Ο Ζαχαρίας Καρούνης διηγείται στιγμές της καλλιτεχνικής του πορείας
Segment 1
Η ζωή στο χωριό και τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα
00:00:00 - 00:08:49
Partial Transcript
Ονομάζομαι Ζαχαρίας Καρούνης. Είναι 10 Νοέμβρη του 2022. Είμαστε στο Ηράκλειο Αττικής με τον Ζαχαρία Καρούνη. Εγώ είμαι ο Θάνος Κώτσης, …ουρα και όλες αυτές τις μουσικές του Μίκη, οπότε αυτά ήταν τα ακούσματα και γενικά αυτά τα τραγούδια που λέγαμε στη χορωδία, στους Μολάους.
Lead to transcriptSegment 2
Οι σπουδές στην Αθήνα και τα πρώτα επαγγελματικά βήματα στη μουσική και στο θέατρο
00:08:49 - 00:17:21
Partial Transcript
Οπότε, ερχόμενος στην Αθήνα, πέρασα στην Θεολογική Σχολή. Γράφτηκα στην Θεολογική κι εγώ, επειδή είχα κουραστεί πάρα πολύ με το διάβασμα, πέ…ούδι και επιτόπου με παίρνουν για τραγουδιστή στο «Βίρα τις άγκυρες» όπου γνωρίζω τον άνθρωπο που με καθόρισε πια, τον Γιώργο τον Παπαδάκη.
Lead to transcriptSegment 3
Η γνωριμία με τον Γιώργο Παπαδάκη και την Δόμνα Σαμίου και οι νέες δουλειές που προέκυψαν
00:17:21 - 00:27:55
Partial Transcript
Ο Γιώργος ήταν υπεύθυνος για τη μουσική επιμέλεια της παράστασης, με τις γνώσεις που είχε τις τεράστιες. Και μιλάμε φυσικά για τον μουσικολό…ωτοτραγούδησα στο Ηρώδειο και μετά ήρθε η Φαραντούρη με τις δύο συναυλίες σε διαφορετικές χρονιές. Να σου συνεχίσω με μουσικά νέα ή θέλεις…
Lead to transcriptSegment 4
Η συνεργασία με την Δόμνα Σαμίου
00:27:55 - 00:37:40
Partial Transcript
Θέλω να μου πεις, αφού αναφερθήκαμε στην Δόμνα και είναι σημείο αναφοράς για σένα, πώς θυμάσαι τη συνεργασία σας. Δηλαδή πώς θυμάσαι τη διδ… τραγούδια, αλλά θεωρώ ότι από τη στιγμή που βγαίνουν από μένα τα τραγούδια και τα λοιπά, ανήκουν στον κόσμο. Δεν μου χρειάζεται κάτι άλλο.
Lead to transcriptTags
Segment 5
Ο πρώτος δίσκος με παραδοσιακά τραγούδια
00:37:40 - 00:47:37
Partial Transcript
Θες να μου πεις όμως λίγο την ιστορία της ιδέας αλλά και της υλοποίησης του CD του τελευταίου, που έβγαλες που είναι στην ουσία δικός σου, …ι, μου είπαν ότι «Είδαμε στον τρόπο που τα είπες κάτι άλλο από εσένα» και αυτό μου άρεσε. Μου αρέσει να ανακαλύπτω στον εαυτό μου πράγματα.
Lead to transcriptSegment 6
Η συνεργασία με τον Γιώργο Νταλάρα
00:47:37 - 00:55:06
Partial Transcript
Τώρα που ανέφερες τον Νταλάρα, θες να μου πεις και λίγα λόγια για τη συνεργασία σου με τον Νταλάρα, αλλά και με τον Ξαρχάκο που ανέφερες πρ…πέτικα και μετά κι άλλη περιοδεία με το πρόγραμμα του Kουγιουμτζή. Eίχαμε αρκετά μεγάλη συνεργασία. Έτσι ήρθε η συνεργασία με τον Νταλάρα.
Lead to transcriptSegment 7
Η συνεργασία με τους Σταύρο Ξαρχάκο και Νίκο Μαμαγκάκη
00:55:06 - 01:06:30
Partial Transcript
Με τον Ξαρχάκο η συνεργασία ήρθε το 2011 προς ’12 όπου κι εκεί πάλι, ο Αχιλλέας ο Γουάστωρ, ο τότε αρχιμουσικός του, είχαμε παίξει κάποια φο…του μουσική, και πολλά άλλα. Σε ελληνικές ταινίες, πιο πολύ από κει τον γνωρίζουν, αλλά ο άνθρωπος έχει μια τεράστια καριέρα στο εξωτερικό.
Lead to transcriptSegment 8
Η συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη και αποφώνηση
01:06:30 - 01:10:18
Partial Transcript
Είχα επίσης και την τύχη να συνεργαστώ με τον Μίκη Θεοδωράκη. Επί δύο χρόνια, πριν φύγει απ’ τη ζωή. Είχα ήδη ξεκινήσει να συνεργάζομαι με τ…ίικο, έχουνε μία αντιμετώπιση απέναντι στη ζωή κι έναν τρόπο του ζην, ο οποίος τελικά ίπταται, είναι πάνω απ’ όλα. Αυτά. Σ’ ευχαριστώ πολύ.
Lead to transcript[00:00:00]Ονομάζομαι Ζαχαρίας Καρούνης.
Είναι 10 Νοέμβρη του 2022. Είμαστε στο Ηράκλειο Αττικής με τον Ζαχαρία Καρούνη. Εγώ είμαι ο Θάνος Κώτσης, ερευνητής του Istorima. Ξεκινώντας, Ζαχαρία, θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια για τη ζωή σου από τα παιδικά σου χρόνια.
Γεννήθηκα στην Λακωνία, σ’ ένα πολύ μικρό χωριό 300 κατοίκων το οποίο ονομάζεται Πάκια. Είναι δίπλα από την κωμόπολη των Μολάων, στην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς. Και είναι χτισμένο αυτό το χωριό στους πρόποδες του βουνού Κουρκούλα και ατενίζει τον κάμπο των Μολάων, που είναι γεμάτος από ελιές, πορτοκαλιές, λεμονιές. Είναι ένα πολύ όμορφο θέαμα, είναι σαν θάλασσα αυτός ο κάμπος. Το χωριό μου είναι δίπλα στην Ελιά, ένα παραθαλάσσιο χωριό, οπότε δεν μας έλειψε ούτε το βουνό ούτε η θάλασσα, και αυτό που έχω να θυμηθώ από τα παιδικά μου χρόνια είναι ότι ήτανε ένα απέραντο παιχνίδι, γιατί είχα αυτή την ευτυχία να μεγαλώσω σε χωριό, που δεν την είχανε πολλοί άνθρωποι στην ηλικία μου. Εγώ, να φανταστείς, ότι μεγαλώνω τη δεκαετία του ’80. Πήγα σχολείο σε μονοθέσιο σχολείο, επίσης κάτι που στην ηλικία μου δεν το έχουν ζήσει πολλοί, δηλαδή ήμασταν είκοσι παιδιά κι είχαμε έναν δάσκαλο όλες οι τάξεις. Η δική μου τάξη είχε τρία παιδιά, με τους οποίους αποφοιτήσαμε από το Δημοτικό και μετά πήγαμε στο Γυμνάσιο και το Λύκειο στους Μολάους Λακωνίας. Αυτό που έχω να θυμάμαι απ’ τα παιδικά μου χρόνια, και ειδικά απ’ τα σχολικά, ήταν ότι αυτό που γίνεται τώρα στις ευρωπαϊκές χώρες, ότι οι μαθητές δεν παίρνουν μαζί τους τα βιβλία στο σπίτι, αυτό εμείς το κάναμε στο χωριό μου. Γιατί όταν ο δάσκαλος παρέδιδε μάθημα στις άλλες τάξεις, στην ίδια αίθουσα πάντα, εμείς διαβάζαμε τα μαθήματα για την επόμενη. Οπότε δεν παίρναμε τα βιβλία στο σπίτι και για να διαβάσουμε, γιατί είχαμε ήδη διαβάσει, και όταν γυρίζαμε στο σπίτι τρώγαμε και βγαίναμε κατευθείαν για να παίξουμε. Δεν υπήρχε κανένας φόβος γενικά. Οι γονείς μας μάς άφηναν όλα τα παιδιά και βγαίναμε στο χωριό. Δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα γενικά, υπήρχαν αλλά όχι πάρα πολλά. Φύση, πολύ μεγάλη σχέση με τα ζώα, εγώ τα αγαπούσα και πάρα πολύ τα ζώα δηλαδή. Και μία παρατήρηση γενικότερη, στο πώς γεννάνε, στο πώς βγαίνουν τα πουλάκια από το αυγό. Είχα φτάσει σε σημείο να παρατηρώ τα τρυγόνια και να βλέπω πού έχουν γεννήσει και να πηγαίνω να παίρνω τα μικρά τρυγόνια, να τα μεγαλώνω εγώ, να τα εξημερώνω και τα λοιπά. Πολλές βόλτες με γαϊδούρια, με άλογα. Ένα απέραντο παιχνίδι. Αυτό ήταν τα παιδικά μου χρόνια. Παράλληλα, όμως, ξεκίνησα, άρχισα να καταλαβαίνω αυτό το δώρο που είχα από τον Θεό, που ήτανε να τραγουδάω και οι άλλοι να με προσέχουνε. Κι επειδή οι άλλοι σε προσέχουν, καταλαβαίνεις ότι εδώ κάτι γίνεται. Επειδή δεν υπήρχε άλλη διέξοδος γενικότερα στο χωριό, απ’ ό,τι καταλαβαίνεις, πήγαινα στην εκκλησία μαζί με τα άλλα παιδάκια φυσικά, όπως πηγαίναμε κάθε Κυριακή. Μία μέρα, ο ιερέας του χωριού με άκουσε να μουρμουρίζω μέσα στο ιερό, με πιάνει απ’ τ’ αυτί και μου λέει «Εσύ πήγαινε στο ψαλτήρι και δεν θα ξαναμπείς εδώ μέσα στο ιερό». Εγώ νόμιζα ότι με μαλώνει, αλλά αυτός είχε ακούσει ότι μάλλον εγώ συντονιζόμουν με τον, με τον ήχο του ψάλτη. Όντως έτσι έγινε, βγήκα στο αναλόγιο και έμεινα εκεί μέχρι τα 18 μου, όπου πέρασα στο πανεπιστήμιο. Δηλαδή δεν έχασα ούτε μία Κυριακή και άρχισα πια να ψάλλω από ηλικία 5 χρόνων και να διαβάζω. Εδώ σχεδόν δεν είχα, ήμουν Α’ Δημοτικού και άρχισα να συλλαβίζω στα Αρχαία Ελληνικά τους ψαλμούς και τα κείμενα τα εκκλησιαστικά. Αυτό, όπως καταλαβαίνεις, τεράστια εμπειρία και μία διαμόρφωση που δεν την περιμένει κανείς. Έρχεται άξαφνα και του καθορίζει πράγματα. Προφανώς μου καθόρισε κι εμένα πολλά πράγματα, και στη μετέπειτα πορεία μου. Εγώ έψαχνα, βέβαια, να βρω διεξόδους και σε άλλες μουσικές, πράγμα που δεν υπήρχε τόσο πολύ στην Λακωνία, δηλαδή και το παραδοσιακό τραγούδι δεν πολυ-υπήρχε, γιατί είχαν παρεισφρήσει πια στα πανηγύρια, αυτό που λέμε λίγο το πιο εμπορικό τραγούδι, ένας ήχος πολύ διαφορετικός, δεν είχε σχέση με το φυσικό ήχο, είχαν μπει κιθάρες, μπουζούκι, βιολιά ηλεκτρικά και τα λοιπά. Δηλαδή ήταν σκυλοπανήγυρα αυτό που λέμε. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι ο κόσμος δεν διασκέδαζε. Διασκέδαζε μια χαρά ο κόσμος, οπότε δεν το κακίζω, το αναφέρω ως μία πραγματικότητα, η οποία εμένα δεν με τραβούσε τόσο πολύ. Στράφηκα σε μία χορωδία όπου υπήρχε στους Μολάους Λακωνίας, όπου εκεί ο μαέστρος μας είχε και τη φιλαρμονική. Μπήκα στη φιλαρμονική, έπαιζα τρομπέτα και, παράλληλα, ήμουν στη χορωδία όπου τραγουδούσαμε οτιδήποτε ονομάζουμε έντεχνη ελληνική μουσική, δηλαδή Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Χατζηνάσιο, Κραουνάκη, Λεοντή. Μπαίνω ξαφνικά σ’ ένα ρεπερτόριο όπου κι αυτό με διαμορφώνει. Περιττό να σου πω ότι μετά, όταν ήρθα στην Αθήνα και για παράδειγμα συνεργάστηκα με τον Λεοντή, συνεργάστηκα με τον Ξαρχάκο, συνεργάστηκα με τον Θεοδωράκη, αυτό είναι ένα πράγμα απίστευτο για έναν άνθρωπο που το ονειρεύεται και το τραγουδάει στη μικρή του ηλικία και έρχεται η στιγμή και τα φέρνει έτσι η τύχη να συνεργαστείς με τους πρωτομάστορες και με αυτούς οι οποίοι ήταν οι δημιουργοί που τραγουδούσες. Ίσως δεν καταλάβαινες και τη μεγάλη σημασία που έχουν αυτά τα ονόματα τότε. Στο χωριό επίσης θυμάμαι οτιδήποτε ευρεσιτεχνία υπήρχε, την κάναμε με τα παιδιά για να περνάει η ώρα μας. Φτιάχναμε παιχνίδια, σιδερομαγκούρες. Οι σιδερομαγκούρες είναι ένα σίδερο με μία ρόδα που την τρέχεις και πάει όπου θέλεις εσύ. Φτιάχναμε χαρταετούς, το ’χαμε αναγάγει σε επιστήμη αυτό. Χαρταετούς με καλάμια, χαρταετούς με αλευρόκολλα, με εφημερίδα, τα πάντα. Και μάλιστα μας άρεσε τόσο πολύ που δεν ήταν μόνο την Καθαρά Δευτέρα ή τις Απόκριες. Φτιάχναμε χαρταετούς όλο τον χρόνο έχοντας και τη γιαγιά μου από δίπλα να λέει «Μη φτιάχνετε γιατί θα ψωριάσουν τ’ αυτιά σας». Ο,τιδήποτε γίνεται εκτός της Αποκριάς θεωρούνταν λίγο υβριστικό.
Τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα ποια ήταν;
Τα πρώτα μου μουσικά ακούσματα ήταν η εκκλησία, ήταν αυτά τα πανηγύρια που σου είπα, ήταν τραγούδια της Μεταπολίτευσης πάρα πολύ, παρόλο που εγώ ήμουνα σ’ ένα χωριό δεξιό, δεξιών πολιτικών φρονημάτων, όπως όλη η Λακωνία. Υπήρχαν οικογένειες που άκουγαν Ρίτσο, γιατί και ο Ρίτσος ήταν από τη Μονεμβασιά, διάβαζαν και ακούγανε Βρεττάκο. Εγώ είχα την τύχη να γεννηθώ σε μια οικογένεια η οποία άκουγε αυτή τη μουσική, και ιδιαίτερα τα μεγαλύτερά μου αδέρφια. Δεν σου είπα ότι προέρχομαι από πολύτεκνη οικογένεια: είμαστε τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Οπότε τα μεγαλύτερα αδέρφια ακούγανε Μικρούτσικο, Παπακωνσταντίνου, Θεοδωράκη σίγουρα και όλες αυτές τις μουσικές του Μίκη, οπότε αυτά ήταν τα ακούσματα και γενικά αυτά τα τραγούδια που λέγαμε στη χορωδία, στους Μολάους.
Segment 2
Οι σπουδές στην Αθήνα και τα πρώτα επαγγελματικά βήματα στη μουσική και στο θέατρο
00:08:49 - 00:17:21
Οπότε, ερχόμενος στην Αθήνα, πέρασα στην Θεολογική Σχολή. Γράφτηκα στην Θεολογική κι εγώ, επειδή είχα κουραστεί πάρα πολύ με το διάβασμα, πέρασα στην Θεολογική του ’96, ήταν οι Πανελλαδικές, το σύστημα, ήταν με δέσμες, ήμουνα τρίτη δέσμη. Έπρεπε να μάθεις τα πάντα, οτιδήποτε υπήρχε σε κείμενο ήταν παπαγαλία. Κανονικότατη όμως. Σου κρατούσε το βιβλίο ο άλλος κι εσύ έλεγες όλη την ιστορία των 350 σελίδων απ’ έξω. Ένα πολύ βάναυσο πράγμα, το οποίο καταστρατηγεί κάθε κριτική σκέψη και θέληση για να μάθεις, να ερευνήσεις και τα λοιπά. Αλλά εγώ, επειδή ήθελα να περάσω κάπου, να φύγω απ’ το χωριό και να γνωρίσω άλλα πράγματα, για εμπειρία. Το χωριό ήταν πολύ όμορφη εμπειρία, έχω να θυμάμαι πάρα πολύ ωραία πράγματα και, μάλιστα, όταν ήρθα στην Αθήνα, κάθε εβδομάδα γύριζα στο χωριό. Έπαιρνα το λεωφορείο και πήγαινα στο χωριό. Επειδή ήθελα όμως να φύγω[00:10:00], μπήκα και υποτάχτηκα σε αυτή την επιθυμία και σε αυτό το σύστημα. Έγραψα καλά στις Πανελλαδικές, πέρασα στην Θεολογική και ήρθα στην Αθήνα, όπου ήμουν κουρασμένος τόσο πολύ από αυτό το διάβασμα και από αυτό το άγχος, όπου δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Ήθελα να πάω στη σχολή και το είδα λίγο ότι τώρα θα κάνω φοιτητική ζωή. Όμως έχω μια δυναμική μάνα η οποία, σχεδόν με το ζόρι, με πήγε στο Ωδείο Αθηνών. Με πήγε, ήθελα κι εγώ, αλλά όμως επέμενε πάρα πολύ και της έκανα το χατίρι. Πήγα στο Ωδείο Αθηνών, έδωσα κατατακτήριες γιατί είχα ήδη ξεκινήσει κάποια μαθήματα βυζαντινής, αλλά πιο πολύ ήμουνα πρακτικός ψάλτης. Έδωσα κατατακτήριες, μπήκα στο Ωδείο Αθηνών, εκεί πήρα μία υποτροφία ως εξαιρετικό ταλέντο επειδή κοιτούσαν τη φωνή. Κακώς για μένα, γιατί θα έπρεπε να κοιτάνε και πόσο επιμελής είναι κάποιος, γιατί σίγουρα το ταλέντο που παίζει ρόλο, αλλά εάν δεν συνδυάζεται με γνώση και με άσκηση καθημερινή, δεν γίνεται τίποτα. Εγώ αναγκάστηκα να διαβάσω, γιατί μπήκα σ’ ένα περιβάλλον του Ωδείου Αθηνών που τότε ήταν ακόμα τα πράγματα πολύ αυστηρά. Άρχισα να τρώω διάφορα χαστούκια, γιατί δίπλα μου είδα ότι υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι έχουν καλή φωνή, δεν μετράει αυτό μόνο. Ξεκίνησα, φυσικά, βυζαντινή μουσική και ξεκίνησα, στα πλαίσια της βυζαντινής μουσικής, και κλασικό τραγούδι, πιο πολύ για ορθοφωνία. Όμως εκεί, στις εξετάσεις, στην επιτροπή, ήταν και η Κική Μορφονιού, μία πολύ φημισμένη μέτζο σοπράνο, με παγκόσμια καριέρα, διεθνή καριέρα, η οποία με ξεχώρισε και μίλησε και για την υποτροφία και άρχισα να κάνω και μαθήματα κλασικού τραγουδιού σοβαρά, τα οποία όμως δεν τα τελείωσα ποτέ, γιατί μετά πρέπει να επιλέξεις τι θες. Γιατί και η βυζαντινή μουσική και το κλασικό τραγούδι έχουνε μία βάση κλασική με την ευρεία έννοια. Δηλαδή είναι λόγιες τέχνες και οι δύο. Οπότε ζητάνε να είσαι αφοσιωμένος και ζητάνε να σεβαστείς το ύφος και το ήθος τους. Η Δύση με την Ανατολή δεν γίνεται να συνταιριάξουνε, είναι θέμα πολιτισμού και θέμα σκέψης. Η σκέψη κι ο πολιτισμός δημιουργούν πρακτική. Στην πρακτική, λοιπόν, υπάρχει θέμα. Το να μελετάς κάποια πράγματα σ’ ένα πνευματικό επίπεδο κι ακαδημαϊκό, δεν υπάρχει πρόβλημα, όμως όταν πρέπει αυτά να βρουν μια εφαρμογή πρακτική. εκεί υπάρχει πρόβλημα. Εγώ προφανώς επέλεξα την ελληνική μουσική και ό,τι μυρίζει Ανατολή. Μάλιστα από τα 19 μου, όπου βρίσκομαι στο Ωδείο Αθηνών ακόμα και σπουδάζω και στην Θεολογική, πήγα σε μία ακρόαση του Εθνικού Θεάτρου, όπου την είδα από τις εφημερίδες και ζητούσαν έναν κορυφαίο του χορού των «Βάτραχων», ζητούσαν μάλλον άτομα για τον χορό των «Βατράχων» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία του Τσιάνου με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Μπέζο και τον Πέτρο Φιλιππίδη και πολλούς άλλους. Ο Μπουσδούκος ήταν και πολλοί άλλοι. Πήγα στην ακρόαση, πήγα στην ακρόαση με πολύ κόσμο απ’ έξω και λέω «Εντάξει τώρα, εγώ δεν έχω τελειώσει τη Δραματική Σχολή». Είχα θράσος, αλλά δεν είχα τόσο πολύ, οπότε είχα και μια συστολή και ήμουν έτοιμος να φύγω. Στην πόρτα με συνάντησε ένα παιδί από το Ωδείο Αθηνών, που ήταν στη Δραματική Σχολή. Μου λέει «Τι κάνεις εδώ;». Λέω «Ήρθα κι εγώ επειδή ζητάνε καλές φωνές, ζητάνε και τραγουδιστές. Αλλά», του λέω, «θα φύγω γιατί είναι πολύς ο κόσμος». «Όχι», μου λέει, «μπες για την εμπειρία». Μπήκα για την εμπειρία και με πήρανε. Τραγούδησα ένα τραγούδι, το «Σ’ το ’πα και σ’ το ξαναλέω», επιτροπή ο Κούρκουλος, ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου τότε, και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο συνθέτης, που θα έγραφε τη μουσική. Με ακούσαν, τους είπα ότι σπουδάζω και βυζαντινή μουσική, μου ζητήσαν να τους πω και έναν ψαλμό βυζαντινό, τους είπα κι έναν ψαλμό βυζαντινό και μου είπαν από κείνη τη στιγμή ότι «Εγώ τον θέλω αυτόν», είπε ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Τσιάνος. Και βρίσκομαι ξαφνικά, χωρίς να έχω δει ποτέ στη ζωή μου θέατρο φυσικά στο χωριό, βρίσκομαι να πηγαίνω σε πρόβες του Εθνικού Θεάτρου. Πορτραίτα μέσα στους χώρους, του Ροντήρη, της Παξινού, του Νέζερ. Φυσικά και δεν ήξερα ποιοι είναι αυτοί. Βρίσκομαι να είμαι σ’ ένα περιβάλλον τελείως καινούριο, όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, είχα την περιέργεια και το θράσος που είχα πριν, να πειραματιστώ. Μπήκα σε όλη τη διαδικασία της προετοιμασίας τώρα μίας κωμωδίας του αρχαίου δράματος, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, με ασκήσεις φωνητικές, με κινησιολογικές, με το πώς θα πρέπει να στεκόμαστε στη σκηνή και τα λοιπά. Βγαίνουμε περιοδεία φυσικά στην Επίδαυρο και σε όλα τα αρχαία θέατρα της Ελλάδας. Αυτό ήτανε το βάπτισμα του πυρός και φυσικά μία πολύ, μα πάρα πολύ, μεγάλη εμπειρία και ένας δρόμος, ένας οδοδείκτης, για την υπόλοιπη πορεία μου μέχρι σήμερα. Ξεκίνησα από το Εθνικό. Μετά τη δεύτερη χρονιά πήγα πάλι σε ακρόαση του Εθνικού, για το «Βίρα τις άγκυρες», μια πολύ φημισμένη παράσταση στο Rex, σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή. Εκεί, πάλι λόγω της βυζαντινής μουσικής, είχα πάει στην ανάγνωση του έργου, γίνεται αγιασμός και ο Μπουσδούκος με καλεί πάνω και μου λέει «Ζαχαρία, έλα να βοηθήσεις τον παπά». Λοιπόν, πάω λέω τον Απόστολο, και εκεί μου λέει ο Φασουλής «Τραγουδάς κιόλας;». «Φυσικά», λέω, «τραγουδιστής είμαι». Και μου λέει «Λες το “Φεγγάρι μάγια μου ’κανες”, το τραγούδι της ξενιτιάς;». Λέω «Ναι». Επιτόπου παίζει η ορχήστρα, λέω το τραγούδι και επιτόπου με παίρνουν για τραγουδιστή στο «Βίρα τις άγκυρες» όπου γνωρίζω τον άνθρωπο που με καθόρισε πια, τον Γιώργο τον Παπαδάκη.
Segment 3
Η γνωριμία με τον Γιώργο Παπαδάκη και την Δόμνα Σαμίου και οι νέες δουλειές που προέκυψαν
00:17:21 - 00:27:55
Ο Γιώργος ήταν υπεύθυνος για τη μουσική επιμέλεια της παράστασης, με τις γνώσεις που είχε τις τεράστιες. Και μιλάμε φυσικά για τον μουσικολόγο και μουσικοκριτικό Γιώργο Παπαδάκη, συλλέκτη ελληνικής μουσικής και τα λοιπά. Ο Γιώργος είναι ένας άνθρωπος ο οποίος πραγματικά με πίστεψε και πραγματικά με αγάπησε και φυσικά τον αγάπησα κι εγώ πάρα πολύ. Είναι από τους ανθρώπους για τους οποίους, όταν μιλάω, συγκινούμαι βαθιά, γιατί πραγματικά με καθόρισε και ως άνθρωπο, και ως αισθητική, και πάνω στις επιλογές που έκανα μετά στη μέχρι τώρα πορεία μου. Εκεί, λοιπόν, γνωρίζω τον Γιώργο. Φυσικά, αρχίζω και τραγουδάω στο «Βίρα τις άγκυρες» και, μαζί με τον Γιώργο, μπαίνω πια σ’ έναν άλλο χώρο που λέγεται ρεμπέτικο και λέγεται ρεμπετάδικο και σε μια κατάσταση βέβαια που ακόμα κρατάει αυτή η αναβίωση που έκανε ο Γιώργος με την «Οπισθοδρομική Κομπανία» και με όλους αυτούς που ξεκίνησαν αρχές του ’80 και αναβίωσαν το ρεμπέτικο. Και φυσικά με τον Ξαρχάκο και με τις ταινίες και τα λοιπά και τα λοιπά. Κρατάει, όμως, ακόμα αυτή η φλόγα του ρεμπέτικου και το πρόλαβα εγώ, στο «Περιβόλι του Ουρανού», σ’ ένα φημισμένο μαγαζί της εποχής γι’ αυτή τη μουσική. Ο Γιώργος με παίρνει στο «Περιβόλι του Ουρανού» να τραγουδάω με την Μαριώ, η οποία είχε πρωτοκατέβει από την Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, είχα πάει σε ακρόαση στον Μίλτο Λογιάδη. Δηλαδή, έτσι όπως το σκέφτομαι, βλέπεις ότι υπάρχει μια σχιζοφρένεια στο μυαλό μου, γιατί ψάχνω να βρω τι μου αρέσει και τελικά μου αρέσανε πολλά πράγματα και ήθελα πάντα να τα δοκιμάσω. Καταλάβαινα, βέβαια, τις δυνατότητές μου και μέχρι πού μπορώ να φτάσω, όμως –παρόλο που, ειδικά στις αρχές, όλοι λέγανε ότι δεν τραγουδάω αλλά ψέλνω, κι αυτό το έφερα ως ένα βάρος μέσα μου–, εγώ δεν σταματούσα και προσπαθούσα, με όποιο είδος καταπιανόμουνα, να προσπαθώ να βρίσκω το ύφος του και το ήθος του και να προσπαθώ να το αποδίδω όσο γίνεται καλύτερα. Πήγα στον Μίλτο τον Λογιάδη όπου με πήγε μία δασκάλα γερμανικών που είχα[00:20:00] στην επαρχία. Γιατί δεν σου είπα ότι οι γονείς μου αγαπούσανε το να μάθουμε γράμματα, αγαπούσαν το να μας στέλνουν σε ξένες γλώσσες και πηγαίναμε και αγγλικά και γερμανικά. Λοιπόν, αυτή η δασκάλα έκανε μαθήματα και στον Μίλτο τον Λογιάδη, γερμανικά. Μου λέει «Ξέρω τον Μίλτο Λογιάδη της “Ορχήστρας των Χρωμάτων” και μπορεί να σε ακούσει». Και πήγα με ένα demo από την παράσταση απ’ τους «Βατράχους». Με άκουσε, του άρεσε και μάλιστα έκατσε και στο πιάνο και του είπα και ένα παραδοσιακό τραγούδι, που, από ό,τι φαίνεται, εκεί ήταν η μεγαλύτερη δύναμη μου. Εκεί ενθουσιάστηκε και, όταν ήρθε η ώρα να κάνει κάτι με την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» ως παραγωγή για τα παραδοσιακά, με κάλεσε. Κάνουμε μία παράσταση με Μικρασιάτικα στο Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, όπου εκεί κάνει την επιμέλεια η Μιράντα Τερζοπούλου. Και γνωρίζω την Μιράντα, όπου είναι ένας άλλος άνθρωπος που με καθόρισε. Στη συναυλία είναι παρούσα και η Δόμνα Σαμίου. Η Δόμνα με ακούει, ήμουν 19 στα 20,παράλληλα δούλευα και στο θέατρο και τα λοιπά, της άρεσα, μου το είπε μετά. Εγώ δεν ήξερα ακριβώς τι είναι Δόμνα Σαμίου, δεν γνώριζα ακριβώς τι είναι. Είχα δει τις εκπομπές της και τα λοιπά, αλλά δεν ήξερα το μέγεθός της ακόμα ή, αν θες, να το πω αλλιώς, δεν μπορούσα να το καταλάβω. Λοιπόν, εκεί τη γνωρίζω και πέρασαν δύο χρόνια, όπου με κάλεσε πια να κάνουμε μαζί συναυλία, μαζί εννοώντας έλεγε η Δόμνα είκοσι τραγούδια κι έλεγα κι εγώ πέντε. Όμως ήμουνα μαζί της στη σκηνή και τραγουδούσα μόνος μου τραγούδια.
Ποια ήταν αυτή η συναυλία;
Ήτανε μάλλον, δεν την θυμάμαι την πρώτη πρώτη, αλλά μάλλον ήταν στην Νίκαια, στο Κατράκειο. Νομίζω πρέπει να ήταν το 2002 στην Νίκαια, στο Κατράκειο, και έχω και βίντεο από αυτό, αλλά το έχω ακόμα σε μικρές κασέτες και δεν το έχω, θα το ψηφιοποιήσω όμως. Είναι ένα ωραίο ντοκουμέντο, γιατί με παρουσιάζει κιόλας. Λέει ότι «Τώρα θα σας παρουσιάσω…», και το έβλεπα τις προάλλες, το είχε η μητέρα μου στο χωριό, και το έβλεπα και συγκινήθηκα, γιατί η Δόμνα βγήκε και μίλησε για μένα και είπε «Τώρα θα σας παρουσιάσω ένα νέο παιδί που τραγουδάει πάρα πολύ καλά». Και με παρουσίασε κανονικά στον κόσμο. Μάλιστα, μίλησε μετά και για τους μουσικούς που είχε πίσω της, τον Γιώργο τον Κωτσίνη, τον Σωκράτη τον Σινόπουλο, τον Αντρέα τον Παππά, τον Καρίπη, και ήταν υπερήφανη που έχει νέα παιδιά δίπλα της. Εκεί ξεκίνησε τότε η συνεργασία με την Δόμνα, που κράτησε δώδεκα χρόνια, ήρθαμε πολύ κοντά. Ενώ παράλληλα εγώ δουλεύω στο «Περιβόλι του Ουρανού» δύο χρόνια και ενώ παράλληλα, μετά το «Περιβόλι», πηγαίνω στο «Τρένο στο Ρουφ». Πάλι, δηλαδή, στο θέατρο και μάλιστα με ένα ρεπερτόριο στο «Τρένο στο Ρουφ», όπου έκανε την επιμέλεια ο Γιώργος Παπαδάκης, ένα ρεπερτόριο του Orient Express, στις γλώσσες από τις χώρες που περνούσε το Orient Express, και καλούμαι εγώ και δύο ηθοποιοί γυναίκες, η Χαρά η Κεφαλά και η Κωνσταντίνα η Ψωμά, με μικρή ορχήστρα, μέσα στο τρένο, στο βαγόνι δηλαδή του Orient Express, τραγουδούσαμε τραγούδια ιταλικά, γερμανικά, βουλγάρικα, ρουμάνικα, ιταλικά είπα, σερβικά, τουρκικά και ελληνικά. Άλλη μία εμπειρία τεράστια, γιατί έπρεπε να κάτσει κάποιος να εντρυφήσει στις γλώσσες, δηλαδή και τώρα που τ’ ακούω, έχουν ηχογραφηθεί αυτά, λέω πραγματικά είχα πολύ κουράγιο και είχα πολλή θέληση γι’ αυτό. Παράλληλα, λοιπόν, δουλεύω και στο «Τρένο στο Ρουφ», κάνω και συναυλίες, αλλά παράλληλα είμαι στο πανεπιστήμιο και τελειώνω απ’ το πανεπιστήμιο και δουλεύω και με την Δόμνα, όπου την ξεχωρίζω φυσικά, γιατί ήταν αυτή που με μύησε στα παραδοσιακά τραγούδια και ήταν αυτή που ξεκινάω και κάνω μαζί της περιοδεία στον κόσμο. Στην Ιταλία, στην Φιλανδία, σε πολύ περίεργα μέρη και φεστιβάλ όπου καλούσαν την Δόμνα ως έθνικ τραγουδίστρια. Έχω τρομερές εμπειρίες. Με την Δόμνα, ας πούμε, σ’ ένα κέντρο ελληνικό που είναι στην Βενετία. Εκεί, την προηγούμενη μέρα της συναυλίας, όπου είχαμε δώσει συναυλία, και από κει έχει βγει και CD από αυτό, που λέω το «Μοναχογιός ο Κωνσταντής», καθόμαστε η πρόεδρος του Eλληνικού Kέντρου, η Δόμνα, εγώ και η Αρβελέρ σ’ ένα δωμάτιο όπου τραγουδάμε τραγούδια, η Αρβελέρ τα αναλύει ιστορικά και η Δόμνα λαογραφικά. Για ώρες! Αυτό για μένα ήταν τρομερή εμπειρία! Δηλαδή τη θυμάμαι τώρα και μου εξηγεί πολλά πράγματα για τα οποία με καθόρισαν μετά. Και σ’ τα λέω αυτά γιατί πραγματικά αυτές οι συναντήσεις με καθόρισαν για να πω «όχι» σε άλλα πράγματα τα οποία, βέβαια, μπορεί να με οδηγούσαν αλλού, αλλά καμιά φορά οι άνθρωποι που βρίσκονται στο διάβα σου, όπως και να το κάνουμε, σε καθορίζουν. Παράλληλα, μέσω του Γιώργου, αλλά και πάλι με ακρόαση, και το τονίζω αυτό με τις ακροάσεις γιατί ακόμη ήτανε αυτός ο θεσμός εν ενεργεία, δηλαδή εκεί στα τέλη δεκαετίας ’90, κάποιος που ήθελε να ξεκινήσει και να μπει μέσα στο τραγούδι, υπήρχαν πράγματα που γίνονταν με ακροάσεις. Πράγμα που δεν υπάρχει σήμερα και πολλές φορές με ρωτάνε και πιο νέα παιδιά, λέει «Ξέρεις, τραγουδάω, είμαι καλός…» και όντως τους ακούω κι εγώ κι είναι πολύ καλοί. Μου λέει «Τι να κάνω;» και δεν ξέρω τι να τους πω. Δεν ξέρω. Λέω «Αγάπα αυτό που κάνεις κι όπου σε βγάλει». Πάλι με ακρόαση, λοιπόν, γιατί ο Γιώργος, ας πούμε, ήταν τόσο ακριβοδίκαιος, που μου λέει «Γίνεται ακρόαση για το Ηρώδειο με την Μαρία Φαραντούρη», για μια συναυλία πολύ μεγάλη όπου λεγόταν «100 χρόνια Ελληνικό Τραγούδι» και μετά, την επόμενη χρονιά, έγινε «Η Ποίηση στο Ελληνικό Τραγούδι». Γινόταν στην ΕΡΤ η ακρόαση και μου λέει «Κοίταξε να δεις, εγώ δεν μπορώ να μιλήσω. Θα ρθείς στην ακρόαση» και λέω «Φυσικά, θα ρθώ στην ακρόαση». Το λέω για να δεις τι ακριβοδίκαιος ήταν ο Γιώργος, όπως άλλο ένα πράγμα. Όταν έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο, το σόλο, του το έδωσα να κάνει κριτική και μου λέει, πριν το ακούσει καν, μου λέει «Κοίταξε να δεις. Εγώ θα κάνω κριτική». Του λέω «Φυσικά». «Αν δεν θες να σου κάνω κριτική, μη μου το δίνεις». Σ’ εμένα που πραγματικά ήμουνα γιος του. «Όχι, φυσικά. Πάρ’ το και κάνε κριτική» και έκανε κριτική στον δίσκο. Λοιπόν, πήγα στην ακρόαση εκεί, με πήρανε και είχα επίσης αυτή τη μεγάλη εμπειρία, στις αρχές μου, να τραγουδήσω με την Φαραντούρη στο Ηρώδειο που ήταν, όχι η πρώτη φορά, ήταν η δεύτερη φορά στο Ηρώδειο. Η πρώτη ήταν με το Λύκειο Ελληνίδων, στην παράσταση «Θάλασσα». Εκεί πρωτοτραγούδησα στο Ηρώδειο και μετά ήρθε η Φαραντούρη με τις δύο συναυλίες σε διαφορετικές χρονιές. Να σου συνεχίσω με μουσικά νέα ή θέλεις…
Θέλω να μου πεις, αφού αναφερθήκαμε στην Δόμνα και είναι σημείο αναφοράς για σένα, πώς θυμάσαι τη συνεργασία σας. Δηλαδή πώς θυμάσαι τη διδασκαλία δημοτικών τραγουδιών απ’ την Δόμνα ή τι απαιτούσε αυτή από σένα, πώς προετοιμαζόσασταν για τις συναυλίες.
Να σου πω κάτι περίεργο που δεν το έχω πει ποτέ. Η Δόμνα είχε τον ίδιο χαρακτήρα, τον ίδιο μουσικό χαρακτήρα με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Αυτό μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση. Που τι σημαίνει αυτό; Τρως ξύλο στις πρόβες. Πραγματικά ήθελε η Δόμνα, και ο Ξαρχάκος, αρχικά νότα νότα. Δεν επέτρεπε τίποτα που να μη σου έχει δείξει αυτή. Όμως, όταν ανέβαινε στη σκηνή και στη συναυλία, δεν είχε πρόβλημα, δεν άκουγε πια. Αφηνόταν κι αυτή, παρόλο που δεν ήτανε διαχυτικός άνθρωπος, αφηνόταν κι αυτή σ’ αυτό το πράγμα, στη μαγεία της μουσικής, και δεν είχε πρόβλημα το να βάλεις κι άλλα πραγματάκια μέσα. Έχω τύχει και σε ηχογράφηση που ήταν ο Γιώργος Παπαδάκης επιμελητής των ηχογραφήσεων, στο Sierra, όπου ο Γιώργος επέμενε να μπει μία μουσική γραμμή, ένα ποίκιλμα φωνητικό σε ένα τραγούδι, και η Δόμνα δεν ήθελε με τίποτα. Επικράτησε η γνώμη του Γιώργου γιατί συντάχθηκε μαζί του και ο Σωκράτης, οπότε ένιωσε ασφάλεια. Δηλαδή ξέρεις κάτι; Η Δόμνα είχε μία «φοβία», έτσι θα την πω, του να μη βγει κάτι στον κόσμο που δεν είναι έτσι όπως το άκουσε. Εγώ αυτό το μεταφράζω ως ευθύνη, δηλαδή είχε αίσθηση της ευθύνης. Εγώ το λέω τώρα ως «φοβία». Δεν ήθελε, είχε ευθύνη και είχε κι ένα σεβασμό απέναντι σ’ αυτούς που της τα τραγουδούσαν[00:30:00] τα τραγούδια, που της τα παρουσίαζαν. Αυτό είναι υπέροχο! Και ξέρεις κάτι; Τελικά, προϊόντος του χρόνου, βλέπω ότι είχε δίκιο η Δόμνα, γιατί οι καταγραφές της και οι εκδόσεις της μετά, παρόλο που είχανε και το καλλιτεχνικό στοιχείο, και τον χαρακτήρα της Δόμνας, φυσικά και την καλλιτεχνική της φύση, γιατί είχε καλλιτεχνική φύση, παρ’ όλ’ αυτά η βάση τους είναι καταγραφική. Και θα δεις ότι τελικά και με το αρχείο της Δόμνας, και τώρα που ψηφιοποιείται κιόλας και τα λοιπά, όλοι οι σοβαροί ερευνητές, αλλά και τα παιδιά που θέλουν να εντρυφήσουν στο παραδοσιακό και θέλουνε να δούνε πώς είναι τα τραγούδια χωρίς περιττά φτιασίδια, θα δεις ότι θα ανατρέχουν εκεί. Ξέρεις στο τέλος τι θα γίνει; Αυτή η απλότητα και αυτή η καθαρότητα τελικά θα είναι και αυτό το στοιχείο που θα τα καταστήσει κλασικά ως εκδόσεις. Η Δόμνα ήταν σκληρή στην πρόβα. Έβαζε και τις φωνές. Ήταν δε τόσο προσηλωμένη σ’ αυτό που έκανε που μπορεί εμείς, σαν μικρότεροι, να κάναμε και μερικές βλακείες γύρω γύρω, δεν τις καταλάβαινε. Ήταν προσηλωμένη στο πώς θα βγει το τραγούδι. Όταν τις καταλάβαινε βέβαια… Ήταν λίγο σαν σχολείο, να σου πω την αλήθεια. Ήταν σαν να ’χουμε τη δασκάλα και είμαστε τα πιτσιρίκια, παρόλο που δεν ήμασταν και πιτσιρίκια, ήμασταν 20 μέχρι 30. Ήταν προσηλωμένη εκεί. Επίσης, όχι μόνο στις νότες, όχι μόνο στον τρόπο αλλά και στο ύφος και στο ήθος. Είναι δύο λέξεις που τις έχω χρησιμοποιήσει δύο-τρεις φορές τώρα μέσα στην ομιλία μου, αλλά πραγματικά δίνω πολύ μεγάλη σημασία σε αυτές τις δύο λέξεις, γιατί αυτές είναι που διαμορφώνουν την αισθητική. Είχε συγκεκριμένη άποψη η Δόμνα. Γι’ αυτό, παράλληλα με την καλλιτεχνική της φύση, παράλληλα με την ακαδημαϊκή της ματιά, γιατί, όπως και να το κάνουμε, όταν είσαι συλλέκτης, όταν μόνος σου ξεκινάς να κάνεις αυτό που κάνεις, όταν επιλέγεις πού θα πας και τα λοιπά, αυτό αποκτά και μία ακαδημαϊκή διάσταση. Παράλληλα με αυτές τις ιδιότητές της, η Δόμνα ήτανε δασκάλα. Δηλαδή είχε την ευθύνη ότι πρέπει να σου πει και να σου διαμορφώσει την άποψη. Και στο φινάλε φινάλε ήταν δημιουργός. Χωρίς να το ξέρει ενδεχομένως. Δηλαδή εγώ την Δόμνα την κατατάσσω στους δημιουργούς. Τώρα ιστορίες πάμπολλες, και με ταξίδια στο εξωτερικό, και με την αυστηρότητά της, και με την ακρίβειά της, και με τη συνέπειά της. Ήταν λίγο όλο το κλίμα, ήταν «Δεν αργούμε στο αεροδρόμιο», «Παίρνουμε συγκεκριμένα πράγματα». Αν κάποιος έκανε κάτι άλλο από αυτά που έχει πει, πανικοβαλλόταν. Δεν ήταν ότι ήταν αυστηρή, ήταν και με τον εαυτό της έτσι, με κατάλαβες; Αυτό, βέβαια, εμένα με βοήθησε στο τέλος, δηλαδή εγώ τώρα το θυμάμαι με πολλή νοσταλγία. Μπορεί τότε να ήταν ένα πράγμα όπως ζούσα στο Ωδείο Αθηνών, που κι αυτό είχε μία τέτοια κατάσταση, όμως στο φινάλε αυτό, θεωρώ προσωπικά, ότι με βοήθησε πολύ.
Αναφέρθηκες τώρα στην δισκογραφία μέσω της Δόμνας. Ποιες είναι οι στιγμές που ξεχωρίζεις δισκογραφικά και ποια είναι η αρχή σου μάλλον στην δισκογραφία;
Με την Δόμνα;
Όχι μόνο με την Δόμνα, γενικότερα.
Δισκογραφικά, πριν την Δόμνα, το πρώτο τραγούδι που λέω στη δισκογραφία, πάλι, είδες, είναι συγκυρία, είναι «Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα». Είναι στο «Περιβόλι του Ουρανού» όπου κάνω ένα τραγούδι συμμετοχή και μάλιστα γράφουν και το όνομά μου στο CD λάθος. Aντί για Καρούνης, το γράφουν Κουρούνης. Είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ γιατί περίμενα να βγει το CD να είναι και το όνομά μου και ήταν λάθος. Βέβαια, αυτό το είδα δύο-τρεις φορές μέχρι να με μάθουν, το είδα δύο-τρεις φορές. Ακόμα και σε πρόγραμμα του Ηρωδείου, με γράφανε Κουρούνη για κάποιο λόγο. Ήταν, λοιπόν, το «Περιβόλι του Ουρανού» με ένα τραγούδι συμμετοχή, ήταν τα CD της Φαραντούρη με το «100 χρόνια στο Ελληνικό Τραγούδι» και «Η Ποίηση στο Ελληνικό Τραγούδι», δύο CD που πάλι έχω συμμετοχές, έχω το «Μοναχογιός ο Κωσταντής» εκεί, και το «Τρεις Καλογέροι Κρητικοί» που το λέω μαζί με την Φαραντούρη και μας το δίδαξε η Δόμνα. Μάλιστα, είχε πει η Φαραντούρη τότε ότι «Βρε παιδί μου, τι ωραίο τραγούδι και τι αναπνοές που έχει η Δόμνα». Ξέρεις τι είναι αυτό; Είναι αυτό που έλεγα πριν, η διαφορά πολιτισμού Δύσης και Ανατολής. Η Δόμνα, όταν τραγούδαγε φυσικά, ειδικά αυτό,το «Τρεις Καλογέροι Κρητικοί» είναι ψαλτοτράγουδο, δεν είναι ότι είχε αναπνοές. Και η Φαραντούρη είχε αναπνοές. Απλά μέλιζε τα μουσικά τόξα η Δόμνα, δεν τα έκοβε. Αυτό που γίνεται στη βυζαντινή μουσική, κατάλαβες; Το μετέφραζε η Φαραντούρη ως αναπνοές. Λοιπόν, κλείνω την παρένθεση, είναι αυτά τα δύο CD και μετά ξεκινάω με συμμετοχές με την Δόμνα. Συμμετοχές σε CD, ιστορικά-ηρωικά, «Της φύσης και του έρωτα», όπου γίνεται και Ηρώδειο φυσικά τότε με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το έκανε η Δάφνη Τζαφέρη σκηνοθεσία. Ιστορικά, ειδικά «Tης φύσης και του έρωτα», «Tα τρία αγαθά της φύσης: σίτος-οίνος-έλαιον», κάτι τέτοιο ήτανε ο τίτλος. Γενικά και σε άλλα νομίζω, που μπορεί να τα ξεχνάω. Εγώ, εν τω μεταξύ, έχω το εξής: δεν κρατάω τίποτα. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό μου. Όταν το είπα στην Μπεμπεδέλη την Δέσποινα, που συνεργαστήκαμε στο θέατρο, μου είπε «Αχ, θέλω να δω πράγματα που έχεις κάνει» και της είπα «Δεν έχω τίποτα». Όντως το λέω, μπορεί να ακούει κάποιος και να πει «Τι είναι αυτός», όμως αυτή είναι η πραγματικότητα. Εγώ δεν κρατάω τίποτα από ό,τι έχω κάνει, δηλαδή στο σπίτι μου δεν υπάρχει ούτε ένα CD από αυτά που έχω κάνει, δεν υπάρχει ούτε ένα πρόγραμμα από αυτά που έχω παίξει, ούτε στο Εθνικό ούτε οτιδήποτε. Δεν υπάρχει τίποτα. Δεν βαριέμαι να τα μαζέψω, είναι μία άποψη δική μου αυτή. Βέβαια, μπορεί να την έχει καλλιεργήσει και το διαδίκτυο, γιατί, αν ψάξει κάποιος, τα βρίσκει όλα, υπάρχουν στο διαδίκτυο. Όμως, αλήθεια το λέω, προτιμώ να ζω τη στιγμή. Τώρα αν θελήσει κάποιος ποτέ να τα ψάξει και μα τα βρει, ας τα ψάξει να τα βρει. Δεν με αφορά κιόλας, να σου πω την αλήθεια. Όμως φυσικά και σέβομαι και αναγνωρίζω όλες τις εμπειρίες που έζησα δίπλα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Και φυσικά σέβομαι και αναγνωρίζω και τον κόπο όλων αυτών των ανθρώπων που έπαιξαν και μου έδωσαν τραγούδια και τα λοιπά. Υπάρχουν τα τραγούδια, αλλά θεωρώ ότι από τη στιγμή που βγαίνουν από μένα τα τραγούδια και τα λοιπά, ανήκουν στον κόσμο. Δεν μου χρειάζεται κάτι άλλο.
Θες να μου πεις όμως λίγο την ιστορία της ιδέας αλλά και της υλοποίησης του CD του τελευταίου, που έβγαλες που είναι στην ουσία δικός σου, προσωπικός δίσκος;
Τι συνέβαινε μ’ εμένα. Ενώ όλος ο κόσμος γενικότερα και οι πιο πολλοί με ξέρανε και με πολιτογραφούσαν, αν θες, καλλιτεχνικά στο παραδοσιακό τραγούδι, παρόλο που ήμουνα στο θέατρο, παρόλο που είχα κάνει συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες. Τα μόνα τραγούδια που είχα πει σε δικογραφία ήταν στα CDs της Δόμνας και, φυσικά, ίσως είχε παίξει μεγάλο ρόλο αυτό, οι αρκετές εμφανίσεις που είχα κάνει σε μία τριετία, εκεί στο 2007 με ’10, στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου και είχε παραδοσιακά τραγούδια. Να σου πω και κάτι άλλο. Έλεγα κι άλλα τραγούδια, αλλά προφανώς ο κόσμος με ξεχώριζε για τα παραδοσιακά. Νομίζω ότι είναι χρήσιμο ένας καλλιτέχνης τελικά να αποδεχτεί μέσα του και να δει με καθαρό μάτι πού τον ξεχωρίζει ο κόσμος. Πέρα από το τι αρέσει και στον ίδιο να λέει, δεν έχει σημασία αυτό. Οπότε δεν είχα δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια. Ήθελα πάρα πολύ να κάνω ένα δίσκο με παραδοσιακά, όπως θέλω να κάνω κι έναν δίσκο με βυζαντινά. Ξεκίνησε αυτό το πράγμα σαν μία ανάγκη μου να πω παραδοσιακά τραγούδια και ξέρεις κάτι; Το χάρηκα τόσο πολύ γιατί, ενώ έψαξα για το υλικό, ενώ ήθελα να είναι ένα πράγμα που να είναι ξεχωριστό, ήθελα να είναι ένα πράγμα που να πατάει στην αισθητική της Δόμνας και του Γιώργου του Παπαδάκη, απ’ την άλλη μου βγήκε πάρα πολύ αβίαστα. Ήταν σαν να ήτανε η ώρα του να γίνει. Έκατσα κάτω και ήθελα να έχει πράγματα πρωτότυπα μέσα. Λέω «Αφού βγάζω ένα δίσκο, γιατί να ξαναπώ πάλι τα ίδια τραγούδια ή οτιδήποτε» Και επικοινώνησα με τον Νίκο τον Μπαριάμη, που είναι ένα παιδί που μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση ο τρόπος που ψάχνει τα παραδοσιακά και αυτή η ζέση που έχει γύρω από αυτή τη μουσική και από τον τόπο γενικά, τον τόπο τον δικό μας, την Λακωνία και ξέρεις αυτό το σέβομαι πάρα πολύ. Αυτό είχε η Δόμνα. Η Δόμνα, αν την ξεχω[00:40:00]ρίζει κάτι από όλους, και τον Καρά επίσης, είναι ότι έταξαν τη ζωή τους σ’ ένα σκοπό. Μπροστά σ’ αυτό, εγώ προσκυνώ. Και, αν όχι τώρα, όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου, προσκυνάνε και όλοι οι άλλοι. Γιατί αυτό το τάξιμο, το δόσιμο είναι, ρε παιδί μου, πάνω απ’ όλα στο τέλος. Η Δόμνα, συγγνώμη που ανοίγω την παρένθεση, ήταν μοναχή του κόσμου. Όπως τάζεται μία μοναχή στον Θεό, έτσι είχε ταχτεί αυτή να μαζεύει αυτή τη μουσική. Όλος της ο χαρακτήρας, όλο της το παρουσιαστικό, όλη η διακόσμηση του σπιτιού της, αν θέλεις, ήταν αυτό το πράγμα. Ήταν ενός ανθρώπου λιτού, απέριττου που ζούσε με τα απαραίτητα κι αυτό της το ’χε διδάξει η μουσική που άκουγε και η μουσική που ήθελε να συλλέγει. Κλείνω την παρένθεση. Λέω, λοιπόν, για τον Νίκο ότι με συγκίνησε τόσο πολύ, αυτό με τον Νίκο, ότι είχε αυτό το τάξιμο, και μου έστειλε κάποια τραγούδια από αυτό τον τελευταίο δίσκο, τον καταγραφικό που είχε κάνει με τα ζαρακίτικα, και κάθομαι ν’ ακούσω τα τραγούδια από τις γιαγιάδες και τους παππούδες και με πιάνουν τα κλάματα στο σπίτι μου. Καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ ποια, εκείνη τη στιγμή το συνειδητοποίησα, ποια είναι η δύναμη που έλεγε η Δόμνα ότι, εάν πάρεις το χέρι μας και μας ξύσεις το μπράτσο, κάτι θα λέει από κάτω. Αυτό έλεγε η Δόμνα, ότι θα λέει Γιάννενα, Λακωνία, Κρήτη, Μακεδονία, κάτι θα λέει από κάτω, λέει αυτό, και αυτό είναι γραμμένο κάτω από το δέρμα μας, έλεγε η Δόμνα. Αυτό μου έξυσε αυτή η καταγραφή και πραγματικά έβαλα τα κλάματα, κυριολεκτικά. Γιατί άκουσα μέσα τη γιαγιά μου, τον παππού μου, τις γειτόνισσές μου, την ντοπιολαλιά μου που, παρόλο που δεν υπήρχε, όπως σου είπα, αυτή η παραδοσιακή μουσική, όπως ήταν που τη συνάντησα μετέπειτα σε κάτι καταγραφές στην Αλεξανδρούπολη, στην Καβάλα, σε χωριά των Ποντίων που κάθονται όλοι και τραγουδάνε και τα λοιπά, αυτά είχαν εκλείψει από εμάς, ενώ αυτοί τα ’χουν ακόμα σε πολλά πράγματα. Δεν υπήρχε αυτό. Έλα μου, όμως, που υπήρχε ο λόγος κι εγώ δεν το συνειδητοποιούσα εκείνη την ώρα. Το συνειδητοποίησα μέσα από αυτές τις καταγραφές και λέω «Παναγία μου, αυτοί μιλάνε σαν τη γιαγιά μου». Εκεί, τελείωσα, δηλαδή έβαλα τα κλάματα. Άκουσα τον τρόπο, με κατάλαβες; Αυτό το πράγμα με συγκλόνισε και πήρα τον Νίκο και του λέω «Νίκο, έχω συγκινηθεί, έχω βάλει τα κλάματα και θέλω σε παρακαλώ πολύ», αφού το λέω τώρα και τρέμω, «θέλω, σε παρακαλώ, να μου δώσεις τραγούδια από αυτό». Μου λέει «Δικά σου είναι. Τα έχουμε εκδώσει, κάνεις αναφορά ότι είναι από αυτό και τα παίρνεις». Από κει και πέρα, μου έδωσε και κάποια τραγούδια τα οποία ήταν ανέκδοτα, όπως η «Όλγα η Φιργάδα», ας πούμε, και κάποιο άλλο, όπου παθαίνω άλλο ένα σοκ διαπιστώνοντας ότι η Λακωνία έχει τέτοιο μουσικό πλούτο και τέτοια χρώματα που εγώ δεν το είχα φανταστεί. Δηλαδή αυτό, η «Όλγα η Φιργάδα», για παράδειγμα, είναι ένα τραγούδι κανονικά από την Πόλη. Είναι πολίτικο, το οποίο ήρθε εκεί. Φυσικά, όλα αυτά εξηγούνται, γιατί η Λακωνία είχε το δεσποτάτο του Μυστρά και της Μονεμβασίας, είχε ανοικτό δίαυλο με την Κωνσταντινούπολη και με την Σμύρνη. Και πολλοί ψάλτες φύγανε από τη… Ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, ας πούμε, έφυγε από τον Ταΰγετο και πήγε στην Σμύρνη σε μικρή ηλικία, αυτές οι μαρτυρίες υπάρχουνε. Λοιπόν, κι έγινε αυτός που έγινε, ο τεράστιος μουσικός και τα λοιπά. Βλέπω πια μία Λακωνία η οποία έχει αυτό το χρώμα, είχε αυτά τα χρώματα. Έχει βαλς, ας πούμε, έχει νησιώτικα ακούσματα, έχει… Φυσικά όλα αυτά δικαιολογούνται και από τη θάλασσα, και από τους εμπόρους, και τα ταξίδια και τα λοιπά, όπως γίνεται και σε άλλες περιοχές βέβαια, αλλά στην Λακωνία δεν το περιμένεις γιατί είναι Πελοπόννησος. Φυσικά απευθύνθηκα και στο αρχείο της Δόμνας, στον σύλλογο, πήρα κι από κει δύο τραγούδια, απευθύνθηκα στην Μιράντα την Τερζοπούλου και, βλέπεις, ότι, χωρίς να το θέλω, ασυνείδητα, πήγα και βρήκα τους ανθρώπους οι οποίοι με είχανε καθορίσει. Θέλησα να είμαι κι εγώ μία συνέχεια αυτής της παρέας και βγήκε ένας δίσκος για τον οποίο είμαι πολύ υπερήφανος. Είμαι και για τους άλλους δίσκους μου υπερήφανος. Εδώ, όμως, υπάρχει αυτή η ταυτότητα. Ο δίσκος έχει μέσα φυσικά όλα τα σχόλια της Μιράντας για τα τραγούδια, είναι σε δύο γλώσσες, είναι μια έκδοση πάρα πολύ ωραία που την είχα ονειρευτεί. Έγινε φυσικά με χορηγία και δεν είναι κακό αυτό, θα πρέπει να αρχίσουμε να το βλέπουμε. Χορηγοί δεν υπάρχουν βέβαια, αλλά πρέπει ν’ αρχίσουμε να το βλέπουμε, γιατί και στο εξωτερικό πια οτιδήποτε μεγάλο και καλό γίνεται με χορηγίες. Ο Παναγιώτης ο Κακούρας, ένας Έλληνας απ’ την Αμερική, το έκανε, μας έκανε χορηγία. Κάναμε μια μεγάλη ορχήστρα με τον Θωμά Κωνσταντίνου και γράψαμε όλοι μαζί. Αυτό επίσης ήταν πολύ σημαντικό. Εγώ, να σου πω την αλήθεια, δεν περίμενα αυτό το αποτέλεσμα, δεν το περίμενα. Λέω, εντάξει, θα πάμε να γράψουμε όλοι μαζί και τα λοιπά. Όμως ήτανε μετά από τον κορονοϊό και είχαν και οι οργανοπαίκτες,να παίξουν πολύ καιρό και μπήκαμε στο στούντιο κι αρχίσαμε να κάνουμε πρόβες, παραγγέλναμε φαγητό απ’ έξω, καθόμασταν εκεί, είχαμε στήσει ήδη τα μικρόφωνα και βγήκε σαν μια παρέα αυτό το πράγμα, δηλαδή από τις πρόβες ακόμα αρχίσαμε να ηχογραφούμε. Οπότε αυτός ο δίσκος έγινε έτσι και είναι κάτι πολύ συγκινητικό για μένα. Δεν σου κρύβω ότι θέλω να κάνω κι έναν δίσκο με βυζαντινά και θέλω να κάνω κι έναν δίσκο με μικρασιάτικα. Όμως μέσα μου κάτι λέει ότι πρέπει να κάνω έναν άλλον ένα δίσκο σε συνεργασία με τον Νίκο, δεν του το έχω πει ακόμα, αλλά το έχουμε ψιλοσυζητήσει, με λακωνικά τραγούδια, γιατί βρίσκω ότι έχει τρομερό πλούτο, δηλαδή είναι σαν να μην λες Λακωνία, είναι σαν να λες Νάξο, να λες Ικαρία, έχει αυτά τα χρώματα. Είναι Λακωνία φυσικά, γιατί έχει την ντοπιολαλιά, έχει τον στίχο. Βλέπω κι εγώ τον εαυτό μου ότι τελικά, και άνθρωποι που με πήραν τηλέφωνο και που άκουσαν το δίσκο, ο Γιώργος ο Νταλάρας ας πούμε, και άλλοι άνθρωποι, μου είπαν ότι «Είδαμε στον τρόπο που τα είπες κάτι άλλο από εσένα» και αυτό μου άρεσε. Μου αρέσει να ανακαλύπτω στον εαυτό μου πράγματα.
Τώρα που ανέφερες τον Νταλάρα, θες να μου πεις και λίγα λόγια για τη συνεργασία σου με τον Νταλάρα, αλλά και με τον Ξαρχάκο που ανέφερες πριν;
Κοίταξε, με τον Νταλάρα κάποιος είναι παράδεισος να δουλεύει, δηλαδή είναι ο μουσικός παράδεισος, γιατί σου παρέχει όλες τις προϋποθέσεις ώστε να ανθήσεις. Την καλύτερη ορχήστρα, τον καλύτερο ήχο, τους καλύτερους χώρους, οπότε, εάν είσαι έτοιμος, μπορείς να αποδώσεις. Αυτό που μου έμαθε ο Νταλάρας είναι ότι το δημιούργημα είναι πάνω από τον δημιουργό, δηλαδή όλοι δουλεύουμε πρώτα για τη συναυλία ή την παράσταση και μετά για τους εαυτούς μας. Αυτό μου το έχει πει αυτολεξεί και μου έμεινε και το κράτησα και για δικές μου παραστάσεις μετά, για παραστάσεις που κάνω κι είμαι κι εγώ πρωταγωνιστής και προσπαθώ πάντα να μην ξεπερνάω τα όρια. Γιατί, ξέρεις, είναι δελεαστικό όταν είσαι πρωταγωνιστής, ν’ αρχίσεις να είσαι παντού, να βάζεις τραγούδια, να κάνεις, ενώ δεν είναι έτσι τα πράγματα. Όταν γίνεται μια παράσταση, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που δεν μπορεί να έχει μόνο κεφάλι, πρέπει να έχει και χέρια και πόδια και καρδιά και σώμα. Αυτό έμαθα από τον Νταλάρα και έμαθα φυσικά να κάνω πρόβες, που αυτό το είχα μάθει απ’ το θέατρο, η αλήθεια είναι, γιατί στο θέατρο δουλεύουν πάρα πολύ σκληρά. Να κάνω πρόβες και να σέβομαι αυτό που πρέπει να βγει στον κόσμο. Εάν κάτι δεν είναι έτοιμο, δεν βγαίνει στον κόσμο. Ας πούμε, πολλές φορές στην πρόβα, προβάριζε τραγούδια ο Γιώργος και έβλεπε ότι δεν είναι έτοιμα –είτε από την ορχήστρα, είτε από αυτόν, είτε από εμάς– και δεν μπαίνανε. Δεν ήταν δηλαδή ότι κάτι θα μπει «Έλα, μωρέ, θα το πούμε». Όχι. Αυτό που μπαίνει στη συναυλία του Νταλάρα είναι για να ακουστεί έτσι όπως πρέπει να ακουστεί.
Η ιστορία της γνωριμίας σας;
Κοίταξε, εγώ τότε έχω βγάλει τον πρώτο μου δίσκο, προσωπικό, που λέγεται «Ζαχαρίας Καρούνης Σόλο». Ακούγεται λίγο κάπως αυτός ο δίσκος, όμως στην ουσία[00:50:00] περιέγραφε τον χαρακτήρα του δίσκου, όπου είχα καλέσει δώδεκα σολίστες μουσικούς… Γιατί, δεν ξέρω για ποιο λόγο, από μικρός έτρεφα έναν πολύ μεγάλο σεβασμό για τους μουσικούς. Γιατί, για να μπορέσουν να παίξουν και να φτάσουν σε ένα επίπεδο, έχουν χύσει αίμα πραγματικά. Είναι αλλιώς ο μουσικός απ’ τον τραγουδιστή. Ο τραγουδιστής πολλές φορές μπορεί να έχει κι ένα ταλέντο, και ειδικά στη λαϊκή μουσική και τα λοιπά, και να βγει στη σκηνή να τραγουδήσει. Ο μουσικός δεν είναι το ίδιο. Λοιπόν, έτρεφα τρομερό σεβασμό για τους μουσικούς και το πρότεινα στον Πάρη τον Μήτσου, από την εταιρεία τη «Δίκτυο», ο οποίος κι αυτός είναι ένας πολύ σημαντικός ερευνητής στα λαϊκά. Καλέσαμε δώδεκα σολίστες, μεταξύ αυτών και ο Θωμάς ο Κωνσταντίνου τότε ήτανε, ο Θανάσης ο Βασιλάς, ο Δημήτρης ο Λίβανος, ο Μάνος ο Γρυσμπολάκης… Ποιοι άλλοι; Είδες τώρα θα τους ξεχάσω, αλλά δεν πειράζει. Είναι δώδεκα σολίστες. Ο Γιώργος ο Μαρινάκης. Λοιπόν, είπα όλα τα τραγούδια. Ήταν επίσης ο Θοδωρής Βαρούχος ή Λόρης, έχει φύγει απ’ τη ζωή. Φοβερός φυσαρμονίστας, φυσαρμόνικα έπαιζε και ήταν και του Χατζιδάκι ο φυσαρμονίστας, όπου είπαμε «Το Μινόρε της Αυγής» με μία φυσαρμόνικα, που ξεχώρισε και πολύ από τον δίσκο. Λοιπόν, έπαιξα όλα τα τραγούδια, όπου είχε κάποια τραγούδια καινούρια του Κορακάκη, του Θανάση του Βασιλά, του Πάρη του Μήτσου, του Μιχάλη του Νικολούδη και κλασσικά τραγούδια, την «Όμορφη πόλη» του Θεοδωράκη, το «Αμανέ της καληνυχτιάς», το «Μινόρε της αυγής», την «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη, που έπαιξε μπουζούκι ο Τρίγκας Βαγγέλης. Είδες, θυμάμαι και σολίστες με τα τραγούδια. Όπου παίξαμε τα τραγούδια με ένα όργανο. Όργανο και φωνή μες στο στούντιο. Ήταν ένα τραγούδι που δεν είχε ξαναγίνει σε δίσκο. Όταν το είπα στον Γιώργο Παπαδάκη, μου λέει «Κοίταξε, ως ιδέα είναι υπέροχη. Ελπίζω να μην το κάνει η εταιρεία από τσιγκουνιά». Όμως μετά του άρεσε πάρα πολύ του Γιώργου αυτός ο δίσκος. Και, πριν από κάθε τραγούδι, έβαλα τους σολίστες να παίξουνε ένα ταξίμι σόλο, ό,τι θέλαν αυτοί, και να είναι ξεχωριστό track. Τον αγάπησα αυτόν τον δίσκο. Βγήκε, λοιπόν, αυτός ο δίσκος και κάνει πολλή επιτυχία στο Δεύτερο Πρόγραμμα «Το μινόρε της Αυγής», δηλαδή παίζεται αρειμανίως. Και μια μέρα, ανεβαίνω την Φορμίωνος με το αυτοκίνητο και βλέπω στο κινητό μου απόκρυψη, γιατί τότε ήταν και τα κινητά, μιλάμε ήταν αυτό το 2005, κάπου εκεί. Το σηκώνω το τηλέφωνο, ξέρεις, αυτά τα Nokia τα παλιά. «Ναι, παρακαλώ» λέω. «Γεια σας», μου λέει, «είμαι ο Γιώργος ο Νταλάρας». «Α, ναι;» λέω. Εγώ νόμιζα ότι είναι κάποιος ηθοποιός φίλος μου και μου κάνει πλάκα. «Ναι, ναι», μου λέει «Μπράβο, ρε παιδί μου», μου λέει. «Εσύ είσαι δικός μας». «Τι εννοείτε» λέω. Εγώ ακόμα νομίζω ότι είναι ο φίλος μου και μου κάνει πλάκα. «Άκουσα αυτό το τραγούδι» μου λέει, «“Το μινόρε της αυγής” που είπες το στον δίσκο σου από το ραδιόφωνο και μου άρεσε πάρα πολύ. Είσαι δικός μας». Λέω «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!». Εγώ αρχίζω και καταλαβαίνω ότι είναι ο Νταλάρας. Μου λέει «Θέλω να ρθείς μαζί μου να τραγουδήσουμε στο Παλλάς» που έκανε παραστάσεις για… Όχι, συγγνώμη. Το πρώτο ήταν τα «Τραγούδια με Ουσίες» που έκανε στο Ηρώδειο που βγήκε CD και είμαι και σε αυτό το CD συμμετοχή. «Θέλω να ρθείς να τραγουδήσεις» και τα λοιπά. Από ό,τι καταλαβαίνεις, έκλεισε το τηλέφωνο και έσβησα το αυτοκίνητο στην Φορμίωνος και έκατσα να συνειδητοποιήσω τι μου συμβαίνει, γιατί, ενώ είχα τραγουδήσει ήδη στο Ηρώδειο με την Φαραντούρη, με πολλούς, και με την Δόμνα και όλους αυτούς, πρέπει να ήταν το 2006 αυτό, μία συνεργασία με τον Νταλάρα ήταν μια καινούρια εμπειρία. Τώρα το συνειδητοποιώ, δηλαδή ότι αυτό με συνάρπαζε πάρα πολύ. Ξεκινάω αυτό, δηλαδή πάλι τραγούδησα στο Ηρώδειο παίζοντας κι ένα ρόλο παράλληλα, πήγα μετά στο Παλλάς. Πήγα μετά στα ρεμπέτικα που έκανε στο Μέγαρο Μουσικής, που βγήκαν και CD κι αυτά, όπου κι εκεί τραγουδάω κάποια τραγούδια, περιοδεία μαζί του φυσικά με τα ρεμπέτικα και μετά κι άλλη περιοδεία με το πρόγραμμα του Kουγιουμτζή. Eίχαμε αρκετά μεγάλη συνεργασία. Έτσι ήρθε η συνεργασία με τον Νταλάρα.
Με τον Ξαρχάκο η συνεργασία ήρθε το 2011 προς ’12 όπου κι εκεί πάλι, ο Αχιλλέας ο Γουάστωρ, ο τότε αρχιμουσικός του, είχαμε παίξει κάποια φορά μαζί στον Ιανό, και με τον Βασίλη τον Δρογκάρη που έπαιζε ακορντεόν, και με είχαν ακούσει τα παιδιά και λέει «Α, εσύ θα κάνεις για τον Ξαρχάκο» και τα λοιπά. Βέβαια, είχε υπάρξει μια μικρή γνωριμία με τον Ξαρχάκο το 2004, στους Ολυμπιακούς, αυτό πρέπει να σ’ το πω, όπου μέσα σε αυτή την επιτροπή γενικότερα ήταν και ο Γιώργος Παπαδάκης. Φυσικά με τον Δημήτρη τον Παπαϊωάννου, με την Λίνα Νικολακοπούλου και με τον Γιώργο τον Κουμεντάκη που ήταν η τριάδα η καλλιτεχνική. Είχε ένα συμβουλευτικό ρόλο κι ο Γιώργος Παπαδάκης σε κάποια πράγματα λαϊκά και τα λοιπά. Θέλαν τότε να κάνουμε τότε και κάτι βυζαντινό και κάλεσαν εμένα. Πήγα, είπα την «Ωραιότητα της παρθενίας σου», όπου θα το έλεγα στην τελετή λήξης. Το όνομά μου μπήκε στην τελετή λήξης, ηχογραφήθηκε αυτό, υπάρχει αυτή η ηχογράφηση με τον Ξαρχάκο. η οποία είναι κι απ’ τις αγαπημένες του. Πολλές φορές που πάω και στην Αίγινα, στο εξοχικό του, τη βάζει και την ακούμε γιατί την έχει. Εγώ δεν την έχω. Λοιπόν, και εκεί τον γνώρισα. Δεν μπήκε τελικά αυτό στους Ολυμπιακούς, ενώ το περίμενα πάρα πολύ, λόγω χρόνου. Έρχομαι στη γνωριμία μετά. Δεν το θυμότανε ο Ξαρχάκος, του το θύμισα. Με κάλεσαν τα παιδιά γιατί έψαχνε να ξανακάνει το «Αμάν Αμήν», όπου έγινε στο Ακροπόλ, και πήγα στην ακρόαση στο Ακροπόλ, ανεβαίνω πάνω στη σκηνή και λέω τον «Μπαρμπαγιαννακάκη» με την ορχήστρα του Ξαρχάκου. Ήταν, θυμάμαι, βιολί ο Μαργώνης ο Σωτήρης, ο Δρογκάρης και τ’ άλλα τα παιδιά. Ο Ξαρχάκος, λοιπόν, για να έρθω τώρα να σου πω, να σου πω αυτή τη σύζευξη που έκανα μεταξύ Δόμνας. Ήταν και μετά ετά από πρόβα και τα λοιπά, καθόταν στο γραφείο, στο τραπεζάκι που είχε πάνω στη σκηνή, χωρίς να με κοιτάει, τίποτα, δεν με κοιτούσε, απλά άκουγε. Όπως καταλαβαίνεις, φυσικά, είχα μεγάλο τρακ αλλά, OK, είπα τον «Μπαρμπαγιαννακάκη». Μετά λέει «Για πες και κάποιο άλλο». Είπα κι ένα ρεμπέτικο, «Πέσαν τα μάνταλα βαριά», τώρα το θυμήθηκα. Εκεί που λέω το ρεμπέτικο με κοιτάει, μου λέει «Ανέβα οκτάβα». Ανεβαίνω οκτάβα και σηκώνεται κι αρχίζει και διευθύνει την ορχήστρα κι εμένα μαζί, προφανώς για να δει αν καταλαβαίνω, δεν ξέρω. Πάντως έγινε αυτό. Κόβει την ορχήστρα, γυρίζει πλάτη και λέει «Δευτέρα 11:00 η ώρα πρόβα». Εγώ, εν τω μεταξύ, δεν κατάλαβα. Κοιτάω τους μουσικούς, «Σε πήρε, σε πήρε», και φεύγω. Φεύγω και βγαίνω έξω από το Ακροπόλ κι είναι τόσο μεγάλη η χαρά μου, γιατί, όταν ήμουνα φοιτητής, ας πούμε, εγώ είχα τον δίσκο με το «Αμάν Αμήν», τον οποίο τον πήρα επειδή μου άρεσε το εξώφυλλο, φαντάσου τι άσχετος που ήμουν τότε. Έχει αυτό το εξώφυλλο του Τσαρούχη απ’ έξω με τους αγγέλους και μετά πάω στο σπίτι και το βάζω αυτόν τον δίσκο να τον ακούσω και παθαίνω πλάκα με τις ενορχηστρώσεις και λέω «Εγώ αυτό θέλω να τραγουδήσω», γιατί είχε βυζαντινούς τρόπους μέσα και τα λοιπά και τώρα μου ρχεται να τραγουδήσω αυτό. Φεύγω από κει, είχα ήδη αλλάξει σπίτι και έμενα στο Νέο Ηράκλειο και έρχομαι από το κέντρο της Αθήνας στο Νέο Ηράκλειο με τα πόδια. Δεν το κατάλαβα πώς. Ήταν τέτοια η χαρά μου και η άλλη διάσταση που είχα πάει, που ήρθα με τα πόδια. Ήρθα με τα πόδια εδώ, αρχίζω και ακούω το «Αμάν Αμήν», ακούω τα τραγούδια και τα λοιπά και μπαίνω σε μια διαδικασία με τον Ξαρχάκο όπου, φυσικά, είναι πολύ σκληρός στις πρόβες και εγώ είναι… Πώς να σ’ το εξηγήσω. Είναι σαν ένα στρείδι ο Ξαρχάκος που πρέπει να τον ανοίξεις. Αν τον ανοίξεις και σ’ εμπιστευτεί, ζεις την απόλυτη ανάπαυση, μουσική, μαζί του. Εμένα αυτό μου έχει συμβεί φυσικά στα χρόνια γιατί μετά συνεργαστήκαμε στο «Αμάν Αμήν» και μετά μου κάνει τη μεγάλη πρότα[01:00:00]ση να παίξω στο «Μεγάλο μας Τσίρκο» κι έκανα τον ρόλο του τραγουδιστή στο «Μεγάλο μας Τσίρκο», που τον είχε κάνει πρώτα ο Νίκος ο Ξυλούρης. Ενώ ήμασταν και παίζαμε το «Αμάν Αμήν» με μεγάλη επιτυχία στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, με καλεί στο καμαρίνι και μου λέει «Κοίταξε να δεις. Σκέφτομαι, επειδή θα γίνει το “Μεγάλο μας Τσίρκο”, να κάνεις αυτό τον ρόλο. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό, ε;». «Καταλαβαίνω τι σημαίνει». Εννοούσε ότι είναι κάτι πολύ σημαντικό και πρέπει να αφιερωθώ σε αυτό. Θυμάμαι, πήγα την άλλη μέρα σε ίντερνετ καφέ, γιατί δεν είχαμε τότε δεδομένα και τα λοιπά, τότε, το ’12, και ακούω το έργο. Όπου παίρνω τον Ξαρχάκο τηλέφωνο, δεν περίμενα να έρθει το βράδυ να πάω στη παράστας, και του λέω «Μαέστρο, πώς θα το κάνουμε αυτό;». «Αυτό», μου λέει, «δεν σε αφορά. Άσ’ το πάνω μου». Είχε δίκιο γιατί αυτός είναι ο δημιουργός, αυτός τα δίδαξε και στον Ξυλούρη φυσικά, όμως τα δίδαξε στον Ξυλούρη, όμως ο Ξυλούρης τα στιγμάτισε τόσο πολύ όπου εγώ αυτή την απορία είχα, δηλαδή πώς αυτό το ύφος και το ήθος, που σου είπα πριν, θα γίνει κάτι άλλο. Και μου λέει «Κοίταξε να δεις. Δεν υπάρχει κανείς που πρέπει να ξεπεράσεις, είναι ανταγωνιστής. Ο μόνος που πρέπει να ξεπεράσεις και να ανταγωνιστείς είναι ο εαυτός σου». Και έτσι έγινε. Αφέθηκα στον Ξαρχάκο φυσικά, αφέθηκα στον τρόπο που μου δίδασκε τα πράγματα. Είχε πια κιόλας αρχίσει μια πιο αγαπητική σχέση και φιλική, θα μπορούσα να πω, η οποία είχε και δημιουργικές προεκτάσεις άλλου τύπου, όπου μου δίδαξε τα τραγούδια. Πραγματικά, δεν το λέω εγώ αυτό, το λέει η επιτυχία του ρόλου, γιατί, όπως σου είπα πριν, το δημιούργημα προηγείται του δημιουργού και του εκτελεστή, είχε απόλυτη επιτυχία. Δηλαδή πουθενά, ούτε σε κριτικές, ούτε στον κόσμο, στο κοινό, ούτε στο χειροκρότημα, ούτε στα σχόλια, κανείς δεν με συνέκρινε με τον Νίκο Ξυλούρη, που θα μπορούσε να συμβεί πάρα, πάρα πολύ εύκολα. Όμως πήγε τόσο αλλού το πράγμα και με τόσο μεγάλο σεβασμό, γιατί μιλάμε για έναν μύθο, εντάξει; Ο Ξυλούρης είναι μύθος. Μου βγήκε σε πολύ μεγάλο καλό φυσικά και σε μία τριβή με αυτόν τον τεράστιο συνθέτη, που είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος, η οποία μόνο με ωφέλησε φυσικά. Έχω πει και σε συνέντευξη ότι, μετά τον Ξαρχάκο, είμαι άλλος τραγουδιστής. Όχι καλύτερος ή χειρότερος, είμαι άλλος. Περιττό να σου πω ότι πήγα μία μέρα, μιλάμε για μία πολύ απαιτητική παράσταση, όπου και στην Αθήνα παίζαμε και διπλές παραστάσεις σε μία φάση, μια μέρα αρρώστησα. Φυσικά δεν γίνεται στο θέατρο ποτέ να ακυρώσεις παράσταση, ειδικά όταν είναι sold-out, και πήγα κλεισμένος, πραγματικά δεν μπορούσα να μιλήσω. Πάω στο καμαρίνι και του λέω «Μαέστρο, τι θα κάνουμε; Έχω φαρυγγίτιδα, δεν μπορώ να μιλήσω». Και μου λέει «Μη σε νοιάζει, μίλα τα». Κατάλαβες; Αυτό το «Μίλα τα» είναι κάτι παραπάνω από ό,τι τραγουδάς, δεν τραγουδάς. Είσαι πάνω πια από τη διαδικασία του τραγουδιού και μπορείς να τα μιλήσεις, μπορείς ακόμα να κάνεις παντομίμα και να περάσεις αυτό που θέλεις. Αυτό φυσικά δεν οφειλόταν σ’ εμένα, στον Ξαρχάκο οφειλόταν, ο οποίος με είχε φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο ώστε να μπορώ εγώ να μιλήσω. Και βγήκα και τα μίλησα και, μη σου πω ότι, πολλά από τα μιλητά, τα κρατήσαμε και σε άλλες παραστάσεις γιατί ήταν ωραία. Αυτή είναι η εμπειρία μου με τον Ξαρχάκο. Μετά φυσικά, και με τον Ξαρχάκο, περιοδείες, και στο εξωτερικό, και με την Ηρώ Σαΐα φυσικά σε συναυλίες, οι οποίες χτίστηκαν και σ’ εμάς τους δύο, με τραγούδια τα οποία είπαμε οι δυο μας. Τεράστιο σχολείο κι ένας άνθρωπος τον οποίο το νιώθω πολύ κοντά μου, όπως ένας άλλος μουσικός τεράστιος επίσης, πέρα από το Μίκη Θεοδωράκη, που θέλω να σου πω και για τον Μίκη Θεοδωράκη, ήτανε Νίκος Μαμαγκάκης. Ο Νίκος Μαμαγκάκης δεν το ξέρουνε πολλοί, όμως είναι τεράστιο μουσικό κεφάλαιο για την Ελλάδα, με πολύ μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό πάνω στη μουσική κινηματογράφου αλλά και στην αβάν γκαρντ μουσική. Αυτός έτυχε πάλι να με ακούσει στην τηλεόραση που έλεγα ρεμπέτικα με την Μαριώ, το ’03, το ’04, δεν θυμάμαι, και με κάλεσε στο Παγκράτι. Είχε στήσει ένα ολόκληρο στούντιο στο σπίτι του, ένας χαλκέντερος άνθρωπος, 80-85 χρόνων, με μία ζωή και ένα σφρίγος έφηβου, ο οποίος τα δούλευε όλα μόνος του. Να φανταστείς ότι αυτός, τη δεκαετία του ’60, σπούδαζε Μουσική Τεχνολογία στην Siemens, που στην Ελλάδα, ούτε στ’ όνειρό μας. Είχε στήσει στούντιο μόνος του, ηχογραφούσε μόνος του, έφτιαχνε τις όπερές του μόνος του και τα λοιπά. Όπου εκεί σε αυτόν επίσης, μου έκανε προσωπικό δίσκο, με δικά του τραγούδια. «Ερωτάς επιούσιος» λέγεται αυτός ο δίσκος, όπου τομ φτιάξαμε μαζί στο στούντιο και ο οποίος υπήρξε ένας τεράστιος δάσκαλος για μένα. Με συνεργασίες, φυσικά, και με τον Θεοδωράκη ο ίδιος, και με τον Χατζιδάκι έκανε ενορχηστρώσεις, και στον Χατζιδάκι και τα λοιπά. Μεγάλος ενορχηστρωτής. Ήταν στον Πατσιφά, οπότε καταλαβαίνεις περάσαν από αυτόν πάρα πολλοί τραγουδιστές και ορχήστρες και τα λοιπά. Με πολλά λαϊκά τραγούδια δικά του, τα οποία, ας πούμε το «Σ’ αγαπώ, Σ’ αγαπώ» της Τζένη Βάνου ήταν δική του μουσική, και πολλά άλλα. Σε ελληνικές ταινίες, πιο πολύ από κει τον γνωρίζουν, αλλά ο άνθρωπος έχει μια τεράστια καριέρα στο εξωτερικό.
Είχα επίσης και την τύχη να συνεργαστώ με τον Μίκη Θεοδωράκη. Επί δύο χρόνια, πριν φύγει απ’ τη ζωή. Είχα ήδη ξεκινήσει να συνεργάζομαι με την ορχήστρα του Θεοδωράκη, τη «Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης» και με επέλεξε για να τραγουδήσω το έργο του «Διόνυσος», το οποίο δεν είχε ξανατραγουδηθεί απ’ τη δεκαετία του ’80 που είχε βγει με τον Μωραΐτη ως τραγουδιστή. Ήταν τότε σε ενορχήστρωση του Μάνου Χατζιδάκι. Ένα έργο πάρα πολύ βυζαντινότροπο, που είχε βασιστεί στον ρυθμό του ζεϊμπέκικου και τα λοιπά και σε φόρμες βυζαντινές, μουσικές, και δόθηκε η ευκαιρία να γίνει στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στην Πειραματική Σκηνή, και εκεί είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Μίκη Θεοδωράκη, όπου είναι μια ιστορία πάλι αυτή, γιατί πήγα πάλι, πέρασα από ακρόαση φυσικά. Πήγα στο σπίτι του, σε μία κατάσταση όπου δεν σε δεχόταν έτσι, αλλά ήταν σε μία πολυθρόνα πολύ ωραία, που είχε πίσω του την Ακρόπολη, και αυτό είναι η εικόνα που μου έχει μείνει, έχω και μια φωτογραφία μ’ αυτό, την οποία αυτή την έχω κρατήσει, υπάρχει δηλαδή στον υπολογιστή μου. Όπου μπαίνω μέσα σ’ ένα δωμάτιο και βλέπω την Ακρόπολη, βλέπω τον Θεοδωράκη να κάθεται και, πραγματικά, ήταν σαν να είναι κομμάτι από την Ακρόπολη. Δηλαδή αυτός ο άνθρωπος εξέπεμπε ένα τέτοιο δέος σ’ εμένα και είχανε «γράψει» πάνω του όλα αυτά που είχε περάσει, όλοι οι αγώνες που είχε κάνει, όλα αυτά που είχαν δει τα μάτια του. Πραγματικά ήταν σαν μια πέτρα απ’ την Ακρόπολη, δηλαδή εκείνη τη στιγμή αυτή η εικόνα μού ήρθε στο μυαλό. Ήμουνα με μεγάλη συγκίνηση, του είπα το πρώτο τραγούδι απ’ τον «Διόνυσο», του είπα κι ένα δεύτερο. Μετά άρχισε να μιλάει για τον Εμφύλιο, άρχισε να μιλάει γιατί έγραψε αυτό το έργο και έβαλε τα κλάματα. Έβαλε κλάματα κι εγώ είμαι μπροστά σ’ έναν άνθρωπο που κλαίει και μάλιστα στον Θεοδωράκη. Αρχίζει να κλαίει και να λέει «Και εγώ έπρεπε να σκοτωθώ τότε μαζί με τους φίλους μου». Ένα πράγμα που μου έχει χαραχτεί στη μνήμη αυτό. Για έναν άνθρωπο ο οποίος τελικά έβαζε ίσα όλη αυτή τη ζωή που είχε ζήσει και αυτά που έχει γράψει με έναν τιμημένο θάνατο. Γράφω τώρα ένα μεταπτυχιακό στην Υμνολογία με θέμα «Η έννοια της ανάπαυσης στη νεκρώσιμη ακολουθία» και το συναντάω συνέχεια αυτό. Δηλαδή την έννοια του καλού θανάτου και, είδες, ότι, τελικά, αυτοί οι άνθρωποι –και η Δόμνα και ο Ξαρχάκος και ο Μαμαγκάκης και οι γειτόνισσές μου στο χωριό–, αυτοί οι άνθρωποι που μπολιαστήκανε με αυτό τον πολιτισμό, τον ελληνορθόδοξο θα πω, ελληνορωμαϊκό[01:10:00] να τον πω αλλιώς, τον ρωμαίικο, έχουνε μία αντιμετώπιση απέναντι στη ζωή κι έναν τρόπο του ζην, ο οποίος τελικά ίπταται, είναι πάνω απ’ όλα. Αυτά.
Σ’ ευχαριστώ πολύ.
Photos

Με την Δόμνα Σαμίου
Φωτογραφία του αφηγητή

Εξώφυλλο του πρώτου προσ ...
Εξώφυλλο δίσκου του αφηγητή

Οπισθόφυλλο του πρώτου π ...
Οπισθόφυλλο δίσκου του αφηγητή

Με τον Μίκη Θεοδωράκη
Φωτογραφία αφηγητή με τον Μίκη Θεοδωράκη

Επί σκηνής
Στο Ηρώδειο, το 2022, στην επετειακή παράσ ...

Με την Δόμνα Σαμίου
Στα στούντιο SIERRA (2006-2007) ηχογραφώντ ...
Summary
Ο καταξιωμένος τραγουδιστής Ζαχαρίας Καρούνης αφηγείται σημαντικές στιγμές της καλλιτεχνικής του πορείας από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής του με τη μουσική. Αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια, στα πρώτα του μουσικά ακούσματα, στη σχέση του με την ψαλτική τέχνη και στις μουσικές σπουδές του. Παράλληλα, μιλάει για τη συνάντησή του με τον Γιώργο Παπαδάκη και την Δόμνα Σαμίου, που αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τη μετέπειτα πορεία του, ενώ καταλήγει εξιστορώντας στιγμές από τις συνεργασίες του με τους Γιώργο Νταλάρα, Σταύρο Ξαρχάκο και Μίκη Θεοδωράκη.
Narrators
Ζαχαρίας Καρούνης
Field Reporters
Θάνος Κώτσης
Tags
Interview Date
09/11/2022
Duration
70'
Summary
Ο καταξιωμένος τραγουδιστής Ζαχαρίας Καρούνης αφηγείται σημαντικές στιγμές της καλλιτεχνικής του πορείας από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής του με τη μουσική. Αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια, στα πρώτα του μουσικά ακούσματα, στη σχέση του με την ψαλτική τέχνη και στις μουσικές σπουδές του. Παράλληλα, μιλάει για τη συνάντησή του με τον Γιώργο Παπαδάκη και την Δόμνα Σαμίου, που αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τη μετέπειτα πορεία του, ενώ καταλήγει εξιστορώντας στιγμές από τις συνεργασίες του με τους Γιώργο Νταλάρα, Σταύρο Ξαρχάκο και Μίκη Θεοδωράκη.
Narrators
Ζαχαρίας Καρούνης
Field Reporters
Θάνος Κώτσης
Tags
Interview Date
09/11/2022
Duration
70'