Η Τέχνη του Οργανοποιού: Μιχάλης Μουντάκης
Segment 1
Η πρώτη επαφή με την οργανοποιία, η μαθητεία και η συνεργασία με τον πατέρα του στο οικογενειακό εργαστήριο
00:00:00 - 00:13:31
Partial Transcript
Θέλετε να μας πείτε το όνομά σας; Είμαι ο Μιχάλης Μουντάκης και ασχολούμαι με την κατασκευή των μουσικών οργάνων. Εγώ είμαι ο Γιώργος Ψα… δομική και μου λέει να κάνω υπομονή, να κρατηθώ μέχρι να έρθει η σειρά μου. Όταν θα έρθει η σειρά μου, μπορώ να τα βάλω αυτά τα πράγματα.
Lead to transcriptTopics
Segment 2
Οι αλλαγές στην οργανοποιία από εποχή σε εποχή και η μαθητεία στον πάγκο
00:13:31 - 00:33:11
Partial Transcript
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και να πούμε εδώ πέρα ότι η κατασκευή των μουσικών οργάνων αλλάζει από εποχή σε εποχή. Δεν είναι πάντα τα όργανα στη…ω και δεν, δεν ξέρω αν κάτι ισχύει από αυτά. Αλλά το λέω ως πραγματικότητα, ως λογική πραγματικότητας. Ναι. Άρα πάντα υπάρχουν περιθώρια.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 3
Το εργαστήριο κόντρα στην εποχή, η χαρά της δημιουργίας, μια τυπική μέρα στη δουλειά με τον πατέρα και ένας σχολιασμός για το τότε και το τώρα
00:33:11 - 00:49:54
Partial Transcript
Και η πορεία σας, μέχρι το τώρα, πού έχει διαφοροποιηθεί, πού έχει αλλάξει, σε τι; Λοιπόν, μετά το 2002, που πήρε σύνταξη ο πατέρας μου κα…αλό, δεν ξέρουμε, δεν είμαστε σίγουροι, θα δούμε πώς θα συνεχιστεί το πράγμα. Νομίζω είστε σαφής. Νομίζω ναι. Σε γενικές γραμμές τα είπα.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 4
Το συναισθηματικό δέσιμο με τα όργανα και η σπουδή των νέων οργανοποιών
00:49:54 - 00:59:26
Partial Transcript
Δεν ξέρω αν θα ’χε νόημα να σας ρωτήσω την «πιασάρικη» ερώτηση: «Ποιο είναι το αγαπημένο σας όργανο;» . Α! Όχι, αυτό είναι, είναι λιγάκι.…καλύτερο, και με μαθητές ολοκληρωμένους. Και για σένανε και για την πορεία στο Istorima. Εύχομαι να πάνε όλα καλά. Ευχαριστώ. Παρακαλώ.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 1
Η πρώτη επαφή με την οργανοποιία, η μαθητεία και η συνεργασία με τον πατέρα του στο οικογενειακό εργαστήριο
00:00:00 - 00:13:31
[00:00:00]Θέλετε να μας πείτε το όνομά σας;
Είμαι ο Μιχάλης Μουντάκης και ασχολούμαι με την κατασκευή των μουσικών οργάνων.
Εγώ είμαι ο Γιώργος Ψαρουδάκης, ερευνητής στο Istorima, είμαστε στο Μεταξουργείο, είναι 3 Νοεμβρίου του 2020, ξεκινάμε, και πείτε μας πώς ασχοληθήκατε με αυτό.
Ναι. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά, από δύο γονείς που ήταν εσωτερικοί μετανάστες από την Κρήτη. Η μητέρα μου ήρθε στον Πειραιά μετά την Κατοχή και ο πατέρας μου το 1963, ουσιαστικά για να μάθει κατασκευή μουσικών οργάνων. Γνωριστήκαν εδώ πέρα και εγώ γεννήθηκα το 1967 στον Πειραιά. Από την, απ’ τις ιστορίες που μου ’χουν αναφέρει σαν μικρός, μου έχουνε πει ότι από το μαιευτήριο, πρώτα πέρασα από ένα εργαστήριο κατασκευής μουσικών οργάνων. Εκεί πέρα μου δώσαν κι έπιασα μερικά εργαλεία –για να δούνε αν πιάνουν τα χεράκια μου– και μετά με πήρε η μητέρα μου και με πήγε στο σπίτι για να μεγαλώσω. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν θεωρώ όμορφα, καλά, δεν, δεν θυμάμαι κάτι περίεργο. Μεγάλωσα στην περιοχή του Προφήτη Ηλία στον Πειραιά. Ήτανε γειτονιά, όπως τη δείχνουνε οι ταινίες οι παλιές. Με τους χωματόδρομούς τους, με τις άπλες, με τα χώματα, με, με όλα αυτά τα πράγματα. Πήγα στο σχολείο και, παράλληλα, τα μαθήματά μου και τα διαβάσματά μου τα έκανα σε ένα εργαστήριο που διατηρούσε ο πατέρας μου στον Προφήτη Ηλία. Ήτανε ως δεύτερο εργαστήριο, γιατί ήταν εργαζόμενος σε μία επιχείρηση κατασκευής μουσικών οργάνων και είχε το προσωπικό εργαστήριό του στο σπίτι μας, στην ταράτσα του σπιτιού, που εκεί πέρα κατασκεύαζε τα δικά του όργανα για τους δικούς του πελάτες ή κατασκεύαζε κομμάτια οργανοποιίας, που τα πουλούσε στους οργανοποιούς μετέπειτα και συμπλήρωνε κάποιο εισόδημα, για να μας μεγαλώσει και για να ευημερεί η οικογένεια. Απλά. Μέσα σε αυτό το εργαστήριο κατασκεύασα τα πρώτα μου παιχνίδια. Ίσως ξεκίνησα και τα πρώτα μου διαβάσματα εκεί τα απογεύματα μαζί με τον πατέρα μου, που πήγαινε και με απασχολούσε. Διαβάζαμε, παίζαμε με τα ξύλα και με τα πραγματάκια που κατασκεύαζε εκεί. Οπότε τη δουλειά της κατασκευής των μουσικών οργάνων, ουσιαστικά δεν έχω ξεκινήσει να τη μαθαίνω, ερχότανε φυσικά από τα πρώτα μου παιδικά βιώματα. Μεγαλώνοντας και περνώντας τα χρόνια, κατά την εποχή που πήγαινα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, άρχισα να ασχολούμαι πιο συστηματικά με το εργαστήριο. Έκανα δουλειές, οι οποίες δουλειές μπαίνανε πάνω σε όργανα. Δούλευα τη σέγα, έφτιαχνα διακοσμήσεις, όλα αυτά τα πραγματάκια. Ο πατέρας μου τα τοποθετούσε στα μουσικά όργανα και αυτά βοηθούσαν στην ολοκλήρωση της κατασκευής. Τελείωσα Τεχνικό Λύκειο, πήρα το πτυχίο μου στις ηλεκτρονικές εφαρμογές. Τη δουλειά των ηλεκτρονικών δεν την εξέλιξα, ούτε την, την προχώρησα ιδιαίτερα. Φυσικά, τα πρώτα ένσημα της ζωής μου μπήκαν από μία επιχείρηση που είχε σχέση με τα ηλεκτρονικά και τα ηλεκτρολογικά. Οπότε και αυτό με βοήθησε λιγάκι, και σίγουρα με βοήθησε στη συνέχεια να ασχοληθώ και με όργανα που είχανε απάνω ηλεκτρικούς μαγνήτες, είχανε κυκλώματα, είχανε προενισχυτές και όλα αυτά τα πράγματα. Άρα θεωρώ ότι, ακόμα και η σπουδή που έκανα, δεν ήτανε άσχετη με την όλη, δεν ήτανε άσχετη με το επάγγελμα που ουσιαστικά ακολούθησα στο μέλλον και που ακολουθώ μέχρι σήμερα. Λοιπόν, η οργανωμένη μου παρουσία στο εργαστήριο ως εργαζόμενος και ως μαθητευόμενος, γιατί εδώ πέρα τώρα θέλουμε να πούμε ότι η κατασκευή των μουσικών οργάνων δεν είναι μία τέχνη που μαθαίνεται στα σχολεία. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κάποιο σχολείο, δεν υπάρχει κάποιο ΤΕΙ, δεν υπάρχει κάποιο πανεπιστήμιο, ούτε κάποια κατώτερη σχολή που να μπορεί να διδάξει οργανοποιία. Φυσικά πιστεύω ότι αυτό το πλαίσιο είναι λάθος. Θα έπρεπε να έχει ενταχθεί ίσως στο πλαίσιο των Μουσικών Λυκείων και Μουσικών Γυμνασίων που υπάρχουνε, αλλά εδώ πέρα ίσως είναι ένα, ένα άλλο κομμάτι που πρέπει να συζητηθεί σε διαφορετικό[00:05:00] επίπεδο. Οπότε η σπουδή, στην πραγματικότητα, της οργανοποιίας, γίνεται πάνω στον πάγκο ενός παλιότερου οργανοποιού, που αυτός σου δείχνει τι έχει μάθει και τι έχει δει από τους προηγούμενους. Για να υπάρχει και μία συνέχεια και για να μην αποκόπτεται η αλυσίδα, και ξεκινάει καινούργια αλυσίδα στην κατασκευή των μουσικών οργάνων. Αρχικά, τελειώνοντας το στρατιωτικό μου, δούλεψα στο εργαστήριο του Αλέκου του Θεοδοσιάδη, που ήτανε στην οδό Μενάνδρου, και κατασκεύαζε όργανα στο μεγαλύτερο βαθμό τους μπουζουκοειδή: μπουζούκια, τζουράδες. Φυσικά κατασκεύαζε και κάποιες λαϊκές κιθάρες και ίσως και μερικά μαντολίνα. Εκεί πέρα ξεκίνησα να δουλεύω και σιγά σιγά βρέθηκα στο πλάι του πατέρα μου, στο εργαστήριο που βρισκόμαστε και σήμερα εδώ πέρα. Η φίρμα της, η φίρμα κατασκευής του Εργαστηρίου Μουντάκη, ουσιαστικά σε αυτή την έδρα – στην οδό Κολωνού 17 που βρισκόμαστε και τώρα και δίνουμε τη συνέντευξη– βρίσκεται από το 1980 μέχρι σήμερα και ελπίζω να τραβήξει και παραπάνω. Οπότε ξεκίνησα στο εργαστήριο εδώ πέρα. Έχουμε φτάσει αισίως στο 1987-’88, καθώς μιλάμε και τα είπαμε όλα αυτά τα πράγματα. Οπότε ξεκινάω τη δουλειά ως μαθητευόμενος και ως εργαζόμενος στο πλάι του πατέρα μου. Μαζί δημιουργήσαμε εδώ πέρα όργανα: λαγούτα, μαντολίνα, κιθάρες, μπαγλαμάδες, τζουράδες, όλα αυτά τα οργανάκια, κάποιους ταμπουράδες σε κάποιες περιπτώσεις. Και συνέχισα σιγά σιγά. Θυμάμαι από τις ιστορίες της όλης υπόθεσης, ότι το 1988, ξεκινώντας την πρώτη μου παρτίδα οργάνου, την πρώτη μου δεκάδα οργάνων, οργανωμένα για να πουληθούνε, γιατί είχα φτιάξει και πιο μπροστά κάποια οργανάκια ως δοκιμαστικά, να δοκιμάσω τον εαυτό μου, τα οποία δεν τα ’χαμε, δεν το ’χα πουλήσει, ας πούμε, τα είχα κρατήσει προσωπικά για μένανε. Ξεκίνησα την πρώτη παρτίδα, οι πελάτες ενθουσιαστήκανε που με είδανε εδώ πέρα, οι πρώτοι πελάτες, αφού, να, θυμάμαι ότι ένας τραγουδοποιός εκείνης της εποχής, ο Βαγγέλης ο Κορακάκης, είχε ενθουσιαστεί από την πρώτη δεκάδα και μάλιστα πήρε και ένα μπουζούκι από αυτήν την πρώτη δεκάδα, που σήμερα βρίσκεται και στα χέρια κάποιου συλλέκτη, αυτό το μουσικό όργανο. Θεωρώ ότι τα πήγα καλά στην πρώτη μου προσπάθεια και έτσι οργανωμένα ξεκίνησα τις κατασκευές των μουσικών οργάνων. Κάνουμε ένα διάλειμμα;
Ναι, αμέ!
Δεν ξέρω…
Λοιπόν, συνεχίζουμε...
Ωραία. Έχω ξεκινήσει και δουλεύω κανονικά στο εργαστήριο εδώ πέρα. Το εργαστήριο έχει περίπου, το 75 με 80% των οργάνων που κατασκευάζουμε είναι λαγούτα και μπουζούκια. Στα λαγούτα είναι περίπου μισά μισά, δηλαδή τα μισά απευθύνονται σε Κρητικούς, σε βαρύτονα λαγούτα, τα υπόλοιπα νησιά, τα υπόλοιπα μισά είναι τονικής λαγούτα, τα οποία απευθύνονται σε νησιώτες, σε στεριανούς και σε τέτοια πράγματα. Και στα μπουζούκια είναι περίπου το 60% εξάχορδα μπουζούκια κατασκευή και το υπόλοιπο 40% είναι τετράχορδα μπουζούκια. Μέσα σε όλες αυτές τις παραγγελίες, φυσικά δουλεύουμε και τα μαντολίνα μας κανονικά, όπως και τα παράγωγα, τα τζουροειδή, κάποιες ειδικές παραγγελίες οργάνων, κάποια δωδεκάχορδα λαγούτα που απευθύνονται σε κιθαρίστες καθαρά. Και συνεχίζουμε τη δουλειά κανονικά εδώ πέρα μαζί με τον πατέρα μου, ο οποίος είναι πρωτομάστορας και ουσιαστικά εγγυείται τα όργανα και τα υπογράφει κιόλας εκείνη την εποχή μέχρι να πάρει τη σύνταξή του.
Μου ’πατε την πρώτη σειρά...
Την πρώτη σειρά των οργάνων, ναι, που κατασκεύασα, την υπόγραψε και αυτή ο πατέρας μου κανονικά. Δηλαδή ουσιαστικά έχουνε βγει με την υπογραφή του πατέρα μου, σιγά σιγά στην κάρτα που υπόγραφε από «Θεόδωρος Μουντάκης», που ήταν η παλιά του κάρτα, έβαλε «Θεόδωρος Μουντάκης και υιός». Δεν θυμάμαι σε ποια ημερομηνία ακριβώς έγινε, νομίζω ότι αυτό το πράγμα γίνεται γύρω στο ’92, ’93 μπορεί και το ’91, που το ’91 ήταν και η χρονιά που παντρεύτηκα, πήρα το κορίτσι[00:10:00] που είχα δεσμό από το Λύκειο και κάναμε την οικογένειά μας, την οποία την κρατάμε ακόμα μέχρι σήμερα. Έχουμε κάνει και δύο παιδιά, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, την Ελευθερία, που δουλεύει εδώ πέρα μαζί μου, και ο Θοδωρής, που έρχεται και αυτός εδώ πέρα στο εργαστήριο, απλώς τη συγκεκριμένη εποχή λείπει φαντάρος. Αυτό σαν παρένθεση στην όλη, στην όλη συζήτησή μας. Γύρω στο ’91 πάλι με ’92, η συμμετοχή μου είναι αρκετά μεγαλύτερη. Ο πατέρας μου έχει ξεκινήσει και με αφήνει και παίρνω εγώ τις παραγγελίες των οργάνων, άρα σχεδιάζω στο μυαλό μου ουσιαστικά το όργανο και είναι σαν να δουλεύει αυτός τον σχεδιασμό που έχω κάνει εγώ. Φυσικά δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Υπάρχει μία αυστηρότητα στο μαγαζί, υπάρχουν κανόνες κατασκευής που δεν τους παραβαίνουμε, δεν, δεν τους μετακινούμε, που έχουν να κάνουν σχέση με το design του οργάνου, με τη δομική κατάσταση του οργάνου και με τον τελικό ήχο που βγάζει. Έτσι κι αλλιώς δημιουργούμε ένα όνομα στην αγορά και δεν θέλουμε να «πειραχτεί» ιδιαίτερα αυτό το πράγμα. Οπότε συνεχίζουμε τις κατασκευές εδώ πέρα στο εργαστήριο κανονικότατα. Εγώ παράλληλα ασχολούμαι και με την κατασκευή διακοσμητικών εργασιών. Δηλαδή φτιάχνω φιγούρες, φτιάχνω σημαδάκια, φτιάχνω διάφορα τέτοια πράγματα δουλεύοντας τη σέγα, κάνοντας μαρκεντερί στις φιγούρες και δίνω και έξω και σε οργανοποιούς που θέλουνε να πάρουνε μία φιγούρα για να τη βάλουνε σε κάποιο όργανο τους ή έχουν κάτι στο μυαλό τους και δεν τους περισσεύει χρόνος να το πραγματοποιήσουνε μόνοι τους. Οπότε μου το περιγράφουν εμένανε, το σχεδιάζω και μετά το πραγματοποιώ, το κόβω.
Οπότε η σχέση με τον πατέρα σας μες στο μαγαζί πώς είναι;
Η σχέση μου με τον πατέρα μου είναι αρμονική. Δεν θυμάμαι ποτέ να μαλώσαμε ή να χαλάσαμε τις καρδιές μας για κάτι. Περνάει πάντα το δικό του, πάντα αυτό που θέλει, αλλά με αφήνει και μένανε να τον «κλέβω» σιγά σιγά. Δηλαδή, άμα θέλω να κάνω κάτι δικό μου, κάνει ότι δεν το βλέπει. Ναι, θέλει το δικό του, αλλά κάνει και ότι δεν το βλέπει. Σε μικρά πραγματάκια. Θέλω να πω ότι, όταν δουλεύουνε δύο ανθρώποι, αλλάζει το προϊόν που βγαίνει από ένανε μονάχα. Είναι ίδιο, μοιάζει πάρα πολύ, αλλά μάλλον δεν είναι ίδιο, είναι παρόμοιο, μοιάζει πάρα πολύ με το αρχικό, πολλοί δεν μπορούν να το καταλάβουνε, αλλά στη λεπτομέρειά του είναι διαφορετικό. Ναι, δεν είναι ακριβώς το, το ίδιο πραγματάκι. Σκέφτεται άλλο μυαλό, δουλεύει άλλο χέρι, οπότε αλλάζει το προϊόν. Δεν φεύγει όμως καθόλου, καθόλου μακριά από την ιδέα του αρχικού μάστορα που το υπογράφει πάντα.
Και οι διαφωνίες σας δηλαδή...
Διαφωνίες δεν έχουμε. Καμιά φορά θέλω να κάνω εγώ ορισμένα πράγματα που να αυξήσουνε, να αυξήσουνε τη φωνή, να αυξήσουνε τη δομική και μου λέει να κάνω υπομονή, να κρατηθώ μέχρι να έρθει η σειρά μου. Όταν θα έρθει η σειρά μου, μπορώ να τα βάλω αυτά τα πράγματα.
Segment 2
Οι αλλαγές στην οργανοποιία από εποχή σε εποχή και η μαθητεία στον πάγκο
00:13:31 - 00:33:11
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και να πούμε εδώ πέρα ότι η κατασκευή των μουσικών οργάνων αλλάζει από εποχή σε εποχή. Δεν είναι πάντα τα όργανα στην ίδια εποχή. Δηλαδή, προτού ανακαλυφθεί το ρεύμα, προτού ανακαλυφθούν οι ενισχυτές, προτού ανακαλυφθούνε οι μαγνήτες, για να ενισχύουνε τα όργανα, τα όργανα έπρεπε να παίζουνε διαφορετικά. Έχουν διαφορετικό ήχο, έχουν πιο οξύ ήχο, ταξιδεύει πολύ μακριά ο ήχος τους και προσπαθούν φυσικά να καλύψουνε έναν κόσμο, ένα πανηγύρι, ας πούμε, χωρίς ηχητικά μηχανήματα. Σήμερα, που έχουμε τα ηχητικά μηχανήματα, η ζεστή φωνή, δηλαδή μία φωνή που είναι πιο «ζεστή» στο αυτί μας, είναι πιο αναγκαία.Δηλαδή μπορούμε να έχουμε ζέστες φωνές, φωνές που δεν ταξιδεύουν πάρα πολύ μακριά μέσα στον χώρο, δεν σκληρίζουνε, δεν φωνάζουνε ιδιαίτερα, και αυτές τις φωνές να τις ενισχύουμε με τον ενισχυτή μας, με τους μαγνήτες μας, με άλλους τρόπους και με άλλα πράγματα. Άρα παρατηρούμε ότι, από εποχή σε εποχή, αυτό που ακούει ο κόσμος, είναι τελείως διαφορετικό και γι’ αυτό κιόλας, όταν βάλουμε έναν παλιό 75άρη δίσκο, ξέρω ’γω, έχει άλλη αίγλη και άλλη γλύκα και άλλη υπόκρουση στο αυτί μας, από ό,τι να βάλουμε έναν σημερινό δίσκο, που μπορεί να είναι με παρόμοια όργανα. Δηλαδή και τότε να έπαιζε, ξέρω ’γω, να ’παιζε μία κιθάρα, ένας μπαγλαμάς, ένα μπουζούκι και να χτυπούσαν και κάποια κουτάλια ή, ξέρω[00:15:00] ’γω, κανένα τουμπερλέκι ή κανένα τραπεζάκι – δεν ξέρω τι μπορεί να χτυπούσανε εκείνη την εποχή για να κρατάει ρυθμό–, και σήμερα πάλι με μία κιθάρα, με ένα μπουζούκι, μία φωνή και μ’ ένα χτυπηματάκι ενός τουμπερλεκιού ακούγεται τελείως διαφορετικό το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να μας δικαιολογεί η εξέλιξη των μικροφώνων ή της εγγραφής αυτήν τη μεγάλη διαφορά. Είναι διαφορετικά τα όργανα, είναι διαφορετικοί οι άνθρωποι που τα παίζουνε, είναι διαφορετική η ψυχή που βάζουνε μέσα και γι’ αυτό είναι και τελείως διαφορετικός ο τελικός ήχος που βγάζουνε. Νομίζω ότι έχω τη δυνατότητα να προσαρμοστώ όσο γίνεται καλύτερα, χωρίς ιδιαίτερα άλματα και «παλικαριές», στο θέμα του ήχου. Ο ήχος θέλει σιγά σιγά εξέλιξη και, άμα κάτι βλέπεις ότι δεν πηγαίνει καλά, να ξαναγυρίσεις από πίσω και να το πιάνεις από άλλο σημείο.
Οπότε οι ανάγκες της εποχής σάς οδηγούσανε να κάνετε νεωτερικότητες, ας πούμε, σε σχέση με τον πατέρα σας;
Να κάνω διαφορετικά πράγματα; Ναι. Οι ανάγκες της εποχής σε οδηγούνε σε διαφορετικά πράγματα. Θέλω να πω ότι μπορεί να σχεδιάσεις και ένα καινούργιο όργανο για τις ανάγκες που σου λέει η εποχή, που σου δίνει η εποχή. Σε κάποια στιγμή, σε συνεργασία με μια, με μια σχολή στην Κρήτη, μουσικής, ανακαλύψαμε ένα σοβαρό πρόβλημα που υπήρχε. Το πρόβλημα ποιο ήτανε; Ότι τα παιδάκια ξεκινούσανε από ένα μαντολίνο μέχρι να μεγαλώσουνε για να πιάσουν ένα λαγούτο. Ο χειρισμός όμως, η διαφορετικότητα του χειρισμού του οργάνου, του μαντολίνου, ναι, το μαντολίνο έχει το ίδιο κούρδισμα με το λαγούτο, αλλά έχει τελείως διαφορετικό παίξιμο. Το μαντολίνο είναι ένα καθαρά μελωδικό όργανο, ενώ το λαγούτο είναι ένα όργανο που ανήκει σε δύο κατηγορίες οργάνων: Είναι, ανήκει και στην κατηγορία των μελωδικών και στην κατηγορία των κρουστών. Γιατί παίζεται με φτερό, δεν παίζεται με πένα, δεν παίζεται με πλήκτρο, είναι φτερόφωνο το όργανο, οπότε το φτερό δημιουργεί μία κρούση στη χορδή και έχουμε τη μελωδία, και μετά έχει μία κατάληξη χτυπήματος απάνω στο καπάκι. Άρα τι γίνεται; Έχουμε ένα τέμπο από το χτύπημα και μία μελωδική γραμμή από την κρούση της χορδής. Με το, με την ίδια κίνηση του χεριού και της πένας έχουμε και τα δύο πράγματα, δηλαδή μια κρούση, κρουστό όργανο, και μία μελωδία, μελωδικό όργανο, ένα έγχορδο μελωδικό όργανο. Οπότε το πρόβλημα της σχολής ήτανε ότι, καθώς μεγαλώναν τα παιδιά και πιάνανε το λαγούτο, μεταφέρανε το παίξιμο του μαντολίνου πάνω στο λαγούτο. Δηλαδή κάνανε και το λαγούτο ένα μαντολίνο. Αυτό το πράγμα μας οδήγησε σε μία κατεύθυνση, στο να σχεδιάσουμε ένα όργανο, το οποίο να μπορεί να το πιάσει ένα μικρό παιδί. Να είναι ένα λαγούτο, ένα μίνι λαγούτο για να μπορεί να το αγκαλιάζει ένα παιδί, ξέρω ’γω, από 1,25 στο ύψος μέχρι 1,55. Αυτό το πράγμα ήταν μια ανάγκη της συγκεκριμένης εποχής, που, σήμερα πια η μουσική μαθαίνεται μέσα από μία σχολή, από έναν δάσκαλο, από μία κατεύθυνση. Ενώ τα παλιά χρόνια, τα παιδάκια πηγαίνανε κάτω από το πάλκο στο πανηγύρι και «κλέβανε» με το μάτι τους ή με το αυτί τους τον τρόπο που έπαιζε ένας λαγουτιέρης, ένας βιολάτορας, ένας λυράρης ή οποιοσδήποτε άλλος βρισκότανε απάνω στο πάλκο. «Κλέβανε» με το μάτι τους και μεγαλώνοντας βρίσκανε ένα όργανο για να το πιάσουν, ένα κανονικό όργανο. Άρα ο διαφορετικός τρόπος εκμάθησης των οργάνων, μας οδηγεί κάποιες φορές στο να φτιάξουμε και κάποια καινοτόμα διαφορετικά όργανα. Ενώ παλιότερα λέγαμε ότι μικρό λαγούτο, ξέρω ’γω, δεν θα μπορούσε να γίνει, τελικά μπορούμε να φτιάξουμε και ένα όργανο που να το αγκαλιάσει ένα παιδάκι που να είναι 1,5 στο ύψος.
Η μαθητεία στον πάγκο…
Ναι.
…πώς είναι;
Εντυπωσιακή!
Δηλαδή;
Εντυπωσιακή είναι γιατί μαθαίνεις πρώτα την πράξη και μετά τη θεωρία. Δηλαδή πηγαίνει κόντρα στη διδασκαλία που έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Πρώτα μαθαίνεις ένα πράγμα να το φτιάχνεις και μετά μαθαίνεις για ποιον λόγο γίνεται, έτσι, αυτό το, αυτό το πράγμα. Θέλω να πω ότι γενικά στη ζωή μου βοηθήθηκα πάρα πολύ και από την κατάρτιση που πήραμε ως επαγγελματίες οργανοποιοί, έστω και αν αυτή η κατάρτιση δεν ήτανε, ξέρω ’γω[00:20:00], σε μία σπουδαία εκπαιδευτική βαθμίδα. Μέσω ΟΑΕΔ μπορέσαμε και πήραμε 600 ώρες θεωρητικών μαθημάτων και θεωρώ ότι κατεβήκανε και καθηγητές να μας διδάξουνε με πολλή αξιοπρέπεια και με αρκετά μεγάλη δύναμη στον χώρο της διδαχής. Οπότε μάθαμε κάποια πράγματα, που όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκε ο κάθε οργανοποιός διαφορετικά.
Αυτό πότε έγινε;
Αυτό έγινε περίπου το ’88 με –συγγνώμη–, ’98 με ’99. Ήτανε η μία και μοναδική φορά που ουσιαστικά οργανώθηκανε μαθήματα οργανοποιίας για, για οργανοποιούς, για ανθρώπους που δουλεύανε στον πάγκο και θέλανε να αποκτήσουνε τη θεωρητική κατάρτιση που τους χρειάζεται. Δηλαδή, εκτός από τα μαθήματα της μουσικής, παραδείγματος χάρη, ας πούμε, και αυτό το πράγμα το λέω, γιατί ξέχασα να σου πω ότι σε μικρή ηλικία πέρασα τρεις τάξεις στο Τμήμα Κλασικής Κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο του Πειραιά, με καθηγητή τον Νίκο Τριχόπουλο, και πέρασα και μια χρονιά στο Τμήμα Σολφέζ του Εθνικού Ωδείου. Οπότε μια βασική κατάρτιση μουσική την είχα. Είναι κάτι που είναι αναγκαίο για κάποιον οργανοποιό. Φυσικά η κιθάρα είναι ένα όργανο που δεν εξέλιξα, έπαιξα σε άλλες χρονιές, όπως και τη χρονιά του, του ’96, το 1996, δούλεψα και σεζόν σε ένα κρητικό μαγαζί παίζοντας λαγούτο. Δούλεψα στην Παγκρήτιο, εδώ από κάτω, με τον Κωστή τον Τζανιδάκη και τον Γιάννη τον Κολλάρο ως λυράρηδες εκεί πέρα, με τον Μανώλη τον Μαραγκάκη ως πρώτο λαγούτο και εγώ δούλεψα ως δεύτερο λαγούτο. Τέλος πάντων, πρωτοδεύτερα, ίσως τα κάναμε και ανταλλαγή, γιατί ο άλλος λαγουτιέρης τραγουδούσε, όποτε χρειαζόταν και την υποστήριξη ενός δεύτερου οργάνου. Οπότε δούλεψα και μία σεζόν ως μουσικός, σαν λαγουτιέρης. Μπορώ και χειρίζομαι σχετικά καλά το παίξιμο του οργάνου και χειρίζομαι και άλλα όργανα. Δηλαδή, μου έτυχε να βρίσκομαι και σ’ ένα κέντρο που αρρώστησε ο μπουζουξής, και έκανα και ένα προγραμματάκι μιας ώρας, μέχρι να έρθει αντικαταστάτης μπουζουξής, και στο συγκεκριμένο μαγαζί παίζοντας μπουζούκι. Εντάξει, δεν έχω μεγάλη γκάμα στο πρόγραμμά μου και δεν γνωρίζω ό,τι γνωρίζει ένας μουσικός, αλλά μία ωραία παρεΐτσα, ένα ωραίο γλεντάκι ή μία έκτακτη ανάγκη μπορώ να την καλύψω.
Η σχέση σας με τη μουσική και την οργανοποιία μαζί, πώς βοηθάει το ένα το άλλο;
Δεν ξέρω, θεωρώ ότι θα ήτανε πάρα πολύ δύσκολο σε κάποιονε να σχεδιάζει αυτοκίνητα και να μην ξέρει να οδηγήσει αυτοκίνητο. Άρα η σχέση της κατασκευής ενός οργάνου, πηγάζει στην πραγματικότητα από τη θέλησή του να ακούσει ήχο, να παίξει ήχο να, να τον εντυπωσιάσει το τελικό αποτέλεσμα. Και γι’ αυτόν κιόλας τον λόγο ψάχνεσαι, κάνεις συνδυασμούς, βάζεις διαφορετικά ξυλαράκια, με διαφορετική μοριακή δομή στα σημεία, κάνοντας συνδυασμούς μοριακών δομών, για να βγάλεις διαφορετικούς ήχους. Το όργανο είναι ένα ζωντανό πράγμα. Ένα καλό όργανο, για μένα, είναι σαν ένας καλός πάπυρος, που γράφεις κάτι απάνω και μένει αναλλοίωτο. Μπορεί να το βρούνε δηλαδή οι επόμενες και οι μεθεπόμενες γενιές. Κάθε παίχτης που πιάνει ένα όργανο, σίγουρα κάτι μαθαίνει αυτός στο όργανο και κάτι τον μαθαίνει και το όργανο. Είναι μία σχέση, δηλαδή, που δίνει και παίρνει.
Τα ακούσματα που εσάς σας έχουν επηρεάσει και ψάχνετε να αναπαράξετε μέσω της οργανοποιίας;
Τ’ ακούσματα τα δικά μου σαφώς είναι πιο ανοιχτά, είναι, είναι πάρα πολλά τ’ ακούσματα που έχει το δικό μου αυτί. Δεν μπορούν να συγκριθούνε, δηλαδή, με τα παλιά ακούσματα των παλιών παικτών. Δηλαδή, δεν μπορεί, δεν μπορεί σήμερα ένα παιδί που μαθαίνει παραδοσιακή μουσική να μην έχει ακούσει ροκ, να μην έχει ακούσει λαϊκή μουσική, να μην έχει ακούσει τον Τσιτσάνη, να μην έχει ακούσει τον Χιώτη, να μην έχει ακούσει διάφορα πράγματα. Άρα τι γίνεται; Η πληθώρα πληροφορίας που μπορεί να έχουμε[00:25:00] εξελίσσεται τελείως διαφορετικά από ότι, ξέρω ’γω, σε μια παλιότερη εποχή, που κάποιος μπορεί να βρισκότανε σε ένα βουνό της Ηπείρου και ν' άκουγε μονάχα ηπειρώτικα κομμάτια. Από τη μία, ξέρω ’γω, βάζουμε στοιχεία από διαφορετικές κουλτούρες και από διαφορετικές μουσικές στο παίξιμό μας και στην κατασκευή των οργάνων μας, από την άλλη είναι ένας δρόμος, είναι μία εξέλιξη, δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Δεν μπορείς να πας προς τα πίσω. Έχω την εντύπωση ότι «το ποτάμι κυλάει μπροστά» αφήνοντας σημάδια αριστερά και δεξιά. Όποιος θέλει να ακολουθήσει αυτό το ποτάμι θα δει και τα παλιότερα σημάδια του ποταμού, αλλά σαφώς θα ακολουθήσει τη ροή του νερού, δεν είναι εύκολο να είσαι στις όχθες ή να πηγαίνεις από κάποιον άλλο δρόμο.
Ναι.
Ναι, άρα επηρεάζει. Επηρεάζουν τα ακούσματα γενικά. Τώρα τα δικά μου ακούσματα ήταν από παντού. Δηλαδή, ας πούμε, μπορεί η καταγωγή μου στην Κρήτη να ήταν από την Κίσσαμο και μπορεί να παίζω τα κισσαμίτικα και μπορεί κάποιος που με ακούει να λέει ότι: «Αυτός παίζει κισσαμίτικο λαγούτο». Σαφώς δεν παίζω όπως έπαιζε ο πατέρας μου, ο πατέρας μου, ο πατέρας μου έπαιζε τελείως διαφορετικά. Γιατί πάρα πολλοί μου το λέγανε και τους λέω: «Ναι ρε παιδιά, αλλά, αν ακούσετε τον πατέρα μου, θα δείτε ότι εγώ δεν παίζω κισσαμίτικα. Ο πατέρας μου παίζει τα κισσαμίτικα». Και θεωρώ ότι, αν ακούγανε και ένα παππού παραπίσω, θα λέγανε ότι ο πατέρας μου δεν έπαιζε κισσαμίτικα αλλά ο παππούς τα έπαιζε, ξέρω ’γω. Κάθε ένας βάζει ένα δικό του στοιχείο, που έχει σχέση με την εποχή που ζει και με το τι ακούει από γύρω γύρω. Τ’ αυτιά μας δεν μπορεί να είναι κλειστά, ούτε τα μάτια μας να είναι κλειστά, ούτε η ψυχή μας μπορεί να είναι κλειστή. Πρέπει να, να ανοίγει. Αυτό το πράγμα βγαίνει και στις κατασκευές των οργάνων και στο παίξιμο που κάνουμε.
Στις κατασκευές πώς βγαίνει;
Πώς βγαίνει στις κατασκευές; Διαφορετικές, διαφορετικοί συνδυασμοί υλικών. Μπορώ να πω, ας πούμε, για παράδειγμα, ότι στη δεκαετία του ’50 και του ’60, όργανα που ήτανε κατασκευασμένα από έβενο, θεωρόντουσαν καλά. Σήμερα πια δεν κατασκευάζονται όργανα από έβενο. Όχι επειδή το ξύλο δεν είναι καλό, όχι επειδή το ξύλο δεν είναι ακριβό, αλλά επειδή η φωνή που έβγαζε ο έβενος... Ο έβενος είναι ένα ξύλο που έχει μοριακή δομή, έχει μάλλον ειδικό βάρος πάνω από 1.000, δηλαδή βουλιάζει στο νερό. Σημαίνει ότι η δομή του είναι πάρα πολύ σκληρή και ότι κάνει πολύ απότομη αναπαραγωγή ήχου. Είναι, δηλαδή, σαν να χτυπάει ο ήχος στο τζάμι και να επιστρέφει πίσω. Γιατί είναι σκληρό το υλικό. Σήμερα, πια, που ψάχνουμε «ζεστές» φωνές, ο έβενος είναι απαγορευτικός να μπει στο σημείο της ενίσχυσης. Να μπει, ξέρω ’γω, για σκάφος ενός λαγούτου ή να μπει για κάποιο μέρος. Και πάντα μιλάω για το γενικό ηχόχρωμα, δεν μιλάω για κάποιο ειδικό ηχόχρωμα, που μπορεί να ψάχνει το αυτί ενός ανθρώπου. Γιατί πάντα θα υπάρχει αυτό το πράγμα. Πάντα κάποιος θα ψάχνει και το παλιό ηχόχρωμα, πάντα κάποιος θα κάνει και τους συνδυασμούς τους παλιούς, των οργάνων. Αλλά μιλάω για τη γενική αποδοχή του ήχου που υπάρχει. Άρα να, αμέσως ένα στοιχείο που αρχίζουμε και το αφαιρούμε. Δηλαδή, άμα δεν κατασκευάζεις τον έβενο και αν την πρώτη γραμμή πια, ως καλό όργανο, ως καλός ήχος, το παίρνει, ξέρω ’γω, η καρυδιά – που η καρυδιά είναι στη μισή μοριακή δομή από ό,τι του εβένου, έχει το, έχει 650 ειδικό βάρος, ξέρω ’γω, δεν έχει 1.000 που είχε ο έβενος–, αμέσως αλλάξαν τα δεδομένα. Αμέσως αλλάξαν οι ήχοι, αμέσως άλλαξε όλη η κατασκευή του οργάνου. Δεν ξέρω αν η περιγραφή μου είναι κατάλληλη και αν είναι κατανοητή έτσι όπως σου τη λέω, αλλά σε γενικές γραμμές αυτή είναι η πραγματικότητα.
Έχω απορία να μου πείτε πώς, ή πότε μάλλον και πώς εσείς αρχίσατε να καταλαβαίνετε πρακτικά αυτές τις διαφορές. Και πώς τις αντιμετωπίζατε στη χρήση.
Από την αρχή που μπήκα στη δουλειά πάνω, μπορούσα να καταλάβω αυτές τις διαφορές. Γιατί αυτό το πράγμα δεν είναι μία καινοτομία που κάνω εγώ, αυτό το πράγμα το κάνουν οι οργανοποιοί σε όλες τις εποχές. Δηλαδή ιστορικά, ο Stradivarius μπέρασε, πέρασε μπροστά από τον Guarnerius στην κατασκευή των βιολιών, γιατί ουσιαστικά έφτιαξε πιο ζεστό ήχο απ’ ότι ο Guarnerius. Θα μου πεις: «Τον ξεπέρασε;». Όχι, πάντα τα πρώτα βιολιά ήταν Guarnerius, γιατί ήτανε πιο εξώφωνα, πιο δυνατά, ταξιδεύανε πιο μακριά οι φωνές τους. Αλλά τα πολλά βιολιά του, του συγκροτήματος, η μεγάλη ποσότητα δηλαδή, το πολύ άκουσμα, ήτανε στα δεύτερα βιολιά, στ’ από πίσω βιολιά. Άρα ο Stradivarius ξεπέρασε στις πωλήσεις τον Guarnerius και πήρε πιο καλύτερο όνομα[00:30:00] ή, ξέρω ’γω, ανέβηκε ένα σκαλάκι παραπάνω, εκείνη την εποχή, αλλάζοντας λιγάκι τον ήχο των βιολιών. Αυτό το πράγμα πάντα γίνεται. Δεν άλλαξε την κατασκευή, τον ήχο άλλαξε, τον σχεδιασμό και τον τρόπο που έκανε συνδυασμό στα ξύλα.
Ο Μουντάκης ξεπέρασε τον Μουντάκη;
Αυτό δεν το ξέρω, αυτό δεν ξέρω αν με φτάνει η ζωή μου για να το μάθω. Οι πελάτες που με προτιμούνε –και δεν ήτανε πελάτες του πατέρα μου– σαφώς μπορεί να πουν ότι τον έχω ξεπεράσει τον πατέρα μου. Αλλά τα έργα του πατέρα μου «ζούνε και βασιλεύουν», οπότε τους λέω: «Περιμένετε να περάσουν 50-60 χρόνια και στα έργα τα δικά μου και τότε μπορούμε να κάνουμε μία άμεση σύγκριση με το σήμερα». Κανένας μάστορας δεν ξέρει πού μπορεί να έχει φτάσει ή που μπορεί να είναι, να κυμαίνεται η κατασκευή του. Ο καλός μάστορας στην κατασκευή των μουσικών οργάνων είναι αυτός που μπορεί να κρατάει τις ισορροπίες. Δηλαδή να έχει έναν καλό ήχο, που αυτός ο ήχος παραμένει για πάρα, πάρα, πάρα πολλά χρόνια. Δηλαδή, όταν ένα όργανο ζει 100, 200, 300, 400, 500 χρόνια –υπάρχουν στα μουσεία πάρα πολύ παλιά όργανα– και μπορεί να το πιάσεις και σήμερα και να βγάλεις μουσική, να παράγεις από την παλιά μουσική, μέχρι να παράγεις καινούργιες μελωδίες, τότε ο μάστορας ήτανε καλός. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην ήταν καλός αυτός ο μάστορας που το έφτιαξε. Ένας σημερινός μάστορας, μπορεί να μοιάζει για καλός και μέσα σε μία δεκαετία να έχει γκρεμιστεί ολόκληρο το οικοδόμημα που έχει κάνει. Θέλω να πω ότι μονάχα ο χρόνος μπορεί να απαντήσει την ερώτηση που μου έκανες. Κανένας άλλος δεν μπορεί να την απαντήσει.
Θέλω να μου πείτε, πώς ήτανε να πηγαίνετε στα μαθήματα αυτά που είχαν οργανωθεί το, αρχές του ’90 αν θυμάμαι καλά…
Ναι, ναι. Ε, στα τέλη του ’90, ναι, ναι.
…όντας χρόνια πίσω απ’ τον πάγκο στο επάγγελμα.
Δεν ένιωθα καθόλου άσχημα. Θεωρώ ότι η δίψα της μάθησης δεν τελειώνει ποτέ. Η ζωή τελειώνει και η δίψα της μάθησης δεν έχει τελειώσει ακόμα. Και ο πιο φτασμένος πάντα έχει περιθώρια να μάθει κάτι περισσότερο. Πιστεύω ότι ό,τι έμαθα στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο από Χημεία ήταν ελάχιστο αυτό που έμαθα σε λίγες ώρες στα μαθήματα για κατάρτιση οργανοποιών. Νομίζω ότι έμαθα πολύ περισσότερη Χημεία και κατανόησα πολύ καλύτερα τη Χημεία σε αυτά τα λίγα μαθήματα που κάναμε. Δεν ξέρω αν έφταιγε ο καθηγητής, αν έφταιγε η ποιότητα των μαθημάτων ή αν έφταιγε η ωριμότητα του μαθητή, που μπόρεσε να κατανοήσει πολύ περισσότερα πράγματα. Δεν θέλω να το σχολιάσω και δεν, δεν ξέρω αν κάτι ισχύει από αυτά. Αλλά το λέω ως πραγματικότητα, ως λογική πραγματικότητας.
Ναι.
Άρα πάντα υπάρχουν περιθώρια.
Segment 3
Το εργαστήριο κόντρα στην εποχή, η χαρά της δημιουργίας, μια τυπική μέρα στη δουλειά με τον πατέρα και ένας σχολιασμός για το τότε και το τώρα
00:33:11 - 00:49:54
Και η πορεία σας, μέχρι το τώρα, πού έχει διαφοροποιηθεί, πού έχει αλλάξει, σε τι;
Λοιπόν, μετά το 2002, που πήρε σύνταξη ο πατέρας μου και ουσιαστικά μου έμεινε το μαγαζί, πήρα μεγάλες αποφάσεις. Οι μεγάλες αποφάσεις ήτανε να μην εκσυγχρονιστώ. Να μην, να μην φτιάξω το εργαστήριό μου μία παραγωγική μονάδα. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, κοντράρισα την εποχή. Αυτό έχει καλά, έχει και κακά. Τα καλά είναι ότι αυξάνεις μία πελατεία που, που ψάχνει κάτι πραγματικά χειροποίητο, κάτι πραγματικά, που το περιγράφεις σ’ έναν μάστορα και ο μάστορας βάζει το μυαλό του για να σου φτιάξει αυτό που περιγράφεις. Είναι τρομερά γοητευτικό να έχω απέναντί μου έναν άνθρωπο που να μου περιγράφει έναν ήχο και να μου περιγράφει και μία κατασκευή ενός οργάνου και να μου περιγράφει και πώς θέλει να μπαίνει η παλάμη του απάνω στο, στο όργανο, να μου δείχνει τα δάχτυλα του και να μου λέει: «Εμένα τα δάχτυλά μου είναι μακριά ή είναι κοντά, όποτε θέλω να είναι έτσι το χέρι». Είναι μαγευτικό! Δεν μπορείς να φανταστείς τι μαγεία έχει αυτό το πράγμα! Και εσύ να το πραγματοποιείς αυτό το όργανο που θέλει και, όταν το παραλαμβάνει, να νιώθει ότι όλα είναι πετυχημένα! Δηλαδή αυτό το γέλιο, αυτή η ικανοποίηση την ώρα της παραλαβής, είναι κάτι το απίστευτο, κάτι το αδιανόητο, να του έχεις πετύχει και τη βολή του, να του έχεις πετύχει και το μάτι του, να χο[00:35:00]ρταίνει το μάτι του με αυτό που έχει, να του ’χεις πετύχει και τον ήχο που ήθελε να ακούσει, να μην μοιάζει ούτε με το παλιό του λαγούτο, ούτε με το λαγούτο του παππού του, ούτε, να είναι αυτό που θέλει αυτός! Αυτό που έχει βάλει αυτός στο μυαλό του. Νομίζω ότι είναι συναρπαστικό πράγμα. Οπότε εγώ πήγα κόντρα στην εποχή, ακολούθησα αυτήν τη διαδρομή...
Ωραία, είπατε ότι…
…και νιώθω ότι είμαι δημιουργός ουσιαστικά.
Θέλετε να το ξαναπείτε;
Ναι.
Ότι πήγατε κόντρα από κει.
Γιατί αυτό εδώ πέρα χάλασε, τώρα θυμάμαι και εγώ τι, τι είπα;
Είπατε ότι πήγατε κόντρα στην εποχή.
Εγώ πήγα κόντρα στη, στην εποχή. Δεν εξέλιξα το μαγαζί και από ένα μικρό εργαστήριο δεν το έκανα σε μια μονάδα παραγωγική, ώστε να μπορεί να παράγει μία ποσότητα μουσικών οργάνων που να φέρουν ένα κέρδος για να μπορείς να επιβιώσεις και για να κρατήσεις μία επιχείρηση στο σήμερα, που πια είναι πάρα πολύ δύσκολο να κρατήσεις μικρές επιχειρήσεις. Οπότε πήγα κόντρα σε όλη αυτήν την υπόθεση, γιατί είναι πάρα πολύ συναρπαστικό να μπορεί κάποιος άνθρωπος να σου περιγράφει ότι θέλει να ακούσει έναν ήχο που να είναι «έτσι» και να μην μοιάζει ούτε με το παλιό του λαγούτο ή μπουζούκι ούτε με καποιανού αλλουνού, αλλά να έχει αυτό το πράγμα που αυτός θέλει, να έχει τη βολή του, να έχει τα δάχτυλά του απάνω στην ταστιέρα, να είναι το, το μέγεθος των δακτύλων του, αν είναι μικρά, αν είναι μεγάλα, την παλάμη του, όλο το πιάσιμό του συν φυσικά το design, αυτό που θέλει να δει, την ομορφιά που θέλει να δει. Οπότε η συναρπαστικότητα είναι την ώρα που το παίρνει και εσύ τα έχεις πετύχει όλα αυτά. Δηλαδή, του έχεις φτιάξει τον ήχο που ήθελε να ακούσει, του έχεις φτιάξει ένα όργανο, έτσι όπως ήθελε να το δει, είτε λιτό, είτε πολύπλοκο, είτε χωρίς φιγούρες, είτε με φιγούρες, δεν λέμε ποιο είναι το καλό και ποιο είναι το κακό, είναι αυτό που αρμόζει στον άνθρωπο. Και φυσικά, όταν ακουμπάει απάνω τα χέρια του, να είναι προέκταση του εαυτού του. Να νιώθει, δηλαδή, ότι το χέρι του λαγούτου είναι αυτό που ήθελε να πιάσει η χούφτα του, το δικό του χέρι. Ακολούθησα αυτόν τον δρόμο που, όπως είπα και προ ολίγου, είχε και τα καλά του έχει και τα κακά του. Το καλό του είναι ότι ικανοποιείς τον πελάτη. Το δεύτερο καλό είναι ότι νιώθεις δημιουργός, γιατί κάθε φορά δημιουργείς κάτι διαφορετικό. Δεν έχεις ένα στάνταρ πράγμα, ας πούμε, με συγκεκριμένα μηχανήματα ή με συγκεκριμένες διαστάσεις και φτιάχνεις συνέχεια το ίδιο πράγμα, οπότε να το βαρεθείς στο τέλος. Δεν το βαριέσαι ποτέ, γιατί κάθε φορά φτιάχνεις κάτι διαφορετικό. Ναι, μπορεί να έχεις, ξέρω ’γω, τέσσερα λαούτα ή πέντε λαούτα, είναι πέντε διαφορετικά πράγματα. Είναι σαν να έχεις πέντε διαφορετικούς ανθρώπους. Σαν να έχεις γεννήσει πέντε παιδιά: έχουνε κοινά σημεία, αλλά έχουνε και τόσο μεγάλες διαφορές, που δεν μπορείς να φανταστείς. Άρα νιώθεις σαν δημιουργός. Το κακό της όλης υπόθεσης είναι ότι μια μικρή ποσότητα οργάνων σου προσφέρει και μια μικρή ποσότητα χρημάτων, και τα μαγαζιά σήμερα δεν φτάνουνε αυτά τα χρήματα ή να πω ότι είναι ίσα ίσα, για να μπορέσεις να διατηρήσεις ένα μικρό μαγαζάκι σαν το εργαστήριο που έχω εγώ. Από τη μία δηλαδή νιώθεις καλλιτέχνης, από την άλλη, όμως, σαν παραγωγός, δεν είσαι, δεν, δεν μετράς.
Υπάρχουν κομμάτια της δημιουργικής, όπως είπατε, διαδικασίας που ευχαριστιέστε πιο πολύ κι άλλα λιγότερο ;
Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το πω αυτό το, το πράγμα, δεν είμαι σίγουρος, γιατί είναι, ξέρω ’γω, σαν να λες σ' έναν ζωγράφο ποιο χρώμα του αρέσει περισσότερο. Μα δεν γίνεται, είναι συνδυασμοί χρωμάτων. Το τελικό αποτέλεσμα, ο τελικός πίνακας αποτελείται από πολλά χρώματα στην όλη υπόθεση, χωρίς να αποκλείεις και τον μαυρόασπρο πίνακα. Σαφώς μπορείς να κάνεις κι εσύ διαφορετικά πράγματα, από τη στιγμή που νιώθεις ως καλλιτέχνης. αλλά, από κει και πέρα, δεν νομίζω ότι ευχαριστιέσαι κάποιο κομμάτι της δουλειάς περισσότερο από κάποιο άλλο.
Έχω απορία τώρα που τα συζητάμε –ανάψτε, ανάψτε γιατί ακούγεται– πώς ήτανε μια τυπική ας πούμε, ας πούμε τυπική, όσο τυπική μπορεί να είναι, μέρα στο εργαστήρι με τον πατέρα σας; Μαθητείας ας το πούμε.
Ναι. Με τον πατέρα μου μοιραζόμαστε δουλειές στην πραγματικότητα. Το πρωί φεύγαμε μαζί από το σπίτι. Ερχόμαστε στο εργαστήριο, πίναμε τον καφέ μας στο καφενείο –τον πρωινό– και είχαμε κοινωνική συζήτηση με τους ανθρώπους που δουλεύανε σε[00:40:00] αυτήν τη γειτονιά. Σαν περιγραφή σου το λέω αυτό το πράγμα. Οι εργασίες που ήτανε σε αυτή τη γειτονιά και οι ανθρώποι που βρισκόταν στο καφενείο ήταν οι εργαζόμενοι στην πραγματικότητα. Οπότε να σου αναφέρω και ποιες εργασίες υπήρχανε, γιατί τώρα πια μιλάμε για τη δεκαετία του ’80. Υπήρχε ο μαστρο-Θύμιος, που έφτιαχνε τους εξαερισμούς εδώ πέρα, ασχολιόταν με μεταλλικές κατασκευές, με τέτοια πράγματα, υπήρχε ένα ξυλουργείο, υπήρχε ένας επινικελωτής στην περιοχή. Είχαμε δύο τρία εμπορικά μαγαζιά που κάναν γενικά εμπόρια, ξέρω ’γω, ας πούμε... Θυμάμαι κάποιοι ασχολιόντουσαν με επαγγελματική ψύξη, ξέρω ’γω, και τέτοια θέματα, ένα ξενοδοχείο εδώ πέρα, που ερχόταν καμιά φορά και ο ιδιοκτήτης, αλλά και υπαλλήλοι στο καφενείο, όχι πάρα πολύ συχνά. Είχαμε τους μεταφορείς που «κάνανε πιάτσα» εδώ πέρα και λέγανε νέα, λέγανε διάφορα πράγματα, ίσως αυτοί κάναν το μεγαλύτερο κουτσομπολιό της όλης υπόθεσης, οπότε μάθαινες γενικά την κίνηση της περιοχής, τις απόψεις για τα πολιτικά. Ήτανε, ήτανε μία ζωντανή κοινωνία, ένα, είχε πάρα πολλή ζωντάνια. Συν όλη αυτήν τη διαδικασία περνούσαν και οι κοπέλες που δουλεύανε γαζώτριες εδώ τριγύρω, ξέρω ’γω και τέτοια πράγματα, παίρναν τον καφέ τους φεύγανε. Εντάξει, μπορεί να μην σταματούσανε στη συζήτηση όλα αυτά τα πράγματα, αλλά υπήρχε μία περατζάδα γενικά για τα νέα της όλης υπόθεσης. Σε μικρότερες ηλικίες παίζαμε και μπάλα στο δρόμο εδώ πέρα. Δηλαδή αυτόν τον κεντρικό δρόμο –που περνάνε αυτοκίνητα και καμιά φορά δεν μας αφήνουν να πούμε ούτε τη συνέντευξή μας εδώ πέρα, μας κάνουν φασαρία– δεν περνούσε κανένας, παίζαμε μπάλα. Εδώ πέρα οι πιτσιρικάδες μαζευόμαστε και παίζαμε. Ήτανε γειτονιά κανονικά. Μετά τον καφέ μας, φυσικά, ερχόμαστε στο εργαστήριο, κάναμε διαμοιρασμό της δουλειάς που πρέπει να γίνει εκείνη τη μέρα και έλεγα, ξέρω ’γω, «Εγώ θα φτιάξω αυτά», ο πατέρας μου έφτιαχνε εκείνα και ό,τι ανάγκες δημιουργόντουσαν κατά την ώρα της εργασίας μας, τις διαμοιραζόμαστε έτσι όπως θεωρούσαμε καλύτερα. Φυσικά, όταν είσαι πρωτάρης στην κατασκευή των οργάνων, σαφώς κάνεις εσύ τις πιο δεύτερες εργασίες και ο μάστορας κάνει τις πρώτες. Αλλά σιγά σιγά, αλλάζει και αυτό το πράγμα, ειδικά όταν είσαι σε μία σχέση πατέρα-γιου, αλλάζει αυτό το πράγμα σιγά σιγά με τα χρόνια. Σε κάποια στιγμή, ας πούμε, πήρα επώ μου το να τοποθετώ τις φιγούρες απάνω στα όργανα. Ο λόγος ήτανε προφανής: είναι διαφορετικό να φοράς δύο ζευγάρια γυαλιά και να χαράζεις με το ξυραφάκι σου, για να βάλεις μία φιγούρα απάνω και διαφορετικά να έχεις τα μάτια τα παιδικά, που βλέπουν πάρα πολύ καλά και να πιάνεις το ξυραφάκι και να χαράζεις απάνω. Δηλαδή θεωρώ ότι, καθώς περνάνε τα χρόνια, για τους νεότερους υπάρχουν κάποιες εργασίες, που είναι πολύ πιο εύκολα για τους ανθρώπους της μέσης ηλικίας ή και τους λίγο μεγαλύτερους. Ο διαμοιρασμός γινότανε με αυτό το πράγμα. Το σίγουρο είναι ότι, όταν τελείωνε ένα όργανο, πάντα το δοκιμάζουμε και οι δύο και πάντα λέγαμε τη γνώμη μας και οι δύο. Και πιστεύω ότι στο μυαλό μας πάντα κάναμε, και, πάντα δημιουργούσαμε και μια λογική: «Το επόμενο πώς θα βγει καλύτερο;». Υπάρχει, δηλαδή, αυτό το πράγμα, η ακόρεστη θέληση για να, το καλό, να το κάνεις ακόμα καλύτερο και το καλύτερο να το κάνεις ακόμα καλύτερο. Δεν ξέρω αν έχει τελειωμό ποτέ αυτό το πράγμα, πάντως είναι μία ανάγκη που τη νιώθεις επί μονίμου βάσεως.
Οπότε τώρα συνεχίζετε αυτό;
Τώρα συνεχίζω αυτό και πιστεύω ότι θα το ζήσω με τα παιδιά μου. Άμα θέλουνε φυσικά και αυτά, γιατί σου είπα ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο από δω και πέρα να επιβιώσουν πάρα πολύ μικρά εργαστήρια, όπως είναι το δικό μου. Θα είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν ξέρω αν μπορέσω κι εγώ να επιβιώσω μέχρι το τέλος της σύνταξής μου, αν και φαίνονται ότι τα πράγματα είναι καλά. Είναι καλά προς τη ζήτηση. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι από το 2010 μέχρι σήμερα περνάμε μία σοβαρότατη κρίση, που αυτή η κρίση έχει χτυπήσει «κατακούτελα» τους μουσικούς. Οι μουσικοί είναι οι πελάτες, όμως, είναι αυτοί που σου αφήνουν εσένανε τα χρήματα. Όταν αυτοί δεν έχουνε χρήματα, σαφώς δεν έχεις και εσύ[00:45:00]. Και επεκτείνοντας την όλη υπόθεση, περάσαμε πια και στην εποχή του κορονοϊού. Αυτοί που χτυπήθηκανε ήταν οι «χτυπημένοι» μουσικοί. Δηλαδή ο κλάδος που είχε χτυπηθεί πάρα πολύ από την κρίση, σχεδόν ανελέητα μπορώ να πω, έρχεται να χτυπηθεί και από, και από το πρόβλημα του κορονοϊού, ας πούμε, το παγκόσμιο πρόβλημα του κορονοϊού. Δεν ξέρουμε πώς θα επιβιώσει η όλη κατάσταση. Η αλήθεια είναι ότι οι τέχνες με ένα μαγικό τρόπο μπορούν πάντα και επιβιώνουνε, μπορούν και μεταφέρονται στην επόμενη γενιά. Ελπίζω ότι θα γίνει αυτό το πράγμα, είμαι αισιόδοξος ότι θα γίνει αυτό το πράγμα, αλλά δεν μπορώ να μην βλέπω και τους κακούς οιωνούς που υπάρχουνε.
Ναι. Θυμάστε, δηλαδή, ότι ήτανε άλλη η κατάσταση πιο παλιά.
Τελείως διαφορετική κατάσταση. Κατάσταση τελείως διαφορετικιά. Αυτό το θυμόνται όλοι. Νομίζω ότι το έχουνε αναφέρει από, από όλες τις τέχνες. Πρέπει να έχουνε κάνει μία τέτοια αναφορά, όπως την αναφορά που σου λέω εγώ.
Εγώ πρώτη φορά το ακούω απ’ αυτή την οπτική.
Απ’ αυτήν την οπτική.
Ναι, γι’ αυτό δεν ξέρω, ίσως θα ’χε ενδιαφέρον να λέγατε παραπάνω. Και για το πριν το ’10…
Ναι.
…μετά το ’10.
Πάντως εγώ θεωρώ ότι είναι μία απλή κοινή, οπτική, κατάσταση. Είναι μία απλή κοινή οπτική κατάσταση. Φυσικά, εντάξει, δεν αναφερθήκαμε καθόλου, ας πούμε, και στις παραγωγές τις μουσικές. Μην, μην νομίζεις ότι και οι παραγωγές οι μουσικές πια είχανε την ευθύνη που υπήρχε στα παλιότερα χρόνια. Η ευκολία τού να παράγεις κάτι, δεν είναι πάντα θετική και πάντα καλή. Δηλαδή, όταν λέγαμε ότι υπήρχε άνθηση, ας πούμε, ας αναφέρουμε τις εποχές, ξέρω ’γω, του ’90, του 2000 και του 2010 με μία πλήρες άνθηση, με μία μουσική παραγωγή και με άφθονο χρήμα στις τσέπες των ανθρώπων της τέχνης. Το fast food, το γρήγορο φαγητό, έγινε «γρήγορη μουσική». Η σκέψη και η ψυχή που αναβλύζει μέσα από έναν συνθέτη και έβγαζε μία σύνθεση, έγινε λογιστικό, έγινε, έγινε πρόγραμμα μουσικό στον υπολογιστή, που μπορούσε να κάνει συνδυασμούς και να βγάζει μουσικές.Έχω την εντύπωση ότι, ακόμα και στιχουργικά, ο υπολογιστής μπορούσε να βοηθήσει, να μην πω, να γράψει και στίχους και τα πάντα. Δηλαδή έβαζες ομοιοκατάληκτες λέξεις και σου ’βγαζε το στιχάκι. Το ίδιο και με τις νότες: έβαζες νότες και σου ’βγαζε, έβαζες μία σειρά νοτών, ας πούμε, και σου έκανε συνδυασμούς σε αυτήν τη σειρά και σου ’βγαζε μελωδίες. Αυτά τα πράγματα δεν είναι, δεν ήτανε πράγματα που βγαίνανε από την ψυχή ενός ανθρώπου. Χωρίς να πω ότι δεν οδηγούσανε το μηχάνημα κάποιοι άνθρωποι, ε; Τα μηχανήματα του οδηγούνε κάποιοι άνθρωποι για να κάνουν αυτό το πράγμα, αλλά πια θα μπορούσε αυτό το μηχάνημα να το οδηγήσει ένας κακός οδηγός ή, τέλος πάντων, ένας άνθρωπος που οι γνώσεις του ήταν τελείως άσχετες και ίσως και η ψυχή του πολύ ρηχή. Οπότε βγήκανε και παράχθηκανε πάρα πολλά πράγματα που δεν είχαν καμία αξία. Και το θέμα ήταν ότι, αν μέσα σε όλο αυτό, σε όλο αυτό το τσουβάλι που μπορεί να γεμίσουν αυτές οι μελωδίες κι οι στίχοι, αν πέφτανε τέσσερα, πέντε, έξι ή δέκα τραγούδια, μελωδίες, στίχοι που είχανε αξία και είχανε τέτοια πράγματα, χανόντουσαν μέσα σε αυτό το τσουβάλι. Δηλαδή όλα γινότανε, όλα περνούσανε στο τσουβάλι των αχρήστων. Κατά μία έννοια. Στην τέχνη τη δικιά μας δημιουργήθηκε αυτό το πράγμα. Δεν ξέρω, φυσικά, αν και τα δικά μου όργανα χαθούνε μέσα στο τσουβάλι των παραγωγικών οργάνων που έχουνε φτιαχτεί «Απ’ τα σύκα ως τα σταφύλια», που ’λεγε ο πατέρας μου. Δεν είμαι σίγουρος αν τα πάρει και εμένανε το τσουβάλι τα δικά μου όργανα ή των συναδέλφων μου, που θεωρώ πάρα πολύ αξιόλογα, τα όργανα και τις κατασκευές που έχουνε κάνει. Ήταν ένα πρόβλημα όμως, της εποχής της ευημερίας. Θα μου πεις: «Είναι άλλο πρόβλημα η εποχή εκείνη, άλλο πρόβλημα η εποχή τώρα». Το θέμα, όμως, είναι να μπορούμε να ατενίζουμε το μέλλον, να κοιτάζουμε το μέλλον και να λέμε τι θα γίνει και τι θα κάνουμε στο μέλλον. Ίσως κάθε εμπόδιο να βγαίνει και σε καλό, δεν ξέρουμε, δεν είμαστε σίγουροι, θα δούμε πώς θα συνεχιστεί το πράγμα.
Νομίζω είστε σαφής.
Νομίζω ναι. Σε γενικές γραμμές τα είπα.
Δεν ξέρω αν θα ’χε νόημα να σας ρωτήσω την «πιασάρικη» ερώτηση: «Ποιο είναι το αγαπημένο σας όργανο;»[00:50:00].
Α! Όχι, αυτό είναι, είναι λιγάκι... Όχι, δεν υπάρχει κάποιο αγαπημένο όργανο, είναι... Υπάρχει ένα γεγονός, ότι όλη μέρα στο μαγαζί μπορεί να παίζω όργανα. Υπάρχουν, δηλαδή, περιπτώσεις που σου ’ρχονται τόσοι ανθρώποι, με τόσα όργανα, που αλλά έχουν προβλήματα, αλλά θέλουν να σου δείξουν κάτι, άλλος σου λέει: «Παίξε μου λιγάκι εδώ πέρα να δεις, εδώ τρίζει, εδώ πέρα μπουκώνει, εδώ πέρα, μόλις το πιέζω λιγάκι δεν μου τα λέει καλά ή εδώ», ξέρω ’γω, «μου βγάζει διαφορετικό ήχο στις πρίμες χορδές από ότι στις μπάσες, πιο δυνατό εκεί πέρα πιο χαμηλό εκεί». Μπορεί, δηλαδή, όλη μέρα εσύ να παίζεις όργανα, να σου ’ρθουνε δέκα άτομα με δέκα διαφορετικά όργανα και να παίξεις κιθάρες, να παίξεις μπουζούκια, να παίξεις μαντολίνα, να παίξεις λαγούτα, να παίξεις διάφορα πράγματα, με τον κάθε πελάτη ξεχωριστά, για να εντοπίσεις είτε το πρόβλημα που έχει ή οτιδήποτε. Το θέμα είναι ότι το βράδυ, όταν θα πάω σπίτι, για να ξεκουραστώ, πρέπει να παίξω λίγο μουσική. Είναι πάρα πολύ περίεργο να είσαι όλη μέρα στη μουσική, να παίζεις όλη μέρα μουσική και το βράδυ να πηγαίνεις σπίτι σου και να παίζεις μουσική για να ξεκουραστείς. Αν το πεις σε κάποιον σου λέει: «Πάει αυτός έχει λαλήσει, τα ’χει, είναι τρελός ο άνθρωπος». Είναι γεγονός ότι, για να ξεκουραστώ στο σπίτι μου το βράδυ, θα παίξω δυο πενιές στο μπουζούκι μου ή θα παίξω στο λαγούτο μου, ή θα βάλω πέντε ακόρντα σε μία κιθαρίτσα που έχω, ή μπορεί να χαϊδέψω ένα μαντολινάκι. Από τα δικά μου όργανα, από αυτά που θεωρώ, που έχω οικειοποιηθεί. Που πια, δηλαδή, δεν είναι ούτε για πούλημα ούτε τίποτα. Που έχω μεγαλώσει μαζί τους, που έχω βιώσει μαζί τους και που τα αγαπάω κιόλας, που τρέφω και αισθήματα για τα συγκεκριμένα όργανα. Το θέμα είναι ότι δεν μπορώ να σου πω ότι: «Ξέρεις έπαιξα δέκα φορές λαγούτο και πέντε φορές μπουζούκι». Μπορεί να είναι μισές μισές, μπορεί κάθε μέρα να είναι διαφορετικό το όργανο που πιάνεις ή να υπάρχουν μήνες που να θέλεις συνέχεια να πιάνεις ένα όργανο, ένα, ένα συγκεκριμένο. Θες να ακούς έναν ήχο. Δεν μπορώ όμως να πω ότι αγαπάω το ένα περισσότερο από το άλλο. Και πάντα μιλάω για τα δικά μου όργανα, όχι για αυτά που φτιάχνω για σένανε.
Αυτό ήθελα να ρωτήσω..
Αυτό που φτιάχνω για σένανε με λυπεί την ώρα που σου το δίνω. Δηλαδή έχω έναν προσωρινό έρωτα για αυτό το όργανο αλλά ξέρεις είναι, είναι ο έρωτας που έχει ο πατέρας για την κόρη, που τελικά θα τη δώσει σε κάποιον άλλον άνθρωπο, ας πούμε, να την αγαπήσει, να τη λατρέψει, να κάνει οικογένεια και να κάνει παιδιά και να συνεχίσει τη ζωή της. Ενώ, ξέρω ’γω, ο έρωτας που έχεις με το μπουζούκι ή με το λαγούτο που έχεις στο σπίτι σου, ή οποιοδήποτε άλλο όργανο, ή με την κιθάρα σου, είναι ο έρωτας που μπορεί να έχεις για τη γυναίκα σου, που θέλεις να ’χεις, είναι το δικό σου, είναι αυτό που αγαπάς εσύ. Αλλά δεν υπάρχει ένα.
Οπότε κάθε φορά που δίνετε όργανο...;
Ναι, κάθε φορά που δίνω όργανο, σου είπα ότι στεναχωριέμαι, αλλά στεναχωριέμαι με τη λογική, ξέρω ’γω, που ο πατέρας δίνει την κόρη, όχι με τη λογική που ένας άντρας δίνει τη γυναίκα του σε έναν κάποιον άλλο άντρα. Όχι με αυτήν τη λογική.
Κατάλαβα. Και τώρα οπότε, τι σας μένει απ’ όλη αυτήν την πορεία;
Εγώ αυτό που δεν έχω καταφέρει στην πορεία μου, είναι ουσιαστικά να βγάλω έναν ολοκληρωμένο μαθητή. Αυτό που μένει στην πραγματικότητα, είναι να βγάλω κάποιον άνθρωπο που να μπορεί να συνεχίσει αυτό που κάνω εγώ. Και το θεωρώ και το πιο σημαντικό. Πολλοί μάστορες το καταφέρανε, κάποιοι δεν το καταφέρανε. Δεν ξέρω από ποιους θα είμαι, αλλά εντάξει. Δεν είμαι και στο τέλος της καριέρας μου. Αν η υγεία μου το επιτρέπει και δεν έχω προβλήματα υγείας και τέτοια πράγματα, νομίζω ότι ένας καλλιτέχνης δεν σταματάει ποτέ να καλλιτεχνεί. Άρα πάντα έχει περιθώρια να βγάλει μαθητές, να βγάλει τους επόμενους.
Οπότε τι σκέφτεστε γι’ αυτό;
Δεν σκέφτομαι τίποτα. Δεν σκέφτομαι τίποτα. Υπάρχει, φυσικά, ένας ανασταλτικός παράγοντας στην όλη κατάσταση, ότι, πάλι η λογική τού σήμερα δεν σου επιτρέπει πάρα πολύ εύκολα να πάρεις κάποιον για μαθητή.
Γιατί αυτό;
Δεν, δεν στο επιτρέπει. Δηλαδή, δεν υπάρχουνε τόσα πολλά περιθώρια ώστε να πάρεις ένα παιδί, να του πληρώνεις το ένσημό του, να του πληρώνεις ένα μεροκάματο, να του δίνεις κάτι, ας πούμε, και να το έχεις στο μαγαζί να το απασχολείς ως μαθητευόμενο. Δηλαδή ο «μαθητευόμενος» δεν υπάρχει σαν έννοια. Ο εργαζόμενος είναι εργαζόμενος, εργάζεται, παράγει[00:55:00], πληρώνεται ή δεν είναι εργαζόμενος, ή δεν εργάζεται, δεν παράγει, δεν μπορείς να τον κρατήσεις. Ένας μαθητευόμενος, κάποιος που μπαίνει σε ένα εργαστήριο μουσικών οργάνων για να μάθει, σαφώς δεν μπορεί να κάνει παραγωγή, δεν μπορεί να παράξει. Δεν μπορεί να σου βγάλει τα λεφτά που του δίνεις. Αυτό θα έπρεπε να ωθείται από κάπου, ας πούμε. Είναι αυτό που έλεγα, τα πλαίσια μιας ενιαίας πολιτικής, ώστε κάποιος να μάθει κάτι. Είναι σαν να λέμε ότι ένα παιδί μας ζητάει δουλειά και του λέμε: «Έλα, σου βρήκαμε δουλειά, θα δουλέψεις ως κιθαρίστας στο τάδε συγκρότημα». Όταν δεν έχει ξαναπιάσει ποτέ κιθάρα, δεν μπορεί αυτός να δουλέψεις, δεν μπορεί να παράγει, δεν μπορεί να βγάλει τα λεφτά του. Άρα σε αυτό το συγκρότημα μπορεί να μείνει και ένα και δύο και τρία και πέντε χρόνια, μέχρι να αρχίσει να «πατάει» τις πρώτες του νότες, ώστε να μπορεί να δημιουργήσει μια, μια, να παράξει και αυτός ένα έργο. Να πεις ότι: «Ναι, κάτι κάνει». Αλλά, εντάξει, η μουσική έχει τα ωδεία της, έχει τα σχολεία της, έχει τους δασκάλους, έχει, έχει, έχει, έχει τριακόσια «έχει», που μπορεί να το κάνεις. Η οργανοποιία δεν έχει αυτό το πράγμα. Τουλάχιστον μέχρι τη συγκεκριμένη στιγμή.
Εκείνο το ΤΕΙ που υπήρχε;
Εκείνο το ΤΕΙ νομίζω ότι έχει γίνει Μουσικής Τεχνολογίας. Όχι οργανοποιίας. Δηλαδή, η μουσική τεχνολογία για μένα είναι ο υπολογιστής. Μάλλον περισσότερο υπολογιστές μαθαίνουνε, παρά σκάλισμα σε ξύλα. Χωρίς να ξέρω επακριβώς τι γίνεται. Η αλήθεια είναι ότι εγώ βλέπω την αγορά, την πραγματική αγορά, δηλαδή, όταν υπάρχει ένα ΤΕΙ και δηλώνει Οργανοποιίας ή, όταν υπάρχει μία ιδιωτική σχολή και δηλώνει Σχολή Οργανοποιών, ή οτιδήποτε τέτοιο, για μένα είναι σχολή, όταν οι μαθητές της αρχίζουν να βγαίνουν έξω και να παράγουνε. Αν δεν δω κανέναν μαθητή να ασχολείται με τη δουλειά, είναι ουσιαστικά μία εγκυκλοπαιδική μόρφωση, που την έχεις απλά στο κεφάλι σου για οποιοδήποτε λόγο. Άρα μπορεί απ' αυτό το ΤΕΙ να βγήκαν κάποια παιδιά που θα μπορούσαν να γίνουν οργανοποιοί, αλλά δεν γίνανε. Αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτή είναι η αλήθεια. Ενώ, ξέρω ’γω, ένα σχολείο που σε μαθαίνει κιθάρα, αύριο μεθαύριο θα σε δει σε μία συναυλία να παίζεις την κιθάρα. Εσύ παράγεις τώρα πια. Θεωρεί ότι η μόρφωση που σου 'δωσε είναι χαλάλι. Αυτό το πράγμα δεν το έχουμε δει εμείς ακόμα ή τουλάχιστον δεν το έχουμε δει σε έναν βαθμό που να θεωρείται αξιόλογος. Δεν μπορείς να πεις, δηλαδή, ότι έχεις μία σχολή ενός ΤΕΙ, ας πούμε, η οποία μπορεί να δουλεύει δεκαπέντε χρόνια και να ’χει βγάλει τρεις ανθρώπους μονάχα στην αγορά εργασίας των μουσικών οργάνων. Μ’ αυτήν την έννοια λέω ότι η τέχνη μαθαίνεται ακόμα στον πάγκο.
Κατάλαβα.
Μμ...
Δεν ξέρω τι άλλο έχετε να προσθέσετε...
Δεν θεωρώ ότι έχω να πω άλλα πράγματα. Εδώ πέρα, στην πραγματικότητα σου είπα την ιστορία της ζωής μου σε σχέση με την εργασία που κάνω. Σε σχέση με τη δημιουργία και την κατασκευή μουσικών οργάνων. Φυσικά, εντάξει, η ζωή έχει πολλά πράγματα, αλλά τώρα δεν θα σου πω πόσο ωραία μπορεί να περνάω στις διακοπές μου με τα παιδιά μου, με την οικογένειά μου. Περιοριστήκαμε στο συγκεκριμένο κομμάτι και νομίζω ότι το καλύψαμε σε μεγάλο βαθμό.
Ωραία, τότε να σας ευχαριστήσω.
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ.
Προσωπικά και εκ μέρους του Istorima.
Να ’σαι καλά.
Και εύχομαι ό,τι καλύτερο, και με μαθητές ολοκληρωμένους.
Και για σένανε και για την πορεία στο Istorima. Εύχομαι να πάνε όλα καλά.
Ευχαριστώ.
Παρακαλώ.
Summary
Ο Μιχάλης Μουντάκης μάς μιλάει για την τέχνη της οργανοποιίας. Περιγράφει τα πρώτα του βήματα ως μαθητευόμενος και τη συνεργασία στο εργαστήριο του πατέρα του. Μιλάει για την προσαρμοστικότητα στις ηχητικές ανάγκες της εποχής και για το πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις ένα μικρό οργανοποιείο στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Επίσης, αναφέρεται στις συναισθηματικές απολαβές που του προσφέρει το επάγγελμά του, ενώ σχολιάζει και το θέμα της εκπαίδευσης των νέων οργανοποιών.
Narrators
Μιχάλης Μουντάκης
Field Reporters
Γεώργιος Ψαρουδάκης
Tags
Interview Date
02/11/2020
Duration
59'
Summary
Ο Μιχάλης Μουντάκης μάς μιλάει για την τέχνη της οργανοποιίας. Περιγράφει τα πρώτα του βήματα ως μαθητευόμενος και τη συνεργασία στο εργαστήριο του πατέρα του. Μιλάει για την προσαρμοστικότητα στις ηχητικές ανάγκες της εποχής και για το πόσο δύσκολο είναι να κρατήσεις ένα μικρό οργανοποιείο στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Επίσης, αναφέρεται στις συναισθηματικές απολαβές που του προσφέρει το επάγγελμά του, ενώ σχολιάζει και το θέμα της εκπαίδευσης των νέων οργανοποιών.
Narrators
Μιχάλης Μουντάκης
Field Reporters
Γεώργιος Ψαρουδάκης
Tags
Interview Date
02/11/2020
Duration
59'