Από τις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, τσολιάς στα ανάκτορα και ποδοσφαιριστής στη Θεσσαλονίκη
Segment 1
Παιδικά χρόνια και αναμνήσεις από τον Εμφύλιο
00:00:00 - 00:08:05
Partial Transcript
Ξεκινάω την ηχογράφηση κύριε Πέτρο... Ναι, ναι, ναι, παρών. Καλησπέρα κύριε Πέτρο! Καλησπέρα σας, καλησπέρα. Καλωσορίσατε! Καλώς σας …ταιο, όλοι. Και ήρθαν οι εντεταλμένες κυρίες της βασιλίσσης, παρών, και οι δήμαρχοι, και όλοι παπάδες, όλοι-όλοι-όλοι, στο μεγάλο το συμβάν.
Lead to transcriptLocations
Segment 2
Από το χωριό στην Παιδούπολη, σχολικά χρόνια και επαγγελματική αποκατάσταση
00:08:05 - 00:27:26
Partial Transcript
Ανεβήκαμε στα λεωφορεία τα τότε, τα James, τα φορτηγά, τα αυτοκίνητα του στρατού. Ανεβήκαμε και ξεκινήσαμε το μεγάλο ταξίδι. Ο κόσμος έκλαιγ…νίκη μέσα. Και πολλά παιδιά, μόλις βγήκαμε από εκεί πέρα, και εγώ έστειλα ένα παιδί σε ένα τσαγκαράδικο εκεί πέρα, και βολεύτηκε εκεί πέρα.
Lead to transcriptLocations
Segment 3
Στρατιωτική θητεία
00:27:26 - 01:00:44
Partial Transcript
Συνεχίζουμε, πήγαμε φαντάροι. Έρχονται τα χρόνια, μεγαλώσαμε λίγο. Ήρθε το χαρτί για να πάω φαντάρος. Τώρα τι γίνεται, έπρεπε να αφήσω παιδί… περνούσαμε καλά. Πήραμε το τρενάκι και πήγαμε στο σπίτι στο Αμύνταιο. Πόσο καιρό, δηλαδή, συνολικά ήσασταν φαντάρος; Δύο χρόνια ακριβώς.
Lead to transcriptLocations
Media

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης ως ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης ως εύζωνας σε αναμνη ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, ε ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, εύζωνας, μαζί με το ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης πα ...
Κολάζ του Πέτρου Μπαλογιάννη, με φωτογραφί ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης κα ...
Κολάζ του Πέτρου Μπαλογιάννη, με φωτογραφί ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, ε ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, εύζωνας, σε ζωολογι ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, ε ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, εύζωνας, στην Ακρόπ ...
Segment 4
Αθλητισμός και ενασχόληση με το ποδόσφαιρο
01:00:44 - 01:29:11
Partial Transcript
Και μετά από εκεί πέρα, πάω στο Αμύνταιο. Κάθομαι δυο-τρεις μέρες εκεί πέρα, βλέπω τη μάνα μου και τον αδερφό μου και γυρίζω πίσω στη δουλει…ια μας. Και συνεχίζουμε. Και ο Γιώργος συνεχίζει το μπάσκετ. Εγώ βλέπω από την τηλεόραση το μπάσκετ, σαν πέρασαν τα χρόνια, και αυτά είναι.
Lead to transcriptLocations
Media

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, π ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, ποδοσφαιριστής, σε ...
Segment 5
Γάμος και οικογένεια
01:29:11 - 01:31:50
Partial Transcript
Θέλετε να μου πείτε και δυο λόγια για τη σύζυγο, πώς γνωριστήκατε και- Με την σύζυγο; Ω! Ναι. Γιατί μου αναφέρατε πριν ότι στην Αθήνα ήσα…η, το '70 ,το '68; Το '68 πρέπει να γεννήθηκε η Ελένη και το '71 πρέπει να γεννήθηκε ο Γιώργος. Και συνεχίσαμε. Και το μαγαζί πήγαινε καλά.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 6
Tελευταία χρόνια των παιδουπόλεων, οι εντυπώσεις του εκεί και συνταξιοδότηση
01:31:50 - 01:42:48
Partial Transcript
Αλλά έτυχε να κλείσει αυτή η Παιδόπολις και να γίνει, να είναι άσυλο, έτσι δίχως να έχει κανένας την εντολή. Μετά έγινε το κέντρο αποτοξίνωσ…χα τους έφερα, αθλητικά και τέτοια πράγματα από ομάδες, αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα, συνεχίζονται και όποιος δεν κάθεται καλά, φεύγει.
Lead to transcriptLocations
Segment 7
Οπαδική βία και επιλογικά
01:42:48 - 01:46:46
Partial Transcript
Θα θέλατε να μου κάνετε και ένα σχόλιο τελευταίο κύριε Πέτρο, για να κλείσουμε, με αυτά που συμβαίνουν τώρα με την οπαδική βία; Με το συμβά…κύριε Πέτρο. Αυτές είναι, αυτές οι αγάπες μένουν, αυτές. Ξεχνιούνται τώρα; Για πες μου! Δεν ξεχνιούνται! Σταματάω λοιπόν να σας καταγράφω.
Lead to transcriptMedia
[00:00:00]
Ξεκινάω την ηχογράφηση κύριε Πέτρο...
Ναι, ναι, ναι, παρών.
Καλησπέρα κύριε Πέτρο!
Καλησπέρα σας, καλησπέρα. Καλωσορίσατε!
Καλώς σας βρήκα!
Αρχινάμε ένα ωραίο στοιχείο, ένα όμορφο, από παλιά μέχρι καινούργια.
Τέλεια! Θα ήθελα να ξεκινήσετε όπως ξεκινήσαμε και πριν από τα παιδικά σας χρόνια με το ονοματεπώνυμό σας αν είναι εύκολο-
Ναι-
Την ημερομηνία γέννησης…
Λέγομαι Μπαλογιάννης Πέτρος, είμαι από το Αμύνταιο. Γεννήθηκα το 1940, 11/2 του ‘40, τον καιρό τον καλό και τον κακό. Και συνεχίζουμε από εκεί πέρα σε μία περιοχή, στο Αμύνταιο η οποία τότε ήτανε χωριά μικρά, δεν είχανε πολύ κόσμο. Και από εκεί, με πήρε, με πήρανε οι γονείς μου και με πήγανε εκεί που εργαζόντουσαν σε ένα ασβεστοποιίο, ένα λιγνιτωρυχείο εκεί πέρα, και ζήσαμε και μεγαλώσαμε εκεί. Μέχρι έξι χρόνων ήμασταν εκεί πέρα. Μετά φύγαμε από το χωριό αυτό εδώ πέρα, επειδής πέθανε ο μπαμπάς μου και φύγαμε, τον θάψανε εκεί στο χωριό Βεγόρα εκεί πέρα, και φύγαμε εκεί μετά από ένα χρόνο, το ‘47 φύγαμε και πήγαμε στο Αμύνταιο. Πήγαμε σε μία γειτονιά πολύ καλή, μας φερθήκαν πολύ καλά. Άρχισαν τα γεγονότα, η φτώχεια που εκείνα τα χρόνια ήτανε και δύσκολα, πολύ δύσκολα, διότι ο κόσμος ήταν διαφορετικός. Δεν είναι σαν τώρα να ‘χουμε τις πολυτέλειες, τις πολυκατοικίες και τα τέτοια πράγματα. Είχαμε ένα σπιτάκι δύο οικογένειες, αγαπημένοι, περάσαμε, μεγαλώσαμε. Από εκεί, άρχισε το πώς θα δουλέψουμε…
Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, στο Αμύνταιο ήσασταν δηλαδή εσείς και ποιοι άλλοι;
Η μάνα μου και ο αδερφός μου.
Εσείς, η μαμά σας και ο αδερφός σας.
Ναι, σε ένα σπίτι με συγκάτοικο κάποιον, κάποια οικογένεια. Μεγαλώσαμε μαζί, αγαπημένοι, συνεχίσαμε. Έπρεπε κάτι να κάνουμε, για να μπορέσουμε να ζήσουμε, διότι η φτώχεια και η ορφάνια ήταν όλα μαζί. Η μάνα μου ξενοδούλευε, ξενόπλυνε, εμείς κάτι θέλαμε να κάνουμε, πότε βάφαμε παπούτσια, πότε πουλούσαμε καραμέλες και τσιγάρα στον στρατό, γιατί είχαμε πολύ στρατό. Μεγαλώσαμε κάπου, ήρθαμε στα γεγονότα τα μεγάλα. Ήρθαμε στον εμφύλιο πόλεμο. Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή της Περιφερείας Φλωρίνης, διότι κάθε βράδυ γινόταν ο χαμός! Τέτοιο πράγμα δεν το έχει ζήσει κανένας. Όλα τα χωριά είχαν πάρει φωτιά. Είχε δυόμισι χιλιάδες στρατό και δυόμιση χιλιάδες είχε κατοίκους. Ο στρατός έβγαινε τα βράδια και πήγαινε να φυλάξει τα χωριά, από κάθε τι, διότι οι κατσαπλιάδες θα τους πω εγώ, οι αντάρτες δεν σκεφτότανε, σε τι, σε ποιο χωριό θα πάμε. Πηγαίνανε οργανωμένα, καίγανε τα σπίτια, μπαίνανε στα σπίτια και ρημάζανε τα πάντα. Ρούχα, φαγητά, ό,τι βρίσκανε, για να μπορέσουν να απολαύσουν και αυτοί την τέτοια. Ήτανε μεγάλη ταλαιπωρία σε όλο τον κόσμο, και στον στρατό και στα χωριά που ζούσαμε, που ζήσαμε αυτή τη μπόρα. Από εκεί αρχινάνε πολλά. Άρχισαν τα σπίτια να καίγονται. Ήμασταν στην κάτω γειτονιά. Καιγόνταν σπίτια δίπλα σε εμένα, καιγόταν σπίτι και που αυτή τη στιγμή και προτού δύο-τρία χρόνια που είχα πάει μετά τον κορονοϊό που ήρθε εδώ πέρα, το σπίτι βρίσκεται καμένο εκεί όπως ήτανε. Δεν ξέρω τι κι ούτε ρώτησα όταν πήγαινα στο Αμύνταιο, δεν ρώτησα αυτός ο κόσμος, αυτοί οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτό το σπίτι, ποιοι ήτανε και τι ήτανε. Πάντως το σπίτι είναι καμένο έτσι εκεί πέρα. Πήγα, το είδα με τα μάτια μου. Συνεχίζουμε… Τα χρόνια περνούσαν, οι μέρες περνούσαν και άρχισε ο εμφύλιος πότε να μαζεύεται και πότε να απλώνεται. Απλώθηκε καλά, πολύ καλά. Ένα συμβάν θα σε πω ότι, ένα James, ένα αυτοκίνητο του στρατού, ερχότανε πολλά αυτοκίνητα ερχότανε, και ένας σε ένα αυτοκίνητο ήτανε ένας οδηγός, το όνομα Γαλάνης, τον οποίο τον σκοτώσανε στον Αετό, ένα χωριό ερχόντας προς το Αμύνταιο. Τον σκοτώσανε και ψάχνανε την άλλη μέρα τα ρούχα του. Τα ρούχα του τα είχε πλύνει η μάνα μου και τα δώσαμε την άλλη μέρα, μετά από το συμβάν αυτό τα δώσαμε την άλλη μέρα και τον θάψανε στο Αμύνταιο. Άρχισαν μετά, ησυχάζαν τα πράγματα, αλλά πώς ησυχάσανε; Άρχισαν η περιφέρεια να διαμαρτύρεται: τι θα γίνει τα παιδιά, τα σπίτια, το φαΐ όλα αυτά εδώ πέρα, τι θα γίνει. Άρχισαν οι ομιλίες από ανθρώπους, διάφορους ανθρώπους, το πώς θα μαζευτεί το παιδί. Μαζευτήκανε τα χωριά όλα στο Αμύνταιο, σαν κέντρο του χωριού, των χωριών, σαν κωμόπολη. Μαζευτήκανε όλα τα παιδιά με τους γονείς μαζί, γιατί το έργο που θα έφτιαχναν τώρα, ήρθαν άνθρωποι της πρόνοιας εκεί πέρα με τους τοπικούς άρχοντες εκεί πέρα, τους δημάρχους, τους δασκάλους, όλο το χωριό μαζεμένο εκεί πέρα. Μαζέψανε όλα τα παιδιά. Τα παιδιά ήταν πολλά. Και ξεκινήσαμε από εκεί πέρα με ένα τέτοιο… Τι να πω, πολύς κόσμος, πολύς κόσμος. Kλάματα από εδώ, κλάματα από εκεί. Το πού θα πάμε και πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε καλύτερα. Πράγματι, αρχίσανε να μαζεύουν τα παιδιά. Βγάλανε ανακοινώσεις, πήγαμε, μαζευτήκαμε στο Αμύνταιο, όλοι. Και ήρθαν οι εντεταλμένες κυρίες της βασιλίσσης, παρών, και οι δήμαρχοι, και όλοι παπάδες, όλοι-όλοι-όλοι, στο μεγάλο το συμβάν.
Segment 2
Από το χωριό στην Παιδούπολη, σχολικά χρόνια και επαγγελματική αποκατάσταση
00:08:05 - 00:27:26
Ανεβήκαμε στα λεωφορεία τα τότε, τα James, τα φορτηγά, τα αυτοκίνητα του στρατού. Ανεβήκαμε και ξεκινήσαμε το μεγάλο ταξίδι. Ο κόσμος έκλαιγε κάτω. Ο κόσμος έκλαιγε, τα παιδιά κλαίγανε πάνω στα αυτοκίνητα: «Πού θα πάμε; Tι θα κάνουμε;». Κι όμως ξεκινήσαμε καλά, οι οδηγοί ήταν πάντα σταθεροί και καλοί. Και ξεκινήσαμε μέσω Κοζάνης, Καστανιάς, Βεροίας, και φτάσαμε στην Παιδόπολη. Πού είναι τώρα τα δικαστήρια, εκεί ήταν μια Παιδόπολις, ένα κτίριο μεγάλο το οποίο είχε όλα τα μέρη, είχε αναρρωτήρια, είχε αίθουσες διδασκαλίας, είχε συνεργεία, είχε τα πάντα. Φτάσαμε στο μέρος εκείνο. Φτάσαμε απόγευμα και ξεκινάμε, κατεβαίνουμε από το αμάξι και λέμε: «Πού βρισκόμαστε; Σε άλλον αέρα, σε άλλο κόσμο». Άρχισαν τα γεγονότα εκεί πέρα. Μας μαζέψανε ο κόσμος ο επίσημος της πρόνοιας, μας καλοδέχτηκε, κατεβήκαμε όλοι από τα λεωφορεία, άλλοι πήγαν στο Παπάφη, άλλοι πήγανε στην Καλαμαριά σαν μαθητές, και άλλα κορίτσια πήγαιναν στην Αγία Ειρήνης, σε μία σχολή κοριτσιών. Εμείς ήμασταν σταθεροί εκεί πέρα. Αρχίσαμε, πήγαμε πλυθήκαμε[00:10:00], είδαμε τον κόσμο που ενδιαφέρεται για να μας τέτοιο, πήγαμε φάγαμε το βραδινό το φαγητό. Βγήκαμε έξω και λέμε, 17:00-18:00 η ώρα ήτανε, τι ήτανε, βγήκαμε έξω και λέμε: «Πού βρισκόμαστε;», ο ένας ρωτούσε τον άλλον. Βράδιασε και σιγά-σιγά ο καθένας πήγε στους θαλάμους, κοιμηθήκαμε, έναν βαρύ ύπνο, τον οποίο ούτε όνειρα δεν βλέπαμε ούτε τίποτα. Γιατί ήμασταν σε άλλα μέρη. Ξυπνήσαμε το πρωί, αμέσως ενδιαφέρον το προσωπικό να πλυθούμε. Σιγά-σιγά να μαζευτούμε, να πούμε, πήγαμε για το πρωινό το φαγητό, φάγαμε, βγήκαμε έξω. Άρχισαν ο ένας χωριανός έψαχνε τον άλλον, να ζει, να δει πώς είμαστε, πού περνάμε, και αρχινούσανε τα κλάματα: Πού βρισκόμαστε, τι θα κάνουμε, πώς θα προχωρήσουμε στη ζωή.
Τι ηλικίες κύριε Πέτρο ήτανε τότε;
Αυτοί ήτανε δώδεκα χρονών, εντεκάμιση, δώδεκα χρονών. Γιατί μετά τον εμφύλιο το ‘50 ήταν εκεί πέρα. Άρχισαν τα μπάνια, άρχισε η μεγάλη καθαριότητα των παιδιών, όλο το προσωπικό παρόν. Μας μαζεύανε σε ομιλίες, ο διευθυντής ο κύριος Παπαδημητρίου, η κυρία Βεζυρτζή η υποδιευθύντρια, μαζέψανε στον προαύλιο χώρο γύρω στα τρακόσια πενήντα με τετρακόσια παιδιά και τους ακούγαμε τι λέγανε. Είπαν θα περάσουν καλά, είμαστε μία οργανωμένη υπηρεσία, με αγάπη σας δεχόμαστε και να περάσουμε καλά. Και όλο το προσωπικό παρόν. Και η κυρία Μελά παρών και αυτή το χάρηκε πολύ, διότι όλα τα πράγματα ήταν η επίσημη κυρία Μελά της βασιλίσσης της πρόνοιας. Ήταν αυτή η μόνη κυρία που ήτανε, όχι αξία, όλο το προσωπικό ήταν άξιο. Και μετά την ομιλία, γίνανε, μας ευχήθηκε ο κύριος Παπαδημητρίου τα ευχάριστα και γίναν ομάδες. Ήμασταν δώδεκα ομάδες, γύρω από τριάντα παιδιά, σαράντα παιδιά, και αρχίσανε. Αρχίσανε τα μπάνια. Άρχισε η καθαριότητα. Άρχισαν οι ομάδες να τέτοιο, ο ένας να λέει το ένα τέτοιο, πώς περνάμε, πώς θα περάσουμε, πού θα πάμε, σε τι σχολεία. Όλα πήγαιναν καλά. Άρχισαν να έρχονται τα πράγματα σε καλά χέρια, σε καλά τέτοιο… Άρχισε, έπρεπε να πάω σχολείο τώρα και τα άλλα τα παιδιά έπρεπε να πάνε σχολείο. Τα μεγάλα πηγαίνανε πέμπτη-έκτη τάξη. Εγώ πήγαινα στην τετάρτη, αλλά ποιος προχωρούσε στα μαθήματα τότε; Όλοι κοιτούσαν από εδώ και από εκεί. Το πώς περνάμε και πού ζούμε. Τέλος πάντων, έβγαλα την τετάρτη τάξη, αλλά με τι δεν το ξέρω. Και συνεχίζουμε… Έρχονται τα πράγματα προς το καλό. Μετά από λίγο καιρό, έτσι, ήρθαν τα πράγματα προς το καλό. Άρχισε, τελείωσε ο εμφύλιος και τέτοια πράγματα. Τα παιδιά ήθελαν να πάνε στους γονείς τους, γιατί πέρασε τη μεγάλη μπόρα. Η μεγάλη μπόρα έφυγε, τώρα, αρχινάμε, και με πήρε κι εμένα, τα παιδιά τα οποία ήταν να φύγουν με τη θέλησή τους φύγανε, και όσα παιδιά δεν θέλανε πάλι, κατά λάθος μας πήρε κι εμάς η μπόρα. Με πήρε η μπόρα κι εμένα και ήρθα στο σπίτι μου πάλι πίσω. Ήρθα στη μαμά μου, ήρθα στον αδερφό μου. Αρχίσανε: «Τι θα κάνουμε; Πώς θα ζήσουμε;». Έπρεπε να πάω και σχολείο. Πήγα στην έκτη τάξη. Ναι, στην πέμπτη τάξη πήγα, στην πέμπτη τάξη, με τον κύριο Παπαπέτρου, έναν δάσκαλο πρώτο, και σε βάθος, και πατριώτης απ’ το Ξινό Νερό. Μεγάλη αγάπη στο παιδί. Μας έκανε ό,τι έκανε, λέμε ότι περάσαμε τη χρονιά, την πέμπτη. Μετά από εκεί αρχίσαν τα… Eπαναπατρισμός πάλι, να γυρίσω πίσω στην Παιδόπολη, διότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Διότι υπήρχε η φτώχεια, υπήρχαν οι δουλειές και τέτοια πράγματα, και άρχισα… Κάναμε ενέργειες, να πάμε πάλι στην Παιδόπολη. Ήρθε η κυρία εντεταλμένη της βασιλίσσης, η κυρία Τάρη της Φλωρίνης, ήρθε στο σπίτι και είδε την κατάσταση που ζούσαμε. Και αμέσως έγιναν ενέργειες, πήρα το τρενάκι, μαζί με τη μαμά μου και ήρθαμε πάλι στην Παιδόπολη.
Εσείς θέλατε να επιστρέψετε στην Παιδόπολη;
Ήθελα γιατί δεν υπήρχε τίποτα. Πώς θα ζήσουμε; Tι θα κάνουμε. Και γύρισα στην Παιδόπολη πάλι, πήγα στην έκτη τάξη δημοτικού. Δήθεν έβγαλα το δημοτικό, εφόσον είχαμε μεν βιβλία και τέτοια πράγματα αλλά ποιος είχε το μυαλό να μάθει γράμματα; Εμείς σκεφτόμασταν άλλα παλιά, πώς περνούσαμε στα χωριά μας.
Κάτι που ξέχασα να σας ρωτήσω κύριε Πέτρο…
Ναι.
Εκεί στην Παιδόπολη ήσασταν μόνο αγόρια ή και κορίτσια;
Μόνο αγόρια ήμασταν, μόνο αγόρια. Ήμασταν στην Αγία Ειρήνη που ήταν η άλλη η Παιδόπολη των κοριτσιών, Παπάφη ήταν αγόρια και στο Καλαμαριά πάλι αγόρια. Και έβγαλα την έκτη τάξη τώρα και έπρεπε να κάνω κάτι. Έπρεπε ή να πάω σχολείο, ή να πάω σε καμιά τέχνη, ή να πάω στο χωριό πάλι, η επαναπάτριση μετά την έκτη του δημοτικού, όπως κάνανε πολλά παιδιά. Άλλα παιδιά πήγανε στις Τεχνικές Σχολές, άλλοι πηγαίνανε στα πανεπιστήμια, εφόσον μεγαλώσαμε λίγο. Εγώ πήγα στην τέχνη του τσαγκάρη, γιατί τα γράμματα δεν τα έπαιρνα, και έπρεπε να μάθω τέχνη, ή ξυλουργός ή τσαγκάρης, και πήγα τσαγκάρης, με ένα μάστορα καλό, τον κύριο Νίκο. Μαζευτήκαμε τριάντα παιδιά, για να μάθουμε την τέχνη. Ο μάστορας πάνω από το κεφάλι μας, για να μας δείξει το παπούτσι από όλες τις μεριές. Τα παιδιά ήταν τετρακόσια παιδιά. Μας φέρναν παπούτσια συνέχεια να τα διορθώσουμε και μαθαίναμε. Άμα δεν μας φέρναν παπούτσια, δεν μαθαίναμε κιόλας. Μαθαίναμε κιόλας, ο μάστορας πάνω από το κεφάλι μας, μας έδειξε τα πάντα. Ακόμα και στην έκθεση στείλαμε παπούτσι που το κάναμε εκεί. Μας έδειξε ο μάστορας, το κάναμε, το μοντάρουμε, το κάναμε κούκλα και το στείλαμε στην έκθεση, τον καιρό της εκθέσεως ήτανε 1952-53. Και το πήγαμε εκεί και το βραβεύσανε! Και ήρθε ο μάστορας όλο χαρά, τρελάθηκε, ο διευθυντής τρελάθηκε, σε λέει: «Βραβεύσαν παπούτσι!» λέει «Τι γίνεται εδώ πέρα; Πού είναι τα παιδιά; Μάθαν την τέχνη;» και τέτοια πράγματα. Κι όμως μαθαίναμε πολύ καλά. Πολλά παιδιά φύγανε. Άλλα παιδιά πήγαν στα χωριά τους. Μετά όσοι μάθαν την τέχνη πήγαν στα χωριά τους. Εγώ δεν πήγα στο χωριό μου, έκατσα λίγο ακόμα, έμαθα την τέχνη καλά, και ήρθε ένα… ένα τυχερό σε εμένα, με τις βασιλόπιτες και τέτοια πράγματα, που είχανε τότε…
Τι ήταν αυτή η βασιλόπιτα; Θέλετε λίγο να μας πείτε κάτι;
Η βασιλόπιτα κοβότανε κάθε χρόνο την Πρωτοχρονιά σε όλα τα παιδιά. Έδωσαν στα παιδιά που πρωτεύανε στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και τέτοια πράγματα, στους καλούς μαθητάς. Με έδωσαν και εμένα ένα χαρτάκι το οποίο έγραφε: «Πρόοδος μαθητού». Το πήρα και το κράτησα, το οποίο με χρειάστηκε αργότερα[00:20:00]. Από εκεί και πέρα μάθαμε την τέχνη καλά. Τα παιδιά αρχίσαν φεύγανε. Οι αδερφοί Ταβουτζόπουλοι ήταν στην Ξάνθη και είχανε μαγαζί, μέχρι προχθές είχαν ακόμα μαγαζί. Πολλά παιδιά, ο Νικόλας ο Γιάρος απ’ την Καστοριά έχει ακόμα μαγαζί κι έχουμε επικοινωνία μαζί. Και πολλά παιδιά άλλα, τα οποία βγήκαν τεχνίτες και ξυλουργοί και τσαγκάρηδες, και επιστήμονες! Πολλοί επιστήμονες, πολλά παιδιά, πολλοί γιατροί, πολλοί, πολλούς υπαλλήλους κράτησε η πρόνοια, όπως ο Σμαρόπουλος, ο Χρυσόστομος, όπως ο Εφραιμίδης ο Παναγιώτης, ο… Πολλά παιδιά, πολλά παιδιά, πολλά παιδιά, και τα ξεχνάω αυτή τη στιγμή. Θα τα θυμηθούμε αργότερα. Μπουμπουτίνης, στην Καβάλα, και αυτός έγινε υπάλληλος της πρόνοιας, και πολλά παιδιά που ‘δώσαν καλή διαγωγή, πηγαίναν σε κάποια θέση και την είχαν ανάγκη. Διότι και αυτά, και εμείς ήμασταν… Δεν είχαμε γονιούς, δεν είχαμε το ένα, δεν είχαμε το άλλο. Και όπως ξέρω, και όπως έχω καλές συζητήσεις με τα παιδιά και τέτοια, όλα αυτά τα συμβάν ήταν αληθινά, τα οποία περάσαμε. Και συνεχίζουμε… Τώρα, γίνεται το… Μία συγκέντρωση έγινε στο… εδώ στην Παιδόπολη της Σίνδου, στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ήρθε η κυρία Μελά, η προϊσταμένη της βασιλίσσης, ο κύριος Μεγκλίδης, ο διευθυντής, ο κύριος Χατζηγιάννης, υποδιευθυντής. Άλλαξε διεύθυνση, διευθυντής στην Παιδόπολη του Αγίου Δημητρίου ήταν ο κύριος Στακίδης. Και αυτοί οι τέσσερις υπάλληλοι, διευθυντές, καθίσανε και μιλήσανε για τα προγράμματα, το πώς θα λειτουργήσει η Παιδόπολη εδώ πέρα στη Σίνδο, πώς λειτουργεί, και τι ανάγκες έχουμε. Και λέει ο κύριος Μεγκλίδης, ο διευθυντής της σχολής εδώ πέρα της Παιδουπόλεως, λέει: «Θέλουμε τσαγκάρη» σε μία κουβέντα που κάναμε «Θέλουμε τσαγκάρη». Και πετάγεται ο κύριος Στακίδης, λέει: «Έχουμε παιδιά εμείς!». Και γύρισε ο κύριος Στακίδης στην Παιδόπολη στον Βαρδάρη, στον Άγιο Δημήτρη και με φωνάζει στο γραφείο του. Στα τριάντα παιδιά φωνάζει εμένα και μου λέει: «Αν θέλεις να πας τσαγκάρης, μάστορας, στην Παιδόπολη της Σίνδου». Λέω: «Πάω» και το χαρτί που πήρα από τη βασιλόπιτα χρειάστηκε σε αυτό το πράγμα, και το ‘χω εκεί. Έγιναν ενέργειες, έγιναν ενέργειες να πάω στην Παιδόπολη. Του ζήτησα δύο μέρες άδεια, πήγα στο χωριό, είδα τη μάνα μου και τον αδερφό μου και τους είπα ότι γίνομαι μάστορας στην Παιδόπολη. Το ευχαριστήθηκαν και αυτοί και γυρνάω πίσω πάλι στην Παιδόπολη, στον Άη Δημήτρη, και λέω μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά, να χαιρετήσω τον διευθυντή, να χαιρετήσω τον μάστορα, να χαιρετήσω τα παιδιά, με αγάπη και τέτοια, και πήρα δρόμο. Ήρθα εδώ στη Σίνδο και πήγα συστήθηκα στον διευθυντή. Του λέω: «Είμαι ο Μπαλογιάννης» λέω «Ήρθα από την Παιδόπολη, τον Άη Δημήτρη» λέω «για τεχνίτης». «Καλοδέχτηκες, βάλε μπρος!», ο διευθυντής, ο κύριος Μεγκλίδης. Και ξεκίνησα, έκανα το συνεργείο με ό,τι μέσα υπήρχανε, πήγα ψώνισα τα εργαλεία, ψώνισα τα δέρματα, τι χρειαζόταν. Μόλις μάθαν τα παιδιά ότι ήρθε τσαγκαρόπαιδο, τσαγκαρόπαιδο εδώ πέρα, τσαγκαρόπαιδο για να μάθουμε τέχνη, ήρθαν παιδιά για να μάθουν και αυτοί την τέχνη. Τους λέω: «Ρε παιδιά, επί δοκιμή είμαι τώρα» λέω «Αργότερα που θα είμαι μόνιμος εδώ πέρα, θα 'ρθείτε να μάθετε την τέχνη». Κι έτσι έγινε. Άφησα παιδί στη δουλειά μου, κάπως ερχόταν, κάπως ερχόταν εκεί πέρα και φεύγοντας στον στρατό έμεινε αυτός εκεί πέρα. Αλλά πολλά, εδώ στη Σίνδο ήταν πολλά τα συνεργεία, ήταν τεχνική σχολή όπως ήταν η αμερικανική σχολή τότε, παλιά, και λειτουργούσε πάρα πολύ καλά, και εμείς σαν πρόνοια λειτουργούσαμε πάρα πολύ καλά. Υπήρχε το μηχανουργείο, υπήρχε το ξυλουργείο, υπήρχε το σιδεράδικο, υπήρχε ο ελαιοχρωματιστής, υπήρχανε, υπήρχε το κτήμα με θερμοκήπια, με υπαλλήλους δενδροκόμους, γεωπόνους, όλοι τα πάντα. Ο κύριος Ρίζος, ο κύριος Παπαστεργίου, ο κύριος Βλάχος, ο κύριος Νικολαΐδης ο μάστορας σε συνεργείο, ο κύριος Μάμαλης συνεργείο-ξυλουργείο, υπήρχαν τα πάντα. Ήταν διακόσια στρέμματα, τα οποία όλα τέτοια. Αρχίσανε τα τότε χρόνια -που άρχισε η Παιδόπολις να λειτουργεί έτσι καλά- αρχίσανε να φυτεύουν τα δέντρα, οπωρώνες, σύκα, μήλα, πορτοκάλια, τα πάντα, ροδάκινα, τα πάντα. Και όταν μεγαλώσαμε τα παιδιά τρώγαμε κιόλας από εκείνα τα τέτοια. Πέρασαν τα χρόνια σιγά-σιγά... Πού πάμε; Πάμε... Να μην πάμε τόσα χρόνια στον στρατό... Μεγάλωσαν και τα παιδιά, πέρασαν πολλά παιδιά και από την τέχνη τη δικιά μου και την τέχνη των άλλων συνεργείων. Πολλά παιδιά ανοίξανε, μικρά ήτανε, άλλοι πήγανε για βοηθοί μαστόρων και άλλοι βγάλαν, ανοίξανε μαγαζιά, όπως ένας άνοιξε μαγαζί αμέσως, ο Νταλός, ένας Νταλός άνοιξε ξυλουργείο, ένας μαραγκός άνοιξε μαγαζί στην οδό -τέτοιο- στη Θεσσαλονίκη μέσα. Και πολλά παιδιά, μόλις βγήκαμε από εκεί πέρα, και εγώ έστειλα ένα παιδί σε ένα τσαγκαράδικο εκεί πέρα, και βολεύτηκε εκεί πέρα.
Συνεχίζουμε, πήγαμε φαντάροι. Έρχονται τα χρόνια, μεγαλώσαμε λίγο. Ήρθε το χαρτί για να πάω φαντάρος. Τώρα τι γίνεται, έπρεπε να αφήσω παιδί, τέτοια, και πράγματι, με λέει ο κύριος Μεγκλίδης: «Ασ' τα», λέει «θα τα κανονίσω εγώ». Τους χαιρέτησα όλους εκεί πέρα, πήγα στο Αμύνταιο να χαιρετήσω και τους γονείς μου, να χαιρετήσω τη μαμά μου και τον αδερφό μου και έχω φωτογραφίες από εκείνο το μάζεμα. Γύρω στα τριάντα άτομα μαζευτήκανε, μας στείλανε να πάμε φαντάροι. Το τρένο έτοιμο, πολύς κόσμος από την περιφέρεια του Αμυνταίου. Ανεβήκαμε το τρενάκι, πήγαμε στο Πλατύ και απ’ το Πλατύ πήγαμε σιγά-σιγά στην Κόρινθο. Εκεί πήγαμε στην Αθήνα και μετά στην Κόρινθο. Κι εκεί άρχισε η εκπαίδευση του στρατού. Πηγαίναμε πάρα πολύ καλά, πήγαινα καλά εγώ, γιατί τα ήξερα αυτά τα τέτοια, γιατί σαν μαθητής είχα περάσει πάρα πολλά. Στον στρατό γινόταν ο χαμός. Ο ένας από δω, ο άλλος από κει, φώναζε ο ένας, ο Διοικητής, όλοι φωνάζαν, τα παιδιά φωνάζαν. Πήραμε τα ρούχα, τα όπλα μας, τις στολές μας, τα άρβυλα μας, όλα, και από εκεί ξεκινήσαμε. Έφτιαξα το κρεβατάκι μου εγώ, έφτιαξα την τσάντα με τα ρούχα, τι ρούχα πήραμε, στολής και τέτοια πράγματα, τα έβαλα στους σακούς. Είχα δίπλα από τα χωριά μας τα χωριατόπαιδα, δεν ξέραν τίποτα, ούτε για τον εαυτό τους. Φαΐ και ύπνο ήτανε, τίποτε άλλο. Άρχισαν να με φωνάζουν: «Πέτρο, λίγο εδώ έλα, έλα λίγο». Πήγαινα σε πέντε παιδιά χωριανούς και τους έφτιαξα όλους τις τσάντες, τα κρεβάτια, πώς θα… τους έδειξα και τέτοια πράγματα, γιατί ήξερα και εγώ από τα παιδιά που μεγάλωσα μαζί τους. Πέρασε δύο χρόνια, αυστηρά και ωραία, και ο στρατός κάνει καλό...
Εσείς σε τι θέση ήσασταν στον στρατό;
Ήμασταν απλοί, απλοί, απλός φαντάρος. Αλλά ήμασταν και τέτοιο... Ελεγμένοι για να πάμε τσολιάδες[00:30:00], στο σώμα που στην -τέτοιο- στη διμοιρία που ήμασταν εκεί μαζί με τον λοχαγό, ήμασταν τσολιάδες και της ΕΣΑ, της στρατιωτικής αστυνομίας του στρατού. Και ήμασταν χώρια, οι άλλοι, οι άλλες οι ομάδες μέσα που ήταν ο κόσμος, όλοι ήταν πτυχιούχοι τέτοιο, πτυχιούχοι γεωπόνοι, δάσκαλοι, είχανε άλλα τέτοια. Εμείς ήμασταν άλλο, εκεί που ήμασταν σαν εσατζήδες και τσολιάδες ήμασταν σε άλλο τμήμα. Οι άλλοι ήταν από σπουδές. Από εκεί φύγαμε και γυρίσαμε πάλι στην Αθήνα. Πήγαμε σε ένα τάγμα, στην Αγία Παρασκευή. Εφόσον περάσαμε τη μπόρα εκεί πέρα τη μεγάλη, καλή εκπαίδευση, καλή... Κάναμε, έναν αγώνα ποδοσφαίρου κάναν εκεί πέρα κι εγώ πήγα να τους δω, να δω τι γίνεται εκεί πέρα. Ήταν όλοι Αθηναίοι. Αρχίσαν -τέτοιο- να διαλέγουν παιδιά, λέει ένας παίχτης παλιός του Πανιωνίου, Αθανασούλας, με λέει: «Θα πάρω τον ψηλό». Με παίρνει εμένα, αρχίσαμε το παιχνίδι. Οι Αθηναίοι και διάφοροι άλλοι που ήμασταν εκεί με τα ρούχα τα άρβυλα και τέτοια πράγματα. Παίξαμε τη μπάλα, τελείωσε. Με πιάνει ο Αθανασούλας και μου λέει: «Ψηλέ, σε θέλω» λέει «Σε θέλω στην Αθήνα». Λέω: «Στην Αθήνα θα ‘ρθώ» λέω. Αλλά χαθήκαμε μετά από εκεί και πέρα. Ήταν δύο παίκτες του Πανιωνίου εκεί πέρα και μιλούσαν και κάνανε. Δεν πήγα, πήγα στην Αγία Παρασκευή εγώ μετά. Άρχισαν οπλασκίες, άρχισαν διμοιρίες επιδείξεως, πώς θα πάμε στο, στις... στα ανάκτορα, να φυλάξουμε σκοπιά, πώς θα γίνουμε τσολιάδες, πώς θα πάμε στο -τέτοιο- στο Ηρώων, το Αγνώστου Στρατιώτου... Και συνεχίζουμε. Κάναμε μεγάλη εκπαίδευση και πολλή εκπαίδευση κάναμε. Και μετά πήγαμε, ένα διάστημα πήγαμε στο παλάτι, στο Τατόι πήγαμε, για λίγο μετεκπαίδευση κάτι κι εκεί. Κι εκεί περάσαμε καλά, αλλά πολλή εκπαίδευση είχαμε. Ήρθε η σειρά μας, εφόσον μάθαμε τον βηματισμό, πόσα μέτρα και τι χρειαζόμασταν, για να έχουμε με τον άλλον τον σκοπό ίδιο ρυθμούς στο χτύπημα των ποδιών, στο χτύπημα του όπλου και στη φρουρά. Στην Ηρώδου Αττικού κάναμε πολλές, πολλές προετοιμασίες για να πάμε εκεί και να μετράμε τους… Ήταν τα εκατό μέτρα, εκατόν είκοσι μέτρα έπρεπε να τα μετρήσουμε, σταθερά και ωραία, με τον συντονισμό του αλλουνού. Πήγαμε στον τέτοιο, πήγαμε στην Ηρώδου Αττικού, σαν απλοί στρατιώτες, γιατί δεν φορέσαμε τη φουστανέλα ακόμα. Και έγινε η εκπαίδευση αυτή, καλή, και απολύθηκε η σειρά η προηγούμενη η 57η, και πήγε η 59η σειρά στη φρουρά. Αρχίσανε να μας δίνουνε φουστανέλες, αρχίσανε τα ρούχα, ντολαμάδες, πράγματα, τσαρούχια, απ' όλα. Μέχρι και φέσια! Αρχίσανε τα όργανα, αρχίσανε εκπαίδευση πάλι μέσα, πολύ μεγάλη εκπαίδευση, πολύ κουραστικό. Έπρεπε να κάνουμε, και εφόσον μας διαλέξανε, έπρεπε να δώσουμε και εμείς το παν. Εγώ ήξερα αυτά εδώ πέρα τα πράγματα, τα ντυσίματα, τα πράγματα, τα ήξερα. Εντάξει, βοηθούσαμε και τα παιδιά μας, τους λεβέντες μας. Αρχίσαμε τη σκοπιά με τα στρατιωτικά, αρχίσαμε τα τσολιάδικα με του τσολιά τη φουστανέλα. Πήγαμε πρώτα στην Ηρώδου Αττικού, στο παλάτι. Άρχισαν οι τουρίστες, τουρίστριες να πέφτουν κοντά μας. Άρχισαν να μας ενοχλούνε, υπήρχε αστυνομία εκεί πέρα. Εντάξει, όλα πήγαιναν καλά. Πήγαμε πάρα πολύ καλά μέχρι εδώ, όλο το, είχαμε έναν αξιωματικό, τον κύριο Παπακώστα, πολύ καλός αξιωματικός, και σαν άνθρωπος και σαν εκπαιδευτής. Περάσαμε πάρα πολύ καλά, και συνεχίζουμε να πηγαίνουμε σκοπιές. Ήρθε η σειρά να πάμε και στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Και με τη στολή του στρατού και αργότερα με τη φουστανέλα. Εκεί ήτανε ο κόσμος που ερχότανε, τόσος κόσμος ερχότανε, δεν το περιμέναμε. Και όμως ερχότανε εκεί πέρα, εμείς αμίλητοι, δίχως τα μάτια μας να παίζουνε ούτε στα κορίτσια ούτε στους ανθρώπους άλλους. Άρχισε η εκπαίδευση καλή, με λέει ο Διοικητής: «Μπαλογιάννη, θα κάνεις αλλαγή, επίσημη αλλαγή». «Δεκτόν». Πάμε στη σκοπιά, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, με τη στολή του τσολιά. Kάναμε τις αλλαγές. Μία εβδομάδα φυλούσαμε σκοπιά με διαφορετικές ώρες, πότε το πρωί, πότε το απόγευμα, πότε το βράδυ από μία ώρα. Και φτιάχναμε τους βηματισμούς, τους συγχρονισμός επάνω στο μνημείο του Αγνώστου. Και συνεχίζουμε... Ήρθε Κυριακή να παραδώσουμε τη φρουρά. Ήτανε το ναυτικό και η αεροπορία. Και οι τσολιάδες και ο στρατός. Ήτανε να παραδώσουμε τη φρουρά στην αεροπορία. Κάνω την επίσημη αλλαγή της παραδόσεως, μαζί με το ζευγάρι μου τον Γιώργο και παραδίδω τη φρούρηση. Και έπρεπε να φωνάξω να παραδώσω το τέτοιο, να παραδώσω με φωνή μεγάλη την παράδοση. «Σου παραδίδω τη φρούρηση του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη», αυτό ήτανε. Έβγαλα μια φωνή που τρελάθηκαν όλοι. Στο τέλος με λέγανε οι φαντάροι που ήταν έξω που βλέπαν την παράδοση και τέτοια πράγματα, όταν πήγα στο στρατόπεδο μέσα, μου λέγανε: «Πού τη βρήκες τέτοια φωνή;» λέει, «Πού τη βρήκες; Όλο το Σύνταγμα την άκουσε!» λέει. «Μπράβο» λέω, «Ευχαριστώ» λέω. Μετά από κει αρχίσαμε κάθε μήνα να κάνουμε αλλαγές και τέτοια πράγματα, τσολιάδες εκεί πέρα. Έτυχε να κάνω κι άλλες αλλαγές τέτοιες στο ναυτικό, στον στρατό και τέτοια πράγματα, να παραδίδω. Έβγαζα φωνή, αλλά η φωνή δεν έβγαινε, ούτε ο τσολιάς ο διπλανός μου δεν την άκουγε. Δεν ξέρω πού χάθηκε η φωνή. Ήτανε η αρχή και συνέχιζα... Πήγαμε πολύ καλά και εδώ πειθαρχία μεγάλη. Πήγαμε σε πολλά μέρη. Πήγαμε στην Κέρκυρα με τον Κωνσταντίνο για την ομορφιά του νησιού, όχι να φυλάξουμε τίποτε!
Τον Κωνσταντίνο εννοείτε;
Τον βασιλιά, τον διάδοχο. Και πήγαμε και στην Κέρκυρα. Αυτοί κάναν τα μπάνια μας, τα μπάνια τους και εμείς τα δικά μας. Και η φρουρά, φρουρά. Πήγαμε στην Κέρκυρα, πήγαμε σε ένα στρατόπεδο, πολύ ψηλοί εμείς, ούτε στα κρεβάτια δεν χωρούσαμε και αρχίσαμε εκεί πέρα τις τοποθετήσεις, πού θα πάμε, στα παλιά ανάκτορα με μία καμάρα εκεί μεγάλη, πού θα φυλάξουμε σκοπιά. Έγιναν ενέργειες, αρχίσαν το καλοκαίρι, οι βασιλιάδες κάναν τα μπάνια τους στον Ωρωπό, εμείς φυλούσαμε σκοπιά. Πηγαίναμε πάρα πολύ καλά. Ήρθε η γιορτή του[00:40:00] Αγίου Σπυρίδωνος, πρώτοι δίπλα από το εικόνισμα, όλοι παρουσία, πολύς κόσμος! Τέτοιο κόσμο δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ σε όλη την περιφορά τη εικόνος, σε όλα, σε όλες τις εκδηλώσεις ήταν καλοκαίρι και περνούσανε πολύς κόσμος, πάρα πολύς κόσμος. Ήρθε ο καιρός, τελειώσαμε από κει μετά από δύο μήνες, πόσους ήταν εκεί πέρα, ο Κωνσταντίνος, και η Άννα-Μαρία, και η Σοφία, περνούσαν καλά αυτοί. Και εμείς καλά, με την ομορφιά μας. Σε μία δόση... Σε μία δόση ήμουν σε μία σκοπιά πίσω. Είμαι, είμαστε σε πολλά καρτ ποστάλ στην Κέρκυρα. Έχω και εγώ μαζί μου πολλά καρτ ποστάλ, τα οποία έχουμε σκοπιά, έχουμε εκδηλώσεις διάφορες. Σε μία στιγμή, ένα πρωινό πήγα στη σκοπιά, την τρίτη σκοπιά πίσω, απ’ την πόρτα πίσω. Φυλούσα, πήγα, έκανα την αλλαγή, άρχισα εγώ ακίνητος εκεί στη σκοπιά. Ήρθε μία μύγα και την κάνω έτσι. Με βλέπει ο αξιωματικός από πάνω και μου κάνει έτσι: «Πέντε». Τι να κάνω λέω τώρα. Πέντε; Πέντε. Γιατί σήκωσα το χέρι μου.
Πέντε, τι ήταν δηλαδή το πέντε;
Πέντε μέρες φυλακή. Όχι φυλακή, ήτανε πέντε μέρες είπε τώρα αυτός. Η φυλακή δεν ήταν για φυλακή. Και με λέει έτσι, πέντε, το είδα και εγώ, το χάρηκα. Πάμε στο στρατόπεδο, βρίσκω δύο λοχίες κάτω από την Κατερίνη, τον Δράτσο και τον Χρυσανθόπουλο, τα θυμάμαι αυτά. Τους λέω: «Κοιτάτε», λέω, «την ώρα που θα βγαίνουμε στη φρουρά το πρωί, θα λέτε τον Διοικητή, τον Διοικητή αυτόν εδώ πέρα, θα σε λέει «Πού είναι ο Μπαλογιάννης;», θα του λέτε «Είναι σκοπός»». Μία, δυο μέρες, τρεις μέρες, λέει: «Καλά» λέει «ο Μπαλογιάννης πού είναι;», λέει «Είναι σκοπός», «Ε πάλι σκοπός;» λέει. Kαι γελούσανε και ο ίδιος ο Διοικητής αυτός γελούσε μετά, σε λέει φτιαχτό το πράγμα σε λέει... Δεν θα με έριχναν φυλακή αλλά περάσαμε καλά. Φύγαμε από κει πέρα, επιστροφή στην Ελλάδα, στην Ελλάδα στο στρατόπεδο και άρχιζαν πάλι οι οπλασκίες, πράγματα, κακό. Ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, σε μία παρέλαση που δεν είχε ξαναγίνει. Τέτοια παρέλαση δεν είχαν δει οι Θεσσαλονικείς ποτέ. Τσολιάδες να παραδώσουν, να παρελάσουνε στη Θεσσαλονίκη με τη μουσική μαζί. Κάναμε ασκήσεις, κάναμε πρόβες, κάναμε τα πάντα, όλα καλά. Ήρθε ο καιρός να 'ρθούμε στη Θεσσαλονίκη. Ανεβήκαμε σε ένα πλοίο... Δεν ήταν πλοίο, ήτανε καράβι για πέταγμα. Για ζώα ήτανε. Άλλος από εδώ, άλλος από εκεί, όλη η φρουρά μέσα, οι τσολιάδες, οι μουσικοί, όλοι μέσα σε αυτό το καράβι. Ε στεναχωρηθήκαμε που πήγαμε εκεί, κατεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη, ήρθαμε, φτάσαμε Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στο 3ο Σώμα Στρατού, μας καλοδεχτήκανε εκεί πέρα, ετοιμαστήκαμε, κάτι πρόβες, κάτι τέτοια πράγματα. Ξεκινάμε. Ετοιμαστήκαμε για την παρέλαση, ξεκινάμε από τον κάτω δρόμο, από τον Λευκό Πύργο, ήμασταν στο 3ο Σώμα Στρατού. Ξεκινάμε από τον Λευκό Πύργο, παίρνουμε την παραλία και βγαίνουμε στην Κολόμβου. Ο κόσμος τρελάθηκε, σε λέει: «Τι είναι αυτοί εδώ; Πώς βρέθηκαν εδώ πέρα» και το ένα και το άλλο, ο κόσμος χειροκροτούσε. Φτάνουμε στην Κολόμβου, ετοιμαστήκαμε για την παρέλαση τη μεγάλη. Εκεί που ετοιμαστήκαμε για την παρέλαση τη μεγάλη, δεν ξέρω, ήρθαν και η μαμά μου, η μητέρα μου, ήρθε και ο πατριός, που τον απεκτήσαμε αργότερα, και βρεθήκαμε δίχως να ξέρουμε. Μετά με λένε, επειδής θα φεύγαμε, λέει: «Σε περιμένουμε, θα βρεθούμε». Τώρα, είχαν και αυτοί τον σκοπό τους. Και κάνουμε την παρέλαση επί Εγνατίας, διασχίζουμε όλη την Εγνατία. Πετούσαμε! Όχι παρέλαση, πετούσαμε, τα πόδια μας είχανε βγάλει φτερά. Τέτοιο χειροκρότημα, τέτοιο, τέτοιο, τέτοιο, δεν είδαμε πουθενά, ούτε στην Αθήνα ούτε πουθενά αλλού. Τελειώσαμε την παρέλαση, άρχισαν εκεί στην έκθεση σταματήσαμε, όλοι χαρά, όλοι οι διοικηταί, όλοι οι στρατιωτικοί εκεί πέρα, όλο χαρά! Σε λέει τέτοια παρέλαση δεν έχει ξαναγίνει! Το ευχαριστήθηκε η Θεσσαλονίκη, το ευχαριστηθήκαμε και εμείς σαν Θεσσαλονικείς, σαν πατρίδα μας. Και βγήκαμε λίγο έξω, βρεθήκαμε με τους γονείς μου. Με λέει: «Σε θέλω». Λέω: «Τι θέλετε;». Λέει: «Nα μας δώσεις λεφτά» λέει. Λέω: «Εγώ φαντάρος» λέω, «Πού λεφτά;» λέω. «Έχουμε το βιβλιάριό σου», λέει. «Εντάξει, -λέω- εφόσον έχετε το βιβλιάριό μου, πάμε στο ταχυδρομείο», τότε ήταν δεν είχε τράπεζες και τέτοια πράγματα, ήταν το ταχυδρομείο επί της Τσιμισκή και βρέθηκε και ο διευθυντής εκεί γνωστός με τους γονείς μου. «Τι θέλετε;», «Δέκα χιλιάρικα», «Πάρ’ τα». Φτιάχναν το σπίτι τότε και έπρεπε να βοηθήσω και εγώ. Εφόσον είχα λεφτά στην άκρη, τους βοήθησα. Όλα καλά, χωρίσαμε, πήγαν αυτοί στο Αμύνταιο και εμείς πήγαμε στην Αθήνα στη φρουρά.
Ποια χρονιά έγιναν όλα αυτά κύριε Πέτρο;
Το '61-'62, '63. Και από εκεί, ό,τι είχα μαζέψει, ό,τι είχα μαζέψει από τη δουλειά μου τότε, είχα βάλει κάτι στην άκρη για το τι θα γίνει αργότερα. Και έγινε αυτό εδώ πέρα το συμβάν και έτσι τους έδωσα λεφτά, πήγαμε εκεί. Πολλά ήταν τέτοια, πολλά τα πράγματα κι έτσι συνεχίζουμε πάλι. Εφόσον πήγαμε στην Αθήνα πάλι, μετά την παρέλαση της Θεσσαλονίκης, έρχονται και άλλα μετά, έρχονται οι γάμοι. Έρχονται της Σοφίας, οι γάμοι της Σοφίας, με τον με τον Ισπανό τον Κάρολο. Παρών όλοι. Εγώ έτυχε να είμαι, να μην είμαι έξω στη φρουρά και τέτοια πράγματα, να είμαι στο αμάξι των επισήμων. Είχε πολλά αμάξια, επίσημοι, εγώ ήμουνα με τη Grace Kelly και τον -πώς λεγόταν τώρα- τον άντρα της... Τέλος πάντων, με τη Grace Kelly στο αμάξι τους είχα πίσω και εγώ ήμουν μπροστά, απολαμβάναμε την ομορφιά μας. Και πολλά άλλα έτσι, πολλά συμβάν έτσι... Έγινε ο γάμος, χαρά μεγάλη, από εδώ από εκεί. Μας βλέπανε οι Αθηναίοι εκεί πέρα, λέγανε: «Α ρε σήμερα» λέει «θα περάσετε καλά, θα περάσετε πολύ καλά!» λέει. Ήταν Δευτέρα ημέρα, ο γάμος έγινε Δευτέρα. Εμείς ξέραμε τι θα γινόταν. «Θα περάσετε καλά -λέει-, θα γλεντήσετε, θα κάνετε». Ήρθε μεσημέρι να φάμε, και το πρόγραμμα είχε φασολάδα. Και σε λέει αυτή: «Τόσο γάμος και τέτοια πράγματα, φασολάδα φάγανε;». Κι όμως, κι όμως φάγαμε φασολάδα και λέγανε απέξω, α ρε λέω: «Πού να ξέρετε εμείς, εμείς που πάμε στα σκοπιά να δεις τι γίνεται!» λέω, «Γιατί -λέει- τι γίνεται;». Με συγχωρείς, κλάναμε. Φασολάδα φάγαμε, δεν φάγαμε τίποτα άλλο φαγητό και έτσι κάναμε αυτό το πράγμα. Και περάσαμε πολύ καλά και σε αυτό τον γάμο. Ήρθε ο γάμος της όχι της Ειρήνης, του Κωνστα[00:50:00]ντίνου, ήρθε η Άννα-Μαρία, ήρθε ο τέτοιος, ο βασιλιάς της Δανίας, παρελάσεις, καταθέσεις στεφάνων. Και συνεχίζουμε. Έγινε ο γάμος του Κωνσταντίνου κι εκεί πάλι παρών. Βγαίνει σε μία δόση στην Ηρώδου Αττικού ήμασταν σκοπιά, ο Κωνσταντίνος ετοιμαζόταν από εδώ, από εκεί, ανοίγει την πόρτα. Ήμουνα στη σκοπιά εκεί πέρα, στην Ηρώδου Αττικού, ήμουν στη σκοπιά. Και έρχεται ο Κωνσταντίνος, ανοίγει την πόρτα, οι αστυνομικοί άνοιξαν την πόρτα, και βγαίνει έξω, να δει τον κόσμο, τον χειροκροτούσε ο κόσμος. Τον κάνω εγώ: «Παρουσιάστε!». Όπως πάντα. Τον κάνω: «Παρουσιάστε!». «Άντε ρε κατέβασε το όπλο» λέει «κάτω». Λέω: «Το κατεβάζω» λέω σαν να γνωριζόμασταν, και γνωριζόμασταν, γιατί είχε έρθει εδώ στη σχολή και είχαμε μιλήσει πολλές ώρες. Και γνωριζόμασταν, του λέω: «Τέτοια ώρα δεν μπορούμε να πούμε και τίποτα γιατί θα γίνει κάτι». Γνωριζόμασταν. Κατέβασα το όπλο, τον χειροκροτήσαμε, πήγε μέσα, έφυγε. Λέω: «Σαν να γνωριζόμασταν παλιά» λέω. Έρχεται ο γάμος του Κωνσταντίνου, όλα καλά. Έρχεται μία δόση και ο Μακάριος πέρασε από την Αθήνα. Εκεί μόνο σκοπιά δεν έκανα, τον παρουσιάσαμε με όπλο, αλλά δεν ήμουν σκοπιά για την κατάθεση στεφάνων. Το μόνο που γλίτωσα, που δεν έχω φωτογραφία είναι από τον Μακάριο. Έχω τη φωτογραφία με τη σημαία του, αλλά δεν έχω τον Μακάριο. Συνεχίζουμε, έρχεται ο De Gaulle. Όλοι παρουσιάστε πάλι εκεί πέρα, πάλι εκδήλωση μεγάλη, η φρουρά, οι τσολιάδες, οι μουσικοί, τσολιάδες, οι επίσημοι εκεί πέρα, De Gaulle άρχισαν οι παρελάσεις, έχω τις φωτογραφίες εδώ πέρα. Κόσμος πολύς, εκδηλώσεις μεγάλες. Πολλά και διάφορα. Και παρελάσεις στην Αθήνα κάναμε και πολλά άλλα, δηλαδή πάρα πολύ καλά! Mπορεί να ήταν κουραστικά, να ήτανε όμορφα, αλλά άλλοι που δεν ήτανε μαθημένοι, δεν βγάζανε πέρα. Άλλος έπαιρνε αναρρωτική έπαιρνε, άλλος έπαιρνε από δω, άλλος από εκεί, για να μπορέσει να ξεφύγει απ’ τις σκοπιές. Εγώ, το φαΐ μου ήτανε όλα αυτά εδώ πέρα, γιατί τα ήξερα. Έρχεται ο καιρός να πάμε στην Ολλανδία. Εγώ ήταν ο καιρός να απολυθώ. Όλοι κάναν την προετοιμασία, πηγαίναμε στο αεροδρόμιο το Ελληνικό εκεί πέρα και κάναμε προετοιμασία εκεί πέρα μεγάλη προετοιμασία, το πώς θα πάμε στην Ολλανδία, πώς θα παρελάσουμε, πώς θα χορέψουμε. Πηγαίναμε και εμείς, κάναμε τις δοκιμές μας, αλλά έτυχε να γραφτεί, γράφτηκε μία φορά και έσβησε. Δηλαδή, γράφτηκε ότι θα απολυθούμε στους είκοσι ένα μήνες και έσβησε, το ανακαλέσανε. Γιατί είχαμε το Κυπριακό τότε. Τον άλλο μήνα ξαναγράφει: «Απολυόσαστε» λέει. Πάλι το Κυπριακό φούντωσε. Τρίτη φορά απολυόμαστε. Λέει: «Τέρμα, -λέει- δεν απολυόσαστε, πάμε για εικοσιτετράμηνο». Εικοσιτετράμηνο; Eικοσιτετράμηνο. «Τώρα -λέει- ήρθε ο καιρός να πάνε στην Ολλανδία».
Γιατί πηγαίναν στην Ολλανδία;
Σε μία μεγάλη εκδήλωση του ΝΑΤΟ. Μεγάλη εκδήλωση. Δεκαπέντε κράτη-δεκαοχτώ-είκοσι -πόσα κράτη ήτανε- όλα τα κράτη του ΝΑΤΟ, σε μία εκδήλωση φανταστική, φανταστική, στο Άρνεμ της Ολλανδίας. Και πηγαίνοντας εκεί πέρα, προτού να πάμε, με λέει ο Διοικητής, λέω, με φωνάζει στο γραφείο: «Κύριε Μπαλογιάννη, θα σας πάρω -λέει- στην Ολλανδία». Λέω: «Απολύομαι! Γιατί να με πάρετε;». «Κοίτα κανόνισε» λέει «θα σε ρίξω φυλακή» λέει «και θα σε πάρω» λέει. Ήμουν καλός... Πήρε και το ζευγάρι μου μαζί, που ήμασταν δύο χρόνια μαζί, και πάμε εκεί στο Άρνεμ της Ολλανδίας. Περάσαμε πολύ καλά! Ένα ταξίδι μεγάλο με το τρένο. Περάσαμε τα κράτη, Γιουγκοσλαβίες, Σουηδία, και φτάσαμε στο Άρνεμ της Ολλανδίας. Περάσαμε πάρα πολύ καλά, όποιος καταλάβαινε. Εγώ καταλάβαινα και πέρασα πολύ ωραία. Τα βράδια πηγαίναμε και κάναμε τις εκδηλώσεις, όλα τα κράτη, με τις σημαίες τους, με τα άτομα που είχαν εκεί πέρα. Εμείς ήμασταν -εξήντα, σαράντα- πενήντα τσολιάδες και πενήντα τσολιάδες της μουσικής. Κάναμε την οπλασκία μας, -τι έπρεπε να κάνουμε- γράφαμε το όνομα ΝΑΤΟ και μετά αφήναμε τα όπλα εκεί πέρα και πηγαίναμε στο κέντρο του γηπέδου και κάναμε χορούς: το καλαματιανό, το συρτό και το τσάμικο. Και όλη η Ολλανδία είχε πάρει φωτιά! Ερχόντουσαν και Έλληνες, Ελληνίδες και το τι γινόταν ήταν άλλο πράγμα! Αγκαλιές, φιλιά, από εδώ, από εκεί, τρέλα μεγάλη! Συνέχεια κάθε βράδυ εμείς πηγαίναμε, ερχόταν κόσμος πολύς πάλι κι έτυχε να πάμε στην Ολλανδία, -στην τέτοιο- στο Άμστερνταμ. Έτυχε να πάμε, πήγαμε στο ζωολογικό κήπο, πήγαμε παντού πήγαμε, στα αρχαιολογικά πήγαμε, παντού πήγαμε στην Ολλανδία, μια πόλις πολύ ωραία, πολλή καθαριότητα, όλοι απορούσαν. Σε μία δόση, πετάγεται ένας φαντάρος και πολλοί άλλοι, λέει στον Διοικητή: «Κύριε Διοικητά τι θα γίνει;» λέει «Θα φάμε κανένα ελληνικό φαγητό;» λέει. Όλο σαλαμάκια, κασεράκια, διάφορα δικά τους πράγματα εκεί πέρα. Λέω: «Θα πάμε» λέω «στην Ελλάδα και θα τρώμε φασουλάδα και πατάτες» λέω «και θα χορτάσουμε» λέω. «Άσε να φάμε κάτι εδώ πέρα» λέω «και μετά βρίσκουμε». Έγινε και αυτό εδώ πέρα, πατάτες φούρνου και τέτοια πράγματα, περάσαμε καλά, πήγαμε στο Άμστερνταμ. Σε μία πόλη ξακουστή για όλους και κάνουμε εκδηλώσεις, δύο εκδηλώσεις κάνουμε εκεί πέρα, όλα τα κράτη του ΝΑΤΟ, τριάντα χιλιάδες κόσμος. Αρχίσανε οι εκδηλώσεις, η οπλασκία, το γράψαμε το ΝΑΤΟ, πάλι τα ίδια, χορούς και τέτοια πράγματα. Τρελάθηκαν οι Έλληνες εκεί πέρα, τρελάθηκαν οι Ολλανδοί, τελείωσε και αυτό το πανηγύρι και γυρνάμε στο στρατόπεδο. Χαρά εμείς και εμείς περισσότερο που ήταν να απολυθούμε. Φάγαμε την άλλη μέρα, βγήκαμε μία βόλτα έξω, χαιρετήσαμε τα κορίτσια μας, -λάθος- χαιρετήσαμε τον κόσμο, τον καλό τον κόσμο που μας αγάπησε, και ξεκινήσαμε την επιστροφή μας. Άλλοι πίσω Ολλανδία, Γερμανία, Σουηδία, Γιουγκοσλαβία, πάλι με το τρενάκι γυρίσαμε πίσω. Και φτάσαμε στην Αθήνα και ήρθε ο καιρός να πάμε, να απολυθώ. Υπηρέτησα δέκα μέρες παραπάνω, το χάρηκα εγώ, το χάρηκαν εκείνοι, το χάρηκαν όλοι. Γιατί τέτοια ευκαιρία δεν θα μου δινόταν όπως το είπε και ο Διοικητής, δεν μου δόθηκε ευκαιρία. Και πάω επάνω στον Διοικητή, τον χαιρετάω. Με λέει: «Μπαλογιάννη, τέτοιος φαντάρος δεν πέρασε από πουθενά ποτέ από εδώ». Τέτοια αγάπη με είχε. Ήταν από εδώ, από την Έδεσσα. Αρβανιτόπουλος, πολύ καλός κύριος. Ναι μεν ήταν αυστηρός, αλλά για μερικούς. Πάω στις[01:00:00] σκοπιές, χαιρετάω και τον συνάδελφό μου που ήτανε τόσο καιρό μαζί μου, δύο χρόνια, γιατί υπηρετούσε φυλακή και ήταν σκοπός και έχω φωτογραφίες μαζί του. Τον χαιρετάω και αυτόν και παίρνω το δρομάκι, παίρνω το δρομάκι, χαιρετάω τα παιδιά μέσα, χαιρετάω στον Άγνωστο Στρατιώτη τα παιδιά, και παίρνω τον δρόμο τη Σταδίου, και πάω στο τρενάκι και ανεβαίνω. Και όλο χαρά έφυγα από την Αθήνα. Εντάξει, περνούσαμε καλά. Πήραμε το τρενάκι και πήγαμε στο σπίτι στο Αμύνταιο.
Πόσο καιρό, δηλαδή, συνολικά ήσασταν φαντάρος;
Δύο χρόνια ακριβώς.
Και μετά από εκεί πέρα, πάω στο Αμύνταιο. Κάθομαι δυο-τρεις μέρες εκεί πέρα, βλέπω τη μάνα μου και τον αδερφό μου και γυρίζω πίσω στη δουλειά. Με καλοδέχτηκε πάλι ο διευθυντής. Βάλε μπρος. Άρχισαν να έρχονται και παιδιά να μάθουν την τέχνη. Και συνεχίζουμε συνέχεια. Μετά μεγαλώσαμε κάμποσο, αρχίσαμε εκδηλώσεις. Άρχισαν τα αθλητικά μου, το ποδόσφαιρο. Η σχολή λειτουργούσε πάρα πολύ καλή, πάρα πολύ καλά, με τον αθλητισμό, με τη δουλειά, με την εκπαίδευση, πάρα πολύ καλά. Σε λέω ήταν ίδια Αμερικανική σχολή, μία εφάμιλλη σχολή. Γιατί και στην Αμερικανική σχολή πήγα για μία εκδήλωση που είχε γίνει πέντε μέρες, -καθίσαμε εκεί πέρα- μία εκδήλωση να δούμε πώς λειτουργούν και πήρα μία ένα νόημα από κει πέρα ότι και η σχολή η δικιά μας ήτανε κάποιο εφάμιλλο. Άρχισα, γύρισα στη δουλειά μου. Άρχισαν τα παιδιά, γνωριμίες. Μεγαλώσαμε λίγο, γνωριμίες στο χωριό, γνωριμίες παντού. Άρχισα τα αθλητικά μου.
Πώς ξεκινήσατε τον αθλητισμό;
Από μικρός. Από μικρός, πολύ μικρός, ήμουν στον αθλητισμό. Δώδεκα χρονών, δεκατρία χρόνων έπαιξα μπάλα στα χωριά μας. Στα χωριά μας τότε ούτε μπάλα ούτε τίποτε, είχαμε πατσαβούρες, χαρτιά δεν είχαμε τότε. Πατσαβούρες βρίσκαμε από τα ρούχα και τέτοια πράγματα και κάναμε μπάλες και μάθαμε τη μπάλα. Φεύγοντας από το χωριό πήγα στην Παιδόπολη, άρχισαν εκεί πέρα εκδηλώσεις με μπάλες και τέτοια πράγματα. Έμαθα τη μπάλα καλά και άρχισα να κάνουμε αγώνες, και το πρώτο παιχνίδι που κάναμε ήταν στο ΣΕΔΕΣ. Αυτή η σχολή εδώ πέρα, ο Άγιος Κωνσταντίνος, ήταν στο ΣΕΔΕΣ, στο πανεπιστήμιο στο ΣΕΔΕΣ, στο πανεπιστήμιο. Και μαζευτήκαμε παιδιά από εδώ και πήγαμε εκεί πέρα και παίξαμε εκεί πέρα στο ΣΕΔΕΣ. Το πρώτο παιχνίδι ήτανε αυτό εδώ πέρα. Και παίζοντας τη μπάλα εκεί πέρα, με χτύπησε ένα παιδί -όπως τα γράφω μέσα- με χτύπησε ένα παιδί στο πόδι και βγήκα έξω, έκλαιγα. Ήμουν μικρός, έκλαιγα. Τελείωσε το παιχνίδι, χάσαμε 1-0, από εκεί μαζευτήκαμε, γυρίσαμε πίσω. Με το παιδί αυτό εδώ πέρα βρισκόμασταν παλιά και υπήρξε μαθητής και αυτός στην Πρόνοια στην κάτω τη σχολή και υπήρξε μαθητής. Και τον πήρε ο διευθυντής της τραπέζης, ο διευθυντής της τραπέζης τον πήρε για οδηγό. Τον πήρε για οδηγό. Τώρα ξέχασα το όνομα.
Δεν πειράζει!
Και τον πήρε για βοηθό. Και βρισκόμασταν αργότερα έξω στη Θεσσαλονίκη, γιατί πήγαινα και εγώ στη Θεσσαλονίκη, ψωνίζαμε, κάναμε και τέτοια πράγματα. Αυτός ήταν οδηγός εκεί πέρα, βρισκόμασταν και τα λέγαμε, και γελούσαμε για το συμβάν που είχε γίνει. Μεγάλος και αυτός, μεγαλώσαμε κι εμείς. Αρχίσαμε να βγαίνουμε έξω, να παίζουμε μπάλα, άρχισα στην Ομόνοια Σίνδου. Παίξαμε πολλά χρόνια ποδόσφαιρο. Μετά τον στρατό πήγα σε μία ομάδα, στη Θεσσαλονίκη, όνομα Θεσσαλονίκη, έπαιξα πολλά παιχνίδια και καλά. Πήγαινα και στο Αμύνταιο, στο χωριό μου, όταν είχα ευκαιρία. Με αγαπούσαν πολύ και πήγαινα και έπαιζα και εκεί μπάλα. Έχω φωτογραφίες, έχω ωραία συβάν εκεί πέρα. Και έπαιζα και εκεί μπάλα. Έπαιξα κάμποσα χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Καλά χρόνια, με καλούς παίκτες, με αντιπάλους καλούς, με ομάδες καλές, όπως ήταν ο ΠΟΞ, ήταν η Τριανδρία, η Νεάπολη και άλλες. Άρχισαν να γίνονται πολλά παιχνίδια. Το πρώτο παιχνίδι και καλό έκανα με την ομάδα Θεσσαλονίκη, με τους Ακρίτες, στο γήπεδο το παλιό του ΠΑΟΚ. Ένα γήπεδο ξερό τα τότε χρόνια, ούτε πίσσα υπήρχε ούτε χόρτο υπήρχε, τίποτα. Κάνω ένα παιχνίδι, Α παιχνίδι. Είχα ένα center four και με χτυπούσε συνέχεια, για να περάσει, για να βάλει γκολ. Δεν τον άφηνα εγώ, με χτυπούσε, γρατζουνιές ακόμα τις έχω. Η άμυνα ήτανε τα δύο ξυράφια της Θεσσαλονίκης, Λεμονής και Λέκκας. Και αυτοί παίκτες του Ηρακλέως ήτανε. Παίξαμε, κερδίσαμε 2-1, ωραίο παιχνίδι αλλά τα χτυπήματα έμειναν. Βρισκόμασταν μετά με αυτόν τον παίκτη, δούλευε στον Κουρικίδη το προποτζίδικο και τα λέγαμε: «Ε ρε» λέω «ρε δεν ντρέπεσαι!» λέω «Δεν ντρέπεσαι!» λέω. Ε, εντάξει πέρασαν τα χρόνια. Φύγαμε από εκεί, πολλά παιχνίδια πολλά παιχνίδια κάναμε και με τη Θεσσαλονίκη. Τα τότε χρόνια δεν είχε τίποτα άλλο διασκέδαση, αυτή ήτανε, αυτό ήταν το ποδόσφαιρο, αυτοί ήταν οι αθλητικοί αγώνες. Πήγαμε, πήγα σαν μαθητής που ήμουνα κάτω στην τέτοια, στην Παιδόπολη του Αγίου Δημητρίου. Πήγα, είχαμε πάει σε παλαιστικούς αγώνες, στο γήπεδο το παλιό του ΠΑΟΚ εκεί που λέμε. Και βλέπαμε με γραμμή πηγαίναμε, όμορφα, ωραία. Μας δεχόντουσαν εύκολα στο γήπεδο, από τις πύλες και πηγαίναμε και βλέπαμε τους παλαιστικούς αγώνες. Μορελίνο, Λαμπράκης, Πανάγος, Καρπόζηλος, τα θυμάμαι όλα αυτά. Ήταν ωραία χρόνια, παιδικά χρόνια, ωραία. Άρχισα τώρα με τον Ηρακλή. Πήγα στον Ηρακλή η μεταγραφή μου από τη Θεσσαλονίκη, έπαιξα εφτά χρόνια, με πολλές ομάδες και καλές ομάδες και πήγα στην ομάδα, τον Ηρακλή. Εγώ πήγα στον Ηρακλή, ο Ναλμπάντης πήγε στον Άρη και ο Τάτσης πήγε στον ΠΑΟΚ.
Ήσασταν όλοι από την ίδια ομάδα;
Όχι από την άλλη, από την ίδια ομάδα. Ο ένας ήταν από τον ΠΟΞ και ο άλλος ήταν από -ποια- από τη Νεάπολη ήτανε, από πού ήτανε; Και πήρανε, ο καθένας πήρε από έναν παίκτη. Εγώ έτυχε να πάω στον Ηρακλή. Η μεταγραφή μου στοίχισε εξήντα πέντε χιλιάδες. Πέντε χιλιάδες θα ‘παιρνα από τον Ηρακλή και πέντε χιλιάδες απ’ την ομάδα, απ’ τη Θεσσαλονίκη. Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Ούτε από τον έναν ούτε από τον άλλον. Άρχισαν οι προπονήσεις, άρχισαν τα φιλικά παιχνίδια, πήγαινα πάρα πολύ καλά. Πήγαμε στη Φλώρινα. Κάναμε ένα παιχνίδι πολύ καλό, έπαιξα άμυνα. Οι Φλωρινιώται με γνωρίζανε, εφόσον ήμουν από εκεί. Με γνωρίζαν, κάναμε το παιχνίδι, αρχινάει το παιχνίδι. Ένας ήταν έξω δεξιά, Ταρατζόπουλος ονόματος, γνωριζόμασταν καλά με αυτό το παιδί. Το center four που έπαιζε στο κέντρο του, της ομάδος ήταν άγνωστος σε μένα. Ήταν Φλωρινιώτης μεν, αλλά ήταν άγνωστος σε μένα. Άρχισε το παιχνίδι, άρχισαν να λέει, δεν μπορούσε να περάσει το center four κι έλεγε στον έξω δεξιά: «Πράι γκολέμα!». Το “πράι γκολέμα” είναι μεγάλη μπαλιά. Εγώ ήξερα τη γλώσσα, τον μάρκαρα. Mία-δύο φορές, τρεις φορές, τέσσερις, δεν πέρασε τίποτα από αυτόνα. Όταν βρεθήκαμε στο τέλος του αγώνος, λέω -τα μιλούσαμε εκεί και τα λέγαμε- λέω: «Εμείς είμαστε χωριανοί[01:10:00]», λέω. «Άντε ρε, για αυτό ρε δεν με άφηνες να περάσω;». λέει. Ε και πολλά τέτοια. Μετά ένα παιχνίδι μεγάλο έκανα, τον καιρό της Εκθέσεως, με τον Ηρακλή που είχα πάρει μεταγραφή. Έπαιξα δεξί back. Σαράντα δύο χιλιάδες κόσμος. Παιχνίδι καλό, μάρκαρα τον Παπαεμμανουήλ. Ήταν τότε τις δόξες τους, Δομάζο και Χριστοδούλου. Στο πρώτο ημίχρονο δεν πέρασε κανένας από εκεί. Είχα ένα half με το όνομα Φλώρος και είχαμε, ήμασταν εντάξει. Πήγαινα πάρα πολύ καλά πήγα. Στο δεύτερο ημίχρονο, έκανε αλλαγές ο προπονητής μας και έβαλε έναν Καραβέργο στα half, έβγαλε τον Φλώρο και έβαλε τον Καραβέργο. Και στο δεύτερο ημίχρονο πήγα μεν καλά, όχι τόσο πολύ γιατί έφυγε ο διπλανός μου παίκτης, ο Καραβέργος έφευγε, πήγαινε στην επίθεση. Έφυγε και αυτό το τέτοιο. Πήγα καλά μεν, το ευχαριστήθηκα και εγώ, και ευχαριστήθηκαν και ο προπονητής και όλοι. Χάσαμε 2-1, ήμασταν εντάξει, μία χαρά. Κάνουμε ένα άλλο παιχνίδι, εκτός από αυτό το μεγάλο το παιχνίδι που κάναμε με τον Παναθηναϊκό, κάναμε διάφορα φιλικά παιχνίδια. Πήγαμε στην Τζουμαγιά, προς τας Σέρρας. Ένα, είχανε μία πανήγυρη, και πήγαμε με τον Ηρακλή να παίξουμε εκεί πέρα. Αρχίσαμε το παιχνίδι, παίζω κέντρο στα half, πολύ καλός, πάρα πολύ καλός! Και ο προπονητής τα ίδια και εγώ κατάλαβα ότι ήμουν παίκτης και νικήσαμε 6-1. Και το ευχαριστήθηκαν και αυτοί εκεί πέρα και με εμάς και με το χωριό τους εκεί πέρα, το ευχαριστήθηκαν. Άλλο ένα παιχνίδι, παίζουμε με την -στο Καυτατζόγλειο- με την Προοδευτική Πειραιώς. Ένα παιχνίδι, είχε τιμωρημένους κάποιους παίκτες η ομάδα του Ηρακλέως και με βάλαν έξω δεξιά. Έξω δεξιά όταν ήταν η θέση μου, άλλα ήξερα να τρέχω και να κάνω. Πήγα πάρα πολύ καλά, πίσω-μπρος, πίσω-μπρος. Γίνονται κάτι φάουλ, κάτι τέτοια πράγματα, έξω από την περιοχή. Γίνεται ένα φάουλ έξω από την περιοχή, λέει ο παίκτης στον άλλον παίκτη, ο Φραντζής με τον Σκούφο, λέει: «Άσε εγώ έχω όρεξη να χτυπήσω ένα σουτ να βάλω γκολ» λέει. Και χτυπάει τη μπάλα. Η μπάλα πήγαινε σκασμένη εκεί πέρα, κάνει μία βουτιά ο τερματοφύλακας, περνάει από κάτω η μπάλα. 1-0 χάνουμε. Και δεύτερο γκολ, περνάνε την άμυνα, περνάνε και τον τερματοφύλακα και βγάλανε δεύτερο γκολ οι τέτοιοι. Όπως έμαθα αργότερα, μετά από χρόνια, βρήκα έναν σύμβουλο του Ηρακλέως και με λέει: «Το παιχνίδι το πούλησε ο τερματοφύλακας». «Και γιατί δεν τον πιάσατε εκείνη την ώρα;» και το τέτοιο. «Τώρα τι με το λες; Περασμένα-ξεχασμένα» λέω. Έφυγε και αυτό το παιχνίδι. Μετά από πολλά κάμποσα παιχνίδια που έκανα με τον Ηρακλή, φράγκο δεν είδα πουθενά. Δύο χρόνια έπαιξα, ούτε τα εισιτήρια με δίνανε, ούτε τίποτα. Και έτσι σταμάτησα τον Ηρακλή. Η μεγάλη ομάδα ήτανε, με καλούς παίκτες ήτανε, αλλά έπρεπε να κάνω κάτι για να ζήσουμε, η δουλειά ήτανε δουλειά εδώ. Τα απογεύματα, άλλαξε ο διευθυντής και τα απογεύματα δεν μπόρεσα να κατεβαίνω για προπονήσεις, και έτσι σταμάτησα. Και κοίταξα τη δουλειά μου και δεν κοίταξα τα άλλα που λέει. Και συνεχίζουμε τώρα, εφόσον γύρισα εδώ στη δουλειά μου, έπρεπε να κάνω κάτι πάλι για αθλητικά. Γίνονται λαϊκοί αγώνες στη Σίνδο, πρώτη φορά. Ετοιμάστηκε το γήπεδο, ετοιμάστηκαν τα πάντα. Εγώ με τα παιδιά της σχολής, κάναμε προπονήσεις διάφορες, άλμα εις ύψος, τροχάδια, σφαίρες και τέτοια πράγματα. Τα είχαν τα παιδιά όλα μαζί εκεί πέρα και τους έχω και φωτογραφίες μέσα. Πολύς κόσμος, πάρα πολύς κόσμος! Πολλοί επίσημοι. Οι πρώτοι λαϊκοί αγώνες που γίναν στη Σίνδο, το 1961. Πολύς κόσμος, πολλοί αθλητές ήτανε και ήρθε και ένας μεγάλος αθλητής. Τον λέω μεγάλο γιατί τον γνώρισα. Ο Ντέμος, ένας αθλητής με σώμα Α, πολύ καλός αθλητής και σαν άνθρωπος. Έριχνε αυτός ακόντιο, ήταν πρωταθλητής Ελλάδος. Και τον καλέσαμε και ήρθε εδώ στο χωριό και έριξε το ακόντιο, όπως, σαν αθλητής, το έριξε το ακόντιο. Του λέω: «Κύριε Ντέμο, να ρίξω και εγώ;» λέω. «Έλα εσύ πάνε ρίξε σφαίρα» λέει. Και όπως ήτανε τον πείραξε εκείνη την ώρα. Πάω ρίχνω τη σφαίρα, την πρώτη ριξιά στα έξι μέτρα. Λέω: «Τι στα έξι μέτρα;» λέω, ήξερα κι έριχνα εγώ. Στη δεύτερη πήγα στα δέκα μέτρα και. Ήμουν πρώτος μετά. Τρίτη ήμουν πρώτος, και βγήκα πρώτος. Άρχισε και ο λίθος τα ίδια. Πρώτος, δεύτερος, τρίτος, βγαίνω και πρώτος εκεί πέρα, στα δύο αγωνίσματα. Πήρα το μετάλλιο, πήρα το κύπελλο, τα οποία βρίσκονται εδώ ακόμα. Και συνεχίζουμε. Μετά τους αγώνες αυτούς, δεν κάναν τίποτα. Δεν έκανε κανένας τίποτε. Είπα την Ελένη ότι, τότε είχε μπει στα τέτοια εδώ, τα δημοτικά: «Πού να ξεκινήσεις να κάνεις τέτοιο πράγμα;».
Αυτούς τους πρώτους τους αγώνες εσείς ήσασταν στην...
Όχι, στην… ήμουν με τη Σχολή, με την Παιδόπολη ήμουνα. Στο… του χωριού ήταν άλλοι, είχαν-
Όχι, στη διοργάνωση που μου είπατε κάτι νωρίτερα;
Α, στην οργάνωση όχι, ήμουν στην άλλη οργάνωση, στην Παιδόπολη τότε. Αυτή η οργάνωση ήταν της Σίνδου. Και έτσι, συνεχίζουμε από εκεί πέρα. Μετά αρχίσαν τα φιλικά παιχνίδια, άρχισαν με τον Άρη Θεσσαλονίκης, με παίκτες ο Άρης, με Χρηστίδη, με Ψηφίδη, με Γριμπελάκο, με Πανιτσίδη. Και η Σίνδος είχε, έκανε το γήπεδο το καλό, με χόρτο και τέτοια πράγματα, και έρχεται η ώρα να παίξουμε. Και με λέει, και λέει: «Δεν έχουμε τερματοφύλακα». Λέω: «Θα παίξω εγώ τερματοφύλακας ρε παιδιά». Και παίζω. Και ήμουνα ο καλύτερος παίκτης, όχι να το παινέψω, με τίποτα. Ήμουν ο καλύτερος παίκτης σαν τερματοφύλακας. Και με βάζει ο Κωνσταντινίδης, ο έξω αριστερά ένα γκολ, αυτό ήτανε, 1-0. Από εκεί. Ξεκινάει τώρα, λένε ο προπονητής ήθελε τερματοφύλακα, είχε τον Χρηστίδη, ήθελε τερματοφύλακα άλλον και τέτοια πράγματα. Και λέει ο προπονητής: «Να ρε, έχουμε έτοιμο τερματοφύλακα, -για μένα- έχουμε έτοιμο τερματοφύλακα και θα χάσουμε τον Χρηστίδη και τον -τέτοιο λέω- τον Πετράκη;» λέει «και αυτούς θα τους κάνουμε για τερματοφύλακες; Έχουμε έτοιμο». Ε πέρασα εγώ ναι, τίποτα δεν έγινε. Δεν πήγα ούτε στον Άρη. Και άλλα παιχνίδια, με τον ΠΑΟΚ τα ίδια κάναμε ένα παιχνίδι φιλικό, τους νικήσαμε 4-2 εδώ πέρα, με μεγάλους παίκτες, Κεμανίδη, Πρώιο, -τέτοιο- Γεντζή, Τσίντογλου, Κροκίδης, και ποιος δεν ήτανε; Mεγάλοι παίκτες τότε, εγώ ήμουν μικρός, αυτοί ήταν λίγο μεγαλύτεροι. Πολλά χρόνια, πολλά καλά. Στη Χαλάστρα πήγαμε, τα ίδια. Πολλά παιχνίδια, πάρα πολλά παιχνίδια, και φιλικά παιχνίδια, και μετά, άρχισα εδώ πέρα σαν παίκτης στη Σίνδο και σαν προπονητής. Πήρα το πτυχίο του προπονητού, και έπαιξα, κι έκανα καλή ομάδα και όλα περνούσαν καλά. Σε μία δόση, είχα την ομάδα, καλοκαίρι ή[01:20:00]τανε. Και άρχισε ο καιρός να χαλάει, καλοκαίρι ήτανε. Άρχισε ο καιρός να χαλάει, ψιχάλες και τέτοια πράγματα, άρχισαν τα σύννεφα. Φοβήθηκα έτσι ένα διάστημα, και λέω, παίρνω την ομάδα έτσι, και φεύγουμε, με λέει ένας παίκτης μετά από χρόνια, παίρνω την ομάδα και φεύγουμε. Και μόλις πήρα την ομάδα και έφυγα, πέφτει ένας κεραυνός στη γωνία του τέρματος εκεί πέρα, και ήμασταν εκεί όλοι κοντά. Και καλά που πήρα την ομάδα. Οπωσδήποτε θα υπήρχε κάποιος εκεί πέρα. Και πήρα την ομάδα και με έβρισκε μετά από χρόνια, με βρήκε παιδί, όνομα Καραγιάννης, και μου λέει: «Κύριε Μπαλογιάννη, κύριε Πέτρο» λέει «ευχαριστούμε πολύ» λέει «που με σώσατε, που μας σώσατε» λέει. Και ασχολούμουνα με τον αθλητισμό πάρα πολλά χρόνια, μέχρι τελευταία. Και πολλά παιχνίδια, εκτός από τα παιχνίδια τα φιλικά του ποδοσφαίρου και σε διάφορες εκδηλώσεις, μετά άρχισαν τα παιδιά. Άρχισε η Ελένη να πηγαίνει να παίζει βόλεϊ, στον ΒΑΟ, σε μεγάλη ομάδα τότε με πολλά κορίτσια. Παίζαν καλό βόλεϊ. Πήγαινα με το αμαξάκι, την πήγαινα στον ΒΑΟ στο γήπεδο εκεί πέρα, και κάνανε αγώνες, πολλούς καλούς, και καλούς αγώνες. Σε μία δόση παίρνω και τον Γιώργο, τον μεγάλο, τον γιο μου εκεί πέρα. Μόλις τον βλέπουνε το συμβούλιο εκεί πέρα, ψηλό και τέτοιο πράγματα: «Έλα δω ρε!» τον λένε. Λέει: «Τι;». «Έλα ρε να παίξεις μπάσκετ» λέει. Ε, δεν έχασε και αυτός τίποτα. Μαζί με την Ελένη τον κατεβάζαμε και αυτόν προπόνηση. Αμέσως τον πήραν στην ομάδα, παίζει στο προπαιδικό, στην Καστοριά, πήραν το κύπελλο εκεί πέρα. Ε ήταν αθλητής στο ποδόσφαιρο ήταν, αλλά έμαθε αμέσως στο μπάσκετ, έγινε πρώτο νούμερο, και πήγαινε πάρα πολύ καλά. Η Ελένη πήγαινε καλά, αλλά σταμάτησε λόγω εργασίας μετά, άρχισαν με τον γαμπρό να δουλεύουνε. Και άρχισε εργασίες και σταμάτησε. Η ομάδα συνέχιζε εκεί πέρα, αλλά μετά από χρόνια δεν είδαμε γυναικείο βόλεϊ στον ΒΑΟ. Ο Γιώργος ήτανε στον ΒΑΟ κάμποσα χρόνια, πήγαινε πολύ καλά και με την ομάδα του ΒΑΟ. Τον καλέσανε σε εθνικές παιδικές εφήβων. Πήγε πάρα πολύ καλά, έφυγε ένα διάστημα στην Αμερική πήγε, και εκεί πήγε πολύ καλά. Αλλά μακριά και εμείς, μακριά και αυτός. Πάει η Ελένη τον παίρνει από κει, τον φέρνει εδώ πέρα, γίνεται μεταγραφή και πάει στον ΠΑΟΚ. Άρχισε να μεγαλώνει το πράγμα. Πήγε στον ΠΑΟΚ, άρχισε τα παιχνίδια, πολύ καλά, έπαιξε στην πρώτη ομάδα με μεγάλους παίκτες, όπως ο Κόρφας, όπως ο -ποιούς να πω τώρα;- Μπουντούρης. Δεν θυμάμαι κιόλας τώρα. Και συνεχίζουμε. Πολλά παιχνίδια, πήγε στην Εθνική Ελλάδος με πολλά παιχνίδια και με πολλές διακρίσεις, που πήγαμε στην Αθήνα μαζί με την κυρά Τούλα. Πήγαμε τον είδαμε στην τέτοια και πήγαμε σε έναν στο γήπεδο μέσα, και γινότανε στο γήπεδο το μεγάλο στον Πειραιά. Και πήγαμε μαζί με την κυρία Τούλα στο τέτοιο, μέσα στο γήπεδο. Και δεν βρίσκαμε θέση, κάπως έγινε εκεί πέρα, και πήγαμε ψηλά. Και πήγαμε εκεί στην πόρτα, λέει: «Κύριε;», λέει τέτοιο, όχι λέμε: «Είμαστε του Μπαλογιάννη οι γονείς». Α! Μόλις ακούσανε του Μπαλογιάννη οι γονείς: «Ελάτε-ελάτε, να σας βάλουμε στην καλύτερη θέση». Και πήγαμε εκεί πέρα και άλλα παιχνίδια που έκανε στην Αθήνα, με τον Παναθηναϊκό πήγαμε. Πάρα πολλά παιχνίδια, και με την Εθνική. Έγινε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, τρία χρόνια, και ένα πράγμα που έγινε μετά, πήγε στον Μακεδονικό Θεσσαλονίκης, αλλά είχε έδρα την Κοζάνη. Πήγαμε κι εκεί, τον είδαμε σε κάτι παιχνίδια. Σε ένα παιχνίδι που ήμασταν και εμείς, ήμουν στην κερκίδα, και παίζαν με τον Ολυμπιακό, και κέρδιζαν τον Ολυμπιακό εννιά πόντους. Και λέει ο προπονητής: «Να βγει ο Μπουντούρης». Λέει ο Μπουντούρης: «Εγώ;» λέει, ήταν παίκτης οξύθυμος. Λέει: «Εγώ;» λέει. «Όχι εσύ» λέει «ο Μπαλογιάννης». Και από τότε σταμάτησε και ο Γιώργος το μπάσκετ. Ήρθε στον ΠΑΟΚ εδώ πέρα, είδε τα χάλια, τίποτε, κι έτσι σταμάτησε. Είναι τώρα, πέρασε σαν γυμναστική ακαδημία, εργάζεται στα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, εδώ στη Σίνδο. Έκανε δώδεκα-δεκατρία χρόνια σαν υπάλληλος στο Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης και τώρα τα τρία τελευταία χρόνια είναι εδώ πέρα στην -στα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης- στη Σίνδο και ασχολείται και με το προπονητηλίκι. Πήρε το πτυχίο του προπονητού, ασχολείται σαν προπονητής, έχει την ομάδα της Σίνδου, πηγαίνανε πολύ καλά. Κάνανε κάτι αγώνες για τα παιδιά, κάνανε κι έναν αγώνα για ένα παιδί το οποίο ήταν σε, δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Κάνανε έναν αγώνα και ήρθανε από όλη την Ελλάδα. Έχω τα ονόματα όλα. Άλβέρτης, και ποιος δεν ήρθε! Ποιος δεν ήρθε από την Αθήνα, από παντού, από όλη την Ελλάδα ήρθαν σε αυτή την εκδήλωση. Πολύς κόσμος. Και ο μπαμπάς του έρχεται καμιά φορά εδώ πέρα του παιδιού... Το 'χάσαν το παιδί, και κάνουν κάτι εκδηλώσεις τώρα για το παιδί. Και συνεχίζουμε. Είναι ο Γιώργος τώρα εδώ στην ομάδα, τα παιδιά μεγαλώσανε, μεγαλώνουνε. Η της Ελένης έπαιξε πολλά χρόνια βόλεϊ, και παίζει ακόμα. Ξεκίνησε από δω, ξεκίνησε από τον ΒΑΟ, ξεκίνησε από τον -από τον ΒΑΟ- από τον Άρη, πήγε σε ένα νησί, πήγε στην Αθήνα σε ομάδα και τώρα είναι εδώ στον Άρη.
Η εγγονή σας είναι αυτή, έτσι;
Η εγγονή μου.
Η μικρή.
Ναι, η της Ελένης. Η μικρή του Γιώργου και αυτή παίζει βόλεϊ, έπαιξε σε μία ομάδα της Θεσσαλονίκης, πήγε στον ΠΑΟΚ, έφυγε από τον ΠΑΟΚ, πήγε στον Άρη μαζί με την ξαδέρφη της εκεί πέρα, και παίζουν μαζί. Είναι ευχαριστημένες, τα βλέπουμε και εμείς και το ευχαριστιόμαστε.
Το πήραν όλα τα παιδιά, δηλαδή, το μικρόβιο του αθλητισμού;
Όλα! Και ακόμα, και ακόμα το μικρό του Γιώργου που είναι δέκα χρόνων, και αυτό ασχολείται με το βόλεϊ. Η γυναίκα του Γιώργου και αυτή έχει πτυχίο γυμναστού, είναι προπονήτρια στο βόλεϊ της Σίνδου. Ο γαμπρός έφυγε νωρίς και αυτός ήτανε προπονητής του μπάσκετ σε πολλές ομάδες, και εδώ στη Σίνδο μαζί με τον Γιώργο κάνανε τον προπονητή. Τον χάσαμε νωρίς, έφυγε από τη ζωή. Μέσα από τα χέρια μας. Και συνεχίζουμε. Και ο Γιώργος συνεχίζει το μπάσκετ. Εγώ βλέπω από την τηλεόραση το μπάσκετ, σαν πέρασαν τα χρόνια, και αυτά είναι.
Θέλετε να μου πείτε και δυο λόγια για τη σύζυγο, πώς γνωριστήκατε και-
Με την σύζυγο; Ω!
Ναι. Γιατί μου αναφέρατε πριν ότι στην Αθήνα ήσασταν με το ταίρι σας, αλλά δεν ήθελα να σας διακόψω, είπα να το αφήσω-
Ναι, καλά. Εδώ στη Σίνδο, μεγαλώσαμε. Μόλις απολυθήκαμε από τον στρατό, οι εκδηλώσεις μας ήταν μεγάλες. Η βόλτα γινόταν μεγάλη, ξεκινούσε από τον σταθμό μέχρι εδώ, μέχρι την πλατεία. Βόλτα, κόσμος και κοσμάκης. Ε, βλέπαμε τα μάτια μας βλέπανε, μας βλέπανε τα μάτια. Ήρθε ο καιρός, μετά από τόσες εκδηλώσεις που είχαμε. Μία ξαδέρφη, απ’ το Καλοχώρι[01:30:00], η Παγώνα. Έκανε ένα φλερτ με την κυρά Τούλα, την Κωνσταντίνα. Έκανε ένα φλερτ. «Να ρε» λέει «γαμπρός σου βρήκαμε». «Γαμπρό; Γαμπρό». Από δω από εκεί, έγινε συζήτηση, βρήκαμε έναν χωριανό εδώ πέρα, μας πιάνει και μας λέει: «Πέτρο» λέει «προξενιό». Λέω: «Τι προξενιό; Ποιος, ποια είναι;». Με τον κουνιάδο μου τον μικρό, βρισκόμασταν έτσι, τα λέγαμε εκεί πέρα. Λέει: «Στην τάδε οικογένεια» λέει «η τέτοια, είναι πέντε αδέρφια». Λέω: «Να δούμε« λέω. Ε, φωνάζω τον πατριό μου από το Αμύνταιο, φωνάζω και τη μάνα μου, λέω: «Αυτό και αυτό συμβαίνει, ελάτε». Πήγαμε στο σπίτι, δώσαμε τα χέρια, τα φιλιά μας. Η δουλειά έγινε δίχως πολλά λόγια και βγήκαμε έξω και άρχισε ο κόσμος να: «Α!», το ένας, ο άλλος, «Α! Όχι, ο Πέτρος!» ο άλλος. Και συνεχίσαμε, βγήκαμε στη ζωή. Ανοίξαμε σιγά-σιγά τις δουλειές μας. Aνοίξαμε ένα μαγαζί παπουτσάδικο εδώ πέρα, πηγαίναμε πάρα πολύ καλά, καθόταν η γυναίκα μου πρώτα στο μαγαζί, και τα ένσημα πέφτανε για καλό. Και έτσι συνεχίσαμε. Γεννήθηκε η Ελένη, το '70 ,το '68; Το '68 πρέπει να γεννήθηκε η Ελένη και το '71 πρέπει να γεννήθηκε ο Γιώργος. Και συνεχίσαμε. Και το μαγαζί πήγαινε καλά.
Segment 6
Tελευταία χρόνια των παιδουπόλεων, οι εντυπώσεις του εκεί και συνταξιοδότηση
01:31:50 - 01:42:48
Αλλά έτυχε να κλείσει αυτή η Παιδόπολις και να γίνει, να είναι άσυλο, έτσι δίχως να έχει κανένας την εντολή. Μετά έγινε το κέντρο αποτοξίνωσης και εγώ πήγα στο Ωραιόκαστρο, σε άλλη Παιδόπολη εκεί πέρα, και εκεί τα ίδια, άρχισαν τα πολιτικά, άρχισαν τα από δω, από κει. Έκλεισε και εκείνη Παιδοπόλις, κλείσαν όλες οι σχολές σχεδόν.
Ποια χρόνια περίπου άρχισαν να κλείνουνε;
Το '84, '85, '83, '84, '85 εκεί πέρα, με τις κυβερνήσεις με τον Παπανδρέου, με τον Κανελλόπουλο, Καραμανλή και βάλε. Και πήγα στο Ωραιόκαστρο δώδεκα-δεκατρία χρόνια. Σαν θυρωρός. Η ταλαιπωρία μου ήταν μεγάλη, πήγαινε-έλα πήγαινε-έλα, δώδεκα-δεκατρία χιλιόμετρα μακριά, χειμώνα-καλοκαίρι. Ψηλά είναι βουνά έχει εκεί πέρα, ο καιρός περνούσε δύσκολα, και εγώ στο θυρωρείο ήμουνα άγιος που λέει ο λόγος, γιατί έχω συμβάν, τώρα θα σ’ τα πω. Τα παιδιά λιγόστευαν. Είχε γύρω στα τριακόσια παιδιά, τότε όταν πήγα στην αρχή είχε τριακόσια παιδιά, σιγά-σιγά άρχισαν τα πράγματα επί κυβερνήσεως Παπανδρέου ήταν; Τι ήτανε, δεν θυμάμαι. Καραμανλή ήτανε; Τι ήτανε; Άρχισαν να λιγοστεύουν τα παιδιά, όσοι μπόρεσαν, πήγαιναν στα σχολεία, όσο μπορέσαν, πηγαίναν εδώ-εκεί. Και από εκεί σταμάτησαν. Έμειναν μερικά παιδιά. Και άρχισε το προσωπικό με μεταθέσεις, όπως έγινε εδώ στην σχολή της Σίνδου, και από κει μεταθέσεις. Εγώ ήμουν εκεί δώδεκα-δεκατρία χρόνια. Περνούσαμε καλά, άρχισε ο καιρός να βαραίνει. Ήρθε ο καιρός να κάνω ένα εκκλησάκι έξω, από το προαύλιο της εκκλησίας της Παιδουπόλεως στο Ωραιόκαστρο. Έτυχε έτσι, έκανα, πήρα τα υλικά, χρόνο είχα πολύ. Έξω από το προαύλιο της σχολής, αν πάμε μαζί θα το δούμε εκεί πέρα είναι ακόμα, μετά από είκοσι χρόνια εκεί. Και με πιάνει ο διευθυντής, και μου λέει, ο κύριος Τσακιρίδης, που αυτόν τον κύριο Τσακιρίδη τον έκανα διευθυντή, εγώ, μαζί με έναν άλλον φίλο μου τον Λιόκα. Γιατί, ήταν διαχειριστής και δεν είχαμε διευθυντή. Και πάμε στον Τζιτζικώστα, τον μπαμπά, τον τότε βουλευτή. Πήγαμε στο Δερβένι, ήπιαμε ένα ποτηράκι καφέ, και τα είπαμε εκεί πέρα. Και μετά από πέντε μέρες, έξι μέρες γίνεται διευθυντής. Ο διαχειριστής γίνεται διευθυντής. Ε εντάξει. Καλοδεχούμενος. Δεν θέλαμε ούτε να μας αγκαλιάσει ούτε να μας φιλήσει. Σαν διευθυντής, διευθυντής. Με κάνει παρατήρηση για το εκκλησάκι που κάνω εκεί πέρα έξω. Εντωμεταξύ νωρίτερα μαθαίνω ότι με κόβει ώρες, γιατί η διαδρομή ήταν μεγάλη, πότε δέκα, πότε είκοσι, πότε μισή ώρα, αργούσα να πάω στη δουλειά. Λέει: «Κύριε Πέτρο» λέει μία κυρία και μου λέει «κύριε Πέτρο» λέει «σου κόβει ώρες ο διευθυντής». Λέω: «Εντάξει». Έρχεται περίπτωση και μου λέει για το τέτοιο, έρχεται ο ίδιος ο διευθυντής, που έγινε διευθυντής, λέει: «Πώς το ‘φτιαξες το εκκλησάκι;». «Το ‘φτιαξα» λέω «με δικά μου υλικά, έξω τα έχω. Έξω είναι από την Παιδόπολη, δεν είναι μέσα, δεν ενοχλώ κανέναν». Αυτός νόμιζε ότι παίρνω υλικά από μέσα και κάνω το εκκλησάκι. «Όχι» λέω. Εντάξει, εντάξει. Ένας διευθυντής, πού να ήξερα, δεν τον έφτιαχνα με τίποτα. Τέλος πάντων, έπρεπε να ελέγχω τα πάντα, σαν θυρωρός. Έπαθα τη γκάφα αυτή, που δεν έλεγχα, ό,τι θέλανε, πολλά τα τέτοια και έτσι δεν συμβιβάστηκα με τη θέση του θυρωρού. Τι να πω τώρα, τι να πω; Είναι πολλά, ανέλαβαν άλλοι μετά από δω, από εκεί, φασαρίες, όχι το ένα, όχι το άλλο, ένας τον έναν ή τον άλλον. Ο ίδιος ο διαχειριστής αυτός, ήταν διευθυντής, και ένας άλλος μαζί. Ερχόταν ένας μουσικός, επάνω στην Παιδόπολη, είχαν οργανωμένη, μουσικό τμήμα εκεί πέρα. Και ερχότανε πάνω, τον έβλεπα εγώ, με έβλεπε αυτός, ήρθε μία μέρα η γυναίκα του στο θυρωρείο να βάλει υπογραφή. Λέω: «Ορίστε, τι θέλετε;». Λέει: «Να βάλω υπογραφή για τον άντρα μου». Λέω: «Πού είναι ο άντρας σου;» λέω. Λέει: «Κάτω» λέει. «Και γιατί δεν ήρθε να βάλει υπογραφή αυτός;» λέω. «Θα βάλεις εσύ υπογραφή;» λέω. «Όχι» λέω «δεν θα βάλεις». Σηκώθηκε έφυγε. Άρχισαν οι παρατηρήσεις μετά, γιατί; « Τι γιατί;» λέω. «Eγώ γιατί είμαι εδώ πέρα;» λέω. Και δεν ήρθε αυτός να βάλει, δεν είχε έρθει καθόλου, ήρθε η γυναίκα του μόνο και πέρασε από εκεί να βάλει υπογραφή. Και συνεχίζουμε από εκεί πέρα και βγήκαμε σιγά-σιγά στη σύνταξη. Με αγάπη.
Τι σας έχει μείνει πιο πολύ, κύριε Πέτρο, από την εμπειρία στην Παιδούπολη σαν μαθητής, σαν παιδί που ήρθε από την επαρχία; Τι είναι αυτό, έτσι, που θυμάστε;
Κοίτα εδώ, πολλά είναι αυτά τα αίτια, διότι τα χρόνια εκείνα μεγαλώσαμε φτωχά, ορφανά. Και οι σχολές κάνανε ένα καλό μεγάλο έργο για όλο τον κόσμο, για όλα τα παιδιά. Και ο αδερφός μου πήγε στη σχολή, στην Αλεξανδρούπολη, έλεγε, έμαθε ελαιοχρωματιστής, στη σχολή έμαθε. Και άλλα τέσσερα παιδιά από το Αμύνταιο, μάθανε, πήγανε στη σχολή εκεί πέρα και μάθανε ελαιοχρωματισταί, και κάνανε όλη την περιφέρεια, μέχρι στην Κοζάνη πήγαν, στην Πτολεμαΐδα, στα έργα τα μεγάλα, πήγανε ελαιοχρωματιστές. Αν δεν είχε μάθει, δεν θα ήταν, θα πουλούσε τσιγάρα ακόμα. Δηλαδή αυτό, αυτοί, αυτές οι σχολές, αυτές οι σχολές τότε, κάναν ένα μεγάλο έργο, από όλες τις πλευρές. Και ο υπεύθυνος κόσμος που υπήρχε μέσα, επί βασιλικής πρόνοιας, γιατί τότε ήτανε, μαζεύανε τα τέτοια, από τα εισιτήρια έσοδα του σινεμά[01:40:00], του θεάτρου, των γηπέδων, όλων των γηπέδων, μάζευαν έσοδα και λειτουργούσαν οι Παιδοπόλεις έτσι. Αλλά λειτούργησαν πάρα πολύ, πολλές σχολές, πολλές σχολές, στον Ζηρό, στον Βόλο, στη Φλώρινα, στην Αλεξανδρούπολη, στην Καβάλα. Τα ‘χουνε γραμμένα πολλά, πολλά παιδιά. Τα ‘χουν γραμμένα αυτά όλα.
Υπήρχε κάτι που δεν σας άρεσε;
Εκείνο που δεν με άρεσε ήταν ο ένας να βγάζει το μάτι του αλλουνού. Αυτό ήτανε. Δηλαδή ήμουν τεχνίτης εγώ, τι ήθελε ο άλλος να μου πει στην τέχνη μου επάνω; Ότι δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου; Ήταν διευθυνταί, ξέραν τι έχουν πίσω τους, και αυτό ήτανε. Αυτό ήτανε τότε, ήτανε πολύς κόσμος, πολύ προσωπικό. Μέχρι στην τέτοιο, στο Ωραιόκαστρο φτάσαμε στους ογδόντα υπαλλήλους. Να, τα ονόματα τα έχω γραμμένα όλα. Όλα τα ονόματα τα έχω γραμμένα. Δεν... Ερχόταν άλλος στο θυρωρείο, όταν αργούσα που λέει ο λόγος, ερχόταν άλλος στο θυρωρείο και καθόταν εκεί πέρα. Τι να το κάνω εγώ; Τι θέλεις εκεί πέρα, τι; Η δουλειά σου είναι εκεί πέρα; Δεν είναι η δουλειά σου. Ερχόταν ο οδηγός του αυτοκινήτου. Ναι, ερχότανε ο οδηγός του αυτοκινήτου, και καθότανε στο τέτοιο, στο θυρωρείο εκεί πέρα, και μάζευε λόγια, για να πάει στον διευθυντή να τα πει, το τι κάνω εγώ, το τι, πώς περνάω, τι ελέγχω; Α είχαμε πολλά τέτοια συμβάντα, δεν είναι μόνο αυτός. Είχαμε έναν, φέραν έναν γυμναστή, έναν γυμναστή -θα σε πω ένα τέτοιο- στο Ωραιόκαστρο. Εγώ ήμουνα γυμναστής, με ξέραν τα παιδιά, είχαμε παίξει πολλές φορές μπάλα μαζί, τα πηγαίναμε εκδρομές και τέτοια πράγματα. Τα είχα όλα μαζί μου τα παιδιά. Και φέρανε γυμναστή δικό τους. Καθόταν στον πάγκο και πέρα, τα παιδιά παίζαν μπάλα κάτω, και αυτός καθόταν στον πάγκο κι έπινε καφέ. Λέω: «Τι είναι αυτός; Ποιος έγινε γυμναστής; Για καφέ είναι;». Και όμως τον πληρώναμε. Εγώ μπορούσα να κάνω τα πάντα και τα έφτιαχνα τα πάντα. Και μπάλες τους πήρα και ρούχα τους έφερα, αθλητικά και τέτοια πράγματα από ομάδες, αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα, συνεχίζονται και όποιος δεν κάθεται καλά, φεύγει.
Θα θέλατε να μου κάνετε και ένα σχόλιο τελευταίο κύριε Πέτρο, για να κλείσουμε, με αυτά που συμβαίνουν τώρα με την οπαδική βία; Με το συμβάν...
Είμαι κατά. Είμαι κατά.
Ήταν πάντα έτσι;
Όχι. Όχι.
Πώς τα θυμάστε παλιότερα;
Τώρα είναι οργανωμένοι. Δεν υπήρχε οργάνωση. Τέτοια οργάνωση δεν είχε ούτε με όπλα, ούτε με σφυριά, ούτε με τέτοια. Μπορεί να κάνουν φασαρίες, δίχως οπλισμό, δίχως οργάνωση. Μαζευόντουσαν δέκα, είκοσι, τριάντα, πενήντα άτομα, εκατό άτομα και βγάζαν μία φωνή. Δίχως να κάνουν αυτές τις αταξίες, να σπάζουνε βιτρίνες, να καταστρέφουν γραφεία και τέτοια πράγματα. Είμαι κατά της βίας αυτής. Έφυγε το παιδί τώρα δεκαεννιά χρονών. Γιατί; Για ποιο λόγο; Τι τους πείραξε; Οργανωμένοι βρίσκονται τώρα με τα όπλα και με τα ψαλίδια, και τα... Τα πάντα μαζί τους, γιατί; Πού; Ποια η οργάνωση; Η αστυνομία κάνει τη δουλειά της, αλλά από αλλού ξεκινάνε όλα αυτά τα πράγματα. Είμαι κατά των κομμάτων και από το μεν και από το δεν. Να δώσουν τα χέρια τους, να πάνε μπροστά, όχι να βγάζουν τα μάτια τους μεταξύ τους. Και στα πολιτικά και σε όλα. Αυτό είναι. Είμαι κατά της βίας. Δηλαδή τώρα, πάω εγώ με το παιδί στο γήπεδο και δεν ξέρω άμα θα γυρίσω; Γιατί; Ποια είναι η ασφάλεια; Οργανωμένοι, τώρα να, εχθές-προχθές, πάλι οργανωμένοι, καίνε, πάνε στο πανεπιστήμιο, οργανωμένοι, καταστρέφουν τα πάντα, γιατί; Αυτά όλα έρχονται από τη δικιά μας την τσέπη όμως όλα αυτά τα έξοδα, δεν τα κάνει ο πρωθυπουργός και το κόμμα. Τα πληρώνουμε εμείς, φόρους. Αυτά. Άλλο.
Κύριε Πέτρο σας ευχαριστώ πάρα πολύ, νομίζω ότι έχουμε πει-
Πολλά έχουμε-
Πολλά πράγματα και πολύ ωραία. Θα θέλατε να προσθέσετε εσείς κάτι τελευταίο που θα θέλατε να πείτε και δεν το είπατε νωρίτερα. Δεν ξέρω, οτιδήποτε, ένα σχόλιο...
Τι να πω; Είμαστε αγαπημένοι. Στο χωριό εδώ πέρα αγάπη τύχαμε, και σαν οικογένεια, και τα παιδιά τα αγαπήσανε, και εμάς μας αγαπήσανε. Και έμεινα εδώ πέρα, έμεινα εδώ πέρα και τα λέω στα παιδιά που βγαίνω έξω στους παλιούς εκεί πέρα, το ένα μεγάλο ευχαριστώ που έμεινα εδώ πέρα και με αγαπήσανε, και τους αγάπησα κι εγώ. Αυτή η περιοχή είναι μεγάλη, η Σίνδος είναι μεγάλη, μεγάλο χωριό. Είχε γύρω στους δεκαπέντε χιλιάδες κατοίκους, έγινε η βιομηχανική περιοχή εδώ πέρα, η οποία πήρε πολύ προσωπικό, πολλά άτομα δουλέψανε, πούλησαν τα χωράφια τους και πηγαίναν και δουλεύανε. Η Σίνδος είναι μία πόλις καθαρή, αλλά αυτά τα γεγονότα δεν σταματάνε πουθενά. Δεν είχαμε τέτοιες περιστάσεις για φασαρίες και τέτοια πράγματα. Καλά πηγαίναμε, τους ευχαριστώ κι εγώ πάρα πολύ, και για την οικογένειά μου, και για την αγάπη που έδωσαν και στα παιδιά και σε όλους. Αυτό.
Πώς σας φάνηκε και η εμπειρία της συνέντευξης;
Πολύ ωραία!
Για να έχω και εγώ ένα feedback...
Πολύ ωραία, ευχαριστώ πάρα πολύ, ευχαριστώ πάρα πολύ! Ευχαριστώ και την Ελευθερία για το ραντεβού μας έκλεισε, ευχαριστώ για όλα!
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ κύριε Πέτρο.
Αυτές είναι, αυτές οι αγάπες μένουν, αυτές. Ξεχνιούνται τώρα; Για πες μου!
Δεν ξεχνιούνται! Σταματάω λοιπόν να σας καταγράφω.
Photos

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, π ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, ποδοσφαιριστής, σε ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης ως ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης ως εύζωνας σε αναμνη ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, ε ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, εύζωνας, μαζί με το ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης πα ...
Κολάζ του Πέτρου Μπαλογιάννη, με φωτογραφί ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης κα ...
Κολάζ του Πέτρου Μπαλογιάννη, με φωτογραφί ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, ε ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, εύζωνας, σε ζωολογι ...

Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, ε ...
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, εύζωνας, στην Ακρόπ ...
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, κάτοικος της Σίνδου, αφηγείται την πορεία της ζωής του από το Αμύνταιο της Φλώρινας μέχρι τις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, και από εκεί τις αναμνήσεις του σαν μαθητευόμενος τσαγκάρης, εύζωνας στην Αθήνα και επαγγελματίας ποδοσφαιριστής σε αθλητικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης.
Narrators
Πέτρος Μπαλογιάννης
Field Reporters
Ελένη Καβούκη
Tags
Interview Date
19/02/2022
Duration
106'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Πέτρος Μπαλογιάννης, κάτοικος της Σίνδου, αφηγείται την πορεία της ζωής του από το Αμύνταιο της Φλώρινας μέχρι τις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, και από εκεί τις αναμνήσεις του σαν μαθητευόμενος τσαγκάρης, εύζωνας στην Αθήνα και επαγγελματίας ποδοσφαιριστής σε αθλητικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης.
Narrators
Πέτρος Μπαλογιάννης
Field Reporters
Ελένη Καβούκη
Tags
Interview Date
19/02/2022
Duration
106'