«Να παίρνεις… τα καλά από τις παραδόσεις»: Η συνταγή ενός παραδοσιακού ποντιακού γλυκού και αναμνήσεις από τον Πόντο
Segment 1
«Πουρμάς»: Από πού κατάγεται, πώς φτιάχνεται
00:00:00 - 00:07:21
Partial Transcript
Θέλεις να μου πεις το ονοματεπώνυμό σου; Κιμισκίδου Θεοδώρα. Τέλεια. Εγώ είμαι η Νένα Παπαδοπούλου και θα μιλήσω σήμερα, 4 Αυγούστου 20…η ευχαρίστηση αυτό. Δηλαδή, επίσης πριν μου είπες ότι ουσιαστικά το φτιάχνατε μόνο εσείς, οπότε είναι χαρακτηριστικό της οικογένειάς σας.
Lead to transcriptLocations
Segment 2
Επιρροές στη διατροφή των Ποντίων
00:07:21 - 00:11:15
Partial Transcript
Όχι μόνο… Αυτοί που, δηλαδή στην Πολίχνη όσοι είμαστε, όλοι ήρθανε από την περιοχή του Καυκάσου. Δηλαδή… Εδώ πάνω στο Ωραιόκαστρο ήτανε οι υ…σε κάποιον, αλλά… περισσότερο με τα ωτία είχανε να κάνουνε. Αλλά εγώ ναι, το θυμάμαι πολύ καλά ότι από μικρή το ‘τρωγα. Γιατί το φτιάχνανε.
Lead to transcriptLocations
Segment 3
Εκμάθηση του πουρμά από γενιά σε γενιά
00:11:15 - 00:13:28
Partial Transcript
Έχεις δύο κόρες. Ναι. Το έχεις διδάξει σε αυτές τις κόρες; Μου 'πες δηλαδή για τη μεγαλύτερη την κόρη σου που- Η Γιώτα ναι, γιατί την ενδ… Δηλαδή να φάω ένα κομματάκι, γιατί δεν μπορώ να φάω και πολύ το γλυκό εγώ. Και έτσι μ’ αρέσει να το κάνω. Άλλοι το θέλουνε... μπαμπάτσικο!
Lead to transcriptLocations
Segment 4
Τι σημαίνει για εκείνην η παράδοση
00:13:28 - 00:16:16
Partial Transcript
Θα ήθελες να μου πεις τι σημαίνει για σένα η παράδοση; Καλή είναι, είναι και- Τι σκέφτεσαι δηλαδή όταν- Κοίταξε από μια άποψη, να παίρνε…υ άρεσε δηλαδή να ξέρω, κι εκείνο το τουλούμ! Εκεί που πρέπει να το ακούσεις να το ακούσεις. Μου αρέσουν. Ήθελα να τα ξέρω δηλαδή όλα αυτά.
Lead to transcriptTopics
Segment 5
Τα ταξίδια στον Πόντο
00:16:16 - 00:27:02
Partial Transcript
Θυμάμαι πάντα, πάντα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Την πρώτη φορά που πήγαμε στον Πόντο κάτω από την Παναγία Σουμελά ήτανε του Κώστα του Σιαμίδη ο…τι μου έχει μείνει και το θέλω, ξανά θέλω να πάω δηλαδή. Αυτό. Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ που τα μοιράστηκες όλα αυτά. Κι εγώ ευχαριστώ.
Lead to transcriptLocations
[00:00:00]Θέλεις να μου πεις το ονοματεπώνυμό σου;
Κιμισκίδου Θεοδώρα.
Τέλεια. Εγώ είμαι η Νένα Παπαδοπούλου και θα μιλήσω σήμερα, 4 Αυγούστου 2022, με την κυρία Θεοδώρα για το Istorima, η οποία θα μας μιλήσει για τη συνταγή του πουρμά.
Πουρμά, ναι. Να πω την ιστορία του; Δεν ξέρω και την ιστορία του. Ξέρω ότι το ‘καμναν όλοι οι δικοί μας από πολύ παλιά. Η γιαγιά, η μάνα μου, η θεία μου, οι θείες μου, όλοι το κάνανε αυτό το γλυκό. Δηλαδή ήτανε χαρακτηριστικό της οικογένειάς μας. Όπως ήρθανε, αυτοί ήρθανε από το Καρς. Είναι μια επαρχία, ήταν επαρχία… ρώσικη επαρχία. Κάτω απ’ τη Γεωργία είναι ο Καύκασος, εκεί ήταν. Και περισσότερο το… γλυκό τους ήτανε αυτό δηλαδή και το… μετέφεραν κι εδώ και το φτιάχνανε. Οι άλλοι… Οι Πόντιοι οι άλλοι, οι άλλοι Πόντιοι! Οι Πόντιοι που δεν φύγανε για να πάνε σε εκείνα τα μέρη δεν το φτιάχναν τόσο πολύ. Το γνωρίζαν αλλά δεν το φτιάχνανε. Εδώ που ήρθανε το φτιάχνουν όλοι τελικά. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο το φτιάχνει. Αυτό.
Θα ‘θελες να μου πεις τον τρόπο με τον οποίον το φτιάχνεις εσύ;
Ναι.
Ας πούμε τη συνταγή.
Τη συνταγή, όπως την έμαθα από τη θεία μου. Ζεσταίνεις ένα ποτήρι γάλα. Μεγάλο ποτήρι, του… Κούπα μεγάλη. Το ζεσταίνεις, όχι ακριβώς. Χλιαρό πρέπει να είναι. Το βάζεις μέσα σ’ ένα μεγάλο μπολ, σκεύος. Βάζεις μέσα ένα κουταλάκι μαγιά. Ξερή μαγιά. Ένα μεγάλο κουτάλι σούπας λάδι. Ένα μεγάλο κουτάλι σούπας φυτίνη. Ένα αβγό. Μικρό κουταλάκι αλάτι. Και μετά βάζεις το αλεύρι. Και το ανακατεύεις σιγά σιγά στην αρχή μ’ ένα πιρούνι. Και το αλεύρι περίπου είναι στα 6 ποτήρια του τσαγιού. Σχεδόν 1 κιλό θα έλεγα. Και το ανακατεύεις σιγά σιγά στην αρχή με το πιρούνι και μετά με τα χέρια. Και γίνεται ένα σχετικά ούτε σκληρό ούτε μαλακό ζυμάρι. Το αφήνεις για κανένα μισάωρο να «ξεκουραστεί», όπως λέγανε! Και μετά το κάνεις μικρά μικρά μπαλάκια, όσο είναι μια χούφτα. Περίπου σ’ ένα ταψί κουζίνας γίνονται περίπου 20. 20 μπαλάκια κάνεις. Από ‘κει κι ύστερα αυτά τα μπαλάκια τα ανοίγεις. Τα ανοίγεις, ο καθένας όσο μπορεί να τα ανοίξει. Με το ξύλο που ανοίγουμε το ζυμάρι. Με λίγο αλευράκι, ανοίγουνε. Αφού το ανοίξεις, το λαδώνεις. Μετά βάζεις ζάχαρη. Όσο θέλεις ζάχαρη. Και βάζεις… Άλλοι θέλουνε σταφίδες, άλλοι θέλουνε το καρύδι. Σπασμένο καρύδι, έτσι χοντροκομμένο λίγο. Και μετά το διπλώνεις. Το διπλώνεις, το στρίβεις κιόλας και το τοποθετείς στη σειρά στο ταψί. Κι αυτό γίνεται και για τα 20 κομμάτια. Μετά βάζεις από πάνω λίγο λαδάκι και τα βάζεις στον φούρνο. Αυτό είναι.
Υπάρχει, συγγνώμη-
Και περίπου θέλει τρία τέταρτα με μια ώρα, ψήνεται και γίνεται έτσι ένα τραγανιστό, ξεροψημένο, πολύ ωραίο γλυκό. Αυτό είναι.
Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος τρόπος σερβιρίσματος ή κατανάλωσης, δηλαδή-
Όχι, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Με το που θα το βγάλεις απ’ τον φούρνο, το κόβεις σε… ανάλογα τι κομμάτια θέλεις, μικρά μεγάλα και το τρως έτσι. Δεν χρειάζεται δηλαδή να βάλεις κάτι από πάνω. Όχι, έτσι τρώγεται. Γιατί είναι και, αφού έχει τη ζάχαρη μέσα και το λάδι από πάνω, γίνεται σιροπιαστό λίγο. Οπότε δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Αυτό είναι.
Θα ήθελες να μου μιλήσεις λίγο για το πώς το έμαθες εσύ αυτό; Δηλαδή μου είπες απ’ τη θεία σου.
Εγώ το... καταρχάς το έτρωγα όταν ήμουνα μικρή. Τη γιαγιά μου δεν θυμάμαι να… Γιατί η γιαγιά πάντα ήτανε κάπως… Καθόταν στην πολυθρόνα της, δεν τη θυμάμαι, αλλά η γιαγιά το έκανε. Η μάνα μου το έμαθε, η θεία μου το έμαθε και απ’ αυτές το έβλεπα. Δεν είχα ποτέ την επιθυμία να το φτιάξω. Μου φαινόταν πάρα πολύ δύσκολο να ανοίγω φύλλο. Αλλά με[00:05:00]τά που πέθανε η θεία και όλοι ζητούσανε τον πουρμά της θείας μου ειδικά, την οποία την είδα πολλές φορές να το φτιάχνει, είπα «Ας το δοκιμάσω κι εγώ». Το δοκίμασα και δεν μου φάνηκε δύσκολο. Την πρώτη φορά εντάξει, το ψήσιμο δεν πέτυχε. Την άλλη φορά ήτανε καλά. Και το είδε κι η Γιώτα, η μεγάλη η κόρη, και της άρεσε πάρα πολύ και το επιχείρησε να το ανοίξει το φύλλο και μια χαρά το άνοιξε κι αυτή. Οπότε θα συνεχιστεί αυτό το πράγμα, δεν θα σταματήσει. Δεν ξέρω δηλαδή, από μας όλους δεν ξέρω κάποιος στην ηλικία τη δικιά μου να το κάνει. Δεν το κάνουν. Τα ωτία κάνουνε περισσότερο παρά τον πουρμά. Είναι πιο, όχι πιο δύσκολο. Είναι η διαδικασία του, ενώ τα ωτία τα ‘χεις δει κι εσύ. Είναι πιο απλό. Ανοίγεις ένα φύλλο και το τηγανίζεις. Αυτό έχει περισσότερο χρόνο για να γίνει όλο αυτό. Και εντάξει. Τώρα το έμαθα. Στην αρχή έκανα τρεις ώρες, να ανοίξω το φύλλο, μετά δύο ώρες, τώρα σε μια ώρα το κάνω. Αυτό είναι, πρέπει να πάρεις… Γιατί το ‘λεγε η θεία μου «Τίποτα δεν είναι» κι εγώ έλεγα «Πώς δεν είναι; Αυτό όλο για να το κάνεις». Κι όμως. Τίποτα δεν είναι πραγματικά.
Δηλαδή ουσιαστικά την πρώτη φορά που το έφτιαξες το ‘κανες μόνη σου, μόνη σου.
Ναι! Μόνη μου το ‘κανα.
Από αναμνήσεις από-
Από τη θεία, ναι, ναι. Γιατί είπα «Όχι, πρέπει να το κάνω και να προσφέρω κάτι από τη θεία». Και δεν πέτυχε ακριβώς την πρώτη φορά, τη δεύτερη πέτυχε. Δεν είναι δύσκολο δηλαδή να… Το ψήσιμο, να ‘χεις έναν καλό φούρνο και να ψηθεί, δεν είναι-
Και πώς αισθάνθηκες όταν το έφτιαξες;
Πάρα πολύ χαρούμενη, και θα ήθελα πάρα πολύ να είναι η θεία μου για να το δει! Ότι το έκανα. Τι να πεις τώρα, το είδε η μάνα μου όμως. Το χάρηκε γιατί αυτή πλέον δεν μπορούσε να το κάνει. Και ήτανε μεγάλη ευχαρίστηση αυτό.
Δηλαδή, επίσης πριν μου είπες ότι ουσιαστικά το φτιάχνατε μόνο εσείς, οπότε είναι χαρακτηριστικό της οικογένειάς σας.
Όχι μόνο… Αυτοί που, δηλαδή στην Πολίχνη όσοι είμαστε, όλοι ήρθανε από την περιοχή του Καυκάσου. Δηλαδή… Εδώ πάνω στο Ωραιόκαστρο ήτανε οι υπόλοιποι που ήρθανε κατευθείαν απ’ την Τραπεζούντα, κατάλαβες; Έχει διαφορά. Αυτοί δεν ζήσανε τις επιρροές τις ρώσικες και δεν… Και στα φαγητά έχουμε διαφορές και στις συνήθειες στο τι τρώμε! Άλλα τρώμε εμείς κι άλλα τρώνε… Βασικά Πόντιοι είμαστε κι εμείς κι αυτοί, από την ίδια περιοχή ήμασταν όλοι. Αλλά οι δικοί μας ήτανε όπου φύγανε και ζήσανε περίπου 70 χρόνια εκεί. Σε άλλα μέρη διαφορετικά, πιο δύσκολα ζήσανε. Αλλά εντάξει-
Θέλεις-
Πήρανε και τις επιρροές των Ρώσων, αυτό ήταν.
Θα ήθελες να μου μιλήσεις λίγο γι’ αυτές τις επιρροές στη διατροφή, δηλαδή πού τις εντοπίζεις εσύ;
Ας πούμε… κάποια φαγητά, ποντιακά φαγητά, υπάρχουνε πάρα πολλά φαγητά. Εμείς δεν τα είχαμε. Εγώ τα γνώρισα από την πεθερά μου και από ‘δω πάνω απ’ το Ωραιόκαστρο. Το χαβίτς, κάποια τέτοιου είδους φαγητά που εμείς δεν τα κάναμε, ποτέ δεν τα ‘κανε η γιαγιά μου. Μόνο τη σούπα, τον σουρβά είχαμε εμείς, μόνο αυτό είχαμε, δεν είχαμε. Τίποτα άλλο δεν έχει, και τα πιροσκί φυσικά και τα πισία, που τα κάνανε όλοι τους, δεν, δεν υπήρχε… Αυτό. Εμείς τα άλλα τα φαγητά τα ποντιακά δεν τα είχαμε. Ποτέ δεν ξέρω τη γιαγιά μου να έκανε την εβριστά ή το, κάποια άλλα φαγητά τέτοια. Δεν τα είχαμε. Δεν ξέρω. Ίσως εκεί είχανε, τι άλλο είχαν εκεί δεν ξέρω γιατί η γιαγιά μου δεν πολυμιλούσε για εκεί. Μικρή έφυγε. Αλλά, άλλα πράγματα είχαν, ναι. Και στο φαγητό, και στις συνήθειες που είχανε. Δεν ξέρω τι να σου πω άλλο. Δεν ξέρω γιατί σου λέω, η γιαγιά δεν πολυμιλούσε για εκεί. Πιο πολύ μιλούσα με τον παππού για άλλες ιστορίες, όχι-
Τώρα θα ξαναγυρίσω στον πουρμά.
Ναι.
Μου είπες για την πρώτη φορά που το έφτιαξες, τη συνθήκη-
Ναι.
Κι όλα αυτά. Θυμάσαι την πρώτη φορά ή τις πρώτες φορές που το έφαγες; Τις περιστάσεις δηλαδή, σε τραπέζια-
Σε γάμους το... και σε κηδείες. Εκεί το είχανε περισσότερο. Και θυμάμαι [00:10:00]μικρή ήμουνα που μου άρεσε πάρα πολύ! Δηλαδή έτρωγα ένα κομμάτι κι ήθελα και δεύτερο. Αυτό, τώρα… Και τώρα ακόμα όμως, υπάρχουν κάποια άτομα που το… πάρα πολύ, το αγαπάν και το θέλουνε! Και βλέπω, ας πούμε, στα μνημόσυνα που το έχουνε σε πιάτα, ότι παίρνουνε τη χαρτοπετσέτα και μαζεύουνε μέσα τα κομμάτια, γιατί είναι κάτι που δεν το κάνει ο καθένας. Δεν είναι τόσο διαδεδομένο θα έλεγα. Θυμάμαι και σε μια αυτή του συλλόγου που κάναμε, μια γιορτή. Και προσφέραμε για 1 ευρώ θυμάμαι ή για 2 ευρώ, δεν θυμάμαι για πόσο τα δίναμε. Δίναμε και ωτία και πουρμά. Τα ωτία έφευγαν κι ο πουρμάς δεν έφευγε, γιατί ο κόσμος δεν τον ήξερε! Και ειδικά αυτοί που δεν είναι Πόντιοι δεν τον ξέρουνε. Και το, δηλαδή είναι αυτό, ότι ο κόσμος και δεν το ξέρει... Όποιος το ξέρει, το τρώει. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην αρέσει σε κάποιον, αλλά… περισσότερο με τα ωτία είχανε να κάνουνε. Αλλά εγώ ναι, το θυμάμαι πολύ καλά ότι από μικρή το ‘τρωγα. Γιατί το φτιάχνανε.
Έχεις δύο κόρες.
Ναι.
Το έχεις διδάξει σε αυτές τις κόρες; Μου 'πες δηλαδή για τη μεγαλύτερη την κόρη σου που-
Η Γιώτα ναι, γιατί την ενδιέφερε και… Όχι, η Ευδοκία δεν της αρέσει. Γενικώς δεν της αρέσει να ασχολείται. Ούτε και η Γιώτα θα έλεγα ότι της αρέσει να ασχοληθεί αλλά όταν της έλεγα ότι «Μπορείς να ανοίξεις φύλλο;» το έκανα, μου έλεγε «Μπορώ». «Για δείξε μου». Και όντως μπορούσε να ανοίξει φύλλο. Μια χαρά το άνοιξε το φύλλο. Αλλά όχι ότι θέλουνε να ασχοληθούν. Δεν θέλουν, όχι. Όχι.
Αλλά θυμάσαι να της το διδάσκεις κάπως, να της το δείχνεις. Τη συνταγή, όλα αυτά.
Το έδειξα ναι, το έδειξα. Μια φορά που έτυχε να ήταν εκεί η Γιώτα, γιατί συνήθως δεν θέλουνε να είναι κιόλας. Δεν θέλουνε να μαθαίνουν. Κι εγώ δεν ήθελα. Όχι δεν τις… Κι εγώ το ίδιο, δεν ήθελα. Δεν ήθελα. Η θεία μου με παρακαλούσε. «Έλα, κάνε. Να δω! Να το φας!». «Όχι». Όχι, δεν το ήθελα. Αλλά ήρθε η ώρα και το ‘κανα. Γιατί το ήθελα εγώ, δεν μ’ ανάγκαζε κανένας. Και η Γιώτα πιστεύω μπορεί κάποια στιγμή, αφού μπορεί και το… μπορεί να ανοίξει φύλλο, τελείωσε. Μπορεί και να το κάνει. Εσύ θα το έκαμνες;
Άμα ένιωθα κι εγώ έτοιμη να ανοίξω φύλλο.
Ε μα! Ε ναι, να ανοίξεις φύλλο. Αυτό είναι. Αυτό είναι το δύσκολο. Αλλά άμα το κάνεις κι ύστερα 'ντάξει, τίποτα δεν είναι. Η πρώτη φορά είναι δύσκολη. Έτσι είναι. Και στις πίτες το ίδιο είναι, μόνο που οι πίτες χρειάζονται να γίνει τεράστιο το φύλλο. Ενώ αυτό είναι το μισό απ’ τις πίτες του φύλλου. Και άλλοι το κάνουνε, θυμάμαι δηλαδή ότι η μαμά μου το ‘καμνε με χοντρό φύλλο. Ήταν πιο χοντρό το φύλλο. Εγώ το κάνω τσιγαρόχαρτο. Γιατί μ’ αρέσει και όταν το τρώω δεν θέλω να είναι χοντρό. Θέλω να είναι λεπτό. Έτσι… Δηλαδή να φάω ένα κομματάκι, γιατί δεν μπορώ να φάω και πολύ το γλυκό εγώ. Και έτσι μ’ αρέσει να το κάνω. Άλλοι το θέλουνε... μπαμπάτσικο!
Θα ήθελες να μου πεις τι σημαίνει για σένα η παράδοση;
Καλή είναι, είναι και-
Τι σκέφτεσαι δηλαδή όταν-
Κοίταξε από μια άποψη, να παίρνεις, ας πούμε, τα καλά από τις παραδόσεις, ναι. Τα φαγητά, τα γλυκά, τα τραγούδια τους, τους χορούς τους. Που κι αυτά τα γνώρισα πολύ μεγάλη, δεν τα… Μικρή δεν ήθελα και πολύ τα ποντιακά. Όχι, δεν ήθελα... Επειδή ήμουνα και πολύ μαζεμένη και δεν μπορούσα ούτε να μπω στον χορό ούτε να διανοηθώ να χορέψω ή να τραγουδήσω ή να μιλήσω ποντιακά, με τίποτα! Αυτά ναι. Τώρα σε άλλα πράγματα… Δεν μ’ αρέσουν όλα, στην παράδοση δηλαδή. Ότι, ας πούμε, είναι παράδοση να τηρείς όλα τα έθιμα στο, όταν θάβεις κάποιον δικό σου. Δεν μ’ αρέσει αυτό το πράγμα. Να πρέπει να κάνω τα τριήμερα, τα εννιάμερα. Αυτό είναι παράδοση, και δεν είναι μόνο δική μας παράδοση των Ποντίων, είναι και... σε, για όλους συμβαίνει το ίδιο. Δεν μ’ αρέσουν εμένα αυτά. Δεν θα ήθελα να συνεχιστούνε και δεν τα έκανα στη μαμά μου. Εκεί μπόρεσα και δεν τα έκανα. Σε όλους τους υπόλοιπους τα έκανα αναγκαστικά και ένιωθα πάρα πολύ άσχημα. Το αντίστοιχο και στον γάμο. Αυτές οι παραδόσεις δεν μου αρέσουν και πολύ. [00:15:00]
Θα ‘θελες να μιλήσεις για τις παραδόσεις που τηρείς και σου αρέσουνε; Π.χ. το να μιλάς, το να χορεύεις που είπες.
Κοίταξε τώρα το να μιλάω, το επεδίωξα! Ναι. Γιατί με κορόιδευε ο Σάββας ότι δεν ξέρω να μιλάω ποντιακά. Ενώ τα ήξερα όλα, πάρα πολύ καλά, δεν μπορούσα να μιλήσω. Και στον σύλλογο πήγα και έμαθα να μιλάω ποντιακά. Αυτό μου άρεσε. Μπορεί να μην το χρησιμοποιήσω πουθενά, αλλά και μόνο το ότι μπορώ να προφέρω τις… αυτά που θα πω, όπως πρέπει να τα πω σωστά, μου άρεσε. Και αυτό το ήθελα, ναι. Το ήθελα πάρα πολύ. Και ας πούμε όταν χορεύουμε ο δάσκαλος κάθε φορά έλεγε «Αυτός ο χορός είναι από κει, αυτός είναι από κει, το…». Κι αυτό ήθελα να το ξέρω. Από πού είναι ο κάθε χορός και το τραγούδι. Και, ας πούμε, οι Καυκάσιοι είχανε άλλα όργανα, εκτός απ’ τη λύρα. Τη λύρα ήτανε, όλοι οι Πόντιοι την είχανε. Αλλά εμένα μου άρεσε δηλαδή να ξέρω, κι εκείνο το τουλούμ! Εκεί που πρέπει να το ακούσεις να το ακούσεις. Μου αρέσουν. Ήθελα να τα ξέρω δηλαδή όλα αυτά.
Θυμάμαι πάντα, πάντα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Την πρώτη φορά που πήγαμε στον Πόντο κάτω από την Παναγία Σουμελά ήτανε του Κώστα του Σιαμίδη ο ανιψιός. Ο Γιώργος; Γιώργο τον λένε, νομίζω. Γιώργος Σιαμίδης, που παίζει το τουλούμ. Ήτανε ένα πράγμα που δεν… Εδώ μου είναι κολλημένο! Έπαιζε αυτό και γύρω γύρω ήτανε τα βουνά και έκανε έναν αντίλαλο! Δεν… Και έλεγα ότι «Αυτό το όργανο, το άκουγα στο Παρακάθ, δεν έχει καμία σχέση πώς το ακούς σ’ έναν κλειστό χώρο και πώς το ακούς στον φυσικό του χώρο. Μες τα βουνά». Ήταν ό,τι καλύτερο. Δεν θα το ξεχάσω αυτό.
Πότε κάνατε αυτό το ταξίδι;
Το 2000. Το 2000. Κι όταν το άκουσα αυτό, έπαιζε τη λύρα ο Σιαμίδης, ο ανιψιός του έπαιζε το τουλούμ κι ο αντίλαλος εκεί γύρω γύρω ήτανε κάτι που θα μου μείνει αξέχαστο! Και αυτό δηλαδή εγώ, που δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα από μουσική και από όργανα κι από αυτά, ακόμα το λέω. Ακόμα το λέω και το θυμάμαι… πόσα, τι όμορφα που ήτανε. Πώς ακουγόταν εκεί μέσα. Έχει σημασία. Μ’ αυτό μόνο… μ’ αυτά διασκέδαζαν, αυτό ήταν. Ο χορός και το τραγούδι. Ωραία ήταν. Ωραία πρέπει να ήταν αυτοί εκεί. Να περνούσαν ωραία.
Θα ήθελες να μου μιλήσεις λίγο γι’ αυτό το ταξίδι μιας που το ανέφερες; Δηλαδή πώς έτυχε να πάτε;
Απ’ το κέντρο από το Παρακάθ ξεκίνησε η ιστορία. Ήταν 19 άτομα που πήγαμε. Αεροπορικώς πήγαμε. Και αυτό ήτανε κάτι πολύ ωραίο που θα το θυμάμαι. Πλησιάζοντας δηλαδή στην Τραπεζούντα είχα μεγάλη... το ήθελα πάρα πολύ να πάω. Από τα ακούσματα του παππού. Και πώς έβλεπα εκείνα τα βουνά, τις Ποντικές… Ποντικές Άλπεις λέγονται. Πώς έβλεπα εκείνα τα βουνά να κατεβαίνουνε μέχρι τη θάλασσα! Αυτό το πράγμα μόνο από πάνω μπορείς να το δεις, έτσι δεν μπορείς να το καταλάβεις με το λεωφορείο και με ο,τιδήποτε, πώς θα πας εκεί. Από πάνω φαινόταν τόσο όμορφο αυτό το πράγμα! Έτσι τα βουνά κατέβαιναν, είχε χαράδρες και κατέβαιναν. Ήταν απίστευτο! Ήταν πάρα πολύ όμορφο αυτό, μου άρεσε πάρα πολύ ο… δηλαδή την πρώτη φορά που το είδα όλο αυτό το πράγμα. Άλλες εντυπώσεις έχεις οδικώς κι άλλες… Ξανά δεν ήθελα να πάω με αεροπλάνο. Ήθελα να το κάνω οδικώς για να τα δω όλα. Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Και δηλαδή να φαντάζεσαι και λίγο ότι πόσα χρόνια πριν, που πήγαν οι δικοί μας εκεί, που… Όλα αυτά που διαβάζαμε, τέλος πάντων. Κι ο Ξενοφώντας που έλεγε, οι Μύριοι που κατεβήκαν από κει. Όλα αυτά δηλαδή με το που το είδα, αυτά εδώ, με τρέλανε! Με τρέλανε πραγματικά. Και μετά ήτανε τα… με ένα μικρό πουλμανάκι που κάναμε ταξιδάκια μικρά. Τη δεύτερη φορά όμως, που πήγα, έπρεπε να πάω οπωσδήποτε εκεί που ήταν οι παππούδες μου. Κι εκεί ήταν άλλη εμπειρία. Εκεί ήταν το συναίσθημα πιο… Ήτανε πολλές ώρες. Περίπου εξήμισι-εφτά ώρες απ’ την Τραπεζούντα με το πούλμαν. Είχε[00:20:00] φοβερές εναλλαγές τοπίου. Φοβερές εναλλαγές, από κει που είχε βλάστηση μεγάλη, πήγαινε στα βράχια τα… έτσι στο πουθενά τα βράχια. Μετά ερημικά μέρη, μετά ξανά βλάστηση. Ήταν, εκεί που ήταν οι δικοί μας δηλαδή ήτανε… περίπου 2.000 υψόμετρο. Κι εκεί ήταν το οροπέδιο. Εκεί βρεθήκανε. Κι εκεί δεν υπήρχε πολλή βλάστηση, δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο ένα φλατ πράγμα με διάσπαρτα πολύ λίγα έλατα και κοπάδια με αγελάδες, τίποτα άλλο. Αυτά ήτανε. Ήτανε δηλαδή πλούσιο το μέρος από την πλευρά της κτηνοτροφίας, δεν είχανε κάτι άλλο. Και μου άρεσε πάρα πολύ και τα χωριά τα γυρίσαμε όλα. Πόσα χωριά είναι. Και μ’ άρεσαν πάρα πολύ εκείνα τα χωριά. Μου άρεσαν απ’ την άποψη ότι οι γιαγιάδες μου, οι παππούδες μου, κι ο Σάββας το ίδιο, ήταν όλοι από κει. Από κει ξεκίνησαν και ήρθαν εδώ. Κι αυτό αλλιώς το ‘χεις… κάτι σου κάνει μέσα σου. Πολύ ωραία ήταν. Α, και ένα, μια ανάμνηση ακόμα. Ο παππούς μου ήταν απ’ το Σαρίκαμις, έτσι λεγόταν. Ήταν μια επαρχία του Καρς. Με το που φτάνουμε, δεν μπήκαμε ακόμα μέσα, μας σταμάτησε το πουλμανάκι η αστυνομία. Ήταν ακριβώς στην είσοδο του… της πόλης να πω. Και επειδή ο παππούς μου πάντα έλεγε ότι είχαν ένα χάνι, είχαν ένα χάνι, λέει, στην είσοδο του χωριού, όπως έμπαινες στο χωριό στο αριστερό σου μέρος από πάνω ήταν τα έλατα, ήτανε το ποτάμι και οι γραμμές του τρένου. Λοιπόν εκεί που μας σταμάτησε η αστυνομία γυρνάμε το κεφάλι κι εγώ κι ο Σάββας μαζί και βλέπουμε ένα ξενοδοχείο. Εκεί πέρα, σε εκείνο το… Όπως το περιέγραφε ο παππούς μου. Και λέει ο Σάββας «Ρούλα, αυτό πρέπει να είναι του παππού σου». Κάναμε ένα γέλιο! «Πρέπει να είναι, λέει, του παππού σου». Λέω «Σάββα, μη γελάς γιατί όπως το περιέγραφε ο παππούς μου, ήταν ακριβώς έτσι!». Χάνι ήτανε βέβαια εκείνο. Ερχόντουσαν, λέει, τα καραβάνια και τα… από την Περσία, από κείνη την πλευρά. Και ερχόντουσαν προς τα εδώ για να πάνε στην Τραπεζούντα και Κωνσταντινούπολη που πηγαίνανε. Και σταματούσαν εκεί. Η προγιαγιά, λέει, ασχολιότανε με τα ζώα και με τ’ αυτά, ο παππούς ασχολιόταν με κάτι άλλο. Είχανε πολλά παιδιά, όλοι είχανε μια ασχολία σ’ αυτό το χάνι. Και επειδή μιλούσε συνέχεια ο παππούς μου γι’ αυτό το χάνι, είπε «Αυτό το ξενοδοχείο είναι δικό μας». Ακόμα το διακωμωδούμε αυτό με τον Σάββα. Κι αυτό ήτανε κάτι μοναδικό! Τα άλλα εντάξει… Πολλά είναι να πεις για κείνα τα μέρη, αλλά… τα αφήσαν και φύγανε. Ωραία ήταν όμως. Και οι δύο οι εκδρομές. Άλλα πράγματα είδαμε, κι αυτό ήταν πολύ καλό. Πολύ καλό ήτανε που τα είδαμε.
Κι έτυχε να πάτε κι άλλες φορές μετά;
Όχι, δύο φορές πήγαμε. Θέλω να πάω ακόμα μια. Σίγουρα θέλω να πάω ακόμα μια. Να δω αυτά που δεν είδα. Ας πούμε, ο πατέρας σου που είπε ότι τα χωριά εκεί τα δικά, της μάνας του και του πατέρα του ότι ήταν πάρα πολύ ωραία. Δεν τα είδα. Πρέπει να πάω κι εκεί. Θέλω να πάω εκεί, θέλω να πάω στην Τιφλίδα. Να κάνω όλη τη διαδρομή εκείνη που κάναν οι δικοί μας δηλαδή. Γιατί μετά απ’ το Καρς, όταν τους διώχνανε, φτάσαν απ’ την, όχι Τιφλίδα, πήγαν στο Βατούμ κι από ‘κει γύρισαν πίσω. Αλλά μείνανε και στο Βατούμ, κι αυτό θέλω να το δω. Και το Βατούμ. Στην Τιφλίδα πηγαίναν όλοι και σπουδάζανε. Γιατί ήταν πολύ κοντά με το τρένο απ’ το Καρς. Και εκεί, όλοι εκεί σπουδάσανε, ό,τι κάναν τέλος πάντων. Ήρθαν εδώ και άλλα πράγματα κάνανε. Αλλά κι αυτό θέλω να το δω. Γιατί λέει κι οι μάστορες ήταν Έλληνες που φτιάξανε τα σπίτια στην Τιφλίδα. Όλα αυτά να μην τα δούμε, να μην έχουμε μια εικόνα από πού ξεκινήσαμε; Θα το ήθελα.
Και μιας που το ανέφερες αυτό, θα ήθελα έτσι για το κλείσιμο να μου πεις τι εικόνα, ας πούμε, συναισθηματικά σου αφήνει αυτή η επαφή με τις ρίζες σου γενικά.
Πολλές εικόνες και διαφορετικές. Την πρώτη φορά που έφυγα από την Τραπεζούντα, και πάλι μ’ αεροπλάνο φύγαμε, μου μιλάει ο Σάββας κάποια στιγμή κι εγώ δεν μπορούσα να του μιλήσω, έκλαιγα. Αυτό το πράγμα δεν μου [00:25:00]‘χε συμβεί ξανά, είχα κάνει τόσα ταξίδια. Δεν είχα τέτοια έτσι φόρτιση συναισθηματική. Από κει όταν έφευγα, έκλαιγα. Αυτό το πράγμα, και αυτή η λαχτάρα να ξαναπάς και να ξαναδείς μέρη που ούτε έζησες… Και δεν είναι, δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που ζούμε εδώ. Και οι πόλεις τους και τα χωριά τους και οι συμπεριφορές οι… Εκεί ήτανε λίγο, επειδή ζούνε στην άκρη, έχουνε μια εχθρικότητα απέναντί μας αυτοί, είναι… τα σύνορα, ας πούμε, και έχουνε μια εχθρικότητα. Λόγω πολιτικής; Τώρα δεν ξέρω. Και δεν... δηλαδή δεν βρήκα ανθρώπους που να είναι ζεστοί και… Αλλά εγώ πάλι θα ήθελα να πάω εκεί. Ειδικά εκεί στο Καρς, ήτανε πιο άγρια τα πράγματα. Κούρδοι μένουν εκεί, περισσότεροι είναι Κούρδοι. Τούρκοι δεν μένουν εκεί πέρα. Κι είναι πιο άγρια η κατάσταση, δηλαδή τα χωριά που πήγαμε και του παππού και της γιαγιάς είναι μόνο Κούρδοι. Και δεν… Μας βλέπαν και μας κλείνανε, μας γυρίζανε την πλάτη. Αλλά, παρόλα αυτά εγώ θέλω να ξαναπάω. Έτσι να κλείσω, να τα δω όλα εκείνα και να το κλείσω μέσα μου αυτό το κεφάλαιο. Ό,τι άκουγα δηλαδή από μωρό. Από μικρή, ο παππούς έλεγε συνέχεια… Έφυγε αυτός, έφυγε 17 χρονών από κει. Μ’ αυτόν έζησα κι αυτός έλεγε ιστορίες για εκεί συνέχεια, πώς γλεντούσαν, τι κάνανε. Και όλα αυτά εντάξει. Όλα καλά κι ωραία εδώ, αλλά αυτοί εκεί ζήσανε. Και μένα μου… Κάτι μου έχει μείνει και το θέλω, ξανά θέλω να πάω δηλαδή. Αυτό.
Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ που τα μοιράστηκες όλα αυτά.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Summary
Η Αφηγήτρια, με καταγωγή από τον Πόντο και συγκεκριμένα την περιοχή του Καρς, μοιράζεται τη συνταγή του πουρμά, ενός ποντιακού γλυκού που έφτιαχναν στα μέρη αυτά, το οποίο έχει περάσει από γενιά σε γενιά. Αναφέρεται σε στοιχεία της παράδοσης και αναπολεί το ταξίδι που έχει πραγματοποιήσει στον Πόντο, τον τόπο καταγωγής των παππούδων της.
Narrators
Θεοδώρα Κιμισκίδου
Field Reporters
Νένα Παπαδοπούλου
Tags
Interview Date
03/08/2022
Duration
27'
Summary
Η Αφηγήτρια, με καταγωγή από τον Πόντο και συγκεκριμένα την περιοχή του Καρς, μοιράζεται τη συνταγή του πουρμά, ενός ποντιακού γλυκού που έφτιαχναν στα μέρη αυτά, το οποίο έχει περάσει από γενιά σε γενιά. Αναφέρεται σε στοιχεία της παράδοσης και αναπολεί το ταξίδι που έχει πραγματοποιήσει στον Πόντο, τον τόπο καταγωγής των παππούδων της.
Narrators
Θεοδώρα Κιμισκίδου
Field Reporters
Νένα Παπαδοπούλου
Tags
Interview Date
03/08/2022
Duration
27'