το κοινό, που δεν μιλάει μεν, αλλά που μιλάει. Δηλαδή, αισθάνεσαι την αντίδραση του. Λέμε πολύ συχνά: «Πωπώ! Σήμερα είναι Σουηδοί!» δηλαδή, δεν ανταποκρίνονται. Άλλες φορές, λέμε: «Τι κοινό είναι αυτό!» Λοιπόν, αυτή η μαγεία που δεν την πετυχαίνεις κάθε μέρα, ούτε σε όλες τις παραστάσεις ούτε σε όλα τα έργα ούτε με όλους τους συνεργάτες, αλλά όταν την πετύχεις, είσαι τόσο ευτυχής και έχουν ανοίξει οι ουρανοί και λες: «Ευτυχώς που κάνω αυτήν τη δουλειά!» ό,τι πίκρα και να έχεις φάει στη μούρη –και είναι πολλές σε αυτό το επάγγελμα– δεν μετράει. Ένα αυτό. Δύο, γνώρισα καταπληκτικούς ανθρώπους και εξακολουθώ να γνωρίζω. Δηλαδή, βλέπω παιδιά που στο βλέμμα τους υπάρχει η ελπίδα και η αισιοδοξία και δεν θέλω να τους κόψω ποτέ αυτή τη φόρα. Αλλά θέλω να τα προφυλάξω ταυτόχρονα, να μην κάνουν τα ίδια λάθη που κάναμε εμείς, οι παλιότεροι. Και τρίτον, αυτό που είπα και σε μια άλλη ενότητα, με μία άλλη αφορμή, εγώ τα περισσότερα πράγματα που έμαθα για τον κόσμο και για τη ζωή και αυτά που έμαθα πιο καλά, δηλαδή τα εμπέδωσα, δεν τα έμαθα ούτε στα σχολεία ούτε στα πανεπιστήμια ούτε από τα βιβλία –που κι αυτά σημαντικά είναι και αλίμονο– αλλά τα έμαθα στις πρόβες του θεάτρου. Όταν κάνεις πρόβα για οποιοδήποτε έργο –και την κάνεις, εννοείται, όχι να το ξεπετάς, αλλά μελετάς τον συγγραφέα, τον κοινωνικό του περίγυρο, την εποχή που γράφτηκε το έργο, τις αντιδράσεις που είχε το κοινό σε εκείνη την εποχή, που είχε, ξέρω ’γω, σε μια άλλη χώρα… Όλο αυτό είναι πλούτος. Είναι ένας απίστευτος πλούτος που, από τη μια μεριά, εσένα σε κάνει να αισθάνεσαι πιο καλά, γιατί τον έχεις, απ’ την άλλη, σε κάνει να αισθάνεσαι πιο υποχρεωμένος να τον μεταδώσεις, να μη φύγεις και να τον πάρεις μαζί σου. Αυτό.
Ευχαριστούμε πολύ. Είναι κάτι άλλο που θες να συμπληρώσεις;
Όχι, τίποτα. Ότι τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα όλη αυτή τη δουλειά και εγώ ευχαριστώ, που μου δόθηκε η ευκαιρία. Είναι λίγο… αισθάνομαι –δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που θα πω– αλλά αισθάνομαι σαν να έχω βάλει ένα σημείωμα μέσα σ’ ένα μπουκάλι και να το πετάω σε έναν ωκεανό. Και μ’ αρέσει αυτό το συναίσθημα.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Κι εγώ.
Photos
Γιάννης Καλατζόπουλος
Εξώφυλλο βιβλίου του αφηγητή.
Γιάννης Καλατζόπουλος
Θεατρικό έργο σε μετάφραση-απόδοση του αφη ...
Γιάννης Καλατζόπουλος
Γιάννης Καλατζόπουλος.
Γιάννης Καλατζόπουλος
Διαφήμιση της ΙΟΝ.
Γιάννης Καλατζόπουλος
Στιγμιότυπο από την πρώτη του ταινία, «Το ...
Γιάννης Καλατζόπουλος
Με τον Χριστόφορο Νέζερ.
Γιάννης Καλατζόπουλος
Απόκομμα εφημερίδας – Στιγμιότυπο από την ...
Γιάννης Καλατζόπουλος
Με τον Σοφοκλή Πέππα.
Γιάννης Καλατζόπουλος
Εξώφυλλο βιβλίου του αφηγητή.
Γιάννης Καλατζόπουλος
Εξώφυλλο βιβλίου του αφηγητή.
Γιάννης Καλατζόπουλος
Εξώφυλλο βιβλίου του αφηγητή.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Γιάννης Καλατζόπουλος, γνωστός ως το παιδί-θαύμα του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’50, αφηγείται ιστορίες από τη ζωή του και την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Μεταφέρει το κλίμα της εποχής, μιλώντας για την προσφυγική γειτονιά του Γκύζη όπου μεγάλωσε, τα κινηματογραφικά στούντιο και τα θεατρικά παρασκήνια, το θέατρο την περίοδο της Χούντας και μεταδικτατορικά. Μιλάει, επίσης, για τις σπουδές του στην Ιταλία, όπου βρέθηκε ως ερωτικός μετανάστης, και φυσικά, για την ενασχόλησή του με το παιδικό θέατρο, αλλά και για τη συγγραφική του δραστηριότητα.
Narrators
Ιωάννης Καλαντζόπουλος
Field Reporters
Άννα Κλάδη
Historical Events
Tags
Interview Date
22/11/2022
Duration
95'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο Γιάννης Καλατζόπουλος, γνωστός ως το παιδί-θαύμα του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’50, αφηγείται ιστορίες από τη ζωή του και την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Μεταφέρει το κλίμα της εποχής, μιλώντας για την προσφυγική γειτονιά του Γκύζη όπου μεγάλωσε, τα κινηματογραφικά στούντιο και τα θεατρικά παρασκήνια, το θέατρο την περίοδο της Χούντας και μεταδικτατορικά. Μιλάει, επίσης, για τις σπουδές του στην Ιταλία, όπου βρέθηκε ως ερωτικός μετανάστης, και φυσικά, για την ενασχόλησή του με το παιδικό θέατρο, αλλά και για τη συγγραφική του δραστηριότητα.
Narrators
Ιωάννης Καλαντζόπουλος
Field Reporters
Άννα Κλάδη
Historical Events
Tags
Interview Date
22/11/2022
Duration
95'