Οι πληγές του εμφυλίου στο Χέλι (Αραχναίο) Αργολίδας
Segment 1
Ο βιασμός νεαρών κοριτσιών από τους γερμανούς
00:00:00 - 00:02:28
Partial Transcript
Μου λέτε το όνομά σας; Αναστασία Τόσκα. Εγώ ονομάζομαι Ανδρομάχη Γρηγοριάδη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα, 12 Σεπτεμβρίου 20… κανένας. Οι Γερμανοί κάνανε ζημιές. Αλλά στο σπίτι το δικό μας, αυτό που σας λέω. Μετά να πιάσω για τους αντάρτες. Τους αντάρτες ήμουνα...
Lead to transcriptTopics
Locations
Tags
Segment 2
Βασανισμός αντάρτη και καταστροφή του χωριού
00:02:28 - 00:15:06
Partial Transcript
Τους αντάρτες τους θυμάμαι πολύ καλά γιατί ήμουνα μεγαλύτερη. Ήμουνα οκτώ - εννιά χρονών, εκεί. Είχανε έναν στο χωριό που ήτανε διπλωμάτης, …ε εκεί. Δεν τον ήθελα. Δεν ταιριάζουμε πουθενά, σε τίποτα, σε φαΐ… Αλλά, όταν έχεις παιδιά… Κάνε υπομονή, λέει. Η υπομονή κερδίζει πολλά.
Lead to transcriptTopics
Locations
Segment 3
Προσπάθεια μόρφωσης και εργασιακά περιστατικά στην Αθήνα
00:15:06 - 00:21:47
Partial Transcript
Εσείς είπατε ότι δώδεκα χρονών πήγατε στην Αθήνα να μάθετε μοδιστρική- Έντεκα χρονών. Έντεκα. Έντεκα, έντεκα. Έφυγα, πήγα στην Αθήνα, όπω…α πήγαινα και μάζευα καπνά. Να βοηθήσω. Ήμουνα στη δουλειά, δεν κώλωνα πουθενά, ήμουνα σε όλα μέσα. Αυτά, αγάπη μου. Καλά πέρασα. Όλα καλά.
Lead to transcriptSegment 4
Ο ρόλος του παππού στο γάμο των γονιών
00:21:47 - 00:28:02
Partial Transcript
Από αυτές τις δουλειές ζούσε η οικογένειά σας, είχατε χωράφια; Είχαμε χωράφια, αλλά ο μπαμπάς μου δεν ήθελε τα χωράφια. Ο μπαμπάς μου ήτανε…αδέλφια, αγάπη μου, αγαπημένα όσο… Αλλά κι εκείνος έχει περάσει όσα κι εγώ. Περασμένα ξεχασμένα, αλλά δεν ξεχνιούνται. Γράφεις; Αυτά είναι.
Lead to transcriptSegment 5
Η σκληρή δουλειά και η ζωή στην Αυστραλία
00:28:02 - 00:42:48
Partial Transcript
Είχατε μπορέσει, επειδή από τότε που ήσασταν πολύ μικρή το χωριό σας ήταν υπό κατοχή- Κατοχή μεγάλη, όχι λίγο, μεγάλη. Είχατε καταφέρει να…ας ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα όσα μου είπατε. Κι εγώ ευχαριστώ και συγγνώμη αν έκανα και τίποτα λάθη. Τι λέτε τώρα; Τι να πω, αγάπη μου;
Lead to transcriptTopics
[00:00:00]Μου λέτε το όνομά σας;
Αναστασία Τόσκα.
Εγώ ονομάζομαι Ανδρομάχη Γρηγοριάδη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα, 12 Σεπτεμβρίου 2020, έχουμε συναντηθεί εδώ, στο Ναύπλιο. Εσείς πότε γεννηθήκατε;
Το 1935.
Εδώ, στο Ναύπλιο;
Στο Χέλι, στο χωριό μου, απάνω. Τότε ήτανε άσχημα τα πράγματα. Φτώχειες. Εμείς στο σπίτι δεν πεινάσαμε, αλλά… Ήταν ο μπαμπάς μου πλήρως. Πείνασε κόσμος πολύ. Μετά έτυχε να έρθουνε οι Γερμανοί. Ήμουνα πέντε χρονών, με παίζανε στα χέρια. Ερχόντουσαν, ο μπαμπάς μου στο μαγαζί από κάτω, τρώγανε, πίνανε, χορεύανε. Δεν μας είχανε κάνει κακό στο σπίτι. Μια φορά θα στείλανε τον αδερφό μου, ήτανε δέκα χρονών μακριά, να βάλει σε άλλους φαγητά να φάνε. Η μάνα μου έλεγε: «Ένα παιδί έχω, μην μου το σκοτώνετε». Και πήγαινε το παιδί πολύ μακριά, αλλά κουραζότανε και καθότανε. Και πηγαίναν, τουφέκια ρίχνανε στον δρόμο και φοβότανε η μάνα μου. Πήγε, γύρισε η αλήθεια, καλά. Μετά μαθαίνουμε, ήτανε δύο γειτόνισσες, δεκαοκτώ χρονών, πολύ καλές, όμορφες κοπέλες και ήτανε κι ορφανές. Είχανε πάει στο μοναστήρι κάτω στην Παναγία, να πάνε φαγητά στους τσοπαναραίους. Εκεί που πήγανε, πιάσανε τα τρία κορίτσια, τα βάλανε μέσα στο μοναστήρι, στην εκκλησία, και τα ατιμάσανε τα δύο. Έρχεται η κοπέλα την άλλη μέρα, στην μάνα μου έκλαιγε: «Θεία Μαρουλού μου, τι θα κάνω; Μου κάνανε…». «Ρε παιδί μου, μην στεναχωριέσαι». «Δεν την θέλω τη ζωή μου, θα πεθάνω». «Μην στεναχωριέσαι, κορίτσι μου», της έδωσε κουράγιο. Την άλλη μέρα πάλι της δώσανε να πάει στο άλλο μέρος φαΐ, πάλι, συγγενείς. Και πήγαινε αυτή, η άλλη κοπέλα και μια γκαστρωμένη πάνω στο γαϊδουράκι. Κι όπως τις είδανε τις ρίξανε κάτω με τα τουφέκια τις τρεις. Ήταν θλιβερό το πράγμα, πολύ άσχημα. Τίποτα άλλο δεν θυμάμαι για αυτούς. Πάντως θυμάμαι τους Ιταλούς. Ήτανε πολύ ήρεμοι άνθρωποι, δεν είχαμε παράπονο, κανένας. Οι Γερμανοί κάνανε ζημιές. Αλλά στο σπίτι το δικό μας, αυτό που σας λέω. Μετά να πιάσω για τους αντάρτες. Τους αντάρτες ήμουνα...
Τους αντάρτες τους θυμάμαι πολύ καλά γιατί ήμουνα μεγαλύτερη. Ήμουνα οκτώ - εννιά χρονών, εκεί. Είχανε έναν στο χωριό που ήτανε διπλωμάτης, έπαιρνε λόγια από το Χέλι και τα πήγαινε στην, πες το το χωριό, πώς το λένε εκεί; Στις Λίμνες. Έπαιρνε από εκεί, έφερνε από εδώ. Ρουφιάνος, πώς να το πω; Από τα πολλά τον καταλάβανε στο χωριό ο παπάς, η κλίκα του χωριού. Και τον πιάσανε. Αυτό ήτανε πολύ κακό που κάνανε. Ήτανε, το χωριό είναι σε βουνοπλαγιά και τον δέσανε, πώς να σου πω; Πολύ μακριά από τα πόδια και τον τραβάνε σαν το σκυλί κάτω. Κι ο παπάς από… «Βαράτε τον, σκοτώστε τον». «Ρε παιδιά», λέει, «ρε παιδιά». Τίποτα. Περνάει… Κι εγώ πήγαινα από κοντά, όλα τα πιτσιρίκια. Κλαίγαμε και τον κοιτάγαμε. Είχε βγει όλο το δέρμα του έξω. Πέρασε σε μια γειτόνισσα, σε μια εκεί στον δρόμο και λέει «Ρε θεία, λίγο νεράκι». «Τίποτα!», φωνάζανε, «σκοτώστε τον». Τον πήγανε στη ρεματιά. Εκεί τον χτυπάγανε, τον χτυπάγανε… Η ψυχή του δεν έβγαινε, και έλεγε «Άντε ρε Χελιώτες, άμα δεν καεί το Χέλι απ’ τη μεριά στην άλλη θα το δείτε, θα σας κάψω όλους». Και πετάγεται ο παπάς και λέει: «Ρε παιδιά, δεν βγαίνει η ψυχή. Μήπως έχει το τίμιο ξύλο απάνω του;». Και, πραγματικά, μόλις το πήρανε εκείνο, ξεψύχησε. Τον αφήσανε εκεί. Ήρθε η γυναίκα του μετά από δυο μέρες, τον μάζεψε κι έφυγε. Δεν πέρασε πολύς καιρός, μια μέρα ήταν, όπως σου είπα, καλοκαίρι και κοιμόμασταν με τα φανελάκια μας έξω, στον κήπο, στο τσιμέντο. Όπως ήταν η βουνοπλαγιά από εδώ, πήρανε οι αντάρτες όλη την βουνοπλαγιά από εκεί και πήγαινε το τουφεκίδι σύννεφο. Χαράματα, το πρωί. Είχε ξημερώσει λίγο. Μας πιάνει ο μπαμπάς ο συγχωρεμένος, είχε τέσσερα παιδιά, μας πετάει κάτω στο υπόγειο, εμείς βγαίναμε. «Καθίστε εκεί». Γιατί τότε ήσανε τα μεσοχώρια με ξύλα και οι σφαίρες περνάγανε πέρα πέρα. Ο μπαμπάς πήγαινε να φύγει κι εμείς βγαίναμε. Στο τέλος απελπίστηκε και λέει: «Εγώ προτιμώ να με σκοτώσουν με το όπλο, παρά να με σφάξουνε». Κι έτρεξε και [00:05:00]πήγε πιο πέρα να βγει από το χωριό και δεν τον αφήνανε οι σφαίρες. Και πάει σε μια χήρα εκεί και λέει: «Ρε θεία, δε με βάζεις μέσα για…». «Ρε παιδάκι μου». «Βάλε με, θεία, θα με σκοτώσουνε». Και τον έβαλε στο υπόγειο και είχε πολλούς εκεί μέσα βάλει, είχε κρύψει η γιαγιά. Και πάνε οι αντάρτες εκεί να βάλουνε φωτιά και φωνάζει: «Ρε παιδί μου, με έκαψε ο Θεός», φορούσε μαύρα, χήρα, «μη με καίτε και το σπίτι μου. Άστε με». Τους άφησε και γλύτωσε. Εμάς από εκεί, όπως βγήκαμε, ερχόντουσαν οι σφαίρες βουνό, σωρό, πώς να το πω. Πήγαμε σε ένα σπιτάκι που ήταν παλιόσπιτο και είχαμε μαζευτεί πολλοί εκεί πέρα. Κι ήταν ένα γεροντάκι, έμπαινε, έβγαινε, έμπαινε, έβγαινε. Και του λέγαμε, του λέγανε: «Μην μπαίνεις γιατί θα μας προδώσεις». Τον είδανε. Ήρθανε, μας βάλανε όλους μπροστά. Ήταν αρκετά το σχολείο λίγο μακριά. Όπως πηγαίναμε, ο γέρος τι ήτανε; Έτρεξε και μπήκε σε ένα σπίτι και πήρε μια κουβέρτα και κουκουλώθηκε κι έζησε. Εμάς μας πήγανε μέσα στο σχολείο. Εκεί ήτανε το δράμα. Όπως πηγαίναμε τον κατήφορο ήταν μια γυναίκα δίπλα μου, ακριβώς έτσι, από εδώ –το θυμάμαι σαν να ήταν τώρα-, και κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά. Κι έρχεται η σφαίρα και παίρνει το μωρό στο κεφάλι και τρυπάει και το χέρι. Και καθότανε εκεί στο σχολείο, δίπλα μου. Τέλος πάντων, μαζεύτηκε όλος ο… Έρχεται και ο παππούς μου, φέρανε και τον παππού μου που ήτανε ένα πρόβατο. Ήτανε στα πρόβατα κι είχε σηκωθεί να πάει και τον πιάσανε. Και τον βάλανε και βγάζανε από το πάτωμα, όπως ήτανε με τα καρφιά, και τους χτυπάγανε τους ανθρώπους. Πήγαινε το αίμα… Πιάσανε έναν άλλον, θα ήταν δεκαοκτώ χρονών ένα παλικάρι και τον χτύπαγε με το μαχαίρι εδώ, «Ρε, γιατί το δίνεις το μαχαίρι;», το αίμα, το έγλειφε το αίμα. Παλεύανε να πιάσουνε του παπά την οικογένεια, δεν μπορούσανε. Κάποιος πρόδωσε το κορίτσι, δεκαοκτώ χρονών, κάτι κοτσίδες εδώ κάτω. Την πιάσανε, τη φέρανε και πετάγεται το κορίτσι πάλι από το παράθυρο να βγει έξω, την ξαναπιάσανε. Για καλή μου τύχη εμένα, έρχεται ένας θείος μου κι έκλαιγε το μωρό. Κι είχε ένα κουμπάρο από τις Λίμνες. Και του λέει: «Πάρε αυτό το χαρτί, πήγαινε στο σπίτι σου και δεν θα σε πειράξει κανείς». Κοντά στον θείο μου τρέχω κι εγώ από κοντά. Οι δικοί μου μείνανε πίσω, η μάνα μου και τα αδέλφια μου. Τι να ιδώ; Το σπίτι μας είχε γίνει κάρβουνο. Εκεί που πήγα ήταν μια γειτόνισσα στον θείο μου και είχε τρία κορίτσια και τρία αγόρια. Μπήκανε μέσα, πήγανε να βάλουνε φωτιά. Με τα μάτια μου τα είδα αυτά. Και τους λέει: «Ρε παιδάκια μου, μην μου καίτε το σπίτι. Έχω κορίτσια για παντρειά, άστε τα, μην μου τα κάψετε». «Εντάξει, αφού δε θες να σου τα κάψουμε, δεν θα σ’ τα κάψουμε». Και τα πήρανε τα ρούχα και τα πετάγανε από εκεί στον κήπο του θείου μου. «Εντάξει, η προίκα θα ζήσει», λέει, «ελάτε εσείς κοντά μου». Τα τρία κορίτσια κι ένα παιδάκι δώδεκα χρονών, Κώστα τον λέγανε, τους πήρανε. Δεν θυμάμαι, εκατό, εκατόν πενήντα άτομα πήρανε; Και κοντά πήραν και του παπά το κορίτσι. Κι ο παπάς είχε φύγει με πολιτικά. Και πήγανε από το Λυγουριό, αν έχεις ακουστά, στην Αγνάντα. Ήταν ένα… Αγνάντα είναι κοντά στη Δήμαινα, προς τα εκείθε, που πας για την Αθήνα. Με τα πόδια από το χωριό να τους πάνε εκεί πέρα. Πώς πας τα πρόβατα, κοπάδια; Έτσι τους πηγαίνανε. Κι όπως κατέβηκε η γυναίκα με τα τρία κορίτσια λέει: «Μαμά, μαμά, που μ’ αφήνεις;», ο Κώστας. «Φύγε, παιδί μου». «Δεν φεύγω, τη μαμά μου, θέλω τη μαμά μου» και πήγε το παιδί και τέρμα εκεί πέρα. Πήγε εκεί πέρα και τους σφάξανε όλους, αγάπη μου. Τον παππού μου… Το παιδάκι έμεινε τελευταίο. «Ρε, φύγε». «Δεν φεύγω». Και το σφάξανε τελευταίο και του ρίξανε ένα κομμάτι, μια πέτρα μεγάλη και την έριξε από πάνω. Περάσανε, δε θυμάμαι ακριβώς πόσες μέρες, ηρέμησε ο τόπος και πήγανε να πάρουνε τους πεθαμένους. Είχανε λιώσει, αλλά τα ρούχα γνωρίζανε. Πήγανε με τα μουλάρια, δεν είχαμε και λεωφορεία και τέτοια, αυτοκίνητα. Συγγνώμη. Τους πήρανε, τους φέρανε και ήτανε καλοκαίρι κι όταν τους φέρανε είχε όλος, είχε όλη –πώς να στο πω-, ο ουρανός είχε σκεπαστεί. Τα μουλάρια, τα σαμάρια, δεν έφευγε η μυρωδιά. Ήτανε φοβερό. Μετά πιάναμε ζητιανιές. Και πήγαμε σε μια θεία κι έλεγε η γιαγιά μου: «Δώσε κάτι να φάνε». «Κι όπως καίγανε αυτούς, δεν καίγανε κι αυτούς;», λέει, «Τι τους κρατήσατε;». Αντί να τους δώσει κάτι. Τέλος πάντων, βαριά, βαριά τα βάσανα. [00:10:00]Πηγαίναμε στα βουνά και κοιμόμασταν. Δεν φοβόμασταν ούτε φίδια, ούτε πείνες, ούτε τίποτα, αγάπη μου. Όταν έπιασε ο χειμώνας, πήγε ο θείος μου σε χειμαδιό με τα πρόβατα και πήγαμε εκεί να ζήσουμε. Τι να κάνουμε; Αυτά ήταν θλιβερά πολύ, δεν θα τα ξεχάσω. Πολύ βαριά. Συγγνώμη. Μετά είχανε φύγει οι αντάρτες, αλλά είχανε έρθει οι γυναίκες τους με τα γαϊδουράκια και παίρνανε πλιάτσικα από τα σπίτια. Τα πήραν, ό, τι θέλανε, και φεύγανε άνετα. Μετά ήρθε ο παπάς, έφτιαξε το σπίτι του, το έχτισε. Μόλις το μάθανε έρχονται πάλι και του το ξανακάψανε, μόνο του παπά. Ήτανε… Τι να πω τώρα… Τι να θυμηθώ και τι να ξεχάσω… Κάτι ήθελα να πω και το ξέχασα τώρα. Μπήκαμε σε μια καλύβα να καθίσουμε τη νύχτα κι έπεσε η καλύβα κι έπεσε στη γιαγιά μου. Εμείς κοιμόμαστε με τα πρόβατα μέσα στις – πώς το λένε, που βάζουνε στα πρόβατα από πάνω - και, τέλος πάντων, μέσα με τα πρόβατα κοιμόμαστε και ένας και έρχεται και σκέπασε τη μάνα μου, τη γιαγιά μου. Αρρώστησε κι εκείνη. Βάσανα, αγάπη μου, βάσανα. Είδα τον παππού που τον σφάξανε μπροστά μου, ένα πρόβατο. Και βγήκε ο μπαμπάς μου μετά, λέει: «Παιδιά, έζησα, θα τα φτιάξω όλα, μην στεναχωριέστε». Θεός σχωρέσ’ τον. Ούτε εχθρός μου, τι άλλο να πω. Άλλο τι να σου πω… Τα βάσανα. Μετά λέει ο μπαμπάς μου: «Θα σε στείλω σχολείο. Θα σε πάω στο Λυγουριό», δεν είχανε σχολείο, κανένας δάσκαλος δεν υπήρχε εκεί. «Όχι, μπαμπά, δεν θέλω Λυγουριό». Ήθελα Αθήνα, φοβόμουνα τους αντάρτες, ήθελα μακριά να φύγω. ‘Ήμουνα έντεκα χρονών όταν έφυγα. «Μα, θα μάθεις γράμματα». «Εγώ θέλω να πάω να μάθω μοδίστρα», μου είχε μπει εκεί. Πήγα στην Αθήνα σε μια γνωστή μας. Πλήρωνε ο μπαμπάς, θεός σχωρέστ’ τον. Και μου βάζανε να σκουπίσω τον στάβλο, να πάω να ψωνίσω, να σφουγγαρίσω, να κάνω δουλειές. Δεν μου δείχνανε. Έρχεται ο μπαμπάς. «Ρε μπαμπά, δεν μου δείχνουνε, τζάμπα πληρώνεις». Και σηκώθηκα από εκεί και πήγα σε άλλον συνοικισμός. Από εκεί πάλι βρέθηκε κάποιος κακοποιός στον δρόμο, πήγε να με κάνει ζημιά και το λέω στον μπαμπά και μετά έρχεται και με φέρνει στην Κόρινθο. Έχω περάσει κι εγώ τα δικά μου. Εκεί… Αλλά ήμουνα μικρή και τα άρπαζα αμέσως. Έμαθα καλή δουλειά κι έζησα με αυτή τη δουλειά. Πολλά λεφτά έβγαζα. Τέλος πάντων. Τι άλλο να πω, αγάπη μου;
Εσείς στην Αθήνα πήγατε έντεκα χρονών;
Ναι. Σου λέω, δώδεκα χρονών έπιασα και δούλευα μοδίστρα. Την αγάπησα αυτή τη δουλειά πολύ. Έβγαζα πολλά λεφτά στην Αυστραλία, έφτιαχνα… Στην Αυστραλία έφτιαχνα τα δείγματα όλα εκεί που τα πληρώνανε αλλού να τα ράψουν πενήντα ευρώ, έπαιρνα διακόσια ευρώ εγώ, δολάρια, πώς τα λένε εκεί πέρα, ναι. Έβγαλα λεφτά πολλά. Αλλά, όταν δεν έχεις τύχη, διάβαινε.
Σχολείο δεν πήγατε ποτέ;
Καθόλου, αγάπη που. Στον παπά που κάναμε λίγο, σου λέω, εκεί, μας μάλωνε εκεί, δεν έμαθα. Γιατί δεν ξέρω και την υπογραφή μου να βάλω.
Τότε το χωριό σας γιατί σας το κάψανε; Τι είχε γίνει και…-
Απ’ αυτόν τον Ησαΐη που τον λέγανε, που ήρθε και το γκρεμίσανε, τον τραβάγανε σαν τα σκυλιά που λένε. Κι από τότε εκείνος έφυγε και το Χέλι με τις Λίμνες δεν τα πηγαίνανε καλά και εκείνος έκανε τις ρουφιανιές. Γι’ αυτό ήρθανε και μας κάψανε. Γιατί το είπε ο ίδιος: «Άμα δεν σας κάψουν οι Χελιώτες να το δείτε». Και μας κάψαν, αλλά δεν κάψαν αυτούς που φταίγανε. Όποιους πήρε το ποτάμι. Και την πεθερά μου που κάψανε κι εκείνοι δεν φταίγανε πουθενά. Κατάλαβες; Και τώρα γίνανε… Παντρεύεται ο ένας με τον άλλον, συγγενείς και φίλοι. Τι να κάνεις, κορίτσι μου; Αυτά έχω να σου πω, τι άλλο να σου πω;
Εσείς πότε φύγατε για την Αυστραλία;
Πότε έφυγα; Το ’62. Έφυγα το ’62, κάθισα είκοσι τέσσερα χρόνια εκεί, δεν έκανα καλή ζωή. Δηλαδή, δεν θέλω να τα πω αυτά τώρα.
Γυρίσατε οικογενειακώς εδώ;
Δεν ήθελα να γυρίσω, αλλά ο άντρας μου ήθελε Ελλάδα. Ήθελε Ελλάδα. Τα κατάφερε, ήρθαμε εδώ.
Ήσασταν παντρεμένοι από εδώ και πήγατε μαζί-
Όχι, όχι, μου τον στείλανε εκεί. Δεν τον ήθελα. Δεν ταιριάζουμε πουθενά, σε τίποτα, σε φαΐ… Αλλά, όταν έχεις παιδιά… Κάνε [00:15:00]υπομονή, λέει. Η υπομονή κερδίζει πολλά.
Εσείς είπατε ότι δώδεκα χρονών πήγατε στην Αθήνα να μάθετε μοδιστρική-
Έντεκα χρονών.
Έντεκα.
Έντεκα, έντεκα. Έφυγα, πήγα στην Αθήνα, όπως σου είπα, πλήρωνε για να μάθω, δεν μου μαθαίνανε και του λέω: «Μπαμπά, τζάμπα». Με παίρνει, με πάει αλλού. Μέσα μάθαινα τη δουλειά και κοιμόμουνα, ήτανε φίλες η μάνα μου με τη μοδίστρα. Πέρασα καλά, αλλά μια μέρα μου λέει: «Πήγαινε πιο πέρα», μου λέει. Ήταν τότε τα καρουλάκια, τα ξέρεις; Τις κλωστές. Τις δίνανε αυτές που είχανε το φόρεμα. «Πήγαινε στην τάδε», λέει, «να σου δώσει το καρουλάκι για να πάρω να ράψω». Κι όπως προχώρησα, ήταν σαν ρεματιά λίγο, ήσανε δύο- είχανε μαζέψει δυο μπόγους από πέτρες που ετοιμάζανε να χτίσουνε σπίτια. Και βλέπω έναν από πίσω σε δυο κοπέλες και προχώραγε κάτω. Δεν έβαλα… Μικρή ήμουνα τότε, δεν έβαλα σημασία. Με τον γυρισμό, εκείνος μέχρι που τις πήρε, γύρισε και ξαπλώνει ανάμεσα στα… Είχε βγάλει και την [Δ.Α.] κι εγώ νόμιζα [Δ.Α]. Νόμιζα ότι ήταν το χέρι. Πάω πιο πάνω, βάζω τα κλάματα, τρέχω στη μοδίστρα, λέω: «Κυρά Κατίνα, αυτό κι αυτό». Τρέχει μια από εκεί μαθήτρια, δεν μπόρεσε να τον βρει. Μετά από δυο μέρες στέλνει το κορίτσι σε ένα περιβόλι να μαζέψει λίγα χόρτα, ξέρω ‘γω, εκεί, μια [Δ.Α. 00:01:28] είχαμε το κορίτσι. Πήγε ο… Φαντάρος ήτανε… Πήγε εκεί. Τρέχει το κορίτσι, έρχεται στο σπίτι. Ψάχνανε να τον βρούνε, δεν τον βρίσκανε. Η αδελφή της ήτανε μαία, που… Τις γυναίκες. Και είχε πάει να κάνει πλύση, βράδυ, αργά. Και όταν γύρισε στο σπίτι, είχε τη μάντρα, και ανοίγει την πόρτα και πίσω από την πόρτα ήταν ο φαντάρος, αυτός ο ίδιος. Την αρπάζει και βάζει τις φωνές: «Παράσχο μου, τρομάρα μου». Αλλά ήτανε η πόρτα χαμηλά και πετάγεται εκείνος και φεύγει αυτός. Μόλις το είπα του μπαμπά ήρθε εκεί και με πήρε, με έφερε στην Κόρινθο. Εκεί τελείωσα. Ήτανε πολύ ωραία, δεν μπορώ να πω. Αλλά έπαιρνα τη δουλειά αμέσως. Ήταν δεκαοκτώ μαθήτριες εκεί. Ήμουνα η πιο μικρή. Εκεί, συνέχεια. Οι άλλες βγαίνανε στο μπαλκόνι, κοιτάγανε από εδώ, από εκεί. Τέλος πάντων, δεν έκανα λάθος πουθενά. Τελειώνω, έρχομαι στο χωριό. Μετά ήμουνα δεκαπέντε -δεκαέξι χρονών, είχα… Ήμουνα δεσποινίδα πια. «Μαμά», γιατί πήγαινε ο μπαμπάς μου συνέχεια στην Κόρινθο γιατί έσφαζε και πήγαινε σε χασάπη, που λες, κρέατα, τέτοια. «Μαμά, να πάω να δω την κυρά-Νίκη λίγο;». «Να πας, κορίτσι μου», με τον μπαμπά που πήγαινε. Φτιάχνει πια πράγματα εκεί και ψωμιά και πίτες – τα χωριά τι είχανε-, πάω εκεί. Ήτανε η μάνα της… Ήτανε χωρισμένη η μοδίστρα και είχε ένα αγόρι, ένα κορίτσι. Το κορίτσι το είχε εκεί, το αγόρι το είχε ο άντρας της. Πάω εκεί, ήτανε η γιαγιά… Καθότανε. «Καλημέρα, γιαγιά, τι κάνεις;». «Καλά. Ποια είσαι εσύ;», δε με γνώριζε. «Ποια είσαι κορίτσι μου;». «Είμαι η Χελιωτοπούλα». «Πω πω, μεγάλωσες, ρε παιδί μου», κάνει. Και φωνάζει «Νίκη, Νίκη, έλα εδώ». Έρχεται εκεί, «Τι κάνεις κυρά-Νίκη;». «Ποια είσαι, αγάπη μου;», δε με γνώρισε. «Η Χελιώτισσα, η Τασία». «Πω πω», με αγκαλιάζει[Δ.Α.]. Η κυρά-Νίκη είχε ένα κοριτσάκι το οποίο ήταν να πάει γυμνάσιο. Ήτανε κάνα χρόνο μεγαλύτερή μου, εκεί. Και την έστελνε σχολείο να την μορφώσει, να την κάνει εγγράμματη, πώς να το πούμε; Πήγαινε το κορίτσι σχολείο, ερχότανε. «Τέτα μου» και «Τέτα μου» την έλεγε. Μια μέρα μπαίνει στο δωμάτιο και την είδε κι έκλαιγε. «Τι έχεις, Τέτα μου; Είναι δύσκολα τα γράμματα;». «Όχι, μαμά». Παίρνει τα… Ανοίγει το τετράδιο και είδε τη φωτογραφία του παιδιού κι έκλαιγε για το… Είχε αίσθημα με κάποιον το κορίτσι και δεν το ήξερε η μάνα. Εντωμεταξύ, το παιδί αυτό είχε και μια αδελφή που δούλευε μέσα εκεί, ήταν κι εκείνη μαθήτρια. «Τι είναι αυτό, κορίτσι μου; Γιατί το έκανες αυτό;». Δεν ξέρω τι είπε το κορίτσι, κι εκείνη από τα νεύρα της -συγγνώμη- παίρνει το ψαλίδι, κι είχε κάτι κοτσίδες μέχρι εδώ πέρα. Παίρνει το ψαλίδι και της κόβει τη μια κοτσίδα απ’ τα νεύρα. Και τρέχει, τρέχει το κορίτσι. Ήτανε πάνω που μαθαίναμε, τρέχει κάτω και μπαίνει κάτω από τις σκάλες. Την κοπανάει στο ξύλο, «Τι πράγματα είναι αυτά; Τι πράγματα είναι αυτά;». Τα ακούει η κοπέλα που ήτανε στο… Το παιδί εκείνο είχε φύγει για την Αυστραλία, γι’ αυτό έκλαιγε το [00:20:00]κορίτσι. Και πάει η αδελφή και το λέει στον αδελφό της ότι αυτό κι αυτό έπαθε η Τέτα. Και πήγε στην Αυστραλία κι είχανε αλληλογραφία. Και της είχε στείλει μια φορά και κάτι ρούχα κι έβγαινε και στον Φλοίσβο που λέγανε, στο… Βόλτες, με καπέλο –τι να σου πω- μια κούκλα! Πώς ήρθε και καταήρθε, αλλά ήμουνα ντροπαλή, δεν είχα θάρρος, μην, τώρα μιλάω. Δεν μίλαγα πολύ, σαν τη Νατάσα ήμουνα κι εγώ. Και πήγαμε κι εμείς στην Αυστραλία, στο ίδιο καράβι. Να είναι αυτή, να μην είναι… Και δεν πήγα να της μιλήσω. Κι ήτανε η ίδια που πήγαινε στην κόρη της στην Αυστραλία! Πώς έρχονται τα πράγματα… Τέλος πάντων, μετά γύρισα από την Αυστραλία, ήρθα εδώ, κάθισα, δεν δούλεψα τώρα τελευταία. Ανοίξαμε ένα μαγαζί, δεν πήγαινε καλά, το κλείσαμε. Μου το παίζανε… Κάθισα, παίρνω τη σύνταξή μου, δόξα τω Θεώ, καλά είμαι, βλέπω τα παιδάκια μου, τα εγγόνια μου, τα καμαρώνω. Τι άλλο να πω; Αλλά στο χωριό περάσαμε δύσκολα. Νερό δεν είχαμε, ρεύμα δεν είχαμε, τίποτα δεν είχαμε εκεί πέρα. Κουβαλάγαμε νερό να πιούμε, κουβαλάγαμε να πλύνουμε. Πηγαίναμε σε άλλο μέρος που είχανε πηγάδι να πλύνουμε, γιατί δεν είχαμε νερό να τα πλύνουμε. Ήτανε δύσκολα τα πράγματα… Πήγαινα δούλευα την ημέρα μοδίστρα και βράδια πήγαινα, τη νύχτα πήγαινα και μάζευα καπνά. Να βοηθήσω. Ήμουνα στη δουλειά, δεν κώλωνα πουθενά, ήμουνα σε όλα μέσα. Αυτά, αγάπη μου. Καλά πέρασα. Όλα καλά.
Από αυτές τις δουλειές ζούσε η οικογένειά σας, είχατε χωράφια;
Είχαμε χωράφια, αλλά ο μπαμπάς μου δεν ήθελε τα χωράφια. Ο μπαμπάς μου ήτανε είκοσι επτά χρονών κι όταν πήρε τη μάνα μου -δεκαέξι χρονών ήτανε… Γιατί είχε ο παππούς μου ο συγχωρεμένος, ήτανε στην Αμερική και είχε ένα μαγαζάκι. Και δούλευε η γιαγιά στο μαγαζί. Κι όταν ήρθε ο παππούς από την Αμερική λέγανε: «Ήρθε ο μπάρμπα-Βασίλης με πολλά λεφτά». Πέφταν όλοι για γαμπρό. Πηγαίναν για γαμπρούς. Αυτό είναι ωραίο. Και άλλοι πίναν, άλλοι μεθάγανε, χορεύανε. Αλλά ο μπαμπάς δεν πήγε για γαμπρό. Πήγε με έναν εκεί, ήπιαν ένα κρασάκι και σηκωθήκανε και φύγανε. Ο παππούς κοίταγε τώρα. Πάνε το βράδυ στο σπίτι, λέει: «Κατερίνα», λέει, «ποιος ήταν αυτό το παιδί που ήτανε;», λέει. «Ένας τσοπάνης, μωρέ, πάνω από την Τραπεζώνα», λέει, «αλλά ποιος ξέρει γιατί ήρθε από εδώ;». «Εκείνος είναι για ζωή» λέει. Άκου να δεις, Θεός σχωρέσ’ τον, «Αυτός είναι για ζωή». «Είσαι τρελός;», λέει, «η κόρη μας να πάει σε τσοπαναραίους;». «Πού μένει;». Έμαθε εκεί, σηκώθηκε ο παππούς σιγά σιγά, πήγε, χτυπάει την πόρτα του αλλουνού παππού, που σφάξανε. Χτυπάει την πόρτα. «Ρε, καλώς τον Βασίλη». Πώς θα… Ο Αμερικάνος σε τσοπάνη; Μπήκε μέσα, «Ζητάω», λέει, «την κόρη σου- τον γιο σου για γαμπρό». «Τρελάθηκες;», του λέει, «ο γιος μου για…». «Ναι», λέει, «αυτόν θέλω εγώ κι αυτόν θα πάρει». Και τα τελειώσανε. Η μάνα μου μικρή, κρυβόταν άμα τον έβλεπε τον μπαμπά. Τέλος, μια μέρα της λέει: «Έλα να πάμε στην στάνη», στον παππού που σφάξανε, παππούς λεβέντης και είχανε σκυλιά. Λέει: «Άστε τα σκυλιά ελεύθερα. Άμα είναι καλή στην ψυχή, θα την χαϊδέψουνε τα παιδιά- τα σκυλιά. Άμα δεν είναι, δεν θα είναι καλή». Μόλις πάνε αγνάντι απ' τα σκυλιά χαρές, κουνάγανε την ουρά, της πηδάγανε. Βάλαν να αρμέξουνε τα πρόβατα, η μάνα μου απ’ έξω, τη βάλανε να τα μαζεύει να πάνε να τα αρμέξουνε. Στο τέλος, «Έλα να αρμέξεις κι εσύ, νύφη». Η μαμά κάθισε κάτω και δώσανε κριάρι αντί για πρόβατο. Και τράβαγε η μαμά μου να αρμέξει, «Δεν βγαίνει τίποτα», τους έλεγε. Βάζει τα κλάματα και φεύγει μετά. Αλλά μετά ο μπαμπάς είχε… Παντρεύτηκε με, πώς τα λέγανε εκείνα τα παπούτσια που… Εκείνα τα χρόνια… Με κάτι λουριά, τέλος πάντων, δεν είχανε παπούτσια. Παντρεύτηκε [Δ.Α. 00:05:50]. Παντρεύτηκε και του έδωσε ο παππούς ένα χωράφι –πώς να σου πω- ούτε εκατό μέτρα, ίσα ίσα ένα σπίτι που έφτιαξε. Ο μπαμπάς, όμως, δεν είχε πάει ούτε μέρα στο σχολείο, δεν ήξερε τίποτα. Κι όμως, ανοίγει ένα εκεί, το έφτιαξε σπιτάκι, χωριάτικο σπίτι και δίπλα ένα μαγαζάκι. Έβαλε, μάθαινε τις γκιόσες, από κάτω είχε υπόγειο και βάζανε οι τσοπαναραίοι όλα [00:25:00]τα τυριά για να μην χαλάσουνε, δεν είχανε ψυγεία και τα έτριβε η μάνα μου. Παίρναν κι από εκεί λεφτά. Μαθαίνει κουρέας, μόνος του. Μαθαίνει χασάπης. Μαθαίνει γράμματα καλύτερα από τον καθέναν. Λογαριασμούς, το μυαλό έκοβε πολύ, πάρα πολύ. Κι έγινε ο πρώτος μέσα στο χωριό. Αλήθεια σ’ το λέω. Δεν πήγε ποτέ σε –που πάνε κι ορκίζονται, πώς το λένε; Μανούλα μου, τι έπαθα, γράφει τώρα; Που κάνανε δικαστήρια και τέτοια δεν ήξερε, δεν είχε αδικήσει μύγα. Έκανε κρέατα, πούλαγε κρέατα, ούτε πιο ακριβά, ούτε πιο λίγο ούτε πιο πολύ, ακριβώς το ίδιο. Μετά έβαλε ρύζι, μανέστρα, καφέδες, που ρίχνεις το… Ζάχαρη, τα πάντα. Και πιάστηκε ο μπαμπάς. Μας κάψανε, τα ίδια έκανε και καλύτερα μετά.
Το μαγαζί το είχε, δηλαδή, ο μπαμπάς σας όταν έκαψαν το χωριό.
Ναι το είχε. Και θησαυρό μέσα: λάδια, στάρια… Κι έλεγε: «Η Παναγία έχει γεννήσει εδώ φέτος», γεμάτο. Ήτανε πολύ, πολύ προκομμένος. Αλλά και η μάνα μου δίπλα του, δεν… Δηλαδή, μαζί. Ζύμωνε δεκαοκτώ - είκοσι καρβέλια την εβδομάδα για το μαγαζί. Τρώγανε, πίνανε. Πώς να σ’ το πω; Ήταν σε όλα. Ήταν… Είχαμε καλή οικογένεια, πολύ καλή οικογένεια. Και νοικοκυρεμένα τα κορίτσια όλα κι ο αδελφός μου, αλλά πήρε μια γυναίκα που… Τέλος πάντων.
Εσείς σαν παιδάκια βοηθούσατε εκεί; Τι κάνατε;
Αμέ, από μικρά παιδιά. Αλλά όταν είδα κι έσφαζε τα αρνάκια, έκλαιγα και κρυβόμουνα, δεν ήθελα να τα ιδώ. Στο μαγαζί δούλευα, βοήθαγα. Να πλύνω τα ποτήρια, να πάω κρασί, το ένα, το άλλο, να πάνε να πάρουνε… Όλες τις δουλειές. Άφηνα τις κοπέλες και δουλεύανε επάνω και βοήθαγα κι εγώ εκεί που έπρεπε. Δεν ήμουνα να έλεγα: «Κουράστηκα, δεν κάνω τίποτα». Μία η ώρα θα με ξύπναγε η μαμά το πρωί να πάω να ανυφάνω, να ακούσει η γειτονιά ότι σηκωνόμαστε πρωί και υφαίνουμε. Ήταν ζωή σκληρή, αλλά την… Καλή. Είχαμε αγάπη, αγάπη μου, τότε. Οι γειτόνοι είχαμε αγάπη. Τώρα δεν θέλει ο ένας να δει τον άλλον. Άλλη ζωή εκείνη. Η φτώχεια ήτανε άσχημη, αλλά η αγάπη ήταν καλή. Εχτές με πήρε ένας ξάδερφός μου από την Αθήνα. Δεν ξέρω πόσα χρόνια έχω να τον ιδώ. Και με παίρνει τηλέφωνο, «Γειά σου, Τασία», λέει, «τι κάνεις;». «Καλά, ποιος είσαι;». «Κάποιος συγγενής σου». «Πες μου ποιος είσαι, δεν σε γνωρίζω», λέω, όταν με πιάνει το δάκρυ. Αγαπημένα αδέλφια, αγάπη μου, αγαπημένα όσο… Αλλά κι εκείνος έχει περάσει όσα κι εγώ. Περασμένα ξεχασμένα, αλλά δεν ξεχνιούνται. Γράφεις; Αυτά είναι.
Είχατε μπορέσει, επειδή από τότε που ήσασταν πολύ μικρή το χωριό σας ήταν υπό κατοχή-
Κατοχή μεγάλη, όχι λίγο, μεγάλη.
Είχατε καταφέρει να ζήσετε σαν παιδιά πιο ανέμελα χρόνια;
Όχι, προσωπικά εγώ, όχι. Γιατί, ή πανηγύρια γίνονταν ή γιορτές ερχόντουσαν, εγώ ήμουνα πάντα στη δουλειά. Έραβα. Δεν μπορούσα να αφήσω τον κόσμο, γιατί δεν είχα ώρες τις άλλες. Είχα μαθήτριες. Οχτώ μαθήτριες είχαμε στο σπίτι. Με βοηθάγανε πάρα πολύ. Αλλά κι εγώ τις βοήθησα και τους έδειχνα τα πάντα. Δεν τις… Και μ’ όλες ήμαστε αγαπημένες.
Πόσων χρονών ξεκινήσατε να διδάσκετε εσείς τις κοπέλες στο χωριό;
Δεκατριών χρονών, δεκατέσσερα. Αλλά το νόστιμο, ερχόντουσαν από την Αθήνα μοδίστρες –τότε ερχόντουσαν διακοπές εκεί πέρα- και ερχόντουσαν εκεί να τους κάνω πρόβα, να κόψουνε κάτι δικά τους κι έπαιρνα μαθήματα από αυτές. Έτυχε να ήταν ένας από το… Τη Δήμαινα, το άλλο χωριό πιο πέρα, Επίδαυρο, ήτανε ράφτης. Αυτός ήτανε… Κι είχε μια γυναίκα πολύ όμορφη. Αλλά ήταν τεμπελάκος. Ερχότανε, «Να γαζώσω», μου λέει, «Τασία, ένα παντελόνι από εδώ;» και: «Ναι», «Να κόψω;», είχα τα όλα μου τα [Δ.Α.] εκεί. Όμως έκλεβα τη δουλειά του. Κατάλαβες; Έρχεται μια μέρα, μου λέει: «Θέλω ένα παντελόνι να φτιάξω, αλλά δεν μπορώ να το ράψω. Θα μπορείς να μου το ράψεις γιατί το θέλουνε;». «Αμέ», του λέω, «κυρ-Γιώργο, γιατί όχι;». Το έραψα καλά καλά, το έμαθα, μετά μάθαινα πώς παίρνανε τα μέτρα στους άντρες, όλα σιγά σιγά. Εκείνος τι έκανε; Πήγαινε και τα έδινε τα παντελόνια και τα είχε πάρει πριν τα λεφτά και τα είχε χαλάσει. Αλλά εγώ δεν με πείραζε, φτάνει που μάθαινα τη δουλειά. Έραβα κάτι παντελόνια. [Δ.Α.] ο αδερφός μου στη μοδίστρα να ράψω [00:30:00]παντελόνια; Αλλά όταν πήγα στην Αυστραλία μετά με ζώσανε τα ξαδέλφια για τα παντελόνια. Και τι δεν έραβα, πουκάμισα, σουτιέν, κιλότες. Τα ράβαμε όλα εκείνη την εποχή. Καλή ζωή ήταν, το ευχαριστιόμουν γιατί μου άρεσε αυτή η δουλειά πάρα πολύ. Τώρα δε θέλω τη μηχανή να τη βλέπω.
Κάνατε την ίδια δουλειά και στην Αυστραλία;
Ναι, ναι. Εκεί έραβα, παιδί μου, πήγα έραβα. Να κατά- να σου δώσω να καταλάβεις. Τότε η γουέτζα, το μεροκάματο της εβδομάδας, ήτανε δώδεκα δολάρια, δώδεκα “πέον” τα λέγανε τότε. Πήγα για πρώτη μέρα, γλώσσα δεν ήξερα, εδώ ό, τι ράβαμε το ράβαμε με … Το τρυπώναμε, μετά το γαζώναμε. Εκεί δεν ήθελε τρύπωμα. Εκεί ήθελε κατευθείαν μηχανή. Με παίρνει μια κοπέλα που ακόμα την έχω… Ακόμα την έχω φιλενάδα και τηλεφωνιόμαστε συνέχεια και με παίρνει και πάω σε ένα εργοστάσιο εκεί. Και με έβαλε εκεί να γαζώσω… Δεν ήξερα. Με έλεγε έτσι, έτσι, έτσι, τέλος πάντων, την πρώτη βδομάδα έκανε… Ήταν Οβραία η αφεντικίνα. Και μου λέει: «Εγώ σήμερα πέταξα στα σκουπίδια, δεν έβγαλα τη δουλειά που έπρεπε να βγάλω». Μου το είπε, λες και με έθαψες. Την άλλη μέρα, την άλλη μέρα με ερχόταν πιο λίγος μισθός από ό, τι ερχόταν στους άλλους, μου έδινε πέντε - έξι δολάρια. Μετά που πήρα μπρος και όπως έκοβα κόβανε τα σκουπίδια, παίρνανε κι ερχόντουσαν εκεί πάνω, οι άλλες πίσω. Παίρναν δώδεκα ευρώ κι έπαιρνα –δολάρια, πώς τα λένε- κι έπαιρνα πενήντα , εξήντα την ημέρα. Πολλά λεφτά, αυτό. Και πάω να πάρω σπίτι προτού έρθει ο άντρας μου και λέει ο ξάδελφός μου: «Τρελάθηκες;», λέει, «ακόμα δεν ήρθε ο άντρας σου, πας να πάρεις σπίτι; Εμείς τόσα χρόνια που δεν έχουμε σπίτι;». Δηλαδή, το είχε σε ντροπή να πάρω εγώ σπίτι. Αλλά, δούλεψα σκληρά. Δούλευα σε εργοστάσιο, έπαιρνα δουλειά στο σπίτι. Μετά έπαιρνα δουλειά, μου φέρνανε στο σπίτι που έκανα τα παιδιά και δεν μπορούσα να πάω να δουλέψω, μου φέρναν τουαλέτες και τέτοια κι έραβα. Πολλά λεφτά σου λέω. Όταν ήρθε ο γαμπρός μου στην Αυστραλία με τη Δήμητρα και του ‘δινα να πάει ένα στρίφωμα γύρω γύρω στη μηχανή θα είχανε εκατό δολάρια. Που μια δεν τα έπαιρνε σ' έναν μήνα.
Στην Αυστραλία εσείς πήγατε και βρήκατε συγγενείς;
Πήγα στα ξαδέλφια μου, πήγα στην Αυστραλία. Μετά ήρθε ο άντρας μου, παντρευτήκαμε. Μέσα στο '63 ήρθε ο άντρας μου, ’64 έκανα την πρώτη κόρη. Στο ’66 έκανα τη δεύτερη. Δούλευα στο σπίτι γιατί είχα τα παιδιά και δεν μπορούσα να πάω έξω να δουλέψω, αλλά μου τα φέρναν σπίτι τα ρούχα. Ερχόντουσαν, τα παίρνανε, με πληρώνανε, αλλά με πλήρωνε με επιταγή. Δηλαδή πιανόντουσαν στα ταξέσια, πώς τα λέτε εσείς εδώ, εφορία. Τότε έβγαζα καλά λεφτά και μετά αρρώστησα πολύ γιατί δεν κοιμόμουνα. Κοιμόμουνα 1 η ώρα τη νύχτα μέχρι 5 το πρωί. Ώσπου να κάνω τις δουλειές, είχα τέσσερις άντρες, δυο μικρά παιδιά, δεν τα έβγαζα πέρα. Κι έπλενα στα χέρια, όχι μηχανές και τέτοια. Σεντόνια και ρούχα. Αδυνάτισε ο οργανισμός μου πολύ, με έπιασε άσθμα, αλλεργικό άσθμα, πήγαινα στους γιατρούς, ενέσεις. Δεκαέξι χρόνια ήπια κορτιζόνη, έπινα και χάπια κι ενέσεις, πώς να το πω. Μου λένε οι γιατροί μετά, ήταν ένας η αλήθεια από εδώ, μου λέει: «Άμα θέλεις να ζήσουνε, να έχεις τα παιδιά, να έχουνε τα παιδιά μάνα, άλλαξε περιβάλλον. Πήγαινε κάπου να αλλάξεις περιβάλλον. Δεν είναι ζωή αυτή που κάνεις». Κι έβγαλα απόφαση να έρθω στην Ελλάδα, λίγο να δω τα… Και τους δικούς μου, αλλά δεν μπορούσα. Με το που ήρθα εδώ πέρα οι καλοί μας φίλοι εκεί πέρα, αυτοί που πρόσεχα πολύ, πήγανε και με καρφώσανε στην εφορία ότι ήρθα να βγάλω μαύρα λεφτά εδώ πέρα. Απάνω που ήρθα να καθίσω πέντε - έξι μήνες, μου γράφουν, μου τηλεφωνάνε, αυτό κι αυτό. Αυτοί πήγαν να μου πάρει η κομπανία το σπίτι, που το είχα βγάλει με πόση… Αφήνω τα παιδιά μου εδώ με πόνο και καημό, γυρίζω εκεί πέρα, δεν είχα, πώς να το πω, δεν είχα μαύρα λεφτά, ήταν όλα με τον νόμο. Πάω εκεί πέρα. Έγινε το δικαστήριο. Δεν μας καλέσανε στο δικαστήριο. Έρχονται τα καλά [00:35:00]παιδάκια που είχανε πάει στο δικαστήριο σαν μάρτυρες και μου λένε: «Τι κάθεσαι, ρε; Μέσα σε μια κλωστή κρέμεσαι». «Γιατί, τί έγινε;» του λέω. «Το σπίτι θα σας το πάρει η κομπανία. Δικαστήκατε τόσο σήμερα». «Μπράβο. συγχαρητήρια», του λέω. «Γιατί μας λες έτσι;». «Τη στιγμή που πήγατε εσείς και εμένα δεν με καλέσανε, συγχαρητήρια που με καρφώσατε. Δεν μου κάνατε τίποτα», λέω, «δεν πειράζει, να είσαστε καλά». Και φύγανε. Τέλος πάντων, δούλεψα σκληρά, πλήρωσα εφτά χιλιάδες δολάρια. Τότε με εκείνα εκεί έπαιρνες ένα σπίτι, εκείνα τα χρόνια. Τα παιδιά εδώ, πήγανε εδώ μια χρονιά σχολείο. Δεν μπορούσα χωρίς τα παιδιά, τα στείλανε εκεί πέρα. Αλλά δούλευα στο σπίτι. Όταν τα παιδιά ετοιμαστήκανε να πάνε για σχολείο, η μία ήρθε πέντε χρονών εδώ και η Φωτούλα εφτά χρονών, ενάμισι χρόνο διαφορά έχουνε. Να πάνε σχολείο, δούλευα στο σπίτι, πηγαίνανε σχολείο τα παιδιά. Ζούσα καλά, αλλά είχα πολλούς εχθρούς. Κι άμα έχεις εχθρούς, τι τους θέλεις τους φίλους; Μετά έτυχε ο άντρας μου… Ήθελε να έρθει στη μάνα του. Ήρθε εδώ για έναν μήνα, κάθισε δέκα χρόνια. Καλά, όλα καλά, δόξα τω Θεώ, η δουλειά με έβγαλε αρχόντισσα και τώρα πήρα τα… Τον μισθό μου από τα σαράντα μου χρόνια. Είχα βγάλει πολλά λεφτά εκεί πέρα. Δόξα τω Θεώ, ζούμε καλά τώρα, δεν μπορώ να πω κουβέντα.
Πήρατε τη σύνταξή σας από την Αυστραλία κιόλας;
Όταν ήρθα εδώ-
Πότε ήρθατε;
Το ’86. Όταν ήρθα εδώ μου ερχότανε από την Αυστραλία ο μισθός. Αλλά η Αυστραλία ήταν πολύ ειλικρινής σε όλα. Ούτε να έκλεβε, ούτε τίποτα. Εδώ που πας και δεν σου δίνουν σημασία, το ένα, το άλλο. ‘Όταν ήρθα εδώ εκείνοι είδανε ότι είχα φτάσει… Πήγα κι ήμουνα είκοσι επτά χρονών που πήγα στην Αυστραλία. Και είχα γράψει κάτω ότι ζούσα σε χωριό, όχι σε πόλη. Μου γράφουνε από εκεί πέρα… Τους έχω, πώς να σου πω, τους ευχαριστώ για αυτό το πράγμα, μου… Γιατί εγώ πλήρωνα που ήρθα εδώ για ασφάλεια εκατό – ευρώ έχουμε εδώ; - τον μήνα για ασφάλεια. Και μου γράψανε «Τι ασφάλεια έχεις πέρα;». Λέω: «Πληρώνω εκατό ευρώ». «Λάθος», λέει. «Έφυγες απ’ την Ελλάδα είκοσι επτά χρονών, πρέπει να βγάλεις εκεί την ασφάλειά σου. Θα πας να γράψεις στον Ο.Γ.Α. ότι έφυγες είκοσι επτά χρονών», από… Για … Πώς το πιάνουνε; Δεκαεπτά χρονών δουλεύουνε τα παιδιά εκείνα τα χρόνια; Δικαιούμουν και Ο.Γ.Α. Και πάω και παίρνω και από εκεί εξήντα δολάρια, ευρώ, τον μήνα, έχω και την ασφάλεια μου και, δόξα τω Θεώ, γιατί την αγάπησα την Αυστραλία.
Σας λείπει;
Πολύ. Κάθε βράδυ εκεί στο σπίτι μου. Ξέρεις πόσο έχει το σπίτι τώρα; Δυόμισι εκατομμύρια. Ήταν σε ωραίο μέρος, διώροφο, ανεξάρτητο.
Σε ποια πόλη ζούσατε τότε; Πού ζούσατε τότε; Σε ποια πόλη;
Στο Σίδνεΰ. Silva Street 116. Δούλεψα για το σπίτι, δούλεψα για όλους. Δόξα τω Θεώ, τακτοποίησα τα παιδιά μου σε δουλειές. Είχα λεφτά να τους πάρω από κάνα σπίτι. Τα χάλασε [Δ.Α.]. Αλλά, δόξα τω Θεώ, κάναμε το σπίτι εδώ, καλά είμαστε.
Γύρισαν και τα παιδιά σας εδώ μαζί σας;
Δεν ήθελαν να γυρίσουν, αλλά τους είχε γυρίσει το μυαλό. Αχ, αγάπη μου, ήμουνα καλά εκεί πέρα. Αλλά δεν είχα καλούς ανθρώπους. Δεν είχα έναν ξάδερφο αγαπημένο, δεν είχα μια αδελφή, να είχα μια μάνα, να είχα κι εγώ κάποιον. Είχα τρεις φίλες, και μου έχουν φύγει δύο, καλύτερες. Έχω άλλη μια, την έχω σε μια φωτογραφία. Τι να πω. Η ξενιτιά… Πιάνεις φίλους αδέλφια, αδέλφια. Άμα τους διαλέξεις πιάνεις φίλους. Αλλά την έχω μια που τηλεφωνώ ακόμα από την ημέρα που πήγα στην Αυστραλία. Τώρα κοντεύω εξήντα χρόνια. Πόσα χρόνια έχω;
Όταν πήγατε εκεί σας έλειπε καθόλου το χωριό σας, η Ελλάδα γενικά;
Δεν θυμόμουνα τίποτα. Τα είχα… Ήμουνα σε ένα… Σε κύμα μέσα. Δεν ήξερα πού βρισκόμουνα, είχα αλλάξει περιβάλλον σε όλα. Αλλιώς τα περίμενα, αλλιώς τα βρήκα, αλλά, δόξα τω Θεώ, τα ξεπέρασα. Με είχανε σαν σκλάβα εκεί πέρα που πήγα τα [00:40:00]ξαδέλφια μου. Να τους ράβω, να τους πλένω, να τους πλένω τα πιάτα. Ερχόμουνα από τη δουλειά – είχανε μαγαζί - και να πηγαίνω στη λάντζα. Αλλά, εντάξει, με θέλανε για δουλειές, για συμφέρον.
Στο χωριό σας πηγαίνετε καθόλου πια ή δεν έχει μείνει κάποιος εκεί;
Τώρα;
Ναι.
Τώρα είναι ο αδελφός μου εκεί, εκείνος ενενήντα τριών χρονών, δεν βλέπει, δεν ακούει καλά. Δεν έχω μέσον να πάω. Όταν πάω, πάω και τον βλέπω, αυτός δεν μπορεί να έρθει. Τα παιδιά είναι στην Αθήνα τα δικά του, έχει τέσσερα παιδιά. Με λατρεύουν και τα τέσσερα. Με παίρνουνε τηλέφωνο. Κι εγώ τα λατρεύω και τα αγαπώ. Εδώ οι αγαπημένες αδελφάδες μου, δεν έχουμε ποτέ φέρει κουβέντα. Και χθες με παίρνει μου λέει: «Έλα , θα πεθάνω και δεν θα σε ιδώ», μου κάνει. «Θα έρθω», της κάνω. Ετοιμάζομαι να φύγω τη Δευτέρα, πρώτα ο Θεός, να πάμε. Δόξα τω Θεώ, καλά περάσαμε. Είχαμε καλούς γονείς και αγαπημένη οικογένεια. Αγαπημένη οικογένεια. Ήταν άλλη μια μοδίστρα. Εγώ να πάω στα χωράφια, εγώ να κάνω… Δεν με ένοιαζαν. Πήγαινα παντού εγώ, δεν έπαιρνα χαμπάρι. Δουλειά. Η δουλειά δεν σε τρώει, η στεναχώρια σε τρώει. Ο μπαμπάς μου έφυγε με καημό. Ήρθε στην Αυστραλία να με δει. Και πήγε να βγάλει το εισιτήριο και λέει ο αδερφός μου: «Θα σ’ το βγάλουνε εκεί πέρα». Και πήγε, τα πήρε ο αδερφός μου τα λεφτά που είχε βάλει. Πάω, βγάζω και το εισιτήριο, όλα εντάξει, έρχεται εκεί πέρα. «Είπα να μπω στο σπίτι σου και να πεθάνω». Τόσο καημό, με λάτρευε. Του λέω: «Κάτσε εδώ, ακούμπα τη βαλίτσα». Είχαμε ένα μαγαζί, δεν ήτανε για τίποτα. Πήγαμε εκεί πέρα στο μαγαζί, γύρισε, «Είπα να μπω σπίτι σου και να πεθάνω». Και του πέταξε τα πράγματα από το σπίτι έξω. Αυτά, κορίτσι μου [Δ.Α.] οι στεναχώριες δεν είναι καλές. Αλλά πρέπει, όμως, να βγάλουμε και λίγο τη γλώσσα εκεί που πρέπει. Εγώ την έραβα. Πρέπει να μιλάμε κάπου κάπου. Να μας καβαλάνε, μας καβαλήσανε. Δεν πειράζει, όλα εδώ μένουνε. Δεν ζήλεψα πλούτη, δεν ζήλεψα παλάτια, δεν ζήλεψα. Αγάπη θέλω και υγεία. Υγεία να έχετε, αγάπη με όποιον είναι το τυχερό σου και όλα έρχονται όμορφα και καλά. Όταν δεν ταιριάζεις, άλλα λέει ο... Άλλα, άλλα ο άλλος, δεν γίνεται προκοπή. Τι να πω άλλο τώρα;
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα όσα μου είπατε.
Κι εγώ ευχαριστώ και συγγνώμη αν έκανα και τίποτα λάθη.
Τι λέτε τώρα;
Τι να πω, αγάπη μου;
Summary
Η αφηγήτρια ανασύρει από τη μνήμη της άσχημα περιστατικά που βίωσαν οικογενειακώς στην Κατοχή, κυρίως από τους Γερμανούς. Στη συνέχεια, αναφέρεται στο βίαιο γεγονός του βασανισμού ενός αντάρτη που συντέλεσε στο κάψιμο ολόκληρου του χωριού και στην απώλεια του παππού της με τραγικό τρόπο. Μας αφηγείται, επιπλέον, την προσπάθεια που κατέβαλλε στην Αθήνα και την Κόρινθο για την εκμάθηση της μοδιστρικής, κάποιες δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια των ετών που παρέμεινε εκεί, αλλά και το πώς εξελίχθηκε επαγγελματικά. Ολοκληρώνει την ιστορία της μιλώντας για ποικίλα βιώματα που σχετίζονται με την διαμονή της στην Αυστραλία.
Narrators
Αναστασία Τόσκα
Field Reporters
Ανδρομάχη Γρηγοριάδη
Tags
Interview Date
11/09/2020
Duration
43'
Summary
Η αφηγήτρια ανασύρει από τη μνήμη της άσχημα περιστατικά που βίωσαν οικογενειακώς στην Κατοχή, κυρίως από τους Γερμανούς. Στη συνέχεια, αναφέρεται στο βίαιο γεγονός του βασανισμού ενός αντάρτη που συντέλεσε στο κάψιμο ολόκληρου του χωριού και στην απώλεια του παππού της με τραγικό τρόπο. Μας αφηγείται, επιπλέον, την προσπάθεια που κατέβαλλε στην Αθήνα και την Κόρινθο για την εκμάθηση της μοδιστρικής, κάποιες δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια των ετών που παρέμεινε εκεί, αλλά και το πώς εξελίχθηκε επαγγελματικά. Ολοκληρώνει την ιστορία της μιλώντας για ποικίλα βιώματα που σχετίζονται με την διαμονή της στην Αυστραλία.
Narrators
Αναστασία Τόσκα
Field Reporters
Ανδρομάχη Γρηγοριάδη
Tags
Interview Date
11/09/2020
Duration
43'