Ο μπαρμπα-Νίκος αφηγείται ιστορίες από τον Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Segment 1
Γνωριμία με αφηγητή και την οικογένειά του
00:00:00 - 00:13:53
Partial Transcript
Είναι Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου του 2021. Είμαι με το μπαρμπα-Νίκο στη Βάρη Αττικής. Ονομάζομαι Πένυ Βασιλάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima κα…έγανε οι παλιοί. Σύξυλη. Αυτή τη φράση θα την... Δεν ξέρω, είναι πολύ παλιά φράση. Εσείς τη γνωρίζετε; Την έχετε ακούσει αυτή τη «σύξυλη»;
Lead to transcriptSegment 2
Άφιξη της οικογένειας στην Αθήνα και βιοπάλη
00:13:53 - 00:19:44
Partial Transcript
Οπότε, να πάμε πάλι… Στην Κατοχή; Ναι. Ήμασταν στο '35, που αρχίσατε να πηγαίνετε σχολείο. Ναι, μπράβο. Μετά… Να πάμε σιγά-σιγά. Το σχ…. Κι αυτός έφυγε απ’ την καρδιά του νέος. Κι αυτός και ο Θοδωρής έφυγαν απ’ την καρδιά τους 80-82 χρονών. Και γίνεται, λοιπόν, ο Πόλεμος.
Lead to transcriptLocations
Segment 3
Η κατοχική πείνα στην Αθήνα
00:19:44 - 00:25:24
Partial Transcript
Γίνεται ο Πόλεμος. Βρισκόμαστε με την πείνα έναν χρόνο, γιατί μετά από τον ένα χρόνο αρχίσαν τα συσσίτια. Αυτό μας… Από κει και πέρα αρχίσ…ου γίνεται το πανηγύρι τώρα που κατεβαίνουμε και τους είδα που ήτανε πολλοί; Ομήρου δεν είναι; Στο Σύνταγμα, Μητροπόλεως. Ομήρου λέγεται;
Lead to transcriptLocations
Segment 4
Ο τρόπος επιβίωσης στην Κατοχή
00:25:24 - 00:32:44
Partial Transcript
Ναι. Πώς λέγεται για; Ομήρου, ναι, στη γωνία. Το γωνιακό το 'χανε πάρει Γερμανοί, ένα κομμάτι από το μαγαζί αυτό. Και πήγα, ας πούμε. Λέω: «…19. Χάθηκε αυτός. Οι γονείς του, ο κυρ-Νίκος είχε δύο γιους —γείτονας— και δύο κόρες. Τι γινόταν ακριβώς; Τους εκτελούσανε. Οι Γερμανοί;
Lead to transcriptLocations
Segment 5
Η αντίσταση στις κατοχικές δυνάμεις
00:32:44 - 00:43:04
Partial Transcript
Βέβαια. Παίρνανε έναν; Είκοσι εκτελούσαν. Τους είχαν στο Χαϊδάρι. Σαν πρόβατα, ας πούμε, θα πήγαιναν για σφαγή. Έγινε κάποιο έγκλημα; Σκοτώσ…. Στην κυρα-Λένη δούλευε. Δούλευε… εν πάση περιπτώσει. Θεός σχωρέστους. Όλοι αυτοί έχουνε πεθάνει. Να περάσουμε στα γεγονότα του Εμφυλίου;
Lead to transcriptLocations
Segment 6
Η έναρξη των Δεκεμβριανών στην Καλλιθέα
00:43:04 - 00:53:41
Partial Transcript
Με τον Εμφύλιο στις 3 του μηνός, 3 Δεκεμβρίου, ήμαστε με του Πετζαρόπουλου τον αδερφό, το Βαγγελάκη, ο οποίος ήταν και κάνα δυο τρία χρόνια …γέρηδες που τους δίναν κάθε μεσημέρι μακαρόνια και γλιτώσαμε το θάνατο. Άρα, αυτός προσπάθησε να σας προσελκύσει για να γίνετε δωσίλογος;
Lead to transcriptLocations
Segment 7
Η περίοδος της Δικτατορίας
00:53:41 - 01:06:19
Partial Transcript
Όχι. Εγώ ήμουνα μικρός. Τι δωσίλογος! Ξυπόλυτος ήμουνα, ξυπόλητος. Να κάτσω να δουλέψω εκεί, τι να πάρω; Λεφτά δεν. Δεν έπαιρνες τίποτα. Δεν…ράση μου. Παρακαλώ. Δεν πειράζει. Να 'τανε δύο τρία κιλά το ένα ευρώ. Αν έχεις πολλά λεφτά, κουβάλα τα. Το χρήμα, κορίτσι μου, το χρήμα.
Lead to transcriptSegment 8
Η δημιουργία του ιπποδρόμου στις Τζιτζιφιές
01:06:19 - 01:08:43
Partial Transcript
Μάλιστα. Τώρα θα σας ρωτήσω κάτι τελευταίο, γιατί… Τελείωσε η μπαταρία ε, το οινόπνευμα; Όχι, όχι, όλα καλά. Από τον πατέρα μου, τώρα, μου…ουσα την κόρη μου, αυτή που είναι στην Πάτμο τώρα. «Σοφία, εδώ θα πάρουμε δύο οικόπεδα εκεί», τα οποία τα πούλησα πριν από δεκαπέντε χρόνια.
Lead to transcriptLocations
[00:00:00]Είναι Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου του 2021. Είμαι με το μπαρμπα-Νίκο στη Βάρη Αττικής. Ονομάζομαι Πένυ Βασιλάκη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και η συνέντευξή μας ξεκινάει.
Μάλιστα, εντάξει.
Γεια σας. Θέλετε να ξεκινήσουμε, να μου πείτε λίγα λόγια για το πού γεννηθήκατε;
Ναι. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλονίκη το 1928, τότες που έγινε το μεγάλο κραχ στην Αμερική. Ο πατέρας μου είχε έρθει με τη μητέρα μου σαν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και το καράβι τούς έφερε στην Καλαμάτα. Η μάνα μου στην Καλαμάτα τον πρώτο, το δεύτερο, τον τρίτο μήνα ήταν σε ενδιαφέρουσα και ζήτησε από τον πατέρα μου να πάει στη μάνα της, σε γονείς. Οι γονείς της μητέρας μου είχανε μείνει στα Σέρρας. Και αναγκάστηκε ο μπαμπάς και πήγε στην Θεσσαλονίκη. Έκανε το πρώτο παιδί το '23, το οποίο πέθανε στα 40, 40 ημερών. Ο Στράτος. Έκανε μετά, το '25, την Αθηνά. Το '28 έκανε εμένανε. Την εποχή εκείνη που 'γινε το κραχ του '28 ο πατέρας μου έχασε τη δουλειά του, γιατί ήτανε με έναν Εβραίο που είχε κασμίρια κτλ. και τα έραβε. Ήτανε ράφτης, καλός ράφτης. Τον γνώριζε από παλιά και πήγε από κει. Απ’ την Καλαμάτα πήγε κατευθείαν απάνω. Το πρώτο παιδί που πέθανε από ελονοσία 40 ημερών, ο Στρατής, αναγκάστηκε ο μπαμπάς να φύγει το '30 φτιάχνοντας και την κόρη, την Άννα μετά. Το '30 έγινε το κοριτσάκι, μετά από μένανε. Ήρθαμε στον Ασύρματο μαχαλά με τους Ατταλειώτες. Αυτοί μιλούσανε μόνο τούρκικα, δεν ήξερε κανένας ελληνικά. Ήτανε στη συνοικία Άνω Πετράλωνα. Αλλά, αυτή η συνοικία ήταν με τους Αταλλειώτες. Ήτανε πρώην λατομείο. Και σε αυτές τις καταστάσεις, απάνω στο ύψωμα μέχρι κάτω που ήταν η πλατεία μέναν οι Αταλλείωτες. Δεν άκουγες ελληνικά. Ο πατέρας μου μιλούσε τούρκικα με τη μάνα μου, την καθαρεύουσα μάλιστα ήτανε. Εγώ άκουγα τα παιδιά που φωνάζαν με τη μαμά και έμαθα εκεί τα τούρκικα, αυτά που ξέρω δηλαδή. Τώρα είναι πενήντα χρόνια που πέρασαν. Τέλος πάντων. Και καμιά φορά συνεννοούμαι όταν έρχονται οι Τούρκοι. Όταν ερχόντουσαν οι Τούρκοι στο μαγαζί εκεί στην Πάτμο, ερχόντουσαν και με ζητούσανε. Η κόρη μου λέει: «Μπαμπά, ήρθανε». Και συζητάγαμε αυτά που ήξερα, αυτά που μπορούσα. Ήρθαμε στην Αθήνα το 1930-'31. Βαφτίσαμε την αδερφή μου στο Αιγάλεω σε ένα… Δεν ήταν εκκλησία. Ένα σπίτι ήταν σε έναν δρόμο που δεν υπήρχαν σπίτια, και παραπάνω από πενήντα εκατό σπίτια, αυτό το Αιγάλεω το σημερινό. Αυτό θυμάμαι που 'μουνα 3 χρόνων τώρα. Την εικόνα την έχω. Και ήρθαμε μετά και μείναμε στον Ασύρματο. Εκεί έμαθα τα τούρκικα. Απ’ εκεί έφευγα… Η μάνα μου έφευγε το πρωί με τον πατέρα μου πάντοτε όλα τα χρόνια, όλα τα χρόνια, και πηγαίναν στην οδό Αθηνάς. Είχε ο αδερφός του ένα μαγαζί εμπορικό και είχε και πάνω όροφο. Αυτός τον κάλεσε και ήρθε από τη Θεσσαλονίκη: «Έλα Δημητρό», του λέει, «έχω δουλειά εδώ». Φαίνεται τότες η γυναίκα του είχε λεφτά. Με το πρόβλημα που έγινε τότε με την πτώση του χρηματιστηρίου τότες, που έγινε εκείνο το κραχ το μεγάλο —ποιος ξέρει;— έκανε λεφτά. Δε με ενδιέφερε και δε ρώτησα κι ούτε με ενδιαφέρει, ας πούμε. Τον κάλεσε: «Έλα, Δημητρό». Και κατεβήκαμε στην Αθήνα. Ε, έφευγε ο μπαμπάς με τη μαμά το πρωί κι ερχόντανε το βράδυ. Πέντε παιδιά. Το '35 πήγα στην πρώτη τάξη στον Ασύρματο εκεί [00:05:00]σ’ ένα σχολείο μισό χρόνο, γιατί το '36, αρχές του '36 μάς δώσανε μία παράγκα στις Τζιτζιφιές κάτω, μια παράγκα εκεί. Δώσανε σε πολλούς πρόσφυγες από μία παράγκα τότες. Δεν προλάβαιναν να φτιάξουνε… Ε, και βολευτήκαμε. Χωρίς νερό ήταν οι παράγκες, χωρίς φως, χωρίς τουαλέτα, χωρίς κουζίνα. Εφτά άτομα ήμασταν εκεί: πέντε παιδιά και οι γονείς μου. Δε θυμάμαι ακριβώς ποια χρονολογία έγινε το ποτάμι, ο Ιλισός, έσπασε εκεί στην ΙΖΟΛΑ. Έσπασε και ήρθε και μας πλημμύρισε το σπίτι όλο, την παράγκα δηλαδή, πέντε παιδιά. Και αναγκάστηκαν… Είχανε φτιάξει, εν τω μεταξύ… Ο Μεταξάς είχε φτιάξει —Θεός σχωρέσ’ τονα— για τους πρόσφυγες. Είχε τελειώσει και μας έβαλαν εκεί: δωμάτιο, κουζίνα, τουαλέτα κτλ. και αυλές μπρος-πίσω. Ωραίο! Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος που κοίταζε πρώτα το φίλο του και μετά την οικογένεια. Τέτοια είχανε μάθει αυτοί από την Πόλη. Και μου 'λεγε: «Τον αδερφό σού τον φέρνουνε, το φίλο τον διαλέγεις». Και μπορούσε να βάλει το φίλο να κοιμηθεί στο κρεβάτι και εμείς να είμαστε στο χώμα κάτω, να φάει, να πιει, άμα δεν είχε δουλειά. Αυτός ήταν, τέτοιος ήταν ο τύπος. Ράφτης καλός. Ξήλωνε, τράβαγε το μανίκι λιγάκι, είτε του Λαμπρόπουλου είτε του ο άλλος που ήταν στη Σοφοκλέους και —όχι… Σοφοκλέους γωνία και ο δρόμος ο άλλος που πάει, βλέπεις —τώρα δεν το θυμάμαι. Μεγάλος δρόμος, παράλληλος της Αθηνάς, όπως βλέπεις Ακρόπολη, ας πούμε από του Λαμπρόπουλου απέναντι. Όπως είμαστε από Πατησίων μπαίνουμε και προχωράμε και πηγαίνουμε, ας πούμε, μέχρι την… Αυτός ο δρόμος στην Πατησίων είναι μέχρι εκεί, η οδός Πατησίων. Μετά είναι ένα κομμάτι Πατησίων με Σταδίου, που έχει άλλη ονομασία. Απ’ τη γωνία του Λαμπρόπουλου είναι αυτός ο δρόμος, τον οποίον ξεχνάω τώρα να σας πω. Είναι πολύ γνωστός. Έχει τη Χρυσοσπηλιώτισσα την εκκλησία, έχει κι άλλη εκκλησία και βγαίνει μέχρι την… όχι Μητροπόλεως, πιο εδώ, γιατί η Μητροπόλεως κατεβαίνει και σταματάει στο Μοναστηράκι. Αυτός ο δρόμος κατεβαίνει και βγαίνει στην Πειραιώς.
Δεν ξέρω να σας βοηθήσω κιόλας.
Αν τον θυμηθώ τώρα το δρόμο αυτόνα που σας λέω… Αιόλου!
Α, εκεί που ναι κι ο Κρίνος με τους λουκουμάδες!
Ναι, Αιόλου. Ο Κρίνος. Εκεί πήγαινε η κυρά όταν πήγαινε να ψωνίσει με τη φιληνάδα αυτή που μου ανέφερε ο μπαμπάς σου, γειτόνισσα, για την οποία, μου λέει, με τον άντρα της —Θεός σχωρέσ’ τονα— ήμασταν πατριώτες με τη γυναίκα μου, γιατί είναι Πόντια η δική μου. Και πήγαινε από τα Πετράλωνα, τον Ασύρματο, και πήγαινα με τα πόδια κι εγώ κι έβρισκα και τους γονείς μου. Πόσος ήμουνα τότε; 5, 6, 7 χρόνων; 7 χρονών πήγαμε μετά Τζιτζιφιές. Έγινε μετά από κάνα δυο χρόνια, έγινε η πλημμύρα, όπως τα είπα. Μας βάλανε στα χαμηλά σπιτάκια. Όπως σας ανέφερα, ένα δωμάτιο ωραίο, κουζίνα ωραία, τουαλέτα. Ο πατέρας μου δε φρόντιζε. Ήτανε κάτι… Και τότες υπήρχε το μέσον, και τότες υπήρχε η κατάσταση που δεν έπαψε να υπάρχει, ας πούμε, σ’ αυτόν τον κόσμο. Έπρεπε να πληρώσει κάποιο γραμμάτιο, μια δόση —τι ήτανε;— και του 'λεγε η μάνα μου: «Δημητρό, έτσι όπως το πιάνεις και το ράβεις» —είχε και δύο γυναίκες που δουλεύανε— «θα πληρώσουμε τις γυναίκες, δε θα 'χουμε να φάμε». «Δε θα μου πουν εμένα ότι αυτό είναι του τάδε. Δε θέλω. Θα το κάνω όπως πρέπει». Αυτός ήταν ο πατέρας μου. Δεν ήταν των χρημάτων. Ενώ ο αδερφός του... Και ο [00:10:00]αδερφός του ατύχησε από τα παιδιά. Τρεις κόρες έκανε. Τις πάντρεψε. Στη Βουλιαγμένη τις πήρε σπίτι, τις έδωσε απάνω το μαγαζί. Της άλλης της έκανε από 'να σπίτι στη Νέα Σμύρνη. «Μπαμπά, εγώ δε μπορώ να σε έχω» λέγανε οι κόρες του. H μία η κόρη: «Εγώ με τον πεθερό μου δε μιλάω. Δε μπορώ να σε έχω στο σπίτι». Η άλλη κόρη: «Μπαμπά, εγώ χωρίζω. Δε μπορώ». Η άλλη έμενε στη Βουλιαγμένη. Ήρθε και τον πήρα εγώ το μπάρμπα μου. Εννιά μήνες θυμάμαι. Τότες τα παιδιά μου ήτανε στο Δημοτικό, πηγαίνανε. Μικρά ήτανε. Εντέλει, γνώρισε μία… όχι στο Παγκράτι, πιο πέρα, εκεί που κάναν τις εκτελέσεις στην Κατοχή οι Γερμανοί. Πώς λέγεται εκείνη η συνοικία μωρέ; Τις ξεχνάω.
Καισαριανή;
Καισαριανή, ναι. Και παντρεύτηκε εκεί. Θεός σχωρέσ’ τονα. Παιδιά έκανε. Αυτά είναι τα δράματα. Τα παιδιά καμιά φορά είναι…Δε σέβονται δυστυχώς και εκεί πάει και η κοινωνία μας τώρα. Δεν… Φαντάζομαι μετά από κάποια χρόνια να αναγκαστούνε να ξανάρθουνε πάλι στα λογικά τους και να διορθώσουνε την κοινωνία, γιατί άφησαν ελεύθερο το παράσιτο για να λειτουργούνε, να ζούνε κάποιοι άλλοι μ’ αυτό το παράσιτο. Είχαμε δικηγόρους, θυμάμαι, μετρημένους και γιατρούς. Τώρα έχουμε περισσότερους γιατρούς από ασθενείς και δικηγόρους. Έχουν εγκαταλείψει τα χωριά τους γιατί δεν τους δίνουνε μια βοήθεια εκεί, τα προϊόντα που παράγουνε. Ωραία χωράφια. 2 μέτρα, ένα μπόι γινόταν το καλαμπόκι και το στάρι και τώρα εισάγουν απ’ έξω. Και αυτό το ψωμί που τρώμε τώρα δεν είναι ψωμί. Είναι σκόνη, δεν είναι αλεύρι, και με διάφορα άλλα φάρμακα. Δεν ξέρω, τώρα επειδή δεν έχουμε τα τελευταία χρόνια πολέμους και πληθύναμε; Μας έχουνε φτιάξει αυτή την αρρώστια που λέγεται κορωνοϊός. Ποιος να ξέρει ποια είναι η αλήθεια; Πάντως, έναν χρόνο είναι τώρα αυτό το πανηγύρι, δεν είδα κανέναν να πεθάνει εγώ, κανένανε. Κανονικά έπρεπε να είχα πεθάνει πρώτος εγώ, που είμαι 94 τώρα, 93. 94 πάω μεθαύριο. Κανένας. Ούτε η γυναίκα μου, ούτε κανένα παιδί μου, ούτε κανένας γείτονας. Κανένας. Έχουμε στη γειτονιά μου όλους τους παλιούς κατοίκους που έχουνε πεθάνει εδώ και χρόνια στα 80, στα 75 τους από καρδιά περισσότεροι. Αλλά, τώρα σ’ αυτό το χρόνο δεν έχω δει κανέναν να πεθαίνει. Εγώ γυρίζω, πάω από δω, πάω τριγύρω. Συναναστρέφομαι με κόσμο. Δεν είμαι κλεισμένος. Να δούμε πού θα φτάσει αυτό. Η Ελλάδα, πάντως, έχει μείνει σύξυλη, που λέγανε οι παλιοί. Σύξυλη. Αυτή τη φράση θα την... Δεν ξέρω, είναι πολύ παλιά φράση. Εσείς τη γνωρίζετε; Την έχετε ακούσει αυτή τη «σύξυλη»;
Οπότε, να πάμε πάλι…
Στην Κατοχή;
Ναι. Ήμασταν στο '35, που αρχίσατε να πηγαίνετε σχολείο.
Ναι, μπράβο. Μετά…
Να πάμε σιγά-σιγά.
Το σχολείο το Δημοτικό νυχτερινό το 'βγαλα στα 18. Και τότες που το έβγαλα έβγαλα και το δίπλωμα, γιατί δούλευα με τα φορτηγά στην Καλλιθέα. Είχαμε φύγει το '39 και πήγαμε στην Καλλιθέα. Μας βάλαν σ’ ένα σαλόνι διώροφο. Ήταν επιταγμένο με πρόσφυγες. Ήταν το σαλόνι και μας δώσαν το μισό σαλόνι, γιατί το άλλο ήτανε διάδρομος για να πάνε στην κουζίνα και στην τουαλέτα. Δεν είχε πόρτα. Βάλαμε ένα σκοινί και κουρελούδες. Σ’ αυτό το χώρο ήμασταν, τώρα, πέντε παιδιά και οι γονείς μου. 4 επί 4 δεν ήτανε. Είχε, βέβαια, στ’ απάνω πάτωμα, είχε ένα παράθυρο κι έβλεπε στο δρόμο. Τίποτα άλλο, τίποτα [00:15:00]άλλο.
Γιατί σας μετακίνησαν;
Ήταν να δώσει κάποια δόση οικονομική και επί την ευκαιρία αυτή πέντε παιδιά κτλ… Τότες υπήρχαν, όπως σου είπα, και τα μέσα. Δεν αλλάζουν, αυτά δεν αλλάζουνε. Μην ακούς και μην πιστεύεις. Κάποιοι είχανε δόντι, κάποιοι είχανε μέσο, να πούμε, σου λέει αυτό… Η κυρα-Μαρίκα, η μάνα μου, ήταν γυναίκα —σας είπα— με βιολί και με μαντολίνο μεγαλωμένη, με… Απταίστως ήξερε και γαλλικά. Έμενε στο Ζονγκουλντάκ. Απ’ το Ζονγκουλντάκ ήταν. Δεν ήταν Πολίτισσα. Ο πατέρας μου ήτανε από τη Μυτιλήνη. Και παιδιά τούς πήρε ο παππούς, ο πατέρας του δηλαδή. Και η αδερφή του η πρώτη έκανε πέντε παιδιά, πέντε αγόρια, στην Κωνσταντινούπολη. Και ήταν πρόσφυγες αυτοί, του πατέρα μου η αδερφή. Ο ένας από τους αδερφούς του πατέρα μου το 1918 —τότε γυρίζανε οι Γάλλοι και ζητούσανε να πάνε στη Λεγεώνα των Ξένων μισθοφόροι. Και πήγε ο Λουκάς, ο αδερφός του, στη Λεγεώνα των Ξένων. Και γίνεσαι αυτομάτως, γίνεσαι και Γαλλουπήκοος, ας πούμε. Περάσαν τα χρόνια. Η διεύθυνση ήταν των Σερρών που 'χανε δώσει του αδερφού του. Η γιαγιά μου τότες τα 'παιρνε τα γράμματα, δεν τα 'δειχνε. Σου λέει: «Περνάει δραματικά η κόρη μου. Πέντε παιδιά κάναν και δεν έχουν ούτε ένα μαγαζί να νοικιάσουνε. Ούτε ένα μαγαζί δεν έφτιαξε, τίποτα». Δεν έδειχνε. Ένα γράμμα, δύο γράμματα τρία γράμματα… Μετά από χρόνια είπε… Στη Λυών δούλευε σε ένα εργοστάσιο ο αδερφός του που έφτιαχνε ποδήλατα εκεί πέρα, στο εργοστάσιο. Χαθήκαν όλοι. Τέλος πάντων, 'ντάξει…
Οπότε, πια είστε στην Καλλιθέα το '39.
Ναι. Είναι… Όταν ήρθαμε στην Καλλιθέα έμεινα στην τετάρτη τάξη, γιατί δεν υπήρχε τρόπος να πάω και ψωμί δεν είχαμε πριν από τον Πόλεμο. Και το ψωμί μας ήταν πολύ λίγο. Ερχόταν η μάνα μου από τη δουλειά και 00:00 η ώρα με σήκωνε και πηγαίναμε στον Ονδατζή, το μπακάλη που έμενε Δημοσθένους: «Α, κυρα-Μαρία, εσύ είσαι;». Σηκωνόταν 00:00 η ώρα, ηλικιωμένος κι αυτός. «Ναι». Κύριε Γιάννη τον λέγανε; Δε θυμάμαι. Το γιο του λέγανε Γιάννη. Είχε δύο κόρες αυτή. Η μία κόρη είχε πάρει έναν αστυνομικό, αστυνομικό με γαλόνια, ας πούμε, η οποία πέθανε και πήρε ο αστυνομικός αυτός την άλλη κόρη μετά, να μη χάσουμε το γαμπρό. Τα θυμάμαι αυτά. Αυτά είναι πριν από πενήντα χρόνια. Δεν είναι, ας πούμε, πριν από εβδομήντα ογδόντα χρόνια. Όταν βρέθηκα στη Νέα Σμύρνη τότες παντρεύτηκα. Αυτό το αναφέρω έτσι, που πήγαινε ο πατέρας μου κι έπαιρνε το… «Τι θέλεις; Λίγη μαρμελάδα ή λίγο θρεψίνη;». Μας έβαζε ψωμί. Αν δεν είχαν λεφτά, είχε ψωμί, έτριβε μια ελιά πάνω ή του 'βαζε του Θοδωρή, που ήτανε κλαψιάρης ο Θοδωρής: «Τι θέλεις, Θοδωρή μου;». «Άχα-η μι», «Ζάχαρη και ψωμί». Του 'βαζε ζάχαρη και ψωμί. «Δε θέλω!». Το πέταγε. «Γιατί παιδί μου;». Του το ξανάδινε. «Τι θέλεις;». «Άχα-η μι». Μόλις του το 'δινε το πέταγε. «Δε θέλω». Γκρίνια 00:00 η ώρα το βράδυ ο Θοδωρής, Θεός σχωρέσ’ τονα…
Αδερφός σας;
Ο αδερφός μου, ναι. Μετά από την Άννα, την αδερφή μου, που γεννήθηκε το '30, γεννήθηκε ο Θοδωρής. Και το '35 —στο δήμο Αθηναίων ανήκε η συνοικία του Ασυρμάτου στα Άνω Πετράλωνα— γεννήθηκε ο Λουκάς. Κι αυτός έφυγε απ’ την καρδιά του νέος. Κι αυτός και ο Θοδωρής έφυγαν απ’ την καρδιά τους 80-82 χρονών.
Και γίνεται, λοιπόν, ο Πόλεμος.
Γίνεται ο Πόλεμος. Βρισκόμαστε με την πείνα έναν χρόνο, γιατί μετά από τον ένα χρόνο αρχίσαν τα συσσίτια. Αυτό μας… Από [00:20:00]κει και πέρα αρχίσαμε και δεν πεθαίναμε. Είχαμε διακόσιους πενήντα χιλιάδες νεκρούς από την πείνα. 50 δράμια ψωμί. Αυτό το ψωμί ήτανε σε λαμαρίνα. Λάσπη, ένα άσπρο πράμα που δεν τρωγότανε. 50 δράμια το άτομο. Αρρώστησε η αδερφή μου μαζί μου. Μας πήγανε στο Λοιμωδών το '41 το καλοκαίρι και η αδερφή μου έπαθε και πλευρίτη. Εκτός από τη μόλυνση που είχα φάει εγώ κάτι βερίκοκα… Με φώναξε ένας φίλος μου. Μου λέει: «Έλα, Νίκο. Έχει βερίκοκα. Φάε». Ήτανε με τους Γερμανούς. Εγώ ήμουν… Σε κάτι άλλους Γερμανούς ήμουνα. Είχα φύγει φορτωμένος με ψωμί, φαΐ κλπ. να πάρω το τραμ από το Έδεμ, να πάω στην Καλλιθέα. Και πήγα κι έφαγα κι έμεινα παράλυτος στην παραλία δύο ώρες ίσως. Δε θυμάμαι, να πούμε. Σηκώθηκα, πήγα στο σπίτι. «Μαμά», λέω, «δε μπορώ». Αλλά, η αδελφή μου έμεινε στο κρεβάτι. Εγώ κατέβηκα τις σκάλες μόνος μου. Την αδερφή μου την πήραν με το φορείο. Εγώ ανέβηκα στ’ αυτοκίνητο μόνος μου, στο ασθενοφόρο. Ξάπλωσα σ’ εκείνο το κρεβάτι κι ήρθε η μάνα μου και μου λέει: «Νίκο, σήκω, αγόρι μου, γιατί η Αθηνούλα δε μπορεί να σταθεί όρθια». Σηκώθηκα, τη βάλανε, την είδα, αυτή δεν την ξανάδα. Μας πήγαν εκεί πέρα στο Λοιμωδών, σε μια βδομάδα πέθανε. Φεύγοντας στη σκάλα ήτανε μία και έσπαγε πάγο, μία εργαζόμενη. Λέει: «Ήρθαμε τρεις και φεύγουμε δύο». Στην πλάτη της με είχε. Ένα παιδάκι σαν… Τι να σου πω; Ένα σκυλάκι ήτανε πιο βαρύ. Λέω: «Μαμά, τι έγινε η Αθηνούλα μας;» Την πήραν τα κλάματα. Συνεχίσαμε τη ζωή μας μες στην Κατοχή. Εκεί στα τραμ της Καλλιθέας το φθινόπωρο είχαμε… δηλαδή πέρασε ο πρώτος χρόνος κάπως. Όταν είχες κάτι να φας δεν πέθαινες, ας πούμε, δεν πέθαινες. Ένα τσουβάλι σύκα είχε πάρει ο πατέρας μου από τους Εγγλέζους τότες, γιατί δεν αφήναν να πάρεις, κι είχε πάρει ένα τσουβάλι σύκα και τα είχε κάτω από το κρεβάτι και τρώγαν τα παιδιά σύκα. Εγώ έκανα το λούστρο. Στην αρχή που γνώρισα τους Γερμανούς αρρώστησα. Δεν ξαναπήγα εκεί πέρα. Πήγα με τη μάνα μου, ας πούμε. Ήμουνα πολύ αδύνατος και η μαμά πήγε… Με το μπαμπά πηγαίνανε για ξύλα στο Διόνυσο. Ήταν καμένος ο Διόνυσος και τα ξύλα τα πουλούσαν αμέσως. Απέναντι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού ήτανε η πιάτσα. Ε, τα πουλούσε, μάζεψε κάτι λεφτά και πήγαινε μετά Θήβα, Λιβαδειά από κει, και μου 'φερε κι έφαγα κότα, ζουμί κλπ. κάνα δυο μέρες και σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Όταν σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, αυτό ήτανε. Βγήκα και πήγα στο φούρνο του Γλυκού στην οδό Δαβάκη. Λεγότανε… Πω πω, ξέχασα. Δαβάκη λέγεται σήμερα. Εκεί ένας Ιταλός με έβγαλε φωτογραφία. Εγώ κοίταζα προς τα εκεί κι εκείνος απ’ εκεί. Εγώ δεν τον είδα. Μ’ έβγαλε φωτογραφία με το κασελάκι. Βρέθηκα κάποια μέρα, να πούμε, με φωνάζει: «Ε, piccolo. Vieni qua». Του λέω: «Che fa?», «Τι θέλεις;». «Vieni qua». Πάω, που λες, και μου δείχνει τη φωτογραφία μου, την οποία την έχω στο σπίτι αυτή τη φωτογραφία και τη δείχνω στα παιδιά μου: «Να, κοιτάξτε, κοιτάξτε ο μπαμπάς σας τι περάσαμε στην Κατοχή, πώς είμαι. Ένα ξύλο είμαι, ένα ξύλο». Κι εκείνο το σπίτι που είναι στη φωτογραφία, γωνία Σοφοκλέους και Δαβάκη, δεν έχει κατεδαφιστεί μέχρι τώρα. Δεν ξέρω. Έχω να πάω καμιά δεκαριά χρόνια περίπου. Δεν είχε κατεδαφιστεί να γίνει πολυκατοικία, που γίνανε όλα μπετόν αρμέ εκεί πέρα. Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί… από τις πολυκατοικίες. Εδώ πέρα είστε μικρή. Είναι μικρή η πολυκατοικία σας, αλλά είναι πολυκατοικία. Δεν είναι, όμως, εκείνες που είναι επταώροφες και χάνει… Αυτό είναι αγοραστό;
Ναι, ναι δικό μας είναι.
Α, δικό σας είναι. Εντάξει.
Οπότε, στην Κατοχή στην εργασία σας σαν λούστρος βγάζατε χρήματα; Ποιοι ήταν οι πελάτες σας;
Δεν είχανε αξία τα λεφτά. Δεν πηγαίναμε για τα λεφτά. Είχα γνωρίσει εκεί στο Σύνταγμα δύο Fräulein, δύο κοπέλες που [00:25:00]κρατάγαν ένα μαγαζί με βιβλία γερμανικά. Ήτανε Ομήρου… Ομήρου δεν είναι αυτή που είναι η μεγάλη που γίνεται το πανηγύρι τώρα που κατεβαίνουμε και τους είδα που ήτανε πολλοί; Ομήρου δεν είναι; Στο Σύνταγμα, Μητροπόλεως.
Ομήρου λέγεται;
Ναι. Πώς λέγεται για; Ομήρου, ναι, στη γωνία. Το γωνιακό το 'χανε πάρει Γερμανοί, ένα κομμάτι από το μαγαζί αυτό. Και πήγα, ας πούμε. Λέω: «Θα πάω σ’ αυτές», γιατί είχα πάει σε ένα άλλο όταν δεν μπορούσα, ας πούμε… Με Γερμανούς είχαμε: «Shoe, boots, Kamerad». Αλλά, όταν ήταν κοντά σε εστιατόριο, κοντά σ’ αυτό, δεν τους ζητούσαμε λεφτά. «Nichts bezahlen, wenig Brot» τους λέγαμε. «Δε θέλω λεφτά, λίγο ψωμί». Εν πάση περίπτωσει, είχαμε όμως πέντε αδέρφια. Η Αθηνά πέθανε. Η μάνα μου δεν τη δήλωσε για να παίρνουμε τα 50 δράμια ψωμί όταν πέθανε η Αθήνα. Αυτές οι κοπέλες μ’ αγκαλιάσαν, μπορώ να πω. Μου λένε: «Πώς λέγεσαι;». Δε θυμάμαι ούτε εγώ. Μου το 'πανε γερμανικά. Κατάλαβα εγώ. Λέω: «Nick, Nick, Nick». Λέω: «Fräulein, nichts bezahlen, wenig essen», «Δε θέλω λεφτά, λίγο φαΐ ή λίγο ψωμί». «Ja, ja» λέει. Κι αυτές οι κοπελίτσες, ας πούμε, νεαρές, δεν τρώγανε πολύ για να μην παχύνουνε. Και φτιάχναν μια φετούλα με βούτυρο και λίγο μέλι και μου φέρνανε. Πέρασε κάνα μήνας λέω να τους πω ότι είναι λίγο αυτό, έτσι, που μου 'δωσε. Μια μέρα της λέω: «Das ist wenig, Fräulein» «Α, gut», λέει. «Εντάξει», λέω, «gut, gut». Tι να πω; Καλό είναι! Εν συνεχεία, τους τραμβαγέρηδες στην Καλλιθέα, επειδή ήταν αγγλικοί και κυκλοφορούσαν και Γερμανοί πολίτες κτλ. που δουλεύανε —υπήρχε και υπουργείο, υπήρχαν και υπουργοί τότες κατοχικοί. Πρωθυπουργός ήταν ο Ράλλης, ο Ιωάννης ο Ράλλης. Πιο μπροστά μπήκε, πιο μπροστά απ’ το Ράλλη ήταν ο Τσολάκογλου, ο οποίος είχε κάνει… Παρέδωσε τη συνθηκολόγηση τότες ο Τσολάκογλου, αυτόνα βάλανε. Μετά μπήκε… Το '41 το χειμώνα, το Δεκέμβριο, που έκανε ένα κρύο που δεν το 'χω ξαναδεί, δεκαεφτά ημέρες μάς κόψανε και τα 50 δράμια. Εκεί να δεις πεθαμός, εκεί να βλέπεις να πεθαίνουν απ’ την πείνα. Στους τραμβαγέρηδες δίνανε φαΐ. Το είχα βρει εγώ. Τώρα, κι όπως είναι τα μπετόνια αυτά που κουβάλανε γάλα —τέτοια, σε τέτοια μπετόνια ήτανε —κάθε μεσημέρι τούς δίνανε μακαρόνια. Κάθε μέρα μακαρόνια. Οπωσδήποτε. Ήτανε παχύρρευστα. Και όπως τελειώνανε τα παίρναμε —είχα απ’ τη γειτονιά μου, τώρα, κι άλλα παιδιά— και με το χέρι παίρναμε το παχύρευστο, ας πούμε, και το γεμίζαμε το κουτάκι. Και έτσι ζήσανε και οι γονείς μου και τα αδέρφια μου και η παρέα εκεί πέρα στο επίταχτο, που ήταν όλοι φτωχοί με πολλά παιδιά. Και άσχημα γεγονότα θυμάμαι. Ο γείτονάς μου εκεί πέρα έφυγε και πήγε στην Πελοπόννησο. Πόντιος αυτός και η γυναίκα του. Πόντιοι ήταν αυτοί. Και η γυναίκα του πήγε στη Μακεδονία με την πείνα. Και γυρίσανε και πιστεύαν ότι δε ζουν τα παιδιά τους. Και τα βρήκαν ζωντανά. Ο μικρός ο γιος, ο Παναγιωτάκης, τότες που πηγαίναμε και φέρναμε αυτά τα μακαρόνια με το τενεκεδάκι με τον αδερφό του το Γιωργάκη και την αδερφή του την Κατίνα, τη Μαρία, τρώγαν αυτοί, ο Παναγιώτης δεν τον ταΐζανε. Μια μέρα της λέει η μάνα μου: «Ο Παναγής πού είναι;». «Άρρωστος είναι στο κρεβάτι». Πάει και τον βλέπει. Έτοιμο να πεθάνει ήτανε. Βγάζει λιγάκι με το κουταλάκι και του βάζει στη γλώσσα και κουνάει τη γλώσσα του. Ξαναβάζει, μετά το ξαναβάζει λίγο, ίσα να ακουμπάει στη γλώσσα. Κι άρχισε να λειτουργεί. Το βράδυ τον βοήθησε. Την άλλη μέρα και την τρίτη μέρα σηκώθηκε ο Παναγιώτης. Αλλιώς θα ήταν πεθαμένος ο Παναγιώτης. Τέτοια [00:30:00]περάσαμε.
Η σχέση με τους Γερμανούς ποια ήταν, με όσους ήτανε…
Οι Γερμανοί ήτανε στρατός κατοχής. Είχανε δικούς τους νόμους. Στην αρχή δε λειτουργούσανε… Ήτανε χωρίς αυτούς τους νόμους, δηλαδή. Δηλαδή, σ’ έπιανε με πετρέλαιο… Στην αρχή, αρχή-αρχή. Γιατί δούλεψα με τους Γερμανούς μόλις ήρθανε στο Χασάνι —Χασάνι λεγόταν τα αεροδρόμιο αυτό, Χασάνι. Είχε ένα υψωματάκι στο τέρμα του διαδρόμου. Εκεί 'μεναν οι Χασανιώτες. Πρόσφυγες. Και οι Γερμανοί τούς διώξανε για να ανοίξουνε το διάδρομο να τον μεγαλώσουνε. Εκείνα τα αεροπλάνα, τα Junkers, τραβάγανε ρυμούλκα άλλο αεροπλάνο για να μην καίει βενζίνη. Ήθελε να πάει μια αποστολή, ας πούμε, στην Κρήτη, στη Ρόδο και να πάει ο άλλος να φύγει, γιατί δε χωρούσε επιβάτες. Αυτά ήταν πολεμικά αεροπλάνα. Με αλυσίδα τραβούσε, το πήγαινε και λύναν την αλυσίδα, το μαζεύανε εκεί στο δρόμο που ήταν ο οδηγός που οδηγούσε το αεροπλάνο —ήτανε αεροπόρος. Δεν ήταν… —, κατέβαινε, είχανε κάποια αποστολή, ο άλλος συνέχιζε μετά κάπου αλλού να πάει. Τα θυμάμαι αυτά, που κατέβαιναν πολλές φορές. Οι Γερμανοί ήτανε πολύ μπροστά, πολύ μπροστά. Άμα δεν τους πείραζες, δε σε πειράζανε. Όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα να γυρίζεις και να τραγουδάς δεν τους ένοιαζε. Μετά κάναν νόμους: Σκοτώνεις ένανε, θα σκοτώσω δέκα. Μετά σκοτώνεις ένανε; Πάλι το ανέβασαν, το κάνανε είκοσι. Και τους… Και αρχίσαν τότες να γράφουν στους τοίχους συνθήματα οι δικοί μας, οι οποίοι υπηρετούσανε τότες… Δεν ξέρω τι υπηρετούσανε. Πιάνανε τα παιδιά αυτά και αυτά χανόντουσαν. Ο Γιαννάκης ο Παυλόπουλος ήτανε 18 χρονώ, 19. Χάθηκε αυτός. Οι γονείς του, ο κυρ-Νίκος είχε δύο γιους —γείτονας— και δύο κόρες.
Τι γινόταν ακριβώς;
Τους εκτελούσανε.
Οι Γερμανοί;
Βέβαια. Παίρνανε έναν; Είκοσι εκτελούσαν. Τους είχαν στο Χαϊδάρι. Σαν πρόβατα, ας πούμε, θα πήγαιναν για σφαγή. Έγινε κάποιο έγκλημα; Σκοτώσαν κάνα Γερμανό; Πόσους λέει ο νόμος; Είκοσι; Είκοσι. Έγινε μία εκτέλεση, είχανε σκοτώσει έναν Γερμανό στην Καλλιθέα και εκτελέσανε είκοσι. Στη μέση, όπως ήταν στη σειρά έτσι ο μεσαίος ο Παναγιώτης, όπως τον χτυπήσαν —στην κοιλιά τούς χτυπούσανε— έπεσε στην κοιλιά του διπλανού του και το κεφάλι του ήταν γεμάτο αίματα. Ένα γεροντάκι που το 'ξερα, που έκανε αγώγια εκεί στο σταθμό Καλλιθέας, στο σιδηροδρομικό σταθμό της Καλλιθέας εκεί, όπως περνούσε άκουσε ένα «Αα». Βογκούσε. Απέναντι ήταν η κλινική του Σκανδαλάκη. Πάει και του λέει: «Κύριε Σκανδαλάκη, το και το. Ένας ζει». Πήγανε, τον πήρανε, βγάλαν τη σφαίρα. Ο Παναγιώτης —τον είχα τότε που είχα το ταξί, να πούμε, και μ’ έπαιρνε, ας πούμε, για κάνα... Μετά τον πόλεμο αυτό σας λέω, τότες. Δηλαδή… Ο Παναγιώτης έζησε. Τα πτώματα ήτανε εκεί. Είκοσι. Ήρθαν οι Γερμανοί τ’ απόγεμα, τ’ απογεματάκι —καλοκαίρι ήτανε— με το φορτηγό. Μετράνε δεκαεννιά. Περνούσε μια κοπέλα… «Να γίνουν είκοσι». Τη σκοτώσαν αυτήνανε. Είχανε νόμους τέτοιους, αφού 'τανε στρατός κατοχής. Εσύ ήθελες να κάνεις τον ήρωα; Σκότωσες; Κάτσε και πες: «Εγώ σκότωσα, κύριε». Σκοτώνεις και σκοτώνουν, να πούμε, τ’ αδέλφια και τα ξαδέλφια και τους συγγενείς. Για ποιους το 'κανες, δηλαδή; Γι’ αυτούς που μας κάνανε το Κυπριακό, ε; Αυτοί δεν είναι οι σύμμαχοί μας, οι Αμερικάνοι, οι Εγγλέζοι τότες; Μας βάλαν τους Τούρκους στην Κύπρο; Άσε με, [00:35:00]κορίτσι μου.
Θυμάστε τι συνθήματα έγραφαν στους τοίχους οι Έλληνες;
Ορίστε;
Θυμάστε κανένα σύνθημα απ’ αυτά που έγραφαν στους τοίχους οι Έλληνες;
Διάφορα συνθήματα γράφανε. Δε θυμάμαι, ας πούμε, τώρα. Δεν θυμάμαι γιατί… Το Ε.Α.Μ. έγραφε. «Ε.Α.Μ.» έλεγε εκεί πέρα. Το Ε.Α.Μ., Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το οποίο νομίζω ότι ήτανε το Κομμουνιστικό Κόμμα αυτό το… Αυτοί, δηλαδή, ήταν οι…
Το επάνδρωναν.
Ναι, το επάνδρωναν οι κεφαλές, ας πούμε, του Κόμματος. Εν πάση περιπτώσει… Τα καταφέραμε να αλληλοσκοτωθούμε! Όταν έγινε η τελευταία εκτέλεση στην Καλλιθέα… Τον Αύγουστο ήτανε; Τον Αύγουστο —τον Οκτώβριο φύγανε οι Γερμανοί— βγήκαν οι χωροφύλακες και είπανε: «Όλοι οι άντρες στο…». Τότες ήταν ένα μικρό γηπεδάκι. Τώρα είναι αλλού το γήπεδο. Εκεί παίζαμε μπάλα. Κοντά στη λεωφόρο Συγγρού ήτανε. Ήταν σύνορα με τη Συγγρού στη Δαβάκη, Δοϊράνης και τον άλλο το δρόμο. Μάλιστα, εκείνο το σπίτι που τους εκτελέσαν εκεί το 'χουνε διατηρητέο ακόμα εκεί, δεν το 'χουνε… Στο υπόγειο τούς βάζανε. Μετά τούς βγάζαν, τους εκτελούσανε. Ήτανε ένας συνάδελφος που δουλέψαμε στο Δήμο. Ο αδερφός —α, ξεχνώ να σας πω: Ο χωροφύλακας έλεγε να βγουν… Βγήκα κι εγώ. Μου λέει ο χωροφύλακας «Έλα δω ρε», μου λέει, «Για άντρας περνιέσαι τώρα; Τράβα φύγε από δω ρε!» Λέω: «Όλοι οι άντρες…». «Ρε πήγαινε, φύγε από δω!». Ξυπόλητος εγώ, γυμνός.
Πότε… Δεν κατάλαβα. Πού έγινε αυτό;
Στην Καλλιθέα. Βγήκανε οι χωροφύλακες…
Πότε τώρα; Πότε;
Το '44.
Τον Αύγουστο.
Αύγουστος ήταν, Ιούλιος ήτανε… Πάντως πριν… Μετά απ’ αυτούς έφυγαν οι Γερμανοί, μετά από δύο τρεις μήνες. Δε θυμάμαι ακριβώς πότε ήτανε. Καλοκαίρι ήτανε.
Δικοί μας χωροφύλακες, Έλληνες.
Ναι, ήταν η χωροφυλακή. Λέει να βγουν όλοι οι άντρες. Ήτανε δύο με τις μάσκες, με τις κουκούλες.
Δωσίλογοι.
Ο ένας ήταν απ’ του Χαροκόπου τα… Τον γνωρίσανε εκεί πέρα οι άλλοι. Και ο άλλος ήταν ο αδερφός του Κολοκοτρώνη του Χρήστου, που έβγαζε τα καλά τα ρεμπέτικα τραγούδια, ο Χρήστος ο Κολοκοτρώνης. Ήταν ο αδερφός του, ο Σωτήρης, τον οποίο δεν τον πειράξανε μετά οι Γερμανοί. Τον άλλο μού φαίνεται τον σκοτώσανε. Αυτός ήτανε μικρός υπάλληλος σε ραφείο, σε κουρείο. Ξέρεις, ο πελάτης όταν πήγαινε έβγαζε το παλτό του, το σακάκι του και αυτός ξεσκόνιζε κι έπαιρνε κάνα πουρμπουάρ. Τίποτα… Δεν ήτανε, δηλαδή, τεχνίτης. Και τότες στα κουρεία είχανε δυο και τρεις καρέκλες, είχαν δυο και τρεις κουρείς που δουλεύαν. Είχε πολλή δουλειά ο κουρέας την εποχή εκείνη. Δεν ξέρω, όλοι πρέπει να 'τανε ντυμένοι, ξυρισμένοι, παπουτσωμένοι, γυαλισμένοι, αυτά που είχανε. Αυτόνα μου φαίνεται τον σκότωσαν. Τον άλλον, το Σωτήρη, δεν τον σκότωσαν. Και μετά από κάποια χρόνια άνοιξε Καλλιθέα… Άνοιξε ένα καφενείο στην Καλλιθέα ο Σωτήρης, αδερφός του Κολοκοτρώνη του Χρήστου, αυτός που είχε γράψει αυτά τα ρεμπέτικα. Κάπου στη Νέα Σμύρνη μένει. Θυμάμαι τη μάνα του ο Σωτήρης και τη θεία του στο καφενείο εκεί πέρα, στην οδό Σιβιτανιδείου και τον πρώτο δρόμο από την πλατεία Καλλιθέας. Πώς το λένε; Αραπάκη. Σιβιτανιδείου και Αραπάκη γωνία ήταν το καφενείο τους.
Οπότε, για πάμε σ’ αυτό το περιστατικό. Μάζεψαν, λοιπόν, τους άντρες—
Ναι.
—κι απ’ ό,τι κατάλαβα οι δωσίλογοι με τις κουκούλες διάλεξαν αυτούς τους δύο.
Ναι, ναι, ναι. Ένας απ’ αυτούς, έναν απ’ αυτόν που δείξανε —γιατί δεν στο συνέχισα— ήταν νεαρό παιδί. 20-22 χρονών δε θα 'τανε. Σηκώθηκε, έβγαλε ένα σταυρουδάκι που είχε, έκανε το σταυρό του και το φίλησε. Ο Γερμανός τον είδε από μακριά και φωνάζει: «Das nichts Kommunist» και τον… Αλλά, είχε πάθει το παιδί, ας πούμε, και σε δύο χρόνια που είχε καεί… Αφού σου [00:40:00]λέει: «Με εκτελούν, πάει». Είχε πάρει —πώς να σου πω;
Σοκ.
Σοκ μεγάλο, ναι. Με τον αδερφό του δουλεύαμε στο Δήμο το '78, το '80 μαζί. Εγώ ήμουνα οδηγός τότε στο Δήμο Νέας Σμύρνης. Στο Δήμο Νέας Σμύρνης έβγαλε μετά το '74 που έπεσε ο Παπαδόπουλος... Με τον Παπαδόπουλο ήμασταν καλά. Δε χρωστούσε κανένας. Είχαμε. Εν πάση περιπτώσει, το '76 κάναν εκλογές δημοτικές και βγήκε ο Μπάμπης ο Πεχλιβανίδης. Αυτός ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο…
Ωραία. Να πούμε, λοιπόν, για το περιστατικό που σας φώναξε...
Ναι. Λοιπόν, δεν πήγα εγώ. Πήγα σπίτι. Το σπίτι μου ήταν απέναντι κοντά. Μετά την εκτέλεση διελύθησαν, ξέρω 'γώ. Εμείς από περιέργεια πήγαμε εκεί. Ανέβηκα εκεί στη μαντρίτσα. «Εεεεπ!» μου λέει ένας χωροφύλακας. «Εεεεπ!» Ήτανε σκοτωμένοι. Τους είδαμε εκεί. Παραλίγο να με πάρουν να φορτώσω κιόλας. Για τους άλλους τους είκοσι που σας είπα ο Σκανδαλάκης τον έκανε καλά τον Παναγιώτη. Απέναντι απ’ του Σκανδαλάκη ήτανε παλιά το σκοπευτήριο το 1905 το '10, το '15. Εκεί μαθαίναν σκοποβολή οι οπλίτες τότε. Σκοπευτήριο. Εν συνέχεια, με το '22, την Καταστροφή, βάλανε τους πρόσφυγες. Από κει, μετά απ’ το '22 μείνανε κάποια χρόνια. Από πίσω υπήρχε ένα οικόπεδο μεγάλο και τους δώσανε εκεί κάτι. «Εδώ», λέει, «θα χτίσετε», λέει, και κτίσαν ο ένας με τον άλλονα, ας πούμε. Αφήναν στενά δρομάκια ίσα-ίσα να περνάνε —στην Καλλιθέα, τώρα. Είχε μία βρύση στο δρόμο και εκεί περιμένανε με τους κουβάδες στη σειρά να πάρουν νερό. Μια δεκάρα είχε τότες ο ντενεκές. Σ’ αυτό το κτίριο, στην Κατοχή, που έγινε η εκτέλεση αυτών των δέκα, σας είπα ότι κάποιος επέζησε, γιατί πήγανε και του ρίξανε χαριστική βολή. Έτσι ήτανε… Είδε ο αυτός ο ένας ότι… Σου λέει: «Την έριξε αυτός ο άλλος». Τον είδανε ματωμένο το κεφάλι του, δεν του ρίξανε τη χαριστική αυτουνού, του Παναγιώτη. Δούλευε γκαρσόν κάποτε εκεί στου Γαλανοπούλου. Ο Γαλανόπουλος ήταν αναβάτης στον ιππόδρομο. Στην κυρα-Λένη δούλευε. Δούλευε… εν πάση περιπτώσει. Θεός σχωρέστους. Όλοι αυτοί έχουνε πεθάνει.
Να περάσουμε στα γεγονότα του Εμφυλίου;
Με τον Εμφύλιο στις 3 του μηνός, 3 Δεκεμβρίου, ήμαστε με του Πετζαρόπουλου τον αδερφό, το Βαγγελάκη, ο οποίος ήταν και κάνα δυο τρία χρόνια μικρότερός μου, στη γειτονιά, στη γωνία, και περιμέναμε έναν φίλο μας, τον Πεκάκο, ο οποίος είναι στην Αμερική. Δεν ξέρω αν ζούνε. Φύγαν όλοι αυτοί. Όλοι φύγανε, και ο μικρότερος κι ο μεγαλύτερος. Μόνο ο μεγάλος έμεινε, ο οποίος ήταν πολύ μεγάλος. Τώρα θα είναι 110 αν ζει. Μου λέει «Νίκο, πάμε!», μου λέει. Ανεβαίνανε και φωνάζανε: «Κ.Κ.Ε.!». Πλημμύρα, λαός! Από τον Περαία ν’ ανεβούν τη Συγγρού, την Καλλιθέα μέσα απ’ τη Δαβάκη, να πάνε στο Σύνταγμα. Τους είχαν απαγορεύσει να 'ρθούνε στην Κοραή. «Μέχρι εδώ» τους είπαν. «Άμα έρθετε στην Κοραή»… Αυτοί δεν άκουσανε. Και ο μπαγάσας ο Βαγγελάκης μού λέει, «Νίκο, εγώ θα πάω» μου λέει. «Ρε συ, να πάω να σου φέρω λίγο ψωμάκι, μήπως βρούμε λίγο ψωμί να φάμε. Θα παίξουμε μπάλα. Θα φτιάξει ο Μπεκάκος, θα φτιάξει μπάλα από πανάκια. Θα περάσει η ώρα». Πάω σπίτι. Του λέω: «Να κοιτάξω να φέρω λίγο ψωμάκι, αν έχει». Ε, πήγα σπίτι. Όταν γύρισα δεν ήταν ο Βαγγελάκης. Και όπως πήγε, πήγε και βρήκε μπροστά-μπροστά που ήταν οι Καλλιθιώτες, στον κυρ-Γρήγορη δίπλα, στον κυρ-Γρήγορη. Τον χτύπησαν το μικρό. Πέθανε και σκοτώθηκε, ενώ ο κυρ Γρήγορης ήτανε τυχερός, δεν τον βρήκε. Εκεί, από εκεί αρχίζει, να πούμε, τα Δεκεμβριανά, την άλλη μέρα, στις 4 του μηνός, 4 Δεκεμβρίου… Ακόμα είχαμε… Πόσο καιρό είχαμε απελευθερωθεί απ’ τις 15 που φύγαν οι Γερμανοί; Νοέμβριος… Οκτώβριος, Νοέμβριος… Δύο, δυόμισι, τρεις μήνες ήμασταν. Δυόμισι μήνες [00:45:00]ήμασταν ελεύθεροι. Αρχίσαμε και σκοτώναν ο ένας τον άλλο, ο αδερφός τον αδερφό και ο φίλος το φίλο. Δε μπορέσανε να πούνε. Γιατί ο Σιχανούκ… Κάτω εκεί υπάρχει ένας πρίγκιπας σ’ ένα πολύ φτωχό μέρος κάτω στη… κοντά στην Κορέα περίπου. Δεν ξέρω. Και εγώ το Δημοτικό το έβγαλα, σου είπα… Κι εκεί είχανε διαφορές. Αλλά, δεν είχαν επέμβει ξένες δυνάμεις μεταξύ τους. Και αυτός τούς έφερε όλους και τους λέει: «Θα κάνουμε το πολίτευμα της Βασιλευομένης Κουμμουνιστικής Δημοκρατίας για να μην πεθάνει, να μη σκοτωθεί κανένας». Κι έγινε εκεί στο Λάος ένα κρατίδιο μικρό, το Λάος. Ο Σιχανούκ ήταν αυτός. Εμείς εδώ σκοτωμός, κακό, κακό. Να πω και την αιτία της καταστροφής αυτήνανε, ποιος είναι για όλη αυτή την κατάσταση; Δεν τη λέω. Την ξέρουν αυτοί. Δε χρειάζεται να την πω. Την ξέρουνε αυτοί και οι άλλοι και αυτοί που πεθάνανε και αυτοί που θα πεθάνουνε. Την ξέρουνε. Μπορεί να την ξέρεις κι εσύ.
Θέλω να μου πείτε, αν έχετε κι αν θέλετε, μνήμες από τον Εμφύλιο, ό,τι θυμάστε από τον Εμφύλιο, από τα Δεκεμβριανά και εξής, περιστατικά.
Με την έναρξη των Δεκεμβριανών, στη γωνία της γειτονιάς μου, στο γωνιακό το ημιυπόγειο ήταν οι αντάρτες με τα γένια, οι αντάρτες, Ανδρομάχης και…Στου Μπαγιόκου το σπίτι. Αυτός είχε ένα καφενείο απέναντι απ’ τα τραμ. Παιδιά δεν είχε ο Μπαγιόκος. Πώς λεγόταν μωρέ ο δρόμος απ’ εκεί; Είμαι εκεί μεγαλωμένος. Στη γωνία παίζαμε μποξ εκεί πέρα. Τους είχα φέρει απ’ τους Εγγλέζους μετά. Αυτά είναι μετά τον πόλεμο. Τέλος πάντων, αντάρτες στο ημιυπόγειο αυτό. Αυτό το υπογειάκι είναι... Οι Εγγλέζοι ήτανε στη λεωφόρο Συγγρού με τα τεθωρακισμένα. Κάποια σαν αυτοκίνητα ήταν τεθωρακισμένα. Όχι αυτοκίνητα, κάπως αλλιώς τα λέγανε. Στο στρατό είχα ένα στο όνομά μου. Τότε χρεωμένος ήμουνα μ’ ένα τέτοιο και με ένα άλλο, γιατί στο στρατό υπηρέτησα ως Οδηγός Μηχανικός. Χρεώθηκα τον όρχο όλο: τα αυτοκίνητα, τα ανταλλακτικά τους, τις επισκευές τους, την επιθεώρησή τους. Το κάθε αυτοκίνητο είχε το paybook. Κι έμενα στον όρχο σε μία σκηνή. Είχα και το Γραφείο Κινήσεως του Επιτελείου Συντάγματος, στο στρατό. Στα Γιάννενα, πάνω εκεί ήμασταν. Να σου πω και μία ιστορία εκεί πέρα; Θλιβερή είναι. Δε θα στην πω.
Όχι, να μου την πείτε, να μου την πείτε!
Αυτό είναι, αυτό είναι… δεν είναι με τον πόλεμο.
Να μου την πείτε.
Ε, να πω το δικό μου; Τι… Να του πω κάτι να χαρεί... Τώρα, συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο τέτοια ατυχήματα. Ατύχημα ήτανε. Τέλος πάντων. Με το διοικητή πάντοτε εμένα φώναζε. Ο νεότερος οδηγός ήμουνα, δεν ήμουνα ο πιο παλιός. Αλλά, επειδή ήμουνα μηχανικός μαζί με το διοικητή, έναν ασυρματιστή και έναν ανθυπολοχαγό —υπολοχαγό; Και πηγαίναμε πορεία. Τέλος πάντων, αυτά ήτανε… Κάτσαμε αρκετό καιρό φαντάροι.
Εσείς ήσασταν φαντάρος κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου; Όχι;
Όχι. Δεν πρόλαβα. Εμάς, επειδή είμαι από Θεσσαλονίκη, πήγαμε να περάσουμε «περιοδεύων» και μου λένε… Λέει: «Θεσσαλονίκη;». Λέει «Θα σας καλέσουμε και θα 'ρθείτε», λέει, «όταν σας καλέσουμε». «Πώς θα μας καλέσετε;». Λέει: «Με το ραδιόφωνο και την εφημερίδα». «Δεν είσαι καλά» του λέω. «Εμείς δεν έχουμε να φάμε» του λέω. «Είμαι προστάτης. Τι εφημερίδα; Ποια εφημερίδα; Και ποιος έχει ραδιόφωνο;» του λέω. «Είσαι τρελός;» Εντέλει, δεν περάσαμε. Δούλευα εγώ. Μας κάλεσαν. Εγώ πού να διαβάσω, τι να διαβάσω; Πήγα φαντάρος… [00:50:00]Φαντάρος πέρασα «περιοδεύων», φαντάρος όταν πήγα. Με πήρανε φαντάρο το '50.
Α, μετά τον Εμφύλιο.
Ναι. Ο Εμφύλιος είχε τελειώσει.
Οπότε, περιστατικά, έτσι, συμπλοκής μεταξύ Αριστερών και Δεξιών κατά τον Εμφύλιο στις γειτονιές…
Ναι, ναι. Υπήρχε στις γειτονιές. Βέβαια.
Θέλετε να μου πείτε;
Ο αδερφός τον αδερφό σάς λέω. Στην Κατοχή ο ένας ήτανε Δεξιός, ο άλλος ήταν Αριστερός. Αυτή η τραγουδίστρια η Δανάη ήταν Αριστερή και ερχόταν εκεί στη φτωχολογιά στην Καλλιθέα και είχε παρασύρει έναν, τον Κώστα το Σιδεράκη, κι έγινε, ας πούμε, αυτός… Βρέθηκε αργότερα στη Μακρόνησο. Θεός σχωρέσ’ τονα. Τον γνώρισα εδώ στη Βάρη. Δούλευε στα Βοκτάς μετά. Το '80 θα 'ταν τότες που συναντηθήκαμε; Ο αδερφός ήτανε Δεξιός ο ένας και κυνηγούσε τον αδερφό του. Φαινόμενα! Εκεί είχαμε φτάσει. Τι σόι λαός είμαστε; Δώσαμε τα Φώτα και μείναμε αγράμματοι χωρίς Φως. Στραβομάρα έχουμε.
Να σας ρωτήσω κάτι;
Ναι.
Βασικά, θα ήθελα να μου πείτε αν εσείς ξέρετε ή έχετε ακούσει ή είχατε κάποια εμπειρία σχετικά με όσους υπήρξαν κατά την Κατοχή μαυραγορίτες και δωσίλογοι.
Ναι.
Όταν τελείωσε η Κατοχή τι έγινε μ’ αυτούς; Έχετε παραδείγματα;
Ναι. Κάποιους μαυραγορίτες είχανε κρεμάσει, νομίζω, το '42… Το '42; Κάπου εκεί. Δύο είχαν κρεμαστεί στο Σύνταγμα, νομίζω. Νομίζω δεν, δεν… Έτσι νομίζω, δεν… Τέλος πάντων, οι δωσίλογοι ήτανε ντυμένοι —γιατί έκανα και το λούστρο. Είχε ένα λουστράδικο στην Σταδίου, Σταδίου απέναντι απ’ τη Βουκουρεστίου, δηλαδή έκοβε ο δρόμος προς την πλατεία Συντάγματος. Στη Σταδίου βγαίνουμε απ’ την Ομόνοια και ανεβαίνουμε στο τέρμα και κάνουμε, να πούμε, προς στην πλατεία Συντάγματος. Κάνουμε έτσι. Κάνει… Δεν κάνει… Στη γωνία ήταν ένα στιλβωτήριο. Ήρθε αυτός. Μου λέει: «Ρε συ, δουλεύεις, μικρέ, εκεί πέρα». Λέει: «Κανείς τίποτα με τους Γερμανούς;». «Κάτι κάνω» λέω. «Εν πάση περιπτώσει, αν είναι να 'ρθω κι έχει ψωμί... Εγώ δε θέλω λεφτά». Μου λέει: «Έλα». Και πηγαίνανε ντυμένοι με καμπαρντίνες, με παλτά, με ρεμπούμπλικα, τριαντάρηδες, σαραντάρηδες, πενηντάρηδες. Αυτοί όλοι ήτανε πράκτορες. Εγώ έτσι νομίζω. Πήγα τρεις ημέρες. Του λέω «Ψωμί υπάρχει; Δε μπορώ», του λέω. «Έχω αυτές τις δύο κοπέλες, θα πάω στο Έδεμ» λέω. «Εκεί στις 12:00 η ώρα, 12:30 δίνουνε φαΐ. Είναι καμιά εικοσαριά Γερμανοί. Ό,τι πάρω». Μετά βρήκαμε αυτό που σας είπα με τους τραμβαγέρηδες που τους δίναν κάθε μεσημέρι μακαρόνια και γλιτώσαμε το θάνατο.
Άρα, αυτός προσπάθησε να σας προσελκύσει για να γίνετε δωσίλογος;
Όχι. Εγώ ήμουνα μικρός. Τι δωσίλογος! Ξυπόλυτος ήμουνα, ξυπόλητος. Να κάτσω να δουλέψω εκεί, τι να πάρω; Λεφτά δεν. Δεν έπαιρνες τίποτα. Δεν είχαν αξία τα λεφτά. Ενώ βάλε δυο κουταλιές φαγητό την ημέρα. Σε κρατούσε στη ζωή. Δυο κουταλιές, όχι παραπάνω. Σε κρατούσε στη ζωή. Τόσο δύσκολα περάσαμε εκεί. Αλλά, πάνω στο χρόνο μετά αρχίσαν τα συσσίτια. Το '42 το Πάσχα, κοντά εκεί, αρχίσαν τα συσσίτια. Δίναν πλιγούρι. Ωραίο πράγμα, αξέχαστο. Ξέρεις τι είναι; Δε μπορείς να φανταστείς, κορίτσι μου! Ξέρεις τι είναι να 'χει να φας; Τίποτα! Ο κόσμος όλος δικός σου είναι άμα έχει να φας. Μη βλέπεις τώρα που έχουνε και δεν τα τρώνε και τα πετάνε και «Δε μ’ αρέσουν». Τέλος πάντων.
Επομένως, δεν ξέρετε εσείς τι απέγιναν όσοι ήταν μαυραγορίτες και δωσίλογοι;
[00:55:00]Α, όλοι αυτοί οι κύριοι μπήκανε στο χώρο και γίνανε ένα με το στρατό που ήρθε από την Αίγυπτο, ένα με την αστυνομία που ήταν εδώ, ένα με τη χωροφυλακή. Και πήραν αξιώματα αυτοί. Δε δικάστηκε κανένας. Κατοχή δωσίλογος δε δικάστηκε. Πήραν αξιώματα, γινήκανε… Κι η κυβέρνηση ήτανε του Ράλλη. Ο Έβερτ ήταν ο γενικός διευθυντής ασφάλειας. Ο γιος του έγινε υπουργός, πρωθυπουργός και του Ράλλη ο γιος έγινε πρωθυπουργός. Τώρα τι να σου πω παραπάνω; Αυτά μιλάνε. Αυτά είναι γνωστά. Τα λέω ότι… Αυτά είναι πολύ γνωστά. Δηλαδή, σήμερα οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουνε βολευτεί. Αυτοί βολεμένοι είναι οι περισσότεροι. Αλλά, βέβαια, έχουνε πεθάνει. Τα εγγόνια τους… Αυτή είναι η Ελλάδα, μωρέ, απ’ ανέκαθεν. Στην αρχαιότητα δεν έφυγε ο Κίμωνας γιατί δεν τον βγάλανε στο κονκλάβιο —πώς το λένε;— εκεί να είναι, να τρώει, να πίνει, όπως έγραφε αυτό το τραγούδι εκείνο που 'βγαλε το '36, «να κάθομαι, να τρώω και να πίνω», να δείξει στους Πέρσες από πού θα καταλάβουνε την Ελλάδα, την Αθήνα; Τέτοιοι είμαστε. Εμείς δώσαμε τα Φώτα, εμείς δώσαμε τον πολιτισμό και είμαστε υποχείρια τώρα.
Τι να κάνουμε; Προχωράει η ζωή! Ο καθένας μας κάνει τον αγώνα του.
Σωστά, στα μέτρα που έχουνε καθορίσει. Δεν είσαι αυτοκέφαλη. Είσαι εξαρτημένος, είναι το Σύστημα. Δεν πα’ να φωνάζεις, δεν πα’ να σκοτώνεσαι, δεν πα’ να κάνεις; Αυτό που είναι να γίνει θα γίνει. Το έχουν αποφασίσει άλλοι.
Μάλιστα. Θέλετε… Με τον Εμφύλιο τελειώσαμε, έτσι; Δεν έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο.
Με τον Εμφύλιο σας είπα ότι ο αδερφός τον αδερφό σκότωνε.
Ναι, αλλά συγκεκριμένα περιστατικά δεν…
Έχω ένα περιστατικό. Σας είπα: το Σιδεράκη. Ο αδερφός ήτανε Δεξιός, ο άλλος ήταν Αριστερός.
Αλλά, θέλω να πω για συμπλοκές Αριστερών με Δεξιούς ή αντίποινα ή κάτι τέτοιο;
Δεν τα 'χω ζήσει αυτά. Όταν επικράτησε κάποια παράταξη τελείωσαν αυτά. Οι άλλοι ήτανε στην εξορία, στη Μακρόνησο, στα άλλα τα ξερονήσια, στη Σάμο. Τον Πεχλιβανίδη που τον βγάλανε δήμαρχο ήταν στη Μακρόνησο. Υπηρέτησε σαν δήμαρχος πέντε τετραετίες, τον βγάζανε.
Στην Καλλιθέα.
Στη Νέα Σμύρνη.
Α, στη Νέα Σμύρνη.
Η Νέα Σμύρνη μέχρι το '50-'52 ήτανε Κοινότητα, να σκεφτείτε, δεν ήτανε Δήμος. Η Καλλιθέα είχε διακόσιες πενήντα χιλιάδες την εποχή εκείνη που η Νέα Σμύρνη ήτανε κοινότητα. Η Καλλιθέα ήταν μετά την Αθήνα. Τώρα έχει αναπτυχθεί μέρος που ήταν εκεί. Αχαρνές, ήταν ο Παπάγος, ήτανε π.χ. εκεί το Περιστέρι, ας πούμε, που πάει μέχρι απάνω. Στο Περιστέρι έχει τώρα περισσότερους από ό,τι είχε η Καλλιθέα.
Πότε θυμάστε εσείς, μεγαλώνοντας πια, να εξυγιάνθηκε κάπως η κατάσταση, δηλαδή να νιώθετε εσείς ότι αρχίζουν τα πράγματα και πάνε καλύτερα; Μία ελπίδα ότι υπάρχει φως, ότι ανεβαίνει η κοινωνία, ότι προχωράει η οικονομία, ότι έτσι πάνε τα πράγματα, ας πούμε, υπάρχει μία αισιοδοξία;
Και αυτό που μου λέτε θα είναι προγραμματισμένο από άλλους. Είμαστε εξαρτημένοι, είμαστε. Μπορεί να είδαμε λίγο φως κάνα διάστημα. Από κει και πέρα πάλι στο σκοτάδι.
Μάλιστα. Οπότε, δεν έχετε κάποια συγκεκριμένη περίοδο που να λέτε: «Τότε πέρασα καλά, τότε ήταν καλά».
Α, κοίταξε να δεις. Όσον αφορά για το κεφάλαιο των χρημάτων, ήταν επί Παπανδρέου. Επί Παπαδόπουλου δε χρωστάγαμε τίποτα. Ήταν εντάξει το κράτος. Επί Παπανδρέου έδωσε πολλά [01:00:00]λεφτά ο Παπανδρέου ο Αντρέας. Εκεί στις τριετίες έβαζε 10% απάνω στους εργαζομένους. Είχε πολλά λεφτά τότες, λεφτά. Τι γινήκαν αυτά τα λεφτά, πού βρίσκονται κανένας δεν ξέρει. Γιατί τα λεφτά δεν τρώγονται. Υπάρχουνε. Στον πλανήτη είναι. Τώρα, αν τα 'χει κάποιος πολλά κι ο άλλος στερείται, τα λεφτά δεν τρώγονται, δεν τα βάζεις να τα μαγειρέψεις. Υπάρχουν τα λεφτά στον πλανήτη. Πού τα 'χουνε, ποιοι τα 'χουν, πού τα κρύβουν τώρα… Αυτοί αποφασίζουν πότε θα λειτουργήσει με αυτά τα λεφτά να βγει ο κόσμος να δουλέψει. Υπάρχουνε τα λεφτά. Και οι χρυσές λίρες υπάρχουνε, όλα υπάρχουνε. Τα πάντα απ’ αυτά, δε λείπει τίποτα. Είναι σε ορισμένους. Τώρα με αυτό τώρα που έγινε, την ασθένεια, είναι χρηματιστηριακή υπόθεση. Δε θα μπορούσαν να βάλουνε κάποιο απ’ τα παλιά. Σου λέει: «Αυτό». Και παράλληλα, επειδή το 'βάλαν και ασθένεια στη μέση, εκείνο είναι που σε τρελαίνει. Δηλαδή, μπούρου μπούρου, κάθε μέρα να είναι κλεισμένος ο άλλος μέσα εκεί στο σπίτι, ν’ ακούει αυτά η γυναικούλα… Εμένα η γυναίκα μου με ρωτάει —γιατί σας είπα, έχει άνοια: «Γιατί τα φοράνε Νίκο αυτά;». «Είναι κρυωμένοι», λέω, «και προσέχουν», λέω. Σου κάνω το σταυρό μου τώρα. «Εντάξει, ρε Σοφία». Τι να… Διαβάζει... Κι αυτή απ’ τη δευτέρα Δημοτικού ο μπαμπάς της την έπαιρνε να πάει να μαζέψει τα πρόβατα, να μαζέψει τα γίδια, να μαζέψει, ξέρω 'γώ. Την υπογραφή της σταυρό έβαζε όταν την πήρα. Πολύ εγγράμματη.
Τι σημασία έχει; Άμα αγαπιούνται δύο άνθρωποι; Ναι. Ωραία, θέλετε, λοιπόν, να κλείσουμε με μία άλλη ταραγμένη, μια άλλη, έτσι, ιστορική περίοδο έντονη της…
Της ζωής μου;
Της ελληνικής Ιστορίας, θα έλεγα: τη Χούντα, την Επταετία. Το πραξικόπημα και εξής. Το πραξικόπημα θυμάστε πού ήσασταν όταν έγινε;
Ναι, πώς!
Πείτε μου. Είμαι όλη αυτιά.
Ναι. Είχα το ταξί τότες και με πήρε κούρσα ένας. Μου λέει: «Νίκο, Αχαρνών». Στη Νέα Σμύρνη. «Να σε πάρω» του λέω. Και πήγαμε από το Σύνταγμα. Αχαρνών είχε χασάπικο. «Μη μου το ανοίξουνε, μη μου το κάνουν». Τι έκανε η Χούντα, δηλαδή; Βγήκαν όλοι αυτοί, πήγανε στη Γαλλία και γυρίσανε και πήρανε συντάξεις αντιστασιακές αυτοί οι κηφήνες όλοι! Δεν τους πείραξε κανένας.
Εγώ θέλω ν’ ακούσω γεγονότα. Πώς ήταν οι άνθρωποι μέσα στη Δικτατορία; Τη μέρα του πραξικοπήματος πώς τη θυμάστε;
Εκεί όπως βγήκαν τα τανκς έγινε… Χτυπήσανε οι καμπάνες, οι σειρήνες, ξέρω 'γώ. «Εγώ θα πάω για δουλειά». Βγήκα για δουλειά εγώ. Και τι έγινε, δηλαδή, επειδή πέντε άνθρωποι αποφάσισαν να αλλάξουνε κάτι; Δεν με πείραζε εμένα. Εγώ τη δουλίτσα μου και δεν είδα τίποτα να κάνουνε. Δεν είδα. Εγώ δεν είδα να πειράξουνε άνθρωπο. Τώρα, με το ταξί πέρασα κατ’ επανάληψη.
Και αυτά τα χρόνια —γιατί ήταν εφτά χρόνια.
Εφτά χρόνια, έτσι.
Πώς τα θυμάστε αυτά τα χρόνια;
Τα καλύτερα χρόνια μου ήτανε, να σου πω την αλήθεια, γιατί είχαμε ησυχία, είχαμε δουλειά, δεν είχε πληθωρισμό. Είχα ανοίξει δουλειές. Μας άφησε και φτιάξαμε σπίτια, μας έδωσε άδειες, επαγγελματικές άδειες για τους ταξιτζήδες, γιατί το είχαν μονοπώλιο τα τσιράκια και την πουλούσαν την άδεια. Είχες λεφτά. Να σκεφτείς ότι το 1950 ερχόσουνα εξόριστος από τη Ρωσία και έβγαινε και σε βγάζανε λευκό με 120 λίρες, σε βγάζανε λευκό, ότι δεν έχεις πειράξει, δε χρωστάς, δεν έχεις, δεν έχεις δικαστεί. Κι άμα ήθελες, σε βάζανε και στο Δημόσιο να δουλέψεις. Το χρήμα, κορίτσι μου, το χρήμα. Το χρήμα κυβερνάει πάντοτε και πάντα.
Όμως, για τους Αριστερούς—
Τώρα, οι Αριστεροί…
—δεν ήταν μια καλή περίοδος.
Πώς δεν ήταν. Τι; Δεν πείραξε κανένα, κανένα δεν πείραξε, ούτε Αριστερούς, ούτε Δεξιούς. Άμα τον πειράξεις θα σε πειράξει [01:05:00]όποιος και να κυβερνάει, κορίτσι μου. Τώρα άμα κάνεις κακό θα σε αφήσουνε; Πώς έκανες, γιατί κάνεις κακό; Θα το πληρώσεις το κακό.
Δηλαδή, δεν βρίσκονταν στο στόχαστρο οι Αριστεροί των Συνταγματαρχών;
Κοίταξε… Όλα είναι το χρήμα. Κι αυτά που λένε οι άνθρωποι… Πληρώνονται για να βγάλουν ένα μεροκαματάκι. Έχουν οικογένεια να φάνε. Μήπως δεν ξέρουν ότι λένε ό,τι τους έχουνε πει; Αυτά θα πεις. Αλλιώς περιμένουν στην ουρά εκατό, να σου πω. Αυτοί είναι. Το σύστημα, το χρήμα, το χρήμα. Αυτό το χρήμα... Εάν η δραχμή, το ευρώ ήτανε —όχι πολύ, να 'τανε 2 κιλά, κουβάλα, ρε κερατά, δύο κιλά το ευρώ, κουβάλα λεφτά μαζί σου —με συγχωρείς για τη φράση μου.
Παρακαλώ. Δεν πειράζει.
Να 'τανε δύο τρία κιλά το ένα ευρώ. Αν έχεις πολλά λεφτά, κουβάλα τα. Το χρήμα, κορίτσι μου, το χρήμα.
Μάλιστα. Τώρα θα σας ρωτήσω κάτι τελευταίο, γιατί…
Τελείωσε η μπαταρία ε, το οινόπνευμα;
Όχι, όχι, όλα καλά. Από τον πατέρα μου, τώρα, μου έλεγε ότι έχετε να μας πείτε πολλές ιστορίες από τον Ιππόδρομο, που ήταν τότε στις Τζιτζιφιές.
Ναι, ναι, ναι, γιατί σας είπα, μέναμε στον ιππόδρομο στις παράγκες, σας είπα, στις παράγκες. Κάθε οικογένεια μια παράγκα δίνανε τότες, γιατί δεν πρόλαβε να φτιάξει για όλους τους πρόσφυγες. Έναν-έναν τους έφτιαξε ο Μεταξάς μετά, ας είναι ελαφρύ το χώμα του. Τέτοιο Μεταξά δεν ξαναβγάλαμε. Μακάρι να είχαμε εκατό Μεταξάδες κάθε μέρα εδώ.
Τι γινόταν, λοιπόν, στον ιππόδρομο; Προς τι ο ντόρος;
Υπήρχε χρήμα, σας είπα, κι έπαιζε ο κόσμος. Στην αρχή το ιπποδρόμιο, προπολεμικά, η είσοδος ήταν 50 δραχμές. Δεν… Απαγορευόταν δημόσιος υπάλληλος να πάει στον ιππόδρομο. Εγώ είχα έναν πελάτη που είχε πάει τότε. Στον Πλαστήρα είχανε πάει αυτοί και του ζητήσαν να κάνει τον ιππόδρομο. Και τους είπε ο Πλαστήρας: «Θέλετε τζογαδορία να κάνετε!». «Όχι», λέει, «Θα το κάνουμε αθλητικό κέντρο. Θα τρέχουνε», λέει, «και για στρατιωτική. Θα κάνουμε αγώνες…». Και τους έδωσε εκεί. Ο ιππόδρομος ήτανε λίμνη στη μέση αυτή. Κατεβαίναν το χειμώνα πουλιά μεγάλα. Λίμνη ήτανε, λίμνη. Όπως είναι η λίμνη που έχει εδώ στο... Πηγαίνοντας έχει και το όνομα. Προς τον Ασπρόπυργο… Λίμνη Κουμουνδούρου. Εκεί απέναντι κάναμε και μπάνιο. Εκεί πέρα είχα πάρει και ένα οικόπεδο στα παιδιά, γιατί η κόρη μου δεν έτρωγε, κι εκεί στα Πεύκα που καθίσαμε στο μέσα, στα νεόκτιστα Ασπροπύργου εκεί πέρα «Α, μπαμπά, πεινάω» λέει. Πρώτη φορά την άκουσα την κόρη μου, αυτή που είναι στην Πάτμο τώρα. «Σοφία, εδώ θα πάρουμε δύο οικόπεδα εκεί», τα οποία τα πούλησα πριν από δεκαπέντε χρόνια.
Summary
Ο αφηγητής άλλοτε με πικρία, άλλοτε με γλαφυρότητα περιγράφει τη γειτονιά, τα δεινά του πολέμου, τις δυσκολίες της Κατοχής, τις ελληνογερμανικές σχέσεις, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο, καθώς και περιληπτικά την εποχή της Χούντας.
Narrators
Μπαρμπα-Νίκος "Pseudonym"
Field Reporters
Παναγιώτα Βασιλάκη
Historical Events
Tags
Interview Date
03/02/2021
Duration
69'
Summary
Ο αφηγητής άλλοτε με πικρία, άλλοτε με γλαφυρότητα περιγράφει τη γειτονιά, τα δεινά του πολέμου, τις δυσκολίες της Κατοχής, τις ελληνογερμανικές σχέσεις, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο, καθώς και περιληπτικά την εποχή της Χούντας.
Narrators
Μπαρμπα-Νίκος "Pseudonym"
Field Reporters
Παναγιώτα Βασιλάκη
Historical Events
Tags
Interview Date
03/02/2021
Duration
69'