Ένα ευτράπελο ταξίδι ύμνος στη φιλία
Segment 1
Σύντομο βιογραφικό και εισαγωγή για την ιστορία
00:00:00 - 00:10:20
Partial Transcript
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας; Βεβαίως, Εμμανουήλ Βασίλειος Βλατάκης Γκαραγκούνης. Είναι Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022, είμαι μ… θα εξηγήσω τι είχε στο μυαλό του, δεν είναι η πιο σημαντική στιγμή της ζωής μου που μάλλον θα ήθελα να αφηγηθώ για να μείνει στο Istorima.
Lead to transcriptSegment 2
Η φιλία
00:10:20 - 00:19:37
Partial Transcript
Τι συνέβη: 2 χρόνια πριν τελειώσω τις λυκειακές μου σπουδές, συμμετέχω μαζί με έναν πολύ καλό μου φίλο τότε από ένα φροντιστήριο, σε έναν δι… τώρα που θα ξεκινήσει η διήγηση της ιστορίας μας, είναι ότι εγώ ήμουν ένα άτομο που είχα μεγάλη ανάγκη να εκφραστώ και να αποκτήσω φίλους.
Lead to transcriptSegment 3
Η πανδημία και ο γάμος του φίλου του
00:19:37 - 00:27:41
Partial Transcript
Αυτό λοιπόν που συμβαίνει, επιστρέφουμε πίσω στην ιστορία μας και γυρνάμε στο καλοκαίρι του 2020. Λίγο νωρίτερα ο Κώστας, αν και βρίσκεται σ…ου έκανε τη δική της καραντίνα στην Αθήνα και της είπα: «Άντε να πας», σε αντίθεση με μένα ας πούμε που βρισκόμουνα έγκλειστος στην Αμερική.
Lead to transcriptSegment 4
Η προετοιμασία του ταξιδιού-έκπληξη από την Αμερική στην Ελλάδα για το γάμο
00:27:41 - 00:33:22
Partial Transcript
Δύο μέρες πριν το Σάββατο του ταξιδιού, επικοινωνώ με τον Μαρίνο, τον ξάδερφό του Κώστα που είναι γιατρός στη Μινεσότα, και με ενημερώνει γι…τα πρώτα χρόνια στη Νέα Υόρκη δίδασκα και χορό, ένα καλό σακάκι, μην πάμε και σαν λέτσοι στο γάμο, και ελάχιστα άλλα πράγματα και ταξιδεύω.
Lead to transcriptTags
Segment 5
Η έκπληξη και το γλέντι του γάμου
00:33:22 - 00:40:43
Partial Transcript
Όταν πλέον έχω φτάσει στη Ζυρίχη, έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι όλο αυτό το μαεστρικό ταξίδι-έκπληξη που ετοιμάζω ίσως και να πετύχει. Ότ…ρόφωνο να πω δυο-τρεις ευχές για τα παιδιά και θυμήθηκα το δώρο που μου έχει κάνει ο Κώστας, τον υπολογιστή και θα σου πω γιατί τον αναφέρω.
Lead to transcriptTags
Media
Segment 6
Τέλος
00:40:43 - 00:50:33
Partial Transcript
Οι άνθρωποι, κατά την άποψή μου, δεν μετρούνται όταν μπορούμε να πάρουμε, όταν έχουμε νηφάλιες αποφάσεις, όταν μπορούμε να πάρουμε αποστάσει… που θα ήθελες να μας αφηγηθείς; Όχι, σε ευχαριστώ πολύ. Και εγώ σε ευχαριστώ που συμμετείχες ως αφηγητής στο Istorima. Καλή συνέχεια.
Lead to transcript[00:00:00]
Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;
Βεβαίως, Εμμανουήλ Βασίλειος Βλατάκης Γκαραγκούνης.
Είναι Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022, είμαι με τον Εμμανουήλ Βασίλειο Βλατάκη Γκαραγκούνη, βρισκόμαστε στο κέντρο του Ηρακλείου Κρήτης, εγώ ονομάζομαι Ελισάβετ Κουμαρέλη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Μανώλη, θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για εσένα;
Πρώτα από όλα καλά διάλεξες το σωστό όνομα. Με λένε Μανώλη οι φίλοι μου. Τελείωσα σε ένα δημόσιο σχολείο στην περιοχή του Καρέα στην Αθήνα, η καταγωγή μου είναι από την Κρήτη από την πλευρά της μητέρας μου. Βρίσκομαι εδώ πέρα για λόγους διακοπών κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Αποφοίτησα από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο από τους ηλεκτρολόγους μηχανικούς και αυτή τη στιγμή ολοκληρώνω το διδακτορικό μου στην Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο του Columbia της Νέας Υόρκης.
Πολύ ωραία. Μανώλη σήμερα είχαμε πει πως θα μιλήσουμε για ένα ταξίδι που σου έχει μείνει αξέχαστο. Πότε πραγματοποιήθηκε αυτό το ταξίδι;
Αυτό το ταξίδι πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2020, το πρώτο καλοκαίρι μετά την πανδημία του κορονοϊού που ξέσπασε το Δεκέμβριο του 2019. Για να διηγηθώ όμως αυτό το ταξίδι και να… Αυτό το ταξίδι σαν τίτλο, αν συναντούσα μία κρητική παρέα, μάλλον θα είχε τον τίτλο μιας κρητικής μαντινάδας από τα ταξιδιωτικά του Καζαντζάκη που λέει: «Όρτσα διαλέ την πίστη του και όπου το βγάλει η βράση για που θα σάσει μια δουλειά για που θα σου χαλάσει». Ελληνιστί για τους ακροατές: «Πάμε μπροστά και όπου μας πάει η θάλασσα», όπου μας πάει η μοίρα δηλαδή, «ή θα μας πετύχει το κόλπο που πάμε να φτιάξουμε ή θα μας χαλάσει», και αν και είναι μία πολύ ευτράπελη ιστορία που πιστεύω ότι θα περιγράψει τη φιλία πολλών ανθρώπων με πολύ ιδιαίτερο τρόπο σύνδεσης μεταξύ τους, πιστεύω ότι πριν καταλάβουμε και διηγηθούμε αυτή την ιστορία θα πρέπει λίγο να πάμε πίσω στο χρόνο, για να καταλάβουμε λίγο το ηθογράφημα όλων των ηρώων αυτού του ταξιδιού. Πιστεύω ότι πρέπει να είμαι από τους ελάχιστους ανθρώπους, τουλάχιστον στην Ελλάδα, που γνωρίζουνε την ημέρα για παράδειγμα που συνελήφθησαν. Η μητέρα μου στις 25 Μαρτίου του 1992 είναι από τις πρώτες γυναίκες που με σπερματέγχυση μαζί με τον πατέρα μου αποφασίζουνε να γεννηθώ και γεννήθηκα στις 22 του Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου. Αλλά να πω ότι κατά τη διάρκεια της αφήγησης θα δώσω διάφορα στοιχεία, τα οποία μόνο στο τέλος θα φανούνε ποια είναι η σύνδεσή τους με το όλο σκηνικό. Ο κυριότερος λόγος που το αναφέρω όμως, είναι γιατί όταν παρατηρείς μία ιστορία, στην πραγματικότητα… Η δικιά μου ζωή για παράδειγμα. Όπως λέμε στα Μαθηματικά: «Οι ζωές των ανθρώπων είναι σαν δυναμικά συστήματα, αλλά εξαρτώνται από τις αρχικές συνθήκες» και οι αρχικές συνθήκες των ιστοριών μας στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από κάποια μέση χρονική στιγμή τις ζωές κάποιων άλλων ανθρώπων, για παράδειγμα των γονιών μου. Μεγάλωσα μόνο με τη μητέρα μου, μιας και ο πατέρας μου λίγο αργότερα από τη γέννησή μου επέδειξε έναν αρκετά σκοτεινό χαρακτήρα και ίσως είναι μία ιστορία που δεν είναι δικιά μου, αλλά περισσότερο της μητέρας μου μέσα από ένα πλαίσιο που συνήθως περιγράφουμε στις σκληρές στιγμές της περιόδου ‘90-2.000. Η μητέρα μου αποφασίζει με τον πατέρα μου να μην συνεχίσουν να είναι μαζί, με αποτέλεσμα εγώ να μεγαλώσω μόνο με τη μητέρα μου. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι πρέπει να είμαι πάλι από τα λίγα άτομα που θα συναντήσεις στη ζωή σου, που δεν βαφτίστηκαν νήπιο. Αυτό έχει να κάνει με το ότι ο πατέρας μου ήτανε από τη Μακεδονία, Σερραίος, αλλά προτεστάντης, ενώ η μητέρα μου από την Κρήτη ορθόδοξη, και η μητέρα μου για κάποιον περίεργο κοινωνικό φιλελευθερισμό, ακόμα και αν δεν είχα έντονη σύνδεση μετά την απόφαση που πήρε ο πατέρας μου όσον αφορά αυτή την οικογένεια, η μητέρα μου αισθανόταν ότι θα έπρεπε να διαλέξω το τι θα έπρεπε να κάνω, με αποτέλεσμα να γνωρίσω… Η μητέρα μου για κάποιο λόγο με ξενάγησε σε όλα τα θρησκευτικά δόγματα που ήτανε ελεύθερα εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, ακόμα και στο καθολικιστικό, στο ρωμαιοκαθολικό δόγμα, που ήταν το δόγμα που είχε ακολουθήσει ο ετεροθαλής αδερφός μου από τον προηγούμενο γάμο του πατέρα μου. Ώσπου στα 10 θυμάμαι, ότι είχα αρχίσει πλέον να κοινωνώ μόνος μου στα κρυφά, ενώ δεν επιτρέπεται στο δόγμα της εκκλησίας, και κάποια στιγμή είπα στη μητέρα μου: «Μαμά πρέπει να βαφτιστώ, τελείωσε η υπόθεση». Οπότε βαφτιστικά χριστιανός, χριστιανός ορθόδοξος. Ο λόγος που το αναφέρω είναι, γιατί είναι ένα από τα βασικά σημεία που μ[00:05:00]ε συνδέουνε με τους ήρωες αργότερα του ταξιδιού. Μεγαλώνω, υπήρξα ένα αρκετά εσωστρεφές άτομο, σε πλήρη αντίθεση με τον ομιλητικότατο αυτή τη στιγμή αφηγητή που έχεις μπροστά σου, και μπορώ να σου πω ότι μεγάλωσα βιώνοντας όλη την κοινωνική απομόνωση που περιγράφεται την περίοδο από ‘70 μέχρι 2.000 θα τολμήσω να πω εγώ, σε οποιαδήποτε γυναίκα αποφασίσει να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της, είτε στην Αθήνα, είτε στην κοινωνία της Κρήτης. Μεγάλωσα κατά κύριο λόγο στην Αθήνα, όπου η μητέρα μου δούλευε ως δασκάλα. Εκεί βίωσα διάφορα ευτράπελα, όπως την κοινωνική απομόνωση που μπορεί να δεχτεί μία αριστούχα δασκάλα, επειδή δεν βρίσκεται μέσα στο δίκτυο των επαφών ή αντίστοιχα την πίεση που μπορεί να αισθανότανε όταν κατέβαινε στην Κρήτη για να λογοδοτήσει για το ποιος ήτανε, πού βρίσκεται ο σύζυγός της και όλα τα συνήθη ερωτήματα πο λόγος που το αου θέτει μία κοινωνία πού είναι impolite αδιάκριτη, αδιάκριτη. Όπως και να έχει, αν και μεγαλώνω εσωστρεφής και απομονωμένος, κατά την περίοδο του γυμνασίου ανακαλύπτω την μεγάλη μου αγάπη στα Μαθηματικά. Ενώ παράλληλα ίσως η μόνη διέξοδος αυτού του εσωστρεφούς παιδιού, που σίγουρα διαβάζει πάρα πολύ, αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος αν… Ο βασικός λόγος δεν νομίζω ότι είναι ακριβώς ότι η μητέρα μου είναι δασκάλα. Σίγουρα υπάρχει ένα πλαίσιο που παρατηρώ τριγύρω, αλλά το ότι υπάρχει ένα… και από τον αδερφό της και θείο μου, που ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός, όπως και εγώ, και από τη μητέρα μου, ίσως η βασική ιστορία που κατάλαβα είναι ότι, αυτό που λέμε: «Κοινωνική κινητικότητα», το πώς από μία φτωχή κατάσταση και καταπιεσμένη μπορείς να προκύψεις σε μία καλύτερη, είναι η μόρφωση και η γνώση στον αστικό κόσμο. Η μητέρα μου και ο αδερφός της ήτανε παιδιά ενός διάσημου μαραγκού εδώ στην Κρήτη και είχα μεγαλώσει με τις ιστορίες του πόσο πολύ ταλαιπωρήθηκαν για να σπουδάσουνε και να γίνουνε αξιόλογοι επιστήμονες στα αντικείμενα τους. Και νομίζω αυτό είναι το παραμύθι που με ζωντανεύει μέσα μου, ενώ μπορώ να σου πω ότι ο απομονωτισμός που είχα, ενεργοποιούσε πάρα πολύ το φαντασιακό μου, πράγμα που επίσης με βοηθούσε στη γνώση και ειδικά στα μαθηματικά. Τώρα ο μόνος τρόπος που εγώ θυμάμαι μικρός να εκφράζομαι είναι το θέατρο, το τραγούδι και αργότερα στα λυκειακά μου χρόνια θυμάμαι ότι ήτανε ο χορός, όπου για να γλιτώσω τη μητέρα μου και τη φασαρία της ένα κυριακάτικο πρωινό που ήθελε να τσεκάρει ότι έχω διαβάσει την εισαγωγή της Αντιγόνης, αφού έχω μελετήσει για την έξη και τη μέθεξη – αυτές ήταν οι πρώτες δύο σελίδες και μου φάνηκαν πάρα πολύ ενδιαφέροντες, μετά όταν προχωρούσαμε στην διαστρωμάτωση του αρχαίου θεάτρου μου φαινότανε τελείως πολεοδομική η συζήτηση – οπότε ο μόνος τρόπος για να την γλιτώσω ήταν ο εξής: Είπα στη μητέρα μου ότι: «Μαμά θα πάω να μάθω κρητικά», πράγμα που το ήθελε πάρα πολύ η μητέρα μου να το δει σε εμένα λόγω της καταγωγής και ήτανε το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω για να της ξεφύγω. Τώρα όλα αυτά τα είπα για να εξηγήσω το ότι ο ήρωας μας, και τωρινός αφηγητής, μέχρις ότου βρεθεί στο χώρο του Πολυτεχνείου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εσωστρεφές παιδί που έχει βρει μέσα από την τέχνη και όλες τις μορφές που περιέγραψα, έναν τρόπο εκφραστικότητας. Αλλά κατά τα άλλα είναι πολύ σιωπηρός, προσπαθώντας να δομήσει όλες τις σκέψεις που είχε γύρω από τον κόσμο μέσα από αυτό το σκηνικό και είχε ζήσει – Επίσης να σου πω ένα άλλο χαρακτηριστικό. Λόγω του κοινωνικού απομονωτισμού που είχε η μητέρα μου – δεν φταίει εκείνη, φταίει το πλαίσιο στο οποίο βρισκότανε – και εγώ ο ίδιος δεν είχα καταφέρει να έχω πάρα πολλούς φίλους στη ζωή μου, ανθρώπους με τους οποίους να μπορέσω να συνταιριάξω και να συμπορευτώ μαζί τους. Νομίζω η στιγμή που, η μαγική στιγμή, όπου πραγματικά οτιδήποτε αλλάζει σε μένα, είναι την περίοδο που εισάγομαι στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η ιστορία στην πραγματικότητα ξεκινάει από εκεί, όπου καθώς ανεβαίνω τα σκαλιά μία από τις πρώτες μέρες, ένας αγαπημένος μου φίλος, ο Κώστας, έρχεται και μου λέει: «Μανώλη – δεν μου λέει Μανώλη, μου λέει – είσαι εσύ ο Εμμανουήλ Βλατάκης που κέρδισε το βραβείο της NASA;[00:10:00] Μου μίλησε ένας κοινός πνευματικός που είχαμε» και μάλλον αν και κάποιος θα περίμενε ότι ένα βραβείο από την NASA θα μπορούσε να αποτελεί ιστορία από μόνο του, και θα εξηγήσω τι είχε στο μυαλό του, δεν είναι η πιο σημαντική στιγμή της ζωής μου που μάλλον θα ήθελα να αφηγηθώ για να μείνει στο Istorima.
Τι συνέβη: 2 χρόνια πριν τελειώσω τις λυκειακές μου σπουδές, συμμετέχω μαζί με έναν πολύ καλό μου φίλο τότε από ένα φροντιστήριο, σε έναν διαγωνισμό της NASA για το σχεδιασμό, τον μηχανολογικό σχεδιασμό, υπερηχητικού αεροσκάφους, όπου κερδίζουμε με το τρίτο βραβείο. Ομολογώ ότι ο λόγος που το αναφέρω είναι άλλος. Μετά το βραβείο δέχομαι μία κλήση από το Υπουργείο Παιδείας – τότε αν θυμάμαι καλά είναι ο Ευριπίδης Στυλιανίδης υπουργός – με ένα συγχαρητήριο σημείωμα. Επισκέφτηκα το υπουργείο και ομολογώ ο στόχος μου τότε ήτανε να πάρω το «άνευ», μία διευκόλυνση που δίνεται συνήθως σε ολυμπιονίκες για την αποπεράτωση των σπουδών τους και την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Ο λόγος που εγώ το ήθελα, ήταν γιατί ίσως θα ήταν ο μοναδικός τρόπος ένα παιδί μονογονεϊκής οικογένειας να γυρίσει στη μητέρα του και να της πει: «Κοίτα είμαι ο καλύτερος μαθητής στο σχολείο, αλλά σκέφτομαι να πάω στο MIT, ας πούμε, να σπουδάσω και πρέπει να δώσω άλλες εξετάσεις, δεν θα δώσω πανελλαδικές». Στο υπουργείο όμως βιώνω την εξής περίεργη συνθήκη. Όταν μπαίνω στο υπουργείο με συγχαίρουν και όταν φτάνω στο γραφείο που ελέγχανε τον νόμο, άκουσα μία πολύ περίφημη φράση από κάποια υπεύθυνη εκεί πέρα: «Και τι κάνατε εσείς για την Ελλάδα για να δικαιούστε κάτι τέτοιο;» Οπότε, αν έχεις απορία ακόμα και εσύ για ποιο λόγο δεν δόθηκε το «άνευ», κατά κύριο λόγο ήτανε συνδικαλιστικός. Το κράτος δεν ενδιαφερότανε στο να υποστηρίζει στην πραγματικότητα ολυμπιονίκες, είτε σε αθλήματα, είτε σε μαθήματα. Ο βασικός λόγος είναι αν τα κόμματα μπορούσαν να είχανε συνδικαλιστική επαφή με τους αντίστοιχους φορείς, τη Μαθηματική Εταιρεία, τη Φυσική Εταιρεία και λοιπά. Θυμάμαι λοιπόν – και αυτό είναι επίσης ένα σημείο κλειδί για την ιστορία μας – όταν φεύγω από το υπουργείο, πήγα σε μία εκκλησία που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας στα Εξάρχεια, στον Μέγα Βασίλειο, και ζήτησα από τους ανθρώπους που ήταν εκεί πέρα να μου ανοίξουν την εκκλησία, γιατί ήταν μεσημέρι, και έκλαψα για πάρα πολλή ώρα. Γιατί ναι, για μία παιδική ψυχή που ήδη ήτανε ολίγον τι κοινωνικά ταλαιπωρημένη και είχε ένα μικρό όνειρο ήδη, σκεφτότανε πραγματικά πώς θα μπορούσε να ξεφύγει από διάφορα προβλήματα που το κατέτρεχαν και να ακολουθήσει τα όνειρά του και ήτανε αρκετά πικρή η κουβέντα που είχα ακούσει από την υπεύθυνη του υπουργείου εκείνη τη στιγμή. Δάκρυσα πάρα πολύ και θυμάμαι, ότι τότε είχα προσπαθήσει να καταλάβω για ποιο λόγο δεν μου έκανε αυτό το χατίρι. Το θείο, η μοίρα, όπως το αποκαλεί ο καθένας μας σε αυτή τη ζωή. Αν με ρωτάς δέκα χρόνια αργότερα, μπορώ να σου πω ότι ο λόγος που συνέβη αυτό ήτανε για να μου χαρίσει ο Θεός αυτό που πραγματικά εγώ είχα ανάγκη, που ήτανε φίλοι. Πάμε πίσω λοιπόν στην ιστορία μας. Με ρωτάει λοιπόν ο Κώστας, μου λέει: «Εσύ είσαι ο Μανώλης ο Βλατάκης», «Ναι» του λέω. Γνωριζόμασταν από έναν κοινό ιερέα που και εγώ είχα ακούσει μια-δυο φορές που είχε τύχει να παρευρεθώ σε κάποιες χριστιανικές συγκεντρώσεις νέων και έτσι ξεκινήσαμε τη φιλία μας και δεν ήμασταν μόνο εγώ και ο Κώστας. Ήταν μία μεγάλη παρέα παιδιών, η Γεωργία από ένα απομονωμένο χωριό της Χίου, ο Φιλήμονας που ήταν κοντά μου στον Καρέα επίσης στην Αθήνα, ο Βασίλης που ήτανε ένας εξαιρετικός κιθαρίστας από τη Γλυφάδα και κορίτσια από διάφορα μέρη. Το κοινό που είχαμε όλοι μας, ήταν σαφές και το καταλάβαμε όλοι μας από την πρώτη στιγμή, ότι επιτέλους είχαμε, αυτό που λέμε ρε παιδί μου, οι φιλόσοφοι λένε: «Αριστοτελική φιλιά». Ήμασταν κοινωνικά συγγενείς με την έννοια ότι, είχαμε κοινή αισθητική, είχαμε κοινό ηθικό προορισμό. Ακόμα και αν δεν είχαμε κοινή πολιτική θέσμιση απέναντι στα πράγματα. Και αυτό έχει μία σημασία επίσης, το ιστορικό πλαίσιο. Εγώ μπαίνω στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 2010, όταν η Ελλάδα εισάγεται στην περίοδο των μνημονίων και της κρίσης από τον διεθνή οικονομικό έλεγχο επί Γεωργίου Παπανδρέου. Παρόλα αυτά υπήρχε ένα κοινό όραμα, υπήρχε η κοινή ανάγκη να μπορέσουμε να εκφραστούμε. Και πραγματικά [00:15:00]είναι εντυπωσιακό το πώς όλοι μας, στο μέτρο του ο καθένας, από την εσωστρέφεια που ίσως είχαμε, έξωστραφήκαμε ο ένας προς τον άλλον. Με άλλους μου φίλους συνδέθηκα χορευτικά. Εγώ τους εισήγαγε στα κρητικά, αυτοί με εισήγαγαν στο αργεντίνικο τανγκό, με άλλους φίλους κάναμε εκδρομές σε κατασκηνώσεις, στην Άρτα θυμάμαι, μέσα στα καλοκαιρινά βουνά έτσι σε ποτάμια, σε καταρράκτες. Ομολογώ ότι ειδικά τα αγόρια τα περισσότερα σαν παρέα είχαμε ως κεντρικό άξονα τη σύνδεση μας, και την πνευματική, μιας και όλοι μας ανήκαμε σε μία χριστιανική νεολαία που υπήρχε εκείνη την περίοδο στην Αθήνα και αυτό βοηθούσε, γιατί δημιουργούσε έναν επιπλέον δεσμό. Πέραν από τις κοινές ανάγκες, τις κοινές εμπειρίες, δημιουργούσε μία αίσθηση εσωτερικής αλληλεγγύης. Το 2015 εγώ είμαι ο πρώτος από την παρέα μας που φεύγει και πάει στο εξωτερικό με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Columbia. Αργότερα μπορώ να σου πω ότι αυτή τη στιγμή όλη η παρέα και καινούργια μέλη της παρέας, σχεδόν όλοι, εκτός από αυτούς που τώρα ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, γιατί ασχοληθήκανε με άλλα πράγματα, γιατί είχανε άλλες μάχες να δώσουνε, σχεδόν όλοι έχουμε σίγουρα κάνει ένα ταξίδι στο εξωτερικό και έχουμε μεταναστεύσει είτε για επαγγελματικούς, είτε για εκπαιδευτικούς λόγους. Ο Κώστας για παράδειγμα, που είναι ο δεύτερος ήρωας της ιστορίας μας, δύο χρόνια μετά από μένα έρχεται στην Αμερική, σπουδάζει και αυτός σε ένα Πολυτεχνείο Computer Security, ύστερα πηγαίνει στο Εδιμβούργο. Σιγά-σιγά, όπως σου εξήγησα, όλη η παρέα σπάει; Όχι ακριβώς, γιατί συνεχίσαμε να είχαμε, εξαιτίας όλης αυτής της σύνδεσης που είχαμε, είχαμε μία απίστευτη εσωτερική σύνδεση. Η επικοινωνία μας; Διαδικτυακή όπως είναι η επικοινωνία που έχουνε οι περισσότεροι νέοι την περίοδο του 2015 και μετά χάρη σε όλη αυτή την πλειάδα των κοινωνικών μέσων. Τώρα, κάτι σημαντικό, για να καταλάβεις πόσο δεμένοι ήμασταν. Τα παιδιά π.χ. όταν ήμουνα στο Πολυτεχνείο, είχαν καταλάβει ότι για να έρχομαι στο Πολυτεχνείο, πρέπει να κάνω μεγάλες διαδρομές. Εμένα η χαρά μου ήταν, άμα με αφήναν καθηγητές, να κάθομαι μέσα στο εργαστήριο. Συχνά δανειζόμουν από πολλούς υπολογιστές για να κάνω τη δουλειά μου, οπότε κάποια στιγμή είχα πει του Κώστα: «Ρε συ, να πάμε να κοιτάξουμε για υπολογιστή». Εγώ ζούσα μόνος μου στην Αθήνα, μιας και η μητέρα μου με είχε αφήσει στην Αθήνα στο σπίτι που μέναμε και είχε συνταξιοδοτηθεί πλέον στην Κρήτη. Και θυμάμαι ότι είχαμε βρει κάποιον υπολογιστή που με ενδιέφερε, αλλά ακόμα και το ποσό που υπήρχε τότε ήμουνα σκεπτικός για το εάν θα το έδινα, παρότι να σου πω ότι ήδη από εκείνη την περίοδο είχα αρχίσει να βγάζω τα πρώτα μου χρήματα διδάσκοντας μαθηματικά και φυσική σε παιδιά στα σχολεία. Οπότε 22 του Δεκέμβρη, που ήταν και τα γενέθλιά μου, θυμάμαι ότι ήταν μέρα Παρασκευή, αφού τελειώνουμε το μάθημα των πιθανοτήτων, έρχεται ο Κώστας και – θυμάμαι μάλιστα κάτι είχε συμβεί στην παρέα και ήμασταν λίγο διαπληκτισμένοι, τρέχαμε ο ένας από τη μία, ο άλλος από την άλλη – έρχεται με βρίσκει γρήγορα-γρήγορα και βγάζει από την τσάντα του δώρο τον υπολογιστή που είχα δει. Θα δεις ότι στο τέλος κλείνει κάπως ιδιαίτερα αυτός ο υπολογιστής στην ιστορία μας. Ακόμα και αν αργότερα χάλασε, πάντοτε αυτόν τον υπολογιστή τον είχα σε μεγάλη αγάπη για την πράξη του φίλου μου. Αντίστοιχα ήταν και άλλοι μου φίλοι. Δηλαδή, θυμάμαι μία απίστευτη φράση που είχε πει ο Βασίλης μία φορά που είχαμε χορέψει κρητικά, που ήρθε, με αγκάλιασε και μου λέει: «Τώρα κατάλαβα ποιος είσαι»! Γιατί σίγουρα αυτό που μπορώ να καταλάβω και θα το καταλάβουμε τώρα που θα ξεκινήσει η διήγηση της ιστορίας μας, είναι ότι εγώ ήμουν ένα άτομο που είχα μεγάλη ανάγκη να εκφραστώ και να αποκτήσω φίλους.
Αυτό λοιπόν που συμβαίνει, επιστρέφουμε πίσω στην ιστορία μας και γυρνάμε στο καλοκαίρι του 2020. Λίγο νωρίτερα ο Κώστας, αν και βρίσκεται στο Εδιμβούργο, ξεκινάει μία γνωριμία με μία εξαιρετική κοπέλα γιατρό, την οποία αποφασίζει να παντρευτεί. Η γιατρός διορίζεται στο ΝΙΜΤΣ, ένα νοσοκομείο στην [00:20:00]Αθήνα, και μας στέλνει μήνυμα ότι: «Το καλοκαίρι του ‘20 παντρεύομαι». Στο ενδιάμεσο όμως έχει ξεσπάσει πανδημία στον πλανήτη γη, η πανδημία του κορονοϊού το 2019. Για να βάλω λίγο πλαίσιο, να δούμε τι έχει συμβεί. Εγώ βρίσκομαι το Δεκέμβρη του 2019, βρίσκομαι στην Αμερική. Είναι να έρθω στην Ελλάδα το Μάρτιο για μία πρόσκληση που μου είχε κάνει ένα συνέδριο, για να δώσω μία ομιλία. Τηλεφωνώ τότε θυμάμαι κιόλας, ας πούμε, με το συνέδριο και τους ρωτάω: «Θα γίνει το συνέδριο; Γιατί έχουν αρχίσει να αυξάνονται τα κρούσματα ακόμα και στην – εμφανίζονται τα πρώτα κρούσματα – στην Ελλάδα» και μου λένε: «Όχι». Σιγά-σιγά μπαίνει και η Αμερική και η πολιτεία και η πόλη της Νέας Υόρκης σε lockdown. Για την αφήγηση, για τους μελλοντικούς μας ακροατές και αναγνώστες, την περίοδο εκείνη στην Αμερική κυβερνάει ένα πρόσωπο, το οποίο έχει τουλάχιστον μία αμφιλεγόμενη σε σχέση με τις υπόλοιπες πολιτικές διαχειρίσεις στον κόσμο, ο Donald Trump, ο οποίος εν γένει αφήνει την οικονομία αρκετά ανοιχτή, δεν περιορίζονται οι μετακινήσεις όπως συμβαίνει σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, με αποτέλεσμα εγώ κατά του Μάρτιο του 2019 να βρίσκομαι σε μία πόλη έγκλειστος. Πάρα πολλοί θάνατοι, υπάρχει curfew – αυτό που λέμε απαγόρευση κυκλοφορίας – αλλά, υπήρχε ακόμα και έλεγχος στρατού. Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά ότι τότε ξεκίνησα την ενασχόληση μου με την ψαλτική, γιατί απλούστατα – το Μάρτιο του 2020, συγγνώμη – θυμάμαι λοιπόν το Μάρτιο του 2020 ήταν η πρώτη φορά που άρχισα να ασχολούμαι και με την ψαλτική, γιατί ο ιερέας στην εκεί ενορία στην Αμερική μου λέει: «Όλοι είναι ηλικιωμένοι, δεν μπορεί να έρθει κανένας. Πρέπει να έρθεις εσύ» και δυστυχώς από τις πρώτες ακολουθίες που έμαθα να ψέλνω είναι η νεκρώσιμη ακολουθία, μιας και κηδεψαμε αρκετά μεγάλο κόσμο. Αντίστοιχα στην Ελλάδα έχουμε τον Κώστα, ο οποίος έχει αποφασίσει ότι θα παντρευτεί «όπως και δήποτε». Για κουμπάρο έχει διαλέξει μία στρατολόγο φίλη της νύφης και έναν εξαιρετικό γιατρό που είχε γνωρίσει στο Εδιμβούργο όπου έκανε το μεταπτυχιακό του. Παραδόξως οι τρεις τους, πλην του Κώστα που ήτανε μηχανικός υπολογιστών, ήτανε οι μόνοι που και στην Ελλάδα που είχαμε lockdown μπορούσαν να κυκλοφορούνε. Γιατί η γυναίκα του Κώστα είναι γιατρός στο ΝΙΜΤΣ, που είναι από τα πρώτα νοσοκομεία αναφοράς για τον κορονοϊό, η κουμπάρα είναι στρατολόγος και ο κουμπάρος είναι επίσης γιατρός, επίσης το μόνο αντικείμενο που μπορούσε να… στο πρώτο βαρύ lockdown που είχε περάσει η Ελλάδα. Οπότε είχε μπει σε μία διαδικασία: «Εγώ θα παντρευτώ Κυριακή του Θωμά». Με μεγάλες συζητήσεις που είχαμε, τον πείσαμε ότι: «Δεν έχει νόημα αυτό, μπορείς να πάρεις λίγο χρόνο ακόμα». Τα κρούσματα στην πρώτη περίοδο της καραντίνας στην Ελλάδα ήτανε αρκετά χαμηλά, κυρίως λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας που υπήρχε και της απαγόρευσης των πτήσεων μεταξύ των κρατών. Οπότε κατά το καλοκαίρι και κατά τον Ιούλιο ανακοινώνει ότι: «Εγώ οργανώνω τον γάμο μου στην Καλαμάτα που είναι και ο τόπος καταγωγής». Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, η νύφη κατάγεται επίσης από την Καλαμάτα, αλλά ο πατέρας της είναι κρητικός από τα Χανιά. Εγώ είμαι μαζί με τον ξάδερφό του Κώστα, τον Μαρίνο, που είναι καρδιολόγος και έχει μεταναστεύσει και αυτός στην Αμερική, οι μόνοι που βρισκόμαστε από την άλλη άκρη του Aτλαντικού, και συζητάμε να δούμε πώς θα γυρίσουμε πίσω. Γυρνώντας τώρα πίσω, είμαστε στα αρχές Ιουνίου του 2020, όπου ενώ όλα τα πανεπιστήμια στην Αμερική έχουν αποφασίσει να δουλεύουνε υβριδικά, ο Πρόεδρος αποφασίζει ότι σε περίπτωση που συνεχίζουν να είναι online και από τον νέο χρόνο τα πανεπιστήμια, οι φοιτητές που βρίσκονται ή ερευνητές, είτε γιατροί, είτε φοιτητές, όπως ήμουνα εγώ, που βρίσκονται με υποτροφία και με σπουδαστική Visa θα πρέπει να απελαθούνε. Εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ένα πολύ μεγάλο δικαστήριο μεταξύ των, το ξεκίνησε αν θυμάμαι καλά το MIT και το Stanford, και γίνανε σε πολιτική συμπαράσταση όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένων του Columbia. Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά ότι εγώ δεν το είχα πάρει χαμπάρι, δεν είχα ενημέρωση για αυτό και οι συνάδελφοι Αμερικάνοι με ρωτήσανε αν με αφορά και είχα απαντήσει σε μία συζήτηση που είχαμε με τον πρύτανη του πανεπιστημίου ότι:[00:25:00] «Αν δεν επιθυμεί το αμερικάνικο κράτος να βρισκόμαστε εδώ πέρα»… Γιατί υπήρχε μία οδηγία: «Μη βγείτε από τη χώρα, γιατί αν βγει δεν είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να σας διασφαλίσουμε ξανά την είσοδο». Αυτό που είχα πει είναι ότι: «Θα κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό, αλλά δεν θέλουμε να μπούμε στη διαδικασία του παράνομου. Δηλώνουμε αξιοπρέπεια απέναντι στις αποφάσεις ενός άλλου κράτους και αν δεν μας θέλουν αυτοί μία δεν τους θέλουμε και εμείς δέκα» που λέμε και στο χωριό μου. Μέχρις ότου όμως διακυβεύεται σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο η διαμάχη, ο Κώστας οργανώνει τον γάμο του. Εγώ έχω συνειδητοποιήσει ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου, αν και είχα συνηθίσει τους φίλους μου σε πάρα πολλές εκπλήξεις, ήμουνα πάντα ο πλακατζής και ο εκπληξάκιας της παρέας, ότι αυτή τη φορά δεν θα τα καταφέρω και για αυτό μάλιστα είχα καταστρώσει ένα διαφορετικό σχέδιο. Είχα έρθει σε επικοινωνία με – τον Κώστα τον ήξερα, ήξερα όλη του τη ζωή σχεδόν – είχα έρθει και σε επικοινωνία με την κουμπάρα και είχα για περίπου ένα μήνα, έκανα μοντάζ μιας ολόκληρης ταινίας μίας ώρας με ευχές που είχα συλλέξει από πολλά άτομα, ειδικά από άτομα που ήξερα ότι είτε για τη νύφη, είτε για τον γαμπρό, θα ήτανε πολύ σημαντικά, αλλά δεν θα μπορούσαν να ήτανε στον γάμο λόγω των περιορισμών του κορονοϊού. Πάμε λοιπόν λίγες μέρες πριν το γάμο, όπου ολοκληρώνω εγώ αυτήν την ταινία. Θυμάμαι ότι – να πούμε πάλι σαν μία ιστορική πληροφορία – ότι μετά το πρώτο lockdown, επειδή είχανε πέσει αρκετά τα νούμερα, δόθηκε η δυνατότητα να υπάρχει γάμος και οποιαδήποτε μορφή εκδήλωσης – τότε δεν έχουμε εμβόλιο, δεν έχουμε όλες τις ανέσεις που είχαμε αργότερα – 200 ατόμων, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας πολύ συγκεκριμένος αριθμός ατόμων που μπορούν να είναι εκεί πέρα. Ιδιαίτερη λεπτομέρεια: επειδή η οικογένεια του Κώστα είναι γιατροί όλοι, και τα αδέρφια του και οι γονείς του, πλην της πολυτεχνειακής παρέας που ήμασταν επιστήμονες και άρα θα κάναμε ένα τεστ, όλοι οι υπόλοιποι είχαν κάνει τεστ σε αυτόν τον γάμο. Ήτανε ένας covid-free γάμος με PCR και με τη βούλα! Είχαν περάσει όλοι εξέταση και ξέρανε ότι θα είναι καθαροί. Και θυμάμαι κιόλας ότι ήταν το πρώτο ταξίδι που επέτρεψα στη μητέρα μου που έκανε τη δική της καραντίνα στην Αθήνα και της είπα: «Άντε να πας», σε αντίθεση με μένα ας πούμε που βρισκόμουνα έγκλειστος στην Αμερική.
Segment 4
Η προετοιμασία του ταξιδιού-έκπληξη από την Αμερική στην Ελλάδα για το γάμο
00:27:41 - 00:33:22
Δύο μέρες πριν το Σάββατο του ταξιδιού, επικοινωνώ με τον Μαρίνο, τον ξάδερφό του Κώστα που είναι γιατρός στη Μινεσότα, και με ενημερώνει για την απόφαση που είχε πάρει μόλις το Υπουργείο Εξωτερικών και Εκπαίδευσης της Αμερικής, που έλεγε ότι: «Όλοι όσοι έχουνε F1 Visa – σπουδαστική Visa – θα μπορούν να εισέρχονται και εξέρχονται στη χώρα χωρίς καμία ενόχληση» και επειδή εγώ είμαι Κρητικός και αυτό σημαίνει αρκετά παλαβός, μπαίνω σε μία διαδικασία να πάρω τη μεγάλη απόφαση, να κάνω αυτό το μεγάλο ταξίδι προς τα πίσω, το οποίο όμως για τους ακροατές μας θα σας υποσχεθώ ότι έχει πάρα πολλά ευτράπελα. Το πρώτο είναι ότι αποφασίζω ότι θέλω να του κάνω έκπληξη, δεν θέλω να ενημερώσω κανέναν από την παρέα. Θυμάμαι σε ένα bachelor, ας πούμε, που είχανε κάνει οι οικογένειες στην παραλία της Καλαμάτας, είχα μιλήσει με τον Κώστα, τον είχα ρωτήσει πώς αισθάνεται, αν αισθάνεται έτοιμος για όλη αυτή τη διαδικασία. Μετά από αυτό το τηλεφώνημα και αφότου ανακαλύπτω ότι μπορώ να ταξιδέψω στην Ελλάδα, βάζω μπρος την όλη διαδικασία. Πρώτο βήμα: να βρεθεί ψάλτης στην εκκλησία που έψελνα την Κυριακή. Δεύτερο βήμα: επικοινωνώ με την κουμπάρα του Κώστα, που είναι στρατολόγος, ούτως ώστε να με βοηθήσει, γιατί δεν ήξερα καθόλου τι συμβαίνει στην Ελλάδα με τη φόρμα PLF, με όλο αυτό, τη συμπλήρωση των λεπτομερειών που χρειάζονταν για να εισέρθεις από το εξωτερικό στη χώρα. Μετά μπαίνουμε στο επόμενο βασικό ερώτημα: Από πού πετάμε. Υπήρχανε δύο επιλογές. Η μία ήταν μία πτήση Νέα Υόρκη-Αθήνα-Καλαμάτα, sorry, Νέα Υόρκη-Λονδίνο-Καλαμάτα και η άλλη πτήση είναι Νέα Υόρκη-Ζυρίχη-Αθήνα. Ο γάμος γίνεται στην Καλαμάτα θυμίζω. Παρόλα αυτά έχω φίλους που έχουν καταφέρει να ταξιδέψουνε μέσω Ζυρίχης, οπότε είμαι σίγουρος για αυτή την πτήση, σε αντίθεση με το Λονδίνο, που ήταν η πρώτη μέρα που θα άνοιγαν οι πτήσεις κ[00:30:00]αι γνώριζα πάρα πολύ καλά ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην συμβεί ποτέ ξανά, να μείνω στο Λονδίνο. Τα μετράω βαθιά και παίρνω την απόφαση να πάω, να διαλέξω την Αθήνα. Τώρα το λέω και σαν μία συμβουλή, αν θέλεις να κάνεις μία έκπληξη τόσο μεγάλη όσο σκεφτόμουνα εγώ, χρειάζεσαι από μέσα κάποιον. Η μόνη λοιπόν που είχα ήταν η κουμπάρα και ο πατέρας του γαμπρού. Ο πατέρας του γαμπρού ήταν καρδιολόγος, Δημήτρης στο όνομα. Θυμάμαι λοιπόν ότι συζητάμε με ποιον τρόπο θα έρθω από την Αθήνα στην Καλαμάτα. Τον ενημερώνω ότι έχω αυτό στο μυαλό μου, πέσαν διάφορες προτάσεις, εγώ – δεν μου αρέσει καμία από αυτές. Κλείνει το τηλέφωνο και αρχίζω να παίρνω τηλέφωνο τους φίλους μου από την Ελλάδα να δω ποιος βρίσκεται Αθήνα. Αφότου βρήκα διάφορες κλειστές πόρτες, είχα έναν φίλο ας πούμε, ο οποίος έπαιζε εκείνη τη μέρα σε συναυλία στην Αθήνα. Παίρνω λοιπόν ένα φίλο μου που είχα γνωρίσει στα κρητικά – για αυτό λέω όλα έρχονται με μία τρελή σύνδεση – ένα φίλο μου, ο όποιος σπουδάζει ηλεκτρολόγος-μηχανικός στην Κρήτη, νεότερος στην ηλικία, ο οποίος ήτανε λυράρης και του λέω: «Νικολιό θέλω να κάνω αυτό το πράγμα. Μπορείς να με βοηθήσεις;» Μου λέει: «Είμαι στην Αθήνα, αλλά γράφω μάθημα». Κλείνουμε το τηλέφωνο, με ξαναπαίρνει μετά από λίγο, μου λέει: «Κοίτα να δεις όμως, στο προηγούμενο εξάμηνο με βοήθησες να βγάλω μάθημα και εγώ σου χρωστώ». Και ξέρεις αυτά τα λαϊκά έθιμα αλληλεγγύης και χρέους που αισθάνονται οι άνθρωποι είναι κληρονομούμενα από γενιά σε γενιά. Και μου λέει «Θα σε πάω στην Καλαμάτα, αλλά να μου υποσχεθείς ότι θα με γυρίσεις πίσω μετά, γιατί είναι βαρετός ο δρόμος». Του λέω: «Δεν στο υπόσχομαι, αλλά άσε να δούμε». Κλείνουμε πάλι το τηλέφωνο, του λέω: «Μπορείς να βρεις έναν λαουτιέρη;» Μου λέει: «Ναι». Ψάχνει και μετά από κάποια ώρα μου λέει: «Έχω λαούτο, έχω λύρα». Του λέω: «Τέλεια! Το μόνο που θα κάνεις είναι να μου φέρεις ένα λευκό πουκάμισο», γιατί εκεί που ζούσα δεν μπορούσαμε καν να μπούμε στα πλυντήρια και στους κλιβάνους όπου στην Αμερική συνηθίζεται να κάνουμε την καθαριότητα των ρούχων, λόγω του κορονοϊού. Το μόνο που θυμάμαι είναι μία συζήτηση με συνεργάτες που είχα, όπου βρίσκομαι σε μία μέθεξη αγωνίας για το αν όλο αυτό το τρελό ταξίδι θα πετύχει, γιατί θα μπορούσαν να χαλάσουν πάρα πολλά πράγματα στο ενδιάμεσο, με βασικότερο όλων, επειδή ήμουνα εξαντλημένος από την κούραση, να βλέπω σιγά-σιγά να κάνω έναν πυρετό της τάξης 36 και 8, 37, και να είμαι σε μία διαδικασία: «Λες να έχω κορονοϊό;» Βέβαια μετά από λίγο συνειδητοποίησα ότι απλά ήτανε το γεγονός ότι δεν είχα κοιμηθεί για αρκετές ώρες, προσπαθώντας να κάνω μοντάζ την ταινία που ετοίμαζα για τα παιδιά. Τότε λοιπόν έρχομαι σε μία κατάσταση νηφαλιότητας. Θυμάμαι ότι στη βαλίτσα μου παίρνω τα στιβάνια και την κιλότα που είχα κρατημένη στη Νέα Υόρκη, γιατί τα πρώτα χρόνια στη Νέα Υόρκη δίδασκα και χορό, ένα καλό σακάκι, μην πάμε και σαν λέτσοι στο γάμο, και ελάχιστα άλλα πράγματα και ταξιδεύω.
Όταν πλέον έχω φτάσει στη Ζυρίχη, έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι όλο αυτό το μαεστρικό ταξίδι-έκπληξη που ετοιμάζω ίσως και να πετύχει. Όταν φτάνω στην Αθήνα ο λυράρης μου λέει ότι το αυτοκίνητό τους 10 λεπτά πριν φύγουν από το σπίτι χάλασε και καταφέραν και βρήκαν ένα άλλο αυτοκίνητο, για να έρθουν να με πάρουνε. Άλλη εντυπωσιακή λεπτομέρεια: τα παιδιά γνωρίζουν ότι εγώ είμαι στην Αμερική, οπότε κατά την ώρα του γάμου είχανε στήσει ένα κινητό, το οποίο σε ένα call στο Viber αν θυμάμαι, εξέπεμπε για όλους εμάς που είμαστε στην Αμερική. Τότε για να μην με καταλάβουνε, αυτό που αποφάσισα να κάνω είναι, χρησιμοποίησα με ένα ελληνικό κινητό να κάνει hotspot internet, ούτως ώστε να συνδεθώ με το αμερικάνικο κινητό και να μην καταλάβει κανένας ότι καταφθάνω στην Καλαμάτα. Ο πατέρας τώρα του γαμπρού έχει στείλει στον λυράρη και στον λαουτιέρη το πού είναι εκεί που θα μείνουμε και το πού γίνεται ο γάμος. Για μία συνεννόηση που δεν καταλάβαμε ποτέ ποιος ήταν ο αίτιος, εμείς κατά τις 21:00 η ώρα το βράδυ έχουμε φτάσει σε ένα κέντρο, όπου δεν είναι το ξενοδοχείο στο οποίο είναι να μείνουμε, αλλά το κέντρο στο οποίο γίνεται το γλέντι του γάμου. Ενημερώνουμε ότι «εδώ είμαστε για αυτόν εδώ τον γάμο», μάλιστα ο λαουτιέρης έλεγε ότι: «Αυτό είναι το καλύτερο Σάββατο για γάμο», γιατί είναι το Σάββατο μεταξύ όλων των ν[00:35:00]ηστειών που υπάρχουνε. Ήτανε προ του Δεκαπενταύγουστου και μετά των Αγίων Αποστόλων, οπότε είναι το καλύτερο Σάββατο. Παντού γινόντουσαν γάμοι, αυτό είναι το ρεζουμέ της ιστορίας. Οπότε προσπαθούσαμε να συνεννοηθούμε πού είναι τα δωμάτιά μας, πού είναι να αλλάξουμε και τα λοιπά, και ξαφνικά βλέπω τον πατέρα του γαμπρού να κατεβαίνει και να μου λέει: «Μανώλη ήρθες» και εκεί συνειδητοποιούμε ότι καταρχάς ότι δεν βρισκόμαστε στο ξενοδοχείο που ήταν να μείνουμε, αλλά στο κέντρο και κοιτάζω ψηλότερα σε ένα μεγάλο μπαλκόνι, όπου στην πραγματικότητα ήταν το κέντρο, γιατί εμείς ήμασταν – το κέντρο ήταν σε ένα βουνό μπορούμε να φανταστούμε και εμείς ήμασταν στους πρόποδες του βουνού. Έχω αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι ακούω τις φωνές των φίλων μου από πάνω και καταρχάς ότι υπάρχει περίπτωση να με δούνε. Το πρώτο που θυμάμαι είναι όταν έρχεται ο κύριος Δημήτρης χαρούμενος και μεθυσμένος, καταρχήν από τη χαρά του γάμου του παιδιού του, που πάει να με αγκαλιάσει και γυρνάω και του λέω: «Οπ οπ κύριε Δημήτρη, τι πάτε να κάνετε; Δεν επιτρέπεται αυτό το πράγμα» και ξέρεις μου λέει: «Μανώλη εδώ έχουν όλοι αγκαλιαστεί. Δεν υπάρχει κάποιος λόγος να μπούμε σ’ αυτή τη διαδικασία». Να σου πω την αμαρτία μου, ήμουνα και εγώ ίσως λίγο υπερβολικός με την έννοια ότι στην Αμερική έκανα μία υπέρογκη καραντίνα, που δεν με έβλεπε άνθρωπος για ένα γιγαντιαίο διάστημα και όντως υπήρχε ένα μέτρο ασφαλείας. Παρόλα αυτά για τους ακροατές να πούμε ότι εγώ τις επόμενες 14 ημέρες, ανά 2 μέρες έκανα PCR για να είμαι σίγουρος ότι δεν είχα μεταδώσει κορονοϊό σε κάποιον από τη λίστα των καλεσμένων, που ευτυχώς επίσης την είχαμε. Έρχεται, με αγκαλιάζει και μετά λέμε: «Τώρα πώς θα καταφέρουμε να κάνουμε την έκπληξη;» και αρχίζουνε και οι ξενοδοχοϋπάλληλοι να συνειδητοποιούνε τι έχει συμβεί. Οπότε κλείνουμε, τους εξηγούμε ότι θέλουμε να κάνουμε έκπληξη και ότι δεν πρέπει να μας δούνε και θυμάμαι ότι μέσα από ένα σπηλιαράκι, από ένα τούνελ που είχε το ξενοδοχείο, σαν άλλος καταζητούμενος, χωρίς να βλέπω, μου φοράνε δυο-τρεις μάσκες και ένα μεγάλο παλτό και με φυγαδεύουνε εμένα και τους υπόλοιπους μουσικούς, ούτως ώστε να ετοιμαστούμε. Λέω στα παιδιά: «Τώρα θα ανεβείτε πάνω και θα πείτε ότι σας έχω φέρει εγώ για έκπληξη ας πούμε, χωρίς να πείτε ότι ήρθα εγώ. Ότι ο Μανώλης θα ήθελε να είναι εκεί». Γιατί μία άλλη λεπτομέρεια, σχεδόν όλοι μου οι φίλοι, ειδικά από την πλευρά του γαμπρού, είχαν υπάρξει κατά ένα τρόπο και χορευτικοί μαθητές μου και όλοι λέγανε: «Μα ρε Μανώλη, γιατί να λείπεις από αυτό το γάμο; δηλαδή τον περιμέναμε αυτό τον γάμο – και μου είχανε πει, λέει – θα σε τιμήσουμε, θα παίξουμε και κρητικά που είναι και για τη νύφη», αλλά αυτοί είχαν στο νου τους κασέτα και εγώ τους έφερα συγκρότημα. Τους λέω: «Θα πάτε πάνω, να πείτε εκεί δύο ευχές από μένα – που τους τις είχα γράψει – και θα παίξετε για το ζευγάρι και όποτε μου καπνίσει εμένα – είχα βάλει τα κρητικά μου – θα βγω και θα ντυθώ». Μάλιστα είχα δώσει μία εντολή, να μη με αγκαλιάσει κανένας λόγω του κορονοϊού και να ακουμπήσω μόνο με κάποιο μαντήλι, σαν τα παλιά αρχέτυπα που είχαμε, ούτως ώστε να τηρήσουμε και αποστάσεις, πράγμα που έτσι και αλλιώς το κάνανε. Λόγω του κορονοϊού είχαν αποφασίσει να τηρήσουν αυτό το έθιμο, ούτως ώστε να μην ακουμπιούνται. Είπαμε ιατρική οικογένεια, αυτός ο γάμος. Πάνε πάνω τα παιδιά – ιστορική σημείωση: η μητέρα μου επίσης δεν γνωρίζει ότι είμαι στην Ελλάδα – βλέπει η μητέρα μου τους φίλους μου από το σύλλογο Κρητών και λέει: «Α, πάλι έκπληξη έκανε ο Μανώλης στην παρέα». Πηγαίνει από κοντά ο κύριος Δημήτρης και της λέει: «Μη συγκινηθείτε, έχουμε και άλλη έκπληξη». Η μητέρα μου φαντάστηκε ότι μάλλον θα υπήρχε κάποιο μήνυμα, βίντεο-μήνυμα, και καθώς λοιπόν έχουν ξεκινήσει να χορεύουν κυκλωτικά το ζευγάρι, κάποια στιγμή ξεπετιέμαι κι εγώ. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα. Θυμάμαι πολλή φασαρία και ουρλιαχτό, αλλά αυτό που θυμάμαι περισσότερο είναι… Εντάξει το πρώτο βασικό, όλοι ήρθαν και με αγκαλιάσανε, το δάκρυ των φίλων μου, τη συγκίνηση των φίλων μου και την απεριόριστη αγάπη που νιώθαμε ο ένας στον άλλον και ξέρεις κάπως, για μένα που από εσωστρεφής, είχα μετατραπεί σε εξωστρεφής νέος στα τόσα χρόνια, δεν μου φαινόταν περίεργο να αγκαλιάζω, αλλά ακόμα και οι πιο εσωστρεφείς φίλοι μου είχαν την ανάγκη σε εκείνο τον γάμο να αγκαλιαστούμε όλοι μαζί! Θυμάμαι τη μητέρα μου να ακούει τη φωνή μου και να με βλέπει ακροθιγώς και να λέει: «Αυτός είναι ο Μανώλης;» και να έρχεται να με αγκαλιάζει και να έχει μ[00:40:00]ία σύντρομη φωνή Εκάβης και να την αγκαλιάζω, να της λέω: «Μαμά είμαι εγώ, είμαι καλά, είναι έκπληξη, θέλω να ηρεμήσεις και πάνω από όλα να πας να πλύνεις τα χέρια σου με αντισηπτικό, γιατί δεν ξέρουμε τι μου συμβαίνει». Γιατί όλο αυτό το σκηνικό γίνεται ευτράπελα κατά την περίοδο της πρώτης καραντίνας, μετά την περίοδο της πρώτης καραντίνας του κορονοϊού. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κάποια στιγμή κάναμε παύση τα όργανα για να κουρδίσουνε και εκεί πήρα το μικρόφωνο να πω δυο-τρεις ευχές για τα παιδιά και θυμήθηκα το δώρο που μου έχει κάνει ο Κώστας, τον υπολογιστή και θα σου πω γιατί τον αναφέρω.
Οι άνθρωποι, κατά την άποψή μου, δεν μετρούνται όταν μπορούμε να πάρουμε, όταν έχουμε νηφάλιες αποφάσεις, όταν μπορούμε να πάρουμε αποστάσεις από τα γεγονότα. Οι άνθρωποι μετρούνται στην κρίσιμη στιγμή του θυμικού, εκεί που δεν μπορείς να περάσει πάρα πολλή ώρα για να αντιδράσεις. Η αντανακλαστική φιλιά των φίλων μου ήταν αυτή που με συγκινούσε ή αντίστοιχα η θυσιαστικότητα της γυναίκας του Κώστα που είχε περάσει σχεδόν όλες τις ημέρες πριν το γάμο στο νοσοκομείο, νοσηλεύοντας τους ανθρώπους που είχανε covid. Για μένα αυτά τα δύο παιδιά ήτανε ήρωες σε μία Ελλάδα που εμάς μας έχει φερθεί πάρα πολύ άσχημα. Πολύ νεαρά παιδιά όλοι μας, εγώ τότε ήμουνα 27, η γυναίκα του Κώστα 24-25, και ασχέτως των δυσκολιών που είχαμε ζήσει μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο, με τα μνημόνια να μας κατατρέχουν, με την ξενιτιά να μας λαβώνει, εμείς ποτέ μας δεν χάσαμε την εσωτερική φιλιά που μας συνέδεε. Φιλία που όπως είπα και στην αρχή, δεν ξέρω από πού ακριβώς αφορμάται, γι’ αυτό και ξεκίνησα την ιστορία μου με το θεολογικό ή μεταφυσικό στοιχείο, που ήταν επίσης ένα στοιχείο που μας συνέδεε σαν παρέα. Ναι, νομίζω αυτή η ιστορία ακόμα και αν περιγράφει διαφορά ηθογραφικά στοιχεία από το 2020, το ’19, πώς ήταν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου την περίοδο των μνημονίων, εμένα, το πιο βασικό που περιγράφει είναι το πώς διατηρήσανε κάποιοι άνθρωποι μέσα σε αυτό το αστικό οικονομικό κόσμο του ανταγωνισμού, ειδικά μέσα στο Πολυτεχνείο, στενές φιλίες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα ο καθένας μας. Θυμάμαι ακόμα, έτσι για να κλείσουμε την ιστορία, το βράδυ εκείνο αφότου γλεντήσαμε όλοι μαζί και αγκαλιάσαμε ο ένας τον άλλον, κοιτάγαμε τον υπέροχο Ταΰγετο και την αυγή του ήλιου και λέγανε πολλοί λέει: «Αυτή την ιστορία με τον υπολογιστή δεν την ξέραμε» και λέει ο Κώστας: «Καλά μην τον ακούτε. Κάποια στιγμή του είχα δανείσει και έναν άλλον υπολογιστή για το ταξίδι του στην Αμερική, που πήγαν να τον συλλάβουνε», γιατί ο υπολογιστής ήταν λίγο πιο περίεργος μιας και ο Κώστας ήταν το Computer Security και τον κοιτάγανε λίγο περίεργα τον συγκεκριμένο υπολογιστή και λίγες μέρες αργότερα – κάπως για να κλείσει αυτό το αστείο – ο Κώστας, ανέβηκε πάνω στην Αθήνα με τη γυναίκα του και εγώ έμεινα στην Καλαμάτα για λίγες διακοπές, μου έστειλε σαν δώρο πάλι έναν υπολογιστή. Δεν είναι το προϊόν που χαρακτηρίζει τη σχέση, όσο η ίδια η σύνδεση. Κλείνοντας να σου πω ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, αυτό το ζευγάρι περιμένει το πρώτο του παιδί. Αν ήθελα εγώ να σου βάλω έναν επίλογο, που κρατάω, είναι, ότι εγώ αυτό που χαίρομαι είναι κοιτώντας το πώς μεγαλώσαμε, κοιτώντας τις οικονομικές δυσκολίες που ζήσαμε μέσα στο Πολυτεχνείο, κοιτώντας τα ταξίδια μας στο εξωτερικό, η φιλία μας μου θυμίζει μία μαντινάδα που είναι από μία άλλη ιστορία – που δεν θα την διηγηθώ – που λέει: «Οι φίλοι δεν λένε ευχαριστώ, οι φίλοι δεν χρωστούνε. Στα πάρε και στα δώσε τους τεφτέρια δεν κρατούνε». Έτσι ήμασταν και εμείς, οι αφειδώλευτοι φίλοι που ο καθένας μπορεί να ακολουθεί το δικό του μονοπάτι σε ένα διαφορετικό μέρος, σ[00:45:00]ε μία διαφορετική χώρα, αλλά μείναμε συνδεδεμένοι έως τώρα και ελπίζω για πάντα μαζί. Αυτή είναι η ιστορία μου.
Γιατί θέλησες να μας μιλήσεις γι' αυτό;
Γιατί νομίζω ότι στον 21ο αιώνα που ζούμε, οι ανθρώπινες σχέσεις έχουνε χάσει το ύφος και τον στόχο που είχανε στην παλαιά εποχή. Άμα κοιτάξουμε πίσω τον κοινοτισμό, την κοινότητα, με την οποία ήτανε θεσπισμένη η ζωή, ας πούμε στην αγροτική Κρήτη, οι άνθρωποι είχαν πολύ πιο στενούς δεσμούς. Και για μένα δεν είναι το ταξίδι το δικό μου, η τρέλα μου, όλα τα ευτράπελα που συνέβησαν μέσα στον κορονοϊό, που μπορεί να είναι ενδεικτικά για τον μελετητή του μέλλοντος, το τι κάνανε οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια. Αλλά νομίζω ότι το πιο βασικό είναι, ότι για μένα είναι μία ιστορία που μου απέδειξε, χωρίς να ψάχνω εγώ την απόδειξη, το ότι κατάφερα να επιβιώσω και να συντηρήσω ένα ήθος και μία παράδοση, αυτή της ανθρωποκεντρικής φιλίας, μπορώ να σου πω και εν μέρει και της χριστοκεντρικής φιλίας, λόγω του ομόθρησκου που είχαμε όλοι μας, ακόμα και σε μία εποχή που τα πάντα είναι διασκεδασμένα χωρίς να υπάρχει κάποιο εσωτερικό ιδεολογικό ή συναισθηματικό υπόβαθρο από πίσω. Είναι μία ιστορία που θα μου θυμίζει πάντα το ποσό εγώ αγαπάω τους φίλους μου και θα μου θυμίζει πάντα το πόσο υπέροχο είναι που εκείνη την – και θα μου θυμίζει πάντα το πόσο υπέροχη ήταν η απάντηση εκείνης της κοπέλας στο υπουργείο, ότι δεν έκανα τίποτα για το κράτος, δεν έφυγα, έμεινα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και γνώρισα μία υπέροχη ποικιλία φίλων και παιδιών, ασχέτως που ζήσαμε την περίοδο των μνημονίων, ασχέτως που ζήσαμε ίσως το σημαντικότερο ίδρυμα της χώρας να καταρρέει – το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο εννοώ – εμείς καταφέραμε μέσα σε όλη αυτή την χαοτικότητα εκείνων των καιρών, να διατηρήσουμε τη σχέση μας. Αν υπάρχει μία σκέψη που θα ήθελα να μεταφέρω, όχι μόνο για τον ερευνητή του μέλλοντος, αλλά και για τον ακροατή του μέλλοντος και τον αναγνώστη είναι, ότι για μένα αυτή η στιγμή καταρχάς δεν ανήκει σε μένα, ανήκει σε όλους μας. Καταρχάς είναι μία στιγμή που συμπεριφέρεται παράλληλα του γάμου του Κώστα, που είναι το βασικό συμβάν, αλλά παράλληλα με αυτό συνέβη μία ολοκλήρωση. Και είναι η ολοκλήρωση των προσώπων που θυμάμαι στο χαμόγελο τους όταν συναντηθήκαμε όλοι μετά το τέλος του γλεντιού. Και πιστεύω ότι καθώς περνάνε τα χρόνια, οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν χάσει τον παλαιό τους τρόπου, αυτή την ανομολόγητη ηθική ύψωση που είχαν για παράδειγμα οι Κρητικοί χωριάτες όταν είχανε μεταξύ τους μία στενή φιλία ή μία συντεκνιά. Για αυτό για μένα αυτή η πράξη, δεν είναι μία πράξη που την έκανα εγώ. Είναι η επανάσταση που έκανε η παρέα μου, όταν έμενα με διαμόρφωσε και μου έδωσε τη δύναμη να νιώθω αδερφός και φίλος με όλα αυτά τα άτομα, ούτως ώστε να θέλω να πάω κόντρα στις δυσκολίες, στον ωχαδερφισμό που μπορεί να αισθάνεται η κοινωνία, ότι: «Εντάξει, είναι ένα συμβάν, μία εκδήλωση σημαντική μεν, αλλά γιατί να κάνεις ένα τόσο μεγάλο ταξίδι;» Στον ανταγωνισμό των καιρών, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δε χτίζονται με βάση τα αγαπητικά μας στοιχεία, αλλά με βάση τις εξαρτήσεις μας, πιθανώς τις οικονομικές απέναντι ο ένας στον άλλον και είναι σαν[00:50:00], πέραν από τον δικό μου ύμνο στην φιλία μου απέναντι σε όλους αυτούς που αγαπώ, μία πρόσκληση στους ανθρώπους να μη φοβούνται, να τολμήσουν να αφιερωθούν στις ανθρώπινες σχέσεις, όπως τις είχαμε παλιά στο μυαλό μας.
Πολύ ωραία. Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να μας αφηγηθείς;
Όχι, σε ευχαριστώ πολύ.
Και εγώ σε ευχαριστώ που συμμετείχες ως αφηγητής στο Istorima. Καλή συνέχεια.
Photos

Ο Εμμανουήλ Βασίλειος Βλ ...
Πορτρέτο του αφηγητή Εμμανουήλ Βασίλειου Β ...
Summary
Ο Εμμανουήλ Βασίλειος Βλατάκης Γκαραγκούνης αφηγείται ένα ταξίδι-έκπληξη που πραγματοποίησε εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού το καλοκαίρι του 2020 από την Νέα Υόρκη στην Καλαμάτα, με σκοπό να παραβρεθεί στον γάμο του φίλου του, Κώστα. Αρχικά παραθέτει στοιχεία για τον ίδιο και τη ζωή του, περιγράφει πώς γνωρίστηκε με τον Κώστα και την παρέα τους και όλα όσα τους συνδέουν. Στη συνέχεια διηγείται τα γεγονότα που συνέβησαν με το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού τον Μάρτιο του 2020 και την απόφαση του Κώστα να παντρευτεί εκείνη την περίοδο. Έπειτα, αναφέρει πώς αποφάσισε μέσα σε αυτό το παγκόσμιο δυσχερές κλίμα να ταξιδέψει από την Νέα Υόρκη στην Καλαμάτα, incognito από την παρέα του, ώστε να τους κάνει έκπληξη στον γάμο. Εξιστορεί την προετοιμασία του ταξιδιού-έκπληξη, όλα τα ευτράπελα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια και τη στιγμή της έκπληξης στο γλέντι του γάμου. Ολοκληρώνοντας, ο αφηγητής περιγράφει τη σημασία της φιλίας του με την παρέα του και όλα όσα του απέδειξε αυτό το ταξίδι-έκπληξη.
Narrators
Εμμανουήλ-Βασίλειος Βλατάκης Γκαραγκούνης
Field Reporters
Ελισάβετ Κουμαρέλη
Tags
Interview Date
07/01/2022
Duration
50'
Summary
Ο Εμμανουήλ Βασίλειος Βλατάκης Γκαραγκούνης αφηγείται ένα ταξίδι-έκπληξη που πραγματοποίησε εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού το καλοκαίρι του 2020 από την Νέα Υόρκη στην Καλαμάτα, με σκοπό να παραβρεθεί στον γάμο του φίλου του, Κώστα. Αρχικά παραθέτει στοιχεία για τον ίδιο και τη ζωή του, περιγράφει πώς γνωρίστηκε με τον Κώστα και την παρέα τους και όλα όσα τους συνδέουν. Στη συνέχεια διηγείται τα γεγονότα που συνέβησαν με το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού τον Μάρτιο του 2020 και την απόφαση του Κώστα να παντρευτεί εκείνη την περίοδο. Έπειτα, αναφέρει πώς αποφάσισε μέσα σε αυτό το παγκόσμιο δυσχερές κλίμα να ταξιδέψει από την Νέα Υόρκη στην Καλαμάτα, incognito από την παρέα του, ώστε να τους κάνει έκπληξη στον γάμο. Εξιστορεί την προετοιμασία του ταξιδιού-έκπληξη, όλα τα ευτράπελα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια και τη στιγμή της έκπληξης στο γλέντι του γάμου. Ολοκληρώνοντας, ο αφηγητής περιγράφει τη σημασία της φιλίας του με την παρέα του και όλα όσα του απέδειξε αυτό το ταξίδι-έκπληξη.
Narrators
Εμμανουήλ-Βασίλειος Βλατάκης Γκαραγκούνης
Field Reporters
Ελισάβετ Κουμαρέλη
Tags
Interview Date
07/01/2022
Duration
50'