Ένας φανατικός μανιταροσυλλέκτης
Segment 1
Η πρώτη επαφή με τα μανιτάρια
00:00:00 - 00:04:23
Partial Transcript
Καλησπέρα σας. Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Ονομάζομαι Ακρίτας Εμπρικίδης. Είναι Δευτέρα 11 Απριλίου 2022, είμαι με τον κύριο…ίναι του φαλλοειδή το μανιτάρι. Και έχουμε δηλαδή και δεν κινδυνεύουμε με αυτό το πράγμα που έχουμε μάθει από τον Γιώργο τον Κωνσταντινίδη.
Lead to transcriptLocations
Segment 2
Αναφορά στα πιο γνωστά μανιτάρια
00:04:23 - 00:08:38
Partial Transcript
Και αυτή ήταν, ήμουν ο τυχερός που ήμουν μουσικός μαζί του και έγινα αυτός που είμαι τώρα, αυτή τη στιγμή, στη μανιταρογνωσία και στη μανιτα…και τους λατινικούς χαρακτήρες για να μπορείς να τα απαντάς το κάθε, στο κοινό, γιατί ο κόσμος με τα λατινικά τα μαθαίνει και να τα γράφει.
Lead to transcriptLocations
Segment 3
Οι βιότοποι των μανιταριών
00:08:38 - 00:12:45
Partial Transcript
Αυτά. Τι να πούμε; Για τα, να πούμε για βιότοπους τώρα. Έρχονται, έρχεται ο καιρός τώρα, κατά το Μάιο, να αρχίσουν οι Βωλίτες. Βωλίτης είναι…ωρίζει του αλλουνού το μανιτάρι. Και κάθε περιοχή και το δικό του. Η παροιμία λέει: «Μανιτάρια όσα ξέρεις και κερασιά όσα μπορείς να τρως».
Lead to transcriptSegment 4
Τα πρώτα βήματα στη μουσική και η γνωριμία με τον Γιώργο Κωνσταντινίδη
00:12:45 - 00:18:56
Partial Transcript
Μας είπατε ότι το κλειδί για όλη αυτή την ενασχόληση με τα μανιτάρια ήτανε αρχικά η μουσική. Ναι– Μέσα από αυτήν– Ναι, σαν μουσικός. Είπ…ρεκτικό με τα κρέατα εκεί πέρα. Γινόταν ένα όνειρο δηλαδή. Και να ξέρεις να τα μαγειρεύεις τα μανιτάρια, θέλει ολόκληρη διαδικασία, ξέρετε.
Lead to transcriptSegment 5
Τα μυστικά των μανιταριών
00:18:56 - 00:27:43
Partial Transcript
Πώς συνέβαλε όλη αυτή η ανακάλυψη των μανιταριών και του κόσμου των μανιταριών στη ζωή σας; Πόσο σας άλλαξε και τι έχει αφήσει σήμερα στην κ…ικές ουσίες και σε ανόργανες. Και σε ζώα μπορούν να φυτρώσουν, σε σάπια και σε ανόργανα, φυλλοχώματα και τέτοια. Είναι μεγάλος ο πληθυσμός.
Lead to transcriptLocations
Segment 6
Εδώδιμα και δηλητηριώδη μανιτάρια
00:27:43 - 00:36:53
Partial Transcript
Είπατε ότι εσάς σας μύησε σε όλο αυτό ο κύριος Κωνσταντινίδης. Θυμάστε ποια χρονιά συνέβη ακριβώς αυτό και ποια ήταν τα πρώτα σας βιώματα μα…αν στα νοσοκομεία. Τρέξαν στα νοσοκομεία χωρίς να έχουν δηλητηριαστεί. Το μυαλό τους δηλητηριάστηκε, από το φόβο, έτσι, καταλαβαίνεις τώρα.
Lead to transcriptLocations
Segment 7
Η κοινότητα των μανιταροσυλλεκτών
00:36:53 - 00:49:19
Partial Transcript
Είπατε ότι όταν πηγαίνετε στο βουνό για μανιτάρια σάς δημιουργεί μία ασύγκριτη αίσθηση χαράς. Ναι. Μπορείτε να μας περιγράψετε με περισσότ… έρχεται η άνοιξη, κάθε φορά που έρχεται το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο είναι τα πιο πολλά, ξέρεις, και είναι χαρά του συλλέκτη. Καταλαβαίνεις.
Lead to transcriptLocations
Segment 8
Η ενασχόληση με το μανιτάρι ως τροφή και η ενασχόληση με τη μουσική
00:49:19 - 01:10:02
Partial Transcript
Ποιο είναι το αγαπημένο σας είδος μανιταριού; Βασικά το φρέσκο. Να το πάρουμε έτσι. Γιατί τα αγαπάς όλα τα μανιτάρια. Το φρέσκο. Κοίταξε, τ…, στην ομάδα που παίζαμε μουσική, ήτανε και μανιταροσυλλέκτες. Όλοι δηλαδή, γιατί πήρανε το τριπάκι από τον κεντρικό δάσκαλο που υπάρχει.
Lead to transcriptSegment 9
Η αγάπη για τα μανιτάρια και τη ζωή στην ύπαιθρο
01:10:02 - 01:19:13
Partial Transcript
Λέγατε πριν για τα μανιτάρια, ότι από τη δεκαετία του ‘90 και μετά είστε φανατικός μανιταροσυλλέκτης. Ναι, δεν μπορώ να το κόψω. Είναι αρρώ…κα. Δηλαδή, θα την πατήσεις. Λάθος θα πας. Τζάμπα οι βενζίνες που λέμε. Ωραία. Αυτά ήθελα εγώ να σας ρωτήσω. Σας ευχαριστώ πολύ. Παρακαλώ.
Lead to transcript[00:00:00]Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Ονομάζομαι Ακρίτας Εμπρικίδης.
Είναι Δευτέρα 11 Απριλίου 2022, είμαι με τον κύριο Ακρίτα Εμπρικίδη, βρισκόμαστε στα Γρεβενά. Εγώ ονομάζομαι Αθανάσιος Λέτσιος, είμαι Ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Πείτε μου λίγα λόγια για εσάς.
Εγώ μεγαλώνοντας έγινα μουσικός. Ξεκίνησα τη μουσική μου παιδεία απ’ τα μικρά, απ’ τα εφηβικά μου χρόνια και μαθαίνοντας σαν ντράμερ, μαθαίνοντας τη μουσική, έμπλεξα με διάφορα συγκροτήματα, μεγάλα. Έχω ασχοληθεί σε μαγαζιά, ταβέρνες, σε μπουάτ έχω δουλέψει και έναν καιρό ασχολήθηκα και με τον, συνεργάστηκα δηλαδή και με τον Κωνσταντινίδη τον Γιώργο, τον γνωστό τον ερευνητή και μανιταροεπιστήμονα για τα Γρεβενά. Και που έκανε μεγάλη πρόοδο. Έδωσε στα Γρεβενά, έδωσε ένα, μία, αυτό. Έδωσε το όνομα. Πήρε το… Η πόλη των μανιταριών, έγινε εξαιτίας του ονομάστηκε. Και όλος ο κόσμος έγινε μανιταροσυλλέκτης. Έχει γίνει γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα. Και ήμουν τυχερός γιατί ξεκίνησα τη μανιταροσυλλογή και την μανιταρογνωσία με τον μεγαλύτερο για μένα στην Ελλάδα μανιταρογνώστη και συγγραφέα βιβλίων. Όταν ήμουν μουσικός με αυτόν, το 1992, σε κάποια ταβέρνα, έρχεται χαρούμενος μία μέρα και μου λέει: «Έχω φάει ένα μανιτάρι, Ακρίτα, που λέγεται Lactarius». Εγώ κατάλαβα μετά με τα χρόνια ότι είναι ο Lactarius ο salmonicolor ή... Όχι λάθος, συγγνώμη για το όνομα. Ήτανε ο Lactarius ο deliciosus, γιατί εδώ έχει πεύκα. Γιατί σε πεύκο μόνο βγαίνει ο deliciosus. O salmonicolor βγαίνει στα έλατα. «Kαι ήτανε -λέει- πολύ νόστιμα και θα αρχίσω με τα μανιτάρια». Και λέω: «Καλά αυτός τι έπαθε; Τι έγινε;». Και κάθε φορά με πίεζε: «Έλα να δεις στο σπίτι μου». Έβλεπα, με το μικροσκόπιο μού έδειχνε σπόρους από μανιτάρια. Έφαγα μαζί του κάποια μανιτάρια πολύ… Που και εγώ ξετρελάθηκα. Με φειδώ έφαγα, όπως πάντα, φοβόμαστε λίγο τα μανιτάρια, γιατί όταν τα μαθαίνουμε δεν ξέρουμε τι είναι το κάθε μανιτάρι. Και εγώ λέω: «Τι έπαθε; Μην πάθουμε και τίποτα. Μην κάνουμε και αυτό. Μην πάθουμε καμιά δηλητηρίαση». Κάποια στιγμή άρχιζε… Εξαφανίστηκε ο Γιώργος. Όχι εξαφανίστηκε από τη ζωή μου. Μουσικά αυτό, αλλά με είδε ότι δεν ενδιαφέρομαι εγώ με μανιταροσυλλογές και τέτοια. Δεν ασχολούμαι. Και πόσο: «Ε ρε Γιώργο, όλο με τα μανιτάρια. όλο με τα μανιτάρια». Και δεν το έδωσα σημασία. Ήμουν 22 χρονών, πιτσιρίκος. Μετά, κάποια στιγμή είδα ότι γίνονται, κάναμε κάποια σεμινάρια, κάποιες γιορτές, μανιταρογιορτές. Άρχισα να μπαίνω μες στο πνεύμα και άρχισα να μαζεύω, να συλλέγω και να τρώω διάφορα. Να παίρνω το θάρρος δηλαδή απ' τον Γιώργο. Και μετά άρχισα να μπαίνω σε ένα κλίμα, να μαθαίνω τους βιότοπους, να ξέρω που είναι το κάθε μανιτάρι, που βγαίνει. Να μαθαίνω θερμοκρασίες. Με τα σεμινάρια που μας έκανε ο Γιώργος. Αρχίσαμε να γινόμαστε όλοι στα Γρεβενά γνωστές, έτσι; Και μετά, βγαίναμε, κάναμε μανιταροεξορμήσεις και τα πηγαίναμε τα ταυτοποιούσε αυτός. Μέχρι να μάθουμε και εμείς, να πάρουμε τον ντόρο που λένε οι κυνηγοί, το δρόμο. Κάποια στιγμή γίναμε, μάθαμε ο καθένας από ογδόντα οικογένειες μανιταριών. Ξέραμε δηλαδή κάθε οικογένεια. Πρώτα μάθαμε τα επικίνδυνα. Μάθαμε τις φαλλοϊκές, φαλλοειδικές δηλητηριάσεις, τις ορελλανικές δηλητηριάσεις, μουσκαρινικό σύνδρομο, ας πούμε, ορελλανικό σύνδρομο. Τα είπα δηλητηριάσεις, με σύνδρομα λέγονται αυτά. Φαλλοειδικό σύνδρομο είναι του φαλλοειδή το μανιτάρι. Και έχουμε δηλαδή και δεν κινδυνεύουμε με αυτό το πράγμα που έχουμε μάθει από τον Γιώργο τον Κωνσταντινίδη.
Και αυτή ήταν, ήμουν ο τυχερός που ήμουν μουσικός μαζί του και έγινα αυτός που είμαι τώρα, αυτή τη στιγμή, στη μανιταρογνωσία και στη μανιταροερεύνηση, με το, βάση βιότοπου θερμοκρασιών, υψόμετρα και περιοχές, Νότια Ελλάδα, Βόρεια. Βόρεια, όσο ανεβαίνουμε περιοχές, αλλάζουν και οι βιότοποι και κάθε δέντρο έχει το δικό του. Κάθε βιότοπος έχει το δικό του μανιτάρι. Δηλαδή, κάθε, το πεύκο, η μαύρη πεύκη έχει το δικό του μανιτάρι, η μαύρη ελάτη το δικό του είδος και η δασική ελάτη έχει άλλο είδος, ενώ είναι ελάτη και τα δύο. Κάθε βιότοπος αλλάζει και το μανιτάρι. Συνήθως μερικά, στα πλατύφυλλα ιδίως, στα πλατύφυλλα υπάρχουνε πάρα πολλά μανιτάρια που είναι συνήθως και σε κωνοφόρα. Παράδειγμα, θα βάλουμε, η μουσκαρία μυγοκτόνος, muscaria δηλαδή που λέγεται, Amanita muscaria, μπορεί να βγει και σε πλατύφυλλο και σε έλατο. Aς πούμε, μπορεί να βγει, ο Lactarius ο deliciosus μπορεί να βγει μόνο σε πεύκο, ενώ ο salmonicolor μπορεί να βγει μόνο σε έλατο. Δηλαδή, εκεί ξεχωρίζουμε και τα ονόματα. Και η οξιά έχει δικά τους, δικό του βιότοπο, όπως είναι το Ύδνο. Το Ύδνο το κυρτό, το repandum που λέμε. Το repandum μπορεί να βγει όμως και σε άλλο πλατύφυλλο. Μπορεί να βγει και σε κωνοφόρο. Δεν μπορεί όμως να βγει σε σημύδα. Μπορεί να μη βγει σε σημύδα. Δεν έχω, δεν το έχω προσέξει. Μπορεί να μην, μπορεί να βγει και σε κέδρο. Δε βγαίνει. Κάθε, ας πούμε το Ύδνο το... Τώρα δεν θυμάμαι τον λατινικό του χαρακτήρα. Ξεχνάω, κολλάω τώρα. Το Ύδνο το albium. Το albium. Το Ύδνο το albium βγαίνει μόνο σε πεύκο. Δεν μπορεί να βγει σε πεύκο το Ύδνο το repandum παράδειγμα. Κάθε βιότοπος έχει το δικό του. Έτσι συνηθίσαμε και έχουμε μάθει και ξεχωρίζουμε κάθε μανιτάρι. Αυτή την εποχή, τώρα που μιλάμε, τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε ξεκινάει η Calocybe gambosa ή μοσχομανίταρο αγιορείτικο. O Marasmius και σε κάνα τριάντα μέρες και η κανθαρέλλα. Η πιο γνωστή, πιο γνωστό μανιτάρι, που το... Kοινό, στο ευρύτερο κοινό, δηλαδή στους μανιταροσυλλέκτες. Κανθαρίσκος, cantarela που λέμε. Και κάθε όνομα –να σας πω και τα ονόματα–, κάθε όνομα έχει το δικό του... Τα βαφτίσια γίνανε από τα αρχαία χρόνια, από τα ελληνικά. Ελληνικά ονόματα έχουν τα πιο πολλά. Ας πούμε, ο κανθαρίσκος έχει από τη λέξη «κάνθαρος», που σημαίνει πιθάρι. Ο κρατηρίσκος, όλοι οι κρατηρίσκοι, Craterellus, είναι από τη λέξη «κρατήρας». Κρατάει νερό, κρατήρας. Η κάθε λέξη, και μετά η λατινική, λατινικά τα έχουνε, ας πούμε ο κανθαρίσκος τον λένε «cantarella» οι Ιταλοί, επειδής δεν μπορούνε κανθαρέλλα να το πούνε, γιατί, λόγω γλώσσας. Ενώ οι Έλληνες το λένε κανθαρίσκο, κανθαρέλλα μπορείς να το πεις. Κανθαρίσκο όμως είναι το πιο αυτό, πιο λογικό. Ας πούμε τον Craterellus τον λένε τρομπέτα, μπορούν να τον πουν, έναν Craterellu. Ενώ η χρυσή τρομπέτα, ας πούμε, που είναι ο Craterellus o lutescens, ας πούμε το λένε σκέτο τρομπέτα. Τη λένε χρυσή τρομπέτα. Ας πούμε, τη μαύρη την τρομπέτα, τον κανταρέλο τον… Δεν θυμάμαι τώρα, κολλάω, το λένε μαύρη τρομπέτα. Όλο κολλάω με τα ονόματα. Έχουμε λίγο θέμα με τα ονόματα γιατί με τα χρόνια όλο ξεχνάμε, αλλά τους λατινικούς χαρακτήρες. Η βάση αυτή είναι. Να μάθεις και τους λατινικούς χαρακτήρες για να μπορείς να τα απαντάς το κάθε, στο κοινό, γιατί ο κόσμος με τα λατινικά τα μαθαίνει και να τα γράφει.
Αυτά. Τι να πούμε; Για τα, να πούμε για βιότοπους τώρα. Έρχονται, έρχεται ο καιρός τώρα, κατά το Μάιο, να αρχίσουν οι Βωλίτες. Βωλίτης είναι, το κλασικό το όνομά του είναι porcini το ιταλικό. Οι Ιταλοί… Porcini, που σημαίνει γουρούνι. Είναι σαν, η γεύση γουρούνι, δεν ξέρω, το λιπώδης, η υφή του λιπώδης. Εμείς το λέμε καλογράκι. Καλογράκι βασιλικό, επειδής είναι σαν καλόγερος, μοιάζει το καπέλο του που κάθεται το μανιτάρι. Είναι… Κάθε τοποθεσία έχει το δικό του όνομα και το δικό του μανιτάρι. Οι συλλογές, η συλλογή στα βιβλία έγινε, και λες θα ρωτήσεις, θα πεις. Πώς ξέρεις εσύ ότι αυτό τρώγεται ή δεν τρώγεται; Ή πώς γράφτηκαν τα βιβλία; Πώς καθορίσαμε και ξέρουμε ότι αυτό το μανιτάρι είναι εδώδιμο ενώ εκείνο δεν είναι; Αυτά με τα χρόνια, με τις με διάφορες δηλητηριάσεις που έχουν γίνει με τους αιώνες η κάθε περιοχή του έχει το δικό του μανιτάρι. Για παράδειγμα, εδώ στα Γρεβενά δεν βγάζει ποτέ τον Υγροφόρο τον marzuolus. Marzuolus λέγεται, υγροφόρος. Βγαίνει στη μαύρη ελάτη και νότια από μας. Δηλαδή, αν το [00:10:00]πάρουμε, από Τρίκαλα και κάτω. Μεσοχώρα, κάπου εκεί. Μπορεί να βγει τοπικά κάπου, μπορεί Καστοριά κάπου σε μία περίοδο, τοπικά από λίγα, αλλά δεν τα γνωρίζει ο κόσμος. Δηλαδή, όταν μιλάμε τώρα στην Καρδίτσα, Τρίκαλα, γνωρίζουν τον μαρτούλη. Το μαρτούλη, το κοινώς γνωστό Υγροφόρος μαρτούλης. Αυτό το ξέρουνε μια ζωή. Σε μια περιοχή στην Αθήνα γνωρίζουνε τον Lactarius, τον οποίο το ονομάζουν και κουμαρίτη, γιατί βλέπουν τις κουμαριές, βγαίνουν κάτω στις κουμαρίτσες και νομίζουν ότι το έβγαλαν. Λαϊκή ονομασία λέγεται, κάθε μανιτάρι έχει τη λαϊκή ονομασία του. Αυτό το λένε στην Αθήνα κουμαρίτης. Ο κουμαρίτης όμως, το Lactarius, δεν είναι, δεν λέγεται κουμαρίτης γιατί βγαίνεις στις κουμαριές, για μας που ξέρουμε, γιατί βγαίνει σε κωνοφόρο. Lactarius. Όλοι οι Lactarii βγαίνουν σε κωνοφόρα. Και έγινε, ας πούμε, έγινε συλλογή, δηλαδή κάθε περιοχή, έγινε συλλογή. Μαζεύουν εκεί τον κουμαρίτη, στην Αττική. Μαζεύουνε τον Υγροφόρο τον μαρτιάτη στα Τρίκαλα. Μαζεύουνε στη Βόρεια Ελλάδα την κανταρέλα. Παράδειγμα σε βάζω, έτσι; Βάζω εγώ λίγο τα γνωστά. Μαζεύουνε στην Ξάνθη το καισαρικό, την κοκκινούσκα που λένε, Αμανίτης του Καίσαρα. Κι έτσι μαζεύτηκαν τα, και στη Βόρεια και στην Ευρώπη, παντού, μαζεύτηκε κάποιος, σιγά-σιγά ο ένας με τον άλλον συναντηθήκανε και έχουν συντάξει ένα βιβλίο, μια βιβλιογραφία, κάθε τοποθεσία και κάθε λαϊκή ονομασία την έχουν για τα εδώδιμα μανιτάρια. Έχουν συλλεχθεί πανελλαδικά, παγκόσμια δηλαδή έγινε αυτό. Έτσι έγινε το βιβλίο και βλέπεις, λέει ο άλλος: «Πού ξέρουμε ότι τρώγεται;». Άμα ρωτήσουμε έναν από τη Βόρεια Ελλάδα, αυτό το μανιτάρι, το μαρτσούλη που λέμε, να το δώσουμε, να το δείξουμε, να το φάει: «Φύγε από δω. Δεν το θέλω». Δεν το ξέρει. Ενώ όμως εκεί, οι εντοπίτες της περιοχής που μαζεύουν το μαρτούλη, αμέσως θα το κατασπαράξουν που λέμε, θα το φάνε. Είναι άτομα που το γνωρίζουν. Εμείς στο δικό μας: «Φύγε από δω, πάρτο από δω». Δεν το ξέρουν. Ξέρουν όμως τον κανθαρίσκο. Άμα πάμε το κανθαρίσκο σε εκείνη την τοποθεσία, λόγω του χρώματος –κίτρινο– σου λένε: «Τι είναι αυτό; Πάρτο από δω. Δεν το θέλω». Κίτρινο σημαίνει δηλητήριο. Κόκκινο, ας πούμε κοκκινούσκα, δηλαδή πορτοκάλι καισαρικός: «Φύγε. Αυτό είναι το χρώμα, δείχνει ότι δεν είναι…». Δεν γνωρίζει ο κόσμος, κάθε περιοχή δεν γνωρίζει του αλλουνού το μανιτάρι. Και κάθε περιοχή και το δικό του. Η παροιμία λέει: «Μανιτάρια όσα ξέρεις και κερασιά όσα μπορείς να τρως».
Μας είπατε ότι το κλειδί για όλη αυτή την ενασχόληση με τα μανιτάρια ήτανε αρχικά η μουσική.
Ναι–
Μέσα από αυτήν–
Ναι, σαν μουσικός.
Είπατε ότι από μικρός είχατε τριβή με τη μουσική.
Ναι.
Θέλετε να μας πείτε, να μοιραστείτε μαζί μας κάποιες αναμνήσεις σχετικά με εκείνη την περίοδο, τις πρώτες σας επαφές με τη μουσική;
Κοιτάξτε, εγώ, επειδή εκείνα τα χρόνια είχε βγει, τώρα, μην το πάμε και κομματικά, εντάξει, ήταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Είχε βγει, είχε βγάλει, είχε κάνει Κέντρα Νεότητος. Δεν υπήρχανε Κέντρα Νεότητος κάποτε. Το ’81 και μετά. Και κάθε Κέντρο Νεότητος είχε στα υπόγεια ή σ’ ένα σημείο, είχε μουσικά όργανα, που μπορούσε να μπαίνει όποιος θέλει και να μαθαίνει και να παίζει. Όποιος το είχε στο αίμα του. Όποιος μπορούσε δηλαδή. Όλοι προσπαθούσαν, ερχόντουσαν. Εγώ ήμουνα βασικά στο Κέντρο Νεότητος εδώ στα Γρεβενά, σαν πιτσιρίκος που μεγάλωσα εδώ. Είχε μία ντραμς στημένη και πήγαινα όλο, κάθε λίγο. Μου ερχόταν πιο εύκολο αυτό το όργανο, έτσι, «μπάπα-μπούπα, μπάπα-μπούπα» και με τραβούσε. Και άρχισα να βγάζω, να το βγάζω από μέσα μου το ρυθμό και να βγάζω. Και ήθελα… Και συνέχισα μετά, πήγα σε κάποια σχολή στα Γιάννενα, κάπου λίγο, λίγο από δω, λίγο από κει, μαθαίνω. Πήρα τον αέρα και έγινα μουσικός. Είχαμε κάνει και ένα συγκρότημα, σαν πιτσιρίκια εδώ. Είχαμε κάνει… Τώρα τα ονόματα δεν ξέρω άμα πειράζει να τα αναφέρω τα παιδιά. Ήμασταν τότε 13-14 χρόνων, είχαμε κάνει ένα συγκρότημα λεγόταν «Μούχλες», τους λέγαμε «Μάστις». Δηλαδή έτσι το είχαμε ονομάσει εμείς, γιατί έτσι μας ήρθε σαν νεολαία και παίζαμε στιλ hard rock, ροκάδες δηλαδή, στιλ τέτοιο. Είχαμε, ήμασταν μία παρέα έξι άτομα. Και από κει ξεκινήσαμε. Είχε… Το εναρκτήριο λάκτισμα της μουσικής ήτανε αυτό. Και μετά ξεκίνησα, βρήκα τον Κωνσταντινίδη, γιατί άρχισα τα λαϊκά, ενώ έπαιζα δημοτικά κάποια στιγμή. Με έπαιρναν ορχήστρες δημοτικές. Το πρώτο μεροκάματο το ‘βγαλα το ’88, ενώ υπηρετούσα φαντάρος, πήρα άδεια και με φώναξαν: «Έλα». Χειμώνας, να πάω να παίξω κάπου. Και από δω και από κει, λίγο τα ‘βγαλα πέρα με έναν μουσικό καλό που ήτανε, Παπαργύρης λεγότανε, Αθανάσιος. Τραγουδούσε δημοτικά, είχε ένα μαγαζί και με έβαλε στο μαγαζί του. «Βλαχοπούλα» λεγόταν, στην Κοζάνη. Εκεί και έπαιξα και έγινα, πήρα το πρώτο στα δημοτικά και άρχισε το ζουμί. Ενώ είμαι πόντιος, δεν μπορώ να παίξω ποντιακά. Έχω μάθει μόνο με τα δημοτικά. Με περνάνε όλο δημοτικά, από δω… Και μου αρέσουν και τα δημοτικά και τραγουδάω και σεγόντα πρίμα ή σεγόντα μπάσα για τα δημοτικά. Μπορώ να κάνω και ίσο να κρατάω, ισοκράτη που λένε, ίσο στα δημοτικά. Μετά πήγα στα Γιάννενα στην Κόνιτσα σε ένα οικοτροφείο, ορφανοτροφείο δηλαδή που λέγανε εκείνα τα χρόνια, μάθαινα ξυλουργός. Εκεί να δεις. Όλο δημοτικά, όλο ηπειρώτικα, «Μπάπα-μπούπα, Μπάπα-μπούπα», με τα ηπειρώτικα ήμασταν, κλασικά. Μετά, όταν ήρθα εδώ στα Γρεβενά το ’88, μετά που απολύθηκα, το ‘90 και τέτοια, με βρήκε ο Κωνσταντινίδης και έτσι ξεκίνησε, λίγο λαϊκά κι έγινα και λαϊκός μετά, σιγά-σιγά. Λαϊκή μουσική. Εντάξει, δεν είμαι και καμιά, αυτό, φίρμα. Εντάξει, μπορώ να τα βγάλω πέρα. Μπορώ να βγάλω δηλαδή μουσική, να βγάλω βραδιά. Με την εμπειρία μου τώρα, πως είμαι 52 χρόνων, δηλαδή μπορώ να κάνω μία βραδιά, να παίξω χωρίς να κάνω ούτε καν πρόβα, δηλαδή τα κλασσικά τα τραγούδια ή τα ρεμπέτικα ή όποια να ‘ναι.
Από την γνωριμία σας με τον κύριο Κωνσταντινίδη και τη συνεργασία που αναπτύξατε, ποιες είναι οι πρώτες σας αναμνήσεις;
Οι πρώτες αναμνήσεις είναι ότι, μετά τη μουσική. Η μουσική… Δεν με μάλωνε. Με μάλωσε λίγο κάνα δυο φορές γιατί ήταν πιο ανώτερος μουσικός. Ήταν ήδη ψημένος. Είχε ήδη σαν φοιτητής, δούλεψε στη Θεσσαλονίκη κι αυτά. Είπαμε κάνα δυο κουβέντες, να με πει αυτό παίζεται έτσι, καλύτερα να το κάνεις έτσι, γιατί και είχε μία εμπειρία άλφα και θα μπορούσε... Αλλά η καλύτερη ανάμνηση είναι ότι, όταν βρίσκαμε μανιτάρι, είχε την τάση, δε σε άφηνε καθόλου να σκεφτείς και σε ρωτούσε: «Πώς το λένε αυτό; Τι είναι;». Δηλαδή ήθελε κατευθείαν: «Θα το φας αυτό; Όχι;». Για να μάθουμε, δηλαδή να μας κάνει να φοβηθούμε πρώτα για το μανιτάρι, να το σεβαστούμε πρώτα και μετά να το φάμε. Όχι να το φοβηθούμε, να το σεβαστούμε. Δηλαδή να μην κλωτσάμε μανιτάρια ποτέ στο δάσος γιατί είναι βιότοπος για κάποιο άλλο άνθρωπο, που δεν το ξέρεις εσύ το μανιτάρι, ή για κάποιο άλλο ζώο που θέλει να το φάει. Υπάρχουν ζώα που τρώνε μανιτάρια για να κάνουν γέννα, όπως είναι τη muscaria, για να μουδιάσουν. Υπάρχει ένα μανιτάρι που λέγεται Panellus, που έχει την ουσία ψιλοκυβίνη. Η ουσία ψιλοκυβίνη είναι ναρκωτική. Μπορεί να τη φάει το ζώο. Να την καπνίσει… Να την καπνίσουν; Την καπνίζουν οι ναρκομανείς δηλαδή. Μπορεί να την κάνουν, να γίνει και ναρκωτικό, έτσι. Μπορεί να τη φάει το ζώο και να γεννήσει. Να μην έχει πόνους. Αυτά, τώρα τι να; Μας είπε πάρα πολλά. Με τον Κωνσταντινίδη έχουμε πάρα πολλά βιώματα, αλλά τι να θυμηθώ; Τι να θυμηθώ; Που πήγαμε, που μας κάναν τραπέζια όταν πηγαίναμε να παίξουμε και έβγαζε ο Γιώργος ένα μανιτάρι που δεν το είδαμε ποτέ. Ας πούμε ήτανε, έβγαζε την Calocybe την gambosa, παράδειγμα. Που λέει ο άλλος: «Που ξέρει Καλοκύβη;». Πιο καλό δεν υπήρχε, δεν ξέραμε καν τι είναι η Καλοκύβη καμπόζα, το αγιορείτικο. «Έχω λίγο Καλοκύβη». Το έβγαζε μαζί με το φαΐ για, σαν ορεκτικό με τα κρέατα εκεί πέρα. Γινόταν ένα όνειρο δηλαδή. Και να ξέρεις να τα μαγειρεύεις τα μανιτάρια, θέλει ολόκληρη διαδικασία, ξέρετε.
Πώς συνέβαλε όλη αυτή η ανακάλυψη των μανιταριών και του κόσμου των μανιταριών στη ζωή σας; Πόσο σας άλλαξε και τι έχει αφήσει σήμερα στην καθημερινότητά σας;
Μα πρώτα πρώτα με άλλαξε γιατί είμαι, τριακόσιες μέρες το χρόνο είμαι στο δάσος εγώ, αφού με γνωρίζουν όλοι. Ξέρουν και στην Ελλάδα, πανελλαδικά, και όλο ανεβάζω. Και έχω πιο πολλές κοινωνικές σχέσεις που είχα που ήμουνα με άλλα τέτοια, με άλλα θέματα που ασχολήθηκα. Δηλαδή, δίνω στον άλλον το μήνυμα ότι: «Αυτό το μανιτάρι να το προσέχεις». Βάση φωτογραφίας δε λέμε ποτέ ότι είναι εδώδιμο για να μην γίνει τυχόν λάθος. Πότε μες στο Facebook, Instagram, κάπου, όπου υπάρχει δηλαδή ένα Messenger, κάπου να το στείλουμε, δε θα πούμε ποτέ. Μας ρωτάνε: «Είναι φαγώσιμο;» Κατά πάσα πιθανότητα, ονομάζεις το μανιτάρι, ταυτοποιείς ποιο είναι, αλλά δεν λες ποτέ ότι είναι εδώδιμο μέσω φωτογραφίας, έτσι; Γιατί κινδυνεύει να γίνει κάποιο, για να αποφύγουμε ένα, αυτό το 1%, τοις χιλίοις, το [00:20:00]θανατηφόρο επεισόδιο που μπορεί να γίνει, έτσι.
Από ποια ηλικία και μετά έχετε αυτή την καθημερινότητα;
Αυτή, κοίταξε–
Μας είπατε ότι περνάτε τριακόσιες μέρες στο βουνό.
Κοίταξε, μετά τα 22 που ξεκίνησα, έτσι, πήρα το εναρκτήριο λάκτισμα που είπα με τον Κωνσταντινίδη. Κάποια στιγμή έμεινε ένα κενό. Έρχεται ο Γιώργος και μας λέει: «Να κάνουμε αυτό το σύλλογο», το ένα, τ’ άλλο. Άρχισαν σεμινάρια, άρχισα να μπαίνω μέσα στο λούκι. Να κάνουμε συναυλίες. Να κάνουμε την πόλη των μανιταριών. Ο Γιώργος δηλαδή τα κανόνισε αυτά, έτσι; Δηλαδή, άμα δεν υπήρχε ο Γιώργος δεν θα υπήρχε και η πόλη των μανιταριών. Γιατί πήραμε και την πρωτοτυπία. Πανευρωπαϊκά, λεγόμαστε τα Γρεβενά πόλη των μανιταριών, εξαιτίας του. Γίνανε οι πιο πολλοί συλλέκτες σε όλη την Ελλάδα. Δηλαδή, βάση πληθυσμού, εδώ ξέρουν, γνωρίζουν τα μανιτάρια οι… Δηλαδή, βάση πληθυσμού είμαστε πιο γνωστές. Άμα ρωτήσεις, όποιον και να βγεις να πεις, ξέρει και πέντε οικογένειες. Ποιος ήξερε πέντε και δέκα οικογένειες πριν; Εντάξει, εμείς που είμαστε μέσα στο θέμα ξέρουμε όλα, πολλές οικογένειες, αλλά κάθε οικογένεια ξέρει αυτό. Και μετά, όταν ξεκινήσαμε και κάναμε και τις συναυλίες και μαζεύαμε κόσμο, ξεκινήσαμε με το σύλλογο και κάναμε μια μικρή μανιταροοικογένεια με εκατό άτομα και έγινε 5.000. Ξαφνικά έρχονται την άλλη χρονιά διακόσιοι, την άλλη χρονιά κάναμε μανιταροπανηγύρι που λέμε, κάθε χρόνο που γίνεται, και γίναμε γνωστοί. Βοήθησε και τον τόπο μας, έτσι, εμπορικά. Ερχόταν κόσμος, σκηνές, δηλαδή επισκεψιμότητα στο νομό μας. Δηλαδή, έγινε γνωστό. Μόλις ακούς Γρεβενά, μανιτάρια. Όλοι λένε: «Α, απ' τα Γρεβενά είσαι; Τα Γρεβενά; Άρα ξέρεις τα μανιτάρια. Μανιτάρια Γρεβενών έχεις; Είναι τα καλύτερα». Νομίζω και σίγουρα έχουμε και τα καλύτερα μανιτάρια. Και πιο καθαρά. Έχουμε καθαρούς βιότοπους, γιατί μαζεύουμε μακριά από εξατμίσεις, μακριά από πόλεις, μέσα σε δάση. Αυτό είναι πολύ, πολύ, πρέπει να το μάθει ο κόσμος. Δεν μαζεύεις ποτέ από δρόμους, από κοντά από εργοστάσια, γιατί τα μανιτάρια συνήθως μαζεύουν και τα βαριά μέταλλα που πέφτουν εκεί, τα χημικά, τα αυτά. Έχουμε την οροσειρά της Πίνδου, έχουμε μεγάλους, καλούς βιότοπους, κατακάθαρους. Μεγάλα λιβάδια. Έχουμε αχανές περιοχές που, όπως όλη η Πίνδος, εντάξει, δεν θέλω να πω είναι μόνο εμείς. Όλη η Πίνδος. Είμαστε σε καλά σημεία για μανιταροεξορμήσεις και τέτοια.
Είπατε ότι αυτή η διαδικασία ξεκίνησε μετά τη δεκαετία του '90, όταν και απολυθήκατε από τον στρατό.
Ναι.
Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις; Οι στιγμές που νιώσατε τα πιο έντονα συναισθήματα σε όλη αυτή την πορεία;
Ξέρεις τι θα πει να είσαι στο δάσος κάθε μέρα; Επειδή στην αρχή είναι κάτι καινούργιο για μένα, ήξερα, ας πούμε τα πρώτα μου μανιτάρια ήτανε τα κλασικά, που τα ξέρει όλος ο κόσμος. Τον κανθαρίσκο, τον Βωλίτη και Calocybe gambosa, εδώ που είπαμε αυτό, που μάθαμε, κάνα δύο γνωστά, κοκκινούσκα κι έτσι. Δεν ήταν και πολλά. Ήξερα πέντε μανιτάρια. Η αίσθηση που κάνεις όταν είσαι στο δάσος και είσαι μόνος σου με τα πουλιά, τσίου τσίου, και να ακούς κελαϊδίσματα και να περπατάς, χωρίς να έχεις άγχος τίποτα, να είσαι και να βρίσκεις… Η έρευνα, επειδής ο άνθρωπος το έχει στο έμφυτο το κυνήγι, ο άνθρωπος το έχει μέσα του όταν βρίσκει, όταν πεινάει ιδίως, την ώρα που πεινάει, άμα είσαι φαγωμένος βαριέσαι να ψάξεις, να πεινάς και να ψάχνεις να βρεις να φας. Είναι το αίσθημα του κυνηγού. Αυτό έμφυτο είναι από ανέκαθεν στον άνθρωπο. Από αρχαίους χρόνους. Δηλαδή, από τη γέννησή του, δηλαδή το κυνήγι. Να βρεις. Και μόλις βρίσκεις, είναι η χαρά του συλλέκτη, του κυνηγού. Μόλις το βρίσκεις χαίρεσαι: «Α, βρήκα!». Το μαζεύεις σιγά σιγά να περάσει η ώρα του. Το κόβεις. Κάποτε το κόβαν με το μαχαίρι, έτσι. Υπάρχει μια άλλη τώρα, θα το πούμε μετά αυτό με το μαχαίρι. Το κόβαν με το μαχαίρι σιγά σιγά. Το καθαρίζεις, το βάζεις, βρίσκεις κι ένα άλλο γνωστό σου μανιτάρι, το παίρνεις. Όταν βρίσκεις ένα που είσαι, λίγο αμφισβήτηση να έχεις στο ότι μήπως είναι ή δεν είναι, καλύτερα με την παραμικρή απορία άμα είναι ή δεν είναι, το πετάς, δεν το… Μόνο να σκεφτείς είναι ή δεν είναι, ούτε... Πρέπει να είσαι σίγουρος ότι είναι για να το πάρεις, ποιο είναι και τι είναι. Δεν θα πάρεις ποτέ μανιτάρι για να το φας και να πεις τι ήτανε και τι είναι. Όχι. Είναι κίνδυνος. Και μόλις συλλέγεις τα μανιτάρια και πας καθαρίζεις τη δουλειά όλη αυτή, όλη τη μέρα και περπατάς και περπατάς. Και κόβεις και το τσιγάρο έτσι, ε; Και δεν καπνίζεις. Και δεν σε ενδιαφέρει τίποτα άλλο, μόνο να βρεις μανιτάρια. Να πας μετά να τα τηγανίσεις, να τα κάνεις τι θα τα κάνεις με τους φίλους σου και αυτά. Και βρήκα, κι έχεις ένα αυτό, ότι αύριο θα πάω, μια λαχτάρα, ξανά στο δάσος. Είναι ένα χόμπι, ένα χόμπι και το χόμπι σε φέρνει και φαΐ. Δηλαδή, να γίνεις, να έχεις και κάποια καλή διατροφή. Όπως ξέρετε, τα μανιτάρια δεν έχουνε, ό,τι έχει το κρέας, εκτός το λίπος έχει το μανιτάρι. Δηλαδή τα κακά στοιχεία του κρέατος δεν τα 'χει. Έχει όμως όλα τα καλά στοιχεία του κρέατος. Να σας πω κι ένα άλλο πράμα με το μαχαίρι που λένε. Τώρα τελευταία έχει γίνει μια έρευνα καινούρια. Το μανιτάρι δεν πρέπει να το συλλέγουμε με το μαχαίρι, γιατί όταν κόβουμε το πόδι, το μαχαίρι σου μπορεί να οξειδώσει το υπόλειμμα και να καταστρέψει το υπόστρωμα στο μανιτάρι, ναι. Αυτό έγινε έρευνα τώρα. Τώρα αυτά, διίστανται οι απόψεις τώρα, άλλοι λένε έτσι, άλλοι αλλιώς. Αλλά πιο πολύ κλασικά έτσι φαίνεται, με την πρώτη όπως το βλέπουμε, το μανιτάρι δεν έχει θέμα να το ξηλώσεις ή να το ξηλώσεις. Καλύτερα να το ξηλώσεις γιατί, επειδής δουλεύει με μυκοτριχίδια από κάτω, δουλεύουνε, η μυκοχλωρίδα από κάτω συνεργάζεται με διάφορα άλλα, με θάμνους, με τέτοια και βγαίνει. Υπάρχει σπόρος και 10 εκατοστά από κάτω. Αφού έχει καεί δάσος και έχει βγει, έχει καεί το υπόστρωμα, όλο το φυλλόχωμα από πάνω, και έχει ξαναβγεί πάλι το μανιτάρι, γιατί είναι πιο βαθιά από όσο νομίζεις. Εσύ βλέπεις την, το μανιτάρι ξέρεις τι είναι; Βλέπεις την κορυφή από τον καρπό, την κορυφή παίρνεις. Υπάρχουν πράγματα που δε φαίνονται, είναι με το μικροσκόπιο, τα μυκοτριχίδια και τέτοια που είναι κάτω από το υπόστρωμα. Και έτσι, καλά είναι, για μένα, όπως το βλέπω εγώ, επειδής οι απόψεις διίστανται, εγώ λέω να το ξηλώσουμε, όπως και η καλλιέργεια. Την ξηλώνεις την καλλιέργεια, σε δεκαπέντε μέρες την ποτίζεις, ξαναβγάνει, ξανά η καλλιέργεια. Την ξηλώνεις, ξανακάνει. Δεν κόβεις με το μαχαίρι. Κι έτσι συνεχίζεται. Για να καταστρέψεις το μύκητα πρέπει να ρίξεις ξίδι, όξινο περιβάλλον να κάνεις. Μπορείς να ρίξεις ξίδι ή να σκάψεις εκείνο το μέρος, αλλά κάποια στιγμή, επειδής η φύση είναι τέτοια που θα ξαναοργανωθεί και θα ξαναβγάλει τα μανιτάρια. Δηλαδή, γενικά όλοι οι μύκητες… Οι μύκητες είναι πάρα πολλοί. Είναι μεγάλοι σε αυτό, πιο μεγάλο και από άλλα, από άλλους οργανισμούς. Οι μύκητες βγαίνουν –σε πληθυσμό, έτσι;–, οι μύκητες βγαίνουν και σε οργανικές ουσίες και σε ανόργανες. Και σε ζώα μπορούν να φυτρώσουν, σε σάπια και σε ανόργανα, φυλλοχώματα και τέτοια. Είναι μεγάλος ο πληθυσμός.
Είπατε ότι εσάς σας μύησε σε όλο αυτό ο κύριος Κωνσταντινίδης. Θυμάστε ποια χρονιά συνέβη ακριβώς αυτό και ποια ήταν τα πρώτα σας βιώματα μαζί του; Τι νιώθατε εκείνες τις στιγμές;
Κοίταξε, εγώ την πρώτη φορά που έφαγα μανιτάρια μαζί του, με φειδώ, με φόβο: «Κι εγώ δεν ξέρω, τώρα, λέει αλήθεια; Δεν ξέρει;». Δεν το ξέρεις τώρα τον άλλον. Ξέρεις ποιος είναι, αλλά δεν είσαι σίγουρος. Μήπως κάνει λάθος. Αφού μ’ είχε πάρει μία φορά στο σπίτι του και μου λέει: «Κοίταξε, Ακρίτα, εδώ πέρα έχω και λαγού κοιλιά. Άμα γίνει κάτι -τα πρώτα του τέτοια του, έτσι-, άμα γίνει κάτι θα φάμε λαγού κοιλιά για να, γιατί ο λαγός δεν παθαίνει τίποτα ό,τι και μανιτάρι να φάει». Αλλά μετά μου το απόρριψε αμέσως στα γρήγορα, μου λέει: «Όχι Ακρίτα, δεν ισχύει αυτό που σου είχα πει ότι ο λαγός θα εκκρίνει την ουσία όταν χρειαστεί ο οργανισμός του για να αποφύγει τη δηλητηρίαση». Δηλαδή, άμα, μ’ έδωσε και παραδείγματα εκείνο τον καιρό. Τα πρώτα δείγματα αυτά για να καταλάβω αυτό, για να καταλάβω τι είναι το κάθε μανιτάρι, για να μην το αγγίζω. Γιατί είναι επικίνδυνο και το άγγιγμα ακόμα να φανταστείς και τα χέρια στα μάτια μερικά μανιτάρια. Είναι, να μην τα βάζεις ποτέ μαζί ένα μανιτάρι που είναι επικίνδυνο και το ξέρεις και ένα εδώδιμο, ένα τοξικό με ένα εδώδιμο. Ή μην βλέπεις το κουνούπι ή το κάθε ζωύφιο που πάει και τρώει το μανιτάρι. Δεν έχουμε ίδιο πεπτικό σύστημα με κάθε… Ή το σαλιγκάρι ή η χελώνα. Μερικοί έχουν βάλει κάποιες λαϊκές δοξασίες και λένε: «Αφού το τρώει το κουνέλι, θα το φάω και εγώ. Αφού το τρώει το σαλιγκάρι, θα το φάω και εγώ. Αφού το τρώει η χελώνα, θα το φάω». Δεν είναι έτσι. Ούτε οι μύγες ούτε τίποτα. Κάθε οργανισμός το δικό του. Δεν είναι ποτέ κλειδί εδωδιμότητας ένας ξένος οργανισμός. Αυτά με έκαναν, πήρα… Τα θυμάμαι καλά, για αυτό που με ρώτησες, ότι τι είναι… Λέω: «Είναι -εγώ το σκεφτόμουνα με αυτόν, με τον παλιακό τον τρόπο, λαϊκές δοξασίες-, αφού το τρώει το ζώο, θα το φάμε και εμείς». Δεν είναι τα πράγματα έτσι. Αυτό μ’ έμεινε, αυτό μου έμεινε πιο πολύ το πρώτο. Και λέω: [00:30:00]«Είδες τι είναι; Δεν μετράει αυτό». Αυτό είναι μεγάλο κλειδί. Δηλαδή αποφεύγεις μεγάλους κινδύνους. Υπάρχουν πολλές δοξασίες τέτοιες. Οι παλιακοί λέγανε: «Αν βάλεις το κουτάλι μέσα στο ζουμί που βράζουν τα μανιτάρια, θα, άμα μαυρίσει δεν τρώγεται». Δεν είναι κλειδί αυτό να μην το φας, δεν υπάρχει. Είναι κάποιες λαϊκές δοξασίες τελείως λάθος. Όπως είναι μία άλλη πάλι λαϊκή δοξασία: «Άμα τα βράσεις, θα φύγει το φάρμακο». Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Το φάρμακο, το δηλητήριο δηλαδή τώρα που υπάρχει, –φάρμακο το λένε–, δηλαδή, το δηλητήριο που υπάρχει, πες ότι είναι φαλλοειδής, ο Αμανίτης ο φαλλοειδής. Δε γίνεται να… Άμα το βράσεις και το πετάξεις το ζουμί, ξανά τη ζημιά θα την πάθεις. Γιατί είναι πράγματα που δεν καταστρέφονται με τη βράση. Υπάρχουν όμως μανιτάρια που καταστρέφονται, όπως παράδειγμα ένας Βωλίτης, θυμάμαι. Σινάκι παράδειγμα, σε βάζω το σινάκι. Κάποτε φάγαν και σινάκια. Το σινάκι που λέμε, σαν Βωλίτης που είναι, έχει σωληνώσεις από κάτω, σπογγώδες είναι και το παρομοίαζαν πολύ με τους Βωλίτες, το καλογράκι και τέτοια. Τα βράζαν και τα τρώγανε: «Δεν είναι επικίνδυνο όταν το βράσεις και πετάς το ζουμί». Έτσι λέγανε αυτοί, οι παλιακοί. Ζήσαν, βγάλαν κατοχή μερικοί από αυτό το πράμα. Τρώγανε, βράζοντας μανιτάρια, να αποφύγουν τη... Και μερικά χωριά ακόμα τα βράζουνε. Ας είναι και ο Βωλίτης ο κοινός, ο edulis. Ας είναι ο Βωλίτης ο aereus ή ο χάλκειος –ο χάλκειος δηλαδή είναι ο aereus, το ίδιο όνομα είναι–, ας είναι ο edulis, έτσι. Αυτοί το βράζουν πάλι σε μερικά χωριά, για να αποφύγουνε δήθεν τον κίνδυνο. Αυτά μου ‘μεινε απ’ αυτό με τον Κωνσταντινίδη, κάτι βασικά κλειδιά, βασικά πράγματα. Ας πούμε κάθε κλειδί… Κλειδιά, όταν μάς έλεγε κάτι: «Παιδιά είναι έτσι αυτό το πράμα. Είπανε οι παππούδες είναι αυτό, να το αποφύγουμε έτσι. Δεν ισχύει τίποτα». Θα κοιτάμε επιστημονικά πώς το βγάζουν τώρα στα βιβλία, τι αναφέρουνε οι ειδήμονες, ας τους πούμε έτσι, που ξέρουν από αυτά. Έτσι θα τους ακολουθήσουμε για να αποφύγουμε το τυχόν λάθος, τον κίνδυνο και κάποιο θανατηφόρο ατύχημα που μπορεί να γίνει, όπως έχουμε ακούσει πολλές φορές κατά περιόδους κάποια θανατηφόρα ατυχήματα και είναι πολύ λυπηρό αυτό. Γιατί ήτανε, υπήρχε,ήταν ανεξίκανοι οι ανθρώποι. Δεν είχαν την ικανότητα του συλλέκτη. Και ο ανεξίκανος πάντα την παθαίνει.
Ποια χρονιά ξεκινήσατε εσείς να πηγαίνετε μόνος σας για μανιτάρια;
Κοίταξε, μόλις πήρα το θάρρος, μετά το ‘97-’98, άρχισα σιγά-σιγά, με τα τηλέφωνα τώρα έτσι; Μόλις βγήκαν τα τηλέφωνα, ‘98-’99, είχα πάρει τηλέφωνο αν θυμάμαι καλά και ήξερα, είχα το τηλέφωνο του Κωνσταντινίδη και τον έπαιρνα τηλέφωνο. Και εντάξει, τον ενοχλούσα τον άνθρωπο, αλλά απ’ την αρχή δεν, ούτε, δε με έλεγε τίποτα, δε μου έλεγε: «Ενοχλείς». Ήταν και δάσκαλος στα σχολεία. Πολλές φορές και τον ενοχλούσαν πολύ και τον παίρνανε. Αλλά από την αρχή δεν τον παίρναν και πολλοί τηλέφωνο. Εγώ τον έπαιρνα όμως γιατί τον είχα θάρρος. Μετά άρχισε να κουράζεται ο άνθρωπος. Τον κουράζανε: «Εκείνο τρώγεται;». Έλεγε χαρακτηριστικά. Εγώ τον έλεγα τα χαρακτηριστικά. Του έλεγα το βιότοπο, επειδής καταλάβαινα μερικά πράγματα, του έλεγα το πόδι: «Καλτσόν έχει; Κάνει έτσι;» με ρωτούσε. «Πάρτο -μου έλεγε- αλλά θα μου το δείξεις. Δε θα το φας». Γιατί και αυτός πάλι είχε, δεν ξέρουμε τι… Άλλο να το λες με το στόμα. Δεν υπήρχε φωτογραφία. Δεν υπήρχε messenger το ’97-’98 στα τηλέφωνα, ‘99 και τέτοια. Δεν υπήρχε να το στείλω στο τηλέφωνο. Τον έβρισκα το βράδυ, του το έδειχνα μετά: «Πάρτο και θα σε πω ποιο είναι». Κι έτσι έπαιρνα το θάρρος, το μάθαινα και λέω: «Ωπ». Όλα, όλα, τα ίδια. Αυτά. Ό,τι έβρισκα. Καμιά στιγμή άλλαζε, ας πούμε. Ο edulis με το χάλκειο αλλάζει. Ο χάλκειος, ας πούμε, έχει καλσόν με καφέ πόδι και χάλκινο σχεδόν, μπρούτζινο που λέμε καπέλο, και ο edulis είναι διαφορετικός, πολύ διαφορετικός. Δεν έχει ανοιχτόχρωμα τέτοια. Άλλες φορές γλοιώδης κατά βροχερούς περιόδους. Άσπρο πόδι, χωρίς καλτσόν, έντονο. Να φαίνεται λίγο αυτό. Και όταν ας πούμε έκανα τη διαφορά, έλεγα: «Βρήκα εκείνο», δε μου ‘λεγε ότι είναι ο edulis, παράδειγμα. Ήξερα, τον έστελνα μήνυμα ότι βρήκα αυτό και μου ‘λεγε ότι κατά πάσα πιθανότητα είναι χάλκειος, έτσι. Aereus. Και μετά τον πήγαινα τον eduli και μου ‘λεγε: «Αυτό είναι ο edulis. Και αυτό να το τρως, να το μάθεις». Και σιγά σιγά άρχισα, έμαθα. Έχω τον eduli στο μυαλό μου. Έχω, ας πούμε, το χάλκειο. Μετά από λίγο καιρό βρίσκω το πευκόφυλλο, pinophilus που λένε. Κόκκινο αυτό, κατακόκκινο από πάνω: «Αυτό δεν τρώγεται. Δηλητηριώδες θα είναι» λέω με το μυαλό μου. Όταν το βλέπεις κόκκινο, όλοι στο μυαλό μας βάζουμε δηλητηριώδες, το έντονο. Kαι λέω: «Να το πάω; Να μη το πάω; Σίγουρα δεν θα τρώγεται». Το άφησα πολλές φορές το μανιτάρι αυτό. Μόλις όμως το πήγα μια φορά, βρήκα πολλά μια φορά και πάω και του το δείχνω. Και μου λέει: «Τι έκανες; Αυτό είναι το πιο σπάνιο από όλα και πιο κορυφαίο είδος». Ή ο βασιλικός, ο regius, που είναι απ’ τα καλύτερα, τα πιο γνωστά μανιτάρια, για το εξωτερικό, όχι για μας, για ψηλά κεφάλια που λέμε, τα καλύτερα. Και τα παρατούσα. Που λέμε δηλαδή, που λέμε τα κλωτσούσα. Δεν τα κλωτσάω εγώ, γιατί μας είχε δείξει ότι δεν πρέπει να τα κλωτσάμε. Που λέει ο λόγος, τα κλωτσούσα που λέμε, δεν τα ‘δινα σημασία. Κι όμως, με τον καιρό που δεν το έπαιρνα γιατί βαριόμουν να του το δείξω, λέω: «Θα θέλει; Θα έχει όρεξη;», είχα μία φορά το έπαιρνα: «Ω ρε βρήκα πολλά από αυτά, δεν τα πήρα». «Και θα το μάθεις και αυτό -μου λέει-, θα το πάρεις από δω και πέρα». Το ‘παιρνα, το ‘τρωγα. Κοίταξε, φοβόμουν να το φάω. Για να το φάω πήγαινα, ή κοντά τους θα πήγαινα καμιά φορά, κάνα τραπέζι, θα το ‘βγαζα να πάρω θάρρος και εγώ. Να το φάει κι αυτός, να φάει και ο άλλος. Γιατί, πες ότι με είπε να φάω. Και άμα κάνει και αυτός λάθος; Μπορεί να μην το ‘φαγε ποτέ και να μου το είπε γιατί το είδε στο βιβλίο. Απ’ την αρχή, τα πρώτα χρόνια είναι δύσκολα μέχρι να πάρεις τον ντορό που λέμε, που είπαμε, το δρόμο. Να πάρεις, να καταλάβεις, να το φας ή να μη το φας. Μέχρι να… Μόλις το φας και το γευτείς και δεις ότι δεν έπαθες τίποτα, γιατί υπάρχουν και κάποια συμπτώματα που τα βγάζει ο εγκέφαλός σου. Νομίζεις ότι έφαγες κάποιο δηλητηριώδες, τοξικό έστω αυτό, και λες τώρα: «Νιώθω έτσι. Λες να είναι αυτό;» και δηλητηριάζεσαι κατά φαντασίαν. Πολλοί πήγαν έτσι, νομίζουν ότι αυτό και πήγαν στα νοσοκομεία. Τρέξαν στα νοσοκομεία χωρίς να έχουν δηλητηριαστεί. Το μυαλό τους δηλητηριάστηκε, από το φόβο, έτσι, καταλαβαίνεις τώρα.
Είπατε ότι όταν πηγαίνετε στο βουνό για μανιτάρια σάς δημιουργεί μία ασύγκριτη αίσθηση χαράς.
Ναι.
Μπορείτε να μας περιγράψετε με περισσότερα λόγια πώς νιώθετε;
Να σου πω. Πώς νιώθει ένας όταν πεινάει και σε λίγο θα ξέρει ότι θα φάει κάποιο αγαπημένο του φαΐ; Πώς λες ότι πεινάω, αλλά να πεινάς σαν λύκος που λέμε, να έχεις να φας μία μέρα ολόκληρη ή δύο μέρες. Και να λες: «Τώρα θα φάω το αγαπημένο μου φαΐ». Μια ευχαρίστηση ότι θα φας τώρα και θα περάσεις και καλά. Σκέφτεσαι από το πρωί να ξυπνήσεις στα γρήγορα, να ντυθείς, να πάρεις τα καλάθια σου και να περπατήσεις, να περπατήσεις στο αχανές βιότοπο που γνωρίζεις εκείνη την ώρα, που βρίσκεσαι, και να περπατάς χωρίς να σκέφτεσαι τίποτα. Να λες: «Θα βρω; Θα βρω εκεί; Μάλλον θα βρω εκεί». Και νιώθεις την ευχαρίστηση μόλις το βρίσκεις, η χαρά, ωπ, βρήκα εδώ και λες: «Πω, τι βρήκα εδώ τώρα;». Και τραβάς και βιντεάκια. Τώρα τελευταία που βγήκε το βίντεο και τα βιντεάκια στα τηλέφωνα, τραβάς βίντεο. Το χαίρεσαι, το ανεβάζεις, το δείχνεις στον κόσμο: «Κοίτα τι βρήκα». Και λες: «Πω πω, έχω τον Μαράσμιο τον ορειάδη. Πού; Εσείς έχετε ορείαδη Μαράσμιο εκεί νότια που είσαστε;». Δεν ξέρω που μας βλέπουνε γιατί με γνωρίζουν πάρα πολύ, είπαμε πριν. Στο Facebook και σε σελίδες που είμαστε σε μανιταρόφιλους κάθε περιοχής. Παράδειγμα, μανιταρόφιλοι Αχαΐας, μανιταρόφιλοι Ιωαννίνων, Θεσσαλίας. Είμαστε όλοι φίλοι μεταξύ μας και ανεβάζουμε τις απόψεις μας και τα μανιτάρια και δείχνουμε ο ένας τον άλλον τι βρήκαμε: «Ααα βγήκε αυτό, βγήκε» και παίρνει ο ένας θάρρος με τον άλλον. Και είναι η χαρά που θα το βρεις και θα το θα το δείξεις, θα το αναδείξεις. Κι αυτό μετράει. Όλα μετράνε. Είναι μια αδρεναλίνη, είναι αυτή η αδρεναλίνη του κυνηγού που βγάζει.
Είπατε ότι έχετε πολλές επαφές με άλλους μανιταροσυλλέκτες.
Ναι.
Όλο αυτό το δίκτυο σας ενθαρρύνει να ψάξετε παραπάνω και να συμβουλέψετε και άλλους ανθρώπους να ασχοληθούν με αυτό;
Ναι, κοίταξε τι γίνεται τώρα. Έχω κι εγώ σελίδα δικιά μου, την έκανα, «Εδώδιμα μανιτάρια της Ελλάδος». Έχω 3.500 χιλιάδες φίλους, έτσι; Έχω δύο σελίδες Facebook που είναι με μανιτάρια, με φίλους. Έχω 5.000 στο ένα, επειδής δεν έχω τους ίδιους, γιατί δεν μπορώ να κάνω παραπάνω από 5.000, κι άλλους 5.000 έχω στο άλλο. Έχω δηλαδή, όλη μέρα έχω, τώρα άμα κοιτάξεις στο Messenger, που ακούσατε «τουτ τουτ», έχω κάτι με Messenger που ‘ναι σταλμένα, που δεν ακούστηκαν. Και θα μπορoύμε να πούμε: «Βρήκα, Ακρίτα, το τάδε μανιτάρι. Τι είναι αυτό; Που μπορώ; Είναι εδώδιμο; Δεν είναι;». Τώρα, ας πούμε, επικρατεί η μορχέλα, ξέρεις. Η elata η vulgaris είναι ποια. Δεν ξέρω, τώρα κάηκαν κάποια μέρη. Μπορεί κάποιοι να ψάχνουν μορχέλες. Να σιγουρευτούν, να ταυτοποιήσω, να τους πω αυτή είναι μορχέλα η τάδε. «Πώς τρώγεται;» Γιατί έχω ακούσει, έχω κάνει και μία εμπειρία εγώ πώς τρώγεται. Γιατί, που μιλάμε μ’ όλους τους μανιταροσυλλέκτες σ’ όλη την Ελλάδα, έχουμε δίκτυο, είμαστε, δηλαδή είναι, κάθε νομός έχει και το μανιταροσυλλέκτη. Δηλαδή είμαστε πολλές ομάδες, πάρα πολλές. Ας πούμε εδώ στα Γρεβενά έχουμε τη «Μανιταρόφιλη Δυτική Μακεδονία», η έδρα είναι, αλλά είναι πάρα πολλοί. Έχει 7.000 φίλους Έχουμε τις μανιταροεξορμήσεις του Νεκτάριου Φιλιππόπουλου, που είναι και αυτός ένας μεγάλος γνώστης και [00:40:00]επιχειρηματίας πάνω στο θέμα. Ασχολείται πολύ έντονα με το μανιτάρι. Αυτός έχει 10.000 φίλους. Είμαστε στο σύλλογο. Ανεβάζουμε εκεί πώς λέγεται, λέμε τα ονόματα, τα ονόματά μας. Λέμε τις απόψεις, τις λαϊκές ονομασίες, τις τοπικές που έχουμε εμείς. Έχουμε πολλές τοπικές. Καθένας έχει το δικό του. Εμείς έχουμε τον κανθαρίσκο, τον λέμε νεραντζάκι, γιατί έχει το χρώμα του νεραντζιού ή το λέμε αυτάκι τον κανθαρίσκο, έτσι. Κάτω το λένε κανταρέλα, γιατί δεν το λένε αλλιώς διαφορετικά, δεν έχουν αλλού, ούτε κανθαρίσκο. Κανταρέλα, το γράφουν και κανταρέλα. Και καμιά φορά υπάρχουν και πολλές κανταρέλες. Ας πούμε, πάρχει η κανταρέλα η εδώδιμη. Υπάρχει η κανταρέλα, ο στάχτης ο κανθαρίσκος. Σταχτής, με ψευδοελάσματα και τέτοια. Διάφορες κανθαρέλες. Και η εδώδιμη και ο αμέθυστος ο cantarellus που λέμε. Διάφορες κανθαρέλες, έτσι. Είναι μια οικογένεια. «Και εσείς πώς το λέτε;» Αλλάζουμε απόψεις μεταξύ μας: «Εμείς το λέμε έτσι». Όπως τους κουμαρίτες που είπαμε πριν. Τους Lactarius τούς λένε όλοι κουμαρίτες. Και λέμε: «Γιατί το λέτε;». Ας πούμε, αλλάζουμε: «Γιατί το λέτε έτσι;». «Γιατί είναι ο βιότοπος έτσι». Ας πούμε τον πλευρώτους τον ερύγγιο, τον έχουν διαφορετικά. Εμείς δεν τον έχουμε καν εδώ στα Γρεβενά, έτσι, γιατί βγαίνει σε γαϊδουράγκαθα και σε πιο θερμά κλίματα. Και ψαχνόμαστε εμείς να βρούμε ερύγγιο και δεν υπάρχει. Βλέπεις, έχουν κάτι ονομασίες αυτοί αγκαθίτης, στην Κύπρο το λένε… Αχ πώς το λένε; Το ξέχασα. Κάτι λαϊκές ονομασίες περίεργες έχουν και στην Κύπρο ξέρετε. Κάθε μέρος είπαμε έχουν διαφορετικά. Αλλάζουμε τις απόψεις: «Γιατί το λέτε έτσι;». Ενώ η λατινική ονομασία είναι erringius, pleurotus. Αυτά. Τι να πω; Τώρα για τα…
Μας είπατε ότι διοργανώνονται μανιταροεξορμήσεις.
Ναι, διοργανώνονται. Σε κάθε, κάθε ομάδα έχει τις δικές του μανιταροεξορμήσεις. Ας πούμε, εγώ άμα θέλω, κάνω, διοργανώνω με την ομάδα μου, λέω: «Θα πάμε αυτήν την Κυριακή για αυτό το θέμα». Ψάχνω εγώ τι υπάρχει. Πρώτα θα βρούμε ότι υπάρχει αυτό το μανιτάρι. Να μην πάρεις τώρα την ομάδα να τους μάθεις, για εκπαίδευση, πιο πολύ προς εκπαίδευσή τους, στον κόσμο, για να το πιάσει. Αν δεν το πιάσει το μανιτάρι με το χέρι σου και να δεις τα ελάσματα, αν υποχωρούν ή αν είναι λιπώδης, ποια Russula είναι η τάδε, δεν μπορεί να το καταλάβει ο άλλος καλά. Γιατί με φωτογραφία δεν μπορώ ποτέ να κάνω ταυτοποίηση για εδωδιμότητα. Σας το είπα και άλλη φορά. Μόνο έτσι μπροστά να το πεις, να το δείξεις στον άνθρωπο, στο συλλέκτη. Έτσι θα το μάθει και θα το βάλει εικόνα στον εγκέφαλο του και έτσι θα το βρίσκει. Είναι πιο καλύτερο πράγμα με τις μανιταροεξορμήσεις. Γίνονται όντως μανιταροεξορμήσεις. Οι πιο πολλές γίνονται στο ίδιο το όνομα «μανιταροεξορμήσεις», που υπάρχει ο σύλλογος του Νεκτάριου Φιλιππόπουλου. Αυτός βγάζει, κάνει μεγάλες μανιταροεξορμήσεις. Και με τρουφοέρευνες, με σκυλιά, διαφορά. Έχει τρουφοκυνηγούς. Υπάρχει και ένα άλλο πάλι εδώ, λέγεται το Μουσείο των Μανιταριών στην Καλαμπάκα. Κι αυτοί έχουνε, κάνουμε μανιταροεξορμήσεις, κάνουν μανιταροτροφές. Έχουν τραπέζι, ψήνουνε, βράζουν τηγανίζουν, κάνουν διάφορε σούπες. Προσκαλούν τον κόσμο να γευτεί τα μανιτάρια, όπως ο σύλλογος εδώ ο δικός μας, της Δυτικής Μακεδονίας και των Γρεβενών κι αυτά. Που έχουμε και Πρόεδρο πανελλαδικά τον Κωνσταντινίδη, έτσι, ξέρεις. Και πανελλαδικά, από όλων των συλλόγων είναι ο Κωνσταντινίδης και εδώ, πρόεδρος εδώ πέρα. Έχουμε κάνει πάρα πολλές φορές τέτοια σεμινάρια και γιορτές, μανιταρογιορτές, που έχουμε δώσει στον κόσμο, έχουν δώσει δηλαδή γενικά, τα φώτα και τη γνωριμία του συλλέκτη και τη γευσιγνωσία και την τροφή για να καταλάβουνε. Να φάει ο κόσμος, να πάρει τον αέρα του, τον τρόπο που το μαγειρεύεις. Έχουμε κάνει πάρα πολλές φορές εδώ πέρα σεμινάρια και έχουν μαζευτεί χιλιάδες κόσμος. Έχουν φάει κόσμος και κοσμάκης σούπες και μανιτάρια στη σκάρα και ό,τι, διάφορα εδώ πέρα. Όπως έχουμε και τη γνωστή ταβέρνα τις «Αυλαίς», που έχουνε, –πρωτοτυπία ήτανε κάποτε, τώρα, μπορεί να έχουν κι άλλοι στην Ελλάδα– αλλά ήταν η μοναδική ταβέρνα που έχει μόνο μανιτάρια. Και είχε κάνει, και αυτοί έχουν κάνει μία καλή βοήθεια στο σχετικό σκηνικό που υπάρχει στα Γρεβενά για την μανιταρογνωσία και την γευσιγνωσία των μανιταριών.
Θυμάστε χαρακτηριστικά μία μανιταροεξόρμηση που συμμετείχατε;
Θυμάμαι, έχω πάρει και κόσμο. Κοίταξε, ο κόσμος, να σου πω κάτι, όταν βγάζει τρελαίνεται, του αρέσει πάρα πολύ και φωνάζει από μακριά: «Ακρίτα, αυτό; Ακρίτα, εκείνο;». «Άστο κάτω -λέω- αυτό. Μην το πιάνεις. Δεν θα πιάνετε μανιτάρια. -τους λέω- Θα πλησιάζουμε κοντά, αλλά μην το ξηλώνεις, αν δεν το γνωρίζεις. Άστο. Να ‘ρθω κοντά». Το βγάζουν, το σηκώνουν και μου το δείχνουν από μακριά γιατί βαριούνται να ‘ρθουν: «Όχι, θα πάμε όλοι μαζί σιγά-σιγά. Θα δείτε, θα δεις αυτό, θα κάνεις». «Αυτό να το πάρω;». «Πάρτο» τον ελέω. «Εκείνο να το πάρω;». «Μην το παίρνεις αυτό». Και εγώ καμιά φορά είναι, επειδής είναι πολλά, 2.000-3.000, πόσα είναι; Τα 500 είναι επικίνδυνα, τα πιο πολλά τρώγονται, να ξέρεις. Ξέρεις ότι, είναι μερικά και εγώ δεν τα ξέρω. Είναι κάποια, όπως κάποιες αρμυλάριες, όπως κάποια είδη πολύ μικρά, που δεν τα ‘δωσα σημασία πότε στη ζωή μου, γιατί δεν, ούτε, δεν αξίζει τον κόπο να το πω. Ούτε άκουσα ούτε το είδα ούτε έδωσα σημασία. Γιατί δεν τα ξέρω, δεν είμαι και κανένας... Ο Γιώργος μπορεί να το ξέρει, γιατί είναι καθηγητής. Εγώ δεν το ξέρω. Τ’ αφήνω ή τον λέω το συλλέκτη, τον μαθητή συλλέκτη, τον λέω: «Ούτε και εγώ το γνωρίζω. Κατά βάση πιθανότητα, κατά πιθανότητα είναι russula σπήλαιο», SP, Άγνωστη δηλαδή. Δεν μπορεί να την ονομάσουμε γιατί δεν την ξέρουμε. Άμα είναι κάποια γνωστή, είναι κατά πάσα πιθανότητα αυτή, αλλά αφού υπάρχει μια, μια παραμικρή αβεβαιότητα το απορρίπτουμε, έτσι; Αυτό είναι επικίνδυνο, για αυτό λέμε τους συλλέκτες να μάθουν. Κι όμως, όταν μαζεύουν οι ίδιοι τους και χαίρονται, τους βλέπεις φωνάζουν από μακριά: «Βρήκα το Ύδνο που με είπες». Το Ύδνο, ας πούμε. Το γνωστό το Ύδνο, άμα το ξέρετε, που είναι με καρφάκια από κάτω. Ή το πυρίζων παράδειγμα, το Ύδνο, που είναι στα δρυς και στα πλατύφυλλα πιο πολύ. «Ε -λέει-, βρήκα αυτό το μικρό το υδνάκι». «Μάστο!». Τους αρέσει. «Βρήκα πολλά!». «Πάρτα». Τα παίρνουν και τα τηγανίζουν μόνοι τους. Έρχονται καμιά φορά: «Tα έκανα έτσι». Και ιδίως οι γυναίκες ξέρουν από μαγειρική, καταλαβαίνουν. Έχουν κάνει ριζότο, χωρίς μανιτάρια, έχουν κάνει με άλλο τρόπο. Βάζουν και το μανιτάρι, γίνεται ένα ωραίο ριζότο ή κριθαρότο. Ή το βάζουν: «Έβαλα, Ακρίτα, μανιτάρια. Τα ‘κανα έτσι, με ριζότα, με τέτοιο. Αυτό όπως είπες. Αυτό το είδος. Το ξεφλούδισα». Γιατί μερικοί λένε: «Γιατί το ξεφλουδίζω;» Τους είπα: «ξεφλουδίσετε το». Γιατί το ξεφλουδίζουμε; Γιατί είναι βαρύ για το στομάχι. Είναι ο Suillus, ο χοίριος που λέμε. Οι Suilli είναι πολύ κοινό, γνωστό. Πευκίτες, που λένε. Πευκίσια, τα πευκίσια. Τα ξέρει όλος ο κόσμος αυτά, γιατί είναι πάρα πολλά. Τα βλέπει γυαλιστερά που είναι, σαν Βωλίτες μοιάζουν από κάτω. Είναι ο Βωλίτης του φτωχού, που λέμε. Τους λέω: «Αυτό θα το ξεφλουδίζετε γιατί η φλούδα είναι δύσπεπτη και άμα τη φας, θα σε κάνει αντράλα, αναλόγως κάθε κάθε άνθρωπο, ανακατωσούρα θα σε 'ρθει και θα νομίζεις ότι δηλητηριάστηκες κιόλας». Απλά είναι δύσπεπτη και του ‘ρχεται εμετό τον άνθρωπο, δεν μπορεί. Και τους λέω: «Ξεφλουδίστε το και φάτε το. Ό,τι θέλετε κάντε το. Βάλτε το στη φασολάδα να χυλώσει». Ό,τι θέλεις το κάνεις.
Πώς νιώθετε σε αυτό το ρόλο του δασκάλου;
Όχι, κοίταξε, δεν είμαι... Και κάπως ντρέπομαι κιόλας. Τι δάσκαλος; Εγώ κάπως είμαι παιδί της πιάτσας. Απλά έδωσα σημασία πάρα πολύ στο θέμα αυτό με τα χρόνια. Ήμουν τυχερός που ήμουν με τον Γιώργο κοντά και πήρα την έναρξη σε αυτό το θέμα. Πήρα το τριπάκι που λέμε. Μπήκα μες στο κόλπο και ήμουν τυχερός δηλαδή, έτσι. Γιατί έχω μπλέξει και μ’ όλους τους… Δηλαδή, βάζω τον Γιώργο, είναι πολλά τα ονόματα μέσα σε αυτούς που έχουν ασχοληθεί εμπορικά και τέτοια και μ’ έδειξαν, όπως Παρασκευαΐδης ο Φώτης μ’ έδειξε βιότοπους. Δηλαδή, μπορεί να ξέρω το μανιτάρι, αλλά πού βγαίνει; Πρέπει να μάθω, στα πλατύφυλλα... Πρέπει να μάθεις και τους βιότοπους. Τα πολλά που είναι, τα πολλά, για να ξέρεις να πηγαίνεις, όχι να ψάχνεις όλη μέρα. Εκεί. Γιατί αυτοί που ασχολήθηκαν με το εμπόριο ξέρουν και που είναι τα πολλά για να πας να τα μάσεις, να τα μαζέψεις. Αυτό, δηλαδή, μ’ έδωσε, αυτό ήτανε, η χαρά είναι αυτή. Έχω κάτι που ξέρω, έχω κάτι, ένα αντικείμενο κάθε που έρχεται η άνοιξη, κάθε φορά που έρχεται το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο είναι τα πιο πολλά, ξέρεις, και είναι χαρά του συλλέκτη. Καταλαβαίνεις.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας είδος μανιταριού;
Βασικά το φρέσκο. Να το πάρουμε έτσι. Γιατί τα αγαπάς όλα τα μανιτάρια. Το φρέσκο. Κοίταξε, τα σπάνια, επειδής δεν τα ‘χεις, τα ‘χεις αγαπημένα. Ας πούμε, μία λευκή τρούφα θα σ’ άρεσε να την έχεις έτσι, να την τρίψεις πάνω σε μία μακαρονάδα, ωμή και τέτοια. Ένα μανιτάρι που δεν το βρίσκεις, θα είναι αγαπημένο σου, γιατί δεν το βρίσκεις. Όπως ο ερύγγιος που είπα πριν, pleurotus. Είναι μερικά μανιτάρια που τα βρίσκεις σπάνια, όπως είναι ο πευκόφυλλος ο Βωλίτης. Είναι, σ’ αρέσει γιατί δεν το [00:50:00]βρίσκεις. Ενώ όταν το έχεις κάθε μέρα κοντά σου, που είναι στους βιότοπους που γνωρίζεις, το έχεις κάθε μέρα και δεν… Κάθε ένας, είναι και το πώς το μαγειρεύεις, έτσι; Πρέπει να ξέρεις και μαγειρική λίγο. Και το μανιτάρι έχει ιδιομορφία στο θέμα αυτό. Η σκληρότητά του μαγειρεύεται αλλιώς, τα μαλακά μαγειρεύονται αλλιώς. Κάθε μανιτάρι έχει το δικό του τρόπο μαγειρέματος. Τα μικρά μικρά γίνονται ριζότα. Δεν μπορείς να τα κάνεις στα κάρβουνα τα μικρά. Πέφτουν μες στη σκάρα ή διαλύονται, εξαφανίζονται ή στεγνώνουν, γίνονται χαρτί. Ας πούμε, ο Pleurotus έχει ένα ωραίο, ο Pleurotus ο ostreatus, αυτός ο γνωστός που είναι και στα σούπερ μάρκετ, αυτός γίνεται στα κάρβουνα. Είναι λιπαρός. Κι αυτό μ’ αρέσει έτσι όπως είναι αυτό, αλλά σε άγρια, το σούπερ μάρκετ, δεν έχει καμία σχέση η γεύση του καλλιεργήσιμου με το άγριο. Αυτό να το ξέρεις. Όπως τα αγαρικά που αγοράζουμε στο σούπερ μάρκετ δεν έχουν καμία σχέση με τα αγαρικά που μαζεύουμε εμείς. Μπορείς να τα κάνεις ωμά ή ημιωμά. Λίγο να βγάλουν τα ζουμιά τους να ζεσταθούν και να το φας ωμό. Υπάρχουν και φαρμακευτικές ιδιότητες στα μανιτάρια, άμα γνωρίζεις. Ή υπάρχουν, ας πούμε, η Calocybe gambosa βοηθάει πάρα πολύ αυτούς που έχουνε υπέρταση. Έχει φαρμακευτικές ιδιότητες για αυτούς που έχουνε, όχι υπέρταση, συγγνώμη, λάθος έκανα, αυτούς που έχουνε... Η Calocybe gambosa βοηθάει σε αυτούς που έχουνε… Υπογλυκαιμικές ιδιότητες, αντιυπογλυκαιμικές ιδιότητες είναι. Για τους, για την καταπολέμηση του σκχαρώδους διαβήτη. Όπως είναι και ο coprinus ο κομήτης, ο κομήτης ο τριχωτός δηλαδή λέγεται στα ελληνικά. Ο κοπρίνος ο τριχωτός τρώγεται ωμός, με σαλάτα και τέτοια. Είναι καταπολέμηση και για το ζάχαρο και για διάφορες ασθένειες που είναι υπό διερεύνηση. Ας πούμε, υπάρχει το μανιτάρι που το μαζεύω, πολλές φορές το βρίσκω, είναι… Ξέχασα το όνομά της πάλι. Τα ξεχνάμε γιατί είναι πάρα πολλά στο μυαλό και μπουκώνει. Το γανόδερμα, το γανόδερμα, είναι και φαρμακευτικό στα ιατρεία. Υπάρχουν και φαρμακευτικά στα φαρμακεία, έτσι. Εμείς το βρίσκουμε σε άγρια, το γυαλιστερό το γανόδερμα είναι, αν το διαβάσεις τι είναι, θα πεις… Το έχουνε βγάλει το μανιτάρι της αθανασίας οι Κινέζοι. Δηλαδή, αντικαρκινικό, αντιφλεγμονώδες, ό,τι αντί. Δηλαδή, ό,τι θέλεις έχει μέσα. Σε προσφέρουν κατευθείαν κάποιο φυσικό προϊόν οι γιατροί καμιά φορά, αυτό σκεύασμα του γανοδέρματος. Εμείς το ‘χουμε και το πίνουμε τσάι. Το ξύνουμε και το πίνουμε τσάι. Δεν υπάρχει κίνδυνος. Ούτε και στο άλλο το γανόδερμα που είναι ξαδερφάκι του αυτό, αλλά δεν έχει φαρμακευτικές ιδιότητες. Το mas, το mat που είναι, όχι το γυαλιστερό. Αυτά. Από φαρμακευτικές ιδιότητες υπάρχουν πάρα πολλά. Τώρα άμα αρχίσω και σε λέω, πρέπει να ψάξουμε να τα βρούμε. Όπως αυτό που έχει ψιλοκυβίνη, που το ζητάνε οι γιατροί για να αποφύγουνε τη μορφίνης για τους καρκινοπαθείς. Γιατί είναι εθιστική η μορφίνη και από κάποια στιγμή και μετά δεν τον πιάνει τον καρκινοπαθή και πονάει πάλι. Ενώ η ψιλοκυβίνη, που είναι στο paenellus το μανιτάρι και σε πολλά άλλα διάφορα που βγαίνουνε, αυτά τα μανιτάρια βγαίνουν στους κόπρους, στις σβουνιές που λέμε, στην λαϊκή ονομασία, στην κοπριά από τα μηρυκαστικά. Ψιλά, μικρά μανιτάρια. Δεν είναι και επικίνδυνα για θανατηφόρα, απλά είναι να σε πιάσει, για τους επιληπτικούς είναι έτσι, χρειάζεται. Αλλά είναι, όποιος το φάει αυτό μπορεί να τον πιάσει σύνδρομο άγχους, γιατί... Σαν μεθυσμένος θα γίνεις. Μπορεί να κοιμηθείς, να μουδιάσεις. Είναι ναρκωτικό, δηλαδή, στην ουσία. Εξάψεις σε πιάνουν, αγχώνεσαι, δηλαδή μπορεί να δεις και ότι σε κυνηγάει δεινόσαυρος, που λέμε χαριτολογώντας.
Μας είπατε ότι σας αρέσει η μαγειρική των μανιταριών.
Nαι, μ’ αρέσει η μαγειρική, αλλά επειδής είναι άπειρη, ξέρω, χοντρά χοντρά θα στα πω κάθε μανιτάρι. Επίσης γίνεται τουρσί το μανιτάρι έτσι; Τα σκληρά, όλα τα σκληρά μανιτάρια γίνονται τουρσί. Τα σκληρά πιο πολύ, ως επί το πλείστον τα μανιτάρια. Υπάρχουν μανιτάρια που γίνονται γλυκά. Και τα ίδια μπορεί. Ό,τι βράζει, ή θα γίνει τουρσί ή θα γίνει γλυκό. Τώρα συνταγές να μη μπούμε σε λεπτομέρειες, είναι πάρα πολλές οι συνταγές. Υπάρχουνε μανιτάρια που γίνονται σκόνη και σούπες. Σκόνη για ριζότα. Τρίμματα τα κάνεις. Άλλοι τα βάζουν, άλλοι κάνουν το Λακτάριο λουκάνικο. Άκου τώρα τελευταία που έχω ακούσει, που ανακάλυψα, αντί να βάλεις κρέας, βάζει Λακτάριο, όποιο Λακτάριο και να ‘ναι. Κι ας είναι και ο sanguifluus και ο deliciosus, όποιος να ΄ναι. Τον κάνουνε, επειδής υπάρχει μεγάλη ποσότητα σε Lactarius, όταν βγαίνει ο Lactarius, βγαίνει, ξέρεις, βγαίνει μέσα στα πευκόδαση κι αυτά, το λιώνουν και το κάνουν αλοιφή που λέμε. Αντί για κρέας, τα υλικά του κρέατος είναι ο Lactarius και τα άλλα όλα τα βάζεις στα λουκάνικα. Αγοράζεις έτοιμα αυτά και το κάνουν λουκάνικο. Και πολύ νόστιμο. Το δοκίμασα και έπαθα πλάκα. Ύστερα, βάζουν το Βωλίτη, κανονικά, με το κρέας μαζί, για να πάρει μυρωδιά και γεύση, το βάζουν σε λουκάνικο κι αυτό, το Βωλίτη. Το πακετάρουν. Ξέρεις, εδώ στα Γρεβενά έχουμε διάφορους που πουλάνε. Έχουμε… Έχει γίνει μια επιχείρηση εδώ. Όλοι έχουν, όλοι ψάχνουν να κάνουν επιχείρηση με μανιτάρια, γιατί γίνανε όλοι γνωστές, ξέρεις. Κάνουν σούπες, ριζότα έτοιμα, κριθαρότα έτοιμα, όλα έτοιμα και τα πουλάνε στον κόσμο. Φέτες κομμένες μανιτάρια, για πίτσα έτοιμα. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Το μανιτάρι μπαίνει παντού. Το κάνεις καρύκευμα όπως είναι το sarcodon, ένα μανιτάρι που έχει καρφάκια από κάτω, αρκεί να ξύσεις τα καρφάκια γιατί πικρίζουν και έχει μία μυρωδιά έντονη. Το ψιλοκόβεις το sarcodon, το κάνεις, το στεγνώνεις και το κάνεις μπαχαρικό. Παίρνει γεύση το φαΐ, λες: «Τι έχει ο άλλος μέσα;» σου λέει. Διάφορες συνταγές. Που φαντασία θέλει βασικά και να τα κάνεις ό,τι μπορείς. Να τα συγχωνεύσεις με διάφορα άλλα. Στα γεμιστά, τις διάφορες τροφές, στο τέτοιο σου, στο κρέας σου μέσα. Στο αρνί, ο άλλος ωήνει αρνί, ρίχνει μανιτάρια μέσα. Έχει διάφορες συνταγές. Υπάρχουν πάρα πολλά άλλα.
Πείτε μας λίγα πράγματα. Πείτε μας κάποιες συνταγές που κάνετε.
Η συνταγή, τι να πω; Η συνταγή… Απλά εγώ τα ρίχνω μέσα. Τι; Ποιο φαΐ κάνω; Αφού είναι έντονη η γεύση του μανιταριού. Ψιλόκοψέ το και ρίξτο. Τι είναι; Δηλαδή, η συνταγή ποια είναι; Το ριζότο τι είναι; Είναι στα ριζότα μέσα. Ούτε γνωρίζουν οι πιο πολλοί πώς γίνεται. Ρίχνεις το μανιτάρι. Δηλαδή, δεν είναι κάτι το αυτό. Είναι αναλόγως ποιο θα ρίξεις και ποια σειρά θα τα κάνεις. Έχει διάφορα κόλπα. Να, ας πούμε το τουρσί πρέπει να το βράσεις, να φτάσει 80 βαθμούς, πριν φτάσει στο σημείο βρασμού να το κρυώσεις απότομα για να σταματήσει να βράζει και μετά να ρίξεις τα ζουμιά του, με τα ξίδια του που έχεις ετοιμάσει. Τουρσί με λάδι, που λέμε, όχι με αλάτι. Η συντήρηση γίνεται δηλαδή, ξίδι, λάδι και η βράση του που έχει πάρει. Το ξίδι βασικά και το λάδι είναι η συντήρησή του. Το αλάτι, εντάξει, προαιρετικά όποιος θέλει βάζει αλάτι, για να πάρει λίγο παραπάνω γεύση.
Ποιο είναι το μανιτάρι που χρησιμοποιείτε εσείς περισσότερο στην κουζίνα σας;
Τα κλασικά, τα βασικά. Το κλασικό είναι ο Βωλίτης. Όλοι οι Βωλίτες, έτσι. Δεν υπάρχει Βωλίτης που… Μέχρι και στο σουίλο που λέμε, που εγώ τον σουίλο... που δεν τον παίρνει ο κόσμος πολύ. Ή το φοβάται ή δε θέλει να, δεν είναι σίγουρος. Καθαρίζω εγώ το τέτοιο του ή δεν το καθαρίζω την πέτσα του, το δέρμα του από πάνω. Το ψιλοκόβω και έτσι γίνεται εύπεπτο από δύσπεπτο. Και το ρίχνεις μες στο φασόλι, το ρεβίθι, τα όσπρια. Ό,τι φαΐ κάνεις ζουμερό, άμα ρίξεις το suillo, το χυλώνει, το κάνει. Του δίνει μια άλλη γεύση, διαφορετική. Μια γλοιώδης γεύση, ωραία, που σ’ αρέσει. Έτσι, γλοιώδης γεύση, όταν λέμε, έτσι μια ωραία αυτό, μια υφή ωραία παίρνει. Η σούπα, ας πούμε, η βελουτέ σούπα. Να τα τρίβεις, το κάνεις σκόνη το μανιτάρι. Ιδίως, πιο πολύ οι Βωλίτες είναι για σούπα, γιατί έχουν έντονη γεύση. Μόνο ένα knorr λίγο, άμα, λίγο να το δώσεις μία ενίσχυση, αυτό και ρίξε λίγο σέλινο και καροτάκι και αυτά, απλά πράματα.
Είπατε πριν ότι, πριν ασχοληθείτε με τα μανιτάρια, είχατε ένα άλλο ενδιαφέρον κομμάτι στη ζωή σας ως χόμπι, τη μουσική.
Ναι.
Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για αυτό;
Κοιτάξτε, εκεί στην Κόνιτσα όταν πήγα, μετά από δω από τα Γρεβενά που ήμασταν σαν μουσικόφιλοι, λίγο τύμπανο, λίγο μαντολίνο, λίγο έτσι. Πάλι σε οικοτροφείο ήμουνα εδώ, στο Κέντρο Παιδικής Μερίμνης εδώ στα Γρεβενά. Φεύγω, επειδή δεν ήμασταν και πολύ των γραμμάτων τότε, που λέμε. Μας παίρνανε γραμμή τότε οι δασκάλοι. Και λένε: «Το παιδί κάνει για άλλη δουλειά». Πήγαμε, πήγα σε μια σχολή να μάθω ξυλογλυπτική. Έμαθα ξυλογλυπτική, ξυλουργός, στην Κόνιτσα. Με πτυχίο, πήραμε και πτυχίο εκεί τώρα, από κει. Αλλά εκεί, όταν εκπαιδευόμασταν εκεί, είχαμε και τις εμμονές μας για άλλα πράγματα, η μουσική, που μας έμεινε το στίγμα, που μάθαμε σιγά σιγά. Επειδή εκεί πέρα είπαμε ότι υπήρχε και εκεί ΝΕΛΕ, Κέντρο Νεότητος με μουσικά όργανα και αυτά, πηγαίναμε και σκαλίζαμε. Και σκαλίζαμε από δω, μαθαίναμε. Λίγο έμαθα το [01:00:00]αρμόνιο, λίγο το ένα, λίγο τ’ άλλο, αλλά πιο πολύ ήμουν στα κρουστά, γιατί μου ερχόταν πιο εύκολα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή ήμουνα και γρήγορος στα χέρια, έβγαινε. Έγινα τυμπανιστής. Εκεί έκατσα τρία χρόνια στα τύμπανα για να κρατάμε παρελάσεις. Παρελάσεις εμάς παίρνανε. Στην παρέλαση ήμουνα στη μπάντα της Κόνιτσας. Από 14 χρονών εκεί ήμασταν, χτυπούσαμε τα τύμπανα μέχρι τα 17, που λέμε. 13-14, 17. Μέχρι τα 17 εκεί ήμουνα, κρατούσαμε τη μπάντα. Αλλά τα βράδια, όταν πηγαίναμε στη ΝΕΛΕ, κάναμε τα συγκροτήματα μας. Κλασικά, τα δημοτικά, ξέρεις, καταλαβαίνεις. Όλο με Πετρολούκα Χαλκιά που λέμε, ακούγαμε, διάφορους εκεί πέρα μουσικούς που υπήρχαν ήδη στην Κόνιτσα. Ένας Χριστόπουλος ήτανε εκεί. Είχε δίσκο, δίσκους πουλούσε και κασέτες. Έπαιζε και κλαρίνο. Πήγαινα εγώ, τον έλεγα, με βάζανε εκεί με το τουμπερλέκι, με τον νταϊρέ, «ντάμπα-μπούμπα, μπάμπα-μπούμπα», έπαιρνα τα πατήματα μου για τα ηπειρώτικα, τα δημοτικά ήδη από κει, από τότε. Αλλά συγχρόνως υπήρχε μέσα στο μυαλό μου και το ροκ, όλα δηλαδή. Μόνο τα ποντιακά δεν υπήρχαν μέσα στο μυαλό μου. Δεν ξέρω γιατί, έφυγα τελείως, λες και δεν υπήρχε, λες και δεν είμαι πόντιος, ενώ ποντιακής καταγωγής είμαι εγώ. Και λες και δεν έγινε ή λες και έγινε πλύση εγκεφάλου. Αφού μερικοί Πόντιοι μου λένε είμαι πουλημένος που δεν έμαθα ποντιακά. Χαριτολογώντας, έτσι; Και ξέρω πιο πολλά δημοτικά. Ξέρω πώς χορεύονται, τις ιστορίες τους. Πάρουμε παράδειγμα «Η Μαργιόλα» γιατί γράφτηκε; Ένα νουμπέτ που λέγεται «Η Μαργιόλα» που έγινε ένα ατύχημα, βομβαρδισμός έγινε στα Γιάννενα και ένας Χαλκιάς έχασε την κόρη του –δε θυμάμαι καλά– και έκλαιγε από πάνω: «Σήκω Μαργιόλα μ’». το τραγούδι, το ‘40 εκεί γράφτηκε το τραγούδι, ’41, που γίνανε βομβαρδισμοί ιταλικοί στα Γιάννενα. Και μαθαίνουμε τις ιστορίες. Ο Μενούσης, παράδειγμα. Ο Μενούσης είναι μια αληθινή ιστορία. Όπως την ακούς, έτσι είναι κιόλας. Να φανταστείς έγινε κάτι τέτοιο ίδιο έγινε. Αλλά κάτι παραπάνω μπορεί να έγινε και το κάνανε μεταφορικά. Αλλά υπάρχει. Όπου υπάρχει μύθος, υπάρχει και αλήθεια. Δεν υπάρχει μόνο ο μύθος, δεν είναι μύθος. Όπου υπάρχει ένα τραγούδι ιστορικό που ακούς κάποια λόγια, έχει γίνει κάτι εκεί. Δεν, δηλαδή δεν είναι για πλάκα. Δε γράφτηκε για πλάκα. Ή τα τραγούδια της ξενιτιάς, που άρχισαν να μ’ αρέσουν γιατί έλειπε ο πατέρας μου, ας πούμε, στην ξενιτιά ή έλειπε κάποιος αδερφός μου ή κάποιος ξάδερφος ξενιτιά. Και υπάρχουν τραγούδια της ξενιτιάς δημοτικά. Το καταλαβαίνεις τώρα. Και έτσι δέθηκα μ’ αυτή τη μουσική.
Πώς νιώθατε μέσα σε αυτές, μέσα σε αυτά τα συγκροτήματα και στα κέντρα νεολαίας που είπατε πως πηγαίνατε;
Ξέρεις ότι καλύτερα ένιωσα μόλις πληρώθηκα το πρώτο μου μεροκάματο; Τα άλλα όλα ένιωθα ότι είμαι κάποιος, ότι παίζω και είμαι, νόμιζα ότι είμαι και κάποιος ανώτερος. Γιατί οι άλλοι δεν ξέρουν να παίζουν. Δεν μπορούν όλοι να μπουν να παίξουν, έτσι δεν είναι; Εσύ κάτι παίζεις και είσαι ένα συγκρότημα, είσαι μια ομάδα και ο ένας ακολουθάει τον άλλον και όλοι είσαστε ένα πράγμα. Παίζουμε, ας πούμε, ένα τόνο, όλοι παίζουν ρε και όλοι είμαστε ρε και θα παίξουμε τα λα όλοι μαζί. Θα πάμε ρε πάλι. Θα κάνουμε αυτό το τέμπο μπαγιό ή θα το κάνουμε έτσι και θα είμαστε εκεί, σε αυτά τα τέμπα. Βρισκόμαστε σε μια ομάδα εφτά ατόμων που συνεργαζόμαστε και οπτικοακουστικά και όλοι χαιρόμαστε γιατί κάτι βγάζουμε, ένα σύνολο. Χαίρεσαι εκείνο τον καιρό όταν είσαι. Αλλά πιο πολύ χάρηκα, σου λέω, όταν πήρα τα πρώτα μεροκάματα και λες: «Τι λεφτά είναι αυτά;» Μου φάνηκαν πολλά. Ας πούμε, σ’ ένα γάμο, μπορείς να έβγαζες ένα μερίδιο εκατό χιλιάρικα εκείνα τα χρόνια, το ’90. Που εκατό χιλιάρικα να τα βγάλεις ήθελε ένα μήνα. Δεν είχες όρεξη για δουλειά. Να πας να δουλέψεις μεροκάματο ενάμιση χιλιάρικο και δυο χιλιάρικα την ημέρα που έπαιρνε ένας εργάτης, ένας μάστορας, ένας ξυλουργός. Κάποιος που δυο-τρία χιλιάρικα το ’90 τα ‘παιρνε. Που να πας με δυο-τρία χιλιάρικα και πέντε οικοδομή που τα παίρνεις; Για να μάσεις αυτό το μεροκάματο που έπαιρνα εγώ τότε ήθελε ένα μήνα. Και το έπαιρνα σε μια βραδιά, σ' ένα Σαββάτο. Και ξανά τ’ άλλο Σάββατο, πάλι ένα πενηντάρικο, ξανά, στα πανηγύρια. Ήταν κάτι που μ’ άρεσε, άρχισε να μ’ αρέσει, όχι μόνο γιατί μ’ αρέσει η μουσική να παίζω. Μ’ αρέσει γιατί βγάζω κιόλας, παράγω, βγάζω λεφτά. Λεφτά που τα έτρωγες εύκολα γιατί εύκολα τα έβγαζες. Εντάξει. Αυτό να λέγεται.
Και μετά από αυτό το περιβάλλον ήρθατε και, όπως είπατε, συνεργαστήκατε με τον κύριο Κωνσταντινίδη μουσικά.
Ναι, μουσικά. Εκεί για τη λαϊκή μουσική, μετά τα δημοτικά. Λαϊκή, έντεχνο λαϊκό. Πιο πολύ δεν παίζουμε, δε θέλω να τα ονομάσω αλλιώς τα τραγούδια που ουρλιάζουν και τέτοια, καταλαβαίνεις τώρα, πόσοι γνωστοί καλλιτέχνες, δεν θέλω να τους… Είναι λίγο περίεργα, λαϊκά τα λεν’ αυτοί. Εγώ δεν τα λέω λαϊκά, θα τα πω και κάπως αλλιώς, αλλά άστο. Εγώ έπαιξα όλο έντεχνο, λαϊκό, ρεμπέτικο. Πάμε, άμα πούμε ονόματα θα φτάσουμε άντε βαριά βαριά μέχρι τον Καζαντζίδη δηλαδή. Δεν μπορούμε να πάμε παραπάνω. Δεν μπορώ να φτάσω Καρρά, Μέλα, Χριστοδουλόπουλο. Δεν φτάνουμε εκεί. Δεν παίζω εκεί. Δηλαδή πιο πίσω είμαστε. Έντεχνο-λαϊκό, που λέμε.
Από την συνεργασία με τον κύριο Κωνσταντινίδη, θυμάστε τα πρώτα σας τραγούδια–
Θυμάμαι–
Τις πρώτες φορές.
Ναι, ναι, θυμάμαι. Αυτός έπαιζε πολύ. Εκείνα τα χρόνια ήτανε και αυτός, έτσι, εκείνα τα χρόνια από αυτούς πήρα το στιλ το πιο… Πολύ μ’ άρεσε, γιατί ήδη εγώ τ’ άκουγα αυτά. Παπάζογλου, όπως ο Νίκος Παπάζογλου, «Μπαίνουμε στον υδροχόο». Αυτά μ’ άρεσαν, τα τραγούδια, τα τέμπα. Μ’ άρεσε το στυλ πως έμπαινε. Σαν ελληνικό ροκ μ’ έρχεται. Ξέρεις, ο Παπάζογλου φορούσε και ένα μαντήλι, εκείνα τα χρόνια που είχαμε όλοι μια μόδα, ένα φουλάρι. Το είχαμε και εμείς. Συνήθως αυτός φορούσε κόκκινο, ο καθένας φορούσε ό,τι να ‘ναι. Είχαμε κι εμείς ένα φουλάρι. Όλοι φορούσαμε φουλάρι. Ήμασταν πολύ Παπαζογλαίοι, που λέμε, που λέει ο λόγος. Και ο Γιώργος το είχε έντονα, γιατί έχει και τη φωνή, βάζει και τα μόρια στο μπουζούκι, τα μόρια του Παπάζογλου, βάζει και τα μόρια της φωνής, του Παπάζογλου, το στιλ. Ας πούμε, έχει και το σμυρναίικο το στυλ, γιατί έρχεται και αυτός από την ποντιακή οικογένεια, ο Κωνσταντινίδης ήρθε και αυτός από Μικρά Ασία και ξέρει από Σμύρνη, ξέρει από, πώς λέγεται, απ’ το ύφος που έχει… Το Αϊβαλί παράδειγμα, η Σμύρνη. Το ύφος της μουσικής που φέραμε εμείς. Όλοι οι πρόσφυγες, όταν ήρθαμε αυτό, φέραμε αυτή την τέτοια, αυτό το ύφος, το σμυρναίικο, που λέμε. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Ας πούμε, το ουσάκ, το χιτζάζ, κάτι κλίμακες που δεν τις παίζαν εδώ πέρα. Δεν είχε... Καταλαβαίνεις τώρα.
Τι σας λείπει από εκείνη την περίοδο;
Μου λείπει να παίξω ξανά με τον Κωνσταντινίδη, αλλά επειδή έγινε και αυτά με τις κρίσεις, με αυτά, δεν υπάρχουν μαγαζιά. Κάποτε δουλεύαμε τρία μαγαζιά μαζί, συγχρόνως, γεμάτα, τέσσερα μαγαζιά γεμάτα. Και κάθε μαγαζί είχε το δικό του ύφος. Άλλοι είχαν σκέτο έντεχνο-λαϊκό, άλλοι είχαν σκέτο ρεμπέτικο κι άλλοι τα είχαν όλα μαζί μέσα. Εμείς ήμασταν στα έντεχνο-λαϊκό, ρεμπέτικο. Ιδίως όσα μαγαζιά… Είχε πάρει ο Κωνσταντινίδης ένα μαγαζί, το «Εν Ελλάδι» που λέμε, είναι γνωστό εδώ. Εκεί το είχαν πάρει πάλι πάρα πολλοί. Έχω δουλέψει σε πολλούς στο «Εν Ελλάδι», σε πολλά αφεντικά, αλλά ήταν και ένα αφεντικό ο Κωνσταντινίδης. Τον είχα και αφεντικό τον Κωνσταντινίδη. Και σαν μουσικό συνάδελφο τον είχα και σαν αφεντικό μαζί. Με πλήρωνε, γιατί το είχε αυτός το μαγαζί κάποια φεγγάρια.
Είπατε ότι δουλεύατε σε πολλά μαγαζιά μαζί.
Όχι μαζί. Σε πολλά μαγαζιά έχω δουλέψει. Συγχρόνως, όχι. Σε ένα μαγαζί, κλείνεις μία σεζόν, σ'’ ένα μαγαζί θα δουλέψεις. Σεζόν, δηλαδή, βγάζαμε. Θα δουλέψουμε, μετά σε άλλο μαγαζί. Συνήθως συνεργάστηκα σε τρία μαγαζιά με τον Κωνσταντινίδη. Το πρώτο ήταν αυτό που είπαμε το ’92, που ήτανε, «Το χάραμα» λεγότανε, έντεχνο-λαϊκό και λίγο πιο βαρύ μετά, αργότερα. Και μετά παίξαμε στο «Μαραμπού», ένα άλλο μαγαζί εδώ στα Γρεβενά. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλά μαγαζιά, ένα απ’ αυτά ήταν το «Μαραμπού» και εκείνο... Ξέχασα κι άλλο μαγαζί, τέσσερα μαγαζιά πρέπει να δουλέψαμε. Και εκεί μαζί με τον Κωνσταντινίδη, στο «Εν Ελλάδι» μαζί με τον Κωνσταντινίδη. «Το λιόγερμα», που θυμάσαι, αν το έχεις ακουστά μαζί με τον Κωνσταντινίδη, Και το «Τούνελ», «Τίνελ», μαζί με τον Κωνσταντινίδη πάλι. Συνεργασίες τέτοιες. Είχαμε ένα συγκρότημα που λεγόμασταν «Αντισεισμική Κομπανία». Μετά το σεισμό έγινε αυτό. Μετά ονομάστηκε «Μανιταρόκ», το λένε αυτοί. Και υπάρχει τώρα αυτή, τώρα υφίσταται αυτή η ορχήστρα και είναι γνωστή μας κιόλας. Έχουν βγάλει και καλά τραγούδια. Έχουνε καινούργια, δικά τους τραγούδια και δικές τους εκτελέσεις με διαφορετικό τρόπο και καλό τρόπο κιόλας. Είναι η γυναίκα του, η Δέσποινα, τραγουδάει πάρα πολύ καλά, διάφορα. Συνεργαστήκαμε και με αυτή τη γυναίκα και με πολλά άλλα παιδιά πάλι, που ήμασταν όλοι μια ομάδα. Και όλοι είναι… Και όσοι ήταν, ξέρεις, στην ομάδα που παίζαμε μουσική, ήτανε και μανιταροσυλλέκτες. Όλοι δηλαδή, [01:10:00]γιατί πήρανε το τριπάκι από τον κεντρικό δάσκαλο που υπάρχει.
Λέγατε πριν για τα μανιτάρια, ότι από τη δεκαετία του ‘90 και μετά είστε φανατικός μανιταροσυλλέκτης.
Ναι, δεν μπορώ να το κόψω. Είναι αρρώστια. Ναρκωτικό είναι. Δεν μπορώ άμα δεν πάω. Αφού το χειμώνα κοιτάω το χιόνι και τρελαίνομαι, δεν θέλω. Βασικά χιόνι χρειάζεται, γιατί πατικώνει τα φύλλα, τα κάνει και έτσι βοηθάει, τα σαπίζει, κάνει το υπόστρωμα, την υποδομή ετοιμάζει το χιόνι. Αλλά εγώ δε θέλω, θέλω να έχω καθαρό περιβάλλον, βρύα και να βλέπω και να μαζεύω, αλλά… Με αγχώνει πάρα πολύ ο χειμώνας. Θέλω, δηλαδή, άνοιξη και φθινόπωρο και καλοκαίρι. Δεν αντέχω το χειμώνας. «Ο χειμώνας με πληγώνει» που λέει ένα τραγούδι. Δεν μπορώ.
Αυτό το πάθος για τα μανιτάρια το έχετε μεταφέρει και στην οικογένειά σας;
Ναι, ναι. Έχω πάρει τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου, καλά, ξέρουνε δηλαδή, όσα δεν ξέρω, από πολλά παιδιά, πάρα πολλά μανιτάρια. Και τα τρώνε και τα ξέρουν. Ξέρουν να τα ονομάσουν. Τα έχω πάρει σε βιότοπους μακρινούς. Παράδειγμα, τα έχω πάρει στο Περτούλι, εκεί που είναι ο υγροφόρος μαρτιάτης ή στη Λίμνη Πλαστήρα μαζί μου. Τα έχω πάρει στα δικά μας γύρω γύρω. Ανατολικό Ζαγόρι για διάφορα μανιτάρια. Ανατολικό Ζαγόρι για Craterellus lutescens. Τα ‘μαθαν, ξέρουν ποιο είναι, βασικά τρομπέτα δηλαδή. Τα ‘χω πάρει μαζί μου στο Βέρμιο. Καλό βουνό, πολύ βροχερό. Βρέχει εκεί και εκεί γεμάτο. Κι εκεί. Ξέρουνε δηλαδή διάφορα είδη, για διαφορά είδη δηλαδή. Και δεν τα ξεχνάνε. Τώρα ξέρουν, αν τους πεις ποιο είναι αυτό, τα παιδιά απορροφάνε, δεν ξεχνάνε τίποτα, σαν και εμένα. Ξεχνάω τις λέξεις δηλαδή, γιατί είναι πάρα πολλές. Καλά, τα παιδιά μου μπορεί να ξέρουν δεκαπέντε σχέδια, αλλά τα ξέρουν. Δεκαπέντε οικογένειες και τις ξέρουν. Αλλά τις ξέρουν και τα ονόματά τους και πώς τρώγονται και πώς μαγειρεύονται, γιατί βλέπουν, μπαίνουν στο ίντερνετ, κοιτάν πώς μαγειρεύεται το κάθε μανιτάρι και τα κάνουν και μόνα τους. Με αυγά στο σπίτι και όπως θέλουν δηλαδή.
Σε ό,τι αφορά τις μανιταροεξορμήσεις, γίνονται πολλές κάθε χρόνο; Και πιστεύετε ότι βοηθάνε αυτές να εξοικειωθεί ο κόσμος με τα μανιτάρια;
Βέβαια, γίνονται. Κατά περιόδους γίνονται και υπάρχουν ομάδες. Μπαίνεις σε μια ομάδα, ζητάς, σε κάνουν φίλο και είσαι μες στην ομάδα. Δεν τρέχει τίποτα. Και αυτοί ανεβάζουν ανακοινώσεις από τις τάδε του μηνός μέχρι τις τάδε, κάνουνε, πάνω στην ομάδα: «Γράψτε τη συμμετοχή σας». Και υπάρχει μεγάλη συμμετοχή, ξέρεις. Και δεν προλαβαίνουν καμιά φορά, δεν ταιριάζει, δεν γίνεται να τους πάρεις όλους. Γιατί ο κόσμος το ‘χει ανάγκη. Θέλει να βγει έξω, να ξεσκάσει. Ιδίως αυτοί που είναι μέσα απ’ τα τείχη της πόλης. Αυτοί είναι πιο πολύ, πιο πολύ μανιταρολάγνες, που λέμε. Ψάχνονται έντονα. Βλέπουν, μαθαίνουν ένα μανιτάρι και θέλουν κι άλλο κι άλλο. Κι εκείνο να μάθουν και εκείνο τρώγεται και εκείνο και ρωτάν και θέλουν. Έρχονται, έχουνε μεγάλη, μεγάλη αυτό… Ψάχνουν πολύ. Οι ανθρώποι είναι πεινασμένοι για το θέμα, να μάθουνε. Ιδίως αυτοί που είναι ειδήμονες, που έχουνε, δηλαδή, δεν μπορεί να είναι τώρα ένας που είναι όλη μέρα στο γκαράζ και να μη βγαίνει καθόλου από ’κει να ‘ναι σπίτι-δουλειά, σπίτι-δουλειά. Και να είναι μερικοί που είναι, ίσως λίγο σπουδαγμένοι ίσως, που έχουν βγάλει κάποια… Κάποιοι γιατροί βλέπω ότι ενδιαφέρονται, κάποιοι δικηγόροι, κάποιοι λογιστές που τους έχει φάει το γραφείο, βλέπεις θέλουν να βγούνε. Αυτοί που μπαίνουν μες στο ίντερνετ και βλέπουν διάφορες ομάδες με μανιτάρια. Και είναι πολύ έτσι που το έχουν ανάγκη, θέλουν να ξεσκάσουν και να κάνουν και το κέφι τους με τη μανιταρογνωσία και με μανιταροδιατροφή. Και να ξεσκάσουν. Να βγούνε έξω να κάνουν την έρευνα. Αυτό τους λείπει. Για αυτούς που είναι κλεισμένους μέσα τείχη της πόλης είναι πάρα πολύ αυτό. Για μας εδώ πέρα, είμαστε όλη μέρα έξω. Δεν έχουμε τόσο ανάγκη από αυτά τα πράγματα. Κι όμως, είναι πάρα πολλοί, ψάχνονται. Αυτοί που είναι μανιταρολάγνες, είναι μανιταρολάγνες. Ψάχνονται πολύ έντονα.
Είπατε ότι εσείς ζείτε μία ζωή στην επαρχία και σας αρέσει αυτός ο τρόπος ζωής, η επαφή με τη φύση και αγαπάτε τη φύση πολύ. Θα το προτείνατε αυτό να το ακολουθήσουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι ως μία μορφή να γεμίσουν τον εαυτό τους και τη ζωή τους;
Ακούστε. Άκου, άκου. Έχω πάει στην Αθήνα φαντάρος. Υπηρέτησα στο πολεμικό ναυτικό σε υποβρύχιο. Εκεί πέρα, είχα, δηλαδή πήγα για οικονομικούς σκοπούς γιατί το υποβρύχιο πληρώνει και καταδυτικό επίδομα, ο πατέρας μου ήταν δυσκολεμένος, για το καταδυτικό επίδομα πιο πολύ. Αλλά όταν έβλεπα πράσινο, φύση στην τηλεόραση καθόμουν και κολλούσα. Ήθελα. Το μάτι μου έβγαινε. Ενώ βλέπαμε βίντεο τότε –στο υποβρύχιο μέσα δεν πιάνει από κάτω στο βυθό κεραία, δεν έχεις, βίντεο μόνο βλέπεις, ταινίες διαφορές–, και εκεί έπιανε, σκεφτόμουν όλο πώς θα βγω έξω. Και όταν έφευγα, έπαιρνα άδεια, ή προφορική ή καμιά τιμητική που μας δίνανε, γιατί εμείς πιο πολύ στην άσκηση λείπαμε. Αλλιώς ήμασταν όλο έξω σχεδόν. Έφευγα εδώ πάνω και όταν έφτανα και έβλεπα πράσινο τρελαινόμουνα και έλεγα: «Πώς αντέχουνε αυτοί εκεί κάτω;» Αφού για να πας, να βγεις από τη Σαλαμίνα και να φτάσεις Πέραμα για να πας Πλατεία Ομονοίας, όπου και να πας έκανες πόσες στάσεις. Σταματούσες. Ο κόσμος μέσα στα αστικά, σαρδέλες. Τρελαινόμουν! Δεν άντεχα. Δεν μπορώ. Απορώ πώς αντέχουν ακόμα. Δηλαδή δεν, τρελαίνομαι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάτσω. Αυτή η βαβούρα της πόλης. Δεν μπορούσα, δεν, δηλαδή τους λυπάμαι τώρα αυτή τη στιγμή που το συζητάμε. Τους σκέφτομαι και τους λυπάμαι ακόμα. Λέω: «Πω πω οι καημένοι τι τραβάνε;» Δύσκολα τα πράγματα. Άστο.
Από όλο αυτό το ταξίδι, με τη μουσική, με τα μανιτάρια, με τη δημιουργία οικογένειας, ποια είναι αυτά που κρατάτε; Που σας μένουν περισσότερο;
Πιο πολύ με μένει… Η μουσική, να σου πω κάτι, επειδής περνάν τα χρόνια δεν μπορείς να ξενυχτήσεις. Έχεις ένα αυτό. Θες να παίξεις λίγο για μισή ώρα, θα παίξω. Ένα νταϊρέ, λίγο με κάποιον μαζί, να γλεντήσουμε με αυτά. Τώρα, με την οικογένεια είσαι, μαθαίνεις, η οικογένεια είναι… Εντάξει, έχουμε και εγγόνια τώρα. Τα χαίρεσαι τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου, όλα αυτά. Το πιο πολύ από το μανιτάρι δεν υπάρχει. Δηλαδή, σκέφτομαι πότε θα ανοίξει ο καιρός. Δηλαδή πρέπει να ανοίξει. Τώρα που άνοιξε ο καιρός, τώρα που μιλάμε, είναι... 10 Απριλίου είναι σήμερα; Είναι ο καιρός που ξεκινάμε. Είναι δηλαδή, ήδη έχω βγει εγώ τώρα, έτσι. Δεν ξέρω άμα στο είπα, άμα το έμαθες, έχω βγει ήδη και μάζεψα μανιτάρια και τα ανέβασα στο προφίλ μου. Δηλαδή αύριο σκέφτομαι τώρα τι να κάνω, που να πάω. Έστω να βρω μια χούφτα. Μια χούφτα μου φτάνει. Αυτό είναι πολύ έντονο, το νιώθω. Αυτά μένουν. Αυτά θέλω. Τώρα αυτή τη στιγμή, αυτά θέλω. Να 'ρθει το καλοκαίρι, να βγω στα πιο ψηλά υψόμετρα. Γιατί όσο πάει, όσο καλοκαιριάζει βγαίνεις στο υψόμετρο. Να βγω, τον Ιούνιο να βγω στα 1.200. Τον Ιούλιο να βγω στα 1.300-1.400 υψόμετρο. Και εκεί πάλι μανιτάρια. Όσο μπορώ πιο ψηλά. Να ανέβω και μετά να ξανακατεβώ πάλι το φθινόπωρο, για να ξαναμάσουμε πάλι τον άλλο κύκλο, των ίδιων μανιταριών σχεδόν και να ξαναρχίσουμε πάλι να φθινοπωριάζουμε, να χειμωνιάζουμε και ξανά πάλι τα ίδια. Να στεγνώνουμε, να ετοιμάσουμε τουρσιά, να ετοιμάσουμε γλυκά, να ’χουμε το χειμώνα κάποια διατροφή καλή. Τέτοια πράγματα. Να δώσεις στους φίλους σου λίγα μανιτάρια. Να τους κάνεις πεσκέσι που λέμε. Να πας κάποιον να σε βοηθήσει. Να τον δώσεις μανιτάρια, να σου δώσει κάτι άλλο, κάπως έτσι, ένα αλισβερίσι να γίνεται. Είναι κάτι καλό. Κάτι έντονο καλό και κάτι που δεν μπορεί να το ξεχάσεις. Δεν μπορεί να τ' αφήσεις. Δεν μπορώ, δεν μπορώ, τρελαίνεσαι. Δηλαδή εγώ σκέφτομαι τώρα που μιλάμε, τώρα αυτή τη στιγμή, λέω: «Που θα πάω αύριο;» Σκέφτομαι να πάω για την Calocybe gambosa, που τώρα ξεκινάει. Έχει ξεκινήσει εγώ πιστεύω, γιατί άλλες χρονιές… Φέτος ήτανε ο χειμώνας λίγο πιο όψιμος, λίγο πιο βαρύς. Ίσως να πάμε πολύ πίσω ακόμα, αλλά τέτοιον καιρό μάζευα. Μου θυμίζει ότι πρέπει… Γιατί ο συλλέκτης έτσι πάει, έχει το μυαλό του, σκέφτεται. Μετράει 13 μέρες παράδειγμα από μία βροχή. Πρέπει να ξέρεις ακριβώς σαν συλλέκτης πόσες μέρες έβρεξε. 13 μέρες. Μετά τη 14η θα πας. Να είσαι σίγουρος ότι θα βρεις. Για να μην πας την 6η μέρα μετά τη βροχή ή την έβδομη, γιατί θα φας, θα πατήσεις μπάκακα που λέμε. Θα φας φόλα. Κάπως έτσι η ονομασία, έτσι όπως μιλάμε, μιλάμε και λίγο λαϊκά εμείς, καταλαβαίνεις. Θα πατήσεις μπάκακα. Δηλαδή, θα την πατήσεις. Λάθος θα πας. Τζάμπα οι βενζίνες που λέμε.
Ωραία. Αυτά ήθελα εγώ να σας ρωτήσω. Σας ευχαριστώ πολύ.
Παρακαλώ.
Summary
Ο Ακρίτας Εμπρικίδης μιλάει για το χόμπι του, τη συλλογή μανιταριών. Αναφέρεται στο πώς μυήθηκε στο χόμπι αυτό από τον Γιώργο Κωνσταντινίδη, με τον οποίο υπήρξαν και μουσικοί συνοδοιπόροι, για το πώς ξεκίνησε να αναγνωρίζει μόνος του τα πρώτα εδώδιμα μανιτάρια και για το πώς κατέληξε να γίνει ένας από τους πλέον φανατικούς μανιταροσυλλέκτες της περιοχής.
Narrators
Ακρίτας Εμπρικίδης
Field Reporters
Αθανάσιος Λέτσιος
Tags
Interview Date
10/04/2022
Duration
79'
Interview Notes
Ο Aφηγητής είναι γνωστός με τον πατέρα του Ερευνητή.
Summary
Ο Ακρίτας Εμπρικίδης μιλάει για το χόμπι του, τη συλλογή μανιταριών. Αναφέρεται στο πώς μυήθηκε στο χόμπι αυτό από τον Γιώργο Κωνσταντινίδη, με τον οποίο υπήρξαν και μουσικοί συνοδοιπόροι, για το πώς ξεκίνησε να αναγνωρίζει μόνος του τα πρώτα εδώδιμα μανιτάρια και για το πώς κατέληξε να γίνει ένας από τους πλέον φανατικούς μανιταροσυλλέκτες της περιοχής.
Narrators
Ακρίτας Εμπρικίδης
Field Reporters
Αθανάσιος Λέτσιος
Tags
Interview Date
10/04/2022
Duration
79'
Interview Notes
Ο Aφηγητής είναι γνωστός με τον πατέρα του Ερευνητή.