Πύθιο, το τελευταίο χωριό της Ευρώπης
Segment 1
Ο σιδηροδρομικός σταθμός, το Orient Express και η άλλη πλευρά των συνόρων
00:00:00 - 00:15:45
Partial Transcript
Είναι 17 Ιουλίου του 2021, είμαστε στις Μαργαρίτες Ρεθύμνου με τον Τάσο Παντίδη, είμαι ο Χαράλαμπος Λεοντίδης για το Istorima. Καλησπέρα. …μουσουλμάνους και Τούρκους βασικά. Προσπαθώ να καταλάβω πώς ήταν οι σχέσεις δηλαδή με την απέναντι πλευρά, υπήρχε αδιαφορία, υπήρχε φόβος;
Lead to transcriptSegment 2
Παιδί στα ακριτικά βοσκοτόπια του Έβρου
00:15:45 - 00:21:25
Partial Transcript
Υπήρχε ένας φόβος, εμείς λοιπόν που ήμασταν μικροί, ήμασταν λοιπόν όλοι οι αγρότες από αγροτική οικογένεια και είχαμε όλοι ζώα. Είχαμε δηλαδ…ό. Αλλά τότε την εποχή εκείνη ήταν πολύ έντονο και το... Οι πολίτες, δηλαδή οι πολίτες που ήταν μέχρι 40 χρονών είχαν όλοι όπλο στο σπίτι.
Lead to transcriptSegment 3
Η επιστράτευση του 1974
00:21:25 - 00:28:12
Partial Transcript
Εγώ επειδή έζησα και την επιστράτευση του ’74, το 1974 όλοι αυτοί που ήταν τότε μέχρι 40-45 χρονών και επιστρατεύτηκαν, εγώ ήμουνα στα 13-14…να μπορούσαμε να πάμε πρόσφυγες απέναντι, δηλαδή στη Βουλγαρία. Αυτό ήταν το σκεπτικό που πήγαμε εκεί. Αν μας δεχόντουσαν και οι Βούλγαροι.
Lead to transcriptSegment 4
Τα παιδικά παιχνίδια στο Πύθιο
00:28:12 - 00:32:49
Partial Transcript
Τους χειμώνες στο χωριό πώς τους περνάγατε παιδί που ήταν βαριοί ας πούμε. Είχε την ομορφιά του, είχε την ομορφιά του γιατί το χειμώνα ήταν…πλάκα του. Ήταν πολλές γειτονιές που το παίζατε αυτό; Συνήθως ήταν δύο γειτονιές. Δηλαδή ερχόταν από την απέναντι γειτονιά στη δική μας.
Lead to transcriptSegment 5
Οι πρόσφυγες στο Πύθιο
00:32:49 - 00:37:41
Partial Transcript
Η δική μας η γειτονιά ήταν η λεγόμενη προσφυγιά διότι όλα τα σπίτια αυτά στο δικό μας το χωριό εκεί που είναι το δικό μου το σπίτι στη γειτο…εν πρόλαβε να με πάει γιατί και αυτός πέθανε σχετικά νέος. Τότε πέθαιναν, το προσδόκιμο ζωής ήταν πιο μικρό από ό,τι είναι σήμερα δυστυχώς.
Lead to transcriptSegment 6
Τα σχολικά χρόνια
00:37:41 - 00:41:14
Partial Transcript
Και το σχολείο πώς ήταν ήτανε; Ήτανε, καταρχάς ήταν Χούντα όταν ήμουνα εγώ ήτανε Χούντα. Οπότε υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα σε όλα. Αλλά είχε …ονών μετά όταν τελείωσα το γυμνάσιο την τελευταία τάξη την πήγα στην Αθήνα, πέντε χρόνια πήγα στην Ορεστιάδα και την έκτη τάξη στην Αθήνα.
Lead to transcriptSegment 7
Οικογενειακή μετανάστευση στην Αθήνα
00:41:14 - 00:46:58
Partial Transcript
Έφυγα από κει γιατί φύγανε οι γονείς μου μετανάστες σε αυτή την ηλικία στην Αθήνα. Φύγαν πιο πολύ για να μπορέσουν να μου δώσουν το κατιτίς … ναρκωτικά είτε με χίλια δυο άλλα πράγματα. Όμως εντάξει, καταφέραμε σπουδάσαμε, δουλέψαμε πολύ, εγώ ασχολήθηκα λίγο και με τα παραδοσιακά.
Lead to transcriptSegment 8
Χορευτής στη Δόρα Στράτου
00:46:58 - 00:50:57
Partial Transcript
Τι κάνατε; Ε όσο πήγαινα, όσο σπούδαζα τα καλοκαίρια και τα βράδια χόρευα στη Δόρα Στράτου, σε ένα θέατρο εκεί στου Φιλοπάππου που ήταν καλ…ε μεγάλη. Στο τέλος δεν, ήταν έξω στο μπαρ καθόταν και... Αλλά ήταν ωραίος τύπος να την συζητήσεις, να την κουβεντιάσεις ήτανε μποέμ. Αυτά.
Lead to transcriptSegment 9
Η αγροτική ζωή στο Πύθι
00:50:57 - 00:57:14
Partial Transcript
Ο αδερφός σας έμεινε στην Αθήνα ή γύρισε πίσω; Ο αδερφός μου έμεινε, όχι μετά από χρόνια παντρεύτηκε στη Χαλκίδα και έμεινε Χαλκίδα. Άρα λο…γάλα από την αγελάδα όπως και γιαούρτι και τυρί κάναμε από τις αγελάδες. Δεν είχαμε δηλαδή άλλα ζώα. Εντάξει, ας το κλείσουμε εδώ. Ωραία.
Lead to transcriptSegment 10
Οι φυλές των Εβριτών
00:57:14 - 00:59:38
Partial Transcript
Ήθελα να μου πείτε ένα τελευταίο, για τις φυλές αυτές που λέγατε πριν των θρακιωτών. Υπάρχουν κάποιες ράτσες στον Έβρο που είναι, δεν ξέρω …, είμαστε όλοι Εβρίτες. Ας το κλείσουμε με αυτό λοιπόν. ΟΚ Ευχαριστώ πολύ. Να είσαι καλά, εδώ θα είμαστε και μπορούμε να τα ξαναπούμε.
Lead to transcriptSegment 1
Ο σιδηροδρομικός σταθμός, το Orient Express και η άλλη πλευρά των συνόρων
00:00:00 - 00:15:45
[00:00:00]Είναι 17 Ιουλίου του 2021, είμαστε στις Μαργαρίτες Ρεθύμνου με τον Τάσο Παντίδη, είμαι ο Χαράλαμπος Λεοντίδης για το Istorima. Καλησπέρα.
οιπόν εγώ Βρέθηκα στην Κρήτη εδώ και 30 χρόνια αλλά οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι ακόμα με τη σκέψη στο χωριό μου, δεν το έχω ξεχάσει ποτέ, αν και είμαι τόσα χρόνια εδώ αισθάνομαι Θρακιώτης, Εβρίτης και πολλές φορές μου έρχεται στο μυαλό και τα παιδικά μου χρόνια και γιατί εκεί έζησα μέχρι και τα 17.
Το χωριό είναι το;
Το χωριό μου είναι το Πύθιο είναι ανάμεσα Διδυμότειχο-Ορεστιάδα, στην άκρη στα σύνορα με την Τουρκία 200 μέτρα από το ποτάμι περίπου. Είναι το Πύθιο που πολλές φορές το έχουμε δει στην τηλεόραση να πλημμυρίζει κάθε χειμώνα από τις έντονες βροχοπτώσεις που κάνει στην περιοχή και είναι και εκεί που βάζουνε στη γέφυρα που πάει Τουρκία σιδηροδρομικώς. Είναι το μοναδικό σημείο που συνδέει την Τουρκία, την Ευρώπη με την Τουρκία σιδηροδρομικώς ενώ υπάρχουν άλλες δύο διαβάσεις που είναι οδικώς. Είναι στους Κήπους, λίγο έξω από την Αλεξανδρούπολη και στις Καστανιές που τις μάθαμε πέρσι με τα γεγονότα. Λοιπόν τελείωσα το δημοτικό λοιπόν εκεί στο Πύθιο, εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ‘60 τα οποία ήταν πολύ δύσκολα και σκληρά διότι ήταν χειμώνες πολύ έντονοι δηλαδή βαρύ χειμώνες, δηλαδή χιόνιζε 2 μέτρα, 3 μέτρα χιόνι, δεν πηγαίναμε σχολείο 15 μέρες.
Πότε γεννηθήκατε εσείς;
Εγώ το ’60. Ήτανε κάποτε το χωριό το οποίο είχε πάρα πάρα πάρα πολύ κόσμο, να φανταστείς ότι κάναμε πηγαίναμε σχολείο πρωί και βράδυ, απόγευμα, δηλαδή είχε δύο βάρδιες. Είχε περίπου 150 παιδάκια, όλες οι τάξεις, νηπιαγωγείο. Τότε είχαμε και εστιατόριο που τρώγαμε το μεσημέρι όλα τα παιδιά. Το γεγονός της χρονιάς μας ήταν στο τέλος της κάθε χρονιάς που κάναμε γυμναστικές επιδείξεις και ήτανε πραγματικά όλο το χωριό κατέβαινε να δει τις γυμναστικές επιδείξεις με όλα τα αθλήματα. Το σχολείο τώρα είναι κλειστό, δεν έχει παιδάκια.
Τότε το χειμώνα πώς πηγαίνατε σχολείο με τα 2 μέτρα χιόνι;
Όταν χιόνιζε δεν πηγαίναμε, τότε δεν υπήρχαν οι δρόμοι που κάνουνε τώρα με τσιμέντο και λοιπά, ήταν όλα λάσπη. Δύσκολα, πολύ δύσκολα αλλά ήταν, είχε και την ομορφιά του, το να μην πηγαίναμε σχολείο μας άρεσε γιατί καθόμασταν μέσα, είχαμε ξυλόσομπες εμείς, όλα τα σπίτια. Υπήρχε φτώχεια την εποχή εκείνη. Ναι μεν ήταν αγρότες όλοι στο χωριό αλλά δεν περίσσευαν τα παραπάνω. Υπήρχε φτώχεια. Αλλά είχαμε από όλα.
Ήταν αγρότες οι γονείς σας;
Οι γονείς μου ήταν αγρότες μέχρι που εγκατέλειψαν το χωριό όπως οι γονείς μου και πολλοί άλλοι γονείς και πήγαν μετανάστες, άλλοι στη Γερμανία, άλλοι στο Βέλγιο και άλλοι στην Αθήνα. Αυτοί κάποτε, δεκαετία του ‘60 που εγώ πήγαινα στο σχολείο το χωριό είχε δύο χιλιάδες κατοίκους 2,5 κάπου εκεί. Γιατί ήτανε και ο σιδηροδρομικός σταθμός του χωριού ο οποίος είχε και αυτός σχολείο και είχε μάλιστα σχολείο όλες τις τάξεις. Ο Σιδηροδρομικός σταθμός ήταν ένα χιλιόμετρο από το χωριό μου και έσφυζε από ζωή διότι τότε ήτανε οι μηχανές, ήταν οι λεγόμενοι καρβουνιάρηδες που ερχόταν και περνάνε κάρβουνα από το χωριό μου και υπήρχε η γραμμή, υπήρχε σύνδεση με την Κωνσταντινούπολη οπότε όλα τα τρένα που θέλαν να πάνε από Τουρκία και Ασία περνούσαν από το Πύθιο και ανεβαίνουν επάνω, Σβίλενγκραντ, Βουλγαρία.
Και πηγαίναν Ευρώπη.
Ναι, αυτό γινόταν μέχρι και το τέλος του δεκαετίας του ’60-’70, ’71, ‘72 εκεί περίπου μέχρι που και οι Τούρκοι φτιάξαν την σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με την Αδριανούπολη. Και απ’ την Ανδριανούπολη μετά πάνε και αυτοί Ευρώπη αλλά πριν γίνει αυτή η σύνδεση όλα τα τρένα τα τουρκικά και τα... Τουρκικά Βασικά γιατί αλλάζει η μηχανή μόνο, περνούσαν μέσα από το χωριό μου ερχόταν, από το σιδηροδρομικό αυτό σταθμό για αυτό υπήρχε Τούρκος σταθμάρχης, υπήρχε αστυνομία, υπήρχε έλεγχος διαβατηρίων [00:05:00]της αστυνομίας, πιο πέρα υπήρχε μία μονάδα στρατού, το φυλάκιο στη δρομική γραμμή και στη γέφυρα, στη γέφυρα του ποταμού γιατί ήτανε μία γέφυρα η οποία υπάρχει ακόμα. Και ακόμα υπάρχει ένα τρένο, πάει μία φορά τη μέρα ένα βαγόνι, παίρνει τους τουρίστες από την Ελλάδα και τους πάει Τουρκία. Ε τότε λοιπόν με το να είναι όλος αυτός ο κόσμος να ζήσει εκεί στο σταθμό είχε ζωή, πολύ ζωή. Τώρα είναι όλα μέσα στους βάτους. Πραγματικά δηλαδή, ειδικά μετά τις πολλές πλημμύρες που έκανε στο χωριό σάπισε και το κτίριο, το κτίριο του σταθμού ήταν ένα παλιό κτίριο, ξύλινο, όπως μπορεί να έχεις δει πολλές φορές και στο εξωτερικό που το φτιάξανε κάποιες εταιρείες. Μια γαλλική εταιρεία και ήταν πολύ γραφικό. Δηλαδή σαν σιδηροδρομικός σταθμός. Και με τις πλημμύρες του ποταμού στα ένα-δυο μέτρα εκεί γύρω-γύρω τα ξύλα αυτά έχουνε σαπίσει. Είπανε τώρα ότι θα μπει σε ένα πρόγραμμα να το ανακαινίσουν, για να δούμε. Αλλά το όλο ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει πια ζωή, δεν υπάρχει κόσμος που θα μπορούσε να δώσει πνοή στον τόπο. Δυστυχώς έχουνε φύγει όλοι.
Τότε δηλαδή το Πύθιο ήτανε το πρώτο χωριό της Ευρώπης ερχόμενος από Ασία.
Α, ναι, βέβαια, και τώρα μπαίνοντας βλέπεις και τη σημαία την Ελληνική και την... Σιδηροδρομικώς πάντα έτσι και αμέσως μόλις περάσεις τη γέφυρα του Πυθίου μπαίνεις στην Ανατολική Θράκη. Η Ανατολική Θράκη που τώρα είναι η λεγόμενη ευρωπαϊκή Τουρκία. Ακριβώς απέναντι από το σημείο αυτό είναι η λεγόμενη μακρά γέφυρα και φαίνεται. Δηλαδή αν πας στο ύψωμα εκεί στο δικό μου το χωριό φαίνεται μία τεράστια γέφυρα που είναι μέσα στο, όλη μέσα στο τουρκικό έδαφος τώρα και απέναντι έχουν πολύ καλά εδάφη, είναι όλο κάμποι δηλαδή εύφορο, πολύ εύφορο μέρος όλη η Ανατολική Θράκη και επειδή υπήρχε πολύ νερό του ποταμού τουλάχιστον οι Τούρκοι καλλιεργούν και πολλά ρύζια απέναντι που θέλει πολύ νερό ενώ εμείς δεν καλλιεργήσαμε ποτέ ρύζια ας πούμε στην δική μας τη μεριά. Εμάς οι καλλιέργειές μας είναι κυρίως καλαμπόκι, ηλίανθο, στάρι και βαμβάκια. Αυτά.
Και πώς ήτανε να περνάνε όλοι αυτοί οι ταξιδιώτες από το χωριό; Πώς επηρεάζαν το χωριό;
Βασικά στο σταθμό εκεί κοντά δηλαδή ήταν ένα προάστιο του Πυθίου φαινόταν αυτό, υπήρχανε κάποια πανδοχεία και έμεναν εκεί πολλές φορές. Δηλαδή μένανε ένα, δύο βράδια μέχρι να ‘ρθει το τρένο, το τούρκικο τρένο να τους πάρει να τους πάει Κωνσταντινούπολη. Από εκεί περνούσε φυσικά ερχόμενο από το Παρίσι το Orient Express. Υπάρχουν ακόμα φωτογραφίες με τα βαγόνια, το τρένο και γράφει Orient Express. Βεβαίως. Και ναι, ήταν γραφικά, υπήρχε ζωή, τότε υπήρχε ζωή. Εγώ τα πρόλαβα αυτό. Πολλοί χωριανοί μας δούλευαν στον ΟΣΕ, στο λεγόμενο ΟΣΕ, παλιά λεγόταν νομίζω ΣΕΚ, κάπως έτσι. Σιδηρόδρομοι Ελλάδος. Κάπως έτσι λεγόταν και κάνανε, άλλοι δουλεύανε στις γραμμές που τις διορθώνουν άλλοι δουλεύουνε μηχανοδηγοί, δίνανε. Τώρα δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε τρένο. Πάει ένα τρένο από την Αλεξανδρούπολη, ανεβαίνει Ορμένιο πάνω, είναι γύρω στα 170 νομίζω χιλιόμετρα αν θυμάμαι καλά.
Και τα κάρβουνα τα φτιάχνανε στο χωριό;
Όχι δεν είχαμε εμείς, απλώς εκεί υπήρχε μία μεγάλη αίθουσα όπου γινόταν το service των μηχανών γιατί πώς γίνεται κάποια φορά που όπως είναι τα ναυπηγεία και μπαίνουν τα πλοία και κάνουν το service. Έτσι γινόταν, κάτι τεράστιες αίθουσες, μπαίναν οι μηχανές μέσα και τους κάνανε το service. Εκεί φορτώναν και το λεγόμενο γυαλιστερό κάρβουνο, αυτό, τον άνθρακα δηλαδή που ήτανε οι μηχανές που δουλεύανε κάρβουνο. Καίγανε κάρβουνο, βέβαια ναι.
Τους θυμάστε εσείς δηλαδή το Orient Express;
Εγώ όχι, όχι. Ίσως πιο νωρίς αλλά δεν το θυμάμαι όχι. Αλλά έχω δει φωτογραφίες που περνούσε από το χωριό για να πάει Κωνσταντινούπολη.
Οι κάτοικοι του Πυθίου ταξιδεύανε ας πούμε; Δηλαδή θα [00:10:00]μπαίνανε στο τρένο να πάνε...
Απέναντι; Εμείς δεν πηγαίναμε Τουρκία αλλά φυσικά ήταν προνομιούχο το Πύθιο και όλα τα χωριά τα οποία ήταν παραποτάμια. Διότι ο σταθμός, τα τρένα, η σιδηροδρομική γραμμή περνάει σχεδόν παράλληλα με το ποτάμι, με τον ποταμό Έβρο που είναι για το φυσικό σύνορο με την Τουρκία. Σε κάποια σημεία βλέπεις από το παράθυρο του τρένου τον ποταμό κάτω. Γιατί πάει σχεδόν παράλληλα. Αυτά τα χωριά τώρα που περνάει η σιδηροδρομική γραμμή από το χωριό είναι ευνοϊκά διότι παλιά δεν υπήρχαν, εκείνη την εποχή, δηλαδή το ’60, δεν υπήρχαν ούτε άσφαλτος ούτε... Η άσφαλτος ήρθε εκεί τέλος του ’60, του ‘70 ήρθε η άσφαλτος, ήταν χωματόδρομοι όλοι και τα χωριά αυτά που είναι εσωτερικά του νόμου δεν είχαν το ίδιο προνόμιο που είχαμε εμείς γιατί εγώ που πήγαινα ας πούμε γυμνάσιο από το Πύθιο στην Ορεστιάδα μετακινούμαστε με το τρένο και σπάνια με το λεωφορείο. Συνήθως στο τρένο. Είναι καλό μεταφορικό μέσο και φτηνό.
Ήταν το ίδιο τρένο που πήγαινε Τουρκία μετά δηλαδή;
Όχι αυτό το τρένο πήγαινε Αλεξανδρούπολη, Ορμένιο και πολλά τρένα, 1, 2, 3 ερχότανε από Αθήνα. Έβλεπες έξω στα βαγόνια, είχαν πάντα από κει που φεύγει το τρένο στο βαγόνι κρεμούσαν οι υπάλληλοι του ΟΣΕ τότε μία πινακίδα μεταλλική η οποία έγραφε Δίκαια που είναι το πάνω το τελευταίο χωριό, Αθήναι δηλαδή έφευγε από κει και σε 24 περίπου ώρες έφτανε στην Αθήνα. Πολλές ώρες. Αυτή τη διαδρομή την έκανα εγώ πολλές φορές όπως κάνετε εσείς εδώ το Πειραιάς-Ηράκλειο, Πειραιάς-Χανιά, την έκανα με το τρένο όταν ήμουν φοιτητής. Φυσικά όταν φτάναμε εκείνη την εποχή είτε στη Θράκη είτε στην Αθήνα ήμασταν μαύροι από τον καπνό του τρένου γιατί ήταν καλοκαίρι, τα παράθυρα ανοιχτά, όλος ο καπνός έμπαινε μέσα. Τέλος πάντων ήταν μία εμπειρία αλλά πολλές οι ώρες, πάρα πολλές ώρες. Ατέλειωτο το ταξίδι, ατέλειωτο.
Σ’ άρεσε αυτό το ταξίδι;
Ναι να το κάνεις μία φορά είναι καλά αλλά από κει και πέρα δεν είναι τώρα τα καινούργια τρένα. Δυστυχώς ακόμα δεν τα ‘χουνε κάνει, δεν τα έχουμε δει αν και ήρθαν πολλά πακέτα εδώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση άλλα τρένα δυστυχώς δεν έχουμε δει όπως είναι αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, όπως είναι ας πούμε το γρήγορο τρένο στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κίνα. Στην Κίνα υπάρχει τώρα τρένο που φεύγει Σαγκάη Λαχόρι και το κάνει, όχι Λαχόρι. Πώς το λένε; Την πρωτεύουσα της Μογγολίας, κάπου εκεί και το κάνει μέσα σε δυόμισι ώρες, πάνε με 500 - 400 χιλιόμετρα την ώρα. Τέλος πάντων τώρα δεν έχει, φεύγεις από Θεσσαλονίκη για να πας Ορεστιάδα και στο δρόμο σε περίμενει ένα λεωφορείο γιατί είναι κάπου χαλασμένη η γραμμή να κατέβεις στο λεωφορείο και να σε πάει στην άλλη μετά στάση πιο πέρα στην Κομοτηνή, να ξαναπάρεις το τρένο μετά και να πας να φτάσεις μετά από 7 ώρες, 8 στην Ορεστιάδα. Μία διαδρομή που θα μπορούσες να την κάνεις σε τρεις, τέσσερις ώρες, τέλος πάντων.
Και πώς και δεν πηγαίνατε, οι κάτοικοι δεν πηγαίνανε απέναντι στην Τουρκία δηλαδή, δεν είχατε σχέσεις;
Λοιπόν δεν πηγαίναμε και δεν είχαμε καμία σχέση διότι υπήρχε πάντα αυτός ο... Δεν ξέρω τουλάχιστον εμείς τότε υπήρχε ένας φόβος με την Τουρκία. Δεν ήτανε δηλαδή όπως τα ανοιχτά σύνορα υπάρχουν στην Ευρώπη. Δεν υπήρχε αυτή η άνεση να φύγεις δηλαδή από την Ολλανδία να πας Βέλγιο και δεν σε ενοχλούν στα σύνορα. Δεν υπήρχε και το μέσον να πάμε όπως πάνε τώρα. Τα τελευταία χρόνια πάνε κυρίως Ανδριανούπολη για να κάνουν τα ψώνια της ημέρας και να γυρίσουνε. Και αυτό είναι τα τελευταία ας πούμε χρόνια. Τα τελευταία χρόνια. Παλιά δεν πηγαίνανε γιατί δεν ξέρω γιατί, δεν πηγαίναν Τουρκία.
Πότε αρχίσανε;
Την τελευταία εικοσαετία, δηλαδή δεκαετία, ναι, μετά το 2000 πηγαίνανε πάρα πολύ. Κυρίως στην Αδριανούπολη. Γιατί η Αδριανούπολη ήταν, είναι μία πολύ μεγάλη πόλη. Έχει περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους και από το από τον Έβρο φαίνεται. Είναι μία μεγάλη πολιτεία και εκεί υπάρχει και το μεγαλύτερο τζαμί, ήταν το μεγαλύτερο τζαμί στην Ευρώπη. Μουσουλμανικό τέμενος τέλος πάντων. Και υπάρχει ακόμα και είναι πολύ καλό. Εγώ το έχω επισκεφτεί, είναι ωραίο δηλαδή αξίζει τον κόπο να το [00:15:00]δει κανείς, να το επισκεφτεί.
Στο Πύθιο υπήρχαν μουσουλμάνοι κάτοικοι;
Τώρα το ’22, με την ανταλλαγή του πληθυσμού που έγινε του Βενιζέλου, στον Έβρο δεν υπάρχουν χωριά με μουσουλμάνους υπάρχουν μόνο στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη. Στον Έβρο ίσως κάνα δυο χωριά, το Μικρό, Μεγάλο Δέρειο, έχει κάποιους μουσουλμάνους Πομάκους οι οποίοι, δεν ξέρω, ίσως παλιά υπήρχαν εκεί αλλά πρέπει να μετακινήθηκαν με την ανταλλαγή του πληθυσμού στην Ανατολική Θράκη. Ίσως υπήρχε σκοπιμότητα ο Έβρος να μείνει χωρίς μουσουλμάνους και Τούρκους βασικά.
Προσπαθώ να καταλάβω πώς ήταν οι σχέσεις δηλαδή με την απέναντι πλευρά, υπήρχε αδιαφορία, υπήρχε φόβος;
Υπήρχε ένας φόβος, εμείς λοιπόν που ήμασταν μικροί, ήμασταν λοιπόν όλοι οι αγρότες από αγροτική οικογένεια και είχαμε όλοι ζώα. Είχαμε δηλαδή αγελάδες οι οποίες αγελάδες τις είχαμε για δύο λόγους, για να μας δίνουν ένα εισόδημα, το εισόδημα ήτανε αν θα γεννούσε αρσενικό μοσχάρι είχαμε χαρά στο σπίτι γιατί το αρσενικό μοσχάρι πιάνει πολλά κιλά όταν θα έπρεπε να το πουλήσουμε, μετά από ένα χρόνο περίπου. Ενώ αν ήταν θηλυκό το θηλυκό, το δαμάλι που λέγανε, δεν πιάνει πολλά κιλά και υπήρχε έτσι μία κατήφεια στην οικογένεια γιατί έκανε ένα θηλυκό. Μέχρι και στα ζώα δηλαδή υπήρχε αυτό το θηλυκό. Δεν θέλαμε θηλυκά, οι αγελάδες μας να γεννάνε θηλυκά μικρά ζώα. Τέλος πάντων και ο δεύτερος λόγος ήταν ότι τις αγελάδες της χρησιμοποιούσαμε και για τις αγροτικές εργασίες. Δηλαδή είχαμε το κάρο που πηγαίναμε με το κάρο στο χωράφι, είχαμε οι αγελάδες έπρεπε να οργώσουν το, πώς το λένε, το χωράφι με τα άροτρα, με το άροτρο, με το αλέτρι τέλος πάντων που το λέτε εσείς εδώ. Και η αγελάδα θα μας έδινε το γάλα μας, το τυρί. Όλα αυτά. Ήτανε δηλαδή ένα μέσο επιβίωσης για όλο τον Έβρο. Δεν ξέρω για άλλα μέρη της Ελλάδος αλλά τότε υπήρχε, κάθε σπίτι είχε τουλάχιστον ένα ζευγάρι έως δύο αγελάδες. Τώρα γιατί σου ξεκίνησα από δω για την ερώτηση που μου έκανες; Διότι εμείς μικροί που ήμασταν έπρεπε να πάμε τις αγελάδες στον κάμπο εκεί που είναι το βοσκότοποι να τις βοσκίσουμε. Δηλαδή τουλάχιστον το καλοκαίρι. Το χειμώνα ήταν μες στο στάβλο αλλά το καλοκαίρι που υπήρχε πολύ πράσινο στον κάμπο υπήρχαν κάποια σημεία τα οποία ήταν τα λεγόμενα βοσκοτόπια. Εμείς πολλές φορές μάθαμε να κάνουμε μπάνιο στο ποτάμι στον Έβρο και εκεί βλέπαμε τους Τούρκους απέναντι που φτάνανε και τους, όχι μόνο τους πολίτες, αλλά και τους στρατιώτες ή την περίπολο και κάθε φορά που βλέπαμε την περίπολο την τουρκική να περνάει φοβόμασταν και κρυβόμασταν μέσα στη ζούγκλα γιατί είναι ένα... Όλη η παραποτάμια περιοχή είναι γεμάτη με πώς τα λένε τα δέντρα αυτά, ιτιές, η αργυρόφυλλη η λευκά, οι κλασικές οι λευκές και είναι σαν ζούγκλα όλο το μέρος και φοβόμασταν μικροί που ήμασταν. Διότι κατά καιρούς, τότε δεν υπήρχαν βέβαια και τα μέσα για να τα μαθαίνει ο κόσμος την εποχή εκείνη. Ας πούμε έναν πατριώτη μας μέσα από το Πύθιο τον σκότωσαν οι Τούρκοι πάνω στη βάρκα. Κανονικά, στρατιώτες Τούρκοι και μάλιστα ήταν πατέρας ενός συμμαθητή μου από το δημοτικό σχολείο. Ψαράς ήταν αυτός είχε ένα καΐκι, μία βάρκα τέλος πάντων από αυτές τις μικρές τις ξύλινες που έχουμε στο... Η Τζωρτζίνα τις έχει γνωρίσει, και ναι... Γινόταν από τα παλιά την εποχή εκείνη. Έχει πολύ στρατό η περιοχή, κάποτε υπήρχε και πολλά χωράφια, αυτά τα βοσκοτόπια που λέω τώρα εγώ ήτανε ναρκοθετημένα όλα βέβαια υπήρχε έξω σήμανση αλλά ήταν και επικίνδυνα για την περιοχή. Αυτά ήταν όλα από τη δεκαετία του ‘60 τότε στηθήκανε πολλά ναρκοπέδια στην περιοχή και κατά καιρούς είχαμε και πολλά ατυχήματα είτε με ζώα είτε με ανθρώπους. Δηλαδή είχαμε τέτοιο θέμα σοβαρό τώρα έχουνε τα πιο πολλά τα έχουν αφαιρέσει και ίσως έχουν μόνο μερικά ναρκοπέδια. Και από τη συνθήκη νομίζω μία διεθνής συνθήκη [00:20:00]που καταργεί τα ναρκοπέδια. Ε ναι, τότε ήταν τα πράγματα πιο δύσκολα. Αισθανόμασταν ότι ζούσαμε στα σύνορα δηλαδή και μάλιστα με έναν κακό γείτονα όπως είναι η Τουρκία. Και όταν λέμε κακό το εννοούμε, ό,τι και να μας λέει εμείς δεν πρέπει να το πιστεύουμε, και δεν έχω τίποτα με τους λαούς αλλά οι πολιτικοί που κάνουν την πολιτική είναι, δεν πρέπει να τους πιστεύουμε. Άλλα σου λένε σήμερα αλλά... Δηλαδή αυτός που έχουν τώρα επάνω είναι όπως ξυπνήσει. Εμείς τους έχουμε ζήσει από κοντά και ξέρουμε τι είναι.
Ο στρατός έμεινε και αυτός στο Πύθιο;
Ο Στρατός έμενε σε ένα... Το Πύθιο έχει ένα μεγάλο δάσος πάνω από τη γέφυρα, πευκοδάσος, εκεί υπήρχε πάνω από τη γέφυρα ήταν το φυλάκιο που είχε γύρω στους 15 περίπου 20 στρατιώτες πιο μέσα ήτανε εσωτερικά δηλαδή ήτανε η διμοιρία και πιο πάνω, στα ενδότερα δηλαδή του χωριού, ήταν η μονάδα. Που είχε το πιο πολύ στρατό. Αλλά τότε την εποχή εκείνη ήταν πολύ έντονο και το... Οι πολίτες, δηλαδή οι πολίτες που ήταν μέχρι 40 χρονών είχαν όλοι όπλο στο σπίτι.
Εγώ επειδή έζησα και την επιστράτευση του ’74, το 1974 όλοι αυτοί που ήταν τότε μέχρι 40-45 χρονών και επιστρατεύτηκαν, εγώ ήμουνα στα 13-14 τότε, όλοι αυτοί με το όπλο τους πήγανε στην πρώτη γραμμή. Όπως ο πατέρας μου δηλαδή.
Πώς το ‘χανε αντιμετωπίσει αυτό το πράγμα; Τι θυμάστε από την επιστράτευση;
Ήτανε ήταν μία εμπειρία για μας πρωτόγνωρη γιατί δεν ξέραμε και καν τη λέξη επιστράτευση τότε ήμασταν πιτσιρικάδες. Εγώ 12-13 χρόνων ήμουνα. Και είχα κάνει τότε και το πρώτο μου, εκείνη τη μέρα ήτανε σαν μεθαύριο, 20 Ιουλίου του ’74, του Προφήτη Ηλία. Και έκανα το πρώτο μου μεροκάματο στο χωριό, σε έναν βυζαντινό πύργο που έχουμε εκεί, ένα παλιό θέρετρο του Κατακουζηνού, του Αυτοκράτορα και έχει μάλιστα και πολύ καλή διατηρησιμότητα σε σχέση με όλα τα βυζαντινά που υπάρχουν στην Ελλάδα. Είναι κρίμα που δεν έχει προβληθεί τουριστικά αλλά τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια κάτι κάνανε να το στηρίξουν να μην πέσει δηλαδή η αρχαιολογία έχει κάνει έργο και μάλιστα φαίνεται. Εγώ λοιπόν εκείνη την ημέρα επειδή ήρθε ένα συνεργείο από την Αθήνα, αρχαιολόγοι να κάνουν ανασκαφές σε αυτό τον πύργο, το βυζαντινό. Και ο πατέρας μου δούλευε εκεί και μάλιστα μου λέει, μου έκανε πρόταση: «Έλα λέει Αύριο θα σε πάρουν και σένα», θα δουλέψω και εγώ δηλαδή και έκανα το πρώτο μου μεροκάματο. Αλλά δεν ήτανε γραφτό να το τελειώσω. 11:00 η ώρα φύγανε όλοι, εξαφανίστηκαν από το έργο. Είναι σε ένα ύψωμα που στέκει ο πύργος αυτός, ήμασταν όλοι απλωμένοι άλλοι με καρότσια, άλλοι με σκαπάνες, με μικρά φτυαράκια γιατί έπρεπε να προσέχουμε πώς κάνουμε την... Δεν ξέρω αν έχεις ποτέ δουλέψει σε τέτοια δουλειά, είναι πολύ προσεγμένη. Δηλαδή δεν μπορείς να πάρεις τον κασμά και να σκάβεις, θέλει σιγά σιγά. Ναι και δεν πρόλαβα να τελειώσω το πρώτο μου αυτό μεροκάματο, αν και μου το πληρώσανε μετά που πέρασε ο πόλεμος, γιατί στην ουσία ήταν σαν πόλεμος αυτό που ζήσαμε. Εμείς φύγαμε τέλος πάντων από κει, ο αδερφός μου ήταν στον ποταμό είχε τα ζώα, έτρεξα να τον πάρω να ρθει στο σπίτι στο χωριό. Όπως και όλα τα παιδάκια που κάναν μπάνιο εκεί στο ποτάμι στην άκρη γιατί δεν ξέραμε τι θα γίνει. Φοβόμασταν, περιμένουμε να γίνει μεγάλος πόλεμος εκεί. Και αυτό έγινε μέρα Σάββατο θυμάμαι και Κυριακή πρωί φύγαμε με ένα τρακτέρ της γειτονιάς, οδηγός ένας φίλος μου που ήταν δικό τους το τρακτέρ, με δέκα οικογένειες γυναικόπαιδα και πήγαμε σε ένα χωριό, μεγάλο χωριό που είναι στα σύνορα με τη Βουλγαρία, πάνω σε μία πλατφόρμα 10 οικογένειες, γυναικόπαιδα διότι μείνανε οι γονείς. Ήταν όλοι στο ποτάμι, άλλοι ήταν, ο πατέρας μου ας πούμε έμεινε εκεί σε αυτό τον πύργο μαζί με έναν άλλο κύριο με ένα αυτόματο όπλο και ένα, αυτό που υπήρχε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο που έπαιρνε έξι σφαίρες, δεν ήταν το Μ1, πριν το Μ1. Τέλος πάντων και πήγαμε σε ένα χωριό που λεγόταν [00:25:00]Μεταξάδες και μείναμε όλοι σε ένα γιαπί και κάτσαμε εκεί περίπου 10 μέρες μέχρι να περάσει αυτή η μπόρα της επιστράτευσης. Οι άνθρωποι που μείναν στο χωριό, οι γεροί και αυτοί των ΤΕΑ που κρατούσαν όπλο μείνανε εκεί γιατί ήταν πρώτη γραμμή, το χωριό ήταν 300 μέτρα από το ποτάμι. Τα ζώα τα άφησαν όλα ελεύθερα έξω, στον κάμπο οπότε κάνανε ζημιές, φάγανε, δεν υπήρχε τότε, καθένας είχε τα καλαμπόκια του, είχε το μποστάνι του, είχε τα στάρια. Όλα αυτά τα ζώα ήταν ελεύθερα μέσα αν τα είχανε ποιος θα τα τάιζε; Για αυτό και τα αμόλησαν όλα στον κάμπο και ήταν δύσκολη εποχή. Εμάς μας είχανε πάρει επειδή ήμασταν τώρα μία ηλικία που μπορούσαμε να βοηθήσουμε λίγο, την πρώτη μέρα κατεβήκαμε κάτω στο σχολείο και μοιράζαμε σε αυτούς τους ανθρώπους που θα πήγαιναν στην πρώτη γραμμή, τους δίναμε στολές, καραβάνες, παγούρια του στρατού για το νερό, προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε. Ήταν ένα πράγμα έτσι γινότανε.
Πόσο κράτησε αυτό;
Ήτανε τότε που μπήκαν οι Τούρκοι και πήραν την Κύπρο έτσι, μέχρι και το δεύτερο Αττίλα. Ο πρώτος Αττίλας έγινε 20 του Ιουλίου το ‘74 και ο δεύτερος Αττίλας έγινε τον Αύγουστο. Μέχρι και τον Αύγουστο κράτησε.
Εσείς όμως δεν μείνατε στους Μεταξάδες;
Στους Μεταξάδες, αυτό το χωριό που ήτανε είχαν μαζευτεί τουλάχιστον 10.000 κόσμος, όλο γυναικόπαιδα. Και μένανε όπου βρίσκανε, δηλαδή κάτω από δέντρα, σε οικοδομές που ήταν γιαπί. Εμάς μας είχαν πάρει κάποια, η αστυνομία κάποια παιδιά και μας πήγαν σε ένα βουνό και ξεφορτώναμε πολεμοφόδια, τέτοια πράγματα, που μπορούσαμε τέλος πάντων. Γιατί σαν να μας επιτάξανε. Με το ζόρι μας πήραν δηλαδή και μας πήγανε στο βουνό επάνω να βοηθήσουμε. Ε όλα αυτά κράτησαν μία-δύο εβδομάδες και ξαναγυρίσαμε πάλι πίσω στο χωριό. Ήταν μία εμπειρία όχι τόσο καλή. Διότι εκεί περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή διότι αν θα γινόταν κάτι θα γινόταν στον Έβρο, πού αλλού; Ωστόσο δεν έγινε κάτι.
Και πώς σε τρώγανε τώρα 10 χιλιάδες άτομα στους Μεταξάδες;
Τίποτα, ό,τι είχαμε πάρει, ένα σακί αλεύρι είχε πάρει η μάνα μου η συγχωρεμένη και με αυτό κάνανε ψωμί. Κάποιες γαλέτες, κάποια μπισκότα, δεν είχαμε τίποτα άλλο.
Πολεμικές συνθήκες χωρίς τον πόλεμο.
Χωρίς τον πόλεμο ναι, ήταν προ. Τέλος πάντων ευτυχώς γιατί εμείς πήγαμε εκεί με σκοπό ότι αν γίνει κάτι με την Τουρκία να μπορούσαμε να πάμε πρόσφυγες απέναντι, δηλαδή στη Βουλγαρία. Αυτό ήταν το σκεπτικό που πήγαμε εκεί. Αν μας δεχόντουσαν και οι Βούλγαροι.
Τους χειμώνες στο χωριό πώς τους περνάγατε παιδί που ήταν βαριοί ας πούμε.
Είχε την ομορφιά του, είχε την ομορφιά του γιατί το χειμώνα ήτανε τα Χριστούγεννα. Ο χειμώνας είχε τα Χριστούγεννα που ήτανε μία ωραία εποχή του χρόνου, σφάζαμε τα γουρούνια μας, κάναμε τα λουκάνικά μας. Τα παιδιά είχαμε διάφορα παιχνίδια τα οποία ήταν όλα έξω. Δεν είχαμε δηλαδή, παίζαμε παιχνίδια, νιώθαμε ρε παιδί μου το παιχνίδι. Πώς να στο πω; Δεν ήταν δηλαδή όπως τώρα είμαστε όλη μέρα με τα tablet και τα... Βγαίναμε έξω και παίζαμε ξέρω ‘γω παίζαμε το κρυφτό μας, παίζαμε πόλεμο γειτονιά με γειτονιά. Ειδικά τα αγόρια. Παίζαμε το παιχνίδι με πίκο, παίζαμε το ξυλίκι.
Το ξυλίκι τι ήτανε;
Το ξυλίκι τώρα, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο τα παιχνίδια στο χωριό. Ειδικά το καλοκαίρι τώρα με τις βέργες παίζαμε άλλο παιχνίδι, με το καπέλο.
Πείτε μου για τα χειμωνιάτικα και τα καλοκαιρινά παιχνίδια.
Πολύ ποδόσφαιρο φυσικά, πάρα πολύ.
Καταρχήν το χειμώνα που είχε και κρύο έξω ας πούμε...
Το χειμώνα πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι στη γειτονιά, εκεί ψήναμε τα ρεβίθια μας πάνω στην ξυλόσομπα, βάζαμε το λουκάνικο μέσα στη φωτιά, πάνω στο κάρβουνο, το λουκάνικο που το έφτιαχνε ο πατέρας μας. Από το χοίρο που έσφαζε τα Χριστούγεννα είχαμε μέχρι το καλοκαίρι είχαμε δικό μας, από το δικό μας χοίρο τρώγαμε τα λουκάνικα. Χαρτιά παίζαμε, τα χαρτιά [00:30:00]δηλαδή της τράπουλας.. Εντάξει.
Αυτό το ξυλίκι τι ήτανε;
Το ξυλίκι ήτανε με το, πώς να στο πω τώρα; Αν δεν στο δείξω δεν μπορείς να το καταλάβεις. Δηλαδή ήταν ο καθένας είχε μία ίσια, έψαχνε να βρει μία ίσια βέργα, περίπου τόση και την έστρωνε κάτω στο χόρτο και προσπαθούσε ο άλλος με δύναμη από μακριά αφού κάνει 2-3 έτσι να πάει από κάτω. Και εκεί ανάλογα που σταματούσε η βέργα την έπιανε σε εκείνο το σημείο και μετρούσε πόσο τον έχει κερδίσει.
Πόσες παλάμες είναι και πόσο τον έχει κερδίσει. Παίζαμε τη μακριά γαϊδούρα που την παίζαν και αλλού φαντάζομαι. Παίζαμε τον πικό. Ο πίκος και τζαμί, δύο, τον τζαμί τον παίζαμε και με τα κορίτσια της γειτονιάς στο χωριό. Ο τζαμίς ήτανε περνάμε τα κεραμίδια, σπασμένα κεραμίδια σε αυτό εδώ το μέγεθος περίπου και τα βάζαμε ένα πάνω στο άλλο και με ένα τόπι προσπαθούσαμε να τα ρίξουμε και αυτός που φύλαγε στο τζαμί μέχρι να πάει να πάρει το τόπι που έφευγε έπρεπε να τα ξαναβάλει, να τα ξανακάνει πάλι δηλαδή τζάμι, κατάλαβες; Ο στόχος ήταν να ρίξει κάτω τα...
Δηλαδή τα έριχνε κάποιος...
Και αυτός που ήταν και φύλαγε εκεί στο τζαμί έπρεπε μετά να τα ξαναστήσει. Να τα ξαναζητήσει και μέχρι να πάει να πάρει ο άλλος το μπαλάκι να πάει να τον πιάσει κι όλα για να τα φυλάει μετά ο άλλος. Ο πίκος ήταν κάτι αντίστοιχο με την πέτρα, δηλαδή βάζαμε μία πέτρα μεγάλη εκεί και ένα μικρό πετραδάκι επάνω και προσπαθούσαμε μετά με άλλες πλάκες, πέτρες, να πετάξουμε από μακριά για να φύγει είτε το κουτάκι που βάζαν κάποιοι, ένα κουτάκι ας πούμε όπως είναι η coca-cola ή ένα άλλο η άλλη μία πέτρα μικρή επάνω. Αλλά η μεγάλη πλάκα ήταν όταν κάναμε τον πόλεμο σε εισαγωγικά η γειτονιά με γειτονιά τα αγόρια. Εκεί ήτανε, δεν νιώθαμε τον φόβο, ό,τι βρίσκαμε, πετούσαμε ξύλα πέτρες. Δηλαδή δεν μπορούσα να το καταλάβω ποτέ πώς το παίζαμε κιόλας. Με αυγά! Πηγαίναμε και ψάχναμε στις φωλιές να πάρουμε αυγά από όλα τα κοτέτσια της γειτονιάς, δεν βρίσκαν οι γυναίκες αυγά και περνάμε εμείς τα αυγά για να παίξουμε πόλεμο με τα αυγά. Κατάλαβες; Είχε την πλάκα του.
Ήταν πολλές γειτονιές που το παίζατε αυτό;
Συνήθως ήταν δύο γειτονιές. Δηλαδή ερχόταν από την απέναντι γειτονιά στη δική μας.
Η δική μας η γειτονιά ήταν η λεγόμενη προσφυγιά διότι όλα τα σπίτια αυτά στο δικό μας το χωριό εκεί που είναι το δικό μου το σπίτι στη γειτονιά μου ήταν όλοι που είχαν έρθει πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ακόμα και τώρα το λένε! «Πού πας;» «Στην προσφυγιά»
Κι η άλλη γειτονιά;
Αυτό ήταν το παλιό χωριό δεν είχε όνομα αλλά τέλος πάντων εμάς έχει μείνει όλο το ύψωμα αυτό ήταν όλη η προσφυγιά. Όλοι οι κάτοικοι ήτανε φερμένοι από την Ανατολική Θράκη πρόσφυγες. Βέβαια.
Κι εσείς οικογενειακώς είχατε έρθει; Οι γονείς σας;
Όχι εμένα ήτανε, οι γονείς του πατέρα μου, οι παππούδες μου δηλαδή ήρθανε από απέναντι του πατέρα μου, της μάνας μου ήταν από το Πύθιο οι γονείς. Αλλά οι παππούδες μου του πατέρα μου ήρθαν όλοι από την Ανατολική Θράκη από ένα χωριό που λέγεται Λιοντάρι στην Ανατολική Θράκη τώρα σήμερα. Το ’22, εγώ δυστυχώς δεν έχω πάει να δω, ο πατέρας μου με τον αδερφό μου πήγανε να το δούνε εδώ το χωριό. Εγώ δεν μπόρεσα να πάω, δεν είναι πολύ μακριά από τα σύνορα αλλά μου είπανε ότι και άλλοι κάτοικοι που πήγανε που ήταν από κει, δεν έχει αλλάξει τίποτα, δεν κάνανε σχεδόν τίποτα οι Τούρκοι απέναντι. Δηλαδή όπως ήταν τότε το χωριό είναι και τώρα, ακόμα έχει ούτε καν και οι δρόμοι, είναι χωματόδρομοι, όπως ήταν τότε. Τα σπίτια είναι με, όχι πλίνθους, με λάσπη, με τούβλα από λάσπη ας το πω έτσι. Τα οποία εμείς τα λέμε κερπίτσια, τα τούβλα από λάσπη που χτιζόταν παλιά τα σπίτια τα λέμε κερπίτσια και πολλές φορές αλληγορικά πώς λέμε αυτός είναι τούβλο, δηλαδή δεν τα παίρνει τα γράμματα; Λέμε αυτός είναι κερπίτσι λέμε στο χωριό, έτσι που λες.
[00:35:00]
Οπότε και στο Πύθιο μένανε δηλαδή Τούρκοι που ανταλλάξανε πριν το ’22;
Μπορεί και να μην μένανε στο δικό μου το χωριό αλλά σε άλλα ίσως ήτανε.
Δηλαδή ο παππούς σας το έχτισε το σπίτι.
Ναι, ο παππούς έχτισε το σπίτι όταν ήρθε εκεί στην προσφυγιά που λέμε. Το 63 το γκρέμισε. Γκρέμισε μόνο του. Τότε που ήτανε σχεδόν με χώμα, με λάσπη ήταν το σπίτι. Και το ρίξανε, στην ουσία το ρίξανε... Είχε πολλά κουνέλια και τα κουνέλια ξέρεις άμα τα έχεις ελεύθερα κάνουνε λαγούμια και από κει έπεσε το σπίτι και ο πατέρας μου έκανε μετά αυτό που μένει τώρα, εκεί που μένει τώρα το ’63. Ο πατέρας μου ναι. Και τότε έμεναν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι, δηλαδή η οικογένεια, ο παππούς, οι νύφες, τα παιδιά, έμεναν όλοι στο ίδιο.
Τα κουνέλια.
Τα κουνέλια, υπήρχε φτώχεια, δεν υπήρχε η άνεση. Κατάλαβες; Τρώγανε όλοι από το ίδιο ταψί.
Κι ο παππούς που ήρθε πώς βιοπορίστηκε; Πώς εγκαταστάθηκε;
Τους δώσαν από ένα κομμάτι χωράφι εκεί και με αυτό. Ενώ ο προπάππους μου που ήτανε σε αυτό το χωριό, ήταν πρόεδρος του χωριού και είχε πολλά αμπέλια, είχε πάρα πολλά αμπέλια. Και οι Τούρκοι δυστυχώς τον κρέμασαν στην πλατεία. Ήταν δηλαδή, ήταν ο πρόεδρος του χωριού, ο προύχοντας του χωριού. Λεγότανε Μπαχάρ, Μπαχάρης, το όνομά του, Μπαχάρης.
Σας λέγανε ιστορίες από το λιοντάρι;
Δεν πρόλαβα εγώ. Δηλαδή ο παππούς μου όταν πέθανε εγώ ήμουνα τριών χρόνων, τα αδέρφια του παππού μου που εμείς τους λέμε και αυτούς παππούδες ενώ εσείς τους λέτε θείους εδώ. Για μας ο θείος είναι ο αδερφός του πατέρα μας είναι ο θείος. Και όλοι οι άλλοι είναι θείοι, αλλά ο παππούς λέμε ναι με τον παππού, δηλαδή τον πατέρα του πατέρα μας παππού αλλά και τα αδέρφια του παππού μας τα φωνάζαμε παππούδες. Κάποιους από αυτούς τα αδέρφια του παππού μου, που τα γνώρισα εγώ και πιο μετά, έλεγε μάλιστα: «Πότε θα πάμε μου ‘λεγε, Ανάσταση, γιατί έχω τους πασσάλους έτοιμους να πάω απέναντι να ξαναπάρω τα χωράφια που είχα». Αλλά δεν πρόλαβε να με πάει γιατί και αυτός πέθανε σχετικά νέος. Τότε πέθαιναν, το προσδόκιμο ζωής ήταν πιο μικρό από ό,τι είναι σήμερα δυστυχώς.
Και το σχολείο πώς ήταν ήτανε;
Ήτανε, καταρχάς ήταν Χούντα όταν ήμουνα εγώ ήτανε Χούντα. Οπότε υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα σε όλα. Αλλά είχε ενδιαφέρον. Να μάθουμε ό,τι μπορούσαμε, δεν είχανε ανέσεις που υπάρχουν σήμερα, είναι αυτά τα βιβλία τα παλιά που ξέρουμε, είχαμε γύρω στα 20-25 άτομα στην αίθουσα, έπεφτε και ξύλο από τους δασκάλους βεβαίως. Μιλάω για το δημοτικό τώρα έτσι, γιατί γυμνάσιο πήγα, γυμνάσιο τότε εμείς δώσαμε εισαγωγικές εξετάσεις και πήγα στην Ορεστιάδα. Γιατί γυμνάσιο είχανε οι κωμοπόλεις. Και τελείωσα εξατάξιο γυμνάσιο. Δεν υπήρχε το λύκειο σε εμάς, υπήρχε το εξατάξιο γυμνάσιο.
Εσείς είχατε καλή σχέση με τους δασκάλους;
Δεν θα το ‘λεγα, ήμουνα λίγο ζωηρός για αυτό και τις έτρωγα πολλές φορές αλλά τέλος πάντων εντάξει. Θέλανε να είμαστε καθαροί, δεν τους πείραζε να είναι μπαλωμένο το παντελόνι μας. Που ήταν όλοι μπαλωμένα, ήμασταν όλοι με μπαλωμένα παντελόνια. Αλλά τους πειράζει όμως να είμαστε καθαροί. Για αυτό άμα βλέπανε βρωμιές έπεφτε ράβδος. Και έπεφτε ράβδος ο χάρακας και απλώναμε το χέρι και χτυπούσαν από τη μεριά που ήταν η γωνία του χάρακα. Ναι. Σε όλες τις τάξεις.
Οι γονείς τι λέγανε;
Οι γονείς τότε λέγανε το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο.
Και συνέχιζαν πολλά παιδιά μετά στο γυμνάσιο και πιο μετά στο πανεπιστήμιο;
Δυστυχώς όχι, ίσως επειδή δίναμε εξετάσεις στο γυμνάσιο να μπούμε και εκεί δεν περνούσαν πολλά παιδιά. Δηλαδή και επειδή δεν περνούσανε στο γυμνάσιο, δεν σπούδαζαν κιόλας. Για να καταλάβεις από τη δική μου τάξη σπουδάσαμε εγώ και άλλα δύο παιδιά, άλλη μία κοπέλα έγινε δικηγόρος και άλλος ένας τελείωσε τα ΚΑΤΕ από τα 35 παιδάκια που ήμασταν. Όλοι αυτοί [00:40:00]πήγανε είτε μετανάστες, είτε ασχολήθηκαν με τη γη αγρότες, είτε με κάποια τέχνη, δηλαδή άλλοι πήγαν στα καράβια. Ναι, δεν σπούδαζαν πολλά αλλά κάποιοι όμως που σπούδασαν έγιναν μεγάλοι και τρανοί. Όπως είχαμε έναν από το χωριό μας, έναν καθηγητή στο πανεπιστήμιο στη Γεωπονική σχολή που τελείωσα και εγώ. Ήταν καθηγητής εκεί και ήταν από το Πύθιο από παιδί μεταναστών, σπούδασε στο Βέλγιο, έγινε μεγάλος και τρανός. Ασχολήθηκε με τα αρωματικά φυτά και μάλιστα διακρίθηκε παγκόσμια ο Πολυσίου ο Μόσχος, ήταν για χρόνια μέχρι πριν από 2-3 χρόνια που βγήκε στη σύνταξη, ήταν καθηγητής στην έδρα της χημείας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθήνας.
Εσείς περάσατε 18 χρονών δηλαδή;
Εγώ ναι, εγώ πέρασα 11 χρόνων στο γυμνάσιο και 17 χρονών μετά όταν τελείωσα το γυμνάσιο την τελευταία τάξη την πήγα στην Αθήνα, πέντε χρόνια πήγα στην Ορεστιάδα και την έκτη τάξη στην Αθήνα.
Έφυγα από κει γιατί φύγανε οι γονείς μου μετανάστες σε αυτή την ηλικία στην Αθήνα. Φύγαν πιο πολύ για να μπορέσουν να μου δώσουν το κατιτίς παραπάνω να μπορέσω να σπουδάσω.
Για ποιους λόγους φεύγανε τότε από το Πύθιο;
Οικονομικοί καθαρά, γιατί φεύγαν μετανάστες; Καθαρά οικονομικοί. Δηλαδή εμένα τώρα ο αδερφός, ένας αδερφός του πατέρα μου είναι στο Βέλγιο και τα παιδιά του μπορεί και να μη μιλάνε, δεν μιλάνε σχεδόν τα ελληνικά, ελάχιστα. Μιλάνε γαλλικά και φλαμανδικά. Στο Βέλγιο μιλάνε γαλλικά και φλαμανδικά.
Και στην Αθήνα πηγαίνανε ψάχνοντας;
Επειδή οι μετανάστες που φεύγουν από ένα μέρος συνήθως πάνε εκεί που έχουν πάει οι πρώτοι μετανάστες του χωριού. Για αυτό εμάς το χωριό που είχε τόσο κόσμο δηλαδή σου λέω είχε δυόμιση χιλιάδες κατοίκους, ήταν το κεφαλοχώρι της περιοχής. Είχε πολλούς μετανάστες στη Γερμανία και στο Βέλγιο. Πολλοί πήγαν στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου και ένας που πήγαινε έφερνε το συγγενή του. Γιατί έπρεπε να σε καλέσει, δεν μπορούσες να πας εύκολα μετανάστης. Δεν είσαι λαθρομετανάστης, είσαι μετανάστης νόμιμος με χαρτιά. Αλλά τότε δεν ήμασταν ενωμένη Ευρώπη και έπρεπε κάποιος να σε καλέσει για να πας.
Δηλαδή είχε ισχύ η πρόσκληση.
Μία πρόσκληση από κάποιον, έπρεπε να πας συστημένος σε ένα εργοστάσιο, στη Γερμανία να δουλέψεις. Αυτό γινόταν στο εξωτερικό. Δηλαδή αυτοί που πηγαίνανε Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία. Βασικά σε αυτές τις τρεις χώρες είναι πολλοί από το Πύθιο και συνήθως είναι, εκεί που πήγαινε ο πρώτος έφερνε και τους άλλους. Και για αυτό μαζεύονται και κάνουν τους συλλόγους τώρα εκεί ξέρω ‘γω υπάρχει σύλλογος Πυθίου στο Dortmund της Γερμανίας παράδειγμα. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και στην Αθήνα γιατί πολλοί δεν πήγαιναν στο εξωτερικό, πήγαιναν στην Αθήνα. Και έβλεπες τώρα σε κάποια σημεία του λεκανοπεδίου ήταν μαζεμένοι οι Πυθιώτες. Σε κάποια σημεία αλλά του Πειραιά ήταν η καρπαθιώτες. Δηλαδή, γιατί τώρα οι καρπαθιώτες στο Χατζηκυριάκειο. Το Χατζηκυριάκειο είναι γύρω-γύρω από την Κάρπαθο και από την Κάσο γιατί ο πρώτος που πήγε εκεί τράβηξε τους άλλους. Και τι ήτανε το πρώτο μέσον για να πάει κανείς στον Πειραιά; Το καράβι. Ενώ εμείς που ήτανε ο σταθμός Λαρίσης, οι πιο πολλοί είναι εκεί Λιόσια, Λυκόβρυση και τα λοιπά οι Πυθιώτες, κατάλαβε; Δυστυχώς ο κόσμος έφυγε από κει πέρα και δεν τον κράτησε κάνεις. Το λάθος ήταν ότι δεν έγινε τίποτα, δηλαδή δεν έχετε μία βιομηχανία, μια βιοτεχνία, ένα εργοστάσιο. Ε, τι άλλο ήξερε ο κόσμος τότε να δουλέψει; Δηλαδή τι έκανε στην Αθήνα; Πήγαινε εργάτης σε ένα εργοστάσιο εργάτης ή στην οικοδομή. Τότε που έκτισαν τη δεκαετία του ‘60 όπως έκτισαν την Αθηνά. Η Αθηνά χτίστηκε τη δεκαετία του ’60. Τότε χτίστηκε άναρχα μπετό, μπετό, μπετό και ήταν όλοι οικοδόμοι, πιο πολύ οικοδόμοι.
Οι γονείς σας στην οικοδομή πήγανε;
Εμένα όχι, ο πατέρας μου και η μάνα μου κάτσανε, τα λίγα χρόνια που κάτσανε στην Αθήνα, επειδή είχα ένα θείο και είχε ένα εργοστάσιο και επεξεργάζονταν το πλεξιγκλάς, δούλεψαν σε αυτό το εργοστάσιο.
Αλλά γύρισαν πίσω.
[00:45:00]
Αυτό έγινε προς το τέλος, λίγο πριν φύγουνε. Τον πρώτο καιρό που πήγανε δουλέψανε σε ένα εργοστάσιο που είναι κοντά στη Λυκόβρυση εκεί και έφτιαχνε κάλτσες, Ο Πουρνάρας, ναι. Και γύρισαν πίσω, δεν τους άρεσε. Είχαμε ένα ατύχημα με τη μητέρα μου και ο πατέρας μου δεν ήθελε, δεν του άρεσε η Αθηνά, στο χωριό και μόλις πέρασα εγώ στο πανεπιστήμιο την άλλη μέρα σηκώθηκαν και φύγανε.
Στην ουσία ένα χρόνιο έμειναν στην Αθήνα.
Δύο χρόνια κάτσανε, ενάμιση, δύο χρόνια, εκεί. Ένα χρόνο που πήγα εγώ στο γυμνάσιο και το καλοκαίρι. Το επόμενο φθινόπωρο εγώ πήγα στο πανεπιστήμιο και αυτοί είχανε φύγει. Λίγο κάτσανε.
Κι η μετακόμιση πώς ήτανε στην Αθήνα; Πώς κατεβήκατε;
Τίποτα, καμία μετακόμιση. Τότε όχι ο πατέρας μου, όλοι αυτοί που ερχόνταν από την επαρχία πήγαιναν εκεί στο Μοναστηράκι και παίρνανε κανένα σαλόνι, σαλονάκι από αυτά της, ξέρεις, τα έχεις δει. Λοιπόν, κάνα ψυγείο, φτωχικά πράγματα. Τίποτα δεν είχαν, δεν φέραν τίποτα από το χωριό. Μάλιστα όταν φύγανε πήρανε και ό,τι πήραν, ό,τι είχαν αγοράσει από την Αθήνα, τα σήκωσαν και τα πήγανε στο χωριό. Τίποτα.
Εσάς πώς σας φάνηκε η Αθήνα ξαφνικά;
Η Αθήνα για ένα νεαρό 18 χρονών έχει και τα καλά και τα κακά του, θα μπορούσαμε να είχαμε μπλέξει όπως και εγώ και πολλοί άλλοι, και ο αδερφός μου που κατέβηκε και τα λοιπά. Γιατί έχει και αυτό το, η Αθήνα έχει αυτό το, μπορείς να επιλέξεις είτε με ναρκωτικά είτε με χίλια δυο άλλα πράγματα. Όμως εντάξει, καταφέραμε σπουδάσαμε, δουλέψαμε πολύ, εγώ ασχολήθηκα λίγο και με τα παραδοσιακά.
Τι κάνατε;
Ε όσο πήγαινα, όσο σπούδαζα τα καλοκαίρια και τα βράδια χόρευα στη Δόρα Στράτου, σε ένα θέατρο εκεί στου Φιλοπάππου που ήταν καλό σχολείο, καλό, πολύ καλό. Το κάναμε στην αρχή επειδή μας άρεσε αλλά μας έδινε και ένα μεροκάματο η κυρία Στράτου. Αλλά το κάναμε όλοι που πηγαίναμε εκεί το κάναμε επειδή αγαπούσαμε αυτό το πράγμα, κατάλαβες, ήταν μία καλή εμπειρία.
Η Δόρα Στράτου από πού είναι; Είχε καμία σχέση με τη Θράκη;
Η Δόρα Στράτου, Δόρα Στράτου ήτανε, τώρα πήγαμε σε άλλο τέτοιο ε, δεν πειράζει. Η Δόρα Στράτου ήτανε η αδερφή του Στράτου που στη Μικρασιατική καταστροφή ντουφέκισαν έξι άτομα, έριξαν όλη την ευθύνη σε έξι άτομα. Ένα από αυτά ήταν ο αδερφός της, ήταν τότε στρατηγός κάτι τέτοιο ή υπουργός εσωτερικών, κάτι τέτοιο. Αυτή είναι από την Αμφιλοχία, αυτή ασχολήθηκε πολύ με την παράδοση. Στην αρχή είχε ένα θέατρο στον Πειραιά, ένα αρχαίο θέατρο στον Πειραιά μέχρι που έκανε στου Φιλοπάππου, της παραχώρησε το ίδρυμα Ford το χώρο και έκανε ένα πολύ ωραίο χώρο, αυτή γύρισε όλη την Ελλάδα και μάζεψε κουστούμια, στολές παραδοσιακές και έφερνε στο θέατρο ανθρώπους από περιοχές για να δείξουν τους χορούς. Να είναι αυθεντικοί, όσο πιο αυθεντικοί γινόταν. Και έτσι κατόρθωσε να έχει στο ρεπερτόριό της πάνω από χίλιους χορούς από κάθε περιοχή της Ελλάδος. Ας πούμε από τη Θράκη παρουσίαζε 4-5 κουστούμια διαφορετικά. Άλλα από το βόρειο Έβρο αλλά από την Καρωτή, αλλά από τους Μεταξάδες και λοιπά. Το ίδιο έκανε και με τα νησιά, με την Ήπειρο. Ήταν ωραία, πάρα πολύ ωραία.
Την είχατε γνωρίσει;
Εγώ προσωπικά ναι, πάρα πολύ.
Και τι τύπος ήτανε;
Και μου άρεσε πολύ γιατί, ήταν ωραίος τύπος. Ήταν πολύ αυστηρή με τους μουσικούς και τους χορευτές. Ειδικά με τους μουσικούς ήταν πάρα πολύ αυστηρή. Μία φορά έναν τον λυπήθηκα, ένα λαουτιέρη τον πέταξε έξω από το θέατρο. Γιατί έπαιζε φάλτσα, αυτή έπαιζε, ήξερε, έπαιζε πιάνο αλλά είχε και αυτί. Τέλος πάντων ήταν πολύ καλή, ήταν πάρα πολύ καλή. Είχε σπουδάσει αυτό το πράγμα και όχι σε κανένα πανεπιστήμιο αλλά είχε γυρίσει σχεδόν όλη την Ελλάδα με μία κάμερα και ένα συνεργείο κινηματογραφώντας παραδοσιακά γλέντια, χορούς, γάμους, βαφτίσεις και έτσι μάζεψε ένα υλικό πάρα πολύ. Εγώ [00:50:00]ήμουνα εκεί γύρω στα 6-7 χρόνια, 8 κάπου εκεί. Μέχρι που πήγα φαντάρος, ήταν καλή εμπειρία διότι κάθε βράδυ παρουσιάζαμε διαφορετικά κοστούμια. Όχι κάθε βράδυ, κάθε εβδομάδα. Κάθε εβδομάδα είχαμε και άλλο κουστούμι. Κι άλλο πρόγραμμα δηλαδή. Είχαμε 8 με 10 την πρόβα και 10 με 12 είχαμε παράσταση. Σε ένα πολύ ωραίο χώρο μες στο πράσινο και δυστυχώς δεν ερχόταν Έλληνες τότε, ερχόταν μόνο τουρίστες με τα λεωφορεία. Αλλά ήτανε μέσα στην Πλάκα είχε και ένα μουσείο, κάνει με στολές, ένα παλιό σχολείο το έκανε και γραφεία και μουσείο. Και πέθανε όταν ήμουνα εκεί. Δηλαδή ήμουνα φαντάρος αλλά είχα πάει, πέθανε μεγάλη. Στο τέλος δεν, ήταν έξω στο μπαρ καθόταν και... Αλλά ήταν ωραίος τύπος να την συζητήσεις, να την κουβεντιάσεις ήτανε μποέμ. Αυτά.
Ο αδερφός σας έμεινε στην Αθήνα ή γύρισε πίσω;
Ο αδερφός μου έμεινε, όχι μετά από χρόνια παντρεύτηκε στη Χαλκίδα και έμεινε Χαλκίδα. Άρα λοιπόν φύγαμε και οι δύο από το χωριό. Σαν και μένα έτσι είναι άπειροι. Μετανάστες θέλεις να μας πεις; Όπως θέλεις να μας πεις. Αλλά έτσι είναι διότι εκεί δεν υπήρχε μέλλον. Εντάξει εγώ θα μπορούσα ίσως να ‘χα κάνει εκεί επαγγελματικά αλλά οι συγκυρίες με έφεραν στην Κρήτη. Ίσως όμως θα μπορούσα μετά το πανεπιστήμιο όπως πολλοί άλλοι φίλοι μου να είχα δραστηριοποιηθεί στη Βόρεια Ελλάδα. Ίσως στην Αλεξανδρούπολη, ίσως στην Ορεστιάδα, να μένω εκεί αλλά οι συγκυρίες τα κάνανε έτσι και ήρθα στην Κρήτη. Και μάλιστα στις Μαργαρίτες.
Στην Κρήτη πώς βρεθήκατε;
Για δουλειά, από καθαρά επαγγελματικούς λόγους. Δούλευα σε μία εταιρεία μόλις τελείωσα το στρατό η οποία το 80% της δραστηριότητας της ήτανε Κρήτη. Αυτή έφτιαχνε μοσχεύματα με γαρυφαλιές και η μεγαλύτερη παραγωγός της Ελλάδος σε γαρύφαλλα ήτανε τότε η Κρήτη. Οπότε κατέβαινα εδώ κάτω να βρω πελάτες. Απ’ την Αθήνα κατέβαινα μέχρι που αποφάσισα να μείνω μόνιμα.
Ωραία, δεν ξέρω κάτι άλλο από το χωριό να πούμε, καμία ιστορία, τίποτα που αξίζει τον κόπο που δεν μπορώ να φανταστώ εγώ τώρα για να το ρωτήσω.
Εμείς εκεί ήμασταν, ακόμα και τώρα ο πατέρας μου είναι ένας από τους μοναδικούς ψαράδες του χωριού. Φέτος μόνο, γιατί τώρα είναι κοντά 90 χρόνων, φέτος είναι που σταμάτησε να πηγαίνει στο ποτάμι. Μέχρι και φέτος δηλαδή, έχει τη βάρκα του, είχε τη βάρκα του, τώρα κάπου λέω: «Την έχεις πατέρα τη βάρκα να ‘ρθουμε τώρα μεθαύριο;» μου λέει «Κάπου έχει βουλιάξει τώρα αλλά δεν ξέρω που είναι». Στον ποταμό δηλαδή. Και μάλιστα έπιανε και ψάρια αρκετά και τα μοίραζε στους γειτόνους, στους χωριανούς, σε φίλους, δεν τα έκανε επαγγελματικά δηλαδή. Και εκεί τα ψάρια που τρώμε είναι ποταμίσια φυσικά και είναι οι λεγόμενη γουλιανοί και τα γριβάδια. Που εμείς τα λέμε σαζάνια τα γριβάδια. Και κάποια άλλα μικρά ψαράκια, λαβράκια, κάτι τέτοιο. Είναι καθαρά ψάρια του γλυκού νερού. Αυτό που ίσως θα είχε πολύ ενδιαφέρον τώρα, πάμε από ένα μέρος στο άλλο, είναι ότι εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ‘60 η αγροτική ζωή τη δεκαετία του ‘60 και αρχές του ‘70 στα μέρη τα δικά μου, σε φυτά μεγάλης καλλιέργειας ήταν πάρα, πάρα, πάρα πολύ δύσκολη. Υποφέραν οι άνθρωποι, δεν υπήρχε κανένα γεωργικό μηχάνημα πέρα από το άρωτρο που σέρναν οι αγελάδες. Για να καταλάβεις τότε το σιτάρι το θερίζαν με τα χέρια, με δρεπάνια. Έπρεπε μετά να το κουβαλήσουμε με το κάρο και τις αγελάδες, να το πάμε στο αλώνι, και ερχόταν ένα μηχάνημα, μία μπατόζα τη λέγαμε, μπατόζα. Η οποία έβαζαν τα δεμάτια για να βγει από τη μία μεριά του άχυρο και από την άλλη το στάρι. Όλα αυτά γινόταν χειροποίητα. Το καλαμπόκι ήταν ένας άθλος. Να κάνεις καλαμπόκι αλλά είχε και τα ωραία του. Δηλαδή αφού το μάζευαν στο αλώνι κάναν το βράδυ νυχτέρια, τα λεγόμενα νυχτέρια και περνάνε, αφού μαζεύανε το καλαμπόκι το ξεφλουδίζουν 1-1 το σπάδικα, 1-1 οι γυναίκες, και οι άντρες. Και κάναν το βράδυ νυχτέρια, πολλές φορές ξενυχτάγανε στα αλώνια για να ξεφλουδίσουν το καλαμπόκι. Αυτό μετά το άφηναν στον ήλιο να στεγνώσει, να ξεραθεί. Αφού λοιπόν ξεραινότανε και στέγνωνε το καλαμπόκι, μετά ερχότανε... Πρόλαβα και το [00:55:00]εξής, με την ανάποδη μεριά του σκερπανιού, πιάνανε 1-1 θυμάμαι τη γιαγιά, το σπάδικα και του βγάζανε το σπόρο 1-1. Με το ανάποδη του σκερπανιού. Έτσι το χτυπούσαν έτσι για να μπορέσει να βγάλουν τον καρπό αφού ξεραινότανε όλος ο σπάδικας. Ακόμα μετά και αυτό το σπόρο που έμενε τον έπαιρναν μετά, τον άπλωναν το πρωί στο αλώνι για να στεγνώσει με τον ήλιο, δεν είχαμε τα σιλό που είναι τώρα. Μετά το βράδυ τον μάζευαν, το πρωί τον άπλωναν, όλη μέρα πήγαιναν με τα πόδια πάνω κάτω για να το ανακατεύουν, για να τον δει ο ήλιος. Και αφού το κάναν αυτό περίπου 10 μέρες μετά το βάζαν στα σακιά για να το πάρει ο έμπορας. Τώρα μπαίνει μηχανή σπέρνει, μπαίνει μηχανή σκαλίζει, μπαίνει η μηχανή ποτίζει, μπαίνει η μηχανή θερίζει, παίρνει το σπόρο τον πάει κατευθείαν στα σιλό. Δεν κάνεις τίποτα δηλαδή, όλα είναι πάρα πολύ εύκολα. Ε, αυτό γινόταν όμως σε όλες τις καλλιέργειες.
Οπότε η αγελάδα ήταν απαραίτητο εργαλείο.
Ήταν απαραίτητο, δεν μπορούσες, δεν υπήρχαν τα τέσσερα επί τέσσερα που έχετε εσείς τώρα εδώ ας πούμε. Όλα τα κουβαλούσαν μετά το ζευγάρι, με το κάρο, με το κάρο με της αγελάδες.
Και κάναν τίποτα για να βγει αρσενικό το μοσχάρι;
Αυτό, όχι, δεν κάναν τίποτα. Απλώς κάθε φορά που γεννούσε μία αγελάδα, και να κλείσουμε με αυτό, μου έλεγε η μάνα, μου έβγαζε το πρώτο γάλα, το πρωτόγαλα από την αγελάδα και μου ‘λεγε να πάω στο ποταμού, ένα ρυάκι μεγάλο που έτρεχε και μου ‘λεγε: «Όπως τρέχει το ποτάμι έτσι να τρέχει και το γάλα της αγελάδας». Να έχει πολύ γάλα δηλαδή για να φάει και το μοσχάρι και εμείς. Γιατί εμείς πίναμε και τρώγαμε γάλα από την αγελάδα όπως και γιαούρτι και τυρί κάναμε από τις αγελάδες. Δεν είχαμε δηλαδή άλλα ζώα.
Εντάξει, ας το κλείσουμε εδώ.
Ωραία.
Ήθελα να μου πείτε ένα τελευταίο, για τις φυλές αυτές που λέγατε πριν των θρακιωτών.
Υπάρχουν κάποιες ράτσες στον Έβρο που είναι, δεν ξέρω τώρα, τοπωνύμια θέλεις. Έχουνε και δικούς τους χορούς παραδοσιακούς, έχουνε και ιδιωματισμούς δικούς τους. Δηλαδή ναι μεν είναι, φαίνεται ότι είναι Θρακιώτες Εβρίτες αλλά υπάρχει μία διαφορά από ένα χωριό στο άλλο. Εντάξει τώρα ακριβώς δεν τους ξέρω, δεν ξέρω ποιοι είναι, υπάρχουν όπως είναι οι Μαρέοι όπως είναι οι Γκαγκαβούζηδες, όπως είναι οι Αρβανίτες. Είναι διάφορες φυλές στην περιοχή μας οι οποίες είναι χαρακτηριστικές. Εντάξει, αυτά τώρα δεν υπάρχουνε, είναι όλα, δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας πια όπως ήταν τότε, εκείνα τα χρόνια.
Το ’60 υπήρχαν ακόμα διαφορές;
Υπήρχαν, υπήρχαν, βεβαίως. Τώρα δεν είναι, τώρα γίνεται πανηγύρι στο ένα χωριό, θα πάμε όλοι με τα αυτοκίνητά μας στο τάδε χωριό να γλεντήσουμε. Γιατί τώρα υπάρχει ένα συνήθειο στα μέρη μου, είναι αυτά τα λεγόμενα γλέντια που κάνουνε, η γιορτή του μετανάστη, δηλαδή κάθε καλοκαίρι, κάθε βράδυ σε κάθε χωριό γίνεται κι ένα πανηγύρι και είναι άνθρωποι που έχουν να βρεθούνε ένα χρόνο και πολλά χρόνια, μαζεύονται σε αυτές τις γιορτές με όργανα και φαγητό και γλεντάνε.
Ενώ παλιά ας πούμε στο γλέντι που κάνανε οι Γκαγκαβούζηδες ξέρω ‘γω...
Παλιά ήταν πιο κλειστά. Παλιά ήταν πιο κλειστές οι κοινωνίες. Τώρα φυσικά έχουμε γίνει όλοι ένα, όλοι ένα. Αλλά είμαστε όλοι Θρακιώτες, είμαστε όλοι Εβρίτες.
Ας το κλείσουμε με αυτό λοιπόν.
ΟΚ
Ευχαριστώ πολύ.
Να είσαι καλά, εδώ θα είμαστε και μπορούμε να τα ξαναπούμε.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Αφηγητής μιλάει για το ακριτικό χωριό στο οποίο μεγάλωσε, το Πύθιο του Νομού Έβρου, και για το Orient Express, που έκανε την τελευταία στάση του σε ευρωπαϊκό έδαφος εκεί, πριν συνεχίσει στην Ασία. Ακόμα, αναφέρεται στις σχέσεις με την άλλη πλευρά των συνόρων και την επιστράτευση του 1974. Σημαντικό κομμάτι της αφήγησής του αφορά και οι οικογενειακή μετανάστευση στην Αθήνα, αλλά και η συνεργασία του ίδιου με τη Δόρα Στράτου. Τέλος, κάνει μία περιγραφή της αγροτικής ζωής του τόπου μέσα από τα μάτια ενός παιδιού και των παιχνιδιών που παίζαν τα παιδιά στο Πύθιο τη δεκαετία του '60.
Narrators
Αναστάσιος Παντίδης
Field Reporters
Χαράλαμπος Λεοντίδης
Topics
Tags
Interview Date
16/07/2021
Duration
59'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο Αφηγητής μιλάει για το ακριτικό χωριό στο οποίο μεγάλωσε, το Πύθιο του Νομού Έβρου, και για το Orient Express, που έκανε την τελευταία στάση του σε ευρωπαϊκό έδαφος εκεί, πριν συνεχίσει στην Ασία. Ακόμα, αναφέρεται στις σχέσεις με την άλλη πλευρά των συνόρων και την επιστράτευση του 1974. Σημαντικό κομμάτι της αφήγησής του αφορά και οι οικογενειακή μετανάστευση στην Αθήνα, αλλά και η συνεργασία του ίδιου με τη Δόρα Στράτου. Τέλος, κάνει μία περιγραφή της αγροτικής ζωής του τόπου μέσα από τα μάτια ενός παιδιού και των παιχνιδιών που παίζαν τα παιδιά στο Πύθιο τη δεκαετία του '60.
Narrators
Αναστάσιος Παντίδης
Field Reporters
Χαράλαμπος Λεοντίδης
Topics
Tags
Interview Date
16/07/2021
Duration
59'