Age Restricted Interview
This interview is only available to users who are eighteen years old or over.
Από το παντοπωλείο στο μίνι μάρκετ: Ο κύριος Λάμπρος διηγείται τη ζωή του
Segment 1
Βιογραφικά στοιχεία Αφηγητή και η ιστορία της οικογένειάς του
00:00:00 - 00:07:24
Partial Transcript
Είμαι η Νίνο Μτσεντλίντζε, ερευνήτρια στο Istorima, έχουμε 08/11/2021 και βρισκόμαστε στον Βόλο. Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας; Ναι.…ε να πρέπει να χωρίσουμε. Το κορίτσι έφυγε, το στείλαν στην Αθήνα. Εγώ συνέχισα στο μαγαζί, γνώρισα μια άλλη γυναίκα μετά, μια άλλη κοπέλα.
Lead to transcriptLocations
Segment 2
Ιστορίες και εμπειρίες από τον στρατό που τον σημάδεψαν
00:07:24 - 00:22:10
Partial Transcript
Και ήρθε η ώρα του στρατού. Ήρθε η ώρα του στρατού, λοιπόν, για τον στρατό έχουμε να πούμε πολλά πράγματα. Λοιπόν, παρουσιάστηκα σε ένα νησί…άντα και λόγω του επαγγέλματος που ήμασταν, λόγω αυτά... ήμασταν πάντα άνθρωποι που δεν φέρναμε προστριβές για να μαλώνουμε και να κάνουμε.
Lead to transcriptTopics
Locations
Media

Η κολόνια «Μιναρές»
Απόκτημα από τις παράνομες συναλλαγές με Τ ...
Segment 3
Η ενασχόληση με την οικογενειακή επιχείρηση και αναμνήσεις από την παιδική ηλικία στην Αθήνα
00:22:10 - 00:25:25
Partial Transcript
Οπότε και πήγα στη Σκόπελο. Εκεί, πέρασα κάποιες μέρες, 20-25 μέρες, μέχρι να περάσω όλα αυτά. Εκεί στις 20 ημέρες, όπως λέει ο άλλος: «Πώς … έβγαζα και φωτογραφίες τότε τα ράφια, πώς ήταν γεμάτα, τότε τα έφτιαχνα έτσι όμορφα. Λοιπόν, ήμουν μερακλής δηλαδή στη δουλειά μου, καλός.
Lead to transcriptSegment 4
Τα ταξίδια και η γνωριμία με τη σύζυγό του
00:25:25 - 00:28:45
Partial Transcript
Βέβαια, όλη αυτή η στέρηση, την οποία είχα, γατί άλλο από τον στρατό δεν έζησα κάποια άλλη πόλη και πολύ μικρός που είπαμε Αθήνα, ας πούμε κ…καμιά Δευτέρα. Οπότε έκανα πολλά τριήμερα κατάλαβες; Πήγαινα Σάββατο-Κυριακή-Δευτέρα, έτσι. Τι άλλο να πω με τα ταξιδάκια, με αυτά; Ήρθε...
Lead to transcriptSegment 5
Η αφοσίωση στο μαγαζί και ο διαφορετικός τρόπος ζωής της εποχής
00:28:45 - 01:01:22
Partial Transcript
Να επανέλθουμε λίγο στα παιδικά χρόνια; Ναι. Τι θυμάστε έντονα από τα παιδικά σας χρόνια; Έντονα; Τα παιδικά μου χρόνια, τι άλλο να πω άλ…χρόνια και ευτυχώς έκανα κι αυτά τα διαλείμματα, που αναφέραμε, και πέρασα κάποιες στιγμές. Αλλιώς, άστα να πάνε. Λοιπόν, κι εγώ ευχαριστώ.
Lead to transcriptLocations
[00:00:00]Είμαι η Νίνο Μτσεντλίντζε, ερευνήτρια στο Istorima, έχουμε 08/11/2021 και βρισκόμαστε στον Βόλο. Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας;
Ναι. Κι εγώ λέγομαι Λάμπρος Μπόκας, είμαι στα 60 πλέον και μένω στον Βόλο, έχω και ένα κατάστημα, ένα σούπερ μάρκετ, σε συνοικία μέσα στον Βόλο.
Πού γεννηθήκατε;
Ναι. Γεννήθηκα στην Ήπειρο και από εκεί ξεκινάει η ιστορία της οικογένειας. Ήρθε... Να τα πάμε λίγο από την αρχή. Ο παππούς μου, ο Λάμπρος ο Μπόκας, όπως είναι και το όνομά μου, είχε και έναν αδερφό, τον Βασίλη Μπόκα. Στην κατοχή, λοιπόν, με τους Γερμανούς, τα πράγματα είχανε σκληρύνει πάρα πολύ εκεί πάνω, δεν υπήρχε ούτε για να ζήσουνε, τίποτα πλέον και αναγκάστηκαν να ψάξουν να βρουν στην Ελλάδα πού μπορεί να πάει ο καθένας την οικογένειά του. Αλλά τότε ο πατέρας των παππούδων μου είχε πάει ένα συγγενικό μας πρόσωπο στην Αμερική. Και παρακάλεσε, αφού αυτός εκεί στην Αμερική ήταν ωραία τα πράγματα και περνούσε καλά, θεώρησε να πει να έστελνε και τα δυο του παιδιά, και τον Βασίλη Μπόκα και τον Λάμπρο Μπόκα, να τα στείλει στην Αμερική. Ο συγγενής όμως είπε: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, έναν μπορώ να πάρω στην Αμερική, όχι και τους δύο. Δεν θέλω να τους χάσεις όλους σου τους γιους». Και έριξε κορώνα γράμματα, λοιπόν, και ο παππούς μου εδώ έμεινε, ο Λάμπρος ο Μπόκας, έμεινε στην Ελλάδα ενώ ο Βασίλης ταξίδεψε για την Αμερική. Με τη φτώχεια τη μεγάλη που υπήρχε εκεί πάνω... Βέβαια, στην Αμερική έχω να πω ότι στη Βοστώνη συγκεκριμένα που πήγανε, και το όνομα Μπόκας πλέον εκεί υπάρχει σε φαρμακεία, σε γιατρούς, έχουν παντρευτεί με Αμερικάνες, καθηγηταί, μεγάλωσε πολύ το σόι, ας πούμε. Είχαμε και επικοινωνία μέχρι που ζούσε ο παππούς εκείνος, ο οποίος μας έστελνε και δολάρια τότε και θυμάμαι, να πούμε, τι χαρά τα Χριστούγεννα, λοιπόν, και το Πάσχα, μας έβαζε πότε ένα δολάριο, πότε δύο δολάρια. Λοιπόν, και... Μετά έχω να πω για τον παππού μου, ο οποίος παππούς μου παντρεύτηκε στην Ήπειρο, στο συγκεκριμένο χωριό, και μετά κάηκε το χωριό από τους Γερμανούς. Εκεί, λοιπόν, έκανε και πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Λοιπόν, τι να κάνει, πώς να σώσει την οικογένεια; Κάποιος του είπε ότι: «Αν θα πας, λέει, στο νομό Μαγνησίας υπάρχει μια λίμνη, η οποία λίμνη λέγεται Κάρλα». Η Κάρλα, λοιπόν, είναι μια λίμνη η οποία γύρω γύρω έχει κάποια χωριά. Τα χωριά αυτά, τα παρακάρλια χωριά που λέμε, είναι το Ριζόμυλο, το Στεφανοβίκειο, τα Κανάλια, η Κερασιά, λοιπόν, ήρθε ο παππούς, έκανε μια εξερεύνηση και είδε ότι όντως εδώ μπορεί να ζήσει η οικογένεια, διότι υπήρχε το βασικό, η τροφή, τα ψάρια, η λίμνη ήταν γεμάτη με ψάρια. Και κάποια στιγμή, τους έφερε όλους λοιπόν εδώ, και τα πέντε παιδιά, και αυτός με τη γυναίκα του. Εκεί μέναν σε ένα μικρό καλυβάκι, σιγά σιγά άρχισαν να προχωράνε στη ζωή και ο πατέρας μου μόλις χαζομεγάλωσε λίγο, μετά που γύρισε από τον στρατό, πρώτα δουλεύαν σε οποιεσδήποτε δουλειές. Ο πατέρας μου έκανε τον γανωτή, ο παππούς μου έκανε τον τσαγκάρη. Ο πατέρας μου έκανε τον γανωτή στο Πήλιο, πήγαινε σε όλα τα χωριά του Πηλίου, στη Ζαγορά, στις Μηλιές και γανώνανε. Τότε γανώνανε τα σκεύη, τα οποία τρώγανε, δεν ήταν σαν τα δικά μας, τα ανοξείδωτα που είναι τώρα, τότε αν δεν τα γάνωνες τα σκεύη πάθαινες δηλητηρίαση. Έτσι ήταν τότε τα πράγματα. Το γάνωμα σημαίνει το καλάι, είναι ένα καλάι, ένα λευκό, το οποίο όπως είναι το ασήμι, το οποίο το κάνανε και με αυτό μαγειρεύανε. Τέλος πάντων, εκεί όταν γύρισε ο πατέρας μου από τον στρατό, ο οποίος ο καημένος τραυματίστηκε κιόλας στον στρατό. Ο πατέρας μου έπεσε από ένα μηχανάκι σε κάποιες γραμμές και χτύπησε στο πάγκρεας εκεί, σε ένα σημείο, και έγινε διαβητικός ο πατέρας μου. Κακό μεγάλο, βέβαια, αυτό. Τέλος πάντων, εμείς είχαμε γεννηθεί και η μάνα μου βέβαια σήκωσε τα μανίκια να αναλάβει και ο πατέρας μου βέβαια δούλευε πάντα, είχε πάντα να κάνει την ινσουλίνη του. Μεγαλώσαμε όλα τα χρόνια βλέποντας τον μπαμπά να είναι μέσα στα φάρμακα, πάθαινε τις υπογλυκαιμίες του, πάθαινε αυτά και για να μην τα λέω πολλά, λοιπόν, με το θέμα του μπαμπά, αποφάσισε ο μπαμπάς μου να ανοίξει ένα μικρό παντοπωλείο, το οποίο τότε παντοπωλείο δεν είχε κάποια πράγματα, να πούμε, ό,τι υπήρχαν τότε. Τότε ήτανε, υπήρχε το χύμα το οινόπνευμα, υπήρχε το χύμα το τσίπουρο, το χύμα το κρασί, τα χύμα τα μακαρόνια, το χύμα το ρύζι, τα όσπρια γενικότερα, αυτά όλα. Ήταν βασικά πράγματα, πολύ λίγα πράγματα, όχι τώρα που έχουμε 4 ράφια με cornflakes... και τι να πω; Πόσα είδη κρασιών, ξέρω εγώ, και τέτοια. Ένα κρασί υπήρχε, ένα μαύρο και ένα άσπρο, ένα οινόπνευμα, το μπλε. Δεν υπήρχαν λοσιόν, πράγματα, θάματα. Ναι, λάδια. Δεν υπήρχαν ηλιέλαια... τι είναι αυτά τα ηλιέλαια; Ηλιέλαια και αραβοσιτέλαια δεν υπήρχαν στην εποχή μας. Όταν άνοιξε ο πατέρας μου ένα λάδι ήταν, το ελαιόλαδο, το οποίο το παίρναμε σε βαρέλια μεγάλα και ερχόταν ο κόσμος τότε, θυμάμαι, με διάφορα τέτοια... και έλεγε: «Βάλε μου 2 κιλά λάδι». Είχαμε την τρόμπα τότε και τρομπάραμε με την τρόμπα και βάζαμε, λοιπόν, τα λάδια για τους πελάτες, 1 κιλό ο ένας, 2 κιλά ο άλλος, άμα είχε κάποιος πιο πολύ, περισσότερα χρήματα, έπαιρνε και 5 κιλά και 10 σε γκαζοτενεκέδες. Λοιπόν, αυτά ήθελα να πω. Τότε τα παντοπωλεία μέσα είχανε και 2-3 τραπεζάκια, αυτό ήταν και το καφενείο, ήταν και το καφενείο του χωριού, το οποίο μαζευόντουσαν, έπιναν τα τσιπουράκια τους, έκανε και η μάνα μου ένα μεζεδάκι και μέσα εκεί έχω ακούσει πάρα πολλές ιστορίες. Εκεί, βέβαια, μπορούμε να πούμε να μιλάμε χρόνια γι' αυτά τα πράγματα, που έχω μάθει από τους παππούδες εκεί πέρα, γιατί μεγάλωσα με παππούδες. Λοιπόν και κάποια στιγμή λόγω της αρρώστιας του πατέρα μου, έχω να πω, ότι ο πατέρας μου ήρθε στο σχολείο ενώ πήγαινα στο γυμνάσιο και με σταμάτησε και τότε έτσι ήταν τα πράγματα και έλεγε: «Σταματάς το σχολείο, αγόρι μου, γιατί θα πρέπει να 'ρθεις να σώσεις την οικογένεια, να δουλέψεις, εγώ -λέει- αδυνατώ» είχε επιδεινωθεί και η κατάσταση με την αρρώστια του. Εντάξει, συμμετείχε αλλά ήθελε χέρια βοηθείας από πίσω, δεν ήταν για μόνος του και από εκεί ξεκίνησε η ζωή μου ολόκληρη, η οποία, θα έλεγα, ότι σιγά σιγά ήρθε ο στρατός. Για τον στρατό έχουμε να πούμε πάρα πολλά πράγματα. Έχουμε να πούμε και τότε, βέβαια, το παιδί όταν φτάνει στα 18 στα 19 ερωτεύεσαι, λοιπόν, τότε γνωρίζω και εγώ την πρώτη μου αγάπη. Μια ιστορία κι αυτή ολόκληρη, έναν έρωτα μεγάλο, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να την πάρω τη γυναίκα αυτή, διότι ήδη είχα μπει στο μαγαζί και η μάνα της ήτανε καταπέλτης, έλεγε: «Εγώ σε μπακάλη, δεν το δίνω το κορίτσι μου». Αυτό ήτανε ένα πράγμα το οποίο μας έκανε να πρέπει να χωρίσουμε. Το κορίτσι έφυγε, το στείλαν στην Αθήνα. Εγώ συνέχισα στο μαγαζί, γνώρισα μια άλλη γυναίκα μετά, μια άλλη κοπέλα.
Και ήρθε η ώρα του στρατού. Ήρθε η ώρα του στρατού, λοιπόν, για τον στρατό έχουμε να πούμε πολλά πράγματα. Λοιπόν, παρουσιάστηκα σε ένα νησί που λέγεται Σύρος, κοσμοπολίτικο, το ξέρουμε κι ήταν λοιπόν να θέσει λίγες μέρες που πηγαίνει ο νέος φαντάρος, 21 μέρες ήταν που καθίσαμε εκεί, και μετά κατευθείαν μας στείλανε στην πράσινη πόρτα. Μας φέρανε με το καράβι, μας βάλανε σε ένα τρένο και το τρένο πήγαινε και πήγαινε και πήγαινε, και δεν ήξερα που πηγαίναμε τότε εμείς, είχαν πει ότι θα πάμε να υπηρετήσουμε στην Καβύλη. Δεν ήξερα εγώ πού είναι η Καβύλη, ούτε τίποτα, και πηγαίναμε και πηγαίναμε, κάποια στιγμή ήταν άκραια στα σύνορα. Όταν κατεβήκαμε, έκανε πάρα πολύ κρύο και εκεί μας ενημέρωσαν ότι εδώ πέρα το κρύο είναι τόσο πολύ που τρυπάει τα κόκαλα και το μεν καλοκαίρι τα κουνούπια είναι τόσο πολύ, να πούμε, τεράστια, τα οποία είναι σαν τα αεροπλάνα, αεροπλανάκια μικρά. Λοιπόν, ήμασταν συνέχεια με τα αντικουνουπικά και τέτοια. Τέλος πάντων, στον στρατό έχουμε να πούμε πολλά γεγονότα, τα οποία ήταν σημάδι για τη ζωή μου, διότι γλίτωσα κι έναν θάνατο που κάποια στιγμή... Πριν βέβαια, αυτό το γεγονός, το οποίο τραυματίστηκα και ήταν πολύ σοβαρό, ο πατέρας μου προσπαθούσε να κάνει τα χαρτιά για να βγω προστάτης της οικογένειας, εφόσον ήταν άρρωστος. Το κατάφερε αλλά δεν ήτανε τόσο για να γλυτώσω όλο το στρατιωτικό, γλίτωσα ένα πολύ κομμάτι μικρό, μέχρι να βγουν τα χαρτιά και να περάσεις από επιτροπές και, και, και... Αλλά αυτό που πέρασα μετά ήταν ότι πέρασα και περισσότερα πράγματα, περισσότερους μήνες στον στρατό παρά ότι γλίτωσα κάποιο κομμάτι απ' την αρρώστια του μπαμπά για τα χαρτιά, τα οποία έκανε. Λοιπόν, να πω τώρα για τον στρατό και πάλι για τον στρατό. Εκεί, λοιπόν, εμείς υπηρετούσαμε σε ένα σημείο που δεν μας χωρίζει ο Έβρος ποταμός, είχαμε ένα κομμάτι το οποίο είχαμε ένα τζιπ και με το τζιπ αυτό πηγαίναμε πάνω κάτω σε ένα μεγάλο κομμάτι και ελέγχαμε να μην μπουν οι Τούρκοι μέσα. Εκεί γινόταν... είχε γίνει καθημερινότητα αυτό. Οπότε με τους Τούρκους, οι οποίοι και αυτοί υπηρετούσαν τον δικό τους στρατό, ήτανε στα σύνορα εκεί. Τα σύνορα τότε μας χωρίζανε, δεν υπήρχε κάποιο, όπως είναι τώρα που τα φτιάξανε κι έχουν κάνει το οδόφραγμα αυτό κι είναι ωραία με κάμερες, με πράγματα. Τότε υπήρχε μια πυραμίδα κάθε 15 χιλιόμετρα, μια πυραμίδα εδώ, 15 χιλιόμετρα πιο πέρ[00:10:00]α, την οποία την είχαν πυραμίδα 7, πυραμίδα 8, πυραμίδα 9 κι έτσι, μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Ξεκινούσε από πάνω, από τη Βουλγαρία, και κατέληγε στην Αλεξανδρούπολη. Σε ένα κομμάτι, λοιπόν, εκεί που δεν μας χωρίζει ο Έβρος ποταμός, εκεί πολλές φορές με τους Τούρκους, οι οποίοι δεν είχαν τη δικιά μας... εμείς είχαμε τα Μarlboro, τα τσιγάρα μας, είχαμε άλλο τρόπο, ας πούμε, ζωής. Αυτοί ήταν λίγο πιο φτωχοί και δεν ήξεραν ούτε το τσιγάρο, το Μarlboro, ας πούμε. Ήταν χαρά τους να τους δίναμε κανένα πακέτο Μarlboro τσιγάρα. Κι εκεί ανταλλάσσαμε, δίναμε Μarlboro τσιγάρα εμείς, κι αυτοί μας δίνανε κολόνιες, κάτι μιναρέδες. Είναι οι κολόνιες αυτές, οι μιναρέδες, τότε θεώρησα εγώ να πάρω για όλους τους συγγενείς. Λοιπόν, οι συγγενείς μου που ήθελα... έπρεπε να είχα... ήταν γύρω στους 11 με 12 μιναρέδες, και σιγά σιγά με τα τσιγάρα και με αυτά, που μου έστελνε ο πατέρας μου λεφτά, έκρυβα, τους έθαβα, γιατί απαγορευόταν να γίνει αυτή η συναλλαγή, να πάρω τις κολονίτσες αυτές, για να τις φέρω στους συγγενείς μου, και να πω ότι υπηρετώ στο συγκεκριμένο σημείο. Λοιπόν και αυτά. Εκεί, κάποια στιγμή μας πιάσανε, πάνω σε μια συναλλαγή τέτοια, με τα Μarlboro, τα τσιγάρα, που λες, και την κολόνια τον μιναρέ. Και ένας λοχαγός μας απείλησε ότι θα μας στείλει στρατοδικείο. Τέλος πάντων, τη γλυτώσαμε εκείνη την πρώτη στιγμή, βέβαια με μεγάλη ποινή. Τότε η ποινή ήταν: «Ή θα φάτε ξύλο, θα καθίσετε να σας ρίξω ξύλο ή θα περάσετε στρατοδικείο». Φυσικά δεχτήκαμε να μας δείρει ο λοχαγός, παρά να γίνει το στρατοδικείο. Εκεί, κάποιος φαντάρος τελικά, όταν το έμαθε κι ο διοικητής, μας είπε να πούμε το όνομά του, ότι εμείς εκεί πηγαίναμε γιατί μας έλεγε ο Θεοδοσιάδης ότι κάποια στιγμή να μαθαίνουμε εμείς πράγματα και να τα μεταφέρουμε σ' αυτόνε. Και τότε, μόλις το άκουσε το όνομα του ο διοικητής είπε: «Ναι, παιδιά μου, ναι παιδιά μου» και τη γλιτώσαμε, λοιπόν, το πρώτο στρατοδικείο ήταν αυτό. Λοιπόν, υπηρετούσα εγώ σε φυλάκια. Τα φυλάκια ήταν... ήμασταν ποτέ στο ένα φυλάκιο 10-12 άτομα, πότε στο άλλο 15, πότε 18, ήταν το φυλάκιο 7, το φυλάκιο 8, το φυλάκιο 9, είχαν και τα νούμερά τους. Στο φυλάκιο αυτό κάθε 12 μέρες, αν ήμασταν 12 τα άτομα, ήσουνα ο νοικοκύρης του σπιτιού γιατί ήταν σαν σπίτι ήταν, με δωμάτια και είχαμε τα κρεβάτια πάνω-κάτω που μέναμε με τους φαντάρους. Εκεί θα έπρεπε να καθαρίζεις εσύ, θα έπρεπε να μαγειρέψεις εσύ. Μαγειρεύαμε, γίναμε μάγειροι τότε υποχρεωτικά. Τότε, βέβαια, το κοτόπουλο πήγαινε σύννεφο, λοιπόν, και τα ζυμαρικά και τα όσπρια, εύκολα πράγματα, βέβαια, τα οποία εντάξει όλοι φτιάχναμε τα ίδια φαγητά. Κάποια στιγμή, εμείς στο τζιπ, το τζιπ που είχε μέσα και κάναμε την περιοδεία, εγώ ήμουνα πολυβολητής, είχα το πολυβόλο χρεωμένο πάνω μου, καρφωμένο απάνω στο τζιπ, και πάντα με αληθινές σφαίρες μέσα, ήτανε μια αρμάθα με σφαίρες, κάπου στα 150-200 σφαίρες, οι οποίες κρεμόταν από το όπλο και κατέληγαν μέσα σε ένα μεταλλικό σακίδιο. Εκεί, εμείς οι τρεις λοιπόν, εγώ ήμουνα ο πολυβολητής, ο όρθιος πίσω, ένας οδηγός από τη Θεσσαλονίκη κι ένας άλλος πάλι που ήτανε μισό-βαθμοφόρος. Τότε υπήρχε και ο υποδεκανέας, ο οποίος ήταν και ο αρχηγός του πληρώματος των τριών, είχαμε και έναν ποδοσφαιριστή. Ο μεν οδηγός, ο χρεωμένος το όλο αυτοκινήτου ήταν ο οδηγός, ο οποίος έπαιζε μπάλα και είχε γραφτεί στην ομάδα εκείνη στη Νέα Βύσσα και ήθελε να τον πηγαίνουμε εμείς στη Νέα Βύσσα. Λοιπόν, τον πήγαινα εγώ πάντα γιατί είχα και δίπλωμα εγώ πολιτικό και οδηγούσα. Βέβαια, για κακιά μας σύμπτωση, ένας από τον Βόλο εδώ που ήμασταν μαζί, από τη Σύρο ξεκινήσαμε και καταλήξαμε στην Καβύλη απάνω στη νέα Βύσσα. Ο Κίτσος, λοιπόν, επέμενε ντε και καλά να οδηγήσει και αυτός. Ο άλλος ο ποδοσφαιριστής τι θα έλεγε; «Εντάξει, οδηγήστε μισό-μισό, αφήστε με να πάω να παίξω μπάλα». Αυτό ήταν το μοιραίο που έγινε. Ήταν σημαδιακή κίνηση στη ζωή μου γι' αυτό, γιατί το πήρα εγώ στη μισή διαδρομή και στην άλλη τη μισή να με σκουντάει αυτός να σταματήσω για να το πάρει. Όταν το πήρε, λοιπόν αυτός, άμαθος, δεν ήξερε ακριβώς πού είναι το φρένο, ήξερε μόνο από τρακτέρ και δεν ήξερε τι ήταν αυτά τα τζιπ. Και να μην τα λέω πολλά, αφού έσπασε την πόρτα, όχι την πόρτα, ήταν μία διχάλα, που καθόταν επάνω ένας κορμός δέντρου και το σηκώναμε όταν ερχόταν μουσαφίρηδες, όταν ερχόταν ο λοχαγός και μετά από αυτό υπήρχε ένα δέντρο. Να μη λέω πολλά, σπάσαμε την πόρτα αυτή, που θα έλεγα, και καταλήξαμε πάνω στο δέντρο. Εκεί έγινε ένας μεγάλος τραυματισμός για μένα. Κόπηκε ένα δάχτυλο, το οποίο το δείχνω εγώ εδώ τώρα και στη Νίνα. Λοιπόν, το χέρι μου, δεν είχε πετύχει καλά η επέμβαση, η οποία είχε γίνει και είχε κοπεί και μια αρτηρία, πίσω από το αριστερό μου αυτί, εκεί πεταγόταν το αίμα και είχα βάλει το δάχτυλό μου τότε και την κρατούσα. Βέβαια, μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο να με πάρει... Τότε, εκεί πέρα, δεν υπήρχανε στα γειτονικά χωριά, όπως είναι τώρα, κέντρα υγείας, γιατροί, πράγματα, οπότε έπρεπε να με πάνε σε χειρουργείο. Το χειρουργείο, υπήρχε στο Διδυμότειχο. Μέχρι να πάω στο Διδυμότειχο, εμένα ο σφυγμός μου έπεσε 3 στα 4-5, δηλαδή, ήμουνα λίγο πριν... τέλος. Εκεί, λοιπόν, μόλις με ράψανε την αρτηρία εδώ στο αυτί, εντάξει για το δάχτυλο δεν το συζητάμε, εκεί δεν χάθηκε αίμα, δεν χανόταν αίμα από κει, το πρόβλημα ήταν στην αρτηρία. Μόλις μου έφραξε, ήρθε ο χειρουργός και μου κάνει μια ραφή, την τέτοια στο αυτί, εκεί μετά άρχισα να κάνω, νέο παιδί τώρα, εμείς ήμασταν γεροί άντρες τότε, λοιπόν, λέω: «Φέρε να φάω, έλεγα, φέρε να φάω!» θυμάμαι δεν θα το ξεχάσω τώρα, εκείνη την ημέρα στο νοσοκομείο είχε κρέας, μάλλον μοσχάρι θα ήτανε, βοδινά τέλος πάντων, με κριθαράκι και μου φέρνει μία μερίδα και με το ένα χέρι να τρώω εγώ και ο νοσοκόμος να με ταΐζει από την άλλη και να πίνω νερό. Και τότε άρχισα να συνέρχομαι, άρχισε να ανεβαίνει η πίεση μου ξανά πάλι, απ, απ, συνήλθα. Βέβαια, αυτά όλα δεν τα ξέρανε στο στρατόπεδο, τι έγινε. Εκεί νομίσανε ότι ο Λάμπρος ο Μπόκας σκοτώθηκε, με τον τραυματισμό αυτόν τον μεγάλο που είχα. Και τι κάνανε αυτοί οι κύριοι εκεί πέρα; Ρίξανε όλη την κατηγορία απάνω μου, κατάλαβες; Ότι εγώ οδηγούσα, εγώ έτσι, εγώ αλλιώς, γιατί μετά πήγε στρατονομία να κάνει τον έλεγχο, πώς έγινε το ατύχημα αυτό και έπεσαν απάνω μου. Αυτά τα ανακάλυψα μετά εγώ, όταν έγινε και η επέμβαση στο χέρι, είχα καταλήξει στο νοσοκομείο της Αλεξανδρουπόλεως. Εκεί ήρθαν κι οι γονείς φυσικά να με δούνε, τότε που μαθεύτηκε το γεγονός. Όλα καλά, πέρασαν αυτά τα πράγματα. Μετά όμως είχα κι ένα άλλο φοβερό γεγονός. Απολύθηκα από τον στρατό, μπήκα στο μαγαζί, αφού ο πατέρας μου κατάφερε να κάνει τα χαρτιά και βγήκα λίγο πιο μπροστά, κι ενώ δούλευα, ήρθε μια μέρα, ήξερα ότι είχα εκκρεμότητα ένα στρατοδικείο. Γιατί ήξερα ότι όλοι εμείς, και οι τρεις που κάναμε αυτό, που ήμασταν απάνω στο τζιπ, θα περνούσαμε στρατοδικείο γιατί ανακάλυψαν ότι εκείνη τη στιγμή που εμείς κάναμε αυτήν την κίνηση να πάμε, να παίξει μπάλα ο ποδοσφαιριστής, έπρεπε να ήμασταν στο... πώς λέγεται; Στη φύλαξη, να φυλάξουμε τα σύνορά μας. Εμείς, εκείνη την ώρα, δεν ήμασταν εκεί, την ώρα που έγινε το ατύχημα και αυτό ήταν βέβαια... και λέγεται αυτό «εγκατάλειψη θέσεως», δηλαδή, ότι δεν ήμασταν στη θέση μας κανονικά, το οποίο τότε ήταν ακόμα εμπόλεμη κατάσταση με την... διότι ήταν τα γεγονότα και με την Κύπρο και ήτανε κακούργημα. Οπότε έπρεπε να πάμε στρατοδικείο. Στο στρατοδικείο, λοιπόν, δεν μετράνε τα λεφτά γιατί ο πατέρας μου είχε και δυο χωραφάκια ο καημένος και ήθελε κάποια στιγμή να πουλήσει τα χωράφια «Αρκεί το παιδί μου να μην πάει φυλακή». Έλα όμως που τότε είχαμε βάλει κάποιον δικηγόρο και είπαν ότι θα πάμε να μας δώσει αναστολή γιατί δεν είχαμε πρότινο καλό βίο, που δεν είχαμε περάσει ξανά δικαστήρια. Και τότε θυμάμαι τον δικαστή, ο οποίος σηκώθηκε από το έδρανο και μας λέει: «Έτσι, λοιπόν, ε; Αυτό κάνετε εκεί πάνω ε; Κι εμείς κοιμόμαστε εδώ πέρα και νομίζουμε ότι τα σύνορά μας φυλούνται! Θα μας σφάξουν οι Τούρκοι, μ' αυτά που γίνονται! Θα πρέπει να τιμωρηθείτε παραδειγματικά!». Και το τότε, για παραδειγματικά, ποινή ρίχνει πιο μεγάλη στον οδηγό του αυτοκινήτου και τον ποδοσφαιριστή, γιατί αυτουνού ήταν το τζιπ, και μετά με τη σειρά, ο δεύτερος ήταν ο υποδεκανέας, και τελικά κατέληξα κι εγώ να φάω 6 μήνες φυλακή. Η φυλακή αυτή έπρεπε να μείνουμε μέσα. Αυτοί οι δυο, οι άλλοι δεν είχαν απολυθεί ακόμα από τον στρατό όταν έγινε το στρατοδικείο, οπότε υπηρέτησαν στις στρατιωτικές φυλακές. Εγώ, επειδή είχα απολυθεί, με πήγαν σε πολιτικές φυλακές και πήγα, λοιπόν, στην Κομοτηνή να περάσω τους 6 μήνες. Εκεί, όταν πήγα εγώ μου λένε: «Ρε φίλε, λέει, πόσο έχεις φάει;», «Έξι μήνες», «Έξι μήνες;» λέει. Λέω: «Έχω κάνει εφετείο, και θα βγω». «Ποιο εφετείο ρε, το εφετείο, λέει, βγαίνει στους 8-9 μήνες, πώς θα βγεις εσύ;» λέει. Και τότε έριξα την πρώτη μου... το κούρεμα χτύπησα. Λέω, οπότε αφού είναι έτσι και θα είμαι εδώ μέσα στη φυλακή, δεν θα το ξεχάσω, λοιπόν, κουρεύτηκα γουλί. Ναι, εκεί λοιπόν πέσανε τα πράγματα. Τότε στα πράγματα ήταν ο Αβέρωφ, σε μένα, όταν ήμουν εγώ φαντάρος, τότε ήταν ο Αβέρωφ. Ο Αβέρωφ ήταν κι αυτός από την Ήπειρο, από εκεί που είμαστε εμεί[00:20:00]ς. Λοιπόν, στην Ήπειρο ένας θείος, ένας καλός άνθρωπος, πήγε στον ίδιο τον Αβέρωφ και καταφέραμε μέσα σε 30 ημέρες να γίνει ξανά δεύτερο δικαστήριο, βάσει εμένα τώρα γιατί έτυχε ο ίδιος ο πρωθυπουργός να πει ότι: «Το δικαστήριο αυτό να ξαναγίνει». Και γίνεται το δικαστήριο, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβα να καθίσω πολύ στη φυλακή, αυτό ήτανε λίγες μέρες, αυτές που λέμε, 20 μέρες έκατσα στην Κομοτηνή κι 7 μέρες έκατσα στο Γεντί Κουλέ. Ήμουν κι από τους τελευταίους, οι οποίοι πέρασαν από το Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης, 7 μέρες βέβαια λίγες, αλλά μετά από λίγο καιρό έκλεισε η φυλακή αυτή, η ιστορική που λένε, που έχουν γραφτεί και τόσα τραγούδια γι' αυτό, για το Γεντί Κουλέ. Λοιπόν, εκεί ξαναπήγαμε σε δεύτερο δικαστήριο, μας άφησε τις ίδιες ποινές και μας έδωσε μια τρίχρονη αναστολή. Αυτά, για τον στρατό, τι να πω, τα σημάδια που έχω στο χέρι, το χέρι μου ακόμα δείχνει πλέον γιατί δεν έκανα δεύτερο χειρουργείο για να συνεφέρω τον τένοντα, που το δάχτυλό μου κόπηκε. Λοιπόν, και από κει και πέρα δεν έχω να πω κάτι άλλο. Με το που τελείωσαν όλα αυτά... Α! Θυμάμαι ότι όταν έφυγα, όταν πήρα το εξιτήριο από το Γεντί Κουλέ, δεν μπορούσα να πάω να μείνω στη γειτονιά μου, ήμουνα κουρεμένος γουλί, τι να τους πω. Τότε όποιος κουρευόταν γουλί ήταν άναρχο, ήτανε, δεν ήταν όπως είναι τώρα. Τώρα είναι μόδα, λοιπόν. Τότε δεν μπορούσα και τότε τι να κάνω εγώ; Πήγα στη Σκόπελο, στη Σκόπελο στη θεία μου εκεί και είπα να καθίσω εκεί μέχρι να μεγαλώσουν τα μαλλιά. Καλά έχει και πλάκα, λοιπόν, το θέμα και λέω τους γονείς: «Μπαμπά, μαμά, εγώ δεν έρχομαι, λέω, πάω εκεί, μην γίνω ρεζίλι, λέω, όλος ο κόσμος θα το μάθει μετά, ότι πέρασα στρατοδικείο, ότι έκατσα φυλακή». Ήταν ένα μυστικό, τέλος πάντων, γιατί η οικογένειά μας δεν το' χει αυτό, δεν ήμασταν εμείς για φυλακές και τέτοια. Φιλήσυχος κόσμος, Ηπειρώτες, οι οποίοι ήμασταν πάντα και λόγω του επαγγέλματος που ήμασταν, λόγω αυτά... ήμασταν πάντα άνθρωποι που δεν φέρναμε προστριβές για να μαλώνουμε και να κάνουμε.
Segment 3
Η ενασχόληση με την οικογενειακή επιχείρηση και αναμνήσεις από την παιδική ηλικία στην Αθήνα
00:22:10 - 00:25:25
Οπότε και πήγα στη Σκόπελο. Εκεί, πέρασα κάποιες μέρες, 20-25 μέρες, μέχρι να περάσω όλα αυτά. Εκεί στις 20 ημέρες, όπως λέει ο άλλος: «Πώς κάνεις έτσι, λοιπόν; Χωρίς γυναίκα, από τη φυλακή βγήκες;» Κάπως έτσι κι εγώ, εκεί λοιπόν, αφηνιασμένος γνωρίζω μια Αθηναία, που ήρθε να κάνει διακοπές, με τη Ρούλα. Η Ρούλα αυτή, ήταν άλλο ένα σημάδι μεγάλο στη ζωή μου. Ήθελε η Ρούλα τότε να με πάρει στην Αθήνα, να μου ανοίξει μάρκετ γιατί έλεγα: «Εμένα μου αρέσει η δουλειά του μάρκετ.» Αλλά πού μυαλό, με τον μπαμπά άρρωστο και με αυτά, πού να με αφήσουν. Οπότε, κρατήθηκα εγώ και έμεινα εδώ και όλα μου τα χρόνια πλέον στον Βόλο με μαγαζί, με μάρκετ. Τι άλλο να πω τώρα; Τι να πω για το μαγαζί. Τα μαγαζιά είναι μια κατάρα Θεού για μένα. Εντάξει, από τη μία, βέβαια, εκείνα τα χρόνια που περάσαμε εμείς ήτανε πολύ πλούσια, δεν υπήρχαν τα μεγάλα τα μάρκετ, ήμασταν εμείς τα συνοικιακά που κάναμε όλη τη δουλειά. Εμείς προμηθεύαμε τον κόσμο με εμπορεύματα. Αυτό είχε, βέβαια, και σαν συνέπεια να είμαστε άνετοι με τα χρήματα. Το μόνο καλό στην όλη ιστορία. Αλλά ήταν μια μεγάλη σκλαβιά. Δούλευα χρόνια ολάκερα, χωρίς να ξέρω πού είναι η Θεσσαλονίκη, πού είναι η Αθήνα, πού είναι... Έχω να πω και πιο μπροστά λόγω την τρέλα που έχω με το ποδόσφαιρο. Τώρα που είπα για Αθήνα, όταν ήμουνα, πριν να πάω στον στρατό, ο πατέρας μου με έστειλε για να μπορέσω να γίνω καλός έμπορας, σ' έναν θείο μου που είχε ένα πολύ καλό φούρνο στην Αθήνα και δεν θα το ξεχάσω στην Αθήνα εκεί πέρα δούλευα στον φούρνο, στον θείο, μικρός βέβαια, όχι να με πληρώνει και τέτοια, απλά για εμπειρία. Και τα βράδια, έβγαινα από ένα παράθυρο και μικρούλης, όπως ήμουνα, πήγαινα στο γήπεδο Καραΐσκάκη, γιατί είμαι πολύ Ολυμπιακός, και πήγαινα στο γήπεδο Καραΐσκάκη, τρύπωνα μέσα από τον κόσμο, εκεί από τα πόδια τους, για να πηγαίνω στην κερκίδα να βλέπω τότε τους παίκτες του Ολυμπιακού. Έχω δει πολλά παιχνίδια τότε στο Καραΐσκάκη. Τέλος πάντων, αυτά ήταν τότε τα διαλείμματα που γίνονταν στο σχολείο, το δημοτικό σχολείο, το οποίο μας είχε, τότε καθόμασταν νομίζω 3 μήνες καθόμασταν τότε και 1 μήνα, ας πούμε, τον περνούσα στην Αθήνα. Τέλος πάντων, αυτά για την ιστορία, για την παιδική ηλικία, μία από την αναφέραμε. Στην παιδική μου ηλικία ήμουν και εγώ μπαλαδόρος, έπαιζα μπάλα καλή, ήταν από τα χόμπι μου το ποδόσφαιρο, το κυνήγι, είχαμε τις σκοποβολές τότε, πολλά πράγματα, τέλος πάντων. Πού σταμάτησα πιο μπροστά; Είπα για το... Ναι, ήθελα για πω για μένα και για το μαγαζί. Ξεκίνησα να λέω για το μαγαζί. Το μαγαζί, λοιπόν, ήταν ένα θέμα, άλλη ιστορία, πάρα πολλές ώρες, πάρα πολλές ώρες δουλειά. Ξεκινούσαμε από το πρωί και τότε, βέβαια, δεν είχαμε και κούραση, άμα είσαι νέος, δεν κουράζεσαι ποτέ. Δούλευα μέχρι τις 11-12 το βράδυ. Πουλούσαμε όλη την ημέρα και καθόμουνα τα βράδια και γέμιζα το μαγαζί, τα ράφια, και είχα τόση όρεξη τότε, που έβγαζα και φωτογραφίες τότε τα ράφια, πώς ήταν γεμάτα, τότε τα έφτιαχνα έτσι όμορφα. Λοιπόν, ήμουν μερακλής δηλαδή στη δουλειά μου, καλός.
Βέβαια, όλη αυτή η στέρηση, την οποία είχα, γατί άλλο από τον στρατό δεν έζησα κάποια άλλη πόλη και πολύ μικρός που είπαμε Αθήνα, ας πούμε και τέτοια. Δεν ήξερα ποια ήταν η Πάτρα, ποια ήταν η Ναύπακτος, ποιες ήταν οι πόλεις αυτές της Ελλάδος, οι πανέμορφες που τις γνώρισα μετά. Όταν κάποια στιγμή κατάφερα στη ζωή μου να πάρω ένα ΒMW. Το όνειρό μου ήταν να πάρω ένα αυτοκίνητο, ένα γρήγορο αυτοκίνητο, ένα κουπέ ωραίο. Εκεί, λοιπόν, άρχισα να γνωρίζω την Ελλάδα. Δεν σταματιόμουνα. Ταξίδια, συνέχεια ταξίδια. Σαββατοκύριακα και Δευτέρα και Τετάρτη που ήμασταν κλειστά τότε γιατί ήταν υποχρεωτικά τότε να ήμασταν Δευτέρα απόγευμα κλειστά, Τετάρτη απόγευμα κλειστά και τότε ακόμα εγώ έφευγα, πήγαινα στην Αθήνα, έστω να πάω να πιω ένα καφέ και να γυρίζω με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Μου άρεσε πολύ η ταχύτητα, τρέλα μεγάλη. Λοιπόν. Mετά, γνωρίζω λοιπόν, μια άλλη κοπέλα, όλως τυχαία από τη συνεργασία από τη δουλειά μου, ήταν μια δασκάλα. Μια δασκάλα, η οποία με περνούσε κι εμένα 3-4 χρόνια, η διαφορά με τη Βαγγελίτσα. Μόλις την είδα έτσι, ενθουσιάστηκα. Πώς είναι καμιά φορά έτσι βλέπεις έναν άνθρωπο και τρελαίνεσαι. Κάπως έτσι έγινε και μ' εμένα και θυμάμαι όταν την είδα είπα: « Πω, πω τι γυναίκα είναι αυτή;» Και με είδε η καθαρίστρια, που έκανα τον θαυμασμό και μου λέει: «Λάμπρο, λέει, σ' αρέσει , λέει, η δασκάλα πολύ;» Λέω εγώ... Έτσι ξεκίνησε, λοιπόν, την παρακάλεσα να μου κάνει γνωριμία και μέσα από το τηλέφωνο, είχαμε το τηλέφωνο τότε, δεν υπήρχαν πράγματα, λέω, τότε με email και με μηνύματα και τέτοια. Με τη γραμμή του τηλεφώνου αρχίσαμε, μιλούσαμε και με αυτή τη γυναίκα ήταν σημάδι στη ζωή μου, διότι αυτά όλα γίνανε όταν ήμουν 21 ετών. Από τα 21 χρονών, λοιπόν, γνώρισα τη Βαγγελίτσα. Κάπου στα 33 μου, 38 κάπου εκεί, παντρευτήκαμε. Έχω να πω όμως ότι με αυτήν τη γυναίκα έζησα 33 χρόνια. 33 χρόνια μαζί, δηλαδή, ήτανε πραγματικά... Ήμουνα μόνο δουλειά και Βαγγελίτσα. Τότε την έπαιρνα κι αυτή δασκάλα και φεύγαμε ταξίδια τότε με το αυτοκίνητό μου. Έχω να πω για όλες τις πόλεις της Ελλάδος, δεν έχω αφήσει καμία. Και Θεσσαλονίκη και Έδεσσα και όλη από πάνω, Αλεξανδρούπολη, ξαναεπισκέφτηκα το μέρος που υπηρέτησα, και μετά η Πελοπόννησος, η οποία τρελαίνομαι για την Πελοπόννησο, το Ναύπλιο. Όλες αυτές οι πόλεις οι πανέμορφες, η Καλαμάτα, η Μάνη, αυτά. Τις έχω επισκεφτεί πάρα πολλές φορές και θυμάμαι ήμουνα τόσο στερημένος από τα ταξίδια, που δεν έκανα καθόλου μέχρι τότε στη ζωή μου, που δεν σταματούσα κι αν κουραζόμουνα, κοιμόμουνα μέσα στο αυτοκίνητο για να πάρω πάλι δυνάμεις και να ξαναβγώ πάλι στην άσφαλτο σφαίρα. Ναι, όλα αυτά βέβαια γιατί πάντα με κυνηγούσε ένα μαγαζί, έπρεπε να γυρίσω στη δουλειά. Οπότε δεν είχα τον χρόνο και την πολυτέλεια να μείνω. Μετά, αρχίσαμε, πηγαίναμε καλύτερα, είχα και κοπέλες από τον ΟΑΕΔ, ας πούμε, στην εργασία μου, υπαλλήλους. Οπότε έκλεβα και καμιά Δευτέρα. Οπότε έκανα πολλά τριήμερα κατάλαβες; Πήγαινα Σάββατο-Κυριακή-Δευτέρα, έτσι. Τι άλλο να πω με τα ταξιδάκια, με αυτά; Ήρθε...
Να επανέλθουμε λίγο στα παιδικά χρόνια;
Ναι.
Τι θυμάστε έντονα από τα παιδικά σας χρόνια;
Έντονα; Τα παιδικά μου χρόνια, τι άλλο να πω άλλο; Το ποδόσφαιρο ήταν αυτό, τότε χαρά μας ήτανε αν καταφέρναμε και μας έδινε ο μπαμπάς μια δεκάρα, τότε ήταν η δεκάρα, η τρύπια δεκάρα, που λέμε, ήταν το νόμισμα. Αν έχεις μια δραχμή, ήταν πολύ μεγάλη η δραχμή. Για να μπορέσουμε να πάμε κινηματογράφο. Τότε πηγαίναμε και βλέπαμε κινηματογράφο. Δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, στην ηλικία τη δικιά μου δεν υπήρχαν τηλεοράσεις. Όταν, θυμάμαι, στο μαγαζί κατάφερε ένας ξάδερφος μου από Αθήνα μας έφερε την πρώτη τηλεόραση Pitsos που ήρθε και τη βάλαμε στο μαγαζί, το είχαμε κάνει σαν σινεμά και βλέπαν ο κόσμος τότε τον «Ταρζάν» εμείς οι νέοι. Οι μεγαλύτεροι τον «Άγνωστο Πόλεμο», το «Καλημέρα Ζωή», πράγματα τέτοια, ας πούμε, που ακόμα οι τηλεοράσεις δεν είχαν όλα τα σπίτια κι εμείς τη βγάζαμε τότε, θυμάμαι, εκεί στο παράθυρο, και δίναμε λεμονάδες και δίναμε γαριδάκια και δίναμε έτσι στον κόσμο. Φυσικά σαν καφενείο, κατάλαβες; Ναι, αυτό. Άλλα έντονα... τίποτα. Εμείς είχαμε το κυνήγι. Πάντα είχα στη ζωή μου ένα όπλο, έχω κάνει και για πουλιά, έχω κάνει και για λαγό και σκυλάκι είχα [00:30:00]για να βρίσκουμε τα αυτά. Άλλο πιο έντονο δεν έχω κάτι άλλο να πω. Η ζωή μας αυτή ήταν τότε. Το βασικότερο ήταν ότι, όταν ήρθαμε στα παρακάρλια χωριά, ήταν ακόμα των Γερμανών, ήταν η φτώχεια τεράστια. Δεν υπήρχαν οι δήμοι τότε και οι κοινότητες να φτιάξουν, ας πούμε, τους δρόμους να περπατάει ο κόσμος. Περπατούσαμε τότε με μπότες. Στο σχολείο, όταν πηγαίναμε εμείς, βγάζαμε τις μπότες έξω και φορούσαμε τα άλλα τα παπούτσια που τα είχαμε στη σακούλα για να μπούμε μες στην αίθουσα και να μη λερώνουμε τον χώρο που μαθαίναμε τα γράμματα. Εκεί στο σχολείο, εντάξει. Α! Και τότε, επειδή ο πατέρας μου πάντα ήταν άρρωστος, αναγκαζόμουνα μικρός εγώ να κάνω τα μεροκάματα της οικογένειας. Τι σημαίνει αυτό; Ότι τότε δεν υπήρχε πολυτέλεια να το αναλάβει το έργο ένας ιδιώτης και να σου φτιάξει τους δρόμους. Έπρεπε να έχει και υπαλλήλους. Οι υπάλληλοι ήταν οι ίδιες οικογένειες, η οποία έπρεπε να κάνει κάποια μεροκάματα, στον μήνα, παράδειγμα, έπρεπε να κάνεις 7 μεροκάματα. Τα 7 μεροκάματα τα έκανα εγώ. Πήγαινα, θυμάμαι, ή με την τσάπα ή με την τσουγκράνα τότε έτσι ήταν αυτά και βοηθούσαμε τότε τους μεγαλύτερους. Αλλά καταγράφονταν από τον Πρόεδρο σαν μεροκάματο, αλλιώς αν δεν πήγαινες, τότε χρεωνόσουν το μεροκάματο, ότι δήθεν πήγαινε άλλος για σένα κι έπρεπε να το πληρώσεις. Ναι, κι αυτά με τις λάσπες. Στη ζωή τη δικιά μου, έχω να πω το πιο συγκλονιστικότερο είναι ότι γνωρίσαμε τα πάντα, η δικιά μου η γενιά. Εμείς οι εξηντάρηδες γνωρίσαμε τα πάντα, δηλαδή, όπως σας είπα, τη λάσπη με τις γαλότσες, λοιπόν, για να μην πω... γιατί δεν μπορούσες να περπατήσεις με κανονικά παπούτσια, με τη φτώχεια. Δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα. Ηλεκτρικό ρεύμα, ήρθε πολύ αργότερα. Οπότε εμείς όταν διαβάζαμε, διαβάζαμε με τη λάμπα του πετρελαίου, τότε αγοράζαμε καθαρό πετρέλαιο θυμάμαι. Α! Έχω να πω και στα μαγαζιά μας τότε, κάποια προϊόντα ήταν κρατικά και τα μπορούσαν να τα παίρνουν τα μαγαζιά από το μονοπώλιο. Το μονοπώλιο τότε ήτανε στο Βελεστίνο, θα έλεγα, που είχε το μονοπώλιο, το οποίο από εκεί παίρναμε τις τράπουλες για να παίζουν στο καφενείο, το καθαρό οινόπνευμα, το καθαρό πετρέλαιο, για να καίμε στη λάμπα για να διαβάζουμε. Τι άλλα προϊόντα παίρναμε από κει; Το αλάτι. Δεν υπήρχε αλάτι τότε, χοντρό αλάτι. Το αλάτι τότε το χρησιμοποιούσαμε να ρίχνουμε έξω στους δρόμους στους πάγους, όταν είχε τον πάγο και τα χιόνια και το μαγειρεύανε οι γονείς, η μαμά, θα έλεγα. Ναι, αυτό παρένθεση ήταν και το θέμα μονοπώλιο για τη δουλειά, γιατί ένα ένα έρχονται στο μυαλό, αλλά...
Εσείς πόσο χρονών ήσασταν, όταν άνοιξε μαγαζί ο πατέρας σας;
Ο πατέρας μου, όταν εγώ άνοιξα το μαγαζί, συγκεκριμένα, μικρός, πολύ μικρός. Πρέπει να ήμουνα, 4 ετών, 5. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από εκεί, γιατί ήμουν πολύ μικρούλης, αλλά θυμάμαι να ψάχνω στις τσέπες του παππού μου και ο παππούς μου τότε δεν είχαν τίποτα μέσα, είχαν μόνο σκόρδα οι καημένοι, σκόρδα και κρεμμύδια, λοιπόν, και ήμουνα μικρούλης εγώ και νόμιζα ότι είναι καραμέλα το σκόρδο και μου το καθάριζε αυτός και όταν το έτρωγα γελούσαν όλοι, πώς με έκαιγε το σκόρδο, ας πούμε. Ένας μικρός, όταν του δώσεις σκόρδο πώς κάνει; Έτσι δεν είναι; Και φτώχεια, δεν υπήρχαν πολλά πράγματα. Οι ελίτσες ήταν τότε, ο παππούς έπινε πάντα κρασάκι, είχε μια ελιά και το σκόρδο, λοιπόν, το οποίο, δεν είχε δόντια, δεν υπήρχαν τότε πολυτέλειες, οδοντίατροι και τέτοια, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Τότε τα δόντια τα 'χάναν όλα μαζί ή κάποιοι τα κρατούσαν όλη τους τη ζωή ή κάποιοι είχαν 1-2 δόντια. Ο παππούς μου ήταν πολύ τυχερός γιατί τα είχε χάσει όλα τα δόντια, οπότε τα ούλα του είχαν γίνει σαν δόντια κι έτρωγε και κόρες θα έλεγα. Φοβερό κι αυτό. Λοιπόν, αυτά με τον παππού στο καφενείο, με τον μπαμπά στο μαγαζί. Τότε μου φαινόταν παράξενο γιατί τελείωνε το οινόπνευμα κι έλεγα: «Μην βάζεις μπαμπά πολύ οινόπνευμα! Δεν θα έχουμε άλλο!» Είχα την ανησυχία τότε, δεν τα ξέραμε τα πράγματα πώς ήτανε και μετά άρχισαν τα μαγαζιά να γίνουν... Πήγαμε σε ένα καλύτερο μαγαζί με ράφια και άρχισα να βάζουμε εμπορεύματα κι εκεί ήρθαν όλα αυτά που είπαμε πιο μπροστά. Η πολλή δουλειά, η άνεση στο χρήμα, και για τα ταξίδια είπαμε, αφού κατάφερα και πήρα το πρώτο μου αυτοκίνητο, για τα πρώτα μου δύο αυτοκίνητα που πήρα, τι θα ήταν; Φορτηγάκια, να κουβαλάω εμπορεύματα. Ναι, παλιά με ποδήλατο ήταν, πρώτα-πρώτα να φανταστείς το γάλα το «ΕΒΟΛ», ας πούμε, που υπήρχε και τότε ήταν σε γυάλινα μπουκάλια. Μας τα άφηνε σε κάποιο σημείο και πηγαίναμε και τα περνάμε, δεν γινόταν η διανομή κανονικά, γιατί σε κάποια σημεία δεν μπορούσε να έρθει και το αυτοκίνητο. Πήγαινε μόνο στον κεντρικό δρόμο και αναγκαστικά μετά πηγαίναμε εμείς με τα ποδήλατα και παίρναμε το γάλα για να το πάμε στο μαγαζί, το παγώναμε τότε στους πάγους, γιατί δεν υπήρχε και ψυγεία κανονικά. Και τότε με το ποδήλατο, ήτανε σημαδιακό το ποδήλατο. Γίνονταν πολλά πράγματα με το ποδήλατο. Μετά πήγαινα φιάλες υγραερίου. Στις φιάλες υγραερίου, πηγαίναμε στα σπίτια τότε. Τότε έτσι μαγειρεύαν ο κόσμος, δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Η φιάλη υγραερίου ήταν μ' ένα μάτι, λοιπόν, εκεί μαγειρεύανε και τότε εγώ πήγαινα τις φιάλες και θυμάμαι με το ποδήλατο να βάζω και 2 φιάλες απάνω και να πηγαίνω και 3 φιάλες μαζί και να πηγαίνω στα σπίτια να περνάω. Ήξερα όλες τις κουζίνες του πιο πολλού κόσμου. Ναι, τι να πω κι γι' αυτό; Άλλη ιστορία αυτή. Ναι, αν έχω σηκώσει φιάλες στα χέρια μου, γι' αυτό και τώρα τα έχω να με πονάνε, να πούμε, που έγινα εξηντάρης από την πολλή εργασία κι από τα πολλά βάρη τα οποία τότε... Γιατί ακόμα και τα τσουβάλια τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα, εικοσάρια, 20 κιλά, 25 κιλά. Τότε ήταν μεγάλα, πενηντάρια και σηκώναμε βάρη. Σιτάρια πουλούσαμε χύμα, κριθάρια για τα άλογα. Τι δεν πουλούσαμε; Ναι, αυτά με το θέμα των μαγαζιών. Τώρα συνεχίζω να είμαι σε μαγαζί, είναι τώρα πλέον πλησιάζει για να ρθει η ώρα της σύνταξης. Τι άλλο να πω;
Πώς αισθανθήκατε όταν ο πατέρας σας είπε ότι πρέπει ν' αφήσετε το σχολείο και να πιάσετε τη δουλειά;
Μεγάλη στεναχώρια. Είχα κλειστεί μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού κι έκλαιγα θυμάμαι κι έλεγα: «Όχι, εγώ δεν θέλω μαγαζί! Εγώ θέλω να μάθω γράμματα και να γίνω, να μάθω κάποιο επάγγελμα». Μου άρεσε να γίνω μηχανικός αυτοκινήτων γιατί έτσι με τα αυτοκίνητα λίγο ανακατευόμουνα και με τα ποδήλατα εκεί να τα λύνω, να τα δένω και νόμισα ότι είμαι μάστορας εγώ και θα γινόμουν. Αλλά πάντα του μπαμπά γινόταν, ακόμα και το παιχνίδι παράδειγμα, όταν παίζαμε εκεί στην αλάνα, έβγαινε ο μπαμπάς κι είχε ένα... Σφύριζε τότε με τα χέρια του, έβαζε τα χέρια του στο στόμα και σφύριζε και καταλάβαινα τη σφυρίχτρα του κι άφηνα την μπάλα κι έτρεχα κατευθείαν στο μαγαζί για να τον βοηθήσω, γιατί περνούσε αυτά που περνούσε.
Πόσο χρονών ήσασταν τότε;
Πότε; Αυτά γινόταν και στο δημοτικό, δηλαδή και 12 χρονών και 13 χρονών, που πήγα στο γυμνάσιο, μετά... Ναι, δεν έκανα πολλά χρόνια στο γυμνάσιο, είπαμε, δεύτερο χρόνο ήρθε και με σταμάτησε ο πατέρας μου και μπήκα στη δουλειά. Από κει και πέρα δεν έχω να πω πολλά πράγματα. Η δουλειά μου είναι ρουτίνα, είναι καθημερινότητα, τα ίδια πράγματα. Απλά όλα αυτά τα χρόνια έχω αλλάξει πολλούς πελάτες, έχουνε περάσει πάρα πολύς κόσμος, που έχουνε φύγει. Ε, τώρα να μην κάθομαι να εξιστορώ τους πελάτες, είναι πολλά γεγονότα με το πελατολόγιο. Παράξενα πράγματα. «Ο πελάτης, έλεγε ο μπαμπάς μου, έχει πάντα δίκιο». Έπρεπε να σκύβουμε το κεφάλι, να πούμε, και να λέμε συνέχεια ναι, να μην ερχόμαστε σε ρήξη με τον πελάτη. Τα νεύρα έπρεπε να είναι πεταμένα. Δεν ασχολείσαι, δεν νευριάζεις, δεν κάνει. Αυτά. Αφού να φανταστείς κάποια στιγμή ήρθε μια πελάτισσα θυμάμαι, δεν θα το ξεχάσω, και είχε πάει στα «Rol», τότε δεν υπήρχαν πολλά. Τότε ο κόσμος έπλενε με το χέρι, δεν υπήρχαν πλυντήρια και πήγε στα «Rol» και άρχισε και τα «Rol» τα έκανε, τα γύριζε πάνω κάτω ν' ακούσει τη σκόνη, αν ρέει κανονικά. Αυτό νόμιζε ότι είναι φρέσκια ή όχι σκόνη κι έλεγε: «Θέλω να πάρω φρέσκο απορρυπαντικό» δηλαδή καταλαβαίνετε σε τι φάση βρισκόμασταν. Ναι, τότε μεγάλη κίνηση, λοιπόν, ήταν το τσίπουρο, το κρασί το χύμα, αυτά ήταν τα παλιά. Τώρα όμως αλλάξαν τα πράγματα. Τώρα οι νέοι είναι διαφορετικοί. Θέλουν τα δικά τους ποτά. Τώρα έχουμε τις βότκες, έχουμε τα ουίσκι. Βέβαια πίνουν και τα κρασάκια τους, εμφιαλωμένα πάντα τώρα, δεν είναι όπως τα παλιά, τα χύμα. Αυτά με τη ζωή του μαγαζιού. Ρουτίνα, ρουτίνα. Το μαγαζί είναι ρουτίνα, απίστευτη ρουτίνα. Α! Έχω να πω με τη Βαγγελίτσα, τη γυναίκα που παντρεύτηκα, ήτανε ξανά παντρεμένη η Βαγγελίτσα, είχε 2 κορίτσια, τα οποία κορίτσια μεγαλώσαν, σπουδάσαν, όλα καλά. Εγώ, επειδή υπήρχαν τα παιδιά και βάλε τώρα να πεις: «Δεν χρειάστηκες να κάνεις, δεν το 'θελες κι εσύ ένα παιδί;». Το 'θελα αλλά δεν ταίριασε. Δεν ξέρω πώς δεν ταίριασε, η δουλειά πάντα με απασχολούσε, ποτέ δεν το σκέφτηκα και τα χρόνια περνούσαν. Αλλά έλεγα, και το λέω τώρα αυτό είναι επειδή, αν είχα παιδί δεν θα το έβαζα ποτέ στη δικιά μου τη δουλειά. Θεωρώ ότι είναι τάφος, εδώ μέσα μπαίνεις και δεν βγαίνεις ποτέ. Κατάλαβες; Είναι απίστευτο. Απίστευτα είναι τα μαγαζιά. Αυτά με τα μαγαζιά και τη ζωή γενικότερα. Τώρα κάτι άλλο να με ρωτήσεις;
Μπορείτε να περιγράψετε, τότε που ήσασταν νέος στο μαγαζί, μια καθημερινότητα;
Μια καθημερινότητα, όταν ήμουνα νέος. Σε ποια ηλικία θέλεις να σου πω;[00:40:00]
Όταν ξεκινήσατε τη δουλειά κανονικά στο μαγαζί, που παρατήσατε το σχολείο.
Τότε, εντάξει, ήμουν... αλλά ήθελα και τα παιχνίδια μου και εγώ να ξεφεύγω λίγο, αλλά πάρα πολλές... από τότε ήμουνα πάρα πολλές ώρες εκεί γιατί ήταν αναγκαστικά, είχα και τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν στο μαγαζί, ο καημένος, και πάθαινε τότε τις υπογλυκαιμίες του. Τότε τα φάρμακα δεν ήταν τόσο καλά, αυτά για το διαβήτη που είχε χτυπήσει είπαμε και δεν δούλευε το πάγκρεας. Οπότε, δεν είχα κάτι συνταρακτικό να πω γι' αυτό. Μέσα από κει, μέσα από τη δουλειά αυτή, με τα καφενεία που είχαμε κι αυτά, γιατί συνεχίστηκε και στο άλλο το μαγαζί μετά, το κόψαμε στη μέση, μισό παντοπωλείο με εσωτερική πόρτα μέσα, και πηγαίναμε στο καφενείο. Το καφενείο εκεί πέρα, πάντα παιχνίδι, πάντα τράπουλα. Εγώ εξπέρ είχα γίνει στα... αφού έβλεπα μεγάλους ηλικιωμένους παππούδες να παίζουν, κοιτούσα, λοιπόν, το παίξιμό τους και νόμιζα ότι είμαι και αστέρι σ' αυτά. Αυτά είχαν σαν συνέπεια κάποια στιγμή ν' ασχοληθώ και λίγο με τον τζόγο. Ναι, νόμισα ότι αν πήγαινα σε ένα καζίνο, θα κέρδιζα το καζίνο με το «21» και με τα έτσι και με τα αυτά. Δεν κερδίζονται αυτοί οι χώροι με τίποτα λέω, μαθηματικά είναι μηδέν. Δεν μπορείς να τους κερδίσεις ποτέ, όπως έλεγε ένας ξάδερφος μου στην Αθήνα: «Δεν κερδίζονται αυτοί. Ποτέ δεν μπορείς να τους κερδίσεις, αν κερδίσεις μία...». Δεν θα το ξεχάσω, μια φορά είχα πάει στην Αθήνα πάνω στο τελεφερίκ, να πούμε, και πηγαίναμε πάνω να παίξουμε στην κορυφή, απάνω στην Πάρνηθα, τότε ανεβαίναμε με ένα τελεφερίκ. Ένα ήταν, όχι σαν τώρα που είναι 500, που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, και τότε θυμάμαι τα τελεφερίκ εκείνα χωρούσαν 21 άτομα. Στο κατέβασμα, γιατί τότε κλείνανε τα καζίνο, όταν κατεβαίναμε ένας παππούς, θυμάμαι, σηκώθηκε από το κάθισμά του τελεφερίκ και λέει: «Ε, παιδιά, κέρδισε κανένας σήμερα;». Άχνα, οι πιο πολλοί ήμασταν χαμένοι. Ένας πετάχτηκε και λέει: «Κέρδισα εγώ σήμερα, 3 εκατομμύρια!» Ήταν τότε δραχμές, δεν ήταν πολλά τα 3 εκατομμύρια. Και πετάγεται ο παππούς και λέει: «Δεν κέρδισες αγόρι μου, απλά χρωστάς στο καζίνο, 5 εκατομμύρια». Γιατί έτσι είναι, όταν κερδίζεις τα πας ξανά πίσω, αφού πας να παίξεις, νομίζεις θα κερδίσεις κι άλλα και χάνεις αυτά και λίγα περισσότερα. Και αυτά ήταν. Πάντα, είχα να ακούω ιστορίες παππούδων, ας πούμε, με πολλά γεγονότα. Μ' αυτά, τι να πω και ξέρω κι ακόμα τώρα που μιλάμε, έχω ένα παππού 105 ετών που μιλάμε, που μας έχει πει την ιστορία του, όπως έγινε με τον πόλεμο, απάνω στην Ήπειρο με τους Ιταλούς και με τους Αλβανούς και με τους Γερμανούς μετά. Πολλά θέματα τέτοια μπορούμε να αναφέρουμε για άλλους, αλλά είναι για άλλους. Τώρα, για δικά μου που μιλάμε, αυτό. Δεν έχω να πω περισσότερα πράγματα.
Η ζωή σας πώς άλλαξε, μετά που ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα;
Μετά που άλλαξε εδώ, ήταν το πανηγύρι, ήταν το όνειρο. Ναι, σωστή η παρατήρηση γιατί μείναμε μόνο στα χαμηλά. Τότε, αρχίσαμε να σηκωνόμαστε. Ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα, ήρθε η τηλεόραση, ήρθε το τηλέφωνο. Το τηλέφωνο, δεν είχαμε τηλέφωνο κανονικά, είχαμε τηλέφωνο με αυτό που γυρίζει, όπως βλέπουμε σε κάτι παλιές ελληνικές ταινίες, λοιπόν, για να μπορέσουμε τότε... και μας σύνδεε το κέντρο τότε και θέλαμε να μιλήσουμε στην Αθήνα στους συγγενείς, στον έτσι, στον αλλιώς. Τέλος πάντων, ήρθε το τηλέφωνο, είπαμε η τηλεόραση. Από κει άρχισε ν' ανεβαίνει ο κόσμος. Άρχισε να υπάρχει πολιτισμός. Σιγά σιγά είχαμε πιο καλύτερη μπάλα να παίξουμε, αφού παίζαμε με κουρέλια. Δεν είχαμε τότε μπάλα. Η μπάλα ήταν σκισμένη και την πήγαινα στον παππού μου, θυμάμαι, που ήταν τσαγκάρης, γιατί ο παππούς μου όταν ήρθε από την Ήπειρο ήταν τσαγκάρης, και την έραβε ο καημένος την μπάλα για να μπορούμε να παίζουμε. Άλλα παιχνίδια, δεν είχαμε άλλο σου λέω, απ' το όπλο κι αυτά, όλο σημάδια και τέτοια ήμασταν εμείς τότε. Ναι, να βάζουμε στόχους και τέτοια, με τα αεροβόλα, αργότερα με τα Φλόμπερ και μετά με τα δίκανα. Τι να πω, ότι έκανα κι ένα κομμάτι κυνηγός; Δεν είναι και κάτι σπουδαίο. Κυνηγοί όλοι, τότε μια παρεούλα ήμασταν. Πήγαινα εγώ πάντα με το φορτηγάκι γιατί είχαμε κι ένα σκυλάκι μαζί. Έχω ανέβει σε όλα τα βουνά του Βόλου εδώ πέρα, γύρω-γύρω. Τα βουνά όλα τα έχω περάσει εδώ πέρα και πάνω από το στρατόπεδο που λέγεται «Τράπεζα», πιο κάτω που είναι ο Άγιος Αθανάσιος, είναι βουνοκορφές προς τα Κανάλια, εκεί κυνηγούσαμε. Πηγαίναμε απάνω στο Σκλήθρο. Το Σκλήθρο ήταν στα σύνορα του νομού Λάρισας. Στο Σκλήθρο, για να κυνηγήσουμε, εκεί τα κάναμε και σαν γλέντια το κυνήγι. Όταν τελείωνε τότε παίρναμε μαζί μας και λουκάνικα και λέγαμε: «Αφού δεν πιάσαμε και τίποτα, δεν σκοτώσαμε τίποτα...». Είχαμε πάρει τότε και βάζαμε κάρβουνα, βάζαμε φωτιά εκεί τα δενδρύλλια τα μικρά, τα οποία σπάζαμε τα κλωνάρια και ψήναμε λουκάνικο και πίναμε κρασιά κι ερχόμασταν μια χαρά, ωραία και καλά. Ήταν ωραία χρόνια, ήταν χρόνια εκείνα. Τώρα γίνανε αλλιώτικα τα πράγματα. Τώρα, με αυτόν τον εκσυγχρονισμό, απομονωθήκαμε. Άλλαξε η ζωή, άλλαξε τώρα με τα κινητά, με τα ίντερνετ εδώ, με τα κομπιούτερ, μάθαμε και το κομπιούτερ. Έπρεπε τώρα στη δουλειά μου πλέον να μπω και να χρειαστεί κι ο εκτυπωτής και να χρειαστεί και πόσα πράγματα τώρα αλλάξαν πλέον για τη δουλειά, για να γίνει η δουλειά; Αλλιώς, πώς; Αφού την άλλη φορά, αγόρασα το κομπιούτερ γιατί θυμάμαι, όταν είχα κάνει μια επίσκεψη πριν 6 χρόνια σε μια τράπεζα, με απαγόρευσε η ταμίας να ξαναπάω στην τράπεζα διότι λέει: «Είσαι νέος ακόμα και θα πρέπει να κάνεις τις συναλλαγές σου δια μέσω ebanking» να μπούμε στο ebanking. Τότε, βάλαμε και άνθρωπο να μας κάνει σεμινάρια, να μάθουμε το ebanking και από τότε δεν ξαναπήγα σε τράπεζα. Έχω 7 χρόνια να πάω τράπεζα, πλέον. Τώρα όλες οι πληρωμές γίνονται από δω.
Αυτές τις καινούριες τεχνολογίες, τις είχατε βάλει και στο μαγαζί;
Ποιες;
Τηλέφωνο...
Ναι, στο μαγαζί βέβαια, στο μαγαζί. Το τηλέφωνο που βάλαμε εμείς, δεν το βάζαν τότε, έπρεπε να έχεις μέσον μεγάλο για να πάρεις στο σπίτι σου τηλέφωνο. Αλλά άμα ήσουνα μαγαζί κι εξυπηρετούσες κοινό στο δίνανε, παράδειγμα εγώ είχα τον αριθμό τότε 7, αλλά είχα ένα μεγάλο κομμάτι, που πήγαινα στα σπίτια κι έδινα να 'ρθουν να μιλήσουνε, ο φαντάρος με τη μάνα του. Κατάλαβες; Ερχόταν τότε και έλεγε: «Τάδε ώρα θα ρθεις». Λοιπόν, κι ερχόταν στο μαγαζί να μιλήσουνε. Μεταφέραμε και κακά γεγονότα και καλά γεγονότα. Σκέψου, διάφορους συγγενείς σε άλλες πόλεις, τα νέα τα μεταφέραμε εμείς, άστα να πάει, ήταν τότε με την επικοινωνία. Τι άλλο τότε...
Σας πλήρωναν τότε γι' αυτήν την υπηρεσία ή όχι;
Όχι, αυτό ήτανε... το έκανες έτσι, μόνο και μόνο για να μαγνητίσεις, όπως παράδειγμα είχαμε καταφέρει, μετά από πολύ μεγάλο αγώνα να βάλουμε κι έξω από το μαγαζί μας το γραμματοκιβώτιο να βάζει ο κόσμος τα γράμματα και τότε με τα γράμματα ήταν η επικοινωνία. Και ο πατέρας μου το θεώρησε μεγάλο επίτευγμα, όταν με μια αίτηση που είχε κάνει τότε και είχε βάλει και βουλευτή μέσον, για να μας βάλει το γραμματοκιβώτιο απ' έξω, γιατί πουλούσαμε και τα γραμματόσημα χωρίς πάλι να κερδίζουμε. Αλλά ήταν να έρχεται ο κόσμος στο μαγαζί, όλα αυτά. Κατάλαβες; Αυτά ήταν όλα μαγνήτες, δηλαδή πώς να μαγνητίσεις τον κόσμο. Είχες το τηλέφωνο που τους εξυπηρετούσες, είχες το γραμματοκιβώτιο με τα γραμματόσημα που τα έβαζες. Ναι, όλα αυτά ήτανε εργασίες μόνο και μόνο για το πρεστίζ του μαγαζιού. Κατάλαβες. Ναι.
Πώς είδατε να αλλάζουν τα προϊόντα που πουλάτε όλα αυτά τα χρόνια;
Απίστευτο αυτό. Αυτό είναι απίστευτο. Θα 'θελα να είχα τότε, να ήταν τα πράγματα αλλιώτικα, να καταγράφαμε τα 5-10 προϊόντα που είχαμε τότε στο παλιό μπακαλικάκι, που δεν υπήρχαν πολλά πράγματα, με τα χύμα τα μακαρόνια, με τα χύμα τα ρύζια, με τα χύμα τα έτσι, και τώρα σιγά σιγά να βλέπεις πολυτελέστατες φωτογραφίες, να έχεις 2 ράφια με cornflakes, choco έτσι, choco αλλιώς, χαμός. Τότε αυτά ήταν απίστευτα. Δεν υπήρχαν τότε, ούτε βρώμη δεν βρίσκαμε, ούτε κουάκερ τέτοια πράγματα κι αυτά. Απίστευτα, ούτε μέλια, αυτά όλα ο κόσμος τα έπαιρνε μόνος του. Τότε παλιά, θυμάμαι, στην αρχή στο μαγαζί, αν δεν είχε ο κόσμος λεφτά, μας έφερναν αβγά, μας πληρώναν με αβγά. Είχαμε βάλει τότε, ας πούμε, μια τιμή το αβγό έχει τόσο. Το αγοράζαμε το αβγό παράδειγμα, 2 δεκάρες το αβγό, λέμε τώρα, δεν το θυμάμαι και τα αγοράζαμε 2ευρώ κι εμείς το πουλούσαμε 3 δεκάρες και μέσα απ' αυτό υπήρχε κι ένα κέρδος. Κατάλαβες; Έτσι ήταν. Έχω φτάσει και τα χρόνια εκείνα που αλλάζαμε τα πράγματα. Κατάλαβες; Δηλαδή, έδινε ο πελάτης σιτάρι για να ρθει, να πάρει λάδι. Έδινε όσπρια που έβγαζε για να πάρει άλλα, να πάρει μακαρόνια, αβγά. Αβγά για να πάρει άλλα εμπορεύματα, να πάρει οινόπνευμα, να πάρει πετρέλαιο, το καθαρό πάντα πετρέλαιο μιλάμε, όχι το άλλο. Το άλλο το έπαιρναν από άλλα σημεία. Εμείς είχαμε πάντα το καθαρό πετρέλαιο το οποίο είπαμε, το παίρναμε τότε από τα μονοπώλια. Λοιπόν, κάτι άλλο να πούμε, τι άλλο, θες να με ρωτήσεις κάτι άλλο, να θυμηθώ, τι να θυμηθώ;
Πώς διασκεδάζατε ως νέος;
Ως νέος. Τότε δεν είχαμε πολλούς τρόπους διασκεδάσματος. Ειδικά στη μικρή μου ηλικία, τότε ήταν και τα πανηγύρια. Τότε ήταν τα πανηγύρια, τα οποία όλα εμείς τα παιδιά είχαμε ένα χαρτί και γράφαμε ποτέ ήταν το κάθε πανηγύρι. Το καλό πανηγύρι γινότανε στα χωριά. Παράδειγμα είχαμε στο Στεφανοβίκειο, στο Μεγάλο Περιβόλι, στα Κανάλια, στην Κερασιά, στον Ριζόμυλο,[00:50:00] στη Χλόη, στο Βελεστίνο. Ο Βελεστίνος βέβαια ήταν πάντα κωμόπολη κι εκεί γινόταν το παζάρι. Παζάρι γινόταν εκεί, ήταν πιο μεγάλο, ήτανε αναβαθμισμένο, ενώ τα δικά μας τα πανηγύρια μικρά, αλλά κάνανε μεγάλα πανηγύρια δηλαδή είχε πολύ μουσική, λαϊκά δηλαδή, χορό. Τότε εμείς πηγαίναμε πρώτοι, θυμάμαι, για να μπορέσουμε να πάρουμε αριθμό, γιατί τότε ο κόσμος χόρευε με τον αριθμό. Κάθε οικογένεια έτρεχε να πάρει τον αριθμό της, από το ένα μέχρι όσο ήταν, όσο κρατούσε μέχρι ξημερώματα. Να ρθει η ώρα της οικογένειας να χορέψει. Δεν πήγαινε κανένας να ανακατωθεί με άλλη οικογένεια. Έτσι ήταν τα πράγματα. Αλλά κι εμείς αργότερα γίναμε φίλοι, πηγαίναμε με τους φίλους, σκέτοι φίλοι. Ναι, και πηγαίναμε στα πανηγύρια, πολύ ωραία πανηγύρια, ήταν πανέμορφα. Τα πανηγύρια είχαν και τον τζογάκο εκεί πέρα, είχαν και την τέτοια που βάζαμε εκεί πέρα το «Πάρτα όλα» και τέτοια, παίζαμε κούνιες, είχαμε απλά πραγματάκια τότε, αλλά για μας σπουδαία. Για το πανηγύρι, να πούμε, το πιο ωραίο βέβαια ήτανε στον Βόλο, το παζάρι που λέγαμε μετά, πηγαίναμε στο παζάρι του Βόλου εδώ, το οποίο ήταν μεγάλο. Γινόταν εκεί στη Νεάπολη, εδώ ωραία. Αλλά δεν θα ξεχάσω τα πανηγύρια των χωριών στο Σέσκλο, πολύ ωραία πανηγύρια. Τι άλλο; Ποια ήταν η ερώτηση σου;
Για τη διασκέδαση.
Διασκέδαση, ναι. Η άλλη διασκέδαση μετά, εκτός αυτό που είπαμε, γιατί εκείνα δεν ήταν... είχαν χρόνο. Ήταν για μια μέρα γινότανε αυτά, τα πόσα χωριά ήταν αυτά. Βέβαια, το παζάρι του Βόλου κρατούσε 7 μέρες και 15 νομίζω πιο παλιά. Διασκεδάζαμε 15 ημέρες στο παζάρι εδώ πέρα με κούνιες, με πράγματα, με συγκρουόμενα με τέτοια. Αλλά εμείς τότε πιο πολύ ήτανε η παρέα. Εμείς η παρέα τότε ήτανε ότι βγαίναμε έξω και πίναμε τα κρασιά μας. Πάντα για μεζέ, πάντα για έτσι, η παρέα έφερνε το: «Φέρε-φέρε κρασί!» μας έβαζε στο κέφι. Δεν κουραζόμασταν τότε, παρόλο που προερχόμασταν από 10 ώρες εργασία κι άλλοι φίλοι ήταν αγρότες κι άλλοι φίλοι ήτανε, σε άλλα σημεία δουλεύανε. Καταλήγαμε να πηγαίνουμε τα βράδια, στα μπουζούκια του Βόλου, που γινόταν χαμός. Τότε τα μπουζούκια ήταν ένα πράγμα τρομακτικό, δηλαδή απίστευτο, τότε με φοβερή μουσική στη διαπασών και τέτοια, κι εκεί περάσαμε πολλά βράδια, πολλές τέτοιες ιστορίες, με έτσι, με μπαράκια, με αυτά. Τι άλλο να θυμηθώ για τη ζωή μου, πάνω στη διασκέδαση, άλλο από ταβέρνες. Τότε ψάχναμε την πιο καλή ταβέρνα, τον πιο καλό μεζέ και τα ουζερί φυσικά. Λοιπόν, αυτά. Δεν νομίζω κάτι άλλο να πούμε γι' αυτό.
Με τους γείτονες τι σχέση είχατε, έτσι γύρω από το μαγαζί;
Με τους γείτονες τίποτα, απλά ήταν πελάτες τότε, σίγουρα ήταν πελάτες, εφόσον ήταν κοντά γιατί δεν υπήρχαν τα μεγάλα τα μάρκετ όπως είναι τώρα. Τώρα βλέπεις νέα πολυκατοικία εδώ, η οποία παράδειγμα, η πολυκατοικία πάνω από το μαγαζί μου, έχω μόνο 3 πελάτες από εδώ, ενώ έχει μέσα 12 διαμερίσματα. Είναι νοοτροπία τώρα πλέον να πηγαίνουν στα μεγάλα τα μάρκετ να έρχονται τα ίδια τα μεγάλα τα μάρκετ να ξεφορτώνουν στα σπίτια τους την παραγγελία, το delivery που λέμε. Δεν είχα κάτι έτσι συγκλονιστικό να θυμάμαι με τους γειτόνους. Δεν είχα ποτέ προστριβές, είπαμε το όλο, η καταγωγή της Ηπείρου πάντα, εάν γνωρίζετε Ηπειρώτες ανθρώπους, είναι χαμηλών τόνων άνθρωποι και δεν έχουν εξάψεις και συμφωνούν. Δεν έρχονται κόντρα συνήθως. Αν κάποιος πιστεύει κάτι γι' αυτό, τον αφήνεις να το πιστεύει. Δεν είμαστε οι κοντράκηδες να πούμε ότι: «Αυτό είναι λάθος που κάνεις και πρέπει να το αλλάξεις και να κάνεις». Οπότε, συγκαταβατικοί άνθρωποι, έτσι ήταν και ο πατέρας μου, έτσι και η μάνα μου, τους έχασα και νωρίς τους γονείς, κάπου στα 59-58 και έφυγε κι ο ένας και ο άλλος.
Πόσα αδέρφια είχατε;
Δυο αδέρφια είμαστε εμείς, εγώ και η αδερφή μου. Και την αδερφή μου τότε ο πατέρας μου προτού πεθάνει είχε πει: «Το κορίτσι πρώτα και μετά εσύ». Λάθος, βέβαια, γιατί άργησε η αδερφή μου να παντρευτεί. Δεν παντρεύτηκα κι εγώ γρήγορα, πέρασαν τα χρόνια, το μαγαζί με απορροφούσε, δεν με άφησε. Τότε είχα αγοράσει για την αδερφή μου ένα σπίτι εδώ στη νέα Δημητριάδα. Κι εκεί μένει τώρα και αυτή με τα δυο της παιδιά, τα ανιψάκια μου, τα οποία κατά καιρούς έχουν έρθει στο μαγαζί και αυτά και έχουν δουλέψει. Τώρα κάνουν δικές τους δουλειές. Αυτά και με την οικογένεια κατάσταση. Με το θέμα της αδερφής, ας πούμε, πάντα δεν ήμασταν και τα πιο αγαπημένα γιατί εγώ ήμουνα πάντα της παρέας και αυτά. Τα κορίτσια απαγορευόταν τότε, δεν ήταν να έρχονται μαζί μας και να κάνουν, θα βγαίνανε με τη δικιά τους παρέα, με τα δικά τους κορίτσια, να φάνε μια πάστα, τότε ήταν μια πάστα. Να πας στο ζαχαροπλαστείο να φας μια πάστα. Κατάλαβες; Τότε έτσι ήταν θυμάμαι. Και έτσι πηγαίναν τα κορίτσια τότε, δηλαδή, ήταν συμμαζεμένα, δεν είναι όπως είναι τώρα τα κορίτσια. Τα κορίτσια τώρα μπορούν να κάνουν μόνα τους, να πάνε στα ουζερί μόνα τους, να πάνε στα καφενεία μόνα τους, να πάνε... Αυτά δεν υπήρχαν τότε, ήταν απαγορευτικό. Δεν θα το ξεχάσω, κάποια στιγμή, κάποιος φίλος δεν ήξερε ποια είναι η αδερφή μου και μου την είχε πειράξει. Πήγαινε να την πειράξει, όπως κάνουν τα αγόρια και της έλεγε ότι: «Σε θέλω!» Και όταν το έμαθε, ήρθε μετά και μου ζητούσε συγνώμη: «Δεν ήξερα, Λάμπρο μου, ότι είναι η αδερφή σου, η Πόπη. Σταματάω εδώ, αν στο πει κάποιος οτιδήποτε, δεν ήξερα, μετά μου είπαν ότι είναι αδερφή σου». Κάπως έτσι ήταν τα πράγματα τότε με τις αδερφές. Ναι, οπότε ναι, αφού την πάντρεψα την αδερφή μου μετά... Εντάξει, ήταν του πατέρα μου μια επιθυμία αυτό να παντρευτεί πρώτη. Όλα καλά.
Υπήρχαν άνθρωποι που σας κοιτούσαν υποτιμητικά, επειδή ήσασταν μπακάλης;
Όχι, γιατί με τον καιρό μετά ήμασταν προύχοντες πλέον εμείς, όταν τα πράγματα ξεφύγανε και τα μαγαζιά τα δικά μας, τα παντοπωλεία θα έλεγα, γιατί σαν παντοπωλεία ξεκινήσαμε.
Παντωπολεία, ναι.
Και μετά γίνανε τα μίνι μάρκετ. Τώρα που έχουμε και τα αυτά έτσι. Μετά μπήκαμε στο ξενικό. Τότε ήταν παντοπωλείον και θα έλεγα το πρώτο μαγαζί που είχα με τον πατέρα μου λεγόταν «Καφεπαντοπωλείον» δηλαδή και καφέ και τσίπουρο και μεζέ και χαρτί και παντοπωλείο. Κατάλαβες; Ναι. Δεν νομίζω ότι ποτέ μας είδανε υποτιμητικά γιατί ήταν γεμάτη η τσέπη μας εμάς. Ήταν το επάγγελμα τέτοιο που έβγαζες καλά λεφτά, πολύ καλά λεφτά. Να φανταστείς ότι φτάναμε σε σημείο και δανείζαμε τον κόσμο, πιστώναμε τον κόσμο και μας έλεγε ο κόσμος: «Θα σας πληρώσουμε, άμα αλωνίσουμε, άμα μαζέψουμε τις ελιές, άμα βγάλουμε το λάδι» και ανησυχούσα εγώ και έλεγα τον πατέρα μου: «Ρε πατέρα, γιατί δεν έχουν ο κόσμος λεφτά, εμείς γιατί έχουμε κι αυτοί δεν έχουν;» Κάπως έτσι τα πράγματα ήτανε. Ποτέ δεν είχαν οι γεωργοί πολλά λεφτά. Τότε με το ΠΑΣΟΚ μόνο έγινε το μεγάλο μπαμ, τότε που γέμισε ο τόπος, να πούμε, κάθε σπίτι είχε από 4 αυτοκίνητα, είχε από 2 ωραία να τρέχουν στον δρόμο με 1.000 και δύο 4x4. Έτσι ήταν τότε τ' αυτοκίνητα όλα, είχε γέμισε ο τόπος. Τότε επί ΠΑΣΟΚ. Δεν ξέρω τι είχε αυτός ο Αντρέας, τι μαγικά είχε κάνει. Βέβαια, πληρώνει η πατρίδα από τότε. Έτσι; Δεν είμαι υπέρ γι' αυτό που έγινε, γιατί πάντα πρέπει να υπάρχει φρένο και πάντα πρέπει να υπάρχει... Πώς το λένε, δεν είναι να κάνουμε ακρότητες. Τότε γινόταν ακρότητες με τον Αντρέα, χαμός. Ζήσαμε τότε, θυμάμαι, σε πολιτικές συγκεντρώσεις, τότε ερχόταν ο Παπανδρέου, να πούμε, και μιλούσε στην παραλία. Η παραλία από το πανεπιστήμιο, Ιωάννα, εκεί μπροστά στήνονταν το τέτοιο. Τότε δεν υπήρχε το πανεπιστήμιο. Τότε αυτά ανεβαίναμε εμείς, ήτανε «Ματσάγγος». Εκεί ήταν καπναποθήκες, και θυμάμαι ανεβαίναμε μέσα στα χαλάσματα εκεί, γιατί μετά τα ανακαινίσαν και έγινε αυτό το όνειρο, τώρα το πανεπιστήμιο, το πανέμορφο, που είναι και στολίδι για τον Βόλο, θα έλεγα, όλοι πάνε να βγάλουν μια φωτογραφία μπροστά του στην παραλία. Και τότε θυμάμαι γινόταν οι πολιτικές συγκεντρώσεις τότε, οι μάχες τότε μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Μητσοτάκη, χαμός, λαός να φωνάζουν με σημαίες, πράματα, θαύματα, ιστορίες. Τέλος πάντων, είπα τώρα για την ιστορία του Αντρέα, να πούμε, όλοι την ξέρουμε, δεν είναι κάτι το πολιτικό. Οι γονείς μου πάντως ήταν από τους ανθρώπους που δεν κερδίσαν ποτέ. Δεν κερδίσαν ποτέ στις εκλογές γιατί ο πατέρας μου έλεγε: «Η πολυφωνία πρέπει να είναι στη Βουλή, να βγαίνουν πολύς κόσμος στη Βουλή, πολλά κόμματα. Όταν υπάρχουν πολλά κόμματα, κοιτάζουν καλύτερα τον λαό, να μη βγαίνει ένα κόμμα και να χει μόνο αυτός βουλευτές». Και έτσι, ναι, και θυμάμαι ήταν το παράπονό μου γιατί όλοι οι φίλοι μου πανηγυρίζανε, όταν έβγαινε ο Παπανδρέου είχαμε φίλους νικητές, από την άλλη μεριά όταν έβγαινε η Νέα Δημοκρατία, πάλι οι φίλοι μου νικηταί. Εγώ ο καημένος ήμουν πάντα στερημένος σ' αυτό. Πάντα δεν μιλούσα, κι έλεγε ο πατέρας μου: «Δεν πειράζει, άστους να φωνάζουν αυτοί, δεν ξέρουν» έλεγε ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου ψήφιζε τον Μαύρο, ο οποίος Μαύρος δεν βγήκε ποτέ στην επιφάνεια, ήταν ένα κόμμα Κεντρώων, το οποίο ήταν ένα κόμμα χαμηλών τόνων, ας πούμε, αλλά είχε κι αυτό στη Βουλή, είχε φωνή για τον λαό. Κατάλαβες; Ναι, κι αυτά και με τα πολιτικά λίγο. Μέχρι και που φανέρωσα, να πούμε, την ταυτότητα της οικογένειας, ότι ήμασταν Κεντρώοι, λοιπόν, εμείς. Άλλο, τι άλλο να πω; Νομίζω, τα είπαμε όλα.
Έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο γενικά;
Γενικότερα, δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω, τίποτα. Αυτά.
Πώς σας φάνηκε η συνέντευξη;
Η καθημερινότητα τώρα σε τρώει, τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, όλα τρέχουνε, οπότε δεν θυμάσαι τίποτα. Ήταν αυτό ένα έτσι, να θυμηθώ λίγο, πώς μεγάλωσα ρε παιδί μου; Πώς βγήκαμε απ' τις στάχτες [01:00:00]εκεί πέρα, από τα χαλάσματα που λένε, από τις λάσπες κι έχουμε φτάσει τώρα να είμαστε, να έχουμε, να κλείνουμε εισιτήρια για το φεγγάρι. Απίστευτα πράγματα. Με μια κουβέντα να σου βγάζει το ίντερνετ να βλέπεις ό,τι θέλεις. Πράγματα συγκλονιστικά δηλαδή, τα οποία τα έχει δει η δικιά μου η γενιά, οι εξηντάρηδες εμείς, όποιον και να πάρεις συνέντευξη κι αυτά, αυτά που θα σου πουν θα είναι τρομακτικά από τη φτώχεια, την κακομοιριά και από την ανέχεια, μέχρι ζητιανιά, θυμάμαι. Τότε ερχόταν ο κόσμος και άμα μαγείρευε τότε κάποιος, κατάφερνε να βρει κάτι έφερνε και μια σούπα στο σπίτι σου, για να πάρεις κι εσύ να ρίξεις μέσα ρύζι, για να κάνεις μια σούπα. Φτώχεια, καταραμένη φτώχεια, τα πέτρινα χρόνια εκείνα. Αυτά δεν έχω να πω κάτι άλλο, νομίζω.
Εντάξει, ευχαριστώ πολύ.
Παρακαλώ, Νίνα. Σου εύχομαι και σένα να έχεις καλές συνεντεύξεις και πιο πλούσιες από άλλους ανθρώπους. Εδώ έμπλεξες με έναν επαγγελματία, ο οποίος επαγγελματίας δεν έχει να πει και πολλά. Η ζωή του είναι δουλειά, δουλειά, δουλειά. Αλλά δύσκολο πράγμα, φεύγουν τα χρόνια και ευτυχώς έκανα κι αυτά τα διαλείμματα, που αναφέραμε, και πέρασα κάποιες στιγμές. Αλλιώς, άστα να πάνε. Λοιπόν, κι εγώ ευχαριστώ.
Photos

Η κολόνια «Μιναρές»
Απόκτημα από τις παράνομες συναλλαγές με Τ ...
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Αφηγητής μάς διηγείται την ιστορία του από την Ήπειρο, όπου γεννήθηκε, μέχρι τον Βόλο, όπου έζησε κι εργάστηκε. Περιγράφει πώς ξεκίνησε η οικογένειά του, την ανέχεια της εποχής, την αναγκαστική εγκατάλειψη του σχολείου για να εργαστεί στην οικογενειακή επιχείρηση. Ιδιαίτερη επίδραση στη ζωή του είχε η θητεία στον στρατό, το ατύχημα και η φυλάκιση του στο Γεντί Κουλέ, καθώς και η ανάγκη του να προκόψει μέσα από την εργασία στο παντοπωλείο του.
Narrators
Λάμπρος Μπόκας
Field Reporters
Νίνο Μτσεντλίντζε
Tags
Interview Date
07/11/2021
Duration
61'
Interview Notes
Γλωσσάρι
καλάι: κασσίτερος
Content available only for adults (+18)
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Αφηγητής μάς διηγείται την ιστορία του από την Ήπειρο, όπου γεννήθηκε, μέχρι τον Βόλο, όπου έζησε κι εργάστηκε. Περιγράφει πώς ξεκίνησε η οικογένειά του, την ανέχεια της εποχής, την αναγκαστική εγκατάλειψη του σχολείου για να εργαστεί στην οικογενειακή επιχείρηση. Ιδιαίτερη επίδραση στη ζωή του είχε η θητεία στον στρατό, το ατύχημα και η φυλάκιση του στο Γεντί Κουλέ, καθώς και η ανάγκη του να προκόψει μέσα από την εργασία στο παντοπωλείο του.
Narrators
Λάμπρος Μπόκας
Field Reporters
Νίνο Μτσεντλίντζε
Tags
Interview Date
07/11/2021
Duration
61'
Interview Notes
Γλωσσάρι
καλάι: κασσίτερος