Αεροπορία, θέατρο, ζωγραφική: Τρία στη συσκευασία του ενός
Segment 1
Μια πορεία ζωής
00:00:00 - 00:21:08
Partial Transcript
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Εγώ ονομάζομαι Μαρίνα Καζόλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα βρισκόμαστε στο σπίτι του Γιώργου του Καρι…ίδες, εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Το πρώτο επάγγελμα, να κάνουμε κάτι, γιατί ζώντας στη φτώχεια και την ανασφάλεια, εντελώς ανασφάλεια.
Lead to transcriptSegment 2
Παιδικά χρόνια στη μετεμφυλιακή Λήμνο
00:21:08 - 00:25:46
Partial Transcript
Θυμάμαι τότε στα μπακάλικα υπήρχε το τεφτέρι, ο βερεσές, εσείς μπορεί να μην το προλάβατε, και πηγαίναμε και παίρναμε πράγματα από το μπακάλ…ς όλα αυτά, παίζουν τεράστιο ρόλο, γιατί μαζί με οποιαδήποτε εξέλιξη, τεχνολογική, οικονομικής φύσεως είναι, εξελίσσονται όλα τα παραδίπλα.
Lead to transcriptTopics
Segment 3
Φοιτητικά xρόνια στην Αθήνα της μεταπολίτευσης, η πρώτη επαφή με το θέατρο και τον κινηματογράφο
00:25:46 - 00:46:44
Partial Transcript
Οι δουλειές, το πώς δουλεύαμε... Το πώς δουλεύαμε. Δηλαδή, όταν πηγαίναμε εμείς τότε στη δουλειά τότε να δουλέψουμε, γκαρσονάκια, ή οτιδήποτ…τα απαραίτητα που ήθελα, την ασφάλεια, γιατί, όπως είπαμε, ήμασταν, έτυχε να προλάβουμε λίγη πίκρα από τη φτώχεια τη μεταπολεμική ας πούμε.
Lead to transcriptSegment 4
Αεροπορία κι εμπειρίες
00:46:44 - 00:51:58
Partial Transcript
Από το άλλο κομμάτι, από την αεροπορία, δεν θεωρείς ότι πήρες επίσης ένα, θέλω να πω, ένα καλό εφόδιο αντίστοιχο ή... Δηλαδή, τι σου έδωσε … κάπως, ή είναι από την άλλη πλευρά θέλω να πω. Κάπως υπήρξε ένας συνδυασμός. Είναι από την άλλη πλευρά. Είναι αντίθεση. Είναι αντίθετα.
Lead to transcriptTopics
Segment 5
Η αγάπη για τη ζωγραφική
00:51:58 - 01:13:14
Partial Transcript
Δεν μου είπες μέσα σε όλα αυτά, γιατί, εκτός από το θέατρο, είχες και τη ζωγραφική. Η οποία είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, το ξέρω κι εγώ δηλαδή… είπαμε, τις ώρες εκείνες που ήμουνα μέσα κλεισμένος στο στρατόπεδο, γιατί μας κλείνανε καμιά φορά και μέρες λόγω ασκήσεων και κάτι τέτοια.
Lead to transcriptTopics
Segment 6
Αεροπορία, ζωγραφική και θέατρο, ο συνδυασμός
01:13:14 - 01:22:32
Partial Transcript
Ήμουνα μία φορά, θα σου πω κάτι να γελάσεις, στο Κέντρο Επιχειρήσεων. Σοβαρή υπηρεσία, ε; Εντάξει, ζωγραφίζω το βράδυ, κοιμάμαι. Έλα όμως, π…ζε ότι θα αναφερθούμε στο πανηγύρι. Όμως αυτοί βρήκαν στοιχεία δικά τους μέσα. Βλέπεις τι γίνεται στη ζωή; Πόσα περίεργα πράγματα ας πούμε;
Lead to transcriptTopics
Segment 7
Ερασιτεχνικό θέατρο στη Λήμνο
01:22:32 - 01:44:06
Partial Transcript
Όλη αυτή η σχέση με το θέατρο, εδώ στη Λήμνο- Ναι, εδώ στη Λήμνο, μεγάλη ιστορία. Μεγάλη ιστορία. Είναι μεγάλη ιστορία, νομίζω ότι μπορεί…, να το ψάχνουμε. Να το παλεύουμε. Να το παλεύουμε. Να το παλεύουμε. Γιώργο, ευχαριστούμε πάρα πολύ, ευχαριστούμε. Τίποτα, παρακαλούμε.
Lead to transcriptTopics
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Εγώ ονομάζομαι Μαρίνα Καζόλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα βρισκόμαστε στο σπίτι του Γιώργου του Καριακλή και είμαστε εδώ για να ξεκινήσουμε μία συνέντευξη, μία όμορφη συνέντευξη. Γιώργο;
Nαι!
Θέλεις να μας πεις κάποια πράγματα, έτσι, για σένα, για τη ζωή σου;
Ναι, εγώ, λοιπόν, είμαι ο Γιώργος ο Καριακλής, και στο σπίτι μου που είμαστε, είμαστε στο Ανδρώνι, της Μύρινας.
Είμαστε στο Ανδρώνι.
Να μιλήσω για τη ζωή μου, ας βάλουμε και το μου, γενικά. Να πω ότι γεννήθηκα εδώ, στο νησί αυτό της Λήμνου, στο νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, το 1956, 20 Ιουλίου, καλοκαίρι, καλοκαιρινός, από γονείς η μάνα μου ήταν από το Κοντοπούλι και ψάχνοντας να βρω τις ρίζες της, είναι εκεί, οι παππούδες της δηλαδή και οι προπαππούδες της, Κοντοπούλι, ενώ ο προπάππος του πατέρα μου, από ό,τι μου έλεγε, είχε έρθει εδώ στο νησί από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Μίξη δηλαδή. Ο πατέρας μου ζούσε στο Ανδρώνι, η μάνα μου στο Κοντοπούλι, παντρεύτηκαν κι έζησαν στο Ανδρώνι. Το 1956 λοιπόν, όταν γεννήθηκα εγώ, και πολλά χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι κάποιοι απ' εμάς, όσοι γεννιόμασταν δηλαδή εκεί τη δεκαετία του '50, και λέω κάποιοι απ' εμάς, γιατί πιστεύω ότι δεν αφορούν όλους, πρόλαβαν, ας πούμε, αρκετή φτώχεια. Εγώ την πρόλαβα, την έζησα τη φτώχεια δηλαδή μέχρι δώδεκα χρόνων δεν είχαμε ρεύμα στο σπίτι εδώ, σε ένα παλιό σπίτι που είχανε εγκαταλείψει οι Τούρκοι το 1912 και μετά, αρκετά σπίτια εδώ στο Ανδρώνι, και μετά το δικαίωμα χρησικτησίας που έκανε η κυβέρνηση η ελληνική αποκτήθηκαν από τους Έλληνες. Δεν είχαμε ρεύμα, λοιπόν, σε αυτά τα σπίτια, μέχρι το 1912. Υπήρχε μία μηχανή ιδιωτική στη Μύρινα που έδινε, πουλούσε ρεύμα σε κάποιους προνομιούχους της πόλης, τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν ρεύμα. Μέχρι τότε ήμασταν με ένα ψυγείο που βάζαμε πάγο μέσα τυλιγμένο σε ένα τσουβάλι, που μας τον έφερνε ο παγωτατζής, για να έχουμε λίγο κρύο νερό το καλοκαίρι, είχαμε το καφάσι, δηλαδή ένα μεταλλικό ντουλάπι που κρεμόταν στην οροφή του σπιτιού, για να βάζουμε κάποια πραγματάκια, όπως επίσης είχαμε την γκανιά, ένα μεγάλο ξύλο, το οποίο και αυτό κρεμόταν από τα δοκάρια της σκεπής και βάζαν απάνω τα ψωμιά οι μάνες μας. Όλα αυτά, βέβαια, για να προστατευτούν από διάφορους άλλους κατοίκους του πλανήτη, ας πούμε, που ήθελαν σώνει και καλά να ζούνε μαζί μας. Εγώ, λοιπόν, και για να είμαι ειλικρινής το λέω αυτό, γιατί θυμάμαι και παιδιά, φίλους μου που δεν ήταν σε τόσο δύσκολη κατάσταση, αλλά οι μισοί τουλάχιστον, να μην πω και παραπάνω, προλάβαμε αυτή τη φτώχεια, που να δουλεύει και ο μπαμπάς και η μαμά, είτε στο Εκκοκκιστήριο της Γεωργικής Ένωσης, τον χειμώνα και οι δύο, είτε το καλοκαίρι στα πρώτα ξενοδοχεία που άνοιξαν και πρωτοφάνηκε ο τουρισμός, όπως ήταν τα Ελβετικά τότε, και σε διάφορες άλλες δουλειές του καλοκαιριού. Οπότε τα τρία παιδιά λοιπόν, ήμουνα εγώ και οι δύο αδερφές μου, θυμάμαι πάρα πολλές ώρες να είμαστε μόνοι μας και να προσπαθούμε να επιβιώσουμε μαγειρεύοντας, αλλά και παίζοντας και πηγαίνοντας σχολείο. Παρόλα αυτά, όταν θυμόμαστε αυτά τα χρόνια, τα θυμόμαστε με νοσταλγία, με αγάπη, παίζαμε, ήμασταν πολύ ελεύθεροι, παίζαμε πολλά παιχνίδια, ομαδικά, έξω στο πάρκο Ανδρωνίου, στους δρόμους, σε αλάνες, όπου βρίσκαμε, τον χειμώνα, την άνοιξη, το φθινόπωρο και το καλοκαίρι, από τον Μάιο και μετά, όλα αυτά τα παιχνίδια μετακομιζόταν προς την παραλία, γινόταν παραθαλάσσια, beach, πάνω στην αμμουδιά. Έτσι περνούσε ο καιρός, μέχρι που σιγά-σιγά, όπως είπα το '68, κατάφεραν οι γονείς μου πουλώντας κάποια κτήματα που είχαν στο Κοντοπούλι, η μάνα μου, να φτιάξουν ένα σπίτι εδώ στο Κοντοπούλι και εκεί πρωτοείδα εγώ διακόπτη και άναψα φως θυμάμαι, δηλαδή τον Φεβρουάριο, μετά τον μεγάλο σεισμό, τότε που κατέστρεψε και τον Άγιο Ευστράτιο και το Πεδινό, αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε πολύ πρόωρα σε αυτό το σπίτι, για να φύγουμε από το παλιό εδώ, το οποίο ήταν ετοιμόρροπο από ό,τι λέγαμε τότε και θα μας πλάκωνε, φύγαμε, πήγαμε εκεί, σχεδόν καραγιαπί κι εκεί πρωτοείδα διακόπτη και άναψα ρεύμα. Τον ανοίγαμε και τον κλείναμε για πολλές ώρες, με τις αδερφές μου θυμάμαι, παίζαμε με τον διακόπτη ανάβοντας και σβήνοντας το φως. Ε, το σχολείο, στο σχολείο μαθητές, όσο μπορούσαν βοηθούσαν και οι γονείς, η μάνα μου ειδικά θυμάμαι που προσπαθούσε να μας βοηθήσει πολύ στα μαθήματα. Θυμάμαι, όταν πήγα εγώ στο δημοτικό, να ξέρω όλη την Οδύσσεια, έλεγα, ναι, πού την ξέρω, μου την είχε πει η μάνα μου σε στυλ παραμυθιού, όλες τις περιπέτειες του Οδυσσέα, ναι. Και από ό,τι μου έλεγε μετά μία συμμαθήτριά της πολλά χρόνια αργότερα μιλώντας με μία συμμαθήτριά της στο ραδιόφωνο, γιατί πέρασα κι από εκεί κάνοντας εκπομπές και μιλώντας με όλους τους κάτοικους εδώ του νησιού, μου είχε πει ότι η μάνα μου ήταν μία πάρα πολύ καλή μαθήτρια στο σχολείο, ότι έκανε πολύ έτσι στοχευμένες ερωτήσεις στον δάσκαλο και ότι, αν υπήρχαν τα μέσα τότε και υπήρχε ο τρόπος, θα μπορούσε να είχε σπουδάσει και να είχε γίνει κάτι. Άρα πηγαίνοντας στο σχολείο ήξερα λοιπόν την Οδύσσεια, τη μυθολογία, άρα ήμουνα καλός σε αυτό, αλλά πολύ καλός θυμάμαι ήμουνα στο μάθημα της γεωμετρίας, πάντα. Ήταν τα τεχνικά αργότερα στο γυμνάσιο, δεν κάναμε τεχνικά στο δημοτικό, όχι, και στο δημοτικό μάς βάζανε και ζωγραφίζαμε. Εκεί λοιπόν πρωτοανακάλυψα ότι κάτι γίνεται με τη ζωγραφική στο σχολείο, κατάλαβα γιατί σύγκρινα τον εαυτό μου και με τους άλλους, μέχρι τότε δεν τον σύγκρινα. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει, βέβαια πριν πάω στο νηπιαγωγείο, ότι: «Αυτό το παιδί κάτι έχει», έβλεπε το χέρι μου φαίνεται που ζωγράφιζε με κανένα κεραμίδι που έπιανα και τα λοιπά κι έλεγε ότι κάτι έχει το χέρι μου, εγώ δεν έδινα σημασία, νόμιζα ότι το έλεγε έτσι, για να καμαρώσει, ότι εγώ είχα πάρει ένα κεραμίδι και προσπαθούσα να ζωγραφίζω πάνω σε ένα τσιμέντο. Εκεί, όμως, στο νηπιαγωγείο κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει, γιατί η νηπιαγωγός μου δίνει μία μέρα στην πρώτη εθνική εορτή, θυμάμαι, που ζήσαμε σαν παιδιά, 28η Οκτωβρίου θυμάμαι ήταν και 25η Μαρτίου μετά στο νηπιαγωγείο, μου δίνει ένα κουτί από κιμωλίες διαφορετικών χρωμάτων και μου λέει: «Σήμερα εσύ, Γιώργο, για τη γιορτή, που γιορτάζουμε, ξέρω 'γώ, την απελευθέρωση την τάδε από τους Τούρκους, από τον τουρκικό ζυγό ή από τη γερμανική μπότα, θα ζωγραφίσεις ό,τι θέλεις πάνω στον πίνακα». Και θυμάμαι εγώ όλη τη μέρα να ζωγραφίζω με τις κιμωλίες πάνω στον πίνακα. Αυτό το έψαξα, όταν ρωτούσαν πολλοί: «Από πότε ζωγραφίζεις;» και βρήκα ότι ζωγραφίζω από πάντα. Λοιπόν, γεωμετρία, και γεωμετρία που έχει άμεση σχέση με όλα αυτά, κι εκεί πολύ καλός, στα άλλα μαθήματα, εντάξει, μαλαγανιές από 'δώ κι από 'κεί, ξέρεις, λίγο να διαβάσουμε για να το ξεπεράσουμε. Θυμάμαι την καθηγήτρια, αυτές τις μέρες μας άφησε κιόλας, την κυρία Δεμερτζή, να είναι εκεί στον πίνακα και να παραδίδει γεωμετρία, στο γυμνάσιο αργότερα, να λέει, να γράφει, γωνίες, να σχηματίζει και στο τέλος της άσκησης να λέει: «Και τι σχέση έχουν αυτές οι δύο γωνίες;», να την κοιτάνε όλοι και εγώ να σηκώνω το χέρι μου και να γυρνάνε όλοι να με κοιτάνε και να απαντάω σωστά και να μένει αυτή με ανοιχτό το στόμα. Δηλαδή αυτό το μάθημα με τράβαγε, από τα λίγα. Τελειώνει το σχολείο, τελειώνουν τα παιχνίδια, η ξεγνοιασιά, τα καλοκαίρια... Α, να πούμε ότι, από μικρός, είχαμε όλα τα παιδιά τότε, -πάλι λέω όλα, το παρακάνω, όχι όλα- τα περισσότερα παιδιά, βγαίναμε στη δουλειά από νωρίς. Κάποια όχι, από ό,τι θυμάμαι, για να είμαι ειλικρινής, κάποια βγήκαν αργότερα, ας πούμε, στη δουλειά και ίσως να ήταν και πιο σωστό αυτό, γιατί γίναν και πιο δουλευταράδες από εμάς από ό,τι έχω παρατηρήσει. Εμείς από εννιά-δέκα χρόνων, με πήρε ο πατέρας μου, βοηθός γκαρσονάκι ήμουνα, δούλευα, από εννιά-δέκα χρονών είχα μάθει να έχω το δικό μου χαρτζιλίκι, να τα βγάζω πέρα μόνος μου και το καμάρωνα αυτό το πράγμα. Ώσπου τελειώνει το σχολείο και τώρα λέω: «Αμάν!». Νιώθω έναν μετεωρισμό, πώς να το πω, δηλαδή τελείωσε κάτι, το οποίο ειλικρινά δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα τελειώσει. Νόμιζα ότι θα ήταν πάντα έτσι. Οι χειμώνες, χειμώνες, μαθητής και τα καλοκαίρια, ξεγνοιασιά, δουλειά και λίγη ξενοιασιά και αυτό. Ένιωσα να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια μου, λέω: «Και τώρα; Κάτι να κάνουμε, τι θα κάνουμε;». Πήγα έναν χρόνο στην Αθήνα μαζί με τους άλλους που είχαμε τελειώσει όλοι μαζί, τον Λάμπρο, τον Σταύρο, τους γνωστούς εδώ Αντρωνιάτες, τον Ηλία, τον Παντελή. Έναν χρόνο πήγα στην Αθήνα για να δω τι θα κάνω, να σκεφτώ. Είδα πώς ζούσαν οι φοιτητές, είδα ότι εγώ δεν μου ταίριαζε αυτό, να γίνω φοιτητής για τέσσερα-πέντε χρόνια, όχι, ήθελα κάτι πιο, πιο σίγουρο, πιο ασφαλές, πιο γρήγορο, για να συνεχίσω να έχω το δικό μου χαρτζιλίκι, πιθανόν να έπαιξε αυτό πολύ μεγάλο ρόλο, το να έχω δικό μου, ας πούμε, κουρμπανά, πώς το λέγανε τότε. Όχι, αλλιώς το λέγανε, τα δένανε μες στο μαντήλι, κουμπανά, κάπως έτσι, τέλος πάντων, τα δένανε μες στο μαντήλι τα λεφτά, και ψάχνοντας από 'δώ-. Α! Επίσης το μεγάλο μου «θέλω» κατάλαβα τότε, εκείνο τον χρόνο στην Αθήνα ήταν, αμέσως μετά το Πολυτεχνείο κατέβηκα εγώ στην Αθήνα. Θυμάμαι με πήγε, πρώτος σταθμός από τον Πειραιά με το καράβι ήταν Πολυτεχνείο και Μινιόν. Αυτά τα δύο πράγματα να πάνε να μου δείξουν. Και το Πολυτεχνείο ακόμα έβγαζε καπνούς, θυμάμαι, είχαν γίνει και κάποια άλλα επεισόδια τις επόμενες μέρες και θυμάμαι που από τη σκεπή έβγαινε λίγος καπνός και η πόρτα ήταν ακόμα εκεί πεσμένη. Βλέποντας, λοιπόν, όλο αυτό, πιάναμε και από 'δώ και από 'κεί δουλειές με τους άλλους εκεί παρέα, πηγαίναμε μόνο παρέα, μόνοι μας δεν πηγαίναμε για δουλειά, είπα: «Όχι, εγώ θέλω να ζήσω στη Λήμνο», εδώ ακριβώς γεννήθηκα, σε αυτό το σημείο που μιλάμε τώρα, οπότε τη θέα τη βλέπεις, ίσως να έπαιξε ρόλο και η θέα. Πάντα έβλεπα έναν εφιάλτη, ας το πούμε ένα όνειρο, πάντα, και στη σχολή, ότι εγώ ξαναγύρναγα εδώ και ξαναέφτιαχνα εκείνο το παλιό το σπίτι που αφήσαμε, το λέγ[00:10:00]αμε: «Το παλιόσπιτο». Και όντως οι αδερφές μου πήραν το καινούργιο το σπίτι, το μοιράστηκαν, και εμένα μου λένε: «Πάρε και εσύ το παλιόσπιτο». Δεν υπήρχε δρόμος να ανέβουμε, με πολλή δυσκολία φτιάξαμε μετά το σπίτι. Με αυτή λοιπόν, με αυτό το πολύ μεγάλο «θέλω» που με τραβούσε από το μανίκι πολύ επιτακτικά, είδα ότι για να έρθω να ζήσω στη Λήμνο τότε, το 1975-76, που τελειώσαμε ήταν ο στρατός. Η αεροπορία τότε είχε τρεις-τέσσερις μονάδες πάνω στο νησί, ίσως αν πήγαινα στο πεζικό μπορεί να μην άντεχα, λέω εγώ, αποφάσισα, λοιπόν, να πάω στη σχολή Τεχνικών Υπαξιωματικών Αεροπορίας. Ανασύνταξα τις δυνάμεις μου, γιατί έναν χρόνο τα είχα παρατήσει και τα γράμματα και όλα, έδωσα εξετάσεις, πέρασα, δύο χρόνια μέσα στη σχολή, όπου εκεί μπαίνοντας ήδη περνάμε ένα χιλιάρικο, χίλιες δραχμές το μήνα, αμέσως ένιωσα αυτό που έψαχνα, την ανεξαρτησία. Ερχόμασταν άδεια, τέσσερις-πέντε μέρες τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το καλοκαίρι, δύο χρονιές αυτό, τελειώσαμε, διορίστηκα εδώ και από τότε έζησα συνεχόμενα μέχρι σήμερα εδώ, εκτός από δύο φορές που πήρα δύο μεταθέσεις, την μία την είχα ζητήσει εγώ, γιατί τα παιδιά σπούδαζαν Αθήνα και Πάτρα και δεν βγαίναμε οικονομικά, οπότε έπρεπε να πάω στο ένα κοντά και πήγα στη μικρή που ήταν στην Αθήνα, ενώ την πρώτη φορά δεν τη ζήτησα τη μετάθεση, έφυγα επειδή είχα μπλέξει και με το ραδιόφωνο και έκανα κάποιες εκπομπές και επειδή είχα πει τότε ότι: «Μάπα μας βγήκε το καρπούζι», ότι είπε μία γιαγιά, σε μία σατυρική μου εκπομπή, ήταν το 1990, το '91 το καλοκαίρι, το είχα πει μες στον χειμώνα, απαίτησε ένας συνάδελφος, ο οποίος είχε αναλάβει την ασφάλεια του Γ.Ε.Α., ότι έπρεπε να μετατεθώ εγώ από 'δώ, γιατί δεν άρμοζε ένας-, είχα γίνει σχεδόν τότε αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, να βάλεται κατά της κυβερνήσεως. Και Βρέθηκα στην Ανδραβίδα. Εκεί μείναμε τρία χρόνια, με τα καλά και με τα άσχημα, ένιωσα έξω από τον χώρο μου, ήταν πολύ σκληρό το ξεκίνημα, η αρχή, το ταρακούνημα, το σοκ, η γροθιά στο στομάχι που λένε, ενώ πήγαινα με χαρά και τραλαλά, ένιωσα τη γροθιά, αλλά στην πορεία κατάφερα πάλι να ριζωθώ δηλαδή κι εκεί και να γίνω κάποιος, γιατί εδώ ήμουνα κάτι, ένιωθα ότι στις μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας με ξέρανε και τους ήξερα κι εγώ κι ήξερα τα προβλήματα κι ένιωθα ότι πρόσφερα αρκετά πράγματα, στην αρχή εκεί ένιωθα ότι δεν ήμουνα τίποτα, ότι ήμουνα απλώς ένας κρίκος της αλυσίδας. Αλλά στην πορεία κατάφερα να γίνω κάτι πιο δυνατό κι αυτό μέσα από τη ζωγραφική, το κατάφερα και αυτό, ας είναι καλά ο διοικητής τότε που το εκτίμησε αυτό το πράγμα ή το εκμεταλλεύτηκε, εντός εισαγωγικών, και με τη ζωγραφική κατάφερα, όμως και με τη δουλειά, δεν είναι μόνο η ζωγραφική, και με τη δουλειά και με τη στάση γενικά την ανθρώπινη κατάφερα να ξανακερδίσω το χαμένο έδαφος, αυτό που ένιωσα να χάνεται βρισκόμενος εκεί. Ε, πέρασαν όλα αυτά, ήταν δεκαετίες δύσκολες, ήταν διχασμοί μεγάλοι, ήταν η δεκαετία του '80, και του '90, τότε με τον πολύ κομματικό, έτσι διπολισμό, που κάποιοι συνάδελφοι μέσα στην Πολεμική Αεροπορία φανατίζονταν, κακώς, και νόμιζαν ότι με αυτόν τον φανατισμό θα διορθωθούν πράγματα, εγώ δεν το πίστευα ποτέ. Α, και η μεγάλη πλάκα ήταν ότι, όταν άλλαξαν οι κυβερνήσεις, το '93, και όλοι οι διωγμένοι από τα νησιά τους και από τα σπίτια τους ξαναεπανήλθαν, εγώ έμεινα κούκος που λένε, δηλαδή, γιατί εγώ δεν είχα φύγει για αυτό καθεαυτό κομματικούς λόγους, είχα φύγει γιατί είχα σατιρίσει τον τότε πρωθυπουργό της χώρας σε μία σατιρική εκπομπή, άρα... Και εξάλλου ήξεραν για μένα, ότι δεν είμαι με τον, ξέρω 'γώ, πράσινος ούτε μπλε. Αλλά ευτυχώς ένας καλός συνάδελφος, ώρα του καλή, Νίκος το μικρό του, ας μην πούμε το επώνυμό του, μπορεί να μην θέλει ο άνθρωπος, που είχε πάει στο Γ.Ε.Α., όταν το είδε αυτό να συμβαίνει, αντιτάχθηκε και είπε ότι: «Τι θέλετε κι εμείς ίδιοι με τους άλλους να είμαστε; Όχι. Ο Γιώργος πρέπει να πάει στον τόπο του». Και με ξαναέφεραν πάλι στον τόπο μου. Πέρασαν τα χρόνια, βγήκαμε στη σύνταξη. Μία πορεία ζωής που θα έλεγα, υπάρχουν και στιγμές που λέω, που με δικαιώνει, που λέω: «Καλά έκανα τότε και πήρα αυτή την απόφαση, καλά έκανα και ασχολήθηκα με αυτό» και υπάρχουν και πίκρες αναμνήσεις που λες: «Ρε γαμώτο, αν δεν το είχα κάνει έτσι», πιστεύω συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, «Αν δεν το είχα πει, αν δεν το είχα πει αλλιώς». Δεν νομίζω όμως να μετανιώνω για κάτι τόσο τρανταχτό. Όχι. Δε νομίζω. Μέσα από τη ζωγραφική, όμως, προέκυψε, βλέποντάς με οι φίλοι μου, οι παιδικοί, που με ήξεραν να ζωγραφίζω, μου πρότειναν να κάνω ένα σκηνικό για το θέατρο. Για «Το τρομπόνι» του Ψαθά. Ήταν ο Ηλίας ο Αναγνωστάκης τότε, σκηνοθέτης. Η πρώτη μου επαφή, λοιπόν, με το ερασιτεχνικό θέατρο ξεκίνησε λόγω της ζωγραφικής θα έλεγα και αμέσως μετά, όταν ιδρύσαμε, το '87 έγινε αυτό, γιατί είχαμε έναν ενδοιασμό, να, είδες, απόδειξη ότι πρόσεχα και λίγο, δεν ήμουνα και τόσο, ότι επειδή οι πολιτιστικοί σύλλογοι τότε ήταν ενταγμένοι κάτω από ένα κομματικό, μία κομματική ομπρέλα, είχα έναν δισταγμό να πάω φανερά να ενταχθώ σε έναν πολιτιστικό σύλλογο, γιατί θα με χαρακτήριζαν και μετά δεν θα μπορούσα να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Γιατί εγώ, η αλήθεια είναι ότι πάντα είχα τις αμφιβολίες μου για κάποια πράγματα, οπότε λέω γιατί να, αφού δεν... Παρόλα αυτά, βοήθησα τα παιδιά με τη ζωγραφική το '87. Το 1989 ανοίγουμε τον πρώτο τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, το «Ράδιο Λήμνος», κι επειδή, πάλι από την παρέα, έτσι γίνονται όλα, από την παρέα ξεκινούν, από τους φίλους, ήξεραν ότι εγώ κάνω κάποιες μιμήσεις, ότι μιμούμαι εύκολα πράγματα, ανθρώπους και τα λοιπά, τις φωνές τους, τις κινήσεις τους, μου πρότειναν να κάνω μία σατιρική εκπομπή στο ραδιόφωνο το τοπικό. Ξεκινάει, λοιπόν, αυτή η εκπομπή, μέσα από αυτή την εκπομπή έγινε και η μετάθεση που λέγαμε το '91, αυτά συμβαίνουν το '89, και εκεί γίνεται και η πρόταση: «Έλα να παίξεις και έναν ρόλο». Το '81 είχε ανέβει το ΠΑΣΟΚ. Αυτό συμβαίνει το '89, έχει αρχίσει πια να παίρνει λίγο θάρρος ο κόσμος και να πιστεύει ότι κάτι έχει αλλάξει, δηλαδή κάτι έχει αλλάξει όσον αφορά τις ελευθερίες. Για να σου πω να καταλάβεις, το 1982, το '83, που ίσχυαν ακόμη κάποιοι νόμοι παλιοί, εγώ για να παντρευτώ την κυρία Σούλα, που τη γνωρίζεις, έπρεπε να μου δώσει άδεια το Γ.Ε.Α., το Γενικό Αρχηγείο Αεροπορίας. Έχω ακόμα την αίτηση που έχω κάνει. Και τι εξέταζε τότε το Γενικό Επιτελείο της Αεροπορίας; Εξέταζε το ποινικό μητρώο της, να είναι καθαρό, ναι, να μην έχει χειροκροτήσει ο πατέρας της ή ο παππούς της σε κάποια συγκέντρωση πολιτική κάποιον ομιλητή. Ναι. Και το δεύτερον, υπογράφω σε ένα χαρτί ότι παίρνω προίκα πάνω από εξακόσιες χιλιάδες τότε που ήταν καλά λεφτά, δραχμές. Κάτω από αυτούς τους δύο όρους δόθηκε η άδεια για να παντρευτώ. Ναι. Ερχόμενο το ΠΑΣΟΚ και βλέποντας αυτά τα πράγματα, πρέπει να ειπωθούν κάποτε αυτά, γιατί εγώ τα λέω, αλλά κάποιοι λένε ότι: «Όχι, μωρέ, είχε ωριμάσει η εποχή και έπρεπε να, ήταν η ώρα τους να καταργηθούν». Δεν νομίζω, αν συνεχιζόταν κάπως τα πράγματα, θα καταργιόντουσαν κάποτε, αλλά ίσως πιο πέρα, πιο ύστερα. Τότε λοιπόν, το '83-'84, αρχίζει, τα βλέπει αυτά, ήταν βασιλικά διατάγματα για να καταλάβεις, και αρχίζει να τα καταργεί, να τα βγάζει στην άκρη, οπότε και πολλοί συνάδελφοι που είχαν παντρευτεί παράνομα, εγκρίνουν τους γάμους τους. Δεν έπαιρναν επίδομα παντρεμένου, έπαιρναν μόνο το δικό τους, το ατομικό, ενώ αν παντρευόσουν, έπαιρνες και κάτι παραπάνω, γιατί είχες και τη γυναίκα να θρέψεις, ναι. Αναγνώρισαν τους γάμους τους κάποιοι που ήταν πιο τολμηροί, ενώ τους έλεγαν: «Όχι», τους είχαν παντρευτεί, ξέρω και μία περίπτωση εδώ από το νησί. Τέλος πάντων. Άρα πλησιάζοντας τώρα στο '89, έχουν ελευθερωθεί κάπως τα πράγματα και τολμώ λοιπόν κι εγώ να πάω στο θέατρο, δηλαδή έχουμε ένα καθεστώς τότε, ένα κυβερνητικό καθεστώς, πολιτικό καθεστώς, που λέει: «Ελευθερία, ρε παιδιά, είμαστε ελεύθεροι, μιλάτε, δεν τρέχει τίποτα». Βγαίνουν οι πρώτες καυτές σατιρικές εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, όπως αυτές του Χάρρυ Κλυνν, αργότερα του Λαζόπουλου που σιγά-σιγά ξεκινούσε, που λέγανε πράγματα, πάω κι εγώ και παίζω θέατρο. Ο πρώτος ο ρόλος είναι το Κολλητήρι νομίζω, στον «Καραγκιόζη παραλίγο βεζύρης», αν θυμάμαι καλά, μετά ένας τρελός στο «Το κορίτσι με το κορδελάκι», και από 'κεί και πέρα δένω και με το θέατρο. Γιατί εγώ τι πιστεύω, όποιος είναι καλλιτέχνης σε κάτι, μπορεί να μην είναι και κανόνας τώρα αυτό που λέω, γιατί φέρνω κάποια παραδείγματα μέσα στο μυαλό μου και μερικές φορές το απορρίπτω, αλλά πολλές φορές αυτός που, ας πούμε, ζωγραφίζει, ή τραγουδάει, ή παίζει ένα όργανο, λίγο-πολύ έχει ένα άρπαγμα και προς τις άλλες μορφές τέχνης, θα το έχεις παρατηρήσει κι εσύ αυτό το πράγμα. Κι εκεί, λοιπόν, ήρθε και έδεσε το πράγμα. Μείναμε και στο ερασιτεχνικό θέατρο του Μ.Ε.Α.Σ. Λήμνος εδώ και από τότε μέχρι σήμερα είμαστε ενεργά μέλη. Είτε σαν ηθοποιοί, είτε σαν σκηνογράφοι, είτε σαν σκηνοθέτες, είτε σαν παρέα μόνο απλή, συμβαίνει κι αυτό, πάντα είμαστε κοντά στην ομάδα. Αυτά[00:20:00] είναι έτσι, με λίγα λόγια ένας κύκλος ζωής, δηλαδή ήμουνα ένας αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας του οποίου, μου άρεσε πάρα πολύ να ζωγραφίζω, αυτό από μικρό παιδί, και αργότερα, στην πορεία ανακαλύπτω και το θέατρο, το οποίο γίνεται και αυτό ένα πράγμα. Άρα είμαι τρία, στη συσκευασία του ενός. Χωρίς το ένα, αυτά τα λέει και ο Χρήστος ο Μπουλώτης σε μία παράσταση που θα κάνουμε, τώρα, αυτές τις μέρες, ετοιμάζουμε αφιέρωμα στον Χρήστο Μπουλώτη -κακώς το λέω, γιατί θέλουμε να το κάνουμε και έκπληξη,- αλλά, εντάξει, δεν θα το μάθει. Τρία στη συσκευασία του ενός, πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην είχε παίξει ποτέ θέατρο, να μην είχε ζωγραφίσει, δεν μπορώ να το φανταστώ. Βέβαια τα δύο έγιναν από κάτω επιλογές άλλων συνθηκών και πραγμάτων, ενώ το πρώτο, είδες, εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Το πρώτο επάγγελμα, να κάνουμε κάτι, γιατί ζώντας στη φτώχεια και την ανασφάλεια, εντελώς ανασφάλεια.
Θυμάμαι τότε στα μπακάλικα υπήρχε το τεφτέρι, ο βερεσές, εσείς μπορεί να μην το προλάβατε, και πηγαίναμε και παίρναμε πράγματα από το μπακάλικο και μας τα γράφανε στο βιβλιαράκι. Και κάθε βδομάδα, κάθε δεκαπέντε, μου έδινε ο μπαμπάς μου, κάτι μου έβαζε μέσα στο βιβλιάριο, στο βιβλιαράκι, «Πάρ το, να το αφαιρέσει αυτό ο μπακάλης», και το αφαιρούσε, ξέρω 'γώ, ήταν εκατό δραχμές, διακόσιες, κι έτσι γινόταν η συναλλαγή, αλλά υπήρχε συνεχώς, καμιά φορά ανέβαινε αυτός ο λογαριασμός και δεν είχαμε να δώσουμε και υπήρχε μία στεναχώρια, έβλεπες τον πατέρα μου, «Ωχ πού θα βρω! Αμάν, χρωστάω κι άλλα, δεν φτάνουν!». Δεν μπορώ να το εξηγήσω βέβαια, γιατί τότε οι ανάγκες της ζωής δεν ήταν τόσο μεγάλες, αφού, σου λέω, δεν είχαμε ρεύμα, δεν είχαμε τηλέφωνα, δεν υπήρχαν-, τηλεόραση είδαμε το '68 για πρώτη φορά, σε ένα παγκόσμιο κύπελλο. Ποιο '68, αργότερα ήταν, το '70 ήταν, τον τελικό Βραζιλία-Ιταλία, φύγαμε από τα Ρηχά Νερά, μάθαμε ότι ο Καψής ο Λευτέρης είχε φέρει μία τηλεόραση στην αγορά, την είχε στη βιτρίνα, πιο πολύ ήταν το χιόνι παρά η εικόνα που βλέπαμε και είδαμε το Βραζιλία-Ιταλία, 4-1. Μαγικό, δηλαδή δεν το ξεχνάμε από τότε, όσοι ζήσαμε αυτή τη στιγμή. Δεν ήταν μεγάλες οι ανάγκες, παρόλα αυτά μας πρόλαβε, όπως είπα και στην αρχή, εμάς που, κάποιους, η φτώχεια που προϋπήρξε μετά τον εμφύλιο, γιατί εμείς μπορεί να μην ζήσαμε ούτε κατοχή ούτε εμφύλιο, πολέμους δηλαδή. Τις ακούγαμε, όμως, σαν πολύ κοντινές ιστορίες των γονιών μας και των θείων μας και των παππούδων μας. Αλλά γεννηθήκαμε πολύ κοντά σε αυτή την περίοδο, δηλαδή γεννηθήκαμε πάνω εκεί που πήγε να γίνει μία ανάταση προς τα πάνω, να στηθεί η χώρα, οπότε προλάβαμε την ουρά αυτής της δύσκολης κατάστασης όσον αφορά την οικονομία.
Πιστεύεις ότι σε καθόρισε αυτή η εποχή, δηλαδή αυτή η εποχή της ανέχειας, η εποχή της μεταβολής ουσιαστικά. Δηλαδή ήταν μια εποχή που μεταβλήθηκε κάτι;
Ναι, ναι. Αν με επηρέασε εμένα, λες τώρα.
Ναι.
Ναι, πιστεύω πάρα πολύ βαθιά, διότι όταν ζεις σαν παιδί, η ψυχούλα σου είναι εύπλαστη και βλέπεις ότι τα φέρνουμε δύσκολα τα πράγματα. Θυμάμαι, να σου πω ένα παράδειγμα. Ο πατέρας μου ήταν λίγο πιο έξω καρδιά. Είχε πέντε φράγκα, ήθελε να τα χαλάσει. Η μάνα μου στεναχωριόταν. Και θυμάμαι τη φάση που έρχεται γιορτές, να, Χριστούγεννα ήταν, κόντευαν, σαν και τώρα, κι έρχεται με ένα ραδιόφωνο, AIWA, ενώ για μένα ήταν το μαγικό, ότι θα ακούω μουσική και πίστευα ότι υπήρχαν ανθρωπέλια μικρά μέσα και έπαιζαν μουσική και μετά σταμάταγαν και κάποιος μίλαγε και προσπαθούσα να τα δω από τις τρύπες του, μαγικό. Κοιμόμουν αγκαλιά με το ράδιο. Για τη μάνα μου ήταν ένας πόνος αβάσταχτος για πολλές μέρες. Γιατί έκανε, θυμάμαι, έξι χιλιάδες δραχμές τότε και είχε βάλει γραμμάτια ο πατέρας μου να το ξεχρεώνει και η μάνα μου χτυπιόταν κάτω κι έλεγε: «Αμάν, ωχ, θα πέσει αυτό το σπίτι- πάντα για το παλιόσπιτο- Το καημένο το σπίτι, θα πέσει να μας πλακώσει και εσύ πήγες και με πήρες το ράδιο!». Πώς στεναχωριόταν! Αλλά εμείς δεν μιλάγαμε. Αλλά θυμάμαι, είχαμε μία πνιγμένη χαρά μέσα μας δηλαδή, δεν τη δείχναμε ότι χαιρόμαστε που θα έχουμε ράδιο. Το ανοίγαμε σιγά σιγά σιγά, να ακούμε για να μη τσιτώσει πάλι, τα νεύρα της μάνας μου, που μόλις το άκουγε: «Αυτό το διάβολο, τι μου τον έφερες και πώς θα τον ξεχρεώσουμε και πώς θα κάνουμε». Ζώντας όλα αυτά τα πράγματα σε πλάθει η ζωή έτσι, ούτως ώστε να θες να μπεις, μπορεί και όχι όλους τους ανθρώπους, έτσι; Αλλά εμένα με έφτιαξε, ούτως ώστε να θέλω πολύ γρήγορα να μπω κάτω από μία ασφαλή κατάσταση. Θυμάμαι από πολύ μικρός να περνάω έξω από σπίτια, τότε που λέγαμε τα κάλαντα και να βλέπω μία οικογένεια να κάθεται μέσα σε ένα ζεστό σπίτι και έλεγα: «Πότε θα ζήσω και εγώ έτσι να κάνω...». Ναι, τόσο πολύ από τότε, να πάω να κάνω μία δουλειά, να μπω σε ένα σπίτι, να είναι ζεστό και να είναι όμορφο και να έχω μία οικογένεια. Και ήμουνα δεκατεσσάρων χρόνων, δεκαπέντε; Πάρα πολύ μικρός είχα αυτό, να βρω έναν ασφαλή τρόπο ζωής. Να μπορέσω να ζήσω εγώ και μετέπειτα η οικογένειά μου. Σίγουρα με επηρέασε όλη αυτή η φάση. Και η εξέλιξη της τεχνολογίας. Επίσης όλα αυτά, παίζουν τεράστιο ρόλο, γιατί μαζί με οποιαδήποτε εξέλιξη, τεχνολογική, οικονομικής φύσεως είναι, εξελίσσονται όλα τα παραδίπλα.
Segment 3
Φοιτητικά xρόνια στην Αθήνα της μεταπολίτευσης, η πρώτη επαφή με το θέατρο και τον κινηματογράφο
00:25:46 - 00:46:44
Οι δουλειές, το πώς δουλεύαμε... Το πώς δουλεύαμε. Δηλαδή, όταν πηγαίναμε εμείς τότε στη δουλειά τότε να δουλέψουμε, γκαρσονάκια, ή οτιδήποτε άλλο, δεν συζητάγαμε για ωράρια και τέτοια. «Έλα να δουλέψεις και θα δούμε». Ενώ τώρα, τώρα; Τώρα πάνε να χαλάσουν πάλι τα πράγματα, λάθος το τώρα, το σβήνω. Πριν λίγο καιρό, υπήρχαν οι συμβάσεις, υπήρχε το οκτάωρο, υπήρχε το «Θα σχολάσω 9:00 και όχι 9:30. Και πραγματικά στεναχωριέμαι, όταν πάω και βλέπω καμιά φορά κοπέλες στο σουπερμάρκετ και λέει: «Κλείνουμε στις 9:00». Και είναι 9:30. Και λέω: «Είναι 9:30, γιατί έχετε φώτα;». Λέει: «Σκουπίζουμε», λέω: «Τι έγινε τώρα πάλι;». Εμείς στην Αθήνα τότε, το '75, με τον Λάμπρο, πληρωνόμασταν κάθε βδομάδα, κάθε Σάββατο, ήταν ένα χιλιάρικο, χίλιες δραχμές, και έλεγε το αφεντικό μας ο Νίκος, ώρα του καλή, δεν ξέρω πού να είναι τώρα, «Δεν έχουμε υπερωρίες αυτή την εβδομάδα, δεν έχουμε». «Έχουμε!», έλεγε ο Λάμπρος, «Πού τις έχουμε;» κι έβγαζε ένα διπλωμένο χαρτάκι από την τσέπη του, φτιάχναμε μαξιλάρια για σαλόνια κι έλεγε: «Δευτέρα. Πέντε λεπτά. Τρίτη, δέκα λεπτά. Δέκα και πέντε, δεκαπέντε. Ένα τέταρτο. Τετάρτη. Μας καθυστέρησε άλλα δέκα λεπτά. Ένα τέταρτο και δέκα; Είκοσι λεπτά». Και μαζευόταν μισή ώρα. «Έχουμε μισή ώρα υπερωρία!». Και μία ώρα-, «Ναι;», έλεγε αυτός. Δεν αντιδρούσε ευτυχώς, ήταν εντάξει σε αυτό και παίρναμε την υπερωρία μας, την οποιαδήποτε, ακόμα και τέταρτο, το πληρωνόμασταν, τότε. Ήταν η «μετα-πολυτεχνιακή», εγώ έτσι τη λέω, εποχή.
Και εκείνη ήταν μία μεταβατική περίοδος επίσης;
Εντελώς, εντελώς! Δηλαδή, φαντάσου, τι γινόταν. Υπήρχε το φούντωμα της απαίτησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Δηλαδή δεν υπήρχε εργαζόμενος που να μην νιώθει δυνατός και να απαιτεί. Ήταν μόδα, εντός εισαγωγικών. Μόδα, ρε παιδί μου. Τώρα η μόδα πια είναι; «Α, άμα δεν σου αρέσει, φύγε, γιατί θα έρθει άλλος!». «Μα, μόνο διακόσια ευρώ θα μου δώσεις;», λένε τα παιδιά. «Α, τόσα μπορώ να σου δώσω, δεν μπορώ παραπάνω. Φύγε, θα πάρω άλλον!». Ή παιδιά που ψάχνονται για το τι θα κάνουν, πώς θα επιβιώσουν. Τότε ήταν έτσι αυτή η εποχή. Δέκα λεπτά δούλεψες παραπάνω; Θα τα πληρωθώ. Δεν θες; Σχόλασέ με κανονικά, στην ώρα μου. Κάθε εβδομάδα αυτό. Ήταν και ο Λάμπρος. Αν ήμουν εγώ μόνος μου, πάντα σου λέω πηγαίναμε με παρέες δουλειά εμείς, οι Αντρωνιάτες και οι Λημνιοί εκεί, στην Αθήνα. Αν ήμουνα μόνος μου, που πιθανόν θα είχα δουλέψει μόνο με τον πατέρα μου εδώ, μπορεί να ήμουνα λίγο πιο μαζεμένος. Ο Λάμπρος ήταν ήδη δύο χρόνια στην Αθήνα, είχε φύγει και πήγαινε στο νυχτερινό σχολείο κι ήταν πιο πετσωμένος σε αυτό και είχε κάνει κι άλλες δουλειές, και ήξερε. Ήταν εκεί την ώρα του Πολυτεχνείου. Το Πολυτεχνείο, Μαρίνα, δεν είναι το Πολυτεχνείο. Είναι ένα τσουβάλι, ένας ασκός ιδεών, έτσι, που έσκασε. Με αφορμή αυτό το πράγμα, για μένα αυτό έγινε τότε.
Πώς ήταν η Αθήνα τότε, πώς ήταν τα χρόνια σας εκεί, τα φοιτητικά;
Ήρθαν, λέει, οι εργάτες, οι οικοδόμοι. Έλεγα τότε, παιδί ήμουνα, «Τι δουλειά έχουν οι οικοδόμοι με τους φοιτητές;». Νόμιζα ότι είναι μία πνευματική εξέγερση. Φοιτητές. Πολυτεχνείο. «Ποιοι σπουδάζουν στο Πολυτεχνείο;», ρώταγα, «Οι μηχανικοί;». Όχι. Ήταν ένα σωρό φυλές θα έλεγα εγώ. Λέει: «Ήρθαν οι οικοδόμοι με κάτι σκεπάρνια, ήρθαν οι άλλοι, ήρθαν οι άλλοι». Ήταν ένα κράμα ιδεών μέσα σε έναν ασκό που έσκασε. Βάλε και ότι είχε προηγηθεί επτά χρόνια Χούντα και ήρθε και έσκασε.
Εσύ πριν, ήξερες τι θα συναντήσεις εκεί, δηλαδή, ήθελα να πω είχες αίσθηση από τη Λήμνο, τι γίνεται εκεί, πώς, κατάλαβες;
Όχι, τίποτα, τίποτα. Εμείς όταν έγινε, όταν ανέβηκε η Χούντα, ήμασταν πέμπτη δημοτικού, μας βάζουν στη γραμμή, θυμάμαι, και θα σου πω τη μεγάλη μου απορία, μας βάζουν στη γραμμή οι δάσκαλοι, που καλώς ο Χρήστος ο Μπουλώτης λέει ότι είχαν έτσι μία θεία ικανότητα, μία γλυκιά και μας μάθανε γράμματα, συμφωνώ σε αυτό, αλλά είχαν και κάποιες άλλες ικανότητες. Μας[00:30:00] βάζουν στη γραμμή απέξω και μας λένε: «Μην ακούτε!», τότε δεν υπήρχε τηλεόραση ακόμα, ράδιο ακούγαμε, «Αυτοί που ξεσηκώθηκαν χθες το βράδυ στο Πολυτεχνείο είναι κάποιοι αλήτες, ναι, αναρχικοί, που δεν πιστεύουν σε τίποτα και μην δίνετε σημασία και όλα αυτά θα τα καθησυχαστούν και, και και...». Περνώντας τα χρόνια, περνάνε τα επτά χρόνια, έρχεται το Πολυτεχνείο, αλλάζει ο κόσμος όλος, στην Ελλάδα. Όλοι αυτοί, έγιναν αντιχουντικοί μετά ξαφνικά, αυτό το έχω μέσα μου έτσι βαθιά, πολύ βαθιά χαραγμένο. Μα, εγώ ήξερα, αυτή την επταετία, έναν, δύο, άντε τρεις, που έκαναν πράξεις και είπαν λόγια αντιχουντικά. Και μπορώ να πω και το όνομά τους, αλλά δεν χρειάζεται. Όλοι οι άλλοι ήταν καθησυχασμένοι. Εντελώς. Μα εντελώς καθησυχασμένοι. Μετά έγιναν όλοι, εντάξει, τα λέω καμιά φορά και μου λένε άνθρωποι: «Και τι θες να κάνει ο κόσμος;», ναι, συμφωνώ. Ήταν κάποιοι που στα κρυφά μέσα στο σπίτι μπορεί να λέγανε, να λέγανε και εμφύσησαν έτσι στα παιδιά τους αυτό το πνεύμα. Όμως, όσο διαρκούσε η Χούντα, δεν υπήρχε, ένας να αντιδρούσε, οι άλλοι έλεγαν, τον έβλεπαν καχύποπτα, ρε παιδί μου, έλεγαν: «Τι θέλει αυτός τώρα, καλά είμαστε, ασφαλείς είμαστε».
Εσείς ως νέοι τότε στην Αθήνα νιώσατε ότι θέλετε να πάρετε θέση ή κάπως να εξετάσετε το τι γινόταν;
Ναι, βέβαια, πάρα, πάρα πολύ. Εμείς, σου λέω, ζήσαμε όλο το γυμνάσιο μέσα στη Χούντα. Έχω φάει εγώ, ας πούμε, αποβολή, γιατί είχα λίγη κόμη, λίγα μαλλιά, εδώ από πίσω. Αποβολή. Να πηγαίνουν να φωνάζουν τη μάνα μου από τη δουλειά ή από το σπίτι, για να έρθει στο γυμνάσιο να της εξηγήσουν γιατί με απέβαλαν. Γιατί είχα μαλλί ή γιατί στην προσευχή δεν έκανα τον σταυρό μου. Ένα σωρό, ένα σωρό πράγματα. Ζήσαμε τη Χούντα μες στο μεδούλι της. Αφού, να φανταστείς, όταν πήγαμε στην Αθήνα, όπως λες, και μας μίλησαν, ότι όλα αυτά γίνονται για να ανακτήσουμε και να ξαναποκτήσουμε τις ελευθερίες μας τις χαμένες, εμείς επειδή είχαμε ζήσει σε τόσο τρυφερή ηλικία όλο αυτό, λέγαμε: «Ποια ελευθερία;», δεν καταλαβαίναμε καλά καλά. «Και τι να την κάνουμε την ελευθερία μας;», δηλαδή αναρωτιόμασταν ποια είναι η ελευθερία. Δεν ξέραμε ότι υπήρχε και κάτι καλύτερο. Δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε, γιατί δεν είχαμε βγει ακόμα στο κουρμπέτι. Ήμασταν μαθητές. Και μαθητής, εντάξει, θα φας μία αποβολή λόγω του ότι είχες μαλλιά, αυτό το θεωρούσαμε και μαγκιά μερικές φορές εμείς, το καμαρώναμε κιόλας. Και, εντάξει, άμα δεν μας κυνηγάνε για τα μαλλιά, πες ότι ήμουνα μαθητής. Πώς θα δείξω ότι εγώ είμαι πιο μάγκας από τους άλλους και αφήνω μαλλί; Κάτι τέτοιες... Δηλαδή, δεν υπήρχε. Δεν ξέραμε εδώ τι γινόταν. Μαθητές. Εκεί όταν πήγαμε, και αρχίσαμε να ψάχνουμε για δουλειά σοβαρή, να ασφαλιστούμε, να κάνουμε, να δείξουμε και απαιτούσαμε πράγματα, εκεί καταλάβαμε ότι... Έγινε μετά το δημοψήφισμα, είπαμε «Όχι» στον βασιλιά, αρχίσαμε να ανασκαλεύουμε την ιστορία με πιο μεγάλη προσοχή, γιατί όσο σου τα λένε στο σχολείο, άσ' τα να πάνε, άσ' τα να πάνε. Άμα τη σκαλίσεις αλλιώς, διαφορετικά, ψάχνεις και βρίσκεις άλλα πράγματα. Για τον εμφύλιο! Που, ω! Να μην τολμήσει κανείς να πιάσει. Τώρα, σιγά-σιγά πιάνουν, και θεατρικοί συγγραφείς και άλλοι. Τώρα τολμούν και αγγίζουν το θέμα αυτό. Φέτος είδαμε ένα έργο, «Τα αυγά μαύρα», στη Μυτιλήνη, στο φεστιβάλ που κάνουμε το ερασιτεχνικό. Και ο Βούλγαρης που έχει γράψει το «Βαθιά ψυχή». Και κάποιοι ακόμα, ακόμα και τώρα που μιλάμε, αυτή τη στιγμή, λένε: «Ρε παιδιά, αφήστε το αυτό το πράγμα, μην το πιάνετε καλύτερα!». Δεν πήγαμε να παίξουμε μία βραδιά Ρίτσου, αφιερωμένη στο Κοντοπούλι, και δεν μας άφησαν, μας έδιωξαν, πρόπερσι; Βέβαια. Ήρθε ένας κύριος, «Από το καφενείο», μας λέει, «έρχομαι, του Κοντοπουλίου», εμείς το παίζαμε εκεί στην αρχή του χωριού, γιατί ο Ρίτσος στο Κοντοπούλι έγραψε το «Καπνιστό τσουκάλι» και θέλαμε να κάνουμε μία βραδιά. Και έρχεται ένας κύριος και λέει: «Ρε παιδιά, από το καφενείο έρχομαι», μάλιστα, μιλούσε και σπαστά ελληνικά, «ζω στην Αυστραλία, αλλά οι άνθρωποι εκεί στο καφενείο μού είπαν να έρθω να σας πω αφήστε τα αυτά τα πράγματα, τι θέλετε και τα σκαλίζετε;». Στεναχωρηθήκαμε τόσο πολύ, αλλά δεν θέλαμε και να μην το κάνουμε για τον Ρίτσο και το κάναμε τελικά μέσα στο κτήμα της Μητρόπολης, για να μην ταράξουμε τα νερά. 2020 τώρα αυτό το πράγμα. Παρατηρώντας, γιατί εγώ, όπως ξέρεις τα παρατηρώ πάρα πολύ αυτά τα πράγματα, λέω: «Τι γίνεται, ακόμα δηλαδή, ακόμα μην μιλάτε για τον εμφύλιο;». Λοιπόν, αυτό ήταν. Ο εμφύλιος ήταν αυτό. Κάποιοι πίστευαν αυτό, ότι θα κάνουν καλύτερο τον κόσμο κάτω από αυτό το πρίσμα και την ομπρέλα και με αυτά τα πιστεύω και οι άλλοι ήθελαν να τους εμποδίσουν, γιατί πίστευαν ότι αυτοί είναι οι χειρότεροι εχθροί του κόσμου. Ενώ και οι δύο, ίσως για τον ίδιο σκοπό, θέλανε ένα καλύτερο αύριο, λέγανε, τώρα ποιοι είχαν δίκιο, άστο να το ψάξουμε, να το βρούμε. Άμα το βρούμε.
Ωραία, ας πάμε λοιπόν, μείναμε περίπου εκεί στην Αθήνα-
Λέμε τίποτα, ή-
Πώς δεν λέμε, πώς δεν λέμε.
Γιατί εμείς καμιά φορά νομίζουμε ότι, σαν ψευδαίσθηση μας δημιουργείται, ότι τα ξέρετε, ότι τα έχετε ζήσει ή σε πιο μικρή ηλικία να σας τα έχουμε πει, αλλά να μην τα ακούτε, όπως έχει συμβεί και μ' εμάς. Πάμε, λοιπόν, παρακάτω να πούμε τι άλλο έχουμε να πούμε.
Πάμε παρακάτω. Έτσι θα προσπαθήσουμε να τα πάρουμε λίγο(…), κάπως με τη σειρά. Εκεί στην Αθήνα-
Ναι, Αθήνα, 1975.
Οι καλές στιγμές, η καλή, θέλω να πω, το υλικό που πήρες από κει;
Ναι, οι καλές στιγμές, οι καλές στιγμές. Μαγικές για μένα. Είδες πάλι που στην τέχνη πάμε; Ο κινηματογράφος. Ήταν η εποχή του «Ράδιο Σίτυ». Πού θα τον πάμε τον Γιώργο, παιδιά, ήρθε ο Γιώργος. Θα τον πάμε στο Ράδιο Σίτυ, να δει το «Κουρδιστό πορτοκάλι». Ναι. Που θα τον πάμε απόψε; Πότε θα πάμε να δούμε τον Αλ Πατσίνο, στο πες το, την ταινία.
"Scarface";
Όχι, που έγραψε τη μουσική ο Θεοδωράκης, “Serpico”!
Α, το “Serpico”, ναι, ναι.
Μετά, την άλλη. «Τα πέτρινα χρόνια» βέβαια πολύ αργότερα. Ήταν ο σινεμάς. Για μένα. Η μαγεία. «Το πέταγμα του γλάρου» με μουσική Neil Diamond. Στους φίλους μου δεν άρεσε. Εγώ είχα μαγευτεί. Με τους γλάρους. Με εκπαιδευμένους γλάρους και μουσική. Ακόμα την έχω και την ακούω. Και σε κάποιους, μου λέγαν: «Τι βρίσκεις αυτό;». Εγώ όμως... «Το πέταγμα του γλάρου». Τους πήγαινα σε κάτι τέτοια. Φάγαμε και κάτι γκέλες. Ξέρω 'γώ, «Μαγικός αυλός». Πήγαμε να δούμε μία φορά, δεν μας άρεσε. Ο σινεμάς λοιπόν, ο σινεμάς. Κάποιους φίλους μας, αργότερα, όταν ασχολήθηκα με το θέατρο εδώ, στην πόλη μας, στη Μύρινα, στο νησί μας, μου είπε: «Πήγαινες θέατρο στην Αθήνα, τότε την εποχή;», του λέω: «Όχι», λέει: «Γιατί;», λέω: «Να σου πω την αλήθεια, Γιάννη, καθαρά οικονομικός ο λόγος». Γιατί τρεις σινεμάδες, ισούνταν με ένα θέατρο. Και περνάγαμε θυμάμαι απ' έξω, από «Το Μεγάλο μας Τσίρκο». Θυμάμαι με λεπτομέρεια τις ρεκλάμες απ' έξω. Τζένη Καρέζη. Κώστας Καζάκος. «Το Μεγάλο μας Τσίρκο». Και να γίνεται χαμός, ουρές, και να λέω: «Μα τόσο πολύ!». Βλέπαμε την τιμή του εισιτηρίου και μας τράβαγε πίσω. Αυτό, μία σωστή εξουσία πρέπει να το προσέξει πάρα πολύ. Να, μία λεπτομέρεια, ας πούμε, που δεν έχει πολύ-συζητηθεί. Πολύς κόσμος, ένα κομμάτι αυτού του κόσμου ήμασταν κι εμείς, μία παρέα τότε και ποιος ξέρει πόσες άλλες παρέες, που δεν μπορέσαμε-. Ενώ ήτανε δίπλα μας ο θησαυρός και τον αγγίζαμε, δεν μπορέσαμε, δεν μπορούσαμε να τον δούμε, να τον απολαύσουμε, γιατί ήταν πολύ ακριβό για μας. Ας δίνανε μία παράσταση την εβδομάδα για τους εργαζόμενους, για τους φοιτητές. Πώς λέμε τώρα, βλέπω εδώ τα παιδιά, που παίζουνε λέσχη κάθε Τρίτη, κινηματογραφική, για τα παιδιά, τους φοιτητές και τους ανέργους, τόσο το εισιτήριο. Τότε δεν υπήρχε, ήταν και ένα πράγμα αυτό. Περνάγαμε έξω από τα θέατρα, θυμάμαι το «Πρόσωπο με πρόσωπο». Χρόνια. Του. Έλλη Φωτίου και, το άλλο ναι, θα σου πω. Πολλά χρόνια. Παιζόταν τότε ένα έργο, όχι δύο μέρες και τρεις, χρόνια. Μέχρι που είχε πάθει ο, έλα μωρέ, θα το θυμηθώ το όνομά του, ο άντρας της Έλλης Φωτίου, είχε πάθει ένα μόνιμο σεντόνι είχε φάει, ξέχασε τελείως τα λόγια του. Και νοσηλεύτηκε για αυτό το πράγμα. Το έπαιζε πέντε χρόνια το έργο. Τέτοια πράγματα, γινόταν. Παραστάσεις. Αλλά εμείς απ’ έξω. Περνάγαμε έξω από το θέατρο του Κάρολου Κουν. Έτσι το κοιτάγαμε, τι υπόγειο είναι αυτό, μπαινόβγαιναν εκεί. Δεν ξέραμε τίποτα. Ούτε ρωτάγαμε τι είναι. Το φοβόμασταν, γιατί λέγαμε θα είναι κάτι ακριβό εκεί κάτω. Φαντάσου τώρα! Φαντάσου! Δεν ξέραμε, δεν ξέραμε. Ήμασταν πάρα πολύ άτολμοι, μας είχε κάνει η πολύ απλή ζωή εδώ και ο μικρός χώρος. Έβλεπα μία ατολμία. Δηλαδή, εγώ κάποια στιγμή που σκέφτηκα ότι μπορώ να γίνω ηθοποιός ή κάτι άλλο, ακούω για ένα, βλέπουμε μία ταμπέλα σε ένα σημείο και λέει: «Γίνεται οντισιόν». Με πήγανε έτσι, σπρώχνοντας οι άλλοι. Με πήγαν εκεί. Θυμάμαι έδωσα ένα δεκάρικο για να γίνει η εγγραφή. Δεν πρέπει να ήταν ο Μαστοράκης, αλλά ένα όνομα σαν του Μαστοράκη, γιατί ήδη ο Μαστοράκης είχε ξεκουμπιστεί μετά το Πολυτεχνείο, που είχε κάνει εκείνη τη συνέντευξη με τους φοιτητές, τη στημένη, που τους έβαλε να απαντούν άλλα αντί άλλων, αλλά ήταν ένα όνομα σαν τον Μαστοράκη, ένα θαύμα. Που με καταγράφει, μου λέει: «Τι κάνεις εσύ;», λέω: «Κάνω μιμήσεις, τραγουδάω, με φωνές τραγουδιστών», λέει: «Πες μου!». «Τον Τουρνά, τραγουδάω σαν τον Τουρνά, σαν τον Βοσκόπουλο». Μου λέει: «Πολύ καλός, πολύ καλός. Μπράβο[00:40:00]!», «Ωραία», λέω, «Το επόμενο βήμα;», «Το επόμενο βήμα», μου λέει, «θα ρθείτε την τάδε του μήνα, στην τάδε ντίσκο», ήταν η ντίσκο τότε στο Μοναστηράκι, χαμός, και στην Πλάκα, τις ξέραμε όλες, «Θα 'ρθείτε, αλλά πάρε και αυτό», μου δίνει ένα πακέτο, «Τι είναι αυτό;». «Εκατόν πενήντα προσκλήσεις. Δεκαπέντε ευρώ η μία, θα τις πουλήσεις, θα φέρεις τα λεφτά και θα σε ακούσουν εκεί, σε αυτή την ντίσκο, σε μία απογευματινή αυτή, θα είναι ο τάδε, ο τάδε», μου λέει κάποια ονόματα, έτσι λαμπερά, «Θα σας δούνε, θα σας ακούσουν και θα σας προωθήσουν, θα σας πάρουν», δεν ξέρω τι θα γινόμασταν. Βγαίνω εγώ απ' έξω, γελούσαμε με τους άλλους, τους Αντρωνιάτες, και τις πετάξαμε βέβαια τις προσκλήσεις. Η ατολμία. Σκέφτομαι μετά από χρόνια, αν είχα πάει σε εκείνη την ντίσκο και έλεγα: «Πάρτε τις προσκλήσεις σας, είμαι αυτός, θέλετε να με ακούσετε;» ή και να έμπαινα και μέσα και να έλεγα και να φώναζα. Θέλω να σου πω ότι υπήρχε μία συστολή. Ήμασταν πολύ απλά παιδιά, πολύ μαζεμένα, έπρεπε αυτό που κάνουμε να νιώθουμε, να έχουμε την αίσθηση της τιμιότητας μέσα μας πάντα, δεν θέλαμε να κάνουμε οτιδήποτε, που να είναι λίγο, να κρύβει κάτι, είτε μαύρο χρήμα λεγόταν αυτό είτε... Δεν ξέραμε τότε τη λέξη μαύρο χρήμα, αλλά την μυριζόμασταν, την αισθανόμασταν. Λέω να πουλήσουμε αυτό τώρα, πού να το πουλήσουμε και ποιος θα τα πάρει τα λεφτά και γιατί να το κάνουμε αυτό το πράγμα, για να με ακούσουν, αν αξίζω. Αν αξίζω να με ακούσουν, να με πάρουν. Γιατί; Και έτσι, ευκαιρία έψαχνα κι εγώ μέσα μου τότε, δεν ξέρω, ήθελα την ασφάλεια που λέγαμε, και λέω: «Όχι αυτόν τον χώρο, δεν μου κάνει», και πήγα προς την πολεμική αεροπορία. Εντάξει, και αυτό. Μία ερώτηση έκανες και σε ζάλισα.
Ναι καλά έκανες. Δηλαδή ήθελες από τότε, το είχες μέσα σου, αυτό το ζήτημα με το θέατρο, ήθελες να ασχοληθείς.
Κοίταξε, εγώ πιστεύω ότι το θέατρο το ζεις και το βλέπεις σαν θεατής ή το παίζεις μες στις παρέες, μες στις μικρές παρέες. Εκεί λοιπόν, μες στις μικρές παρέες εμένα με είχαν σαν τον θεατρίνο τους. Τι κάναμε; Επειδή δεν είχαμε λεφτά, πηγαίναμε στο Πεδίο του Άρεως, τότε παρουσίαζε ο Οικονομίδης κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, ένα σόου, παράσταση. Σε αυτό το σόου εμείς κρυβόμασταν μέσα σε κάτι θάμνους και από αυτούς τους θάμνους κάναμε μία τρυπούλα και βλέπαμε τη σκηνή. Και βλέπαμε το σόου. Μία, δυο, τρεις, οι άλλοι βαρέθηκαν. Εγώ, πήγαινα κάθε μέρα όμως, κάθε μέρα. «Ρε, έλα, σταμάτα τι βλέπεις;», λέω: «Βλέπω τον Άντριους». Τι ήταν ο Άντριους; Ένας λατινοαμερικάνος μίμος που έκανε το τρένο, έκανε το ένα, έκανε το άλλο, εγώ εκεί, εκεί, εκεί. Και κάποια στιγμή αρχίζω να τους τα κάνω ακριβώς ίδια. Οπότε, σου λέω, μέσα στην παρέα υπήρχε. Αυτοί, σου λέω, με πήγαν, σπρωχτά. «Θα πας! Τι λες τώρα!». Έλεγα, από το γυμνάσιο, αυτό βέβαια, «Πάμε στις τουαλέτες!», τους έλεγα. «Τι να κάνουμε στις τουαλέτες;», «Έχει αντίλαλο, για να τραγουδήσουμε!». Πηγαίναμε στο προ-χωλ και εγώ τραγούδαγα, «Ρε, άντε πάμε να φύγουμε!», φώναζαν οι άλλοι. Έψαχνα που έχει echo, για να τους κάνω μία μίμηση. To echo, ξέρεις, είναι να ακούς τη φωνή σου και σε βοηθάει να διορθώνεις. Όπου είχε αντίλαλο, ωπ, εγώ έπρεπε να πάω. Στο διάλειμμα εγώ την έβγαζα εκεί. Στον προθάλαμο των τουαλετών, που ήταν με πλακάκια και έκανε κάποιο echo. Έχοντας λοιπόν η παρέα αυτό το βίτσιο μου, ξέροντας, με πείραζαν, με έκαναν πειράγματα, τα οποία εγώ καλοδεχόμουνα. Μου είχανε κάνει φάρσες. Μετά από αυτό με πήραν και τηλέφωνο και μου είπαν: «Σε περιμένουμε στο στούντιο ΑΤΑ για μία ηχογράφηση», δεν πήγα ποτέ, δεν ξέρω αν ήταν φάρσα, αλλά πιστεύω ότι ήταν φάρσα. Δεν πήγα ποτέ. Αυτοί δεν το παραδέχτηκαν ποτέ, ότι μου έκαναν φάρσα, μέχρι και σήμερα, μου λένε. «Πείτε μου την αλήθεια, εσείς δεν με πήρατε στη δουλειά και μου είπατε τότε να», και μου λένε: «Όχι. δεν το κάναμε εμείς». Δεν έχει λυθεί αυτό το μυστήριο. Ότι ήταν απ’ το στούντιο. Το στούντιο ΑΤΑ τότε ήταν το πιο γνωστό, ξέρεις, και από την τηλεόραση, έκανε πολλά πράγματα. Εγώ πιστεύω ότι ήταν φάρσα τώρα, αλλά εντάξει. Ξέροντας λοιπόν η παρέα, αυτό το βίτσιο και την τρέλα, με πήγαν εκεί στην οντισιόν, σχεδόν σπρώχνοντας. Έχοντας, όμως, εγώ αυτή την ανασφάλεια, την ατολμία, τη συστολή, με το που είδα αυτό, ήταν σαν, πιάστηκα από αυτό. Και λέω: «Α, εδώ έχει βρωμιά, έχει βρωμιά, δεν θέλω να ασχοληθώ με αυτόν τον χώρο, τι είναι αυτά τα πράγματα». Δεν ήξερα, το πιστεύεις ότι δεν ήξερα ότι υπάρχουν σχολές, που μπορώ να πάω σε μία σχολή. Δεν το ήξερα. Έλεγα, νόμιζα ότι ηθοποιός γίνεσαι από αυτό. Να σε ακούσει κάποιος, να είσαι καλός και να σε πάρει. Ειλικρινά, το έμαθα πάρα πολύ αργότερα. Πάρα πολύ αργότερα. Θα μου πεις: «Και τι έκανες;». Τίποτα. Ασχολήθηκα πολύ ερασιτεχνικά εδώ, στον χώρο μας, και με τη ζωγραφική και με το θέατρο. Υπήρξαν φωνές που, ουσιαστικά με πικραίνουν, αλλά καμιά φορά μου δίνουν και κουράγιο. Μου λένε: «Τι κάνεις εδώ; Έπρεπε να πας, να γίνεις κάτι», και τους λέω: «Μία χαρά, εγώ το απήλαυσα, έκανα ό,τι ήθελα σεμνά, ταπεινά». Και τι θα γινόμουνα δηλαδή και αν πήγαινα εκεί; Θα ήμουνα πιο γνωστός; Και τι έγινε αν ήμουνα πιο γνωστός; Τίποτα. Πού το ξέρεις ότι θα γινόσουνα; Αλλά νομίζω, αν τα καταφέρεις να λύσεις τα προς το ζην, με έναν τρόπο, που λίγο πολύ, έτσι και έτσι, θα ταιριάζει με αυτό που θες, θα σου δίνει τα περισσότερα. Δηλαδή, ποιες είναι οι απαιτήσεις σου; Θέλω να ζήσω εκεί. Σε μεγάλη πόλη. Θέλω να ζήσω σε ένα χωριό. Και πας και κάνεις μία δουλειά στο χωριό. Δεν σου τα δίνει όλα. Αλλά σου δίνει τα βασικά, μετά με τα άλλα μπορείς να ασχοληθείς. Θες να γίνεις, ας πούμε, ψευτοκηπουρός, θα γίνεις. Έχεις χρόνο να γίνεις, έχεις χρόνο. Θες να φτιάξεις κάτι. Ένα δεντρόσπιτο. Να φυτέψεις εσύ τα δέντρα, να μεγαλώσουν και πάνω σε αυτά τα δέντρα κάποτε να φτιάξεις ένα μικρό δεντρόσπιτο. Θα το κάνεις. Μέσα στην πόλη δεν πρόκειται να τα κάνεις αυτά. Θα τρέχεις από θέατρο σε θέατρο, από οντισιόν σε οντισιόν, και η ζωή σου θα είναι μία αγωνία. Μία συνεχής. Είδα και τους ανθρώπους τώρα μέσα στον κορωνοϊό πόσο υπέφεραν και πόσο ταλαιπωρήθηκαν. Είναι ένα επάγγελμα που σίγουρα εμένα δεν θα μου έδινε τα απαραίτητα που ήθελα, την ασφάλεια, γιατί, όπως είπαμε, ήμασταν, έτυχε να προλάβουμε λίγη πίκρα από τη φτώχεια τη μεταπολεμική ας πούμε.
Από το άλλο κομμάτι, από την αεροπορία, δεν θεωρείς ότι πήρες επίσης ένα, θέλω να πω, ένα καλό εφόδιο αντίστοιχο ή... Δηλαδή, τι σου έδωσε αυτό το κομμάτι;
Λοιπόν, στην αεροπορία δίνανε στους αξιωματικούς, όπως ήμουνα και εγώ, διάφορα παράσημα, διάφορες εύφημες μνείες. Πρόσφατα μέσα στο ίντερνετ -αχ, αυτό το ίντερνετ- βγήκαν κάποιοι σμηνίτες, δηλαδή φαντάροι που λέμε εμείς, στην αεροπορία τους λέμε σμηνίτες, που φτιάξανε ένα, πώς το λένε αυτό; Σελίδα; Φτιάξανε ένα γκρουπ, μία ομάδα. Είναι σμηνίτες που υπηρέτησαν στη Λήμνο. Και γράφουν διάφορα. Απομνημονεύματα και διάφορα. Εγώ ένιωσα ότι πήρα τα παράσημα αυτά που δεν κατάφερα ίσως να πάρω, τόσα πολλά όσα πήραν οι άλλοι συνάδελφοί μου, κάποιες φορές, οι εύφημες μνείες, ότι τα πήρα από αυτά τα παιδιά. Γράφουν μέσα, τέτοια λόγια, τόσα καλά λόγια, τόσο-. Απορώ πώς θυμούνται κάποιες λεπτομέρειες. Γράφει ένας: «Αχ, ο κύριος Καριακλής, μας έπαιρνε κάθε πρωί να πάμε για να σκουπίσουμε τα μαγειρεία και τραγουδούσε οδηγώντας το τζιπάκι και λέγαμε, λέγαμε: "Α, ένας άνθρωπος που τραγουδάει!"» ή άλλος θυμάται κάτι άλλο, κάτι άλλο. Και τους είπα κι εγώ, τους πήρα τηλέφωνο, γιατί ακόμα δεν τα έχω καλά με αυτά και δεν ξέρω να γράφω, τους είπα: «Ρε παιδιά, μου δώσατε τα μεγαλύτερα παράσημα που με θυμάστε ακόμα». «Τι λέτε, δεν σας έχουμε ξεχάσει και τι κάνετε και πώς είστε και αυτά και, ναι…». Ζώντας, λοιπόν, το κάθε τι, το λέω και στα παιδιά μου και στα άλλα τα παιδιά, μπορείς, όπου ζεις, εκεί που ζεις. Φτιάχνεις μία επιχείρηση δικιά σου, κάνεις κάτι άλλο, είσαι υπάλληλος. Μέσα εκεί, σε αυτόν τον μικρό χώρο, τον βιοποριστικό, μπορείς να δημιουργήσεις τον χαρακτήρα σου, να δημιουργήσεις αυτά που θα ήθελες να ακούσεις μετά από χρόνια για σένα και να μην τα ακούσεις δεν έχει σημασία, ξέρεις ενσυνείδητα μέσα σου, ξέρεις ότι έχεις φερθεί μπεσαλίδικα, να, βρήκα τη λέξη, μπεσαλίδικα, σε αυτόν τον χώρο, έχεις εξηγηθεί όμορφα, όποτε δεν μπορούσες να κάνεις κάτι, έλεγες: «Δεν μπορώ, είναι πάνω από τις δυνάμεις μου», αλλά όταν υπήρχε ένα μικρό περιθώριο, το πάλευες μέχρις εσχάτων, μέχρις εσχάτων. Και για τους μόνιμους έχω ακούσει πολύ καλά λόγια και από τους εφέδρους. Δηλαδή μου λέγανε, οι πιο μικροί από μένα: «Κύριε Γιώργο, δεν πάτε να πείτε στον προϊστάμενο, στον μοίραρχο, να μας δίνει ένα off, γιατί κάνουμε πολλές υπηρεσίες αυτόν τον μήνα. Έχω πέντε υπηρεσίες αυτό το μήνα, να μας δώσει ένα off», λέω: «Παιδιά, επειδή είμαι κι εγώ μέσα σε αυτές τις υπηρεσίες, δεν μπορώ να το κάνω. Θα νομίσει ότι το κάνω για τον εαυτό μου. Περιμένετε, να φροντίσω να βγω εγώ από αυτές τις υπηρεσίες, να μπω σε ένα άλλο γκρουπ και μόλις με βγάλουν και με βάλουν στο άλλο γκρουπ», επειδή ήμουνα πιο παλιός και το διακαιόμουν, αλλά με άφηναν εκεί, «Θα πάω». Σε δυο-τρεις μέρες το κανόνιζα, τους έλεγα: «Βάλτε με εμένα εκεί όπου ανήκω, είμαι και εγώ μαζί σας να κάνω αυτές τις υπηρεσίες». «Α, ναι, σωστά!», άλλο που δεν θέλανε οι άλλοι πιο πολύ, τσακ, με βγάζανε. «Ελάτε τώρα εδώ παιδιά, πόσοι είστε; Είστε πέντε», μπαμ! Πήγαινα στον διοικητή, στον μοίρα[00:50:00]ρχο, και το πάλευα. Δεν μπορούσα, και το θυμούνται ακόμα και μου το λένε. Αλλά αν ήμουν κι εγώ μέσα, ένιωθα ότι θα νομίζει αυτός ότι ενδιαφέρομαι για τον εαυτό μου. Και ήμουνα σε δύσκολη θέση. Και όποτε μπορούσα. Απίστευτες καταστάσεις. Με πήρε άνθρωπος τηλέφωνο μετά από χρόνια και μου λέει: «Θυμάσαι, κύριε Γιώργο, τότε, σας ευχαριστώ πολύ που τα βάλατε με τον προϊστάμενό μου που με είχε χώσει μέσα και δεν με άφηνε να βγω για δέκα μέρες!», λέω: «Δεν τα θυμάμαι, αλλά για να τα λες εσύ, έχουν γίνει!». Θέλω να πω λοιπόν ότι είτε αεροπορία λέγεται αυτό, είτε στρατός, είτε οτιδήποτε λέγεται. Σαφώς και είναι πιο δύσκολα εκεί τα πράγματα, γιατί στον στρατό πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε κάποια πράγματα. Έχω φτάσει να πάρω και την τσάπα και να σκάβω. Γιατί έπρεπε οι σμηνίτες να πάνε να ξεκουραστούν και λίγο, δεν γινόταν, έχουμε φτάσει και σε αυτά τα σημεία. Αλλά είναι πολύ πιο δύσκολο, σε τέτοιους χώρους να συνεχίσεις να στέκεσαι σε αυτά που πιστεύεις, στο ύψος σου, για να νιώθεις τη γαλήνη της κερδισμένη ζωής, όλων των χρωμάτων. Είναι πιο δύσκολο στο στράτευμα, γιατί είναι στράτευμα. Εκεί κάπου, που λένε σταματάει λίγο η λογική; Σταματάει λίγο η λογική. Γιατί, σου λέει, όλα αυτά τα κάνουμε, για να είμαστε έτοιμοι για το αν θα συμβεί κάτι, εκεί σταματάει η λογική. Και αυτό μπορεί να μη συμβεί ποτέ. Ενώ έξω, στη βιοπάλη, είναι αλλιώς τα πράγματα, το έχεις να το αντιμετωπίσεις εδώ. Πρέπει να κάνω αυτό, για να λυθεί εκείνο. Ενώ εκεί είναι μην τυχόν και αντιμετωπίσουμε ένα υποτιθέμενο συμβάν, ένα μέλλον.
Οπότε συνδύασες όλη αυτή τη φύση σου την καλλιτεχνική μέσα σε έναν χώρο ο οποίος φαινομενικά είναι πιο εχθρικός, ή αντιτίθεται κάπως, ή είναι από την άλλη πλευρά θέλω να πω. Κάπως υπήρξε ένας συνδυασμός.
Είναι από την άλλη πλευρά. Είναι αντίθεση.
Είναι αντίθετα.
Δεν μου είπες μέσα σε όλα αυτά, γιατί, εκτός από το θέατρο, είχες και τη ζωγραφική. Η οποία είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, το ξέρω κι εγώ δηλαδή-
Ναι, όντως.
Πώς ήταν, πώς σε συνόδευσε σε όλο αυτό το πράγμα;
Κάποτε πριν να έχω την εξής εμπειρία που θα σου πω τώρα, ίσως να μην μπορούσα να είμαι τόσο βέβαιος για αυτό που θα σου πω. Όμως έχοντας την εμπειρία κάποια στιγμή, να με παρακαλέσουν κάποιες μαμάδες να κάνω μάθημα, άτυπα, στα παιδιά τους, να τους δείξω να ζωγραφίζουν, είδα ότι μέσα σε αυτά τα δέκα παιδάκια, το έκανα για έξι, εφτά, οκτώ, κοντά στα δέκα χρόνια, μεγάλωσαν μετά τα παιδιά, εντάξει, είδα ότι μέσα σε αυτά τα παιδιά, κάποια, πώς βλέπεις κάποια παιδιά να πηγαίνουν για ποδόσφαιρο και βλέπεις κάποιον και λες: «Αυτό δεν μπορεί να παίξει ποδόσφαιρο, να πάει στο καράτε ή να πάει στο μπάσκετ». Έτσι και εγώ έβλεπα ότι κάποια παιδιά είχαν κάποιο χάρισμα. Δηλαδή βλέπανε έναν σκύλο, μάρκα ας πούμε, δηλαδή ένα κανίς και ζωγράφιζαν ένα κανίς. Δεν ζωγράφιζαν έναν σκύλο! Λέω, ώπα! Μικρό παιδί! Εκεί, λοιπόν, σιγουρεύτηκε και αυτό που είχα μέσα μου, το εξής. Ότι, όταν με ρώτησαν κάποτε: «Από ποτέ ζωγραφίζεις» και έψαξα, βρήκα ότι ακόμα πριν πάω στο νηπιαγωγείο, έλεγε η μάνα μου, το είχε διαπιστώσει, ότι αυτό το παιδί κάτι έχει στο χέρι του. Δηλαδή είχε τα δύο κορίτσια κι εμένα. Αλλά γιατί το έλεγε για μένα; Εγώ εκείνη την ώρα δεν το έδινα σημασία, έλεγα καμαρώνει. Ποιος ξέρει τι νόμιζα! Μόλις πήγα στο νηπιαγωγείο, ωπ, ήρθε το επισφράγισμα, όπως είπαμε και πριν, από τη δασκάλα. Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτό υπήρχε το χάρισμα, γιατί το είδα και το έζησα με τα παιδιά που πήγα να τα κάνω μάθημα. Μέχρι, όμως, το 1982 που παντρεύτηκα, ζωγράφιζα έτσι στα τετράδια των παιδιών που ήταν μισή σελίδα με γραμμές και η άλλη μισή με εικόνα. Ερχόταν τα ανίψια μου, ζωγράφιζα. Ερχόταν τα ανίψια της γυναίκας μου, της Σούλας, ζωγράφιζα. Με κοίταγε έτσι, η γυναίκα μου, η σύζυγος, η Σούλα, με ξανακοίταγε λοξά. Και κάποια στιγμή, όταν αρχίζουμε να χτίζουμε αυτό εδώ το σπίτι, χωρίς φράγκο και σιγά-σιγά και λέγαμε: «Άντε, να βγάλουμε τα τούβλα, άντε να κάνουμε». Αποκλειόμαστε για κάποια χρόνια, γιατί δεν έχουμε φράγκο, και πάλι, καθόμασταν δηλαδή μέσα στο σπίτι κάποιους χειμώνες, το 1982 και '83, δύο χειμώνες θυμάμαι πολύ σκληρούς, και πάει και μου αγοράζει ένα κομμάτι μουσαμά και μπογιές. Και μου λέει: «Να, δώρο, να ζωγραφίσεις». Και πιάνω εγώ, την έχω την πρώτη ζωγραφιά, και ζωγραφίζω τη Σούλα να κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα. Αλλά ενώ στέκεται στην αμμουδιά και κοιτάει τον ήλιο που δύει στο βάθος, εδώ μπροστά υπάρχουν τα κλαδιά ενός δέντρου, εγώ ζωγραφίζω πρώτα τα κλαδιά του δέντρου, πολλά κλαδιά και από πίσω τα κλαδιά προσπαθώ στο βάθος να ζωγραφίσω τη Σούλα, τον άνθρωπο και τον ήλιο. Φαντάσου να δεις. Αυτό είναι αστείο. Τώρα μου φαίνεται αστείο. Δηλαδή, δεν ξέρω αν ξέρεις καθόλου από ζωγραφική, δηλαδή είναι ο ήλιος, εκεί, μακριά, είναι ο άνθρωπος που στέκεται εδώ και εδώ μπροστά μου κλαδιά. Ποιο θα ζωγραφίσεις πρώτο;
Φαντάζομαι τον ήλιο.
Τον ήλιο. Μετά τον άνθρωπο και στο τέλος βάζεις τα κλαδιά. Εγώ. Πώς τα κατάφερα; Μπορείς να μου πεις; Έφτιαξα πρώτα τα κλαδιά και ανάμεσα στις τρυπούλες προσπαθούσα τις τρυπούλες που άφηναν τα κλαδιά, προσπαθούσα να ζωγραφίσω τη Σούλα που στεκόταν. Αλλά μοιάζει ότι είναι η Σούλα και ο ήλιος, εντάξει, είναι ο ήλιος.
Πριν δεν είχες δικά σου, δικά σου χρώματα;
Ποτέ μου, όχι.
Όχι.
Ποτέ, ποτέ.
Δεν ήξερες ότι μπορείς να το κάνεις αυτό.
Όχι, όχι. Ζωγράφιζα μόνο ή με μολύβι, είχα κάνει αρκετές ζωγραφιές, τη μάνα μου και τη φύλαγε εκεί τη ζωγραφιά, με ένα μολύβι, με ένα κεραμίδι πάνω στα τσιμέντα... Μάλιστα, ήμουν στην παρέα και αυτός που εφηύρε καινούργια παιχνίδια, είτε στην παραλία, το περιβόητο οχτάρι, το ξέρουν, το θυμούνται, θα σου εξηγήσω, αν έχουμε χρόνο μετά, πώς το παίζαμε και ένα άλλο παιχνίδι που πηγαίναμε σε ένα σημείο, ψηλά, είτε πάνω εδώ στο βουνό είτε στο «Ηρώων», των Κυπρίων Αγωνιστών κι εγώ με ένα κεραμίδι τους ζωγράφιζα κάτι και αυτοί προσπαθούσαν να εντοπίσουν πού είναι αυτό που τους ζωγράφισα έξω στον χώρο, στο περιβάλλον. Ναι, και περνάγαμε ώρες με αυτό. Με αυτά ζωγράφιζα. Στην έκτη Γυμνασίου, Γ' Λυκείου σημερινή, μία απίθανη καθηγήτρια, η Τούρλου, η κυρία Τούρλου, που έρχεται και με μολύβι, είχα κάνει αρκετές ζωγραφιές, τη μάνα μου, και τη φύλαγε εκεί τη ζωγραφιά, με ένα μολύβι, με ένα κεραμίδι πάνω στα τσιμέναι με βλέπει καμιά φορά στις εκθέσεις μου και συγκινείται και δακρύζει, ήταν αυτή που με έβαλε ένα εικοσάρι, εκτός τη γεωμετρία, μου έβαλε και αυτή ένα εικοσάρι τότε, γιατί κάτι έβλεπε φαίνεται, αποφασίζει να κάνει μία εκδήλωση στο σχολείο και να εκθέσει έργα μαθητών. Και τότε θυμάμαι μου δίνει κάποιες κηρομπογιές εμένα. Και μου λέει: «Γιώργο, ζωγράφισε, ότι θες», πάνω σε χαρτιά βελουτέ θυμάμαι τότε ήταν. Και ζωγράφισα εγώ τότε κάτι λουλούδια, το κάστρο και πουλήθηκαν στην έκθεση. Δεν τα ξανάδα αυτά τα έργα μου, τα πήραν άνθρωποι. Μάλιστα, ένας κύριος με συνάντησε κάποτε που δούλευα γκαρσονάκι και μου λέει: «Έχω πάρει το ένα έργο σου, εγώ το έχω πάρει από το γυμνάσιο», λέω: «Ναι; Σας άρεσε;», λέει: «Είναι πάρα πολύ ωραίο». Θυμάμαι κάτι μαργαρίτες και σε ένα άλλο το κάστρο, με τις κηρομπογιές πάνω σε μαύρο χαρτί, βελουτέ. Ξέρεις τι είναι το βελουτέ το χαρτί; Πώς είναι το, η φανέλα, η μπλούζα που φοράς. Το βελούδο που λέμε, έτσι είναι και αυτό. Βελουτέ, βελούδο. Ένα τέτοιο χαρτί, παχύ χαρτί, που τραβάς έτσι την κηρομπογιά, τα ξέρεις τα παστέλ, τις κηρομπογιές. Αυτό το πέρασα έτσι. Δηλαδή, ενώ δεν αγόραζαν και πολλά έργα τότε, αγόρασαν και από άλλα δύο παιδιά και τα δικά μου. Ξεκινάει η φάση, καπάκι με αυτό που γίνεται ξεκινάει η φάση του μετέωρου και τι κάνουμε τώρα. Τελείωσε το λύκειο και άρχισαν τα: «Τι θα κάνουμε», το αφήνω και επανέρχεται τότε εκεί ζωγραφίζοντας τα παιδιά, βλέπει η γυναίκα μου, μου παίρνει τις μπογιές, δεν ξέρω ούτε πώς να πιάσω πινέλο, δεν είχα πιάσει ποτέ μου. Πρώτη φορά έπιασα πινέλο. Και αρχίζω σιγά-σιγά και αρχίζω και αρχίζω. Το μεγάλο πρόβλημα. Όποτε πήγαινα, να πάω στην Αθήνα, γιατί τότε Αθήνα πηγαίναμε ή στην Πάτρα αργότερα που σπούδαζε η Χαρά, εντόπιζα όλες τις γκαλερί. Στην Πάτρα, σε ολόκληρη την Πάτρα, στην Αθήνα, στη γειτονιά που μέναμε. Και με το που κατεβαίναμε, δεν έλεγα σε κανέναν τίποτα, «Πάω στα δικά μου», εγώ τους έλεγα. Άλλος νόμιζε ότι πάω σινεμά, άλλος νόμιζε ότι πάω απλά και περπατάω. Εγώ πήγαινα στις γκαλερί. Και χάζευα και χάζευα και έβλεπα και έβλεπα και έβλεπα, ώρες ατέλειωτες, ώρες ατελείωτες. Όταν πηγαίνουμε στο πρώτο φεστιβάλ, το θεατρικό φεστιβάλ, με τον «Καραγκιόζη παραλίγο βεζύρη», έχουμε σεμινάριο από τον αείμνηστο Αλέκο Φασιανό, ναι, για το πώς θα φτιάχνουμε τα σκηνικά μας. Και μας μιλάει τώρα ο Φασιανός, είμαστε όλες οι ομάδες εκεί, πρωί θυμάμαι, μεσημεράκι, λέει: «Μην ψάχνεστε, είστε ερασιτέχνες» μιλάει και λίγο γρήγορα, αν θυμάσαι, «Να ψάχνετε τα φτηνά υλικά, μη ζητάτε λεφτά για να κάνετε σκηνικά. Να, παράδειγμα. Παράδειγμα. Σαν το σκηνικό της Λήμνου. Χθες το βράδυ. Το σκηνικό της Λήμνου. Ποιος το έφτιαξε; Ποιος το έφτιαξε το σκηνικό της Λήμνου;» και σηκώνονται κάποια χέρια, δάχτυλα και δείχνουν εμένα. Γυρνάει, με κοιτάει: «Ζωγραφίζεις, ε; Ζωγραφίζεις; Ε;». Λέω: «Ναι, ζωγραφίζω, ζωγραφίζω». «Τέτοια, τέτοια, σκηνικά από ευτελή». Πώς ήταν το σκηνικό; Μάλλον δεν υπήρχες εσύ το '89, για να το θυμάσαι, είχαμε δέσει πανιά όλα μαζί σε διάφορα χρώματα, μεγάλα πανιά, ήταν πεσμένα κάτω, με ένα σκοινί δεμένα, μία τροχαλία ψηλά πάνω στο «Μαρούλα», ένα σκοινί περασμένο και πήγαινε ο Άρης ο Λιτσάκης, τράβαγε το σκοινί κι όλα αυτά όπως ήταν δεμένα όλα μαζί, ανυψωνόταν, ερχόταν στην κορυφή και σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο φάσμα, τέτοιο. Αυτό ήταν του βεζύρη το παλάτι. Όταν τα αφήναμε και πέφταν, χραπ, σηκωνόταν η καλύβα και το σαράι του Καραγκιόζη, που τα είχα ζωγραφίσει εγώ, και ήταν η καλύβα και το σαράι του, το σκηνικό του Καραγκιόζη. Εγώ τώρα που[01:00:00] έχω αρχίσει να παίρνω λίγο θάρρος γενικά, αφού τελειώνει το σεμινάριο, πάω και τον πλησιάζω, λέω: «Κύριε Φασιανέ,», μου λέει: «Ναι», λέω: «Είμαι αυτός που έδειξαν τα παιδιά, που έχω φτιάξει αυτό το σκηνικό». «Μπράβο!», μου λέει, «Μπράβο, μπράβο! Τι θες; Τι θες; Τι θες;», λέω: «Θέλω να μου πείτε τι άλλο να κάνω για να γίνω καλύτερος ζωγράφος», «Τίποτα να μην κάνεις.», μου λέει, «Πώς τίποτα; Κάτι πρέπει να κάνω, κάτι πρέπει να κάνω για να βοηθήσω αυτό το που έχω μέσα μου, αν έχω κάτι ένα ταλέντο, να το βοηθήσω και λίγο, γιατί όλοι έτσι λένε, δεν φτάνει το ταλέντο, θέλει και δουλειά». «Ακούς που σου λέω, ακούς που σου λέω; Τίποτα! Τίποτα να μην κάνεις, τίποτα!», εγώ εκεί, να επιμένω: «Όχι, θέλω να μου πείτε κάτι να κάνω!». «Ωραία, να σου πω, να σου πω, λοιπόν». Του λέω, την τρίτη φορά που τον ρωτάω, του λέω: «Να πάω να γραφτώ σε μία σχολή, να πάρω μετάθεση από τη Λήμνο, να πάω στην Αθήνα;». «Όχι, όχι, μην το κάνεις αυτό, προς Θεού, προς Θεού, μην το κάνεις αυτό!», «Γιατί;», του λέω, «Γιατί θα χάσεις τη δροσιά σου, θα χάσεις τη δροσιά σου!», «Ποια δροσιά μου;», λέω: «Πείτε μου κάτι να κάνω για να βοηθήσω το ταλέντο μου και τη δροσιά μου!», του λέω. «Λοιπόν, αφού θέλεις να σου πω κάτι. Θα κάνεις το εξής, θα κάνεις το εξής. Θα κάθεσαι και θα βλέπεις με τις ώρες, όχι δικά μου έργα, δεν σου λέω δικά μου έργα, οποιανού ζωγράφου σου αρέσει, φτασμένο, καλλιτεχνών. Θα τα βλέπεις, θα τα βλέπεις, θα τα βλέπεις, θα τα βλέπεις, θα τα παρατηρείς, θα φεύγεις και θα πας να κάνεις τα δικά σου μετά». Αυτό μου είπε ο Φασιανός, ο Αλέκος Φασιανός. Πέθανε πέρυσι. Θέλαμε να κάνουμε κι ένα αφιέρωμα και ζήτησε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας μας, γιατί είμαστε και Ομοσπονδία το ερασιτεχνικό θέατρο, ζήτησε διάφορες εμπειρίες, αν έχουμε από τον Φασιανό, και τον πήρα τηλέφωνο και του το είπα, του άρεσε πολύ, δεν ξέρω τι θα γίνει, αν θα γίνει ποτέ. Μακάρι να γίνει.
Εσένα τι σου αρέσει να ζωγραφίζεις;
Μου αρέσει το λημνιό τοπίο.
Επειδή το ξέρω.
Το λημνιό τοπίο πάρα πολύ, πάρα πολύ. Δηλαδή, δεν ξέρω-
Ένα τοπίο που είναι από τα αγαπημένα σου, που έχεις κάτσει εκεί και σου έχουν αρέσει τα χρώματα του.
Θα σου πω τώρα. Θα σου πω. Μου αρέσουν και οι άνθρωποι της Λήμνου. Δηλαδή οι Κεχαγιάδες, οι απλοί άνθρωποι, έχω ζωγραφίσει πάρα πολλούς ανθρώπους στα χωριά, έχουνε φύγει, έχουν χαθεί, ακουαρέλες και τέτοια. Τι πιστεύω; Όταν έγινε η συνάντηση εδώ και είχα κάνει μία ζωγραφιά και τη βάλανε στην εφημερίδα του ερασιτέχνη, είχα κάνει δύο βράχους. Έναν αριστερά και έναν δεξιά. Και με ρώτησε μία υπεύθυνη της Κω: «Γιατί έκανες αυτούς τους δύο βράχους τον έναν απέναντι στον άλλον;», και της λέω: «Δεν τους βλέπεις;». Μου λέει: «Τι;». «Δεν τους βλέπεις που μιλάει ο ένας στον άλλον; Ο ένας είναι ο Οβριός» της λέω, «και ο άλλος είναι ο Καλόγερος». Δηλαδή, οι βράχοι μας εδώ έχουν ονομασίες. Εδώ, στην περιοχή μας τουλάχιστον που ξέρω. Όλη τη Δυτική πλευρά την ξέρω πολύ καλά. Και τη νότια. Όλοι οι βράχοι έχουν ένα όνομα. Έχουνε μία ιστορία. Ο Πάπας, ο Καλόγερος, ο Οβριός, το Τανκ, που λέγανε οι καστρινοί και δεν μου άρεσε καθόλου το Τανκ, το Μονόπετρο, κάναμε βουτιές. Αλλά και να μην έχουν ονόματα, θυμάμαι, ρώταγα καμιά φορά, είχαμε ένα πολύ μικρό παραθυράκι εδώ, στο σπίτι μας, πάρα πολύ μικρό με σιδεράκια και πέρναγα ώρες κοιτάζοντας προς τα κάτω την πόλη. Και φαινόταν, τώρα έχουν μεγαλώσει τα δέντρα, πάνω στην κορυφή αυτού του βουνού, φαινόταν μία πέτρα, έτσι, όρθια. «Τι βλέπεις τόση ώρα;», μου έλεγε η μάνα μου. «Βλέπω αυτή την πέτρα που στέκεται εκεί, πάντα. Ούτε πέφτει ούτε περπατάει». Όχι, δεν είπα πέτρα, «Βλέπω αυτό το πράγμα που στέκεται εκεί, περπατάει. Τι είναι, ρε μάνα, αυτό το πράγμα που είναι εκεί-» και μου λέει: «Είναι ο Κωστής που φυλάει τα πρόβατα». Ναι, αλλά αυτή η πέτρα είναι ακόμα εκεί. Σε κάποια φάση, λοιπόν, της ζωής μου παίρνω τον δρόμο και πάω και ανεβαίνω εκεί, για να δω, γιατί ο Κωστής ο Βουδουκλιάς, μάλιστα είχε και παρατσούκλι, φίλος εδώ, από το Ανδρώνι, που δούλευε στα πρόβατα, γιατί δεν φεύγει από 'κεί. Και διαπιστώνω ότι ο Κωστής ο Βουδουκλιάς, είναι μία πέτρα, ένας βράχος που στέκεται, ένα θεόρατο, που υπάρχει ακόμα. Τι θέλω να πω; Ότι ειλικρινά, όταν ζωγραφίζω, ας πούμε, μία φάση και φαίνεται το βουνό του Ανδρωνίου σαν φόντο, ή το κάστρο, ή ο Πέτασος, την ώρα που το ζωγραφίζω έχω μέσα κάθε ιστορία που ξέρω για αυτόν τον τόπο. Για τον Πέτασο; Δεν ξέρω αν έχεις δει ένα βιβλίο που έχω εικονογραφήσει, του, ποιανού ήταν; Των δασκάλων, «Γνωρίζω τον τόπο μου». Ναι. Μπράβο! Και έχω βάλει τους Ανδρωνιάτισσες να πετάνε-
Σαφώς και το έχω δει.
Την ιστορία, πάνω από τον Πέτασο. Ναι. Την ώρα που το ζωγραφίζω, ο Οβριός, ο βράχος, που τον έχω χιλιοζωγραφίσει και κάθε φορά ψάχνω τα χρώματα και τις αποχρώσεις και την ώρα, γιατί ένα τοπίο δεν είναι πάντα το ίδιο, είναι ανάλογα από πού φωτίζεται και ποια ώρα το ζωγραφίζεις και τι νιώθεις μέσα σου, φέρνω στη μνήμη μου τον Οβριό, που βγήκε ένας Εβραίος κι έκρυψε κάποια νομίσματα εκεί από πίσω, έτσι μας είχαν πει οι παλιοί ψαράδες. Και κάποια στιγμή τα βρήκαμε αυτά τα νομίσματα. Βεβαίως. Και τα έχουμε παραδώσει στο μουσείο εδώ, της Λήμνου.
Πότε τα βρήκατε;
Τα βρήκαμε τις χρονιές που πηγαίναμε στο γυμνάσιο. Δηλαδή 1969, μέχρι '71-'72. Και όταν πήγα από αυτά τα νομίσματα δυο-τρία σε έναν καθηγητή μου στη σχολή, έναν φανατικό, μανιώδη συλλέκτη παλαιών νομισμάτων, έπαθε σοκ. Μου λέει: «Είναι φοβερά νομίσματα!». Είχαν από τη μία μεριά τον δικέφαλο αετό και από την άλλη δεν φαινόταν καλά, ήταν μπακίρια. Λοιπόν, αυτά, όπως έβρεξε μία φορά πάρα πολύ, μας πήρε ο Μάκης ο Σαββόγλου, ο οποίος ήταν πάρα πολύ καλός ερευνητής, παιδί και αυτός σαν κι εμάς, αλλά του άρεσε να ερευνά. Μετά από κάθε βροχή, στον δρόμο που κατεβαίνει από το σπίτι των παππούδων σου, της γιαγιάς σου, προς το δημοτικό σχολείο, ήταν πλακόστρωτος και στο κέντρο είχες ένα στυλ σαν ρυακάκι. Με ένα καλάμι, σκαλίζε, λοιπόν, ό,τι λασπούλα ήταν επικαθήμενη σε αυτό. Και πάντα έβρισκε νομίσματα, τα οποία κατρακυλούσαν. Από τοίχους, από, από, δεν ξέρω τι. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, ο καλός ο ερευνητής, ο Μάκης, μας παίρνει, μετά από πολλές βροχές όμως, δεν θυμάμαι να έχει ξαναβρέξει τόσο πολύ, και πάμε εκεί πίσω από τον Οβριό και κοίταγε τις ρωγμές των βράχων κι έλεγε: «Εάν ήμασταν ο Οβριός, που θα κρύβαμε τα λεφτά μας;». Και λέγαμε εμείς: «Να! Πάνω από αυτόν τον βράχο, στο πλάτωμα». «Ωραία». Και άμα έχει σαπίσει ο γκαζοτενεκες; Πού πάνε τα νομίσματα; Κατρακυλάνε, από αυτή τη ρωγμή και κάπου εδώ θα βγαίνουν. Και βάζει το καλάμι μέσα κι έσπασε με τα χώματα και τα έβγαζε προς τα έξω. Κι εκεί που έβγαζε τα χώματα, βλέπουμε το χώμα να έχει το χρώμα του μπακιριού, το πράσινο-λάδι. Λέμε: «Ωπ, ωπ, ωπ!». Στην αρχή απογοητευτήκαμε, γιατί ήτανε λιωμένα. Στη συνέχεια, όμως, βγαίναν ολόκληρα. Και για πολλά χρόνια, μέχρι το '80 μπορώ να σου πω, όποτε πηγαίναμε, μετά από βροχή όμως, πρόσεξε τώρα, πάω καμιά φορά να ψάξουμε και θέλει εκεί να βρούμε. Όχι. Δεν βρίσκαμε, όταν δεν έβρεχε. Το καθετί θέλει την υπομονή του. Πάμε με κανέναν, όπως λέμε τώρα την ιστορία, και μου πεις: «Πάμε να μου το δείξεις», πάμε εκεί και παίρνει ένα ξύλο και θέλει να βρει. Όχι. Έπρεπε να βρέξει πολύ, για να τα κατεβάσει και να πάμε να τα βρούμε εμείς. Και πηγαίναμε και τα βρίσκαμε. Αυτός ήταν ο Οβριός. Τεράστια ιστορία, η οποία αποδείχτηκε ότι όντως ένας Εβραίος είχε κρύψει το. Τώρα, δεν είναι φοβερό αυτό το πράγμα; Δηλαδή να σου λένε οι ψαράδες, οι παππούδες, οι παλιοί ψαράδες οι οποίοι μας έλεγαν πάρα πολύ ωραία πράγματα. Λέγαμε: «Τι καιρό άραγε θα κάνει αύριο, να έρθουμε στο ψάρεμα;». «Μισό λεπτό να σας πω», μας έλεγε ένας και σήκωνε τα βραχάκια και έβλεπε τα καβούρια που τρέχανε. Και μας έλεγε: «Αύριο ο καιρός θα είναι...», και του λέγαμε: «Πώς το κατάλαβες;». «Εάν τα καβούρια τρέχουν προς τα έξω, θα είναι ο καιρός-», μας είπε, «Βοριάς και ξηρασία. Εάν τρέχουν προς τα μέσα, θα είναι βροχή». Τα καβουράκια τα μικρά. Αυτοί οι ψαράδες μάς έλεγαν ότι ο Οβριός, το όνομα, έχει προέλθει, διότι κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, που ήταν βυζαντινά, δεν ήταν ούτε αργυρά, ούτε χρυσά, ήταν μπακίρι. Δηλαδή χαλκός μπασταρδεμένος. Ένας Οβριός πήγε κι πήγε και έκρυψε τον θησαυρό του, για αυτό τον λέμε αυτόν τον βράχο Οβριό. Εμείς νομίζαμε στην αρχή ότι τον λέγαν Οβριό, γιατί μοιάζει η φάτσα του με Οβριό. Αλλά πιο πολύ μας έμοιαζε για κάτι άλλο και φαγωνόμασταν γύρω απ' αυτό. Μέχρι που τα βρήκαμε. Ιστορίες!
Απίθανη ιστορία!
Απίθανη ιστορία, ναι.
Οπότε, ξέρεις, θέλω να πω γνωρίζοντας όλη αυτή την ιστορία, πώς θα πας να το ζωγραφίσεις αυτό-
Ναι, σου μιλάει.
Έχει άλλη-
Σου μιλάει. Δηλαδή όταν ζωγραφίζω την Αλυκή, καμιά φορά. Πολλά καλοκαίρια μέχρι δώδεκα χρόνων, πήγαινα στο Κοντοπούλι, στο σπίτι, στο χωριό της μάνας μου, μετά τα πουλήσαμε, σταματήσαμε να πηγαίνουμε. Έβλεπα την Αλυκή. Έβλεπα τα ζώα που ήταν δεμένα εκεί γύρω, τις μάντρες. Αυτές οι μάντρες! Γιατί μας έπαιρνε ο θείος μου με τα άλογα και πηγαίναμε και μέναμε μερικές μέρες στη μάντρα στη Σαράβαρη και μαζεύαμε τα καλαμπόκια και ζούσαμε στην μάντρα. Ή πηγαίναμε εδώ πίσω από αυτό το βουνό, είχαν μάντρες οι Αντρωνιάτες, του Βασίλη του Ξένου ο πατέρας και πηγαίναμε πολλές φορές να βοηθήσουμε, να κάνουμε, σαν παιδιά βόλτα, ένα μονοπάτι. Πώς πάει τώρα ο δρόμος, ένας δρόμος εδώ που πάει, δεν ξέρω αν ξέρεις, που πάει στο Playland; Αυτός ήταν μονοπάτι. Ήταν λίγο πιο αριστερά, πιο πάνω, αλλά σε αυτήν την πορεία. Και πηγαίναμε στις μάντρες. Ζωγραφίζοντας τη μάντρα, μου έρχονται αναμνήσεις. Δεν μπορώ να ζωγραφίσω τον ανεμόμυλο, παράδειγμα, της Μυκόνου. Δεν μου λέει τίποτα. Αυτά τα είχα κάνει μόνο στην Ανδραβίδα, στη λέσχη τότε που με είχαν βάλει. Τότε, τα είχα κάνει. Αλλά όταν είμαι εδώ, νιώθω αυτόν τον παλμό του ανεμόμυλου, του γκρεμισμένου, γιατί έτσι, το μισο-πρόλαβα εγώ να δουλεύει στο Ρωμανού, τους Μύλους.
Ζωγραφίζεις έναν συγκεκριμένο, δηλαδή, ανεμόμυλο, ή-
Όχι πάντα τον ίδιο. Ανεμόμυλους.
Ανεμόμυλους.
Ανεμόμυλους, ανεμόμυλους. Υπάρχει και κάποιος συγκεκριμένος, που μου θυμίζει έναν φίλο που δεν υπάρχει τώρα πια, που πήγε και μου τον έδειξε και μου είπε: «Θέλω να μου ζωγραφίσεις αυτόν τον ανεμόμυλο», στη Φυσίνη, στη Σκανδάλη. Του λέω «Γιατί;». «Γιατί έχω προσπαθήσει πάρα πολύ και δεν μου αρέσει έτσι όπως το κάνω, σε παρακαλώ, φτιάξε τον εσύ» και του τον έφτιαξα και έχω αυτό το δέσιμο, αυτή την ιστορία με αυτόν τον ανεμόμυλο της Φυσίνης. Άλ[01:10:00]λο. Ένα σπίτι, ας πούμε. Ένα σπίτι για μία κυρία, μισογκρεμισμένο, που ήταν των παππούδων της, τώρα γκρεμίστηκε, δεν υπάρχει. Ή το κομμάτι αυτό, που ένωνε το «Κρύσταλλο», το καφενείο, από πίσω με το άλλο το σπίτι;
Στο «Κρύσταλλο», το καφενείο-
Στο «Κρύσταλλο», το καφενείο, άμα πας από πίσω, υπήρχε κάτι. Ξέρεις τι ήταν αυτό, ε;
Ε, όχι, δεν ξέρω.
Μα, για αυτό σου λέω. «Το έσωσες!», μου λέει μία κυρία που αγόρασε αυτό τον πίνακα. Γιατί το έχω πάρει φωτογραφία εγώ και... Αλλά τώρα δεν υπάρχει. Αλλά εγώ το έσωσα. Λοιπόν, αυτό, Μαρίνα, ήταν όταν κάναν πλιάτσικο οι Τούρκοι, επί τουρκοκρατίας, να πάρουν νεαρές κοπέλες σε ένα σπίτι, σχεδόν όλα τα σπίτια επικοινωνούσαν με τέτοιο, σχεδόν. Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Τα κορίτσια έφευγαν από το ένα σπίτι στο άλλο, κάποια στιγμή κατέβαιναν στον δρόμο, έφευγαν, πήγαιναν σε άλλο σπίτι, ένας λαβύρινθος δηλαδή. Όποτε λέγαν: «Δεν έχουμε, ψάξτε, δεν έχουμε». Έψαχναν δύο, τρία σπίτια, δεν έβρισκαν κορίτσια, δρόμο. Ήταν, λένε, έχω ακούσει ότι ήταν για αυτό το πράγμα, ότι ήταν για να ξεφεύγουν, να επικοινωνούν οι άνθρωποι. Επικοινωνία κανονική. Άμα πας να το δεις, έστω και γκρεμισμένο, πήγαινε, ρίξε μία ματιά, έστω και τώρα που έχει μείνει μόνο το από κάτω του, υπάρχει μία σκαλωσιά, να δεις ότι υπάρχει μία πόρτα από 'δώ, και μία πόρτα από 'κεί. Άνοιγες δηλαδή την πόρτα σου, πρόσεξε, περπάταγες πάνω σε αυτό το γεφυράκι, χτύπαγες την πόρτα του γείτονα και-
Έμπαινες στο σπίτι του.
Έμπαινες στο σπίτι του. Απίθανο! Πώς το λέγανε, δεν θυμάμαι. Όχι, χαγιάτι, είναι το άλλο. Αλλιώς το λέγανε. Καθετί έχει την ιστορία του.
Και, πότε ζωγραφίζεις;
Πότε ζωγραφίζω; Λοιπόν, ζωγραφίζω. Καλή ερώτηση. Ζωγράφιζα πολύ στην αεροπορία, όταν ήμουν υπηρεσία, το λέω τώρα, εντάξει, ας με κατηγορήσουν. Αλλά ήταν κάποιες ώρες που δεν είχες τι να κάνεις. Δηλαδή ήσουνα υπηρεσία. Έκανες τα προσκλητήριά σου, το φαγητό, όλα καλά και πηγαίναμε για κατάκλιση. Οι πιο πολλοί έβλεπαν τηλεόραση. Εγώ πήγαινα στο δωμάτιο του αξιωματικού υπηρεσίας, είχα το καβαλέτο μου και ζωγράφιζα. Μια-δυο ώρες. Εμένα μου φτάνουν, γιατί είμαι και πολύ παραγωγικός. Έφερνα έναν πίνακα κάθε φορά. Από τότε που πήρα σύνταξη, όμως, και μετά, από το 2008 έχω πιάσει τον εαυτό μου να ζωγραφίζει όταν ο καιρός είναι σαν και σήμερα, μουντός, όταν δεν έχουμε πρόβα στο θέατρο, γιατί θέλω να με εξισορροπούν, αλλά κυρίως θα το έκλεινα, κάτω από την απάντηση, όταν ο καιρός δεν είναι καλός για να βγω έξω. Είμαι πολύ του έξω. Δηλαδή όσο περνάει και η ηλικία, κάποια στιγμή κατάλαβα ότι η ζωγραφική είναι κάτι το θεσπέσιο και λέω: «Ευτυχώς που το είχα και το έκανα», αλλά από μία ηλικία και μετά ανακάλυψα, διαπίστωσα, όχι ανακάλυψα, ότι έχει και μία μοναξιά, μία τεράστια μοναξιά και δεν ήθελα να είμαι πια μόνος μου. Προτιμούσα να είμαι με τα παιδιά, με την παρέα, με το θέατρο. Καμιά φορά ήταν εδώ τα παιδιά μου μικρά, η γυναίκα μου, η πεθερά μου κι εγώ ζωγράφιζα. Τις έχω χάσει αυτές τις στιγμές. Έχουν, είναι θολές μέσα στο μυαλό μου, γιατί εγώ είχα την προσοχή μου εκεί. Δεν είχα εκεί, να δω τι κάνει το παιδί, όταν είναι μικρό. Αισθάνομαι ότι έχω χάσει στιγμές, όταν... Ευτυχώς δεν ήταν πολλές. Αναπλήρωνα, όπως είπαμε, τις ώρες εκείνες που ήμουνα μέσα κλεισμένος στο στρατόπεδο, γιατί μας κλείνανε καμιά φορά και μέρες λόγω ασκήσεων και κάτι τέτοια.
Ήμουνα μία φορά, θα σου πω κάτι να γελάσεις, στο Κέντρο Επιχειρήσεων. Σοβαρή υπηρεσία, ε; Εντάξει, ζωγραφίζω το βράδυ, κοιμάμαι. Έλα όμως, που το πρωί, εγώ θέλω κάτι να τελειώσω, κάτι να βάλω εκεί, κάτι πινελιές. Βλέπω την ώρα, σε λίγο έρχονται και οι άλλοι, να ξεκινήσει η άσκηση. Εγώ παίρνω το πινέλο, πρέπει να τα ξεπλύνω, πρέπει να τα μαζέψω και πάω να το βάλω αυτό γρήγορα. Μπουμ! Και μπουκάρει η υπόλοιπη ομάδα μαζί με τον αξιωματικό επιχειρήσεων, τον ανώτερο όλων. Λέει ένας, παρακατιανός, πιο κάτω: «Κοίτα, κοίτα, κοίτα εδώ δείτε, εδώ δείτε, εδώ χάλια! Εδώ γίνεται πόλεμος», ας πούμε, γιατί πόλεμος, υποτίθεται ότι γινόταν, «και ο Καριακλής ζωγραφίζει!» και λέει ο αξιωματικός, ώρα του καλή, ο Μητσούλης, ο Μήτσος, λέει: «Μην ενοχλείτε, μην ταράζετε τον καλλιτέχνη! Αφήστε τον να τελειώσει!». Ένιωσα, ένα κάτι, ρε παιδί μου, μέσα μου που στην πορεία της άσκησης, του λέω: «Κύριε Δημήτρη, θέλω να σας ζωγραφίσω», μου λέει:« Αμέ! Πολύ ευχαρίστως!». Και τώρα να γίνεται άσκηση, να γίνεται πόλεμος, να δίνονται εντολές, ότι μας βάζουν, ότι μας πυροβολούν και εγώ να ζωγραφίζω τον επικεφαλής των επιχειρήσεων. Τον ζωγραφίζω. Παθαίνει τόσο πλάκα. Και τι γίνεται στην πορεία; Όλοι οι επιτελείς, κάθονται σε ένα τεράστιο τραπέζι, όσο είναι αυτό το δωμάτιο, γύρω-γύρω, ο καθένας για τον τομέα του υπεύθυνος. Άλλος για τον οπλισμό, άλλος για τον ρουχισμό, άλλος για το οτιδήποτε. Και αρχίζουν με τη σειρά να μου ζητάνε να τους ζωγραφίσω. Και ζούμε μία άσκηση, δυο-τρεις μέρες κράτησε αυτό το πράγμα, η άσκηση, εγώ να ζωγραφίζω, μου βγήκαν τα μάτια απ' έξω, και αυτοί να παίρνουν όλο χαρά από τη ζωγραφιά, και να τη βάζουν μέσα στον φάκελο, σαν μνημόνια. Απίθανες στιγμές! Ώσπου κάποια στιγμή, το κερασάκι στην τούρτα. Μπαίνει μέσα ο διοικητής, του στρατοπέδου. Μπαπ, μπαπ, μπαπ! Μαζεύουν όλοι τις ζωγραφιές, «Τι είναι αυτά», λέει, «Τι κάνετε εδώ;». «Έλα μωρέ», «Τι είναι, για να δω, για να δω. Τι είναι αυτό; Ποιος το έφτιαξε;», κάνω εγώ έτσι, κατεβάζω το κεφάλι, «Ο Καριακλής!». Ήμουνα και μικρός τότε ακόμα, μικρός, εντάξει, θα ήμουνα τριάντα χρόνων. Μικρός στον βαθμό εννοώ. Λέει ο Καριακλής, ναι. Γυρνάει, με κοιτάει, λέω: «Ωχ, τώρα!», «Εμένα μπορείς να με ζωγραφίσεις;», λέω: «Να σε ζωγραφίσω κι εσένα κύριε διοικητά, αλίμονο!». Και ζωγραφίζω και τον διοικητή. Είχα τα καλύτερα μοντέλα στη ζωή μου. Ακίνητοι, μιλάμε. Τους μάλωνα κιόλας: «Μην! Μην γυρνάτε τα μάτια σας, κύριε διοικητά, από 'δώ κι από 'κεί!». «Δεν μπορώ, δεν μπορώ!». «Μα, πρέπει, το τηλέφωνο», σταματάω εγώ: «Πήγαινε, μίλα στο τηλέφωνο και ξαναγύρνα!». Και περνάγαμε τέτοιες ιστορίες. Μετά μου λέει: «Λοιπόν, για να ξεκουραστείς τώρα, κύριε Καριακλή», με είδε ότι είχα κουραστεί, μιλάμε για τουλάχιστον είκοσι άτομα ζωγράφισα εκείνη τη μέρα, μου λέει: «Θα δώσουμε ένα σενάριο για να ξεκουραστείς». Λέω: «Τι;». Δίνονται διάφορα επεισόδια στην άσκηση, σαν να συμβαίνουν κι εμείς ανάλογα εκτελούμε. Διάφορα. Ότι γκρεμίστηκε ο πύργος ελέγχου, ότι έπεσε μία βόμβα και χάλασαν τα μαγειρεία τον σμηνιτών. Δίνει λοιπόν ο Διοικητής: «Σκοτώθηκε ο επιτελής των Τ.Η.». Εγώ ήμουν αυτός. Νεκρός! Τακ! Για να ξεκουραστώ. Με παίρνουνε, μου ψέλνουν κι έναν επικήδειο! «Ο επικήδειος», να, του Καμπανέλλη, που θέλουμε να παίξουμε. Θέλω να σου πω με λίγα λόγια, είναι κι ένα θέατρο ο στρατός. Δηλαδή, ανακάλυπτα ένα στοιχείο μέσα σε αυτό όλο. Κανονικό επικήδειο! Μου λέει: «Πόσα παιδιά έχεις;», λέω: «Δύο». «Κορίτσια;», «Κορίτσια». «Οι δύο σου κόρες, είναι πολύ περήφανες και η γυναίκα σου που υπηρέτησες τον ελληνικό στρατό μέχρι τελευταίας ρανίδας και σε αποχαιρετούμε εμείς», παπ, παπ, και με παίρνουνε. Μετά από λίγο βέβαια με ξεγυρεύανε, γιατί κάτι με χρειαζόταν, λέω: «Καλά, αφού είμαι νεκρός! Δε μου είπατε ότι θα ξεκουραστώ;», «Ρε, έλα εδώ. Κάνε κάτι». Σε όλα μέσα μπορείς να μπεις, σε όλα μέσα, αν υπάρχει διάθεση. Ο Παντελής Βούλγαρης, όταν κάποια κάποιοι απόρησαν, και τον ρώτησαν: «Γιατί πας στο γήπεδο;», δεν ξέρω αν στο έχω πει αυτό, δεν στο έχω πει, λέει: «Καλά, στο γήπεδο;». Και έζησε μία εποχή που το ποδόσφαιρο είχε αρχίσει και γινόταν επαγγελματικό, πολύ, βαθύ επαγγελματικό και όλα υπέρ των χρημάτων και λέει: «Καλά, δεν το έχετε καταλάβει ακόμα;», λέει ότι: «Το ποδόσφαιρο μοιάζει πάρα πολύ με το θέατρο», λέει: «Γιατί μοιάζει με το θέατρο;». «Ελάτε εδώ», λέει: «Υπάρχουν προβολείς στο θέατρο; Ναι. Υπάρχουν στο γήπεδο προβολείς; Υπάρχουν. Υπάρχουν στολές, που φοράνε οι ηθοποιοί, για να υποστηριχθεί ο ρόλος; Υπάρχουν. Υπάρχουν στολές στο γήπεδο; Υπάρχουν. Όλοι μαζί, πάνε για το γκολ; Το γκολ ποιο είναι; Γκολ! Μπράβο! Και στο θέατρο το ίδιο. Όλοι μαζί είναι ομάδα δεμένη και πάνε για το γκολ», τους κούφανε. Δηλαδή, έχουμε μάθει εμείς οι άνθρωποι κάποια πράγματα να τα βάζουμε, να τα απαξιώνουμε, να τα ρίχνουμε. Δηλαδή, ακόμα και από το πιο, μην πάμε στον Γκάντι τώρα, γιατί θα τα εμβαθύνουμε πολύ τα πράγματα, ας πούμε, άστο. Να μείνουμε στα δικά μας. Αλλά ακόμα και από το πιο, πώς να το πω, τον πιο χουντικό άνθρωπο. Άμα τον πάρεις και του μιλήσεις με ένα άλλο ύφος και με ένα άλλο επίπεδο, μπορεί να βγάλεις κάτι καλό. Να βρεις κάτι. Έτσι είναι και ο στρατός. Με βάλανε κάποτε να κάνω τον διμοιρίτη στην παρέλαση. Δεν ήθελε να πάει κανένας λημνιός. Λέει ο διοικητής: «Όχι, θα πάει Λημνιός, όλο ξένοι θα πηγαίνουν;». Βάζουν τον έναν: «Όχι, είμαι άρρωστος», έκανε τον κουτσό, πήγε στον γιατρό, «Έσπασα το πόδι μου», βάζουν τον άλλον. «Ρε Γιώργο, να βάλουμε εσένα;». «Βάλε με εμένα. Βάλε με εμένα να δεις τι θα γίνει», έχω το βιντεάκι, να στο δείξω. Και περνάω εδώ στο Ρωμαίικο γιαλό και γίνεται το έλα να δεις. Έπαιζα έναν ρόλο, αισθανόμουν όντως ίδιο με το θέατρο. Και γυρνάει και λέει ο Δήμαρχος στον Διοικητή, γιατί με ήξερε ο Δήμαρχος, «Να,», λέει, «πάντα τον Καριακλή να βάζεις διμοιρίτη να περνάει μπροστά». Παπ! Χέρια, χαιρετούρες, σπαθιά, πράγματα, χαμός σου λέω. Ναι.
Άρα παντού, το θέατρο παντού, πώς-
Δεν ξέρω αν το έχει πει, ειλικρινά δεν ξέρω το έχει πει κανένας μεγάλος, κανένας μικρός, νομίζω ότι συνεχώς παίζουμε ένα θέατρο, όλοι μας. Συνεχώς. Καμιά φορά κακό, το κακό θέατρο, που λέμε, δηλαδή υποδυόμαστε κάτι που δεν μας αρέσει, δεν το θέλουμε, αλλά το κάνουμε από ανάγκη και καμιά φορά παίζουμε το καλό θέατρο. Δηλαδή κάτι που μας εκφράζει κιόλας, να το κάνουμε. Μας εκφράζει, ρε παιδί μου. Θέλω να το κάνω, γουστάρω να παρουσιαστώ και κάπως έτσι. Έχω και έναν άλλον εαυτό κάπου εκεί κρυμμένο. Δεν είμαι μόνο αυτό. Δεν είμαστε μονοδιάστατα πλάσματα οι άνθρωποι. Έχουμε κι εκείνο, έχουμε και το άλλο, έχουμε και το άλλο. Δηλαδή, ο μη γένοιτο, ρε παιδί [01:20:00]μου, χτύπα ξύλο, άμα γίνει κάτι, που το απευχόμαστε όλοι με τους γείτονές μας και βρεθείς εσύ σε μία θέση, πολεμική, τέτοια, σύρραξης, και σου πούνε: «Πάρε αυτές τις πέντε κοπέλες», έτσι; «και καθοδήγησε τες, γιατί είναι πιο μικρές, δώσε διαταγές, έχεις δικαίωμα να τις διατάζεις, να πάτε να κάνετε αυτό». Και αυτό μέσα σου εσένα είναι εντελώς αντίθετο με όλα αυτά που πιστεύεις. Εκείνη τη στιγμή θα τους μιλήσεις τις κοπέλες έτσι, με τον τρόπο σου, θα βρεις ένα τρόπο και θα τις παρακινήσεις να πάτε να το κάνετε, γιατί θα ξέρεις κι εσύ ότι, αν δεν το κάνετε, θα έρθουνε και θα φάνε τον παππού και τη γιαγιά, ξέρω 'γώ, ή το σπίτι σου, αλλά δεν το ξέρεις ότι έχεις τέτοιες ικανότητες, ηγετικές, μέσα σου, δεν το ξέρεις, δεν το έχεις ανακαλύψει, όπως πρόσφατα μου είπες για κάτι. Ότι δεν είχε δοκιμαστεί αυτός ο άνθρωπος μέχρι εκεί. Μα κι εγώ δεν έχω δοκιμαστεί κι εσύ δεν έχεις δοκιμαστεί σε κάτι. Δεν το ξέρεις. Είχαμε, ας πούμε, διοικητή θυμάμαι που έπαιζε κιθάρα. Και φτιάξαμε συγκρότημα μία φορά μέσα στη μονάδα, παίξαμε, έφερα και το θέατρο και τους παίξαμε «Το πανηγύρι» του Κεχαΐδη. Εκεί να δεις! Να σου πω αντιφάσεις! Στο «Πανηγύρι» του Κεχαΐδη, το ξέρεις. Μπράβο! Αυτοί βλέπανε αντιπολεμική παράσταση. «Εσκί-Σεχίρ, Καραχισάρ, Αφιόν Καραχισάρ!», άκουγαν αυτά και τρελαινόταν. «Μπράβο, τέτοια έργα να μας φέρνετε!». Άκου! Και λέω: «Ώπα, τι έγινε τώρα εδώ, άλλο έργο φέραμε εμείς;». Όχι, δεν φέραμε άλλο έργο, υπήρχαν μέσα στο έργο αυτά τα στοιχεία, εμείς δεν τα βλέπαμε. Βλέπαμε την κυρία που ήθελε να δώσει το κοριτσάκι νωρίς-νωρίς να φύγει από πάνω της, γιατί πώς θα το ζούσε, το μικρό. Βλέπαμε τον άλλον, τον ζωγράφο, τον φαντάρο. Δεν βλέπαμε όμως ότι ο παππούς έλεγε ιστορίες για τη Μικρά Ασία μέσα. Μας πέρναγε έτσι, ξώφαλτσα. Ο στραταίος, που είναι το επάγγελμα του και είναι ποτισμένος με αυτό και είναι πιο τέτοιο, μέσα στο έργο είδε αυτά τα στοιχεία. «Αφιόν Καραχισάρ!», έλεγε ο Πλάντζος κι έπεφτε κάτω. Και τους έμεινε, έμειναν όλοι άναυδοι και μας έλεγαν: «Μπράβο, ρε παιδιά!», και εμείς ανησυχούσαμε. Γιατί είστε και λίγο σύλλογος, λίγο της αριστεράς κατάστασης και λέγαμε: «Ωχ!», και πήραμε τηλέφωνο στο Γ.Ε.Α., «Ποιο έργο θα μας φέρετε;», πήραμε άδεια από το Γ.Ε.Α.. Έδωσε άδεια το Γ.Ε.Α., διότι δεν ήξερε «Το πανηγύρι», νόμιζε ότι θα αναφερθούμε στο πανηγύρι. Όμως αυτοί βρήκαν στοιχεία δικά τους μέσα. Βλέπεις τι γίνεται στη ζωή; Πόσα περίεργα πράγματα ας πούμε;
Όλη αυτή η σχέση με το θέατρο, εδώ στη Λήμνο-
Ναι, εδώ στη Λήμνο, μεγάλη ιστορία.
Μεγάλη ιστορία. Είναι μεγάλη ιστορία, νομίζω ότι μπορεί να χρειαστεί και ξεχωριστή συνέντευξη.
Κι εγώ έτσι νομίζω. Αλλά έτσι επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι, το ξεκίνησε αυτή η ομάδα το Μ.Ε.Α.Σ. Λήμνος με δύο-τρεις ανθρώπους, οι πιο πολλοί δεν υπάρχουν πια, το 1984; Κάπου εκεί; Αφού ιδρύθηκε το '78 ο Μ.Ε.Α.Σ., μετά από πέντε χρόνια νομίζω ξεκίνησε το θεατρικό τμήμα. Εγώ μπήκα, σου λέω, το '87 σαν ζωγραφιές μόνο και το '89 με τον πρώτο μου ρόλο. Εκείνο που με μαγεύει περισσότερο από όλα είναι το κοινό. Πώς εξελίσσεται το κοινό. Εντάξει, τη δικιά μας εξέλιξη, οποιαδήποτε εξέλιξη, δεν μπορώ να την κρίνω, την αισθάνομαι, την διαισθάνομαι, αλλά δεν μπορώ να σταθώ και να λέω: «Α, εξελίχθηκα μέσα στο θέατρο». Είναι λίγο δύσκολο. Αλλά αφουγκραζόμαστε το κοινό. Μου αρέσει πάρα πολύ να αφουγκράζομαι το κοινό. Μπορώ να σου πω εγώ ότι στην πρόβα μου λένε: «Έλα, ρε Γιώργο, πότε θα παίξεις;», και λέω: «Παιδιά, περιμένετε, θέλω κοινό. Θέλω να συνομιλήσω με το κοινό. Εκεί νιώθω ότι ανασταίνομαι». Βλέπω την εξέλιξη του κοινού. Δηλαδή αν αυτό το τμήμα, το θεατρικό τμήμα του Μ.Ε.Α.Σ. Λήμνος, έκανε κάτι θεάρεστο, είναι πώς εξέλιξε το κοινό του μαζί με τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό είναι το μαγικό για μένα του πράγματος. Μαγεία! Θα μου πεις: «Μα, μεγαλώνουν και οι άνθρωποι, αλλάζουν οι γενιές». Σαφώς, συμφωνώ. Όλο αυτό λοιπόν, μαζί, πήγε σιγά, σιγά, σιγά, σιγά, σιγά, και πάει ακόμα, και πάει, και έρχονται τώρα πιο μοντέρνες ιδέες, άλλα παιδιά και θέλουν να κάνουν άλλα πράγματα, πιο πάνω, πιο πάνω; Λάθος λέξη. Πιο πέρα από αυτά που κάναμε εμείς τόσα χρόνια. Και βλέπουν ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε εμείς τόσο εύκολα και να πάμε στο πιο μοντέρνο. Και συμπλέουν αυτά τα πράγματα.
Πώς παραλάβατε το κοινό τότε, πώς το θυμάσαι τότε;
Το κοινό τότε, το θυμάμαι, γιατί-. Άκου χρονιές τώρα ε; 19(…), μετά το Πολυτεχνείο έγιναν όλα αυτά. Να το, πάλι το Πολυτεχνείο μπροστά μας. Ένα κοινό το οποίο είχε μάθει να κατεβαίνει κάθε Κυριακή στους δύο κινηματογράφους της Μύρινας και να βλέπει Ξανθόπουλο, να κλαίει, «Ξεριζωμένοι», «Η Οδύσσεια ενός ξενιτεμένου»-
Είπες τους δύο; Συγγνώμη, που σε διακόπτω.
Δύο, ναι, «Γαροφαλίδειον» και «Μαρούλα».
Α, ήτανε και το «Γαροφαλίδειο»!
Ναι, δύο. Απίθανη ιστορία. Σκοτάδι και οθόνη. Και χανόμασταν. Κάθε Κυριακή, λοιπόν, κλάμα, πολύ Ξανθόπουλο, κωμωδίες, Βέγγο... Δηλαδή το κοινό ήθελε κάτι πολύ εύπεπτο. Πάρα πολύ κατανοητό. Τολμήσαμε να παίξουμε μετά από δέκα χρόνια Μουρσελά, «Το επικίνδυνο φορτίο» και πολλές κριτικές, όχι όλες, ήταν: «Έλα, ρε παιδιά, παίξτε μας κάτι να το καταλαβαίνουμε. Τι είναι αυτά τώρα. Τι θέλετε να-;». Το ξέρεις το «Επικίνδυνο φορτίο». Πριν από το «Επικίνδυνο φορτίο» παίζαμε ιστορίες βατές, πολύ βατές. Δηλαδή «Ματωμένος Γάμος»-
Λόρκα-
Ναι, αυτά. Αρχή, μέση, τέλος. Αλλά ιστορία να είναι, να λες ένα παραμύθι, όπως τα ξέρουμε τα παραμύθια. Όπως τα ξέραμε μέχρι τότε. Πήγαμε για έναν Μουρσελά και κλώτσησε. Και άιντε ξανά πίσω και άιντε ξανά μπροστά, πίσω - μπρος, κάναμε και το παιδικό τμήμα. Πολύ μεγάλη ιστορία και αυτό. Και εσύ πρέπει να είχες συμμετάσχει στο παιδικό κάποια στιγμή, φαντάζομαι, δεν γλύτωσες. Και σιγά-σιγά αυτή η εξέλιξη, όπως βλέπω, παίζει ρόλο σαφέστατα. Και η αλλαγή του κοινού, του ίδιου του κοινού. Δηλαδή δεν είναι το ίδιο το κοινό, δεν είναι η μάνα μου και η θεία μου και αυτές που ερχόταν και θέλανε να γελάσουν, να τους παίξουμε κωμωδίες. Παίξαμε Ψαθά, παίξαμε τέτοια πράγματα. Αλλά το σημερινό κοινό, το οποίο είναι ανεβασμένο. Είναι ανεβασμένο. Δηλαδή είναι καθηγητές, δάσκαλοι, υπάλληλοι. Απλός κόσμος που δουλεύει, αλλά είναι παιδιά που έχουν τελειώσει το λύκειο, που έχουν το ίντερνετ, ξέρουν πια το ίντερνετ, ξέρουν την τηλεόραση, έχουν πάει, έχουν ταξιδέψει, έχουν δει και άλλα πράγματα, και είναι πιο, και το λέω με χαρά αυτό, ότι είναι πιο απαιτητικό. Δηλαδή το βλέπω και από τις συναντήσεις που κάνουμε σαν Ο.Ε.Θ.Α., θέλει, δηλαδή, το κάτι άλλο. Να σου πω ένα πιο χειροπιαστό παράδειγμα, ο «Έκτορας» που παίξαμε στην Ηφαίστεια εκείνο το καλοκαίρι, της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Διαβάσαμε πάρα πολλά έργα της κάποτε προσπαθώντας να τα χωνέψουμε και να τα παίξουμε. Δεν μπορούσαμε. Καταλαβαίναμε ότι δεν μπορούσαμε. Δεν μπορούσαμε! Δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε. Το λέω έτσι, απλά. Πώς θα το παίζαμε; Στον «Έκτορα» όμως, με τη βοήθεια και της κυρίας Λαμπαδαρίδου, που μας έδωσε κανένα δύο κλειδιά, μικρά, και ξεκλειδώσαμε, εμείς με την εμπειρία που είχαμε, ότι πώς θα γίνει κατανοητό στον κόσμο, ότι εγώ σταματώ τον χρόνο και μιλάω όλη την ώρα αυτή που σας μιλάω, είναι ένα δευτερόλεπτο; Πώς θα το κάνουμε να το καταλάβει ο κόσμος; Έτσι, έτσι, έτσι με το παίξιμό μας- . Και τα καταφέραμε να παίξουμε Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, που παίζεται μόνο στην Αυστρία, Πολωνία, βόρεια Ευρώπη και κανά δύο φορές στην Κύπρο, και μία φορά στο θέατρο στο ραδιόφωνο, που έπαιξαν τον «Δεσμώτη», που και εκεί κάποιοι δεν μπόρεσαν ακόμη να το εξηγήσουν, τι θέλει να πει. Λάτρης του, έλα, πες το, αυτός ο δύσκολος ο συγγραφέας ο θεατρικός...
Είναι πολλοί.
Είναι πολλοί. Όχι, ο Ιονέσκο ο άλλος. Ήταν φανατική και μαθήτρια του. Έχεις πάει στη βιβλιοθήκη, στη βιβλιοθήκη της Μαρίας;
Ναι, έχω περάσει.
Τον έχει εκεί φάτσα κάρτα, πρώτο. Λοιπόν, για μένα ήταν παράξενο που το χάρηκε ο κόσμος, το ευχαριστήθηκε, το κατάλαβε. Τι θέλαμε να πούμε, τι ήθελε να πει το έργο, τη θυμάται αυτή τη στιγμή και τη συζητάει. Αλλά και άλλα έργα που, μετά πήγαμε στον Σκούρτη, πήγαμε στο... Τι να πρωτοθυμηθείς; Ευριπίδη, τον «Οδυσσέα», ήταν η μοναδική του, κωμωδία την λέει αυτός, αλλά εμείς την κάναμε λίγο, δεν τολμήσαμε να την κάνουμε τόσο κωμωδία. Τα «Κόκκινα φανάρια», ναι. Και σε αυτό νομίζω-
Και εκεί, αν θυμάμαι καλά, είχες κάνει και ένα πολύ ωραίο σκηνικό.
Το σκηνικό, ναι, με τα ξύλα, με τον συγχωρεμένο τον Λευτέρη, τον Αμπελώμο, ένα παιδί που ήταν και αυτός πολύ μερακλής και τα φτιάχναμε μαζί. Τι να πρωτοθυμηθείς;
Θυμάσαι καμιά ωραία στιγμή;
Στο θέατρο;
Σε όλο αυτό το-
Τι να πρωτοθυμηθείς; Νομίζω όλες οι στιγμές είναι ωραίες στο θέατρο. Ξυπνάει η τεστοστερόνη, ξυπνάνε τόσες αισθήσεις. Το θέατρο είναι η τέχνη όλων των Τεχνών που λένε. Είναι όλες οι τέχνες μέσα. Η μουσική, ο χορός, η υποκριτική, η ζωγραφική, και, και, και. Μεγάλη δημιουργία. Όμορφες στιγμές, ειλικρινά για μένα ήταν, όταν τα φορτώναμε τα πράγματα και φεύγαμε για τα χωριά, για το χωριό. Ξέραμε ότι δεν θα έρθει πολύς κόσμος, πρόσεξε. Ξέραμε ότι θα ταλαιπωρηθούμε, το είχαμε μάθει πια. Ξέραμε ότι θα απογοητευτούμε. Πολλές φορές. Και ενώ τα ξέραμε όλα αυτά, εμείς ήμαστα[01:30:00]ν μες στην τρελή χαρά, να πάμε να το κάνουμε αυτό το πράγμα. Ζούσαμε το σύνδρομο της εκδρομής; Δεν ξέρω. Κάτι άλλο συντελούσε.
Σε ποιο χωριό; Σε ποια πλατεία;
Στην Παναγία, ας πούμε, παράδειγμα. Έχουμε πάει πολλές φορές και παίξαμε εκεί που είναι το μπάσκετ, μέσα στο σχολείο, στην αυλή του σχολείου, από εκεί. Έχουμε πάει στην Ατσική, στο σχολείο της Ατσικής, στην αυλή. Στον Μούδρο. Πολλές φορές. Στο παλιό σχολείο. Και στο λιμάνι. Έχουμε παίξει σε άλλο χωριό; Θυμάσαι κανένα άλλο χωριό εσύ; Όχι. Αυτά. Αυτά τα τρία θυμάμαι, βασικά. Αυτές ήταν ωραίες στιγμές. Ωραίες στιγμές, επίσης, είναι, όταν βλέπεις τους ηθοποιούς, να τους-, αυτό τους λέω εγώ πάντα, γιατί τώρα αρχίζω και κάνω σιγά-σιγά και τον σκηνοθέτη, γιατί δεν μου δίνουν ρόλους, τι να κάνω, που μεγάλωσα. Ωραία στιγμή είναι να βλέπεις έναν καινούριο ηθοποιό, που τώρα έχει αρχίσει, έχει παίξει κανένα δύο φορές, τρεις, όπως είναι ο Θανάσης, ο Κώστας, ο Θωμάς, που παίζουν τώρα στο «Art», να το γουστάρουν αυτό που κάνουν. Αυτό με τρελαίνει. Λέω: «Κοίτα να δεις, αυτό έχει συνέχεια, έχει πορεία», γιατί είναι και κάποιοι που έρχονται, ψιλό-βαριούνται, όλο δεν βρίσκουν χρόνο, «Ναι, θέλω πολύ, αλλά δεν έχω χρόνο», «Γιατί;». «Γιατί θα πάω στην εκκλησία, ή γιατί θα-». Δεν το γουστάρεις.
Εντάξει, το ερασιτεχνικό θέατρο δεν επιτελεί και κάποιον άλλο ρολό, εκτός του παίζω θέατρο κυριολεκτικά;
Τι; Πάρα πολλούς. Την παρέα, την εκδρομή, τον χαβαλέ, το γέλιο. Κάποτε, όταν ήμουνα στις πολύ μαύρες μου, συζητάγαμε: «Να πάμε να ασχοληθούμε φέτος με το θέατρο;». Και ήμουνα σκεφτικός και σκέφτομαι κάτι και λέω θα πάμε. Και μου λέει η Χαρά, την ξέρεις την Χαρά, μου λέει: «Πες μου τι σκέφτηκες και αποφάσισες να πας σε αυτή την παράσταση». Λέω: «Σκέφτηκα ότι θά 'ναι ο Παναγιώτης ο Καραφιλίππου και θα με κάνει να γελάω». Άκου τώρα, τι βρήκα για να πιαστώ. Γιατί, λέω: «Κάτσε, εγώ πού θα γελάω φέτος, πουθενά; Στη δουλειά δεν θα γελάω, εκεί είναι σοβαρά τα πράγματα. Στο σπίτι είναι σοβαρά τα πράγματα», γιατί κάποιο οικονομικό πρόβλημα, δεν θυμάμαι τι μας είχε βρει ή κάποιον άνθρωπο μας θα είχαμε χάσει. «Εκεί τι θα είναι; Θα είναι έτσι η κατάσταση, θα είναι και ο Παναγιώτης. Α! Ο Παναγιώτης θα με κάνει να γελάω. Κάτσε να πάω», και πήγα. Άμα το βάλεις σε προτεραιότητα, το καθετί, θα βρεις το στοιχείο, ποιο είναι αυτό που σε τραβάει από το μανίκι για να πας. Υπάρχει κάτι που σε τραβάει, δεν πας έτσι. Και είναι ευχάριστο. Κάναμε κάποια ανοίγματα πολύ όμορφα, έναν χειμώνα που δεν είχαμε πάλι ρόλους, εγώ, η Σούλα, ο μπαμπάς σου, ο Νίκος και δυο-τρεις άλλοι, η Δέσποινα και πήγαμε και στήσαμε χορό! Όχι. Στήσαμε θέατρο μέσα στου Θανάση το καφέ. Σε ένα μπαράκι. Και όλος ο χειμώνας, πώς πέρασε, δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Ακόμα αναρωτιόμαστε. Πηγαίναμε κάθε Τετάρτη. Μία ώρα, μιάμιση. Κάναμε την προβίτσα μας. Σε κάτι δεκάλεπτα, μικρά θεατρικά που τα σκαρώναμε, ξέρεις, από γελοιογραφίες, από μικρές ιστορίες, από κάποιες εφημερίδες αναρχικών που είχαμε βρει, ωραία σκετσάκια, του Αρκά κάποια μικρά. Κάναμε μία προβίτσα, λέγαμε: «Να, θα βάλουμε αυτό από 'δώ». Ο Θανάσης τα έδινε όλα, έστηνε, έτοιμο το σκηνικό. Και πηγαίναμε την Παρασκευή, είχε live, ζωντανή μουσική και στο διάλειμμα της μουσικής, πεταγόμαστε εμείς επάνω και παίζαμε αυτό το μικρό μας θεατρικό. Και πώς έγινε τώρα, που λέμε το σύμπαν καμιά φορά συνωμοτεί, έρχεται η Ομοσπονδία στη Λήμνο εκείνον τον χειμώνα και βλέπει αυτά τα πράγματα, έτυχε να παρακολουθήσει καμιά δύο Παρασκευές, εγκρίνει να έρθει η συνάντηση των θεατρικών θιάσων Αιγαίου στη Λήμνο κι έρχεται η συνάντηση. Κι εμείς τους έχουμε για απεριτίφ ή τσέζεστιφ, πώς λέγεται. Απεριτίφ. Μετά το φαγητό; Πώς λέγεται αυτό;
Ναι, απεριτίφ.
Απεριτίφ, σωστά το είπα. Τους έχουμε κάθε βράδυ απεριτίφ, και σ' ένα διαφορετικό μπαράκι ένα σκετσάκι από αυτά που έχουμε κάνει. Ακόμα το θυμούνται. Πρόταση: «Όποιος θέλει, παιδιά, απόψε παίζουμε στον "Καραγκιόζη"». «Ποιο;». «Αυτό». Παπ, ερχόταν! Είκοσι, πενήντα άτομα, στη «Νεφέλη», στον Θανάση, εδώ, εκεί, στον Αλέξανδρο, είχαμε πάει. Μαγεία! Το θέατρο δεν είναι μόνο αυτό, είναι πολλά πράγματα. Είναι η παρέα. Μου λέει ο Νίκος ο Πλάντζος: «Γιώργο, πέρυσι,» ένας συνάδελφος, τον ξέρεις, «πέρυσι που δεν κάναμε τίποτα», έτυχε γιατί δεν ήμασταν έτοιμοι, ετοιμάσαμε το έργο μας μέσα στο καλοκαίρι λόγω κορωνοϊού, για να πάει συνάντηση, γυρίσαμε, δεν προλάβαμε να κάνουμε κάτι οι υπόλοιποι που μέναμε πίσω, μου λέει: «Αυτό που με πονάει περισσότερο από όλα είναι που χανόμαστε». Εγώ όταν μου είπε αυτό, λέω: «Ρε γαμώτο, δεν μπορεί να μου το λέει ψέματα αυτό το πράγμα», είναι ψυχικό, βγαίνει μέσα από την ψυχή του. «Ρε, χανόμαστε» μου λέει, «ρε Γιώργο, δεν βλεπόμαστε».
Και επειδή ανέφερες και τη συνάντηση ερασιτεχνικών θιάσων-
Μεγάλη ιστορία.
Εκεί φαντάζομαι τη συνάντηση. Θέλω να πω επειδή είπες «χανόμαστε», φαντάζομαι ότι εκεί κάπως συναντιέστε πια σε άλλο, σε επίπεδο νησιών.
Πως έχουμε γίνει εδώ μία παρέα και λέμε πάμε στον Θανάση για καφέ, εγώ, ο Παναγιώτης, ο Νίκος, ο ένας, ο άλλος, και βρισκόμαστε. Έτσι βρισκόμαστε τώρα σε ένα νησί όλοι από όλα τα νησιά. Εμείς τώρα πια, το λέγαμε και φέτος, πάμε πιο πολύ για να δούμε ανθρώπους, σαφώς και για να δούμε και παραστάσεις, αλλά πιο πολύ για πάμε για να δούμε τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους μας. Τους φίλους μας. Της Κω, την ομάδα, τα παιδιά της Κω, της Μυτιλήνης, της Σάμου, της Σύρου. Πάμε να δούμε ανθρώπους μας. Και μαζί να δούμε και ποιοι καινούριοι ήρθαν, «Α, αυτοί είναι καινούριοι, καινούρια ομάδα». Απίστευτο πηγάδι πολιτισμού και... Εγώ, άμα το καταλάβει κάποιος πολιτικός, το τι επένδυση είναι αυτό για μία χώρα, που θέλει να λέει ότι είναι ότι είναι ελεύθερη και έχει ρίζες, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ρίζα από το να έχεις ένα ερασιτεχνικό τέτοιο πράγμα, φυτώριο, μέσα σε μία θάλασσα από τόσα νησιά που να ενώνονται και να συζητούν και να μιλούν.
Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται; Τι χρειάζεται, τι θα χρειαζόταν παραπάνω, τι θα μπορούσε να δοθεί στο νησί σε σχέση με το κομμάτι αυτό ή και στο επίπεδο των νησιών πια, στη συνάντηση;
Περισσότερο σκύψιμο από τις εκάστοτε εξουσίες. Περισσότερο σεβασμό στους ερασιτέχνες αυτούς που λένε: «Κάνουμε θέατρο ερασιτεχνικό». Και επειδή μου αρέσει να μιλάω πάντα με παραδείγματα, θα σου πω πάλι ένα παράδειγμα. Φέτος το καλοκαίρι κάτι γίνεται, μία θαλασσοταραχή, δεν μπορούν να έρθουν οι αθλητές από τη Μυτιλήνη κι από ένα άλλο νησί στη Λήμνο, γιατί γινόντουσαν οι Αιγαιοπελαγίτικοι αγώνες στίβου στη Λήμνο, άλλο ωραίο κι αυτό, ωραιότατο, και δίνεται διαταγή να περάσει ένα C130 της πολεμικής αεροπορίας να τους πάρει και να τους φέρει εδώ και να τους γυρίσει πίσω. Kάτι τέτοιο έγινε. Δεν έχει γίνει ποτέ μια τέτοια κίνηση για 'μάς, τους ερασιτέχνες που ακυρώνονται παραστάσεις, για μία τέτοια περίπτωση. Μπορεί ένα C130 να περάσει να πάρει τους λημνιούς, τους μυτιληνιούς και τους χιώτες, γιατί η συνάντηση, γίνεται, ξέρω εγώ, στη Σύρο, για να μην χαθούν κάποιες μέρες και μείνει κενό, επειδή έχει θαλασσοταραχή. Δεν λέω κάθε φορά να γίνεται. Όχι! Προς θεού! Μπαίνουμε στο καραβάκι και πάμε εμείς, μία χαρά. Αλλά έτυχε μία φορά, βρε αδερφέ, δώσε μία διαταγή, να δει κι ο ερασιτέχνης ότι κάποιος τον υπολογίζει, κάπου μετράει. Να περάσει να τον πάρει το C130 και να τον πάει να παίξει και να τον ξαναπάει πίσω και να πει: «Ωχ, ωρέ, ζούμε σε μία ωραία χώρα, σε ένα ωραίο κράτος. Υπάρχει ένας άνθρωπος εκεί στα υπουργεία, στις καρέκλες, ένας καρεκλάτος», που τους λέμε εμείς, «που το έχει ανακαλύψει αυτό το πράγμα. Μπράβο! Έλα! Κουράγιο! Θα το ανακαλύψει κι άλλος». Δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο. Παράδειγμα είπα πάλι. Τέλος πάντων.
Ναι, ναι.
Μπορεί να γίνει, όμως.
Και για το νησί το ίδιο. Και για εδώ το ίδιο.
Βεβαίως. Και για αυτό σε πιο μικρή κλίμακα. Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι, ο Δήμαρχος την κίνηση του να μας δώσει τον χώρο της Ένωσης, γιατί είναι και πρόεδρος της Ένωσης, άτυπα, μας έδωσε, μας άνοιξε μία πόρτα, γιατί δεν είχαμε πού να κάνουμε τις πρόβες μας. Το «Μαρούλα» έγινε πλέον δημοτικό θέατρο και μας το δίνουν μόνο δύο μέρες, τρεις, να πάμε να κάνουμε τις πρόβες μας και να παίξουμε. Επομένως, όλον τον καιρό γιατί εμείς θα δουλεύουμε, τα ξέρεις, μήνες τα έργα μας, δύο, τρεις, τέσσερις μήνες, πού θα τα δουλεύαμε; Εκεί που έχει το ραδιόφωνο ο Μ.Ε.Α.Σ. Λήμνος; Τα γραφεία του; Δεν χωρούσαμε ποια. Κάναμε τα ανοίγματα μας. Η ομάδα μεγάλωσε, κάναμε και άλλα τμήματα, κάναμε χορευτικό, κάναμε σκάκι, όλα αυτά έγιναν κι άλλα τμήματα θεατρικά. Δεν είναι μόνο μία η ομάδα η θεατρική τώρα πια. Όλα αυτά έγιναν, γιατί μας παραχωρήθηκε αυτός ο χώρος της Ένωσης, για αυτό και εγώ την ευχαριστώ την Ένωση. Για αυτό πήγα και έστησα το, στήσαμε με όλη την ομάδα, πέρυσι το καλοκαίρι το «Την αρχή του Αρχιμήδη» πάνω στην Ένωση. Κάποιοι το κατάλαβαν, κάποιοι έπρεπε να τους το πω έτσι ωμά, για να το καταλάβουν. Και πάλι μέσα μου, πάλι λέω πέρα από αυτό το «ευχαριστώ» δεν ξανακούστηκε, και θέλω, με κίνηση εννοώ ευχαριστώ, ε; Δεν λέω: «Ευχαριστούμε», αυτά τα λες εύκολα, κάθε μέρα. Εννοώ με μία πράξη, να δείξεις ότι είσαι ευγνώμων που σου δίνεται μία αίθουσα και μπαίνεις μέσα και λες: «Α, ο χώρος μου!». Κάτσε, ώπα. Να ξαναπάμε πάλι, το θέλω πολύ, εκεί στον χώρο τον εξωτερικό, του οινοποιείου. Αν δεν είχαμε αυτόν τον χώρο, δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να ανοίξουμε τόσο πολύ τα φτερά μας. Γιατί ήρθε το πανεπιστήμιο, μας πήρε κάποιες αίθουσες πολύ σημαντικές. Όπως είναι η αίθουσα «Γκαλιούρη», το «Μαρούλα» το Γαροφαλλίδειο». Το «Γαροφαλλίδειο», το οποίο, άλλη πονεμένη ιστορία. Τα ξέρεις, ο καημένος ο Χατζηδιαμαντής, τότε δήμαρχος, τους λέει: «Ελάτε εδώ, θα σας φτιάξω εγώ τη μελέτη, αφού δεν υπάρχει χρήμα στο πανεπιστήμιο. Θα σας φτιάξω εγώ τη μελέτη, αλλά θα μου δώσετε μπροστά τον χώρο να έχω εγώ τον Ο.Ε.Π.Α. μου και καμιά φορά να κάνουμε και καμιά παράσταση, καμία εκδήλωση». «Ναι, ναι, ναι, βεβαίως, σαφώς![01:40:00]». Έφυγε ο Χατζηδιαμαντής, άλλαξε ως δήμαρχος, έφυγε ο πρύτανης, άλλαξε, τους το λες τώρα, και: «Δεν ξέρω, πρώτη φορά το ακούμε αυτό το πράγμα». Τελείωσε το «Γαροφαλλίδειο», δεν πειράζει, ας το έχουν και ας το χαίρονται, χαλάλι τους για το πανεπιστήμιο, αλλά η αίθουσα του «Γκαλιούρη»; Άδειασε. Γιατί ήταν αυτή πιασμένη. Υποτίθεται ότι φεύγοντας το Πανεπιστήμιο από την αίθουσα αυτή θα μπορούσαμε να φιλοξενηθεί μία ομάδα, μέσα εκεί. Θα δούμε, δεν βαριέσαι. Εμείς αυτά τα ξεπερνάμε.
Οπότε γενικά πιστεύεις ότι έχει μέλλον όλη η σχέση αυτή; Γιατί μιας και εμβαθύναμε λίγο στο θέατρο παραπάνω.
Πιστεύω ότι, αυτό, στην αλλαγή των γενεών εγώ πιστεύω. Δηλαδή, όταν πήγα στην Ένωση και μίλησα με τον Διευθυντή, τον Δημήτρη τον Κράσο, λέω το όνομά του, δεν πειράζει που το λέω, Δημήτρης Κράσος, κατάλαβα ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο πολύ, δηλαδή λέμε διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών και, ξέρεις, εγώ μες στο μυαλό μου βάζω, σαν παιδί ήξερα κάποιους γέροντες να είναι εκεί και να κρατάνε τα ηνία της ένωσης. Και όταν κατάλαβα ότι είναι αυτό το παιδί που έκανε εκπομπές μαζί μου στο ράδιο «Λήμνος» κάποτε και μου μιλάει και μου λέει: «Θέλω, ναι, εγώ θέλω. Και στην εκπομπή σου στο ραδιόφωνο να κάνεις αφιερώματα, να σου στέλνω κρασιά και εδώ να 'ρθείτε, να κάνετε ό,τι θέλετε και μέσα στην αίθουσα αυτή που σας έχουμε δώσει να κάνετε πράγματα και είναι διαφήμιση για μας», λέω: «Εντάξει, μιλάμε σε άλλη συχνότητα τώρα πια». «Εγώ κατά κάποιο τρόπο», μέσα σε εισαγωγικά, «θέλω να σας εκμεταλλευτώ», του λέω: «Και εμείς θέλουμε να σε εκμεταλλευτούμε», «Ακριβώς, με την καλή έννοια όμως. Δηλαδή, μου δίνεις, σου δίνω. Και γίνομαι κι εγώ αγαπητός στον κόσμο με τις παραχωρήσεις μου κι εσύ γίνεσαι ακόμα πιο μεγάλος και κάνεις πιο πολλή δουλειά δηλαδή, μεγαλώνεις τα τμήματά σου, μεγαλώνεις τα έργα σου, μεγαλώνεις κι εγώ δεν ξέρω τι».
Ωραία. Καλά, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πάρα πολλή ώρα, αλλά νομίζω ότι, θέλω να πω πες μας κάτι, έτσι ένα μικρό κλείσιμο σε σχέση με όλα αυτά, σε σχέση με τι πιστεύεις γενικά, πώς θα ήθελες να είναι ο κόσμος, οι άνθρωποι, η ζωή.
Ο κόσμος, η ζωή, οι άνθρωποι.
Ναι, έτσι, ένα μικρό κλείσιμο.
Όταν λέμε σε κάποιον: «Δεν θέλω να μου λες ψέματα, δεν μου αρέσει το ψέμα». Σκέφτηκα να σου πω τώρα. Αλλά να μάθουμε να λέμε πρώτα στον εαυτό μας, να μην λέμε, να μην παραμυθιάζουμε τον εαυτό μας. Να μην λέμε ψέματα στον εαυτό μας. Να λέμε την αλήθεια στον εαυτό μας. Να αφήνουμε τους εαυτούς μας να μαθαίνουν την αλήθεια. Δηλαδή, μπορεί να υπάρχει ένας άνθρωπος, ένας φίλος μας τώρα, κάπου εκεί γύρω, που επειδή του είπαν κάποιοι γονείς, κάποιοι θείοι, ο νονός του, δεν ξέρω τι, η νονά του, να θέλει τόσο πολύ να εκφραστεί μέσα από μία τέχνη, οποιαδήποτε τέχνη, έτσι; Και μέσα από μία παρέα και μέσα από μία, οτιδήποτε, αλλά επειδή του έχουνε πει ότι πρέπει να είσαι έτσι και δεν πρέπει να είσαι έτσι, πρέπει να είσαι έτσι και όχι έτσι, να έχει παραμυθιάσει τον εαυτό του, να νομίζει ότι έχει την πετυχημένη ζωή, αυτή που ήθελε, επειδή έκανε αυτά που του είπαν και μέσα του, βαθιά στην ψυχούλα του, να ξεγελιέται. Αυτό με σκοτώνει, με πικραίνει δηλαδή. Πρέπει να λέμε την αλήθεια. Την αλήθεια και σιγά-σιγά να το παλεύουμε, να το παλεύουμε σιγά-σιγά, κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες, έτσι; Γιατί καμιά φορά οι συνθήκες είναι τόσο δυνατές που δύσκολα το καταφέρνεις, αλλά να μην το παρατάμε, να το ψάχνουμε.
Να το παλεύουμε.
Να το παλεύουμε.
Να το παλεύουμε. Γιώργο, ευχαριστούμε πάρα πολύ, ευχαριστούμε.
Τίποτα, παρακαλούμε.
Photos

Ανεμόμυλος στη Σκανδάλη
Ο πίνακας που ζωγράφισε ο κύριος Καριακλής ...
Summary
Ο Γιώργος Καριακλής μιλά για τη ζωή του ξεκινώντας από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια και το πώς βίωσε τον απόηχο του εμφυλίου. Συνεχίζει με την περίοδο της Χούντας στο νησί της Λήμνου και αργότερα με το πώς έζησε ως φοιτητής στην Αθήνα αμέσως μετά το Πολυτεχνείο. Η ζωή τού έδειξε από νωρίς την κλίση του στις τέχνες, πρώτα στη ζωγραφική και αργότερα στο θέατρο. Κατάφερε να διατηρήσει τη σχέση αυτή ζωντανή, ακόμα και μέσα στον χώρο της αεροπορίας, όπου βρέθηκε τελικά, συνδυάζοντας όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής του φύσης. «Οι άνθρωποι δεν είναι μονοδιάστατοι», αναφέρει. Τέλος, μιλά για το ερασιτεχνικό θέατρο στο νησί και τι προσφέρει αυτή η καλλιτεχνική έκφραση.
Narrators
Γιώργος Καριακλής
Field Reporters
Μαρίνα Καζόλη
Topics
Tags
Interview Date
04/12/2022
Duration
104'
Interview Notes
Γ.Ε.Α.: Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας
Μ.Ε.Α.Σ.: Μορφωτικός Εκπολιτιστικός Αθλητικός Σύλλογος
Ο.Ε.Θ.Α.: Οργανισμός Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου
Summary
Ο Γιώργος Καριακλής μιλά για τη ζωή του ξεκινώντας από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια και το πώς βίωσε τον απόηχο του εμφυλίου. Συνεχίζει με την περίοδο της Χούντας στο νησί της Λήμνου και αργότερα με το πώς έζησε ως φοιτητής στην Αθήνα αμέσως μετά το Πολυτεχνείο. Η ζωή τού έδειξε από νωρίς την κλίση του στις τέχνες, πρώτα στη ζωγραφική και αργότερα στο θέατρο. Κατάφερε να διατηρήσει τη σχέση αυτή ζωντανή, ακόμα και μέσα στον χώρο της αεροπορίας, όπου βρέθηκε τελικά, συνδυάζοντας όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής του φύσης. «Οι άνθρωποι δεν είναι μονοδιάστατοι», αναφέρει. Τέλος, μιλά για το ερασιτεχνικό θέατρο στο νησί και τι προσφέρει αυτή η καλλιτεχνική έκφραση.
Narrators
Γιώργος Καριακλής
Field Reporters
Μαρίνα Καζόλη
Topics
Tags
Interview Date
04/12/2022
Duration
104'
Interview Notes
Γ.Ε.Α.: Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας
Μ.Ε.Α.Σ.: Μορφωτικός Εκπολιτιστικός Αθλητικός Σύλλογος
Ο.Ε.Θ.Α.: Οργανισμός Ερασιτεχνικών Θιάσων Αιγαίου