Μεγαλώνοντας σε μια παραδοσιακή αθηναϊκή αυλή της δεκαετίας του '50
Segment 1
Αυτοβιογραφικές αναγνώσεις: Τα παιδικά χρόνια κατά τη διάρκεια των πολέμων, η οικογένεια και οι γλυκές αναμνήσεις από τη γειτονιά
00:00:00 - 00:14:33
Partial Transcript
Είναι 22 Ιανουαρίου 2023, είμαι η Δήμητρα Μαγδαληνού, ερευνήτρια του Istorima και βρισκόμαστε στον Μώλο Φθιώτιδας. Γεια σας! Καλησπέρα σας…να πάει φαντάρος, τη ζήτησε από τον πατέρα μου. Και όταν απολύθηκε, την παντρεύτηκε και ζήσαν εξήντα πέντε χρόνια μαζί». Τι άλλο να σας πω;
Lead to transcriptLocations
Segment 2
Επαγγέλματα της δεκαετίας του ‘50
00:14:33 - 00:20:21
Partial Transcript
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα επαγγέλματα; Εσείς ποια τέχνη μάθατε; Εμείς εκείνη την εποχή ήταν πολύ στη μόδα μαντάρισμα γυναικείων καλ…ου. Το έχουν κάνει μουσείο. Και τον ήξερα! Ας είναι αιωνία του η μνήμη! Ένας εξαιρετικός κύριος ο Γιάννης Ρίτσος. Τι άλλο θέλετε να σας πω;
Lead to transcriptLocations
Segment 3
«Τα παιδιά της αυλής»: Μια παρακαταθήκη αναμνήσεων
00:20:21 - 00:33:20
Partial Transcript
Θα ήθελα να επιστρέψουμε στο αφήγημα που το είχατε αφήσει στη μέση. Κυρία Μαρία, θα θέλατε να μας πείτε δύο λόγια για «Τα παιδιά της αυλής»… έχουν παλιές αναμνήσεις και μια παρακαταθήκη αναμνήσεων από μένα. Ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλα. Καλό βράδυ. Καλό βράδυ. Να ’στε καλά.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 1
Αυτοβιογραφικές αναγνώσεις: Τα παιδικά χρόνια κατά τη διάρκεια των πολέμων, η οικογένεια και οι γλυκές αναμνήσεις από τη γειτονιά
00:00:00 - 00:14:33
Είναι 22 Ιανουαρίου 2023, είμαι η Δήμητρα Μαγδαληνού, ερευνήτρια του Istorima και βρισκόμαστε στον Μώλο Φθιώτιδας. Γεια σας!
Καλησπέρα σας!
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για σας;
Εγώ είμαι, έχω γεννηθεί στην Αθήνα, ο σύζυγός μου είναι από εδώ, από τον Μώλο. Παντρεύτηκα στην Αθήνα και έχω κάνει και δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Ο πατέρας μου ήταν από την Αρκαδία, η μητέρα μου ήταν από τον Άγιο Κωνσταντίνο, αλλά παντρεύτηκαν στην Αθήνα. Με έξι παιδιά οι γονείς μου βρεθήκαμε στα χρόνια του πολέμου. Εγώ φυσικά ήμουνα πολύ μικρή, ήμουνα 2 χρόνων όταν ξεκίνησε ο πόλεμος. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου πανικοβλήθηκαν με τις σειρήνες που ακούγαμε και ότι θα γίνει πόλεμος και αποφάσισαν να φύγουμε από την Αθήνα, προκειμένου να μην... Γιατί θα υπήρχε πείνα. Και αποφάσισαν να φύγουμε και να ’ρθουμε και εγκατασταθήκαμε στα Καμένα Βούρλα για έξι χρόνια. Όταν πέρασε ο πόλεμος, πήγαμε πάλι στην Αθήνα, ξεκινήσαμε το σχολείο. Φυσικά, δεν βγάλαμε και το σχολείο το Δημοτικό, γιατί ήταν τα χρόνια του πολέμου. Μας βρήκε η ηλικία αυτή. Και ξεκίνησα εγώ, παντρεύτηκα, έκανα την οικογένειά μου και όταν ήρθα στη σύνταξη... Είχαμε μια αυλή στην Αθήνα με δώδεκα δωμάτια. Κάθε δωμάτιο υπήρχε, οι γονείς με πέντε-έξι και επτά παιδιά ζούσαν σ’ ένα δωμάτιο, αλλά υπήρχε μεγάλη αγάπη αναμεταξύ μέσα στην αυλή, τα παιδιά, εμείς. Υπήρχε τότε η συγκέντρωση. Τότε συγκεντρωνόμαστε με λίγα πράγματα γλεντάγαμε. Υπήρχε η αγάπη, υπήρχε η γειτονιά. Βγαίναμε στις αλάνες και παίζαμε παιχνίδια, πολλά παιχνίδια! Να σας αναφερθώ σε κάποια παιχνίδια; Με σχοινάκι, με πεντόβολα, περνά-περνά η μέλισσα, κλέφτες και αστυνόμους, μακριά γαϊδούρα, πινακωτή-πινακωτή, υπήρχε ένα πολύ ωραίο παιχνίδι, περνά-περνά η μέλισσα σας το ανέφερα, γκαζές, πάρα πολλά παιχνίδια! Πάρα πολλά! Και με αυτά φτιάχναμε και κούκλες μόνοι μας, με πάνινες κούκλες, με ό,τι πανάκια είχε γιατί η μητέρα μου, η θεία μου ήταν μοδίστρα και μας έδινε πάρα πολύ ωραία πράγματα, ρούχα, πανάκια και φτιάχναμε διάφορες κούκλες. Αυτά ήταν τα παιχνίδια μας και τα ζούσαμε και τα ευχαριστιόμασταν. Ήτανε παιχνίδια τα οποία τα φτιάχνουμε μόνοι μας και τα ευχαριστιόμαστε! Οι νέοι τότε ήταν και... Ήταν η ηθική στη μέση. Τα παιδιά, τ’ αδέρφια. Αλλά γλεντήσαμε πάρα πολλά, πάρα πολύ γλεντήσαμε με τ’ αδέλφια μας. Υπήρχανε στα σπίτια που κάναμε το... Ρεφενίζοντας πάρτι. Τι είναι το ρεφενίζοντας; Φτιάχναμε λίγα κεφτεδάκια, λίγο σαλαμάκι τα πηγαίναμε. Η νοικοκυρά έφτιαχνε κάτι κεφτεδάκια, έφτιαχνε διάφορα πραγματάκια και με αυτά χορεύαμε. Υπήρχανε χορός, χορεύαμε πάρα πολύ! Ήταν η εποχή του rock n’ roll εκείνη την εποχή. Το tango, το waltz, η samba, το cha cha, τα Fox Anglais, η rumba, το rock n’ roll. Eγώ με τον αδερφό μου χόρευα πάρα πολύ ωραίο rock n’ roll. Ήμουνα και αδύνατη και ήταν και η εποχή που ήταν και ο Elvis Presley στην ηλικία μας τότε και χορέψαμε, χορεύαμε. Ήταν πολύ ωραία χρόνια. Kαι με αυτές τις αναμνήσεις κορίτσι μου, με αυτές τις αναμνήσεις ζω! Mε τις αναμνήσεις μου ζω. Και θέλω ν’ αφήσω, γιατί έχω γράψει πάρα πολύ ωραία πράγματα, την ιστορία μου όλη, την αυτοβιογραφία μου την έχω γράψει όλη για να αφήσω μια παρακαταθήκη στα παιδιά μου και στα εγγόνια μου, για να το διαβάζουν, πώς ήταν εκείνα τα χρόνια.
Κυρία Μαρία, θα θέλατε να μας διαβάσετε κάτι από αυτά που έχετε γράψει;
Ευχαρίστως! «Γεννήθηκα πριν δύο χρόνια στο υπόγειο του σπιτιού μας στη Ζερβουδάκη 29, Κάτω Πατήσια. Ο πατέρας μου 27 ετών από την Αρκαδία, Νικόλαος Αντωνόπουλος. Η μητέρα μου 19 ετών από τον Άγιο Κωνσταντίνο, Παναγιώτα Ψιμογιάννου. Παντρεύτηκαν στην Αθήνα. Στη διάρκεια δέκα χρόνων απέκτησαν έξι παιδιά. Εγώ είμαι το έκτο, το στερνοπούλι. Εγώ δεν θυμάμαι τον πόλεμο, αλλά αργότερα τον Εμφύλιο και την πείνα. Στις 5:00 πρωινή ώρα ακούγοντας τις σειρήνες και το ραδιόφωνο μετά: “Έχουμε πόλεμο! Έχουμε επιστράτευση!”, συνέχεια στο ραδιόφωνο[00:05:00]. Οι γονείς μου πανικοβλήθηκαν: “Νίκο, τι κάνουμε τώρα;” βάζοντας τα κλάματα η μητέρα μου. “Έχει ο Θεός, γυναίκα. Όπως όλοι και εμείς”. Ευτυχώς τον πατέρα μου δεν τον πήραν φαντάρο, γιατί ήταν πολύτεκνος. Κάθε φορά που ακούγαμε σειρήνες μας προειδοποιούσαν πώς πέρναγαν γερμανικά αεροπλάνα βομβαρδίζοντας. “Γρήγορα γρήγορα στο υπόγειο” και όλοι οι κάτοικοι της αυλής, που ζούσαν δώδεκα οικογένειες. Αυτό γινόταν συνέχεια. Και στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, βομβαρδισμοί και πείνα σιγά σιγά. Η μητέρα μου ανησυχούσε πάρα πολύ: “Νίκο, τι κάνουμε τώρα;” βάζοντας πάλι τα κλάματα. “Εδώ θα πεθάνουν τα παιδιά μας. Λέω να πάμε στο χωριό μου. Εκεί θα μας βοηθήσει ο πατέρας μου και θα έχουμε και μια ασφάλεια. Τι λες;”. Πέρασαν δύο χρόνια με φόβο και πείνα. Και αποφάσισαν να φύγουμε φορτώνοντας τη μηχανή του πατέρα μου, που ήταν τσαγκάρης, πάνω σ’ ένα φορτηγό. Το ταξίδι πολύ κουραστικό. Επτά ώρες Αθήνα για να φτάσουμε στο χωριό, στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ανακουφισμένη η μητέρα μου έφτασε στο σπίτι που γεννήθηκε, στον πατέρα της και τον αδελφό της. Εκεί όμως δεν μας δέχτηκαν, γιατί ήταν πολλά άτομα. Αποφάσισαν να πάμε στα Καμένα Βούρλα. Εκεί νοικιάσαμε ένα μικρό δωματιάκι και μια μικρή αυλίτσα. Λέει ο πατέρας μου στη μητέρα μου: “Παναγιώτα, τι κάνουμε τώρα; Στην Αθήνα είχαμε το σπίτι μας. Τώρα τι κάνουμε;”. “Στην Αθήνα, Νίκο, τα παιδιά μας θα πέθαιναν από την πείνα. Εδώ κάτι θα βρουν”. Αποφάσισαν να πάμε στα Καμένα Βούρλα. Υπήρχαν τρία μεγάλα ξενοδοχεία και ταβέρνες λόγω των θερμών Λουτρών. Ψάχνοντας ψάχνοντας ο πατέρας μου βρήκε ένα σπιτάκι και μια αυλίτσα. Είχαμε κάποιες οικονομίες από τα νοίκια της αυλής και περάσαμε λίγες μέρες. Από δουλειά, όμως, τι θα έβρισκε ο πατέρας μου; Τίποτε. Άρχισε τότε τις επιδιορθώσεις παπουτσιών, έβαζε σόλες και τακούνια. “Νίκο, τι κάνουμε, τι θα φάνε τα παιδιά;” βάζοντας πάλι τα κλάματα η μητέρα μου. Ψάχνοντας ψάχνοντας η μητέρα μου έμαθε πως στα μεγάλα ξενοδοχεία είχαν εγκατασταθεί οι Γερμανοί. Πήγε αμέσως να ζητήσει δουλειά και τους είπε πως έχει τρία μικρά παιδιά. Το ανέφερε ο διερμηνέας στον αρχηγό και αμέσως έπιασε δουλειά η μητέρα μου, από το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Έπλυνε στη σκάφη όλους τους Γερμανούς. Υπήρχαν μέρες που έπλενε εκατό σεντόνια και όλα τα υπόλοιπα. Και κατάκοπος γύρναγε στο σπίτι να συνεχίσει τις δουλειές του σπιτιού. 35 χρονών ήταν η μητέρα μου. Ηρωίδα μάνα! Οι Γερμανοί τη σεβάστηκαν, δεν την πείραξαν όμως καθόλου. Απεναντίας, όταν σχόλαγε, της έδιναν γαλέτες, σοκολάτες, μαρμελάδες και της έλεγαν: “Piccola, piccola!”, “Για τα παιδιά!” της έλεγαν. Ηρωίδα μάνα, ηρωίδα μάνα! Είχε επωμιστεί όλο το βάρος της οικογένειας, γιατί ο πατέρας μου ήταν φιλάσθενος. “Μαμά, τι θα φάμε;”, λέει ο μεγάλος αδερφός μου ο Αντωνάκης, που ήταν 14 χρόνων. “Μπορείς να με βοηθήσεις, Αντωνάκη, να πάμε στο Ρεγγίνι; Μου έχει υποσχεθεί ένας συγγενής μου να μου δώσει λίγο αλεύρι”. Η απόσταση με τα πόδια Καμένα Βούρλα-Ρεγγίνι τρεις ώρες. Και ξυπόλητος ο Αντωνάκης. Κουβαλώντας στον ώμο η μητέρα μου το σακί αλεύρι. Χαρούμενη όμως! Αλλά χαρούμενη κατηφορίζοντας μάζευε και χόρτα, που ήταν άφθονα. Εκτός από τα χόρτα, ήταν άφθονα και τα ψάρια στη θάλασσα. Όταν οι ψαράδες έβγαλαν τα δίχτυα από τη θάλασσα, πεταγόντουσαν μικρά ψαράκια στην άμμο. Τότε οι δύο μπόμπιρες, τ’ αδέρφια μου, ο Κώστας και ο Μιχάλης τ’ άρπαζαν και μέσα στον κουβά και τρεχάλα στο σπίτι. Όσο για το λάδι; Πού θα βρούμε λάδι; Πίσω από το σπιτάκι μας υπήρχε ένα λιοτρίβι. Και τα απόνερα περνάγανε από την αυλίτσα μας. Τότε η μητέρα μου με τ’ αδέρφια μου άνοιξαν ένα μεγάλο λάκκο και μαζεύανε το νερό. Επάνω επάνω στο νερό, όμως, υπήρχε λάδι! Με το κουτάλι σιγά σιγά, σιγά σιγά η μητέρα μου μάζευε το λάδι κάθε μέρα και έτσι γέμισε έναν ντενεκέ του λαδιού. Το καθημερινό μας μενού τι ήταν; Ήταν: Έβραζε στο απόγευμα μετά τη δουλειά η μαμά μου σε ντενεκέ του λαδιού χόρτα, δύο τηγανιές ψάρια και μία τηγανίτα. Και την κάναμε ταράτσα που λένε! Δεν ξέρω ποιος έδωσε στον πατέρα μου μια κιθάρα. Ήταν φιλόμουσος ο πατέρας μου και καλλίφωνος. Και ντράγκα ντρούγκα, ντράγκα ντρούγκα χοροπηδάγαμε μετά το φαγητό. Από τότε μας αρέσει το τραγούδι και ο χορός. Σε ηλικία 3 χρόνων με βαφτίσανε εδώ. Ο νονός μου, Σπύρος, με τη νονά μου την Αναστασία δεν είχαν παιδιά και μου δώσανε το όνομα Μαρία, το όνομα της μητέρας του[00:10:00]. Σαν μάγειρας που ήταν, πολύ καλός μάγειρας ο νονός μου, γιατί πήγαιναν όλοι οι Γερμανοί να φάνε, έκανε ένα τρικούβερτο γλέντι, έσφαξε κι όλες τις κότες της αυλής του. Και όλα και πολλά αλλά. Εγώ φυσικά δεν έφαγα, γιατί δεν θυμάμαι. Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε και ο Eμφύλιος. Οι Γερμανοί σιγά σιγά έφευγαν. Αποφάσισαν οι γονείς μου να γυρίσουν στην Αθήνα. Η μητέρα μου είπε στον πατέρα μου: “Νίκο, να πάρεις τα πέντε παιδιά κι εγώ με τον Αντώνη θα καθίσω να φορτώσω τη μηχανή σ’ ένα φορτηγό και να έρθω”. Έτσι κι έγινε. Έλα όμως που άρχισε ο ανταρτοπόλεμος και από τη μια μεριά, ο βαρύς χειμώνας από την άλλη. Και κλείσαν οι συγκοινωνίες. Έξι μήνες ο πατέρας μου με τα πέντε παιδιά. Και η μητέρα μου με τον αδελφό μου στα Καμένα Βούρλα. Η πείνα, οι ψείρες και η απελπισία, η απλησιά συγνώμη, στο κατακόρυφο! Πώς να τα βγάλει πέρα ο πατέρας μου με μια γιαγιά που ήταν και αυτή μεγάλη, ανήμπορη; Τι να πω; Πείνα, πείνα μεγάλη. Το μόνο που θυμάμαι σταφιδοστράγαλα. Μετά από έξι μήνες κατάφερε η μητέρα μου επιτέλους να έρθει στην Αθήνα, ταξιδεύοντας σ’ ένα φορτηγό έξι ώρες με την αγωνία, γιατί νέα μας δεν είχε καθόλου η μητέρα μου. Και τρέχοντας στο σπίτι και κλαίγοντας άρχισε να μας μετράει: “Ένα, δύο, τρία, τέσσερα” κλαίγοντας. “Νίκο, λείπει ένα! Πού είναι το παιδί το άλλο, το πέμπτο;”. Εγώ φυσικά ήμουνα κλεισμένη, κρυμμένη. Θες από χαρά; Θες από συγκίνηση; Είχα κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι και φωνάζω: “Εδώ είμαι, μανούλα, εδώ είμαι”. Αμέσως η μητέρα μου μας αγκάλιασε και τα πέντε με δάκρυα στα μάτια. Όταν πέρασε η φουρτούνα του πολέμου, μετά από έξι χρόνια που είπα που γυρίσαμε και αρχίσαμε, έπρεπε να πάμε σχολείο. Εμείς τα κορίτσια, εγώ, η αδερφή μου η Ελένη πήγαμε στο Δημοτικό, βγάλαμε, γιατί ήταν και ο πόλεμος. Τ’ αδέρφια μου βγάλαν λιγότερες τάξεις. Στην αυλίτσα μας, είχαμε την αυλίτσα μας, γυρίσαμε. Τι να πω για την αυλίτσα μας μετά τον πόλεμο; Τι να πω; Έχω τις ωραιότερες αναμνήσεις. Πολλά παιδιά γυρίζοντας από το σχολείο μ’ ένα κομμάτι ψωμί με λάδι ή με θρεψίνη, ένα είδος μαρμελάδας ήταν αυτό, πετάγαμε της σάκες στην αλάνα στην αυλή και μετά στην αλάνα για παιχνίδι. Κουτσό, κυνηγητό, κρυφτό, σχοινάκι, πεντόβολα, περνά-περνά η μέλισσα, κλέφτες και αστυνόμους, γκαζές, φτου ξελευθερία, στρατιωτάκια ακούνητα-αγέλαστα. Τι ωραία χρόνια, τι εποχή! Τι δεκαετία ’50-’60! Αξέχαστη! Τελειώνοντας το σχολείο, αρχίσαμε να μαθαίνουμε διάφορες τέχνες. Ο Αντώνης βαφές τσαντών και ανδρικών και γυναικείων υποδημάτων, ο Κώστας γύψινες διακοσμήσεις, ο Μιχάλης ράπτης, εμείς τα κορίτσια μαντάρισμα γυναικείων καλτσόν. Όλα αυτά τα επαγγέλματα είχαν άνθηση μεγάλη».
Θα θέλατε να μας πείτε λίγο περισσότερα για αυτά τα επαγγέλματα, κυρία Μαρία;
«Τα παιδιά της αυλής μας», ευχαρίστως, «τα παιδιά της αυλής έμαθαν τέχνες καλές και πρόκοψαν. Κι έγιναν και καλοί οικογενειάρχες. Τα παιδιά της αυλής μεγάλωσαν όμως. Αντί όμως για τα παιχνίδια στις αλάνες, αρχίσαμε τα πάρτι τα χρόνια της νιότης. Πόσο τυχεροί που ζήσαμε αυτή την εποχή! Με σαλαμάκι, κασεράκι, καμία κονσερβούλα πού και πού και κανένα κεφτεδάκι. Και χορό! Χορό σε κάθε σπίτι. Tango, waltz, samba, cha cha, mambo, rumba, charleston, rock 'n' roll! Τι να πω για έρωτες; Πού να τολμήσουμε από τα αδέρφια μου; Εξάλλου με τα παιδιά της αυλής δεν αισθανόμασταν πονηριά. Γιατί γεννηθήκαμε σε αυτή την αυλή σαν αδέλφια. Να πω και για την αδελφή μου; Μόνο η τσαχπίνα, μια αδελφούλα μου η Ελενίτσα, αυτή την αγάπησε ο Μιχαλάκης. Την ερωτεύτηκε πάρα πολύ. Αλλά τη ζήτησε, όταν προτού να πάει φαντάρος, τη ζήτησε από τον πατέρα μου. Και όταν απολύθηκε, την παντρεύτηκε και ζήσαν εξήντα πέντε χρόνια μαζί». Τι άλλο να σας πω;
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα επαγγέλματα; Εσείς ποια τέχνη μάθατε;
Εμείς εκείνη την εποχή ήταν πολύ στη μόδα μαντάρισμα γυναικείων καλτσόν, επειδή τα καλσόν τότε ήταν πολύ ακριβά. Και όταν έφευγε ένας πόντος-δύο, είχαμε μηχανή. Και οι τρεις αδελφές μάθαμε το μαντάρισμα καλσόν. Και να σας πω ότι φτιάξαμε και οι τρεις[00:15:00] από ένα διαμέρισμα με αυτά τα λεφτά; Γιατί η μητέρα μου και ο πατέρας μου μας τάιζαν, κάναμε οικονομίες απάνω σε αυτό, αλλά μας τα τάιζαν οι γονείς μου, και έτσι μαζεύαμε εμείς αυτά τα λεφτά και χτίσαμε. Γκρεμίζοντας ο πατέρας μου κάποια δωμάτια, που αυτά τα παιδιά είχαν φύγει πια, είχανε μάθει τέχνες καλές. Είχανε φύγει και γκρεμίσαμε αυτά, γκρέμισαν οι γονείς μου τα σπίτια αυτά, τα δωματιάκια, κι έτσι χτίσαμε εμείς από ένα διαμέρισμα και παντρευτήκαμε.
Πού ακριβώς το μάθατε αυτό σαν τέχνη;
Αυτό το μάθαμε από μια φίλη του αδερφού μου του Αντώνη, του μεγάλου. Αυτή ήτανε μανταρίστρια καλσόν και, επειδή ήταν φίλοι, είπε στον αδερφό μου: «Αντωνάκη, ας έρθει η αδερφή σου η μεγάλη να τη μάθω. Είναι πολύ καλή δουλειά αυτή και είναι, αφήνει και καλά λεφτά». Για την εποχή εκείνη ήταν καλή δουλειά. Δεν υπήρχαν όπως τώρα τα κομμωτήρια, που είναι σε κάθε τετράγωνο, υπάρχει κομμωτήριο ή ό,τι άλλο επάγγελμα. Τότε ήταν δυσεύρετα τα μαγαζιά αυτά. Εμείς δουλεύαμε μέσα στο μαγαζί, που ήταν ο πατέρας μου. Είχε ανοίξει στην Κολιάτσου ένα μαγαζί. Έφτιαχνε πολύ ωραία παπούτσια ο μπαμπάς μου. Δούλευε, ο πατέρας μου δούλεψε και στου Σεβαστάκη εκείνα τα χρόνια. Και μετά άνοιξε με τον αδερφό μου στην Κολιάτσου ένα μαγαζί και έφτιαχνε ανδρικά και γυναικεία παπούτσια. Πάρα πολύ καλός τεχνίτης. Και ο αδερφός μου μέσα. Και εμείς ήμαστε εκεί και φτιάχναμε τις κάλτσες στη Λιοσίων, στην Κολιάτσου συγγνώμη. Είχαμε πάρα πολλή πελατεία. Να φανταστείτε παίρναμε και το βράδυ στο σπίτι και δουλεύαμε και το βράδυ για να ανταπεξέλθουμε στις πελάτισσές μας, τις κάλτσες. Είναι πάρα πολύ ωραία, ήτανε!
Πόση ήταν η τιμή που παίρνατε από μία πελάτισσα που θα ερχόταν;
Να φανταστείτε, να σκεφτείτε ότι βγάζαμε τη βδομάδα 3.000 δραχμές, που εκείνη την εποχή ένας ναυτικός μπορούσε να πάρει τον μήνα αυτά τα λεφτά. Και εμείς βγάζαμε, γιατί ήταν λίγες οι κοπέλες που είχανε μάθει. Και μετά διαδόθηκε αυτό το επάγγελμα σε πάρα πολλά κορίτσια και μάθανε. Όπως ήταν οι κομμώτριες που μάθαιναν παλιά ας πούμε. Τα κομμωτήρια στην Αθήνα ήταν πάρα πολύ λίγα. Εγώ θυμάμαι που πήγαινα στον Άγγελο, όταν έγινα κοπέλα μετά και πήγαινα στον Άγγελο και χτενιζόμουνα, μετά οι κοπέλες αυτές άνοιξαν δικά τους μαγαζιά. Έτσι μεγάλωνε το επάγγελμα.
Και όταν σας έφερναν μια φθαρμένη κάλτσα ή ένα καλσόν, πώς ακριβώς έπειτα το επιδιορθώνατε;
Υπήρχε μηχάνημα. Μηχάνημα που έπαιρνες τον πόντο και πατώντας το πετάλ που είχαμε, πώς είναι η ραπτομηχανή; Έτσι ήταν ένα μηχανάκι. Το οποίο το έχω, αν θέλετε να σας το φέρω άλλη φορά. Λοιπόν, αυτό το μηχανάκι, πάταγες, έπαιρνες τον πόντο με το βελονάκι. Πώς είναι το βελονάκι που πλέκουμε τώρα που έχει ένα μικρό αυτό; Έπαιρνες τον πόντο και πατώντας το με το πετάλ, ανέβαινε μόνη της, ο πόντος, και μετά άντε πάλι. Αν ήταν δέκα πόντοι, ένα-ένα, ένα-ένα, ένα-ένα τ’ ανεβάζαμε. Ναι, είχε μια τεχνική πολύ εξαιρετική!
Τα άλλα σας αδέρφια τι τέχνη είχαν μάθει;
Ο αδερφός μου ο Αντώνης, όπως σας είπα, είχε, ήταν τότε πάλι πολύ της μόδας οι αλλαγές βαφών στις τσάντες και στα παπούτσια. Δεν τα πετάγαμε έτσι εύκολα όπως τώρα. Υπήρχαν μία τσάντα που ήταν άσπρη και θέλαμε να την κάνουμε μαύρη, καφέ ή μπλε ή οτιδήποτε. Και τα παπούτσια το ίδιο. Ήταν οι αλλαγές υποδημάτων και στις τσάντες. Δε, ο αδερφός μου ο ένας ήτανε γύψινα διακοσμήσεις. Δεν ξέρω αν το ξέρετε, εκείνη την εποχή όλα τα ξενοδοχεία της Αθήνας και τα θέατρα φτιάχναν αυτά τα γύψινα. Ήταν κάτι κεντήματα. Και γύρω-γύρω στις οροφές που βάζαν τα φώτα ήταν ένα αριστούργημα! Και το οποίο παραμένει σε όλα τα ξενοδοχεία. Και σε όλα τα ξενοδοχεία παραμένει αυτή η τεχνική, τα γύψινα. Ο αδερφός μου ο τρίτος έγινε ράφτης. Και τότε και τα ραφεία είχαν πάρα πολλή άνθιση. Πήγες το κουστούμι να το ράψει ο ράφτης. Και εκεί στη γειτονιά που μέναμε, στην οδό Κόρακα, έμενε και ο Γιάννης Ρίτσος. Που εγώ τον θυμάμαι και πάρα πολύ καλά. Ένας εξαιρετικός κύριος. Κύριος με τη σημασία, με όλη τη σημασία της λέξεως! Πηγαίναμε στο μανάβικο και ερχότανε. Ευγενέστατος, την «καλημέρα σας», την «καλησπέρα σας». Και στον[00:20:00] αδερφό μου τον Μιχάλη έραβε όλα του τα γιλέκα. Μόνο γιλεκάκια έραβε! Και εκεί στην Κόρακα υπάρχει το σπίτι του. Το έχουν κάνει μουσείο. Και τον ήξερα! Ας είναι αιωνία του η μνήμη! Ένας εξαιρετικός κύριος ο Γιάννης Ρίτσος. Τι άλλο θέλετε να σας πω;
Θα ήθελα να επιστρέψουμε στο αφήγημα που το είχατε αφήσει στη μέση. Κυρία Μαρία, θα θέλατε να μας πείτε δύο λόγια για «Τα παιδιά της αυλής»;
Βεβαίως! Εγώ ήμουν σ’ έναν σύλλογο στα Κάτω Πατήσια και ήθελα να κάνω μια εκδήλωση για την παλιά γειτονιά τη δεκαετία του ’50, για τις αυλές γενικά που υπήρχαν πάρα πολλές άλλες. Και θα αναφερθώ στη δική μας την αυλή που ζούσαν δώδεκα οικογένειες. Θέλετε να σας διαβάσω ένα κείμενο;
Με μεγάλη χαρά!
Θα κάνω μια αναδρομή της δεκαετίας του ’50 να θυμηθούμε τόσο εμείς που ζήσαμε εδώ αλλά να δώσουμε και σε εσάς που δεν ζήσατε νοερά μια εικόνα της εποχής εκείνης. Σε αυτήν εδώ την αυλή έμεναν δώδεκα οικογένειες, σε μια καμαρούλα μια σταλιά, τρία επί τρία, που η κάθε μία είχε από τρία έως εννιά παιδιά. Ζούσαμε εξήντα πέντε άτομα, τα σαράντα ήταν παιδιά. Η φτώχεια μεγάλη, αλλά εξίσου μεγάλη όμως ήταν η αγάπη, η χαρά, το παιχνίδι και το γέλιο ανάμεσά μας. Τα παιχνίδια ήταν πάρα πολλά χωρίς καθόλου έξοδα: Κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό, κλέφτες και αστυνόμους, σχοινάκι, πεντόβολα, γκαζές, σβούρες, ξυλίκι, περνά-περνά η μέλισσα, μακριά γαϊδούρα, πινακωτή-πινακωτή και πάρα πολλές άλλες. Αρχίζοντας από το υπόγειο που έμενε ο κύριος Κώστας ο Σήρακας με την κυρία Δήμητρα και τα τρία τους παιδιά. Σοβατζής στο επάγγελμα, δούλευε σκληρά, γι’ αυτό έβρισκε ξεκούραση σ’ ένα ταβερνάκι της γειτονιάς για ένα ποτηράκι κρασί. Στο επάνω σπίτι το μεγάλο το πέτρινο ζούσε ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Νίκος Αντωνόπουλος με την κυρία Παναγίτσα και τα έξι τους παιδιά. Υποδηματοποιός στο επάγγελμα, τα έβγαζε δύσκολα, γι’ αυτό χώρισε το σπίτι νοικιάζοντας το μισό. Ήρθε και ένας εγγονός της κυρίας Παναγιώτας από το χωριό, ο Γιωργάκης, να σπουδάσει, που όλοι έλεγαν: «Στους Αντωνοπουλαίους πάει; Δεν θα μάθει γράμματα, αλλά χορό!». Ο Γιωργάκης, όμως, έμαθε και γράμματα και χορό! Στο δεύτερο δωμάτιο του μεγάλου σπιτιού ζούσε ο κύριος Γιάννης ο Τσαρμπόπουλος με τις δύο του κόρες. Χήρεψε πολύ νωρίς, αλλά αργότερα παντρεύτηκε κι έκανε άλλα τρία παιδιά. Αυτός είχε ένα καλό επάγγελμα για την εποχή εκείνη: Καθαριστήριο ανδρικών καπέλων. Ήταν τότε, βέβαια, ξέρετε, βλέπετε της μόδας. Γι’ αυτό είχε τη δυνατότητα να στέλνει τα παιδιά του σε ιδιωτικό σχολείο. Στην αυλή υπήρχαν εννιά καμαρούλες. Στην πρώτη καμαρούλα ζούσαν δύο μεγαλοκοπέλες. Η Σία και η Ευδοξία. Αυτές δεν παντρεύτηκαν γιατί είχαν πολλές υποχρεώσεις. Είχαν να αναθρέψουν επτά γάτες και έναν σκύλο, τον Ντικ. Στη δεύτερη καμαρούλα ο κύριος Παναγιώτης ο Γεωργατσάκος ή Μανιάτη όπως τον λέγαμε, γιατί ήταν από τη Μάνη, με την κυρία Ποτούλα και τα τρία τους παιδιά. Η κυρία Ποτούλα είχε επωμισθεί όλο το βάρος της οικογένειας, γιατί ο κύριος Πότης ήταν φιλάσθενος. Κάθε πρωί ετοίμαζε ένα μεγάλο πανέρι με κρεμμυδάκια, μαϊντανά, άνηθο, σέλινο, καρότα και κουβαλώντας τα στον ώμο τα πουλούσε στη γωνία Αχαρνών και Αγίου Μελετίου, που ήταν η αγορά, και κατάκοπη από κούραση γύριζε στο σπίτι και συνέχιζε τις δουλειές του σπιτιού. Στην τρίτη καμαρούλα ζούσε ο Κύριος Γεώργιος ο Γεωργακόπουλος με την κυρία Μυρσίνη και τα εννιά τους παιδιά. Φανταστείτε σ’ ένα δωμάτιο εννιά παιδιά και οι γονείς. Ανθοπώλης ο κυρ-Γιώργης. Κάθε πρωί έξω από την καμαρούλα ετοίμαζε ένα μεγάλο πανέρι ή καρότσι –είχε κι ένα καρότσι– με διάφορα λουλούδια: Τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, γιασεμιά, τουλίπες, κρινάκια και διασχίζοντας όλα τα στενά της γειτονιάς, κατέληγε κι αυτός στην Αγίου Μελετίου και Αχαρνών, που ήταν η αγορά. Δεν τα έβγαζε όμως πέρα μόνος του. Γι’ αυτό πουλούσαν λουλούδια και τα μεγαλύτερα παιδιά στα κέντρα διασκεδάσεων. Η κούραση για αυτόν και αυτόν, ήταν η δουλειά του πάρα πολύ βαριά. Και πήγαινε σ’ ένα ταβερνάκι για ένα μεζεδάκι κι ένα κρασάκι. Όσο για την κυρα-Μυρσίνη που πάντα προσπαθούσε να έχει την καμαρούλα της πεντακάθαρη, καθώς και τα παιδιά της, πώς τα κατάφερνε; Μια καμαρούλα με εννιά παιδιά! Πώς τα κατάφερναν αυτοί οι γονείς; Είχε μόνο δύο κρεβάτια που επάνω είχε τρία στρώματα. Και κάθε βράδυ τα κατέβαζε και κοιμόντουσαν τα παιδιά[00:25:00]. Το βράδυ έβαζε τα στρώματα κάτω από το κρεβάτι και το πρωί τα έβαζε πάνω στα κρεβάτια και μετά μ’ ένα σεντόνι τα σκέπαζε. Στην τέταρτη καμαρούλα στην κάτω πλευρά της αυλής ζούσε η γιαγιά, η μητέρα του ιδιοκτήτη, που κάθε βράδυ έξω από την πόρτα της έβρισκε ένα μπουκάλι γάλα κι ένα γιαουρτάκι, που τους άφηνε ένας εγγονός της που είχε γαλατάδικο εκείνη την εποχή. Στην πέμπτη καμαρούλα ζούσε και η χήρα, η κυρία Ζωή, που είχε τρες κόρες, αλλά οι κόρες της ήταν πανέμορφες, κι έναν γιο και είχε και έναν εγγονό. Οι κόρες της, που ήταν πανέμορφες, κάθε βράδυ δεν έλειπαν οι καντάδες από το μπροστά, απ’ τον δρόμο. Γιατί ήταν τα κορίτσια, ήταν πάρα πολύ όμορφα και τραγουδούσαν για τις κοπέλες αυτές. Και τραγουδούσαν τραγούδια αγάπης. Αχ τι να πούμε! Στην έκτη καμαρούλα ζούσε ο κυρ-Γιώργης με την κυρα-Γιώργαινα. Πώς τη λέγαμε; Πώς τα έβγαζε αυτή η γυναίκα; Ηρωίδα και η κυρα-Γιώργαινα. Γανωματής στο επάγγελμα ή «γιατρός της κατσαρόλας»! Το έλεγε η μικρή της Ζαφειρούλα». Τα λέω και συγκινούμαι πάρα πολύ! «Όπως το έλεγε μικρή η Ζαφειρούλα. Είχαν πέντε παιδιά. Όσο για την κυρα-Γιώργαινα! Τι να πούμε για αυτή τη γυναίκα; Όργωνε όλη την Αθήνα μ’ ένα τσουβάλι στον ώμο και μάζευε όλα τα χαλκώματα και τα έφερνε στον κυρ-Γιώργη. Και τα έφτιαχνε ο κύριος Γιώργης, αλλά δεν κουραζόταν πολύ. Ξέρετε γιατί; Γιατί φορούσε αναπαυτικά παπούτσια. Και τι παπούτσια; Ανδρικά! Για να οργώνει όλη την Αθήνα. Η φτώχεια ήταν μεγάλη. Αλλά πάντα έδινε ένα κομμάτι ψωμί σε κάθε πιτσιρίκι της αυλής. Αυτό έκανε η κυρα-Γιώργαινα. Αυτό έκανε και για μένα, που ήμουν πολύ μικρή. Γι’ αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Γιατί αυτή η μπουκιά ήταν τόσο γλυκιά. Ας είναι αιωνία της η μνήμη! Στο μέσον της αυλής από την κάτω πλευρά υπήρχαν δύο τουαλέτες. Η μία για την οικογένεια του ιδιοκτήτη και η δεύτερη για όλη την αυλή. Το πρωί η εξυπηρέτηση της τουαλέτας λίγο δύσκολη. Αλλά το ευτύχημα, δεν υπήρχαν πολλά αποθέματα στο στομάχι. Γι’ αυτό η παραμονή ήταν σύντομη. Το λέω έτσι με… χαριτολογώντας! Στη δεύτερη καμαρούλα ζούσε η Βασιλικούλα, που ήρθε από την Άμφισσα να μάθει κομμώτρια, αλλά οι ανάγκες της την ανάγκασαν να καταλήξει σε εργοστάσιο. Τη Βασιλικούλα την προσέχαμε όλοι. Την αγαπούσαμε γιατί ήταν πολύ καλό κορίτσι. Αργότερα γνώρισε ένα καλό παλικάρι, τον Χρηστάκη, και παντρεύτηκαν. Στην 8η καμαρούλα ζούσε ο κυρ-Βαγγέλης ο Ρουκουτάκης με την κυρά Φαίδρα και τα τέσσερα παιδιά. Ο κυρ-Βαγγέλης ήταν καλλιτέχνης. Γύψινες διακοσμήσεις. Έφτιαξε όλα τα ξενοδοχεία και όλα τα θέατρα της Αθήνας. Όσο για την κυρα-Φαίδρα; Ήταν ο χρυσοχόος της αυλής μας. Ξέρετε τι έκανε και η Φαίδρα; Με μια βελόνα τρύπαγε τα αυτιά των κοριτσιών και βάζανε... Για να βάλουμε σκουλαρίκια. Με μια μεγάλη σακοράφα τρύπαγε τα... Αυτό έκανε και σ’ εμένα! Αλλά σ’ εμένα, εγώ έπαθα μόλυνση. Έπαθα μόλυνση και πήγα στο νοσοκομείο. Τέλος πάντων. Στην ένατη καμαρούλα ο κυρ-Γεράσιμος Καππάτος με την κυρά Μαρία και τις δύο κόρες. Αυτές ήταν τα μανεκέν της αυλής. Για αυτό τις είχαμε μπροστά να ομορφαίνουν την αυλή μας! Τα παιδιά της αυλής, αγαπημένοι μου φίλοι, μπορεί να μην έμαθαν πολλά γράμματα λόγω των καταστάσεων που έφερε ο πόλεμος, αλλά έμαθαν καλές τέχνες και πρόκοψαν. Κι έγιναν και καλοί οικογενειάρχες. Δεν μπορώ να παραλείψω για κάποιους φίλους της αυλής μας: Τον Ανδρέα τον Παναγιωτόπουλο, που κάθε βράδυ τραγουδώντας μας τρέλαινε με τη γλυκιά του τη φωνή, την Αννούλα και τον Μάκη, την κυρα-Λένη Φλεριανού με τα έξι της παιδιά. Η κυρα-Λένη ξέρετε τι ήτανε; Ήταν η μοδιστρούλα της αυλής μας. Κρατούσε το βεστιάριο της αυλής μας. Πάντα τις Απόκριες έντυνε τα κορίτσια με φούστες, τσαντούλες, καπελάκι, σκουλαρίκια, λίγο κραγιόν και ξεφαντώναμε στους δρόμους της γειτονιάς. Τον Αντωνάκη τον Νικολόπουλο με το μπουζούκι του. Μας διασκέδαζε με τις ωραίες του πενιές σε όλες τις γιορτές της αυλής μας. Προτού τελειώσω, αγαπημένοι μου φίλοι, θέλω λίγο να σταθώ σε αυτούς τους ανθρώπους που έφυγαν από κοντά μας, στους γονείς μας για τα δύσκολα χρόνια που περάσαν. Ένα μεγάλο ευχαριστώ! Θέλω ακόμα, αγαπητοί μου φίλοι, να σταθώ στα παιδιά της αυλής, που έφυγαν από κοντά μας. Στον Σουλίου Βασιλείου, Κώστα Αντωνόπουλο, Μπάμπη Σύρακα, Νικόλα Θεοδοσίου, Σπύρο Γιαννακόπουλο, Ανθούλα Αντωνοπούλου. Και ας πιούμε ένα ποτηράκι απόψε στη μνήμη τους! Γι’ αυτό σήμερα, αγαπημένοι μου φίλοι, σε αυτή την αυλή που τόσο άντεξε για μας με τις χαρές και τις λύπες[00:30:00], ας της δώσουμε το κύκνειο άσμα προτού «ξεψυχήσει»! Και ας γυρίσει ο χρόνος πίσω και να μας κάνει παιδιά για μια βραδιά! Σας ευχαριστώ! Να ’στε καλά!
Κυρία Μαρία, με αυτούς τους ανθρώπους κρατήσατε επαφές μαζί τους μετά από χρόνια;
Μετά από πολλά χρόνια, κορίτσι μου, είχαμε αποφασίσει να δώσουμε την αυλή για αντιπαροχή, όπως συνήθως γινότανε. Αυτό έγινε το ’90, το 1997. Αλλά σκεπτόμενη ότι εγώ θα ζούσα εκεί, παντρευτήκαμε εκεί, παντρεύτηκα, γέννησα τα παιδιά μου, παντρεύτηκα εκεί, δεν ήθελα να την γκρεμίσω χωρίς μια ανάμνηση. Και αποφάσισα με τον γιο μου να της δώσουμε τη ζωή εκείνης της εποχής. Και συμφώνησε ο γιος μου και κάναμε ένα γλέντι και κάλεσαν όλα τα παιδιά της αυλής. Είχαν φύγει 10-12 χρόνων και γύρισαν. Άλλοι ήταν 50, άλλοι ήταν 60, 70. Και κάναμε ένα γλέντι τρικούβερτο! Ψήσαμε αρνί, με κοκορέτσια, με πίτες. Εμείς τα παιδιά που είμαστε ιδιοκτήτες τα φτιάξαμε όλα. Και μεγάλη συγκίνηση! Έχω γράψει, το ’χω γράψει σε βίντεο. Αν θέλεις κάποια στιγμή να σου το δώσω να το δεις. Μεγάλη συγκίνηση, μεγάλη χαρά που μαζευτήκαμε εκεί. Γι’ αυτό έχω πολλές αναμνήσεις και αυτό το βίντεο το βλέπω και συγκινούμαι, αλλά και χαίρομαι κιόλας! Ευχαριστώ!
Εμείς ευχαριστούμε! Τα παιδιά μεταξύ τους, αυτά τα παιδιά της αυλής, είχαν επαφές ή μόνο εσείς είχατε μαζί τους;
Τα παιδιά αυτά δεν είχαν επαφές. Εμείς σαν ιδιοκτήτες είχαμε σε χαρές και σε λύπες. Αναμεταξύ τους, όμως, είχαν διασκορπιστεί στην Αθήνα. Αλλά με αυτή την ένωση που κάναμε στην αυλή, το γλέντι που κάναμε αναμεταξύ τους, αντάλλαξαν τηλέφωνα και έχουν επαφή τώρα τα παιδιά αυτά. Έχουνε! Έχουν τώρα, παππούδες έχουμε γίνει! Έχουμε γίνει παππούδες και γιαγιάδες όλοι αυτοί τώρα. Αλλά ίσως και τα παιδιά μας έχουνε μια επικοινωνία.
Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ γι’ αυτή την κατάθεση ψυχής! Γιατί πραγματικά...
Να ’σαι καλά! Να ’σαι καλά και καλή επιτυχία σου εύχομαι σε ό,τι κάνεις!
Να ’στε καλά! Γιατί εκτός από μια αυτοβιογραφία ήταν και μια κατάθεση ψυχής!
Οπωσδήποτε!
Βιώσαμε συναισθήματα εδώ μαζί σας, χαρήκαμε, συγκινηθήκαμε και πραγματικά είχαμε μια πολύ ωραία συζήτηση. Εύχομαι τα καλύτερα σε εσάς, να είστε καλά και να είστε πάντα έτσι χαρούμενη και δημιουργική όπως σήμερα και όπως πάντα!
Ευχαριστώ! Αυτή τη βιογραφία που γράφω εγώ μου τη ζήτησαν τα εγγόνια μου. Και θέλω να τα γράφω αυτά για να τα δώσω στα παιδιά και στα εγγόνια μου. Να έχουν παλιές αναμνήσεις και μια παρακαταθήκη αναμνήσεων από μένα.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλα. Καλό βράδυ.
Καλό βράδυ. Να ’στε καλά.
Photos

Μαρία Καραλή
Πορτρέτο της αφηγήτριας.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Η Μαρία Καραλή μέσα από αναγνώσεις της αυτοβιογραφίας της μας ταξιδεύει στις γειτονιές των δεκαετιών ’50-’60. Στην αρχή της συνέντευξης, η αφηγήτρια κάνει μια αναδρομή στα παιδικά της χρόνια και αφηγείται τις αναμνήσεις της από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στις μετακινήσεις της οικογένειας, καθώς και στον αγώνα της για καλύτερες συνθήκες ζωής. Με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου η οικογένεια εγκαθίσταται πλέον στην Αθήνα, στην αυλή γύρω από την οποία η Μαρία θα δημιουργήσει τις πιο όμορφες αναμνήσεις της. Ειδικότερα, αναφέρεται στις δώδεκα πολύτεκνες οικογένειες που διέμεναν εκεί και στην καθημερινότητα της γειτονιάς: Παραδοσιακά επαγγέλματα, παιδικά παιχνίδια, τραγούδια αγάπης, λουλούδια και γλυκές φωνές. Τα «παιδιά της γειτονιάς», παρόλο που διασκορπίστηκαν στην Αθήνα και η επικοινωνία ξεθώριασε, θα ανταμώσουν μετά από δεκαετίες σ’ ένα γλέντι, το οποίο θα ξαναδώσει «πνοή» στην αυλή της Μαρίας.
Narrators
Μαρία Αντωνοπούλου-Καραλή
Field Reporters
Δήμητρα Μαγδαληνού
Tags
Interview Date
21/01/2023
Duration
33'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Summary
Η Μαρία Καραλή μέσα από αναγνώσεις της αυτοβιογραφίας της μας ταξιδεύει στις γειτονιές των δεκαετιών ’50-’60. Στην αρχή της συνέντευξης, η αφηγήτρια κάνει μια αναδρομή στα παιδικά της χρόνια και αφηγείται τις αναμνήσεις της από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στις μετακινήσεις της οικογένειας, καθώς και στον αγώνα της για καλύτερες συνθήκες ζωής. Με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου η οικογένεια εγκαθίσταται πλέον στην Αθήνα, στην αυλή γύρω από την οποία η Μαρία θα δημιουργήσει τις πιο όμορφες αναμνήσεις της. Ειδικότερα, αναφέρεται στις δώδεκα πολύτεκνες οικογένειες που διέμεναν εκεί και στην καθημερινότητα της γειτονιάς: Παραδοσιακά επαγγέλματα, παιδικά παιχνίδια, τραγούδια αγάπης, λουλούδια και γλυκές φωνές. Τα «παιδιά της γειτονιάς», παρόλο που διασκορπίστηκαν στην Αθήνα και η επικοινωνία ξεθώριασε, θα ανταμώσουν μετά από δεκαετίες σ’ ένα γλέντι, το οποίο θα ξαναδώσει «πνοή» στην αυλή της Μαρίας.
Narrators
Μαρία Αντωνοπούλου-Καραλή
Field Reporters
Δήμητρα Μαγδαληνού
Tags
Interview Date
21/01/2023
Duration
33'