Μεγαλώνοντας στο χωριό με μια «γυναίκα με πολλές ρυτίδες στο πρόσωπο».
Segment 1
Παιδικές αναμνήσεις: το ΠΑΣΟΚ και οι γιαγιάδες
00:00:00 - 00:21:24
Partial Transcript
Καλησπέρα! Είναι Τρίτη 27 Ιουλίου, είμαι με τη Φωτεινή Μακρίδου, βρισκόμαστε στο Κερατσίνι, στον Πειραιά, εγώ ονομάζομαι Σάντυ Μακροπούλο…, στο Καρυόφυτο όπου η ζωή τα έφερε, ήρθε η Βουλγαρική Κατοχή, που είχε η περιοχή. Την περίοδο που στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρχε η Γερμανική.
Lead to transcriptLocations
Tags
Media

Στο ντιβάνι
Η μαμά της Φωτεινής Ελένη. Η Φωτεινή. Και ...

Το Χιονάκι
Η Φωτεινή, παιδί στο χωριό. Ένας από εκείν ...

Η μαγισσούλα
Η Φωτεινή μωρό έξω από το σπίτι τους, στην ...

Τσαχπινιά
Η Φωτεινή μωρό μωρό, στην αυλή του σπιτιού ...

Στην αυλή
Αριστερά, η γιαγιά η Φωτεινή, και στην αγκ ...
Segment 2
Η Βουλγαρική Κατοχή, η Σφαγή του Καρυόφυτου και ιστορίες από τη γιαγιά
00:21:24 - 00:29:31
Partial Transcript
Και φτάσαμε στις 9 Σεπτέμβρη του '44, όπου έγινε το κάψιμο του χωριού. Το Καρυόφυτο θεωρείται μαρτυρικό χωριό. Την ημέρα εκείνη οι Βούλγαροι…τρόπο η γιαγιά, ξανά και ξανά, σε όποιον κι αν της το ζητούσε. Γιατί τα υπόλοιπα, για την καθημερινότητα, ήταν κάτι που μας δυσκόλευε πολύ.
Lead to transcriptLocations
Segment 3
Προσωπική ανασκόπηση: δεσμοί, μοναξιά, γιαγιάδες, αγροτική ζωή και τρόποι ψυχαγωγίας
00:29:31 - 01:38:22
Partial Transcript
Αντίστοιχες ιστορίες από άλλες γιαγιάδες είχα ακούσει πάρα πολλές. Καλή γειτόνισσα και φίλη της γιαγιάς, λίγο μεγαλύτερη, γεννημένη το 1898…. Τότε που να ήξερε ότι όλοι οι πατεράδες είναι γκριζομάλληδες τώρα; Στην καλύτερη των περιπτώσεων. Αυτό για τον παππού και για τον μπαμπά.
Lead to transcriptTopics
Locations
Media

«Η έξυπνη»
Η Φωτεινή με τους συμμαθητές της, έξω από ...

Απαρτία
Από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ο μπαμπάς τ ...

Μπουρλιάζοντας
Η οικογένεια στο χωριό ενώ μπουρλιάζουν τα ...
Segment 4
Τα σχολικά της χρόνια και το χιόνι
01:38:22 - 01:49:55
Partial Transcript
Τα παιδικά μου χρόνια, εκτός των άλλων, είναι γεμάτα και με εικόνες από χιονισμένα τοπία. Θυμάμαι ότι πάρα πολλές φορές από τα Χριστούγεννα …ίμαι καλυμμένη. Μπορεί στην πορεία να έρθουν άλλα, αλλά εδώ είμαστε για να τα συμπληρώσουμε. Οπότε σ' ευχαριστώ πολύ. Εγώ ευχαριστώ.
Lead to transcriptLocations
[00:00:00]
Καλησπέρα! Είναι Τρίτη 27 Ιουλίου, είμαι με τη Φωτεινή Μακρίδου, βρισκόμαστε στο Κερατσίνι, στον Πειραιά, εγώ ονομάζομαι Σάντυ Μακροπούλου, είμαι ερευνήτρια στο istorima και ξεκινάμε.
Γεια σου, Σάντυ!
Θεία, μίλησε μου λίγο για σένα. Πες μου έτσι λίγα πράγματα για την ζωή σου.
Όσον αφορά τα ονοματεπώνυμα, τα έχουμε καλύψει. Λοιπόν, είμαι σαράντα έξι ετών. Έχω γεννηθεί στο Άνω Καρυόφυτο Ξάνθης. Εκεί μεγάλωσα μέχρι τα δεκαεφτά μου. Οπότε, όλη μου την παιδική ηλικία την έχω περάσει εκεί. Στη συνέχεια, ακολούθησε η ολοκλήρωση του λυκείου στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στο στάδιο του πανεπιστημίου, βρέθηκα στην Αθήνα να πηγαίνω στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, στο Πάντειο. Αυτήν την στιγμή εργάζομαι σε μια εφημερίδα, αλλά το αντικείμενο ενασχόλησής μου αφορά το εμπορικό τμήμα και το μάρκετινγκ. Αγροτικού περιεχομένου. Τι άλλο θα 'θελες τώρα; Να μιλήσουμε για την οικογενειακή κατάσταση;
Να μιλήσουμε για την οικογενειακή κατάσταση!
Είμαι παντρεμένη. Έχω δύο παιδιά. Δεκαεπτά και δεκαοκτώ χρονών. Παντρεμένη και εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια. Δεν τα φτάσαμε ακόμα. Δηλώνουμε ευτυχισμένη οικογένεια. Και ελπίζω αυτό να διατηρηθεί και για τα επόμενα χρόνια. Αν θέλεις τώρα, να ανατρέξουμε πίσω, που ίσως έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το πρότζεκτ σας, να σου πω το εξής, ότι μεγάλωσα σε μία οικογένεια, η οποία ουσιαστικά δεν είχε αποχωρήσει καθόλου από το χωριό. Οι γονείς μου, κι ο πατέρας μου κι η μητέρα μου ουσιαστικά μεγάλωσαν εκεί. Η μητέρα μου από ένα κοντινό χωριό, αλλά δεν ήταν άνθρωποι που ζήσανε καθόλου στην πόλη. Η μητέρα ασχολήθηκε όλα της τα χρόνια ουσιαστικά με αγροτικές εργασίες. Και, συγκεκριμένα, για κάποια χρόνια με την καλλιέργεια καπνού και τα επόμενα με την κτηνοτροφία. Όχι καμία τεράστια μονάδα, ίσα ίσα με μερικά ζώα, για να συμπληρώνουνε το εισόδημα του μπαμπά ο οποίος εργαζόταν στην τότε κοινότητα Καρυοφύτου, η οποία εξυπηρετούσε ένα σύνολο χωριών στην περιοχή γύρω από το Άνω Καρυόφυτο. Αν τώρα η μνήμη μου δεν με απατά, ήτανε το κέντρο το διοικητικό η κοινότητα, όπου εξυπηρετούνταν το Κάτω Καρυόφυτο, ο Λειβαδίτης, ο Καστανίτης, ο Μαργαρίτης και δεν θυμάμαι αν υπήρχε και κάποιο άλλο χωριό. Οπότε, σε σχέση και με τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού, εγώ ήμουνα και η κόρη του δημόσιου υπαλλήλου, ας πούμε. Και ίσως και του μοναδικού στο χωριό. Δηλαδή, η κόρη του γραμματέα. Έτσι με αποκαλούσαν. Όπως κι η μητέρα μου ήταν η γραμματέαινα. Δεν είχε όνομα. Οι περισσότεροι -ας πούμε- δεν θα την αναφέρανε με τ' όνομα της, η Ελένη ήταν η γυναίκα του γραμματέα. Στο Καρυόφυτο πήγα μέχρι και το δημοτικό. Γυμνάσιο συνέχισα στη Σταυρούπολη, μιας και δεν υπήρχε στο Καρυόφυτο. Και δύσκολα και ενδιαφέροντα τα χρόνια! Τελείωσα το δημοτικό τέλη της δεκαετίας του '80. Μια περίοδο που ήδη είχε προηγηθεί μία αλλαγή λιγάκι ακόμα και στην περιφέρεια. Ενώ είχε έρθει η ανάπτυξη -ας πούμε- και ένα κύμα αλλαγής που υποσχέθηκε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αυτή τη δεκαετία του '80. Κι εμείς εκεί στην επαρχία το βιώσαμε -δεν ξέρω, δεν είχα βίωμα από την πόλη- αλλά πάρα πολύ έντονα. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι υπήρχαν τα μπλε και τα πράσινα καφενεία. Κι εγώ σαν παιδί συμμετείχα πάρα πολύ έντονα σ' αυτά. Ο πατέρας μου συνηθισμένος και ερχόμενος και από την περίοδο της Χούντας, ήταν λίγο συγκρατημένος στις εκδηλώσεις. Έτυχε, όμως, να έχω μεγάλη ηλικιακή διαφορά με τα δύο μου αδέρφια τα μεγαλύτερα που να σημειώσω -δεν ξέρω, το ανέφερα πριν, νομίζω δεν το αναφέραμε - ότι έχω δύο μεγαλύτερα με διαφορά ηλικίας δεκατριών και δέκα ετών. Και ενώ εγώ ήμουνα ακόμα στο χωριό, ήδη ο μεγάλος μου αδερφός είχε πάει για τις σπουδές του στην Θεσσαλονίκη και εκεί οργανώθηκε κάπως καλύτερα σ' αυτόν τον νεοσύστατο, τότε, χώρο της ΠΑΣΠ. Οπότε, κι εγώ σαν αδερφή που λίγο επηρεαζόμουνα από τον αδερφό και λοιπά, που ερχόταν και μετέδιδε όλο αυτό το κλίμα ευφορίας και αλλαγής, Ήμουνα παθιασμένη! Ήθελα να κρεμάμε τις πλαστικές σακούλες με τον πράσινο ήλιο. Να φοράμε τα καπελάκια. Να πηγαίνουμε. Έκλαιγα μάλιστα θυμάμαι μια φορά που είχε έρθει ο Παπανδρέου στην Ξάνθη για να μιλήσει και θα έβαζε λεωφορείο και ήθελα να πάω! Γενικά, ήμουνα παιδί που ήθελα να χωθώ μέσα σε όλα, γιατί οι συνθήκες μάλλον με ανάγκασαν να ωριμάσω λίγο πιο γρήγορα από το φυσιολογικό. Μπήκα λίγο έτσι απότομα σε κάποια βιώματα πολιτικού περιεχομένου, αλλά θα σου εξηγήσω τι εννοώ. Στο χωριό, την περίοδο αυτή, υπήρχε ένα σχολείο μονοθέσιο, που από την πρώτη δημοτικού και μέχρι την έκτη το πλήθος των μαθητών κυμάνθηκε από πέντε, έξι, εφτά, οχτώ παιδιά μάξιμουμ! Πήγαινα, δηλαδή, σε ένα σχολείο μονοθέσιο όπου μέσα στην τάξη υπήρχαν σχεδόν παιδιά απ' όλες τις τάξεις και παρακολουθούσα το μάθημα είτε ήμουνα στην πέμπτη δημοτικού είτε ήμουνα στην τρίτη παρακολουθούσα κάποιες ώρες από όλα τα μαθήματα. Πριν, ανέφερα ότι οι συνθήκες ήταν και λίγο δύσκολες. Στο σχολείο ποτέ δεν ήρθε δάσκαλος στην ώρα του. Δηλαδή, ξεκινούσε η σχολική περίοδος -ξέρω 'γω- 8, 9 Σεπτέμβρη; Μπορεί να ερχόταν για είκοσι μέρες μια δασκάλα, να έβλεπε ότι είναι απομακρυσμένη περιοχή, δεν είχε κάπου να μείνει, επικαλούταν άδεια, δεν ξέρω κι εγώ τι. Να περιμένουμε να 'ρθει καινούριος δάσκαλος. Δεν είχα ποτέ για δύο συνεχόμενα χρόνια εγώ τον ίδιο δάσκαλο. Μπορεί να ήταν και καλό αυτό, δεν είναι απαραίτητα... Αλλά πάντα ήμασταν με την αναμονή. Ποιος δάσκαλος θα έρθει; Αν θα του αρέσει. Αν θα είναι ευτυχισμένος που τον έχουνε διορίσει στο ορεινό Καρυόφυτο ή θα μας μεταφέρει το άγχος και την αγωνία του πώς θα είναι η καινούρια του ζωή στο χωριό. Να πούμε ότι η συγκοινωνία ήταν πρωί και μεσημέρι, ένα λεωφορείο, εκτός Κυριακής. Που νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια είχε καταργηθεί και για κάποιο διάστημα, δεν ξέρω αν έχει επανέλθει. Το τονίζω αυτό, ότι δεν έχουν αλλάξει και τα πράγματα πάρα πολύ. Μπορεί να έχουν χειροτερέψει κιόλας, αν κάποιος συγκρίνει το τότε, με το τώρα, τριάντα πέντε χρόνια μετά. Λοιπόν, εκτός από τους λίγους συμμαθητές που είχα των διαφόρων ηλικιών, υπήρχε κι ένα άλλο χαρακτηριστικό: ότι μέχρι την πέμπτη δημοτικού στην τάξη μου και στο σχολείο όλο δεν υπήρχε κανένα άλλο κορίτσι. Εγώ μεγάλωσα ανάμεσα σε αγόρια. Μικρά και μεγαλύτερα. Ως εκ τούτου, δεν έπαιξα σχεδόν ποτέ με κούκλες. Δεν έπαιξα, αυτό που λέμε, σπιτάκι και κουζινικά. Κι αυτό που έπαιζα ήταν ποδόσφαιρο. Συνήθως να είμαι τερματοφύλακας. Γιατί, όσες φορές έπαιξα στην επίθεση, εκεί στην άμυνα έτρωγα λίγα κλωτσίδια και ήτανε λίγο επώδυνο! Πόλεμο! Πώς τύχαινε να είμαι πάντα, από την πλευρά των Ινδιάνων και να με πιάνουνε οι άλλοι! Και να βρίσκομαι, μπορεί και δεμένη καμιά φορά, σ' ένα στύλο και οι γύρω μου να κάνουν «Ω, Ω, Ω!» οι φίλοι μου και συμμαθητές μου. Μπορεί κάποια στιγμή, αν κάποιοι απ' αυτούς το διαβάσουνε, να τους έρθουνε μνήμες στο μυαλό. Συνήθως δεν με θέλανε μαζί τους στις αταξίες που κάνανε. Π.χ., να καπνίζουνε κρυφά. Αλλά τους έπαιρνα χαμπάρι εγώ. Γιατί φοβόντουσαν, επειδή ήμουνα το κορίτσι, μήπως τους προδώσω κι όλα αυτά. Τι άλλο; Α! Και, επίσης, επειδή από το σπίτι μου είχα μια κατεύθυνση ότι πρέπ[00:10:00]ει να διαβάσω, αν θέλω να κάνω κάτι στη ζωή μου. Να μην μείνω στο χωριό. Υπήρχε αυτός ο στόχος κι αυτή η φιλοσοφία στην οικογένεια, κι απ' την μητέρα και απ' τον πατέρα μου. Το ίδιο έκαναν και με τ' αδέρφια. Θέλαν να σπουδάσουμε, να ανοίξουμε τα φτερά μας και να μην ταλαιπωρούμαστε με αγροτικά επαγγέλματα, όπως εκείνοι και οι περισσότεροι συγχωριανοί μας. Το θέμα είναι ότι αυτό, σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά που, χωρίς να ακούγεται λίγο έτσι αλαζονικό και - πώς να το πω - εγωιστικό, ήμουνα λίγο καλύτερη μαθήτρια απ' αυτούς. Τώρα που το βλέπω αποστασιοποιημένα, δεν ήμουν και η σούπερ ντούπερ. Απλά, σε σχέση με κείνους ήμουνα πιο επιμελής. Ίσως, έκοβε το μυαλό μου λίγο παραπάνω. Είχα κι αυτή την ώθηση από το σπίτι. Και οπότε φαινότανε σαν να είμαι εγώ η έξυπνη της τάξης, γιατί ό, τι απαιτήσεις είχε από διάβασμα ο κάθε δάσκαλος -ο οποίος κι αυτός ο έρημος είχε την ανάγκη να περάσει και η ώρα του, να κάνει την δουλειά, να ακουστεί μες στην τάξη κάτι ενδιαφέρον- απευθυνότανε σ' εμένα. Οπότε, από κάποιο σημείο και μετά άρχισε και μου βγήκε ένα παρατσούκλι, η έξυπνη. Ερχόμαστε, λοιπόν, σε αυτό που τώρα λέμε bullying. Που σε καμιά περίπτωση εγώ τώρα, δεν θα το χαρακτήριζα μ' αυτό. Μ' αυτή τη λέξη. Γιατί, θεωρώ ότι ποτέ δεν πήρε, έτσι, διαστάσεις άσχημες, ρε παιδί μου. Να με χτυπήσουνε, ή να... Υπήρχε όμως ένα... Δηλαδή, παίζανε τα παιδιά ποδόσφαιρο στην πλατεία. Και πήγαινα εγώ. Μπορεί κάποιος απ' όλη την παρέα να φώναζε: «Μμμ, θα παίξει και η έξυπνη μαζί μας;», ας πούμε. Τότε με ενοχλούσε. Τώρα το βλέπω λιγάκι με... Το αντιμετωπίζω λίγο με χιούμορ. Λοιπόν, τι άλλο να σου πω για τα σχολικά χρόνια του δημοτικού, για να τα πιάσουμε λίγο με μια σειρά.
Μιας που ανέφερες τώρα, ότι σε λέγανε έξυπνη. Πώς αισθανόσουνα;
Αυτό έλεγα. Τότε, με ενοχλούσε. Αλλά, τώρα βλέπω ότι μεγαλώνοντας άλλα πράγματα με ενοχλούσαν πολύ περισσότερο. Κι αυτό που ένιωθα τότε δεν ήταν και τόσο βαρύ. Και θα πω τι εννοώ. Αυτή η έλλειψη μια φίλης, ενός κοριτσιού ήταν αυτό που με βάραινε παραπάνω. Ήταν αυτό που μου έλειπε. Μπορεί και τ' αγόρια να αναπλήρωναν σε ένα βαθμό αυτό το. Αλλά επειδή δεν το είχα, δεν το ζούσα, θεωρούσα ότι υστερώ σε κάτι. Ότι κάτι μου λείπει. Η ζωή στο χωριό δεν μου το δίνει, αυτό το πράγμα. Στην πέμπτη δημοτικού, λοιπόν, ήρθαν έτσι τα πράγματα που έρχεται μία συμμαθήτρια από κοντινό χωριό, η οποία αναγκάστηκε να έρθει και να φιλοξενηθεί, να μείνει σε σπίτι συγγενών της, γιατί οι γονείς της εξακολουθούσαν να μένουνε σ' ένα κοντινό χωριό, στον Λειβαδίτη, όπου σχολείο δεν υπήρχε. Δύσκολες συνθήκες τώρα για ένα παιδί στην πέμπτη δημοτικού, που ήμαστε έντεκα χρονών. Να ζήσει ξαφνικά με άλλους, να αποχωριστεί τους γονείς. Όχι μακριά. Αλλά δεν έχει σημασία. Εκεί θα κοιμότανε, εκεί θα έτρωγε. Αυτούς θα είχε στην καθημερινότητά της. Εγώ επένδυσα σ' αυτή την φιλία! Η οποία κλονίστηκε κάπου εκεί γύρω στην τρίτη λυκείου. Μετά ξαναποκαταστάθηκε για άλλους λόγους. Συμβαίνουν αυτά! Ήτανε πιο κλειστός χαρακτήρας από μένα, πιο διαβαστερή από μένα. Εντάξει, δεν αναπτύξαμε ποτέ ανταγωνιστική σχέση. Συνεχίσαμε και στο γυμνάσιο να πηγαίνουμε μαζί. Και κάποια στιγμή, όταν εγώ συνέχισα για τρίτη λυκείου στη Θεσσαλονίκη, εκείνη πήγε στην Ξάνθη κι εκεί κάπου χωρίστηκαν οι δρόμοι. Για μένα ήτανε δύο χρόνια -έτσι- πιο γεμάτα, πιο... Που ίσως αναπλήρωσαν και το κενό των προηγούμενων ετών. Τα καλοκαίρια! Τα περίμενα όσο τίποτα άλλο. Γιατί; Ερχόντουσαν είτε συγγενικά πρόσωπα, ξαδέρφες είτε μη συγγενικά. Περίμενα. Ήτανε η περίοδος που θα έφυγα από τα αγόρια του σχολείου και θα έκανα παρέα που συνήθως ήταν και με μεγαλύτερα άτομα από μένα. Εκεί, μπορεί να έπαιζα λάστιχο, να έπαιζα μήλα. Ξαφνικά άλλαζε το ποδόσφαιρο και ο πόλεμος και γινότανε και λίγο πιο κοριτσίστικο το παιχνίδι. Ή προσκολλούσα και σε παρέες μεγαλύτερων ξαδέρφων μου, ας πούμε, που με 'καναν παρέα, γιατί έτσι ένιωθαν κι αυτοί ότι έχω αυτή την ανάγκη. Και το καλοκαίρι ήταν η καλύτερη περίοδος. Σε σημείο που γινόμουνα μάλλον και ενοχλητική να πηγαίνω στα σπίτια αυτών των παιδιών, ακόμη και το μεσημέρι που δεν ήθελα να χάνω χρόνο. Να κοιμάμαι, ας πούμε το μεσημέρι. Που αυτοί ήρθαν να κάνουν διακοπές, έτσι; Αλλά εγώ ήθελα να είμαι εκεί. Δεν πειράζει, ας βλέπαμε τηλεόραση. Την Κυριακή -ξέρω 'γω- τον Συμβολαιογράφο. Δεν ξέρω τι βλέπαμε. Σου λέω τώρα εγώ μία σειρά της εποχής. Όσο ευχάριστη ήτανε η περίοδος του ερχομού του καλοκαιριού, τόσο δυσάρεστη ήταν όταν αποχωρούσαν. Πολλές φορές θυμάμαι τον εαυτό μου να κλαίω όταν έφευγε μία παρέα απ' αυτές. Γιατί έλεγα: «Πώς θα περάσει πάλι ο χειμώνας; Πάλι μόνη μου θα 'μαι!» και τα λοιπά και τα λοιπά. Ο χρόνος που περνούσα τον χειμώνα -σε πάω πίσω, μπρος λιγάκι- πώς περνούσε. Ήμουνα στο σχολείο, ωραία. Πολύ γρήγορα τελείωνα τα μαθήματα. Δεν ήμουν από τα παιδιά που ζητούσα βοήθεια από τους γονείς. Καμιά φορά, αν είχαμε κανένα τεστ, μπορεί να κρατούσε η μαμά το βιβλίο και να της έλεγα καμιά ιστορία, τίποτα θρησκευτικά. Από τότε φαινόταν, όμως, ότι δεν είμαι άνθρωπος που θα αποστηθίζει και, δυστυχώς, διήρκεσε αυτό μέχρι τώρα. Κάτι που το σύστημα ζητούσε. Και μετά, ποιο θα ήταν το παιχνίδι μου; Οι γιαγιάδες! Είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε σ' ένα σπίτι, όπου ζούσε η γιαγιά, η μητέρα του πατέρα μου. Και πολλές φορές ερχόταν και η μητέρα της μητέρας μου από το κοντινό χωριό, απ' τον Δαφνώνα. Η γιαγιά γεννημένη το 1900, οπότε καταλαβαίνετε, δεκαετία του '80, ογδόντα ετών και... Από τα ογδόντα της και μετά άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα άνοιας, όπου για μένα ήταν λιγάκι ένα παιχνίδι. Όλο να της κάνω ερωτήσεις, να την τσιγκλάω, να την νευριάζω πολλές φορές. «Φύγε από κοντά μου! Μη με πιλατεύεις!», μου 'λεγε όλη την ώρα. Εγώ ήθελα να περάσω την ώρα μου με κάτι. Και το παιχνίδι ήταν η γιαγιά. Όταν δε ερχότανε και η άλλη γιαγιά και είχα δύο γιαγιάδες, η μητέρα της μαμάς μου την εκμεταλλευόμουνα και μου 'λεγε κάποια παραμύθια. Αυτή δεν είχε θέμα άνοιας και λοιπά. Είχε καταγωγή από την Σμύρνη, οπότε παρότι ήταν ένας άνθρωπος λιγομίλητος, δεν ήτανε φαφλατού, είχε κάποιες ιστορίες από εκεί να μου διηγηθεί είτε πραγματικές είτε αρκετά παραμύθια, τα οποία, ευτυχώς, τα θυμάται κι η μαμά μου. Και τα μετέδωσε και στα εγγόνια. Το περίφημο παραμύθι με τον Τζότζο Ναρή, ας πούμε. Είναι χαρακτηριστικό! Που του 'δινες μια και γινόταν γουδί. Που του 'δινες μια και γινότανε σκαμνί. Η μαμά μου, βέβαια, λίγο τα παραποιεί και κάθε φορά μπορεί να σου δώσει μία διαφορετική version, αλλά δεν έχει σημασία. Η αφετηρία είναι η ίδια. Στην γειτονιά υπήρχαν κι άλλες συνομήλικες γιαγιάδες με τις οποίες ήτανε σαν να έχουμε συγγενικούς βαθμούς κι ας μην είχαμε, γιατί ήτανε φίλες των γιαγιάδων που είχαν έρθει μαζί από την Μικρά Ασία με την Μικρασιατική Καταστροφή. Αξίζει να σημειώσω ότι τα βιώματα της γιαγιάς, παρόλο το γεγονός ότι -όπως προείπα- είχε την άνοια, ήταν κάτι που φυσικά την είχαν στιγματίσει. Όπως και κάποιες απώλειες που είχε στην οικογένεια μετέπειτα, με την Βουλγαρική Κατοχή, τις οποίες έχω ακούσει τόσες φορές από την ίδια που για κάποιο λόγο, είναι να σαν να τις έχω βιώσει κι έχω εικόνες απ' αυτό το πράγμα. Η γιαγιά επαναλάμβανε με τα ίδια λόγια κάθε φορά όλα τα περιστατικά. Το πώς ήρθανε. Πώς τους φερθήκανε σε κάποια χωριά της Πελοποννήσου που βρέθηκαν. Και δεν τους συμπεριφέρθηκαν ωραία. Τις χαρακτηρίζαν παστρικιές. Από 'κει η οικογένειά της έφυγε και πήγε στον Βόλο, όπου έζησε μέχρι και που παντρεύτηκε, εκεί, τον παππού Πο[00:20:00]λυχρόνη στον Άγιο Κωνσταντίνο, την εκκλησία που βρίσκεται τώρα στο λιμάνι του Βόλου. Αργότερα, βρέθηκαν να εγκαταλείπουν την πόλη του Βόλου. Με την παραίνεση της προγιαγιάς, της μητέρας της γιαγιάς μου, δηλαδή, της Ζωής η οποία άκουσε ότι στην περιοχή της Ξάνθης δίνουνε κλήρους και χωράφια. Χωρίς να ξέρουν οι άνθρωποι βέβαια ότι πρόκειται για μια ορεινή περιοχή, ακαλλιέργητη, πετρώδης τότε και τα λοιπά και τα λοιπά. Όπως έλεγε παρέσυρε και τον παππού, ο οποίος τότε δούλευε σε κάποιο καπνομάγαζο και είχε δουλειά. Δεν υπήρχε λόγος, δηλαδή. Δεν είχαν βιοποριστικό θέμα σοβαρό. Εν πάση περιπτώσει, μάλλον θα ήταν μητριαρχική οικογένεια και η γιαγιά έκανε κουμάντα εκεί. Και ο παππούς θα ήτανε λίγο πιο -πώς να το πω- ας μην τον χαρακτηρίσω άβουλος, εν πάση περιπτώσει. Σεβόταν την άποψη της γυναίκας, ας το πούμε έτσι. Στρογγυλεμένο. Και βρεθήκανε, λοιπόν, στο Καρυόφυτο όπου η ζωή τα έφερε, ήρθε η Βουλγαρική Κατοχή, που είχε η περιοχή. Την περίοδο που στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρχε η Γερμανική.
Και φτάσαμε στις 9 Σεπτέμβρη του '44, όπου έγινε το κάψιμο του χωριού. Το Καρυόφυτο θεωρείται μαρτυρικό χωριό. Την ημέρα εκείνη οι Βούλγαροι θα αποχωρούσαν, για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Έληξε η Κατοχή. Αλλά κάτι έγινε με κάποιους συγχωριανούς μας οι οποίοι επέλεξαν να κάνουν αντίποινα για όλη αυτή την περίοδο την μέρα εκείνη όπου κατέληξε σε μία ολοσχερή καταστροφή του χωριού. Κάηκαν πάρα πολλά σπίτια και σκοτώθηκαν από βρέφη μέχρι ηλικιωμένοι. Ανάμεσα σ' αυτούς, λοιπόν, ήταν κι ο παππούς Πολυχρόνης. Ο παππούς της γιαγιάς της Φωτεινής, με την οποία εγώ μεγάλωσα στο ίδιο σπίτι. Θα 'θελα λίγο να πω την περιγραφή που άκουσα τόσες φορές απ' την γιαγιά. Ήταν στο σπίτι και είχε φτάσει η είδηση από τους γείτονες ότι οι Βούλγαροι φεύγουν. Στιγμή που όλοι περιμένανε με προσμονή! Λοιπόν, κι ενώ διαχέεται σ' όλο το χωριό η είδηση ότι αποχωρούν τα βουλγαρικά στρατεύματα και οι Βούλγαροι από το προηγούμενο βράδυ γλεντάνε γιατί κι αυτοί σ' ανθρώπινο επίπεδο θέλουνε μετά από πέντε χρόνια να επιστρέψουνε στις οικογένειές τους σώοι και αβλαβείς. Πολλοί απ' αυτούς είχανε και καλές σχέσεις με τους ντόπιους. Δηλαδή, στο χωριό απ' ό,τι μου είχε πει η γιαγιά κι έχω ακούσει και ιστορίες απ' τους άλλους, δεν είχαν κάποια περιστατικά βίας κατά την διάρκεια της Κατοχής, πάρα πολύ έντονα. Ναι, δίνανε μερίδια από τις τροφές τους, τι παρήγαγαν και λοιπά. Αλλά σε επίπεδο προσωπικό Βούλγαρος με Έλληνα ντόπιο και τα λοιπά δεν είχανε κάποια έντονα περιστατικά. Τουλάχιστον, όσο εγώ γνωρίζω από γνωστούς και απ' αυτά, απ' τις ιστορίες που 'χω ακούσει στο χωριό. Έτσι. Οπότε, φτάνει η είδηση της αποχώρησης. Χαρούμενοι όλοι! Και την επόμενη μέρα που όλοι είναι χαρούμενοι και περιμένουν αυτή την άγια στιγμή αποχώρησης να βάλουν την ζωή τους σε μία τάξη και να κάνουν μια νέα αρχή, γίνονται αυτά τα αντίποινα από κάποιους συγχωριανούς που αποφάσισαν να τους επιτεθούν την ώρα της αποχώρησης. Γίνεται η Σφαγή, καίγεται το χωριό. Έχουνε θύματα πάρα πολλές οικογένειες και φτάνει και η ώρα που στο σπίτι της γιαγιάς είναι μια ξύλινη -όπως μου περιγράφει- πόρτα, τούρκικης αρχιτεκτονικής το σπίτι, οπότε είχανε μια πόρτα ξύλινη με μάνταλο. Χτυπάει η πόρτα και βγαίνει ο παππούς να δει ποιος είναι. Ήτανε Βούλγαροι. Οι οποίοι τον πυροβολούν! Από πίσω ακολουθεί η γιαγιά να πάει να δει τι γίνεται. Ο ένας πυροβολισμός δεν είναι εύστοχος προς τον παππού. Μπαίνει η γιαγιά μπροστά, να πει: «Τι πάτε να κάνετε!». Και ο δεύτερος πυροβολισμός βρίσκει την γιαγιά στην δεξιά παλάμη της και τον παππού στον κρόταφο, ο οποίος πέφτει αιμόφυρτος και νεκρός μπροστά στα μάτια της γιαγιάς! Αυτό είναι ένα περιστατικό που το βίωσαν πάρα πολλές οικογένειες. Όπως σου είπα, στο χωριό έγινε και... Έτυχε να σκοτώσουν και το βρέφος μιας γυναίκας, της κυρά Στυλιανής. Δηλαδή, μωρό σχεδόν νεογέννητο. Ενός μηνών, δύο; Δεν ξέρω. Είναι καταγεγραμμένο εκεί στο μνημείο. Εδώ υπάρχει το εξής παράδοξο. Από τη μία υπάρχει ο Βούλγαρος που ουσιαστικά εν ψυχρώ δολοφονεί τον παππού και τραυματίζει την γιαγιά. Και αποχωρεί από το σπίτι. Και την ίδια στιγμή παραμένει πίσω ένας άλλος Βούλγαρος στρατιώτης, ο οποίος στα μισά βουλγαρικά και μισά ελληνικά της λέει. Η γιαγιά τώρα αρχίζει φωνάζει και τσιρίζει -δεν ξέρω- κραυγές, τι φώναζε ακριβώς. Έτσι θυμάμαι να το περιγράφει. «Φώναζα, δεν ήξερα τι έλεγα. Τα παιδιά μου πού είναι. Ο άντρας μου τι έπαθε!» και τα λοιπά. Και της λέει: «Μη φωνάζεις! Εμείς θα αποχωρήσουμε. Μόλις ακούσεις τις σάλπιγγες, μην κουνηθείς εδώ». Την πήρε. «Μην κουνηθείς από εδώ!» Την πήρε από εκείνον τον χώρο. Την πήγε λίγο παραπέρα. Την σκέπασε με κάποια κλαδιά. Της είπε: «Μην ανησυχείς! Τα παιδιά σου ζούνε!». Αν η μνήμη μου δεν με απατά, η γιαγιά είπε ότι χρησιμοποίησε αυτός μια λέξη, την θυμάμαι τώρα εγώ, αν την θυμάμαι σωστά. Τα κιζάνια σου! Ίσως είναι στα βουλγάρικα; Ή η γιαγιά το παραποιούσε. Δεν ξέρω, τώρα, αν ευσταθεί αυτή η λέξη. Και της είπε: «Μόλις σουρουπώσει και ακούσεις τις σάλπιγγες θα σημαίνει ότι εμείς έχουμε φύγει και τότε μπορεί να εμφανιστείς». Μετέπειτα μαρτυρίες και του πατέρα μου και από τους θείους μου και τα λοιπά, τα παιδιά είχαν τρέξει να κρυφτούν κι είχανε πάει μέσα στα βουνά μόνα τους. Ούτε είχαν πάρει είδηση το γεγονός με τον πατέρα. Το 'μαθαν όταν επιστρέψαν. Αυτή ήταν η ιστορία της γιαγιάς που πάρα πολύ συχνά επαναλάμβανε. Δεν έσβηνε από την μνήμη της ποτέ. Οπότε, την έχω κι εγώ -έτσι- σαν να είναι μπροστά μου! Η μία ιστορία που θυμάμαι πολύ καλά απ' τη γιαγιά ήταν αυτή και η δεύτερη ήτανε, αυτό που όταν κάποιος ερχόταν και της έλεγε: «Κυρά Φωτεινή, καλά σε βλέπω!» και τα λοιπά. «Ε, παιδί μου μεγαλώσαμε. Για μας τώρα δεν έχει ζωή από 'δω και πέρα! Μόνο παρακαλάω να κάνω τον θάνατο του παππού!». Ο θάνατος του παππού της, λοιπόν, ήταν κάτι άλλο που συχνά το περιέγραφε και εκείνο και ευχόταν να συμβεί κάτι αντίστοιχο και σε κείνη. Ήταν περίπου δώδεκα χρονών. Ήτανε στο χωριό τους στον Καράτεπε της Νικομήδειας, στη Μικρά Ασία. Κι ήτανε μόνη της στο σπίτι ένα πρωινό με τον παππού της. Ο παππούς της τότε περίπου στα ενενήντα. Χωρίς κανένα διαπιστωμένο πρόβλημα υγείας κι αυτός. Αισθάνθηκε -λέει- ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ότι -ξέρω 'γω- η καρδιά του, ότι θα πεθάνει. Και δεν ήθελε να συμβεί αυτό μπροστά στην εγγονή του, την Φωτεινή. Και της λέει: «Πήγαινε στην κουζίνα, στο πλυσταριό -μάλιστα- να μου φέρεις ένα κομματάκι ψωμί και τυρί». Και μάλιστα με τα χέρια της, πάντα έκανε και μία συγκεκριμένη κίνηση που την είχε κάνει και ο παππούς. Τώρα δεν μπορώ ηχητικά να σας την περιγράψω. Βάζοντας χιαστί την μία παλάμη, πάνω στην άλλη, έλεγε: «Έτσι, μισή φετούλα ψωμί». Όπως θα την έδειχνες με τα χέρια. «Και λίγο τυράκι, θέλω να μου φέρεις». «Πήγα εγώ στο πλυσταριό -έλεγε η γιαγιά- να ετοιμάσω το κολατσιό για τον παππού. Κι όταν γύρισα, τον είδα πεσμένο από την καρέκλα. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Τέτοιον θάνατο να κάνω! Σαν τον παππού μου, που έφυγε σαν πουλάκι». Ήτανε δύο περιστατικά που τα περιέγραφε με τον ίδιο τρόπο η γιαγιά, ξανά και ξανά, σε όποιον κι αν της το ζητούσε. Γιατί τα υπόλοιπα, για την καθημερινότητα, ήταν κάτι που μας δυσκόλευε πολύ.
Segment 3
Προσωπική ανασκόπηση: δεσμοί, μοναξιά, γιαγιάδες, αγροτική ζωή και τρόποι ψυχαγωγίας
00:29:31 - 01:38:22
Αντίστοιχες ιστορίες από άλλες γιαγιάδες είχα ακούσει πάρα πολλές. Καλή γειτόνισσα και φίλη της γιαγιάς, λίγο μεγαλύτερη, γεννημένη το 1898, η Χρυσούλα η Βερβερίδου. Ήταν μία γυναίκα πληθωρική, εκ διαμέτρου αντίθετη από την γιαγιά μου, η οποία ήτανε πολύ -έτσι- συγκρατημένη στις εκφράσεις της[00:30:00]. Δεν έλεγε πάρα πολλές ιστορίες, βιώματα. Ήτανε μια γυναίκα αλέγκρα που πάντα κάτι είχε να σου πει για τα γιατροσόφια που χρησιμοποιούσανε στην Μικρά Ασία, ιστορίες, παραμύθια. Ακόμη και ψιλοσόκιν. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά για ένα παραμύθι που μου έλεγε, μιας και δεν είχα αυτή την ευκαιρία να το πράττει η γιαγιά η Φωτεινή, γιατί ξεχνούσε. Παραμύθια μου έλεγε η γιαγιά η Χρυσούλα. Περνούσα αρκετό χρόνο και μ' αυτήν. Χαρακτηριστικά θυμάμαι το παραμύθι που έλεγε για την Εφτά Γκιουζελίνα. Τώρα για την λέγανε; Και τι σημαίνει αυτό, δεν θυμάμαι να σας πω. Ήτανε μία που είχε υπερβολικά μεγάλο στήθος. Μόνο αυτό συγκρατείστε. Με το οποίο, μπορούσε να δυναμώνει, να δυναμιτίζει ακόμη και την φωτιά του φούρνου που έψηνε ψωμί καθώς κινούσε το στήθος της πάνω κάτω. Μπορεί να μην θυμάμαι ολόκληρη την υπόθεση του παραμυθιού, τώρα. Τι διαδραματίστηκε μ' αυτήν. Αλλά, αυτή την εικόνα, όταν μου έλεγε χαρακτηριστικά με τα βυζιά της. Δεν μου έλεγε το στήθος, η γιαγιά. Έκανε αέρα, και άναβε τον φούρνο για να ψήσει ψωμί. Ή το άλλο παραμύθι με την Πορδού. Η οποία μάζεψε και τις πορδές της και μάλιστα κάτι είχαν κερδίσει κιόλας, μ' ένα τσουβάλι πορδές. Δηλαδή, παραμύθια τα οποία απ' ό,τι μου έλεγαν επαναλάμβαναν και παραποιούσανε σε διάφορα. Όταν μπουρλιάζανε τον καπνό. Και στο χωριό τους και μετέπειτα, στο Καρυόφυτο που ήρθαν. Τηλεοράσεις δεν υπήρχαν. Ραδιόφωνα δεν υπήρχαν. Οπότε, ο χρόνος τους περνούσε λέγοντας ιστορίες και παραμύθια. Τα νέα του χωριού κάποια στιγμή εξαντλούνταν. Οπότ έπρεπε να κρατιούνται ξύπνιοι και να έχει ενδιαφέρον η εκουβέντα. Οπότε τα παραμύθια ήταν ένας τρόπος. Εκτός από το κομμάτι των παραμυθιών, η γιαγιά Χρυσούλα είχε μεγάλο ενδιαφέρον και για πάρα πολλά γιατροσόφια. Με βδέλλες που έβαζε για τους πόνους των ποδιών και για την αρθρίτιδα. Για ποντικάκια νεογνά που τα έβαζε στο λάδι και μετά τις σταγόνες αυτές τις έβαζε στο αυτί για να περνάνε οι ωτίτιδες. Αυτά τα θυμάμαι! Διάφορα άλλα γιατροσόφια, λίγο εξωπραγματικά. Τύπου ότι, αν κάποιος αρχίζει να μην βλέπει, πρέπει να κάνει κάτι ιστορίες. Να τον κουβαλήσει κάποιος μέχρι ένα κοτέτσι στην πλάτη του και να πιει νερό από 'κει που πίνουν οι κότες. Θυμάμαι διάφορα, έτσι. Που, δυστυχώς, δεν τα έχω καταγράψει, για να σας τα πω και με ακρίβεια. Όντως, θα είχε ενδιαφέρον να ζούσε και να... Θα είχατε πολλά να πείτε μ' αυτήν. Οι γιαγιάδες αυτές -έτσι- για να κάνετε μια εικόνα ήταν μαυροφορεμένες, χήρες. Εμένα η εικόνα της γιαγιάς, ήταν μία γυναίκα με πολλές ρυτίδες στο πρόσωπο. Δεν θυμάμαι, στο χωριό να είχε -έτσι- κάποια αφράτη, με λείο πρόσωπο και μη ταλαιπωρημένο. Ήταν όλες μαυροφορεμένες μ' ένα μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι. Όταν εγώ ήμουνα στην ηλικία -ας πούμε- των δεκαπέντε ετών, αυτές όλες ήταν γύρω στα ογδόντα πέντε μέχρι ενενήντα, ενενήντα δύο, εκεί. Τέτοιες ηλικίες. Υπήρχε, λοιπόν, μία ομάδα ηλικιωμένων γυναικών, η γιαγιά η Χρυσούλα, η γιαγιά μου η Φωτεινή, η Κρυστάλλω, η Φανιώ, η Σουλτανιώ, η -ωχ, την ξέρω με το επώνυμο- η Γιαντζούραινα η Αναστασία. Αυτές όλες ήταν λίγο πολύ φίλες, γιατί είχαν έρθει από τα ίδια μέρη. Και οι περισσότερες είχαν το κοινό βίωμα να πεθάνουν οι άντρες τους νωρίς ή να τους έχουνε χάσει με το κάψιμο του χωριού. Πολλές φορές, λοιπόν, αυτές καθόντουσαν σ' ένα παγκάκι, στο σπίτι της Φανιώς, τους καλοκαιρινούς μήνες. Εκεί είναι μια εικόνα που θα άξιζε κανείς να την δει. Όλες με τα μαύρα. Άλλες λιγνές, άλλες πιο παχουλές. Να κάθονται σε ένα παγκάκι, λες και ήτανε φωτοτυπία, όλες. Μαύρες, με ένα μαύρο τσεμπέρι. Σ' ένα ξύλινο αυτοσχέδιο παγκάκι. Με δύο κούτσουρα και μία τάβλα. Όπου παρατηρούσαν και σχολίαζαν όποιον περνούσε και έκανε βόλτα. Μεταξύ αυτών κι εμάς τα παιδιά που προανέφερα. Με αυτούς που κάναμε παρέα. Η διασκέδαση τους καλοκαιρινούς μήνες στο χωριό, ποια ήτανε; Ούτε καφενεία, ούτε καφετέριες. Ούτε τίποτα. Ένα κασετόφωνο με την μουσική της εποχής και δώστου πάνω κάτω βόλτα. Από το Άνω Καρυόφυτο μέχρι το Κάτω Καρυόφυτο. Από την βρύση της πλατείας μέχρι το κάτω σημείο του χωριού. Οπότε σχολιάζανε οι γιαγιάδες από το τι φορούσαμε. Φωναχτά λέγανε: «Α, αυτό το κοριτσάκι είναι του τάδε!», που περνούσανε εκεί. Ήτανε τελωνείο! Τώρα που το σκέφτομαι έτσι, θα ήθελα έτσι να το ξαναζούσα. Δεν υπάρχει αυτό. Και δεν υπάρχει και αυτή η εικόνα της γιαγιάς. Δεν έχει μείνει καμία στο χωριό. Τι άλλο τώρα να σου πω;
Πώς μετακινιόσασταν;
Για το σχολείο; Λοιπόν, στην οικογένεια αποκτήσαμε αυτοκίνητο, όταν ο πατέρας μου ήτανε πενήντα τεσσάρων ετών. Αν θυμάμαι καλά. Πενήντα τεσσάρων. Δηλαδή, ο πατέρας μου με γέννησε στα σαράντα τρία του, άρα πόσο χρονών ήμουνα εγώ; Έντεκα! Ένα αγροτικό. Datsun! Στο όνομα της Ελένης. Το Datsun αυτό υπάρχει ακόμη. Σε άθλια κατάσταση. Και έγραφε Μακρίδου Ελένη. Ο αδερφός μου, o Γιώργος χαρακτηριστικά, δεν έλεγε στο αυτοκίνητο. Έλεγε: «Πάμε στην Ελένη! Να πάρουμε την Ελένη!» Ο μπαμπάς πήρε δίπλωμα σ' αυτήν την ηλικία. Τον είχα βοηθήσει στο να διαβάζει τα σήματα. Που τότε τα είχα μάθει. Τώρα δεν θυμάμαι τίποτα. Και θυμάμαι είχε πολύ άγχος για να πάρει το δίπλωμα. Χρειαζόταν το αγροτικό για τις αγροτικές εργασίες τις οποίες έκανε σε συνέχεια της πρωινής του δουλειάς. Όπου το καλοκαίρι θα θέριζε χόρτα για τα ζώα, θα μάζευε το βράδυ τις αγελάδες. Και μαζί μες την μαμά, να αρμέξουνε, να καθαρίσουνε το στάβλο, και τα λοιπά και τα λοιπά. Στα πλαίσια αυτής της αγροτικής ζωής υπήρχε στο χωριό ο Χαλίλ. Ο Χαλίλ ήταν ένας -ίσως και βουλγαρικής καταγωγής, ποτέ έτσι δεν το εξακρίβωσα- Πομάκος. Ο οποίος με τα πόδια, κάποια στιγμή -δεν ξέρω γιατί- διώχθηκε, εκδιώχθηκε απ' τα μέρη του, ήρθε και είναι ο τσομπάνος του χωριού. Δηλαδή, όσοι είχανε ζώα σαν και εμάς. Εμείς όταν σου λέω ότι είχαμε ζώα, εννοώ τρεις τέσσερις αγελάδες και ό, τι μοσχαράκια τα οποία προοριζότανε είτε για αναπαραγωγή είτε για σφαγή στο κρεοπωλείο. Ήτανε συμπληρωματικό εισόδημα. Έτσι, λοιπόν, είχανε κι άλλοι στο χωριό. Λίγα περισσότερα, δέκα αγελάδες ο άλλος. Πέντε. Κάθε πρωί, λοιπόν, ο τσομπάνος περνούσε από τα σπίτια αυτών που είχαν τις αγελάδες και έπαιρνε τα ζώα και τα πήγαινε να τα βοσκήσει στο βουνό. Και το βράδυ τα επέστρεφε. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας με τον Χαλίλ, έπρεπε με την σειρά σε εβδομαδιαία βάση να τον ταΐζει κάθε οικογένεια. Το πρωί ερχότανε και έπινε -ξέρω 'γω- γάλα, κάτι για πρωινό και του έδινες μαζί του κολατσιό που θα είχε για το μεσημέρι. Το βράδυ ξαναερχόταν. Ο Χαλίλ ήτανε μία φυσιογνωμία, με ένα μαλλί αφάνα, σγουρό, με μία κατάλευκη οδοντοστοιχία παρά το γεγονός ότι- . Θεωρώ ότι δεν έπιασε οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα, ποτέ στη ζωή του. Έτσι, ήταν η πάστα των δοντιών του. Σχεδόν ποτέ δεν αρρώστησε. Ήτανε λιγάκι βρομύλος, να το πούμε κι αυτό. Γιατί δεν περιποιόταν και δεν καθάριζε το σπίτι ποτέ. Να σκεφτείς ότι η μητέρα μου, μαζί με την θεία -την έλεγα εγώ- φίλη της μαμάς μου, Άννα, εκατό φορές είχαν πάει και είχαν καθαρίσει το σπίτι για να μπορείς να ζήσεις εκεί πέρα λίγο -ας το πούμε- ανθρώπινα. Ο Χαλίλ, ωστόσο, τελικά όταν μεγάλωσε αρκετά και δεν μπορούσε να δουλέψει, μεσολάβησαν κάποιοι από το χωριό και πήγε σε ένα γηροκομείο[00:40:00]. Εκεί τον πλύναν, τον λούσαν, τον σενιαρίσαν κι έγινε αγνώριστος, γιατί τον συνάντησαν κάποιο γνωστοί. Και μάλλον πέρασε την καλύτερη φάση της ζωής του. Την πιο ξεκούραστη. Γιατί δεν είχε συγγενείς. Δεν είχε κανέναν! Ποτέ δεν αναφέρθηκε! Εγώ σαν παιδί πολλές φορές τον ρωτούσα! Είχε ενδιαφέρον η μίξη αυτών που έτρωγε. Σαν μουσουλμάνος έτρωγε πάντα γιαούρτι. Σε όλα τα γεύματα. Είχε ένα μεταλλικό παγούρι σαν ασκό, αλουμίνιο. Αυτό που είχαν κι οι φαντάροι για να κρατάει δροσερό το νερό. Από το δικό του το νερό που έφερνε απ' την βρύση ήθελε πάντα να έχει. Ήθελε να τρώει γιαούρτι, η οποία υπήρχε άφθονη γιατί είχαμε τα ζώα. Οπότε είχαμε και γιαούρτι στο σπίτι. Έκοβε κομμάτια ψωμί μέσα στο γιαούρτι και από πάνω έριχνε τουλάχιστον μία ποσότητα ενός ποτηριού νερό. Γινόταν ένα τύπου αριάνι, με παπάρα ψωμί. Όταν υπήρχε φρούτο, καρπούζι, θα ξεκινούσε πάντα από το φρούτο και μετά θα έτρωγε το οποιοδήποτε φαγητό. Είχε το εξής παράδοξο και ήταν θέμα για συζήτηση ο τρόπος που κατανάλωνε το φαγητό, η σειρά μάλλον που ακολουθούσε στο να φάει. Α, κακός ποτέ δεν ενόχλησε κανένα. Και υπάρχει και μια χαρακτηριστική ιστορία με τον Χαλίλ. Όταν πέθανε η γιαγιά η Φωτεινή. Ακόμη στο χωριό, το 1990, δεν υπήρχαν κάδοι απορριμμάτων. Και θα πω κάτι που δεν μας τιμά κιόλας. Υπήρχαν, λοιπόν, κάποια πράγματα της γιαγιάς σε μια βαλίτσα. Ρουχισμός και τα λοιπά, φορεμένος, ο οποίος δεν ήταν για να δοθεί. Τώρα ο πατέρας μου με την θεία μου; Δεν ξέρω ακριβώς ποιος. Πετάξαν εκεί σε μια χαράδρα τα ρούχα αυτά. Μέσα σ' αυτή την βαλίτσα, όμως, η γιαγιά είχε φυλαγμένα κάποια χρήματα απ' την σύνταξή της. Πεντοχίλιαρα τότε. Και υπήρχε και ρουχισμός με τις κιλότες που φορούσαν την εποχή εκείνη -που δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα- οι ηλικιωμένες. Οι κιλότες αυτές ήταν μέχρι σχεδόν το γόνατο, βράκες με λάστιχο. Ο Χαλίλ, λοιπόν, βολόδερνε όλη μέρα βοσκώντας τα ζώα σε χαράδρες και σε βουνά. Βρήκε αυτή την βαλίτσα κι έκανε διαλογή αυτών των ρούχων και μεταξύ άλλων του άρεσε αυτή η πορτοκαλοσομόν κιλότα. Μία μέρα, λοιπόν, ο Χαλίλ εμφανίζεται στην πλατεία του χωριού με αυτήν την πορτοκαλί κιλότα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το θέαμα. Το γέλιο που κάναμε. Δηλαδή ένα τραγικό γεγονός πώς σε οδηγεί σε κάτι ευτράπελο. Δεν ξέρω. Ίσως ο άνθρωπος δεν είδε στη ζωή του και κάτι τέτοιο. Αυτός το είδε, σου λέει: «Καλοκαίρι τώρα αυτό, μια χαρά. Ευάερο, ευήλιο!». Ξαφνικά ο Χαλίλ κυκλοφορεί με μια πορτοκαλί κιλότα της γιαγιάς Φωτεινής και κρατάει μαζί του ένα μπουρί. Ένα κομμάτι από μπουρί σόμπας. Ψιλοσκουριασμένο. Τον ρωτάνε, λοιπόν, στο καφενείο: «Τι είναι αυτό;». Και δεν λέει. Πλησιάζει τότε έναν συγχωριανό και λέει: «Έχω βρει -λέει- αυτά τα λεφτά». Και δεν αναγνώριζε τα νομίσματα. Δεν ήξερε ακριβώς τι ήτανε. Γιατί μάλλον πεντοχίλιαρα δεν είχε δει. Και ήθελε να βρει έναν τρόπο να μην του τα κλέψουν και τα λοιπά. Είχε βρει, όπως κατάλαβες, χρήματα που είχε η γιαγιά στη βαλίτσα και τα λοιπά. Φυσικά, δεν του τα ζητήσαμε του ανθρώπου εννοείται. Που μετέπειτα ισχυριζόταν ότι κάποιος μπήκε και του τα έκλεψε από την καλύβα του και από το δωμάτιο που... Και όντως μπορεί. Γιατί αφού διαδόθηκε και στο καφενείο δεν αμφιβάλλω ότι κάτι τέτοιο μπορεί... Βέβαια δεν ξέρουμε πόσα ήτανε. Ποτέ δεν μάθαμε, έτσι; Πάντως αυτό είχε γίνει το talk of the town του Καρυοφύτου. Η κιλότα και το μπουρί με τα χρήματα. Με αυτές τις ιστορίες και μ' άλλες έτσι περνούσα εγώ τον καιρό μου στο χωριό. Πολλές φορές πήγαινα στις επισκέψεις που πήγαινε και η μαμά. Και άκουγα όλο τις συζητήσεις των μεγάλων, γιατί κι εγώ ήθελα κάτι ν' αλλάξω, να φύγω απ' το σπίτι. Ήταν και η περίοδος που δεν υπήρχανε πολλά κανάλια στο χωριό. Δεν έπιαναν πολλοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Εκτός από ΕΡΑ. Έχω ακούσει πολύ θέατρο. Κλασική μουσική. Έτσι, για να κάτι να παίζει εκεί. Δεν μπορώ να πω ότι τρελαινόμουνα κιόλας. Ιδιαίτερη άλλη διασκέδαση δεν υπήρχε! Αξίζει να πω ότι -ας πούμε- θυμάμαι ότι σινεμά ερχότανε για κάποιο διάστημα -δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ ακριβώς σε τι ηλικία ήμουνα- πλανόδιοι σινεματζήδες. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να τους πω. Όπου κάνανε προβολές ταινιών σε καφενεία. Θυμάμαι κάνα δυο περιπτώσεις, στο τότε καφενείο του Νικολάκη γινότανε αυτό μ' ένα συμβολικό εισιτήριο. Σε κανονικό κινηματογράφο πήγα στα δεκαπέντε μου. Όταν τ' αδέρφια μου μένανε στην Θεσσαλονίκη για σπουδές και νοικιάζαν σπίτι εκεί, είχα πάει εγώ και είδα μία, αυτές που τώρα λέμε βιντεοταινίες. Αχ, δεν με βοηθάει... Τσάντα και κοπάνα. Τσάντα, ρόδα και κοπάνα! Λοιπόν, αυτό. Άμα ανατρέξετε και βρείτε πότε ήταν αυτή η ταινία, κάπου εκεί. Σε κανονική αίθουσα σινεμά. Θεατρική παράσταση, είχα πάει να δω με τους γονείς μου στη Σταυρούπολη που ήτανε η κοντινότερη κωμόπολη. Ήταν ένας θίασος. Δεν θυμάμαι τον τίτλο του έργου. Θυμάμαι, όμως, ότι έπαιζε η Ελένη Ερήμου και ο Τσιβιλίκας. Και θυμάμαι και έχω -έτσι- εικόνες από αυτή -έτσι- που ήτανε ξανθιά, εντυπωσιακή και μου άρεσε. Μη σου πω ότι λεγόταν «Η Πιπίλα» το έργο. Κάτι τέτοιο. Έχω αυτή την εντύπωση, ότι λεγόταν έτσι. Αυτά είναι τα αρνητικά της ζωής στην ύπαιθρο, ότι είσαι απομονωμένος από αυτό του είδους την ψυχαγωγία που παιδιά αντίστοιχης ηλικίας στην πόλη θα το είχανε πολύ περισσότερο. Για παράδειγμα, εγώ δεν μπορούσα να είμαι ενημερωμένη για τα μουσικά δρώμενα. Γιατί ποτέ δεν θα έβαζε το καινούριο τραγούδι των Scorpions. Ή δεν ξέρω και 'γω ποιανού άλλου συγκροτήματος εκείνη την εποχή. Οπότε, ακούσματα ξένης μουσικής δεν πολυείχα. Άρχισα να έχω όταν έγινα φοιτήτρια. Ήμουνα του ελληνικού ρεπερτορίου, για να μην πω και του κλασικού. Δηλαδή, ο Χατζηδάκις και ο Θεοδωράκης και ευτυχώς που είχα κι έναν καθηγητή στο γυμνάσιο, καλή του ώρα, ο Φραντζολάς, ο οποίος συνέδεε το μάθημα πάρα πολύ, όταν πρόκειται για μελοποιημένη ποίηση και τα λοιπά, μας έφερνε και ακούγαμε και τα λοιπά. Και αυτό εμένα μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Να ακούσω την Ρωμαϊκή Αγορά. Να ακούσω το 'να, να ακούσω το άλλο. Και μάλιστα τα ζητούσα κλεψιμέικα, κόπι κλόπι απ' τον μπαμπά. Υπήρχε στην Σταυρούπολη κάποιος κύριος, ο οποίος ήτανε συλλέκτης δίσκων. Και παρανόμως αντέγραφε πάρα πολλές φορές και δίσκους σε κασέτες. Οπότε, κάποια στιγμή εκεί στην τρίτη γυμνασίου, δευτέρα και τα λοιπά, με αφορμή απ' αυτόν τον καθηγητή άρχισα να αναζητώ κάποιους συνθέτες. Και μπορώ να σου πω ότι έχω μια εικόνα. Ειδικά, αυτός είχε έρωτα με Σαββόπουλο και Χατζηδάκι. Για την ηλικία μου είχα -παρότι στο χωριό- είχα μια εικόνα. Για ξένο ρεπερτόριο τίποτα. Μόνο απ' τα παιδιά που ερχόντουσαν το καλοκαίρι και τύχαινε να ήτανε και της μόδας λίγο το heavy metal και τα λοιπά. Και ακούγανε, όχι τα Hotel California, κι εγώ λίγο τους έβαζα εκεί και έλεγα: «Αυτά τα τραγούδια, για τι μιλάνε; Δεν είναι και πολύ καλά. Δεν είναι και πολύ νορμάλ να ακούς αυτή την μουσική». Παιδί απ' το χωριό! Αυτά, έλεγα εγώ. «Τι είναι αυτά τα ξενοδοχεία; Και τι;» Και αυτοί πουλούσανε και λίγο μούρη και αυτό και τα ναρκωτικά. Και έτσι και εκείνο. Κι η μαμά φοβότανε λιγάκι. «Γιατί αυτά τα παιδιά φοράνε όλο μαύρα και στενά παντελόνια; Και τέτοιες αρβύλες; Είναι καλά παιδιά; Πρόσεχε πού θα πας! Και μόλις νυχτώσει να γυρίσεις πίσω». Όποτε του την βαρούσε του πατέρα του, ερχόταν να με φωνάζει κιόλας, αν αργούσα. Να μην με αφήσει. Γιατί υπήρχαν και κάτι περιστατικά -ας πούμε- που πάνω στην εφηβεία τους θέλανε λίγο, λίγο να κάνουν και κάποιες καταστροφές. Υπήρχανε και κάποιες συμπεριφορές -ας πούμε- λιγάκι παράτυπες. Μια χαρά οικογενειάρχες έχουνε γίνει τώρα τα παιδιά. Αλλά, περνάνε όλοι την φάση τους. Ας πούμε το να πετάνε με πέτρες και να σπάνε[00:50:00] το τζάμι του σχολείου. Ή να πυροβολούνε ή με πέτρες ή -δεν ξέρω κι εγώ- με αεροβόλα τις πινακίδες και να γίνονται σουρωτήρια. Είχα και τέτοια. Εγώ είχα, βέβαια, μία τάση πάντα να τους υπερασπίζομαι. Για κάποιο λόγο. Και να μην δέχομαι ποτέ. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό, να σου πω την αλήθεια. Όλο σε ό, τι έλεγε ο μπαμπάς και η μαμά: «Α, ο τάδε που 'κανε εκείνο. Πρόσεχε εσύ. Τι δουλειά έχεις μ' αυτούς!». Πάντα, δεν ξέρω γιατί ένιωθα αυτή την... Δεν το 'χω εξηγήσει ακόμα. Ανεξήγητο! Η ιστορία θα δείξει. Ίσως επειδή τους γνώριζα και έβλεπα τα καλά στοιχεία του χαρακτήρα τους. Και να μην το θεωρούσα -ξέρω 'γω- κακό; Δεν ξέρω! Αυτά! Θέλεις να σου πω λιγάκι, για την σχέση με τ' αδέρφια που ήταν μεγαλύτερα; Λοιπόν, γιατί νομίζω ότι δεν σταθήκαμε σ' αυτό. Ένα χαρακτηριστικό -τώρα- της οικογένειας έτσι, για το πώς μεγάλωσα είναι ότι έχω δύο αδέρφια αρκετά μεγαλύτερα από μένα. Με τον πρωτότοκο έχω δεκατρία χρόνια διαφορά. Και με τον αμέσως επόμενο δέκα χρόνια διαφορά. Πράγμα που σημαίνει ότι, όταν ο πρώτος έφυγε για σπουδές, εγώ ήμουνα ακόμα στο δημοτικό. Κι όταν ο δεύτερος έφυγε από την πρώτη λυκείου να πάει σε επαγγελματικό παύλα τεχνικό λύκειο, το οποίο δεν υπήρχε στην περιοχή και πήγε και αυτός στην Θεσσαλονίκη και ζούσε μαζί με τον αδερφό μου, εγώ έμεινα στο σπίτι μόνη. Ουσιαστικά, τον περισσότερο χρόνο, λοιπόν, μεγάλωσα σαν μοναχοπαίδι. Και η επικοινωνία λόγω αυτής της ηλικιακής διαφοράς είναι λίγο δύσκολη. Όταν ο άλλος είναι είκοσι κι εσύ είσαι εφτά. Ο άλλος είναι δέκα πέντε κι εσύ είσαι πέντε, είναι λιγάκι, όχι και τόσο αδερφική. Είναι περισσότερο κηδεμόνα και παιδιού. Εγώ όλο άκουγα τον αγώνα των γονιών μου. Ξέρεις: «Θα μας φτάσουν τα χρήματα; Να στείλουμε στ' αδέλφια!» και λοιπά. Κι έλεγα: «Όλα γι' αυτά τα αδέρφια γίνονται! Όλα γι' αυτά τ' αδέρφια γίνονται!». Μέχρι που έφτασε η ώρα να πάω να σπουδάσω κι εγώ. Κι έφτασε η ώρα να φύγω κι εγώ στην Θεσσαλονίκη, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε ή να πάω να μείνω στην Ξάνθη μόνη μου ή δεν ήταν εφικτή η μετακίνηση από το χωριό μέχρι την Ξάνθη, σαράντα χιλιόμετρα πήγαινε έλα να πας για φροντιστήριο. Οπότε αναγκάστηκα και πήγα στην Θεσσαλονίκη. Όπου φιλοξενήθηκα στο σπίτι του μεγάλου μου αδερφού και τη γυναίκας του. Αυτό μια άλλη εμπειρία! Εντάξει! Είσαι σε μία φάση, αλλάζεις περιβάλλον. Είσαι έφηβος και ξαφνικά από την ζωή στο χωριό, βρίσκεσαι σε μια πόλη. Που κανένα θέμα δεν είχα από θέμα συμπεριφοράς και τα λοιπά, αλλά η παρουσία σου στο σχολείο, πρέπει να βρεις καινούριες παρέες. Έχει μια δυσκολία από μόνο του το όλο πράγμα. Εντάξει, νομίζω στάθηκα δυνατή, αντεπεξήλθα. Πέρασα! Τώρα, πώς πέρασα στο Πάντειο είναι μία άλλη ιστορία. Τότε, ήτανε της μόδας το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και το Οικονομικό Τμήμα που είχε ανοίξει. Όλοι λέγανε: «Καινούριο τμήμα! Τα οικονομικά! Τα οικονομικά!». Άλλωστε, θα ερχότανε κι η ανάπτυξη στην Ελλάδα. Μην το ξεχνάμε κι αυτό. Οπότε χωρίς καμία, έτσι, διεισδυτική ενημέρωση -που υπάρχει τώρα- το τι κάνει η κάθε σχολή και τα λοιπά. Το τι έχεις ακούσει, τι τάση είχες έτσι λίγο, σαν χαρακτήρας! Τι θέλουμε να περάσουμε; Οικονομικά! Εν πάση περιπτώσει, δίνω. Δεν περνάω σ' αυτό το οικονομικό. Και για κάποιον λόγο ανεξήγητο στο μηχανογραφικό, όμως, είχα βάλει σφήνα το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο που τότε ήτανε παρακλάδι των Πολιτικών Επιστημών, αλλά ένα τμήμα καινούριο. Προφανώς μου άρεσε ο τίτλος! Γιατί εγώ είχα στο μυαλό μου ότι έβαλα μετά την Θεσσαλονίκη, έβαλα το Πανεπιστήμιο Πατρών που είχε Οικονομικό στο Αγρίνιο και τα λοιπά. Όταν βγήκαν λοιπόν τ' αποτελέσματα, ήμουν στο χωριό. Τότε, τ' αποτελέσματα τα έλεγε κι η τηλεόραση! Μπορεί και να μην το γνώριζες εσύ αυτό! Και το ραδιόφωνο κι η τηλεόραση. Για κάποιον λόγο δεν προλαβαίνω τ' αποτελέσματα εκεί. Βλέπω τις βάσεις, τους βαθμούς κι αυτά κι αρχίζω ένα κλάμα κι ένα οδυρμό. Γιατί λέω, με βάση τις βάσεις αυτές και τους βαθμούς που έγραψα, εγώ περνάω στο Οικονομικό που είχε παράρτημα στο Αγρίνιο. Και δεν θέλω στο Αγρίνιο. Και πώς θα πηγαίνω εγώ σ' αυτό το Αγρίνιο; Και πώς πηγαίνει κανείς; Πού πρέπει να πάει στην Πάτρα και μετά. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά τον μπαμπά μου να μου λέει: «Κλαίνε αυτοί που δεν έχουν περάσει. Κλαίνε κι αυτοί που περάσανε!». Την επόμενη μέρα με παίρνει η φίλη μου η Ζηνοβία, η οποία πήγε στο σχολείο στη Θεσσαλονίκη. Και μου λέει, ας μην πούμε την κουβέντα που μου είπε, αρχίζει από μ... : «Έχεις περάσει στην Αθήνα, στο Πάντειο!». Λέω: «Δεν είσαι καλά. Πήγαινε να τα ξαναδείς!». Μου λέει: «Έχω ακριβώς το νούμερο σου, τον κωδικό σου. Και γράφει αυτό, Διεθνών και Ευρωπαϊκών». Αλλαγή πλεύσης. Ήρθα στην Αθήνα. Φιλοξενήθηκα στο σπίτι του θείου μου, του Χαράλαμπου, για λίγο καιρό. Μέχρι να τακτοποιηθώ. Και μετά ξεκινάει η φοιτητική ζωή στο Πάντειο. Πολύ ωραία χρόνια! Και ευχάριστα! Ποτέ δεν ακολουθήσαμε το αντικείμενο που σπουδάσαμε. Μας φάνηκε σε πάρα πολλές φορές χρήσιμο, αλλά δεν είναι το επάγγελμα αυτό που εξασκήσαμε στην πορεία, γιατί η ζωή τα έφερε έτσι να ασχοληθούμε με τον διαφημιστικό κλάδο, το μάρκετινγκ και τώρα και το εμπορικό κομμάτι. Βέβαια, αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, νομίζω ότι θα παρακολουθούσα τα μαθήματα με μεγαλύτερη επιμέλεια. Αν και όλα αυτά-. Α! Κι εδώ στο χώρο τώρα που βρισκόμαστε, έχω πολλά απ' τα βιβλία της φοιτητικής μου ζωής, που δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα. Ρε παιδί μου, σε πολλά πράγματα πέσανε έξω. Δηλαδή, αυτά τα δίκαια των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, το διεθνές δίκαιο και τα λοιπά, δυστυχώς δεν είδα να εφαρμόζεται και πουθενά έτσι όπως καταγράφανε οι τότε καθηγητές. Όλο ανατροπές βλέπω κι αυτό είναι το δυσάρεστο. Αν πεις γι' αυτόν τον σκοπό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον λόγο για τον οποίο ιδρύθηκε. Στα φοιτητικά χρόνια, ήμουνα ενταγμένη σε μια φοιτητική παράταξη. Στην τότε ΠΑΣΠ. Με τα πάνω της και τα κάτω της. Σε ωραία συνέδρια με καρεκλοπόλεμο. Δεν θα ξεχάσω ότι είχε έρθει ο Σημίτης να εγκαινιάσει την βιβλιοθήκη του Παντείου μιας και ήτανε καθηγητής στο Πάντειο και δώριζε τον τότε του μισθό για την ανέγερση αυτής της βιβλιοθήκη. Και τότε συζητιότανε κάτι που στις μέρες μας είναι επίκαιρο. Η εξίσωση των πτυχίων των ιδιωτικών πανεπιστημίων με τα δημόσια. Να όπου ήρθε καιρός! Μπορεί τότε να μην το υλοποίησε. Και εγώ παρότι ήμουνα στην παράταξη αυτή. Είχε βγάλει κι ένα βιβλίο, που η μνήμη μου δεν απατά τι ήτανε! Και έγραφε ξεκάθαρα τη θέση του για εκεί! Κι εμείς ως λίγο μέλη της παράταξης μεν, από το πιο ορθόδοξο ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχαμε αντιρρήσεις. Θυμάμαι εκείνη τη μέρα ότι εκτοξεύθηκαν αρκετά κουτάκια γνωστού αναψυκτικού με κόκκινη ετικέτα έξω από τον χώρο που γινόντουσαν τα εγκαίνια τότε. Ρε παιδί μου, όμως, εμείς ζήσαμε μία άλλη φοιτητική ζωή. Είχαμε ένα όραμα! Πήγαμε και σε δυο πορείες που τώρα, δεν ξέρω. Λυπάμαι τα δικά μου τα παιδιά, που τώρα σε κοντινή ηλικία είναι, που δεν έχουν αυτή την ευαισθητοποίηση. Κι ενώ είμαστε και κάποιοι άνθρωποι, που κάνουμε και δυο κουβέντες πολιτικού περιεχομένου, όχι κομματικού. Γιατί τώρα αν με ρωτήσει το παιδί μου δεν έχω να του πω σαφή... Θα του πω πέντε πράγματα αρχών. Από 'κει και πέρα ό, τι θέλει να κάνει, για να μην παρεξηγηθώ! Αλλά σαν να μην έχουν τίποτα να περιμένουν. Σαν να υπάρχει μια ολοκληρωτική απογοήτευση. Κάτι που εγώ, είτε στην παιδική μου ηλικία αυτά που προανέφερα, με τις σημαίες και τα πανό, και δεν θα ξεχάσω που από ένα χωριό μέσα στο λεωφορείο για να πάμε σε ομιλία του Παπανδρέου ο άλλος είχε βάψει τον σκύλο του πράσινο. Τώρα, αν οι φιλοζωικές, δεν ξέρω τι θα... Ωραίο, υγιέστατος ο σκύλος αλλά ήτανε με το σπρέι βαμμένος πράσινος. Το θυμάμαι! Τον είχε βάλει μες στο λεωφορείο και τον πήγαινε μαζί στην Ξάνθη. Δηλαδή τι να πω! Πηγαίναμε και ψηφίζαμε στις φοιτητικές εκλογές περιμένοντας κάτι. Είχαμε αγωνία ποιος... Η ΔΑΠ θα έβγαινε, το ξέραμε! Αλλά παλεύαμε για να μην βγει, ας πούμε. Τώρα, εκτός από τις αριστερές[01:00:00] παρατάξεις που βλέπω ότι διατηρούν έναν παλμό, οι υπόλοιποι είναι ανύπαρκτοι. Κρίμα και θλιβερό! Δυστυχώς! Τι άλλο;
Σε γυρνάω λίγο πίσω στο Καρυόφυτο.
Ναι! Να μην φύγουμε.
Μου ανέφερες για το σινεμά που είχατε στο καφενείο στην πλατεία.
Ερχότανε, περιοδεία έκανε, έτσι. Όχι σταθερά.
Πως ήτανε; Θυμάσαι να μου το περιγράψεις;
Ναι! Υπήρχε μία μηχανή, αυτή η μπομπίνα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Το καφενείο μικρό. Τώρα, αν θα έπρεπε να το προσδιορίσω, να είχε τριάντα θέσεις καθήμενων; Κάπου τόσο! Δεν ήταν μεγαλύτερος χώρος. Ένα καφενείο παραδοσιακό που τώρα δεν υπάρχει. Ανέβαινες έτσι κάτι σκαλάκια, με τα μπλε παράθυρα, την ξύλινη την πόρτα και μια κληματαριά απ’ έξω. Ακουγότανε ένας συνεχής θόρυβος από την ταινία. Αυτό το καρούλι το στρογγυλό. Και σ’ ένα πανί έβλεπες το έργο. Δεν μπορώ να θυμηθώ -δυστυχώς όμως- καμία ταινία τώρα που έχω δει εκεί. Δεν μπορώ να θυμηθώ, τι είχα δει. Και δεν μπορώ να προσδιορίσω και την ηλικία. Έχω, έτσι, αυτή την εικόνα και τους ήχους. Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ και σε τι ηλικία ήμουνα. Πάντως, ήτανε ένα γεγονός το οποίο το 'θέλαν κι οι μεγάλοι, δηλαδή το θέλανε να πάνε. Ο δε πατέρας μου πάντα ήτανε της λογικής ότι πρέπει να στηρίζουμε, για να συνεχίσει να υπάρχει κάτι, πρέπει να το στηρίξουμε. Αν θέλουμε να ξανάρθει κάτι τέτοιο στο χωριό, μιας και δεν έχουμε εύκολη πρόσβαση, πρέπει να πάμε να το στηρίξουμε. Αυτό ήτανε κάτι που το εφάρμοζε σε όλες του τις εκφάνσεις. Είτε ήταν το μπακάλικο του χωριού είτε ήταν ότι έπρεπε να πάμε σε όλα τα καφενεία και ν' αφήσουμε τον όβολο μας, να πιούμε καφέ. Είτε ήτανε ότι πρέπει να ψωνίσουμε από όλα τα κρεοπωλεία της περιοχής με την σειρά στο μερίδιο που μας αναλογεί. Γιατί εμείς από την πόλη δεν καταλαβαίνουμε ότι η ύπαιθρος ερημώνει. Αυτή είναι μια νοοτροπία που τώρα αρχίζει να εκλείπει και από τους νέους. Θες το διαδίκτυο; Με το οποίο ασχολούνται και στα χωριά πάρα πολύ; Θες ότι λίγο έχουμε ανακατευτεί και η τάση τους είναι να φεύγουνε προς την πόλη πίσω μπρος και δεν είναι συνειδητή η επιλογή τους να μένουν στο χωριό; Δεν ξέρω τι φταίει! Δεν βλέπω να καλλιεργείται. Θα πω ένα απλό παράδειγμα που το έχουμε ακούσει όλοι. Από τη δική μας περιοχή και σε πολλά χωριά της βόρειας Ελλάδας, πόσοι είναι αυτοί που μέχρι πρότινος -πριν γίνουν τα γεγονότα, έτσι, στα Ελληνοτουρκικά στον Έβρο- περνούσαν απέναντι στην Αδριανούπολη να ψωνίσουν γιατί ψώνιζαν πιο οικονομικά. Πόσοι είναι από το Νομό Σερρών ή της Δράμας, που περνάνε και πάνε σε Βουλγάρικα χωρία και ψωνίζουνε, κουρεύονται, κάνουνε τα δόντια τους! Δεν υπάρχει καλλιεργημένη αυτή η συνείδηση του ότι πρέπει να υποστηρίξω τα τοπικά προϊόντα για να μένει η ύπαιθρος ζωντανή. Εφόσον η πολιτεία -λοιπόν- δεν κάνει κάτι για να κρατήσει τους νέους εκεί, για να κρατήσει την οικονομία ζωντανή στην ύπαιθρο, αν εγώ μπορώ απ' αυτή την ιστορία να περάσω ένα μηνυματάκι θα ήταν αυτό. Έτσι, σαν συνέχεια στην μνήμη του μπαμπά μου. Και να επανέλθω λίγο στο σινεμά. Αυτό που έλεγα ήτανε, ότι το διατήρησε από τότε που το θυμάμαι μικρή μέχρι και τα τελευταία του χρόνια. Πέρυσι -ας πούμε- σε κουβέντα: «Μπαμπά, να συνδέσουμε τους λογαριασμούς της Δ.Ε.Η. με την τράπεζα;». «Όχι!». «Βρε, ογδόντα τόσο χρονών, θα πηγαίνεις στην τράπεζα να πληρώνεις το λογαριασμό;». «Να τα κάνουμε όλα με το ίντερνετ! Να απολυθούνε όλοι! Να μην υπάρχει τίποτα». Αυτό είναι το νόημα. Φτάνουμε, φτάνουμε τώρα που όντως κλείνουνε τα καταστήματα τα τραπεζικά, που όντως κλείνει ο Ο.Τ.Ε.. Δηλαδή, στο κοντινότερο χωριό που είναι και το γυμνάσιο -που δεν ξέρω μέχρι πότε θα είναι στη Σταυρούπολη- υπήρχε ταχυδρομείο. Τώρα δεν υπάρχει. Δεν ξέρω, έρχεται ο ταχυδρόμος μία φορά την εβδομάδα. Υπήρχε Ο.Τ.Ε.. Δεν υπάρχει. Υπήρχε κτηνιατρείο. Δεν έχω ιδέα αν υπάρχει. Υπήρχαν εργοστάσια. Δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Υπήρχε το δημαρχείο. Τώρα είναι ένα Κ.Ε.Π., δεν ξέρω πόσοι υπάλληλοι. Γενικά, όποια δημόσια υπηρεσία έχει εξαλειφθεί. Υπήρχε το στρατόπεδο, υπήρχε κόσμος, οικογένειες αξιωματικών. Τίποτα! Ερημώνουνε τα σπίτια! Σ' ένα υπέροχο χωριό που είναι η Σταυρούπολη, έτσι; Δεν σου μιλάω για το Καρυόφυτο που έχει πενήντα και εξήντα... Που έχει τις δυσκολίες του αυτό το μικρό χωριό. Δυστυχώς, δεν έχει βελτιωθεί και δεν έχει αλλάξει τίποτα από τότε. Ίσα ίσα μεγαλώνουν ηλικιακά, φεύγει αυτή η γενιά των ογδοντάρηδων και οι νέοι που μένουν δεν ασχολούνται με αγροτικές εργασίες. Και δεν ξέρω πόσο θα αντέξουν να κρατηθούνε στο χωριό. Εντάξει και όλη αυτή η κρίση πήγε πίσω κάθε προσπάθεια για επένδυση στον τουρισμό. Γιατί έχει το χωριό κάποια υποδομή τουριστική. Θα μπορούσε κάπως να εξελιχθεί κι άλλο. Αλλά, όπως όλα τα πράγματα, πήγε κι αυτό πίσω.
Πώς πιστεύεις ότι σε επηρέασε το γεγονός ότι μεγάλωσες σ' ένα χωριό χωρίς παιδιά - εννοώ κορίτσια - με πολλά αγόρια, με ηλικιωμένους, με ιστορίες από ηλικιωμένους;
Σίγουρα στην εφηβεία μου θα είχα μια συμπεριφορά λίγο μικρομέγαλου. Σίγουρα. Δηλαδή, θυμάμαι ότι πάντα θα πεταγόμουνα στις κουβέντες και θα διέκοπτα. Κι η μαμά: «Μη μιλάς εσύ! Είσαι μικρή». Γιατί ήθελα να λάβω μέρος στην κουβέντα, αφού κι εγώ με κάποιον θα έπρεπε να αναπτύξω ένα διάλογο. Άρα δεν θα έπρεπε να συμμετάσχω σε κάποιου είδους; Αυτό ήτανε για το τότε. Μετέπειτα, όταν -ας πούμε- ότι αυτονομήθηκα και έμεινα μόνη μου, πάντα αναζητούσα να είμαι μέλος μιας παρέας. Και επιδίωκα να είναι και σχέσεις που θα τις διατηρούσα με κάθε τίμημα. Αυτό. Κάποιες κρατήθηκαν, κάποιες όχι. Έχω, όμως, φιλίες από τα φοιτητικά μου χρόνια. Εξελίχτηκαν και σε κουμπαριά και και και. Και πάντα, επειδή η Ελλάδα είναι μικρή, βρίσκω μπροστά μου και κόσμο και παλιούς φοιτητές. Και στον επαγγελματικό χώρο και από εδώ και από εκεί. Και προσπαθούσα -έτσι, να το πω λιγάκι και με κάποιους συμβιβασμούς- να είμαι μέλος μιας παρέας και ας μην μου πηγαίνανε και πολύ. Άσχετα μετά από τα χρόνια αν κατέληξα. Το φιλτράρισμα έγινε. Αλλά το είχα ανάγκη αυτό. Ήθελα να μην αφήσω καμία ευκαιρία -ας πούμε- για θέατρο. Που αν τα οικονομικά μου το επέτρεπαν, ήθελα να πάω στο θέατρο, ήθελα να πάω διακοπές, ήθελα να πάω στα μπουζούκια, ήθελα να δω οποιοδήποτε καλλιτεχνικό... Αυτό νομίζω που στερήθηκα το είχα σ' έναν λίγο παραπάνω βαθμό απ' ότι άλλους. Και προσπαθούσα τα χρήματά μου να τα ξοδεύω εκεί. Από το να... Δεν ξέρω κι 'γω. Να τα... Ας μην έτρωγα ένα καλό φαγητό, παράδειγμα. Αυτό σίγουρα μ’ επηρέασε. Και νομίζω ότι με ακολουθεί ακόμα και τώρα. Δηλαδή, η μοναξιά είναι κάτι που με φοβίζει. Δεν μ' αρέσει! Μπορεί να την αποζητούμε τώρα σ' αυτή την ηλικία, λόγω κούρασης λιγάκι και τα λοιπά. Αλλά... Σίγουρα μ’ επηρέασε! Γι’ αυτό και τα παιδιά μου -ιδιαίτερα όταν ήταν στο δημοτικό- το σπίτι μου ήταν μπέστε, σκύλοι αλέστε και ελαστικά μην δίνετε! Δηλαδή, πάρτυ! Δεν υπήρχε σαββατοκύριακο που να μην φέρουν παιδιά εδώ να παίξουν. Ή να πάν' αυτοί αντίστοιχα σε σπίτια φίλων. Που δεν το κάνανε όλοι. Δηλαδή να είναι το σπίτι τους ανοιχτό. Θυμάμαι, γενέθλια εδώ -παρότι το σπίτι μου δεν είναι ο κατάλληλος χώρος λόγω τετραγωνικών- πενήντα άτομα! Ειδικά στο νηπιαγωγείο, δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει πάρτι και γιορτή με όλα τα παιδιά του νηπιαγωγείου. Κι εδώ στην περιοχή που μένω είχε... Κάποια στιγμή υπάρχουνε κάποιες φωτογραφίες με τα παιδιά μου μικρά που έχουμε μαυράκια, κινεζάκια, έχουνε φίλους απ' την Αλβανία. Έχουνε, που οι μητέρες τους μιλούσανε όλες σπαστά. Λέω: «Τι έχει γίνει εδώ πέρα τώρα; Βαβέλ!» Ίσως τώρα που μου το ρωτάς και αυτός είναι ένας λόγος. Ότι, «έλα μωρέ», δεν έλεγα: «Εντάξει, είναι και δύο αδέλφια κάνει ο ένας στον άλλο παρέα», όχι, ήθελα να είναι με παρέες! Και εξακολουθούν τα παιδιά μου να είναι της παρέας κι αυτοί και της βόλτας και της εκδρομής και πάμε από εδώ και από εκεί. Σ' αυτό πιστεύω, ότι μ’ επηρέασε. Εντάξει. Ξέρεις όταν είσαι και στην εφηβεία και τα λοιπά τα βιώνεις λίγο[01:10:00] πιο δραματικά τα πράγματα απ’ ότι είναι. Ίσως αυτό όμως ήτανε κι ένα κίνητρο που ήμουνα μόνη. Να κάνω κάτι. Να προσπαθήσω λίγο παραπάνω. Να φύγω από 'κει. Και με την παραίνεση των γονιών. Ότι πρέπει αυτό να σπουδάσεις. Να μην κουράζεσαι στην ζωή σου. Να έχεις ανεξάρτητο πορτοφόλι. Να, να, να, να, να, όλα αυτά τα γνωστά. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι η μόρφωση σε όποιο επίπεδο κι αν είναι μόνο θετική μπορεί να είναι. Δεν μπορεί να έχει... Να παίξει κακό ρόλο στη ζωή κάποιου. Εντάξει. Πάντως έχω αυτό της φιλίας, της παρέας από την πρώτη μεγάλης διάρκειας -ας πούμε- πορεία μου στον επαγγελματικό χώρο, έχω διατηρήσει πολλές φιλίες. Λίγο τώρα χαθήκαμε λόγω του κορονοϊού. Πάντα θα κάναμε μια μάζωξη. Κι όλοι μου λένε: «Έλα, Φωτεινή, οργάνωσε το εσύ!». Άρα κάτι λέει αυτό. Ότι εγώ το προκαλώ αυτό. Εύκολα δεν θα χαλάσω κάποια σχέση. Επιμένω, δηλαδή δίνω ευκαιρίες. Και τελικά δεν διαψεύστηκα. Δηλαδή, σ' αυτούς που έχω δώσει τις ευκαιρίες, γύρισαν πίσω. Δεν μου έχει βγει σε κακό. Αυτά. Έτσι νομίζω ότι... Στις σχέσεις μου τις φιλικές κυρίως μ' έχει επηρεάσει. Εντάξει, τώρα σε συγγενικό επίπεδο, πάντα υπήρχε ένα δέσιμο με κάποια συγκεκριμένα ξαδέλφια. Αυτό θεωρώ ότι έγινε λόγω ότι ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας. Εκεί δεν θεωρώ ότι έπαιξε κάποιο ρόλο. Δηλαδή, με κάποια ξαδέλφια έχω περισσότερη σχέση απ' ότι με κάποια άλλα με τα οποία δεν σημαίνει ότι... Θέλω να πω ότι που ήτανε, ζούσανε και κοντά. Δεν έχουμε μαλώσει, δεν υπάρχει κάποια. Θα βρεθούμε, θα μιλήσουμε σαν να μην έχει περάσει καιρός, αλλά δεν είναι η καθημερινή -έτσι- επικοινωνία που μπορεί να έχω με κάποιους άλλους. Κι εκεί προσπαθώ όσο μπορώ, να κρατήσω αυτούς τους δεσμούς έτσι σφιχτούς. Άρα καταλήγουμε ότι σε πολλά μ' έχει επηρεάσει αυτό. Ναι, τώρα που το λέμε, έτσι φαίνεται!
Θα άλλαζες κάτι από την ζωή σου; Έχεις μετανιώσει αρχικά για κάτι; Ή υπάρχει κάτι που θα ήθελες να ήταν διαφορετικά;
Να ήταν διαφορετικά, όχι! Γιατί δεν είμαι έτσι άνθρωπος τώρα, που να κάτσω να σκαλίσω το παρελθόν και να πω. Στο επίπεδο των σπουδών θα άλλαζα κάποια πράγματα. Ίσως, θα ήμουνα λίγο πιο συνεπής φοιτήτρια, για να κάνω κτήμα μου κάποια πράγματα. Γιατί, μάλλον, λίγο τις σπουδές τις διεκπεραίωσα. Αυτό! Τώρα ωριμάζοντας, θα ήταν κάποια πράγματα που θα με βοηθούσαν περισσότερο, αν είχα έτσι αφοσιωθεί λίγο παραπάνω. Και δεν έδινα προτεραιότητα σ' αυτές τις παρέες που λέγαμε και στη διασκέδαση. Αυτό! Όχι κάτι άλλο. Τώρα, ούτε κάποιες άλλες σπουδές θα ήθελα να κάνω. Όχι. Όχι, δεν θα άλλαζα κάτι. Γενικά, αν δεν έχεις παράπονο από το θέμα της οικογένειας, δηλαδή, να έχεις κάποια προβλήματα μ' αυτούς. Τώρα, μπορώ να πω ότι έχω μια καλή οικογενειακή ζωή. Τι να αλλάξω;! Μακάρι, να μπορούσα γύρω μου ν' αλλάξω πράγματα. Αλλά αυτό δεν γίνεται. Στην δικιά μου την πορεία, όχι. Ούτε ποτέ με κέρδισαν τα υλικά αγαθά. Σ' όλους αρέσει η καλοπέραση, έτσι! Τίποτα! Στον χαρακτήρα μου, ίσως, θα ήθελα να αλλάξω κάποια πράγματα. Στον επαγγελματικό χώρο. Να μην άφηνα χώρο σε ανθρώπους που με επηρεάζανε αρνητικά, μου κάνανε έτσι λίγο κακό. Μου ασκούσαν πίεση ψυχολογική, χωρίς να το καταλαβαίνω. Που τώρα έχω την ωριμότητα να το κάνω. Αυτό. Που γίνεται και τώρα, ας πούμε. Δεν θα άλλαζα γεγονότα! Συμπεριφορά θα άλλαζα μόνο! Όχι γεγονότα!
Μου ανέφερες ότι η γιαγιά η Φωτεινή ήθελε να πεθάνει όπως-.
Ο παππούς της.
Ο παππούς της. Πώς πέθανε;
Περίπου όπως ο παππούς. Δεν ταλαιπωρήθηκε πολύ. Περίπου δέκα πέντε μέρες έπεσε στο κρεβάτι. Μ' ένα πνευμονικό οίδημα. Ας πούμε, να, τώρα γιατί λέμε ότι οι συνθήκες, ίσως ήταν τέτοιες που με 'καναν να ωριμάσω λίγο νωρίτερα απ' ό,τι άλλα παιδιά στην ηλικία μου. Ήμουνα τότε... Πήγαινα τρίτη γυμνασίου. Ήτανε χειμώνας και η μητέρα μου, η οποία είχε ζήσει με την πεθερά της απ' τα δεκαοκτώ της χρόνια, έτυχε να είναι στο νοσοκομείο να κάνει κάποια επέμβαση. Αρρωσταίνει η γιαγιά, φέρνουμε τον γιατρό και τα λοιπά. Λένε: «Γεράματα είναι. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι! Έχει λίγο υγρό στους πνεύμονες -ξέρω 'γω- στην καρδιά». Έπεσε στο κρεβάτι. Και η γιαγιά άρχισε να μην μπορεί. Να πρέπει να... Δεν μπορούσε να πάει τουαλέτα, οπότε έπρεπε να την αλλάζουμε. Περίπου, καμιά βδομάδα δεν μπορούσε να 'ρθει η θεία μο, δηλαδή η κόρη της, γιατί είχε επαγγελματικές υποχρεώσεις. Οπότε, την φροντίζαμε εγώ και ο μπαμπάς. Η μαμά μου -νύφη τόσα χρόνια και λοιπά- έτυχε να είναι στο νοσοκομείο έκανε την χολή της τότε εγχείρηση. Θυμάμαι, ήμουνα δεκαπέντε χρονών και η γιαγιά ντρεπόταν τον γιο της να την αλλάξει. Οπότε, αναγκαζόμουνα εγώ. Τις δυο, τρεις πρώτες μέρες δεν τα κατάφερνα και πάρα πολύ καλά. Οπότε, μετά αποδέχτηκε το γεγονός ότι... «Και ντροπή! Πώς θα με δει ο γιος μου;», και τα λοιπά και τα λοιπά. Και άντε να την σκεπάζεις από 'δω και να την κάνει από 'κει. Τώρα, αυτό ήταν ένα γεγονός λίγο δύσκολο για ένα παιδί να φροντίσει τώρα έναν ηλικιωμένο. Θυμάμαι που την τάιζα με το κουταλάκι. Η γιαγιά εξακολουθούσε όλον αυτόν τον καιρό, να έχει αυτά τα συμπτώματα της άνοιας. Ώσπου, περίπου για κανένα εικοσιτετράωρο -ίσως και λίγο παραπάνω- η γιαγιά έπεσε σε κώμα. Έτσι, την θυμάμαι. Ανάσκελα! Με ανοιχτό το στόμα. Είχε έρθει στο μεταξύ κι η κόρη της κι όλα αυτά. Η θεία η Ζωή. Οπότε μειώθηκε λίγο η φροντίδα από μένα. Βοηθούσα, βέβαια. Και έφτασε. Φαινόταν ότι άρχισε ο επιθανάτιος ρόγχος. Και δεν καθόμασταν μαζί της στον ίδιο χώρο. Ήτανε βράδυ, όταν πέθανε. Όπου πηγαίναμε από το ένα δωμάτιο, λίγο ο ένας πήγαινε να την δει, λίγο νεράκι να της δώσουμε και τα λοιπά. Κάποια στιγμή θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κρύωσαν τα άκρα της, τα πόδια της. Και δεν... Δηλαδή πήγαινες να τα πιάσεις να τα σηκώσεις και πέφτανε αυτόματα! Άρχισαν να λένε κι ο μπαμπάς κι αυτά ότι: «Δεν έχει πολύ χρόνο ζωής ακόμα!». Ώσπου κάποια στιγμή, αφού καθόμαστε εκεί στο άλλο δωμάτιο κι αυτά, ήταν σειρά μου να πάω εγώ στο δωμάτιο. Όπου πήγα και πια η γιαγιά δεν ανέπνεε! Βρήκα την ψυχραιμία, της έκλεισα τα μάτια εγώ. Και μετά πήγα στην κουζίνα. Και με πάρα πολλή ψυχραιμία. Ίσως μη συνειδητοποιώντας ακριβώς τώρα αυτή την απώλεια -δεν ξέρω- λέω: «Η γιαγιά τελείωσε!» Και μετά ήρθαν όλοι. Και ακολουθήσανε την όλη διαδικασία. Για πάρα πολύ καιρό, εγώ, στο σπίτι η γιαγιά κοιμότανε στον κάτω όροφο και ακριβώς πάνω απ' το δωμάτιό της κοιμόμουνα εγώ. Όπου τα δωμάτιά μας χωρίζονται μ' ένα ξύλινο πάτωμα. Θόρυβος και από κάτω και από πάνω αντίστοιχα, ακουγόταν. Για πάρα πολύ καιρό, εγώ άκουγα τα βήματα της γιαγιάς κάθε βράδυ που έπεφτα να κοιμηθώ. Ας πούμε, άκουγα τον ήχο της πόρτας που έτριζε, σαν να ζει. Πολλές φορές έκλαιγα μόνη μου. Γιατί μ' αυτήν μεγάλωσα! Ήταν κατ' αρχήν το παιχνίδι μου. Την πείραζα τ' αυτιά, της έκανα τόσα χουνέρια. Ειδικά, χωρίς να έχω έτσι συνείδηση των πράξεων μου και πάρα πολύ, να δώσω κι ένα άλλοθι στον εαυτό μου, γελούσα και -ας πούμε- μ' αυτά που έκανε η γιαγιά. Η γιαγιά είχε κάνει μπάνιο με palmolive για τα πιάτα κάποια στιγμή. Είχε αποπειραθεί να φάει ένα υπόθετο. Γιατί μου έλεγε: «Έλα, άνοιξε το, αυτό το χάπι! Πώς το παίρνουμε;». Και δεν... Είχα τρελαθεί! Γιατί θεώρησα ότι είχε φάει ήδη ένα τέτοιο. Άφριζε αυτό που είναι σαν σαπούνι- το υπόθετο! Μια μέρα νόμιζε ότι είχε γίνει διακοπή ρεύματος και μες στην αποθήκη έψαχνε ένα φανάρι. Και την ψάχναμε, την ψάχναμε κι ήταν μες στην αποθήκη, χρούτσου, χρούτσου να ψάχνει. Τώρα, μου θύμισες άλλο ένα περιστατικό. Υπήρχε, ένας παππούς ο οποίος είχε άνοια σε πολύ πιο σοβαρό βαθμό από την γιαγιά μου. Ο οποίος έφευγε από το σπίτι του και περπατούσε και όπου τον έβγαζε. Είχε έρθει, λοιπόν, στο σπίτι και η γιαγιά καθόταν στην αυλή. Κι εγώ εκεί έπαιζα έξω στην αυλή, δεν ξέρω τι έκανα. Κατακόρυφα έκανα, διάφορα εκεί πέρα με το κασετόφωνο χόρευα, έκανα. Η γιαγιά τώρα εν μέρει με άνοια. Αυτός με Αλτσχάιμερ καραμπινάτο! Ο άνθρωπος, όμως, ζητούσε κάτι λογικό στη δεδομένη στιγμή. Ζητούσε να πάει στο σπίτι της κουμπάρας, αυτής της γιαγιάς Χρυσούλας που είχαμε. Που όντως ήτανε κουμπάρα του. Η γιαγιά η Φωτεινή να μην αντιλαμβάνεται[01:20:00] ότι αυτός έχει κάποιο πρόβλημα. Και να του λέει: «Δεν είναι κουμπάρα σου η Χρυσούλα! Ποια Χρυσούλα; Δεν είναι εδώ!». Εγώ εντωμεταξύ να ακούω και να λέω: «Αφού η γιαγιά Χρυσούλα μένει παραπέρα. Γιατί δεν τον στέλνει τον άνθρωπο αυτόν;». Ήταν ένας διάλογος να πέσεις κάτω. Συνεννόηση δεν υπήρξε ποτέ! Μέχρι που ήρθε η μαμά μου και τον πήγε τον άνθρωπο εκεί, στην κουμπάρα του που ήθελε να πάει. Ο καημένος αυτός, κάποια στιγμή είχε χαθεί και όλο το χωριό τον έψαχνε. Και είχε βγει λίγο έξω απ' το χωριό. Και περπατούσε προφανώς χαμένος. Είχε χάσει τον προσανατολισμό του κι είχε σκαλώσει πάνω σ' ένα συρματόπλεγμα, σε φράχτη από κήπο. Κι είχαν μπλεχτεί τα ρούχα του και είχε μείνει εκεί. Δεν είχε το κουράγιο να βγει και τον είχαν βρει εκεί πέρα. Ευτυχώς ζωντανό! Αλλά καταταλαίπωρο κι εξουθενωμένο. Αυτά. Περιστατικά που οι γιαγιάδες και παππούδες, διάφορα. Έχει ωραία γεγονότα στο χωριό, έτσι. Διάφορα τέτοια. Ένα συμβάν μ' έναν που είχε έρθει να αυτοκτονήσει υποτίθεται. Στο χωριό. Γιατί είχε καταχραστεί κάποια χρήματα απ' το ΕΛ.ΤΑ., το θυμόμουν σαν παιδί. Ήταν ξαπλωμένος. Το χωριό μου έχει μια μεγάλη βρύση μέσα στο κέντρο της πλατείας, έτσι, με δροσερό κρύο νερό. Τώρα, γιατί πήγε εκεί δίπλα αυτός και αυτοπυροβολήθηκε, ενώ είχε διπλώσει και τέσσερα πέντε κάτι το στρατιωτικό του τζάκετ και τελικά τραυματίστηκε μόνο στον ώμο! Δεν ξέρω! Για να γλυτώσει τα χρήματα. Ένα γεγονός που για κάνα μήνα το κουβεντιάζαμε, στο χωριό. Αυτό.
Δηλαδή τι έγινε;
Αυτός είχε καταχραστεί κάποια χρήματα απ' τα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Δεν ξέρω από πού ήτανε. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Και προκειμένου να του... Επειδή τον ανακαλύψανε, κόντευε να γίνει η αποκάλυψη, αποφάσισε ότι ήθελε να αυτοκτονήσει. Τώρα αποφάσισε όντως; Ή δήθεν; Ή θεώρησε ότι κάνοντας αυτή την κίνηση της απόπειρας αυτοκτονίας θα είναι πιο επιεικείς στις ποινές τους; Και διάλεξε το χωριό μας να έρθει να κάνει αυτή την απόπειρα. Έτσι, σε κοινή θέα! Εντάξει! Διάφορα τέτοια γεγονότα. Σαν παιδί πήγαινα σε πάρα πολλές κηδείες. Σχεδόν σε όλες! Πολύ έτσι εξοικειωμένη με την εικόνα του θανάτου. Με τα εξαπτέρυγα. Γιατί, όταν μεγαλώνεις με ηλικιωμένους ανθρώπους, είναι επόμενο και φυσικό να γίνονται και πολλές κηδείες. Τώρα γιατί θεωρούσα εγώ σκόπιμο ότι πρέπει να παραβρεθώ σε αυτές; Χωρίς και η μαμά να με εμποδίζει. Δεν ξέρω! Βοηθάει, όμως, αυτό! Κατά κάποιον τρόπο. Τουλάχιστον, να μην έχεις μία φοβία στο θέαμα του θανάτου, στο θέαμα του φέρετρου και του νεκρού σώματος. Σ' αυτό! Κάτι που τα παιδιά στην πόλη, λόγω των συνθηκών του γεγονότος ότι δεν ξενυχτάνε τον νεκρό, συνήθως από τον χώρο του ψυγείου πας κατευθείαν στο νεκροταφείο, ίσως και σε μεγάλη ηλικία για πρώτη φορά αντικρίζουνε νεκρό. Κι όταν γίνει από κάποιο μέλος της οικογένειας, κι άμα είναι και νέος, εκεί γίνεται ο χαμός. Εγώ είχα δει πολλές γιαγιάδες άρρωστες. Που μπορεί η μητέρα μου να μου έλεγε, ας πούμε: «Πήγαινε λίγο γάλα στην κυρά Σουλτή, που είναι στο...!». Και την οποία την έβλεπες στο κρεβάτι. Και ούτε φαντάζομαι ποτέ ότι περνούσε από το μυαλό της μαμάς ή του μπαμπά: «Α, να προστατεύσουμε το παιδί από την εικόνα του νεκρού!». Δεν. Θεωρώ ότι ήταν κάτι φυσιολογικό που τώρα, μη μου άπτου: «Τα παιδιά μας, μην τρομάξουνε! Να μην κάνουνε! Να μην ράνουνε!» Το άλλο άκρο!
Ποια είναι η πιο δυνατή εικόνα που έχεις; Νεκρού;
Νεκρού τώρα φυσικά είναι πρόσφατο λόγω του πατέρα μου! Που έχει φύγει εδώ και σχεδόν τρεις μήνες κοντεύει. Όχι τρεις μήνες. Δυόμισι. Αλλά, και της γιαγιάς ήταν πολύ έντονο, αυτό που σου περιέγραψα, δηλαδή πάλι την έχω την εικόνα αυτή και την επαφή. Αυτό που την άγγιξα να της κλείσω... Αυτό που σου λέω, τα παγωμένα πόδια. Τα έχω αυτά. Δεν έχουν φύγει! Απλά τότε κάπως το βίωσα λίγο πιο... Δηλαδή με την γιαγιά έκλαιγα πολύ εκ των υστέρων. Στον μπαμπά, επειδή το έζησα και κάποιο χρόνο νωρίτερα, ήταν λίγο πιο σταδιακός ο πόνος και όλο αυτό το βίωμα. Αλλά έχω τύχει και σ' άλλα συγγενικά πρόσωπα να είμαι στον χώρο. Του πεθερού μου. Την θεία μου. Έχω περιστατικά τέτοια! Στο χωριό υπήρχε, μιας και μιλάμε έτσι γι' αυτά τα ευχάριστα, αυτό που λέμε ο αγαθός κάθε χωριού. Ο Κώτσος! Ο Κώτσος ήτανε ένας τύπος που όταν εγώ ήμουν μικρή, αυτός να ήτανε ηλικία εξήντα κάτι. Ένας έτσι γραφικός τύπος, με τραγιάσκα, ευχάριστος, που άμα έπινε και κάνα κονιακάκι όλα γινότανε τέλεια. Ήτανε συμπάθεια της μαμάς μου. Κάθε μέρα θα ερχόταν, είχε κι ένα ούτι και ψιλογρατζούναγε και θα της τραγούδαγε το «Άντε, καλέ Μαρία». Έτσι! Τον κέρναγε η μάνα μου. Πίνανε καφέ. Αυτός ήτανε από οικογένεια, ήταν δύο αδέρφια που, από ό,τι θυμάμαι, έλεγε, ότι η μητέρα τους ή η γιαγιά τους -δεν θυμάμαι- προκειμένου να κάνουνε δουλειές, όταν ήτανε μωρά στην κούνια, μες στο γάλα τους έβαζε κάποιο χόρτο. Τώρα δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν. Παπαρούνα; Δεν ξέρω τι ακριβώς. Η γιαγιά μου η Φωτεινή έλεγε όπιο. Δεν πιστεύω ότι ήτανε όπιο αυτό. Αυτό εννοούσε κάποιος άλλος σπόρος από παπαρούνες, από, δεν ξέρω από τι μπορεί να ήτανε. Και τα παιδιά φυσικά είχανε πρόβλημα αργότερα. Πολύ περισσότερο αυτός ο Κώτσος. Ο Κώτσος λοιπόν, ήτανε η αγαπημένη μασκότ του χωριού. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να έρθει, να μην τον κεράσει. Του φέρνανε δώρα. Η αδυναμία. Τον είχαν όλοι οι οδηγοί του λεωφορείου, γιατί τους βοηθούσε στην πλατεία να κάνουν την μανούβρα στην πλατεία. Μια φορά όμως, σε κάποιον -δεν ξέρω μπορεί να τα είχε τσούξει ο Κώτσος- εκεί που έκανε αναστροφή το λεωφορείο και στην όπισθεν δεν είχε ορατότητα κι ο Κώτσος έλεγε: «Έλα, έλα, έλα, έλα!», στον οδηγό, το λεωφορείο έπεσε στο χαντάκι. Οι πίσω ρόδες βρέθηκαν στο αυλάκι, που διέσχιζε την κεντρική πλατεία τότε. Είχε γίνει λοιπόν, ανέκδοτο. «Έλα, έλα, έλα, έλα! Μπαμ! Τώρα καλά είσαι!» Αυτό ήταν το ανέκδοτο, που ο Κώτσος οδήγησε το λεωφορείο στο αυλάκι. Όταν, λοιπόν, ο Κώτσος αρρώστησε και πέθανε, ήτανε Θεοφάνια. Εγώ τότε πρέπει να ήμουνα φοιτήτρια. Και ήμουν στο χωριό. Γιορτές Χριστουγέννων! Είχε χιονίσει στο χωριό. Ένα γόνατο χιόνι, όπως λέμε. Ήταν τριάντα πόντους σίγουρα. Ήταν απίστευτο το πόσοι άνθρωποι σ' αυτόν, που ουσιαστικά έναν αδερφό είχε, δεν είχε άλλους συγγενείς και μια αδερφή που δεν έμενε καν στο χωριό και δεν θυμάμαι αν ήτανε. Πόσο πολύ τον λυπήθηκα. Και θυμάμαι, πρώτη φορά πήγα σπίτι τους. Ήταν ένα παλιό, έτσι, σπίτι. Έχω κι αυτή την εικόνα. Που δεν είχε λουλούδια γιατί ήτανε χειμώνας. Κι ήταν έτσι στο φέρετρο με -δεν θυμάμαι τώρα- μ' ένα στεφάνι, μ' ένα κάτι, τελείως... Γιατί ήτανε καταχείμωνο στο χωριό. Ποιο λουλούδι; Ποιο ανθοπωλείο; Εδώ δεν μπορούσες να μετακινηθείς. Με το ζόρι ανοίξανε τον τάφο, γιατί ήταν παγωμένη η γη και δεν μπορούσες να... Αλλά στο χωριό δεν υπάρχουνε ψυγεία και τέτοια πράγματα τώρα. Αυτή είναι -ας πούμε- μια κηδεία που την θυμάμαι. Και θυμάμαι ότι τον έκλαψα έτσι με την ψυχή μου αυτόν, τον Κώτσο. Που δεν μας συνέδεε κάτι συγγενικό μ' αυτόν. Αλλά έτσι, άμα αναλογιστείς την ζωή του κι όλα αυτά. Αυτός πήρε αγάπη απ' τον κόσμο. Υπήρχαν κι αυτοί που το τσιγκλούσαν και τον... Πάντα θα υπάρχουνε αυτά τα άτομα. Όπως κάνουνε και με τα ζώα έτσι κάνουν και με ανθρώπους. Αλλά εισέπραξε πολλή αγάπη. Γενικά το σπίτι μας ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα σπίτι ανοιχτό. Δηλαδή, εγώ μεγάλωσα σ' ένα σπίτι όπου ο πατέρας μου, εκτός του ότι εξυπηρετούσε το κοινό και τα σαββατοκύριακα που δεν ήταν υποχρεωμένος να κάνει, γιατί οι περισσότεροι που ζούσαν εκτός χωριού και θέλανε να πάρουνε κάποιο έγγραφο, κάποιο πιστοποιητικό -εννοείται ότι δεν έβγαινε τίποτα ψηφιακά- ερχότανε στο σπίτι του γραμματέα και του έλεγε: «Θέλω ληξιαρχική πράξη γάμου, θέλω...». Γιατί η κοινότητα έδινε τα πάντα. Ήταν ληξιαρχείο! Ήταν γι' αυτόν που έπρεπε να κάνει τα χαρτιά του για σύνταξη του Ο.Γ.Α.. Ο πατέρας μου ήταν ανταποκριτής του Ο.Γ.Α., έτσι λεγότανε. Πολλοί απ' αυτούς -γιατί δουλεύαν Σάββατα και τα λοιπά- δεν είχαν πού να μείνουν και μένανε στο σπίτι μας. Ερχόντουσαν βοσκοί που το καλοκαίρι θα ανεβάζανε τα ζώα τους στο βουνό. Αυτό που λέμε τον χειμώνα κατεβαίνουν στα χειμαδιά[01:30:00] και ανεβαίνουν στα ορεινά το καλοκαίρι που έχει πράσινα λιβάδια και λοιπά. Και πληρώνανε κάποιο αντίτιμο στην κοινότητα. Τα λιβάδια κι όλα αυτά ήταν δικαιοδοσία της κοινότητας. Τα βοσκοτόπια. Οπότε, δίνανε κάποιο συμβολικό αντίτιμο αυτοί. Αυτοί για να 'ρθουν να κανονίσουν αυτά, πολλές φορές κοιμόντουσαν στο σπίτι. Άγνωστοι άνθρωποι! Αίσθηση κινδύνου καμία. Τίποτα. Το δωμάτιο της γιαγιάς ήτανε ξενώνας. Εκεί έχουν κοιμηθεί ό, τι μπορείς να φανταστείς. Με τα ρούχα, χωρίς να έχουνε πυτζάμες. «Πού θα κοιμηθεί κάποιος;, «Στο σπίτι του γραμματέα!», «Πού θα κοιμηθεί κάποιος;». Αλλά δεν θυμάμαι ποτέ την μάνα μου να πει: «Ώχου! Τι μας τον κουβάλησες αυτόν;» ή «Πού θα τον βάλω εγώ αυτόν στο σπίτι;» ή «Τι θα φάμε;». Σ' όλους έλεγε: «Ό, τι έχουμε, αυτό θα φάμε!». Και υπάρχουν άνθρωποι που, και τώρα μάλιστα με αφορμή και τον θάνατο του πατέρα μου, έχουν πάρει απίθανοι τύποι που το μάθανε. Δηλαδή, άνθρωποι που μπορεί να μην έχεις καθημερινή... «Δεν θα ξεχάσω που μας φιλοξενήσατε τότε! Δεν θα ξεχάσω που αυτό». Θα 'θελα πολύ να είμαστε μια τέτοιας λογικής και στην πόλη, αλλά είναι λίγο δύσκολα τα πράγματα. Είναι λίγο δύσκολα. Δεν. Αυτό όμως, με έκανε να μην θεωρώ ότι είμαι ένας άνθρωπος που δεν κάνω διακρίσεις φυλετικές θρησκευτικές και τα λοιπά. Έχω φίλες που ανήκουν σε άλλη θρησκεία, διαφορετική από μένα, σε κάποιες αιρέσεις. Δεν με προβλημάτισε ποτέ. Δεν ήταν κάτι που θα μας χώριζε και θα επηρέαζε τις σχέσεις. Μάλιστα, μιας και αναφέραμε τα βιώματα της γιαγιάς και της ορφάνιας του πατέρα μου και των θείων μου λόγω αυτού του θανάτου με την καταστροφή του χωριού από τους Βουλγάρους, έχω να πω ότι στο δικό μας το χωριό, με την με την πτώση Σοβιετικής Ένωσης κι όλα αυτά, τέλη του '80, αρχές του '90 που ήρθαν κύματα από Ανατολικές χώρες. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, ας πούμε, είχαμε μεγάλα ρεύματα από την Αλβανία, παράδειγμα, στην Αθήνα που ζούμε. Σ' εμάς επάνω, δεν είχε τόσους πολλούς Αλβανούς στην Θράκη. Είχαμε, όμως, Βουλγάρους που περάσανε τα σύνορα με τα πόδια. Κάποιες οικογένειες ήρθαν στο χωριό. Ακόμη τότε ζούσε η γιαγιά! Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό τους να πούνε: «Α! Οι Βούλγαροι! Σιγά μην τους βοηθήσουμε αυτούς! Οι Βούλγαροι που μας σκοτώσανε και κάνανε!». Η γιαγιά μου ποτέ δεν κατηγόρησε τους απλούς ανθρώπους. Είπανε: «Οι αρχηγοί τα κάνανε όλα!», πάντα έλεγε. Κι αυτό το υιοθέτησε κι ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου. Και, γενικά, μπορώ να πω και στο χωριό δεν είχαμε τέτοια φαινόμενα ρατσισμού. Δεν θα πω μόνο για την δική μου οικογένεια. Δηλαδή, έντονα φαινόμενα ρατσισμού μπορεί να ακούσεις στο καφενείο κανένα έτσι, από 'δω από 'κει για τους πρόσφυγες. Επειδή όλοι είναι απόγονοι προσφύγων κι έχουν βιώματα απ' τις γιαγιάδες, απ' τους γονείς τους, σίγουρα παίζει τον ρόλο του αυτό. Θα μπορούσε να είναι και το αντίθετο, γιατί στην πλατεία του χωριού υπάρχει ένα μνημείο με μία λίστα πόσων ανθρώπων που σκοτώθηκαν. Αλλά, αντιθέτως! Δεν ξέρω! Μάλλον ο πόλεμος σου δίνει κάποιο άλλο μάθημα, που εμένα μου το μετέδωσαν κι οι γιαγιάδες κι οι γονείς. Διατηρούμε σχέσεις με κάποιες οικογένειες Βουλγάρων. Μία οικογένεια συγκεκριμένη που μεγάλωσαν τα παιδιά εκεί, ενώ εγώ ήμουνα τότε στη Θεσσαλονίκη. Μας έχουνε σαν συγγενείς. Δηλαδή, μας θεωρούν, την μητέρα μου την φωνάζουνε «θεία». Επικοινωνούμε στο τηλέφωνο. Έχουμε σχέσεις. Μου το λένε κιόλας ότι μας θεωρούνε συγγενείς. Δηλαδή, τι καλύτερο απ' αυτό; Παιδιά που ήρθανε, τελειώσανε το σχολείο, σπουδάσανε, κάνανε οικογένειες, μορφωθήκανε. Άξια επαίνων με τόσες δυσκολίες! Αυτά!
Εμένα με έχεις καλύψει!
Τι άλλο; Αφήσαμε κάτι άλλο τώρα απ' έξω; Μπορεί να μου 'ρθει σε λίγο. Αλλά...
Τώρα θέλεις να προσθέσεις κάτι;
Ξέρω κι 'γω τώρα. Είπα εδώ πέρα της Παναγιάς τα μάτια. Τουρλουμπούκι! Τι δεν είπαμε; Υπάρχει κανένα κομμάτι που δεν είπαμε;
Ό, τι θελήσουμε να προσθέσουμε εδώ είμαστε.
Τώρα, Σάντυ, δεν μου 'ρχεται κάτι. Μέχρι τον Κώτσο μνημονεύσαμε.
Από όλα όσα είπαμε τι σου έχει μείνει τώρα έτσι;
Τίποτα! Αχταρμάς στον εγκέφαλο! Όλα! Τι να μου 'χει μείνει, ρε παιδί μου; Κοίτα τώρα! Γλυκιά είναι αυτή η γεύση; Μάλλον προς το πικρό είναι! Για τότε, ε! Όχι τώρα! Τώρα, έχω μια αποστασιοποίηση που λέω ότι όλα κάπου μ' έχουν βοηθήσει. Δεν θέλω να πω αυτό το όλα για κάποιον λόγο γίνονται. Αλλά, κάπου χρησιμεύουν! Δεν ένιωσα ότι κάτι ήταν παραπανίσιο απ' αυτά! Α! Ένα γεγονός που -ας πούμε- ήταν... Που με ακολουθούσε και το επαναλάμβανα ήταν ότι εγώ δεν γνώρισα παππού. Ούτε από την πλευρά της μητέρα μου, γιατί πέθανε στα σαράντα κάτι του, ούτε απ' την πλευρά του πατέρα μου. Για παππού και για λίγα χρόνια είχα έναν γείτονα, τον μπάρμπα-Σαράντη. Να μην σου πω ότι βίωσα έτσι λίγο επώδυνα κι αυτουνού την απώλεια. Πάλι! Πολλές απώλειες, ρε παιδιά, τελικά! Τώρα, τι γίνεται εδώ πέρα; Πολλή απώλεια! Τον είχα... Ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, μιλούσε έτσι αργά. Αργά έτρωγε. Έτσι ψηλός, ευθυτενής. Πολύ ωραία φιγούρα! Αλλά κι αυτός πέθανε λιγάκι νωρίς. «Παππού» τον φώναζα αυτόν. Ενώ την γυναίκα του την φώναζα κυρά - Δημητρία! Αυτόν τον φώναζα «παππού», για κάποιον λόγο. Γιατί μάλλον μου έλειπε ο παππούς. Και κάτι άλλο έτσι που με βάραινε τότε ήτανε, ότι ο πατέρας μου μ' έκανε σε ηλικία σαράντα τριών ετών. Για τα τωρινά δεδομένα, μάλλον μία έναρξη του έγγαμου βίου. Οι περισσότεροι γίνονται πατεράδες στο πρώτο τους παιδί, σ' αυτή την ηλικία. Αλλά για τότε, επειδή οι γονείς των υπόλοιπων παιδιών, και στο γυμνάσιο κυρίως ήταν νεότεροι, ο πατέρας μου έχοντας και άσπρα μαλλιά από πολύ νέος, πολλές φορές σε συναντήσεις στο δρόμο, που πήγαινα μαζί του στην Ξάνθη, και ξέρω 'γω κάπου βόλτα, του λέγανε: «Στράτο, εγγόνι σου είναι αυτό;». Κι εγώ ένιωθα πάρα πολύ άσχημα γιατί ο μπαμπάς μου τον θεωρούσα ότι είναι μεγάλος. Αυτό ήταν κάτι που το... Μετά τα δεκαοχτώ -ας πούμε- το απέβαλα. Γιατί είναι ο δικός μου μπαμπάς μεγάλος; Κάπως το... Δεν ξέρω τι με έκανε να μην νιώθω καλά. Που με τον μπαμπά μου ήταν, ήταν αυτός με τον οποίο θα πάμε να ψωνίσουμε την γραφική ύλη, μ' αυτόν θα πάμε να ψωνίσουμε ρούχα, μ' αυτόν θα πάμε στην Ξάνθη, αυτός θα με πάει στον γιατρό. Όλα μ' αυτόν! Δηλαδή... Αυτός θα έρθει στο σχολείο να ρωτήσει. Ποτέ η μαμά! Όπως κι η απάντηση που έδινε σ' αυτούς που λέγανε: «Στράτο, εγγόνι σου είναι;». Έλεγε: «Όχι! Το στερνοπούλι μου!». Αυτή ήταν η λέξη. Τότε που να ήξερε ότι όλοι οι πατεράδες είναι γκριζομάλληδες τώρα; Στην καλύτερη των περιπτώσεων. Αυτό για τον παππού και για τον μπαμπά.
Τα παιδικά μου χρόνια, εκτός των άλλων, είναι γεμάτα και με εικόνες από χιονισμένα τοπία. Θυμάμαι ότι πάρα πολλές φορές από τα Χριστούγεννα και μετά και για πάρα πολλές μέρες το σχολείο δεν λειτουργούσε. Επειδή συνήθως οι δάσκαλοι μένανε σε κάποιο κοντινό χωριό, ήταν δύσκολο να έρθουν. Η συγκοινωνία κοβόταν μέχρι να έρθει της νομαρχίας το μηχάνημα, το γκρέιντερ, όπως λέμε και λέγαμε, για να ανοίξει τον δρόμο. Άσε που κι όταν άνοιγε μετά, ο πάγος εξακολουθούσε να υπάρχει. Και εγώ έπαιρνα -θυμάμαι- ειδικά στην πρώτη και δευτέρα δημοτικού είχα μια ασήκωτη δερμάτινη τσάντα που από μόνη της ζύγιζε, δεν ξέρω κι εγώ πόσα κιλά. Δεν υπήρχαν αυτές... Τουλάχιστον εγώ δεν είχα τέτοια που να μπαίνει στην πλάτη. Εννοείται ότι δεν υπήρχαν αυτές με τα ροδάκια. Ήτανε μία σάκα ασήκωτη. Την θυμάμαι πιο βαριά από μένα. Πηγαίναμε. Περιμέναμε, περιμέναμε. Άναβε η κυρία που άναβε την σόμπα εκεί για το σχολείο. Περιμέναμε και μετά, τι να κάνουμε. Κάναμε λίγο έλκηθρο, λίγο σκι με το νάιλον από την πλατεία μέχρι κάτω. Εγώ ήμουνα λίγο φοβιτσιάρα είναι η αλήθεια. Τα αγόρια ήταν πιο θαρραλέα. Βέβαια, μονίμως τα πόδια μου ήτανε βρεμένα. Δεν ξέρω πόσα ζευγάρια κάλτσες έπρεπε να βάλει κανείς για να είναι στεγνά. Αλλά δεν θυμάμαι, ρε παιδί μου, να έχω και πλαστικές γαλότσες[01:40:00]. Θυμάμαι διάφορες μπότες τώρα σε δερματίνη με γούνα που έπαιρνα πάντα γιατί έκανε κρύο. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα ζευγάρι κόκκινες μπότες που στο πλάι δεξιά και αριστερά, σκέψου τώρα σαν ένα μεγάλο τατουάζ, είχε τους Άγγελους του Τσάρλι. Δεν ξέρω γιατί. Ήταν η εποχή που έδειχνε τότε αυτό το...; Μπορεί. Δεν ξέρω. Κάτι ξανθούς. Είχα αυτά τα μποτίνια που κάποια στιγμή, τρύπησαν και είχα πάθει κρυοπαγήματα. Ένα μπουφάν μπλε, μπλε! Άντε πάλι με γούνα. Μέχρι που μου στένεψε. Δεν ήθελα να το αποχωριστώ αυτό το μπουφάν, που έμοιαζε λίγο αδιαβροχοποιημένο. Από ντύσιμο; Ό, τι να ΄ναι! Εντάξει! Καθόλου γούστο η μαμά, ε! Φορούσαμε ό,τι να ήτανε! Λίγο πολύ σαν αγόρι λίγο ντυνόμουνα εγώ. Δηλαδή, ένα κοτλέ θυμάμαι -ας πούμε- που κάθε χρόνο θα αγόραζα. Βυσσινί, λαδί, μουσταρδί. Τα ίδια φορούσανε και τα αγόρια στο σχολείο. Άνετα ήτανε αγορίστικο το ντύσιμο μου! Εντάξει! Μόνο όταν έβαζα την φουστίτσα να πάμε την Κυριακή στην εκκλησία. Ψόφος! Να παγώνεις! Κάτι ήθελα να σου πω τώρα, για τα χιόνια. Την περίοδο λοιπόν εκείνη και μέχρι που πήγαινα στο γυμνάσιο ήτανε πάρα πολύ συχνή η χιονόπτωση. Κάτι που τώρα έχει αλλάξει. Δηλαδή θυμάμαι το καλοκαίρι να κάνει πάρα πολλή ζέστη. Βέβαια, το βράδυ στο χωριό λόγω υψομέτρου πέφτει η θερμοκρασία. Δρόσιζε πάντα! Αλλά την ημέρα... Δεν υπήρχε και τόση βλάστηση! Δεν έβρεχε τόσο συχνά όπως τώρα! Και χιόνιζε πάρα πολύ! Πάρα πολύ συχνά! Τώρα μπορεί να κάνει ένα δυο χιονοπτώσεις. Μπορεί τον Απρίλη, ας πούμε. Τον περασμένο χρόνο χιόνιζε μέχρι τέλη Απριλίου. Μεγάλη βδομάδα είχε χιόνι. Κι όλο τον υπόλοιπο καιρό να μην χιονίζει. Έχουν αλλάξει οι καιρικές συνθήκες. Ωραίο ήταν, όμως, το χιονάκι αυτό. Ωραίο και για τους δασκάλους. Είχανε άλλοθι να μην κάνουνε μάθημα. Θυμάμαι διάφορα ευτράπελα τώρα μέσα από το μάθημα. Η αίθουσα η σχολική... Το σχολείο ήταν ένα παραδοσιακό σχολείο επαρχίας. Δηλαδή, ανεβαίνεις τα σκαλιά, κάτω έχει κάποια υπόγεια. Και δύο μεγάλες αίθουσες με ξύλινο πάτωμα. Οι δύο αίθουσες αυτές είχανε ένα ξύλινο διαχωριστικό. Στη μία αίθουσα υπήρχε σκηνή θεατρική, από το μακρινό παρελθόν. Μία φορά αν την χρησιμοποιήσαμε. Και στο άλλο είχε τα θρανία, όχι αυτά με τις καρέκλες. Τα ξύλινα, αυτά που έχει ενσωματωμένο και το παγκάκι στο οποίο κάθεσαι. Θυμάμαι ότι είχαμε μάθημα γεωγραφίας και ρωτάει έναν συμμαθητή μου, ο οποίος ήτανε μπουμπούνας, δεν διάβαζε καθόλου: «Ποια είναι πρωτεύουσα της Ελλάδας;». Είχε δώσει τόσες απαντήσεις, σε σημείο που με είχε μπερδέψει. Άρχισα κι εγώ να αμφιβάλλω, που υποτίθεται ήμουνα καλή μαθήτρια. Ποια ήταν η πρωτεύουσα της Ελλάδος! Δε θα το ξεχάσω! Αγανακτισμένος ο δάσκαλος, λέει: «Μήπως είναι το...». Είχε πει διάφορα. Είχε πει διάφορα. Είχε πει την Ξάνθη. Είχε πει την Θεσσαλονίκη. Είχε πει διάφορες πόλεις. Όσες του ερχόντανε. Είμαστε τώρα μπροστά στον χάρτη. Και του λέει: «Μήπως είναι το Καρυόφυτο;». Και λέει: «Ναι! Το Καρυόφυτο είναι!». Είχα τρελαθεί! Θυμάμαι, ένα άλλο περιστατικό μέσα από την αίθουσα του σχολείου. Είναι μια δασκάλα, η οποία είναι έγκυος. Δεν θυμάμαι αν είναι πρωτοδιοριζόμενη. Καταγόταν από ένα χωριό των Σερρών. Νιόπαντρη. Σκέψου τώρα. Να 'χει πάρει ο άντρας της μετάθεση αλλού. Αυτή αλλού. Και έγκυος τώρα να είσαι στο χωριό εκεί, στο Καρυόφυτο. Έτρωγε μονίμως Noisetta σοκολατάκια. Ήθελε όποιος πάει πρώτος, το πρωί στο σχολείο- είχε μία καρέκλα δερματίνη του γραφείου- να την βάζουμε κοντά στη σόμπα, για να είναι ζεστή, έτσι ώστε όταν κάθεται να μην κρυώνει. Να σου πω την αλήθεια κι εγώ στη θέση της μάλλον το ίδιο θα έκανα. Αυτό το παγωνιά στο χωριό δεν παλεύεται. Ε, και μια μέρα λοιπόν είχε πάει η καρέκλα τόσο κοντά, που η δερματίνη σχεδόν κάηκε. Δηλαδή, είχε υπερθερμανθεί. Έκατσε λοιπόν με το καλσόν της και σχεδόν, τι να σου πω, κάηκε. Το καλσόν άνοιξε εκεί μία τρύπα. Εμείς να γελάμε! Δεν σου περιγράφω το τι είχε γίνει. Δεν ξέρω αν κάναμε μάθημα. Την θυμάμαι χαρακτηριστικά. Η μαμά μου, μού έδινε και αυγά να της πηγαίνω, που είναι έγκυος, για να τρώει. Τελικά, μας εγκατέλειψε στα μέσα της χροιάς με άδεια αναρρωτική, ας πούμε, ότι δεν μπορεί λόγω εγκυμοσύνης άλλο να συνεχίσει. Μάλλον δεν περνούσε και πολύ καλά. Επίσης θυμάμαι έναν άλλον δάσκαλο. Που δεν είχε αφήσει τον συμμαθητή μου τον Ηρακλή, κάνα δυο χρόνια μικρότερος από μένα, γιατί υπήρχε και μεγαλύτερος Ηρακλής για να μην γίνει παρανόηση. «Κύριε, θέλω να πάω στην τουαλέτα! Κύριε, θέλω να πάω στην τουαλέτα!» και δεν τον αφήνει να πάει στην τουαλέτα. Ο Ηρακλής, όμως, δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Του έφυγαν τα τσίσα. Και εκεί που κάνουμε μάθημα, ακούμε στο πάτωμα να κυλάει το νερό, τσιιιιιιρ! Και να στάζει τσικ, τσικ, τσικ, τσικ! Θυμάμαι ότι τον λυπήθηκα τόσο πολύ. Γιατί, εννοείται ότι θα υπήρχε καζούρα τις επόμενες μέρες, αλλά το ευχαριστήθηκα κιόλας με τον δάσκαλο που δεν μας πίστευαν ποτέ. Και νομίζανε ότι ζητούσαμε να πάμε τουαλέτα όλο έτσι για πλάκα. Αυτά τα περιστατικά έτσι θυμάμαι. Οι εκδρομές ήτανε στο Κάτω Καρυόφυτο που απείχε ένα χιλιόμετρο. Ημερήσιες, έτσι. Το πολύ πολύ σε κάποιο άλλο χωριό, κοντινό στα δέκα χιλιόμετρα, στο Ιωνικό. Έτσι, να συσφίξουμε τις σχέσεις. Μονοθέσια όλα αυτά τα σχολεία εκεί. Είμαι χαρούμενη, γιατί με κάποιους απ' αυτούς τώρα εδώ τα social media έχουν κάνει δουλειά και τους έχω βρει. Και έχουμε έτσι μιλήσει λιγάκι. Με κάποια παιδιά απ' αυτούς που γνωριζόμασταν τότε.
Με πούλμαν σας πηγαίναν τότε-.
Ναι! Nαι! Με πούλμαν. Κι οι εκδρομές, έτσι, οι πιο μεγάλες ήταν στη Θάσο, στην Καβάλα. Εκεί. Αυτές ήταν οι εκδρομές, οι αυτές οι ημερήσιες. Όχι οι περίπατοι! Τα Χριστούγεννα πάντα μας έκανε το σχολείο ένα δώρο. Ακόμα έχω στο χωριό έναν Άι-Βασίλη, κερί. Λίγο στραπατσαρισμένο, αλλά ήταν από την πρώτη δημοτικού αυτό. Γενικά, δεν είχα και πολλά παιχνίδια. Αλλά κι αυτά που είχα τα είχα διατηρήσει, μέχρι που η μαμά μου τα έδωσε στα εγγόνια της κι όσα έχουν απομείνει έχουν καταστραφεί. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι για πρώτη φορά είδα κούκλα, τύπου Barbie, γιατί δεν ήταν Barbie, πρέπει να ήταν Sindy. Μία κούκλα που μου την έφερε η θεία μου από την Αμερική, που έμενε τότε στην Νέα Υόρκη. Η αδερφή της μαμάς μου. Κι ήταν αυτές οι πολύ ωραίες κούκλες, αδύνατες, λεπτές, καλοντυμένες που με τα ευλύγιστα ποδαράκια και χεράκια. Τύπου Barbie. Κι αυτή φορούσε ένα τύπου ασημένιο γοβάκι, ψηλοτάκουνο. Με είχε ενθουσιάσει αυτή η κούκλα! Την είχα στην βιβλιοθήκη σαν διακοσμητική. Δεν την έπαιζα. Κι, επίσης, τα αδέρφια μου που ήταν μεγαλύτερα και ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, τα Χριστούγεννα μου φέρνανε τα κουκλάκια της El Greco. Πιθηκάκι, σκυλάκι. Ένα σεσουάρ που έπαιρνε μπαταρίες κι έκανε θόρυβο. Ένα άλλο παιχνίδι μ' ένα χέρι - πώς λεγόταν αυτό ρε παιδί μου; φαταούλας λεγότανε; Πώς λεγότανε- ήταν ένα χέρι και του 'βαζες τα λεφτά και τα αποθήκευε. Τα 'βαζε μέσα. Σ' ένα κόκκινο κουτί. Δυστυχώς, δεν έχω κρατήσει τίποτα απ' αυτά. Επειδή δεν είχα παρέα να παίζω μ' αυτά, δεν τα χαιρόμουνα. Και τα είχα έτσι λίγο άθικτα αυτά. Πιο πολύ τα 'παίξαν τα παιδιά μου δηλαδή, στη συνέχεια. Παρά εγώ. Τα επιτραπέζια παιχνίδια, ας πούμε, δεν μου άρεσαν και ιδιαίτερα, γιατί δεν είχα συνηθίσει να παίζω επιτραπέζια, να μοιράζομαι... Εκτός από κάτι χαρτιά που παίζαμε το καλοκαίρι, καμιά αγωνία. Στα άλλα δεν είχα και πολλή υπομονή. Αυτά. Τα νέα. Της Αλεξάνδρας. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς είναι τα Χριστούγεννα στο χωριό, πώς είναι το Πάσχα στο χωριό. Αλλά τι να πούμε, ρε Σάντυ, πια. Φτάνει! Στέγνωσε το λαρύγγι μου εδώ πέρα. Πόση ώρα είμαστε;
Είμαστε δύο ώρες ακριβώς!
Ε, ήμαρτον! Φτάνει! Να διαβάζεται κάτι! Τι θα γίνει; Σίριαλ;
Ωραία!
Για δες σημειώσεις σου. Θες κάτι άλλο που δεν μου κόβει τώρα η γκλάβα;
Εγώ είμαι καλυμμένη.
Άμα είσαι καλυμμένη κι εγώ είμαι καλυμμένη.
Μπορεί στην πορεία να έρθουν άλλα, αλλά εδώ είμαστε για να τα συμπληρώσουμε. Οπότε σ' ευχαριστώ πολύ.
Εγώ ευχαριστώ.
Photos

Στο ντιβάνι
Η μαμά της Φωτεινής Ελένη. Η Φωτεινή. Και ...

«Η έξυπνη»
Η Φωτεινή με τους συμμαθητές της, έξω από ...

Θέα
Η Φωτεινή σε κάποιο σημείο της ευρύτερης π ...

Το Χιονάκι
Η Φωτεινή, παιδί στο χωριό. Ένας από εκείν ...

Η μαγισσούλα
Η Φωτεινή μωρό έξω από το σπίτι τους, στην ...

Τσαχπινιά
Η Φωτεινή μωρό μωρό, στην αυλή του σπιτιού ...

Απαρτία
Από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ο μπαμπάς τ ...

Στην αυλή
Αριστερά, η γιαγιά η Φωτεινή, και στην αγκ ...

Η γιαγιά και τα εγγόνια
Η γιαγιά η Φωτεινή, ο Γιώργος, αδερφός της ...

Μπουρλιάζοντας
Η οικογένεια στο χωριό ενώ μπουρλιάζουν τα ...

Φωτεινή Μακρίδου
Η Φωτεινή στον χώρο εργασίας της.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Φωτεινή Μακρίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Άνω Καρυόφυτο Ξάνθης. Έχει δύο αδέρφια, αλλά μεγάλωσε σαν μοναχοπαίδι. Η παρέα της στο χωριό αποτελούταν -μέχρι κάποια ηλικία- μόνο από αγόρια. Η έλλειψη μιας φίλης ήταν κάτι που την βασάνιζε πολύ. Η ζωή στο χωριό ήταν όμορφη τα καλοκαίρια και αρκετά μοναχική τους χειμώνες. Η έλλειψη πολλών παιδιών την οδήγησε να κάνει παρέα με τις γιαγιάδες. Ήταν το παιχνίδι της, όπως λέει. Από τη μια γιαγιά άκουγε παραμύθια και θρύλους και την άλλη την είχε για να παίζει και να την πειράζει. Ωρίμασε πιο γρήγορα από την ηλικία της. Εξάλλου, μεγάλωνε εξ ολοκλήρου σχεδόν με ενήλικες, ηλικιωμένους. Μέσα από τις περιγραφές της γιαγιάς βίωσε γεγονότα που συνέβησαν πριν τη γέννησή της. Τώρα πλέον τα περιγράφει σαν να ήταν κι εκείνη μπροστά. Έζησε πολλές απώλειες και οι εικόνες των νεκρών έχουν χαραχθεί στη μνήμη της. Σπούδασε στην Αθήνα. Οργανώθηκε στην ΠΑΣΠ. Παθιάστηκε με αυτό το κύμα αλλαγής και σήμερα ζει στον Πειραιά με την οικογένεια της. Όλα συνέβαλαν με τον τρόπο τους σε αυτό που είναι σήμερα!
Narrators
Φωτεινή Μακρίδου
Field Reporters
Σάντυ Μακροπούλου
Topics
Tags
Interview Date
26/07/2021
Duration
110'
Interview Notes
Η ερευνήτρια είναι ανεψιά της αφηγήτριας
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Η Φωτεινή Μακρίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Άνω Καρυόφυτο Ξάνθης. Έχει δύο αδέρφια, αλλά μεγάλωσε σαν μοναχοπαίδι. Η παρέα της στο χωριό αποτελούταν -μέχρι κάποια ηλικία- μόνο από αγόρια. Η έλλειψη μιας φίλης ήταν κάτι που την βασάνιζε πολύ. Η ζωή στο χωριό ήταν όμορφη τα καλοκαίρια και αρκετά μοναχική τους χειμώνες. Η έλλειψη πολλών παιδιών την οδήγησε να κάνει παρέα με τις γιαγιάδες. Ήταν το παιχνίδι της, όπως λέει. Από τη μια γιαγιά άκουγε παραμύθια και θρύλους και την άλλη την είχε για να παίζει και να την πειράζει. Ωρίμασε πιο γρήγορα από την ηλικία της. Εξάλλου, μεγάλωνε εξ ολοκλήρου σχεδόν με ενήλικες, ηλικιωμένους. Μέσα από τις περιγραφές της γιαγιάς βίωσε γεγονότα που συνέβησαν πριν τη γέννησή της. Τώρα πλέον τα περιγράφει σαν να ήταν κι εκείνη μπροστά. Έζησε πολλές απώλειες και οι εικόνες των νεκρών έχουν χαραχθεί στη μνήμη της. Σπούδασε στην Αθήνα. Οργανώθηκε στην ΠΑΣΠ. Παθιάστηκε με αυτό το κύμα αλλαγής και σήμερα ζει στον Πειραιά με την οικογένεια της. Όλα συνέβαλαν με τον τρόπο τους σε αυτό που είναι σήμερα!
Narrators
Φωτεινή Μακρίδου
Field Reporters
Σάντυ Μακροπούλου
Topics
Tags
Interview Date
26/07/2021
Duration
110'
Interview Notes
Η ερευνήτρια είναι ανεψιά της αφηγήτριας