Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Η ιστορία της θεσσαλικής Αντίστασης μέσα από τα μάτια ενός αιωνόβιου αγωνιστή της
Segment 1
Οι καταξιωμένοι Καστανιώτες
00:00:00 - 00:11:11
Summary
Ο αφηγητής ξεκινάει την αφήγησή του μιλώντας για το χωριό του την Καστανιά Καρδίτσας και για τους καταξιωμένους ανθρώπους που έβγαλε αυτός ο τόπος ή κατάγονταν από εκεί. Μιλάει και για τον αδερφό του.
Partial Transcript
Ωραία. Καλημέρα. Καλώς το Χριστινάκι. Ονομάζομαι Πέτρου Χριστίνα, είμαι Ερευνήτρια για το Istorima, σήμερα είναι Σάββατο 12 Μαρτίου …ίχε σκοτωθεί πριν ο Σαράφης και μετά απ’ αυτόν ο Λάμπρος ο Σεκλιζιώτης. Στο ίδιο σημείο! Απ’ αυτοκίνητο και οι τρεις. Ναι. Τι είναι η τύχη!
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 2
Τα χρόνια πριν τον πόλεμο του '40 και την Κατοχή
00:11:11 - 00:29:24
Summary
Ο αφηγητής συνεχίζει την αφήγησή του μιλώντας για τα χρόνια και τη ζωή στο χωριό πριν τον πόλεμο του 1940 και την κατοχή. Συγκεκριμένα μιλάει για την δουλειά που έκανε στο παντοπωλείο του πατέρα του, για την καθημερινότητα στην Καστανιά αλλά και για το επίπεδο ζωής των κατοίκων των γειτονικών και υψηλότερων (υψομετρικά) από την Καστανιά χωριών. Επίσης, μιλάει για τα επαγγέλματα με τα οποία ασχολούνταν οι άνθρωποι αυτοί για να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς. Ακόμα αναφέρει τη βοήθεια που πρόσφερε ο πατέρας του, που ήταν πιο εύπορος, κατά την διάρκεια της κατοχής σε μερικούς ανθρώπους, ενώ θυμάται και κάποιες παραποιήσεις σε τραγούδια που έκαναν οι συγχωριανοί του.
Partial Transcript
Ναι, να πούμε τα πριν την Κατοχή, πριν το πόλεμο χρόνια. Κοίταξε, αυτά τα έζησα εγώ, γιατί ο πατέρας μου ήτανε παντοπώλης στο χωριό και εξυπ… ωραία κόρη ο παπα-Δήμος, εγγονή της οποίας ήταν αυτή που παντρεύτηκε ο Θανάσης ο Χόντος. Και όλο τέτοια λέγανε οι Καστανιώτες καλαμπούρια.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 3
Η ψυχαγωγία, τα ήθη και τα έθιμα στην Καστανιά
00:29:24 - 00:37:03
Summary
Ο αφηγητής μιλάει για τον τρόπο διασκέδασης και ψυχαγωγίας στην Καστανιά αλλά και για τα ήθη και έθιμα που είχαν, κυρίως του Πάσχα. Επίσης αναφέρεται και στον παπά του χωριού ενώ μιλάει και για τις έφηβες της εποχής.
Partial Transcript
Τώρα, η ψυχαγωγία ποια ήτανε; Η ψυχαγωγία ήτανε το Πάσχα, της Παναγίας, τα Φώτα και του Σταυρού, το Δεκαπενταύγουστο, ναι, της Παναγίας που …μάρι. Τα κοριτσάκια, οι έφηβες εκεί: «Κοίτα τον Θανάση! Κοίτα τον Θανάση πώς το πετάει το τσουβάλι!». Και η Λίτσα, που ήτανε κι αθυρόστομη…
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 4
Τα χρόνια της Κατοχής
00:37:03 - 00:42:26
Summary
Ο αφηγητής συνεχίζει για τις έφηβες της εποχής και αναφέρεται σε συνάντησή του μετά από χρόνια με μία από αυτές, το θέμα της συζήτησης ο τρόπος που παντρεύτηκε η συγκεκριμένη. Από εκεί περιγράφει τα σχολικά του χρόνια και τους συμμαθητές του, ανάμεσα στους οποίους και ο Ιωαννίδης ο δικτάτορας, τα χρόνια και τη ζωή του στην Αθήνα μέχρι και τις αρχές της κατοχής. Ακόμα, αναφέρει τον τόπο που δούλευε τον πρώτο καιρό μετά και το τέλος του σχολείου.
Partial Transcript
Η Νίκα, λοιπόν, όπως μου εξομολογούνταν η ίδια, τη στεφάνωσε ο πατέρας μου, τη στεφάνωσε το Θανάση και τη Νίκα και τον βάφτισε κιόλα. Εξομολ…οίου έμενα. Ήταν ο αδερφός του κι η αδερφή του, ανύπαντροι και οι δυο, κι είχαν αγοράσει ένα σπίτι ο πατέρας μου κι ο Μήτσος ο αδερφός του.
Lead to transcriptTopics
Segment 5
Το ξέσπασμα του πολέμου και οι πρώτες αντιστασιακές δράσεις
00:42:26 - 00:46:26
Summary
Ο αφηγητής θυμάται την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος και την εικόνα με τους φαντάρους που έφευγαν για το μέτωπο, εικόνα που τον επηρέασε ως προς την απόφασή του να μπει στην αντίσταση. Περιγράφει την σχέση του με τον Τάκη Μιχαηλίδη, ένας εκ της ομάδας που ανατίναξε την ΕΣΠΟ, την πρώτη αντιστασιακή δράση της Αθήνας και της χώρας. Επίσης μιλάει και για τις αντιστασιακές εφημερίδες και για τον τρόπο που τις πήρε μαζί του από το σπίτι του Μιχαηλίδη και τις έφερε στην Καρδίτσα, όταν πήρε την απόφαση να γυρίσει στον τόπο του για να κάνει αντίσταση.
Partial Transcript
Όταν, λοιπόν, κηρύχτηκε —ή μάλλον απ’ τον Αύγουστο που τορπιλίστηκε η Έλλη στην Τήνο όλοι περιμέναμε τον πόλεμο. Κι όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος… και τις πήρε η Οργάνωση και τις μοίρασε. Και πώς δε σας πιάσανε στον δρόμο, που επιστρέφατε Καρδίτσα; Πότε; Αυτό το περιστατικό…
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 6
Η συγκρότηση της ομάδας σε αντιστασιακό τάγμα
00:46:26 - 01:03:17
Summary
Ο αφηγητής μιλάει για το πώς ξεκίνησε η αντίσταση και πώς οργανώθηκε η ομάδα από το φθινόπωρο του '42, ώστε να είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν τις μάχες ενάντια στους κατακτητές. Αναφέρει τα ονόματα των μελών της ομάδας, τον τρόπο με τον οποίο μοιράστηκαν, αλλά και την σχέση τους με τον Άρη Βελουχιώτη. Ακόμα περιγράφει την προσάρτηση ενός αποσπάσματος χωροφυλάκων στην ομάδα του Άρη Βελουχιώτη και πώς αυτοί συμμετείχαν στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, ενώ μιλάει και για τον τρόπο με τον οποίο έδωσε στον ΕΑΜ Καρδίτσας ένα πιστόλι χωρίς να τον πιάσουν στον έλεγχο οι Ιταλοί. Επίσης, μιλάει και για την βαριά πνευμονία του καπετάνιου και αρχηγού τους Βασίλη Μπότση «Αγραφιώτη» και πώς κατάφεραν να τον σώσουν, ενώ θυμάται και κάποιες πρώτες διαμάχες με Γερμανούς.
Partial Transcript
Να συνεχίσουμε, όμως. Το ‘42 αρχίσαμε να οργανωνόμαστε εμείς. Πού θα πάμε; Στον Βασίλη τον «Αγραφιώτη» τον Μπότση. αυτός ήτανε ο ήρωας της π…Το πήρε ο Γιάννος ο Αλλαμανής… Μήπως σου ‘χει δώσει το βιβλιαράκι του ο Βύρωνας; Ένα βιβλιαράκι που έφτιαξε. Δεν στο ‘δωσε. Νομίζω όχι.
Lead to transcriptLocations
Tags
Segment 7
Τα ψευδώνυμα των ανταρτών
01:03:17 - 01:05:53
Summary
Ο αφηγητής αναφέρει τα ονόματα-παρατσούκλια που έβγαλε ο ίδιος στους αντάρτες του συγκροτήματός του, ενώ μιλάει για τόπο που είχαν την έδρα τους και τις περιπολίες που έκαναν καθημερινά σε όλη την Καρδίτσα.
Partial Transcript
Καλά, έχω τη φωτογραφία, θα τη δεις. Ο Γιάννος ο Αλλαμανής ήταν ήδη αντάρτης. Το πήγα στη… Ήταν; Δεν ήταν ακόμα, ήταν; Δεν θυμάμαι, δεν θυμά…ρδίτσας. Οι δυο ομάδες κάναμε γυμνάσια και η τρίτη πήγαινε ενέδρα στη Φαγάνα. Θα στο δείξω τη φωτογραφία. Έχω τις φωτογραφίες, πού την έχω;
Lead to transcriptLocations
Segment 8
Περιγραφή φωτογραφιών και κάποιων περιστατικών
01:05:53 - 01:16:28
Summary
Περιγράφονται οι φωτογραφίες που μου δείχνει ο αφηγητής και συνοδεύουν και την συνέντευξή του. Με αφορμή τις φωτογραφίες μιλάει και για τους δασκάλους του χωριού του και το δημοτικό σχολείο. Επίσης αναφέρει για τις διαμάχες που είχαν κάθε βράδυ με τους Γερμανούς, τον ρόλο που είχε στην αντίσταση και πιο συγκεκριμένα στο τάγμα (Αξιωματικός Πληροφοριών του τομέα Πόρτα-Μουζάκι), καθώς και για το πτώμα ενός Γερμανού στρατιώτη και τον τρόπο με τον οποίο ο φρούραρχος των Τρικάλων πήρε το άψυχο κορμί του για να το θάψει. Ακόμα με βάση τις φωτογραφίες μιλάει και για την περιοχή της λίμνης πριν γίνει η λίμνη και καλυφθεί όλο εκείνο το μέρος με νερό.
Partial Transcript
Αυτές είναι οι δυο ομάδες της διμοιρίας μου. Η τρίτη είναι στη Φαγάνα, εγώ κι ο καπετάνιος. Αυτή είναι από το συνέδριο στην Κορώνα. Φωτογράφ…ες, θα το φωτοτυπήσω απ’ το κινητό που τα ‘βγαλα φωτογραφίες. Ναι. Λοιπόν, να σου συνεχίσω για το αντάρτικο. Ναι. Ορίστε, συνεχίστε.
Lead to transcriptSegment 9
Η συγκρότηση σε τακτικό στρατό και η πρώτη μάχη (Μάχη του Μορφοβουνίου Καρδίτσας)
01:16:28 - 01:27:08
Summary
Ο αφηγητής περιγράφει το πρώτο Πανθεσσαλικό και Πανβαλκανικό συνέδριο, με τη συμμετοχή όλων των αντιστασιακών ομάδων της εποχής, που έγινε στην Καλαμπάκα Τρικάλων. Μιλάει για την απόφαση να συγκροτηθούν σε τακτικό στρατό και τάγματα και να σταματήσουν να είναι άτακτες αντιστασιακές ομάδες, αναφέρει το νούμερο του Τάγματος και του Συντάγματος στο οποίο άνηκε ο ίδιος, ενώ περιγράφει με λεπτομέρεια και την πρώτη μάχη που δώσανε ως συγκροτημένο, πλέον, τάγμα.
Partial Transcript
Όπως σου είπα, έδρα μας ήταν η Σέκλιζα. Εκεί κάναμε την εκπαίδευση υπό τη σοφή καθοδήγηση του Βασίλη του «Αγραφιώτη» και ύστερα από τρεις μή…εκεί. Αλλά σ’ ένα μονοπατάκι στο ρεματάκι είδαμε να πέφτουν πέντε έξι Ιταλοί απ’ τα δικά μας τα πυρά. Τέλος πάντων, αυτή ήταν η πρώτη μάχη!
Lead to transcriptTopics
Tags
Segment 10
Η μάχη του Φαναριού
01:27:08 - 01:34:12
Summary
Ο αφηγητής περιγράφει με λεπτομέρεια όσα θυμάται από την μάχη που δώσανε στο Φανάρι και στον σιδηροδρομικό του σταθμό με σκοπό να αποκόψουν την συγκοινωνία, και κατ' επέκταση την επικοινωνία, ανάμεσα σε Τρίκαλα-Καρδίτσα και Πόρο. Ακόμα αναφέρει τους τραυματισμούς του τάγματος και τις απώλειες ανταρτών.
Partial Transcript
Στη συνέχεια είχαμε πολλές μάχες στην Πόρτα-Μουζάκι το Τάγμα μας, πολλές μάχες στην Πόρτα-Μουζάκι, και αρκετές σε επιθέσεις που κάναμε σε φυ…αι μου ‘κανε παράπονα γιατί κάναμε τη μάχη αυτή. Συναντηθήκαμε μετά τη μάχη του Ζάρκο Μάρι. Θα σου πω πρώτα τη μάχη κι ύστερα τη συνάντηση.
Lead to transcriptTopics
Tags
Segment 11
Η μάχη της Πηνειάδας (Ζάρκο Μαρί)
01:34:12 - 01:40:35
Summary
Ο αφηγητής θυμάται και περιγράφει την πιο επιτυχημένη μάχη του Τάγματός του, αυτή της Πηνειάδας (παλιά ονομασία Ζάρκο Μαρί). Μιλάει για όλη την προετοιμασία της μάχης και τον σημαντικό του ρόλο στην έγκυρη ενημέρωση των μελών του Τάγματος, καθώς και για το σχέδιο που εφαρμόσανε ώστε να πετύχουν τους Γερμανούς κατακτητές. Ακόμα μιλάει και για την απώλεια ενός νέου αντάρτη και τη συνομιλία που είχε την επομένη της μάχης με τον αδερφό αυτού του νέου.
Partial Transcript
Η άλλη μάχη που κάναμε, κι ήταν η καλύτερη που έκανε το Σύνταγμά μας και συγκεκριμένα το 2ο Τάγμα εν προκειμένω και ο Λόχος Καταστροφών —το …ερα από είκοσι χρόνια, τριάντα; Συναντηθήκαμε στις Σποράδες στο… Μετά τη Σκιάθο ποιο είναι το… Πώς το λέμε το χωριό; Το νησί; Αλόννησο.
Lead to transcriptTopics
Tags
Segment 12
Οι μάχες στα Δέντρα, Ελασσόνα και Σαραντάπορο
01:40:35 - 01:42:29
Summary
Ο αφηγητής περιγράφει τις διάφορες άλλες μάχες που δώσανε σε Δέντρα και Ελασσόνα και τη μεγάλη μάχη που δώσανε - και τελευταία - στο Σαραντάπορο Λάρισας. Επίσης αναφέρεται και στα λάφυρα που πήραν από τους Γερμανούς που κυνήγησαν σε εκείνη την περιοχή και στην περιοχή των Σερβίων.
Partial Transcript
Αλόννησο. Στην Αλόννησο συναντηθήκαμε παραθεριστές και οι δυο και βγάλαμε μία ίδια φωτογραφία όπως εκεί, ο Μήτσος και εγώ μια φωτογραφία. Τι…ιο χάρτες —όχι για μένα, για το Σύνταγμα—, ένα κιβώτιο χάρτες και εφοδίασα όλο το Σύνταγμα με χάρτες! Χάρτες της… επιτελικοί χάρτες, αυτοί.
Lead to transcriptTopics
Locations
Tags
Segment 13
Η εντολή για την «καταδίωξη» του στρατού του Ζέρβα ως και το τέλος της Αντίστασης
01:42:29 - 01:50:30
Summary
Ο αφηγητής περιγράφει με λεπτομέρεια τις προσπάθειές τους για την εύρεση του στρατού του Ζέρβα με σκοπό την σύλληψή του, εντολή που δεν άφηνε το Τάγμα να συμμετάσχει στα Δεκεμβριανά του 1944. Μιλάει, λοιπόν, για το ταξίδι τους με τα πόδια από τη Λάρισα προς την Ήπειρο μέσα στο χειμώνα και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Περιγράφει την τελευταία συνάντησή τους με τον Άρη Βελουχιώτη και τις ευχές που τους έδωσε, ενώ αφηγείται και το ταξίδι της επιστροφής προς τη Θεσσαλία. Στη συγκεκριμένη διαδρομή αναφέρει και την συνάντηση τους με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ που τους ανακοινώνει το τέλος της αντίστασης και το ελεύθερο να γυρίσουν σπίτια τους.
Partial Transcript
Μετά γυρίσαμε στη Λάρισα και στις 4 Δεκεμβρίου άρχισε η μάχη της Αθήνας, ο Δεκέμβρης ο περίφημος. Το Σύνταγμά μας δεν το στείλαν στην Αθήνα …σανε χωρίς στρατοδικείο, χωρίς τίποτα. Και δεν ξέρουνε ούτε πού τους θάψανε! Ήταν… Από κει και ύστερα ο Εμφύλιος ήταν μη συζητάς… Συμφορά!
Lead to transcriptLocations
Tags
Segment 14
Η επιστροφή στην Αθήνα μετά την Αντίσταση και η επαγγελματική του καριέρα
01:50:30 - 02:01:22
Summary
Ο αφηγητής μιλάει για την ηλικία που είχε όταν μπήκε στην αντίσταση και για την ιδέα πίσω από το ψευδώνυμο που είχε. Επιπλέον, αφηγείται την επιστροφή του στην Αθήνα και τον λόγο πίσω από την μη συμμετοχή του στον εμφύλιο. Ακόμα αφηγείται και την προσπάθεια για επιστροφή στην "κανονικότητα" περιγράφοντας τις πρώτες δουλειές που έκανε όταν επέστρεψε στην πρωτεύουσα, ενώ εξηγεί και το πώς από την δουλειά που είχε βρει σαν δημοσιογράφος σε εφημερίδα πήρε την απόφαση να γίνει δικηγόρος, περνώντας, μάλιστα, πρώτος στις εξετάσεις. Έτσι, μιλάει για τις σπουδές του και για μερικές από τις πρώτες επαγγελματικές του επιτυχίες που τον οδήγησαν να γίνει ένας καταξιωμένος και πολύ επιτυχημένος δικηγόρος με άριστη γνώση του Αστικού Δικαίου.
Partial Transcript
Σε τι ηλικία μπήκατε στην αντίσταση εσείς; Τι ηλικία είχατε; 20 χρονώ, 20. Δεν είχα συμπληρώσει τα 20 ακόμα, 20 πες. Και είχατε εσείς …χρόνια, δυο τρία χρόνια, ναι. Και στα δυο τρία χρόνια αυτά έπιασα με τους Κυλινδρομύλους καλή δουλειά και ο ένας πελάτης έφερνε τον άλλον…
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 15
Η περίοδος της Χούντας
02:01:22 - 02:03:04
Summary
Ο αφηγητής εξηγεί τον λόγο για τον οποίο δεν κατηγορήθηκε ως αριστερός κατά την διάρκεια της Χούντας και να σταλθεί στην εξορία. Ακόμα αναφέρει και την κρυψώνα που πρόσφερε στον Ζυγογιάννη.
Partial Transcript
Να κάνω μια ερώτηση. Κατά τη διάρκεια της Χούντας εσείς κατηγορηθήκατε σαν Αριστερός, να έχετε πρόβλημα; Όχι, όχι. Είχα… Πώς να πω; Καθόμ…ξέρεις, είχε σκοτώσει και κόσμο τότε! Είχε βάλει μια βόμβα και σκοτώθηκε ένας απ’ το Καταφύ, μάλιστα. Ναι. Τον έκρυβα τον Ζυγογιάννη, ναι.
Lead to transcriptLocations
Tags
Segment 16
Το κρυφό αεροδρόμιο της Νεβρόπολης
02:03:04 - 02:05:25
Summary
Ο αφηγητής μιλάει για τη λειτουργία του μυστικού αεροδρομίου, στην περιοχή που σήμερα είναι η λίμνη - τότε ονομάζονταν Νεβρόπολη- κατά τα χρόνια της αντίστασης. Εξηγεί τον τρόπο λειτουργίας του αλλά και τον σημαντικό του ρόλο τόσο στον ανεφοδιασμό των ανταρτών, όσο και στις επιτυχείς καταλήξεις των μαχών ενάντια των κατακτητών. Ακόμα μιλάει και για τη συμμετοχή του στη συγγραφή ενός σχετικού με το παραπάνω θέμα βιβλίου.
Partial Transcript
Απ’ όσο ξέρω, κατά τη διάρκεια της Αντίστασης στην περιοχή τώρα που είναι η Λίμνη, που έχει γίνει, λειτουργούσε ένα αεροδρόμιο, το οποίο μπο…ταβολή, περισσότερο εγώ που δούλευα καλύτερα τότε, λιγότερο ο Στρογγύλης. Και αγόρασα και εκατό όταν κυκλοφόρησε και τα ‘δωσα εδώ και κει.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 17
Η τελευταία μάχη στο Σαραντάπορο
02:05:25 - 02:06:29
Summary
Περιγράφεται η τελευταία μάχη στο Σαραντάπορο της Λάρισας τον Σεπτέμβριο του '44 και για τις εναλλαγές της έδρας τους πρώτα ως συγκρότημα και μετά ως Τάγμα.
Partial Transcript
Η τελευταία μάχη, θυμάστε ποια ήταν η τελευταία μάχη κατά τη διάρκεια της Αντίστασης που δώσατε και πότε έγινε; Στο Σαραντάπορο. Έγινε το…ορο πάλι. Είπατε ότι είχατε σαν βάση τη Σέκλιζα… Ως συγκρότημα! Μετά ήταν το Νεοχώρι και μετά το Τάγμα πήγε πλέον στο Μουζάκι-Πόρτα.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 18
Η προστασία των Εβραίων, οι προδότες και ο εμπρησμός του σπιτιού
02:06:29 - 02:12:44
Summary
Ο αφηγητής συνεχίζει την αφήγησή του μιλώντας για τον ρόλο των δημάρχων της Καρδίτσας στην προστασία των Εβραίων της πόλης ενώ αναφέρει και το περιστατικό με το στρατοδικείο που πέρασε από το αντάρτικο τάγμα ένας συγχωριανός του, αποτέλεσμα της προδοσίας στους κατακτητές όσων από την Καστανιά είχαν όπλα στο σπίτι τους. Ακόμα περιγράφει πώς βοήθησε τον αδερφό του Πλαστήρα να δραπετεύσει μετά την μάχη της Καρδίτσας προς την Κερασιά. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης τού εμπιστεύθηκε ένα τεράστιο προσωπικό αρχείο του αδερφού του Νικόλαου Πλαστήρα. Ακόμα μιλάει και για την πυρκαγιά που έκαψε το σπίτι του και ήταν συνέπεια εμπρησμού, αποτέλεσμα αυτής της πυρκαγιάς η καταστροφή αυτού του αρχείου.
Partial Transcript
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, εκεί το ‘44, θυμάστε πώς βοηθήσατε τους Εβραίους της Καρδίτσας να δραπετεύσουν προς τον Αμάραντο; Κοίταξε ν…ίνει στην Ιστορία. Πότε κάηκε; Το ‘48. Γεμάτο! Γεμάτο όσο είχε μείνει γεμάτο δηλαδή, γιατί φύγανε σε μια νύχτα, σε μια νύχτα φύγανε.
Lead to transcriptTopics
Segment 19
Φαντάρος στο Μακρονήσι
02:12:44 - 02:14:01
Summary
Ο αφηγητής αναφέρεται στην κλήση που του έγινε για να καταταχθεί στο στρατό και να υπηρετήσει την θητεία του, έτσι εξηγεί το ταξίδι μέχρι το Μακρονήσι που ήταν ο τόπος κατάταξής του.
Partial Transcript
Και στο Μακρονήσι εσείς που είπατε πώς πήγατε, γιατί πήγατε; Ξεκινήσαμε τέσσεροι… Ήταν οι κλήσεις μας για στρατός. Κληθήκαμε στρατιώτες. …Κόζιακας κι όλη η περιοχή. Και ύστερα από δεκαπέντε μέρες περίπου μάς φόρτωσαν σ’ ένα τρένο και σ’ ένα καράβι και μας πήγαν στο Μακρονήσι.
Lead to transcriptSegment 20
Η αναβάθμιση του ήθους των ανθρώπων
02:14:01 - 02:21:24
Summary
Ο αφηγητής, θέλοντας να εξηγήσει το πώς αναβαθμίστηκε το ήθος, όπως πιστεύει, των ανθρώπων με την αντίσταση, περιγράφει το περιστατικό με τον συναγωνιστή του Χρήστο Ξυδιά και την ευθύνη που του ανατέθηκε για την εκτέλεση μιας πολύ σοβαρής εντολής, παρ' όλες τις αρχικές αμφιβολίες του καπετάνιου τους Βασίλη Μπότση "Αγραφιώτη". Από αυτό το περιστατικό εξηγεί πώς μετά από λίγα χρόνια από την αντίσταση ο Χρήστος Ξυδιάς θέλησε να του χαρίσει ένα δώρο.
Partial Transcript
Πάρα πολύ ωραία. Δεν ξέρω, μπορούμε, νομίζω, να ολοκληρώσουμε την συζήτηση. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο. Κοίταξε, τι άλλο …ανή; Άντε να την πουλήσεις, να πάρεις…» κι έτσι. Πώς ανέβηκε το ήθος του ανθρώπου με την Αντίσταση και πώς ξαναγύρισε πάλι στα παλιά μετά.
Lead to transcriptSegment 21
Η μάχη της Καρδίτσας
02:21:24 - 02:27:14
Summary
Ο αφηγητής περιγράφει όλα όσα θυμάται από την μάχη που δώσανε στην Καρδίτσα το καλοκαίρι του '44. Από το στήσιμο της επίθεσης μέχρι και τα αποτελέσματα και την κατάληξη της μάχης.
Partial Transcript
Με τη μάχη της Καρδίτσας που είπατε ότι έγινε, μπορείτε να τη περιγράψετε λίγο πώς έγινε; Κοίταξε, πήραμε εντολή να χτυπήσουμε την Καρδίτ…υπώσω εγώ και θα στο δώσω. Όταν τέλειωσαν τα εκατό που ‘χα πάρει, τύπωσα καμιά δεκαριά ακόμα και τα τύπωσαν πολύ ωραία! Σαν να ‘τανε αυτό…
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 22
Η ζωή τα πρώτα δύο χρόνια της Κατοχής μέσα από μία καταγεγραμμένη μαρτυρία
02:27:14 - 02:29:10
Summary
Ο αφηγητής μιλάει για μια γραπτή μαρτυρία που κατέγραψε ο Πέτρος Μπολτσής, συγχωριανός του. Περιγράφει σε αυτή την καθημερινή ζωή κατά την διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της κατοχής. Το συγκεκριμένο κείμενο το έχω φωτογραφήσει και συνοδεύει και αυτό την συνέντευξη.
Partial Transcript
Πάρα πολύ ωραία, νομίζω μπορούμε να… Τι άλλο να σου πω τώρα; Τι άλλο να σου πω; Νομίζω ότι τα βασικά τα είπαμε, τα καταγράψαμε, οπότε …στον Παλαμά δέκα ώρες δρόμο, έτσι, τα δίναμε και παίρναμε 2,5 οκάδες καλαμπόκι! 2,5 οκάδες καλαμπόκι!». Θα το διαβάσεις εκεί. Έτσι ζήσανε.
Lead to transcriptLocations
Segment 23
Η βοήθεια σε συγγενείς στα χρόνια της Κατοχής και το «Ευχαριστώ»«
02:29:10 - 02:30:35
Summary
Ο αφηγητής ολοκληρώνει την αφήγησή του μιλώντας για την βοήθεια που προσέφερε η μητέρα του σε συγγενείς και γείτονες κατά την διάρκεια της κατοχής και της μεγάλης πείνας. Ακόμα περιγράφει την συνάντησή του μετά από χρόνια με μια ξαδέρφη του που η μητέρα του της έδινε να φάει. Αναφέρεται, λοιπόν, στη συζήτηση που είχαν με την ξαδέρφη του και συγκινείται όταν θυμάται τη στιγμή που έμαθε τον τρόπο με τον οποίο η μητέρα του της έδινε το ψωμί, την ίδια ώρα που οι γονείς του δίνανε σε αυτόν και στα αδέρφια του τόσο φαγητό όσο για να μπορούν να ζουν υποφερτά, όπως αναφέρει (οι γονείς του επιλέγαν να μοιράσουν το φαγητό σε αυτούς που είχαν περισσότερη ανάγκη στο χωριό και πείναγαν περισσότερο, για αυτό δίνανε στα παιδιά τους κανονικές προς μικρές ικανοποιητικές μερίδες ίσα-ίσα για να μη νιώθουν πείνα).
Partial Transcript
Εμένα μου ‘κανε εντύπωση το εξής. Ο πατέρας μου είχε κρατήσει, τα πρόβλεψε αυτά και είχε κρατήσει κάπου 6.000 οκάδες σιτάρι. Δεν πούλησε τίπ…, αλλά… Δεν πειράζει. Είναι πράγματα που θυμάσαι και… Κι εμάς δεν μας δίναν να χορτάσουμε, μας δίναν όσο έπρεπε για να ζούμε υποφερτά.
Lead to transcriptLocations
Ωραία. Καλημέρα.
[00:00:00]
Καλώς το Χριστινάκι.
Ονομάζομαι Πέτρου Χριστίνα, είμαι Ερευνήτρια για το Istorima, σήμερα είναι Σάββατο 12 Μαρτίου 2022, βρίσκομαι με τον κύριο;
Γιώργο Ζαχαρόπουλο.
Με τον κύριο Γιώργο Ζαχαρόπουλο και είμαστε στο σπίτι του κι είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε την συζήτησή μας. Πείτε μας λίγα πράγματα.
Είχαμε, αγαπητό ακροατήριο, μια συζήτηση από τηλεφώνου με τη Χριστιάνα, την οποία σήμερα γνώρισα και χαίρομαι πάρα πολύ για αυτό, και με βάση αυτή τη μικρή συζήτηση που είχαμε θα αρχίσω ως εξής: Νομίζω ότι πρέπει να πω δυο λόγια τι ήταν η Καστανιά, πότε ιδρύθηκε, τι διήνυσε, τι ανθρώπους έβγαλε. Τα πρώτα γραπτά στοιχεία για την Καστανιά είναι από το 1450. Τότε έγινε μια απογραφή των χωριών των Αγράφων μεταξύ των οποίων καταγράφηκε και η Καστανιά ότι είχε τόσες οικογένειες, έβγαζε τόσο κρασί, τόσο σιτάρι, τόσα πρόβατα είχε κλπ. Από κει είναι η πρώτη ένδειξη της ύπαρξης της Καστανιάς. Διήνυσε μακρά θητεία από τότε η Καστανιά, έβγαλε αρκετούς ανθρώπους, εργαζόμενους σε κάθε μορφή, αγρότες, κτηνοτρόφους, αμπελουργούς και ό,τι άλλο μπορούσε να δώσει ένα κομμάτι ψωμί. Μεταξύ αυτών ήτανε δυο Μητροπολίτες Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι φοίτησαν στο σχολείο της Καστανιάς, μετεκπαιδεύτηκαν στη Σχολή των Βραγκιανών και επελέγησαν κατόπιν ως Μητροπολίτες Κωνσταντινουπόλεως. Δύο! Έτσι; Στο βιβλίο του Κλήμου του Γιώργου θα βρείτε και τα ονόματά τους εκεί. Άλλους τους οποίους μπορώ να θυμάμαι αυτή τη στιγμή, και να μην επεκταθώ πολύ, που πρόκοψαν Καστανιώτες μπορώ να σας πω το εξής: Η Καστανιά καταρχήν ήτανε ένας άγονος τόπος και δεν μπορούσε να διαθρέψει τους ανθρώπους που γεννιόντουσαν, πολλοί μάλιστα! Η γιαγιά μου η Χαρίκλεια —τ’ όνομά της έχει μια προγιαγιά της Χριστιάνας—, η γιαγιά μου η Χαρίκλεια ήρθε απ’ την Καρδίτσα στη Καστανιά, γέννησε δέκα παιδιά, το ένα μόνο απ’ αυτά πέθανε και από τα εννιά τα οχτώ ξενιτεύτηκαν και το ένα μόνο, ο πατέρας μου, έμεινε στην Καστανιά. Αυτό συνέβαινε με όλα σχεδόν τα Καστανιώτικα σπίτια. Ένας πριν από τον παππού του πατέρα μου, ο Μακρής, ναι, ο Θανάσης ο Μακρής, ξενιτεύτηκε νέος στη Λάρισα. Εκεί είχε συγγενείς. Ασχολήθηκε με το εμπόριο, διακρίθηκε, έγινε πλούσιος και στέλεχος της κοινωνίας της Λάρισας. Την κόρη του την Ελένη, ναι, την κόρη του εν πάση περιπτώσει —δεν θυμάμαι το όνομά της τώρα— την πάντρεψε μ’ έναν, ας πούμε, τσιφλικά στον Τύρναβο και η κόρη αυτού του ζευγαριού παντρεύτηκε το Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα, που ήτανε Μωραΐτης, ο Ροδόπουλος. Κόρη του Ροδόπουλου ήταν η Ανθή —όχι, η γυναίκα του Ροδόπουλου ήταν η Ανθή και η κόρη του Ροδόπουλου ήταν η μητέρα του Καραγάτση, του Δημητράκη του Καραγάτση. Αδερφός της μητέρας του Καραγάτση ήταν ο γιατρός Ευριπίδης Μακρής, ο οποίος με τη διαθήκη του άφησε το οικόπεδό του στην Καστανιά, στην κοινότητα, και 5.000 για να το περιφράξει. Είναι το οικόπεδο κάτω από το τηλεφωνικό κέντρο όπου ήταν το σπίτι του Μακρή. Είναι απ’ τη δωρεά του Μακρή το τηλεφωνικό κέντρο, έτσι; Δεν ήταν, όμως, μόνο ο Καραγάτσης από τους διακεκριμένους Έλληνες που άφησε η Καστανιά. Από τη γενιά τη δική μας πρέπει να ξεκινήσουμε από ποιον; Από ποιον; Ας πούμε τον Πρόεδρό μας, τον Παναγιώτη τον Κατσαρό, ο οποίος ξεκίνησε απ’ τη Μούχα λιανοπαίδι αγράμματο και ξυπόλητο και αναδείχθηκε σε Αντιστράτηγο, παρακαλώ, Αντιστράτηγο της Αεροπορίας. Διοίκησε τη Σκύρο, τη μονάδα Αεροπορική της Σκύρου επί πολλά χρόνια. Ο Κώστας ο γιος μου είχε αγοράσει σπίτι στη Σκύρο και έμενε εκεί τα καλοκαίρια και θυμάται τι φήμη που είχε ο Κατσαρός στη Σκύρο, όχι μόνο στους Σκυριανούς άλλα και όλους τους σπουδαίους ανθρώπους εκεί. Δεύτερο, να πούμε τη γενιά των γιατρών Λαζαρίδη. Πρώτος ήτανε ο Δημήτρης Λαζαρίδης, που γεννήθηκε γύρω στο… 1860; Εκεί κάπου. Γιατρός προικισμένος όσο δεν έχω ξαναδεί άλλο γιατρό στα εκατό χρόνια που έχω ζήσει, προικισμένος από τη φύση. Η διαγνωστική του ικανότητα ήτανε καταπληκτική! Αυτός έκανε δυο παιδιά, δυο αρσένια παιδιά, τον Λάζαρο και τον Στέφανο. Ο Λάζαρος ακολούθησε την ιατρική, μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, έγινε διδάκτορας και γύρισε στην Καρδίτσα και άσκησε επί λίγες δεκάδες χρόνια το επάγγελμα του γιατρού κατ’ απαίτηση του πατέρα του. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ήρθε στην Αθήνα και συνέχισε στην Αθήνα. Ήτανε βοηθός του καθηγητή, του μεγάλου καθηγητή του παιδιάτρου και ήθελε να τον κάνει υφηγητή και να τον κρατήσει εκεί, όμως προτίμησε το καθήκον το Καστανιώτικο, το Καρδιτσιώτικο και πέθανε στην Αθήνα ως γιατρός. Τώρα, ο γιος του άλλου αδερφού, του Λάζαρου, ο Λάζαρος κι αυτός Λαζαρίδης, είναι ήδη γιατρός σπουδαγμένος στην Αθήνα, μετεκπαιδευμένος στο Λονδίνο και διευθύνει το χειρουργικό τμήμα μιας κλινικής στην Αθήνα, έτσι. Τρίτη οικογένεια είναι του Τζιοβάρα. Οι Τζιοβαραίοι είχανε την εξής ιδιότητα: τα εννιά δέκατα των Τζιοβαραίων ήτανε άριστοι —άριστοι στο μυαλό λέω, άριστοι στο μυαλό—, το εν δέκατο ήταν λιγάκι τσαντισμένοι στο μυαλό. Λοιπόν, η Αθηνά ή μάλλον η… πώς τη λέγαμε δεν θυμάμαι, ναι. Η γυναίκα του Κωστούλα του Ζαχαρού ήτανε η μητέρα της Αθηνάς. Η Αθηνά διέπρεψε και συνεχίζει να διαπρέπει ως διδάκτορας της ιστορίας κλπ. Βραβεύτηκε τρεις φορές ως τώρα απ’ την Ακαδημία Αθηνών για όσα έχει κάνει και εξακολουθεί ακόμα να δουλεύει και να γράφει. Ένας ακόμα είναι ο Άγγελος, ο αδερφός μου, ο οποίος διακρίθηκε στις σπουδές του στην Grande École, μία μεγάλη σχολή στο Παρίσι, όπου τον έστειλε το δημόσιο, το IKY, το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών, τρία χρόνια εκεί και συνδέθηκε με όλη τη Σχολή. Και όταν μετά στάλθηκε από το κράτος της Ελλάδος επικεφαλής του Αγροτικού Τμήματος, της ομάδος που μελετούσε και εισήγαγε την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκμεταλλεύτηκε τις γνωριμίες που απέκτησε στη Σχολή εκείνη και προωθούσε τις θέσεις της Ελλάδος με τους συμμαθητές του που ήταν κι αυτοί στελέχη. Αποτέλεσμα; Πέτυχε πέντε χρόνια πριν την Ισπανία, την Πορτογαλία, είσοδο της Ελλάδος στην ΕΟΚ με πολύ καλύτερους όρους και πολύ, πολύ μεγάλη επιτυχία. Όταν γύρισε, ήταν Γενικός Διευθυντής στο Υπουργείο Γεωργίας, όμως ήρθε το ΠΑΣΟΚ και ο φίλος μου ο Κουτσόγιωργας —Κουτσόγιωργα τον λέγανε— τους πέταξε όλους τους Γενικούς Διευθυντές για να βάλει πρασινοφρουρούς. Πήγε ο Άγγελος, τον βρήκε τον Κουτσόγιωργα και του λέει: «Βρε Μένιο, εσύ με τον πατέρα μου ήσασταν στο Σύλλογο των Νέων Δικηγόρων και διώξατε από κει τη Δεξιά. Γιατί εμένα μ’ έδιωξες από ‘κει;». Και του λέει: «Άγγελε, δεν μπορώ ν’ αφήσω κανέναν. Αυτή είναι η εντολή, δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα». Τον ίδιο χρόνο έγινε διαγωνισμός για πρόσληψη τριών στελεχών στην ΕΟΚ. Έδωσε εξετάσεις, ήρθε πρώτος και πέρασε στην ΕΟΚ και εκεί έμεινε δώδεκα χρόνια κι από κει αποστρατεύθηκε με πολύ καλή σύνταξη. Έκανε πολύ καλή δουλειά εκεί, ναι. Γυρνώντας τον προσέλαβε ο μεγάλος —τέλος πάντων. Βλέπεις το μυαλό δεν δουλεύει— στην εταιρεία την μεγάλη, τον… Τέλος πάντων, θα το θυμηθώ κάπου και θα το πούμε. Έμεινε εκεί δέκα χρόνια διευθυντής σε μια υπηρεσία και τώρα είναι συνταξιούχος και γράφει συνέχεια άρθρα. Και αρκετοί άλλοι πρόκοψαν πάρα πολύ. Να, στον επαγγελματικό τομέα. Ο Παναγιώτης ο Καραγιάννης ήταν του Δημοτικού. Μαζί ξεκινήσαμε απ’ τη Καστανιά[00:10:00] να ‘ρθούμε στην Αθήνα. Ο Παναγιώτης ο Καραγιάννης, ο Χρήστος ο Ξυδιάς και εγώ ήμασταν όλοι άφραγκοι και οι γονείς μας, διότι είχε χαθεί το σύμπαν τότε, δανειστήκαμε μισή λίρα ήρθαμε εδώ και αρχίσαμε να δουλεύουμε κι εγώ να δουλεύω και να σπουδάζω ταυτόχρονα. Ο Παναγιώτης ήταν γκαρσόνι σ’ ένα μπαρ στην Αλεξάνδρας. Από τότε, πριν φύγουμε για τη Καστανιά, τον προσέλαβε αμέσως το αφεντικό του γιατί ήξερε τι αξίζει. Κατεβήκαν στο Καλαμάκι, ανοίξαν ένα μεγάλο κέντρο εκεί κι ο Παναγιώτης σε δέκα χρόνια έγινε μεγαλοεπιχειρηματίας εκεί. Άνοιξε αυτός την ταβέρνα, έκανε μια πολυκατοικία, κατοικία, βοήθησε τον Γιάννη τον Μπότση κι έκανε και ‘κείνος κατοικία. Πρόκοψε πάρα πολύ και σκοτώθηκε απ’ τ’ αυτοκίνητο. Σκοτώθηκε εκεί που είχε σκοτωθεί πριν ο Σαράφης και μετά απ’ αυτόν ο Λάμπρος ο Σεκλιζιώτης. Στο ίδιο σημείο! Απ’ αυτοκίνητο και οι τρεις. Ναι. Τι είναι η τύχη!
Ναι, να πούμε τα πριν την Κατοχή, πριν το πόλεμο χρόνια. Κοίταξε, αυτά τα έζησα εγώ, γιατί ο πατέρας μου ήτανε παντοπώλης στο χωριό και εξυπηρετούσε όχι μόνο την Καστανιά αλλά και όλα τα γύρω χωριά. Και γνώρισα πάρα πολύ κόσμο και τον γνώρισα ζωντανόν τον κόσμο αυτόν. Από την τετάρτη του Δημοτικού δούλευα στο μαγαζί. Τα καλοκαίρια, που γινότανε τα ωραία παραθεριστικά τσιμπούσια και περίπατοι κλπ., εγώ δεν πατούσα, γιατί ήμουνα στο μαγαζί και δούλευα. Και αυτή τη ζωή έζησα μέχρι σήμερα και δεν μετανιώνω. Κι αν κρατήθηκα και είμαι 100 χρονών σήμερα, το φάρμακο που εγώ έχω κρίνει ότι με βοήθησε γι’ αυτό είναι η δουλειά, η συνεχής δουλειά, να δουλεύει και το σώμα και το μυαλό συνεχώς. Δεν αφήνει το σώμα ή μάλλον δεν αφήνει το μυαλό το σώμα να γεράσει, γιατί πρέπει να εκπληρώσει τα καθήκοντα που θέτει το μυαλό. Εκεί αποδίδω τα γηρατειά μου και να μπορώ ν’ αρθρώσω αυτά που αρθρώνω τώρα στα 100 μου χρόνια, έτσι; Οι Καστανιώτες ήτανε κατά πρώτο λόγο αγωγιάτες, δηλαδή είχανε μουλάρια και κουβαλούσανε τα προϊόντα που παρήγοντο στη Καστανιά και στα γύρω χωριά, στην Καρδίτσα και απ’ τη Καρδίτσα φέρναν τα εμπορεύματα και τα προϊόντα στην Καστανιά και απ’ την Καστανιά διοχετεύονταν και στα πάνω από την Καστανιά χωριά. Και απ’ το Καταφύγι είχαμε πελάτες, αλλά στην πάνω απ’ τη Καστανιά χωριά και όλους τους Σαρακατσάνους. Διακόσιοι πενήντα οικογένειες Σαρακατσαναίων ήτανε πελάτες του μαγαζιού. Κι έχω ακόμα βιβλία απ’ την εποχή εκείνη. Διακόσιοι πενήντα, ναι. Μεταξύ αυτών ήταν και μια μεγάλη οικογένεια: Καλαμπαλίκης, Καλαμπαλίκης. Και αξίζει να σου πω ένα περιστατικό με τον Καλαμπαλίκη. Στα κατάστιχα του πατέρα μου είναι δεκαπέντε Καλαμπαλίκηδες. Η μάνα μου παντρεύτηκε το 1918. Το 1919 ήρθε στην Καστανιά μια θεια της Σαρακατσάνα Καλαμπαλίκαινα, [Δ.Α.] Καλαμπαλίκαινα, και της λέει: «Τασιά μου, έχω να βαφτίσω ένα παιδί. Θα το βαφτίσεις;». «Γιατί όχι, θεια μου; Να το βαφτίσω. Πότε θες;» «Την απάνω Κυριακή». «Θα ‘ρθώ την απάνω Κυριακή να το βαφτίσεις». Αυτά μού τ’ αφηγούνταν η μάνα μου. «Και τη ρωτάω: ‘‘Πώς θα το πω, θεια;’’. ‘‘Βασίλη θα το πεις, Τασιά’’. Σκέφτηκα», λέει, «‘‘Καλά, Βασίλη δεν θυμάμαι να ‘χετε στην οικογένειά σας’’. Απαντάει η Καλαμπαλίκαινα: ‘‘Είχαμαν, Τασιά μου. Είχαμαν έναν μεγάλο καπετάνιο Βασίλη’’». Ήταν λήσταρχος, Βασίλης Καλαμπαλίκης, ο οποίος μαζί με τον Νταβέλη πιάσαν το βουλευτή στη Χαλκίδα και τον ξαγοράσανε. Κι όταν σκοτώθηκε, τον βρήκαν απάνω του 2.500 λίρες και τα πήρε το απόσπασμα που τον σκότωσε. Και τον θυμόντουσαν ύστερα από εξήντα χρόνια οι Καλαμπαλίκηδες και βάφτιζαν Βασίληδες τα παιδιά τους. Αυτά είναι ιστορίες λαογραφικές, σωστές ιστορίες αληθινές και δείχνουν πώς ο κόσμος ζούσε τότε, ποιους επαίνευε, ποιους κατηγορούσε. Αν κάποιος πρόδινε έναν κλέφτη, τον λέγανε «προδότη», «χαΐνη», καταλάβατε; Λοιπόν, είπαμε, οι πολλοί Καστανιώτες ήταν αγωγιάτες. Οι υπόλοιποι ήταν —όχι οι υπόλοιποι, ένα μεγάλο μέρος επίσης ασχολούνταν με τη ξυλεία, οι μισοί νόμιμοι υλοτόμοι και οι άλλοι μισοί λαθροϋλοτόμοι. Οι νόμιμοι υλοτόμοι είχανε σύλλογο, έπαιρναν άδεια από το Δασαρχείο. Πηγαίναμε —γιατί για έναν χρόνο ήμουνα, ας πούμε, οικονομικός οδηγός τους— στο Περγούλι, σημάδευε ο δασικός τα έλατα, τα πελεκούσε στη ρίζα κάτω, τα χτυπούσε με τη σφραγίδα τα έλατα που έπρεπε να κοπούνε. Ύστερα κόβανε με τις κόφτρες τα έλατα που πέφταν κάτω, μετά τα κόβανε κοντύλια, τα καθαρίζανε, φτιάνανε την σκαλωσιά όπου θα δούλευε το πριόνι, ανεβάζαν τους κορμούς απάνω —4 μέτρα συνήθως ήτανε και 3 και 2, ανάλογα με το μέγεθος— και ένας από πάνω, ένας από κάτω πριονίζαν και βγάζανε σανίδια, κολώνες, όχι σανίδιες, κολώνες, δηλαδή διάσταση 4, 3, 2, ελάχιστα, τα πολλά 4, τα λιγότερα 3 μέτρα, τετράγωνα και τόσο πάχος ώστε να μπορούν να φορτωθούν. Πηγαίναν στη Νεβρόπολη και κει λιαζόντουσαν και στέγνωναν κι από κει πηγαίναν στο Βόλο και πωλιόντουσαν. Αυτοί ήταν οι νόμιμοι υλοτόμοι. Οι λαθροϋλοτόμοι κόβανε τα νεαρά ελάτια, κι όχι μόνο τα νεαρά, κι άλλα. Τα νεαρά τα λέγαμε «βελέσια». Ήτανε 3 μέτρα περίπου, μετά ήταν τα πεντάρια, 5 μέτρα, τα εξάρια, 6 μέτρα, τα οχτάρια, 8 μέτρα. Αυτά τα φορτώναν λαθραία στα μουλάρια, τα πηγαίναν στον κάμπο, τα πουλούσαν και παίρναν από κει σιτηρά και τ’ ανεβάζαν στην Καστανιά. Οι μισοί, λοιπόν, ήτανε νόμιμοι οι άλλοι μισοί παράνομοι, αλλά δεν ήτανε σπάνιο να αλλάζουν οι συνθήκες αυτές. Κι ένα ωραίο ανέκδοτο: Ο Θωμα-Κορδάτος είχε δυο μουλάρια κι ήταν λαθροϋλοτόμος. Φόρτωσε, λοιπόν, βελέσια και τα πήγε στο σπίτι για να τα πάει την άλλη μέρα, την άλλη νύχτα μάλλον, στον κάμπο. Τον πρόδωσαν, όμως, στο δασικό και ξεκίνησε ο δασικός να πάει στο σπίτι, αλλά ένας πιτσιρικάς που άκουσε την προδοσία έτρεξε κι είπε «Μπάρμπα-Θωμά, έρχεται ο δασικός!». Κλείνει τη πόρτα του κατωγιού ο Θωμάς, ανάβει τη φωτιά και έκαψε όλα τα δυο φορτώματα! Πήγε ο δασικός απ’ έξω και του ‘λεγε: «Άνοιξέ με!». «Να φέρεις απόφαση του Εισαγγελέα για να σε ανοίξω, είναι νύχτα» έλεγε ο Θωμάς. Οπότε, ο δασικός έλεγε «Κάψε, κερατά Κορδάτο! Ταχιά θα σε πιάσω και θα σε πάω στον Εισαγγελέα!». Αλλά ταχιά δεν υπήρχε αντικείμενο του εγκλήματος και τη γλύτωσε ο Θωμάς. Τέτοια σκαρφιζότανε οι Καστανιώτες. Ένα άλλο χωριό σαν την Καστανιά και περισσότερο, θα έλεγα, ισχυρό ήταν το Βουνέσι λαθροϋλοτόμων και ο ένας συναγωνίζονταν τον άλλον. Οι Βουνεσιώτες σκότωσαν έναν δασικό διότι, ενώ του ‘χαν δώσει —πώς το λένε;—, τον δωροδόκησαν, αυτός πήγε και τους κατήγγειλε. Και μετά τον «καθάρισαν». Ήτανε αυτή η ιστορία. Λίγοι ήτανε κτηνοτρόφοι, πολύ λίγοι ήταν κτηνοτρόφοι και όχι με μεγάλα κοπάδια. Ο Λάμπρος ο Αντωνίου ήταν ο μεγαλύτερος, πάλι καμιά εκατοστή γιδοπρόβατα. Ήταν ο Ζαχαρίας ο Κορδάτος με καμιά τριανταριά πρόβατα. Σκοτώθηκε ο καημένος. Έκοβε έναν έλατο, έπεσε ο έλατος και τον σκότωσε και έμεινε χήρα η Ζαχαράκαινα. Πολύ καλή γυναίκα, πάρα πολύ καλή γυναίκα. Και είχε μια δυο κόρες, νομίζω, και τον Βαγγέλη, που είχε σπίτι δίπλα στον Κώστα, το δικό σας. Εκεί είχε σπίτι και είναι ακόμα το σπίτι εκεί. Κι έκανε πάρα πολύ ωραίο κρασί. Αυτός το ‘κανε γλυκόπιοτο, ο Κώστας το ‘κανε αδρύ! Του Κώστα ήταν αυθεντικότερο και καλύτερο, αλλά του Βαγγέλη το πίναν ευκολότερα και το προτιμούσαν οι γυναίκες! Έκαναν τη λεζάντα που έμπαινε στα μπουκάλια ο Βαγγέλης και ο Κώστας, την έκανε ο Κώστας ο δικός μου και εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα. Και στο τέλος έγραφε υστερόγραφο: «Αυτό το κρασί κάνει καλό στις γυναίκες όταν το πίνουν οι άντρες τους»! Κι έμεινε. Λοιπόν, [00:20:00]το καλύτερο προϊόν που βγάζαν οι Καστανιώτες ήταν το κρασί. Η Μαραθιά είναι προικισμένος τόπος, καμωμένος για αμπέλια. Έκανε τόσο καλό κρασί, που ο πατέρας μου με τον αδερφό του, που ήταν στο Βόλο, το εμφιάλωνε και το πουλούσανε για πολύ ακριβό κρασί. Και πήγε στην Έκθεση Θεσσαλονίκης και πήρε βραβείο και το έχουμε το βραβείο ακόμα: Μαραθιά Αγράφων. Ναι, κρασί. Δυστυχώς, όμως, το ‘39 έπεσε η φυλλοξήρα και τ’ αμπέλια ξεραθήκανε. Και το θυμάμαι πάρα πολύ καλά το χειμώνα του ‘41 με την πείνα. Έρχονται οι Καστανιώτες στο μαγαζί. Ο πατέρας μου είχε κρατήσει αρκετό σιτάρι και τους έβαζε κι εκεί στο μαγκάλι καμιά φέτα ψωμί και τυρί και τρώγαν και λέγαν «Αχ, να ‘χαμαν και κρασί τώρα να πισαστούμε», διότι το κρασί έδινε θερμίδες, κατάλαβες, τότε που το ‘χανε. Πολύ καλό κρασί έκανε και ο γείτονας του προπαππού σου, ο Κωστα-Κουτής. Είχε ένα αμπέλι σε καταπληκτική θέση και έκανε λίγο μεν κρασί, αλλά άριστο! Έστελνε μόνο στον πατέρα μου μερικές νταμιτζάνες, τ’ άλλο το ‘πινε ο ίδιος. Έβγαινε έξω, το ‘πινε και τραγουδούσε. Όσο τραγουδούσε ο πατέρας μου, τον απολάμβανε. Όταν σταματούσε, κατάλαβε ότι το κρασί τέλειωσε! Έλεγε στον υπάλληλο: «Μήτσο, πάρε μια νταμιτζάνα κρασί και πήγαινε στου Κωτσο-Κουτή, ν’ αρχίσει να τραγουδάει πάλι!». Είδες; Ωραίες αφηγήσεις, ε; Λοιπόν, είπαμε τα επαγγέλματα της Καστανιάς. τώρα τα χωριά. Τα χωριά τα πάνω απ’ την Καστανιά ήτανε χειρότερα από τους Καστανιώτες από πλευράς, ας πούμε, ευζωίας. Είχαν λιγότερα πρόβατα, λιγότερα γίδια, τη λαθροϋλοτομία δεν την ξέρανε, λίγα κατσίκια είχανε και ζούσαν φτωχά. Το χειμώνα τη Σάικα… Ξέρεις πού είναι η Σάικα, ναι; Κοίταξε να δεις. Το χειμώνα με χιόνια σαν αυτά που περάσαμε πριν από λίγο, έτσι, ξεκινούσαν απ’ τη Σάικα φορτωμένοι μελό —ξέρεις τι είναι ο μελός, το γκι—, φορτωμένοι μελό ερχόταν στη Καστανιά. Πουλούσαν το μελό. Ήταν μια οκά μελός, μια οκά καλαμπόκι. Τους έδινε ο πατέρας μου, όχι γιατί άξιζαν μια οκά καλαμπόκι —άξιζαν μισή οκά περίπου— αλλά για να μπορέσουν να γυρίσουν πίσω. Καθόντουσαν πανευτυχείς στο μαγαζί. Είχε δυο καναπέδες εκεί. Τους έβαζε ένα μαγκάλι μεγάλο ο πατέρας μου, τους έψηνε και δυο τρεις ρέγκες, τρώγανε, τους έδινε και μια φέτα μπομπότα, τρώγανε κι ήταν… Τι να σου πω; Πανευτυχείς! Οι πιο φτωχοί της περιοχής και οι πιο ευτυχισμένοι ήταν Σαϊκιώτες! Εμένα μου ‘κανε φοβερή εντύπωση και μια παρέα που είχαμε, ένας πολιτικός μηχανικός που ήτανε Διευθυντής των Τεχνικών Υπηρεσιών στ’ Άσπρα Σπίτια και πήρε είκοσι πέντε Καστανιώτες εκεί για χάρη σε μένα, ένας χημικός, ο Πάνος ο Καραγιάννης, και κάποιος άλλος. Δεν θυμάμαι. Και ψήσαμε ένα αρνί εκεί και μετά το ρίξαμε και στο γλέντι. Πάνω από μας, σ’ ένα αλωνάκι μικρό, ήταν πέντε έξι Σαϊκιώτες. Με ρωτάει ο μηχανικός —θα στον δείξω σε φωτογραφία: «Τι λένε αυτοί απάνω;». «Αυτοί», λέω, «τι λένε; Αυτοί είναι πανευτυχείς! Αυτοί κουτσομπολεύουνε όχι μόνο τους δικούς τους, όλο το Δήμο Δολόπων» —ο Δήμος Δολόπων… ναι— «το Δήμο Δολόπων κι αν τους ακούσεις, θα ξεκαρδιστείς στα γέλια!». Ήταν θυμόσοφοι! Θυμόσοφοι, αυτό που λέμε θυμόσοφοι, βουκολικοί ποιητές φοβεροί! Να σου πω κι αυτό. Λέω εγώ: «Μωρέ, θέλω να ανέβω στα Πετράλωνα απάνω. Είναι ένας λόφος όπως είναι η Σάικα από πάνω μεριά, απότομος στο ανέβασμα, κι όταν ανέβεις απάνω έχεις θέα όλη τη βουνοκορφή!». Λέει ο Αυγέρης —Αυγέρης ήταν ο Ρουμελιώτης ο μηχανικός… όχι, είπε ο χημικός, ο Παναγιώτης ο Κρυστάλλης: «Θα ‘ρθώ κι εγώ, Γιώργο!». Λέει ο Αυγέρης: «Αν φτάσεις εσύ, Παναγιώτη, στη κορυφή, εγώ βάζω ένα αρνί να το φάμε στον Παναγιώτη τον Καραγιάννη εδώ». «Το βάζεις;». «Το βάζω!», λέει, «Θα φτάσω!». Έφτασε ο Παναγιώτης ως τα μισά και όταν ανέβηκα εγώ απάνω —άκου τώρα να δεις— βρήκα εκεί τον Σαϊκιώτη το Δεξιό, που ήτανε ο εντεταλμένος της Δεξιάς εκεί, να κοιτάει πού είχανε κρύψει οι αντάρτες τις λίρες. Και μου λέει: «Γιώργο, ήρθες για τις λίρες;». Του λέω: «Ποιες λίρες βρε; Μ’ έχεις δει ποτέ εμένα να ‘ρθώ στη Σάικα; Πρώτη φορά ήρθα στη Σάικα!». «Ναι», λέει, «έτσι μου ‘παν, να ‘ρθώ να κάνω κι ύστερα να δω από πού τις βγάζεις τις λίρες», που είχε φτάσει το απώγειο του Εμφυλίου πλέον! Αυτοί οι Σαϊκιώτες φορτωνόντουσαν 20 οκάδες, 25 οκάδες καλαμπόκι ο καθένας απ’ την Καστανιά και με το χιόνι αυτό ανεβαίναν στη Σάικα και έτσι ζούσανε. Ζούσαν επίσης απ’ το κυνήγι. Κυνηγούσανε βερβέρες —βερβέρες είναι, ξέρεις… οι σκίουροι, ναι— αλεπούδες, λύκους και προπαντός κουνάβια. Όταν πιάναν κουνάβι είχανε τριών μηνών ψωμί! Το κουνάβι ήταν τότε πανάκριβο! 1.500 δραχμές τ’ αγόραζε ο πατέρας μου, 1.500 δραχμές! Και τα πουλούσε σ’ ένα Αρμένη στην Αθήνα και ο Αρμένης τα ‘στελνε στην Αμερική. Τα πουλούσε ο πατέρας μου 2.000 και εκείνος τα ‘στελνε 3.000 στην Αμερική. Το κουνάβι ήτανε ο θησαυρός των κυνηγών τότε, των ορεσίβιων κυνηγών. Να φανταστείς ότι ο Κωτσο-Ντεληγιώργος, ο πατέρας του Χαρίλαου, ήτανε ο άνθρωπος του πατέρα μου τότε. Ξεκινούσε απ’ την Καστανιά με λεφτά που του ‘δινε ο πατέρας μου κι έφτανε μέχρι το Σακαρέτσι —το Σακαρέτσι είναι στα όρια του Αχελώου— για να αγοράσει κουνάβια και τα ‘φερνε τα κουνάβια στην Καστανιά και τα πουλούσε. Μάλιστα, μια χρονιά είχε φέρει και μια βίδρα —ξέρεις τι είναι η βίδρα, είναι ένα γουναρικό, αυτό που είναι στα νερά— και νόμιζε ότι είναι αξίας μεγάλης. Το αγόρασε 300 δραχμές τότε. Πήγαν, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη, πουλήσαν τα κουνάβια και ήθελαν να πουλήσουν και τη βίδρα και τους δίνανε μόνο 100 δραχμές. Δεν την πούλησε ο πατέρας μου, πήγαν στον Λευκό Πύργο και βγάλαν μια φωτογραφία οι δυο τους με τη βίδρα και πίσω έγραψε ο πατέρας μου: «Εδώ είμαστε με τη βίδρα, την αγόρασα 300 δραχμές, με δίνουν 100. Δεν την πούλησα». Τη φωτογραφία αυτή την έχω δώσει στο Χαρίλαο και την είχε στο μαγαζί. Δεν ξέρω τώρα αν την έχει ακόμα. Αυτά ήταν τα κουνάβια, λοιπόν, ο θησαυρός των Σαϊκιωτών. Και οι Σαρανταπορίσιοι χτυπούσανε κουνάβια, ελάχιστα οι Καροπλεσίτες, τα πολλά οι Σαϊκιώτες και οι Αγραφιώτες. Κι απ’ τα Άγραφα ακόμα ερχόταν, απ’ το χωριό τα Άγραφα! Τα Άγραφα είναι… Έχεις πάει στα Καμάρια; Και στα Άγραφα κατέβηκες από κει. Ερχόταν, λοιπόν, απ’ τα Άγραφα στην Καστανιά. Η οικογένεια Χόντου ήταν πελάτες του πατέρα μου. Τους έχω στα βιβλία και αυτουνούς. Και ο Θανάσης ο Χόντος ήρθε σώγαμπρος στην Καστανιά. Πήρε την Παπαδημοπούλα. Πριν απ’ τον παπα-Νικόλα στην Καστανιά παπάς ήταν ο παπα-Δήμος, ο οποίος ήταν άρρωστος, πώς το λένε, «χάλι» το λέγαμε τότε, που τους έπιανε και πέφτανε κάτω και σφαδάζανε. Δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι. Και κάτι άλλο τώρα λίγο αστείο: Οι Καστανιώτες είχανε πολύ χιούμορ και ανήγαγαν το κάθε παράξενο και κουτσομπολίστικο σε ατάκα τραγουδιού. Όταν τραγουδούσαν τη Μαρία την Πενταγιώτισσα και λέγανε… «Μαρία Πενενταγιώτισσα…» λέει το τραγούδι, «Μαρία και Κωνσταντινιά» το ‘καναν οι Καστανιώτες, γιατί μια Κωνσταντινιά —ήτανε σύζυγος Γούζιου ήτανε ή Δημουλά. Δεν θυμάμαι καλά— είχε αφήσει όνομα στη Καστανιά. Της κόλλησαν, λοιπόν, «Μαρία και Κωνσταντινιά»! Και τ’ άλλο το τραγούδι που λέει: «Είχε καταχνιά μεγάλη…» κλπ. και λέει, «Δεν είναι αντάρα γιε 'μ, δεν είναι καταχνιά, είναι η Παπαδοπούλα πο ‘ρχεται απ’ τη Μαραθιά. Φέρνει σταφύλια στην ποδιά, σταφύλια στο καλάθι —κάπως έτσι— και σύκα στη ποδιά». Και δεν λέγανε «Έρχεται η παπαδιά», όχι, ναι, ναι. «Μαρή Παπαδοπούλα» έλεγε το τραγούδι και οι Καστανιώτες το κάναν «Μαρή Παπαδημοπούλα». Είχε μια ωραία κόρη ο παπα-Δήμος, εγγονή της οποίας ήταν αυτή που παντρεύτηκε ο Θανάσης ο Χόντος. Και όλο τέτοια λέγανε οι Καστανιώτες καλαμπούρια.
Τώρα, η ψυχαγωγία ποια ήτανε; Η ψυχαγωγία ήτανε το Πάσχα, της Παναγίας, τα Φώτα και του Σταυρού, το Δεκαπενταύγουστο, ναι, της Παναγίας που λέμε, αλλά το μεγάλο νταραβέρι ήτανε του Σταυρού και τα Φώτα. Του Σταυρού κάνανε τα Παγανά —Παγανά τα λέγαμε τότε—, μεταμφιέζονταν δηλαδή και γύριζαν το χωριό και τραγουδούσανε οι έφηβοι και τα Φώτα οι άντρες! Τραγουδούσαν ένα σωρό τραγούδια. Σε κάθε σπίτι και το τραγούδι του [00:30:00]ανάλογα ποιος ήταν μέσα. Αρκετά τα ‘χω γράψει. Θα στα δώσω. Τα συμπληρώνω με τον Κατσαρό τώρα και θα στα δώσω. Ας πούμε, όταν πηγαίνανε σε σπίτι που είχε κόρη ανύπαντρη: «Εδώ έχουν κόρη για παντρειά κι είθε να τη παντρέψουν. Της τάζουν γιο του βασιλιά, της τάζουν γιο του ρήγα. ‘‘Δε θέλω εγώ του βασιλιά, δε θέλω εγώ του ρήγα, Μωρέ, θέλω το βοσκόπουλο που παίζει τη φλογέρα’’». Πολύ ταιριαστά τραγούδια. Όταν πηγαίναν σε σπίτι που ήταν γιος ανύπαντρος, λέγανε: «Παλικάρι τσ’ μ’ έμορφο και κοσμογυρισμένο εσένα πρέπουν τ’ άρματα, εσένα τα τσαπράζια και σένα κι άλογο καλό για να καβαλικεύεις. Καβαλικεύεις κι έρχεσαι, πεζεύεις, καμαρώνεις. Χίλιοι κρατούν τη σέλα σου και δυο το χαλινάρι κι εσύ δεν καταδέχεσαι τη γη να την πατήσεις». Αυτό ήταν ακριτικό τραγούδι και τραγουδιόταν στην Καστανιά το 1830 που τ’ άκουγα εγώ, ακριτικό τραγούδι. Στους γερόντους λέγαν άλλα, στους αγροφύλακες άλλα, στους χωροφύλακες άλλα, σε κείνους που ήταν αντάρτες στο Μακεδονικό, όπως ο Μάρκος Ζαχαρός, όπως ο Στελιο-Κόγιας και μερικοί άλλοι, τραγουδούσαν αντάρτικο τραγούδι, αντάρτικο μακεδονικό, όχι αντάρτικο το δικό μας, ΕΛΑΣ. Αυτοί ήταν το γλέντι το μεγάλο. Το Πάσχα ήτανε ο χορός το απόγευμα της δεύτερης ημέρας, ήταν τα σύγκρια… Τα σύγκρια παίρναμε όλες τις εικόνες από το εικονοστάσιο και απ’ τον πάτο του χωριού μέχρι τη κορυφή του χωριού τις γυρίζαμε σε κάθε σπίτι και τραγουδούσαμε —ψέλναμε μάλλον, δεν τραγουδούσαμε, ψέλναμε, ψέλναμε με τον παπά μπροστά. Ο παπα-Νικόλας —να το πω κι αυτό— ήτανε πολύ, έτσι, στεγνός άνθρωπος, δωρικός τύπος, δωρικός τύπος. Να φανταστείς ότι είχε τα καλύτερα αμπέλια στη Μαραθιά, έκανε το καλύτερο κρασί, δεν πουλούσε οκά, το ‘πινε μόνος του και με τους δικούς του! Εγώ ήμουνα τότε παπαδοπαίδι, δηλαδή πήγαινα στην εκκλησία, μαθητής του Δημοτικού σχολείου, και έφτιαχνα το ζέον. Ζέον βάζεις σ’ ένα μπρίκι το νερό, το ζεσταίνεις, το βράζεις, το παίρνει ο παπάς και νερώνει το κρασί. Το έφτιαχνα το ζέον, λοιπόν, το ‘δινα στον παπα-Νικόλα. Το ‘βανε ο παπα-Νικόλας αδέσποτος, έτσι, δωρικός κυριολεκτικά, έβγαζε το Δισκοπότηρο, έριχνε κρασί και μετά έριχνε και το ζέον κι ύστερα το ‘παιρνε, το σταύρωνε… Εγώ γέλαγα από μέσα μου και βασικά έβγαινα έξω και γέλαγα. Ήμουνα παιδάκι. Κι έλεγε στις… Οι Καστανιώτισσες που πηγαίναν το πρόσφορο και το… Πώς το λέγαν το αυτό που βάζουν το σιτάρι και… Δεν θυμάμαι πώς το λεν τώρα, τέλος πάντων. Τις έλεγε: «Εσύ δεν μου ‘φερες» —πώς το λέγαν το σιτάρι; Τέλος πάντων— «καλό σιτάρι. Την άλλη φορά να βάλεις καλό σιτάρι!» και στην άλλη: «Εσύ δεν έφερες καλό κρασί κι εγώ το θέλω για μεταλαβιά! Θα φέρεις τ’ άλλο που έχεις, το ξανθό το κρασί!». Όμως, ήταν τόσο θρήσκος και σοβαρός, που τη Μεγάλη Πέμπτη, που βγάζαμε τον Σταυρωμένο γύρω-γύρω-γύρω στο γειτονικό χωριό —όχι σ’ όλο το χωριό—, ο Σταυρωμένος ήτανε κολλημένος σε μία πέτρα τόση κι έπρεπε να βγάλει το σταυρό και να τον πάρει το σταυρό, το ξύλο μόνο κι όχι… Αυτός έδενε το σταυρό στην πέτρα και τον έπαιρνε μαζί με την πέτρα το σταυρό, 50 οκάδες πέτρα και γύριζε γύρω-γύρω. Τώρα, ο χορός του Πάσχα ήτανε σημαδιακός πάλι. Μαζευόταν όλο το χωριό, βέβαια, μια σειρά άντρες, μια σειρά γυναίκες και καμιά φορά και δυο σειρές εδώ και δυο σειρές εκεί. Αλλά όλοι μαζί στη πλατεία. Ήταν μεγάλη η πλατεία. Και πάντα μπροστά πρώτος χόρευε ο γεράλη-Γκλέζος, ο παππούς του Λάμπρου Γκλέζου, ο Γιαννάκη Γκλέζος. Ήταν ο τύπος του χωριού! Και το τραγούδι ήτανε: «Απ’ τον πέρα ρούγα και απ’ το μαχαλά ήρθε ένα κοριτσάκι 12 χρονώ και στα γόνατά μου ήρθε κι έκατσε…». Κι έλεγε τη συνέχεια. Ήταν ένα μισοαστείο τραγούδι, αλλά αυτός μισομεθυσμένος ήταν πάντα. Αυτό χόρευε και το χόρευε πολύ ωραία και γινότανε γλέντι… τι να σου πω! Το ‘παιρναν οι άντρες και οι γυναίκες και χάλαγαν τον κόσμο με το τραγούδι του μπαρμπα-Γιάννη του Γκλέζου! Τον διαδέχθηκε —ο Χρήστος ήταν σοβαρός—, ο Λάμπρος ο εγγονός του τον διαδέχθηκε και τον Λάμπρο ο Λάμπρος ο δισέγγονός του, ο οποίος νομίζω κι αυτός θα ‘ναι γλεντζές και… Δεν τον γνώρισες. Ναι, ούτε εγώ τον γνώρισα. Αυτά. Τώρα, οι αγωγιάτες. Θα στο πω κι αυτό, αλλά μην το γράψεις αυτό, θα το σταματήσεις. Ακόμα… Θα σου πω πού θα σταματήσεις. Οι αγωγιάτες ερχόνταν το απόγευμα, σχεδόν βραδιάζοντας, στο μαγαζί και φόρτωναν τα καρύδια, τα φασόλια, το κρασί, τα αυγά, για να τα πάνε στην Καρδίτσα. Δίπλα ήτανε το σπίτι του Μάρκου Κόγια, δηλαδή τώρα πού είναι η Χριστίνα; Η… όχι, πώς τη λέν’ μωρέ; Του Μητσαρέλου, μωρέ, η απόγονη, ξέρεις ποια, ξέρεις ποια.
Κατάλαβα, ναι.
Αυτή έχει το όνομα της κοπέλας που πέθανε στη Νιάλα, ναι. Εκεί ερχόταν, καθόταν γειτονοπούλες και ερχόταν και η Λίτσα του Γκλέζου, κόρη του Γιαννάκη Γκλέζου. Είναι παντρεμένη με τον Γιάννη τον Κορδάτο που ‘χει σπίτι λίγο παραπέρα, στα Κορδατέικα. Και χάζευαν και κουτσομπόλευαν τα παιδιά. Και εγώ ήμουν πιτσιρίκος 12 χρονώ. Πήγαινα εκεί κοντά και άκουγα εκεί και έβλεπα και τα παιδιά. Φόρτωνε ο Θανάσης ο Ξυδιάς —τον γνώρισες τον… Δεν τον γνώρισες, όχι, πέθανε πριν από σένα. Θα σου δώσω μια φωτογραφία του να την έχεις. Είναι οι δυο Θανάσηδες, ο Ξυδιάς κι ο Ζαχαρός. Λοιπόν, φόρτωναν και ο Θανάσης ο Ξυδιάς ήτανε ψηλός και εύσωμος. Έπαιρνε το τσουβάλι τα καρύδια… ταπ, το πετούσε πάνω στο σαμάρι. Τα κοριτσάκια, οι έφηβες εκεί: «Κοίτα τον Θανάση! Κοίτα τον Θανάση πώς το πετάει το τσουβάλι!». Και η Λίτσα, που ήτανε κι αθυρόστομη…
Η Νίκα, λοιπόν, όπως μου εξομολογούνταν η ίδια, τη στεφάνωσε ο πατέρας μου, τη στεφάνωσε το Θανάση και τη Νίκα και τον βάφτισε κιόλα. Εξομολογούνταν σε μένα σε κάποιο γλέντι που είχαμε και τα ‘πινε λιγάκι η Νίκα και ερχόταν στο κέφι. «Ξέρεις πώς τον πήρα εγώ τον Θανάση;» λέει η Νίκα σε μένα. «Ξέρω, Νίκα μου, σε κάναν προξενιό και τον πήρες». «Δεν με κάναν προξενιά. Με ζήταγε και ο Θανάσης ο Ζαχαρός κι ο Θανάσης ο Ξυδιάς και δεν ήξερα ποιον να πάρω απ’ τους δυο. Κι έρχομαι στη μάνα σου» —στη μάνα μου— «και τη λέω: ‘‘Θεια μου Τασιά, ξέρεις εσύ τι με βασανίζει;’’. ‘‘Τι, Νίκα μου;’’. ‘‘Να, με χαλεύει κι ο Θανάσης ο Ζαχαρός και ο Θανάσης ο Ξυδιάς και δεν ξέρω ποιον να πάρω!’’. Και μου λέει η μάνα σου, λέει ‘‘Αν θες να πάρεις άντρα καλόν και μυαλωμένον, να πάρεις τον Θανάση τον Ξυδιά. Αν θες να πάρεις άντρα που να έχει μεγαλύτερη περιουσία, να πάρεις τον Θανάση τον Ζαχαρό’’. Κι εγώ πήρα τον Θανάση τον Ξυδιά»! «Και είσαι ευτυχισμένη». Η Νίκα ήτανε πολύ ζωντανός άνθρωπος, πολύ ζωντανός. Τώρα ας έρθουμε στην Κατοχή. Εγώ το μόνο την πρώτη Γυμνασίου έκανα στην Καρδίτσα, τις άλλες τις έκανα στην Αθήνα. Ήταν τέσσερα αδέρφια του πατέρα μου στην Αθήνα και ζήτησαν όλοι να πάω στην Αθήνα. Και πήγα εκεί και έβγαλα το 8ο Γυμνάσιο. Συμπλήρωσα τις δυο τάξεις του 7ου στο Παγκράτι και τις άλλες τρεις στο 8ο Γυμνάσιο στα Πατήσια. Ποιον είχα συμμαθητή στο ίδιο τμήμα; Τον Ιωαννίδη τον Τάκη, το δικτάτορα! Καθόταν στο πίσω από μένα γραφείο. Ήταν ο χειρότερος μαθητής και ο πιο —πώς να το πω;— στριμωγμένος στην άκρη. Δεν μίλαγε με κανέναν! Και μια μέρα ο καθηγητής των ελληνικών, που είχε τον τελευταίο χρόνο να διδάξει ακόμα —και δεν δίδασκε, μας έλεγε καλαμπούρια. Και μια μέρα μάς λέει: «Τώρα εσείς νομίζετε ότι δεν είστε τίποτα, όμως από δω θα βγουν γιατροί, θα βγουν δικηγόροι, θα βγουν ηθοποιοί» —δίπλα μου καθόταν ο Τάκης ο Μιχαηλίδης, γιος ηθοποιού κι έγινε ηθοποιός μετά— «θα βγουν ηθοποιοί σαν τον Τάκη εδώ και μπορεί να βγει και κάνας να κυβερνήσει την Ελλάδα!». Και βγήκε ο Τάκης ο Ιωαννίδης, κατάλαβες; Προφήτευσε ο Ζιάκας. Ζιάκα τον λέγαν το Γυμνασιάρχη. Και όταν, πριν πεθάνει ο Ιωαννίδης ακόμα, ένας πελάτης μου εφοπλιστής —έχει κάνει πολλές δωρεές τώρα αυτός, η γυναίκα του κυρίως. Μου διαφεύγει και το όνομά του— ήθελε να[00:40:00] αγοράσει είκοσι πέντε σπίτια, διαμερίσματα μάλλον, από τον… Πώς τον λέγαν αυτόν τον μεγαλοαπατεώνα που καταδικάστηκε σε φυλακή; Τον, τον, τον… Καλά θα το θυμηθώ και θα στο πω. Μάλιστα, κι έλεγα στο γιο του, που έφερνε κατσίκια απ’ τη Βουλγαρία, τα κρατούσε λιγάκι στο Κοντό Σπανό, τα βάφτιζε ελληνικά και τα πουλούσε ελληνικά και τον βάφτισαν οι Καστανιώτες σαν αυτόν τον απατεώνα! Λοιπόν, ήθελε να αγοράσει αυτός είκοσι τέσσερα διαμερίσματα από τον αυτόν. Είχε καθηγητή της νομικής στο γραφείο του μόνιμον εκεί καθισμένον και δεν μπορούσε να του μιλήσει. Ο μεσίτης που με ήξερε εμένα λέει —είχε στενή σχέση με τον εφοπλιστή. Δεν θυμάμαι το όνομά του: «Κύριε τάδε, να σου φέρω εγώ έναν δικηγόρο που θα στο λύσει το θέμα;». «Φερ’ τον» λέει. Και με πήγε έμενα εκεί και πραγματικά του έλυσα το θέμα του και το αγόρασε αυτός. Ναι, πριν τ’ αγοράσει έπρεπε να πάω να πάρω υπογραφή από τον ιδιοκτήτη, το λωποδύτη αυτόν, ο οποίος ήτανε στον Κορυδαλλό κλεισμένος. Πήγα, λοιπόν, εκεί, του ‘κανα το συμφωνητικό, το υπέγραψε, εντάξει, και του λέω: «Μωρέ τάδε, κάπου εδώ είναι και ο Ιωαννίδης». «Δίπλα μου», λέει «είναι». «Ήταν συμμαθητής μου», λέω, «θέλω να τον δω». Δεν τον είχα ξαναδεί από τότε που χωρίσαμε. Κοιτάει το ρολόι ο αυτός, λέει: «Α, είναι 13:05 η ώρα. Ο Τάκης» —Τάκη τον έλεγε— «κοιμήθηκε τώρα. Δεν ανοίγει σε κανέναν, μην παιδεύεσαι». Και δεν τον είδα τον Τάκη, κατάλαβες; Τέτοιος στεγνός άνθρωπος ήτανε και κακός, και κακός. Όταν τέλειωσα το Γυμνάσιο, εγώ έμεινα στην Αθήνα, δεν γύρισα στο χωριό. Εργαζόμουνα στο γραφείο, το εμπορικό γραφείο που είχε ο αδερφός του πατέρα μου και στο σπίτι του οποίου έμενα. Ήταν ο αδερφός του κι η αδερφή του, ανύπαντροι και οι δυο, κι είχαν αγοράσει ένα σπίτι ο πατέρας μου κι ο Μήτσος ο αδερφός του.
Όταν, λοιπόν, κηρύχτηκε —ή μάλλον απ’ τον Αύγουστο που τορπιλίστηκε η Έλλη στην Τήνο όλοι περιμέναμε τον πόλεμο. Κι όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, έγινε ένα συλλαλητήριο… τι να σου πω, τι να σου πω! Στην Αθήνα… Τι να σου πω συλλαλητήριο! Και ήμουνα κι εγώ μπροστάρης και πήρα απ’ την Alitalia ένα κομματάκι μάρμαρο —την είχαμε σπάσει ολόκληρη— και το ‘χα φυλαχτό. Και μετά κηρύχθηκε ο πόλεμος και παρακολούθησα απ’ τη βιβλιοθήκη, την Κεντρική Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, όλους που περνούσαν από κει τους φαντάρους για να πάνε στον πόλεμο, κατάλαβες; Και μου άφησαν όλα αυτά μια εντύπωση υπερπατριωτική! Δεν ήμουνα στη Νεολαία του Μεταξά εγώ, ήμουν στους προσκόπους. Και ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος από μένα ο Τάκης ο Μιχαηλίδης. Και όταν ετοιμάστηκα να φύγω για την Καστανιά, πήγα και βρήκα τον Τάκη. Τον είχα ακέλα. Ακέλας είναι, ξέρεις, στους προσκόπους είναι ο αρχηγός. Του λέω: «Τάκη, εγώ φεύγω για το χωριό». «Α, καλά θα κάνεις, Γιώργο, αρκεί εκεί που θα πας να κάνεις αντίσταση!». Λέω: «Γι’ αυτό πάω στο χωριό, για να κάνω αντίσταση!». Ο Τάκης ο Μιχαηλίδης ήταν μεταξύ των δώδεκα οι οποίοι προετοίμασαν και εκτέλεσαν την ανατίναξη του Μεγάρου της ΕΣΠΟ στην οδό Πατησίων. Ήταν η πρώτη αντιστασιακή δράση στην Αθήνα και στην Ελλάδα, αν θες. Αυτός δεν ήτανε στους τρεις που βάλαν το δυναμίτη, ήτανε έξω από το «Bravo» τώρα που είναι στην Ομόνοια και παρακολουθούσε για να δίνει σήματα. Και όταν ξαναπήγα το ‘42 στην Αθήνα —δεν θυμάμαι πότε ακριβώς—, συναντήθηκα με τον Τάκη και μου αφηγήθηκε πώς έγινε η ανατίναξη αυτή. Έζησε ο Τάκης και βλεπόμασταν και μετά, μετά την απελευθέρωση βλεπόμασταν. Ήταν πολύ, πολύ καλό παιδί, πατριώτης και σωστός άνθρωπος. Δεν ήταν ούτε ακραίος Δεξιός —διότι η ΠΕΑΝ ήταν της Δεξιάς, δεν ήτανε Αριστερή— ούτε εχθρός των Αριστερών, ήταν ένας λογικός άνθρωπος. Και τότε, τη δεύτερη φορά που πήγα και συναντήθηκα μου είπε: «Έλα απ’ το σπίτι μου». Γιος σοφέρ ήτανε ο Τάκης ο Μιχαηλίδης και καθότανε στην Αμερικής, Πλατεία Αμερικής, ξέρεις, Μηθύμνης, νομίζω, ένας δρόμος εκεί. Ήταν μια αυλή και εκεί ήταν ένα χαμηλό σπίτι προσφυγικό και κει καθόταν. Ήταν ένα ντιβάνι κι ήταν πάνω στο ντιβάνι όλες οι εφημερίδες οι αντιστασιακές, Δεξιές, αριστερές. Και μου λέει «Διάλεξε, Γιώργο, πάρε όποια θες. Ξέρω ότι εσύ δεν είσαι μαζί μας, αλλά πάρε, διάλεξε όποια θες». Πήρα εγώ ένα τσουβάλι εφημερίδες: Ριζοσπάστη, δεν ήταν Αυγή τότε, ήτανε Ελεύθερη Ελλάδα. Πήρα και λίγες ΠΕΑΝ. ΠΕΑΝ ήτανε αυτή που ανατίναξε το αυτό. Τις έβαλα σε ένα τσουβάλι, έβαλα γύρα-γύρα καρφοβελόνες ότι… Τις έφερα στην Καρδίτσα και τις πήρε η Οργάνωση και τις μοίρασε.
Και πώς δε σας πιάσανε στον δρόμο, που επιστρέφατε Καρδίτσα;
Πότε;
Αυτό το περιστατικό…
Να συνεχίσουμε, όμως. Το ‘42 αρχίσαμε να οργανωνόμαστε εμείς. Πού θα πάμε; Στον Βασίλη τον «Αγραφιώτη» τον Μπότση. αυτός ήτανε ο ήρωας της περιόδου, που ήταν μαθητής στη Καστανιά, και ο ήρωας της Αλβανίας, έτσι; Ο Βασίλης ο Μπότσης ήτανε γεννημένος στρατιώτης, γεννημένος στρατιώτης! Τον στείλανε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Έγινε Ανθυπολοχαγός. Ο Ταγματάρχης του ήταν ένας μορφωμένος αξιωματικός, απ’ τους λίγους μορφωμένους αξιωματικούς. Τον ζύγισε αμέσως και του ανέθεσε την εκπαίδευση των στρατιωτών. Και την έκανε τόσο καλά την εκπαίδευση, που όταν τέλειωσε η θητεία του και έπρεπε να απολυθεί, του λέει ο Αρέθας —Αρέθας τον λέγαν τον Ταγματάρχη, Αρέθας—, του λέει ο Αρέθας: «Βασίλη, σε συμβουλεύω να κάτσεις δεύτερη θητεία και μετά θα εισηγηθώ να γίνεις μόνιμος εξ Εφέδρων Αξιωματικός». Έμεινε ο Βασίλης και δεύτερη σειρά. Η δεύτερη σειρά τον πήρε ο πόλεμος —έτσι;— και στην πρώτη μάχη —το 5ο Σύνταγμα ήταν απ’ τα πρώτα που ανέβηκε στην Ήπειρο— σκοτώθηκε ο Λοχαγός του. Και ο Ταγματάρχης τον έκανε Λοχαγό και διοίκησε το λόχο αυτός ο Βασίλης. Στην Αλβανία, στο 731, το ύψωμα που είχε τους περισσότερους νεκρούς, κατέβηκε η κορυφή του 4 μέτρα απ’ τους βομβαρδισμούς των αεροπλάνων και του βαρέως πυροβολικού που έφερε ο ίδιος ο Μουσολίνι εκεί, παρόν, και πυροβολούσε! Εκεί σκοτώθηκε ο συγγενής, ο Παναγιώτης ο Κόγιας, Έφεδρος Ανθυπολοχαγός, και ο Βασίλης ο Μπότσης σώθηκε διότι έπεσε ένας βράχος απάνω του και σώθηκε, κατάλαβες; Λοιπόν, και πώς φύγαμε στον Βασίλη; «Τι θα κάνουμε;». «Μην βιάζεστε, παιδιά, θα σας πω εγώ πότε θα ξεκινήσουμε». Ο άλλος παράγοντας ήταν ο Αριστοτέλης ο Τζιοβάρας, αδερφός της μητέρας της Αθηνάς. Ναι. Αυτός ήταν παλιός κομμουνιστής, αλλά σοφός άνθρωπος και αληθινός άνθρωπος. Εγώ τον λέω δάσκαλο τον Αριστοτέλη, γιατί αυτός με δίδαξε. Ο Βασίλης ο Μπότσης μάς δίδασκε στρατιωτικά, ο Αριστοτέλης ανθρωπιά! Εγώ τον μαρξισμό τον λέω ανθρωπιά! Ο Αριστοτέλης ανθρωπιά. Το ‘42, προς το τέλος τού ‘42 πέρασε το πρώτο αντάρτικο τμήμα, ο «Νικηταράς» Κώστας ο Καφαντάρης με εννιά δέκα ξυπόλητους, και μείνανε δυο τρία βράδια στην Καστανιά. Έγινε δοξολογία στην εκκλησία. Ο παπα-Νικόλας ενθουσιάστηκε και αυτός και δοξολόγησε τη δοξολογία. Και ύστερα από λίγο φύγανε. Ξανάρθαν, όμως, μετά και σκοτώσανε τον Καραστέργιο που είχε… Καλά, άσ’ την αυτήν. Σωστή ιστορία και σωστή κατάληξη, αλλά ας μην τη συζητήσουμε. Λοιπόν, το Γενάρη; Το Γενάρη, ναι, αρχές Γεναριού του ‘43 ήρθε ο Άρης με εκατόν πενήντα αντάρτες για να ενισχύσει το θεσσαλικό αντάρτικο, επειδή [00:50:00]είχε βγει ο Κωστόπουλος, που ήτανε Δεξιός και ήθελε ν’ αντιμετωπίσουνε αυτή την κατάσταση. Στο σπίτι μας κοιμήθηκε τότε, αλλά θα σου πω ένα χαρακτηριστικό για τον Άρη. Όταν πέρασε το Καροπλέσι, οι Καροπλεσίτες τού ‘πανε: «Καπετάνιε, εδώ έχουμε τα τσιφλίκια τού Μαλαμούλη. Δεν θα τα πάρουμε εμείς;». Και τους λέει ο Άρης, όπως μου το μετέφερε ο Γιάννης ο Κοσπεντάρης, ο καθηγητής που ήταν καθοδηγητής του ΕΑΜ της Καρδίτσας κι ήταν παρών και μου λέει: «Άκουσε, Γιώργο, τι τους είπε ο Άρης», λέει: «Ακούστε με, Καροπλεσίτες. Τώρα δεν κάνουμε κομμουνισμό, τώρα κάνουμε Εθνική Αντίσταση. Όταν τελειώσει η Εθνική Αντίσταση, ψηφίστε μας να βγούμε για να απαλλοτριώσουμε τα τσιφλίκια!». Και ο Άρης, αυτός ο σκληρός, ο αδέκαστος ο Άρης, τότε έκανε αντίσταση! Έκανε αντίσταση, απέφευγε την —πώς να την πω;— κομματική αυτή και έτσι μπόρεσε να τραβήξει πολύ κόσμο, κι όχι μόνο Αριστερόν, αλλά όλον τον κόσμο. Ο Νικηφόρος δεν ήτανε Αριστερός. Ο πατέρας του ήτανε αρχηγός των βασιλοφρόνων επί 4ης Αυγούστου. Δάσκαλος ήτανε. Κι όμως, ο δάσκαλος αυτός, όταν βγήκε ο Νικηφόρος, άρχισε σιγά-σιγά, σιγά-σιγά να μπαίνει κι αυτός στην Αριστερή ιδέα, δηλαδή στην ανάδειξη των φτωχών να ζουν καλύτερα. Τον έπιασαν οι Ιταλοί και τον κλείσανε στη φυλακή στη Λιβαδειά κι έκανε μια εκστρατεία ο Νικηφόρος με είκοσι πέντε αντάρτες και άνοιξε τη φυλακή στη Λιβαδειά ενώ κατέχονταν απ’ τους Ιταλούς και τους γλύτωσε όλους, μεταξύ των άλλων και τον Γιώργο τον Κατσώνη —θα σου δείξω ένα γράμμα τώρα, να μου το θυμίσεις να στο δείξω μετά—, τον Γιώργο τον Κατσώνη, ο οποίος έμεινε στο σώμα του αντάρτης μετά και τέλειωσε το αντάρτικο. Έγινε πολύ καλός δημοσιογράφος, Διευθυντής εφημερίδων και αδερφικός μου φίλος. Θέλω να σου πω δηλαδή ότι εκείνο που ανέβασε την Αριστερά στην Ελλάδα ήτανε η αντίσταση, γιατί οι Δεξιοί δεν θελήσαν να κάνουν αντίσταση. Να φανταστείς ότι με τον Ταγματάρχη τον Κουβελά, το γιο της Κουβελούς… Η Κουβελού ήτανε δεύτερη ξαδέρφη του πατέρα μου —όχι, του παππού μου δεύτερη ξαδέρφη, πρώτη ξαδέρφη του παππού μου, ναι. Θα σου πω μετά για την οικογένεια. Και ο Κουβελάς ήτανε δεύτερος ξάδερφος του πατέρα μου. Κατεβαίναμε… Ταγματάρχης, Διοικητής Τάγματος στην Αλβανία και πολέμησε ηρωικά, έμεινε όνομα. Κατεβαίναμε μαζί πεζοί στην Καρδίτσα. Του λέω, όταν κοντεύαμε να φτάσουμε στην Καρδίτσα —και ήτανε φθινόπωρο του ‘42, τέλειωσαν οι διακοπές, φθινόπωρο του ‘42—, του λέω: «Θείε, τι θα κάνουμε; Δεν θα κάνουμε εμείς αντάρτικο, δεν θα κάνουμε αντίσταση;». «Δεν ήρθε η ώρα ακόμα, Γιώργο. Καρτέρα. Δώσαμε πολύ αίμα στην Αλβανία, καρτέρα». Και κανένας δεν κινήθηκε Δεξιός. Αν κινούνταν πριν οι Δεξιοί, θα ήταν αυτοί κυρίαρχοι της Αντίστασης. Κινήθηκαν οι κομμουνιστές, οι οποίοι ήτανε οργανωμένοι, έστω σε πολύ μικρή οργάνωση, και δημιούργησαν την Αντίσταση.
Και η απόφασή σας εσάς να μπείτε στην αντίσταση πώς γεννήθηκε; Πώς έγινε;
Ετοιμαστήκαμε εμείς απ’ το ‘42 το φθινόπωρο, αρχίσαμε να… Οργανωθήκαμε στο ΕΑΜ, μερικοί και στο Κομμουνιστικό Κόμμα —θα σου πω τώρα για το Κομμουνιστικό Κόμμα—, μερικοί και στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Και αποφασίσαμε να βγούμε στον ΕΛΑΣ —όχι στον Κομμουνιστικό ΕΛΑΣ, στον ΕΛΑΣ-Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός. Και μάλιστα, δεν λέγαμε ότι ο ΕΛΑΣ είναι κομμουνιστικός, λέγαμε ότι ο ΕΛΑΣ είναι Εθνικός Στρατός, κάνει την Εθνική Αντίσταση! Κι αυτό που σου ‘πα με τον Άρη, που είπε στο Καροπλέσι τότε, δείχνει ότι και πίστευε και ήτανε ο καλύτερος τρόπος να αναπτυχθεί μέσα στην Αντίσταση και η Αριστερή ιδέα, για να μην πούμε Κομμουνιστικό Κόμμα. Και από τότε αποφασίσαμε και ο Βασίλης: «Θα σας πω εγώ πότε θα βγούμε». Ο Βασίλης πήρε, πήρε επαφή με την Οργάνωση της Καρδίτσας. Ήτανε ο Ζήσης ο Σκάρος ο συγγραφέας. Ήταν συμμαθητής του και φίλος του και με τους άλλους. Και είχε και με Αριστοτέλη τον Τζιοβάρα, τον Παναγιώτη… τον Μπολτσή; Ναι, Μπολτσή, τον Παναγιώτη το Μπολτσή ναι, ναι. Και οργανωθήκαμε κι ήμασταν έτοιμοι πότε θα πάρουμε εντολή να βγούμε. Και βγήκαμε όταν… μετά που έφυγε ο Άρης ή πριν; Ναι, μετά που έφυγε ο Άρης. Και ο Κωστόπουλος άρχισε να μεγαλώνει και χτύπησε την Αριστερά. Τον φέρανε τον ανόητο στο Βουνέσι και πήγαμε και τον αφοπλίσαμε μια νύχτα στο Βουνέσι. Κι άκου τώρα ένα… πώς να το χαρακτηρίσω; Μαγικό; Τραγικό; Στον Άρη ο Βασίλης ο Μπότσης είχε στείλει ένα απόσπασμα χωροφυλάκων που ήρθε στην Καστανιά για να καταδιώξει τη ληστεία, την κλεψιά —δεν ήταν ληστεία, την κλεψιά, τη ζωοκλοπή. Τότε ψήναμε τα τσίπουρα. Κι αυτοί ήταν… Οι δυο ήταν απ’ τα χωριά της Βράχας, Κλειτσός, Βράχας κλπ., ο τρίτος ήτανε απ’ την Ίμβρο και ο τέταρτος ήτανε Πελοποννήσιος. Και τους μάζευε ο Βασίλης εκεί που ψέναμε τα τσίπουρα, τους κερνούσε και —πώς να πω;— τους έκανε προπαγάνδα για την Αντίσταση: «Εσείς να κυνηγάτε τον Κωτσο-Ξυδιά τον κλέφτη και να μην πάτε στον Άρη να πολεμήσετε τους Ιταλούς;». Τελικά τους κατάφερε και τους έστειλε. Οι τρεις πήγανε, ο Καραμοσκελός δεν πήγε, και θα σου πω για αυτόν τώρα. Οι τρεις πήγαν στον Άρη και στη γέφυρα του Γοργοποτάμου ανατινάχθηκαν και οι τρεις! Ο Νικηφόρος ο ίδιος, που ήταν φίλος μου μετά, πολύ αγαπητός φίλος και μου ‘χε πει σ’ ένα, τέλος πάντων, πακέτο απομνημονεύματα, μου λέει ότι «Ο Νικηταράς» —Νικηταρά λέγανε αυτόν που ήτανε απ’ την Ίμβρο. Δικαίος ήταν το επώνυμό του και ο αδερφός του ήτανε Αρχιμανδρίτης κάπου και έγινε Μητροπολίτης μετά— «είχε mauser». Το mauser ήτανε το πιο ισχυρό όπλο, γερμανικό όπλο. «Κι ήταν γερός. Πήγαινε στα συρματόπλεγμα, έβγαζε το mauser, σήκωνε τα συρματόπλεγμα στον αέρα και πέρναγαν από κάτω οι αντάρτες να πάν’ στο ιταλικό φυλάκιο». Αυτά για τον Νικηταρά. Ο Κατσίφας, που ήταν ο ενωμοτάρχης, υπενωμοτάρχης ήτανε στην άλλη πλευρά του γεφυριού του Γοργοποτάμου. Kαι εκεί αυτός ήτανε αρχηγός ομάδος και πολέμησε πάρα πολύ καλά. Kι ο Γεροδήμος επίσης, κι αυτός. Όμως, μετά τον Γοργοπόταμο αυτοί είχανε ηγέτη τον Κωστορίζο. Ο Κωστορίζος ήταν ένας Υπαξιωματικός της Αεροπορίας, ήρωας του αλβανικού μετώπου ως αεροπόρος και ήρωας και στο αντάρτικο. Μάζεψε είκοσι πέντε περίπου απ’ την ομάδα του Άρη και λιποτάκτησαν και ήρθανε στην Καστανιά για να πάν’ στον Κωστόπουλο, στον Δεξιό. Και ερχότανε ο Κατσίφας στο σπίτι τού Βασίλη του Μπότση. Ο Βασίλης ο Μπότσης είχε περάσει μία φοβερή πνευμονία και ο γιατρός ο Λαζαρίδης, ο παππούς, ο Δημήτρης φωνάζει τον Αριστοτέλη —ήξερε ότι ήταν ο Αριστοτέλης κομμουνιστής και συνδεόταν κάτω— και του λέει: «Αριστοτέλη, αν θες να σώσουμε τον Βασίλη, στείλε στην Καρδίτσα, στην Οργάνωση, να βρουν πενικιλίνη». Ο Αριστοτέλης κατέβηκε ο ίδιος στην Καρδίτσα. Πήγε στο διερμηνέα των Ιταλών, που ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ. Αυτός έδωσε 1 λίρα στον Ιταλό γιατρό, πήρε αρκετή πενικιλίνη, περισσότερο από ό,τι χρειαζόταν, την έφερε στην Καστανιά, ενέσεις ο γιατρός στον Βασίλη και σώθηκε ο Βασίλης. Χωρίς την πενικιλίνη και το γιατρό θα ‘χε πεθάνει ο Βασίλης, δεν θα υπήρχε «Αγραφιώτης». Όταν ήρθε, λοιπόν, ο Κατσίφας, ήτανε στην ανάρρωση ο Βασίλης και πήγαινε τον επισκέπτονταν και έπιναν το τσιπουράκι. Τον επισκέπτονταν κι εγώ συχνά τον Βασίλη. Δίπλα ήταν το σπίτι μας. Και μία μέρα που ήμουνα εκεί και τα ‘χε κοπανίσει ο Κατσίφας, βγάνει την κάμα —κάμα είναι το δίκοπο μαχαίρι—, τη βάνει στο λαιμό του Βασίλη και του λέει: «Βασίλη, γίνε καλά κι έλα να σε κάνουμε αρχηγό. Αν δεν ‘ρθείς αρχηγός, θα σε σφάξω!». Και τι του λέει ο Βασίλης, άκου τώρα, [01:00:00]ο αναλωνίων ο Βασίλης; «Κίτσο, αν γίνω καλά και δεν με σφάξεις τώρα, θα σε σφάξω εγώ! Σφάξε με!». Ο Κατσίφας πέταξε το μαχαίρι του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Τώρα, είμαστε αντάρτες στη Σέκλιζα κι έρχεται το μαντάτο ότι ο Κατσίφας, ο Νικηταράς και ο Κωστορίζος, ναι, πέρασαν στρατοδικείο απ’ τον… Ναι πραγματικά, στο Βουνέσι ο Βασίλης ο Μπότσης έπιασε τον Κατσίφα, τον Νικηταρά και τον Κωστορίζο και πήγαν αυτοί απείραγοι από μας στον Άρη. Έμαθε, ήρθε το μαντάτο ότι ο Άρης τούς πέρασε στρατοδικείο και τους σκότωσε. Και ο Βασίλης, αυτός ο σκληρός άντρας, τραβήχτηκε και έκλαψε μισή ώρα, κατάλαβες; «Πάν’ τα καλύτερα παιδιά» είπε. Αυτοί είναι οι πραγματικοί στρατιώτες και άντρες. Και ο Κωστορίζος και ο Νικηταράς ο Δικαίος —Δικαίος. Τον λέγαμε «Νικηταράς». Δικαίος— και ο Κατσίφας και ο Βασίλης. Ο τρίτος ο χωροφύλακας δεν πήγε μαζί τους και τον είχαμε στο συγκρότημά μας καπετάνιο. Ο τέταρτος χωροφύλακας, ο Μωραΐτης, θα ‘φευγε κι είχε ένα πιστόλι κι έρχεται στο μαγαζί: «Μπαρμπα-Κώτσο, έχω ένα πιστόλι. Θα βρεθεί κανείς να τ’ αγοράσει;». «Πόσο θες;». «Τόσο». «Άσ’ το ‘δω, παρ’ τα. Φεύγα». Τ’ αγόρασε ο πατέρας μου. Και το παίρνω εγώ το βράδυ κρυφά, το βάζω σ’ έναν τορβά και ξεκινάω να το πάω στη Καρδίτσα. Όταν έφτασα εκεί, σ’ αυτό το… ναι, λέω: «Πού πάω εγώ τώρα με το πιστόλι στον τορβά; Τι να κάνω; Τι να κάνω; Τι να κάνω;». Λίγο παρακάτω ήτανε το φράγμα που πέρναγες. Ήταν ένα μαδέρι έτσι, ένα έτσι και πέρναγες ανάμεσα στα δύο μαδέρια και περπατούσες για να μπεις στην Καρδίτσα. «Πού πάω να περάσω εγώ; Να λακίσω; Θα με τουφεκίσουνε οι Ιταλοί!». Ήτανε απόσπασμα Ιταλών εκεί. Λέω «Σταμάτα» τον έναν που ερχότανε φορτωμένος σταφύλια. Παίρνω σταφύλια, γεμίζω τον τορβά σταφύλια και πάμε όλοι μαζί εκεί. Πέρασε αυτός με το μουλάρι, εντάξει, περνάω και ‘γώ, δίνω σταφύλια στους Ιταλούς, δεν κοίταξαν ντιπ τον τορβά και πέρασα. Τι μυαλό είχαμε, κατάλαβες; Δεν λογαριάζαμε τίποτε! Και το πήγα στην Οργάνωση της Καρδίτσης. Το πήρε ο Γιάννος ο Αλλαμανής… Μήπως σου ‘χει δώσει το βιβλιαράκι του ο Βύρωνας; Ένα βιβλιαράκι που έφτιαξε. Δεν στο ‘δωσε.
Νομίζω όχι.
Καλά, έχω τη φωτογραφία, θα τη δεις. Ο Γιάννος ο Αλλαμανής ήταν ήδη αντάρτης. Το πήγα στη… Ήταν; Δεν ήταν ακόμα, ήταν; Δεν θυμάμαι, δεν θυμάμαι. Τέλος πάντων, το ‘δωσα στην Οργάνωση το πιστόλι κι έμεινε. Και μετά, που λες, μετά τον αφοπλισμό κατεβήκαμε στη Σέκλιζα! Οι Καστανιώτες ήτανε —θες να σου… αλλά θα τους πω και τους γράφεις μετά— ο Βασίλης ο Μπότσης —εγώ τον βάφτισα «Αγραφιώτη» και του ‘μεινε το ψευδώνυμο. Ήταν αρχηγός μας—, ο Γιάννης ο Μπότσης, πρώτος ξάδερφος του Βασίλη —«Αστραπόγιαννο» τον βάφτισα κι αυτόν και του ‘μεινε—, ο Χρήστος ο Ξυδιάς —λέει «Εγώ θέλω δικό μου ψευδώνυμο!», «Άσσος», και του ‘μεινε, «Άσσος»—, ο Πάνος ο Καραγιάννης —αυτόν τον βάφτισα «Ακρίτας», του ‘μεινε, ο «Ακρίτας»—, ο Μήτσος ο Τσολάκης —τον βάφτισα «Λαμπέτη», του ‘μεινε, «Λαμπέτης»—, ο Κώστας ο Ζωιτσάκος, του Μήτσου του Ζωιτσάκου —λέει: «Εγώ, Γιώργο, θέλω να με πεις ‘‘Παλικαρά’’!». Και του ‘μεινε, «Παλικαράς». Ήταν ο πιο δυνατός του χωριού, παρά το μικρό του μπόι, και πολύ παλικάρι. Και του ‘μεινε, «Παλικαράς». Και στο δεύτερο αντάρτικο και σκοτώθηκε. «Παλικαράς» Διοικητής Τάγματος, τέλος πάντων—, ο Αριστοτέλης ο Τζιοβάρας —του λέω: «Εσύ, Αριστοτέλη, σου φτάνει το όνομα και για ψευδώνυμο». «Καλά λες, Γιώργο» μου λέει—, ο Κώστας ο Μπολτσής, ο Κωνσταντής ο Μπολτσής, ο αδερφός της Ελένης, της Χρυσάνθης γιος —Χρυσάνθη είναι. Χρυσάνθη δε τη λέν’ τώρα τη μικρή; Χρυσάνθη τη λένε, Χρυσάνθη, ναι, έχει το όνομα της γιαγιάς της, όχι της Ελένης. Ελένη έχει η κόρη του Κωνσταντή. Κι ήρθε εδώ μια κοπελάρα μέχρι εκεί πάνω, ωραία κοπέλα—, ο Ηλίας ο Τσουράκης και κάνα δυο άλλοι. Δεν τους θυμάμαι. Ήταν απ’ την Καστανιά. Αλλά ήταν άλλοι τόσο απ’ τη Ραχούλα, άλλοι τόσοι απ’ το Καταφύγι, άλλοι τόσοι απ’ τη Σέκλιζα. Και κάναμε μια ομάδα πενήντα πέντε! Πενήντα πέντε. Έδρα είχαμε τη Σέκλιζα κι από κει φτάναμε μέχρι τη Φαγάνα της Καρδίτσας, περιπολία οπωσδήποτε κάθε μέρα μέχρι τη Φαγάνα της Καρδίτσας. Οι δυο ομάδες κάναμε γυμνάσια και η τρίτη πήγαινε ενέδρα στη Φαγάνα. Θα στο δείξω τη φωτογραφία. Έχω τις φωτογραφίες, πού την έχω;
Αυτές είναι οι δυο ομάδες της διμοιρίας μου. Η τρίτη είναι στη Φαγάνα, εγώ κι ο καπετάνιος. Αυτή είναι από το συνέδριο στην Κορώνα. Φωτογράφισέ τες όποτε… ή παρ’ τες μαζί σου, θα μου τις φέρεις πίσω μόνο, θα τις φωτοτυπήσεις και θα τις φέρεις.
Όχι, θα τις βγάλω με το δικό μου το κινητό φωτογραφία.
Αυτή είναι στο Νεοχώρι, Ιούνιος του ‘43. Αυτός ήταν μόνιμος αξιωματικός. Τότε τα ‘χαμε… Ήμασταν περίπου σύμμαχοι με τον Ζέρβα. Του δώσαμε φύλλο πορείας να πάει στον Ζέρβα, πήγε, δεν του άρεσε και έφυγε πάλι [Δ.Α.]. Αυτός ήταν απ’ το Νεοχώρι. Κρεμμύδας, Βασίλης Κρεμμύδας. Ήτανε φρούραρχος του αεροδρομίου. Πού είναι η Λίμνη, ήταν το αεροδρόμιο προς το...Το Νοέμβριο του ‘43 έκαναν οι Γερμανοί εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Έφτασαν μέχρι τον Καρβασαρά. Ανεβαίνοντας απ’ το Νεοχώρι προς τον Μπελοκομίτη, Καρίτσα κλπ., αυτός ήταν μπροστά, καθοδηγούσε τους χωρικούς, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να πάν’ στον Μπελοκομίτη. Κάθισε, λοιπόν, αυτός πίσω από έναν βράχο, ερχόταν οι Γερμανοί μετά μπροστά, κάθισε σ’ έναν βράχο, έδιωξε τα γυναικόπαιδα πίσω να πάν’ στον Μπελοκομίτη και πολέμησε όσο κρατούσαν τα φυσίγγια του και σκοτώθηκε εκεί, αυτός ο λεβέντης, αυτός. Αυτός. Γιάννης Φαλιάγκης απ’ τον Παλαμά. Συμφοιτητής μου στη Νομική, μαζί και στη Σχολή Εφέδρων. Σκοτώθηκε. Διμοιρίτης στη μάχη της Καρδίτσας. Μπήκαμε τον Αύγουστο του ‘44 στην Καρδίτσα. Σκοτωθήκαν δυο Ανθυπολοχαγοί και δεκαπέντε αντάρτες σε μάχες με τους Γερμανούς στην Καρδίτσα. Και ο Γιάννης ο Φαλιάγκης. Οι Γερμανοί τίμησαν την παλικάρια του διμοιρίτη αυτουνού και τον πήγαν στον Άγιο Κωνσταντίνο και είπαν —θα σου πω γιατί τον τιμησαν, για να στο πω μετά— να παραγγείλουν τον πατέρα τους να ‘ρθεί. Ήρθε, λοιπόν, ο πατέρας του Γιάννη του Φαλιάγκη και του είπε: «Χαλάλι στην πατρίδα, Γιάννη. Εγώ θα κάνω άλλο Γιάννη!». Γέννησε άλλο Γιάννη η μάνα του και πήγαμε και τον στεφανώσαμε στον Παλαμά, 25 χρονών ο Γιάννης, που γεννήθηκε μόλις σκοτώθηκε ο Γιάννης ο Φαλιάγκης. Λοιπόν, αυτός είναι ο Γιάννης ο Αλλαμανής της οικογένειας των Αλλαμαναίων. Αυτός είμαι εγώ, έτσι, κι ο Βασίλης ο Μπότσης με τ’ άλογο. Παρ’ το όπως είναι αυτό, έχω πολλές.
Να μην το βγάλω φωτογραφία δηλαδή;
Παρ’ το, Παρ’ το μαζί.
Ωραία, ευχαριστώ.
Εδώ είμαστε όταν ελευθερώθηκε η Καρδίτσα, τέσσερεις συμμαθητές στην πρώτη σειρά της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών. Ο Σούλης ο Νασιάκος, το πλουσιότερο παιδί της Καρδίτσας —θα σου πω πώς σκοτώθηκε—, ο Πανταζής ο Αλμπάνης απ’ το Πράβι της Καβάλας, εγώ κι ο Γιάννος ο Αλλαμανής στο Παυσίλυπο. Παρ’ την κι αυτή. Αυτή είναι καθαρότερη, αυτή η φωτογράφιση. Μιλάει η γυναίκα τού Καραγιώργη. Καθηγήτρια ήταν αυτή. Την ιστορία του Καραγιώργη θα την ξέρεις… Έχεις διαβάσει κάνα βιβλίο της Καραγιώργη;
Να σας πω την αλήθεια, όχι.
Ε;
Όχι, να σας πω την αλήθεια.
Ένα έχω πρόχειρο. Θα στο δώσω να το διαβάσεις αλλά θα μου το φέρεις πίσω. Ήταν φυσιογνωμία η Καραγιώργαινα και ο Καραγιώργης ακόμα σημαντικότερος!
Μάλιστ[01:10:00]α.
Θανάσης Ξυδιάς, Θανάσης Ζαχαρός κι εγώ στη μέση φαντάρος νεοσύλλεκτος. Στάσου ακόμα. Θανάσης Ξυδιάς, εγώ και ο Ηλίας ο αδερφός του που σκοτώθηκε, Έφεδρος Ανθυπολοχαγός του Δημοκρατικού Στρατού. Γι’ αυτό έλεγε ο καημένος: «Ποτέ πια εμφύλιος!».
Πω, μάλιστα.
Αυτοί ήτανε δυο μόνιμοι Αξιωματικοί που τους είχαμε εκπαιδευτές στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Ο ένας είναι ο Γρυμπογιάννης απ’ τη Ραχούλα. Η αδερφή του ήταν δασκάλα στην Καστανιά. Η πρώτη δασκάλα που ‘ρθε στη Καστανιά ήταν η Αρετή η Γρυμπογιάννη. Ήμασταν εκατόν εξήντα παιδιά, ήταν μόνος του… Να πούμε και δυο λόγια για μας τα παιδιά τότε της προπολεμικής περιόδου. Η Καστανιά είχε δημοτικό σχολείο που είχε χτίσει ο Συγγρός. Ήμασταν εκατόν εξήντα παιδιά κι είχαμε έναν μόνο δάσκαλο, τον Κλεομένη τον Καναβό. Εκατόν εξήντα παιδιά, ένας δάσκαλος! Δίδασκε τα μισά το πρωί, τ’ άλλα μισά το απόγευμα. Στη δεύτερη τάξη που ήμουνα εγώ δέησε να διορίσουν μια δασκάλα ακόμα. Ήταν η Αρετή η Γρυμπογιάννη απ’ τη Ραχούλα, μια πολύ καλή δασκάλα. Και ξαλάφρωσε λιγάκι η δουλειά του Κλεομένη και μάθαμε κι εμείς καλύτερα γράμματα. Μετά την Αρετή ήρθε η Σοφία η Αντωνίου απ’ τον Μπελοκομίτη. Η Σοφία η Αντωνίου ήταν κόρη του επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Αντωνίου και εκτός απ’ αυτή δάσκαλος ήτανε και ο αδερφός της ο Νίκος, δασκάλα έγινε κατόπιν η αδερφή της η Αρετή και δασκάλα της Κατοχής έγινε και η μικρότερη αδερφή, η Φωτεινή, η οποία δυστυχώς βασανίστηκε μεταπολεμικά απ’ τους αλήτες αυτούς τους… πώς τους λέγανε; Τους μπουλουκτσήδες κλπ. Εδώ τώρα είναι ο αδερφός της Αρετής και της Φωτεινούλας —Φωτεινή ήταν το όνομα της άλλης— και ένας άλλος, μόνιμος Αξιωματικός κι αυτός, εκπαιδευτής μας. Δεν θυμάμαι το όνομά του τώρα. Κι αυτή η φωτογραφία αξίζει το κόπο να τη βγάλεις, μαζί με τα επιγράμματα. Αυτός ήταν ο Αντώνης ο Γούλας, Διοικητής Τάγματος στην Αλβανία, απ’ τους ήρωες του 5ου Συντάγματος! Σώθηκε, απ’ τους λίγους Ταγματάρχες που σώθηκαν. Αυτός ήταν πολεμιστής, σκοτώθηκε στον Εμφύλιο. Αυτός ήτανε Υπασπιστής του τομέα Πόρτας. Κορδαλής λεγότανε, Έφεδρος Υπολοχαγός, εκδότης εφημερίδος στα Τρίκαλα. Κι αυτός είμαι εγώ, Αξιωματικός Πληροφοριών του τομέα Πόρτας-Μουζακίου. Ο τομέας Πόρτας-Μουζακίου ήτανε η πύλη, οι δυο πύλες, απ’ τον κάμπο στα Άγραφα και στην Πίνδο. Ή απ’ το Μουζάκι ανέβαινες Κούτσαινα, ναι, και λοιπά χωριά. Δεν τα θυμάμαι τώρα. Και απ’ την Πύλη —Πόρτα τη λέγαμε τότε— ανέβαινες Τύρνα, Ελάτη, Περτούλι και Πίνδο. Και κάθε, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ είχαμε συγκρούσεις με τους Γερμανούς, κάθε βράδυ! Σε μια απ’ αυτές τις συγκρούσεις σκοτώθηκε ένας Λοχαγός Γερμανός κι έμεινε το πτώμα του εκεί. Ήρθε την άλλη τη μέρα ο Δήμαρχος από τα Τρίκαλα και παρακαλούσε να αφήσουμε να πάρουν το πτώμα του Γερμανού για να τον θάψει ο φρούραρχος των Τρικάλων. Ο διμοιρίτης, η διμοιρία του οποίου σκότωσε το Γερμανό, ήταν δάσκαλος. Κάθεται και γράφει, —μπροστά μου τα ‘γραφε. Πώς τα θυμότανε;— το τμήμα της Ομήρου Οδύσσειας που λέει πώς ο Έκτορας έδωσε στον πατέρα του Πατρόκλου το πτώμα του Πατρόκλου. Και μ’ αυτό έδωσε το πτώμα του Λοχαγού και πήγε στα Τρίκαλα, τον πήγε στα Τρίκαλα. Ένας απ’ αυτούς τους Γερμανούς ήτανε στη μάχη που σκοτώθηκαν οι [Δ.Α.] που σου ‘πα πρωτύτερα. Και σε ανταπόδοση έβαλε το πτώμα του Γιάννη στον Άγιο Κωνσταντίνο και παρήγγειλε τον πατέρα του να ‘ρθεί να το πάρει. Απίθανες ιστορίες! Και μια κι είμαστε στις φωτογραφίες, να σου δώσω κι άλλες και συνεχίζουμε τ’ άλλα. Τώρα αφήνουμε τα ιστορικά. Ο Μέγδοβας, το Μάντζαρη, την άνοιξη του ‘54. Το φθινόπωρο έγινε η Λίμνη. Η γυναίκα μου κι εγώ. Δεν θα με δείρει, μη φοβάσαι! Κι εδώ αυτό έγινε η Λίμνη ως εδώ πάνω! Αυτά τα δέντρα τα λένε τσέρνα, τσέρνα. Είναι μαύρα, είναι μαύρη δρυς. Μαύρη δρυς. Υπήρχαν πολλές εκατοντάδες τέτοια και μείνανε στη Λίμνη.
Μέσα.
Γιατί μαλώνανε, οι χωριάτες θέλαν να τα κόψουν αυτοί, οι δασάρχες θέλαν να τα κόψουν αυτοί και η Λίμνη ήθελε να τα κόψει αυτή. Εντέλει, δεν τα ‘κοψε κανένας,
Και έμειναν μέσα.
Χάθηκαν σαν ξύλα που ήταν μεγάλης αξίας!
Μάλιστα.
Κοίταξε να δεις τώρα, παραμύθια σου λέω, αλλά αξίζει τον κόπο για να… Τέλος πάντων, άσ’ το, ας μείνει αυτό κι αν δεν τελειώσουμε σήμερα, έρχεσαι κι άλλη μέρα. Δεν είν’ αυτές, είναι άσχετες. Αυτό πάρ’ το, κράτησέ το. Αυτό θα το φωτοτυπήσεις και θα μου το φέρεις πίσω, είναι μνημείο! Θα μάθεις πολύ περισσότερα απ’ όσα θα σου ‘λεγα εγώ ζωντανά από αυτόν τον αγράμματο.
Να το βγάλω.
Αυτό παρ’ το κιόλας, έχω πολλά τέτοια.
Ορίστε αυτό.
Αυτά που σου ‘δωσα, γιατί δεν έχω άλλα.
Ορίστε. Να τα βάλω εδώ;
Ναι.
Ορίστε. Το ‘βγαλα φωτογραφίες, θα το φωτοτυπήσω απ’ το κινητό που τα ‘βγαλα φωτογραφίες.
Ναι. Λοιπόν, να σου συνεχίσω για το αντάρτικο.
Ναι. Ορίστε, συνεχίστε.
Segment 9
Η συγκρότηση σε τακτικό στρατό και η πρώτη μάχη (Μάχη του Μορφοβουνίου Καρδίτσας)
01:16:28 - 01:27:08
Όπως σου είπα, έδρα μας ήταν η Σέκλιζα. Εκεί κάναμε την εκπαίδευση υπό τη σοφή καθοδήγηση του Βασίλη του «Αγραφιώτη» και ύστερα από τρεις μήνες έγινε το Συνέδριο Πανθεσσαλικό των ανταρτών στην Καστανιά της Καλαμπάκας. Πήγαμε μια ομάδα από το συγκρότημα το δικό μας, στην οποία ήτανε αρχηγός βέβαια ο Βασίλης ο «Αγραφιώτης», ο Αριστοτέλης ο Τζιοβάρας, ο Γιάννος ο Αλλαμανής, εγώ, ο Σούλης ο Νασιάκος, ο Γιάννης ο Φαλιάγκης και δυο τρεις άλλοι. Δεν θυμάμαι ακριβώς τώρα. Ήτανε τρεις μέρες απ’ τις ωραιότερες της ζωής μου στην Καστανιά. Η Καστανιά ήταν ένα αρχοντοχώρι, είχε πελώρια αρχοντόσπιτα, πελώρια αρχοντόσπιτα. Και έγινε ένα συνέδριο Πανβαλκανικό και Πανμεσογειακό, θα έλεγα. Ήταν η αγγλική αποστολή ο Chris Whitehouse, ο Eddie Mayer, που ήταν αρχηγός της αποστολής, και άλλοι τρεις τέσσερεις Εγγλέζοι, ένας Γιουγκοσλάβος, ο… Μετέπειτα ήταν υπουργός του Τίτο. Ένας απ’ την Αλβανία, αλλά τον σκότωσε ο Χότζας μετά. Απ’ τη Βουλγαρία δε θυμάμαι αν ήταν κανένας. Και από όλη την Ελλάδα. Και όχι μόνο αντάρτες του ΕΛΑΣ, και αντάρτες από άλλα σώματα. Ηγέτης και εκφραστής ήταν ο Κώστας ο Καραγιώργης, που ήτανε φοβερός ρήτορας και καταπληκτικός οργανωτής. Μίλησαν όλοι. Και οι Aγγλέζοι ακόμη μίλησαν. Δυο μέρες κράτησε και μετά έληξε και κει έγινε η συμφωνία να γίνει κοινό στρατηγείο ανταρτών με τον ΕΛΑΣ, με τον Ζέρβα και με την ΕΚΚΑ του Ψαρρού. Και τότε ήταν που στείλαμε τον Μυγδάλη στον ΕΔΕΣ, του δώσαμε φύλλο πορείας δηλαδή, γιατί είχαμε συμμαχήσει όλοι οι αντάρτες. Δυστυχώς, όμως, δεν τράβηξε αυτό. Όταν τέλειωσε αυτό, ο Καραγιώργης είπε: «Φτάνει το αντάρτικο, θα γίνουμε τακτικός στρατός». Το δικό μας το συγκρότημα και αρκετά άλλα έγιναν το 1ο Τάγμα το 1/38 Συντάγματος της Καρδίτσας, το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων, 1ο Τάγμα Ευζώνων. Και επειδή ήταν 38ο Σύνταγμα της Ελλάδος, έμεινε 1/38. Το 2/42 ήταν αυτό με το οποίο ο Πλαστήρας ήτανε στην Μικρά Ασία. Το 3/42 ήτανε του Αγρινίου από ‘κείνη τη μεριά, το 5/42 ήταν της Λαμίας. Τέλος πάντων, το δικό μας, το 1/38 πολέμησε και στον Βαλκανικό Πόλεμο και στον Ελληνοβουλγαρικό και στη Μικρά Ασία και σκοτώθηκαν άπειροι άνθρωποι! Σε ένα ύψωμα στον Ελληνοβουλγαρικό [01:20:00]Πόλεμο το 1913 σκοτώθηκε το μισό Σύνταγμα, το μισό Σύνταγμα! Και πήρε του κόσμου τις διακρίσεις το 1/38 Σύνταγμα. Εν πάση περιπτώσει, κι εμείς προσπαθήσαμε να κάνουμε και κάναμε ό,τι μπορέσαμε στα δύο χρόνια της Αντίστασης. Το συγκρότημά μας και άλλα της περιοχής έγινε το 1ο Τάγμα του 1/38 Συντάγματος. Διοικητής του Τάγματος ήτανε ο Παπαδημητρίου, αυτός, καπετάνιος ο «Αγραφιώτης». Πρώτη μάχη που δώσαμε ήταν στο Βουνέσι. Οι τρεις ομάδες, πριν γίνουμε λόχος και τάγματα, ως συγκρότημα, δώσαμε στο Βουνέσι. Άρχισαν έκαναν οι Ιταλοί επίθεση σαν προκαταρκτική προσπάθεια για εκκαθαριστική επιχείρηση. Εμείς πήραμε εντολή να υποστηρίξουμε τη δίοδο από Βλάσδο προς την Κορώνα. Πιάσαμε θέση στο Βλάσδο. «Α», λέει ο Βασίλης, «δεν είναι καλά εδώ». Και ήρθε η διαταγή απ’ το υπαρχηγείο να πάμε στο Βουνέσι. Πήγαμε στο Βουνέσι. Ανίχνευσε μια περιοχή ο Βασίλης που είπαν καταρχήν να είμαστε εκεί, αλλά ήτανε πολύ πεδινό και άδενδρο. Και είπε «Δεν κάνει αυτό» κι ανεβήκαμε πάνω απ’ το χωριό απ’ το Βουνέσι. Οι σαράντα πέντε αναπτυχθήκαμε απ’ τη στροφή που πάει απ’ το Βουνέσι στον Μεσενικόλα. Στήσαμε εκεί το οπλοπολυβόλο, ο Λεπενιώτης που το ‘χε —θα σου πω— και έκλεινε στο δρόμο απ’ το Βουνέσι που πας για τη Νεβρόπολη τότε. Σαράντα πέντε άνθρωποι. Οι άλλοι δέκα πέντε ήταν σε άλλη αποστολή. Σαράντα πέντε άνθρωποι να κρατήσουμε όλο αυτό τον τόπο τώρα. Κάθε 50 μέτρα ήμασταν ένα τουφέκι με εβδομήντα σφαίρες περισσότερες ο καθένας. Τόσες είχα εγώ, εβδομήντα είχα. Η απόσταση του ενός απ’ του άλλου ήτανε 100 μέτρα περίπου. Οι Ιταλοί ήρθαν από τρεις μεριές, απ’ τον Μεσενικόλα, απ’ το Βουνέσι και απ’ το Καππά —Καππά, ξέρεις πού είναι το Καππά—, απ’ το Καππά, ναι, και ένα τέταρτο ακόμα έπρεπε να ‘ρθεί απ’ τη Γράλιστα απάνω. Πολεμήσαμε τέσσερεις πέντε ώρες ως εξής. Ποια ήταν η παράταξή μας: Άκρα δεξιά στο δρόμο που βγαίνει στη Νεβρόπολη ήτανε η ομάδα στην οποία πολυβολητής ήτανε ένας απ’ το Φανάρι Λοχίας Έφεδρος, είχε το hotchkiss το πολυβόλο, ένα πολύ καλό πολυβόλο τσεχοσλοβάκικο, και όχι πάρα πολλές σφαίρες, αρκετές σφαίρες. Ο Σούλης ο Νασιάκος ήταν ο γεμιστής του οπλοπολυβόλου. Είχε εκπαιδευτεί από πριν. Κοίτα, αν δεν τελειώσουμε σήμερα, κι άλλη φορά μπορεί να ‘ρθείς. Είπαμε για, ναι, το Βουνέσι. Έρχονται οι Ιταλοί! Μπροστά στους σταυρούς ήταν λεγεωνάριοι. Λεγεωνάριοι ήταν οι Κουτσόβλαχοι, οι βλαχόφωνοι, οι οποίοι λήστευαν τον κόσμο τότε. Και ξεκίνησαν αυτοί μπροστά για να πάνε στο Βουνέσι, να λαφυραγωγήσουν κι εκεί. Τους περίμενε ο Καρατάσιος με τον Σούλη τον Νασιάκο, τον Σκουφά, με το πολυβόλο. Εγώ τους έβλεπα από απέναντι. Ήτανε 200 μέτρα απέναντί μου, το πολύ 300 μέτρα απέναντί μου. Τους περίμενε μέχρι τα 15 μέτρα. Ήταν κι ο Πάνος ο Καραγιάννης εκεί. Καρατάσιος, Σούλης Νασιάκος, Πάνος Καραγιάννης. Ο Πάνος Καραγιάννης είχε ένα Thompson —ξέρεις, το Thompson είναι αμερικάνικο, ναι—, ένα Thompson. Και τους αρχίζουνε εκεί στον πολυβολισμό… Στρωθήκαν όλοι κάτω! Και οι Ιταλοί που ερχόταν από πίσω τους λακίσαν και γυρίσαν πίσω στο κέντρο της μονάδας τους! Το περίεργο είναι ότι ένας Ιταλός αξιωματικός —αφού τον θαύμασα—, καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο γύριζε γύρω-γύρω-γύρω και προσπαθούσε να μαζέψει τους Ιταλούς που είχαν λακίσει και να τους εντάξει στην έδρα του πυρός! Εκεί έστησε όλμους, πολυβόλα κλπ. Ρίξαμε όλοι, κι εγώ μαζί, που ήμουνα πολύ καλός σκοπευτής, αλλά κανένας δεν τον πέτυχε τον Ιταλό, αλλά από απόσταση 300 μέτρα μακριά. Εκεί πολεμήσαμε τρεις τέσσερεις ώρες περίπου. Στήσαν οι Ιταλοί πολυβόλα, όλμους και ορειβατικό πυροβόλο είχανε και μας θερίζανε. Ο Βασίλης διέταξε: «Αποσυρθείτε!». Εγώ δεν άκουσα τη διαταγή αυτή. Δεν ήρθε σ’ εμένα η διαταγή. Περνούσαν από πάνω μου οι σφαίρες των Ιταλών —σφυρίζουν οι σφαίρες όταν περνάνε από πάνω απ’ το κεφάλι σου— και νόμιζα ότι είναι οι σφαίρες που ρίχνουνε οι γείτονές μου! Και κάποια στιγμή πίσω από μια καστανιά που καθόμουνα και κοίταζα έρχονται δυο σφαίρες και κόβουνε δυο κωλορίζια απ’ την καστανιά! Τότε τα χρειάστηκα. Πήρα ένα λαγκαδάκι κι ανέβηκα επάνω για να γυρίσω πίσω απ’ το αντέρεισμα. Ήταν ένας δρόμος έτσι στο δάσος, καθαρός δρόμος. Ως εκεί πήγα. Είχα γίνει —πώς να σου πω;— από την κούραση πολύ… Εν τούτοις, στραβοπατώντας πέρασα. Μου ρίχνανε όλμους οι Ιταλοί. Δεν με πήρε κανένας! Όταν έστριψα πίσω, με περιμένανε ο Γιάννης ο Αλλαμανής, αυτός, ο Γιώργος ο Ράγκος —απ’ τη Βράχα ήταν ο Ράγκος— και ένας ακόμα τρίτος. «Δόξα σοι ο Θεός! Είπαμε σκοτώθηκες!». Και μετά φύγαμε όλοι μαζί, πήγαμε στην Πεζούλα. Από Πεζούλα ανεβήκαμε απάνω και φύγαμε, τέλος πάντων. Αυτή ήταν η πρώτη μάχη. Σκοτώθηκαν αρκετοί Ιταλοί, αρκετοί Ιταλοί. Οι περισσότεροι απ’ το πολυβόλο του Καρατάσιου και του Σκουφά και το hotchkiss του Παναγιώτη του Καραγιάννη του Ακρίτα και λιγότεροι από μας τους μακρινούς, γιατί ήμασταν πολύ μακριά και δύσκολα φτάναν οι σφαίρες εύστοχα ως εκεί. Αλλά σ’ ένα μονοπατάκι στο ρεματάκι είδαμε να πέφτουν πέντε έξι Ιταλοί απ’ τα δικά μας τα πυρά. Τέλος πάντων, αυτή ήταν η πρώτη μάχη!
Στη συνέχεια είχαμε πολλές μάχες στην Πόρτα-Μουζάκι το Τάγμα μας, πολλές μάχες στην Πόρτα-Μουζάκι, και αρκετές σε επιθέσεις που κάναμε σε φυλάκια των Γερμανών. Άλλη μεγάλη σε έκταση όχι αλλά μεγάλη σε θανάτους δικούς μας ήταν στο Φανάρι, στο σιδηροδρομικό σταθμό του Φαναρίου. Πήραμε εντολή να καταλάβουμε το σταθμό αυτό για να διακόψουμε τη συγκοινωνία Τρίκαλα-Καρδίτσα-Πόρος. Αυτή την εντολή πήραμε τα δυο τάγματα του Συντάγματος. Το βράδυ της παραμονής της επίθεσης έγινε σύσκεψη στο Γυμνάσιο του Φαναριού. Ήτανε οι διοικητές των δύο ταγμάτων, οι διοικητές των λόχων, οι διμοιρίτες και η ομάδα του Συντάγματος. Έγινε η συζήτηση, καθόρισε ο Διοικητής του Συντάγματος τις αποστολές κάθε μονάδας και ήμασταν έτοιμοι. Δεν είχε, όμως, καθορίσει αποστολή σ’ έναν λόχο του 4ου Συντάγματος που ήταν προσκολλημένο στο δικό μας και εύστοχα δεν του έδωσε αποστολή ο Διοικητής γιατί δεν ήξερε τον τόπο, δεν ήξερε τοποθεσία! Εξανίσταται ο διοικητής του —Υπολοχαγός ήταν Έφεδρος, υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα—, λέει: «Καπετάνιε, δεν θα μου δώσεις εμένα εντολή; Δεν αξίζω εγώ που ‘μαι στο 4ο Σύνταγμα να πολεμήσω και για το 1/38;». Και κάνει καβγά. Επεμβαίνει ο καπετάνιος του Συντάγματος, Ίλαρχος Καβαλάρης, που ήταν διοικητής του πριν στο 4ο Σύνταγμα. Του λέει: «Βρε Λοχαγέ» —δεν θυμάμαι τ’ όνομά του. Το επώνυμό ήταν, ναι, Πυλάδης, Πυλάδης— «βρε Πυλάδη, αφού ξέρεις ότι ο τόπος δεν είναι δικός σου. Δεν ξέρεις. Πού θα πας;». Τίποτα. «Θέλω αποστολή!». «Εντάξει, πάρε αποστολή. Θα πας με δυο ομάδες, θα πας απ’ τον κάμπο να υπερφαλαγγίσεις από κει». Και έτσι έκλεισε η αυτή. Πήρε δυο ομάδες αυτός και τη νύχτα κόντεψε… Εμείς κατεβήκαμε και πιάσαμε το δρομάκι πάνω από το σταθμό του Φαναριού, το εφεδρικό ΕΛΑΣ στη Λοξάδα, και μόλις ξημέρωσε αρχίσαμε με τα πολυβόλα —είχαμε και ένα αντιαρματικό πυροβόλο των 45 χιλιοστών— [01:30:00]να χτυπάμε το Φανάρι. Όμως, τι είχε προηγηθεί; Ο Πυλάδης ο καημένος που πήγε από τον κάμπο και πήγαινε να πιάσει θέση κοντά στα συρματοπλέγματα αιφνιδιάστηκε από μια ομάδα που είχαν βγάλει οι Γερμανοί για… ναι, και περιμέναν κι αυτοί… Και σκοτώνεται ο ίδιος και ο σύνδεσμός τους, δυο, εκεί. Αφ’ ης νύχτα έπεσαν τουφεκιές και σκοτώθηκε η φρουρά του σταθμού, που ήταν πολύ ισχυρή και είχε χαρακώματα σκεπασμένα με τραβέρσες και σιδηροδοκούς, όλμους, πολυβόλα. Έπιασε τις θέσεις της κι έπρεπε να μη γίνει η μάχη, όμως η διαταγή ήταν διαταγή… Άρχισε η μάχη. Αρχίσαμε με τα πολυβόλα και με το αντιαρματικό αυτό να χτυπάμε το σταθμό. Βλέπαμε τις σφαίρες να μπαίνουν απ’ τα παράθυρα, να μπαίνουν απ’ τις πόρτες. Τσιμουδιά ο σταθμός! Λέμε: «Πιάσαν τα χαρακώματα οι Γερμανοί. Τι γίνεται τώρα;». Σε λίγο αρχίσαν οι Γερμανοί όλμους. Ένας όλμος έπεσε όπως καθόμουνα εγώ εδώ έτσι κι έβλεπα το σταθμό έτσι. Πίσω μου ήτανε ο διοικητής που χειριζόταν το αντιαρματικό, δίπλα ένας πωλητής και πίσω ακριβώς από μένα ήταν ένας νεοσύλλεκτος νέος, αδερφός του Υπολοχαγού, που ήτανε το δεύτερο γραφείο της Μεραρχίας, νεοσύλλεκτος. Κι ήταν εκεί και παρακολουθούσε το καημένο το παιδάκι. Έρχεται ο όλμος και πέφτει πίσω απ’ το παιδί αυτό. Το σκοτώνει. Εμένα δεν με πειράζει. Τραυματίζει πάρα πολύ βαριά το διμοιρίτη που χειριζόταν το αυτό. Του πήρε την πλάτη όλη εδώ, κατάλαβες; Εμείς οι άλλοι συνεχίζαμε να… Βέβαια, τραβήξαμε τους τραυματίες και συνεχίζαμε να παρακολουθούμε τη μάχη. Βλέπω τον Ηλία τον Τσίρα —απ’ τον Παλαμά ανθυπολοχαγός. Τελειόφοιτος της Νομικής ήτανε, συμμαθητής μου στην Σχολή Εφέδρων— να έχει πιάσει τη γωνία ενός νταμαριού —όχι νταμαριού. Πώς το λένε; Έναν πλιθρόχτιστο αχυρώνα, ναι. Κάπως αλλιώς το λέμε καραγκούνικα. Τέλος πάντων— κι ένας αντάρτης στο απέναντι σπίτι. Κι ήτανε ένα άνοιγμα 6 μέτρων περίπου. Βγάζει το κεφάλι ο αντάρτης να δει και να ρίξει. Τον παίρνει το ριπή, πέφτει. Νομίζει ο διμοιρίτης του ότι είναι ζωντανός και σπρώχνεται να πάει να τον τραβήξει. Έρχεται κι αυτουνού η διμοιρία. Πάει κι αυτός. Σκοτώνεται ο Ηλίας ο Τσίρας. Σκοτώθηκαν εφτά. Εφτά! Κλάψαμε πιο πολύ από όλους τον Πυλάδη και τον Τσίρα. Και μας έλεγε η γυναίκα στο σπίτι της οποίας κοιμήθηκε το βράδυ ότι «Λούστηκε ο Ηλίας», λέει, «και μου ‘πε να του σιδερώσω το μαντήλι». Είχε ένα κόκκινο μαντήλι που φορούσε, φόρεσε και το μαντήλι και πήγε λουσμένος και αλλαγμένος ο καημένος ο Ηλίας ο Τσίρας, ένα θαυμάσιο παιδί! Θαυμάσιο παιδί. Αμέσως τη μεθεπομένη μέρα έφυγαν οι Γερμανοί και διακόπηκε η συγκοινωνία. Πέτυχε τελικά ο σκοπός της επιχείρησης, αλλά σκοτωθήκανε όλα αυτά τα παιδιά, όλα αυτά τα παιδιά… Και συναντηθήκαμε μετά με τον αδερφό του μικρού που έπεσε δίπλα μου και μου ‘κανε παράπονα γιατί κάναμε τη μάχη αυτή. Συναντηθήκαμε μετά τη μάχη του Ζάρκο Μάρι. Θα σου πω πρώτα τη μάχη κι ύστερα τη συνάντηση.
Η άλλη μάχη που κάναμε, κι ήταν η καλύτερη που έκανε το Σύνταγμά μας και συγκεκριμένα το 2ο Τάγμα εν προκειμένω και ο Λόχος Καταστροφών —το 2ο Τάγμα το διοικούσε ένας μόνιμος αξιωματικός, ο Βασίλης… Βασίλης… τέλος πάντων, Βασίλης —θα το θυμηθώ αργότερα— απ’ τους Σοφάδες. Καπετάνιος ο Βασίλης ο «Αγραφιώτης». Εγώ είχα το σταθμό πληροφοριών στο χωριό Λουτρό της Λάρισας και είχα έναν πράκτορα, ας πούμε, πράκτορα, αντάρτη πράκτορα, που ήταν διαολεμένος. Απ’ τη Νέα Ιωνία ήτανε. Να φανταστείς, τον είχαν πάρει οι Γερμανοί όμηρο στη Γερμανία για να δουλεύει στα εργοστάσια εκεί, το ‘σκασε απ’ τη Γερμανία κι ήρθε με τα πόδια στην Ελλάδα και κατευθείαν στο Σύνταγμά μας! Και όταν ήρθε λέω «Αυτός για μένα κάνει» και τον πήρα στο Τμήμα των Πληροφοριών. Πήγαινε κάθε βράδυ στη Λάρισα, οργάνωσε όλα τα μπουρδέλα της Λάρισας κι έπαιρνε τις πληροφορίες, απίθανες πληροφορίες! Διαολεμένος άνθρωπος! Απίθανες πληροφορίες! Ένα βράδυ έρχεται —έπαιρνε το άλογο, το άφηνε στη Γεωργική Σχολή κι έμπαινε με τα πόδια μέσα—, ένα βράδυ έρχεται με το άλογο τρεχάλα: «Γιώργο, Γιώργο! Καβαλίκα και τράβα στο Σύνταγμα και πες ότι μεθαύριο θα ‘ρθούν απ’ τα Τρίκαλα στη Λάρισα διακόσιοι πενήντα Γερμανοί με πενήντα πέντε αυτοκίνητα! Να κάνουν ό,τι καταλαβαίνουν!». Ξεπετιέται αυτός, καβαλικεύω εγώ, πάω στην έδρα του τάγματος. Λέω τον Βασίλη τον έναν —Βασίλης Χρυσόμαλλος, Βασίλης Χρυσόμαλλος γραψ’ τον— και τον «Αγραφιώτη» και ο Λάμπρος ο Σεκλιζιώτης, ο οποίος ήταν Διοικητής του Λόχου Καταστροφών… Και το πρώτο που έκανε οι δυο Βασίληδες, λέει: «Να στείλουμε στην Καρδίτσα να ‘ρθούν σοφεραίοι για να πάρουν τ’ αυτοκίνητα που θα καταλάβουμε». Έφυγε ένας ιππέας αμέσως. Άλλαξε άλογο στον Παλαμά, στην Καρδίτσα και την επομένη το πρωί ήτανε είκοσι πέντε οδηγοί αυτοκινήτων Καρδιτσιώτες στο Κεραμίδι. Το Κεραμίδι ήταν ένα χωριό στον Πηνειό δίπλα. Στο Κεραμίδι. Και ο Βασίλης ο… οι Βασίληδες, τέλος πάντων, τους είπαν τι έχουν να κάνουνε. Ξημερώνει… Καθορίστηκαν τα τμήματα. Ο Λάμπρος θα πήγαινε απέναντι απ’ το… Θα περνούσε τον Πηνειό και θα πήγαινε απέναντι στα αντερείσματα των Χασίων. Και τι σκαρφίστηκαν ο Λάμπρος ο Σεκλιζιώτης και ο Βασίλης ο διοικητής; Ήταν μόνιμος αξιωματικός. Είχαμε καταλάβει απ’ τους Ιταλούς πολλά βλήματα βαρέως πυροβολικού και ο Λάμπρος, που ήτανε πολύ προνοητικός, κουβαλούσε πάντα μαζί του πολλά βλήματα. Λέει στον Βασίλη το διοικητή: «Βασίλη, εγώ θα κάνω εκεί πυροβολικό». «Πώς θα το κάνεις, ρε Λάμπρο;», «Να, θα βγάλω τους επικρουστήρες απ’ τις οβίδες» —ξέρεις τι είναι επικρουστήρας— «και θα βάλω εκεί φυτίλι, δυναμίτη. Θα μετρήσω πόσο φυτίλι χρειάζεται να το κυλήσω από πάνω να φτάσει στο δρόμο και να εκραγεί και θα ρίχνω και πυροβολικό!». Και πραγματικά πήρε ίσα με είκοσι πέντε οβίδες τέτοιες, τις έκανε αυτό και περίμενε. Η διαταγή ήταν να μην κουνηθεί κανένας μέχρις ότου να περάσουν οι Γερμανοί. Ήρθαν οι Γερμανοί, μπήκαν στο στενό αυτό. Ήταν στενός ο δρόμος αυτός ή μάλλον… Το τμήμα αυτό του δρόμου ήταν στενό, 2 χιλιόμετρα περίπου, και έκλεινε σ’ ένα μικρό γεφυράκι δεξιά προς το Κουτσόχερο. Σταματάει η φάλαγγα. Κατεβαίνουν οι Γερμανοί με τις μοτοσυκλέτες, κάνουνε μια έρευνα να δουν αν υπήρχαν νάρκες —δεν το ‘χαμε ναρκοθετήσει επίτηδες για να περάσουνε—, γυρνάνε πίσω και ξεκινάνε. Περνάνε όλοι. Μπήκαν όλοι εκτός από δυο αυτοκίνητα τα οποία άφησαν να περάσουν απ’ το γεφυράκι και να φύγουνε. Και μόλις πέρασαν κι αυτά και μπήκαν όλοι ανατινάζεται το γεφυράκι από τη μία, ανατινάζεται κι απ’ την άλλη, αρχίζει τα πολυβόλα από πάνω ο Σεκλιζιώτης και τις οβίδες, τα πολυβόλα εμείς από ‘δω απ’ το ποτάμι. Παίρνουν φωτιά πολλά αυτοκίνητα που ήτανε φορτωμένα με πολεμοφόδια και ανατινάσσονταν στον αέρα. Ήταν πενήντα πέντε αυτοκίνητα και τελικά είκοσι πέντε μείνανε! Έγινε της κακομοίρας! Τελικά οι Γερμανοί παραδόθηκαν. Πενήντα παραδόθηκαν, εξήντα σκοτώθηκαν και τριάντα πέντε πρόλαβαν και γύρισαν πίσω. Αυτοί που ήταν πίσω-πίσω έφυγαν και γύρισαν. Και τη μεθεπομένη ήρθε ο αδερφός του παιδιού που σκοτώθηκε δίπλα μου για να μας δώσει συγχαρητήρια και να πάρει λεπτομέρειες. Τον έστειλε η μεραρχία δηλαδή. Ήταν το δεύτερο γραφείο της μεραρχίας, ο προϊστάμενος ο άμεσος ο δικός μου. Και πήγαμε και βγάλαμε μια… Μου είπε: «Γιώργο, γιατί να πάει χαμένος ο αδερφός μου;». Του λέω «Μήτσο μου» —Μήτσο τον λέγαν, Δημήτρ[01:40:00]ης, Σακελλαρίου ήταν το επώνυμό του, «Καναλιώτης» ήταν το ψευδώνυμο— «εσείς στείλατε τη διαταγή. Μπορούσαμε να την παραβούμε;». «Έχεις δίκιο, Γιώργο, αλλά δεν μπορώ να κρύψω τον καημό μου». Και βγάλαμε μια φωτογραφία στον Παλαμά οι δυο. Ύστερα από είκοσι χρόνια, τριάντα; Συναντηθήκαμε στις Σποράδες στο… Μετά τη Σκιάθο ποιο είναι το… Πώς το λέμε το χωριό; Το νησί;
Αλόννησο.
Αλόννησο. Στην Αλόννησο συναντηθήκαμε παραθεριστές και οι δυο και βγάλαμε μία ίδια φωτογραφία όπως εκεί, ο Μήτσος και εγώ μια φωτογραφία. Τις έχω. Δεν τις έχω τώρα πρόχειρες, θα τις βρω και θα στις δώσω κι αυτές. Μετά δώσαμε μάχη στα Δέντρα —όχι μάχη… χτυπήσαμε τους Γερμανούς. Τα Δέντρα είναι μία τοποθεσία μεταξύ Λάρισας-Τυρνάβου. Εμείς ήμαστε εκεί, το Σύνταγμά μας, είχε αυτόν τον τομέα. Περνούσαν οι Γερμανοί και ‘μείς τους πυροβολούσαμε. Είχαμε εντολή να μην δώσουμε μάχη, να αποφεύγουμε την αντιμέτωπη μάχη, να τους πυροβολάμε και αν έρχονταν εναντίον μας, να πολεμήσουμε. Οι Γερμανοί θέλαν να φύγουνε. Δεν τουφεκούσαν καθόλου, περπατούσαν και φεύγανε. Ακολούθησε το Σύνταγμά μας. Πέρασε τον Τύρναβο. Συγχαρητήρια και τέτοια… Δεν πειράζει. Ανεβήκαμε στην Ελασσόνα και εκεί στην Ελασσόνα δώσαμε μια μικρή μάχη και μεγάλη μάχη δώσαμε στο Σαραντάπορο. Σαραντάπορο είναι ανάμεσα Ελασσόνα-Σέρβια. Και στο Σαραντάπορο είχε δοθεί η πρώτη μάχη των Βαλκανικών Πολέμων. Και κατά σύμπτωση εκεί πολέμησε ο πατέρας μου και ο πατέρας του Γιάννου του Αλλαμανή! Τον ίδιο Σεπτέμβριο δηλαδή! Μετά τους κυνηγήσαμε ως τα Σέρβια τους Γερμανούς. Περάσαν τον Αλιάκμονα αυτοί και τους πήρανε πλέον η μεραρχία της Μακεδονίας. Εμείς μείναμε στα Σέρβια. Πήραμε λάφυρα εκεί έναν σωρό! Εγώ πήρα ένα κιβώτιο χάρτες —όχι για μένα, για το Σύνταγμα—, ένα κιβώτιο χάρτες και εφοδίασα όλο το Σύνταγμα με χάρτες! Χάρτες της… επιτελικοί χάρτες, αυτοί.
Segment 13
Η εντολή για την «καταδίωξη» του στρατού του Ζέρβα ως και το τέλος της Αντίστασης
01:42:29 - 01:50:30
Μετά γυρίσαμε στη Λάρισα και στις 4 Δεκεμβρίου άρχισε η μάχη της Αθήνας, ο Δεκέμβρης ο περίφημος. Το Σύνταγμά μας δεν το στείλαν στην Αθήνα να πολεμήσει, τη μεραρχία μας ολόκληρη δηλαδή. Τη στείλαν ανοήτως, τρόπος του λέγειν, στην Ήπειρο για να διώξει τον Ζέρβα, ο οποίος ήδη είχε πάει στην Κέρκυρα. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, από τη Λάρισα με αυτοκίνητα μέχρι το Μουζάκι κι απ’ το Μουζάκι με τα πόδια ανεβήκαμε Νεβροβούνιστα, Οξυά, Στουρναραίικα —τώρα τα Στουρναραίικα τα λένε… τα λένε, πώς τα λέν’ τώρα; Τέλος πάντων… Ναι, Κούτσαινα. Περάσαμε τον Αχελώο, ανεβήκαμε στα Δώριανα, Βουλγαρέλι. Κάτω στα χωριά που ήταν δίπλα στον Άραχθο. Περάσαμε τον Άραχθο 6 Ιανουαρίου ως εδώ μέσα. Ως εδώ μέσα! Κρατιόμαστο από μια τριχιά. Είχαν δέσει οι κοντοχωριανοί εκεί μια τριχιά σ’ έναν πλάτανο εδώ κι άλλη μια τριχιά απέναντι. Πιανόμασταν απ’ την τριχιά και προχωρούσαμε, ως εδώ. Μπροστά εγώ ή ο Βασίλης —δεν θυμάμαι— ο «Αγραφιώτης» και πίσω εγώ ή αυτός. Και πιο μπροστά το μουλάρι μας που είχε και τα σακίδιά μας. Το μουλάρι το πήρε ο Άραχθος, πάει! Μαζί με τα σακίδιά μας! Εμείς περάσαμε απέναντι. Σηκώσαμε τα πόδια ψηλά για να αδειάσουν οι μπότες. Ανεβήκαμε το ξεροβούνι, ένα θεόγυμνο βουνό απάνω, και στην κορυφή σε κάτι σαρακατσάνικα καλύβια καθίσαμε. Βροχή, βρεγμένοι. Δυο πεθάναν απ’ το κρύο, έτσι. Την επομένη εγώ πήγα στο Καλέντζι και τα Πλαίσια για να δω τι γίνεται από κει, αλλά πριν πρέπει να σου πω το προηγούμενο. Όταν ήμασταν στα χωριά που σου είπα, πριν απ’ τον Άραχθο, έπρεπε να κάνω ανίχνευση τι γίνεται απέναντι. Η γέφυρα της Πλάκας —ξέρεις ποια ήταν η γέφυρα της Πλάκας, αυτή που την πήρε το ποτάμι— ήτανε κοντά μας καμιά μία ώρα, λιγότερο. Πήρα έναν σύνδεσμο και πάω εκεί κι έναν πολυβολητή, οπλοπολυβολητή. Ανεβάζω τον οπλοπολυβολητή σ’ ένα σπιτάκι που ήταν από πάνω, να ‘χει το νου του, και πέρασα απέναντι, πέρασα τη γέφυρα απέναντι. Εκεί βρίσκω έναν κάποιας ηλικίας αξιωματικό ζερβικό. Χαιρετηθήκαμε, κουβεντιάσαμε καμιά ώρα και στο τέλος τού λέω εγώ «Ως τα τώρα κουβεντιάσαμε» —είπαμε για το μάταιο του Εμφυλίου κλπ., αυτά— «το βράδυ, τη νύχτα θα τουφεκιόμαστε». «Α μη σκιάζεσαι», μου λέει, «πέντε έξι τουφέκια θα ρίξουμε εμείς και θα φύγουμε»! Κι έτσι έγινε. Όταν ανεβαίναμε απάνω μετά τον Αράχθο, ρίξαν πέντε έξι τουφεκιές και δεν βρήκαμε κανέναν άλλον ύστερα. Απ’ το ξεροβούνι κατεβήκαμε στη Φιλιππιάδα, μετά στον Λούρο. Στον Λούρο βρήκα μια αποθήκη τροφίμων ζερβικών που τα ‘χαν ρίξει οι Άγγλοι κι ήτανε γεμάτη η αποθήκη. Φάγαμε με την ψυχή μας, που ‘μασταν νηστικοί, μέρες νηστικοί, βάλαμε και στα σακίδιά μας και πήγαμε στην Πρέβεζα. Στην Πρέβεζα ήταν ο Άρης με την ομάδα του και βγάλαμε την τελευταία φωτογραφία με τον Άρη. Την έχω χάσει. Και μας χαιρέτησε: «Άντε» —έναν-έναν μάς χαιρέτησε τους αξιωματικούς— «και καλή αντάμωση στα γουναράδικα». Αυτή ήταν η ευχή του, «Καλή αντάμωση στα γουναράδικα». Απ’ την Πρέβεζα περπατήσαμε, περάσαμε τον πορτοκαλεώνα της Άρτας. Κι έναν μοίραρχο χωροφυλακής που είχαμε μαζί μας ήταν τόσο —πώς να σου πω;— λαίμαργος, που γέμισε όλο το μπούστο του με πορτοκάλια. Έβαλε και στα παντελόνια! Έδεσε τα παντελόνια και έβαλε στα παντελόνια! Είδε, όμως, ότι δεν μπορούσε να περπατήσει και τα ‘βγαλε και τον κοροϊδεύαμε. Άρτα, Αμφιλοχία —περπατώντας όλα αυτά—, Αγρίνι. Στο Αγρίνι μείναμε δύο βράδια και μας είχε η νεολαία πανηγύρι —πώς να το πούμε; Χορέψαμε δυο βράδια εκεί. Μετά Μεσολόγγι, Ναύπακτο, Λιδορίκι. Στο Λιδορίκι μάς πρόλαβε η ανακωχή και αρχίζουμε να γυρνάμε τώρα απ’ το Λιδορίκι. Χειμώνας… Γενάρης, 15 Γεναρίου αρχίσαμε να γυρνάμε! Με τον Μήτσο τον Ράγκο. Υπολοχαγός της Στρατολογίας ήταν αυτός απ’ τη Βράχα. Γνωριστήκαμε… Πώς το λένε; Είναι ένας στρατιωτικός όρος. Δεν τους θυμάμαι τώρα. Προκαταβολή είναι να ετοιμάζουμε από κάθε χωριό που θα περνούσαμε πού θα κοιμηθούν, πού θα φάνε, τι θα κάνουν οι άλλοι που ερχόταν από πίσω μας. Και οδηγήσαμε οι δυο μας, λοιπόν… Καθόμαστε το βράδυ στα Χόχλια, ένα χωριό εκεί, και μας δώσανε σούπες του μπακάλη. Ήταν οι σούπες που έδωσε η UNRA, είχε δώσει η UNRA πρώτα. Mας μαγείρεψαν σούπα και φάγαμε σούπα. Από κει ξεκινούσαμε απάνω. Μαζεύαμε πορτοκάλια στο δρόμο. Ανεβήκαμε, χιόνισε ως το γόνατο το χιόνι και, για να περάσουμε στο χωριό Μαραθιά —Μαραθιά, ναι, Μαραθιά το λέν’—, ένα Ζερβό, δεν θα ‘ταν 300 μέτρα, κάναμε μιάμιση ώρα να το περάσουμε! Ως εδώ το χιόνι. Περάσαμε, στρίψαμε, κατεβήκαμε στο χωριό. Εκεί ο Μήτσος ο Ράγκος είχε έναν συμμαθητή κι αυτός είχε ένα αρχοντόσπιτο εκεί, πύργο! Σαν πύργος ήτανε. Και μας μαζεύει, μας αλλάζει, στεγνώνει τα ρούχα μας και μας κάνει ένα τηγανιτό λουκάνικο και αυγά και μαύρο κρασί… Τι να σου πω! Νοστιμότερο φαγητό δεν έχω φάει στη ζωή μου! Κοιμηθήκαμε εκεί. Την επομένη [Δ.Α.]. Κοιμηθήκαμε στην Κουφάλα και μετά Σπινάσα. Στη Σπινάσα βρήκαμε τον εφεδρικό ΕΛΑΣ εκεί, ναι, και πήραμε άδεια να πάμε στα χωριά μας. Και ο Πανο-Καραγιάννης, εγώ, ο Τρύφωνας ο Παρεδράκος απ’ το Τιτάι και ο Θανάσης ο… Θανάσης; Γουρνάβασης. Θανάση τον λέγαν το Γουρνάβαση; Νομίζω Θανάση Γουρναβάσης. Τέσσεροι ανθυπολοχαγοί. Πήγαμε στην Καστανιά εμείς, τα δυο παιδιά στο Τιτάι. Ο Θανάσης ο καημένος σκοτώθηκε στον Εμφύλιο, και όχι σε μάχη. Είναι απ’ αυτούς που ο Ζαχαριάδης είπε να μείνουνε για να ξαναφτιάσουνε αντάρτικο όταν αυτός ήτανε με όλους τους άλλους στην Τασκένδη. [01:50:00]Τους πιάσανε τον Θανάση, τον Γιάννη τον Φαλιάγκη —τι Φαλιάγκη λέω; Τον Γιάννη τον Φυτσιλή και τον… και τον; Κι έναν ακόμα. Και τον Ναπολέοντα τον Φυτσιλή. Και τους σκοτώσανε χωρίς στρατοδικείο, χωρίς τίποτα. Και δεν ξέρουνε ούτε πού τους θάψανε! Ήταν… Από κει και ύστερα ο Εμφύλιος ήταν μη συζητάς… Συμφορά!
Segment 14
Η επιστροφή στην Αθήνα μετά την Αντίσταση και η επαγγελματική του καριέρα
01:50:30 - 02:01:22
Σε τι ηλικία μπήκατε στην αντίσταση εσείς; Τι ηλικία είχατε;
20 χρονώ, 20. Δεν είχα συμπληρώσει τα 20 ακόμα, 20 πες.
Και είχατε εσείς ψευδώνυμα όπως είχατε βγάλει…
«Φεραίος»! Με τον Γιάννο τον Αλλαμανή ήμασταν συμμαθητές στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου και ήμασταν πολύ φίλοι. Μ’ έπαιρνε στο σπίτι του. Ήταν και οι πατεράδες μας φίλοι. Σου ‘πα, πολεμήσαν μαζί κι ήταν και πελάτες μετά. Και μ’ ανέβαζε στο ταβάνι του σπιτιού του και μου ‘δειχνε τα όπλα των θείων του. Ήτανε Αξιωματικοί οι θείοι του. Και μας είχε μείνει τότε η φιλία για τα όπλα και η προσωπική φιλία. Ο Γιάννης, λοιπόν, είχε πάρει το όνομα «Ρήγας». Ε, λέω: «Αφού ο Γιάννης είναι Ρήγας, εγώ να γίνω Φεραίος!».
Μετά, στον Εμφύλιο; Πώς…
Δεν, δεν… Εμείς το Μάη του ‘45, ναι, ο Πάνος ο Καραγιάννης, ο Χρήστος ο Ξυδιάς και εγώ, μας είπε ο Βασίλης «Πηγαίντε, φύγετε!» και φύγαμε. Μας πήγε μέχρι τα Πλατανάκια. Ξέρεις πού είναι τα Πλατανάκια. Είναι μετά το Καταφύγι. Ανεβαίνουμε έναν λόφο και κατεβαίνουμε κάτω. Είναι εκεί μια πηγή. Και το λέγαμε στα «Πλατανάκια». Και στα Πλατανάκια ο μακαρίτης, ο οποίος ήταν έμπειρος άνθρωπος, γεννημένος στρατιώτης και προνοητικός, προφήτευε, μας λέει: «Άντε παιδιά, τραβάτε εσείς και καλή αντάμωση στα γουναράδικα. Εμείς εδώ θα γίνουμε Ισπανία». Είχε προβλέψει τον Εμφύλιο, κατάλαβες; Ο οποίος άρχισε τον άλλο χρόνο το Σεπτέμβριο. Δανειστήκαμε μισή λίρα στην Καρδίτσα. Βγάλαμε τα εισιτήρια, ήρθαμε στην Αθήνα. Ο Πάνος πήγε κατευθείαν στο αφεντικό του τον παλιό και μόλις τον είδε αυτός «Πάνο! Που σε ψάχνω! Έλα εδώ!» και τον πήρε αμέσως γκαρσόνι στο… Εγώ… Θα σου πω για μένα. Ο Χρήστος λέει: «Εγώ θα βρω δουλειά. Μην σκανιάζετε, παιδιά». Ξαναάρχισε το κλέφτικο πάλι. Θα σου πω, όμως, την ιστορία, αξίζει τον κόπο. Εγώ πήγα στον ξάδερφό μου τον Πάνο Κόφφα —εδώ στην Ανάληψη καθόταν αυτός— και την άλλη τη μέρα κατέβηκα να πάω στην Αθήνα να δω τι θα κάνω. Κατεβαίνοντας πέρασα στη «Βρετάνη», τον κινηματογράφο μπροστά. Περπατώντας εκεί ακούω μία φωνή: «Γιώργο! Γιώργο!». Γυρνάω, βλέπω αυτόν που πήρε την πληροφορία για τους Γερμανούς! Τι συζητάς τώρα… Συγκινούμαι. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, τέλος πάντων, «Πού πας, μωρέ Γιώργο;». «Πάω να βρω καμιά δουλειά». «Τι δουλειά ρε; Εδώ κάτσε, εδώ!». «Τι θα κάνω εδώ;». «Θα δεις τι θα κάνεις. Θα αγοράζουμε τσιγάρα από τους Εγγλέζους, που τα πουλάνε, και κατεβαίνουν οι Κολωνακιώτισσες μετά και θα τους τα πουλάμε και κερδίζουμε άλλο ένα!». Τριάντα μήνες πούλαγα τσιγάρα εκεί κι έζησα! Στους τριάντα βρήκα δουλειά σε εφημερίδα και έγινα δημοσιογράφος —όχι τότε— και άρχισα κι αυτή τη δουλειά. Δούλευα, διάβαζα. Στο Πανεπιστήμιο δεν πήγα περισσότερο από δεκαπέντε φορές. Όλα τ’ άλλα τα ‘μαθα διαβάζοντας και σε δυο φροντιστήρια. Το ένα μάς το ‘κανε ο Λούλης ο Κατσάρος. Ήτανε γιος οδοντιάτρου στη Καρδίτσα. Σπούδαζε στο Παρίσι χρόνια. Ήτανε διάνοια. Και όταν γύρισε απ’ το Παρίσι μάς έκανε τζάμπα φροντιστήριο όλους εμάς τους κυνηγημένους και ήταν πάρα πολύ καλός δάσκαλος! Όταν μετά γύρισα, είχαμε μαζί μας απ’ το Μακρονήσι ακόμα τον Θανάση τον Κανελλόπουλο. Ο Θανάσης ο Κανελλόπουλος ήταν διάνοια κι αυτός! Ήτανε καθηγητής, δικηγόρος, δημοσιογράφος, πολιτικός κατόπιν, βουλευτής, υπουργός, αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, ναι, αλλά ήταν δάσκαλος καταπληκτικός! Καταπληκτικός! Το Αστικό Δίκαιο το ‘μαθα σ’ αυτόν και το ξέρω καλύτερα απ’ όλα τα Δίκαια. Να φανταστείς ότι στις εξετάσεις για την άδεια δικηγόρου, που τότε ήταν πολύ δύσκολες, πάρα πολύ δύσκολες, γιατί ήταν περιορισμένες οι θέσεις —τριάντα θέσεις ήτανε για δικηγόροι. Ήμασταν τριακόσιοι και πέρασαν τριάντα. Και πέρασα πρώτος, όχι γιατί είχα καλύτερο μυαλό απ’ τον καθηγητή κατόπιν, του Κουμάντο —Κουμάντο; Ναι, με τον οποίον ήμασταν μαζί συνάδελφοι στην εφημερίδα Προοδευτικό Φιλελεύθερο, γιατί εκείνος ήταν διάνοια και πάρα πολύ καλός. Δεν ήταν [Δ.Α.], τα ‘ξερε απ’ έξω. Και ήρθα πρώτος! Γιατί; Παρακολούθησα τις προηγούμενες εξετάσεις και είδα ότι οι εξετάζοντες έκαναν ερωτήσεις που ήταν σχετικές με αποφάσεις που είχαν δημοσιευτεί στο Νομικό Βήμα. Κι εγώ επί τέσσερεις μήνες δεν βγήκα απ’ το σπίτι καθόλου! Τέσσερεις μήνες διάβαζα όλα τα νομικά τμήματα κι έμαθα απ’ έξω όλες τις αποφάσεις. Και πραγματικά με ρώτησαν αποφάσεις δικές τους και απήντησα εγώ σ’ αυτές τις ερωτήσεις! Ο μπάρμπας μου ο Στέλιος ο Ακριδάκης, πρώτος ξάδερφος της μάνας μου, δικηγόρος παλιός, είχε παρακαλέσει τον Πρόεδρο του Συλλόγου, που ήταν συνάδελφός του και Θηβαίος κι αυτός, να με προσέξει. Όταν τέλειωσε και πήγε στο Στέργιο, και του λέει: «Γιατί μ’ έκανες ρεζίλι, Στέργιο;». «Πώς σ’ έκανα ρεζίλι;». «Να, ο ανιψιός σου που πήγα να βοηθήσω μ’ έκανε ρεζίλι, γιατί εγώ, όταν συζητούσαμε ποιον θα δώσουμε άδεια, ήθελαν οι άλλοι να βάλουν πρώτον τον ανιψιό σου κι εγώ λέω: ‘‘Πώς θα τον βάλετε πρώτον, αφού έκανε λάθος σ’ αυτό;’’. Και λέει ο Αεροπαγίτης που ήταν πρόεδρος: ‘‘Ποιος έκανε λάθος, αυτός ή εσύ; Αυτός είπε την απόφαση που έβγαλα εγώ!’’». Κατάλαβες;
Και η απόφαση να γίνετε δικηγόρος πώς την πήρατε, δηλαδή τι σας έκανε για να γίνετε;
Γιατί έκλεισε ο Φιλελεύθερος —ήταν φτωχός ο καημένος—, έκλεισε. Το να βρεις δουλειά τότε αξιόλογος δημοσιογράφος ήταν αδύνατον! Εγώ ήμουν δικαστικός ρεπόρτερ στον Φιλελεύθερο και έπρεπε να ζήσω! Πήγα σε δυο δικηγόρους φίλους Καρδιτσιώτες. Ο ένας ήταν και ξάδερφός μου, ο Άρης ο Τριανταφύλλου. Και ο Ίβρος, ο Θανάσης ο Ίβρος, Ίβρος απ’ το Καροπλέσι αυτός. Τους λέω: «Βρε παιδιά, εγώ με το Φιλελεύθερο, όπως ξέρετε, ξεμπέρδεψα. Τι λέτε να κάνω; Θα βγάλω το ψωμί μου ως δικηγόρος;». Και οι δυο μού είπαν: «Να σου πούμε, Γιώργο. Μια φασολάδα θα την έχεις. Από κει και ύστερα, όσο δουλεύεις τόσο θα φας!». Κι έτσι έγινα δικηγόρος. Και το ευτύχημα ήταν ότι ως ασκούμενος ακόμα δικηγόρος, ως ασκούμενος γνώρισα τον Κώστα τον Καρατζίκο —ο Κώστας ο Καρατζίκος ήτανε απ’ την Καρδίτσα. Η γυναίκα του ήταν αδερφή του Σόλωνα του Αλεξανδρή, που ήτανε στέλεχος της ΕΛΤ— και τον Κώστα τον Πετρόπουλο απ’ την Καστανιά. Κώστας Πετρόπουλος. Αλλά αυτός είναι γεννημένος στην Καρδίτσα. Πετρόπουλος. Ο Κώστας ο Καρατζίκος είχε μια επιχειρησούλα, βιοτεχνία πτηνοτροφών, και πουλούσε πτηνοτροφές σε όλη την Αττική και σε όλη την Αργολιδο-Κορινθία και είχε πολλά γραμμάτια κι έπρεπε να τα εισπράττει τα γραμμάτια. Ο Κώστας ο Πετρόπουλος ήταν μικροσυνεταίρος στο μικρότερο Κυλινδρόμυλο της Αττικής και προμήθευε το σιτάρι. Είχαν ένα πρόβλημα τότε οι μύλοι με το δημόσιο, γιατί προμήθευε το δημόσιο στο στρατό αλεύρι και έπρεπε να γίνει κάτι τότε. Και το κάτι θα πέρναγε κι απ’ τη Βουλή και ήταν όλοι —πώς να σου πω;— φοβισμένοι ότι «Άμα περάσει αυτό απ’ τη Βουλή, εμείς χάνουμε τη δουλειά αυτή. Πρέπει να αναβληθεί!». Οπότε, ο Κώστας ο Πετρόπουλος λέει: «Μωρέ, θα βάλουμε τον Γιώργο να βρει[02:00:00] τον Σάκη» —Σάκη τον Ταλιαδούρο. Ήτανε βουλευτής ο Σάκης τότε— «να την αναβάλει τη δίκη». Έρχεται, μου λέει, πάω κι εγώ στον Σάκη και ο Σάκης ζητάει αναβολή και αναβάλλεται η δίκη. Και από τότε έγινα ο δικηγόρος των Κυλινδρομύλων, νομικός Σύμβουλος του μικρομεσαίου Συλλόγου των… Όχι του Συλλόγου των μικρομεσαίων Κυλινδρομύλων. Και όταν οι μεγάλοι Κυλινδρόμυλοι είχαν κάτι σοβαρό, με φωνάζαν γιατί ξέραν ότι εγώ τα ξέρω καλύτερα απ’ αυτούς! Και έτσι ξεκίνησα, με τον Καρατζίκο… Ο Καρατζίκος είχε γυναικαδερφό τον Βασίλη τον Αλεξανδρή, αδερφό του Σόλωνα του Αλεξανδρή, και με τον Βασίλη, ο οποίος οδηγούσε κι ένα αυτοκινητάκι που είχε, γυρνούσαμε όλα τα χωριά με τους [Δ.Α.] και κάναμε παζάρι να πληρώσουνε αλλιώς τους έκανα αγωγή. Και πετυχαίναμε και να εισπράττουμε. Και αυτό κράτησε δυο τρία χρόνια, δυο τρία χρόνια, ναι. Και στα δυο τρία χρόνια αυτά έπιασα με τους Κυλινδρομύλους καλή δουλειά και ο ένας πελάτης έφερνε τον άλλον…
Να κάνω μια ερώτηση. Κατά τη διάρκεια της Χούντας εσείς κατηγορηθήκατε σαν Αριστερός, να έχετε πρόβλημα;
Όχι, όχι. Είχα… Πώς να πω; Καθόμουνα σ’ έναν στη Νέα Ελβετία. Βοσπόρου 23. Σ’ έναν Σμυρνιό ο οποίος ήταν καλός άνθρωπος και πράκτορας που μάζευε… Καθόμασταν εκεί. Νοικιάσαμε δυο δωμάτια και καθόμασταν έξι άνθρωποι! Τρία αδέρφια εμείς, ο Τάκης ο Λαίμας απ’ την Καρδίτσα, ο Άγγελος ο Ακριβάκης, ο Βασίλης ο Παπαδημητρίου, που σκοτώθηκε στο δεύτερο αντάρτικο. Κι αυτός έβλεπε ότι ήμασταν καλοί ανθρώποι κι εμείς τον περιποιούμασταν, του δίναμε και τίποτα φασόλια που ερχόταν απ’ την Καστανιά, τίποτα τραχανά κλπ. Και απ’ ό,τι μου είπε μετά ο δικηγόρος που ήτανε Α2 στο Μακρονήσι ότι «Σας έσωσε ένας απ’ τη Νέα Ελβετία που έγραψε ότι είστε ήσυχοι άνθρωποι». Αυτός έκανε… Ναι, κι έτσι, μ’ αυτό το πιστοποιητικό που είχε η Ασφάλεια, δεν με πείραξε η Χούντα.
Μάλιστα.
Είχα τον Ζυγογιάννη τότε, όμως, ο οποίος, ξέρεις, είχε σκοτώσει και κόσμο τότε! Είχε βάλει μια βόμβα και σκοτώθηκε ένας απ’ το Καταφύ, μάλιστα. Ναι. Τον έκρυβα τον Ζυγογιάννη, ναι.
Απ’ όσο ξέρω, κατά τη διάρκεια της Αντίστασης στην περιοχή τώρα που είναι η Λίμνη, που έχει γίνει, λειτουργούσε ένα αεροδρόμιο, το οποίο μπορείτε, αν ξέρετε, τι ακριβώς έκαναν με τους αντάρτες, με τους αντιστασιακούς;
Ναι, όταν γινόταν το αεροδρόμιο εγώ ήμουνα στο Νεοχώρι δύο βδομάδες —είναι κι αυτή η φωτογραφία εκεί. Δίπλα μας ήτανε δυο μηχανικοί οι οποίοι πρωτοστατούσανε στην κατασκευή του αεροδρομίου. Οι Εγγλέζοι δώσανε λεφτά για εργάτες που θα ισοπέδωναν αυτό και οι μηχανικοί καθόρισαν αυτά. Έτσι, στρώθηκε το αεροδρόμιο, ετοιμάστηκε και οργανώθηκε πώς θα διοικούνταν το αεροδρόμιο. Ορίστηκε φρούραρχος αυτός ο λεβέντης εκεί που ήτανε Λοχίας στην Αλβανία και ζωντανός άνθρωπος και ικανότατος άνθρωπος. Και την ημέρα μετέφερναν δέντρα και τα φύτευαν, τρόπος του λέγειν. Τα τοποθετούσανε στο αεροδρόμιο για να μη φαίνεται απ’ τα αεροπλάνα που επόπτευαν. Και τη νύχτα τα τραβούσανε κι όταν ερχόνταν τα αεροπλάνα, ανάβανε τους φανούς κάτω κι έριχναν τα αεροπλάνα τα εφόδια ή προσγειώνονταν κιόλα, έτσι. Είναι ένα βιβλίο, Το Αεροδρόμιο του Στρογγύλη. Δεν το ‘χεις διαβάσει;
Όχι, δεν το ‘χω αυτό.
Ούτε το άλλο του Στρογγύλη, Καρδίτσα, η Ελεύθερη Πρώτη Πρωτεύουσα της Ευρώπης;
Από κει πρέπει να ‘χω διαβάσει μερικά αποσπάσματα.
Το μισό το ‘χω γράψει εγώ, ό,τι είναι στρατιωτικό είναι γραμμένο από μένα! Το λέει, άλλωστε, ο Στρογγύλης. Δεν έχω να σου δώσω.
Δεν πειράζει. Θα το γράψω.
Εκατό πήρα τότε και ένα μού ‘μεινε! Πώς σώθηκε κι αυτό… Γιατί ο εκδότης δεν περίμενε —πώς να πω;— να πετύχει σαν έκδοση κι ήθελε προκαταβολή. Και εγώ με τον Στρογγύλη δώσαμε την προκαταβολή, περισσότερο εγώ που δούλευα καλύτερα τότε, λιγότερο ο Στρογγύλης. Και αγόρασα και εκατό όταν κυκλοφόρησε και τα ‘δωσα εδώ και κει.
Η τελευταία μάχη, θυμάστε ποια ήταν η τελευταία μάχη κατά τη διάρκεια της Αντίστασης που δώσατε και πότε έγινε;
Στο Σαραντάπορο. Έγινε το Σεπτέμβριο του ‘44, Σεπτέμβριος του ‘44 στο Σαραντάπορο. Και καταλάβαμε την… Πώς τις είπαμε; Την… Κοίταξε, θυμήθηκα πάρα πολλά. Συνήθως όταν ξεκινάω από εδώ να πάω μέσα για να πάρω κάτι, ξεχνάω τι πήγα να πάρω, αλλά σήμερα βοήθησε ο Θεός και θυμήθηκα πολλά.
Δεν πειράζει,
Και σου ‘πα ότι τι σύμπτωση! Ο πατέρας μου με τον πατέρα του Γιάννου του Αλλαμανή πολέμησαν στο Σαραντάπορο το 1912 και τον ίδιο μήνα εγώ με τον Γιάννο στο Σαραντάπορο πάλι.
Είπατε ότι είχατε σαν βάση τη Σέκλιζα…
Ως συγκρότημα! Μετά ήταν το Νεοχώρι και μετά το Τάγμα πήγε πλέον στο Μουζάκι-Πόρτα.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, εκεί το ‘44, θυμάστε πώς βοηθήσατε τους Εβραίους της Καρδίτσας να δραπετεύσουν προς τον Αμάραντο;
Κοίταξε να δεις, οι δήμαρχοι της Καρδίτσας φανήκανε ανδρείοι! Όχι απλώς καλοί, ανδρείοι! Όταν τους ζήτησαν οι Ιταλοί να τους δώσουνε κατάλογο των Εβραίων που είναι εκεί, είπανε: «Δεν έχουμε κανέναν Εβραίο εδώ!». Οι Ιταλοί, που δεν πολυσκανιάζανε για τους Εβραίους —δεν ήταν σαν τους… έκαναν το κορόιδο, ενώ ξέραν ότι είναι οι Εβραίοι. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, ζητήσαν πάλι κατάλογο και ο Δήμαρχος τούς λέει: «Δεν μπορώ να μη δώσω τους Γερμανούς κατάλογο. Φύγετε!». Και σε μια νύχτα φύγανε. Στα ‘πε ο…
Ο κύριος Βενουζίου, ναι. Γι’ αυτό ρωτάω, γιατί στη συνέντευξή του μου είπε ότι για μια νύχτα διανυκτέρευσαν στην Σέκλιζα κι ότι…
Και μετά στο Μαστρογιάννη.
Δεν μου είπε ονόματα, απλώς θυμότανε ότι…
Μαστρογιάννη είναι το σημερινό…
Α, το Μαστρογιάννη, ναι, ναι. Στο Μαστρογιάννη, ναι, για να…
Είναι ο Αμάραντος τώρα, τέως Μαστρογιάννη. Και κει δεν ενοχλήθηκαν καθόλου! Δεν πήγαν ούτε οι Ιταλοί ούτε οι Γερμανοί εκεί. Το Μαστρογιάννη και η Καστανιά μείνανε ανέπαφοι. Στην Καστανιά ήρθαν μια φορά οι Ιταλοί και τον μεθύσαμε το Λοχαγό εκεί στο σπίτι, ο οποίος κάθε άλλο παρά πολεμοχαρής ήτανε. Έπινε το κρασί… Πώς να σου πω… Και δεν έκανε τίποτα αυτός. Αλλά ένας άλλος λόχος που ήρθε πρωτύτερα τούς τσάκισε στο ξύλο τούς Καστανιώτες! Και ένας Καστανιώτης Καραστέργιος, ο Καραστέργιος, ο οποίος ήτανε μάλλον χαζός, πρόδωσε τους Καστανιώτες που είχανε όπλα και τους τσάκισαν στο ξύλο όλους. Κι όταν ήρθε ο Νικηταράς, δεν τον σκότωσε χωρίς στρατοδικείο. Έκανε στρατοδικείο πρώτα και ρώτησε τους Καστανιώτες «Το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο. Έχετε αντίρρηση;». Δεν έφερε κανένας αντίρρηση. Και στο εκτελεστικό απόσπασμα ήτανε ο γέρος ο Αλλαμανής, ο Σούλης ο Νασιάκος κι ο Κώστας ο Ζάχος. Ο Ζάχος είχε μάννα Καστανιώτισσα και όταν τέλειωσε ο πόλεμος κι ήρθαν στην Αθήνα ο Σούλης με τον Γιάννο τούς έπιασε η Ασφάλεια και τους έκλεισε στις φυλακές του Χατζηκώστα στην Καλλιθέα. Πήγαινα και τους έβλεπα εγώ. Και μου γράφει ένα γράμμα ο Κώστας ο Ζάχος, ο τρίτος του εκτελεστικού αποσπάσματος, «Εγώ, Γιώργο, δεν ήμουν χαζός σαν το Σούλη και τον Γιάννο, σαν τον Σούλη και τον Γιάννο, να με πιάσουν και να με στείλουνε στη φυλακή. Έφυγα απ’ την Καρδίτσα!». Το είχα το γράμμα αυτό. Δεν θυμάμαι πού το ‘χω χάσει. Αυτοί μείνανε έξι μήνες φυλακή, αλλά είχανε τον Στέλιο το θείο τους δυνατό και… Α, να σου πω και μια άλλη ιστορία τώρα απ’ την Καρδίτσα, απ’ τη μάχη της Καρδίτσας. Σου ‘πα για τον Φαλιάγκη που σκοτώθηκε. Και ένας άλλος Βουνεσιώτης διμοιρίτης σκοτώθηκε στην Καρδίτσα και δεκαέξι άλλοι [02:10:00]στη μάχη αυτή της Καρδίτσας. Ο αδερφός του Πλαστήρα ήταν πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού στην Καρδίτσα κι είχε ωραίο σπίτι εκεί και αρχείο. Όταν τέλειωσε η μάχη, του δώσαμε μουλάρι να πάρει τα πράγματά του και να ‘ρθεί στην Κερασιά απάνω, που ήταν η έδρα του συντάγματος. Φόρτωσε το μουλάρι με αρχεία του αδερφού του κι αυτός ξεκίνησε περπατώντας. Βγαίνοντας απ’ την Καρδίτσα τον είδα εγώ. Δεν τον ήξερα ποιος είναι. Τον είδα έναν άνθρωπο εξηντάρη περίπου και μάλιστα εύσωμο να περπατάει. Σταμάτησα απ’ τ’ άλογο, κατεβαίνω, του λέω: «Πού πας;». «Α, στην Κερασιά πάω κι εγώ». «Καλά» του λέω. Φωνάζω έναν αντάρτη, γονατίζει, ανεβαίνει στα γόνατα ο Πλαστήρας και ανεβαίνει καβάλα και έτσι έφτασε στην Καστανιά ζωντανός. Αλλιώς δε θα ‘φτανε. Ύστερα από λίγες μέρες έμαθε ποιος είμαι εγώ και παραγγέλνει στο Διοικητή του Συντάγματος: «Θέλω να δω τον αντάρτη σου τον Ζαχαρόπουλο». «Να ‘ρθεί ο Ζαχαρόπουλος» του λέει. Πήγα, λοιπόν, και τον είδα στο σπίτι τον Πλαστήρα. Μου λέει: «Γιώργο, σ’ ευχαριστώ που μ’ έσωσες, αλλά θέλω να μου κάνεις και μια άλλη χάρη. Εδώ έχω δυο βαλίτσες αρχεία του αδερφού μου. Να τα στείλεις στην Καστανιά να τα φυλάξει ο πατέρας σου, να μη χαθούν». Τα πήρα εγώ. Τα άνοιξα γιατί ήμουν υποχρεωμένος σαν Αξιωματικός Πληροφοριών να δω αν πραγματικά είναι ακίνδυνα αυτά. Τα είδα. Ήτανε… τι να σου πω! Θησαυρός! Θησαυρός. Και τα ‘στειλα στη Καστανιά. Δυστυχώς κάηκαν μαζί με το σπίτι αυτός ο θησαυρός!
Το σπίτι σας πώς κάηκε;
Το σπίτι μου ούτε οι αντάρτες θέλαν να το κάψουνε, γιατί δίπλα ήταν το σπίτι του Κώστα του Μπολτσή, της Ελένης Μπολτσή. Εγώ κι ο Ζάχος ήμασταν στο Μακρονήσι. Δεν θα το καίγαν ποτέ. Πάλι οι Δεξιοί δεν θα το καίγανε γιατί ο πατέρας μου ήτανε πρώτος ξάδερφος δυο βουλευτών, του Σάκη του Ταλιαδούρου και του Φώτη του Κωτούζα. Είμαι σίγουρος ότι το ‘καψε Καστανιώτης. Για δυο τρεις μού ‘χουν πει. Δεν θέλω να πιστέψω και να καταλήξω σε κάποιον απ’ αυτούς. Ας μείνει στην Ιστορία.
Πότε κάηκε;
Το ‘48. Γεμάτο! Γεμάτο όσο είχε μείνει γεμάτο δηλαδή, γιατί φύγανε σε μια νύχτα, σε μια νύχτα φύγανε.
Και στο Μακρονήσι εσείς που είπατε πώς πήγατε, γιατί πήγατε;
Ξεκινήσαμε τέσσεροι… Ήταν οι κλήσεις μας για στρατός. Κληθήκαμε στρατιώτες. Εγώ παρουσιάστηκα στην Αθήνα και μου λένε: «Εσύ είσαι απ’ την Καρδίτσα. Θα πας στα Τρίκαλα να παρουσιαστείς». Και μου δώσαν φύλλο πορείας για τα Τρίκαλα μαζί με τον Ηλία το Μπαλτά, τον Γιάννη τον Τσακνή, τον Φιλήμων τον [Δ.Α.] και αρκετούς άλλος που ‘μασταν Καρδιτσιώτες στην Αθήνα. Πήγαμε στα Τρίκαλα και… Όχι, περάσαμε πρώτα από τον Βόλο. Και είχαμε μία γιάφκα εκεί. Πήγαμε στη γιάφκα. Την είχαν πιάσει λίγες μέρες πρωτύτερα. Πήγαμε στα Τρίκαλα, παρουσιαστήκαμε στο Σύνταγμα και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Αλλά τότε είχαν γίνει εκκαθαριστικές και είχε καθαριστεί ο Κόζιακας κι όλη η περιοχή. Και ύστερα από δεκαπέντε μέρες περίπου μάς φόρτωσαν σ’ ένα τρένο και σ’ ένα καράβι και μας πήγαν στο Μακρονήσι.
Πάρα πολύ ωραία. Δεν ξέρω, μπορούμε, νομίζω, να ολοκληρώσουμε την συζήτηση. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο.
Κοίταξε, τι άλλο να σου πω;
Αν θέλετε να πείτε κάτι. Ας πούμε, κάτι που να ‘ναι πιο έντονο στη μνήμη σας.
Θέλω να πω τα εξής, ότι η Αντίσταση ανέβασε πολιτισμικά πολύν κόσμο. Οι Καραγκούνες έγιναν ατσίδες! Οι Καστανιώτισσες επίσης! Θα σου πω το εξής περιστατικό, να δεις πόσο είχε αλλάξει η εσωτερική ψυχή των ανθρώπων. Ο Χρήστος ο Ξυδιάς —πρέπει να βρω τη φωτογραφία να στη δώσω του Χρήστου Ξυδιά. Θα τη βρω και θα στη δώσω. Είναι μία φωτογραφία που είναι ο Χρήστος ο Ξυδιάς, ένας δικηγόρος απ’ την Αθήνα, ένας άγνωστος σε μένα, εγώ, ο Γιάννος ο Αλλαμανής κι ένας χωρικός και κάτω πρηνηδόν στο πολυβόλο ο Γιάννης ο Φαλιάγκης. Είναι πολύ ωραία φωτογραφία. Ο Χρήστος ο Ξυδιάς ήτανε —πώς να σου πω;— τζέντλεμαν! Η δουλειά του ήτανε κλεφταράκος στην Αθήνα. Όταν ήμασταν στο Νεοχώρι, τότε έριξαν οι Εγγλέζοι λίρες για τον ΕΛΑΣ. Είχαν συμφωνήσει στην Καστανιά τότε να δίνουν 1 λίρα το μήνα για κάθε αντάρτη. Η μεραρχία η πρώτη είχε εφτάμισι χιλιάδες αντάρτες, ρίξαν 7.500 λίρες. Ειδοποιεί ο διοικητής της ομάδας των Άγγλων που ήταν στο Νεοχώρι, το Σύνταγμα: «Να πάει ο Διοικητής του Τάγματος, να πάει στο σπίτι που ήταν στην άλλη άκρη του Νεοχωριού. Τον θέλει». «Να πάει». Και πήγε ο Γιώργος ο Φαρμάκης, αυτός —Γιώργος Παπαστεργίου, δικηγόρος ήτανε, Φαρμάκης το επώνυμο, Έφεδρος Ανθυπίλαρχος—, ο οποίος πήρε και μένα. Και πήγαμε μαζί στους Εγγλέζους στην άλλη άκρη και μας λένε: «Έχουμε αυτές τις λίρες, 7.500 χιλιάδες για τη μεραρχία σας κι έχουμε εντολή να τις πάρετε στο Τάγμα σας για να τις φυλάγετε, μην τις έχω εγώ εδώ. Και θα στείλουν να τις πάρουν. Θα σας πουν τι θα τις κάνετε». Τις φορτωθήκαμε, λοιπόν —ήτανε πολύ βαριές, πάνω από 60 οκάδες—, και τις πήγαμε στο σπίτι αυτό. Λέμε: «Μας είπαν ότι είναι 7.500, να τις μετρήσουμε». Καθόμαστε, λοιπόν, με τον Γιάννη τον Αλλαμανή κι έναν άλλον —δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο άλλος—, στρώσαμε μια κουβέρτα κάτω —όχι κουβέρτα, ένα σαν χάλι ήτανε— και αδειάζαμε. Ήταν σε σακουλάκια. Ήτανε οχτώ σακούλια. Τα εφτά ήτανε κλειστά και το ένα ήτανε ανοιχτό. Ανοίγαμε τα σακούλια, αδειάζαμε τις λίρες, μετρούσαμε, «Χίλιες», μες στο σακούλι πάλι, δέσιμο, ράψιμο μάλλον. Τα μετρήσαμε όλα, 7.500 χιλιάδες και τα δέσαμε. Παίρνουμε εντολή ύστερα από δυο τρεις μέρες 1.500 λίρες να τις στείλουμε στην Αθήνα, «Στη γιάφκα που θα σας δώσουμε. Να τις δώσουν εκεί και αυτός που θα τις πάει να φέρει ό,τι του δώσουνε, ό,τι γράφει το χαρτί που θα σας στείλουμε». Έστειλαν, λοιπόν, στο Τάγμα το ανάλογο χαρτί. Εγώ δεν το είδα αυτό, δεν το διάβασα, μόνο ο Διοικητής κι ο καπετάνιος το διάβασαν. Ο Φαρμάκης δεν ήταν καπετάνιος, ήταν αντιπρόσωπος του ΕΑΜ, δηλαδή πολιτικός επίτροπος. Καπετάνιος ήταν ο Βασίλης ο Μπότσης και Διοικητής ο υπολοχαγός. Και τέθηκε το ζήτημα «Ποιον να στείλουμε για να πάει τις λίρες;». Μας ρωτάν κι εμάς, εμένα και τον Γιάννο, «Ποιον να στείλουμε;». Συζητάμε εμείς και λέμε: «Ικανός να την κάνει τη δουλειά αυτή είναι ο Χρήστος ο Ξυδιάς, ο ‘‘Άσσος’’». Λοιπόν, πάμε και λέμε: «Εμείς ψηφίζουμε τον ‘‘Άσσο’’. Τον ζήσαμε τέσσερεις μήνες σαν αδέρφια στο συγκρότημα και ξέρουμε και τις ικανότητές του και τι πιστός αντάρτης είναι». Οπότε, λέει ο Βασίλης ο Μπότσης: «Καλά, σίγουρα θα τις πάει ο Χρήστος τις λίρες, θα τις δώσει όμως;». Ήταν ξάδερφός του. «Θα τις δώσει, όμως;». Οπότε, λέμε εμείς: «Εμείς, αν η εγγύησή μας σας φτάνει, εγγυόμαστε ότι θα τις δώσει κιόλα! Άλλον καλύτερον να τις πάει και εντιμότερο να τις δώσει δεν ξέρουμε. Αν έχετε εσείς κάναν άλλον, βρείτε». Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν όλοι και λέει ο Φαρμάκης: «Άντε να τον φωνάξουμε τον ‘‘Άσσο’’ να δούμε τι θα μας πει». Έρχεται, λοιπόν, ο Χρήστος: «Ήρθα, καπετάνιε. Τι με θέλετε;». Του λέει ο Βασίλης ο Μπότσης: «Χρήστο, εδώ σε θέλουμε για ένα σπουδαίο πράγμα, πάρα πολύ σπουδαίο πράμα!». «Σπουδαίο πράγμα σε μένα;» λέει ο Χρήστος, «Σπουδαίο, Χρήστο! Στο λέω εγώ, ο ξάδερφός σου. Να, εδώ οι φίλοι σου, ο Γιώργος κι ο Γιάννης, λένε ότι είσαι πολύ ικανός να κάνεις μια πολύ σοβαρή δουλειά που θα σου αναθέσουμε, αλλά εγώ σαν ξάδερφος σε ρωτάω αν αυτή τη δουλειά θα την κάνεις». «Σαν τι δουλειά είναι αυτή, ξάδερφε;» λέει ο Χρήστος. «Να, θα σου δώσουμε 1.500 λίρες να τις πας στην Αθήνα, να τις δώσεις εκεί και να γυρίσεις πάλι πίσω ζωντανός. Αλλά εγώ θέλω να σε ρωτήσω:[02:20:00] Θα τις δώσεις, ξάδερφε;». Τον πιάνουν τα κλάματα τον Χρήστο, τα κλάματα, και ύστερα απ’ αυτό αποφάσισαν όλοι να τις δώσουν στον Χρήστο. Τις πήρε ο Χρήστος, τις έφερε, τις έδωσε, έφερε ένα φόρτωμα ψηφοθηρίες και ήταν όλα εντάξει. Μαζί κατεβήκαμε στην Αθήνα, όπως σου ‘λεγα. Ο Πάνος πήγε εκεί, εγώ πήγα εκεί, ο Χρήστος πήγε στην παλιά του τη δουλειά. Ύστερα από κάνα μήνα, παραπάνω, έρχεται μια μέρα… Πού, στο σπίτι μου ήρθε; Δεν θυμάμαι πού ήρθε, «Φίλε Γιώργο!» —όχι, στο μαγαζί που δούλευε και ο Πανο-Καραγιάννης— «φίλε Γιώργο, ζήτω!». «Τι συμβαίνει, ρε Χρήστο;». «Σου ‘κονόμησα μια φωτογραφική μηχανή πρώτης τάξεως!». Ήξερε ότι ήθελα εγώ, είχα καημό για φωτογραφική κι ήξερε ότι δεν είχα λεφτά να πάρω. Του λέω: «Χρήστο μου, σε ευχαριστώ πολύ, αλλά όπως ξέρεις, δεν μπορώ να τη πάρω». Και πετάγεται κι ο Πάνος και λέει «Χαζός είσαι, ρε Χρήστο; Θα δώσεις στον Γιώργο τη μηχανή; Άντε να την πουλήσεις, να πάρεις…» κι έτσι. Πώς ανέβηκε το ήθος του ανθρώπου με την Αντίσταση και πώς ξαναγύρισε πάλι στα παλιά μετά.
Με τη μάχη της Καρδίτσας που είπατε ότι έγινε, μπορείτε να τη περιγράψετε λίγο πώς έγινε;
Κοίταξε, πήραμε εντολή να χτυπήσουμε την Καρδίτσα. Εγώ έκανα έρευνα με Καρδιτσιώτες για να δω πού είναι οι Γερμανοί, σε ποια κτίρια είναι, πώς πρέπει να πάμε, από πού να μπούμε, από πού να βγούμε, πού να φύγουμε κλπ. Πήγα, έκανα μια έκθεση για την κατάσταση, έκθεση πληροφοριών, την είδε το Σύνταγμα και καθόρισε τη γενική τακτική. Οι διοικητές των δύο Ταγμάτων, τα δύο Τάγματα, το 3ο, ήτανε έμπειροι αξιωματικοί, τα κατάλαβαν και το σχέδιο καταστρώθηκε και διδάχτηκε πάρα πολύ καλά. Ξεκινήσαμε το ένα Τάγμα από το Παλαιόκαστρο και τη Σέκλιζα, ένας Λόχος απ’ τη Σέκλιζα, ο Λόχος που διοικούσα εγώ πριν —διμοιρία διοικούσα πριν. Μετά θα σου πω την ιστορία αυτή—, ο άλλος απ’ το Παλαιόκαστρο και οι άλλοι απ’ τη Λοξάδα, από κει, ναι, απ’ το [Δ.Α.], Λοξάδα-[Δ.Α.] το Τάγμα το ένα. Το άλλο Τάγμα ήρθε απ’ τομ κάμπο κάτω, πώς το λεν το… Δεν θυμάμαι. Απ’ το καμπίσιο τμήμα της Καρδίτσας, όχι απ’ τη μεριά των Σοφάδων, απ’ τη μεριά την άλλη κάτω, του Παλαμά. Εμείς μπήκαμε από την οδό Σιδηροδρόμων —όχι, απ’ την οδό Στρατώνων που κατεβαίνουμε και απ’ όλα τα δρομάκια γύρα-γύρα-γύρα και φτάσαμε μέχρι την Άρνη το ένα τμήμα, ο άλλος λόχος απ’ την Αγία Παρασκευή, Ευαγγελίστρια, μέχρι την Ευαγγελίστρια. Και πιο κάτω, που ήταν η καπναποθήκη του Γκούμα, εκεί ήτανε οι ΕΑΣΑΔίτες. Παραδόθηκαν και φορτώσαμε από κει τέσσερα πέντε κάρα όπλα και πολεμοφόδια και λίγο πιο πέρα απ’ αυτούς ήταν το σπίτι του Πλαστήρα. Ήταν το σπίτι… Πού είχε ο Λάζαρος ο Λαζαρίδης ιατρείο; Ο γιατρός. Ναι, εκεί ήταν ο Πλαστήρας, το σπίτι του. Λοιπόν, εγώ έφτασα μέχρι την αποθήκη του Γκούμα γιατί έπρεπε να μαζεύω πληροφορίες από όλα τα τμήματα. Όταν τέλειωσε η μάχη και άρχισε η οπισθοχώρηση, ξημερώνοντας φύγαμε. Οι Γερμανοί δεν βγήκαν καθόλου απ’ τα άντρα τους. Την Άρνη είχανε σαν κέντρο, το Παυσίλυπο ήταν το πυροβολικό και στο σπίτι του Σταύρου —ο Σταύρου ήταν ένας μεγαλέμπορος, υφασματέμπορος στη Καρδίτσα. Είχε ένα ωραίο πέτρινο σπίτι ψηλό—, εκεί ήταν αξιωματικοί Γερμανοί. Ο Βασίλης ο… Αλεξανδρής; Αλεξανδρής. Ήταν Λοχίας, αρχηγός του εφεδρικού ΕΛΑΣ του Βουνεσίου, πολύ παλικάρι! Ήθελε να συλλάβει τους Γερμανούς τους Αξιωματικούς που ήταν στο σπίτι του Σταύρου. Έριξαν χειροβομβίδες. Δεν πέρναγαν απ’ τα παράθυρα. Οι Γερμανοί ρίχναν κι αυτοί χειροβομβίδες. Και τότε λέει: «Εγώ θ’ ανέβω στο παράθυρο να ρίξω μια χειροβομβίδα μέσα». Ανέβηκε στο παράθυρο, αλλά οι Γερμανοί παραμόνευαν… Ένα παλικάρι… τι να σου πω! Άλλο πράμα, άλλο πράμα. Έτσι σκοτώθηκε ο Αλεξανδρής. Τον πήραμε εμείς μαζί μας, τον θάψαμε απάνω. Ο Φαλιάγκης, αυτός εκεί… Σκοτώθηκε ως εξής: Ήταν στο 2ο Τάγμα που ερχόταν απ’ τον κάμπο. Μπήκαν από κει, προχωρήσανε και πηγαίναν για τις φυλακές να βγάλουν τους φυλακισμένους, αλλά στις φυλακές ήταν δυο τανκς και δεν μπορούσαν να πάνε. Και ξεκίνησαν τα τανκς προς τα κάτω, προς το Τάγμα και κινδύνευε το Τάγμα να σκοτωθεί ή να αιχμαλωτιστεί. Ο Γιάννης ο Φαλιάγκης διώχνει τη διμοιρία του πίσω, κρατάει μόνο το σκοπευτή του πολυβόλου και το πολυβόλο και με το πολυβόλο αυτό αντιμετώπισε τα τανκς. Κι οι Γερμανοί —πώς να το πω;— εκτίμησαν την παλικαριά του, είχαν και το προηγούμενο τού λοχαγού που είπα και πώς τον έστειλε στα Τρίκαλα με το απόσπασμα της Οδύσσειας, της Ιλιάδος μάλλον, ο αυτός, και τον στείλανε στο… Σκοτώθηκε κι ένας ακόμα Βουνεσιώτης ανθυπολοχαγός και δεκαπέντε άλλοι σκοτώθηκαν και αρκετοί τραυματίστηκαν. Βγαίνοντας έξω, βλέπω ένα φορείο να ‘ρχεται. Ήταν ένας αντάρτης της διμοιρίας μου κι είχε χτυπηθεί εδώ και έτρεχε το αίμα ποτάμι! Πέθανε το καημένο πριν πάει στη Σέκλιζα.
Η μάχη στην Καρδίτσα πότε έγινε, ποια χρονολογία;
Έγινε τον Αύγουστο του ‘44. Αύγουστο ή Ιούλιο; Ιούλιο μάλλον. Τη γράφω στο βιβλίο εκείνο. Δεν το ‘χεις, θα το βρεις στην βιβλιοθήκη της Καρδίτσας οπωσδήποτε. Και έχω πει στην κόρη του Στρογγύλη να μου στείλει ένα βιβλίο. Αν μου στείλει, θα τυπώσω εγώ και θα στο δώσω. Όταν τέλειωσαν τα εκατό που ‘χα πάρει, τύπωσα καμιά δεκαριά ακόμα και τα τύπωσαν πολύ ωραία! Σαν να ‘τανε αυτό…
Segment 22
Η ζωή τα πρώτα δύο χρόνια της Κατοχής μέσα από μία καταγεγραμμένη μαρτυρία
02:27:14 - 02:29:10
Πάρα πολύ ωραία, νομίζω μπορούμε να…
Τι άλλο να σου πω τώρα; Τι άλλο να σου πω;
Νομίζω ότι τα βασικά τα είπαμε, τα καταγράψαμε, οπότε μπορούμε να τελειώσουμε την συζήτησή μας. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας.
Θα δω τι άλλο μπορώ να βρω για να σου δώσω για το αρχείο σου.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, δεν είναι και δικό μου κιόλας το αρχείο, είναι…
Αυτό το φωτογράφησες;
Ναι το έβγαλα αυτό, μην ανησυχείτε.
Αυτό είναι κυρίως… Ενδιαφέρει περισσότερο πώς ήταν η ζωή στα δυο πρώτα χρόνια της Κατοχής. Γράφει ο Μπολτσής Πέτρος, Πέτρος, Πέτρος Μπολτσής. Κοίταξε πώς ξεχνάω… Ερχόταν κάθε χρόνο… Είχε καρδιά. Ο Πέτρος ήτανε διοικητής λόχου στο δεύτερο αντάρτικο και τραυματίστηκε τέσσερεις φορές και πήγε στην Τασκένδη. Η γυναίκα του ήταν Σλαβομακεδόνα και είχε συγγενείς στον Καναδά και έστειλαν συγγενείς χαρτί και πήγε στον Καναδά. Κι εκεί έκανε παιδιά και έγινε και νοικοκύρης εκεί και κάθε χρόνο, παρότι είχε καρδιά ο άνθρωπος, ερχόταν στη Μούχα για να δει τους γονείς του, για να δει τη Μούχα, για να ψήσει αρνί, για να φυτέψει δέντρα… Ναι, πολύ ζωντανός άνθρωπος, πολύ ζωντανός άνθρωπος. Λοιπόν, γράφει: «Κόβαμε τα έλατα, τα φτιάναμε βελέσια, τα ξεραίναμε στη φωτιά, γιατί στον ήλιο δεν προλαβαίναμε να τα ξεράνουμε. Τα ξεραίναμε στη φωτιά, τα φορτώναμε στα μουλάρια, τα πηγαίναμε στον Παλαμά δέκα ώρες δρόμο, έτσι, τα δίναμε και παίρναμε 2,5 οκάδες καλαμπόκι! 2,5 οκάδες καλαμπόκι!». Θα το διαβάσεις εκεί. Έτσι ζήσανε.
Εμένα μου ‘κανε εντύπωση το εξής. Ο πατέρας μου είχε κρατήσει, τα πρόβλεψε αυτά και είχε κρατήσει κάπου 6.000 οκάδες σιτάρι. Δεν πούλησε τίποτα, το ‘δωσε όλο, στους [Δ.Α.] προπαντός γιατί οι Καστανιώτες δεν πείνασαν πολύ, δούλεψαν περισσότερο αλλά δεν πείνασαν πολύ. Τους [Δ.Α.] το ‘δωσε έτσι. Και η μάνα μου ζύμωνε συνέχεια και είχε ένα παράθυρο απ’ το πίσω μέρος του σπιτιού κι ερχόταν οι γυναίκες, περνούσαν, έπαιρναν το καρβέλι κι έφευγαν, έπαιρναν το καρβέλι κι έφευγαν. Σε μια συγκέντρωση που έγινε στον Ίταμο μετά την Απελευθέρωση, ναι, που κάνανε ο Σύλλογος, [02:30:00]είχαν φασολάδα και μοίραζαν φασόλια και ένα καρβέλι ψωμί. Πέρασα εγώ, πήρα τη φασολάδα, λέω —η ξαδέρφη μου ήταν αυτή που σέρβιρε: «Ψωμί δεν θέλω». Μου το βάζει στη μασχάλη και λέει: «Έτσι μου το ‘βαζε η μάνα σου και μένα!». Με συγχωρείς, αλλά…
Δεν πειράζει.
Είναι πράγματα που θυμάσαι και… Κι εμάς δεν μας δίναν να χορτάσουμε, μας δίναν όσο έπρεπε για να ζούμε υποφερτά.
Photos

Εκπαιδευτές της Σχολής Ε ...
Δυο μόνιμοι αξιωματικοί που ήταν εκπαιδευτ ...

1η Μεραρχία του υποτομέα ...
Η πρώτη Μεραρχία του υποτομέα Πόρτα-Μουζάκ ...

Ο αφηγητής και η γυναίκα ...
Ο αφηγητής με την γυναίκα του στον ποταμό ...

Η γυναίκα του αφηγητή
Η γυναίκα του αφηγητή στο ποτάμι του Μέγδο ...

Η ζωή τα χρόνια της κατο ...
Καταγεγραμμένη μαρτυρία για την καθημερινό ...

Η ζωή τα χρόνιας της κατ ...
Καταγεγραμμένη μαρτυρία για την καθημερινό ...

Η ζωή τα χρόνιας της κατ ...
Καταγεγραμμένη μαρτυρία για την καθημερινό ...

Η ζωή τα χρόνια της κατο ...
Καταγεγραμμένη μαρτυρία για την καθημερινό ...

Η ζωή τα χρόνια της κατο ...
Καταγεγραμμένη μαρτυρία για την καθημερινό ...

Η ζωή τα χρόνια της κατο ...
Καταγεγραμμένη μαρτυρία για την καθημερινό ...

Πανθεσσαλικό συνέδριο ΕΑ ...
Η πάνω φωτογραφία είναι από το Πανθεσσαλικ ...

Η ζωή τα χρόνια της κατο ...
Καταγεγραμμένη μαρτυρία για την καθημερινό ...

Ο αφηγητής με φίλους του
Ο αφηγητής βρίσκεται από τα αριστερά πρώτο ...

Άρθρο από την εφημερίδα ...
Άρθρο που φιλοξένησε η εφημερίδα Έθνος το ...

Άρθρο από την εφημερίδα ...
Επιμέρους απόσπασμα από το άρθρο της εφημε ...

Άρθρο από την εφημερίδα ...
Επιμέρους απόσπασμα από το άρθρο της εφημε ...

Άρθρο από την εφημερίδα ...
Επιμέρους απόσπασμα από το άρθρο της εφημε ...

Αποχαιρετισμός Κωνσταντί ...
Ένα κείμενο με αναμνήσεις από τα χρόνια τη ...

Αποχαιρετισμός Κωνσταντί ...
Το κείμενο από τον Αποχαιρετισμό του Κωνστ ...

Αποχαιρετισμός Κωνσταντί ...
Το κείμενο από τον Αποχαιρετισμό του Κωνστ ...

Αποχαιρετισμός Κωνσταντί ...
Το κείμενο από τον Αποχαιρετισμό του Κωνστ ...

Οι δυο ομάδες από τις τρ ...
Ο αφηγητής είναι ο πρώτος από αριστερά στη ...

Αποχαιρετισμός Κωνσταντί ...
Το κείμενο από τον Αποχαιρετισμό του Κωνστ ...

Αποχαιρετισμός Κωνσταντί ...
Το κείμενο από τον Αποχαιρετισμό του Κωνστ ...

Αποχαιρετισμός Κωνσταντί ...
Το κείμενο από τον Αποχαιρετισμό του Κωνστ ...

Αποχαιρετισμός Κωνσταντί ...
Το κείμενο από τον Αποχαιρετισμό του Κωνστ ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Το Πανθεσσαλικό Συνέδριο ...
Το Πανθεσσαλικό συνέδριο του ΕΑΜ τον Ιούλι ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Η ιστορία του 1ου Τάγματ ...
Η ιστορία του τάγματος που άνηκε ο αφηγητή ...

Ο αφηγητής με την ομάδα ...
Η ομάδα στην οποία άνηκε ο αφηγητής τον Ιο ...

Ομιλία της Μαρίας Καραγι ...
Η Μαρία Καραγιώργη τον Ιούλιο του 1943 στο ...

Ο αφηγητής με συγχωριανο ...
Στην επάνω φωτογραφία ο αφηγητής με τον Θα ...

Θανάσης Ζαχαρός, Γιώργος ...
Τον Σεπτέμβριο ου 1947, ο αφηγητής στη μέσ ...

Ο αφηγητής με τον Θανάση ...
Ο αφηγητής δεξιά με τον Θανάση Ξυδιά (λευκ ...
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Όταν το 1940 ένα 18χρονο παιδί βλέπει από το παράθυρό της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης τους φαντάρους να φεύγουν για το μέτωπο, ένα αίσθημα υπερπατριωτισμού γεννιέται στην ψυχή του. Δυο χρόνια αργότερα αποφασίζει να αφήσει την Αθήνα στην οποία ζει και να γυρίσει στο χωριό του, την Καστανιά Καρδίτσας, με μόνο μέλημά του την ένταξή του στην Εθνική Αντίσταση. Ο αιωνόβιος, σήμερα, «Φεραίος» Γιώργος Ζαχαρόπουλος αφηγείται μέσα από τα δικά του συγκλονιστικά βιώματα την ιστορία της θεσσαλικής αντίστασης και ιδιαίτερα δε της καρδιτσιώτικης. Θυμάται τις πρώτες στιγμές από την επιστροφή του στο χωριό στα τέλη του καλοκαιριού του '42 και την οργάνωση του συγκροτήματός του σε ετοιμοπόλεμες ομάδες, όμως δεν ξεχνάει να τονίσει και την σχέση του τάγματός του με τον Άρη Βελουχιώτη. Επιπλέον, ανακαλεί στην μνήμη του τις μάχες και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν όλη αυτήν την περίοδο μέχρι και τις αρχές του '45 και το τέλος, ουσιαστικά, του απελευθερωτικού αγώνα. Μας εξηγεί, λοιπόν, πώς συνέχισε την ζωή του όταν επέστρεψε με ελάχιστα χρήματα στην Αθήνα, καθώς μιλάει και για το γεγονός τής μη συμμετοχής του στον εμφύλιο πόλεμο. Ακόμα, αναφέρεται και στον λόγο για τον οποίο δεν κατηγορήθηκε ως Αριστερός κατά την διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ωστόσο, ο κ. Γιώργος ξεκινώντας την αφήγησή του περιγράφει την καθημερινότητα την δική του και των συγχωριανών του στην Καστανιά τα χρόνια πριν τον πόλεμο και την κατοχή, ενώ δεν παραλείπει να μιλήσει για τα ήθη και τα έθιμα του συγκεκριμένου τόπου. Τέλος, διηγείται και τις αιτίες που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει το χωριό και να τελειώσει το Γυμνάσιο στην Αθήνα.
Narrators
Γεώργιος Ζαχαρόπουλος
Field Reporters
Χριστίνα Πέτρου
Historical Events
Tags
Locations
Interview Date
11/03/2022
Duration
151'
Interview Notes
Σημειώσεις της Ερευνήτριας σχετικά με τις τοποθεσίες της συνέντευξης:
«Μέσα στην αφήγηση ο Αφηγητής αναφέρει μια περιοχή ως Αγρίνι που δε μπορώ να βρω ποια μπορεί να είναι άλλη εκτός από το Αγρίνιο.
Επίσης, αναφέρει και το χωριό Μεσσενικόλα, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Τόπων Δράσης της συνέντευξης.
Η περιοχή Νεβρόπολη συναντιέται και γραμμένη ως "Νεβρόπολη" αλλά και ως "Νευρόπολη", ωστόσο εκτός από το χωριό που υπάρχει Νεβρόπολη έλεγαν οι παλιοί και την περιοχή (πεδιάδα) που είναι σήμερα η Λίμνη Πλαστήρα. Οπότε στις τοποθεσίες με τη Νεβρόπολη εννοώ και το χωριό αλλά και την περιοχή πριν γίνει η λίμνη, αλλά για αυτό έβαλα επιπλέον στις τοποθεσίες τη Λίμνη Πλαστήρα.
Το χωριό Τιτάι που αναφέρει ο Αφηγητής (ή Τιτάγι συναντιέται στα επίσημα έγγραφα, Τιτάι ήταν ο τρόπος που το έλεγαν οι χωριανοί των γύρω χωριών) είναι το σημερινό χωριό Λαμπερό. Επιπλέον, το χωριό Σέκλιζα που αναφέρει σήμερα ονομάζεται Καλλίθηρο, όμως δεν έχει σταματήσει να χρησιμοποιείται και το παλιό όνομα, κυρίως από τους μεγαλύτερους, αν και οι νεότεροι που μπορεί να μη το λένε έτσι γνωρίζουν αυτή την παλιά ονομασία».
Ο Αφηγητής έστειλε στην Εερυνήτρια το εξής κείμενο:
«Αναπολώντας αυτά που διηγήθηκα στη συνέντευξη, διαπίστωσα ότι λησμόνησα δύο σπουδαίες πολεμικές επιχειρήσεις, με συμμετοχή και του 5ου συγκροτήματος Αγράφων υπό τον Βασίλη Μπότση-Αγραφιώτη, του Α τάγματος του 1/38 Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στο οποίο αυτό εξελίχθηκε, και των ανταρτών της Θεσσαλίας γενικότερα. Η πρώτη αφορούσε τη συμβολή μας στην επιτυχία της απόβασης των συμμάχων στη Σικελία το 1943 και η δεύτερη τη μάχη της Σοδιάς το 1944.
Στον κάμπο της Καρδίτσας γίνονταν καθημερινές καταδρομές για σαμποτάζ, που κράτησαν στην Ελλάδα μερικές μεραρχίες Γερμανών και δεν πέρασαν αυτές στην Ιταλία, για να καταστήσουν δυσχετρέστερη την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία. Σε ιδιαίτερη σελίδα παραθέτω την συγχαρητήριο διαταγή του αρχηγού των Βρετανών στη Βόρειο Αφρική, στρατηγού Ουίλσον. Μας τη διάβασε ο ταγματάρχης Χίλλ στην Καστανιά Καλαμπάκας στο Πανθεσσαλικό Συνέδριο του ΕΛΑΣ (μετείχαμε και οι Καστανιώτες Βασίλης Μπότσης – Αγραφιώτης, Αριστοτέλης Τζιοβάρας, Παναγιώτης Καραγιάννης-Ακρίτας και εγώ, ο Φεραίος) τον Ιούλιο 1943.
Η μάχη της Σοδιάς ξεκίνησε το Φθινόπωρο του 1943 με την παραγγελιά στους αγρότες να μην αφήσουν χωράφι ακαλλιέργητο. Σαλπίστηκε την άνοιξη του 1944 το σύνθημα "Ούτε σπυρί σιτάρι στον κατακτητή!" και έκλεισε με τις μάχες στο Ζάρκο Μαρί (60 νεκροί και 50 αιχμάλωτοι Γερμανοί, 25 φορτηγά αυτοκίνητα λάφυρα και 30 καταστραφέντα), ως και τη μάχη στη Ριζάβα της διμοιρίας των Δασκαλογιάννη (Γιώργου Χουβαρδά από την Κάνδανο της Κρήτης), Δημήτρη Τσιμογιάνη από το Βουνέσι και έξη αντάρτες της διμοιρίας τους. Τελικά τους συνέτριψε το τάνκ των Γερμανών. Τους άλλους τριάντα τούς διέταξαν οι δύο διοικητές τους να φύγουν στα καλαμπόκια και αυτοί με άλλους έξι έμειναν να τους καλύψουν. Για τη μάχη της Σοδιάς ειδικότερα διάβασε σχετικό συνοπτικό αφήγημά μου στο Istorima του Απόστολου Στρογγύλη για την Καρδίτσα, την πρώτη ελεύθερη πρωτεύουσα Νομού στην Ευρώπη. Να σου τα απαγγείλω προσωπικά όλα αυτά, είναι αδύνατο στη σωματική και φωνητική κατάστασή μου.
Προσθέτω και το εξής περιστατικό που θυμήθηκα και το γράφω:
Τον Οκτώβρη του 1943 η έδρα του 1/38 Συντάγματος ήταν στην Κορώνα. Όμως, επειδή η περιοχή Πόρτας-Μουζακίου δέχονταν συνεχώς επιδρομές των Γερμανών που ήταν στα Τρίκαλα, η Διοίκηση του Συντάγματος και δυο από τα τρία Τάγματά της, ήταν στην Πόρτα-Μουζάκι. Και στην Κορώνα έστειλαν εμένα, που ήμουνα υπασπιστής του Συντάγματος και φίλος του Γρηγόρη Γερούκη, που διοικούσε το Γ’ Τάγμα του 1/38 και φύλαγε την περιοχή από τη Σέκλιζα ως το Φανάρι, κυρίως δε την πάνω από τη Μητρόπολη, όχι βέβαια να διοικώ αλλά να πληροφορώ το Σύνταγμα. Ο Γρηγόρης ήταν μόνιμος λοχαγός, από το Καταφύγη και δύσκολα συνεννοήσιμος. Ένα βροχερό πρωινό με πήρε ο Γερούκης στο τηλέφωνο και ανήσυχος μου λέει: "Γιώργο, κάνε τα αδύνατα – δυνατά να πάρεις δύο αντιαρματικά όπλα, τουφέκια έστω, από το Αεροδρόμιο και να μου τα στείλεις το συντομότερο δυνατό, γιατί βλέπω να έρχονται και δυο τανκς των Γερμανών".
Πήρα αμέσως στο τηλέφωνο το Βασίλη Κρεμύδα από το Νεχώρι που ήταν φρούραρχος στο Αεροδρόμιο και τον ενημέρωσα. "Καλά Γιώργο, θα κάνω ό,τι πρέπει" απάντησε ο Βασίλης.
Ήταν έμπειρος Αλβανομάχος λοχίας ο Βασίλης. Στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερανών, που άρχισαν στις 28 Νοέμβρη 1943, ο Βασίλης προωθούσε τα γυναικόπαιδα του χωριού του προς το Μπελοκομύτη-Ζυγογιαναιίκα-Καρίτσα. Οι Γερμανοί προωθούνταν γρήγορα και ο Βασίλης έπιασε πίσω από ένα μεγάλο λιθάρι και τους άρχισε τουφεκιές. Κράτησε όσο ήταν αρκετό για να ξεφύγουν οι προστατευόμενοι, αλλά οι Γερμανοί τον χτύπησαν από τα πλάγια και το σκότωσαν το παλληκάρι.
Αλλ’ ας ξαναγυρίσω στον Οκτώβρη και στην Κορώνα.
Λίγο μετά την τηλεφωνική επικοινωνία μας με παίρνει ο Βασίλης και αγανακτισμένος μού λέει ότι ο βρετανός αξιωματικός που είχε την ευθύνη του αεροδρομίου και τα κλειδιά της αποθήκης, όπου τα όπλα, αρνούνταν πεισματικά να του δώσει τα αντιαρματικά που είχε στην αποθήκη του. Παίρνω το Γερούκη στο τηλέφωνο και τον ενημερώνω. Και στο έπακρο οργισμένος, δίκαια βέβαια, ο Γρηγόρης, απαντά: "Πες στου Βασίλη να τον στείλει στου διάολου τουν Ιγγλέζο, να σπάσεις την πόρτα, να πάρεις τα όπλα και να μου τα στείλεις Γιώργου αμέσως!".
Άλλο που δεν ήθελε ο Βασίλης και σε μισή ώρα είχα δυό αντιαρματικά και τάστειλα αμέσως στο Γερούκη που με πήρε και μού είπε να στείλω συγχαρητήρια στο Βασίλη. Και το έκανα.
Υστέρα από μια ώρα ο βρετανός αξιωματικός, παρά την καταρρακτώδη βροχή, ήρθε στην Κορώνα και με οργισμένο και ανεπίτρεπτο ύφος ζήτησε τα όπλα αμέσως, αλλιώς θα στείλει μήνυμα στην Αλεξάνδρεια. Τον πήρα από το μπράτσο και τον έφερα στο παραθύρι που βλέπεις στη φωτογραφία της Κορώνας στα ΑΓΡΑΦΑ του Βασίλη, και του έδειξα που ήταν τα αντιαρματικά
του. Οργισμένος πάλι μου είπε πως δεν τον ενδιαφέρει τι γίνεται εκεί κάτω. "Εγώ θέλω τα όπλα μου".
"Τράβα να τα πάρεις, αφού εδώ υποτίθεται τουλάχιστον ότι είσαι σύμμαχος αξιωματικός». Του απάντησα. Και πρόσθεσα ότι "Και εγώ θα στείλω μήνυμα για τη συμπεριφορά σου, που δεν είναι σύμμαχου στη μάχη των αντιμαχόμενων τους Γερμανούς, αλλά εχθρού".
Εφυγε οργισμένος μέσα στην καταιγίδα. Επικοινώνησα με το Σύνταγμα και τους ενημέρωσα. Ο διοικητής απάντησε ότι θα συνεννοηθεί με τη Μεραρχία και και θα μου πεί. Και πρόσθεσε:
"Στέλνω στο Γερούκη τρία Ιταλικά αντιαρματικά. Ενημέρωσέ τον".
Η συνέχεια ήταν διαταγή της Μεραρχίας να επιστρέψουμε τα όπλα και αυτό έγινε.
Επιμύθιο: Οι Βρετανοί βοηθούσαν μόνο για τα δικά τους αποκλειστικά και στενά σχέδια και συμφέροντα. Και αυτά δεν ήταν μόνο ο πόλεμος, αλλά, και κυρίως το πώς θα αποτρέψουν τον κίνδυνο να χάσουν την πλήρη κυριαρχία τους στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο. Πρέπει δε να σημειώσω και ότι, αν καλά θυμάμαι, δεν είχαν οι Τσώρτιλ και Στάλιν συμφωνήσει τότε (και πάντως εμείς είχαμε μεσάνυχτα) να έχει η ΕΣΣΔ μόνο 10% επιρροή στην Ελλάδα και 90% η Βρετανία!
Επωδός: Να είμαστε πάντα ενωμένοι, έτοιμοι αμυντικά και στηριζόμενοι κατά 90% στις δικές μας δυνάμεις. Ο Σολωμός και ο Κάλβος είχαν δίκαιο. Παράλληλα δε να επιδιώκουμε και, μη σταθερές έστω, κάποιες συμμαχίες.
· Γειά και χαρά σου. Και να συνεχίσεις το έργο σου.
· Ο Παππούς Γιώργος Ζαχαρόπουλος-Φεραίος».
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Όταν το 1940 ένα 18χρονο παιδί βλέπει από το παράθυρό της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης τους φαντάρους να φεύγουν για το μέτωπο, ένα αίσθημα υπερπατριωτισμού γεννιέται στην ψυχή του. Δυο χρόνια αργότερα αποφασίζει να αφήσει την Αθήνα στην οποία ζει και να γυρίσει στο χωριό του, την Καστανιά Καρδίτσας, με μόνο μέλημά του την ένταξή του στην Εθνική Αντίσταση. Ο αιωνόβιος, σήμερα, «Φεραίος» Γιώργος Ζαχαρόπουλος αφηγείται μέσα από τα δικά του συγκλονιστικά βιώματα την ιστορία της θεσσαλικής αντίστασης και ιδιαίτερα δε της καρδιτσιώτικης. Θυμάται τις πρώτες στιγμές από την επιστροφή του στο χωριό στα τέλη του καλοκαιριού του '42 και την οργάνωση του συγκροτήματός του σε ετοιμοπόλεμες ομάδες, όμως δεν ξεχνάει να τονίσει και την σχέση του τάγματός του με τον Άρη Βελουχιώτη. Επιπλέον, ανακαλεί στην μνήμη του τις μάχες και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν όλη αυτήν την περίοδο μέχρι και τις αρχές του '45 και το τέλος, ουσιαστικά, του απελευθερωτικού αγώνα. Μας εξηγεί, λοιπόν, πώς συνέχισε την ζωή του όταν επέστρεψε με ελάχιστα χρήματα στην Αθήνα, καθώς μιλάει και για το γεγονός τής μη συμμετοχής του στον εμφύλιο πόλεμο. Ακόμα, αναφέρεται και στον λόγο για τον οποίο δεν κατηγορήθηκε ως Αριστερός κατά την διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ωστόσο, ο κ. Γιώργος ξεκινώντας την αφήγησή του περιγράφει την καθημερινότητα την δική του και των συγχωριανών του στην Καστανιά τα χρόνια πριν τον πόλεμο και την κατοχή, ενώ δεν παραλείπει να μιλήσει για τα ήθη και τα έθιμα του συγκεκριμένου τόπου. Τέλος, διηγείται και τις αιτίες που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει το χωριό και να τελειώσει το Γυμνάσιο στην Αθήνα.
Narrators
Γεώργιος Ζαχαρόπουλος
Field Reporters
Χριστίνα Πέτρου
Historical Events
Tags
Locations
Interview Date
11/03/2022
Duration
151'
Interview Notes
Σημειώσεις της Ερευνήτριας σχετικά με τις τοποθεσίες της συνέντευξης:
«Μέσα στην αφήγηση ο Αφηγητής αναφέρει μια περιοχή ως Αγρίνι που δε μπορώ να βρω ποια μπορεί να είναι άλλη εκτός από το Αγρίνιο.
Επίσης, αναφέρει και το χωριό Μεσσενικόλα, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Τόπων Δράσης της συνέντευξης.
Η περιοχή Νεβρόπολη συναντιέται και γραμμένη ως "Νεβρόπολη" αλλά και ως "Νευρόπολη", ωστόσο εκτός από το χωριό που υπάρχει Νεβρόπολη έλεγαν οι παλιοί και την περιοχή (πεδιάδα) που είναι σήμερα η Λίμνη Πλαστήρα. Οπότε στις τοποθεσίες με τη Νεβρόπολη εννοώ και το χωριό αλλά και την περιοχή πριν γίνει η λίμνη, αλλά για αυτό έβαλα επιπλέον στις τοποθεσίες τη Λίμνη Πλαστήρα.
Το χωριό Τιτάι που αναφέρει ο Αφηγητής (ή Τιτάγι συναντιέται στα επίσημα έγγραφα, Τιτάι ήταν ο τρόπος που το έλεγαν οι χωριανοί των γύρω χωριών) είναι το σημερινό χωριό Λαμπερό. Επιπλέον, το χωριό Σέκλιζα που αναφέρει σήμερα ονομάζεται Καλλίθηρο, όμως δεν έχει σταματήσει να χρησιμοποιείται και το παλιό όνομα, κυρίως από τους μεγαλύτερους, αν και οι νεότεροι που μπορεί να μη το λένε έτσι γνωρίζουν αυτή την παλιά ονομασία».
Ο Αφηγητής έστειλε στην Εερυνήτρια το εξής κείμενο:
«Αναπολώντας αυτά που διηγήθηκα στη συνέντευξη, διαπίστωσα ότι λησμόνησα δύο σπουδαίες πολεμικές επιχειρήσεις, με συμμετοχή και του 5ου συγκροτήματος Αγράφων υπό τον Βασίλη Μπότση-Αγραφιώτη, του Α τάγματος του 1/38 Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στο οποίο αυτό εξελίχθηκε, και των ανταρτών της Θεσσαλίας γενικότερα. Η πρώτη αφορούσε τη συμβολή μας στην επιτυχία της απόβασης των συμμάχων στη Σικελία το 1943 και η δεύτερη τη μάχη της Σοδιάς το 1944.
Στον κάμπο της Καρδίτσας γίνονταν καθημερινές καταδρομές για σαμποτάζ, που κράτησαν στην Ελλάδα μερικές μεραρχίες Γερμανών και δεν πέρασαν αυτές στην Ιταλία, για να καταστήσουν δυσχετρέστερη την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία. Σε ιδιαίτερη σελίδα παραθέτω την συγχαρητήριο διαταγή του αρχηγού των Βρετανών στη Βόρειο Αφρική, στρατηγού Ουίλσον. Μας τη διάβασε ο ταγματάρχης Χίλλ στην Καστανιά Καλαμπάκας στο Πανθεσσαλικό Συνέδριο του ΕΛΑΣ (μετείχαμε και οι Καστανιώτες Βασίλης Μπότσης – Αγραφιώτης, Αριστοτέλης Τζιοβάρας, Παναγιώτης Καραγιάννης-Ακρίτας και εγώ, ο Φεραίος) τον Ιούλιο 1943.
Η μάχη της Σοδιάς ξεκίνησε το Φθινόπωρο του 1943 με την παραγγελιά στους αγρότες να μην αφήσουν χωράφι ακαλλιέργητο. Σαλπίστηκε την άνοιξη του 1944 το σύνθημα "Ούτε σπυρί σιτάρι στον κατακτητή!" και έκλεισε με τις μάχες στο Ζάρκο Μαρί (60 νεκροί και 50 αιχμάλωτοι Γερμανοί, 25 φορτηγά αυτοκίνητα λάφυρα και 30 καταστραφέντα), ως και τη μάχη στη Ριζάβα της διμοιρίας των Δασκαλογιάννη (Γιώργου Χουβαρδά από την Κάνδανο της Κρήτης), Δημήτρη Τσιμογιάνη από το Βουνέσι και έξη αντάρτες της διμοιρίας τους. Τελικά τους συνέτριψε το τάνκ των Γερμανών. Τους άλλους τριάντα τούς διέταξαν οι δύο διοικητές τους να φύγουν στα καλαμπόκια και αυτοί με άλλους έξι έμειναν να τους καλύψουν. Για τη μάχη της Σοδιάς ειδικότερα διάβασε σχετικό συνοπτικό αφήγημά μου στο Istorima του Απόστολου Στρογγύλη για την Καρδίτσα, την πρώτη ελεύθερη πρωτεύουσα Νομού στην Ευρώπη. Να σου τα απαγγείλω προσωπικά όλα αυτά, είναι αδύνατο στη σωματική και φωνητική κατάστασή μου.
Προσθέτω και το εξής περιστατικό που θυμήθηκα και το γράφω:
Τον Οκτώβρη του 1943 η έδρα του 1/38 Συντάγματος ήταν στην Κορώνα. Όμως, επειδή η περιοχή Πόρτας-Μουζακίου δέχονταν συνεχώς επιδρομές των Γερμανών που ήταν στα Τρίκαλα, η Διοίκηση του Συντάγματος και δυο από τα τρία Τάγματά της, ήταν στην Πόρτα-Μουζάκι. Και στην Κορώνα έστειλαν εμένα, που ήμουνα υπασπιστής του Συντάγματος και φίλος του Γρηγόρη Γερούκη, που διοικούσε το Γ’ Τάγμα του 1/38 και φύλαγε την περιοχή από τη Σέκλιζα ως το Φανάρι, κυρίως δε την πάνω από τη Μητρόπολη, όχι βέβαια να διοικώ αλλά να πληροφορώ το Σύνταγμα. Ο Γρηγόρης ήταν μόνιμος λοχαγός, από το Καταφύγη και δύσκολα συνεννοήσιμος. Ένα βροχερό πρωινό με πήρε ο Γερούκης στο τηλέφωνο και ανήσυχος μου λέει: "Γιώργο, κάνε τα αδύνατα – δυνατά να πάρεις δύο αντιαρματικά όπλα, τουφέκια έστω, από το Αεροδρόμιο και να μου τα στείλεις το συντομότερο δυνατό, γιατί βλέπω να έρχονται και δυο τανκς των Γερμανών".
Πήρα αμέσως στο τηλέφωνο το Βασίλη Κρεμύδα από το Νεχώρι που ήταν φρούραρχος στο Αεροδρόμιο και τον ενημέρωσα. "Καλά Γιώργο, θα κάνω ό,τι πρέπει" απάντησε ο Βασίλης.
Ήταν έμπειρος Αλβανομάχος λοχίας ο Βασίλης. Στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερανών, που άρχισαν στις 28 Νοέμβρη 1943, ο Βασίλης προωθούσε τα γυναικόπαιδα του χωριού του προς το Μπελοκομύτη-Ζυγογιαναιίκα-Καρίτσα. Οι Γερμανοί προωθούνταν γρήγορα και ο Βασίλης έπιασε πίσω από ένα μεγάλο λιθάρι και τους άρχισε τουφεκιές. Κράτησε όσο ήταν αρκετό για να ξεφύγουν οι προστατευόμενοι, αλλά οι Γερμανοί τον χτύπησαν από τα πλάγια και το σκότωσαν το παλληκάρι.
Αλλ’ ας ξαναγυρίσω στον Οκτώβρη και στην Κορώνα.
Λίγο μετά την τηλεφωνική επικοινωνία μας με παίρνει ο Βασίλης και αγανακτισμένος μού λέει ότι ο βρετανός αξιωματικός που είχε την ευθύνη του αεροδρομίου και τα κλειδιά της αποθήκης, όπου τα όπλα, αρνούνταν πεισματικά να του δώσει τα αντιαρματικά που είχε στην αποθήκη του. Παίρνω το Γερούκη στο τηλέφωνο και τον ενημερώνω. Και στο έπακρο οργισμένος, δίκαια βέβαια, ο Γρηγόρης, απαντά: "Πες στου Βασίλη να τον στείλει στου διάολου τουν Ιγγλέζο, να σπάσεις την πόρτα, να πάρεις τα όπλα και να μου τα στείλεις Γιώργου αμέσως!".
Άλλο που δεν ήθελε ο Βασίλης και σε μισή ώρα είχα δυό αντιαρματικά και τάστειλα αμέσως στο Γερούκη που με πήρε και μού είπε να στείλω συγχαρητήρια στο Βασίλη. Και το έκανα.
Υστέρα από μια ώρα ο βρετανός αξιωματικός, παρά την καταρρακτώδη βροχή, ήρθε στην Κορώνα και με οργισμένο και ανεπίτρεπτο ύφος ζήτησε τα όπλα αμέσως, αλλιώς θα στείλει μήνυμα στην Αλεξάνδρεια. Τον πήρα από το μπράτσο και τον έφερα στο παραθύρι που βλέπεις στη φωτογραφία της Κορώνας στα ΑΓΡΑΦΑ του Βασίλη, και του έδειξα που ήταν τα αντιαρματικά
του. Οργισμένος πάλι μου είπε πως δεν τον ενδιαφέρει τι γίνεται εκεί κάτω. "Εγώ θέλω τα όπλα μου".
"Τράβα να τα πάρεις, αφού εδώ υποτίθεται τουλάχιστον ότι είσαι σύμμαχος αξιωματικός». Του απάντησα. Και πρόσθεσα ότι "Και εγώ θα στείλω μήνυμα για τη συμπεριφορά σου, που δεν είναι σύμμαχου στη μάχη των αντιμαχόμενων τους Γερμανούς, αλλά εχθρού".
Εφυγε οργισμένος μέσα στην καταιγίδα. Επικοινώνησα με το Σύνταγμα και τους ενημέρωσα. Ο διοικητής απάντησε ότι θα συνεννοηθεί με τη Μεραρχία και και θα μου πεί. Και πρόσθεσε:
"Στέλνω στο Γερούκη τρία Ιταλικά αντιαρματικά. Ενημέρωσέ τον".
Η συνέχεια ήταν διαταγή της Μεραρχίας να επιστρέψουμε τα όπλα και αυτό έγινε.
Επιμύθιο: Οι Βρετανοί βοηθούσαν μόνο για τα δικά τους αποκλειστικά και στενά σχέδια και συμφέροντα. Και αυτά δεν ήταν μόνο ο πόλεμος, αλλά, και κυρίως το πώς θα αποτρέψουν τον κίνδυνο να χάσουν την πλήρη κυριαρχία τους στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο. Πρέπει δε να σημειώσω και ότι, αν καλά θυμάμαι, δεν είχαν οι Τσώρτιλ και Στάλιν συμφωνήσει τότε (και πάντως εμείς είχαμε μεσάνυχτα) να έχει η ΕΣΣΔ μόνο 10% επιρροή στην Ελλάδα και 90% η Βρετανία!
Επωδός: Να είμαστε πάντα ενωμένοι, έτοιμοι αμυντικά και στηριζόμενοι κατά 90% στις δικές μας δυνάμεις. Ο Σολωμός και ο Κάλβος είχαν δίκαιο. Παράλληλα δε να επιδιώκουμε και, μη σταθερές έστω, κάποιες συμμαχίες.
· Γειά και χαρά σου. Και να συνεχίσεις το έργο σου.
· Ο Παππούς Γιώργος Ζαχαρόπουλος-Φεραίος».