Η Σέριφος του χθες μέσα από ιστορίες του Γιώργου Παπάλη
Segment 1
Βιογραφικά στοιχεία και παιδικά χρόνια
00:00:00 - 00:08:01
Partial Transcript
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Είμαι ο Γιώργος ο Παπάλης, έχω γεννηθεί στη Χώρα και έχω μεγαλώσει στο Καλό Αμπέλ…διά κυρίως πηγαίνανε στην τέχνη. Είτε τσαγκάρηδες, είτε στην οικοδομή, είτε στην ξυλουργική, είτε σιδεράδες -που ήταν και ο πατέρας-, έτσι.
Lead to transcriptTopics
Segment 2
Επάγγελμα: ξυλουργός
00:08:01 - 00:21:29
Partial Transcript
Θυμόσαστε την πρώτη επαφή με τον μάστορα που σας έμαθε την ξυλουργία; Πρώτη επαφή, τι να θυμάμαι… Πήγα και άρχισα από το μηδέν. Πέρασε κα…αι από την άλλη, όμως, και με θέματα υγείας και θέματα... Περνάνε και τα χρόνια και κουράζεσαι και αυτά, αναγκαστικά πρέπει να το κάνουμε.
Lead to transcriptTopics
Segment 3
Ήθη, έθιμα και δρώμενα της Σερίφου
00:21:29 - 00:32:26
Partial Transcript
Κύριε Γιώργο, ξέρω ότι είσαστε πάντα από αυτούς που συμμετείχαν ενεργά σε ό,τι είχε να κάνει είτε με γλέντια είτε παρέες, και ήθελα να ρωτή…α το βαφτίσεις, το ασήμωνες, δηλαδή του ‘βαζες κάτι, είτε ένα χρυσαφικό, είτε χρήματα, είτε κάτι τέτοιο, και πιθανόν να έχει έρθει από κει.
Lead to transcriptTopics
Segment 4
Αστεία, φάρσες και παιχνίδια
00:32:26 - 00:43:23
Partial Transcript
Κύριε Γιώργο, είναι κάτι που θα κάνατε διαφορετικά στη ζωή σας; Σαν τι, σαν άλλη δουλειά ή αν έχω μετανιώσει για κάτι που έκανα; Αυτό ν…ας, όπως γίνεται τώρα. Σας ευχαριστώ, λοιπόν, και όλα να πάνε καλά. Κάθε καλό και σε σας, ευχαριστούμε πολύ, καλό βράδυ. Ευχαριστώ πολύ.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Είμαι ο Γιώργος ο Παπάλης, έχω γεννηθεί στη Χώρα και έχω μεγαλώσει στο Καλό Αμπέλι.
Είναι Δευτέρα, 14 Μαρτίου 2022, βρισκόμαστε στην Κάτω Χώρα Σερίφου με τον Γιώργο Παπάλη, εγώ ονομάζομαι Μιχάλης Χρυσολωράς, είμαι ερευνητής στο Istorima. Γιώργο, πες μας δυο λόγια στην αρχή, για εσένα, γενικά.
Εγώ γεννήθηκα στην Σέριφο, μεγάλωσα στην Σέριφο μέχρι τώρα. Μεγάλωσα στο Καλό Αμπέλι, είμαστε επτά αδέρφια, έξι κορίτσια και εγώ. Από κει πηγαίναμε σχολείο στο λιμάνι, στο Λιβάδι, με τα πόδια μιάμιση ώρα το πρωί, μιάμιση ώρα το βράδυ, γιατί κάναμε δύο φορές την ημέρα σχολείο. Παίρναμε φαγητό μαζί μας, καμιά φορά μας χάλαγε, γιατί δεν υπήρχαν τα πλαστικά, υπήρχανε τενεκέδες του κιλού που είχανε γλυκό και αυτές σκουριάζανε, το πετάγαμε και αναγκαζόμαστε να πάρουμε χαλβά ή κάτι άλλο και ταλαιπωρούμαστε με αυτό. Μετά, όταν τελείωσα το σχολείο, πήγα να μάθω ξυλουργική, γιατί μου άρεσε. Πήγα στον κύριο Δημήτρη Λευιτικό, τον Μητσάκη, ο όποιος... Δουλεύαμε τότε χωρίς μηχανήματα, τα πάντα στο χέρι. Δηλαδή, ό,τι βλέπουμε σε μία πόρτα, σε ένα παράθυρο, σε ένα αυτό, ήταν όλα -οι γαρνιτούρες αυτές, τα εργαλεία όλα-, ήταν σε ξύλινο. Δεν υπήρχαν μηχανήματα -εδώ στη Σέριφο, όχι ότι δεν υπήρχανε-, με αποτέλεσμα να κάνεις πολλά χρόνια να μάθεις. Δηλαδή, εγώ έκανα τουλάχιστον έξι χρόνια για να μπορώ να φτιάξω κάτι από μόνος μου. Μετά, στα δεκαοχτώ μου, έφυγα από δω, πήγα στην Αθήνα, δούλεψα περίπου ενάμιση χρόνο σε πολυκατοικίες εκεί, σε κάτι μαστόρους που είχαν εκεί ξυλουργείο και πήρα λίγο παραπάνω μεροκάματο και είχα όταν πήγα στρατιώτης πέντε δραχμές, να μην επιβαρύνω τους γονείς μου, γιατί και αυτοί τα φέρνανε δύσκολα βόλτα. Να φανταστείς, ψωνίζαμε με το τεφτέρι -που λένε-, με το μπλοκάκι. Τον έναν μήνα πληρώναμε στον μπακάλη, τον άλλο στον φούρναρη, τον άλλο στα παπούτσια -γιατί τα παπούτσια τότε ήταν χειροποίητα, τα 'φτιαχναν εδώ οι τσαγκάρηδες- και μετά πήγα στην Αεροπορία, όταν απολύθηκα… Α, όταν ήταν το Πολυτεχνείο, το θυμάμαι σαν να ‘ναι αυτή η ώρα: μας βάλανε σφαίρες σταυρωτά, λες και πηγαίναμε στην πρώτη γραμμή, με σιδερένια κράνη, μήπως χρειαστεί να πάμε να χτυπήσουμε τους φοιτητές στο Πολυτεχνείο. Το λέω και βουρκώνω, γιατί τα παιδιά στο Πολυτεχνείο μπορεί να είναι τα αδέρφια μας, μπορεί να είναι... Εν πάση περιπτώσει, τα παιδιά πρέπει να τα προσέχουμε και όχι να τα χτυπάμε με σφαίρες και με… Μετά απολύθηκα, ήρθα εδώ στη Σέριφο να φτιάξω το σπίτι, γιατί ήθελε σοβατίσματα και καινούργιες ταράτσες, και από κει και πέρα ο Λευιτικός πάλι, που ήτανε πια μεγάλος στην ηλικία, μου έδωσε τα εργαλεία του και ξεκίνησα και εγώ, ενάμιση χρόνο, χωρίς μηχανήματα, μετά αγόρασα τα μηχανήματα και συνέχισα όλη τη ζωή μου, μέχρι τώρα, να εργάζομαι εδώ.
Ωραία, κύριε Γιώργο, να τα πάρουμε λίγο με τη σειρά. Θέλω να σας ρωτήσω πώς ήταν να μεγαλώνει κανείς στο Καλό Αμπέλι εκείνη την εποχή;
Στο Καλό Αμπέλι μεγαλώναμε τα αδέρφια που είμαστε, δεν είχε… Τα παιδιά που υπήρχαν ήταν πιο μακριά, δεν μπορούσαμε να παίξουμε και αναγκαζόμαστε να κάνουμε αυτοσχέδια παιχνίδια. Δηλαδή, για να φτιάξω ένα αυτοκινητάκι, έπαιρνα τάκο από ξύλο, πήγαινα ξεκούμπωνε ο πατέρας μου τις μπογιές, έπαιρνα τα καπάκια για να κά[00:05:00]νω ρόδες και όλη μέρα, όλη την ώρα στο χωράφι μέσα, να κάνω δρόμους και αυτά. Κάποιες φορές πηγαίναμε στα πρόβατα για να πάει η μαμά μας να μαγειρέψει, στις αγελάδες, γιατί είχαμε όλοι από όλα. Σπέρναμε κριθάρι, σπέρναμε… Κάναμε το δικό μας ψωμί, κάθε Σάββατο όλοι κάνανε ψωμιά, το οποίο οι φούρνοι καίγανε με φρύγανα και κάναμε για όλη τη βδομάδα το ψωμί. Κάναμε 7-8 μεγάλα καρβέλια, δύο κιλά, δυόμιση περίπου, για να περάσουμε όλη τη βδομάδα. Δεν θυμάμαι τώρα…
Πώς ήτανε να μεγαλώνει κάνεις με τόσα αδέρφια; Ήσασταν πολλά παιδιά.
Ναι, μέσα σε ένα μικρό σπιτάκι 3 επί 4, μεγαλώσαμε επτά αδέρφια και οι γονείς μας, και ένα κουζινάκι δίπλα και αποθήκη μαζί. Τρώγαμε, θυμάμαι, το γάλα το ζεσταίνουμε με αλάτι και κρίθινο ψωμί κομμένο σε μία μεγάλη κούπα, την οποία ονόμαζαν γαβάθα. Όλοι, γύρω-γύρω στο τραπέζι, και τρώγαμε όλοι μαζί, και φεύγαμε: άλλος για δουλειές, άλλος για το σχολείο και οι αδερφές μου που είναι πιο μεγάλες, μόλις τελειώνανε το σχολείο, πηγαίνανε στην Αθήνα για δουλειά, γιατί εδώ ήταν δύσκολα να τα φέρουμε βόλτα.
Από το Καλό Αμπέλι σε τι ηλικία έφυγες;
Έφυγα -δεν έφυγα τελείως-, αλλά έφυγα στα 13 μου, για να έρθω στην Χώρα, να μάθω την ξυλουργική, η οποία μου άρεσε. Έμενα εδώ, πήγαινα μόνο κάνα δυο φορές τη βδομάδα ή ερχόταν η μητέρα μου ή η αδερφή μου και μου μαγειρεύανε, αλλά, σιγά-σιγά, άρχισε να μου αρέσει κι έμαθα και εγώ να μαγειρεύω και έτσι τώρα μπορώ και μαγειρεύω και στα πανηγύρια και στους γάμους πάω και βοηθάω, γιατί χρειάζεται μεγάλες ποσότητες και να βγαίνουν και τα φαγητά γευστικά και πρέπει να προσέχουμε.
Οπότε, το σχολείο το βγάλατε μόνο το Δημοτικό;
Μόνο το Δημοτικό γιατί εδώ δεν υπήρχε Γυμνάσιο, χρήματα δεν υπήρχαν για να πάμε στην Σύρο ή στην Αθήνα και δεν είχαμε και ανθρώπους να μας κρατήσουν σπίτι τους για να μπορούμε να πάμε να μάθουμε, αλλά τότε τα παιδιά κυρίως πηγαίνανε στην τέχνη. Είτε τσαγκάρηδες, είτε στην οικοδομή, είτε στην ξυλουργική, είτε σιδεράδες -που ήταν και ο πατέρας-, έτσι.
Θυμόσαστε την πρώτη επαφή με τον μάστορα που σας έμαθε την ξυλουργία;
Πρώτη επαφή, τι να θυμάμαι… Πήγα και άρχισα από το μηδέν. Πέρασε κανένας χρόνος, έπαιρνα πέντε δραχμές, μετά από έναν χρόνο δηλαδή, άρχισα, σιγά-σιγά, να μαθαίνω, να ροκανίζω, να κάνω και, σιγά-σιγά, μετά από έξι-επτά χρόνια, να έχω τελειοποιηθεί.
Το μεροκάματο ήτανε καλό τότε στη Σέριφο;
Για εμένα ή για τους...
Για εσάς, για εσάς μιλάμε.
Για μένα όχι, γιατί με τις πέντε δραχμές, ούτε ρούχα μπορούσα να φτιάξω, ούτε παπούτσια μπορούσα να φτιάξω, ούτε να αγοράσω για να φάω. Με συντηρούσαν οι γονείς μου. Ως που έφυγα στα δεκαοκτώ μου, είχα φτάσει να παίρνω -γιατί είπα στον μάστορα ότι θα φύγω- είχα φτάσει να παίρνω τριανταπέντε δραχμές. Όταν πήγα στην Αθήνα και με είδανε την πρώτη εβδομάδα στη δουλειά που πήγα, τι μπορώ να φτιάξω, πήρα αμέσως ογδόντα δραχμές και ένσημο. Και στον ενάμιση χρόνο που έφυγα, έπαιρνα εκατόν ογδόντα και ο μάστορας ο κορυφαίος έπαιρνε διακόσια είκοσι.
Πώς έτυχε και πήγατε στην Αθήνα στη δουλειά;
Ένας οικογενειακός φίλος που δούλευε εκεί και είχε μαζί με άλλους τρεις, είχανε μία επιχείρηση, ξυλουργικά πάλι, και με ρώτησε σχετικά με το μεροκάματο και αυτά όλα και μου λέει: «Κανόνισε να έρθεις[00:10:00] στην Αθήνα, είναι καλύτερα. Θα δεις και άλλα πράγματα», όπως και έγινε. Εκεί είδα πώς γίνονται οι συρόμενες πόρτες, εξωτερικές και χωνευτές, είδα πώς είναι να φτιάξεις ρολά, πώς να τα τοποθετείς, να βάζεις τους ιμάντες, να βάζεις να περνάς μέσα στο κάσωμα, γιατί είναι μία άλλη τέχνη η κατασκευή του ρόλου και έτσι...
Στη δουλειά στην Αθήνα γιατί τα παρατήσατε στον ενάμιση χρόνο;
Γιατί πήγα στην Αεροπορία. Εκεί έκανα ένα χρόνο γιατί ήμουνα προστάτης και μετά όταν απολύθηκα -όπως είπα και πριν- ήρθα εδώ, μου έδωσε ο Λευιτικός εργαλεία και ξεκίνησα κι εγώ. Το 1975 -να πω και κάτι που δεν το ξέρεις-, το 1975, μαζί με τον Γιάννη τον Παρίση, τον γιο του Νίκου, φτιάξαμε τον πρώτο ερασιτεχνικό σταθμό.
Ραδιοφωνικό;
Ραδιοφωνικό. Αυτοταλάντωτος. Αυτοταλάντωτος σημαίνει, περιορισμένης εμβέλειας, διότι απαγορεύονταν. Και είχα ένα κασετόφωνο τότε και ένα πικάπ, ένα «ΤΕΠΑΖ», το οποίο είχα γύρω στα πενήντα μικρά δισκάκια και γύρω στους δεκαπέντε μεγάλους δίσκους και αρχίσαμε εδώ και κάναμε αφιερώσεις, με 'παιρναν τηλέφωνο, ήτανε όμορφα. Αλλά μετά άρχισαν τα μεγάλα τα πρόστιμα και φοβηθήκαμε και τον σταματήσαμε.
Πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα να φτιάξετε τον σταθμό;
Η ιδέα ήτανε του ανιψιού μου, γιατί τότε ήταν φοιτητής, μάθαινε ηλεκτρολόγος-ηλεκτρονικός και είχε ένα βιβλίο με διάφορα σχέδια, με διάφορες κατασκευές και βάση αυτουνού, παραγγέλναμε τα υλικά, μας τα στέλνανε, κάναμε δοκιμές και έτσι… Βέβαια, δεν κάναμε μόνο έναν, τους χαλούσαμε, ξαναφτιάχναμε έναν πιο καλό και άλλον πιο καλό, είχαμε φτιάξει πέντε-έξι, αλλά στο τέλος σταματήσαμε γιατί φοβηθήκαμε, γιατί ήταν μεγάλα πρόστιμα τότε.
Πού τον είχατε τον σταθμό;
Στο ξυλουργείο μέσα. Είχα φτιάξει ένα κουτί και τον είχα μέσα, μην πηγαίνουν σκόνες πολλές, και από κει το βράδυ -ειδικά το βράδυ-, μαζεύονταν όλη η νεολαία, οι παρέες εκεί, περνούσαμε όμορφα, βάζαμε τραγούδια, κάναμε αφιερώσεις, ήταν όμορφα.
Σαν νεολαία τι άλλο κάνατε εκείνη την περίοδο στη Σέριφο;
Κάναμε γλέντια, κάναμε τη «Γύρα» τις Απόκριες, που ήτανε… Ντυνόμαστε τσολιάδες, ζεϊμπέκηδες, βρακάδες, Μηλιές οι γυναίκες, Ταουζάνα, υπήρχαν πολλές στολές, τσιγγάνα και άλλες διάφορες στολές υπήρχανε. Μαζευόμαστε κάναμε «Γύρα», πηγαίναμε από την Κάτω Χώρα στην Πάνω, γυρνούσαμε μετά και μαζευόμαστε σε ένα καφενείο και γλεντούσαμε μέχρι Καθαρά Δευτέρα και την Τρίτη καμιά φορά. Την Τρίτη, παίζανε τα βιολιά και τα λαγούτα, παίζανε δωρεάν. Μαζευόμαστε πάλι, πάλι μεζέδες, πάλι κρασί, πάλι γλέντια. Τώρα αυτά έχουν λείψει, βέβαια, έχουν αλλάξει οι καιροί.
Κάνατε και βεγγέρες;
Κάναμε τα βράδια, γιατί τότε δεν πολυυπήρχε και τηλεόραση και μαζευόμαστε στα σπίτια, κουτσομπολεύαμε, πίναμε κάνα κρασάκι, παίζαμε καμιά «31», τα Χριστούγεννα, τις γιορτές, αυτά.
Κύριε Γιώργο, μας είπατε πριν ότι λόγω ότι από μικρός μάθατε να μαγειρεύετε μόνος σας, το συνεχίσατε αυτό και στα πανηγύρια και τις εκδηλώσεις. Θέλετε να μας πείτε λίγο πιο πολλές λεπτομέρειες σχετικά με αυτό, με το μαγείρεμα;
Σαν τι ακριβώς θέλεις;
Στα πανηγύρια -παράδειγμα-, τι φαγητά κάνατε; Σε ποια πανηγύρια μαγειρεύετε εσείς;
Τα πανηγύρια, το έχουμε κρατήσει από τους παλιούς και κρατάνε το φαγητό ανάλογα. Δηλαδή, αν είναι Σαρακοστή,[00:15:00] δεν φτιάχνουμε κρέας. Φτιάχνουμε φάβα, κοφτό μακαρονάκι, πατάτες γιαχνί. Στην Αγία Αικατερίνη, που είναι το «σαραντάμερο» -που λέμε-, σε αυτήν τη Σαρακοστή που είναι 40 μέρες, τρώνε ψάρι και έτσι κάνουμε πατάτες γιαχνί με μπακαλιάρο. Στα άλλα πανηγύρια, εκεί που επιτρέπεται το κρέας, πάλι κάνουμε το κρέας, κάνουμε το κοφτό μακαρονάκι που είναι κλασικό και βολεύει και «φτουράει» -που λέμε-, κάνουμε πατάτες «κυδωνάτες» τηγανητές, όπως κάνουμε και στους γάμους, κάναμε το πρωί τη σούπα και άλλα διάφορα. Ανάλογα το πανηγύρι, έχει και τα φαγητά του.
Εσείς σε ποια πανηγύρια πηγαίνετε και μαγειρεύετε;
Εγώ μαγειρεύω στο Καλό Αμπέλι στον Τρισάγιο, στον Σωτήρα έψηνα σουβλάκια, βοηθάω στην Αγία Τριάδα, μαγειρεύω και στον Άγιο Παντελεήμονα παρέα με τον Νίκο και στον Άγιο Μάμα βοηθάω, στους Τρεις Ιεράρχες και εκεί μαγειρεύω εγώ, αυτά.
Αυτό είναι κάτι που το κάνετε από...
Γιατί μου αρέσει. Το κάνω από μόνος μου, γιατί μου αρέσει.
Να γυρίσουμε λίγο πάλι στην τέχνη που κάνατε και επάγγελμα, την ξυλουργία. Πώς πήγε όταν ανοίξατε το δικό σας κατάστημα;
Επειδή -όπως προείπα- όταν απολύθηκα, ήρθα να φτιάξω εδώ το σπίτι, να φτιάξουμε σοβάδες και τα λοιπά, έφτιαξα και -πάνω σε ένα τραπέζι για πάγκο-, έφτιαξα εδώ τις πόρτες, τις ντουλάπες και τα ντουλάπια στην κουζίνα και ξεκινώντας, προτού ακόμα ξεκινήσω, είχα δεχτεί οι παραγγελίες, γιατί τους άρεσε η δουλειά που έκανα και είπα ότι θα μείνω κιόλας και ξεκίνησα δηλαδή, σχεδόν, να έχω δουλειά.
Μόνο και μόνο που φτιάχνετε το δικό σας σπίτι;
Ναι, ξεκίνησα δηλαδή έτοιμος.
Πάνω στη δουλειά σας ποιο ήταν αυτό που σας άρεσε να φτιάχνετε περισσότερο;
Εκείνο που μου άρεσε -δεν έχω φτιάξει πολλά-, να φτιάχνω παλιούς καναπέδες, τους οποίους τις πλάτες, τις σκάλιζα και μόνος μου. Είχα δει, βέβαια, τον μάστορά μου, γιατί στην Σέριφο παλιά υπήρχαν πολλοί ξυλόγλυπτες και είχα δει και μου άρεσε και προσπάθησα και το ‘κανα και μόνος μου. Αλλά, γενικά, η δουλειά μου άρεσε. Αυτή η δουλειά η συγκεκριμένη μου άρεσε, γιατί αν κάτι δεν αρέσει εσένα, δεν θα το κάνεις σωστά και δεν θα αρέσει και στους υπόλοιπους.
Όταν ξεκινήσατε, δεν ήταν ακόμα τα μηχανήματα στη Σέριφο. Εσείς φέρατε μηχανήματα;
Ναι δεν ήταν, δούλεψα πάλι ενάμιση χρόνο, πάλι με τα χέρια μου και με τα εργαλεία αυτά που έμαθα. Μετά από ενάμιση χρόνο, αποφάσισα να πάρω και εγώ δύο μηχανήματα, μία κορδέλα και ένα σύνθετο, το οποίο σύνθετο μηχάνημα αυτό, κάνει πέντε εργασίες. Δεν είναι για πολύ προσωπικό, βέβαια, το πολύ για δύο άτομα. Και ξεκίνησα και εγώ, είχαν φέρει άλλοι δύο συνάδελφοι εδώ, πριν από μένα, αλλά, εντάξει, έφερα και εγώ. Άλλο να έχουνε άλλοι κι άλλο να…
Ήθελα να ρωτήσω, πάνω στην εργασία αυτή, του ξυλουργού, είχε τύχει να υπάρχουν ατυχήματα ή δυσκολίες άλλες, σε εσάς προσωπικά;
Εγώ δεν είχα κανένα ατύχημα, διότι πρόσεχα πάρα πολύ. Υπάρχουν συνάδελφοι που έχουν μείνει χωρίς δάχτυλα, από απροσεξία, από βιασύνη. Εγώ μέχρι τώρα είμαι αρτιμελής, γιατί είχα υπομονή και πρόσεχα.
Πέρα από το ξυλουργείο, ασχολούσασταν και με τις αγροτικές δουλειές, σωστά;
Ναι, πάντα. Όλοι στη Σέριφο είχαμε αγροτικά προϊόντα, είχαμε το δικό μας κρασί, είχαμε το δικό μας το κριθάρι, τα φασόλια, τα κολοκύθια, τις ντομάτες, το στάρι, τα ρεβίθια. Σπέρναμε απ’ όλα, τον αρακά που κάναμε φάβα, τα πάντα. Εγώ έχω μάθει, εντεκάμιση ετών, ξεκίνησα με[00:20:00] τις αγελάδες που ήταν τότε, να οργώνω. Εντεκάμιση ετών, γιατί ο πατέρας μου έλειπε στην Τήνο για να συμπληρώσει τα ένσημα, για να πάρει τη σύνταξη του, γιατί εδώ ‘κλεισαν τα μεταλλεία και δεν υπήρχε τόσο πολύ εργασία, κι έτσι αναγκαζόμουν να κάνω εγώ τις αγροτικές δουλειές, από τόσο μικρός. Στα δεκατρία-δεκατέσσερα, πήρε σύνταξη και ένας θείος μου, ο αδερφός της μαμάς μου, ο οποίος με βοηθούσε. Δηλαδή, το να σπέρνει και να με βοηθάει, τον βοήθαγα κι εγώ στα δικά του και έτσι κάναμε τις δουλειές.
Όσο αφορά το τώρα, που είστε πλέον συνταξιούχος, σας λείπει να ασχολείστε με την ξυλουργική;
Ε, βέβαια και μου λείπει! Βέβαια και μου λείπει, γιατί είναι κάτι που το αγάπησα και δεν μπορεί να ξεχαστεί αυτό.
Πώς νιώσατε όταν ήρθε η στιγμή να καταθέσετε;
Και ωραία και άσχημα, γιατί είναι κάτι που δεν μπορείς να το αφήσεις άμα το αγαπάς και από την άλλη, όμως, και με θέματα υγείας και θέματα... Περνάνε και τα χρόνια και κουράζεσαι και αυτά, αναγκαστικά πρέπει να το κάνουμε.
Κύριε Γιώργο, ξέρω ότι είσαστε πάντα από αυτούς που συμμετείχαν ενεργά σε ό,τι είχε να κάνει είτε με γλέντια είτε παρέες, και ήθελα να ρωτήσω πώς ήτανε η γιορτή του Κλήδονα, αν θυμάστε;
Η γιορτή του Κλήδονα, πήραμε… Την Πρωτομαγιά κάναμε το στεφάνι, την παραμονή. Μετά, παίρναμε μήλα οι κοπέλες, «κομπόμηλα», τα οποία χάραζαν επάνω, το όνομα του αγοριού που τους άρεσε. Τα βάζαμε σε ένα λάινα [πήλινο δοχείο] μέσα και όταν έφτανε 23 του Ιούνη, πηγαίναμε στη βρύση, παίρναμε με το «αμίλητο νερό» -δηλαδή λέγοντας «αμίλητο», να πας να γεμίσεις, χωρίς να μιλήσεις σε κανέναν, μέχρι να γυρίσεις μέχρι να το ρίξεις μέσα στο λάινα- και ορισμένοι κάνανε και πλάκα, μας πιάνανε στην κουβέντα, μας πειράζανε, για να μιλήσουμε. Εντάξει, κάποιοι το κρατούσαν, κάποιοι όχι. Μετά, αφού μαζευόμαστε, βγάζαμε, λέγαμε ένα στιχάκι, τα περισσότερα ήταν αισχρόλογα, τα οποία δεν μπορούμε να πούμε -ήταν το έθιμο όμως έτσι- και βγάζαμε ένα μήλο. Μόλις έλεγε ένας το στιχάκι, έλεγε: «Βγάλε μήλο». Η κοπέλα το έβγαζε, έβλεπε του αγοριού -μπορεί να τύχαινε να βγάλει και αλλουνού-, και έτσι γινόταν το σύστημα. Έβγαζε η άλλη κοπέλα, έβγαζε η άλλη κοπέλα, όταν τελειώναμε παίρναμε το στεφάνι και ανάβαμε φωτιές. Όσο καιγότανε, λοιπόν, το στεφάνι, το περνάγαμε από πάνω, κάναμε μία ευχή, ό,τι ήθελε ο καθένας και έτσι ολοκληρωνόταν η ιστορία αυτή.
Υπάρχει κάποιο στιχάκι που να μπορούμε να το πούμε, να μην είναι…
Θα πούμε ένα. Έλεγε ένας παππούς: «Ασπάλαθρας θε να γινώ κι αγκάθι ν’ αγκυλώνω κι εκεί που δε με σπέρνουνε, να πα' να ξεφυτρώνω».
Αναφέρατε τώρα για το στεφάνι το μαγιάτικο, αυτό σαν -όχι εκδήλωση-, αλλά σαν διαδικασία, ήταν κάτι το ιδιαίτερο, πώς το κάνατε;
Διάφορα λουλούδια που είχαμε στις γλάστρες μας. Καταρχήν, παίρναμε μία βέργα, βέργα από το κλίμα, κλιματόβεργα, τη γυρνούσαμε και την κάναμε κουλούρα, τη δέναμε και μετά αρχίζαμε και δέναμε τα λουλούδια πάνω, γύρω-γύρω. Α, στο στεφάνι βάζαμε και κορφές από στάρι και κριθάρι, για να πάει καλά η χρονιά. Έτσι γινόταν.
Κάτι άλλο που ήθελα να ρωτήσω είναι για τους κληρωτούς;
Κληρωτοί[00:25:00]. Κληρωτοί ήτανε... Όταν έφτανε η ώρα να φύγεις για φαντάρος, δεν ήταν ποτέ ένας συνήθως, ήταν πολλοί, μαζεύονταν όλοι μαζί και δημιουργούσαν ένα μεγάλο γλέντι για να αποχαιρετήσουν και την άλλη μέρα να φύγουν, να πάνε να παρουσιαστούν στον στρατό. Επειδή ήταν ίδια ηλικία, λέγανε κληρωτοί. Και μετά όταν βγάζαμε βιολιά εμείς, για πλάκα έτσι που μαζευόμαστε παρέες... «Ποιοι είχαν τα βιολιά;». «Οι κληρωτοί». Για να μας πικάρουν, μας λέγανε αυτό.
Κύριε Γιώργο, μου αναφέρετε τις προάλλες για το «μπίλιασμα», θέλετε να μας μιλήσετε πάλι λίγο για αυτό, να μας εξηγήσετε τι είναι, που έχει τύχει να το ζήσετε;
Ναι, το «μπίλιασμα» ήταν κάτι που τώρα δεν υπάρχει. Στην παλιά την εποχή, δεν πήγανε ταράτσες με τσιμέντο, ήτανε χώμα. Δηλαδή, έβαλαν τα δοκάρια, βάλανε τα καλάμια, από πάνω μαζεύαμε φύκια από τις παραλίες, μαζεύαμε βούρλα.
Βούρλα τι είναι;
Βούρλα, τα απλώναμε πάνω από τα καλάμια, μετά κάναμε το χώμα που μαζεύαμε, ειδικά κοκκινόχωμα, γιατί γίνεται σκληρό όταν στεγνώσει. Το απλώναμε από πάνω από τα βούρλα και από τα φύκια -αυτά όλα τα υλικά ήταν για μόνωση-, κάναμε λάσπη και τα απλώναμε από πάνω, μετά ρίχναμε λίγο χώμα και με έναν βαρύ κύλινδρο από μάρμαρο, το πατάγαμε. Όσο φτάναμε γύρω στους τριανταπέντε με σαράντα πόντους να έχει χώμα το κάθε... Το δώμα, που λέγαμε εμείς. Τώρα είναι ταράτσα, πρώτα το λέγαμε δώμα. Μετά, κάθε Σεπτέμβριο -ενόψει δηλαδή του χειμώνα-, κάθε Σεπτέμβριο πηγαίναμε και σκάβαμε χώμα ειδικό, κοκκινόχωμα ή από το Λιβάδι που είναι σαν πηλός, το οποίο το ανεβάζαμε επάνω, το κάναμε τρούλους, κολλάγαμε νερό και αρχίζαμε να το δουλεύουμε. Δουλεύοντάς το αυτό, γινόταν σαν ένα κουρκούτι και αρχίσαμε και το αλείφαμε σ’ όλο το… Το βρέχαμε πρώτα, για να κολλήσει με το παλιό, το αλείφαμε σε όλο το δώμα -που λέμε- και το αφήναμε. Όταν στέγνωνε, γίνονταν σαν κεραμίδι, τόσο σκληρό που δύσκολα πέρναγε το νερό. Εάν δεν είχες, όμως, φτιάξει την προεργασία σωστά στο δώμα -δηλαδή, να βάζεις τη λάσπη, να την πατάς, να ξανά βάζεις άλλη, να την πατάς, να γίνεται συμπαγής το από κάτω-, το νερό πέρναγε, με αποτέλεσμα να στάζουν τα δώματα και όταν στάζανε, παίρναμε σεντόνια, τα καρφώναμε στα δοκάρια, να κάνει μία κοιλιά και να μαζεύει το νερό στη μέση, και να βάζαμε τη σκάφη από κάτω, να το μαζεύουμε. Ήταν μία ταλαιπωρία τότε, αλλά ήτανε κάτι, που δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς.
Κύριε Γιώργο, εσείς έχετε προλάβει να είναι και τα σπίτια χωρίς ρεύμα τότε, σωστά;
Ναι.
Και πώς ήταν;
Μέχρι τα δεκατρία μου ήταν χωρίς ρεύμα. Πως ήτανε… Μαγειρεύανε, καταρχήν, με τσουκάλια, στα ξύλα. Το κάθε σπιτάκι είχε ένα τζακάκι μέσα στη γωνιά του και μαγειρεύαμε, και από κάτω βάζαμε τα ξύλα, ένα ντουλαπάκι, βάζαμε τα τσουκάλια, τα κατσαρόλια και τα ξύλα. Δύσκολα, δεν υπήρχαν τότε -μετά βγήκαν-, υπήρχαν τα εμαγιέ στην αρχή και τα τσουκάλια τα πήλινα και μαγειρεύαμε στα ξύλα. Για φωτισμό είχαμε τη λαμπίτσα με το πετρέλαιο και το φυτίλι. Μετά, βγήκανε τα λουξ και κάποιοι που δούλευαν και στα μεταλλεία είχανε τη λάμπα της ασετιλίνης. Μ’ αυτήν τη λαμπίτσα, λοιπόν, προσπαθούσαμε να διαβάσουμε και να γράψουμε, γιατί -όπως λέω- κάναμε δύο φορές την ημέρα σχολείο και έμενε λίγος χρόνος στο σπίτι και προσπαθούσαμε μ’ αυτήν τη λαμπίτσα, γύρω-γύρω από το τραπέζι, να μάθουμε να γράφουμε και να διαβάζουμε.
Σχετικά με τη συντήρηση τω[00:30:00]ν τροφίμων;
Τη συντήρηση των τροφίμων… Το κρέας όταν... Γιατί είχαμε ζώα όλοι και σφάζαμε και αυτά, επειδή δεν είχε ψυγείο να το συντηρήσουμε, είχαμε πιθάρια μικρά πήλινα, τα οποία τα παστώναμε τα κρέατα, τα τσιγαρίζαμε, τα παστώναμε, για να κρατήσουν άντε το πολύ μία εβδομάδα δηλαδή, μην νομίζεις ότι κράταγαν πολύ, αλλά ήταν ένας τρόπος να τα συντηρήσουμε. Είχαμε όλοι γουρούνι, κάναμε λούτζες κάναμε λουκάνικα, κάναμε πηχτή, κάναμε τη γλίνα [λιωμένο λίπος], για να μην αγοράζουμε βούτυρα, είχαμε τη γλίνα, αυτή που λιώναμε τα χοιρινά και έμενε και περνούσαμε αρκετό καιρό με αυτό.
Θα γυρίσω πάλι σε ένα έθιμο, επειδή είστε γνώστης όλων αυτών, και θα ήθελα να μας πείτε για το «τσούρι».
Το «τσούρι» γινόταν στα βαφτίσια. Όταν τελείωνε το μυστήριο, ο νονός έβγαινε στην πόρτα της εκκλησίας, έχοντας πολλά κέρματα, δηλαδή δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια, μια-δυο χούφτες, ανάλογα τη δυνατότητα του κάθε κουμπάρου, και τα πέταγε στην πλατεία και εμείς τρέχαμε να μαζέψουμε ότι προλάβαινε ο καθένας. Και το λέγανε «τσούρι» επειδή τα πετάγανε τα χρήματα.
Αυτό το έθιμο πώς προέκυψε;
Δεν ξέρω, έχει να κάνει με το ασήμωμα του παιδιού; Δεν ξέρω ακριβώς. Εγώ το πρόλαβα έτσι, αλλά δεν ξέρω το νόημα. Πιθανόν, να έχει να κάνει με αυτό που λέω, γιατί όταν πήγαινες να ζητήσεις ένα παιδί να το βαφτίσεις, το ασήμωνες, δηλαδή του ‘βαζες κάτι, είτε ένα χρυσαφικό, είτε χρήματα, είτε κάτι τέτοιο, και πιθανόν να έχει έρθει από κει.
Κύριε Γιώργο, είναι κάτι που θα κάνατε διαφορετικά στη ζωή σας;
Σαν τι, σαν άλλη δουλειά ή αν έχω μετανιώσει για κάτι που έκανα;
Αυτό ναι, αν είχατε τη δυνατότητα να κάνετε κάτι διαφορετικά.
Νομίζω, μου αρέσει αυτό που έκανα, δεν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί να κάνω κάτι άλλο, γιατί αυτό που έκανα μου άρεσε. Τώρα, δεν έχω σκεφτεί κάτι άλλο.
Είναι κάτι άλλο που θα θέλατε να συμπληρώσετε γενικά; Να μας πείτε κάτι άλλο;
Επειδή εγώ είχα χιούμορ και προσπαθούσαμε και με τα άλλα παιδιά που είμαστε παρέα, να κάνουμε διάφορες φάρσες, πήγαμε σε έναν παππού, το οποίο το βράδυ δεν έβλεπε και καλά και πήγαμε και του βάλαμε σελοτέιπ στην κλειδαρότρυπα, με αποτέλεσμα να γυρίσει από το καφενείο, να προσπαθεί να ανοίξει, να νομίζει ότι δεν πάει το κλειδί στην τρύπα και να αρχίζει να λέει διάφορα δικά του: «Τι διάολο έπαθα;» Και: «Δεν βλέπω πια». Και: «Δεν κάνω». Και: «Δεν ρίχνω». Πού να ξέρει, ότι του είχαμε βάλει σελοτέιπ. Άλλη φορά πάλι, του είχαμε δέσει με ψιλή-ψιλή μισινέζα, από τη μία πόρτα στην άλλη, τις μπετούγιες [πόμολα], με αποτέλεσμα μόλις άνοιγε, έσπρωχνε την πόρτα, πήγαινε μέσα, αλλά η μεσινέζα την τράβαγε πάλι έξω. «Μα τι διάολο έπαθες τώρα;», έλεγε ο γέρος και εμείς είμαστε κρυμμένοι και κρυφακούγαμε και γελάγαμε. Ένα άλλο, ψάχναμε τους τηλεφωνικούς καταλόγους και βρίσκαμε διάφορα περίεργα επώνυμα. Οπότε, βρήκαμε στον τηλεφωνικό κατάλογο κάποιον από τη Ρόδο, ο οποίος λεγόταν Κολοβός. Λοιπόν, παίρνουμε το νούμερο, το σηκώνει: «Γεια σας, ο κύριος Κολοβός;». «Μάλιστα, τι θα θέλατε;». «Έχουμε έτοιμη την ουρά σας, να 'ρθείτε να την πάρετε[00:35:00]». Γέλασε κι αυτός, κατάλαβε ότι ήταν χιούμορ και διάφορα άλλα τέτοια.
Τώρα, θα ήθελα να ρωτήσω -αν θέλετε να μας πείτε-, τα τελευταία χρόνια είχατε μία περιπέτεια με την υγεία. Πώς το αντιμετωπίσατε αυτό;
Γενικά, είμαι ψύχραιμος και είχα περιπέτεια, γιατί δεν ένιωσα ποτέ, μα ποτέ, το παραμικρό, έναν πόνο, ένα… Μία αδιαθεσία και δεν είχα κάνει εξετάσεις και έτσι προέκυψε. Σιγά-σιγά, αρχίσανε, πρηστήκανε τα πόδια μου, έως άρχισε να ανεβαίνει, με ανησύχησε και έφυγα και πήγα στον γιατρό και βρήκα ότι είχα πολύ ζάχαρο, η καρδιά μου είχε διογκωθεί, είχε αρρυθμία και έτσι έκανα μία -πώς τη λένε- μία θεραπεία, αλλά στον χρόνο απάνω, καταλάβαμε ότι έπρεπε να βάλω βηματοδότη. Τον έβαλα, αλλά στα τρία χρόνια -πέρσι δηλαδή-, είδα ότι δεν με βοήθαγε και βάλαμε τώρα απινιδωτή και δόξα τω Θεώ, έβαλα απινιδωτή αμφικοιλιακό και δόξα τω Θεώ νιώθω καλά και μπορώ να κάνω τη δουλίτσα μου, έτσι για να… Νιώθω καλά. Να γυρίσουμε στο πριν, με το χιούμορ που λέγαμε.
Βεβαίως.
Όταν, ήρθε κάποιος, με ρώτησε κάποιος αν έχω να του κάνω ψιλά ένα πεντοχίλιαρο -ήταν οι δραχμές- και εγώ ανέβηκα στην καρέκλα, το σήκωσα πάνω, του λέω: «Φτάνει εδώ;». Έβαλε τα γέλια και μετά από 2-3 χρόνια είδα ότι το έκανε και ο Σεφερλής. Μου άρεσε να πειράζω, με την καλή έννοια, χωρίς να προσβάλλω, χωρίς να κάνω χειρονομίες που να κινδυνεύει κάποιος να χτυπήσει, μου άρεσε αυτό. Είμαι ετοιμόλογος.
Κύριε Γιώργο, αν δεν έχετε κάτι άλλο να μας συμπληρώσετε, ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο που σπαταλήσατε για εμάς.
Να πούμε και λίγο για τις αμάδες που παίζαμε τότε.
Ωραία, ναι.
Είναι ένα παιχνίδι, που παίζαμε και μεγάλοι, όχι μόνο μικροί. Οι αμάδες -αμάδα λεγότανε μία πέτρα πλακέ, πλάκα, συνήθως όμως από γρανίτη, για να μη σπάει, γιατί άμα είχαμε καλή, οι άλλοι προσπαθούσαν να μας τη σπάσουνε, για να μπορούν να κερδίζουν, γιατί άμα η πέτρα δεν ήταν τόσο καλή, κατρακύλαγε, δεν πήγαινε εκεί που θέλαμε. Λοιπόν, βάζαμε μία μικρή πετρούλα, την οποία στήναμε κέρματα και σε μία απόσταση που νομίζαμε ότι μπορούμε να πετάξουμε εμείς στην αμάδα μας, είχε μία μεγάλη και προσπαθούσαμε ο καθένας να την πάει πιο κοντά στη μεγάλη πέτρα που λεγότανε «το αμπούλι». Και το μικρό με τα λεφτά λεγότανε «ο τόκας». Όποια αμάδα πήγαινε πιο κοντά στη μεγάλη πέτρα, αυτός έπαιζε πρώτος. Ο πρώτος, λοιπόν, προσπαθούσε να πάει την αμάδα του μπροστά από το πετραδάκι, τον «τόκα» -που λέγαμε-, που είναι στημένα τα λεφτά, με αποτέλεσμα αν ο άλλος τη βρει, να πάνε τα λεφτά πάνω του. Και μετά… Και έτσι κερδίζαμε, ας πούμε. Μετράγαμε με τις πιθαμές, αν ένα κέρμα πετάγονταν μακριά, σε ποιο είναι πιο κοντά, με ξυλάκια, με σπιρτόξυλα, οδοντογλυφίδες, με τρίχα ακόμα, αν περνάει... Αν ήσουν κολλημένη η αμάδα πάνω στον «τόκα», δεν δικαιούσουν να πάρεις λεφτά, αν κόλλαγε απάνω στη μικρή την πέτρα, δεν δικαιούσουν να πάρεις λεφτά. Έπρεπε να ξεκολλήσει η πέτρα και οι άλλοι, λοιπόν, προσέχανε να μην σε ακουμπήσουν και ξεκολλήσει, γιατί κέρδιζες αν ξεκόλλαγε με αυτό και συνεχίζαμε να παίζουμε. Συνήθως, παίζαμε εκεί στα Χριστούγεννα, τις γιορτές αυτές, παίζαμε δηλαδή και μεγάλοι ακόμα, παίζαμε. Και μία φορά ένας δάσκαλος -ήταν τότε Δικτατορία- μας πήγε στην αστυνομία, γιατί παίζαμε τυχερά παιχνίδια.[00:40:00] Και ήρθε ένας πατέρας -ο οποίος ήταν λιγάκι άγριος- ο μπαρμπα-Γρηγόρης ο Γιακουμέλος -που λέγανε-, γιατί ήταν και ο γιος του μέσα, και έκανε τόσο μεγάλη φασαρία και αγρίεψε και τελικά μας άφησαν. Αυτό, αν θέλεις να με ρωτήσεις κάτι άλλο;
Αν είναι και άλλα παιχνίδια και αναμνήσεις που έχετε και θυμάστε να μας πείτε.
Παίζαμε παιχνίδια, παίζαμε τον σβούρο. Σβούρος ήταν ένα ξύλο στρογγυλό, με ένα καρφί στην άκρη και ένα από πάνω το οποίο κάναμε θηλιά, τυλίγαμε την πετονιά, την πετάγαμε και αυτός στριφογύριζε. Βάζαμε, λοιπόν, αφού… Που λέγαμε: «Να τα βγάλουμε, να δούμε σε ποιον θα τύχει, να παίξει πρώτος», και αυτός που έχανε, έβαζε τον σβούρο του κάτω και προσπαθούσαμε οι άλλοι να τον χτυπήσουμε και αν είναι δυνατόν, να τον σπάσουμε κιόλας. Και, εντάξει, εκεί δεν παίζαμε λεφτά, παίζαμε με τους βόλους, μπίλιες -που λέγαμε-, να προσπαθήσουμε να χτυπήσουμε ο ένας του αλλουνού. Τι άλλα παιχνίδια; Δεν θυμάμαι τώρα άλλο. Κρυφτό.
Υπήρχε παιχνίδι που λεγόταν «γιάντες»;
Α, ναι. «Γιάντες» ήτανε… Βάζαμε ένα στοίχημα -εγώ και εσύ παράδειγμα-, όταν πηγαίναμε κυνήγι και είχαμε πουλιά, ο «γιάντες», ήταν τα δυο κοκκαλάκια σε σχήμα «V», που βρίσκονται στο στήθος του πουλιού. Δηλαδή, εκεί που τελειώνει το στήθος και αρχίζει η γούλα, που έχει μέσα το φαγητό. Είναι δυο κοκκαλάκια σε σχήμα «V», μικρά. Το ένα είναι πιο μικρό και το άλλο πιο μεγάλο και κρατάγαμε, λοιπόν, ο ένας από τη μία, ο άλλος από την άλλη, προσπαθούσαμε να το σπάσουμε. Σε οποιανού το χέρι έμενε το πιο μεγάλο, κέρδιζε. Κέρδιζε το στοίχημα. Και του 'λεγε: «Γιάντες». Αυτό ήτανε ο «γιάντες» -που λέγανε-, ένα κοκκαλάκι μικρό. Κάναμε διάφορα, εφευρέσεις για να κερδίσουμε κάτι. Βάζαμε στοιχήματα. Βάζουμε, ας πούμε, μπύρες, βάζαμε διάφορα.
Κύριε Γιώργο, ευχαριστούμε πάρα πολύ για τον χρόνο σας, να είστε καλά.
Και εγώ σας ευχαριστώ και πιστεύω αυτά να χρησιμεύσουν σε κάτι, να το διαβάσει κάποιος και να δει πώς περνάγαμε εμείς όταν ήμαστε μικροί.
Να είστε καλά, καλό βράδυ.
Που δεν είχαμε ούτε ηλεκτρονικά, ούτε κινητά και κουβεντιάζαμε όταν καθόμαστε στα τραπέζια, αντί να στέλνουμε μήνυμα στον απέναντί μας, όπως γίνεται τώρα. Σας ευχαριστώ, λοιπόν, και όλα να πάνε καλά.
Κάθε καλό και σε σας, ευχαριστούμε πολύ, καλό βράδυ.
Ευχαριστώ πολύ.
Photos

Ο Γιώργος Παπάλης
Φωτογραφία του αφηγητή.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο κύριος Γιώργος, κάτοικος της Κάτω Χώρας Σερίφου, πρώην ξυλουργός στο επάγγελμα και «η ψυχή της παρέας», όπως συνηθίζουμε να λέμε, ανακαλεί αναμνήσεις από τη ζωή στην παλιά Σέριφο. Μέσα από τις αφηγήσεις του μαθαίνουμε για τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα του νησιού, τον τρόπο ζωής των παλιών κατοίκων της περιοχής, τα παραδοσιακά παιχνίδια και τις δραστηριότητές τους, καθώς και για τις παιδικές σκανταλιές και τα ανέμελα χρόνια της παιδικής του ηλικίας.
Narrators
Γεώργιος Παπάλης
Field Reporters
Μιχάλης Χρυσολωράς
Topics
Tags
Interview Date
13/03/2022
Duration
43'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Ο κύριος Γιώργος, κάτοικος της Κάτω Χώρας Σερίφου, πρώην ξυλουργός στο επάγγελμα και «η ψυχή της παρέας», όπως συνηθίζουμε να λέμε, ανακαλεί αναμνήσεις από τη ζωή στην παλιά Σέριφο. Μέσα από τις αφηγήσεις του μαθαίνουμε για τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα του νησιού, τον τρόπο ζωής των παλιών κατοίκων της περιοχής, τα παραδοσιακά παιχνίδια και τις δραστηριότητές τους, καθώς και για τις παιδικές σκανταλιές και τα ανέμελα χρόνια της παιδικής του ηλικίας.
Narrators
Γεώργιος Παπάλης
Field Reporters
Μιχάλης Χρυσολωράς
Topics
Tags
Interview Date
13/03/2022
Duration
43'