Η μουσική των τσιγγάνων της Ελλάδας μέσα από τα μάτια ενός συνθέτη
Segment 1
Εισαγωγή και πρώτη συμμετοχή σε κομπανία τσιγγάνων
00:00:00 - 00:11:43
Partial Transcript
Καλησπέρα, θα μας πεις το όνομά σου; Λέγομαι Κυριάκος Σφέτσας. Είναι 17 Ιουλίου 2020, είμαστε στα Ασπρογερακάτα Λευκάδας. Εγώ ονο…περτόριό μου είχε εμπλουτιστεί, αυτή η εμπειρία λοιπόν ήταν η απαρχή της σχέσης μου μ’ αυτή τη ράτσα, μ’ αυτή τη φυλή ή μ’ αυτές τις φυλές.
Lead to transcriptSegment 2
Η ενασχόληση με τη μουσική των τσιγγάνων και λίγα λόγια για τη σχέση τους με τη μουσική
00:11:43 - 00:22:00
Partial Transcript
Διότι η ράτσα των τσιγγάνων υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα. Στις περισσότερες χώρες του πλανήτη υπάρχουν τσιγγάνοι. Ήταν η απαρχή, λοιπόν, να …πιχειρήσει, πολλοί έχουν επιχειρήσει να το ανατρέψουν αυτό ή να το προσβάλλουν ή να το δυσφημίσουν ή να το διαστρέψουν και λοιπά και λοιπά.
Lead to transcriptSegment 3
Η άμιλλα ως μέρος της μουσικής κουλτούρας των τσιγγάνων και ο παραλληλισμός με τα Jam sessions της Αμερικής
00:22:00 - 00:27:53
Partial Transcript
Ακόμα, αν θέλουμε, και τις σφαγές που επιτέλεσε το χιτλερικό καθεστώς των τσιγγάνων — επάνω στους τσιγγάνους θέλω να πω — τα τελευταία χρόνι…και λοιπά. Σήμερα αυτό το πράγμα έχει χαθεί βέβαια, δεν υπάρχει. Ύπάρχουν άλλες διαδρομές, αλλά τέλος πάντων, δεν είναι του παρόντος αυτά.
Lead to transcriptSegment 4
Οι επαγγελματικές δράσεις με τσιγγάνικα σχήματα και η συνεργασία με τον Βασίλη Σούκα
00:27:53 - 00:32:38
Partial Transcript
Εσύ ως συνθέτης πια όταν γύρισες από τη Γαλλία, συνεργάστηκες με μουσικούς τσιγγάνους ξανά; Ως μουσικός αλλά και ως υπεύθυνος διάφορων.…φέρει μέσα της τη μουσική όσο κανείς άλλος. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ μου μοιράστηκες αυτή την ιστορία μαζί μας. Κι εγώ σας ευχαριστώ.
Lead to transcript[00:00:00]
Καλησπέρα, θα μας πεις το όνομά σου;
Λέγομαι Κυριάκος Σφέτσας.
Είναι 17 Ιουλίου 2020, είμαστε στα Ασπρογερακάτα Λευκάδας. Εγώ ονομάζομαι Όλγα Σφέτσα είμαι ερευνήτρια στο Ιστόρημα και ξεκινάμε. Κυριάκο, θα ήθελες να μας πεις κάποια πράγματα για σένα και, κυρίως, για τι θα μας μιλήσεις σήμερα;
Θα προσπαθήσω με όλα τα μέσα που διαθέτω, τα πνευματικά και τα λεκτικά, να πω για τη σχέση μου στη νεαρή — και εφηβική θα έλεγα — σχέση με τους τσιγγάνους, και δη τους τσιγγάνους μουσικούς. Αυτά συμβαίνουνε πολλά χρόνια πίσω στη δεκαετία του ’60, στις αρχές προς το μέσο, στις περιοχές της Λευκάδας και της Ακαρνανίας. Η Λευκάδα, ως γνωστόν, σχεδόν εφάπτεται της απέναντι όχθης της Ακαρνανικής. Τη χωρίζει ένας μικρός πορθμός και μία πλωτή γέφυρα. Η απόσταση από την Ηπειρωτική Ελλάδα, λοιπόν, είναι γύρω στα 50 μέτρα. Επομένως, έχει μία άμεση πρόσβαση στην ενδοχώρα και αυτό ισχύει, βέβαια, επί αιώνες για να μην πω επί χιλιετίες. Είναι φυσικό, λοιπόν, άνθρωποι όλων των επαγγελμάτων, όλων των αποχρώσεων να έρχονται τακτικά στο νησί για διάφορους λόγους. Ένας εξ αυτών είναι και ο λόγος που αφορά στη διασκέδαση και κυρίως στα πανηγύρια έτσι όπως υπήρχανε αυθεντικά και γνήσια, εντός εισαγωγικών, εκείνες τις εποχές χωρίς την ηλεκτρική ή την ηλεκτρονική ενίσχυση, χωρίς εκατοντάδες ατόμων να συνωστίζονται. Σε ανοιχτούς χώρους, σε αυτοσχέδια μαγαζιά, σε τέντες το καλοκαίρι ή και σε τέντες τον χειμώνα για τη βροχή — τουλάχιστον το φθινόπωρο — σε σχολεία μπροστά, στα προαύλιά τους και σε εκκλησίες μπροστά, όταν τελείωνε η πρωινή λειτουργία και αν συνέβαινε να είναι γιορτή ενός Αγίου. Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, κέντρα ψυχαγωγίας, όλα αυτά τα λιτά και ένα είδος αυτοσχέδιων θα έλεγα κι εκεί ακόμη, διότι οι αίθουσες ήτανε άθλιες από την άποψη του ντεκόρ ή των όλων όσων υπήρχαν εκεί μέσα. Φτωχικά πράγματα δηλαδή. Είτε σε κάποιες άλλες περιπτώσεις που αφορούν σε προσωπικές, οικογενειακές εκδηλώσεις, δηλαδή γάμους, βαφτίσια και λοιπά. Κάποια στιγμή λοιπόν, νεαρός ων και κάνοντας ήδη μουσική, έτυχε να πέσω σε μία κομπανία που είχε έρθει από το Αγρίνιο, για να παίξει σε ένα κέντρο στη Λευκάδα. Παρότι είχα μία κλασική παιδεία στον τομέα της δυτικής μουσικής, ωστόσο λόγω καταβολών και γονιών είχα και μια άμεση σχέση με την απέναντι όχθη, που σημαίνει ότι είχα μία πολύ επίσης άμεση και γόνιμη σχέση με την παραδοσιακή ελληνική μουσική, το δημοτικό τραγούδι μ’ άλλα λόγια. Και το όργανο, το οποίο με έθελγε ιδιαιτέρως ήταν το κλαρίνο. Πήγαινα πάντα λοιπόν με περιέργεια, παρότι ήμουνα μικρός και δεν μπορούσα να μπω στα κέντρα αυτά, πήγαινα πάντα με περιέργεια να παρακολουθώ, να βλέπω κιόλας, έστω κι απ’ το τζάμι και να ακούω βέβαια τη μουσική. Και αυτό που με απασχολούσε ιδιαίτερα και μου άρεσε, βέβαια, μου διήγειρε όλη μου την περιέργεια, τη φαντασία, πολλές φορές ακόμα και ένα είδος ζήλιας εντός εισαγωγικών. Ήθελα να παίξω κι εγώ έτσι δηλαδή, με το ακορντεόν μου. Να μιμηθώ δηλαδή αυτό το παίξιμο του κλαρίνου μ’ ένα όργανο, το οποίο σαφώς δεν είχε τις ίδιες δυνατότητες, αλλά που μπορούσε να πετύχει κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα στην ερμηνεία αυτών των τραγουδιών. Την άλλη μέρα, περπατώντας στο παζάρι, [00:05:00]στην αγορά, συνάντησα τον νεαρό τσιγγάνο, τον «γύφτο» έτσι όπως μ’ αρέσει να το λέω — και δεν το λέω υποτιμητικά για τη ράτσα αυτή, την οποία την αγαπώ πάρα πολύ και θα εξηγήσω τους λόγους μετά — ο οποίος ήταν ένα όμορφο αγόρι, νεαρός και στο γκρουπ, στην κομπανία μάλλον, στη μικρή ορχήστρα έπαιζε κιθάρα. Αργότερα έμαθα ότι αυτό το λέγανε λαουτοκίθαρο, διότι το χόρδισμά του ήταν διαφορετικό από εκείνο της κλασικής κιθάρας, όπως την ξέρουμε στη Δύση. Λοιπόν, δεν ήταν και δύσκολο να γνωριστούμε — εγώ τουλάχιστον το προκάλεσα αυτό, πήρα την πρωτοβουλία — και εκείνος όταν άκουσε ότι παίζω μουσική και μάλιστα ακορντεόν, χάρηκε πάρα πολύ και μου λέει: «Να ‘ρθω σπίτι σου, να μου παίξεις, ν’ ακούσω». Εντάξει, η χαρά μου ήταν ακόμα μεγαλύτερη και προς έκπληξη των γονιών μου, οι οποίοι ήταν επιφυλακτικοί μ’ αυτού του είδους τις γνωριμίες και τις επαφές, τον έφερα σπίτι. Πήγαμε, λοιπόν, σ’ ένα από τα τρία δωμάτια που είχε το σπίτι τότε — τρία μικρά δωμάτια, φυσικά — και κλειστήκαμε μέσα. Είχε πάρει κι αυτός την κιθάρα του και προσπαθήσαμε να παίξουμε οι δυο μας κάποια κομμάτια, τα οποία μισοήξερα εγώ, ή μισοήξερε αυτός και λοιπά και λοιπά. Τέλος πάντων, να κάνουμε ένα είδος αυτοσχέδιας πρόβας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μου ζήτησε να πάω να παίξω μαζί τους κι αυτό βέβαια με κολάκεψε πάρα πολύ, διότι το θεώρησα μεγάλη επιτυχία, ένα γκρουπ, μία κομπανία γύφτων να με καλέσει να παίξω μαζί τους σ’ ένα πανηγύρι στην απέναντι όχθη κιόλας. Στο χωριό, το παλιό χωριό της Πλαγιάς, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω ήταν ένα πανέμορφο χωριό με σπίτια πέτρινα εξαιρετικά και μία θέα — όπως ήταν ψηλά, στα μισά του απέναντι βουνού, από τη Λευκάδα εννοώ — είχε μια θέα στο Ιόνιο καταπληκτική. Το επισκέφθηκα μεγάλος πια και το βρήκα δυστυχώς κατεστραμμένο. Καταστράφηκε επί Χούντας, διότι δεν ξέρω για ποιους λόγους η Χούντα έδιωξε τους κατοίκους από κει και τους κατέβασε κάτω στο ίσιωμα, να το πούμε, κοντά στη θάλασσα. Τους έφτιαξε κάτι παραπήγματα φρικτά και το χωριό το παλιό όχι απλά ρήμαξε, αλλά βρήκαν όλοι οι Έλληνες, είτε οι Λευκαδίτες είτε οι Ακαρνάνες, την ευκαιρία τα σπίτια αυτά να τα ματώσουν, να τα γκρεμίσουν, να τα ξηλώσουν να τους πάρουν δηλαδή όλες τις λαξευμένες πέτρες και τις καμάρες και λοιπά και λοιπά, για να φτιάξουν τα δικά τους. Αυτός είναι ο σύγχρονος — ένα κομμάτι — του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Τέλος πάντων και βάζανε γι’ αυτό τους Αλβανούς να το κάνουν. Πήγαμε λοιπόν στην Πλαγιά και όπου βέβαια εγώ ήμουν ένα είδος ατραξιόν στο γκρουπ, διότι είχα ένα υπέροχο Crucianelli, ιταλικό, καταπράσινο ακορντεόν, το οποίο το φυλάω — το ‘χω έως και σήμερα και παίζει ακόμα, εγώ δεν μπορώ να παίξω όπως τότε — και ήμουνα το ατού, ας πούμε, της βραδιάς. Διότι έπαιζα λαϊκά τραγούδια εκείνης της εποχής και αυτό ήταν επιτυχία, δηλαδή να... Οι πανηγυριώτες να βλέπουν έναν πιτσιρίκο να παίζει μαζί με τους γύφτους — ήμουνα και μικρός, ήμουνα και κατάλευκος σαν τη μύγα μες στο γάλα λοιπόν, μάλλον σαν το γάλα μες στη μύγα, γιατί ήμουνα κάτασπρος — και για την κομπανία αυτό σήμαινε χαρτούρα. Χαρτούρα είναι τα λεφτά που ρίχνει ο ερχόμενος σε κέφι πανηγυριώτης, ο χορευτής ή οι χορευτές κι έτσι γέμιζε το παγκάρι των γύφτων. Λοιπόν, κάποια στιγμή το πανηγύρι τελειώνει κι έπρεπε τώρα να κοιμηθούμε. Εκεί για μένα ήταν η πρώτη έτσι δυσάρεστη εμπειρία, διότι δεν είχα ποτέ συνηθίσει στη ζωή μου ούτε να κοιμάμαι με ξένους ούτε να κοιμάμαι όπου να ’ναι. Μπορεί να ήμαστε φτωχοί στην οικογένεια, αλλά είχαμε όλα τα απαραίτητα που χρειαζόταν, για να περνάμε μια έτσι άνετη ζωή. Και επιπλέον, από μικρός ήμουνα και λίγο σιχασιάρης και δεν μου άρεσε να στέκω όπου να ‘ναι ή να κοιμηθώ. Αυτό ήταν πολύ περίεργο. Λοιπόν, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι να πω πώς κατάφερα να κοιμηθώ. Αλλά ήμουνα επιφυλακτικός όλη τη νύχτα και μ’ είχε πιάσει κι ένας μικρός φόβος, διότι εκτός από τον νεαρό γύφτο που είχαμε γίνει φίλοι και τον πατέρα του που ήταν ο κλαριτζής, τους υπόλοιπους δεν τους πολυγνώριζα και δεν τους είχα και… Είχα [00:10:00]και κάποια κρατήματα, τέλος πάντων. Τέλος πάντων, ξημέρωσε. Έληξε το πανηγύρι αυτό κράτησε μία νύχτα — δεν ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι — και επέστρεψα στη Λευκάδα με εμπειρίες ή μάλλον με εμπειρία θα έλεγα. Στο μουσικό μέρος του πράγματος ήταν ότι είχα νιώσει πολύ άνετα να παίζω μαζί τους, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ίσως εκείνοι να ’χανε, αλλά εγώ δεν είχα. Ήμουνα χαρούμενος, διότι επιπλέον είχανε την ευφυΐα να με αφήσουν να παίξω τα δικά μου τα πράγματα, που τα ‘ξέρα πολύ καλά και που γι’ αυτούς ήμουν ένας μικρός κράχτης. Εκτός από μερικά δημοτικά τραγούδια, εγώ τα υπόλοιπα δεν τα γνώριζα. Επομένως, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήτανε να προσπαθώ να κάνω ένα κομπανιαμέντο στα ακόρντα του τραγουδιού, όσο αυτό ήταν εφικτό. Ήμουνα χαρούμενος επιπλέον, διότι έπαιξα άνετα, δεν είχα κανένα τρακ. Ήτανε το βάπτισμα του πυρός, παρότι πριν το συμβάν αυτό είχα παίξει σε συναυλίες, ας πούμε, με τη μικρή ορχήστρα του ωδείου που φοιτούσα τότε και λοιπά και λοιπά. Αυτό, όμως, το γεγονός και κάποιες άλλες φορές που ξανάπαιξα με άλλες κομπανίες σε άλλα μέρη και είχα ανάλογες εμπειρίες ή και πληρέστερες θα έλεγα, διότι το ρεπερτόριό μου είχε εμπλουτιστεί, αυτή η εμπειρία λοιπόν ήταν η απαρχή της σχέσης μου μ’ αυτή τη ράτσα, μ’ αυτή τη φυλή ή μ’ αυτές τις φυλές.
Segment 2
Η ενασχόληση με τη μουσική των τσιγγάνων και λίγα λόγια για τη σχέση τους με τη μουσική
00:11:43 - 00:22:00
Διότι η ράτσα των τσιγγάνων υπάρχει σε παγκόσμια κλίμακα. Στις περισσότερες χώρες του πλανήτη υπάρχουν τσιγγάνοι. Ήταν η απαρχή, λοιπόν, να σκεφτώ και να μελετήσω σιγά-σιγά στα χρόνια που ακολούθησαν την ενηλικίωσή μου και ως μουσικός, τη σχέση — την πανάρχαια σχέση — των τσιγγάνων, των γύφτων των κάθε λογής φυλών του πλανήτη, την εντελώς ξεχωριστή και ειδική σχέση που έχουν οι άνθρωποι αυτοί με τη μουσική. Απ’ τα γενοφάσκια τους. Αργότερα, όταν επιστρέφοντας από τη Γαλλία, έπαιρνα το ferry boat στο Ρίο-Αντίρριο για να κατέβω στη Λευκάδα, έβλεπα κάτι μπομπίρια ν’ ανεβαίνουνε στο καράβι, στο ferry boat πάνω με τα κλαρίνα, τα οποία ήτανε ίσως και πιο ψηλά απ’ το μπόι τους. Ήτανε πραγματικά μπόμποι, μικρά πιτσιρίκια και τα οποία ήδη είχανε μάθει να φυσάνε και να παίζουνε — ίσως ακόμα άκομψα, δεν έχει σημασία — αλλά να παίζουν κάποια δημοτικά, με έναν ακόμη ήχο σκληρό… Διότι δεν είχαν προλάβει — πώς να προλάβουνε παιδιά 8, 9, 10, 11 χρόνων να φτιάξουν ένα καλό ήχο στο όργανο — αλλά το θέμα δεν ήταν αυτό. Το θέμα ήταν ότι η σχέση τους ήδη ήταν προδιαγεγραμμένη και αναρωτιόμουνα: «Υπάρχει μία γονιδιακή κατάσταση σ’ αυτούς τους ανθρώπους σε σχέση με τη μουσική;». Διότι η αγάπη τους για τη μουσική, τη μουσική της κάθε χώρας, στην οποία ζουν. Διότι αν πάμε στην Ουγγαρία, οι τσιγγάνοι της Ουγγαρίας παίζουν την ουγγρική παραδοσιακή μουσική. Αν πάμε στη Ρουμανία, τα ίδια. Αν πάμε στη Γαλλία, τα ίδια, ας πούμε. Αν πάμε στην Ισπανία και πάει λέγοντας. Λοιπόν, η αγάπη τους για τη μουσική είναι κάτι το ασύλληπτο, το οποίο όσο και να θέλω να υπερασπιστώ τη λευκή ράτσα, δεν το έχει αυτό το πράγμα με καμία δύναμη. Μόνο τα εξαιρετικά ταλέντα της λευκής φυλής, τα οποία είναι λιγοστά κατά την άποψή μου, έχουν αυτή τη σχέση που μπορεί να προσομοιάζει ή να πλησιάζει — αν θέλουμε — την αγάπη των γύφτων για τη μουσική. Είναι ασύλληπτο. Θυμάμαι ένα ντοκιμαντέρ με γύφτους Ρουμάνους, οι οποίοι… Νομίζω ντοκιμαντέρ της βελγικής τηλεόρασης, της γαλλικής, δεν θυμάμαι. Έπαιξε κάποιος τους ρουμάνικους χορούς του Béla Bartók και οι Taraf de Haidouks, αυτό το διάσημο γκρουπ των Ρουμάνων τσιγγάνων, ένας- δυo από δαύτους, μόλις το ακούσανε, είπαν: «Μα, αυτό είναι δικό μας!» Και βέβαια γνώριζαν οι άνθρωποι αυτοί, διότι η μουσική παιδεία της Ρουμανίας είναι διαφορετική από της Ελλάδος. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι στην Ελλάδα ένας γύφτος μουσικός ξέρει, ας πούμε, τον Καλομοίρη ή τον Ξενάκη ή τον Χρήστου ή τον τάδε σύγχρονο μουσικό. O Ρουμάνος, όμως, μουσικός, ο τσιγγάνος [00:15:00]τον ήξερε τον Béla Bartók και ήξερε ότι ο Béla Bartók ήταν ένας — εκτός από τεράστιος συνθέτης του 20ου αιώνα — ήταν και ένας άνθρωπος, ο οποίος πλησίασε την μουσική την παραδοσιακή και την κατέγραφε μαζί με τον Zoltan Kodaly, τον συνάδελφό του, τον επίσης μέγιστο συνθέτη Ούγγρο. Και είπε: «Να σας το παίξουμε κι εμείς αυτό». Και βέβαια, η όποια διαχείριση εννοώ, δεν θέλω να πω τη λέξη «διασκευή», θέλω να πω η όποια χειρονομία που έκανε ο Bartók προς τα λαϊκά αυτά θέματα, η εναρμόνισή τους και λοιπά και λοιπά, δεν απέβαλε την μαγεία αυτών των θεϊκών μελωδιών των παραδοσιακών, αλλά τους έδωσε μια λογιότητα κλασικού τύπου, ας το πούμε έτσι. Όταν ήρθαν, όμως, οι τσιγγάνοι να παίξουν τα ίδια κομμάτια, εκεί διαφάνηκε μια δεύτερη μεγάλη αλήθεια, ίσως η πρωτογενής αλήθεια, πάλι των ίδιων μελωδιών. Και αυτό είναι συγκλονιστικό να το βλέπει κανείς και να μπορεί να αποτιμήσει μέσα από αυτό τον τρόπο, μέσα απ’ αυτές τις διαδικασίες δηλαδή, όλο το μεγαλείο της παραδοσιακής μουσικής. Τελικά οι γύφτοι, αν μπορώ να πω για μένα, ήταν ένα από τα μεγάλα… Από τις μεγάλες αφορμές — όχι ότι δεν υπήρξαν κι άλλες, υπήρξαν κι άλλες — για να σκεφτώ το μεγάλο θέμα της παραδοσιακής μουσικής και να σκεφτώ επιπλέον το θέμα της προφορικής παράδοσης. Διότι όλη αυτή η μουσική, η ράτσα αυτή τη μεταφέρει μέσα απ’ την προφορική παράδοση. Δεν την έχει μεταφέρει επί αιώνες μέσα από καμία γραπτή παράδοση. Ο παππούς τραγουδάει στο γιο, ο γιος τραγουδάει στον εγγονό και πάει λέγοντας. Η μάνα, η αδερφή, η θεία, το συγγένειο όλο, ας πούμε. Λοιπόν, και η μουσική αυτή η μουσική παίζει ρόλο σε όλες τις πτυχές, τις διαστάσεις, τις πραγματικές, τις ρεαλιστικές, τις μεταφυσικές των τσιγγάνων. Σ’ όλη τους τη ζωή, σ’ όλη τους την καθημερινότητα, μέρα-νύχτα.
Υπάρχουνε ηχογραφήσεις από εκείνη την εποχή;
Ηχογραφήσεις, τι ηχογραφήσεις; Δικές μου;
Όχι. Γενικά, από τη μουσική των τσιγγάνων εκείνης της εποχής.
Σαφώς και υπάρχουνε. Πολλές ηχογραφήσεις υπάρχουν και σε δίσκους 78 στροφών και λοιπά και λοιπά. Ασφαλώς! Και οι οποίες έχουν μεταφερθεί σήμερα και σε ψηφιακές μορφές και λοιπά. Σ’ όλον τον κόσμο υπάρχει αυτό το ρεπερτόριο κάθε χώρας, από γκρουπ πολύ παλιά, που φτάνουνε μέχρι και τις απαρχές του φωνογράφου, ας πούμε, που έχουνε καταγραφεί διάφορες μουσικές. Στα νεότερα χρόνια σαφώς και υπάρχουν. Υπάρχουν τα μεγάλα γκρουπ που παίζουν αυτή τη στιγμή σε όλες τις χώρες του πλανήτη, ας πούμε. Αν μπούμε στο YouTube, φερ’ ειπείν, θα βρούμε στη γειτονική — για να αναφερθώ στη γειτονική Αλβανία — θα βρούμε γκρούπες, «κομπανίες» που τις λέμε εμείς, οι οποίες κυκλοφορούν μέσα σε κιτσαριό ξενοδοχεία αλβανικά, με ξέρω γω… Από το ντύσιμο ανδρών και γυναικών, νεανίδων και νεαρών, των γύφτων. Σαν τον δικό μας τον Γιώργο τον Μάγκα εδώ, που φοράει όλα τα λαμέ σακάκια και λοιπά. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το οποίο είναι νεοπλουτίστικο και είναι και κιτς εντελώς, θα βρούμε συγκροτήματα, τα οποία στον τομέα της μουσικής όμως, ξεχνάς αυτήν την πλαστικούρα και ακούς μία μουσική, η οποία σε μαγεύει ας πούμε, σε παίρνει στην αγκαλιά της. Όχι ότι όλα αυτά που παίζουνε ή που συνθέτουνε — γιατί γράφουν και δικά τους οι νεότεροι, δεν είναι απλά οι ερμηνευτές της παλαιότερης μουσικής. Όπως και στην Ελλάδα αυτό συμβαίνει, υπάρχουν ένα σωρό τύποι σήμερα, οι οποίοι είτε είναι γύφτοι είτε όχι, θεωρούν ότι είναι ικανοί να γράψουνε σήμερα δημοτικά τραγούδια και αναμασούν παλαιά πρότυπα, κακοποιώντας τα βέβαια και λοιπά και λοιπά. Αλλά εγώ δεν αναφέρονται σ’ αυτό. Εγώ αναφέρομαι στη μεταφορά ενός τεράστιου πολιτισμού, μέσω της προφορικής παράδοσης, στο σήμερα. Έτσι διασώθηκε ένα μεγάλο — ίσως το μεγαλύτερο κομμάτι — της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Οι τσιγγάνοι, οι γύφτοι οι Έλληνες, αυτοί που κυκλοφορούσαν τότε και στο [00:20:00]Μεσολόγγι και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο ήτανε — ένα κομμάτι απ’ αυτούς τους μουσικούς — ήτανε γύφτοι, οι οποίοι τότε δεν είχαν το κλαρίνο ακόμα και είχανε τον ζουρνά. Αυτούς, λοιπόν, τους καλούσαν ακόμα και οι Τούρκοι, οι μπέηδες, οι πασάδες, όλη η εξουσία η τουρκική τέλος πάντων, σε ανάλογες γιορτές δικές τους. Διότι άρεσε η μουσική που παίζανε. Λοιπόν, και τους καλούσαν στις γιορτές και λοιπά και λοιπά. Και τους πληρώνανε και ικανοποιητικά θα έλεγα και είχανε, εάν θέλουμε, ας το πούμε έτσι... Επειδή είναι και πανέξυπνη φάρα και μπορεί να κουμαντάρει και να κολακέψει και να κοροϊδέψει ακόμα τον συνομιλητή, ο τσιγγάνος είχανε την αυτή να έχουνε, να κερδίσουν κάποιες χάρες, κάποια προνόμια εντός εισαγωγικών η λέξη. Τέλος πάντων, να τη βολεύουν όπως θα λέγαμε σήμερα. Λοιπόν, έχουνε γραφτεί χιλιάδες σελίδες για το θέμα αυτό της παραδοσιακής μουσικής και τη μεταφορά της από αιώνα σε αιώνα, με όλες τις μεταβολές — αν θέλουμε — της παραδοσιακής μουσικής του κόσμου ή μάλλον των παραδοσιακών μουσικών των λαών του κόσμου. Οι τσιγγάνοι αναμφίβολα έχουνε παίξει έναν τεράστιο γόνιμο ρόλο σ’ αυτήν την ιστορία, παρόλο που μια μερίδα της λευκής φυλής θα ήθελε πάρα πολύ... Και έχουν επιχειρήσει, πολλοί έχουν επιχειρήσει να το ανατρέψουν αυτό ή να το προσβάλλουν ή να το δυσφημίσουν ή να το διαστρέψουν και λοιπά και λοιπά.
Segment 3
Η άμιλλα ως μέρος της μουσικής κουλτούρας των τσιγγάνων και ο παραλληλισμός με τα Jam sessions της Αμερικής
00:22:00 - 00:27:53
Ακόμα, αν θέλουμε, και τις σφαγές που επιτέλεσε το χιτλερικό καθεστώς των τσιγγάνων — επάνω στους τσιγγάνους θέλω να πω — τα τελευταία χρόνια τις έχουμε μάθει. Μέχρι κάποια χρόνια πριν, δεν τις γνωρίζαμε στην Ευρώπη. Υπάρχει ένα ολοκαύτωμα των τσιγγάνων, το οποίο έμεινε στα κιτάπια, στα ντουλάπια κλεισμένο, της ιστορίας, ανέπαφο μέχρι να βρεθούν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι το ’φεραν στο φως κι έφεραν τεράστιες — πώς να το πω — τραγωδίες εις βάρος αυτού του λαού. Για μένα επιπλέον, οι άνθρωποι αυτοί — κι αυτό το ένιωσα από πολύ μικρός και τότε — είχαν ένα είδος εφευρετικότητας και ένα είδος άμιλλας μεταξύ τους, που θυμίζει κάποιες πρακτικές σε πολλές σχολές, ακόμα και σε σχολεία δικά μας της λευκής φυλής, χρησιμοποιούνται. Η άμιλλα, ο διαγωνισμός, ο ανταγωνισμός εντός εισαγωγικών, το θεαθήναι, η προβολή, ένα σωρό καταστάσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται για να τονίσουνε ή για να πετύχουνε κάποιους στόχους σε κάποιους τομείς. Λοιπόν, στο χώρο τους οι ίδιοι αυτοί πολλές φορές ήτανε αμείλικτοι και μεταξύ τους. Δηλαδή, φερ’ ειπείν μαζευόντουσαν σε κάποιες συγκεκριμένες ημερομηνίες μες στη χρονιά, μπορεί να ’ταν κάνα-δυο, τρεις το πολύ, όπου γινόταν ένα είδος — σε υπαίθριους χώρους, κυρίως το καλοκαίρι — ένα είδος, θα’λεγα, τελετουργίας. Αλλά τελετουργίας όχι μόνο με θρησκευτικό χαρακτήρα. Με χαρακτήρα μέθυσης, με χαρακτήρα τρανς, με χαρακτήρα — πώς να το πω —περάσματος σε κάποιες καταστάσεις, όπου το άτομο προσπαθεί να ξεφύγει από την κατάσταση της λογικής και να μπει σε χώρους, οι οποίοι άπτονται του αγνώστου, του υπερφυσικού. Εκεί, λοιπόν, σ’ αυτές τις καταστάσεις και μέσα από ισχυρές δόσεις ούζου, διότι πρέπει να πω ότι σ’ αυτά τα στέκια όλα που γινόντουσαν, είτε ήταν τα πανηγύρια είτε τα κέντρα διασκέδασης και λοιπά, τότε στη μόδα ήταν το ούζο. Και οι τσιγγάνοι στο ένα δάχτυλο, στα δάχτυλα μάλλον, τον αντίχειρα και τον μέσο του δεξιού χεριού είχανε το τσιγάρο, με το αριστερό — ακόμα κι ο [00:25:00]κλαριντζής μπορούσε να παίζει με το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα — και με το αριστερό είχανε το ούζο. Λοιπόν, σ’ αυτές τις καταστάσεις πλήρους μέθης, διαγωνίζονταν ή ανταγωνίζονταν στο ποιος θα δείξει τη μεγαλύτερη δεξιοτεχνία, ποιος θα έχει τον καλύτερο ήχο. Ποιος θα κάνει τις μεγαλύτερες αν θέλουμε εντός εισαγωγικών τροποποιήσεις μουσικές πάνω σε μια μελωδία, ποιος θα εφεύρει τα πιο όμορφα μελίσματα, τα ποικίλματα, τα «στολίσματα» έτσι όπως τα λέμε για να γίνουν κατανοητά. Αυτό συνέβαινε, αν θέλω να το παραλληλίσω, με τα jam session σε κάποιες μεγαλουπόλεις. Ξέρω γω στο LA, στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο στις 3:00 τα ξημερώματα ή στις 4:00, όταν μουσικοί της τζαζ βρισκόντουσαν για να κάνουν τα περίφημα jam session και να παίξουν μεταξύ τους, ελευθερωμένοι πια οι τζαζίστες από το rhythm and blues, που το μισούσανε οι περισσότεροι αλλά το κάνανε για να βγάλουν λεφτά και να επιδείξουν και οι ίδιοι τότε τις ικανότητές τους, τις τεχνικές τους αλλά και οι γεροντότεροι να γνωρίσουν τους νεότερους κι εκεί βέβαια ήταν και επιχειρηματίες μέσα, που κυνηγάνε τα νέα ταλέντα και λοιπά και λοιπά. Αυτό το ξαναβρήκα — αυτή την κατάσταση — μεγάλος πια και γνωρίζοντας την ιστορία των μουσικών της τζαζ στις Ηνωμένες Πολιτείες — και κυρίως σε αυτά τα jam session. Αυτά μου θύμισαν πολύ πιο οργανωμένα βέβαια και μέσα σε εγκαταστάσεις άλλες, και όχι στην ύπαιθρο χώρα της Ακαρνανίας ή της Ηπείρου ή στο πουθενά δεν ξέρω τι, με το ούζο και με το αυτό... Θα μου πεις και οι τζαζίστες τότε είχαν άλλα ποτά, εντός εισαγωγικών, για να φτιάχνονται. Λοιπόν, το θέμα είναι όμως ότι αυτό δημιουργούσε μία άμιλλα στον τομέα της μουσικής, που ήτανε απίστευτη και από εκεί μέσα βγαίνανε και τα περίφημα νέα, τα οποία ταξίδευαν τότε από την Βόρεια Ήπειρο, που λέμε, μέχρι την Πάτρα. Διότι αυτή η ευθεία, η νοητή ευθεία ας πούμε, από τα σύνορα της Ηπείρου και μέσα ακόμα με την Αλβανία μέχρι τα καφέ Αμάν και τα καφέ Σαντάν του Αγρινίου και της Πάτρας μετά, κατεβαίνανε ένα σωρό τσιγγάνοι — ο πιο γνωστός από αυτούς ήταν ο Σουλεϊμάνης, κλαριτζής — κατεβαίνανε για να επιδείξουνε και να παίξουνε σε πολύ έτσι ισχυρά γεγονότα της εποχής εκείνης και λοιπά. Σήμερα αυτό το πράγμα έχει χαθεί βέβαια, δεν υπάρχει. Ύπάρχουν άλλες διαδρομές, αλλά τέλος πάντων, δεν είναι του παρόντος αυτά.
Segment 4
Οι επαγγελματικές δράσεις με τσιγγάνικα σχήματα και η συνεργασία με τον Βασίλη Σούκα
00:27:53 - 00:32:38
Εσύ ως συνθέτης πια όταν γύρισες από τη Γαλλία, συνεργάστηκες με μουσικούς τσιγγάνους ξανά;
Ως μουσικός αλλά και ως υπεύθυνος διάφορων... Ως στέλεχος της ραδιοφωνίας συνεργάστηκα πολλές φορές, αλλά και δημιούργησα ένα είδος… Πρώτο-πρώτο, δημιούργησα μία εκπομπή, η οποία κράτησε χρόνια, με τους παραδοσιακούς μουσικούς, τους «Λαϊκούς Πρακτικούς Οργανοπαίχτες», όπως την είχα ονομάσει, στην οποία κατέγραψα δεκάδες μουσικών και δεκάδες βέβαια τσιγγάνων μουσικών. Δεν μπορούσα σαφώς ν’ αγνοήσω τους καλούς λευκούς μουσικούς με τίποτα, δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Αλλά σε αυτή την πορεία, τουλάχιστον αυτή η εκπομπή κράτησε χρόνια, και την είχε ο αγαπητός και αξέχαστος πια φίλος, ο οποίος δεν είναι δυστυχώς στη ζωή, ο Γιώργος ο Παπαδάκης — ήταν ο παραγωγός της επί χρόνια — εκεί καταγράφηκε ένας τεράστιος όγκος παραδοσιακής μουσικής μέσα από τον αέρα, τα χείλια, τα πνευμόνια, το ταλέντο, την ψυχή κι ένα σωρό άλλα πράγματα τσιγγάνων μουσικών, ως ερμηνευτές της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Και στους οποίους δόθηκε ο χρόνος — διότι αυτός ήτανε ένας προσωπικός μου στόχος — τους δόθηκε ο χρόνους του αυτοσχεδιασμού, τον οποίο εγώ τον ήξερα από τα πανηγύρια αλλά η ελληνική δισκογραφία είχε φροντίσει σχεδόν να τον εξαφανίσει. Διότι το λεγόμενο «βέρσο», δηλαδή τελείωνε το δημοτικό τραγούδι και ο μουσικός έπαιζε, ξέρω γω, 20 δεύτερα ένα σολάκι και τελείωνε το πράγμα. Οι άνθρωποι αυτοί τότε έδειξαν τις πραγματικές τους δυνατότητες και το ταλέντο τους στο κομμάτι του αυτοσχεδιασμού. Και όταν αργότερα, δύο τεράστιοι μουσικοί, με [00:30:00]τους οποίους συνεργάστηκα, ο Γιώργος ο Κόρος — λευκός μουσικός — στο βιολί και ο Βασίλης ο Σούκας, τεράστιος μουσικός, γύφτος απ’ το Κομπότι της Άρτας και τους έστειλα στη Γαλλία κατ’ απαίτηση των Γάλλων συναδέλφων μου στη Γαλλική ραδιοφωνία και κάνανε συναυλία στο αμφιθέατρο της ORTF, της Γαλλικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, οι Γάλλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα, διότι δεν πίστευαν ότι υπάρχουνε… Ξέρανε τους τσιγγάνους μουσικούς της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας των ένα σωρό χωρών, της Ουγγαρίας και άλλων, αλλά από την Ελλάδα λέει: «Έχετε εσείς τέτοιους μουσικούς;». Δεν το ξέραν, δυστυχώς. Ξέραν το συρτάκι. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά έτσι είναι. Λοιπόν, αλλά πέρα απ’ αυτό, εγώ συνεργάστηκα με έναν εξ αυτών, με τον Βασίλη τον Σούκα σ’ ένα σωρό έργα μου. Ακόμα και για έργα, στα οποία ο Σούκας έπαιξε ως σολίστας του λαϊκού κλαρίνου μαζί με Αμερικάνικες ορχήστρες. Δεν χρειάζεται να πω τίποτε άλλο για να τονίσω και τη δικιά μου, την προσωπική σχέση με την ερμηνεία των τσιγγάνων μουσικών. Και θα είχα προχωρήσει πολύ περισσότερο, εάν ο Βασίλης δεν αρρώσταινε και δεν έφευγε απ’ τον κόσμο τούτο. Θυμάμαι μία φορά έναν άλλο παίκτη στο ραδιόφωνο, εξαιρετικό σολίστα του λαϊκού κλαρίνου, τον Γιάννη τον Βασιλόπουλο, ο οποίος ήτανε Πάσχα και τον ηχογραφούσαμε — θα έπαιζε με το κλαρίνο του τους ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής, το «Αι γενεαί πάσαι» και λοιπά και λοιπά, όλες αυτές τις θρηνωδίες της χριστιανικής σημειογραφίας — και είδε απ’ έξω από το control, το τζάμι, το control του studio, τον αδερφό μου τον Χρήστο, ο οποίος είναι βιολοντσελίτσας και είπε στον ηχολήπτη: «Μπορεί να πεις σ’ αυτόν;», έτσι επί λέξει όπως στο λέω τώρα, δεν είπε το όνομά του. Μπορεί και να μην τον γνώριζε κιόλας, αλλά ήξερε ότι παίζει βιολοντσέλο. «Μπορεί να του πεις να έρθει μέσα;». Ε, και πήγε ο αδερφός μου και τι του ζήτησε να κάνει εκεί πέρα ο γύφτος; Του ζήτησε να κάνει το ισοκράτημα, όπως κάνουνε οι ψάλτες στους ύμνους της ορθόδοξης βυζαντινής μουσικής. Αυτό λέει πολλά πράγματα, για να μην υποτιμούμε αυτή τη ράτσα, που φέρει μέσα της τη μουσική όσο κανείς άλλος.
Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ μου μοιράστηκες αυτή την ιστορία μαζί μας.
Κι εγώ σας ευχαριστώ.
Summary
Ο συνθέτης Κυριάκος Σφέτσας μιλά για την επαφή του με τους τσιγγάνους μουσικούς από την παιδική του ηλικία, όταν έπαιζε μαζί τους στα πανηγύρια, μέχρι την επίσημη συνεργασία μαζί τους στο Τρίτο Πρόγραμμα του Ραδιοφώνου της ΕΡΤ. Η φυλή των τσιγγάνων, όπως μας αποκαλύπτει, είναι γονιδιακά συνδεδεμένη με τη μουσική και παρόλο που η μετάδοσή της στηρίζεται στην προφορικότητα, επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, προσφέροντας αρτιότατες καλλιτεχνικές δημιουργίες.
Narrators
Σοφία Αυγητίδου
Field Reporters
Όλγα Σφέτσα
Interview Date
17/07/2020
Duration
32'
Interview Notes
Ο αφηγητής είναι πατέρας της ερευνήτριας.
Summary
Ο συνθέτης Κυριάκος Σφέτσας μιλά για την επαφή του με τους τσιγγάνους μουσικούς από την παιδική του ηλικία, όταν έπαιζε μαζί τους στα πανηγύρια, μέχρι την επίσημη συνεργασία μαζί τους στο Τρίτο Πρόγραμμα του Ραδιοφώνου της ΕΡΤ. Η φυλή των τσιγγάνων, όπως μας αποκαλύπτει, είναι γονιδιακά συνδεδεμένη με τη μουσική και παρόλο που η μετάδοσή της στηρίζεται στην προφορικότητα, επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, προσφέροντας αρτιότατες καλλιτεχνικές δημιουργίες.
Narrators
Σοφία Αυγητίδου
Field Reporters
Όλγα Σφέτσα
Interview Date
17/07/2020
Duration
32'
Interview Notes
Ο αφηγητής είναι πατέρας της ερευνήτριας.