«Πάλι άνοιξη θ' ανθίσεις!»: Όταν η δημιουργία είναι στο επίκεντρο της διδασκαλίας
Segment 1
Βιωματική διδασκαλία: Ξεκινώντας τον Σεπτέμβριο με επίσκεψη σε Αμπελώνα - «Το πιο γλυκό ψωμί» - Μαθαίνοντας την αξία της δημιουργίας και της συμμετοχής
00:00:00 - 00:15:59
Partial Transcript
Είναι Παρασκευή, 9 Οκτωβρίου 2020, είμαι η Ιόλη Αποστόλου, ερευνήτρια για το Istorima και είμαι στην Παλλήνη, με τον; Γιάννη Καλογερά,…σι; «της ζωής. Τι έχει σημασία στη ζωή.» Λοιπόν, και αξία έχουν τα απλά πράγματα στη ζωή, τα οποία, στα οποία συμμετέχουμε εμείς οι ίδιοι.
Lead to transcriptSegment 2
Από την επίσκεψη στον ελαιώνα και στο ελαιοτριβείο, στα λαδοκούλουρα, στα μελομακάρονα και στη μαγειρική στο σχολείο – Η γιορτή του Thanksgiving
00:15:59 - 00:31:36
Partial Transcript
Πάμε, λοιπόν, τώρα να συνεχίσουμε για την ελιά. Μεγάλο κεφάλαιο και η ελιά. Καταρχήν, η ελιά είναι η πιο δύσκολη να τη μαζέψεις, γιατί δεν ε…υ και «Σε μια ρόγα» και φωνάζανε «έπεσαν οχτώ… » Κι ήτανε πραγματικά πανηγύρι, πανηγύρι! Ήτανε πανηγύρι! Με τα όλα του! Με τα όλα του!
Lead to transcriptSegment 3
H υποδοχή της άνοιξης στο σχολείο: Οι «μάρτηδες» και τα «χελιδονίσματα»
00:31:36 - 00:35:14
Partial Transcript
Και σιγά-σιγά ερχόταν η άνοιξη. Εκεί στην άνοιξη είχαμε μια δραστηριότητα που προϋπαντούσαμε την άνοιξη, την υποδεχόμασταν, έτσι; Ποια είναι…βιβλία έχει μία εικόνα κάθε τέσσερις-πέντε σελίδες, που χρειάζεται και η εικόνα! Τους ξεκλειδώνει λιγάκι τη φαντασία εκεί η εικόνα, έτσι.
Lead to transcriptSegment 4
Η ιστορία για τη σημασία της αλήθειας και της ειλικρίνειας και η ιστορία για τα αληθινά χαρίσματα των ανθρώπων – Εμπειρίες που δίνουν δύναμη στον εκπαιδευτικό
00:35:14 - 00:57:46
Partial Transcript
Θες να μας πεις κάποια ιστορία που διηγείσαι στα παιδιά; Που διηγούμαι, ε; Τους λέω μία ιστορία, τους λέω μία ιστορία συνήθως όταν καμιά…ους λένε «και μην ακούσω να είσαι κακό παιδάκι στο σχολείο». Μα δεν υπάρχουν κακά παιδάκια, δεν υπάρχουν κακά παιδάκια, απλά δεν υπάρχουν.
Lead to transcriptSegment 5
Τα παιδικά χρόνια του αφηγητή στη Σύρο: Το νησί και οι ζαβολιές
00:57:46 - 01:07:53
Partial Transcript
Τι ζαβολιές έκανες εσύ; Ζαβολιές. Να σου πω. Τρίτη δημοτικού στη Σύρο, γιατί μεγάλωσα στη Σύρο τα πρώτα χρόνια. Μου άρεσε πάρα πολύ ένα…λούς συγγενείς καπεταναίους και ανθρώπους που είχαν χαθεί στη θάλασσα, είχαν πνιγεί, οπότε τη θάλασσα τη θεωρούσαν πολύ δική τους, εντάξει;
Lead to transcriptSegment 6
Παιχνίδια και τραγούδια στο σχολείο - «Πάλι άνοιξη θ’ ανθίσεις», τα κάλαντα, ο χαρταετός και η γεωμετρία, η κυρά-Σαρακοστή, το ζύμωμα του ψωμιού
01:07:53 - 01:28:03
Partial Transcript
Τώρα θες να γυρίσουμε μήπως πίσω ή στα έθιμα; Ωραία. Λοιπόν, είχαμε μείνει, λοιπόν, στο Μάρτιο. Είχαμε, λοιπόν, το «Μάρτη» και εκείνη την ημ… αλλά αν αφήσει πληγές μπορεί να στοιχίσει μία ολόκληρη γενιά και αυτό δεν έχουμε το δικαίωμα ούτε και την πολυτέλεια να το κάνουμε. Αυτό.
Lead to transcriptSegment 7
Από την παιδική ηλικία του αφηγητή: Η εκτίμηση της παραγωγής στην Νάξο, οι ψαράδες και μια εμπειρία πάνω σε ρυμουλκό στη Σύρο - Τα «γεώμηλα» της Νάξου
01:28:03 - 01:43:05
Partial Transcript
Να σου κάνω μία τελευταία ερώτηση. Βεβαίως. Σχετικά με τα έθιμα. Ναι, ναι. Θυμάσαι κάποιο που να έχεις βιώσει εσύ ως παιδί και…ν το χωράφι και άντε δώσ’ του, δεύτερη σειρά. Γιατί η πατάτα στη Νάξο είναι έτσι παραδοσιακή παραγωγή και πάρα πολύ καλής ποιότητος. Αυτό.
Lead to transcriptSegment 8
Η αλλαγή του χαρακτήρα της εκπαίδευσης
01:43:05 - 01:54:41
Partial Transcript
Πώς νιώθεις που τα ανακάλεσες όλα αυτά; Πώς νιώθω; Πρώτον, νιώθω σαν να τα ξαναζώ. Δεύτερον, νιώθω τον ίδιο ενθουσιασμό με τότε. Δεν έχ…ει; Δεν έφτιαξα, θα ήταν καλό να φτιάξω και εγώ πάντως. Θα ήταν καλό να έχω και εγώ τη δική μου την κατασκευή, έτσι; Εντάξει, δεν έφτιαξα.
Lead to transcriptTopics
Segment 9
Το τρέξιμο και η σημασία του στη ζωή του αφηγητή
01:54:41 - 02:05:00
Partial Transcript
Θέλεις να συμπληρώσεις κάτι άλλο στην ιστορία σου ή να το αφήσουμε εδώ; Κοίταξε, νομίζω ότι είπαμε αρκετά. Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω. …πιτυχία! Σε ευχαριστούμε πολύ για την εμπιστοσύνη και τις ιστορίες σου. Κι εγώ σας ευχαριστώ και εύχομαι ό,τι καλύτερο, κάθε επιτυχία!
Lead to transcriptTopics
Segment 1
Βιωματική διδασκαλία: Ξεκινώντας τον Σεπτέμβριο με επίσκεψη σε Αμπελώνα - «Το πιο γλυκό ψωμί» - Μαθαίνοντας την αξία της δημιουργίας και της συμμετοχής
00:00:00 - 00:15:59
[00:00:00]
Είναι Παρασκευή, 9 Οκτωβρίου 2020, είμαι η Ιόλη Αποστόλου, ερευνήτρια για το Istorima και είμαι στην Παλλήνη, με τον;
Γιάννη Καλογερά, δάσκαλος 31 χρόνια τώρα. Χαίρομαι πάρα πολύ για τη συνάντησή μας, γιατί έχουμε μία ιδιαίτερη σχέση μεταξύ μας, εντάξει; Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, νομίζω ότι είναι αξιόλογο να το μάθει ο κόσμος. Ήσουν μαθήτριά μου στο σχολείο, σε ξέρω από τότε που ήσουν, από την πρώτη δημοτικού και τώρα είσαι μία μεγάλη κοπέλα, δικηγόρος και ασχολείσαι με τόσο ωραία πράγματα. Είναι μεγάλη μου χαρά που βρισκόμαστε μαζί και είμαι έτοιμος να πω ό,τι έτσι χρήσιμο, έτσι για τη συζήτησή μας.
Και δική μου μεγάλη χαρά είναι. Είχαμε πει να μιλήσουμε για έθιμα.
Ναι. Ωραία.
Το πώς τα βίωσες εσύ, πώς τα έμαθες, πώς τα εφαρμόζεις πλέον.
Ωραία, κοίταξε να δεις. Εγώ είχα την τύχη, πριν από 31-30, ακριβώς 30, 31ος χρόνος, πριν από 31 χρόνια, λοιπόν, είχα την τύχη να βρεθώ με μια παρέα δασκάλων στο σχολείο μου, στο δημοτικό, όπου ήτανε δασκάλες πολύ κοντά στα έθιμα και με τη διδασκαλία τους, την στηρίζαν και την περνάγανε μέσα από τα έθιμα. Και προσπαθούσανε, αυτές οι παλιές παραδοσιακές δασκάλες προσπαθούσαν να κινητοποιήσουν και να εμπνεύσουν τα παιδιά μέσα από την παράδοση. Ήμουνα πάρα πολύ τυχερός σ’ αυτό, διότι το είδα αυτό στην πράξη και αυτό, ξέρεις, δεν μαθαίνεται στα πανεπιστήμια. Στα πανεπιστήμια μαθαίνεις καθαρά τη θεωρία, αλλά την πράξη και τη βιωματική, έτσι, αυτή κατάσταση μόνο στο σχολείο τη μαθαίνεις. Είχα, λοιπόν, αυτή τη χαρά να βρεθώ με τέτοιες δασκάλες. Ήταν η κυρία Μέλπω, η κυρία, η κυρία – δεν υπάρχει στη ζωή πλέον – η κυρία Αποστόλου, ήταν αυτό το όνομά της, η κυρία Δήμητρα. Δασκάλες εξαιρετικές, ζωντανές. Έθιμα. Από πού να ξεκινήσω, έτσι; Καταρχήν, ήμουνα δάσκαλος στην πρώτη δημοτικού και τα πρωτάκια είναι καθαρά μια ηλικία που μαθαίνουν βιωματικά τα παιδιά και τη γνώση τη μαθαίνουν βιωματικά, δηλαδή και τα γραμματάκια τους πρέπει μέσα από βιώματα να μάθουν να διαβάζουν, αλλά και γενικότερα μαθαίνουν κάνοντας και όχι μελετώντας, διαβάζοντας και μαθαίνοντας απέξω. Είχα, λοιπόν, αυτή την τύχη να βρεθώ με αυτές τις συναδέλφους και να κάνουμε ό,τι έθιμο υπήρχε με τα πρωτάκια. Ξεκινούσαμε τη χρονιά, Σεπτέμβριο μήνα, με μία επίσκεψη σε έναν αμπελώνα. Πηγαίναμε, λοιπόν, στον αμπελώνα επίσκεψη με τα σχολικά. Όταν λέμε «επίσκεψη», εκπαιδευτική επίσκεψη. Μία «εκδρομούλα» τη ‘λέγαν τα παιδάκια, αλλά εμείς ήταν ουσιαστικά μια εκπαιδευτική επίσκεψη και ήταν ένα ολόκληρο project, ας το πούμε έτσι, βιωματικό το οποίο ξεκινούσε με την επίσκεψή μας σ’ έναν αμπελώνα. Εκεί τα πρωτάκια μπαίνανε μέσα στον αμπελώνα με μια σακουλίτσα το καθένα ή με ένα καλαθάκι, αναλόγως ο κάθε δάσκαλος τι είχε προβλέψει να φέρει μαζί του και μαζεύανε σταφυλάκια. Αφού τα μαζεύαμε αυτά σταφυλάκια και ήτανε πάρα πολύ ωραία εμπειρία, διότι βλέπανε έτσι το σταφύλι, τον καρπό επάνω στο αμπέλι και δεν το φανταζόντουσαν, εντάξει; Φεύγαμε από ‘κει με τα σταφυλάκια, μερικά μάλιστα τα πλέναμε και τα τρώγανε και λίγο να τα γευτούν, επειδή, που ήταν έτσι φρέσκα-φρέσκα, αλλά κυρίως αυτά τα σταφύλια δεν ήταν βρώσιμα. Ήτανε για να κάνουνε μούστο και σταφύλι, όμως τα δοκιμάζαν τα μικρά. Φεύγαμε, λοιπόν, από τον αμπελώνα και πηγαίναμε, κατόπιν συνεννόησης οπωσδήποτε, σε ένα πατητήρι. Εκεί, λοιπόν, δίνανε τα σταφυλάκια που είχαμε μαζέψει τα παιδάκια και βλέπαν τη διαδικασία που – πώς το λένε; – που… παραγωγής του μούστου. Εντάξει; Σε μπουκαλάκια τα οποία είχαμε φέρει εμείς από μπουκάλια νερού, μας γεμίζαν τα μπουκαλάκια αυτά με μούστο, όμως κάναμε και το εξής πάρα πολύ έξυπνο. Δεν, τα παιδάκια δεν βλέπανε ότι παίρναμε μπουκάλια μούστο μαζί μας, μας τα δίνανε κρυφά εκεί και παίρναμε και παίρναμε και – γιατί μαζεύαμε πάρα πολλά σταφύλια – και κρατούσαμε και μια μεγάλη ποσότητα από σταφύλια, τα οποία τα παίρναμε στο σχολείο για να τα πατήσουν τα παιδάκια με τα ποδαράκια τους.
Έλα!
Ναι, λοιπόν. Εκεί, λοιπόν – συγγνώμη τώρα, εντάξει, αυτό μήπως; – εκεί, λοιπόν, στο σχολείο είχαμε μεγάλες σκάφες, όπου κάθε τμήμα, βγάζαν τα παπουτσάκια τους τα παιδιά, βγάζαν τις καλτσούλες τους και μπαίνανε μέσα στη σκάφη και πατάγανε τα σταφύλια. Πατάγανε σταφύλια, πατάγανε σταφύλια και εμείς τους λέγαμε ότι – βλέπαν το μούστο όπως έβγαινε μέσα από το σταφύλι – ήτανε ό,τι μπορείτε, ό,τι πιο ωραίο μπορεί να φανταστεί κανείς. Ήταν ένα πανηγύρι πραγματικό για τα παιδιά.
Δηλαδή;
Δηλαδή, περιμένανε στη σειρούλα τους, καθισμένα κάτω, το ένα πίσω από το άλλο με μεγάλη πειθαρχία, γιατί τους λέγαμε ότι «αν δεν είσαστε ήσυχα και αν δεν είσαστε πειθαρχημένα, δεν θα προλάβουμε, δεν θα γίνει καλός ο μούστος». Λέγανε «κύριε, πρέπει να πλύνουμε τα ποδαράκια μας;» και τους λέγαμε «όχι, όσο πιο βρώμικα είναι τα ποδαράκια σας τόσο πιο νόστιμος βγαίνει ο μούστος», γιατί υπάρχει αυτή η παράδοση και μπαίνανε ένα-ένα παιδάκι μέσα στη σκάφη και τα πατούσαν και τα πατούσαν. Όταν άρχιζε και φαινόταν και λίμναζε το ζουμάκι, δηλαδή ο μούστος από το σταφύλι, εμείς το αδειάζαμε και βάζαμε καινούργια σταφύλια, εντάξει; Οπωσδήποτε δεν ήταν, όμως, αρκετό αυτός ο μούστος και για αυτό είχαμε πάρει και κρυφά από τον – πώς το λένε;– από το πατητήρι για να δούνε. Μας ενδιέφερε να δουν και εκεί πώς γίνεται η παραγωγή, τέλος πάντων, του μούστου. Αφού, λοιπόν, πατάγανε, λοιπόν, τα παιδάκια, πατάγανε και μαζεύαμε το μούστο, δεν τελειώναμε εκεί. Ένα μέρος, είχαμε έναν πολύ καλό γυμναστή, τον κύριο Γρηγόρη, ο οποίος είχε ένα βαρελάκι. Ένα μέρος, λοιπόν, του μούστου, γι’ αυτό θέλαμε και πάρα πολύ, μαζεύαμε αρκετά μπουκάλια το κάθε τμήμα, του 1,5 λίτρου, έτσι μούστο, ΄ένα μέρος, λοιπόν, το βάζαμε μέσα στο – πώς το λένε; – στο;
Βαρέλι.
Στο βαρελάκι για να ωριμάσει. Ήξερε αυτός και το λέγαμε στα παιδάκια, ότι αυτός ο μούστος θα γίνει κρασάκι. Ένα μέρος, λοιπόν, γινόταν κρασί και ένα άλλο μέρος το κάναμε μουσταλευριά και μουστοκούλουρα, και μουστοκούλουρα! Και αυτά τα φτιάχναμε στο σχολείο. Πηγαίναμε πάνω, είχε τραπεζαρία το σχολείο, μεγάλη αίθουσα που τη χρησιμοποιούσαμε για φαγητό. Ανεβαίναμε, λοιπόν, επάνω και φτιάχναμε. Βρίσκαμε τη συνταγή για τα μουστοκούλουρα, που είναι πάρα πολύ απλή, εντάξει; Δεν θέλει τίποτα. Αλεύρι, λαδάκι και μούστο και να φτιάξουμε τη μουσταλευριά. Έτσι, λοιπόν, τα Κουλουράκια τα ‘φτιάχναν τα παιδάκια. Προσέξτε τώρα! Το σημαντικό ποιο είναι; Ότι πλάθανε γραμματάκια και είναι, πώς λέμε; Για να καταλάβετε και πόσο τυχερός ήμουνα. Δηλαδή, βίωσα εκπληκτικά project, τα οποία είναι πολύ προχωρημένα και πάρα πολύ μπροστά, πολύ πιο μπροστά από τη σύγχρονη εποχή, την εκπαιδευτική εποχή που μιλάμε σήμερα. Λοιπόν, γιατί ήταν αυτές οι παραδοσιακές δασκάλες που έτσι, έτσι και ακόμα πιο παλιά, έτσι στα παιδιά μαθαίνανε, βιωματικά. Λοιπόν, ‘φτιάχναν, λοιπόν, τα παιδάκια μουστοκούλουρα με το σχήμα των γραμμάτων που είχαν μάθει μέχρι τότε, το «Α», το «Ο», το «Ι» και αυτά. Φτιάχναμε και το γραμματάκι του τμήματος, το «Α», το «Β», το «Γ» τμήμα, το «Δ» και αυτά, συνήθως εγώ, τα πήγαινα σε ένα κοντινό φούρνου, μας τα ψήνανε και τα γυρίζαμε πίσω και τα περνάνε τα παιδάκια και τα τρώγανε και μάλιστα πολλά παιδάκια τρώγανε το γράμμα που είχαν φτιάξει, το γραμματάκι τους, εντάξει; Ήτανε εκπληκτικό! Και φυσικά και τη μουσταλευριά. Βάζαμε και σουσαμάκι, βάζαμε έτσι και κανένα αμυγδαλάκι και κανένα καρυδάκι μέσα και τρώγανε και μουσταλευριά σε μικρά έτσι φορμάκια.
Τους άρεσε;
Όχι απλά τους άρεσε, ήτανε τρομερή η ικανοποίησή τους, γιατί ήτανε μία διαδικασία που ξεκινούσε από την πρωτογενή παραγωγή, που είναι το σταφύλι. Δηλαδή, μόνο που δεν καλλιεργήσαν το αμπέλι, μόνο αυτό δεν κάνανε, που είναι, από ‘κει ξεκινάει η όλη ιστορία, εντάξει; Αυτό δεν μπορούσαμε να το κάνουμε. Όμως, ξεκίνησαν από το μάζεμα, από το πάτημα, να φτιάξουν τα μουστοκούλουρα, να φτιάξουν τη μουσταλευριά και να τα φάνε κιόλας, τα ίδια. Αυτό και στο τέλος γράφαμε και ένα κειμενάκι. Τώρα αυτά ήταν μικρά, δεν ξέραν να γράφουνε, αλλά ό,τι ξέρανε γράφανε, ζωγραφίζανε, ό,τι μπορούσε το κάθε παιδάκι ως ανάμνηση αυτής της όλης διαδικασίας. Αυτό ήταν ένα κομμάτι. Τέλειωνε, λοιπόν, αυτό που γινόταν τον Σεπτέμβριο. Τον Οκτώβριο, τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου είχαμε την ελιά και αυτό ήταν ένα εκπληκτικό, μια πραγματικά και εκεί πολύ έτσι βιωματική, βιωματικό project κι αυτό, παρόμοιο έτσι και εφάμιλλο με το σταφύλι. Ξέχασα να σας πω ότι το βαρελάκι με το κρασί κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Όταν ωρ[00:10:00]ίμαζε το κρασί και γινόταν – δεν χρειάζεται πολύ καιρό για να ωριμάσει το κρασάκι, θέλει περίπου δύο με τρεις μήνες, δηλαδή περίπου την περίοδο των Χριστουγέννων. Λοιπόν, το κρασάκι αυτό το εμφιαλώναμε σε μπουκάλια, φτιάχνανε ετικετούλες τα παιδιά, τους είχαμε χαρτάκια, έτσι; Αυτοκόλλητα χαρτάκια. Τα ζωγράφιζε το κάθε παιδάκι όπως ήθελε, εντάξει; Αυτή η ετικέτα είχε «κρασί παραγωγής του σχολείου μας», εντάξει; Και τη ζωγραφιά του κάθε παιδιού. Και εμφιαλώναμε γύρω στα 30 με 40 μπουκάλια κρασί, το οποίο το πουλάγαμε στο bazaar που κάναμε το Χριστουγεννιάτικο και τα έσοδα των χρημάτων πηγαίνανε σε κοινωφελές ίδρυμα. Δηλαδή, καταλαβαίνετε πόσες περιοχές έτσι άγγιζε όλο αυτό το πρόγραμμα. Μαθησιακά; Δηλαδή, ακαδημαϊκό; Τα γραμματάκια τους. Από την πλευρά αλληλεγγύης και αλτρουισμού και προσφοράς, ότι «εμείς φτιάξαμε και το κρασάκι και το προσφέραμε, τα χρήματα, τα έσοδα στα πιο φτωχά παιδάκια σε ιδρύματα.» Ικανοποίηση ότι δημιουργήσαμε μόνοι μας από το μηδέν, από την αρχή ως το τέλος. Μάθαμε τη διαδικασία. Ότι όταν τρως ένα κουλουράκι, από πού ξεκινάει; Δεν είναι «άντε το έφαγα» και έτσι τα παιδιά, μόνον έτσι τα παιδιά εκτιμούν τα πράγματα και την αξία. Κάτι που είναι η, είναι ο μόνος τρόπος για να μάθεις τα παιδιά να είναι δίκαια, γιατί δίκαιο είναι, δικαιοσύνη και δίκαιο είναι όταν αποδίδεις την σωστή αξία στα πράγματα και στους ανθρώπους. Τότε είσαι δίκαιος και βλέπουμε πολλές φορές ότι τα παιδιά απαξιώνουν και εμείς οι μεγάλοι απαξιώνουμε πράγματα, τα οποία έχουν μεγάλη αξία και δίνουμε αξία σε άλλα πράγματα, που έχουν πολύ μικρή. Άρα είμαστε άδικοι. Συνεπώς, καταλαβαίνουν τα παιδιά εκεί πόσο κακό και άδικο είναι το να πάρεις ένα κουλουράκι και να το πετάξεις κάτω γιατί ,ξέρω ‘γώ, ή «δεν μου αρέσει» και το αυτό. Είναι αυτονόητο το να έχω να φάω ό,τι έχω να φάω, αλλά, όμως, αυτά που έχεις να φας, έχουν μία διαδικασία για να τα φτιάξει κάποιος, έχει κουραστεί κάποιος. Οπότε έτσι μόνο μαθαίνουν τα παιδιά την αξία των πραγμάτων. Αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Τα παιδάκια τι σου έλεγαν τρώγοντας τα κουλουράκια τους, ας πούμε;
Ναι, όταν ήτανε. Στην αρχή ήτανε λίγο επιφυλακτικά, γιατί δεν ξέρανε αν είναι νόστιμα, αυτό. Οπότε για να τα αυτό, ήμουν ο πρώτος που έτρωγα κάτι, ας πούμε, και πολύ θεατρικά έλεγα «πω πω τι νόστιμο και τι αυτό» και «το πιο νόστιμο κουλουράκι, παιδιά φάτε τα και εσείς, φάτε τα και εσείς» και μετά, βέβαια, δεν τα κρατούσες, τα έτρωγαν όλα, δεν άφηναν ψίχουλο. Ψίχουλο δεν αφήνανε και μάλιστα θυμάμαι τότε τους διαβάζαμε και το παραμύθι Το πιο γλυκό ψωμί. Το πιο γλυκό ψωμί, το θυμάμαι αυτό που είναι η ιστορία ενός βασιλιά, ο οποίος ήταν πάρα πολύ τεμπέλης και δεν έκανε τίποτα και όλα του φαινόντουσαν βαρετά και ήταν πάρα πολύ δυστυχισμένος και πηγαίνανε όλοι οι γιατροί του Βασιλείου για να τον κάνουν καλά, αλλά κανένας δεν τον έκανε καλά. Ώσπου ήρθε ένας γέρος φούρναρης και του λέει «κοίταξε να δεις», του λέει, «θα κάνεις για τρεις μέρες αυτά που θα σου λέω εγώ και αν δεν σε κάνω ευτυχισμένο, τότε να μου πάρεις το κεφάλι.» Του λέει ο βασιλιάς «εντάξει», «όμως» του λέει «θα κάνεις ό,τι σου λέω.» Λέει «εντάξει.» Τον ξύπνησε, λοιπόν, την πρώτη μέρα 04:00 η ώρα το πρωί, του λέει «πάμε να σπείρουμε το χωράφι, να το οργώσουμε και να το σπείρουμε συρτάρι». Ο βασιλιάς δεν ήταν συνηθισμένος, όμως τον σήκωσε πάνω. Όλη μέρα δούλευε να οργώσει, να σπείρει, να αυτό. Είχε φτάσει, λοιπόν, βράδυ, γυρίσανε πίσω το βράδυ, του λέει του φούρναρη, του λέει «δεν θα φάμε τίποτα;», λέει «τι να φάμε; Θα κάνεις μπάνιο, θα ξεκουραστείς γιατί αύριο το πρωί έχουμε να πάμε να θερίσουμε, ήτανε λίγο, προχώρησε γρήγορα, βέβαια, η ιστορία, αλλά η κάθε μέρα είχε και την κάθε φάση της παραγωγής του ψωμιού. «Θα πάμε να θερίσουμε» του λέει «και να αλωνίσουμε μετά και να πάμε το αλεύρι στο φούρνο, στο μύλο, να πάμε το σιτάρι στο μύλο για να το κάνει αλεύρι». Πράγματι, λοιπόν, την άλλη μέρα ο βασιλιάς πρωί-πρωί πήγε, θέρισε, αλώνισε, πήρε το σιτάρι, το πήγε στο αυτό. Είχε έρθει βράδυ, πάλι το βράδυ κατάκοπος του λέει «να φάμε και τίποτα;», του λέει «άστα, τι να φας;», του λέει, «θα πέσεις για ύπνο, γιατί αύριο το πρωί θα πάμε να πάρουμε το αλεύρι και έχουμε να ζυμώσουμε, να φουρνίσουμε, δεν είναι εύκολα πράγματα», του λέει, «νωρίς-νωρίς.» Πράγματι, πρωί-πρωί πήγε πήρε το αλεύρι, ζυμώσανε, πολύ δύσκολη δουλειά το ζύμωμα, να φουσκώσει, να ανάψει το φούρνο, να πάει να μαζέψει ξύλα, να ανάψει τον φούρνο, να τον ζεστάνει και τα λοιπά, ώσπου έφτασε το απόγευμα της τρίτης μέρας και το ψωμί ήταν έτοιμο. Αλλά ήταν η μυρωδιά τόσο ωραία, είχε... Νόμιζε ότι ήτανε το πιο νόστιμο πράγμα που είχε μυρίσει και το ανοίγει, λοιπόν, το ψωμί, του λέει «ελάτε, βασιλιά μου, να κάτσουμε να φάμε το ψωμί που φτιάξαμε». Αφού στο λέω, Ιόλη μου, και ανατριχιάζω! Και τους είχαμε πει αυτή την ιστορία και το είχαμε προετοιμάσει σαν αφόρμηση του τι θα κάνουν, ότι και εσείς από την αρχή μέχρι το τέλος αυτό που τρώτε είναι δικό σας δημιούργημα. Και ο βασιλιάς φυσικά όταν δοκίμασε το ψωμί ήταν και πεινασμένος, αλλά ήταν και κάτι που το έχει κάνει μόνος του, ήτανε πολύ ευτυχισμένος και είπε στον φούρναρη «τώρα κατάλαβα ποια είναι η αξία», έτσι; «της ζωής. Τι έχει σημασία στη ζωή.» Λοιπόν, και αξία έχουν τα απλά πράγματα στη ζωή, τα οποία, στα οποία συμμετέχουμε εμείς οι ίδιοι.
Segment 2
Από την επίσκεψη στον ελαιώνα και στο ελαιοτριβείο, στα λαδοκούλουρα, στα μελομακάρονα και στη μαγειρική στο σχολείο – Η γιορτή του Thanksgiving
00:15:59 - 00:31:36
Πάμε, λοιπόν, τώρα να συνεχίσουμε για την ελιά. Μεγάλο κεφάλαιο και η ελιά. Καταρχήν, η ελιά είναι η πιο δύσκολη να τη μαζέψεις, γιατί δεν είναι χαμηλά. Τα σταφυλάκια ήταν στο ύψος των παιδιών και ήταν ό,τι πρέπει, εύκολα να τα μαζέψουν. Όμως, παρόλα αυτά, είχαμε συνεννοηθεί, είχαμε την τύχη και τότε που είχαμε έναν συνάδελφο, ο οποίος είχε ένα δικό του ελαιώνα κοντά εδώ στα Μεσόγεια, οπότε μας είχε μας έχει οργανώσει με ειδικά χτένια για να κατεβάζουμε τις ελιές για να μην τις πληγώσουμε και έτσι ήταν όλα έτοιμα. Πήγαμε, λοιπόν, στον ελαιώνα του πάλι με τον ίδιο τρόπο, με τα σχολικά μας, πάλι τους είχαμε πει στα παιδιά ότι «θα κάνουμε, θα φτιάξουμε από το μηδέν λάδι και με το λάδι», έτσι; «Έχουμε να, θα κάνουμε πολλά πράγματα.» Θα σας πω μετά τι κάναμε με το λαδάκι. Οπότε ενθουσιασμένα τα παιδιά τώρα, ήταν πολύ πιο ενθουσιασμένα από ό,τι την πρώτη φορά. Ήταν και πάρα πολύ πιο έτοιμα γλωσσικά, ξέρανε πλέον να διαβάζουν αρκετά καλύτερα, είχανε μάθει όλα τα γραμματάκια. Εντάξει, είχανε μάθει. 3-4 το Σεπτέμβριο ήτανε, ίσα 3-4 γράμματα είχανε, αλλά τώρα είχανε μάθει όλα και τα 24, οπότε ήταν πιο έτοιμα. Είχανε κάνει και τις παρεούλες τους. Πήγαμε, λοιπόν, στον ελαιώνα. Είχαμε φτιάξει για κάθε τμήμα 2-3 ελίτσες με τα υλικά, τα χτένια και τα παιδιά... Είχε κάνει στρώσεις, γιατί είναι λίγο δύσκολο αυτό. Είχανε στρώσει τα λιόπανα κάτω, τους εξηγήσαμε τι είναι τα λιόπανα, τα είδαν, τα πιάσανε με τα χεράκια τους και τους εξηγήσαμε ότι την ελιά δεν τη ραβδίζουμε, όπως ραβδίζουμε την αμυγδαλιά ή την καρυδιά, αλλά τη χτενίζουμε, γιατί εύκολα πληγώνεται η ελιά. Δεν είναι τόσο σκληρό το δέντρο, όπως της αμυγδαλιάς, είναι πολύ σκληρός ο φλοιός το, δεν παθαίνει τίποτα η αμυγδαλιά και η καρύδια. Οπότε τους δείξαμε τα χτένια, τους δείξαμε τον τρόπο. Ευτυχώς και συνήθως αυτός, επειδή τις καλλιεργούσε τις ελιές, είχε συνήθως αρκετό καρπό και όταν η ελιά είναι φορτωμένη κρέμονται τα σταφύλια – συγγνώμη – οι ελίτσες, σαν σταφυλάκια προς τα κάτω. Οπότε τα παιδάκια με τα χτένια, γδέρνανε, γδέρνανε, πέφτανε οι ελίτσες κάτω. Μαζέψαμε, λοιπόν, τις ελιές, εντάξει; Δεν χρειάζεται, τους εξηγήσαμε ότι δεν χρειάζεται να ξεχωρίζουμε την ελιά από τα φυλλαράκια που είχαν πέσει κάτω, γιατί αυτό γίνεται αυτόματα στο λιοτρίβι που θα πηγαίναμε μετά. Οπότε μαζέψαμε τις ελιές, μάζεψε το κάθε τμήμα περίπου ένα τσουβαλάκι, αρκετά, αρκετό. Δηλαδή, 10 κιλά ελιές, οι οποίες βγάζουνε 2 κιλά λάδι που είναι αρκετό λάδι, 2 κιλά λάδι είναι, δηλαδή, δύο μπουκάλια, έτσι; Λάδι. Λοιπόν, πηγαίναμε, λοιπόν, μετά από ‘κει συνεχίζαμε, συνεχίζαμε και πηγαίναμε στο λιοτρίβι. Στο λιοτρίβι εκεί είναι εντυπωσιακό, διότι είναι ένα, πολύ μεγάλος χώρος με μία γραμμή παραγωγής όπου μπαίνει ελιά και βγαίνει πεντακάθαρο λάδι. Αλλά δεν είναι τόσο απλό, γιατί... Και αυτό το ‘βλέπαν τα παιδάκια ζωντανά όλο. Βέβαια είναι λίγο επικίνδυνο, κρατούσαμε αποστάσεις από τα μηχανήματα, γιατί είναι επικίνδυνα μηχανήματα, κάνουνε πάρα πολύ θόρυβο, πάρα πολύ θόρυβο. Δηλαδή, δεν ακουγόντουσαν οι φωνές μας εκεί και μπαίναμε με μεγάλη προσοχή. Τα παιδιά, όμως, ήταν πάρα πολύ πειθαρχημένα, γιατί ήτανε εντυπωσιασμένα, εντυπωσιασμένα. Τους είπαμε ότι δεν γίνεται με τα ποδαράκια μας τις ελιές να τις πατήσουμε, τους εξηγήσαμε ότι παλιά-παλιά, στο παρελθόν υπήρχαν μεγάλες πέτρες μαρμάρινες, στρογγυλές, με φωτογραφίες τους είχαμε δείξει, τις οποίες τις γύρι –. Είχαν μία τρύπα στη μέση, αυτή η μαρμάρινη πέτρα, η στρογγυλή. Ένας κύλινδρος ο οποίος γυρίζει επάνω σε μία πλάκα μαρμάρινη, εντάξει; Και την γύριζαν δύο άλογα, δύο μουλάρια[00:20:00] γύρω-γύρω, γύρω-γύρω και έχει μία τρύπα στη μέση, όπου από αυτή την τρύπα ‘ρίχναν τις ελιές και πέφτανε κάτω χαμηλά και αυτές τις άλεθε και είχε ένα αυλάκι, από όπου έτρεχε το λάδι. Ήταν πολύ αποτελεσματικό αλλά όχι όπως οι μηχανές, βέβαια, αυτές. Λοιπόν, είδαμε ότι πρώτα η ελιά κοσκινίζεται και στο κόσκινο ξεχωρίζεται η ελιά από τα φυλλαράκια και τα κλαδάκια, εντάξει; Αυτό ήταν το πρώτο στάδιο. Μετά το δεύτερο στάδιο, η ελιά πλενότανε, τις πλένανε με μπόλικο, μπόλικο νερό να πλυθούν καλά, καλά, καλά, καλά να φύγει η σκόνη, οτιδήποτε έτσι βρωμιά μπορεί να έχει. Μετά μπαίνανε στην αλεστική μηχανή, όπου από ‘κει πλέον χανόταν η ελιά από τα ματάκια τους και από την άλλη άκρη έβγαινε το λαδάκι. Όμως και από ένα άλλο μέρος, το οποίο έβγαινε έξω. Μετά πήγαμε, το πηγαίναμε και κάναμε και τους το δείξαμε, έβγαινε ο πυρήνας.
Το κουκούτσι;
Το κουκούτσι που έβγαινε υπό μορφή σκόνης σαν χώμα, ας το πούμε έτσι, αλλά και αυτό δεν πήγαινε χαμένο. Φτιάχνουν από αυτό το πυρηνέλαιο. Μετά το ξαναπαίρνουν αυτό και το ξανακάνουνε την ίδια διαδικασία και βγάζουν το πυρηνέλαιο, εντάξει; Ώσπου μένει πλέον μετά σαν σκόνη αυτό που μένει, το τελευταίο. Λοιπόν, κι έβγαινε το λαδάκι. Από ‘κει, λοιπόν, παίρναμε το κάθε τμήμα δύο μπουκάλια λαδάκι, εντάξει; Και ‘ξέραν τα παιδάκια ότι αυτό είναι το δικό τους το λάδι, εντάξει; Οι κύριοι αυτοί στο λιοτρίβι ήταν πάρα πολύ υποστηρικτικοί, τους άρεσε πάρα πολύ που βλέπανε παιδάκια, κάνανε σαν μικρά παιδιά, γιατί ήταν πολύ, ξέρεις. Έχει πάρα πολλά λιοτρίβια και πατητήρια, μηχανικά πατητήρια στην περιοχή των Μεσογείων, γιατί έχει πάρα πολλές ελιές, έχει μεγάλη παραγωγή η Αττική. Εννοείται σε μούστο, αλλά και σε ελιά, λάδι. Και αυτοί οι άνθρωποι, που ήταν άνθρωποι μεροκάματου, που έκαναν μια δουλειά βαρετή, όταν βλέπανε ένα σχολείο γινόντουσαν παιδάκια. Ήτανε απίστευτοί! Και αυτή η επαφή των παιδιών με αυτούς τους ανθρώπους, ακόμα και αυτό ήταν ένα σχολείο για αυτά τα παιδιά, έτσι; Βλέπανε αυτούς τους αυθεντικούς ανθρώπους που είχανε πάει για τη δουλειά τους και που τους φερόντουσαν τόσο φιλικά και τόσο με αγάπη. Παίρναμε, λοιπόν, το λαδάκι και πηγαίναμε σχολείο. Λοιπόν, το λάδι, λοιπόν, αυτό δεν πήγαινε χαμένο, εντάξει; Τι το κάναμε; Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να κάνουμε λαδοκούλουρα, εννοείται. Κουλουράκια λαδιού, εντάξει; Και εκεί πλέον κάναμε μία πανηγυρική, έτσι ένα πανηγύρι, μια γιορτή και φτιάχναμε όλη την αλφάβητο με κουλουράκια, γιατί πλέον και έτσι κλείναμε και το κομμάτι της γλώσσας, της πρώτης τους επαφής με τη γλώσσα. Με αυτή την δραστηριότητα. Οπότε βάζαμε μέσα στη δραστηριότητα και το ακαδημαϊκό κομμάτι και δεν μπορείτε να φανταστείτε, να φανταστείς, Ιόλη μου, τα παιδάκια ειδικά που δυσκολευόντουσαν πάρα πολύ, που τα ήξερα εγώ, που μπερδεύανε το «Π» με το «Τ». Εγώ τα επέλεγα επίτηδες και τους έλεγα «εσύ θα κάνεις το “Π” και το “Τ”» και έτσι, κάνοντας το κουλουράκι με τα γραμματάκια που το δυσκολεύανε, το μάθαινε, τελείωσε. Τελείωσε, έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να το ξεχάσει πλέον, γιατί έβλεπε την ώρα που το έφτιαχνε ότι το «Π» έχει δύο ποδαράκια, ενώ το «Τ» έχει ένα ποδαράκι. Τέλος. Οπότε όσες φορές και να το βάλεις να το γράψει, που θα του ήταν μία βαρετή διαδικασία, που μπορεί και να το μάθαινε, εγώ δεν σου λέω, αλλά δεν έχει καμία σύγκριση η μία διαδικασία με την άλλη. Συνεπώς, ως δάσκαλος εγώ, αυτό μου το ‘λέγαν και οι δασκάλες. Για αυτό πόσο σημαντικό είναι ότι γιατρός γίνεσαι πλάι σε καλούς γιατρούς, δικηγόρος γίνεσαι πλάι σε καλούς δικηγόρους, υδραυλικός γίνεσαι πλάι σε καλούς υδραυλικούς, δάσκαλος γίνεσαι πλάι σε καλούς δασκάλους, αρκεί βέβαια να έχεις το κέφι και το ενδιαφέρον να γίνεις καλός δάσκαλος και καλός υδραυλικός ή μπογιατζής. Συνεπώς, μου ‘λέγαν, λοιπόν, και αυτές τα μυστικά αυτά. «Θα διαλέγεις τα παιδάκια τα οποία δυσκολεύονται να γράφουν τα πιο δύσκολα γράμματα ή τα γράμματα στα οποία δυσκολεύονται» και όχι μόνο αυτό. Μερικά παιδάκια ζητούσαν να γράψουν το όνομά τους, εντάξει; Οπότε γράφανε όλο τους το όνομα ή να γράψουν μία λέξη. Γράφανε, ας πούμε, τη λεξούλα «γάτα», όχι μεγάλες λέξεις για να τα κουράζει, μέχρι 4-5 γραμματάκια. «Γάτα», ας πούμε – πώς το λένε; – «δίχτυ», που είχε το «χτ» μέσα και τέτοια πράγματα, εντάξει; Οπότε ήτανε, ήταν ένα πανηγύρι. Ήταν ένα, κυριολεκτικά ένα πανηγύρι με το λαδάκι. Μετά φυσικά δεν το χαλάγαμε όλο το λάδι, μας περίσσευε κι άλλο λάδι, εντάξει; Τι το κάναμε το άλλο; Κρατάγαμε το λάδι, γιατί δεν χαλάει, εντάξει; Κρατάγαμε και, επειδή ήταν κοντά τα Χριστούγεννα, κάναμε μελομακάρονα. Εκεί να δεις γλέντια! Μελομακάρονα με το μέλι! Και την κάναμε τη διαδικασία, γιατί είχαμε και ένα κουζινάκι όπου εκεί είχαμε κατσαρόλες, μπορούσαμε να τα αυτά, να βράσουμε το μέλι με το νερό για να τα βουτήξουμε και φτιάχναμε και μελομακάρονα με αυτό το λαδάκι, έτσι; Οπότε εκεί έκλεινε το κομμάτι του λαδιού.
Κι όταν λες «γλέντι», σαν εικόνα πώς ήτανε;
Γλέντι; Φαντάζεσαι τα παιδάκια... Εν τω μεταξύ ξέχασα να το πω αυτό. Αυτό το είχαμε κάνει και με το μούστο. Πήγαινα και τους έπαιρνα σκουφάκια μάγειρα και τους έλεγα να φέρουν από το σπίτι πόδια. Το κάθε παιδάκι την ποδίτσα του, είχαν και το σκουφάκι του μάγειρα και ήταν απίστευτο να βλέπεις 18-20 παιδάκια – γιατί τότε είχα 20 παιδάκια στην πρώτη δημοτικού – να βλέπεις 20 παιδάκια με τα σκουφάκια τους και με τα μανίκια σηκωμένα. Ειδικά τα Χριστούγεννα που ήταν και λίγο κρύο και φοράγαν μακρυμάνικα και να μπλέκουνε τα αλεύρια, τα αυτά και να παίζουνε και να γίνεται ένα πανηγύρι! Γιατί παίζανε και μαθαίνανε, εντάξει; Φωτογραφίες περνάμε. Μετά οπωσδήποτε φτιάχναμε και ένα λεύκωμα φωτογραφικό από τη δραστηριότητα όλη αυτή, τότε ακόμα δεν υπήρχε η ηλεκτρονική φωτογραφία, όποτε τις τυπώναμε τις φωτογραφίες και φτιάχναμε έτσι αναμνηστικά και έτσι έκλεινε η πρώτη δημοτικού μέχρι τα Χριστούγεννα, που ήτανε ένα πραγματικά, ήταν, ήταν... Ακόμα και σήμερα παλιοί μου οι μαθητές, που είναι μεγάλοι πλέον, 25-30 χρόνων, σαν και εσένα, θυμούνται εκείνες τις δραστηριότητες της πρώτης δημοτικού, εντάξει; Τώρα τον, μέσα στο χειμώνα, εντάξει, δεν είχαμε κάτι το ιδιαίτερο. Είχαμε, με το χιόνι είχαμε τους χιονάνθρωπους, εντάξει; Επειδή εμείς δεν έχουμε και τόσο πολλούς τόπους συχνό το χιόνι, δεν είναι κάτι το οποίο είναι παράδοση για μας, δεν έχει και πολλά έθιμα, έτσι, σχετικά με το χιόνι και με το αυτό. Εκεί που γινόταν πάλι το επόμενο έτσι πανηγύρι... Ξέχασα να σου πω ότι είχαμε και κάποια έθιμα όχι τόσο ελληνικά.
Όπως;
Όπως, για παράδειγμα, το thanksgiving. Ήταν ένα πάρα πολύ... Επειδή ήτανε αγγλόφωνο το σχολείο μας, ελληνοαγγλόφωνο το σχολείο μας, ήταν και αυτό μία πάρα πολύ ωραία έτσι, έτσι επαφή των παιδιών με ένα έθιμο που δεν είναι μεν ελληνικό, αλλά είναι όμως πάρα πολύ δυνατό έθιμα, ας πούμε έτσι. Δηλαδή, τι είναι το Thanksgiving; Την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου, έτσι; Την αφιερώ – συγγνώμη –, την τελευταία Παρασκευή του Νοεμβρίου την αφιερώναμε στο να ευχαριστήσουμε τον Θεό για όλα αυτά τα καλά που έχουμε, εντάξει; Είναι μία γιορτή κυρίως αμερικανική, αγγλοσαξονική, την οποία την θεσπίσανε, την ‘κάναν θεσμό, δηλαδή, και παράδοση οι Pilgrims, οι πρώτοι ευρωπαίοι που πήγαν στην Αμερική και εγκατασταθήκανε. Όταν πλέον πέρασαν τα χρόνια, τα πρώτα χρόνια, τα δύσκολα που είχανε και τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, έτσι; Αποφασίσανε να κάνουν αυτή τη γιορτή μία φορά το χρόνο και να ευχαριστούν τον Θεό για όλα αυτά τα καλά που τους έχεις δώσει. Οπότε αυτό τη γιορτούλα την κάνουμε και εμείς και τα παιδιά εκείνη την ημέρα, είναι πολύ καλό, γιατί κάναν εράνους για να δείξουνε την ευχαριστία τους. Το φαγητό ήταν πολύ πλούσιο, έτσι; Αλλά μετά ακολουθούσε ένα πολύ λιτό γεύμα, γιατί τα παιδιά αυτά είχαν πληρώσει το φαγητό που τρώγανε. Οπότε αν κάποια μέρα τα χρήματα που είχανε πληρώσει για να πάρουν, ας πούμε, κρέας σαλάτα και όλα αυτά, δεν παίρνανε κρέας και σαλάτα και περνάνε και σκέτο μακαρονάκι. Αυτό που λέγαμε εμείς λιτό γεύμα. Τα υπόλοιπα λεφτά που περισσεύανε, της ημέρας εκείνης, πηγαίνανε σε κάποιο ίδρυμα. Οπότε ακολουθούσε μετά το πλούσιο γεύμα του Thanksgiving, ακολουθούσε ένα λιτό γεύμα για να δείξουμε την ευχαριστία μας και την προσφορά μας προς παιδιά, τα οποία δεν είχαν και δεν, βοηθούσαμε με αρκετά λεφτά. Δηλαδή, πάνω από 1.000 ευρώ ήταν τα – πώς το λένε; – χρήματα που σώζονταν εξαιτίας του λιτού γεύματος και δεν ξοδεύονταν. Ήταν γύρω στα 1.200 ευρώ κάθε φορά και κάναμε τέσσερα τέτοια λιτά γεύματα το χρόνο. Σε, ας το πούμε έτσι, αντιστάθμισμα του πολύ πλούσιου γεύματος που εί[00:30:00]χαμε στο thanksgiving. Οπότε καταλαβαίνετε ήταν γύρω στα 5.000 ευρώ από φαγητό που στερούνταν τα παιδιά, έτσι; Προσφορά σε ιδρύματα. Που και αυτό ήτανε πάρα πολύ, έτσι, καλό έθιμο. Εκείνη τη μέρα θυμάμαι οι συνάδελφοι των Άγγλων κάνανε το λεγόμενο «turkey trot», δηλαδή το «κυνήγι της γαλοπούλας» και οργάνωναν μέσα στο σχολείο, έτσι, ντυνόντουσαν γαλοπούλες και κυνήγαγαν τη γαλοπούλα να την πιάσουν, γιατί την ημέρα του Thanksgiving φαγητό είχε γαλοπούλα γεμιστή και όλα αυτά και αυτά και είχαν αυτό το «turkey trot». Κι ήταν πραγματικά μία μέρα πολύ πανηγυρική και αυτή.
Τα τραγούδια τα θυμάσαι του Thanksgiving;
Δεν τα θυμάμαι, να σου πω την αλήθεια. Δεν τα θυμάμαι, γιατί τα κάνανε οι Άγγλοι, δεν τα θυμάμαι. Εγώ θυμάμαι άλλα. Δεν τα θυμάμαι.
Δεν πειράζει.
Ας πούμε, για το αμπέλι είχαμε το «Σε μια ρόγα από σταφύλι». Σε μια ρόγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες και τρωγόπιναν οι φίλοι, τσιριτίρι τσιριτρό, τσιριτίρι τσιριτρό. Έχει κι άλλα λόγια και το λέγαμε και το τραγουδάμε, ναι και τραγουδάγαμε αυτό το «Σε μια ρόγα από σταφύλι», όταν μαζεύαμε τα... Καλά που μου το θύμησες! Όταν ήμασταν στον αμπελώνα, μάζευαν τα παιδάκια και τραγουδάγανε και δώσ’ του και «Σε μια ρόγα» και φωνάζανε «έπεσαν οχτώ… » Κι ήτανε πραγματικά πανηγύρι, πανηγύρι! Ήτανε πανηγύρι!
Με τα όλα του!
Με τα όλα του!
Και σιγά-σιγά ερχόταν η άνοιξη. Εκεί στην άνοιξη είχαμε μια δραστηριότητα που προϋπαντούσαμε την άνοιξη, την υποδεχόμασταν, έτσι; Ποια είναι η πρώτη μέρα της άνοιξης; 1η Μαρτίου. Εκεί, λοιπόν, φτιάχναμε στα παιδάκια τους «Μάρτηδες». Ο «Μάρτης» είναι μία κόκκινη κλωστή και μία λευκή κλωστή, την οποία την στρίβαμε, την στρίβαμε, την στρίβαμε και την δέναμε σαν βραχιολάκι στον καρπό του κάθε παιδιού. Αυτό τους λέγαμε ότι το βάζουμε για να μη μας κάψει ο ήλιος και στο τέλος Μαρτίου, το κόβουμε την τελευταία μέρα του Μαρτίου, 31 Μαρτίου το κόβαμε και το αφήνουμε πάνω σε ένα κλαδάκι ενός δέντρου, έτσι ώστε να ‘ρθει κάποιο χελιδονάκι να το πάρει για να φτιάξει την φωλίτσα του, ας πούμε, εντάξει; Αυτό φαίνεται πάρα πολύ παιδικό αλλά στον κόσμο ενός 6χρονου παιδιού, 6,5 χρονών που είναι το πρωτάκι εκείνη την περίοδο είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Γιατί τα παιδιά και δυστυχώς αυτό είναι που σήμερα, κατά τη γνώμη μου σαν εκπαιδευτικός, αυτό που η οθόνη ενός iPad ή ενός υπολογιστή καταστρέφει στα παιδιά είναι η φαντασία. Δεν είναι ότι κάνει κακό. Οτιδήποτε το χρησιμοποιείς σωστά, είναι καλό, εντάξει; Όμως η εικόνα, η συνεχής εικόνα σκοτώνει τη φαντασία και τα παιδιά είναι το φαγητό τους φαντασία. ζούνε στη φαντασία και στο όνειρο. Με αυτό, αυτή είναι η ψυχαγωγία τους. Για αυτό και όταν τους διαβάζεις ένα παραμύθι χωρίς εικόνα, κοκκαλώνουν, ακινητοποιούνται, μαγεύονται πολύ περισσότερο απ’ όταν τους δείξεις μία βιντεοταινία. Ή όταν τους αφηγείσαι μία ιστορία, που τους λέω εγώ πολλές φορές ιστορίες, είναι σαν να, πώς είναι η γάτα που πέφτει ο προβολέας και ακινητοποιείται και τα χάνει; Τα βλέπεις και ακινητοποιούνται, γιατί εκείνη την ώρα ταξιδεύουν. Η φαντασία τους τα πηγαίνει σε άλλους κόσμους. Και πρέπει ο άνθρωπος να φαντάζεται και να ονειρεύεται, γιατί μέσα από τη φαντασία και το όνειρο αργότερα θα φτιάξει και τα όνειρα για τη ζωή του. Θα μάθει να ονειρεύεται και ο άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ να σταματάει να ονειρεύεται! Και 80 χρονών και 90 δεν πρέπει να σταματάει να ονειρεύεται, γιατί ο άνθρωπος ζει πάντοτε σε δύο διαστάσεις. Η μία είναι αυτή που ζει, η πραγματικότητα, η οποία είναι συνήθως, συνήθως είναι με προβλήματα, αλλά αυτό που τον κάνει λίγο να ξεφεύγει είναι το όνειρο. Είναι να ονειρευτεί, να σκεφτεί κάτι άλλο, ότι υπάρχει και κάτι άλλο από αυτό που ζω. Όχι ένας άλλος κόσμος ή άλλη ζωή, αλλά υπάρχει κάτι άλλο. Αυτό, λοιπόν, το σκοτώνει η εικόνα. Για αυτό και στα παραμύθια που διαβάζουν τα παιδάκια στα βιβλία έχει μία εικόνα κάθε τέσσερις-πέντε σελίδες, που χρειάζεται και η εικόνα! Τους ξεκλειδώνει λιγάκι τη φαντασία εκεί η εικόνα, έτσι.
Segment 4
Η ιστορία για τη σημασία της αλήθειας και της ειλικρίνειας και η ιστορία για τα αληθινά χαρίσματα των ανθρώπων – Εμπειρίες που δίνουν δύναμη στον εκπαιδευτικό
00:35:14 - 00:57:46
Θες να μας πεις κάποια ιστορία που διηγείσαι στα παιδιά;
Που διηγούμαι, ε; Τους λέω μία ιστορία, τους λέω μία ιστορία συνήθως όταν καμιά φορά μου λένε ψέματα ή μου κρύβουν, έτσι; Τους λέω μία ιστορία ή αν έχουνε πάρει, γιατί, ξέρεις, καμιά φορά τα παιδάκια δεν καταλαβαίνουνε και αν τους αρέσει κάτι από ένα άλλο παιδάκι πάνε και το παίρνουνε. «Στην ψύχρα», χωρίς να έχουν κανένα πρόβλημα. Τους αρέσει, ξέρω ‘γώ, μια ξυλομπογιά, πάνε, την παίρνουνε, εντάξει; Και δεν έχουνε, δεν έχουνε την πονηριά να την κρύψουνε. Την παίρνουνε και την αφήνουν πάνω στο θρανίο, τη βλέπει ο συμμαθητής, «κύριε, μου πήρε το μολύβι μου!» Αρχίζει το άλλο «δεν είναι δικό σου, το βρήκα κάτω», ξέρω ‘γώ, αρχίζουνε τα αυτά. Λοιπόν, έχουν αυτή την αθωότητα και εγώ τους λέω πολλές φορές αυτή την ιστορία που θα σας πω. Λοιπόν, τους λέω: «Κάποτε», τους λέω, «ήμουνα στη δευτέρα δημοτικού δάσκαλος και τότε ήταν ακόμα τα ελληνικά λεφτά, δραχμές. Λοιπόν και είχα πάντοτε μες στο πορτοφόλι μου ένα πεντοχίλιαρο, 5.000 δραχμές, που ήτανε πολλά λεφτά εκείνη την εποχή! Με πέντε χιλιάρικα ψώνιζες πάρα πολλά πράγματα, πήγαινες σούπερ μάρκετ... Ήταν ένα σεβαστό ποσό. Λοιπόν, σαν να λέμε σήμερα ένα πενηντάρικο, ίσως και παραπάνω από 50 ευρώ, εντάξει; Λοιπόν, κάποια στιγμή γυρίζοντας από το σχολείο πήγα να βάλω βενζίνη». Αυτή είναι η ιστορία που τους έλεγα, έτσι; «Και βάζει ο βενζινάς βενζίνη και ανοίγω το πορτοφόλι μου να τον πληρώσω και ανοίγοντας το πορτοφόλι, βλέπω μέσα ήταν άδειο. Δεν είχε λεφτά», τους λέω, «παιδάκια. Εγώ είχα πάντοτε ένα πεντοχίλιαρο, αλλά σκέφτηκα», λέω «μπορεί να μου το πήρε η γυναίκα μου, μπορεί να το πήρε κάποιος και δεν μου το είπε ή εγώ ξέχασα, ξεχάστηκα». Ζήτησα συγνώμη από τον βενζινά, του λέω «δεν έχω χρήματα, παρόλο που μου έχετε βάλει βενζίνη. Να σας αφήσω την ταυτότητά μου και να ‘ρθω αργότερα να σας πληρώσω». Ευτυχώς ο βενζινάς ήταν πάρα πολύ ευγενικός, μου λέει «όχι, σας παρακαλώ πολύ, αύριο που θα ξανά περάσετε, θα με πληρώσετε.» Εγώ παρόλα αυτά του άφησα την ταυτότητα. «Την άλλη μέρα, λοιπόν, πήγα, πλήρωσα το βενζίνα», τους λέω, «και τα λοιπά. Ξαναπήγα την άλλη μέρα σχολείο. Όχι, την επόμενη μέρα, μετά από δύο-τρεις μέρες ξαναπήγα μετά το σχολείο σ’ ένα σούπερ μάρκετ να ψωνίσω», τους λέω. «Έβαλα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, στο καλάθι και πήγα στο ταμείο να πληρώσω και στο ταμείο που πήγα να πληρώσω, ανοίγω το πορτοφόλι μου και βλέπω πάλι έλειπε το πεντοχίλιαρο. “Βρε παιδάκι μου, τι γίνεται;”» «Ευτυχώς», τους λέω, «παιδάκια μου, στο σούπερ μάρκετ απλά δεν τα πήρα τα πράγματα, τα γυρίσω πίσω και έφυγα, γιατί δεν είχα λεφτά, δεν τα πήρα. Βέβαια, έγινα ρεζίλι, ντράπηκα πάρα πολύ γιατί θα λέγανε οι άνθρωποι “ήρθε να ψωνίσει χωρίς λεφτά αυτός, τι είναι τρελός; Χαζός;” και έφυγα. Όμως, δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος μου παίρνει τα λεφτά», τους λέω. «Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος μου παίρνει τα λεφτά, δεν μπορούσα βέβαια να τους πω: “Παιδάκια, ανοίξτε τις τσάντες σας να δω τι γίνεται” και», λέω, «δεν τους είπα τίποτα. Τους λέω:“Παιδάκια, ξέρετε”, τους λέω, “μου συνέβη δεύτερη φορά αυτό το πράγμα.” Δεν αντιδρούσε κανένας. Δευτεράκια αυτά, δευτέρα δημοτικού». «Σκέφτηκα, λοιπόν, πονηρός εγώ, να βγούνε διάλειμμα και να κρυφτώ εγώ πίσω από τις κουρτίνες και να αφήσω, επιδεικτικά το ‘κανα εκείνη την ημέρα, θυμάμαι, άφησα, έβγαλα το πορτοφόλι μου μπροστά στα παιδιά και τους είπα “να παιδάκια, να αυτό είναι το πορτοφόλι μου και μέσα είχε ένα πεντοχίλιαρο”, όπως “να, το βλέπετε τώρα, που έχω και εγώ ένα πεντοχίλιαρο”, τους λέω, “και χθες πήγα στο σούπερ μάρκετ και δεν είχα πεντοχίλιαρο, κάποιος μου το πήρε και έγινα ρεζίλι πάλι”, τους λέω, “όπως τότε με τη βενζίνη” και έβαλα επιδεικτικά μπροστά στα παιδιά μες στην τσάντα μου το πορτοφόλι, να το δουν που το έχω βάλει και άφησα την τσάντα πάνω στην καρέκλα. Τα έδιωξα όλα να φύγουν διάλειμμα και εγώ περίμενα πίσω από τις κουρτίνες. Πράγματι, λοιπόν, παιδάκια», τους λέω «τσούκου τσούκου, τσούκου τσούκου, μπαίνει ένα αγοράκι μέσα, πάει στην τσάντα, ανοίγει την τσάντα, παίρνει το πορτοφόλι και παίρνει μέσα από το πορτοφόλι το πεντοχίλιαρο, βάζει το πορτοφόλι μες στην τσάντα, την κλείνει και φεύγει».
Κύριος.
Κύριος! «Προσέξτε τώρα, τι έγινε; Μπήκανε μέσα τα παιδιά. “Παιδάκια”, λέω, “ξέρετε”, λέω “θέλω, σας παρακαλώ πάρα πολύ, επειδή δεν θέλω να υποψιάζομαι κανέναν, δεν [00:40:00]μου αρέσει, θέλετε να ακουμπήσετε την τσάντα σας επάνω στην καρέκλα, στο θρανίο σας και να ανοίξετε την τσάντα να ρίξω μία ματιά; Αλλά μπροστά σας, όμως, όχι κρυφά, μπροστά σας, γιατί δεν έχω το δικαίωμα να σας ανοίγω τα πραγματάκια”. Λοιπόν, εγώ όση ώρα έψαχνα τις τσάντες, βλέπω το αγοράκι που μου είχε πάρει τα λεφτά και πετάει το πεντοχίλιαρο στην τσάντα της διπλανής του. Εγώ τον είδα, η διπλανή του δεν τον είδε. Λοιπόν, εντάξει, άνοιγα τις τσάντες, ανοίγω τις τσάντες και ανοίγω και την τσάντα της διπλανής του και βλέπω το πεντοχίλιαρο, αλλά την έκλεισα για να μην το προσβάλω το κοριτσάκι», τους λέω, «την ξανά έκλεισα και είπα “εντάξει, παιδάκια, δεν το είχε κανένας το πεντοχίλιαρο στην τσάντα”. Αυτός κουνιόταν από ‘δω, κουνιόταν από ‘κει, σου λέει αυτός “ο κύριος; Εγώ την έβαλα το πεντοχίλιαρο στην τσάντα της διπλανής, πώς γίνεται; Δεν το είδε;”. Κουνιόταν από ‘δω, κουνιόταν από ‘κει. Χτυπάει το κουδούνι για να φύγουν και λέω στο κοριτσάκι, της λέω – γιατί τη λέγανε Ισμήνη, “Ισμήνη” –, της λέω, “Ισμηνάκι, θα περιμένεις λιγάκι; Θέλω να σου πω κάτι; Άνοιξέ μου, σε παρακαλώ, την τσάντα σου”. Ανοίγει η Ισμήνη την τσάντα της, ψάχνουμε αυτά και βρίσκουμε το πεντοχίλιαρο». «Το κοριτσάκι μόνο που δεν λιποθύμησε. Λέει “κύριε, δεν σας το πήρα εγώ, σας λέω αλήθεια, κύριε, δεν σας το πήρα το πήρα εγώ, όχι κύριε”. “Κοίταξε να δεις, Ισμήνη μου, επειδή ξέρω ποιος μου το πήρε και επειδή τον είδα που το πέταξε μες στην τσάντα σου, δεν θα σου πω ποιος είναι, δεν θα σου πω ποιος είναι, αλλά θα κάνουμε μία συμφωνία”, της λέω, “αύριο θα σε μαλώσω πάρα πολύ, αλλά εσύ δεν θα κλάψεις”, της λέω, “θα είναι μια... Άφησε με, έχε μου εμπιστοσύνη, θα το πω μπροστά στα παιδάκια αλλά δεν θα κλάψεις και δεν θα με πιστέψεις, δεν θα είναι αλήθεια, γιατί εγώ ξέρω ποιος το έχει πάρει”. Πράγματι, λοιπόν, την επόμενη μέρα τους λέω στα παιδάκια» – όση ώρα τους έλεγα την ιστορία αυτή, να χττυπούσε το κουδούνι και να βγαίνουν διάλειμμα, δεν θα κουνιόντουσαν. Ακίνητα, ακίνητα με μεγάλη αγωνία – «λοιπόν, την άλλη μέρα, λοιπόν, λέω “παιδάκια, κοιτάξτε να δείτε, μετά από το ψάξιμο που έκανα στις τσάντες σας, δεν ήθελα να το προσβάλω εκείνη την ώρα το παιδάκι, αλλά ξέρω ποιος είναι, είναι ένα κοριτσάκι αυτό που μου τα πήρε τα λεφτά και φαίνεται μου έχει πάρει και τα άλλα δύο πεντοχίλιαρα και αναγκαστικά θα πρέπει να το πω το όνομα της, διότι αύριο δεν θα είναι στο σχολείο μας, θα φύγει, θα πάει σε ένα άλλο σχολείο, το αποβάλλαμε”. Η Ισμήνη, την κοιτούσα την Ισμήνη και φοβόμουνα να μην το πιστέψει. Ευτυχώς, όμως, το κοριτσάκι δεν το πίστεψε. Βέβαια, την έβλεπα ότι δεν ήταν καλά και λέω, λέγανε, λοιπόν, τα παιδάκια “κύριε, ποιος είναι; Ποιος είναι; Ποιος είναι;”, λέω “είναι η Ισμήνη. Η Ισμήνη, δυστυχώς, αύριο δεν θα είναι στο σχολείο μας. Λυπάμαι, θα πάει σε ένα άλλο σχολείο για να καταλάβει πόσο σοβαρό ήταν αυτό που έκανε και ότι δεν είναι σωστό να παίρνουμε τα ξένα πραγματάκια” και όλα αυτά. Παγωμάρα στην τάξη, δεν ήτανε... Πέρασε η μέρα και ήταν όλα τα παιδάκια άρρωστα. Με πλησίασε κάνα-δύο φορές, εγώ περίμενα, ο πραγματικός θύτης να ‘ρθει να μου πει ότι “είναι αδικία να διώξετε το παιδί, γιατί εγώ το πήρα”, αλλά δεν με πλησίαζε ή με πλησίασαν, έτσι, κάνα δυο φορές έτσι μερικά παιδάκια να μου πούνε “κύριε, τι θα γίνει Ισμήνη;”, λέω “παιδάκια, μην ασχολείστε, αυτό που έκανε ήταν πάρα πολύ κακό και δεν φταίω εγώ, ήταν απόφασή του σχολείου, οι γονείς της το ξέρουν, έχουν συμφωνήσει και θα πάει σε ένα άλλο σχολείο, γιατί δεν μπορεί να σταθεί στο σχολείο μας”. Στεναχώρια, στεναχώρια, στεναχώρια, χτυπάει και το κουδούνι να σχολάσουν. Ο νεαρός, ο Γιωργάκης, Γιώργο τον λέγανε, ο Γιωργάκης δεν έφευγε απ’ την τάξη». «Είχανε φύγει όλοι, λέω “Γιώργο μου, δεν θα φύγεις;”, ο Γιωργάκης ήταν στην καρέκλα του καθιστός. “Ρε Γιωργάκη, θα φύγουν τα σχολικά”, τίποτα. Λέω “θες να μου πεις κάτι;”, “εγώ, κύριε, σας το πήρα” μου κάνει. “Τι έκανες;” του λέω, “εγώ σας το πήρα”, “‘Άστα αυτά, ρε Γιώργο, το λες τώρα για να γλιτώσεις την Ισμήνη! Αφού στης Ισμήνης”, του λέω, “την τσάντα το βρήκα”, “εγώ σας το πήρα, κύριε, και την ώρα που ψάχνατε το πέταξα μέσα στην τσάντα της Ισμήνης για να μην το βρείτε στη δικιά μου”, του λέω “Γιώργο, τι είναι αυτό που λες; Αλήθεια είναι;”, “ναι, κύριε”. Του λέω “κοίταξε να δεις”, του λέω “Γιώργο, αυτό το πράγμα πρέπει να το συζητήσουμε, πρέπει να φύγεις τώρα, να πας σπίτι, θα πεις όλα αυτά που έκανες και γίνανε στους γονείς σου, θα μου το υποσχεθείς αυτό;”, “ναι, κύριε”, “δεν θα φοβηθείς να την πεις την αλήθεια και αν το κάνεις αυτό, εγώ θα σε συγχωρέσω και δεν θα φύγεις ούτε εσύ από το σχολείο, αλλά φυσικά δεν θα φύγει και η Ισμήνη”. Πέταξε από την χαρά του ο Γιωργάκης, πήγε σπίτι, είπε την αλήθεια, γύρισε την άλλη μέρα στο σχολείο. Του λέω “Γιώργο μου, θα πούμε την αλήθεια, αλλά δεν θα πούμε ποιος είναι. Δεν θέλω να πω ότι είσαι εσύ, ας πούμε “κάποιο παιδάκι”, “κάποιο παιδάκι”» και κοιτάξτε τώρα τι έγινε. Τους λέω, στα παιδάκια «Τους είπα, λοιπόν, ότι δεν είναι η Ισμήνη, ότι είναι κάποιο παιδάκι. Μάλιστα ρώτησα το Γιωργάκη, του λέω “βρε Γιωργάκη μου”, του λέω, “γιατί το έκανες αυτό;”, “γιατί, κύριε, ήθελα να πάρω το Game Boy” – τότε ήταν το Game Boy – “ήθελα να πάρω το Game Boy και ο μπαμπάς μου δεν με αφήνει, γιατί μου λέει να διαβάζω βιβλία και να μην παίζω με αυτές τις σαχλαμάρες γιατί μου κάνουν κακό στα μάτια και αυτά και εγώ ήθελα να πάρω το Game Boy και γι’ αυτό σας έπαιρνα τα λεφτά”. Κι εκεί, βέβαια», τους λέω, «έγινε μία μεγάλη κουβέντα με το παιδάκι, με τους γονείς και την άλλη μέρα τους λέω “παιδάκια”, παρόλο που εγώ προσπάθησα να μην πω, ούτε να μαρτυρήσω, σηκώθηκε ο Γιώργος επάνω και είπε “κύριε, εγώ είμαι και δεν θέλω να κρύβετε το όνομά μου, εγώ και θέλω να ζητήσω συγγνώμη.”». Αφού σας το λέω τώρα, στο λέω, Ιόλη μου, και συγκινούμαι. «Και θέλω να ζητήσω συγγνώμη από την Ισμήνη». Αυτό τους έκανε τρομερή εντύπωση αυτή η ιστορία. Το πόσο σημαντικό είναι να λέμε την αλήθεια, το πόσο σημαντικό είναι να μην παίρνουμε ξένα πράγματα και πως όταν λέμε την αλήθεια, τελικά ούτε μας τιμωρούν και βγαίνουμε κερδισμένοι. Τέτοιες ιστορίες πολλές, εντάξει. Κι άλλες κι άλλες, έτσι; Μια άλλη ιστορία, έτσι, που μου άρεσε πάρα πολύ και την έλεγα πάντα ήτανε με ένα, τους έλεγα ότι «κοιτάξτε να δείτε», τους λέω, «παιδάκια, μην κοιτάτε την εικόνα και αυτό που βλέπετε στον άλλον, γιατί μπορεί να φαίνεται πολύ φτωχό αυτό που βλέπετε, αλλά μπορεί να έχει τεράστια αξία! Μην κοιτάτε το αυτό που φαίνεται, το εξωτερικό και θα σας πω», τους λέω, «μία ιστορία. Ήταν κάποτε», λέω, «ένας πολύ πλούσιος άρχοντας, ο οποίος όμως δεν είχε παιδιά, δεν είχε παντρευτεί στη ζωή του και δεν είχε παιδιά. Αλλά είχε πάρα πολλά λεφτά, πάρα πολλά λεφτά και δεν ήξερε τι να τα κάνει. Είχε μεγαλώσει στην ηλικία, ήταν πολύ γέρος και δεν ήξερε τι να κάνει, σε ποιον να τα αφήσει. Είχε, λοιπόν, τρεις υπηρέτες έμπιστους. Είχε κι άλλους, αλλά τρεις ήταν οι πιο έμπιστοί του και σκέφτηκε να αφήσει την περιουσία του σ’ αυτούς τους τρεις. Αλλά, σου λέει “είναι τρεις, πώς να τη μοιράσω ακριβώς; Δεν γίνεται” και τους έβαλε σε μία δοκιμασία. Στον πρώτο το έδωσε πέντε χρυσά.» Είναι μοιάζει με την παραβολή των ταλάντων, αλλά δεν είναι ακριβώς η ίδια που είναι στο ευαγγέλιο, είναι λίγο μια διασκευή της, ας το πούμε έτσι. «Στον πρώτο, λοιπόν, έδωσε πέντε χρυσά νομίσματα και του λέει “έλα εδώ”, του λέει, “πάρε πέντε χρυσά νομίσματα και θα μου πεις σε ένα χρόνο ακριβώς τι τα έχεις κάνει, εντάξει;”, “εντάξει”, “αλλά δεν θα το πεις στους άλλους δύο, είναι μυστικό δικό μας, μεταξύ μας”». «Πάει, φωνάζει και το δεύτερο, του λέει “έλα εδώ”, του λέει, “πάρε δύο χρυσά νομίσματα και του χρόνου, σε ένα χρόνο θα μου πεις τι θα έχεις κάνει. Σε παρακαλώ πολύ, όμως, δεν θα πεις τίποτα στους άλλους δύο, εντάξει;”, “εντάξει”. Και φωνάζει και τον τρίτο και του λέει “έλα εδώ”, του λέει, “πάρε ένα χρυσό νόμισμα και θα μου πεις σε ένα χρόνο τι το έχεις κάνει”.» Εκεί σταματάω την ιστορία και ρωτάω τα παιδάκια «Παιδάκια, είναι δίκαιος;», «όχι, δεν είναι δίκαιος! Στον έναν έδωσε πέντε, στον άλλον δύο, στον άλλο μόνο ένα.» «Περιμένετε», τους λέω, «να δείτε αν είναι δίκαιος ή όχι.» Συνεχίζουμε, λοιπόν, την ιστορία. «Έρχεται, λοιπόν, μετά από ένα χρόνο αυτός που είχε πάρει τα πέντε, του λέει “αφεντικό ήρθα”, του λέει “τι έκανες τα πέντε χρυσά νομίσματα;”, λέει “να”, λέει, “πήγα στον κήπο, έσκαψα ένα βαθύ λάκκο, έβαλα και ένα δέντρο από, τα έβαλα μέσα και έβαλα και ένα δέντρο από πάνω για να θυμάμαι που τα έχω θάψει μην τα χάσω, εντάξει; Και πήγα τώρα, τα ξέθαψα και σας τα ‘φερα”. “Μπράβο”, του λέει, “παιδί μου, πήγαινε”. Φωνάζει το δεύτερο υπηρέτη, του λέει “έλα εδώ”, του λέει, “τι έκανες τα δύο χρυσά νομίσματα;”, “να”, λέει, “αφεντικό, τα πήγα και τα κατέθεσα σε μία τράπεζα και τώρα τα έχω κάνει δυόμιση, πάρε δυόμιση χρυσά νομίσματα”, “μπράβο”, του λέει, “φύγε” και φωνάζει και τον τρίτο που είχε πάρει το ένα χρυσό νόμισμα”. Του λέει “εσύ τι έκανες;”, αυτός δεν μιλούσε. “Τι έκανες”, λέει, “παιδί μου;”, αμίλητος. Είχε σκύψει το κεφάλι του και είχε μαζέψει και τους ώμους του έτσι και αμίλητος. “Παιδί μου”, του λέει, “τι έκανες;”, λέει, “δεν θα σε τιμωρήσω κι αν το ‘χασες”, λέει, “το χρυσό νόμισμα, δεν πειράζει”, λέει, “χαλάλι σου!”. “Όχι” του λέει, “δεν το έχασα” του λέει, “τι έκανες;”, “να”, λέει, “θα σ[00:50:00]ας πω”, λέει, “αλλά σας παρακαλώ μη με τιμωρήσετε”, “θα μου πεις την αλήθεια και δεν θα σε τιμωρήσω”. “Να” λέει, “θυμάστε που μας είχατε πει ότι κάθε μέρα 14:00 με 17:00 θα πρέπει να ξεκουραζόμαστε; Εγώ”, λέει, “δεν ξεκουραζόμουνα, κρυφά σας παράκουσα. Είμαι πολύ, ντρέπομαι που σας παράκουσα. Κάθε μέρα 14:00 με 17:00 δεν κοιμόμουνα και δεν ξεκουραζόμουνα”. “Και τι έκανες;”, του λέει, “να”, λέει, “με το χρυσό νόμισμα που μου δώσατε πήγα και πήρα ένα γαϊδούρι και με το γαϊδούρι πήγαινα κι έκανα μεταφορές. Όποιος ήθελε να μεταφέρει αλεύρι, πήγαινε και το μετέφερε και μου έδινε λεφτά. Όποιος ήθελε να μεταφέρει ξύλα, πήγαινε, μετέφερε ξύλα και έτσι έβγαλα λεφτά”, του λέει, “και με τα λεφτά που έβγαλα αγόρασα δύο χρυσά νομίσματα και έχω και το γαϊδούρι”, του κάνει. Του λέει “μπράβο, παιδί μου”, του λέει, “πήγαινε”. “Δεν θα με τιμωρήσετε;”, “όχι”, λέει, “γιατί να σε τιμωρήσω;”, “μα”, λέει, “σας παράκουσα, σας παράκουσα. Εγώ”, λέει, “δεν ξεκουραζόμουνα, δούλευα”, “δεν πειράζει”, του λέει, “πήγαινε, θα τα πούμε αργότερα”. Τους κάλεσε, λοιπόν, την επόμενη μέρα και τους τρεις. Παίρνει το πρώτο». Εκεί σταματάω πάλι την ιστορία και λέω στα παιδάκια: «Ποιος σας φαίνεται από τους τρεις ο πιο πλούσιος; Αν, δηλαδή, ερχόντουσαν αυτοί οι τρεις άνθρωποι κι ο ένας κρατούσε πέντε χρυσά νομίσματα, ο άλλος κρατούσε δυόμιση και ο άλλος κρατούσε δύο, τι θα λέγατε; Ποιος είναι ο πιο πλούσιος;» «αυτός που έχει τα πέντε, κύριε Γιάννη», «και ποιος είναι ο πιο φτωχός;», «αυτός που έχει τα δύο». «Μάλιστα. Κοιτάξτε, λοιπόν, τώρα πώς τους έκρινε το αφεντικό τους. Έρχεται, λοιπόν, αυτός με τα πέντε χρυσά νομίσματα που εσείς λέτε ότι είναι ο πιο πλούσιος και ο πιο, έτσι, δυνατός, ας το πούμε έτσι, απ’ τους τρεις γιατί έχει πέντε χρυσά νομίσματα και του λέει “εσύ θα πάρεις τα δύο δέκατα της περιουσίας”. Άρα, δηλαδή, την περιουσία την κάναμε δέκα κομματάκια, “εσύ θα πάρεις τα δύο”. Έρχεται ο δεύτερος που τα έχει κάνει δυόμιση –α και του λέει “γιατί εσύ”, του λέει, “είσαι μεν τίμιος, δεν μου τα έκλεψες, δεν τα πέταξες, αλλά είσαι και κουτός και τεμπέλης. Αλλά για την τιμιότητα σου, σου δίνω δύο από τα δέκα.”– Έρχεται ο δεύτερος, του λέει “εσύ, θα πάρεις”, που είχε τα δυόμιση, του λέει “εσύ θα πάρεις τρία από τα δέκα κομμάτια της περιουσίας μου.”» «“Γιατί εσύ”, του λέει, “είσαι τίμιος, έξυπνος αλλά τεμπέλης. Γιατί είχες την εξυπνάδα να τα βάλεις στην τράπεζα, ο άλλος ούτε αυτό δεν σκέφτηκε. Πήγε και τα ‘χωσε, σαν τα σκυλάκια που δαγκώνουνε”», τους λέει, «“το κοκαλάκι”. Και στον τρίτο που έρχεται, που στα μάτια μας είναι ο πιο φτωχός από τους τρεις, του έδωσε τα πέντε από τα δέκα, τη μισή περιουσία και του λέει “εσύ είσαι και τίμιος και έξυπνος και εργατικός και ταπεινός, διότι έκανες παρανομία που την έκανες, για καλό την έκανες την παρανομία. Δεν ήσουνα ξύπνιος 14:00 με 17:00 για να πηγαίνεις να γλεντάς ή να κάνεις δεν ξέρω εγώ τι ή να βλέπεις τηλεόραση ή να παίζεις ηλεκτρονικά παιχνίδια, αλλά πήγαινες για να δουλέψεις. Συνεπώς σε ‘σένα, εσύ έχεις τα πιο πολλά χαρίσματα. Κρυφά χαρίσματα, όχι φανερά που είναι τα δύο χρυσά νομίσματα. Κρυφά χαρίσματα από τους άλλους δύο, άρα εσύ δικαιούσαι μεγαλύτερο κομμάτι της περιουσίας”». Και τους λέω «είδατε παιδάκια; Ότι τα καλά δεν φαίνονται, είναι κρυφά. Για αυτό, λοιπόν, αν μπει», τους λέω, «καμία καθαρίστρια μες στην τάξη μας για να καθαρίσει την τάξη μας, αν μπει ένας εργάτης για να φτιάξει τον κήπο έξω, εσείς θα τον βλέπετε με μεγαλοψυχία. Θα τον βλέπετε σαν έναν άνθρωπο που μπορεί να είναι πολύ ανώτερος από το δάσκαλο σας», τους λέω, «γιατί μπορεί να έχει κρυφά χαρίσματα που δεν τα βλέπουμε. Όταν βλέπετε ένα άλλο παιδάκι, που πάτε, ξέρω ‘γώ, φτωχό, που το βλέπετε ότι είναι φτωχικά ντυμένο, θα το κάνετε παρέα γιατί μπορεί να είναι πολύ πιο αξιόλογο από ένα άλλο παιδάκι που είναι πολύ πλούσια ντυμένο». Αυτή ήταν μια άλλη ιστορία που τους έλεγα, εντάξει;
Πώς έρχεσαι εσύ σε επαφή με τις ιστορίες που διηγείσαι στα παιδιά;
Πώς... Ναι, κοίταξε να δεις. Η πρώτη ιστορία ήτανε βιωματική, εντάξει; Ήτανε μέσα από τη αυτό, ήτανε... Να σας πω εδώ, ξέχασα να σου πω ότι ο Γιωργάκης που μου είχε πάρει τα λεφτά είναι πολύ πετυχημένος δικηγόρος αυτή τη στιγμή και θυμάμαι αυτό, είναι όντως έτσι, είναι πολύ χαρακτηριστικό που είχε έρθει όταν ήταν φοιτητής, είχε έρθει στο σχολείο, αφού συγκινούμαι, και μου λέει «κύριε, Γιάννη ακόμα θυμάμαι εκείνη το περιστατικό. Δεν θα φύγει ποτέ από τη μνήμη μου», έτσι; Αυτά είναι, αυτά είναι εμπειρίες που είναι σημαντικές και για το παιδί, αλλά κυρίως και για ‘μένα, το δάσκαλο, έτσι; Είναι οι εμπειρίες που σου δίνουν κουράγιο και δύναμη για τη δουλειά μας. Δεν είναι δουλειά, έτσι; Είναι κάτι που το κάνεις με κέφι. Έχουμε ανάγκη από αυτά, γιατί είναι πάρα πολύ κουραστική, είναι πολύ ψυχοφθόρο όλο αυτό με την έννοια ότι ο δάσκαλος γυρίζοντας από το σχολείο και από ένα πεντάωρο μαθήματος νιώθει τέτοια εξάντληση, όχι τόσο πολύ σωματική όσο συναισθηματική. Και αυτός είναι και ο λόγος που πραγματικά ένας συνειδητοποιημένος εκπαιδευτικός, έτσι; Έχει ανάγκη τις διακοπές. Αυτό που λένε ότι «ρε παιδί μου, κάθεστε» είναι απαραίτητο, γιατί εμένα δεν με νοιάζει το καλοκαίρι, ας πούμε, τον ένα μήνα από που τους δύο που καθόμαστε, ας κάνουμε κάτι άλλο, αλλά όχι όμως διδασκαλία. Είναι απαραίτητο για να μπορέσεις, έτσι; Να μπορέσεις να κυρίως να εμπνεύσεις 24-25 παιδάκια, που είναι πάρα πολλά. Δεν είναι λίγα. Φεύγει από πάνω σου συνεχώς, κάθε λεπτό που περνάει, φεύγει ενέργεια, γιατί όταν είσαι μέσα στην τάξη… Βέβαια, ξεφεύγω λίγο από την ερώτηση, αλλά θα γυρίσω στην ερώτησή σου. Όταν είσαι μέσα στην τάξη ταυτόχρονα πρέπει να παρακολουθείς 25 παιδιά. Ταυτόχρονα, όμως. Πώς το κάνεις αυτό; Με τα αισθητήριά σου. Όχι μόνο με τα μάτια, με τα αισθητήρια. Με το μυαλό, με τη σκέψη. Δηλαδή, εκεί που γράφω, θα πω, που είναι γυρισμένη η πλάτη μου και γράφω, θα πω «Ιόλη», λέω ένα παράδειγμα, που ξέρω ότι η Ιολίτσα χαζεύει, αφαιρείται, «Ιόλη γράφεις τώρα που μιλάω;». Θα πρέπει, λοιπόν, την ώρα που γράφω να σκέφτομαι τα 3, τα 4, τα 5 παιδάκια που δυσκολεύονται και για αυτό και πολλές φορές την ώρα που γράφω ξεχνάω τόνους, κάνω λάθη και μου λένε «κύριε, ξεχάσατε, δεν βάλατε τελεία, κύριε», γιατί εκείνη την ώρα το μυαλό μου ήτανε εντελώς αλλού. Οπότε αυτό είναι τρομερή απώλεια ενέργειας, έτσι; Και να γυρίσω πίσω, αυτές τις ιστορίες είτε τις έχω διαβάσει, είτε τις έχω ακούσει αλλά το σημαντικότερο από όλα είναι ότι τις προσαρμόζω στην περίσταση, που είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Και πάρα πολλές ιστορίες από τα παιδικά μου χρόνια. Αρέσκονται τρομερά να τους λες αταξίες που έκανες εσύ όταν ήσουν στο σχολείο, διαβολιές που έκανες, ζαβολιές που έκανες. Τρελαίνονται, γιατί σου λέει «α! και ο κύριος είναι σαν και εμένα, δεν είμαι μόνο εγώ το κακό παιδάκι». Γιατί δυστυχώς οι γονείς τους λένε «και μην ακούσω να είσαι κακό παιδάκι στο σχολείο». Μα δεν υπάρχουν κακά παιδάκια, δεν υπάρχουν κακά παιδάκια, απλά δεν υπάρχουν.
Τι ζαβολιές έκανες εσύ;
Ζαβολιές. Να σου πω. Τρίτη δημοτικού στη Σύρο, γιατί μεγάλωσα στη Σύρο τα πρώτα χρόνια. Μου άρεσε πάρα πολύ ένα κοριτσάκι, ήμουνα full ερωτευμένος με ένα κοριτσάκι. «Ερωτευμένος» τώρα, τέλος πάντων. Αυτές τις ηλικίες, τα πρώτα σκιρτήματα και ήθελα να την παρακολουθώ μετά το σχόλασμα που πάει στο σπίτι της. Όμως η Κλέλια – Κλέλια τη λέγανε – η Κλέλια έμενε στην Άνω Σύρο. Εγώ έμενα κάτω χαμηλά, στο λιμάνι κοντά. Η Άνω Σύρος είναι κάπου 20 λεπτά με τα πόδια. Πήγαινα, λοιπόν, εγώ από πίσω το Γολγοθά κάθε μέρα. Έλα μου, όμως, που καθυστερούσα να γυρίσω σπίτι και εκεί η απόσταση είναι μετρημένη. Ούτε κίνηση στο δρόμο είχε, ούτε, ξέρω ‘γώ, τι να πω άλλο; Δεν είχε τίποτα, η απόσταση από το σχολείο στο σπίτι μου ήτανε 5 λεπτά. Εγώ έκανα 25 λεπτά να γυρίσω. Μου ‘λεγε η μητέρα μου: «Πού ήσουνα, παιδί μου, Γιάννη;», «Μας κράτησε ο κύριος Παναγιώτης» – Παναγιώτης λεγότανε – «ο κύριος Παναγιώτης μας κράτησε, γιατί ήμασταν παιδάκια και», αυτό. Το πίστεψε η μητέρα μου την πρώτη φορά. Δεν πήγαινα και κάθε μέρα πίσω από την Κλέλια, μια φορά τη βδομάδα, ξέρω ‘γώ. Την επόμενη βδομάδα ξανά μου ερχότανε ο οίστρος να την πάρω την Κλέλια από πίσω, γύριζα πάλι πίσω. «Πού ήσουνα παιδί μου;» μου έλεγε πάλι η μητέρα μου. «Έπεσα, γλίστρησα και με πονούσε το πόδι μου και ερχόμουνα αργά, αργά», «καλά» μου λέει. Την τρίτη φορά ξανά άργησα, αλλά δεν με πίστεψε η μητέρα μου. Μου λέει «κάτι μου κρύβεις», μου λέει. «Όχι η μαμά», της λέω, «δεν σου κρύβω τίποτα». Τι έκανε, όμως, η μητέρα μου; Τις άλλες μέρες, κάθε μέρα ερχόταν σχολείο και με παρακολουθούσε πού πήγαινα. Κάποια μέρα, λοιπόν, με τσακώνει και με βλέπει να πηγαίνω στην Άνω Σύρο. Λοιπόν, έλα μου ντε που εγώ γύριζα πίσω τρέχοντας. Εκείνη, λοιπόν, γυρίζοντας πίσω δεν μπορούσε να τρέξει, έφτασα, λοιπόν, στο σπίτι πιο γρήγορα από εκείνη, χτύπαγα την πόρτα και δεν μ’ άνοιγε. «Ρε παιδί μου, τι γίνεται; Πού είναι;», «χτύπαγα, χτύπαγα», λέω στα τα παιδάκια. Χτύπαγα την πόρτα, κάποια στιγμή έρχεται η μαμά μου και της λέω «έλα, βρε μαμά, που είμαι εδώ πέρα μία ώρα και σε περιμένω, από [01:00:00]το σχολείο έχω έρθει αμέσως και σε περιμένω και εσύ πού είσαι και δεν;», «α», λέει, «είσαι πολλή ώρα», μου λέει, «εδώ;». «Ναι» της λέω. «Από πότε είσαι;», «μόλις χτύπησε το κουδούνι», της λέω «ήρθα αμέσως.» Μου λέει «αμέσως ήρθες ή πήγες και πουθενά αλλού;», «όχι μαμά», της λέω, γιατί τώρα δεν χρειαζόταν να της πω ψέματα με το φτωχό μου το μυαλό, αφού και εκείνη έλειπε μπορούσα να της πω ότι είχα έρθει νωρίς. Ναι. «Σίγουρα», μου λέει, «δεν πήγες;», «όχι», «και στην Άνω Σύρο», μου λέει, «τι γύρευες;», εκεί λέω «παιδάκια, καταλαβαίνετε…” και της τα ‘πα. Δεν της τα ‘πα όλα, όλα ακριβώς, εντάξει; Με μάλωσε φυσικά πάρα πολύ, αλλά ήτανε μεγάλη αταξία αυτή που έκανα. «Μία άλλη φορά», τους λέω, αυτό είναι αλήθεια, «ήμουνα στο γυμνάσιο και ήθελα να αγοράσω, δεν με άφηνε η μητέρα μου να πάρω κρουασάν. Είχανε βγει τότε τα κρουασάν, τα molto και αυτά όλα και δεν με άφηνε η μητέρα μου να πάρω κρουασάν, γιατί ήταν ανθυγιεινά. Λοιπόν, είχαμε πάει μία μέρα μία εκδρομή. Κι όλοι οι συμμαθητές μου φέρανε κρουασάν. “Εγώ να μην πάρω κρουασάν; Να μην πάρω κρουασάν;”. Τι σκέφτηκα, λοιπόν; Είδα έναν φίλο μου που είχε κρουασάν, του λέω “θα το φας”, του λέω, “αυτό το κρουασάν;”, λέει “θα το φάω”. Λέω “βάζουμε ένα στοίχημα και άμα το κερδίσω να μου το δώσεις το κρουασάν; Άμα το χάσω, εγώ δεν έχω να σου δώσω κρουασάν, αλλά θα σου δώσω 20 ευρώ, 20 δραχμές”, τότε. Είχα 20, μου λέει “βάζουμε”, μου λέει. Του λέω “βλέπεις”, του λέω “αυτό το θάμνο;”, “ναι”, “όποιος θα πηδήξει από πάνω, θα κερδίσει το στοίχημα”». «Αλλά εγώ», τους λέω «παιδάκια, επειδή αυτός έτρωγε πολλά κρουασάν, ήταν λίγο χοντρούλης κι ήμουνα σίγουρος ότι δεν θα μπορέσει να πηδήξει το θάμνο. Οπότε έτρεχε ο συμμαθητής μου, με το που έφτανε μπροστά στο θάμνο σταμάταγε, γιατί έβλεπε δεν μπορούσε να το πηδήξει. Οπότε του λέω “περίμενε”, του λέω, “να πηδήξω εγώ”, του λέω. Τρέχω, τρέχω, τρέχω, πηδάω από πάνω, αλλά όμως από την άλλη μεριά του θάμνου είχε ένα γκρεμό δυόμιση μέτρα, δεν είχε», τους λέω, «έδαφος, είχε ένα γκρεμό και πέφτω», τους λέω, «κάτω στο γκρεμό και τσακίστηκα. Όχι μόνο τσακίστηκα, έσπασα το δάχτυλο μου, έγινα όλος μες στα αίματα και δεν είπα ποτέ στη μητέρα μου ότι έσπασα το δάχτυλο μου. Το δάχτυλό μου», τους λέω, «το βλέπετε, έχει κολλήσει στραβά, είχε πρηστεί, είχε γίνει τόσο! Λοιπόν, της έκρυψα την αλήθεια, γιατί άμα της έλεγα ότι έβαλα στοίχημα για να πάρω κρουασάν που δεν με άφηνε… Γι’ αυτό», τους λέω, «παιδάκια» και τους λέω στα παιδάκια, καμιά φορά έρχονται και μου ζητάνε «κύριε, θα μου δώσετε, ξέρω ‘γώ, ένα ευρώ», “ενώ σας έχει δώσει η μαμά καρότο, αγγουράκι να φάτε, το υγιεινό, ζητάτε λεφτά να πάτε να πάρετε τυρόπιτα. Γι’ αυτό», τους λέω, «αφήστε τα αυτά, θα τρώτε ό,τι σας δίνει η μαμά».
Τέτοιες ιστορίες, έτσι; Αυτά.
Άρα εσύ γεννήθηκες στη Σύρο;
Όχι, εδώ γεννήθηκα, αλλά πήγαμε στη Σύρο γιατί ο πατέρας μου δούλευε στο Νεώριο, στο ναυπηγείο της Σύρου τότε και ήρθαμε εδώ πέρα πέμπτη δημοτικού, στην πέμπτη δημοτικού ήρθα. Εντάξει, τα χρόνια της Σύρου ήτανε ανεπανάληπτα, γιατί στη Σύρο δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Όλη η Σύρος είναι με καλντερίμια, έτσι; Δεν υπάρχουν αυτοκίνητα μέσα στους δρόμους που είναι τα σπίτια, οι δρόμοι… Ένας δρόμος υπάρχει όλος κι όλος στο λιμάνι και ένας άλλος δρόμος που οδηγεί, ας πούμε, στα χωριά. Όλο το άλλο το κομμάτι της Σύρου είναι με πλακόστρωτο και με τα σκαλιά, πλατύσκαλα αλλά και πολύ έτσι ανηφορικές σκάλες, όταν φτάνεις προς τα πάνω, προς τον Άη –. Εκκλησία της Αναστάσεως μου φαίνεται είναι πάνω, όχι! Της Αγίας Ελένης, η καθολική και της Αναστάσεως έχει δύο λόφους. Ο ένας είναι των καθολικών, η Φραγκοσυριανή, και η άλλη είναι ορθόδοξη. Ήταν εντυπωσιακό στη Σύρο, να σου πω την αλήθεια, γιατί εκεί έμαθα να συνυπάρχω και με τους καθολικούς, οι οποίοι είναι, ξέρεις, όπως όλος ο κόσμος, όπως όλοι μας οι ορθόδοξοι και που δυστυχώς αυτές τις μισαλλοδοξίες, δηλαδή το να, αυτός που έχεις μία άλλη δοξασία να τον μισείς ουσιαστικά, έτσι; Και να μην μπορείς συνυπάρξεις, τις καλλιεργούν, έτσι; Σκόπιμα. Και ο κλήρος, ο εκάστοτε κλήρος, δηλαδή είτε είναι των ορθοδόξων, είτε είναι των καθολικών, είτε είναι μουσουλμάνικος κλήρος, γιατί δυστυχώς θέλουν να έχουν τον έλεγχο των πιστών. Είναι καθαρά, δηλαδή, ανθρώπινη αυτή η συμπεριφορά και δεν έχει τίποτα να κάνει με, καμία σχέση με τον Θεό. Με το θείο και με αυτό που λέει το Ευαγγέλιο. Είναι, δηλαδή, μία αδυναμία στην οποία πέφτουνε ως άνθρωποι οι κληρικοί, στην ανασφάλεια που νιώθουν στο να ελέγξουν, ας το πούμε έτσι, το ποίμνιό τους. Με αποτέλεσμα να χάνουμε την ουσία, που η ουσία είναι η αγάπη, έτσι; Η πραγματική αγάπη μεταξύ μας. Και ο καλύτερός μου φίλος ήταν ο Γιάννης, εντάξει, ας μην πούμε το επίθετό του, τον οποίο τον είδα μάλιστα φέτος, οποίος ήτανε καθολικός. Kαι το εντυπωσιακότερο από όλα ήταν το πρωί στην εκκλησία λέγαμε όλο το πάτερ ημών, γιατί το πάτερ ημών το λένε και οι καθολικοί κανονικότατα, έτσι; Και ο καθένας έκανε το σταυρό του όπως ήθελε, χωρίς κανένα πρόβλημα. Και όχι μόνο αυτό και το άλλο το πολύ ωραίο είναι ότι όταν παντρεύεται στη Σύρο ένας καθολικός με έναν ορθόδοξο γίνονται και οι δύο τελετές, και των καθολικών ο γάμος και των ορθοδόξων ο γάμος. Κι εκεί βλέπεις και καταλαβαίνεις ότι αυτά είναι ανθρώπινα μορφώματα και δημιουργήματα. Όσο περνούσαν τα χρόνια και το Σχίσμα των Εκκλησιών δεν το, δεν θα μπορούσε ποτέ να το σκεφτεί ο Θεός. Τι να σκεφτεί ο Θεός; Να κοπεί στη μέση; Ένας ήτανε, τι να κοπεί; Στη μέση να κοπεί και να πάει από ‘δω και από ‘κει; Δεν γίνεται. Το σώμα είναι ένα, ο Θεός είναι ένας, αυτά ήταν δημιουργήματα και την ξέρουμε όλη την ιστορία πώς έγινε με την Ανατολική και τη Δυτική εκκλησία και τα συμφέροντα και όλα αυτά, ας πούμε. Με το Βυζάντιο και τους, ας πούμε, Ενετούς από ‘κει.
Εσύ πότε γεννήθηκες;
‘62.
Το ‘62.
1962, ‘ντάξει. Γυρίσαμε εδώ στην Αθήνα, το ‘72 γυρίσαμε στην Αθήνα, λίγο πριν τη μεταπολίτευση. Εντάξει, ήταν ωραία χρόνια, όμως, αυτά γιατί τα έζησα ανέμελα και έξω παίζαμε, στη θάλασσα κοντά, κάναμε μπάνιο μες στο λιμάνι. Πέφταμε μες στο λιμάνι και το βάθος του λιμανιού εκεί πέρα είναι πάρα πολύ μάλλον, γύρω στα 100 μέτρα, γιατί είναι οι δεξαμενές, οι οποίες είναι βυθιζόμενες αυτές οι δεξαμενές. Δεν είναι της στεριάς, είναι της θαλάσσης. Βυθίζονται και μπαίνει μέσα το πλοίο και μετά ξανά ανεβαίνει μαζί με το πλοίο, έτσι; Οπότε είναι πάρα πολύ βαθύ το λιμάνι και κάναμε εκεί πέρα μπάνιο.
Βουτιές;
Βουτιές πολλές.
Πώς αισθανόσουνα –
Έπεσα 6 χρονών πρώτη δημοτικού, με έσπρωξε ο πατέρας μου μέσα στο λιμάνι στη θάλασσα, χωρίς να ξέρω μπάνιο. Ήταν μία τραυματική εμπειρία αυτή, διότι έπεσα μέσα κι εκείνος γελούσε. Γελούσε, αλλά μου λέει «κούνα τα χέρια σου» και τα λοιπά. Ήτανε, δηλαδή, ο πατέρας μου από την Άνδρο, Ανδριώτης, νησιώτης και αυτός μέσα στη θάλασσα γεννημένος. Η μητέρα μου απ’ τη Νάξο, οπότε τη θάλασσα την, ήτανε, έτσι, το σπίτι τους. Και ο πατέρας μου είχε και πάρα πολλούς συγγενείς καπεταναίους και ανθρώπους που είχαν χαθεί στη θάλασσα, είχαν πνιγεί, οπότε τη θάλασσα τη θεωρούσαν πολύ δική τους, εντάξει;
Segment 6
Παιχνίδια και τραγούδια στο σχολείο - «Πάλι άνοιξη θ’ ανθίσεις», τα κάλαντα, ο χαρταετός και η γεωμετρία, η κυρά-Σαρακοστή, το ζύμωμα του ψωμιού
01:07:53 - 01:28:03
Τώρα θες να γυρίσουμε μήπως πίσω ή στα έθιμα; Ωραία. Λοιπόν, είχαμε μείνει, λοιπόν, στο Μάρτιο. Είχαμε, λοιπόν, το «Μάρτη» και εκείνη την ημέρα, την πρώτη μέρα του Μαρτίου κάναμε και τα λεγόμενα «χελιδονίσματα». Τα προετοιμάζαμε καιρό αυτά, δηλαδή το κάθε παιδάκι έχει φτιάξει ένα χελιδονάκι με χαρτόνι, το βάζανε σ’ ένα ξυλαράκι που βρίσκανε απ’ το δάσος στο σχολείο μας ή από ένα ξυλαράκι από αυτά που κάνουμε τα καλαμάκια, τα σουβλάκια του εμπορίου και έχοντας το κάθε παιδάκι το χελιδονάκι του, έτσι; Γυρίζαμε, μαθαίναμε ένα ποιηματάκι – να σας το πω – που είχε σχέση, είχε σχέση το ποιηματάκι αυτό με τα χελιδόνια, τον ερχομό των χελιδονιών και με τις παραξενιές του Μάρτη, που είναι πολύ ασταθής ο καιρός, εντάξει; Αλλά όλο αυτό ήτανε ένα τραγούδι για να εξευμενίσουμε, συγγνώμη, το Μάρτη για να κάνει καλό καιρό επιτέλους και να περάσει ο χειμώνας και να μπορέσουν να ‘ρθουν τα χελιδονάκια, να βρουν τις φωλίτσες τους και να περάσουν το καλοκαίρι τους εδώ. Θέλετε να ακούσετε τα λογάκια;
Αμέ!
Ωραία. Λοιπόν: Ήρθε, ήρθε χελιδόνα, ήρθε κι άλλη μελιδόνα. Κάθισε και ελάλησε και γλυκά κελάηδησε και τι είπε; Μάρτη, Μάρτη μου καλέ και Φλεβάρη φοβερέ κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις», από τα τζάκια που τσικνίζουν, από το κρύο που κάνει, καλοκαίρι θα μυρίσεις και αν χιονίσεις και αν κακίσεις, πάλι άνοιξη θ’ ανθίσεις, εντάξει; Και πηγαίναν τα παιδάκια, λοιπόν, μέσα στους διαδρόμους του σχολείου με τα χελιδονάκια τους, μπαίνανε μέσα στις τάξεις, μπαίνανε μέσα στα γραφεία του διευθυντή, των δασκάλων και τα λοιπά και λέγανε τα χελιδονίσματα, που ήτανε... Το ‘κάναν με πολύ κέφι, πάρα πολύ κέφι! Και εδώ κάνω λίγο μία αναδρομή που τη λέμε και στη, που την έκανε και ο Όμηρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, [01:10:00]μια αναδρομή γιατί ξέχασα να σας πω τα κάλαντα τα χριστουγεννιάτικα.
Πες τα και τα κάλαντα!
Δηλαδή, ποια ήταν τα κάλαντα. Όταν ερχόντουσαν, πλησιάζαμε για να κλείσουμε τα σχολεία για τα Χριστούγεννα, είχαμε τα κάλαντα που ήταν μία πάρα πολύ ωραία δραστηριότητα. Μαθαίναμε φυσικά τα κάλαντα, έτσι; Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία κι όλα αυτά. Αγόραζα στα παιδάκια ένα σκούφο Άγιο Βασίλη, τους έπαιρνα και... Μία φορά τους αγόραζα και τους είχαμε και κάθε χρόνο. Τότε δεν υπήρχε και κορωνοϊός να φοβόμαστε να φοράμε ο ένας του αλλουνού τα ρούχα. Λοιπόν, και είχα και τριγωνάκια. Φέρανε και φλογέρες όσα παιδάκια ξέρανε. Στα πρωτάκια ήταν λίγο δύσκολο, αλλά στις μεγαλύτερες τάξεις που είχαν ξέρανε και φλογέρες και κιθαρίτσες και κάναμε μία πολύ ωραία χορωδία. Εγώ ντυνόμουν Άγιος Βασίλης πάντα και γυρίζαμε σε όλες τις τάξεις του σχολείου με ένα καλαθάκι μήπως και μαζέψω καμια καραμελίτσα. Είχαμε συνεννοηθεί, βέβαια, στα γραφεία των διευθυντών και μας δίνανε καραμέλες εκεί οπωσδήποτε και τραγουδάγαμε από στέκι σε στέκι – έτσι; – τα κάλαντα. Το ίδιο κάναμε και με τα χελιδονίσματα. Οπότε ήτανε ήδη τα παιδιά προπονημένα σε αυτού του είδους το γαϊτανάκι, το μουσικό γαϊτανάκι κι έτσι περνάγαμε και προϋπαντούσαμε την άνοιξη. Μετά απ’ τα χελιδονίσματα, όπως καταλαβαίνεις η πρώτη δημοτικού περνούσε έτσι, και με μαθήματα φυσικά οπωσδήποτε, εντάξει; Αλλά είχε όλα αυτά και το περιμένανε κάθε φορά και μου λέγανε «κύριε, και τώρα τι θα κάνουμε;» Μετά απ’ τα χελιδονίσματα, λοιπόν, ερχότανε το Πάσχα. Εκεί, λοιπόν, είχαμε Καθαρή Δευτέρα, «Καθαρά Δευτέρα» όπως το λέγαμε παλιά, έτσι; είχαμε το πέταγμα του χαρταετού. Την Παρασκευή, πριν κλείσουν τα σχολεία για την καθαρή Δευτέρα αγοράζαμε, βάζαμε λεφτά όλα τα παιδάκια και αγοράζαμε έναν χαρταετό, έτσι; Με ουδέτερα χρωματάκια, κόκκινα, πράσινα, ξέρω ‘γώ και τα λοιπά, κίτρινα και τον πετάγαμε τον χαρταετό στα γήπεδα του σχολείου. Κατεβαίναμε κάτω όλο το τμήμα. Συνήθως δεν είχε αέρα, αλλά όταν δεν είχε αέρα ήταν μεγαλύτερο το πανηγύρι, γιατί τα έβαζα και τους έλεγα «θα τρέξετε με όλη σας τη φόρα! Με όλη σας τη φόρα!» και τρέχανε, τρέχανε, τρέχανε αυτά μπας κι ανέβη ο χαρταετός. Έπεφτε ο χαρταετός κάτω, τρέχανε πάλι αυτά. Ξανατρέχανε και ήτανε, το τρέξιμο για τα παιδιά είναι η διασκέδαση. Βάλ’ τα να τρέχουνε έτσι και αν έχουνε και στόχο; Δεν σταματάνε να τρέχουνε. Οπότε άμα δεν είχε αέρα, ήτανε… Αν πάλι είχε αέρα και αυτό τους άρεσε, γιατί ανέβαινε ψηλά και κρατούσαν και την καλούμπα. Μετά τους έλεγα, εκεί μάλιστα τους έκανα, γιατί εμένα μου άρεσε πάντοτε η καλούμπα, μου έκανε ο πατέρας μου πάντοτε χαρταετό και πετάγαμε και τους έκανα τα ζύγια και εκεί, με τα ζύγια τους έκανα και γεωμετρία. Γιατί τα ζύγια είναι ισόπλευρο τρίγωνο και εκεί βλέπανε την έννοια του τριγώνου, του ισόπλευρου και χωρίς να το καταλάβουνε μπαίνανε σ’ αυτή τη, στη γεωμετρία. Μετά την ουρά, γιατί η ουρά, τους έλεγα, έπρεπε να ‘ναι τρεις με τέσσερεις φορές η διάμετρος του χαρταετού, ο οποίος ήτανε ένα κανονικό εξάγωνο. Κάναμε και κανονικά σχήματα, χωρίς να το καταλάβουν και τριτάκια και δευτεράκια που είχα και τριτάκια και τεταρτάκια που δεν είναι στην ύλη τους κι όμως το καταλαβαίνανε, γιατί η γνώση δεν έχει ηλικία. Η γνώση μπορεί να την πεις, αν την πεις με το σωστό τρόπο, σε όποια ηλικία θέλεις, εντάξει; Δεν είναι, δηλαδή, της πέμπτης ή της έκτης δημοτικού να τους πεις «κανονικό σχήμα», δεν χρειάζεται να το πεις έτσι στα παιδάκια, έτσι; Θα τους το πεις με άλλο τρόπο. Οπότε καταλαβαίνουνε τι σημαίνει ένα σχήμα να είναι, ας το πούμε έτσι, να έχει κάποιον κανόνα, γιατί από ‘κει βγαίνει το «κανονικό». Υπάρχει ένας κανόνας σ’ αυτό το σχήμα, ότι έχει έξι ίσες πλευρές, είναι ισόπλευρο κανονικό εξάπλευρο, εντάξει; Οπότε το καταλαβαίνουνε, καταλαβαίνουν και την έννοια του «κανόνα». Λοιπόν, κι εκεί αφού κάναμε μες στη βδομάδα όλη, αυτή ήταν το μάθημα μας, έτσι, το αλατοπίπερο του μαθήματος: ο χαρταετός, να φτιάξουμε το χαρταετό και άντε και την ουρά και την ουρά τη φτιάχναμε μαζί. Για την ουρά τι κάναμε; Κόβανε γκοφρέ, αυτά, μόνα τους κόβανε γκοφρέ κι αφού κάναμε μία φουντίτσα γκοφρέ, του κάναμε ένα κόμπο πάνω στην καλούμπα που την χρησιμοποιούσαμε για ουρά και έτσι σιγά-σιγά-σιγά η ουρά γινόταν φουντωτή. Και αν την ημέρα είχαμε και βοηθητική ουρά, δηλαδή είχαμε ένα κομμάτι σπάγκου, τον οποίον τον είχαμε κάνει και αυτόν ουρά κι αν εκείνη την ημέρα είχε πάρα πολύ αέρα, είχε τύχει, ήθελε περισσότερη ουρά ο χαρταετός για να μην κάνει σβούρες και πέφτει, οπότε είχαμε και ρεζέρβα ουρά. Αν πάλι είχε λίγο αέρα, κόβαμε την ουρά και την κάναμε πιο ελαφριά. Οπότε μάθανε και αυτό, μάθανε δηλαδή την έννοια της ισορροπίας, εντάξει; Ισορροπία δεν είναι, ισορροπία είναι μία έννοια που την συναντάμε στη ζωή μας πάρα πολύ συχνά, χωρίς να το καταλαβαίνουμε κιόλας και έτσι είχαμε όλη εκείνη την εβδομάδα το πέταγμα του χαρταετού. Την Παρασκευή ο χαρταετός, τρέχανε, αυτό. Όσα ψιλοβαριόντουσαν παίζανε κυνηγητό, αλλά ήταν μία πολύ ωραία δραστηριότητα. Φεύγανε από το θρανίο, φεύγανε από την καρέκλα και κάνανε κάτι διαφορετικό, πολύ ωραίο. Όταν γυρίζαμε την Τρίτη, μετά την Καθαρά Δευτέρα, κάποιο παιδάκι ή και πολλά – είχαμε μιλήσει την Παρασκευή και για την κυρά-Σαρακοστή, εντάξει; Τους είχα εξηγήσει τι είναι η κυρά-Σαρακοστή που είναι μία γυναίκα με εφτά ποδαράκια, που δεν έχει στόμα και που τα χεράκια της είναι σταυρωμένα και στην ποδιά είχε ψαράκια, λαγάνες, ντοματούλες, πατατούλες, όλα τα νηστίσιμα. Λοιπόν, και την εξηγούσαμε την κυρά-Σαρακοστή. Μπαίνουμε στη Σαρακοστή, βγαίνει από τη λέξη σαράντα, είναι 40 μέρες πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα, δεν είναι μέσα και η Μεγάλη Εβδομάδα, τους έλεγα, και είναι ακριβώς 7 εβδομάδες πριν την Ανάσταση, εντάξει; Γι’ αυτό και έχει 7 ποδαράκια, 7x7=49, 7 εβδομάδες πριν την Ανάσταση. Είναι 50 μέρες ουσιαστικά, 49, η πεντηκοστή είναι η Ανάσταση. Άρα είναι από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι την Κυριακή τη Λαμπρή είναι 50 μέρες. Αυτό ήτανε 7x7=49 και η πεντηκοστή ήτανε... Οπότε είχε 7 ποδαράκια, ένα ποδαράκι για την κάθε εβδομάδα και τους έλεγα ότι τη φτιάχνανε με ζυμάρι, νερό. Το ζυμάρι αυτό ήτανε νερό, αλεύρι και αλάτι για να γίνει σκληρό, να σκληρύνει. Να μην είναι, δηλαδή, αφράτο. «Δεν θέλουμε να φτιάξουμε ψωμί», τους λέω, «εντάξει;» και τους έλεγα «αν θέλετε κάποια παιδάκια με τη μανούλα», τους έδινα και τον τρόπο αυτό σε ένα έντυπο, τον τρόπο που μπορούν να το φτιάξουν και φτιάχνανε μόνο το σπίτι, εντάξει; Αλλά φτιάχναμε, μερικές φορές φτιάχναμε και στην τάξη. Όμως είναι λίγο δύσκολο να το φτιάξουμε στην τάξη, γιατί ήθελε, έπρεπε να έχουμε κοντά φούρνο... Ήταν λίγο δύσκολο, ήταν λίγο δύσκολο, οπότε αυτό το πέρναγα λίγο στο σπίτι. Δεν πειράζει, όμως. ‘Φέρναν, λοιπόν, τις Σαρακοστές τους στην τάξη και κάθε εβδομάδα κόβαμε κι από ένα πόδι. Λοιπόν, ήτανε γλέντι. Όταν ερχόταν η Παρασκευή, «ω! Πλησιάζει η Μεγάλη Εβδομάδα, πλησιάζει το Πάσχα να κλείσει το σχολείο», γιατί όπως και να το κάνουμε, όσο ωραίο και αν είναι σχολείο, κάποια στιγμή θέλεις να κάνεις τις διακοπές σου. Λοιπόν και εξηγήσαμε γιατί δεν είχε στόμα, «για δύο λόγους», τους λέω «παιδάκια, δεν είχε στόμα.» Τους έλεγα «παιδάκια, γιατί νομίζετε ότι δεν είχε στόμα;», λέγανε, ξέρω ‘γώ, «γιατί έτσι γεννήθηκε.» Δεν πήγαινε το μυαλό τους στην πραγματική αιτία. Τους έλεγα «παιδάκια, δεν είχε στόμα γιατί: διότι, πρώτον νηστεύουμε και δεν τρώμε αυτά που τρώμε συνήθως και δεύτερον δεν έχει τόσο σημασία το τι νηστεύω από φαγώσιμα όσο το ότι δεν λέμε κακές λέξεις». Και τους λέω «προσέξτε», τους λέω, «η κακιά λέξη. Η λέξη», τους έλεγα, «δεν είναι κακιά, η σκέψη που κάναμε για να την πούμε είναι κακιά. Οπότε», τους λέω, «δεν κάνουμε κάποιες σκέψεις και δεν λέμε, δεν βγάζουμε τις σκέψεις μας τις κακές με κακά λόγια, τις κρατάμε, συγκρατιόμαστε. Όχι ότι δεν θα κάνουμε, θα κάνουμε, αλλά συγκρατιόμαστε. Δεν θα πούμε το φίλο μας, ξέρω ‘γώ, “άντε ρε”, ξέρω ‘γώ, “χαζέ”, θα μαζευτούμε εκείνες τις μέρες, να μην το πούμε.» Ναι, λοιπόν, «οπότε», τους λέω «εκείνη την περίοδο νηστεύουμε». Κάναμε και την ανάλυση της λέξης νηστεία και νηστικός, έτσι; Που σημαίνει ότι δεν τρώω, δεν. Νηστικός. «Όταν πείτε στη μαμά “μαμά, είμαι νηστικός” δεν σημαίνει ότι έχετε φάει κάτι, σημαίνει ότι δεν έχετε φάει τίποτα. Άρα, “νηστεύω” σημαίνει δεν τρώω τίποτα. Αυτή είναι η πραγματική νηστεία. Δεν γίνεται, βέβαια, αυτό», τους λέω, «και επειδή δεν γίνεται αυτό τρώμε πράγματα πιο φτωχικά, πιο απλά και είμαστε και λίγο[01:20:00] προσεκτικοί στα λόγια και αυτά». Τα παιδάκια τα παίρνουνε πολύ τοις μετρητοίς αυτά. Δηλαδή, επειδή είναι πρώτα ακούσματα... Εμείς, εντάξει, τώρα λέμε «τι;», θα φάμε και κάτι. Αυτά, όμως, τα παίρνουν πολύ τοις μετρητοίς και είναι και ικανά να μην τρώνε και τίποτα, οπότε εκεί τους εξηγείς ότι «εσείς θα φάτε, αλλά αν σας αρέσει πάρα πολύ σοκολάτα, μην φάτε σοκολάτα και φάτε όλα τ’ άλλα».«Αν σας αρέσει πάρα πολύ, ξέρω ‘γώ, το τυρί, ξέρω ‘γώ, μην φάτε τυρί, πιείτε γάλα, φάτε γιαούρτι, κάτι άλλο». Οπότε έτσι τους εξηγείς ότι δεν έχει να κάνει ούτε με την ποσότητα, ούτε με αυτό. Πρέπει να φάμε για να ζήσουμε, αλλά αυτό που μας αρέσει. Εγώ που είμαι μεγάλος και μου αρέσουν, ξέρω ‘γώ, τα... Καπνίζω, που δεν είναι καλό. Μπορώ εκείνες τις μέρες να μην καπνίσω; Αυτό είναι. Να στερηθώ κάτι που δεν μου χρειάζεται, άλλα που μου έχει γίνει συνήθεια και ανάγκη και τέτοια. Ή, ξέρω ‘γώ, «πίνω πολύ coca cola», τους έλεγε, το «καπνίζω» το απέφευγα. «Πίνω πολύ coca cola, μπορώ εκείνη την περίοδο να μην πιώ coca cola; Ας φάω όλα τα άλλα, δεν πειράζει», τους λέω. Οπότε μιλάμε για τη νηστεία και όλα αυτά, για την κυρά-Σαρακοστή.
Πάει η κυρά-Σαρακοστή.
Και πάει κυρά-Σαρακοστή και κάπου εκεί όσον αφορά τα… Ξέχασα να σας πω ότι ψήναμε και ψωμί.
Πότε;
Είχαμε και το ψωμί το κάναμε επειδή κάθε χρόνο, είτε στην πρώτη δημοτικού, είτε στη δευτέρα, κάθε χρονιά γίνεται αναφορά στο ψωμί. Όπου, λοιπόν, στην ύλη μας – έτσι; – γινόταν αναφορά το ψωμί εκείνη την περίοδο φτιάχναμε και ψωμί. Απλά, παίρναμε αλεύρι και αυτό το κάναμε στο σχολείο, έτσι; Και ήτανε και πάρα πολύ ωραίο, γιατί φέρνανε τα παιδάκια από το σπίτι, κάποιο παιδάκι, όχι όλα, κάποιο παιδάκι, 1-2, αναλάμβανε και έφερνε από το σπίτι κουβέρτα και το σκεπάζουμε και την άλλη μέρα το ψήναμε, εντάξει; Μερικές φορές μας έσκαγε και πάρα πολύ, αλλά εντάξει, δεν χάλαγε, δεν χάλαγε και την άλλη μέρα το πηγαίναμε στο φούρνο και ήτανε μοσχοβολιστό και το τρώγανε και τους άρεσε πάρα πολύ και το ψωμάκι και το ψωμάκι. Και μάλιστα στην τρίτη δημοτικού έχει ολόκληρο κεφάλαιο για το ψωμί, με έθιμα του ψωμιού, με τα είδη του ψωμιού, με τα είδη ψωμιού. Ήτανε άλλο το ψωμί που ήτανε για το γάμο, άλλο ψωμί κάνανε τα Χριστούγεννα, το «Χριστόψωμο», άλλο ψωμί κάνανε με το καρύδι. Βάζανε ένα καρύδι, το Χριστόψωμο με ένα σταυρό στη μέση κι ένα καρύδι στο κέντρο του σταυρού. Άλλο ψωμί κάνανε στις κηδείες. Τη λαγάνα, που και αυτό είναι ψωμί, έτσι; Και εκεί καλό, ερχόμασταν πάλι με την παράδοση και με τα έθιμα, αλλά εμείς φτιάχναμε ένα απλό παραδοσιακό ψωμί και πηγαίναμε και ψωμιά από άλλες χώρες, όπως είναι τα γερμανικά ψωμιά, αυτό τα…
Πρέτσελ.
Πρέτσελ. Μπράβο, μπράβο ή από άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως είναι το κουλουράκι Θεσσαλονίκης που είναι κλασικό παραδοσιακό είδος ψωμιού και αυτό ή κάποια, τα παξιμάδια – εντάξει; – κι όλα αυτά και το ψωμί τους άρεσε πάρα πολύ και κάναμε και εκεί και δεν είναι εύκολο, όμως, να το κάνεις βιωματικά παρά μόνο το ζύμωμα και το αυτό. Δεν είναι εύκολο να πας να θερίσεις και να σπείρεις και όλα αυτά, είναι πράγματα τα οποία λείπουν από τα παιδιά της πόλης. Δηλαδή, να δουν ένα όργωμα, να δουν μια σπορά. Είναι εντυπωσιακό!
Εσύ έχεις δει;
Βεβαίως έχω δει, γιατί πηγαίναμε πάνω στην Έδεσσα – ήταν η γυναίκα μου από ‘κει – και είχα έρθει πάρα πολύ σε επαφή με την καλλιέργεια, έτσι; Εκεί είχανε, βέβαια, πάρα πολλά κεράσια, κερασιές, πάρα πολλές μηλιές, ροδακινιές, αχλαδιές, τέτοια φρούτα αλλά είχαν όμως και στάρια και είχα τύχει μάλιστα σε θερισμό και μετά που τα κάνουνε μπάλες, – έτσι τα λένε – και τα φορτώνουνε, που αυτό ήταν μία τρομερή εμπειρία για μένα διότι φορτώναν το φορτηγό – πώς να σου πω; – όσο ήταν το ύψος του φορτηγού, άλλες δύο φορές. Και είχαμε φορτώσει ένα φορτηγό εγώ με έναν άλλονε και αυτά τα δεμάτια τα πετάγαμε κι εκείνος προσπαθούσε να τα βάλει και να τα ντανιάσει. Ήταν εντυπωσιακό! Εντυπωσιακό και πολύ δύσκολο. Μες στον ήλιο, μες στη ζέστη, εντάξει; Αυτά τα παιδιά δεν έρχονται σε επαφή με τα ζώα, τα ζώα παραγωγής που είναι η κατσίκα, η αγελάδα. Να δούνε πώς αρμέγεις. Εγώ είχα και εγώ αυτή την τύχη να αρμέξω, γιατί όταν γνώρισα τη γυναίκα μου και πήγα στο χωριό της στην Έδεσσα, πάνω-πάνω στο Καϊμακτσαλάν σε ένα χωριό, έτσι, ορεινό, την επόμενη μέρα σκοτώθηκε ο πεθερός μου και αναγκάστηκα να μείνω εκεί 40 μέρες και να αναλάβω, είχανε μια αγελάδα, μαζί με την πεθερά μου, η οποία ήτανε χαροκαμένη. Είχανε μία αγελάδα, είχανε μία κατσίκα, είχαν δύο άλογα και έπρεπε αυτά να τα αρμέξω, να τα ταΐσω και έμαθα να αρμέγω στα 24 μου, εντάξει; Εγώ που ήμουν από νησί, που ήξερα μόνο ψάρια και θάλασσα, δεν είχα δει στη ζωή μου ποτέ αγελάδα και είναι τρομερό το να κάθεσαι πίσω από μία αγελάδα, η οποία είναι θεόρατη και να φοβάσαι μην την πονέσεις. Γιατί αν την πονέσεις έχεις φάει την κλοτσιά και δεν ξέρεις από πού σου ήρθε, οπότε ήμουν πάρα πολύ τρυφερός μαζί της. Μου είχαν δείξει πώς να σπρώχνω το χέρι προς τα πάνω στη θηλή, να γεμίζει η θηλή με γάλα και να το νιώθω ότι γεμίζει με γάλα και μετά να το πιέζω για να βγει. Και δώσ’ του πάλι μετά να ξαναγεμίζει και να πιέζω και να ξαναγεμίζει και να πιέζω. Αλλά αυτό έπρεπε να το κάνεις με ένα ρυθμό και με το που να μην πονάει η αγελάδα. Ευτυχώς το έμαθα και δεν έφαγα κλοτσιά. Αυτά όλα λείπουν από τα παιδάκια, αλλά παρόλα αυτά μέσα από αυτά όλα που σου είπα και σου, έτσι, διηγήθηκα αυτός ήταν και ο λόγος που έμεινα εννιά χρόνια στην πρώτη δημοτικού. Είχα, τόσο πολύ μου άρεσε όλο αυτό το πράγμα και μου άρεσε όλο αυτό που ζούσα κάθε χρόνο με τα πρωτάκια, που είχα μείνει εννέα συνεχόμενες χρονιές πρώτη δημοτικού, που σπάνια άντρας δάσκαλος τόσα χρόνια και θα ήθελα να κάτσω κι άλλο. Και παρόλο που τώρα είμαι 57 χρόνων, που είμαι 31 χρόνια δάσκαλος, είμαι στο 32ο, θα ήθελα να κλείσω την καριέρα μου στην πρώτη δημοτικού και να ξανακάνω όλα αυτά. Γιατί δυστυχώς σήμερα δεν γίνονται αυτά. Γίνονται, αλλά φοβούνται λίγο οι δάσκαλοι. Σου λέει «θα μείνουν πίσω στα γράμματα», μα δεν μένουν πίσω, πιο καλά μαθαίνουν έτσι. Κοινωνικοποιούνται, το σχολείο αυτό που, το κακό που έχει κάνει ο κορωνοϊός δεν είναι η μάσκα. Εντάξει, μάσκα, έχω συνηθίσει, δεν βαριέσαι. Είναι ότι ο φόβος του να ξανά κλειστούμε στα σπίτια και να χαθεί κοινωνικοποίηση των παιδιών. Αυτό είναι το μεγάλο αυτό και για αυτό χαίρομαι που λένε και που λέει και η κυβέρνηση και γενικότερα παγκοσμίως, που λένε ότι «τα σχολεία θα κλείσουν τελευταία» και πρέπει να κλείσουν τελευταία. Δεν μπορεί να λειτουργούσαν τα σχολεία στην κατοχή, που τα παιδάκια ήταν ξυπόλυτα, που πεθαίνανε από άλλες αρρώστιες, από τις δυσεντερίες, από την πείνα και όμως πηγαίνανε σχολείο. Δεν γίνεται το σχολείο να κλείσει. Το σχολείο πρέπει να είναι ανοιχτό, γιατί η πανδημία θα περάσει αλλά αν αφήσει πληγές μπορεί να στοιχίσει μία ολόκληρη γενιά και αυτό δεν έχουμε το δικαίωμα ούτε και την πολυτέλεια να το κάνουμε. Αυτό.
Segment 7
Από την παιδική ηλικία του αφηγητή: Η εκτίμηση της παραγωγής στην Νάξο, οι ψαράδες και μια εμπειρία πάνω σε ρυμουλκό στη Σύρο - Τα «γεώμηλα» της Νάξου
01:28:03 - 01:43:05
Να σου κάνω μία τελευταία ερώτηση.
Βεβαίως.
Σχετικά με τα έθιμα.
Ναι, ναι.
Θυμάσαι κάποιο που να έχεις βιώσει εσύ ως παιδί και να έχει χαραχτεί έντονα στη μνήμη σου;
Ως μαθητής δηλαδή, ε;
Ως μαθητής…
Κι ως παιδάκι. Ναι, θυμάμαι.
Για πες.
Έθιμο. Θυμάμαι τη διαδικασία που η γιαγιά μου, γιατί τότε που ζούσαμε στη Σύρο, εύκολα πηγαίναμε στη Νάξο. Η γιαγιά μου έμενε στη Νάξο. Λοιπόν, όταν γινόταν στην Νάξο εκεί που μένουμε που είναι από την περιοχή που ήταν η γιαγιά μου και που μεγάλωσε η μητέρα μου, έχει πάρα πολλές ελιές. Δεν θα σου πω το λιομάζεμα, θα σου πω μία άλλη διαδικασία που μου έχει μείνει πάρα πολύ στο νου μου. Ήταν η διαδικασία της εκτίμησης.
Δηλαδή;
Δηλαδή, θυμάμαι τότε είχε τύχει να ‘μαι στη Νάξο, γιατί δεν είχαν ακόμα αρχίσει τα σχολεία. Δεν πήγαινα εγώ τότε νήπειο, ήμουν μικρός. Φαντάσου και το θυμάμαι ακόμα. Έπαιρνε ένα γαϊδούρι η γιαγιά μου, μ’ ένα γαϊδουράκι, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει τόσο πολύ και έπαιρνε μαζί της και τον εκτιμητή. Ποιος ήταν ο εκτιμητής; Ήταν ένας, αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης. Μάλλον όχι ο ιδιοκτήτης, ο αυτός που θα νοίκιαζε γιατί η γιαγιά μου δεν ζούσε στη Νάξο αλλά είχε πάρα πολλά κτήματα με ελιές, έπρεπε, λοιπόν, κάποιος να μαζέψει τις ελιές. Έπρεπε, λοιπόν, να τα νοικιάσει τα κτήματα, εντάξει; Αλλά το ενοίκιο ήταν ανάλογα με την παραγωγή. Αν ήτανε φορτωμένα τα δέντρα, θα είχε μεγάλο κέρδος ο ενοικιαστής οπότε έπρεπε να πληρώσει και μεγάλο ενοίκιο. Η γιαγιά μου ήταν πάρα πολύ στο χρήμα σφιχτή. [01:30:00]Λοιπόν, γιατί είχε μείνει πολύ νέα χήρα και μεγάλωσε τα παιδιά και, όπως καταλαβαίνεις, είχε μία ανασφάλεια με τα χρήματα και ήταν λίγο σφιχτή. Λοιπόν, έπαιρνε, λοιπόν, τον κυρ-Γιάννη, ο οποίος κυρ-Γιάννης πέθανε μάλιστα πέρυσι στα βαθιά του γεράματα, 95 χρόνων. Τον θυμάμαι, λοιπόν, τον κυρ-Γιάννη, ο οποίος νοίκιαζε τα χωράφια της γιαγιάς. Να έρχεται η γιαγιά μου πάνω στο γαϊδουράκι, της έβαζε και ένα ωραίο, μια ωραία κουρελού για να μη γλιστράει και να μην ιδρώνει η γιαγιά. Πήγαινε, λοιπόν, η γιαγιά πάνω, καβάλα στο γάιδαρο, ο εκτιμητής από μπροστά και εγώ από πίσω. Με είχε πάρει μία φορά στην εκτίμηση, μία φορά. Ενθουσιάστηκα! «Θα με πάρει η γιαγιά!», φώναζα, «θα με πάρει η γιαγιά, θα με πάρει η γιαγιά!» Λοιπόν, και θυμάμαι δεν θα ξεχάσω μέχρι τώρα τα παζάρια! Βλέπανε το δέντρο, τα δέντρα και αναλόγως το πόσο φορτωμένα, γιατί ο καρπός δένει από το καλοκαίρι. Αύγουστο-Σεπτέμβριο έχει δέσει ο καρπός, οπότε δεν είχαν αρχίσει ακόμα τα νηπιαγωγεία, εγώ τότε πηγαίναμε πιο αργά, οπότε μπόρεσα και πήγα στη διαδικασία της εκτίμησης και κάναμε, καταγράφανε σε κάθε χωράφι πόσα περίπου κιλά λάδι θα κάνει παραγωγή και εκεί γινότανε το απίστευτο παζάρι! Ο απίστευτος τσακωμός! «Μα τι» έλεγε ο κυρ-Γιάννης, «έλα δα, κυρά-Κούλα μου, έλα δα, κυρά-Κούλα μου, που θα βγάλει μόνο 50 κιλά λάδι! Σε παρακαλώ που έχω εγώ πέντε παιδιά να ταΐσω. Έλα δα, κυρά-Κούλα μου, 50. Εδώ 80 κιλά!» «Μα τι λες τώρα;», έλεγε η γιαγιά μου, «μα τι λες τώρα και 50 που σου είπα πολλά είναι! Όχι, 50 πολλά είναι!», «έλα δα, βρε κυρά-Κούλα μου, μα γιατί βρε κυρά-Κούλα μου; Και που εγώ με τα παιδιά μου, ξέρεις τώρα, κυρία Αλεξάνδρα…» και γινότανε.... Δηλαδή, ήτανε απόλαυση να τους ακούς! Τα θυμάμαι μέχρι τώρα! Συγκινητικά. Έχει πεθάνει και η γιαγιά μου και ο κυρ-Γιάννης πέθανε, ο οποίος, ο καημενούλης, μέχρι που πριν πεθάνει που πήγαινα τώρα εκεί πέρυσι, πρόπερσι που πήγαινα στη Νάξο, τον κοίταγα, του ‘λεγα «κυρ-Γιάννη με θυμάσαι;», «έλα δα!» μου λέει «σε ξεχνάω; Της Κούλας ο εγγονός είσαι», «ναι», του λέω, «κυρ-Γιάννη μου, θυμάσαι που πηγαίναμε» του έλεγα, «θυμάσαι που πηγαίναμε;», «πώς δεν θυμάμαι» και μου λέει «ήταν η γιαγιά σου, ήταν η γιαγιά σου πολύ δύσκολη». Λέω «τώρα», λέω, «περάσανε αυτά», του λέω, «τώρα περασμένα ξεχασμένα» και απεβίωσε στα 95 χρονών ήτανε. Αυτό μου έχει μείνει, που θα μου πεις «δεν είναι έθιμο», αλλά όμως ήτανε κάτι τοπικό. Ήτανε κάτι το οποίο και μάλιστα θυμάμαι ότι τότε ήτανε, γυρνάγανε όλα τα χωράφια όλοι τους και αν και ήτανε πολύ σημαντικό, γιατί έτσι ξέρανε περίπου τι παραγωγή θα έχουνε σε όλο τον κάμπο του ελαιώνα. Οπότε γινόντουσαν και οι κατάλληλες προετοιμασίες, τα λιοτρίβια. Τα λιοτρίβια τότε δεν ήταν μηχανικά, ήταν με αυτές τις τεράστιες πέτρες. Έπρεπε να τα ετοιμάσουν αυτοί, να βρούνε ζώα και ξέρανε πόση δουλειά θα έχουν περίπου, γιατί δεν ήταν μόνο παραγωγή η ελιά, είχαν και άλλες παραγωγές. Οπότε έπρεπε να προετοιμαστούν, έτσι; Πολύ σημαντικό αυτό. Άλλο. Άλλο πάλι! Στη Σύρο θυμάμαι έντονα τους ψαράδες και αυτό ήταν άλλη ιστορία, οι ψαράδες. Είναι ένα άλλο κεφάλαιο οι ψαράδες. Τους θυμάμαι τους ψαράδες, ξυπόλητοι όλοι. Όλοι ξυπόλυτοι, δεν υπήρχε με παπούτσια ψαράς και δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο. Όμως, υπάρχει εξήγηση: διότι ξυπόλυτος δεν γλιστράς. Με τα παπούτσια τότε που είχαν, τα παπούτσια δεν είναι όπως τώρα τα αθλητικά και όλα αυτά. Ήτανε κάτι παπούτσια τα οποία, θυμάμαι, στη Σύρο και στη Νάξο κυρίως είχαν κάτι παπούτσια, τα οποία τα ‘φτιάχναν εκεί. Είχαν από κάτω καουτσούκ και από πάνω είναι αυτό το σκληρό το δέρμα. Λοιπόν, αυτά δεν μπορούσες να τα φορέσεις πάνω στο καΐκι, θα σκοτωθείς. Οπότε ήταν όλοι ξυπόλυτοι! Όλοι ξυπόλυτοι! Και τους θυμάμαι όλους εκεί, που φτιάχνανε τα... Αυτές τις σκηνές που βλέπουμε στην ελληνική, στις ελληνικές ταινίες, τέτοιες καταστάσεις. Που ράβανε τα αυτά, που φωνάζανε «Καπτάν», όλοι ήτανε καπετάνιοι, «Καπτάν τάδε», «Καπτάν τάδε», ναι. Και θυμάμαι που πηγαίναμε με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου τότε είχε ένα σκάφος ξύλινο γύρω στα 8 μέτρα, μεγάλο με καμπίνα και με μηχανή, πετρελαιοκίνητο. Όχι εξωλέμβια, ήταν από κάτω, μέσα στο σκάφος η μηχανή και πηγαίναμε για ψάρεμα και ρίχναμε καθετές. Η καθετή είναι, είναι με ένα βαρίδι, μια πετονιά, με ένα βαρίδι που έχει πάρα πολλά αγκιστράκια, αγκιστράκια, αγκιστράκια και το ρίχνεις κάθετα και το αφήνεις και το μαζεύεις μετά. Ό,τι πιάσει, τεμπέλικο εντελώς, εντάξει; Καθετές, παραγάδια και το παραγάδι ήταν πάρα πολύ αυτό. Ήταν και αυτό πετονιά, την οποία τη ‘ρίχναν πίσω και καθώς προχωρούσε, ό,τι έπιανε στο δρόμο. Τα δίχτυα φυσικά και το ψαροντούφεκο και θυμάμαι – εντυπωσιακό αυτό – στο στενό ανάμεσα Σύρο-Τήνο είχε πάρα πολλά ψάρια και όποτε πήγαινε ο πατέρας μου φίλους, που πηγαίναμε για ψάρεμα με ψαροντούφεκο – εντάξει; – αν κάποιος από αυτούς είχε και μπουκάλες, πιάνανε 30 κιλά ψάρια; Κάτι τεράστιους ροφούς, κάτι, κάτι, κάτι απίστευτα ψάρια, τα οποία δεν τα τρώγαμε και τα πουλάγαν κιόλας. Τα δίνανε, τα πουλάγαν, δεν ξέρω τι κάνανε, αλλά ήταν μία πολύ εντυπωσιακή διαδικασία και το ψάρεμα, γιατί βγαίναμε πολύ νωρίς. Δεν ήταν το ψάρεμα το, αυτό που λέμε «πάω για ψαροντούφεκο», που έκανε και ο μπαμπάς σου. Δεν ήταν, δηλαδή, χόμπι, ήτανε η ζωή τους αυτή. Ήτανε να ζήσουν από αυτό το πράγμα και κολλούσε και ο πατέρας μου, επειδή είχε πολύ καλό σκάφος κολλούσε και ερχόντουσαν μαζί του και ψαράδες και ψαρεύανε και τα πουλάγανε. Κι ότι έπιανε και ο πατέρας μου, ήταν πάρα πολλά τα ψάρια, τους τα ‘δινε και τα πουλάγανε και να ζήσουν. Κι έβλεπες, ας πούμε, την, έβλεπες την χαρά τους και τη λαχτάρα τους όταν ‘βγάζαν ψαριά καλή. Μεγάλη υπόθεση, πανηγύρι, έτσι; Πανηγύρι!
Θες να μας περιγράψεις μία στιγμή πάνω στη βάρκα τη νύχτα;
Κοίταξε, θα σου περιγράψω μια – όχι σε βάρκα – μία συγκλονιστική εμπειρία, που είχα όχι σε βάρκα, αλλά πάνω σ’ ένα ρυμουλκό. Τότε στη Σύρο, επειδή τα ναυπηγεία ήταν του Γουλανδρή και ο Γουλανδρής είχε καράβια, ήταν μεγάλος έτσι –πώς το λένε;– εφοπλιστής εκείνης της εποχής, πολύ δυνατός και Ανδριώτης και τον ήξερε ο πατέρας μου και ο αδερφός του, που ήμασταν στη Σύρο και τα λοιπά. Είχε έρθει ένα τεράστιο τάνκερ 250 χιλιάδων τόνων. Μιλάμε για βουνό! Δεν υπάρχουν πλέον τέτοια, τα μεγαλύτερα είναι 80 χιλιάδες, 100 χιλιάδες, αυτό ήταν 250 κάτι super υπερτάνκερ για εκείνη την εποχή που πηγαίνανε και φορτώνανε πετρέλαια και δεν υπήρχαν τότε οι αγωγοί πετρελαίου και όλη η μεταφορά του του πετρελαίου γινόταν με πλοία. Λοιπόν, και το έφερε Γουλανδρής εκεί έξω από το λιμάνι της Σύρου – αυτό ήταν σαν νησί – για να του κάνει ο αρχιεπίσκοπος Σύρου-Τήνου, ήταν εκεί στη Σύρο ο αρχιεπίσκοπος, να του κάνει αγιασμό. Ήτανε ό,τι το είχε φτιάξει, το είχε φέρει από κάποιο ναυπηγείο από το εξωτερικό, φυσικά. Λοιπόν, και έπρεπε να πάμε τον Αρχιεπίσκοπο να ρίξει την μπουκάλα με τη σαμπάνια που ρίχνουν και να κάνει την ακολουθία του αγιασμού. Έλα μου ντε που έχει 8 μποφόρ! 8 μποφόρ είναι πολλή θάλασσα και έπρεπε να πάμε με το ρυμουλκό. Το ρυμουλκό ήταν ένα πραγματάκι πόσο; 15 μέτρα, εντάξει; Αλλά τα ρυμουλκά είναι αβύθιστα, τα ρυμουλκά δεν βουλιάζουνε. Βγαίνουνε με 12 μποφόρ, γιατί πρέπει αν χρειαστεί να ρυμουλκήσουνε κάποιο πλοίο που έχει χαλάσει, έχουν χαλάσει οι μηχανές του και δεν μπορεί, είναι ακυβέρνητο. Οπότε τα ρυμουλκά είναι που έχουν πολύ δυνατές μηχανές και είναι αβύθιστα, εντάξει; Και μπήκαμε σε ένα ρυμουλκό να πάμε. Εγώ ατρόμητος, μου έλεγε ο πατέρας μου «μην έρθεις», μικρός, το θυμάμαι, εκεί δευτέρα δημοτικού πήγαινα ή τρίτη; Κάτι τέτοιο. Τριτάκι πρέπει να ήμουνα. «Όχι, μπαμπά, θέλω να έρθω, θέλω να έρθω», «εντάξει, πάμε, λοιπόν, να κάνουμε αγιασμό με τον…». Γινόντουσαν τακτικά αγιασμοί, ήταν και αυτό μία διαδικασία ολόκληρη. Λοιπόν, στο μεγάλο ρυμουλκό, στο «Φοίνικα», ήταν ο «Φοίνικας» και ένα μικρότερο που το λέγαμε «Ερμούπολης», που είχε το όνομα της Σύρου. Στο «Φοίνικα», λοιπόν, το μεγάλο, είχε μπει ο αρχιεπίσκοπος. Στο μικρό μπήκαμε εμείς. Όλο μέχρι να φτάσουμε στο καράβι, το οποίο το καράβι ήταν ακίνητο, δεν κουνούσε, ήτανε βράχος. Σκάγανε, τα κύματα έσκαγαν επάνω του, με 8 μποφόρ ήταν ακίνητο, δεν κουνούσε καθόλου, εντάξει; Μέχρι να φτάσουμε εκεί το ρυμουλκό ήταν όλο κάτω από τη θάλασσα, δεν μπορείς να το καταλάβεις αυτό που σου λέω. Ταξιδεύαμε συνεχώς κάτω από τη θάλασσα, γιατί τα κύματα 8 μποφόρ είναι γύρω στα 4 με 5 μέτρα. Αυτό ήταν μια σταλιά κι ήταν συνεχώς τα κύματα από πάνω μας. Λοιπόν, η εμπειρία ήταν απίστευτη! Απίστευτη! Δηλαδή, έβλεπα, ξέρεις, όταν έβγαινες έξω έβλεπες το κύμα κι ερχότανε μπροστά σου. Είχαμε πάει πάνω-πάνω στη γέφυρα. Ποια γέφυρα; Εν τω μεταξύ, δεν μπορούσες να σταθείς. Ήταν τέτοιο το μπότζι που έπεφτα απ’ τη μια, έπεφτα απ’ την άλλη. Εγώ, βέβαια, το καταχαιρόμουνα. Μπαμ και μπουμ και μπαμ! Αλλά το εντυπωσιακότερο, το θυμάμαι ακόμα ήτανε πώς ερχόταν το κύμα και το σκέπαζε. Μας σκέπαζε και πηγαίναμε κάτω από το κύμα και μετά ξαναβγαίναμε. Περιττό να σου πω ότι και τα δύο ρυμουλκά δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν το αυτό, διότι πλησιάζαμε και υπήρχε κίνδυνος να μας χτυπήσει πάνω στα αυτά και να τα διαλύσει, οπότε αγιασμός δεν έγινε. Γύρισε πίσω και ο αρχιεπίσκοπος σταφιδιασμένος, είχε κάνει εμετούς, είχε αυτό και εντάξει, δεν ξέρω μετά τι έγινε. Εντάξει, αυτό είναι μία εμπειρία έτσι θαλασσι[01:40:00]νή. Με τη βάρκα αυτό που θυμάμαι πάρα πολύ ήτανε οι ψαριές. Δεν θυμάμαι τόσο πολύ τα που ξημέρωνε η μέρα στη θάλασσα, αλλά οι ψαριές! Γέμιζε πίσω, πώς ήταν το πίσω κομμάτι της βάρκας, γέμιζε ψάρια, ρε παιδί μου. Δεν μπορούσες να πατήσεις, γέμιζε ψάρια κάτω. Ήταν εντυπωσιακό, γιατί είχε πάρα πολλά ψάρια. Δεν είναι όπως τώρα που έχει γίνει υπεραλίευση πλέον. Λόγω του τουρισμού γίνεται υπεραλίευση, τότε δεν υπήρχε τουρισμός. Η Σύρος δεν ήτανε τουρίστες, δεν βλέπαμε ποτέ τουρίστες. Στη Νάξο βλέπαμε μόνο αυτούς τους χίπηδες που είχαμε τότε, που ήταν με τη σάκα στην πλάτη και που πηγαίνανε στην παραλία και φτιάχνανε με καλάμια, κάνανε αυτό για να μείνουνε. Δεν είχε τουρισμό, ήτανε πολύ διαφορετικά τα πράγματα, εντάξει; Άλλο πολύ που με εντυπωσίαζε, πάρα πολύ και που είχα βοηθήσει ήταν στο μάζεμα της πατάτας στη Νάξο. Αυτό ήταν εκπληκτικό, διότι στο μάζεμα της πατάτας γίνεται… Λοιπόν, το μάζεμα της πατάτας γίνεται ως εξής: η πατάτα είναι, ωριμάζει –έτσι; – Αύγουστο μες στη ζέστη και τα χωράφια που έχουν πατάτες είναι εντελώς χωρίς σκιά, χωρίς τίποτα. Λοιπόν και για να τη βγάλεις την πατάτα στην κυριολεξία την ψάχνεις μες στο χώμα. Μες στο χώμα, είναι μες στο χώμα. Για αυτό λέγεται και λέγεται «γεώμηλο», η άλλη ονομασία της πατάτας είναι «το μήλο της γης», εντάξει; Οπότε εκεί είναι όλη η οικογένεια, όλη η οικογένεια και όποιος άλλος μπορεί για να μαζέψει τις πατάτες. Πάρα πολύ δύσκολη δουλειά. Πολύ επίπονη, γιατί είναι μες στη ζέστη και την ψάχνεις και για αυτό και είναι πάρα πολύς κόσμος και περνάει και δεύτερος από πίσω. Περνάει το πρώτο κύμα σαν μέτωπο, το χτενίζει όλο το χωράφι και από πίσω έρχονται οι δεύτεροι που μαζεύουν αυτές που έχουν ξεχαστεί και επειδή η πατάτα μες στο χώμα μοιάζει, ίδιο χρώμα έχει, τις χάνεις. Οπότε πρέπει να ψάχνεις μες στο χώμα συνέχεια σκυφτός, έτσι; Οι πιο γέροι είχαν σκαμνάκια και καθόντουσαν και το πηγαίνανε λίγο πιο ‘κει, πιο αυτό. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, επίπονο. Σε έψηνε ο ήλιος, εντάξει; Και το εντυπωσιακό είναι, αυτό είναι που ήθελα να σου πω, το εντυπωσιακό είναι ότι είναι όλη η οικογένεια! Παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέρφια, αυτά. Όποιος μπορούσε, ερχόταν και κάνανε ένα μέτωπο και το χτένιζαν το χωράφι και άντε δώσ’ του, δεύτερη σειρά. Γιατί η πατάτα στη Νάξο είναι έτσι παραδοσιακή παραγωγή και πάρα πολύ καλής ποιότητος. Αυτό.
Πώς νιώθεις που τα ανακάλεσες όλα αυτά;
Πώς νιώθω; Πρώτον, νιώθω σαν να τα ξαναζώ. Δεύτερον, νιώθω τον ίδιο ενθουσιασμό με τότε. Δεν έχω χάσει αυτόν τον ενθουσιασμό. Γιατί για μένα μπορεί να είναι κάτι το οποίο επαναλαμβάνεται κάθε τάξη και κάθε χρονιά, όμως για τα παιδάκια, επειδή είναι καινούργια, είναι κάτι που το βλέπουν πρώτη φορά και αυτό είναι πολύ καλό για μένα, το ότι κάθε χρόνο είχα άλλο τμήμα. Δεν έπαιρνα ποτέ δεύτερη χρονιά το ίδιο τμήμα, οπότε την επόμενη χρονιά είχα πάλι το ίδιο κέφι να τους κάνω τέτοια πράγματα και νόμιζα πως τα έκανα από την αρχή. Σαν πρώτη φορά, γιατί όταν έχεις το καινούριο – σε εισαγωγικά – «υλικό» νιώθεις ότι το κάνεις πρώτη φορά, εντάξει; Οπότε και τώρα που στα λέω είναι σαν να τα κάνω πρώτη φορά και επειδή έχω, δεν σου κρύβω ότι έχω καιρό να τα κάνω αυτά, όλα αυτά, κάποια από αυτά τα κάνω, αλλά το αμπέλι, το μάζεμα της ελιάς, τα μουστοκούλουρα, αυτά μου έχουν λείψει. Γιατί έχει αλλάξει πάρα πολύ ο τρόπος εκπαίδευσης και νομίζω ότι οι Αμερικανοί όταν είχανε μία περίοδο ένα πολύ – για μένα – σωστό σλόγκαν, έλεγαν «back to the basics» που είναι και λέξις ελληνική, «πίσω στις βάσεις μας», ουσιαστικά στις παραδόσεις μας, γιατί και στην Αμερική είχαν ξεφύγει και είχε γίνει πάρα πολύ... Η εκπαίδευση είχε γίνει πάρα πολύ τεχνοκρατική. Να παράγουμε, να κάνουμε project, να αυτό. Μετρήσεις, αξιολογήσεις, ενώ δεν είναι αυτό. Ειδικά το δημοτικό δεν είναι αυτό, εντάξει; Και έχουνε πει και αυτοί τότε να γυρίσουμε πίσω στις παραδόσεις μας, γιατί και αυτοί – όπως και όλος ο κόσμος έτσι; – ήταν πολύ διαφορετική η ζωή τους πριν από 50,60, 100 χρόνια, εντάξει; Και νομίζω ότι και θα ‘θελα όχι να κλείσω, αλλά θα ‘θελα έτσι να το πω ως παράπονο. Αυτός ο τρόπος που προσεγγίζαμε τότε, δεν είμαι μόνο εγώ, που προσεγγίζαμε τότε τη μάθηση ανέπτυσσε στο παιδί δεξιότητες. Δηλαδή, το παιδί το να ξέρει, ας πούμε, να πλάσει ένα κουλουράκι, να το έχει κάνει, το να ξέρει, ρε παιδί μου, πώς είναι ξυπόλητο να πατάει σταφυλάκια, το να ξέρει να δένει τα κορδόνια του, το να ξέρει να... Επειδή του, ξέρω ‘γώ, του χάλασε η ξύστρα να ξέρει να βρίσκει μία λύση, έτσι; Αυτές είναι δεξιότητες τις οποίες είναι απαραίτητες για άνθρωπο. Είναι πολύ απαραίτητες. Γιατί; Διότι αυτή είναι η διαφορά, αυτό είναι το κάτι το διαφορετικό του, αυτό κάνει τον άνθρωπο διαφορετικό. Είναι το ότι μπορεί έτσι και βρίσκει λύσεις από το πουθενά και έτσι τι γίνεται; Γίνεται δημιουργός. Αυτό το διαφορετικό που έχει ο άνθρωπος από τα υπόλοιπα πλάσματα, τα οποία έχουν τη δική τους τη μαγεία και τα άλλα πλάσματα της φύσης έχουν τη δική τους τη μαγεία – εντάξει; – αλλά το διαφορετικό, δεν λέω «το καλύτερο, είμαστε οι καλύτεροι», εντάξει; Όχι, δεν είπα αυτό. Το διαφορετικό. Όπως διαφορετικά, ας πούμε, είναι τα δελφίνια από τον καρχαρία ή το δελφίνι από τον αετό ή τη μπεκάτσα και το περιστεράκι. Διαφορετικά. Το διαφορετικό που έχει ο άνθρωπος είναι ότι μπορεί και δημιουργεί και ναι μεν, ναι μεν όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας είναι δημιουργήματα του ανθρώπου, αλλά δεν είναι άμεσα δημιούργημα της Ιόλης και του Γιάννη. Είναι δημιούργημα μιας μηχανής που τη μηχανή την έχει φτιάξει μια άλλη μηχανή και μια μηχανή την έχει φτιάξει κάποια στιγμή στο παρελθόν ο άνθρωπος. Οπότε έχει χαθεί αυτό το «δημιουργώ εγώ». Δεν το δημιουργώ εγώ, εγώ έχω τα λεφτά και το αγοράζω αλλά δεν το έχω δημιουργήσει. Όταν όμως ένα παιδάκι.... Ξέχασα να σου πω. Βεβαίως και ξέχασα και το άλλο, που είχαμε τον κήπο το δικό μας. ‘Φέραν τα παιδάκια – ξέχασα, αυτό είναι σημαντικό. Άλλο ένα έθιμο, που άλλο ένα έθιμο που, είδες; Μου ήρθε τώρα και δεν το είχα σημειώσει, ούτε και στο μυαλό μου, ούτε και στο χαρτί. Κάναμε το δικό μας κήπο, περνάμε βολβούς, τα παιδάκια φέρνανε βολβούς. ‘Ξέραν τι βολβός ήταν ο καθένας. Ζουμπούλι, κρίνος κι όλα αυτά τα λουλουδάκια. Είχε το κάθε παιδάκι τη δική του γλάστρα, φύτευε με χώμα που παίρναμε από το δάσος, όχι αγοραστό. Πηγαίναμε, σκάβαμε, γεμίζαμε τη γλάστρα με χώμα. ‘Βάζαν τον βολβό μέσα, τον καλύπτανε, τον σκεπάζανε και τους έλεγα «αυτό είναι το πιο καλό πάπλωμα, το πιο ωραίο πάπλωμα: η γη που το σκεπάζει και το ζεσταίνει και το αυτό και εκείνο εκεί θα πάρει από τη γη τα συστατικά και θα μεγαλώσει». Το ποτίζανε και το πιο ωραίο πράγμα ήταν όταν ξεμύτιζε ο βλαστός μέσα από το χώμα, το βλέπανε και τους έκανε τέτοια εντύπωση. Τρελαινόντουσαν! Και ξέρεις; Αυτό γινόταν ένα βράδυ, τη μία μέρα δεν είχε βγει και την επόμενη μέρα που πηγαίναμε, το ‘βλέπαν και είχε βγει. Δηλαδή, είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα μεγαλώνει. Και τρέχανε ενθουσιασμένα «κύριε! Κύριε! Βγήκε το λουλούδι μου, κύριε! Το λουλούδι μου». Ήταν, δηλαδή, συγκινητικό. Αυτό λείπει. Πάμε και το αγοράζουμε το τριαντάφυλλο, πάμε και αγοράζουμε το κρίνο, πάμε και είμαστε ερωτευμένοι με μία κοπέλα ή μία κοπέλα με ένα αγόρι, πάει και αγοράζει την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Να τη γιορτάσουμε την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, αλλά να φτιάξεις κάτι και να το δώσεις εσύ, να είναι δημιούργημα δικό σου. Έχουμε παύσει να είμαστε δημιουργοί, είμαστε καταναλωτές. Μόνο καταναλωτές, όχι δημιουργοί. Κάποιοι δημιουργούν για μας, κάποια μυαλά που εφευρίσκουν ένα καινούργιο λογισμικό ή ένα καινούργιο τσιπάκι. Εκείνοι μπορεί να νιώθουν κάπως δημιουργοί, αλλά εμείς όμως οι υπόλοιποι είμαστε καταναλωτές μόνο. Δεν δημιουργούμε, ενώ [01:50:00]παλιά καταναλώνανε αυτά που δημιουργούσανε. Κι έτσι τους έδιναν άλλη αξία. Είχε άλλη αξία η πατάτα που τρώγανε και η ντομάτα που κόβανε, γιατί την είχανε φυτέψει αυτοί. Η μάνα τους, ο πατέρας τους, το είχανε δει. Είχανε δει να μεγαλώνει. Έβλεπαν ότι η ντοματιά... Θυμάμαι μια χρονιά είχαμε φυτέψει με τα παιδάκια ντομάτες σε ζαρντινιέρες έξω από την τάξη. Τίποτα το ιδιαίτερο και κόβανε οι φύλακες του σχολείου μέχρι τον Αύγουστο από αυτή την ντοματιά ντοματάκια, ντομάτες. Και καταλάβαν τα παιδιά ότι η ντοματιά είναι ένα φυτό, μια πόα, εντάξει; Κάτι σαν θάμνος, έτσι; Θαμνώδες φυτό, το οποίο βγάζει όλο το καλοκαίρι. Δεν βγάζει και τελειώνει, βγάζει συνέχεια, παράγει συνέχεια. Η ντοματιά είναι θησαυρός, γι’ αυτό και είναι και τόσο φθηνές οι ντομάτες το καλοκαίρι. Γιατί μία ντοματιά μπορεί να σου βγάλει και 20 και 30 κιλά ντομάτες και βγάζει συνέχεια, μόνο νεράκι τους ρίχνεις. Τίποτα άλλο κι αυτή βγάζει. Και βλέπουνε τα παιδιά πόσο ευλογημένο αυτό το, το βλέπανε. «Αυτό το πραγματάκι που βλέπετε, θα μας δίνει συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια. Μας δίνει». Συνέχεια μας δίνει, εντάξει; Άρα, λοιπόν, πλέον τα παιδιά είναι μόνο καταναλώνουν. Πετάνε, δε δίνουν αξία γιατί είναι οι καταναλωτές. Τίποτα, καταναλώνουν, καταναλώνουν, καταναλώνουν και γενικότερα είμαστε πάρα πολύ καταναλωτικοί, ενώ άλλες χώρες – έτσι; – τι κάνουν; Εισπράττουν τα σκουπίδια των καταναλωτών, ας το πούμε έτσι, κατάλαβες; Επειδή δεν είναι και τόσο αναπτυγμένοι, έτσι; Και ένας λόγος, για να φανταστούμε τους εαυτούς μας με την εξέλιξη της ιατρικής που έχουμε σήμερα, όμως να ζούσαμε σε μία άλλη εποχή. Αυτός ο κορωνοϊός, δεν θα ήταν τίποτα. Δεν θα μας πείραζε, αλλά τώρα αυτός ο τρόπος που ζούμε, που είμαστε όλοι πάρα πολύ κοντά ο ένας δίπλα στον άλλον σε πολυκατοικίες, στα μετρό και σ’ αυτά, ο τρόπος αυτός που ζούμε, για αυτό είναι και τόσο μεγάλη απειλή αυτός ο κορωνοϊός, ας πούμε, κι αυτές οι ιώσεις. Αν ζούσαμε λίγο πιο φυσιολογικά -έτσι;- από μόνο του θα ήμασταν σε αποστάσεις, από μόνο του θα ήταν, δεν θα υπήρχε αυτός ο κίνδυνος, έτσι; Αλλά το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι τα παιδιά δεν δημιουργούν, δεν φτιάχνουν και το έχουν από τη φύση τους αυτό. Σήμερα τελευταία ώρα είχαμε βιβλιοθήκη και επειδή δεν μπορούμε να πάμε στη βιβλιοθήκη λόγω κορωνοϊού και γίνεται στην τάξη μας το μάθημα της βιβλιοθήκης, έρχεται η βιβλιοθηκονόμους στην τάξη και έκανε κάτι πολύ έξυπνο και πολύ ωραίο. Τους λέει «παιδιά, θα σας διαβάσω ένα παραμύθι και κατά τη διάρκεια που θα σας διαβάζω το παραμύθι εσείς φτιάχτε ό,τι θέλετε. Θέλετε πλαστελίνη; Θέλετε ένα χαρτί με ξυλομπογιές; Θέλετε με μαρκαδόρους; Και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης μου φτιάξτε ό,τι θέλετε σχετικό με αυτό που ακούτε». Να δεις τι ‘φτιάξαν τα παιδάκια! Όσο διάβαζε εκείνη το τι ζωγραφίσαν τα παιδάκια. Εγώ τους είχα πλαστελίνες και τους έδινα πλαστελίνες, ό,τι θέλανε και πέρασε μία ώρα και ήταν τρισευτυχισμένα. Η τελευταία ώρα που είναι η πιο δύσκολη ώρα της εβδομάδας. Παρασκευή, κουρασμένα, με τη μάσκα τους, ιδρωμένα. Γιατί περιττό να σου πω ότι υποφέρουν με τη μάσκα τα παιδάκια. Έρχονται στιγμές που μου λένε «κύριε, σας παρακαλώ να κάνουμε ένα διάλειμμα μάσκας;”, εγώ τ’ αφήνω και κάνουνε. Δεν πειράζει είναι σε απόσταση τα παιδάκια, θα την βγάλουν τη μασκούλα ένα λεπτάκι και θα την ξαναβάλουνε. Δεν πάθαμε τίποτα, δεν κολλάμε. Λοιπόν, κι όμως δεν διαμαρτυρήθηκαν καθόλου και δημιουργήσανε, φτιάξανε και καμάρι «κύριε, κοιτάξτε τι έφτιαξα» και τα δείχνανε και μου τα ‘δείχναν φυσικά. ‘Φτιάχναν κάτι πράγματα, δεν καταλάβαινες και τι είναι, αλλά για αυτά όμως «κοιτάξτε τι έφτιαξα!» Είχανε φτιάξει ένα πύργο, η άλλη έλεγε «ένα πύργο», έφτιαξε ο άλλος έναν πύργο με πλαστελίνες, ας πούμε. Αριστουργήματα!
Εσύ έφτιαξες κάτι;
Εγώ ήμουν υποστηρικτικός, δεν μπορούσα να φτιάξω, γιατί συνέχεια μου ‘λέγαν «κύριε, θέλω και μία μπλε πλαστελίνη», γιατί δεν τους τα δίνω έτσι. Δεν τους τα δίνω έτσι. Αν το έχετε ανάγκη, θα σας το δώσω. Γιατί άμα τους τα δώσεις κι όλα, τα μπλέκουν, τα μπερδεύουνε... Σιγά-σιγά. «Έχεις ανάγκη; Θες μπλε χρώμα; Πάρε μπλε χρώμα. Θες πράσινο, πάρε πράσινο. Θέλεις χαρτί; Πάρε χαρτί». Βέβαια, ορισμένα πράγματα τα έχω σε σημεία της τάξης που πάνε μόνα τους και παίρνουν, αλλά επειδή είναι μικρά – έτσι; – θέλουνε, θέλουνε υποστήριξη, θέλουνε να γυρνάς, εντάξει; Δεν έφτιαξα, θα ήταν καλό να φτιάξω και εγώ πάντως. Θα ήταν καλό να έχω και εγώ τη δική μου την κατασκευή, έτσι; Εντάξει, δεν έφτιαξα.
Θέλεις να συμπληρώσεις κάτι άλλο στην ιστορία σου ή να το αφήσουμε εδώ;
Κοίταξε, νομίζω ότι είπαμε αρκετά. Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω.
Και εγώ το ίδιο, σίγουρα.
Έτσι; Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω, γιατί τα περισσότερα από αυτά που σου είπα δεν τα ‘χα σημειώσει. Όπως βλέπεις, δεν έχω σημειώσει τίποτα, όλα στο μυαλό μου τα ‘χω. Αλλά είναι περασμένη η ώρα, είμαι απ’ το πρωί, έτσι; Έχω κι ένα άλλο χόμπι, το τρέξιμο, έτσι; Έχω ξυπνήσει απ’ τις 06:00 η ώρα το πρωί για να πάω να τρέξω. Είμαι ερασιτέχνης μαραθωνοδρόμος, είναι μια άλλη μεγάλη μου αγάπη αυτό. Είναι ένα, είναι κάτι το οποίο με έχει βοηθήσει πάρα πολύ και στη δουλειά μου. Έχω εμπνεύσει πάρα πολλά παιδάκια. Θυμάμαι ακόμα τον Θεοδόση, ένας Θεοδόσης, ο οποίος ήτανε πάρα πολύ ζωηρό παιδί, πάρα πολύ ατίθασο και τον έπαιρνα κάτω στα διαλείμματα στα γήπεδα και τρέχαμε και το περίμενε σαν και τι! Ο Θεοδόσης έγινε το πιο ήρεμο παιδί. Την ώρα που τρέχαμε μου ‘λεγε ιστορίες, του ‘λεγα και τα λοιπά. Ακόμα και τώρα παίζω κυνηγητό με τα παιδάκια και τρελαίνονται. Παίζουμε κρυφτό, έχω, δηλαδή, ενέργεια γιατί μου τη δίνει το ότι ασχολούμαι με το τρέξιμο τόσα χρόνια. Έχω τρέξει πάρα πολλούς μαραθώνιους, 35 μέχρι σήμερα. Δεν θέλω να τρέξω άλλους. Έχω τρέξει με τη μητέρα σου, έχουμε τρέξει 3-4 με τη μητέρα σου μαζί. Μου σπάει τα νεύρα η μητέρα σου, διότι εκείνη παίρνει κάτι κύπελλα μέχρι εκεί πάνω, διότι έρχεται πρώτη στην κατηγορία της, διότι τρεις κι ο κούκος είναι οι γυναίκες. Εγώ στους άντρες δεν έχω πάρει ποτέ μου τίποτα τόσα χρόνια που τρέχω. Αλλά μπράβο της, χαλάλι της. Την αγαπώ πολύ και τη θαυμάζω. Έχουμε κάνει άπειρα τρεξίματα και από τότε που ήταν στη ζωή ο μπαμπάκας σου, που τον θυμόμαστε πάντοτε με αγάπη. Λοιπόν, είναι ένα κομμάτι, λοιπόν, το τρέξιμο, που το τρέξιμο δεν θα σου πω πολλά. Θα σου πω μια-δύο έτσι εμπειρίες μου. Η μία εμπειρία ήτανε την πρώτη μου φορά που είχα πάει για τρέξιμο, το 1987 – αν θυμάμαι καλά, ‘86- ‘87, ναι – είχα πάει με τον φίλο μου τον Χάρη. Ο Χάρης, λοιπόν, ήτανε σπαρταθλητής, έτρεχε Σπάρταθλο. Αθήνα - Σπάρτη. Αλλά έτρεχε και Μαραθώνιο και μου λέει «Γιάννη θα πάμε μέχρι το Μαραθώνα με το αυτοκίνητο αυτοκίνητο» – γιατί εγώ είχα αυτοκίνητο, εκείνος δεν είχε – «και δεν είχε και θα γυρίσουμε πίσω και θα βάζουμε κάθε πέντε χιλιόμετρα ένα μπουκαλάκι με τσάι», γιατί εκείνη την εποχή δεν είχε υποστήριξη με τραπέζια, δεν είχε τίποτα. Τρέχαμε και είχε 1,2 τραπέζια και αυτά αν βρίσκαμε και προλαβαίναμε να δούμε. Λοιπόν, και «θα βάλουμε», λέει, «τσάι στο ένα, στο άλλο θα βάλουμε νερό, στο άλλο…» και είχαμε βάλει και μελομακάρονα! Είχε πάρει μελομακάρονα αυτός και είχαμε βάλει σε σακουλάκια μελομακάρονα και τα είχαμε βάλει για να τα τρώμε σε όλη τη διαδρομή. Αυτή είναι μία εμπειρία κι είχα, ήταν εντυπωσιακό η πρώτη μου φορά που είχα τρέξει. Νόμιζα ότι είχα κάνει ένα τεράστιο έτσι άθλο, από ‘κει βγαίνει και ο αθλητής άλλωστε. Και το δεύτερο έτσι που θυμάμαι ήτανε που ήταν μια μέρα που έβρεχε πάρα πολύ, πολλή βροχή και είχε τρέξει και η μητέρα σου την ημέρα, είχαμε τρέξει μαζί. Και θυμάμαι εκείνη την εποχή περνάγαμε το Μαραθώνα και ήταν μέχρι το γόνατο το νερό. Λοιπόν, στο Hilton, συγκεκριμένα στο Hilton, καθώς έτρεχα ένα παλικαράκι μπροστά μου σωριάζεται. Σωριάζεται κάτω ξερός και έτρεμε ολόκληρος. Έτρεμε, όταν σου λέω «έτρεμε», έτρεμε, έτρεμε, έτρεμε, έτρεμε. Τρέξαμε όλοι, ήταν και ένα αστυνομικό εκεί στη διασταύρωση, εκεί στο Hilton, έρχονται και αυτοί που ήταν της υποστήριξης, οι πρώτες βοήθειες και καταλάβαμε αμέσως ότι είχε πάθει υποθερμία. Και ήταν τρομερό, γιατί τον σκεπάσανε με κουβέρτες, τον τύλιξαν σαν σουβλάκι έτσι τυλιχτό τον βάλανε μέσα, τον βάλαμε, τον σηκώσαμε και τον βάλαμε μέσα στο αστυνομικό το αυτό, έβαλαν στο full το καλοριφέρ και συνήλθε το παιδί από την υποθερμία. Εντυπωσιακό! Αυτό με είχε εντυπωσιάσει πάρα πολύ. Το τρέξιμο, κοίταξε να δεις, το τρέξιμο αυτό θα πω και δεν θα σε κουράσω άλλο. Το τρέξιμο πάντοτε μέχρι τώρα – αύριο έχουμε να τρέξουμε τη μητέρα σου 20 χιλιόμετρα – πάντοτε το τρέξιμο το έκανα σαν παιχνίδι. Ποτέ δεν έτρεξα Μαραθώνιο για να κάνω προετοιμασία, ποτέ. Αυτός ήταν και ο λόγος που ίσως δεν είχα και πολύ καλούς χρόνους. Ο καλύτερος μου χρόνος ήταν οι 3 ώρες και 23 λεπτά, που είναι μεν καλός χρόνος αλλά για την προπόνηση που έκανα, θα μπορούσα να κάνω κάτω από 3 ώρες γιατί έτρεχα κάθε μέρα 10-12 χιλιόμετρα. Όμως, δεν έκανα ποτέ προετοιμασία. [02:00:00]Δηλαδή, τις περισσότερες φορές ήταν Κυριακή ο αγώνας, το Σάββατο πήγαινα κι έπαιζα μπάσκετ 2,5 ώρες, 3 ώρες μπάσκετ. Που έπρεπε την προηγούμενη μέρα να είσαι ξάπλα. Δεν καταλάβαινα, γιατί δεν το έκανα ποτέ, δεν ήταν αυτοσκοπός μου ο Μαραθώνιος. Δεν ήθελα να, δεν ήθελα, δεν μου ανέβαζε τον εγωισμό αυτό το πράγμα που έκανα. Και τώρα που στο λέω σαν να μην έχω τρέξει Μαραθώνιο, δεν είναι κάτι το τρομερό για μένα. Κάποιος άλλος το θεωρεί πάρα πολύ σημαντικό, για μένα δεν είναι κάτι τρομερό, γιατί είναι ένα κομμάτι του παιχνιδιού και θα κλείσουμε μ’ αυτό. Είχα διαβάσει ένα βιβλίο ενός σκωτσέζου συγγραφέα, Τρέχοντας με την αγέλη. Αυτός, λοιπόν, ο κακομοίρης είχε σκυλιά. Τεχνοκράτης, λογιστής ήτανε; Τεχνοκράτης τύπος. Είχε, λοιπόν, σκυλιά τα οποία ήταν μεγάλα και του καταστρέφαν τους καναπέδες, ‘τρώγαν καναπέδες, με τα νύχια τους αυτά και δεν ήξερε τι να κάνει. Και του λέει κάποιος, λέει «ξέρεις τι; Τα σκυλιά αυτά πρέπει να βγάζεις έξω, να τρέχουνε». Έβγαινε, λοιπόν, αυτός με τα σκυλιά έξω και κάθε μέρα έβγαινε με τα σκυλιά και δώσ’ του τρέξιμο με τα σκυλιά και άρχισε να παίζει με τα σκυλιά, για λέει Τρέχοντας με την αγέλη. Και παραβγαίνανε με τα σκυλιά, γιατί γράφει, ας πούμε, «βρίσκαμε καμιά ανηφόρα και κάναμε αγώνες με τα σκυλιά και το είχανε μάθει και τα σκυλιά και τρέχαμε, ας πούμε, ποιος θα βγει πρώτος. Κάποια στιγμή στα 50 μου», λέει, «50 χρονών όταν ήμουνα, μου λέει ένας φίλος "ρε ‘σύ”, μου λέει, “τόσα χρόνια τρέχεις με τα σκυλιά, δεν τρέχεις κι έναν Μαραθώνιο;” και εγώ» λέει «είπα να τρέξω έναν Μαραθώνιο και του λέει “τι να κάνω;”, “να” λέει “να κάνεις, να σου δώσω ένα πρόγραμμα προετοιμασία, να κάνεις προετοιμασία”. Πήρα», λέει, γράφει στο βιβλίο του αυτός, «πήρα» λέει «κι εγώ το πρόγραμμα. Τη μια είχε 10 χιλιόμετρα, την άλλη είχε ταχύτητες, την άλλη είχε ένα μεγάλο long-run και τα λοιπά. Κάποια μέρα, όμως, που είχα να κάνω ταχύτητες παθαίνω μία θλάση και πάω στο γιατρό και μου λέει ο γιατρός “πρέπει ένα μήνα να κάτσεις ακίνητος”. Ναι, αλλά εγώ πώς θα κάτσω ακίνητος με τα σκυλιά; Θα μου φάνε το σπίτι, οπότε δεν άντεξα και τη δεύτερη εβδομάδα βγήκα έξω για τρέξιμο. Τι ήθελα να βγω όμως», λέει, γράφει, «τι ήθελα να βγω για τρέξιμο; παθαίνω υποτροπή στη θλάση και μου λέει ο γιατρός “δύο μήνες ακίνητος”. Σε δύο μήνες όμως ήταν ο Μαραθώνιος και πήγα», να μη σας, λέει μέσα, να μην σας αυτό, να μη σας τα πολυλογώ, λέει διάφορα άλλα. Φτάνει στο Μαραθώνιο με δύο μήνες αποχή. Δεν έβγαινε, γιατί πονούσε πάρα πολύ και λέει, «τώρα», λέει, «θα πάω στο Μαραθώνιο, θα γίνω ρεζίλι. Εγώ δεν έχω τρέξει, 2 μήνες τώρα έχω να τρέξω». Πήγε, λοιπόν, στο Μαραθώνα και έκανε 5 ώρες, 5 ώρες είναι αργά και γράφει «ήταν η πιο τραυματική εμπειρία της ζωής μου, γιατί δεν το έκανα σαν παιχνίδι. Το έκανα με πρόγραμμα και την ημέρα», λέει, «που έπαθα θλάση στο πρόγραμμα είχε να κάνω ταχύτητες, αλλά προφανώς εγώ ήμουνα κουρασμένος, το σώμα μου δεν ήταν έτοιμο εκείνη τη μέρα για να κάνω ταχύτητες. Εγώ είμαι λογιστής, κάθομαι όλη μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ κάθομαι σε μία καρέκλα και πρέπει να πάω το απόγευμα να κάνω ταχύτητες στα 50 μου. Την έπαθα», οπότε δεν ξανάτρεξε Μαραθώνιο, ήταν ένας και ο τελευταίος του. Αλλά λέει «είχα πιάσει τον εαυτό μου να τρέχω και να παίζω με τα σκυλιά 6-7 ώρες και να μην κουράζομαι, γιατί το έκανα σαν παιχνίδι». Ακριβώς αυτό έκανα και εγώ με το τρέξιμο και το τρέξιμο. Με τη μαμά σου, όποτε είμαι κουρασμένος, είμαι κουρασμένος, δεν μπορώ. Εκείνη φεύγει, εγώ της λέω «δεν μπορώ». Αυτό μπορώ να κάνω, γιατί αυτό με ευχαριστεί εκείνη την ώρα. Αυτό κάνω κέφι. Αύριο έχουμε να τρέξουμε και το έχουμε σαν κέφι, σαν κάτι πολύ ωραίο. Ο άλλος σου λέει «20 χιλιόμετρα θα πας να τρέξεις; Δεν βαριέσαι; Δεν αυτό, δεν εκείνο;» κι όμως είναι το, είναι θα πάμε στη φύση, στο βουνό. Να ξεφύγουμε λιγάκι, να μιλήσουμε. Έχω κάνει πάρα πολλούς φίλους στο τρέξιμο, καλούς φίλους και κλείνοντας με αυτό και νιώθεις στο τρέξιμο το σώμα σου. Το νιώθεις το σώμα, νιώθεις μέχρι και το τελευταίο κύτταρο του σώματός σου. Την ώρα που αρχίζεις και κουράζεσαι, εκεί νιώθεις και το τελευταίο σημείο του σώματος και καταλαβαίνεις ότι είσαι θνητός. Ότι δεν είσαι παντοδύναμος, ότι παρόλο που είσαι αθλητής μεγάλος και τρανός και τρέχεις και αυτά και εκείνα και τ’ αλλά, στο Μαραθώνιο μετά τα 30 χιλιόμετρα παίζεις – έτσι; – παίζεις συνεχώς με το μυαλό σου, δεν είσαι. Δηλαδή, καταλαβαίνεις ότι είσαι θνητός, ότι έχεις όρια, εντάξει; Και φυσικά μαθαίνεις και να αγωνίζεσαι και να ξεπερνάς και τον ίδιο σου τον εαυτό κι όχι να ξεπερνάω το διπλανό μου. Αυτά.
Σε ευχαριστούμε πολύ για την εμπιστοσύνη και τις ιστορίες σου.
Κι εγώ σας ευχαριστώ και εύχομαι ό,τι καλύτερο, κάθε επιτυχία!
Σε ευχαριστούμε πολύ για την εμπιστοσύνη και τις ιστορίες σου.
Κι εγώ σας ευχαριστώ και εύχομαι ό,τι καλύτερο, κάθε επιτυχία!
Photos

Γιάννης Καλογεράς
Φωτογραφία του αφηγητή, Γιάννη Καλογερά
Summary
Ο Γιάννης Καλογεράς είναι δάσκαλος εδώ και 31 χρόνια. Στην αφήγησή του μοιράζεται βιωματικές ιστορίες και παραμύθια που αφηγείται στους μαθητές του και περιγράφει τη μέθοδο διδασκαλίας που προτιμάει, η οποία ενσωματώνει τα έθιμα με τρόπο που επιτρέπει στα παιδιά να μαθαίνουν εμπειρικά κατά τη διάρκεια όλης της σχολικής χρονιάς. Επίσης, θυμάται περιστατικά από τα παιδικά του χρόνια στις Κυκλάδες και μιλάει για το τρέξιμο, όπως το έχει «υιοθετήσει» στη ζωή του.
Narrators
Ιωάννης Καλογεράς
Field Reporters
Ιόλη Αποστόλου
Tags
Interview Date
08/10/2020
Duration
125'
Summary
Ο Γιάννης Καλογεράς είναι δάσκαλος εδώ και 31 χρόνια. Στην αφήγησή του μοιράζεται βιωματικές ιστορίες και παραμύθια που αφηγείται στους μαθητές του και περιγράφει τη μέθοδο διδασκαλίας που προτιμάει, η οποία ενσωματώνει τα έθιμα με τρόπο που επιτρέπει στα παιδιά να μαθαίνουν εμπειρικά κατά τη διάρκεια όλης της σχολικής χρονιάς. Επίσης, θυμάται περιστατικά από τα παιδικά του χρόνια στις Κυκλάδες και μιλάει για το τρέξιμο, όπως το έχει «υιοθετήσει» στη ζωή του.
Narrators
Ιωάννης Καλογεράς
Field Reporters
Ιόλη Αποστόλου
Tags
Interview Date
08/10/2020
Duration
125'