Από τη βουλγαρική κατοχή σε Πανεπιστήμιο της Γερμανίας
Segment 1
Πριν την πρώτη φυγή
00:00:00 - 00:07:43
Partial Transcript
Πώς ονομάζεστε; Ονομάζομαι Βασίλης, Γεωργίου, Χατζηθεοδωρίδης. Ονομάζομαι Πολίτογλου Αναστασία, σήμερα είναι 14 Αυγούστου του 2021, β…α πράγματα, το τύλιξαν με, με σκοινιά και έπρεπε να κατέβουμε μια απόσταση 50 περίπου χιλιομέτρων από την κοίτη του ποταμού προς τη Δράμα.
Lead to transcriptSegment 2
Η πρώτη νέα αρχή
00:07:43 - 00:16:38
Partial Transcript
Κι εμείς διαλέξαμε να πάμε στους Ταξιάρχες, η δική μου η οικογένεια γιατί αυτός που με βάφτισε, ο Μυρώδης ήτανε κάτοικος Ταξιαρχών, Σίψας. Σ…ύανε τα χωραφάκια τους οι γονείς μας, και το όταν έβγαινε το εισόδημα έπαιρναν και οι Βούλγαροι και άφηναν και για μας, ένα μικρό ποσοστό.
Lead to transcriptSegment 3
Ξανά χωρίς πατρίδα
00:16:38 - 00:28:08
Partial Transcript
Έτσι περνούσε ο καιρός ώσπου το Δεκέμβριο, αρχές Ιανουαρίου του '44 γίνεται μια ρίψη από εκεί εγγλέζικα αεροπλάνα για τους αντάρτες της περι…άτε να φύγετε, θα σας δώσω ένα χαρτί να βγείτε από τα δικά μου σύνορα, γιατί τα σύνορα θα κλείσουν κι αν έχετε τύχη πάτε στην πατρίδα σας».
Lead to transcriptSegment 4
Ο δρόμος για την επιστροφή
00:28:08 - 00:36:38
Partial Transcript
Και πράγματι έτσι έγινε όταν όμως φτάσαμε λίγα χιλιόμετρα στο κεντρικό δρόμο που πηγαίνει από την Eξοχή, Νευροκόπι Eξοχή Βουλγαρία, είναι πά…με σπίτια να μείνουμε μας κατέβασαν τα φορτηγά στην Μικροκλεισούρα και οι άνθρωποι δώσαν από ένα δωμάτιο στους δικούς μας και μείναν εκεί.
Lead to transcriptSegment 5
Τα χρόνια του γυμνασίου
00:36:38 - 00:49:56
Partial Transcript
Εγώ ήμουν στο γυμνάσιο στην Προσοτσάνη είχα πάει το '48 που μέναμε στην Πετρούσα, είπαμε από το Νοέμβριο του '44 ως το, τη βδομάδα του Πάσχα…καιρό έτσι την βγάζαμε. Έτσι περνούσε ο καιρός τελείωσα το γυμνάσιο και γω, έφυγε και ο Βαγγέλης έμεινα μόνος μου και τελείωσα το γυμνάσιο.
Lead to transcriptSegment 6
Τα πρώτα χρόνια ως δάσκαλος
00:49:56 - 01:37:21
Partial Transcript
Και αυτός ο αδερφός μου ήτανε πια είχε μεταφέρει από την Πετρούσα το μαγαζί του και αυτός τη Μικροκλεισούρα που ήταν οι γονείς μου και σ' … που ήταν στην Αλιστράτη, δικές μας. Πολλή δουλειά αλλά είχα όρεξη, νέος ήμουνα, στο σπίτι μου ήμουνα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου η δουλειά.
Lead to transcriptSegment 7
Οι περιπλανήσεις ενός ανθρώπου
01:37:21 - 02:02:48
Partial Transcript
Πέρασα δύο χρόνια στο γραφείο και άρχισε η έξοδος των Ελλήνων για Γερμανία. Είχα ο αδερφός μου ήταν στη Γερμανία, η αδερφή μου τα στη Γερμαν…Μου βρίσκουν εκεί από την ευαγγελική εκκλησία ένα δωματιάκι σε ένα πατάρι, μένω εκεί ένα χρόνο. Τη δεύτερη χρονιά έρχεται η Άννα στη Βόννη.
Lead to transcriptSegment 8
Τα τελευταία χρόνια μιας πορείας
02:02:48 - 02:08:26
Partial Transcript
Και από το '82, Αύγουστο του '82 κατεβαίνω είχα πάρει εντωμεταξύ και, είχε μπει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη και εγώ ζήτησα α…α φοβερές αρρώστιες, είμαι ευχαριστημένος από ό,τι μου κάνανε κι από ό,τι έκανα σε άλλους. Και δόξα τω Θεώ είμαι καλά και συζητάω μαζί σου.
Lead to transcriptSegment 9
Μια ακόμη αναδρομή
02:08:26 - 02:58:05
Partial Transcript
Να σας γυρίσω λίγο πίσω; Πως νιώθατε σαν ένα παιδί που δεν είχατε έναν τόπο; Όταν άρχισαν οι πρώτες μου ανησυχίες, στα εφηβικά μου κυρίως …αν έχετε να προσθέσετε κάτι ακόμη. Όχι δεν θέλω τίποτα. Να’ στε καλά. Ευχαριστώ πάρα πολύ, δεν ξέρω αν θα σου είναι χρήσιμα αυτά, αλλά.
Lead to transcript[00:00:00]
Πώς ονομάζεστε;
Ονομάζομαι Βασίλης, Γεωργίου, Χατζηθεοδωρίδης.
Ονομάζομαι Πολίτογλου Αναστασία, σήμερα είναι 14 Αυγούστου του 2021, βρισκόμαστε στην Δράμα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και μπορούμε να ξεκινήσουμε.
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν από 70, πριν από 86 χρόνια γεννήθηκα σε ένα μικροχώρι της Δράμας, ορεινό. Τότε απείχε από τη δράμα 73 χιλιόμετρα, σήμερα απέχει περίπου 63 – 65. Γιατί έγινε συντομότερος δρόμος μέσω Βώλακα. Βρίσκεται στην περιοχή κάτω Νευροκοπίου, στην κρύα περιοχή της Δράμας, της Ελλάδας και είναι χτισμένη στην Δυτική όχθη του Νέστου. Χαμηλά κοντά στους Ποταμούς, το χωριό Ποταμοί και απέχει περίπου, με τα πόδια, 1 ώρα από τα βουλγαρικά σύνορα. Το 1935 ήταν μια σημαδιακή χρόνια για την οικογένειά μου γιατί ο πατέρας μου είχε πάθει μια μεγάλη ζημιά από την καπνοπώληση τότε. Πήραν τα καπνά του σε πολύ φτηνή τιμή και ξενυχτούσε τα βράδια στο χαγιάτι του σπιτιού μας, του τουρκικού σπιτιού. Γιατί όταν φύγανε οι δικοί μας από τη Μικρασία και ιδιαίτερα οι γονείς μου από τον Πόντο στην περιοχή αυτή ακόμη ήταν οι Τούρκοι. Ήταν καλοκαίρι του 23, έπρεπε να φύγουνε, ετοιμαζόταν οι τούρκοι το χειμώνα να τους βγάλουνε και όταν θα έφευγαν θα περνάν τα, τα σπίτια τους, και θα ζούσαν εκεί οι πρόσφυγες. Τους έδωσαν μάλιστα κι από ένα δωμάτιο και έμεναν μαζί τους και βοηθούσαν οι μεν τους δε, οι μεν νεόφερτοι για να ζήσουνε και οι πάλι για να ετοιμαστούν να φύγουν. Η γειτόνισσα μας από ό,τι μου έλεγαν ο πατέρας μου κι άλλοι γείτονες από το χωριό, που ήταν τα σπίτια κολλητά, μια Μαργιόγκα, Μαρία δηλαδή και την φωνάζαν Μαργιόγκα από την Σινώπη του Πόντου και είχαν ένα ιδίωμα πολύ χαρακτηριστικό που το μαθαίνουν και τα παιδιά τους γιατί μιλούσαν και τα παιδιά τους με το ιδίωμα της Σινώπης και του έλεγε του πατέρα μου μερικά λόγια της δικής τους γλώσσας, να μη αφήσει τα παιδιά του, τα 4 που είχε τότε ορφανά και να να ξέρει ότι ο ήλιος ανατέλλει για όλους. Και ότι αυτό το ξενύχτι που κάνει φθείρει το σώμα του πολύ και δεν αξίζει τον κόπο γιατί έχει πίσω παιδιά να θρέψει. Και αυτό βέβαια το άκουγα πολύ τακτικά γιατί ο πατέρας μου σε δύσκολες στιγμές το λέγε. Έτσι βρέθηκα στη ζωή και απ' αυτά που θυμάμαι ως το '40, ως το '40 είναι μία εποχή με ελάχιστες θύμισες, παιδικές. Εκείνο που με ξύπνησε ήταν η σάλπιγγα του πολέμου. Ή 27 Οκτωβρίου ή 26 Οκτωβρίου, μάλλον 27, ένας στρατιώτης ήρθε από το οχυρό Μπαρτίσεβα εκεί πάνω στα σύνορα υπάρχουν τα οχυρά, μεγάλα οχυρά της γραμμής μεταξά όπως της Μαζινό στη Γαλλία. Τα, τα φρούρια αυτά ήτανε έχουν χτιστεί από το '37 μέχρι το '40 και χτιζόταν ακόμη και την εποχή που περιμένανε τους, τους Γερμανούς το 41 τον Απρίλιο. Είναι πολύ μεγάλα κτίρια, είναι τα βουνά είναι σκαμμένα ολόκληρα μέσα για να χωράνε πολύ στρατό, πολεμοφόδια, όπλα, άλογα, αυτοκίνητα και λοιπά. Και είναι τέτοια αρκετά στην περιοχή Νευροκοπίου. Είναι του Μπαρτίσεβα που είναι πολύ κοντά 4–5 χιλιόμετρα στο δικό μου χωριό βορειότερα, μετά είναι του Βώλακα ο Άγιος Νικόλαος κι άλλο ένα, το ένα απέναντι στο άλλο και μετά είναι όλα αυτά τα οχυρά του Περιθωρίου, του Οχυρού και λοιπά. Ένας στρατιώτης φάνηκε όπως είναι στην πλαγία του χωριού να κατεβαίνει από το Φαλακρό, στάθηκε και σάλπισε και μετά σταμάτησε την σάλπιγγα και είπε: «Έχουμε πόλεμο, οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο» και «Σε 3 μέρες πρέπει να αδειάσετε τα σύνορα». Δεν φύγαμε εμείς σε 3 μέρες όμως. Δεν ξέρω γιατί, φύγαμε το Φεβρουάριο γύρω στις 20 Φεβρουαρίου ήρθε ένα, ένα τμήμα στρατιωτών, μια μικρή ομάδα και μας είπε ότι σε 3 μέρες θα έχετε φύγει από τα σύνορα γιατί έρχονται οι Γερμανοί. Εμείς είχαμε τότε ζώα μικρά και μεγάλα μοσχάρια, αγελάδες, βόδια και ένα γάιδαρο. Όλα τα φόρτωσαν οι γονείς μας κάτι. Τα μοσχάρια, για γελάδες και τα βόδια που δεν ήτανε συνηθισμένα τα έδεσαν την πλάτη τους παπλώματα, κουβέρτες τέτοια πράγματα, το τύλιξαν με, με σκοινιά και έπρεπε να κατέβουμε μια απόσταση 50 περίπου χιλιομέτρων από την κοίτη του ποταμού προς τη Δράμα.
Κι εμείς διαλέξαμε να πάμε στους Ταξιάρχες, η δική μου η οικογένεια γιατί αυτός που με βάφτισε, ο Μυρώδης ήτανε κάτοικος Ταξιαρχών, Σίψας. Στον δρόμο γελούσαμε εμείς τα παιδιά γιατί τα ζώα πήγαιναν στους κορμούς των δέντρων ξυνότανε και κόβαν τα σκοινιά, ξήλωναν τα παπλώματα είχε γεμίσει πούπουλα και βαμβάκι το μονοπάτι, ήταν στενό μονοπάτι, τα ζώα μόλις χωρούσανε, δασικοί δρόμοι ήτανε κατεβαίναμε όλοι με τα πόδια και ο μικρός μου αδερφός ήταν περίπου 38,40, δυόμιση ετών; Και αυτός περπατούσε. Κάπου πριν από το Βαθύλακκο, μερικά χιλιόμετρα, άρχισε να χιονίζει και παγώναμε και φορούσαμε τσαρουχάκια μας είχε φτιάξει ο πατέρας μου από γουρούνια. Και είχαν βραχεί κι αυτά και μείναμε 7, 9 παιδιά πίσω από τον κόσμο που είχε περνούσε με τα, με τα ζώα ήταν μόλις οικογένειες αυτοί που ήρθαν από τον Πόντο έκαναν ζευγάρια γίναν. Οι μισοί ήταν παντρεμένη από την Τουρκία και οι άλλοι μισοί παντρεύτηκαν εκεί. Αυτό ήταν το χωριό αλλά είχε πολλά παιδιά, τα περισσότερα ήτανε γιατί οι περισσότερες οικογένειες, περισσότερα από 3 παιδιά. Τρία παιδιά είχε Ο Σταύρος, ο Σιδηρόπουλος, και ο Παπαδόπουλος ο Κώστας και μερικοί έλεγαν ο καημένος ο Κώστας, επειδή είχε λίγα τέτοια. Και τα περισσότερα τα είχε Κωνσταντινίδης 9 παιδιά. Εκεί πριν από το Βαθύλακκο άρχισε να νυχτώνει κ[00:10:00]αι έπεφτε χιόνι και παγώναμε και δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε κι εμείς τα μικρά κλαίγαμε και εγώ έλεγα: «Κουτσαίνω και δεν μπορώ άλλο» και είχε μείνει μαζί μας μια χήρα από τους ποταμούς, η κυρία Όλγα και έλεγε «Κοίτα, κοίτα Βασίλη και εγώ κουτσαίνω». Και έκανε πως κουτσαίνει για να με παρηγορήσει. Όταν φτάσαμε στο Βαθύλακο μας είδανε άκουσαν τις φωνές μας γυναίκες, κάποια από το χωριό, μας μάζεψαν και μας μοίρασαν στα σπίτια. Και εγώ πήγα κάπου, δεν ξέρω που, την ώρα που μου πλέναν τα πόδια κοιμήθηκα και δεν κατάλαβα τίποτε. Το πρωί όταν ξύπνησα κάτι ακούμπησα σαν βαλώνες και τρόμαξα, έτσι ξύπνησα και λέω: «Μάνα», φώναξα και τινάχτηκα και ήταν ο πατέρας μου ήταν τα γένια του. Οι γονείς μου πήγανε στους Ταξιάρχες, δεν ξέρω ακριβώς πόσο με τα πόδια είναι ο δρόμος είναι, είδαν ότι τα παιδιά, λείπουν παιδιά και κάποιοι γονείς γύρισαν πίσω στο δρόμο σου λέει θα τα βρούμε. Και έμαθαν ότι μείναμε στο χωρίο εκεί και το πρωί λέει ο πατέρας μου: «Βασίλη σήκω να φύγουμε». Αλλά δεν, έκανα να σηκωθώ αλλά δεν μπορούσα, τα πόδια μου είχαν μουδιάσει, και δε, δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου ναι βάλε εδώ στο σβέρκο του και περπάτησε και με έφερε στους Ταξιάρχες και εκεί για πρώτη φορά μας είχε δώσει ο νονός μου ο Μυρώδης ένα δωμάτιο που έβλεπε προς τον κεντρικό δρόμο που πάει για το Σιδηρόνερο πρώτη φορά κάτι μεγάλα κάρα, μεγάλες ρόδες ήταν οι Γερμανοί. Βγάλαμε εκεί το χειμώνα αλλά είμαστε πολλοί, το χωριό ήτανε, δεν είχε χωράφια, είχαμε ένα γάιδαρο πήγαιναν τα αδέρφια μου ο Τάσος και ο Θεόφιλος έκοβαν ξύλα το φόρτωνα και πήγαιναν στην δράμα πουλούσαν τα ξύλα και έφερναν ψωμί. Αλλά άκουγα τον πατέρα μου, τη μάνα μου κυρίως που έλεγε στον πατέρα μου ότι δε γίνεται, δεν μπορούμε να ζήσουμε εκεί πέρα. Πρέπει κάτι να κάνει και έφυγε ο πατέρας μου και πήγε στο χωριό. Μόλις ήρθε η άνοιξη το Μάρτη έφυγε ο πατέρας μου, πήγε στο χωριό, πήρε και ζω μαζί του για να δουλέψει στα χωράφια, έσπειρε έκανε μπαξέδες και επέστρεψε έτσι τον Απρίλιο – Μάιο, όχι μόνο εμείς αλλά και από άλλα χωριά που είχαν κατέβει Πέρασμα λέγεται το χωριό μου, Περασμιώτες συγχωριανοί μας ξανά βρέθηκα στο χωριό γιατί θα πέθαιναν από την πείνα. Υπήρχε πολλή πεινά στον κάμπο. Κατοχή σκληρή ήταν, τα πράγματα ήταν άσχημα ένας, ένας ξαναγύρισαν όλοι στο χωριό. Επέστρεψαν σχεδόν όλοι, όλοι στο χωριό, μόνο μια οικογένεια έχει μείνει στην Προσοτσάνη. Εκεί, ζήσαμε την κατοχή εμάς τα παιδιά δε μας άγγιζε και οι Βούλγαροι ερχόταν κάπου κάπου στο χωριό αλλά δεν είχαν να κάνουν πολύ, δεν τουλάχιστον εμείς τα παιδιά, εγώ προσωπικά στην ηλικία που ήμουνα 5 χρονών, 6 δεν καταλάβαινα τίποτα σχεδόν τίποτα κατάλαβα όμως πάρα πολύ καλά όταν μια μέρα στο σχολείο ακουγόταν οι άνδρες, είχαν πάρει 5 άντρες οι Βούλγαροι και τα έδερναν τόσο άσχημα που φώναζα και ακουγόταν όχι μόνο σε όλο το χωριό αλλά και στα γύρω, και στους Ποταμούς άκου όταν οι φωνές τους. Τους έδερναν γιατί τους ζητούσαν όπλα και τους λέγαν ότι πήρατε όπλα απ' το, από τα φρούρια του Μπαρτίσεβα που ήταν κοντά εκεί και πράγματι είχε όπλα, είχαν όλα τα παιδιά αλλά δίνεις στον Βούλγαρο όπλα; Πως, δεν ξέρω και τους έδειραν άσχημα και μερικοί έμειναν και στο κρεβάτι λίγο καιρό κι άλλη μια φορά ήρθαν οι Βούλγαροι και ζήτησαν κάποιους, οι μάνες μας όμως είπαν ότι δεν είναι εδώ. Λέει: «Γιατί δεν είναι εδώ;» λέει: «Πήγαν στο βουνό». «Γιατί φύγανε;» «Γιατί τους δείραν την άλλη φορά και όλοι φοβήθηκαν και έφυγαν». Έτσι, πέρασε καιρός, εμείς παιδιά βόσκαμε τα ζώα, σχολεία δεν υπήρχαν μια καθημερινότητα της κατοχής με πολύ φόβο από τους Βούλγαρους αλλά εμάς τα παιδιά δεν μας άγγιζε. Κατέβαιναμε το μεσημέρι, από την άνοιξη και μετά, το μεσημέρι με τα ζώα στο ποτάμι κάτω στον Νέστο, κολυμπούσαμε, γυρίζαμε στο βουνό το απόγευμα και το βράδυ στο σπίτι. Δουλεύανε τα χωραφάκια τους οι γονείς μας, και το όταν έβγαινε το εισόδημα έπαιρναν και οι Βούλγαροι και άφηναν και για μας, ένα μικρό ποσοστό.
Έτσι περνούσε ο καιρός ώσπου το Δεκέμβριο, αρχές Ιανουαρίου του '44 γίνεται μια ρίψη από εκεί εγγλέζικα αεροπλάνα για τους αντάρτες της περιοχής και η δική μας όλοι-όλοι 36 ,37 από το χωριό μου άντρες άνω των 15 κάναν μια ομάδα και είχαν δικό τους λημέρι 1 ώρα με τα πόδια κοντά στο, στο βουνό, κοντά στο χωριό μας είχαν το Περασμιώτικο λημέρι. Και ήταν όλοι μαζί, είχαν διαλέξει έναν καπετάνιο τον Καλαϊτζίδη το Γιάννη και είχανε, μαζεύτηκαν στην πλατεία και μια μέρα και είπαν: «Ποιο θα έχουμε αρχηγό» και βρήκαν αυτόν και του είπανε εσύ, εσύ θα είσαι ο αρχηγός μας, ο καπετάνιος μας και ο Κώστας ο Κωσταντινίδης θα είναι ο βοηθός σου. Έτσι το τήρησαν αυτό και όλο τον καιρό που ήταν αντάρτες έλεγαν ο καπετάν Γιάννης και ο Κώστας ο, το πρωτοπαλήκαρο. Περίπου έτσι περνούσε ο καιρός τα αεροπλάνα έπρεπε να κάνουν ρίψη βορειότερα που ήταν οι αντάρτες αλλά λένε μετά ότι ένας από τον Άγιο, από τον Άγιο Πέτρο που απείχε από το χωριό μας μισή ώρα περίπου βορειότερα μέσα στο μέσα στο Φαλακρό ήτανε ένα μικρό χωριό που κατοικήθηκε τη δεκαετία του 30 από κάτι Πελοποννήσιους και μάλλον Λάκωνές. Τώρα ο αδερφός μου μεγάλος έλεγε ότι αυτοί ήρθανε, τους διώξανε από κει για λόγους που δεν ξέρουμε ή γιατί έκλεβαν ή γιατί δεν ήτανε στο καθεστώς αρεστοί. Και ο Πέτρος ο Γλελάκος στο επώνυμο του που ήταν και ο κουμπάρος μας, ο πατέρας μου είχε βαφτίσει ένα παιδί από κει από αυτό το χωριό και γίνουμε και κουμπάροι, άναψε φωτιά και τα αεροπλάνα θεώρησαν και ότι ήταν αυτό σήμα και πάνω στην εκεί που ήταν η φωτιά έκαναν τις ρίψεις. Φαίνεται υπήρχε σήμα που έλεγε ότι θα ανάβουν φωτιά και εκεί, ποιος ξέρει τα όπλα, τα ρούχα και λοιπά. Πραγματικά εκεί στο, μέσα στο χωριό ήταν δύο γειτονιές δύο, δύο κατήφοροι έτσι έπεφταν προς το Νέστο, στο ένα ήτανε μια γειτονιά και στο ένα και στον άλλο τον κατήφορο η άλλη γειτονιά, και στη μέση ήταν ένα ρέμα. [00:20:00]Έπεσαν αλεξίπτωτα έριξαν όπλα, ρούχα, τρόφιμα. Την αλεξίπτωτα όμως μέσα από την ανατολική πλευρά του Νέστου όπου ήτανε η κοινότητα που παγώνει την οποία έκαναν οι Βούλγαροι κοινότητα και είχε και στρατό και χωροφυλακή. Βρήκαν τα δύο βαρέλια οι Βούλγαροι, ήρθαν στο χωριό, ζητούσανε τα, τα προϊόντα της ρίψης αλλά το πρωί πρωί ο καπετάν Παντελής ο Παπαδάκης ο καπετάνιος της περιοχής τα μάζεψε όλα τα όπλα και τα ρούχα και τα πήρε και τα μετέφερε στο δικό του λημέρι. Έφαγαν ξύλο οι δικοί μας αλλά όποιον βρήκανε παιδιά ό,τι βρήκανε εκβίασαν, δεν υπήρχαν. Τέλος πάντων έρχονται οι Βούλγαροι και είναι το χωριό μας 6–7 Μαΐου '44 πρωί πρωί ένα πρωί 9, 8, 8 η ώρα γεμίζει στρατό βουλγαρικό το χωριό με κάτι κουρέλια που το έβαζαν μέσα σε πετρέλαιο ή βενζίνη δεν ξέρω τι ήταν, τα ρίχνω μέσα στα σπίτια και τα ζα πετιόταν. Έτσι στο δικό μας στάβλο που σπάσαν, την πόρτα κάτω απ' το σπίτι το σπίτι και πετάχτηκαν έξω και βάλαν φωτία όλα τα σπίτια, τα καψαν όλα τα σπίτια, μας μάζεψαν στην αχυρώνα, στο στη δική μας αχυρώνα το ξεραντήρι το λέγαμε, ήταν ένα ίσιωμα έτσι και για να ξεραίνουν τα καπνά οι δικοί μας και εκεί μας μάζεψαν και μας απειλούσανε ότι θα μας σκοτώσουν. Μετά το απόγευμα μας άφησαν εμείς τα παιδιά δεν καταλαβαίναμε και εγώ τουλάχιστον δεν καταλάβαινα και ακολουθούσα τους άλλους, έτρεχα τι κάναν οι άλλοι να πάω και εγώ μαζί τους. Πετροβολούσανε κότε τις, τις σκότωνανε τις τις τρώγαμε, ανάβανε φωτιές, τις τρώγαμε και την άλλη μέρα ξανά ήρθαν οι Βούλγαροι, μας μάζεψαν και μας πήγανε προς την Μικροκλεισούρα, βόρεια δηλαδή η Μικροκλεισούρα απέχει τέσσερα, τεσσεράμισι χιλιόμετρα από το δικό μας χωριό, είναι πάνω στον κεντρικό δρόμο Ποταμών – Νευροκοπίου. Εκεί στα 3 χιλίμετρα είχαν ένα φυλάκια στρατιωτικό οι Βούλγαροι κάτω από το φυλάκιο μας σταμάτησαν, έβαλαν πολυβόλα έτσι μπροστά μας κι εμείς τα παιδιά βλέπαμε το χωριό μας που καιγόταν. Και οι γυναίκες έλεγαν: «Παναγιά μου Παναγιά μου». Μετά μας άφησαν πάλι και την τρίτη μέρα μας πήγανε στην Βουλγαρία με τα πόδια, πήγαμε σε ένα χωριό τώρα που πήγα εγώ πριν από 5 χρόνια, με τον αδερφό μου το Θόδωρο, να δούμε που μας πήγανε οι Βούλγαροι και ήτανε στο σημερινό Χατζητίμοβο, τότε το λέγανε Ζάστοβο. Εκεί μείναμε περίπου 6 μήνες ναι. Στις 9 Σεπτεμβρίου οι Βούλγαροι του 44 γίνονται σύμμαχοί, η σοσιαλιστική τότε Βουλγαρία, προσχωρεί στους συμμάχους και επιστρέφουμε. Είχαν πάει στο άνω Νευροκόπι τώρα Γκότσε Ντέλτσεφ το λένε. Είχαν πάει στο άνω Νευροκόπι γυναίκες ανησυχούσαν τι να κάνουν, «Εμείς τι θα γίνουμε;». Βέβαια μια φορά μας φέρανε ο Μπαρμπαγιάννης από το Βώλακα του έδωσαν οι αντάρτες, αυτός ξέρει βουλγαρικά, του έδωσαν οι δικοί μας οι αντάρτες απ ‘το λημέρι σημειώματα και χρήματα λέβα, αυτός έσχυσε το σαμάρι σε ένα σημείο και τα βάλε μέσα εκεί, ήρθε μας έφερε και κάτι κασέρια εκεί στο στρατόπεδο σύρματα είχε γύρω-γύρω, στα στρατόπεδα το κάνανε και είχε κάτι πυρήνες και εκεί από 3–4 οικογένειες σε κάθε δωμάτιο μας βάλανε και μας έφερε ο Μπαρμπαγιάννης σημειώματα ότι οι δικοί μας ζούνε και ο αδερφός μου ο Θεόφιλος που ήτανε το 30, το 29, Δεκέμβριο 29 γεννημένος ήταν, ήξερε καλά γράμματα και του είπαν γράψε ένα σημείωμα ότι κι εμείς είμαστε καλά και το δωσαν στο Μπαρμπαγιάννη. Έτσι ξέραν οι δικοί μας ότι και οι δικοί μας είναι καλά στο βουνό αλλά και οι εξόριστοι είναι καλά. Τότε με την ανταλλαγή οι γυναίκες είχαν πάει, ανησυχούσανε βέβαια άρχισε να μαζεύεται στρατός στην περιοχή. Λεν: «Τι γίνεται;» οι γυναίκες, «Κάτι, κάτι συμβαίνει εδώ» και όπως ήταν το χωριό σε μια πλάγια το Χατζητίμοβο είχε πεύκα από την δίκη, από τα δυτικά είχε ύψωμα και είχε κάτι πεύκα, εκεί μαζεύτηκαν στρατιώτες πολλοί κι εμείς τα παιδιά τρέχαμε προς τα κεί να δούμε τι κάνουνε. Αυτό όλο ανησύχησε τις γυναίκες και πάντα είχαν μία άτυπη επιτροπή οι γυναίκες με, με την γηραιότεροη σαν ηγέτιδα και αποφασίζαν τι θα κάνουνε, συζητούσαν πήγαν αυτές στο Νευροκόπι, στο άνω Νευροκόπι τώρα Γκότσε Ντέλτσεφ εκεί και εκεί που περπατούσανε και μιλούσαν ελληνικά μια κυρία λέει: «Τι, εσείς είστε Ελληνίδες;» «Ναι» λέει, λένε αυτές, «Ελληνίδες είμαστε». «Και από που είσαστε;» λέει. Λέει: «Είμαστε στο Ζάστοβο εξόριστοι, εξορισμένη». Λέει: «Να φύγετε» «Πού να πάμε;» «Να πάτε στην Ελλάδα» λέει «Τα σύνορα είναι ανοιχτά, μην κάθεστε εδώ πέρα». «Και συ γιατί κάθεσαι» της είπε η άλλη, της είπε η Αναστασία η γηραιότερη. Εγώ λέει: «Έχω παντρευτεί ένα Βούλγαρο είμαι από την Καβάλα, έχω παντρευτεί ένα Βούλγαρο λέει και δεν μπορώ να πάω. Θα μείνω εγώ εσείς φύγετε. «Γύρισαν οι γυναίκες πίσω, το πρωί-πρωί ετοίμασαν τα πράγματα, τι πράγματα δεν είχαμε τίποτε, μαζευτήκαμε για να φύγουμε και έρχεται ο πρόεδρος του χωριού μας διώχνει, μας λέει: «Σπίτια σας γρήγορα». Αλλά μετά από μερικές μέρες, δεν πέρασε βδομάδα ο ίδιος ο πρόεδρος είπε ελάτε να φύγετε, θα σας δώσω ένα χαρτί να βγείτε από τα δικά μου σύνορα, γιατί τα σύνορα θα κλείσουν κι αν έχετε τύχη πάτε στην πατρίδα σας».
Και πράγματι έτσι έγινε όταν όμως φτάσαμε λίγα χιλιόμετρα στο κεντρικό δρόμο που πηγαίνει από την Eξοχή, Νευροκόπι Eξοχή Βουλγαρία, είναι πάνω στο χωριό, πάνω στο δρόμο χωριά στις, συγνώμη, στις αχυρώνες ενός χωριού έπρεπε να ξεκουραστούμε βράδιασε, είχαμε μωρά μαζί μας, δεν μπορούσαν να διατρέξουν τα χιλιόμετρα. Και είχαμε σκεφτεί έτσι απογευματάκι στις αχυρώνες κατα’ κει να κοιμηθούμε και πήγανε κάτι γυναίκες να πάρουνε από μία βρύση, φυσικά για να μείνουμε κάπου θέλαμε και νερό, και διάλεξαν εκεί υπήρχε και μια βρύση κοντά και έπρεπε να ηρεμήσουνε, κάτι να βράσουνε για να φάμε κιόλας. Εκεί στη βρύση κάτι στρατιώτες ήταν κάτι που τ’ άκουσαν τα παιδιά τα δικά μας ότι κινδυνεύουμε εκεί πέρα. Και τότε οι γυναίκες μαζεύτηκαν και είπανε να πάνε απέναντι στο χωριό, ήταν 500 μέτρα το χωριό, απ’ την άλλη μεριά, πήγανε μέσα στο χωριό, βρήκαν τον πρόεδρο ήταν ένας Πομάκος ο πρόεδρος και του είπανε: «Κινδυνεύουμε είπαν οι φαντάροι εδώ πέρα γυρίζουν από την Ελλάδα ότι τα παιδιά άκουσαν, άκουσαν» ότι λέει έρχομαι εγώ μας πήρε όλες τις οικογένειες και άνοιξε μια αυλή που είχε αυτός, μπήκαμε μέσα στο σπίτι του, εκεί μαγειρέψανε φασολάδα για να φάμε τελοσπάντων και εκείνη τη νύχτα την περάσαμε εκεί, ήρθ[00:30:00]αν αυτόν τον δείρανε γιατί μας παρμάζεψε ή για κάτι άλλο δεν ξέρω πάντως ξέρω ότι ήρθαν χτύπησαν την πόρτα, το ψάξαν, τον πήραν κάποιοι τελικά, μάθαμε αργότερα ότι τελικά αυτό τον σκότωσαν. Και την άλλη μέρα συνεχίσαμε την πορεία μας, συναντούσαμε στο δρόμο Βούλγαρους στρατιώτες ήταν πολύ θυμωμένοι, έβρισαν, ήταν μεθυσμένοι, κινδυνεύαμε, οι μάνες μας έλεγαν: «Μην φεύγετε από κοντά μας» και κατεβαίνοντας πολύ κοντά στα σύνορα πέρασε ένας απ’ τους Ποταμούς που τον ήξερε η μάνα μου με το κάρο του είχε μεταφέρει μια οικογένεια Βουλγάρων στη Βουλγαρία από τους Ποταμούς και επέστρεφε με το κάρο του αυτός, με αλογόκαρο, σούστα. Και του είπαν οι γυναίκες να ρίξουν πάνω πράγματα, κουραστήκαμε. Και πράγματι έριξαν πράγματα πάνω στο κάρο του και η μάνα μου είχε μια τσάντα που είχε μέσα τις προπολεμικές ταυτότητες τη δική της, του πατέρα μου, μερικές φωτογραφίες, κάτι μικρά είχε κάποια λέβα από μεροκάματα που θα έκανε εκεί, κάτι ενθύμια από την μπορούσε να 'χει, δεν ξέρω και πάντα έκλαιγε και το λέγε που έχασε εκεί, σε κάποια στιγμή κάτι Βούλγαροι του είπαν αυτουνού του καροτσέρη: «Τι κουβαλάς τα πράγματα των Ρωμιων;». Δεν ξέρω μάλωσαν του το άδειασαν το κάρο, τα ρίξαν τα πράγματα κάτω, πήγαν οι γυναίκες τα πήρανε τα δικά τους, η μάνα μου ήταν πίσω και άργησε, όταν ήρθε στο κάρο δεν βρήκε το, την τσάντα της. Και έτσι χάθηκε η τελευταία προίκα της μάνας μου, στο δρόμο. Και ήρθαμε στα σύνορα, όταν θα μπαίναμε από την Εξοχή μέσα όλο χαρά μου είπαν ότι μας έστειλαν κάρα από το Νευροκόπι για να πάρουν τα παιδιά, να φορτώσουν τα παιδιά και πράγματα ήταν δύο κάρα. Ήταν 28η Οκτωβρίου και είχαν σημαίες ελληνικές τα κάρα, εμείς συγκίνηση από τα σύνορα που μπήκαμε μέσα στην Ελλάδα, λέγαν οι άλλοι που πήγανε στο δημοτικό τον εθνικό ύμνο και έκαναν, κυλιόταν πάνω στα χώματα. Μπαίνουμε στην Ελλάδα, τα μικρά τα παιδιά τα βάλανε στα καρα εγώ δε θυμάμαι αν ανέβηκα σε κάρω, πήγαμε στα Λευκόγεια και από κει μας πήρανε στο Βώλακα. Το χωριό μας ήταν καμμένο μας άφησαν στο Βώλακα, μοιραστήκαμε σε σπίτια εκεί, και ήτανε και ο καπετάν Παντελής ο Παπαδάκης με όλο το δικό του το αντάρτικο τμήμα είχε λημέρι το Βώλακα τώρα πια η κατοχή είχε, οι Βούλγαρη φεύγανε. Είχαν προθεσμία να φύγουν τέλη Οκτωβρίου του '44, τελευταία προθεσμία τους κι εμείς τελευταία προθεσμία επιστρέψαμε τότε. Στο Βώλακα μείναμε 15 – 20 μέρες και ένα απόγευμα από τον Αγιώργη από τα βόρεια ήρθε Στράτος βουλγαρικός και έγινε μάχη με, με τους αντάρτες τους δικούς μας. Αλλά ο στρατός ήταν πολύς, δεν ξέρω γιατί ήρθαν αυτή. Άλλοι είπαν ότι θέλουν να φύγουν κάποιες οικογένειες άλλη είπαν ότι ήθελαν να χτυπήσουν το, το αντάρτικο του Παπαδάκη και λοιπά. Εμείς οι οικογένειες με το άκουσμα των όπλων φύγαμε προς τα νότια, πήραμε τα βουνά και προς τα εκεί ήταν και το Πέρασμα, ήταν ήταν το Μεσοβούνι πιο πάνω από το πέρασμα, εκεί μείνανε μέσα σε μια χαράδρα και ήρθε ο μπάρμπα Κυριάκος ο Τσεπνίδης ο γείτονας μας, αντάρτης κι αυτός, ειδοποίησε για να μας φέρουν κάτι για να φάμε έτσι πρόχειρα από το λημέρι τώρα δεν ξέρω και κοιμηθήκαμε κείνη τη βραδιά μέσα σε μια χαράδρα, Οκτώβριο μήνα παγωνιά, Νοέμβριο ήτανε μέσα Νοεμβρίου, είχαμε μείνει περίπου 15 μέρες στο Βώλακα. Από κει σκορπίσαμε κι άλλη πήγαν στην Προσοτσάνη, άλλοι πήγανε στο Καλαμπάκι, άλλοι πήγανε στον Καλό Αγρό, εμείς πήγαμε στην Πετρούσα. Η δική μου οικογένεια και μερικοί άλλοι 8–10 οικογένειες πήγαμε στην Πετρούσα γιατί από την Πετρούσα είχανε φύγει πολύ Βούλγαρη και ήταν πολλά σπίτια άδεια. Και εκεί μείναμε πρόσφυγες Νοέμβριος '44 πήγαμε στην Πετρούσα και φύγαμε το 1950, το Πάσχα. Τη βδομάδα του Πάσχα, χωρίς να μας έχουν γίνει σπίτια στο χωριό μας εφάρμοσαν το πρόγραμμα του επαναπατρισμού των προσφύγων στο οποίο υπαχθήκανε κι εμείς χωρίς τα σπίτια μας να υπάρχουν στο Πέρασμα. Και επειδή δεν θα βρίσκαμε σπίτια να μείνουμε μας κατέβασαν τα φορτηγά στην Μικροκλεισούρα και οι άνθρωποι δώσαν από ένα δωμάτιο στους δικούς μας και μείναν εκεί.
Εγώ ήμουν στο γυμνάσιο στην Προσοτσάνη είχα πάει το '48 που μέναμε στην Πετρούσα, είπαμε από το Νοέμβριο του '44 ως το, τη βδομάδα του Πάσχα του 50 μείναμε Πετρούσα και πήγαινα στο γυμνάσιο στην Προσοτσάνη. Στην Δράμα μ' έστειλαν εδώ στα εκπαιδευτήρια έκτη τάξη μαζί με το Γιαννίκη τον Θανάση που ήταν γιατρός μετά στην Χρυσούπολη και το Θανάση τον Αναγνώστου, Πετρουσιώτη συμμαθητή μου από το σχολείο εκεί, οι τρεις μας, στην οδό Νευροκοπίου εδώ στην Δράμα μας κατέβασαν και πηγαίναμε εγώ και ο Θανάσης ο μικρός έκτη τάξη στα εκπαιδευτήρια και ο Θανάσης ο Γιαννίκης ο μεγάλος πήγαινε στο γυμνάσιο, δευτέρα γυμνασίου. Έβγαλα έκτη τάξη εδώ και, και μετά όταν δώσαμε εξετάσεις, τότε μπαίναμε με εξετάσεις στο γυμνάσιο που έλεγε όσοι από τους επιτυχόντες κατοικούν στην δυτική Δράμα, στην δυτική περιοχή της Δράμας δημιουργήθηκε παράρτημα γυμνασιακό στην Προσοτσάνη και μπορούνε να πάνε να φοιτήσουν εκεί. Εμείς μέναμε στην Πετρούσα ήτανε μισή ώρα από κει Προσοτσάνη και πήγα εκεί και το 50 το Πάσχα όταν γύρισα το μεσημέρι από το γυμνάσιο στην Πετρούσα βλέπω η πόρτα ορθάνοιχτη, η εξώπορτα, μια ξύλινη δίφυλλη πόρτα είχε το βουλγαρικό σπίτι, άδειο. Άρχισα να φωνάζω εγώ δυνατά και κολλητά δίπλα μας έμενε ο πρόεδρος των Πύργων, το Μπουμπλίτσι πιο πάνω και αυτή ήταν πρόσφυγες στην Πετρούσα και γυναίκα φωνάζει: «Βασιλάκη, Βασιλάκη μην κλαις έλα εδώ θα σου πω εγώ, μην κλαις έλα ανέβα, έλα από δω. Και πήγα από τις δικές τις σκάλες ανέβηκα επάνω είχε φασολάδα με τάισε και μου λέει: «Μη στεναχωριέσαι ο Θεόφιλος ο αδερφός σου είναι εδώ δεν τον πήρανε πάνω». Αδερφός μου ήτανε είπαμε το 29 γεννημένος εκεί στην Πετρούσα όταν πήγαμε έκανε τον τενεκετζή, τον λευκοσιδηρουργό. Αυτό, μόνος του, από μόνος του μαζεύαμε κουτιά που είχανε, αμερικανικά κουτιά γάλακτος, από την βοήθεια την αμερικανική αυτά τα κουτιά είχανε πάνω και κάτω τα καπάκια ήτανε κολλημένα με καλάι με κασσίτερο πως το λένε, ήταν κολλημένα με καλάι. Αυτός μας έλεγε και μαζεύαμε τα παιδιά τέτοια άδεια, άναβε φωτιά και έλιωναν, έλιωνε το καλάι τ[00:40:00]ο έπαιρνε αυτό και με αυτό κολλούσε λαμαρίνες και τέτοια, τενεκέδες. Και έγινε μόνος του λευκοσιδηρουργός και άνοιξε μαγαζί στην Πετρούσα εκεί και όταν έδιωχναν τους δικούς μας και έφτασαν σε αυτούς αυτός είπε από την μου΄ λεγε εγώ τους είπα λέει είμαι επιτηδευματίας, πληρώνω φόρο, δεν μπορείτε να με πάρετε, μαγαζί έχω, δεν θα φύγω και έτσι έμεινε εκεί. Και τον βρήκα εγώ και παρακάλεσε την γειτόνισσα και εμένα στο πατάρι της γειτόνισσας που είχε εκεί, που είχε το μαγαζί του για να τελειώσει σχολική χρονιά. Ήταν Μάιος, Απρίλιος θα τελείωνε η χρόνια και φύγαμε στο χωριό μας έτσι την τρίτη, τελείωσα τη δεύτερα γυμνασίου στην Προσοτσάνη και την τρίτη γυμνασίου κατέβηκα στην Δράμα μαζί με τον Κωνσταντινίδη το Βαγγέλη και στη δεύτερη πλατεία αθανάτων νοικιάσαμε ένα σπιτάκι Ο αδερφός μου μαζί με το Βαγγέλη στην κυρία Δόμνα σε ένα ημιυπόγειο. Είχε, το ειμί υπόγειο είχε ένα, μια κουζινούλα και απ' τις δύο πλευρές δύο δωμάτια. Στο ένα έμεναν ο Γιώργος ο Λαζαρίδης από το Θόλο Παρανεστίου και ο Γιώργος, και ο Γιώργος ο Ιακωβίδης από Ψάγναντο του Παρανεστίου και στο άλλο εγώ και ο Κωνσταντινίδης ο Βαγγέλης, ο Βαγγέλης ήτανε μεγαλύτερος από μένα. Εγώ ήμουνα τετάρτη, τρίτη, αυτός ήτανε πέμπτη. Και εκεί πηγαίναμε στο γυμνάσιο, έβγαλα το γυμνάσιο στην Δράμα και όταν, να μου πεις όταν είναι να τελειώσουμε γιατί αυτά δεν τελειώνουν.
Συνεχίστε όσο θέλετε.
Εκεί στη δεύτερη πλατεία θάνατον έβγαλα το γυμνάσιο της Δράμας, ακόμη δεν είχε πεύκα είχε ένα μεγάλο χώρο, ολόκληρη πλατεία. Στη μέση είχε μια μεγάλη βρύση χτισμένη ημικύκλιο πάρα πολύ ωραία, είχε μια μεγάλη λεκάνη και δεν είχε πεύκα, το '52 το καλοκαίρι την χρονιά που πήγαμε έγαλαν τα πρώτα πεύκα εκεί. Εμείς συνεχίζαμε να παίζουμε μπάλα και πολλά από αυτά τα ξεραίναμε. Ο Δήμος θα ξανά φύτευε, τα ξανάκανε όταν ιδρώναμε πηγαίναμε εκεί βουτούσαμε μέσα στην λεκάνη εκεί τα κεφάλια μας και περνούσε ο καιρός. Τον χειμώνα ένα χειμώνα του '55 δεν μπορούσα να μας στείλουν από τον χειμώνα το μεγάλο, δεν μπορούσαν να μας στείλουν καλάθι με ψωμί από το χωριό. Του δικού μας χωριού οι χωριανοί εγώ και ο Βαγγέλης ήμασταν οι μόνοι που πηγαίναμε στο γυμνάσιο και έπρεπε οι δικοί μας να κουβαλήσουν 4 χιλιόμετρα, τεσσεράμισι από το μονοπάτι, τότε δεν υπήρχε δρόμος, από το μονοπάτι το καλάθι που είχε μέσα αυγά, γιαούρτι, ψωμί για την βδομάδα και τα πήγαιναν στο λεωφορείο. Σταματούσε το λεωφορείο τα φόρτωναν και κατεβαίναν στη Δράμα. Αυτό το, το καλάθι ποτέ το κουβαλούσε ο μεγάλος ο αδερφός, πότε η μάνα μου, ποτέ ο πατέρας μου και έτσι ζούσαμε στην δράμα ως μαθητές. Όμως εκείνο το χειμώνα ήταν βαρύς ο χειμώνας και δεν πήγε λεωφορείο και δεν μπορούσαν να μας στείλουν είχαμε μείνει νηστικοί και λέει μια μέρα ο Βαγγέλης, τα χιόνια ως το γόνατο, και λέει ο Βαγγέλης: «Ρε Βασίλη θα πάω στο Μυλοπόταμο, ο πατέρας μου είχε ένα κουμπάρο εκεί, Μυλωνά. Θα του ζητήσω αλεύρι και θα κάνουμε ψωμί και να φάμε». Δεν είχα και πολύ λόγο να έχω αντίρρηση αφού πεινούσα μαζί του. Έρχεται ο Βαγγέλης τον Μυλοπόταμο, παίρνει αλεύρι, έρχεται λέει: «Θα πας να ζητήσεις ένα ταψί από την κυρία Όλγα, την Κωσταντινίδου». Η Κωσταντινίδου η Όλγα ήταν μια γειτόνισσα στο γυμνάσιο απέναντι, που ο άντρας της ο κυρ Χαράλαμπος ήτανε ψιλικατζής και τον λέγαμε ψιλικατζή. Ποιον; Τον Χαράλαμπο τον ψιλικατζή, έτσι τον λέγαμε. Ήταν Κωνσταντινίδης Χαράλαμπος και τα παιδιά του, τα εγγόνια του έχουν τώρα στην 25η, 29η Μαΐου στο ΤΣΑΙ μέσα, έχουνε ρούχα, πουλάνε. Εκείνη την εποχή είχανε ένα σαν τέντα μες το ΤΣΑΙ αυτοί και πουλούσαν ρούχα τζιν και τέτοια πράγματα. Και η κυρία Όλγα ήταν πολύ γνωστή μας γιατί έλεγε η μάνα μου ότι αυτή το καλοκαίρι, του 37 ήρθανε στο χωριό, στο Πέρασμα, με κάποιους ήταν γνωστοί απ’ την πατρίδα και έκαναν καπνά ένα χρόνο γιατί είχαν πτωχεύσει, είχαν παντοπωλείο προπολεμικά και ήρθαν στο Πέρασμα εκεί, έκαναν κάπνα και από αυτά τα καπνά που τα πούλησαν ξαναζούσαν, μπορούσαν να ζουν στην δράμα. Λέω και εγώ στην κυρία Όλγα, χτυπάω, έραβε με μία μηχανή "Singer" κυρά Όλγα μέσα από το παράθυρο φαινόταν, χτυπάω εγώ το παράθυρο στο ισόγειο. «Τι έγινε Βασίλη;». Εγώ την κάνω έτσι, έρχεται στην πόρτα ανοίγει λέω «Eίπε ο Βαγγέλης να μου δώσεις ένα ταψί». «Τι το θες το ταψί» μου λέει; Λέω: «Κάνει, ζύμωσε» λέω. «Πες του να μου φέρει να ζυμώσω εγώ» λέει. «Τι είναι αυτά που κάνετε;» Λέω: «Τώρα ζύμωσα θα με μαλώσει» λέω, «Δως μου σε παρακαλώ ταψί». Μου δίνει η κυρά Όλγα ένα ταψί πάω εγώ εκεί πέρα που κάνουμε το ψωμί, ο Βαγγέλης το ετοιμάζει απέναντι ήταν η άλλη γωνία του τετραγώνου ήταν ένας φούρνος που έκανε ψηστικά, το πάω εκεί το ταψί, ψήνεται από το φούρνο, ωραίο ψωμί σιταρένιο. Τώρα θα πάω το ταψί, λέει: «Να πας στο ταψί». Πάω εγώ, αρπάζω το ταψί για να πάω, λέει: «Στάσου δεν πάνε έτσι» λέει. Κόβει με το χέρι του από την γωνία ένα κομμάτι από το ταψί μεγάλο ταψί, ήτανε μαύρο, κόβει ένα κομμάτι και το βάζει μέσα και λέει: «Τώρα θα το πας, τώρα θα το πας» μου λέει. Το πάω εγώ στην κυρία Όλγα πάλι και το δίνω. Η κυρά Όλγα: «Για να δω τι ψωμί κάνατε» μου λέει. «Ρε παιδιά αλάτι δε βάλατε, ρε παιδιά αλλά τι δε βάλατε». «Δεν ξέρω» λέω, «Ο Βαγγέλης». Γελούσε κυρά Όλγα. Από αυτή την πείνα για να γλιτώσουμε είχε, ήταν απέναντι, από την άλλη πλευρά της πλατείας ένας Κώστας είχε ένα παντοπωλείο μικρό και έλεγε ο Βαγγέλης: «Πήγαινε από τον κύριο Κώστα πες του 100 γραμμάρια», τότε οκά ήτανε, «Πες του 100 γραμμάρια, 100 δράμια σαρδέλες αλμυρές και θα τον πληρώσουμε όταν μας στείλουνε λεφτά». Ο κυρ Κώστας μας έδινε, πήγα εγώ τα πήρα, κόβαμε λίγο ψωμί περνάμε κι από δυο ψάρια, από κείνα σαν αντζούγιες, τι ήταν, έξω από το, έξω απ' το σπίτι μας ήταν μια κολώνα της ΔΕΗ ξύλινη, χτυπούσαμε τις σαρδέλες εκεί, τις αντζούγιες στην κολώνα να φύγουν τα πολλά αλάτια. Ψωμί και αντζούγια τρώγαμε και πηγαίναμε στο γυμνάσιο. Εκεί πίναμε και ένα νερό από την αυλή, αυτό ήταν το πρωινό μας, κάμποσο καιρό έτσι την βγάζαμε. Έτσι περνούσε ο καιρός τελείωσα το γυμνάσιο και γω, έφυγε και ο Βαγγέλης έμεινα μόνος μου και τελείωσα το γυμνάσιο.
[00:50:00]Και αυτός ο αδερφός μου ήτανε πια είχε μεταφέρει από την Πετρούσα το μαγαζί του και αυτός τη Μικροκλεισούρα που ήταν οι γονείς μου και σ' ένα υπόγειο μαντρί το καθάρισε και έκανε, έβαλε τα εργαλεία του και δούλευε τενεκετζής. Έφτιαχνε, κατασκεύαζε θερμάστρες, σόμπες από λαμαρίνα, κουβάδες τότε ακόμη δεν υπήρχε το πλαστικό και κυριαρχούσε η λαμαρίνα, ο τενεκές. Μετά εξαφανίστηκαν όλα αυτά από το νάιλον. Και εκεί δούλευε εκεί κάπου. Αυτοί όμως οι χωρικοί όλοι ήταν αγράμματοι και εκεί που λέγανε, πήγαιναν στο Θεόφιλο και συζητούσαν στον αδερφό μου έλεγαν: «Να θέλω να πάρω το σπόρο του σιταριού από την τράπεζα και θέλει αίτηση» και τους έλεγε αυτός: «Φέρτε μου ένα χαρτί θα την κάνω». Πήγαιναν φέρνανε κόλλα αναφοράς, τους έκανε αίτηση, πηγαίνανε μετά θέλαν δάνειο κάτι: «Θεόφιλε αίτηση», τους έκανε τις αιτήσεις και κάποτε, μετά από 6 μήνες, 1 χρόνο δεν ξέρω δεν τα θυμάμαι καλά ο Χαράλαμπος, αυτοί είχαν κοινότητα, μόλις είχαν κάνει κοινότητα είχαν ξεχωρίσει ανήκαν στην κοινότητα Ποταμών, διοικητικά και θέλησαν να κάνουν δική τους κοινότητα και ήταν φρέσκια κοινότητα Μικροκλεισούρας και ο πρόεδρος ήταν ο Χαράλαμπος ο Χατζηελευθεριάδης. Πάει εκεί στο μαγαζί του Θεόφιλου και λέει: «Κυρε Θεόφιλε, κυρε Θεόφιλε εμείς το δημοτικό συμβούλιο, το κοινοτικό συμβούλιο πήρε μια απόφαση τώρα λέει εχθές και σε ορίσαμε γραμματέα». Όπως μου λέει ο Θεόφιλος άνοιξα την παλάμη μου λέει και του είπα: «Κοίτα αυτή την μουτζουρωμένη παλάμη. Είναι γραμματέα παλάμη;» Λέει: «Αφού εσύ μας κάνεις τις αιτήσεις». Δε πέρασε μερικούς μήνες, χρόνος δεν ήταν σίγουρα ο Θεόφιλος στρατεύτηκε, έφυγε φαντάρος. Όταν απολύθηκε τελείωνα και εγώ το γυμνάσιο, απολύθηκε αυτός του λένε: «Η θέση σου είναι εδώ». Σοβαρά, αστεία ο Θεόφιλος ήταν γραμματέας Μικροκλεισούρας. Έρχεται ένας, εγώ είμαι στρατιώτης στο 11 πάω εδώ στη Δράμα, έκανα 18 μήνες εδώ, είχα τελειώσει ακαδημία πήγα στη Μυτιλήνη και την άδεια μου μου λέει ο Θεόφιλος: «Έλα» λέει «Στην άδεια σου να φτιάξουμε μαζί τα δημοτολόγια» λέει «Είναι κατεστραμμένα από την κατοχή, να τα φτιάξουμε μαζί να με βοηθήσεις». Πήγα και εγώ εκεί στην Μικροκλεισούρα το χωριό είναι κοντά πήγαινα έβλεπα και τη μάνα μου, είχαμε κάνει μια καλύβα, ένα καλύβι και δούλευαν τα χωράφια εκεί, από κει, δεν πηγαινοερχότανε πια, στην Μικροκλεισούρα. Ήρθε ο διευθυντής της νομαρχίας, ένας Κουρομιχελάκης για να δει το Θεόφιλο, το γραμματέα. Άφησε το τζιπ στην αυλή μπήκαν μέσα αυτοί εγώ από διακριτικότητα απομακρύνθηκα, πήγα απέναντι στο καφενείο για να πιω καφέ και περίμενα πότε θα τελειώσουνε. Όταν είδα ότι βγήκαν έξω αυτοί και όταν είδα να μπαίνουν, οι σκάλες ήταν στην πλευρά που έβλεπα εγώ και κατεβήκανε, βγήκα και γω να πάω. Πλησιάζοντας στα 4–5 μέτρα λέει: «Κύριε Θεοφύλακτέ τώρα να μας στείλετε και το απολυτήριο σας να σας μονιμοποιήσουμε αρκετά, αρκετά» λέει: «Προσωρινός». Και μπαίνει στο τζιπ ο διευθυντής της νομαρχίας και φεύγει. Λέει ο Θεόφιλος: «Άκουσες τι είπε;». Λέω: «Τι είπε;». «Απολυτήριο λέει. Και ξέρεις τι απολυτήριο εννοεί;» μου λέει. «Γυμνασίου. Εγώ δεν έχω ούτε του δημοτικού απολυτήριο» λέει. Τι είναι αυτά; Ο δάσκαλος του χωριού ο Δερβενιώτης ο Κώστας ήταν ένας πολύ καλό παιδί από την Τρίπολη, από κάποια Ψαρά έλεγε ότι κατάγεται, από τα Ψαρά Τριπόλεως. Έμεινε περισσότερα από 5 χρόνια στην Μικροκλεισούρα δάσκαλος. Και γνωριστήκαμε καλά φυσικά με τον αδερφό μου ήταν πάντα μαζί και λέει ο αδερφός μου του λέει: «Βρε Κώστα θέλω απολυτήριο δημοτικού αλλά» λέει «τα άλλα μαθήματα θα τα καταφέρω αλλά στην έκτη δημοτικού βλέπω» λέει «έχετε εκεί πέρα γραμματεία» λέει «αυτά πως θα τα μάθω» λέει «δε τα ξέρω καλά». «Μη στεναχωριέσαι Θεόφιλε» του λέει «σε μια βδομάδα θα είσαι περδίκι». Πραγματικά για να δώσεις τότε για να πάρεις απολυτήριο αν ήσουνα τετάρτης και πάνω δημοτικού έκανες κατατακτήριες για απολυτήριο, εξετάσεις. Οι κατατακτήριες για απολυτήριο για να παραπεμφθεί σε εξετάσεις έπρεπε ο επιθεωρητής ο οικείος επιθεωρητής να σε παραπέμψει σε ένα εξαθέσιο δημοτικό σχολείο για να εξεταστείς, να γράψεις. Αυτόν τον παρέπεμψαν στο δημοτικό σχολείο Λευκογείων το οποίο ήταν μεγάλο, είχε πολλούς δασκάλους και του είπαν: «Θα πας για εξετάσεις εκεί να πάρεις το απολυτήριο σου». Πήγε ο Θεόφιλος, την πρώτη μέρα του είπαν γράψε μια έκθεση, έγραψε μια έκθεση. Εντωμεταξύ, είχε δυό παιδιά νήπια στην Μικροκλεισούρα. Ο Θεόφιλος ήταν πάνω από 30 χρονών ο άνθρωπος, είδαν την αίτηση του αυτή του λένε: «Δευτέρα έλα να γράψεις έκθεση». Γράφει έκθεση τη διαβάζει ο διευθυντής όταν έφυγε αυτός την διαβάζει λέει: «Ρε παιδιά αυτό τον άνθρωπο λέει εμείς θα τον βάλουμε να γράφει γεωγραφία και φυσική και μαθηματικά» λέει. «Πάρτε από μια κόλλα» λέει «ο καθένας γράψετε από ένα μάθημα να του δώσουμε το απολυτήριο». Πήρε έτσι το απολυτήριο ο Θεόφιλος, άνοιξε η όρεξη του. Στο Παγονέρι δεν είχε σταθμό χωροφυλακής είχε όμως στο Παγονέρι που ήτανε 30 λεπτά με τα πόδια αυτή απόσταση και ήτανε αστυνόμος ένας ενωμοτάρχης Πιπερίδης Κώστας, Περπερίδης Κώστας. Είχε μια μηχανή αυτός BMW, καινούργια την άραζε μπροστά στην κοινότητα όταν ερχότανε και του λέει μια μέρα ο Θεόφιλος λέει: «Κώστα μ’ αυτή τη μηχανή» λέει «έχεις τελειώσει το γυμνάσιο;». Του λέει ο Κώστας: «Όχι» λέει «Θεόφιλε» λέει ‘τα παράτησα δευτέρα γυμνασίου». «Κώστα; Είναι ευκαιρία λέει εσύ να πας τρίτη και εγώ να πάω πρώτη γυμνασίου» λέει «μ’ αυτή τη μηχανή να πηγαίνουμε, η απόσταση είναι 20 χιλιόμετρα, Νευροκόπι Μικροκλεισούρα. «Θα πηγαίνουμε το πρωί» λέει «Μόλις τελειώνουμε όλο το απόγευμα θα κάνουμε τις δουλειές του των γραφείων μας» λέει. Πηγαίνουν, πάει πάνε γράφονται την πρώτη χρονιά πηγαινοέρχονται με τη μηχανή, την δεύτερη χρονιά ο Κώστας παραιτείται δεν θέλει να πάει άλλο. Αυτός ο Κουρομιχελάκης της νομαρχίας τα’ μαθε ότι πάει ο Θεόφιλος στο Νευροκόπι στο γυμνάσιο και μια μέρα που κατέβηκε στην νομαρχία λέει: «Κύριε Θεοφύλακτε πάρε αυτή την απόσπαση» λέει «έμαθα ότι πηγαινοέρχεσαι λέει στο Νευροκόπι, στο γυμνάσιο. Να πάρεις την οικογένειά σου» του λέει «να πας στο Νευροκόπι, για να τελειώσεις το γυμνάσιο. Κρίμα είναι» λέει «να κουράζεσαι τόσο πολύ». Έρχεται στο γυμνάσιο εντωμεταξύ εγώ διορίζομαι, γίνομαι είμαι δάσκαλος στο Γρανίτη. Γρανίτη Νευροκόπι είναι 12 χιλιόμετρα όλα τα λεωφορεία για να πας στο Νευροκόπι παίρνουν από το Γρανίτη. Ο Θεόφιλος πηγαίνει στο γυμνάσιο, εγώ είμαι στο Γρανίτη, Σαββατοκύριακο θέλω να κατέ[01:00:00]βω στη Δράμα αλλά Τετάρτη, μετά το μάθημα την Τετάρτη το απόγευμα, τότε δουλεύαμε πρωί και απόγευμα τα σχολεία και και Τετάρτη και Σάββατο, το Σάββατο δεν κάναμε μάθημα το απόγευμα λέγαμε, γράφαμε στο πρόγραμμα «Καθαργιότητα». Μετά την «Καθαργιότητα» το Σάββατο κατεβαίνω στην Δράμα γιατί ήμουνα παντρεμένος και της Τετάρτης όμως μετά το μάθημα της Τετάρτης δίωρο μάθημα πήγαινα στην, στο Θεόφιλο στο Νευροκόπι. Εκεί, πίναμε καφέ καμιά φορά έλεγε ο Θεόφιλος: «Πως περνάει μέρα σου;» Λέω: «μετά το μάθημα μπορεί» λέω «και κανα τάβλι παίζω εκεί πέρα». Αυτός διάβαζε συνέχεια. Λέει: «Τι, πόσες ώρες τάβλι;» Λέω: «Ρε Θεόφιλε τι πόσες; Μετράμε ώρες;» λέω. «Πες» λέει «Άντε να πω 4» λέω «τη βδομάδα». «4 ώρες την βδομάδα μου λέει, 4, 4, 16. 16 ώρες το μήνα. Με 16 ώρες διάβασμα» μου λέει «ο κόσμος τελειώνει πανεπιστήμιο. Να τα αφήσεις αυτά» μου λέει. «Ο Κυριακίδης ο Γιάννης, αγροτικός γιατρός στους ποταμούς μου είπε ότι παίρνει μαθήματα αγγλικής γλώσσας διά αλληλογραφίας από τη Θεσσαλονίκη. Πήρα τη διεύθυνση και σε έγραψα». Δεν πέρασε, ήρθαν τα πρώτα φυλλάδια. Γράφω, συμπληρώνω, τα στέλνω. Δύο χρόνια. Στο τέλος των δύο ετών θα δώσω εξετάσεις στο, στη Θεσσαλονίκη, στην φιλοσοφική σχολή κάθε άνοιξη και κυρίως Μάιο νομίζω κάνουν εξετάσεις, γίνονται εξετάσεις σε ξένες γλώσσες όποιος θέλει για σπουδές στο εξωτερικό το αιτιολογικό είναι. Και ζήτησα και εγώ να μετέχω σ' αυτές τις εξετάσεις και πήγα και εγώ. Όταν βγήκαν τ' αποτελέσματα τα ανήρτησαν εκεί κάπου και έγραφε: «Και εις την αγγλικήν Βασίλης Χατζηθεοδωρίδης». Ώπα, είχα περάσει. Κατεβαίνω στη γραμματεία λέω: «Από που παίρνουμε χαρτί;» Λέει γραμματεία. Κατεβαίνω κάτω στη γραμματεία στην φιλοσοφική και λέω: «Θέλω, τι δίνετε» λέω «για τις εξετάσεις αυτές; «Είχα το χαρτάκι από την εφημερίδα «Μακεδονία». Λέει: «Θα μου φέρετε λέει 300 δραχμές». Δεν τις είχα συμπωματικά, δεν τις είχα. «Τι κάνω τώρα;» λέω. Βγήκα έξω, κάνω σκέψεις κάνω σκέψεις θυμάμαι ότι ο Μόσχος ένας απ' τον Έβρο που είχε παντρευτεί την μαμή τη Μαρία στο Νευροκόπι και ήταν διευθυντής στο εξαθέσιο δημοτικό σχολείο Νευροκοπίου. Ο Μόσχος είχε πάρει μετάθεση στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα στο πρώτο δημοτικό σχολείο Ευόσμου. Ταξί, λέω: «Θα με πας στο πρώτο δημοτικό σχολείο Ευόσμου». Με πηγαίνει, είχε μια μεγάλη αυλή, καινούργιο σχολείο και βλέπω το Μόσχο να κλείνει την εξώπορτα του σχολείου. Περιμένω εγώ στην αυλόπορτα, λέω: «Περίμενε» λέω ¨έρχεται». λέω στον ταξιτζή «Περίμενε έρχεται» λέω, «αυτόν θέλω». Έρχεται: «Τι γίνεται Βασίλη;» Λέω: «Θέλει 300 δραχμές» «Γιατί;» μου λέει, λέω έτσι και έτσι «Θα τα πάω» λέω «στο πανεπιστήμιο». Πάρτο μου λέει μου δίνει ένα πεντακοσάρικο, λέω 300, «Πάρ'το» μου λέει. Τα παίρνω εγώ, λέω: «Που να τα δώσω; Στον πεθερό σου ή είναι κανείς στο χωριό;» «Ώσπου να έρθω εγώ» λέει «κράτα τα». Πάω πληρώνω, παίρνω το πιστοποιητικό την άλλη Τετάρτη πηγαίνω στο Θεόφιλο, παραγγέλνει καφέ λέω: «Το δώρο μου». «Είδες;» μου λέει, «Είδες;» μου λέει «τι θα πει να έχεις όρεξη;» Λίγο μπορεί να το είχα και εγώ μέσα μου ένιωθα ότι δεν ήμουνα ποτέ ευχαριστημένος από το, τη δουλειά που έκανα και πολύ μ’ απασχολούσε τι να κάνω για να είμαι καλύτερος, πάρα πολύ μ’ απασχολούσε. Και έπαιρνα βιβλία από έναν Ιγνάτιού λεγόταν, ένας Δραμινός ήταν και ποδοσφαιριστής της Δόξας έκανε και πουλούσε βιβλία, δάνειζε βιβλία. Περνούσε από σχολεία, από γραφεία και πουλούσε και δάνεισε και από τον Ιγνατίου έπαιρνα λίγα βιβλία και διάβαζα. Δεν κοιμόμουνα, δεν είχα, ανησυχούσα για τον εαυτό μου. Εκεί στο Γρανίτη 65, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, μάλλον Φεβρουάριος ήταν το χιόνι ήταν 1 m. Τα παιδιά λέω: «Ελάτε κάντε κάτι» τα παιδιά δεν μπορούν να πάνε σχολείο. Ήρθαν οι γονείς με τα φτυάρια άνοιξαν ένα διάδρομο αλλά όταν ρίχνανε τα χιόνια από δω κι από κει άλλο τόσο ανέβει κι αυτό, τα παιδιά δε φαινόταν που πήγαιναν στο σχολείο. Εκεί που έκανα μάθημα χτυπάει πόρτα μπαίνει μέσα ένας κύριος με ρεπούμπλικα, δεν ξέρω μιλάω: «Καλημέρα σας» λέει «Παιδιά». Τα 'χασα εγώ. Λέει: «Είμαι φίλος των παιδιών και των δασκάλων και έρχομαι από την Κομοτηνή». Λέω, ο γενικός είναι. Γενικός είχε επώνυμο ίδιο με του υπουργού παιδείας. Παναγιώτης αυτός, Ιωάννης εκείνος νομίζω. Λέω αυτός είναι ο γενικός, παίρνω το ρεπούμπλικό του το κρεμάω εκεί στο, στην κρεμάστρα. Αυτός ανεβαίνει στην έδρα και λέει: «Να σκεφτείτε» λέει «ότι δεν είμαι εδώ και να κάνετε το μάθημα σας όπως το κάνατε κάθε μέρα. Μην λάβετε υπόψιν ότι είμαι εδώ». Και εγώ έκανα γραμματική προθέσεις, γραμματική, προθέσεις. Είχα 13 μαθητές όλους κι όλους, 2 έκτη, 1 πέμπτη. Ο Νίκος και η Ασπασία στην πέμπτη, ο Νίκος στην πέμπτη κι άλλος ένας έκτη. Έγραφα εγώ ανάκατα τη μια κάτω από την, τη μια πρόθεση κάτω από την άλλη στον πίνακα και αρχίσαμε από πάνω λέει ο επιθεωρητής: «Παιδιά εγώ με το αυτοκίνητο, ανηφόρα δεν έχετε εδώ πέρα;» λέει «850 υψόμετρο. Τι έκανα» λέει «με το αυτοκίνητο;» Κάποιος από τα παιδιά είπε: «Ανεβαίνετε». «Ποιο είναι το ρήμα;», «Άναβαίνω» και λέει ο Νίκος «Γιατί αναβαίνω» λέει «και όχι ανεβαίνω;». «Αυτό θα το μάθετε στο γυμνάσιο» του είπε. «Έλα Ασπασία» λέω «στον πίνακα, γράψε αναβαίνω». «Τράβα» λέει, «κόψε το ρήμα από την πρόθεση». Κάνει κι αυτή μια κάθετο το αν, ανά, στο ανά, έμεινε βαίνω, ανά, πρόθεση ανά. Λέει στο Νίκο, συνδιδασκαλία κάνουμε επειδή είναι μονοθέσιο, κάνουμε συνδιδασκαλία πέμπτης, έκτης. Λέει: «Έλα Νίκο» λέω ο επιθεωρητής αυτός λέει, «Τώρα» λέει «όταν θα γυρίσω πίσω θα κατεβαίνω. Έτσι δεν είναι; Τι είναι το ρήμα;». «Καταβαίνω». «Νίκο γράψε κατά» και αρχίσαμε συμβαίνω και, και, και... Διάλειμμα δε βγήκαμε, έμεινε καμιά ώρα παραπάνω τελειώσαμε φεύγει ο επιθεωρητής, τρέχω εγώ στο τότε ο Γρανίτης ήτανε παραμεθόρια περιοχή. Τι σημαίνει αυτό; Όποιος είναι κάτοικος της επαρχίας Νευροκοπίου έχει εκτός από την ταυτότητα του άλλο ένα δελτίο, λευκό δελτίο που λέει ότι δεν θέλει, επέχει θέση ταυτότητας για την περ[01:10:00]ιοχή και άρα δε θέλει άδεια, όλοι οι άλλοι που ανεβαίνουν στο Νευροκόπι έπρεπε να πάρουν άδεια, από το Α2, από την αστυνομία. Και κάπου θεώρηση είχε και είχε ένα, πώς το λέμε πασάζο, δεν έμπαινες μέσα αν δεν έδειχνες την άδεια σου και λοιπά. Ήτανε λόχος στρατιωτικός και χωροφυλακή, στο κτίριο μπροστά. Μόλις έφυγε ο επιθεωρητής τρέχω εγώ εκεί πέρα στο τηλέφωνο για να πάρω τηλέφωνο στο Νευροκόπι, ήταν επιθεώρηση για να πάρω τηλέφωνο να πω ότι έρχεται γενικός. Ήταν από αυτά τα «κρ, κρ». Περιμένω, δεν το σηκώνει κανείς. «Ο Νίκος, να λείπει» ήταν ο Γραβασάκης ο Νίκος, βοηθός εκεί πέρα στον επιθεωρητή. Τελοσπάντων πάει αυτό στο Νευροκόπι, πηγαίνει στην επιθεώρηση, βρίσκει άδειο το γραφείο, ούτε βοηθός ούτε επιθεωρητής. Βγαίνοντας ρωτάει, μετά μου τα πάνε, λέει: «Οι εδώ δάσκαλοι στο χωριό σας που, σε ποιο καφενείο πάνε;» Τώρα ήταν στο σχολείο οι δάσκαλοι αλλά σε ποιο συνηθίζουν να πάνε; Και του είπανε στον Παναγιώτη του Σωτηροπούλου. «Ποιο είναι;» «Κάτω και αριστερά». Βγαίνει αυτός, μεγάλο το καφενείο μες στη μέση ήταν μια μεγάλη σόμπα από βαρέλι πετρελαίου που το κάνουν σόμπα και ρίχνουν μέσα πολλά ξύλα και ζεσταινόταν εκεί κι άλλοι παίζουν τάβλι κι άλλοι κουβέντιαζαν. Μπαίνει μέσα ο επιθεωρητής, γενικός επιθεωρητής επιθεωρήσεις του Νευροκοπίου επιθεωρητής. Σηκώνεται πάνω ήταν και ένας ψηλός, Φραγκούλης, επιθεωρητής ένας μεγάλος άντρας μαζί και ο Νίκος, ο βοηθός, πηγαίνουν. «Ελάτε κύριε επιθεωρητή, μην ανησυχείτε, μην ανησυχείτε έρχομαι». Μπαίνει μέσα ο επιθεωρητής του παραγγέλνουν καφέ κάθεται κι αυτός στο τραπέζι και συζητώντας εκεί πέρα λέει αυτός λέει ο επιθεωρητής: «Τώρα λέει έρχομαι από το Γρανίτη, μπήκα μέσα στην αίθουσα και ευχαριστήθηκα ένα μάθημα που μου θύμισε τα νιάτα μου» λέει ο επιθεωρητής. «Όμορφη διδασκαλία». Οι επιθεωρητές τότε μας κάνανε επιθεώρησης και στο τέλος της χρονιάς έβαζαν βαθμούς. Οι βαθμοί ήταν ως τα 25, άριστα 25, 25 άριστα και αργότερα έγινε 50 πάλι 49 – 50 άριστα. Εγώ είχα βαθμό 18, τέταρτο έτος ή πέμπτο έτος της σταδιοδρομίας μου και με παίρνει τηλέφωνο ο βοηθός: «Ρε γαϊδούρι, έρχεται ο γενικός και δε μας το λες;» «Νίκο δεν τα ξέρεις καλά εγώ πήγα και πήρα τηλέφωνο, δε σας βρήκα». Τσιμουδιά ο Νίκος, «Ήρθε και τρομάξαμε, μας βρήκε στο καφενείο και είπε και για σένα τέτοια λόγια. Τι έκανες;» «Τίποτα, μάθημα έκανα». Παίρνω άριστα έκθεση από τον επιθεωρητή. Το '65 το φθινόπωρο, τον Ιούνιο, τέλη Ιουνίου κλείνει το σχολείο και εγώ κάνω αίτηση να φύγω από την περιοχή Νευροκοπίου μετά από τόσα χρόνια, να κατέβω στο κάμπο, προς τον κάμπο της Δράμας και κάνω αίτηση διάφορα χωριά, υπολογίζω να μπορώ να τα πάρω, να πάω. Στη Δράμα τότε για να μπεις ήθελες 25 χρόνια. Ένα από τα σχόλια που ζήτησα ήταν τα Κύργια, το, το σχολείο όταν μπαίνεις μέσα στα Κύργια, το πρώτο σχολείο που συναντάς διθέσιο ήτανε και το ζήτησα και είχα μετατεθεί σε αυτό το σχολείο. Πήγα όταν βγήκαν τ' αποτελέσματα και δημοσιεύτηκαν οι μεταθέσεις, βλέπω Τραχείας, Χατζηθεοδωρίδης Βασίλης Τραχείας, δημοτικό σχολείο τραχείας. Πάμε με, με ένα συνάδελφο στο, στα Κύργια, αυτός είχε μηχανάκι: «Πάμε, να δούμε το σχολείο» και βλέπω εκεί σαν του Γρανίτη, γραφείο, μια αίθουσα. «Λέω ότι διθέσιο; Πάλι, πάλι μόνος θα μαι;» Περνάει και ένας, σε ένα γείτονα εκεί πέρα λέω: «Αυτό το σχολείο πόσοι είναι; Πόσοι οι δασκάλοι;» «Δύο» λέει. «Πως γίνεται δύο; Αφού μια αίθουσα είναι». Λέει: «Πάμε στην πλατεία να ρωτήσουμε». Στην πλατεία και ο γραμματέας της κοινότητας έπινε καφέ τυχαία στο καφενείο εκεί πέρα, πάμε κι εμείς πίνουμε καφέ και το ρωτάμε κι αυτόν και λέει: «Τυχερέ» μου λέει εμένα, «μόνο πρωί θα πας ή μόνο απόγευμα. Τότε πηγαίναμε πρωί και απόγευμα, «Τι τυχερός που είσαι μόνο πρωί ή μόνο απόγευμα» «Γιατί;» λέω, «Γιατί, αυτό είναι διθέσιο και μια δασκάλα είναι, ήταν και ο Τσάκωνας ένας δάσκαλος αλλά πήρε μετάθεση στον Πειραιά». Φεύγω εγώ όλος χαρά, θα δουλεύω μισή μέρα. Πρώτη Σεπτεμβρίου πηγαίνω στο σχολείο τρεις. Η κυρία, ο Τσάκωνας και εγώ. Τεντώνει το χέρι του ο δάσκαλος, «Τσάκωνάς» λέει. Μόλις τα ακούω εγώ λέω: «Τι Τσάκωνας; Ο Τσάκωνάς πήγε στον Πειραιά» λέω. «Έκανα ανάκληση και γύρισα πίσω, χάνεις τη θέση». Σκύβω το κεφάλι εγώ φεύγω πάω στον επιθεωρητή, στο εβραϊκό σχολείο οδός Παλαιολόγου, Τροίας και Παλαιολόγου είναι το, το παλιό εβραίϊκο σχολείο. Τώρα είναι πολυκατοικία και κάτω έχει έναν τάφο μακεδονικό. Εκεί στεγαζόταν τότε η επιθεώρηση, επιθεωρητής Δημήτρης Βλαχιάς. Μπαίνω μέσα μου είπαν περίμενε, κάθομαι εκεί στο, στο γραφείο των βοηθών. Κάποτε ήρθε η σειρά μου: «Να περάσει ο κύριος Χατζηθεοδωρίδης» λέει, μπαίνω μέσα. «Τι κάνουμε;» λέει ο επιθεωρητής. «Καλά» λέω. Εγώ άρχισα να παραπονιέμαι: «Ήρθε ο Τσάκωνας, ο συνάδελφος, έχασα τη θέση μου τι θα κάνω;» Γελάει αυτός, λέει: «Κάθισε, ηρέμησε να τα πούμε. «Κάθομαι και εγώ λέει, χτυπάει ένα κουδουνάκι έρχεται ο βοηθός. «Κύριε Κωστογιάννη, φέρε μου το φάκελο του κυρίου Χατζηθεοδωρίδη». Το φέρνει το φάκελο, ανοίγει αυτός λέει: «Πωπώ βαθμολογία ψηλή. Πως έτσι;» Μου λέει. «Δεν ξέρω, επιθεωρητά». «Ο Φραγκούλης δεν έβαζε βαθμούς, ο Φραγκούλης δεν έβαζε βαθμούς, τι εσένα γιατί το έκανε;». «Δεν είσαι κρητικός» μου λέει. «Όχι, πόντιος είμαι». «Δεν είσαι κρητικός ε;». «Όχι» λέω. Ξαναξεφυλλίζει συνεχίζει να ξεφυλλίζει το φάκελο, νομικό συμβούλιο του κράτους. «Τι είναι αυτό; Νομικό συμβούλιο του κράτους, τι δουλειά έχεις εσύ με αυτούς;». Του λέω την ιστορία, λέω: «Κύριε επιθεωρητά ένιωσα ότι αδικήθηκα, είχα δίκιο, το διεκδίκησα και δικαιώθηκα. Το πήρα το δίκιο». Είχα διοριστεί αναπληρωτής στο Δέλτα που είναι πάνω από τους Ποταμούς προς τα σύνορα, είναι μονοθέσιο με καμιά δεκαριά σπίτια, 15 το χωριό προς τη Βουλγαρία και για να πας σ' αυτό το χωριό περνάς από τον παραπόταμο Δεσπάτη που είχε γέφυρα η οποία το 40 ο στρατός την γκρέμισε, έπεσε η γέφυρα, και είναι στη μέση πεσμένος, περνάν τα νερά αλλά όταν λιγοστεύουν τα νερά περνάς με τα πόδια. Και ήμουνα στο Δέλτα, μου λέει επιθεωρητής για να πάω εκεί, για πρώτη φορά θα διοριστώ δάσκαλος. Λέει κύριε Χατζηθεοδωρίδη, Σεπτέμβριο μου το λέει αυτό, τέλη Οκτωβρίου, τέλεια Αυγούστου ήμουνα στις κατασκηνώσεις το έκτο δημοτικού Νευροκοπίου, έκανε κατασηκνώσεις ο επιθεωρητής αλλά οι δάσκαλοι εκείνης της εποχής ήταν όλοι, σχεδόν όλοι Κρητικοί [01:20:00]και Πελοποννήσιοι γιατί οι Μακεδόνες είχαν αρχίσει να βγαίνουν δάσκαλοι. Και είπε στον αδερφό μου που ήταν στο Νευροκόπι ο γραμματέας στην κοινότητα λέει: «Κύριε Θεόφιλε ο αδερφός σου τελείωσε την ακαδημία, Το καλοκαίρι θα τον χρειαστώ, πες του να περάσει να τον δω να είναι στις κατασκηνώσεις, μαζί μου». Πήγα εγώ και είχα συμφωνήσει να πάω στις κατασκηνώσεις. Ήμουν στις κατασκηνώσεις, ήμουνα και αρραβωνιασμένος και μια μέρα ήρθε η αρραβωνιαστικιά μου εκεί πάνω στο Νευροκόπι και καθόμασταν το μεσημέρι στο τραπέζι και τρώμε και λέει ο επιθεωρητής: «Κύριε Χατζηθεοδωρίδη το κορίτσι θα το πάρεις;». «Φυσικά κύριε επιθεωρητά θα το πάρω το κορίτσι αλλά από σας εξαρτάται αν το πάρω». «Μπα;» λέει. «Ναι» λέω. «Γιατί;» λέει. Λέω: «Αν με στείλετε κάπου σαν το Δέλτα πάλι», όχι ακόμη δε με έστειλε πουθενά. «Άμα με στείλετε σε κανένα σαν το Δέλτα και σαν το Πέρασμα πως μπορεί να έρθει εκεί πέρα η αρραβωνιαστικιά μου απ’ τη Δράμα;» «Σου υπόσχομαι ότι θα σου δώσω την καλύτερη θέση της επαρχίας, το Γρανίτη. Όποιος πάει Νευροκόπι από κει περνάει, μες τη συγκοινωνία θα σαι. Ντάξει;». «Ντάξει» λέω. Και πράγματι έτσι έγινε. «Τώρα, τι έγινε;» Λέω «Κύριε επιθεωρητά» στον Βλαχιά: «Όταν τελείωσε εκείνη η σχολική χρονιά, αυτόν που αναπλήρωνα ο Παναγιώτης ο καικόπουλος που ήταν στην μετεκπαίδευση στο πανεπιστήμιο Αθηνών, η αναπλήρωση ήταν για δύο χρόνια ακόμα για δύο σχολικά χρόνια. Δύο σχολικά έτη. Το πρώτο το κάνω εγώ επομένως και το δεύτερο εγώ θα ήμουνα σύμφωνα με το νόμο όμως με έβγαλαν εμένα και ξαφνικά βλέπω το καλοκαίρι άλλος στη θέση μου. Άρχισα εγώ να ψάχνω, πάω στον επιθεωρητή, δε βρίσκω επιθεωρητή είναι σε άδεια. Είναι αναπληρωτής ένας παλιός δάσκαλος Κρητικός τον βρίσκω του λέω: «Γιατί, ήσουνα στο συμβούλιο στο ΠΙΣΠΕ στο περιφερειακό συμβούλιο μέσα εκεί ήσουνα. Γιατί δεν πρόσεξες ότι εγώ ήμουνα δάσκαλος στο Νευροκόπι, διορισμένος αναπληρωτής και βάλατε άλλον» λέει: «Εγώ που να ξέρω, μήπως, με βάλανε αναπληρωτή». «Και ποιος ξέρει;» «Δε βλέπεις την υπογραφή; Ο νομάρχης υπογράφει». Πάω εγώ στο νομάρχη, πάω στο νομάρχη ο νομάρχης λέω: «Κύριε νομάρχα κάνατε λάθος, την θέση την δικαιούμαι εγώ, σύμφωνα με το νόμο». Αρχίζω να διαβάζω, φωνάζει αυτός, αρχίζω να διαβάζω το νόμο δεν του άρεσε λέει στο χωροφύλακα: «Πάρ'τον». Με βγάζουν έξω φεύγω που λες. «Τι να κάνω, τι να κάνω;». Λέω στον αδερφό μου: «Θεόφιλε εγώ θα την διεκδικήσω την θέση γιατί είναι άδικο δεν, έπρεπε να την πάρω γιατί να μου την πάρουν τη θέση;» Λέει: «Έτσι, μην αρχίζεις καριέρα είναι αυτή που αρχίζεις έτσι;» Τελοσπάντων πάω μετά από δυο μέρες μαθαίνω ότι ο δεσπότης, ποιος πήγε εκεί; Ο τάδε. Ο πατέρας του ήταν παππάς και είχε πεθάνει εκείνη τη χρονιά ή την προηγούμενη και πήγα στο δεσπότη. Λέω: «Σεβασμιότατε», ήταν ο Παύλος ο πρόπροηγούνενος. «Σεβασμιότατε» λέω όταν θα έμπαινα μέσα στο μητροπολιτικό μέγαρο κάτι παπάδες «Τι θέλετε;» μου είπανε. Λέω: «Το Σεβασμιότατο». «Εμείς δε σε κάνουμε; Έλα να σε βοηθήσουμε εμείς». Λέω: «Δεν μπορείτε είναι προσωπικό, θέλω το Σεβασμιότατο». Εκεί που αυτοί επιμένουν και εγώ επέμενα σήκωσε ακόμα ύψωσα τον τόνο της φωνής μου ο δεσπότης τα άκουσε, ανοίγει την πόρτα. «Τι συμβαίνει παιδί μου;» λέει. Λέω: «Εσάς θέλω Σεβασμιότατε». «Ελάτε» μου λέει. Μπαίνω μέσα λέω το παραμύθι εγώ λέω: «Βάλατε». «Δεν είδες, ο νομάρχης υπογράφει». «Ναι αλλά αυτός που μπήκε είναι παπαγιός». Στάθηκε λίγα δευτερόλεπτα και μου λέει: «Κοίταξε παιδί μου, ο πατέρας του πέθανε και είπα να τον βοηθήσω». Λέω και εγώ: «Σεβασμιότατε αυτός η μητέρα του παίρνει σύνταξη που πέθανε ο πατέρας του. Ο δικός μου πατέρας είναι εδώ στους Αμπελόκηπους, είναι άρρωστος, είναι στο κρεβάτι και δεν παίρνει και σύνταξη και περιμένει από μένα». Μου είπε άλλα λόγια, πράγματα, θύμωσα εγώ, χτυπάω την πόρτα, βγαίνω έξω, φεύγω. Κατεβαίνω, παίρνω τηλέφωνο τον αδερφό μου, κατεβαίνει ο Θεόφιλος λέω: «Έτσι κι έτσι» λέω. «Εγώ Θεόφιλε θα γράψω τα παράπονα μου, θα κάνω ένα υπόμνημα και θα το κοινοποιήσω σε όλους». Κάνω ένα δισέλιδο υπόμνημα εγώ τα παραμύθια τα δικά μου και λέω όλο όλο όλο τα νόμιμα και κοινό απευθύνεται τον νομάρχη Δράμας και κοινοποιείται διοικητή χωροφυλακής, δεσπότη, μέραρχό, Καβάλα, και δεν ξέρω που αλλού στο 19ο Σύνταγμα. Μετά από μια βδομάδα έρχεται χωροφύλακας στο σπίτι, είχα δώσει τη διεύθυνση της μύτης μου, της αρραβωνιαστικιάς μου στην Δράμα, Άρραιως 7, εκεί που ήρθες, εκεί. Δεν ήμουν εγώ όταν πήγα μου λένε ένας χωροφύλακας σ’ έψαχνε. Κατάλαβα εγώ, άφησε ένα σημειωματάκι λέει: «Διέρθετε εκ του υπό διοικητηρίου». Πάω στο υπόδιοικητήριο στην διεύθυνση, υποδιεύθυνση μου λένε θα 'ρθείτε τάδε μερα λέω: «Θεόφιλε ο διοικητής με ζήτησε, ο διοικητής με ζήτησε, σε παρακαλώ έλα». Κατεβαίνει ο Θεόφιλος πάμε στον υποδιοικητή χωροφυλακής, είναι κοντά στην Παλαιολόγου είναι το ή χωροφυλακή ήταν τότε. Μπαίνουμε μέσα του δείχνω το σημείωμα, «Περιμένετε» μας λένε εκεί πέρα σε ένα, δύο καθίσματα είχε εκεί, σ’ ένα γραφείο καθόμαστε κάποτε: «Χατζηθεοδωρίδης να περάσει». Σηκώνομαι εγώ, παίρνω το Θεόφιλο τον κρατώ απ' τη μασχάλη και πάμε προς τα εκεί. Απέχει 5–6 μέτρα το γραφείο του διοικητή. Λέει: «Τι; Διπλός είσαι; Εγώ εσένα θέλω. Ο Βασίλης ποιος είναι;» Λέω: «Εγώ». «Εγώ εσένα θέλω. Ο άλλος τι;» «Αδερφός μου είναι» λέω. «Έλα μόνος σου». «Δεν έρχομαι» «Γιατί;» Λέω: «Φοβάμαι». Γέλασε τότε αυτός «Ελάτε» λέει. Μπαίνουμε μέσα βγάζει το χαρτί αυτό που του έδωσα εγώ, που του έστειλα, διαβάζει, πρώτη πρόταση. «Αυτό σηκώνει τρεις μήνες φυλακή που τα βάζεις με τις αρχές. Το άλλο τρεις μήνες, έξι μήνες». Έβγαλε καμιά μετά στάθηκε λίγο, πάει στο τηλέφωνο: «Μήτσο δεν τα έκανες καλά με το δάσκαλο», στο νομάρχη. Ήταν ένας Σερραίος και το μικρό του όνομα ήταν Μήτσος. «Μήτσο δεν τα’ κανες καλά» του λέει. Κάτι δεν ξέρω τι του είπε εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο και μου λέει: «Σε λάθος πόρτα ήρθατε, θα πάτε, θα πας στο νομάρχη» μου λέει. Λέω: «Στο νομάρχη πήγα δύο φορές, την δεύτερη φορά με έδιωξε». Έτσι μου είπε. Ξαναπάω εκεί πέρα, ο νομάρχής μόλις με, ενώ τις άλλες φορές ο χωροφύλακας με έδιωχνε εκείνη τη φορά αμέσως μου είπε: «Πέρνα». Περνάω μέσα μου δίνει μια καρτέλα, μια καρτ-ποστάλ ο νομάρχης: «Πήγαινε σ' αυτούς». Εγώ χαλαρά το πήρα δεν το ήξερα ούτε τι έγραφε εκείνο το πήρα βγήκα έξω, κατεβαίνω από την πόρτα του δημαρχείου ήταν το παλιό δημαρχείο στην πλατεία. Στην είσοδο του δημαρχείου καθόταν ένας ηλικιωμένος με πράσα κατάμαυρα μαλλιά, με μπριγιαντίνι γυαλισμένο, καλοχτενισμένος έγραφε αιτήσεις. Ήταν αίτησιογράφο[01:30:00]ς. Και λέω: «Κύριε σας παρακαλώ αυτό τι διεύθυνση είναι; Τι λέει εδώ;» «Λέει Τίρκ είναι Μεγάλου Αλεξάνδρου, πήγαινε απέναντι στην εθνική τράπεζα θα βρεις κάποιον να ρωτήσεις». Και πήγα από κει, βρήκα την τίρκ ανέβηκα πάνω, χτύπησα την πόρτα που είναι διευθυντής, βλέπω διευθυντής ο Δημητριάδης ο Μίμης, πολιτικός μηχανικός σπούδασε στην Αυστρία αδερφός της φίλης της γυναίκας μου, γείτονας, αδερφός της φίλης της γυναίκας μου, της μνηστής μου τότε. Λέει: «Ρε Βασίλη σε μένα τι δουλειά έχεις;» Λέω: «Ο νομάρχης μου το δώσε αυτό». «Είμαστε καλά; Εδώ είναι διεύθυνση τεχνικών υπηρεσιών νομού Δράμας. Με το δάσκαλο τι δουλειά έχουμε εμείς;» «Δεν ξέρω βρε Μιμή μου το 'δωσε ο νομάρχης». «Μήπως κάνεις ό,τι δουλειά να ναι;» «Και φυσικά κάνω». «Ε τότε αλλάζουν τα πράγματα. Αύριο το πρωί να είσαι μπροστά στο Παπαθεοδώρου το φαρμακείο 8,5 η ώρα θα περάσει απ’ τη Χωριστή ένα ημιφορτηγό, έχει ασβέστη πάνω τον παίρνω τηλέφωνο, θα σταματήσει θα μπεις μέσα». «Εντάξει» λέω. Πάω και εγώ το πρωί, μπαίνω μέσα με πάει στο Νευροκόπι, περνάμε το Αχλαδιά, Μικροκλεισούρα. Εκεί που είναι γραμματέας ο αδερφός μου. Με βλέπει ο αδερφός μου και λέει: «Βασίλη τι είναι αυτά;» «Να, Θεόφιλε ο νομάρχης». «Εμείς εδώ έχουμε μια ποτίστρα εκεί απέναντι θέλουμε να κάνουμε;» λέει ο αδερφός μου. «Κι εσένα τι να σε κάνουμε; Επιστάτη; Επιστάτη;» «Ναι» «Καλά». Έμεινα εκεί και έγγραφα τα μεροκάματα ώσπου να τελειώσει εκείνη η ποτίστρα για τα κοπάδια να πίνουν το καλοκαίρι νερό. Έκανα περίπου ένα τρίμηνο και όταν τελείωσε αυτός ο Δερβενιώτης μου λέει: «Βασίλη, το Περιθώρι ο Παναγιώτης μου είπε, ο διευθυντής, ένας Τριπολιτσιώτης πατριώτης από την Καλαμάτα είναι διευθυντής μου είπε ότι θέλει να χωρίσει πρώτη τάξη γιατί είναι πολλά τα παιδιά. Και έχουν ένα ποσό από την κοινότητα. Μήπως θέλεις να πας εσύ στην πρώτη;». «Πάω» λέω. «Πήγαινε, συνάντησε τον. Πάω στο Νευροκόπι και πράγματι το ποσό δεν ήταν αρκετό αλλά το δέχτηκα να το πάρω και να κάνω στην πρώτη εκεί. Τέλος πάντων, και έτσι δούλεψα εκεί ένα τρίμηνο, τετράμηνο ώσπου να τελειώσει η χρονιά. Ο επιθεωρητής ο Βλαχίας τώρα ανοίγει το φάκελο, βλέπει τότε εγώ έκανα προσφυγή στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. «Μπράβο, και δικαιωθήκατε. Αυτό μου θυμίζει τα νιάτα μου κι εμένα περίπου κάτι τέτοια μου κάνανε». Αυτός ήταν από την Τρίπολη, περιοχή Τριπόλεως, Πελοποννήσιος. Τέλος πάντων λέει: «Τώρα κύριε Χατζηθεοδωρίδη θα πας να ανοίξεις το μονοθέσιο, Υψηλό». «Πού είναι αυτό;» «Εκεί στα Κύργια που είσαι». «Ποιο είναι αυτό;» «Κασαπλή το λένε». «Κύριε επιθεωρητά μετά 5 χρόνια από μονοθέσιο επιτέλους θέλω να πάω σε ένα διθέσιο να δουλεύω με έναν άλλο συνάδελφο». «Σε καταλαβαίνω, θα με εξυπηρετήσεις και θα σε εξυπηρετήσω». «Πως;» «Περιμένω έναν παπά, ιεροδιδάσκαλο, γι' αυτό, για αυτή τη θέση αλλά θα έρθει περί γύρω στα Χριστούγεννα. Θα κάνεις υπομονή ως τότε και θα σε πάρω από κει. Και θα δούμε». Με έφερε βόλτα πήγα, στο Υψηλό. 7 Δεκεμβρίου έρχεται ένας κρητικός νεαρός, δάσκαλος με ωραίες μπότες κόκκινες, κατακόκκινες, δερμάτινες. Μου λέει: «Είστε ο κύριος Χατζηθεοδωρίδης; Αυτό μου το δώσε ο επιθεωρητής». Έναν φάκελο μου το δωσε. Σκίζω ανοίγω εγώ λέει «Άμα λήψει παρούσης διέλθετέ εκ του γραφείου μου. Ο επιθεωρητής Βλαχίας, Δημήτριος Βλαχίας». «Θα μείνω εγώ στο σχολείο». Φεύγω εγώ, κατεβαίνω στην δράμα, πάω στο γραφείο του. Πήγα 8 η ώρα που ανοίγει το γραφείο, έγινε 9 η ώρα, έγινε 10, έγινε 11 και χειμώνας, χιόνια έχει. Λέω «Κύριε Κωστογιάννη». Βοηθός, ο πρώτος βοηθός του λεγόταν Κωστόγιαννης. «Κύριε Κωστογιάννη τι θα γίνει; Να ξέρω τι θα κάνω». «Βιάζεσαι; Δεν περνάς καλά εδώ πέρα;» «Τι καλά περνάω; Αφού δεν ξέρω τι να κάνω;». «Περιμένετε κύριε συνάδελφε, περιμένετε». Καμιά φορά κατά τις 12 η ώρα με φωνάζει ο επιθεωρητής μέσα λέει: «Κύριε Χατζηθεοδωρίδη τι γίνεται;». «Καλά, αλλά πόσο καλά; Κάθομαι εδώ και δε μου λέτε τίποτα. Τι θα κάνω; Πού θα πάω;» «Γιατί εδώ δεν είναι καλά;» «Πού εδώ;» «Εδώ». «Αυτό είναι όνειρο για μένα». «Ναι, σκεφτήκαμε θα φύγει ο Κρεββατάς», ο βοηθός του, «θα κρατήσουμε εσάς». Σου είπα ότι ήθελε 25 χρόνια για να μπεις στην Δράμα, εγώ ήμουνα 5 χρόνια δάσκαλος και ήμουνα στην Δράμα βοηθός επιθεωρητή. Μου δώσε τις αρμοδιότητα υπεύθυνα τότε είχαμε συσσίτια και είχα τα συσσίτια του νόμου, των σχολείων. Και τις κατασκηνώσεις που ήταν στην Αλιστράτη, δικές μας. Πολλή δουλειά αλλά είχα όρεξη, νέος ήμουνα, στο σπίτι μου ήμουνα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου η δουλειά.
Πέρασα δύο χρόνια στο γραφείο και άρχισε η έξοδος των Ελλήνων για Γερμανία. Είχα ο αδερφός μου ήταν στη Γερμανία, η αδερφή μου τα στη Γερμανία, ο άλλος ο μικρός ο αδερφός μου ήταν στη Γερμανία. Λέω: «Θα πάω μια βόλτα στη Γερμανία», λέω στη γυναίκα μου: «Άννα λέω να πάω την άδεια του Αυγούστου που έχω από το γραφείο». Περνάμε μια άδεια ενός μηνός, τον Αύγουστο να πάω εγώ λέω στη Γερμανία. «Πήγαινε άμα θέλεις, μην το αφήνεις». Πηγαίνω εγώ στη Γερμανία στο Βαίντε Χάιμ ήτανε, στην Βάδη Βιτεμβέργη ο αδερφός μου ο Αναστάσης, ο Τάσος και ο Θόδωρος και η αδερφή μου ήτανε αλλού, ψηλότερα. Πήγα σ’ αυτούς. Εκεί στο Θόδωρο, ο Θόδωρος ήταν πιο πολύ κοινωνικός, ενώ ήτανε μόνο έκτης δημοτικού είχε γραφομηχανή, έγραφε γερμανικά, αλληλογραφούσε με υπηρεσίες, εξυπηρετούσε κόσμο. Πήγα στο Θόδωρο και μια μέρα με το λεξικό στα χέρια μου γύριζα εκεί. Κανένα ελληνικό καφενείο, κανένα στο σταθμό. Δεύτερη μέρα. Την τρίτη μέρα λέω στο Θόδωρο, τον αδερφό μου «Θόδωρε έχω βαρεθεί να γυρίζω μόνος μου. Τι θα γίνει; Όλοι είστε στη δουλειά». «Ε τι να σου κάνω;» «Δε λες για δουλειά στο αφεντικό σου; Να κάνω και εγώ δουλειά, να δουλέψω». Είχε πολλούς Έλληνες στο εργοστάσιο. Τότε στον προσωπάρχη, Ο προσωπάρχης λέει «Θόδωρε για μένα να έρθει αλλά από που θα πάρει άδεια;» Και με παίρνει ο Θόδωρος και πάμε στην αλλοδαπών και «Κύριε Θόδωρε αυτό τουρίστας είναι θα φύγει». «Ναι, αλλά είναι σε μένα. Γύρισε δυο τρεις μέρες, το μέρος μικρό, βαρέθηκε». Φωνάζει τον άλλον δύο ήταν στο γραφείο αρένες. Φωνάζει τον άλλον κάτι λένε εκεί πέρα μεταξύ τους και λέει «Κύριε Θόδω[01:40:00]ρε ο νόμος λέει, αφού το ξέρετε το νόμο». «Να αφήσουμε λίγο το νόμο» του λέει ο Θόδωρος «να τα πούμε ανθρώπινα. Εσάς θα σας πείραζε αν αντί να γυρίζει έξω μπορεί και να τον πατήσει και κανένα αυτοκίνητο, ξένος είναι μπορεί να κάνει κανένα λάθος εδώ πέρα. Δεν είναι πιο σίγουρο να είναι σε μια δουλειά, ασφαλισμένος». «Και ποιος θα τον πάρει στη δουλειά;» «Αυτό είναι δικιά μου δουλειά» λέει ο Θόδωρος εγώ μίλησα με τον προσωπάρχη και είπε ναι». Και με βάζουν εργασία ένα μήνα. Πάω στη δουλειά αυτό το εργοστάσιο έκανε, η παραγωγή του ήτανε υφάσματα. Λεπτά, χοντρά, μεσαία, έγχρωμα, μονόχρωμα. Έβγαζε υφάσματα και είχε το τμήμα αποστόλων. Τελική φάση ήταν σε ρολά τα υφάσματα, τα τύλιξα σε χαρτόνια και έγραφαν διευθύνσεις και τα ζύγιζαν, συμπλήρωναν την κάρτα που είχε απάνω και φεύγανε. Σ' αυτό με βάλανε και μένα και εκεί δουλεύει ένας ξάδερφός μου πρώτος ξάδερφος μου η μάνα μου και ο πατέρας του αδέρφια. Ο Αχιλλέας. Με τον Αχιλλέα δούλευα και ένας τρίτος Γερμανός. Όχι Λέας έχω και Γερμανός. Κάποτε μετά από 10 μέρες, 15 μέρες άρχισα κουράζομαι, προσπαθώ να κάνω ευκολότερη τη δουλειά μου και έψαχνα μικρά δέματα, ελαφριά και λέει: «Ρε Αχιλλέα αυτός ο ξάδερφός σου τι ψάχνει; Όλο ψάχνει. Εδώ τι έχει και ψάχνει;». «Ρε Κωνς» «Κωνς» τον φώναζαν δεν ξέρω γιατί και το σύντομο το όνομα του. «Κωνς ψάχνει ελαφρά δέματα». «Βρε Άχιμ», Άχιμ τον έλεγε εκείνος: «Σε λάθος μέρος ήρθε για μικρά δέματα πες του να πάει στο φαρμακείο να δουλέψει». Και γελούσανε. Ένα μήνα μετά έφυγα, ήρθα είδα ότι γίνονται αιτήσεις για Γερμανία. Πρώτες αποσπάσεις δασκάλων. Κάνω και εγώ αίτηση, παίρνω απόφαση το 68 από τον Ιανουάριο μπορώ να είμαι στη Γερμανία. Πάλι στην Βάδη Βιτεμβέργη στο Σβαίχάιμ ένα πολύ μικρό χωριό κοντά στο Βαίμπλιχεν. Πήγα εκεί πέρα έκανα δυόμιση χρόνια. Γύρισα πίσω στην Δράμα, είμαι στο δημοτικό σχολείο σχολικό έτος 1971 – 72 ή '70 – '71. '72 στο δημοτικό σχολείο Χωριστής. Ο Γεωργιάδης ήταν τετάρτη δημοτικού τότε, ο Νίκος. Έμεινα ένα χρόνο εκεί και τον Ιούνιο έφυγα στην Αθήνα, στον Πειραιά, στο Αγίου Ρέντη. Ένα δωδεκαθέσιο δημοτικό σχολείο εκεί είμαστε δωδεκαθέσιο αλλά 14 δασκάλους. Η διευθύντρια πρώτη φορά διευθύντρια σε μεγάλο σχολείο κάθε μέρα έκλαιγε, είχε ένα φάκελο πάνω στο τραπέζι που όλο μεγάλωνε ο φάκελος με μεταθέσεις παιδιών, μεταγραφές, εισροές, εκροές, διαταγές, εγκύκλιοι. Και μια μέρα στο συμβούλιο εκεί πέρα αρχίζει αυτή παραπονιάρικα να κλαίει παιδιά εγώ δεν ξέρω από διεύθυνση ούτε έχω κάνει ποτέ μου ούτε από αλληλογραφίες ξέρω. Εγώ ξέρω μάθημα στην ντάξει. Τι θα γίνει αυτός ο φάκελος;». Εντωμεταξύ μαζί μου είχε μετατέθηκε ένας Πετρίδης απ’ τον Έβρο πάλι από βοηθός όπως εγώ. Ο Πετρίδης μου κάνει μάτια εμένα και λέει «Μη στεναχωριέστε, λέτε γι' αυτό το φάκελο τον πρησμένο;» «Ναι» λέει αυτή. «Τι θα κάνω εγώ πως θα τα κάνω αυτά; Δεν τα ξέρω». «Μη σας νοιάζει εγώ με τον κύριο Χατζή Θεοδωρίδη αυτό το φάκελο θα τον κάνουμε σκέτο, σε μια εβδομάδα καθόλου μη σας στεναχωρεί». Χαρά αυτή, πράγματι γραφομηχανή ο ένας, σύνταξη ο άλλος, αντίστροφα την άλλη μέρα σε μια βδομάδα ο φάκελος αρχεία. Τα πρωτοκολλήσαμε και λοιπά όλο χαρά ήταν αυτή. Εντωμεταξύ πήγα τα χαρτιά στην επιθεώρηση στο γενικό, τα είδε. Παίρνει τηλέφωνο στην διευθύντρια ο γενικός λέει «Ποιος είναι αυτός ο Χατζηθεοδωρίδης, βλέπω εδώ. Κυρία να τον στείλετε και σε εμάς». Με παίρνει τηλέφωνο εμένα λέει «Δεν ξέρω να τα πείτε στον ίδιο». Εγώ από κει μόλις τελείωνα από το Άγιο Ρέντη έκανα μάθημα το μεσημέρι γύριζα στην Φιλαδέλφεια το απόγευμα κατέβαινα στο Γκαίτε του Πειραιά για γερμανικά, είχα βαλθεί να μάθω γερμανικά. Μάθαινα γερμανικά με παίρνουν τηλέφωνο αυτή από το γενικό. Λέει «Κύριε Χατζή Θεοδωρίδη είπαμε στη διευθύντρια σου να σ' αφήνει να έρχεσαι και σε μας». «Πότε; Αφού πρωί είμαι στο σχολείο. Απόγευμα». Λέει «Απογεύματα». «Απόγευμα πηγαίνω στο Γκαίτε και διαβάζω». «Έστω Τετάρτη μπορείτε να ρθείτε σε μας;». Λέω: «Δεν μπορώ». Δεν πέρασε ακόμα η χρονιά δεν τελείωσε με παίρνουν στο υπουργείο με φώναξαν εκεί πέρα στο, στην διεύθυνση προσωπικού της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο δεύτερο όροφο, Μητροπόλεως 15 Α ήταν τα γραφεία της, του υπουργείου παιδείας. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο και ένας γενικός επιθεωρητής μου είπανε «Βάλε φύλλο στη γραφομηχανή να γράψεις» και μου υπαγόρευσε πέντε σειρές και έγραψα και λέει στους άλλους: «Εντάξει, κάνει. Μας κάνει». Με κράτησαν στο υπουργείου παιδείας εκεί έκανα περίπου 3 χρόνια. Μετά γράφτηκα στο κέντρο της Αθήνας, θυμόμουνα και που ήτανε αριθμό 14. Και έτσι συνέχισα εκεί σε εκείνο τον Γκαίτε. Γίνομαι, επειδή ήμουνα, τους άρεσα που δούλευα πολύ. Οι άλλοι που δούλευαν εκεί πέρα Πελοποννήσιοι οι πιο πολλοί έλεγα «Διονύση γιατί δε δουλεύεις; Νέο παιδί». «Το απόγευμα θα δουλεύω θα κουραστώ, γι' αυτό». Δούλευαν αλλού. Εγώ όλη τη δουλειά, όλη τη δουλειά την έκανα πολύ, την πιο πολλή δουλειά εγώ την έκανα στο υπουργείο. Το '74 μετά τη μεταπολίτευση με βρίσκει εκεί. Είμαστε 32 αποσπασμένη μένω εγώ και μία κυρία ενός καπετάνιο, πλοιάρχου, εμπορικού ναυτικού. Πάω στον διευθυντή εκεί πέρα: «Κύριε Ζαφείρη θα φύγω και εγώ». «Που θα πας εσύ; Δε φεύγεις με τίποτε, βγάλτο απ’ το μυαλό σου». Έμεινα εκεί που λες, όλα εκείνα τα επεισόδια με το, τα, του Πολυτεχνείου ήταν στο δρόμο μου. Πήγαινα Φιλαδέλφεια-Σύνταγμα.
Πείτε μας ό,τι θυμάστε.
Πω, πω έπαιρνα από την Ομόνοια έπαιρνα, ως την Ομόνοια ή περπατούσα από το Σύνταγμα στην Ομόνοια η περπατούσα η έπαιρνα το τραμ, το 6 και κατέβαινα Ομόνοια και από κει έπαιρνα λεωφορείο για την Φιλαδέλφ[01:50:00]εια. Και περνούσε μπροστά από το πολυτεχνείο. Αυτές τις μέρες δεν πάει το λεωφορείο, έκλεισε ο δρόμος, του Πολυτεχνείου. Λέω για να πάω να δω. Πω πω, κόσμος, φασαρία, φοβήθηκα έφυγα. Την άλλη μέρα ξανά πήγα, είδα ένα τανκ ήταν στην αυλή λέω: «Μην μπλέξω κατά δω να φύγω», πήγα από Μπουμπουλίνας από πίσω πήγα πήρα από αλλού λεωφορείο και πήγα Πατησίων για την Φιλαδέλφεια. Έτσι, όλες τις μέρες αυτές τις έζησα μετά όταν φτάναμε εκεί δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε είχε, βάζανε αέρια, καυσαέρια.
Θυμάστε τι έλεγε ο κόσμος τότε; Τι ακούγατε;
Δεν, δεν μιλούσανε. Γινόταν φασαρία για αυτούς που ήταν μέσα. Άλλοι έλεγαν «Να τους πάμε τρόφιμα, έπαιρναν σάντουιτς» και τα πήγαιναν εκεί στα κάγκελα λέει: «Δώς τα παιδιά να φάνε». Άλλοι κάνανε, ήταν με σημαίες απέξω αλλά εγώ δεν ήθελα να ανακατευτώ και καθόλου απέφευγα και γι' αυτό δεν ξέρω και πολλά πράγματα. Πέρασε εκείνη η μπόρα έτσι. Κάθε Τετάρτη στο υπουργείο ή μια φορά στις 15 έπρεπε να πάω έναν φάκελο μεγάλο στο γενικό διευθυντή. Στον απάνω, στον τρίτο όροφο μια φορά που πήγα λέει «Κύριε Χατζηθεοδωρίδη έχω δει ένα έγγραφο που έγραφε από κάτω Χατζηθεοδωρίδης, από κάτω. Και ήτανε μετάφραση ενός γερμανικού κειμένου. Εσύ είσαι;» «Ναι». Τι είχε γίνει; Μια μέρα πήγαινα στο Γκαίτε σου είπα, μια μέρα βρήκα επάνω στο τραπέζι μου ένα γερμανικό κείμενο, τέσσερις σειρές, τρεισήμισι σειρές γερμανικά και έλεγε «Για μετάφραση». Να μεταφραστεί. Κάποιος έγραψα με μολύβι πάνω, ούτε ξέρω ποιος το φέρε, εγώ το μετέφρασα και τα άφησα πάνω εκεί πέρα. Το γράψα στη γραφομηχανή και το είδε ο γενικός διευθυντής λέει: «Ξέρετε γερμανικά;» «Κύριε διευθυντά ξέρω», ακόμη τότε διευθυντά λέγαμε, όχι διευθυντή, όπως τώρα. «Μαθαίνω, προσπαθώ να μάθω γι' αυτό πηγαίνω και στο Γκαίτε τα απογεύματα». «Ξέρετε, οι Γερμανοί μας στρίμωξαν θέλουνε δασκάλους να ξέρουν και λίγα γερμανικά. Οι δασκάλοι που τους στέλνουμε μαλώνουνε γιατί δεν ξέρουν γερμανικά. Θα μας είστε χρήσιμος, μας είστε πολύ χρήσιμος εδώ αλλά θα μας βοηθούσατε αν πηγαίνατε». Λέω εγώ: «Έχω πάει στη Γερμανία κύριε διευθυντά, και με κούρασε Γερμανία και δεν θέλω να ξαναπάω». Και πράγματι καθόλου καλά δεν πέρασα εκείνα τα δυόμιση χρόνια.
Γιατί;
Γιατί έπαιρνα 600 μάρκα ήταν τότε. Που δε φτάναν, το ενοίκιο ήταν 300 και μόνο αυτό το κριτήριο αρκεί για να σκεφτείς. Και έπαιρνα λεφτά από τον κουνιάδο μου και τα αδέρφια μου. Λέω, λέει την άλλη φορά που πήγα μιλούσε με τον αρμόδιο εκεί στη Βόννη στην πρεσβεία, επιθεωρητή γι' αυτό το θέμα και λέει ο γενικός: «Κύριε Θεόφιλε» τον λέγαν και εκείνο «έχω εδώ έναν που ξέρει γερμανικά». Λέει: «Δώσ'τον μου», μου τον δίνει στο τηλέφωνο του μιλάω εγώ λέει: «Έχουμε ανάγκη σε παρακαλώ να έρθεις». Λέω: «Εγώ έχω πάει και το έχω πει και στον κύριο γενικό, δεν έμεινα ευχαριστημένος και δεν θέλω να ξαναπάω. Αλλά θα το ρωτήσω τη γυναίκα μου, που είναι αγανακτισμένη από τη Γερμανία κι αυτή. Να δούμε τι θα μου πει». Ο γιός μας ήταν έκτη τάξη και την κόρη μας τετάρτη δημοτικού. Το συζητάμε στο σπίτι λέει γυναίκα: «Τώρα ήρθαμε, το σπίτι αυτό μόνο τρία χρόνια μείναμε μέσα», το αγοράσαμε στην Αθήνα στην Φιλαδέλφεια πάνω στην Κηφισίας. «Και να γυρίσω πίσω; Εγώ δεν θέλω». Λέω «Άννα εγώ θέλω να σπουδάσω». Λέει: «Αν είναι έτσι, δεν μπορώ να σου πω όχι». Την άλλη φορά που με φώναξε κι ο γενικός με το φάκελο λέω «Κύριε Γενικέ υπό έναν όρο το συζήτησα με τη γυναίκα μου υπό ένα όρο πάω». «Τι;» «Εκεί που θα πάω να έχει πανεπιστήμιο». Παίρνει τηλέφωνο πάνω, «Πάρ'τον» λέει. Το λέω αυτόν: «Διάλεξε Μόναχο ή Νυρεμβεργή;». Λέω: «Νυρεμβέργη». «Τελείωσε. Πάρε διαβατήριο και έλα». Πράγματι παίρνω διαβατήριο πάω στην Νυρεμβέργη, νοικιάζω σπίτι, γυρίζω πίσω και ετοιμάζω την οικογένεια το καλοκαίρι, το Σεπτέμβριο του 75 ανεβαίνουμε Νυρεμβέργη. Εκεί από τις πρώτες δουλειές που υπήρχαν εκεί στην Νυρεμβέργη 5 εξαθέσια, ελληνικά σχολεία. Κόσμος! Και τώρα έμαθα δεν έχει τίποτε, ούτε ένα. Από τις πρώτες δουλειές μου ήτανε μετά που αρχίσαμε τα μαθήματα εγώ να κάνω μία αίτηση για θέση στο πανεπιστήμιο. Και μου απάντησαν αυτοί που με βόλευε εμένα ήταν το Έρλανγκεν, παιδαγωγικά, φιλοσοφία πολιτική επιστήμη Μαγκίστερ. Το Έρλανγκεν να πήγε 30 χιλιόμετρα αλλά πήγαινε τραμ, από κοντά μου έφευγε τραμ και πήγαινε, πήγα εκεί στο Έρλανγκεν, πήρα με έστειλαν ένα φάκελο και έλεγε, εδώ πήγαινα στην Πάντειο για εγγραφή, πήγαινα στην Πάντειο για εγγραφή και μερικές φορές έλεγαν: «Οι άλλοι το μεσημέρια, οι υπόλοιποι αύριο». Να περιμένεις ως το μεσημέρι για, εκεί ο φάκελος έλεγε ώρα 10:15 στη θυρίδα με το χα, «h», με το χα. Πήγαινα εκεί σε 1 λεπτό μόνος ήμουνα μόλις πήγαινα έπαιρνα το φάκελο, τακτοποιούσα, μου έδιναν του αστικού εισιτήριο, δωρεάν και φαγητό στη Μένσα δωρεάν, βιβλιοθήκη στη διάθεσή μου για περίθαλψη δωρεάν. Έκανα αμέσως την σύγκριση και το βρίκα παράδεισο. Και όταν το 80 πια ένα χρόνο έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα, είχε λήξει η απόσπαση μου και ήμουνα στα πτυχιακά, στο δίπλωμα. Πως θα τα αφήσω; Στο υπουργείο που έγραψα ότι είμαι στο δίπλωμα ένα χρόνο δε με πίστεψαν, δε μου έδιναν. Ο αδερφός μου αυτός ο Θεόφιλος είχε γίνει από το '59, εκείνος ο Κουρομιχελάκης, ο διευθυντής της νομαρχίας ήρθε στο υπουργείο εσωτερικών και ήταν γενικός διευθυντής του υπουργείου εσωτερικών. Και τον μετέθεσε, του είπε: «Θεοφύλακτε, για σένα έχω δύο θέσεις. Μία Πετρούπολη, μία Φιλαδέλφεια διάλεξε». Και είπε αυτός Φιλαδέλφεια και τον έφερε εδώ γραμματέα στο Δήμο νέας Φιλαδέλφειας. Και λέει, ο Θεόφιλος Ε και λέει: «Ρε Βασίλη σου λέω ειλικρινά ότι δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος. Έχω μοναξιά μέσα σε πολύ[02:00:00] κόσμο, είμαι μόνος μου. Σε παρακαλώ εσύ μπορείς να κατέβεις στην Αθήνα, εγώ δεν πρόκειται να ανέβω ποτέ. Κάνε, πάρε μετάθεση και έλα». Έτσι βρέθηκα εγώ στην Αθήνα και αυτός πήγαινε Πάντειο, πηγαίναμε και μαζί στην Πάντειο. Και έτσι βοηθηθήκαμε ο ένας με τον άλλον, περνούσαμε και μαζί καλά. Ξαναέφυγα εγώ στη Γερμανία και όταν το 80, Μάιο μήνα, είχα πάρει το Μαγκίστερ και τελείωσα τις σπουδές μου εκεί, χτυπάει το τηλέφωνο, ετοιμαζόμαστε θα φύγουμε για την Ελλάδα μαζεύουμε πράγματα, μαζεύω εγώ πακέτα άδεια και λοιπά για να συσκευάζω. Χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνω εγώ λέει: «Δημήτρης, Βασίλη καλημέρα». «Ποιος Δημήτρης;» λέω, είχα καιρό να τον ακούσω. «Ο Καραγιάννης». «Βρε, πως έτσι Δημήτρη;» «Βασίλη είμαι στη Βόννη, είμαι στην πρεσβεία, ασχολούμαι με την ελληνική παιδεία στην δυτική Ευρώπη. «Αυτός είχε Γερμανίδα φιλόλογο γυναίκα, έκανε το Τίμπινγκεν διδακτορικό και γνωριστήκαμε στο υπουργείο. «Τώρα που ήθελα κάποιον να έχω μαζί μου και εγώ σε θυμήθηκα και σε παίρνω». «Δημήτρη εγώ φεύγω στην Ελλάδα, τα μάζεψα τα πράγματα, τα μαζεύω τώρα που παίρνεις, τα σταματάω και σηκώνω το ακουστικό. Πακετάρω». «Σε παρακαλώ Βασίλη, σε θέλω μαζί μου. Έρχεσαι;» «Αν και είμαι πολύ κουρασμένος Δημήτρη να μιλήσω λίγο με την Άννα να δούμε. Πάρε μας αύριο να δούμε». Και η γυναίκα μου συμφώνησε, μείναμε. Και πάω στη Βόννη, 500 χιλιόμετρα από την Νυρεμβέργη. Αφήνω την γυναίκα μου εκεί και τα παιδιά στο γυμνάσιο, τρίτη γυμνασίου νομίζω Σταύρος και πρώτη γυμνασίου η Σούλα ή έκτη δημοτικού η Σούλα τελοσπάντων. Μου βρίσκουν εκεί από την ευαγγελική εκκλησία ένα δωματιάκι σε ένα πατάρι, μένω εκεί ένα χρόνο. Τη δεύτερη χρονιά έρχεται η Άννα στη Βόννη.
Και από το '82, Αύγουστο του '82 κατεβαίνω είχα πάρει εντωμεταξύ και, είχε μπει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη και εγώ ζήτησα αμέσως μετάθεση και την πήρα αμέσως, μετάθεση στη Θεσσαλονίκη. Και κατεβαίνουμε στη Θεσσαλονίκη, γινόμαστε κάτοικοι Θεσσαλονίκης, τελειώνουν τα παιδιά μας εκεί τις σπουδές τους, 14 χρόνια ζούμε στην Θεσσαλονίκη. Πήγα σε ένα σχολείο προς τους Αμπελόκηπους αλλά δεν τελείωσα τη χρονιά και το Απρίλιο παίρνω ένα χαρτί να πάω ως καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Και μετά από ένα μήνα άλλο ένα χαρτί που λέει παράλληλα να διδάξει την σχολή Νηπιαγωγών που ήταν στην Περραία, πιο μακριά. Και έτσι χρόνια μείναμε στη Θεσσαλονίκη, ήταν τα πιο δημιουργικά μας χρόνια, έκανα 10,11 χρόνια. Ενώ η ακαδημία και η σχολή νηπιαγωγών καταριόταν, τις καταργούσε το κράτος για να κάνει αναβάθμιση τετραετούς φοίτησης για τους δασκάλους και τις νηπιαγωγούς εμείς συνεχίζαμε να τακτοποιήσουμε αυτούς που ήταν ακόμη από τη διετή. Υπήρχανε γυναίκες που ήταν έγκυες τον καιρό που εμείς κάναμε εξετάσεις, για να πάρουν τα πτυχία τους και δεν μπορούσαν να’ ρθουν ή άλλοι ήταν στρατιώτες, δεν μπορούσαν να’ ρθουν. Υπήρχαν εκκρεμότητες, άλλοι ήταν άρρωστοι, Υπήρχαν κάθε τόσο εκκρεμότητες είχαν κλείσει οι σχολές νηπιαγωγών και η παιδαγωγική ακαδημία Θεσσαλονίκης εμείς συνεχίζαμε να υπηρετούμε. Το υπουργείου παιδείας μας έβαζε να κάνουμε εξετάσεις για τις μετεκπαιδεύσεις που κάνουν επιμορφώσεις και τέτοια πράγματα και κάθε τόσο εξετάσεις για αυτές τις εκκρεμότητες. Και πήγε από το '82 πήγα ακαδημία και το '93,'94 ακόμη είχε εκκρεμότητες όταν εγώ θέλησα να πάρω σύνταξη, στην ακαδημία. Έτσι, το '94 λέω: «Ιανουάριο, 1 Ιανουαρίου Άννα θα είμαι συνταξιούχος. Δεν θέλω να υπηρετήσω άλλο. Μαζί με τα στρατιωτικά μου τα συμπληρώσω 35 χρόνια, θα απολυθώ». Φτιάξαμε κι εδώ ένα διαμερισματάκι και ήρθαμε εδώ, '96 στην Δράμα, είμαι συνταξιούχος στην Δράμα από το 96 και έχω γράψει βιβλία πάνω από 10. Εκεί και τα παιδιά μας τα σπουδάσαμε και περάσαμε ωραία, όμορφη ζωή στη Θεσσαλονίκη, είναι, την αγάπησα με την Θεσσαλονίκη και καθόλου δε μετανιώσαμε που από την Αθήνα βρεθήκαμε στην Θεσσαλονίκη, καθόλου. Ήμουνα παράλληλα καθηγητής στην ΣΕΛΔΕ μια σχολή επιμόρφωσης διδακτικού προσωπικού πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που έπαιρνε νηπιαγωγούς και δασκάλους για ένα χρόνο. Μετά ήμουνα στο ΠΕΚ αναπληρωτής διευθυντής που έπαιρνε 150 δασκάλους, νηπιαγωγούς και 150 καθηγητές όλων των ειδικοτήτων και τους κρατούσε, μια κατηγορία ήτανε προς διορισμόν για τρεις μήνες και άλλους μια κατηγορία ένα σχολικό έτος. Έμεινα στο, λίγο καιρό στο πανεπιστήμιο των δασκάλων, το τμήμα δασκάλων στην Θεσσαλονίκη. Με έστειλε το υπουργείο στη νηπιαγωγών, στη σχολή νηπιαγωγών Θεσσαλονίκης, τετραετούς φοίτησης επειδή με είδαν ότι ήμουνα στην διετούς. Δε μ' άρεσε καθόλου, σε 15 μέρες έφυγα και δε μ' άρεσε καθόλου, δηλαδή δε μ’ άρεσε ο διευθυντής εκεί και έφυγα. Και το '94 πήρα σύνταξη και το '96 επέστρεψα όπως σου είπα στη Δράμα, και από τότε είμαι συνταξιούχος και έφτασα τα 76, ευγνωμονώ την τύχη μου, δεν πέρασα φοβερές αρρώστιες, είμαι ευχαριστημένος από ό,τι μου κάνανε κι από ό,τι έκανα σε άλλους. Και δόξα τω Θεώ είμαι καλά και συζητάω μαζί σου.
Να σας γυρίσω λίγο πίσω; Πως νιώθατε σαν ένα παιδί που δεν είχατε έναν τόπο;
Όταν άρχισαν οι πρώτες μου ανησυχίες, στα εφηβικά μου κυρίως χρόνια, 17, 18 συζητούσα με τον αδερφό μου αυτό το Θεόφιλο όποιος είναι ο ευεργέτης μου και λέγαμε ότι δε νιώθουμε, δεν νιώθουμε ότι είμαστε σε πατρίδα. Όσο ακούγαμε τους γονείς μας που ο πατέρας μου έλεγε: «Ξεφορτώθηκα με το, από το πλοίο στη Λευκάδα» ένα αρχοντόπουλο με 2,5 χιλιάδες στρέμματα, κάμπο, στην Αμισσό και 3000 λίρες ρεσάτα Τουρκίας στην οθωμανική τράπεζα της Σαμψούντας, της Αμισσού, «Και ήρθα και ξεφορτώθηκα στην Λευκάδα δεν με ενδιέφερε τίποτε. Ενώ ήμουνα 27 ετών»[02:10:00], έλεγε ο πατέρας μου: «Δεν με ενδιέφερε τίποτε». Είχε ήδη χάσει ένα παιδί, η αδερφή μου λέει δύο ήταν, εγώ ξέρω ένα παιδί, έχασε τη γυναίκα του, έχασε τη μάνα του πήγε εξορία, επέζησέ, ήρθε και στη Λευκάδα, στην βασιλική αν θυμάμαι καλά: «Ήταν αμπελουργοί αυτοί και έμεινα στον Μπούρα. Σε ένα μήνα όσοι ξεφορτωθήκαμε από το πλοίο όλοι φύγανε από τη Λευκάδα και ήμουνα μόνος. Και μου λέγε ο Μπούρας: «Κύριε Γιώργο δεν είσαι σαν τους άλλους». Είχα πάει, εγώ είχα την τύχη να είμαι Τετάρτης ελληνικού, είχα πάει στο σχολείο και ήξερα και διάβαζα και εφημερίδα», ήξερε γράμματα ο πατέρας μου. Παρόλο που ήταν μόνο Τετάρτης ελληνικού και μου έλεγε αυτός ο Μπούρας: «Μπορείς να μείνεις εδώ όσο θέλεις». Και εγώ που πήγα το 11 ή 10 στη Λευκάδα είδα ένα, μια προτομή στο λιμάνι «Μπούρας» και θυμήθηκα τον πατέρα μου. Έκανε αυτός ο Μπούρας μετά δήμαρχος Λευκάδας γι' αυτό τον είχαν την προτομή εκεί. «Εκεί όμως με τρώει μοναξιά και απ' αυτούς που επέζησαν και έμαθα ότι έφυγαν και στην Ελλάδα», έλεγε ο πατέρας μου, «ήτανε η θεία μου η Ζαφείρα. Ήτανε αδερφή της μάνας του πατέρα μου. Η Ζαφείρα, η Καλαϊτζίδου, Θεοφυλακτίδου, Καλαϊτζίδη παντρεύτηκε. Θεοφύλακτίδου, η μάνα του πατέρα μου ήταν Θεοφύλακτίδου. Και η μόνη συγγενείς του ήταν, αυτός δεν είχε, έχασε τον πατέρα του 4,5 ετών και η μάνα του η Σταυρούλα τον μεγάλωσε έτσι χαϊδεμένο και χωρίς να κουνήσει δαχτυλάκι ζούσε και τώρα ήτανε σαν να πέφτει σε ένα ξένο μέρος από τον ουρανό. Δεν νοιαζόταν, δεν τον ενδιέφερε τίποτε ήτανε τελείως απελπισμένος. «Είπα θα βρω τη θεία μου» και ξεκίνησε φεύγει, «Έμαθα ότι στη Θεσσαλονίκη μαζεύονται πολλοί πρόσφυγες και πάω, ανεβαίνω Πρέβεζα και πάω Θεσσαλονίκη. Εκεί στη Θεσσαλονίκη, στο σταθμό και το λιμάνι, στο σιδηροδρομικό σταθμό και το λιμάνι είναι κόσμος χιλιάδες πρόσφυγες πάνω, κάτω, έρχονται, μιλάνε, ψάχνουνε, ρωτάνε, κάνουν. Ένα πράγμα που δεν περιγράφεται είναι η Θεσσαλονίκη στο λιμάνι και στο σιδηροδρομικό σταθμό, και στο σιδηροδρομικό σταθμό. Άρχισα και εγώ μπήκα αναμέσα τους και ρωτούσα που, ποιος είναι από την Αμισσό, από το δυτικό Πόντο, απ' τη Σαμψούντα, από τη Τσατσαμπά, από τα μέρη μας. Και βρήκα και ρωτούσα, και ρωτούσε ακόμα και ρωτούσα και κάποτε μου είπαν ότι η Ζαφείρα πάει στην Δράμα. Εκεί για να ζήσω εκεί στη Θεσσαλονίκη, χειμώνα περνούσα από ένα φούρνο και βλέπω, βλέπω κάτι ψωμιά όμορφα και μια ζεστούλα δίπλα και πήγα και στάθηκα εκεί πέρα και ζήτησα ένα τέταρτο ψωμί και μου δωσε εκείνος. Και δεν έφευγα επειδή είχε ζέστη από το φούρνο εκεί πέρα. Και μου, του έκανε την περιέργεια λέει πως μιλάς εσύ ελληνικά ακόμα μιλάς ελληνικά» του είπε, αυτός ήτανε ηπειρώτης. Λέει: «Δεν είσαι σαν τους άλλους μιλάς ελληνικά, αυτή δεν, μιλάνε άλλες γλώσσες». Άλλοι ήταν Θρακιώτες, άλλοι ήταν Πόντοι, άλλοι ήταν. Λέει: «Μπορείς να πουλάς ψωμιά;» «Πουλάω» «Πάρε». Πουλούσε όλη μέρα τα ψωμιά και το βράδυ έκανε λογαριασμό. «Κάποια μέρα από τις μέρες που πουλούσε τα ψωμιά έλειπαν τα λεφτά ενός ψωμιού. Μια ντροπή με έπιασε μένα και φεύγω, έτσι. Τα παρατάω και φεύγω». Από κει βρέθηκε στην Δράμα του είπαν ότι προς τα πάνω είναι και βρέθηκε κοντά αυτή στο πέρασμα στην Ζαφείρα. Έτσι βρέθηκε κι εμείς λέγαμε με το Θεόφιλο δε νιώθουμε, δε νιώθουμε ότι είμαστε σε μια πατρίδα, κάτι να αγαπήσουμε από αυτό το χώρο. Είμαστε σαν ξένοι. Φαντάζομαι γιατί να νιώθουμε έτσι εμείς αν ο πατέρας μου τραγουδούσε για την Ελλάδα ήταν το όνειρό του η Ελλάδα. Όταν ήρθε κι αυτός απογοητεύτηκε πολύ και δεν νιώθαμε, είμαστε απάτριδες κατά ένα, κατά έναν τρόπο έλεγε και εγώ συμφωνούσα μαζί του ότι ποτέ δεν νιώσαμε ότι κάπως είμαστε. Παρόλα αυτά όμως με τον καιρό που κάναμε οικογένειες, παιδιά και λοιπά συνήλθαμε νομίζω. Και δεν την αλλάζω αυτή την, την χώρα. Με καμιά άλλη. Λέγε τώρα.
Άρα είχατε μία αίσθηση των προσφύγων ακόμη κι εσείς που δεν–
Βέβαια–
Μετακινηθήκατε ουσιαστικά. Πως είναι αυτή η αίσθηση;
Κοίταξε, ειδικά εμείς έχουμε μια διαφορά, ειδοποιό διαφορά από άλλες, από άλλους πρόσφυγες που δεν μετακινηθήκανε πολύ στη ζωή τους. Εμείς, ως οικογένεια και ως χωριό έχουμε πάρα πολύ, πάρα πολύ ταλαιπωρηθεί. Έτσι, που έχει προστεθεί σε μένα προσωπικά που έχω κάνει μετακομίσεις 15, 15 φορές μετακόμισα από σπίτι σε σπίτι, από περιοχή σε περιοχή, από χώρα σε χώρα. Έτσι, επιβεβαιώνεται μέσα μου η άποψη ότι δε ρίζωσα ποτέ κάπου. Και είμαι κάτι χωρίς ρίζες. Πότε είναι παράπονο, πότε είναι πλεονέκτημα. Δεν ξέρω, είναι, είναι μια κατάσταση που με σημαδεύει μέσα στο χρόνο και πότε νιώθω ότι κάτι, κάτι είμαι και κάτι θέλω να γίνω και πότε ματαιώνομαι τελείως, μηδενίζω τον εαυτό μου. Αυτή είναι η ζωή τι να πω. Αυτή είναι η ζωή. Ο τρόπος με τον οποίο κάνεις βιώνει είναι τόσο διαφορετικός από άνθρωπο σε άνθρωπο, ώστε οι μεταξύ τους διαφορές να οφείλονται και σε ένα μεγάλο βαθμό σε αυτό τον τρόπο της ζωής. Υπάρχουν κι άλλες διαφορές πάρα πολλές, διάφορες χαρακτήρων, διαφορές ηλικίας, διαφορές φυλής, διαφορές, διαφορές αλλά μία απ' αυτές είναι και του ανθρώπου που δε ριζώνει. Που τον κάνει αλλιώτικο από τους άλλους, σ' αυτή την κατηγορία είμαστε εμείς.
Ίσως γι' αυτό φεύγατε τόσο συχνά κι από κάθε τόπο.
Ίσως.
Έχετε κάποιες άλλες μνήμες από τους γονείς σας;
Κορίτσι μου, απορώ πως ζήσαμε. Η μάνα μου έλεγε συζητώντας πολύ τακτικά την ακούγαμε άλλους όταν συζητούσε «[02:20:00]Ο θεός τα φύλαγε τα παιδιά μας, ο θεός τα μεγαλώνει τα παιδιά μας». Δηλαδή, να περιμένεις, να πιστεύεις έναν θεό για να μεγαλώνουν τα παιδιά σου είναι δυνατόν ποτέ; Ποιος, τότε οι γονείς που είναι; Ο γονέας που είναι, που είναι; Έφτασαν πολλές φορές σε σημείο που να μην μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους. Αυτό δεν είναι, εκτός απ’ το ότι είναι άδικο κοινωνικά είναι και απάνθρωπο. Και όμως εμείς το ζήσαμε. Ζητιάνεψαν οι γονείς μας να μας ταΐσουν, ζήσαμε σε ξένα εξορίες, άσχημη ζωή και τυχαία, συμπωματικά επιβιώσαμε, υπάρχουμε. Και οι γονείς μας έτσι η μοίρα τους δεν ήτανε ομαλή. Δεν ξέρω αν είναι ευτυχισμένοι οι άνθρωποι που έχουνε ζήσει όλη τη ζωή τους πως να πούμε; Επίπεδα. Και μεταξύ, ειδικότερα για τους συναδέλφους μου μπορώ να πω έχω κάποιους συναδέλφους και εγώ που 35 χρόνια που είναι η σταδιοδρομία τους η εκπαιδευτική έζησαν στο ίδιο μέρος, πήγαιναν σχολείο σπίτι καφενείο, σχολείο σπίτι καφενείο και πέρασα τα 35 χρόνια. Εμένα περάσανε με άλλους τρόπους και καμιά φορά φτάνω στο σημείο να λέω μήπως ήταν εκείνοι καλύτερα; Αξίζει τον κόπο κανείς να είναι τόσο στην μπόρα; Να ζεις την μπόρα; Φαίνεται ό,τι κάνει καλό για να επιβιώνει κάνεις μέσα από τις πολλές μπόρες αυτό το σκληραίνει, τον δυναμώνει, τον ενισχύει και νομίζω ότι και σε αυτό οφείλεται το ότι ακόμη υπάρχω και στα 76. Εγώ ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ζήσω. Δεν περνούσε απ' το μυαλό μου όχι τόσα ούτε τα 50. Και όμως.
Ήταν εύκολο τους γονείς σας να σας στείλω στο σχολείο; Πως θυμάστε την απόφαση αυτή στο σπίτι;
Αν πήγαινα, ποιος;
Πήγατε και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο και συνεχίσετε με την ακαδημία. Ήταν εύκολο για τους γονείς σας που ήταν από μια αγροτική περιοχή να το αποδεχτούν αυτό;
Πάρα πολύ δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και ειδικότερα για τους δικούς μας που ήτανε ξεριζωμένοι. Τον καιρό που ήμουνα, γεννήθηκα το 35 και το 46 πήγα σχολείο. Δηλαδή, 11 ετών πήγα πρώτη δημοτικού. Ώς τότε που ήμουνα; Νήπιο δεν μπόρεσα να είμαι, να πάω στο νηπιαγωγείο. Ήρθε ο πόλεμος το 40 και άρχισαν οι περιπέτειες, 4 χρόνια κατοχή. Το '46 μαζευόμαστε στην Πετρούσα που ήτανε πολλά χωριά μαζεμένα εκεί επειδή είχε άδεια σπίτια, το είπαμε, πάμε το Σεπτέμβριο στο σχολείο. Είμαστε παιδιά από 6 ετών μέχρι και 17. Γιατί πάρα πολλοί δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν το δημοτικό και πήγανε να πάνε πέμπτη και έκτη τάξη και να πάρουν απολυτήριο. Και οι μάνες μας όταν έβρεχε κάνανε κάτι μπάλες εκεί από μαλλιά ζώων, τυλίγανε κάναν μπάλες τέτοιες οι οποίες όταν βρεχότανε ήτανε πολύ επικίνδυνες και κλοτσούσανε με κάτι, με κάτι αρβύλα οι μεγάλοι που τα είχανε από την αμερικανική βοήθεια, που είχαν πέταλα εδώ στο τακούνια και μπροστά και οι μάνες φώναζαν: «Θεέ μου προσέξτε να μη χτυπήσετε τα μικρά τα παιδιά». Κινδυνεύαμε, και ο δάσκαλος άνοιξε ένα αλφαβητάριο όταν ήρθε η σειρά μου για να πάω στο σχολείο και λέει: «Τι λέει εδώ;» Εγώ από τον πατέρα μου ήξερα όταν τα βράδια εκεί στην Πετρούσα άναβαν τα πουρνάρια στο τζάκι ο πατέρας μου πότε μας είχε στα γόνατα του εκεί πέρα κι εμένα, με μια πλάκα και κοντύλι μας μάθαινε, μας μιλούσε, μας μάθαινε. Εγώ συλλάβιζα όταν πήγα πρώτη τάξη και «Γράψ' τον Δευτέρα». Από δευτέρα ξεκίνησα μετά 6 μήνες πήγα τρίτη και σε 3 χρόνια ήμουν έκτη δημοτικού. Το '46 πήγα πρώτη και το '49 στο δημοτικό.
Πώς ήταν η ακαδημία και να τα χρόνια, και πως αποφασίσατε να γίνεται δάσκαλος;
Ο δάσκαλος δεν υπήρχε στην σκέψη μου. Σκεφτόμουνα φιλολογία αλλά ήταν αδύνατο να γίνει και ετοιμαζόμουνα μόλις τελείωσα το γυμνάσιο, δεν πήγα στο χωριό, έμεινα στο ίδιο δωμάτιο στη δεύτερη πλατεία Αθάνατων, αγόρασα Μάζη μαθηματικά και φυσική και πήρα επιτομές ιστορίες του ελληνικού έθνους και άρχισα να διαβάζω για την Ευελπίδων, για μια στρατιωτική σχολή απ’ όπου θα μπορούσα να τρώω και να κοιμάμαι. Αλλιώς δεν είχα ακόμα δεν υπήρχε τρόπος και εκεί που διάβαζα έφερε ένα σημείωμα, ήρθε ένα σημείωμα από το χωριό από τον αδερφό μου, το Θεόφιλο που έλεγε: «Βασίλη, ο Κώστας λέει να πας στη Μυτιλήνη στην ακαδημία εκεί πηγαίνουνε και από την Πελοπόννησο, πατριώτες του. Γιατί επειδή έχει ακαδημία και η Ρόδος και είναι απομονωμένα νησιά δεν θα έχουνε πολλούς υποψηφίους». Τότε κάθε σχολή έκανε εξετάσεις μόνη τους και όλα τα πανεπιστήμια, κάθε σχολή έπαιρνε όσους είχε ανάγκη. «Εγώ μπορώ να σου στέλνω και 500 δρχ για να πας να δώσεις εξετάσεις και θα σε βοηθήσω αν πας στην ακαδημία, ότι θα'ναι δύο χρόνια, ίσως θα μπορώ να σε βοηθάω». Και είπα, έστειλα αίτηση για πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης τότε που χρειαζόταν, είχα πάει στην ακαδημία και εκείνο: «Κι εσύ να πας και εγώ θα σε βοηθήσω». Έτσι έχουν ανατραπεί αυτόματα, αμέσως όλα κι άλλαξα και άρχισα να διαβάζω για 10 μέρες περίπου μαθήματα της ακαδημίας και πήγα στην Καβάλα. Τότε την συγκοινωνία αυτή της Καβάλας που πήγαινε στη Μυτιλήνη την είχε ένα καράβι που το έλεγαν «Γεώργιος Φ.», Γεώργιος Φ. και έκανε την λεγόμενη άγονη ζώνη. Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Σαμοθράκη, Αλεξανδρούπολη δεν ξέρω πως έτσι και από κει πήγαινε Λήμνο, Μυτιλήνη. Όταν πήγα στην Καβάλα εγώ πήγα σε ένα ξενοδοχείο, ο κυρ Αριστείδης δεν το ξεχνάω ποτέ, ξενοδόχος λέει, λέω: «Θα αφήσω, να αφήσω τη βαλίτσα και να κατέβω στο λιμάνι να δω με τι θα φύγω». Λέει: «Άσ' τηνα» και την άφησα τη βαλίτσα μου και κατέβηκα στο λιμάνι, βλέπω μου λένε εκεί πέρα: «Το Γεώργιος Φ έχει φύγει προχθές». Περνάει κάθε 15 τελείωσα δεν μπορώ να πάω. Με το Γιώργιος Φ. δεν μπορώ να πάω. Τι θα κάνω τώρα; «Τα μεγάλα τα καΐκια εκεί;» Ρωτάω ξέρω γω. «Πού θέλεις να πας;» Λέω: «Στην Μυτιλήνη». «Λαδάδικα ψάξε». Λαδάδικα ψάξε τι θα πει. Π[02:30:00]άω στα Λαδάδικα εκεί που είναι τώρα οι ταβέρνες στην Καβάλα, ψαροταβέρνες, από πίσω εκεί ήτανε τα Λαδάδικα που φέρνανε από τη Μυτιλήνη λάδια, τα ξεφόρτωναν, πουλούσαν εκεί τα καΐκια και φεύγανε. Πήγα σε έναν λέω: «Θέλω να πάω στη Μυτιλήνη και να μου πείτε αν κάποιο καΐκι θα φύγει». Λέει: «Τι να σου πούμε πάρ' τα ένα-ένα και ρώτα». Πήγα ρώτησα εγώ δε βρήκα. Ξαναπήγα λέω: «Θα έρχομαι να ρωτάω εσάς γιατί αυτά αλλάζουν. Αλλά φεύγουν κι άλλα έρχονται». «Πού θα κοιμηθείς;» Του είπα το ξενοδοχείο και μετά συνεννοήθηκα με έναν από κει από τα Λαδάδικα για να περνάω από εκεί να ρωτάω εκεί αν ήρθε κάποιο καράβι και την δεύτερη μέρα, την δεύτερη κιόλας μέρα μου είπε: «Αυτό το Καπετάν Κωνσταντής θα φύγει για Μυτιλήνη έχει καμιά δεκαριά άδεια βαρέλια επάνω». Πήγα τον ρώτησα τον καπετάνιο λέει: «Θα πας στη Μυτιλήνη;» «Ναι» λέω. «Γιατί;» «Έτσι κι έτσι» λέω «Θα πάω στην ακαδημία». «Αυτό δεν είναι πλοίο, καΐκι είναι. Αντέχεις; Ξαναταξίδεψες;». «Όχι». «Εδώ θα κάνεις και εμετό αν μας βρει, αν μας βρει μπουρίνι να μη λες μετά δεν τα ήξερα». «Ό,τι κι αν γίνει θα πάω. Με παίρνετε;» «Φέρε τη βαλίτσα σου. Δεν ξέρω τι ώρα θα φύγουμε, απόψε θα φύγουμε κατά τα μεσάνυχτα». Έτσι ένας χωροφύλακας και εγώ ανεβήκαμε σ' αυτό το καράβι, σε αυτό το πλεούμενο και φύγαμε και μας έπιασαν κάτι τρικυμίες και τα βαρέλια πηγαινοερχόταν κι εμείς χάλια, εμετούς. Και τελικά περίπου μιάμιση μέρα φτάσαμε στο Μόλυβο και από’ κει με λεωφορείο πήγα στη Μυτιλήνη σε ένα ξενοδοχείο εκεί στην παραλία έκανα ένα μπανάκι και άρχισα να διαβάζω. Μετά δυο μέρες πήγαμε για εξετάσεις, δυο μέρες διήρκησαν οι εξετάσεις. Την πρώτη, τη δεύτερη, την πρώτη μέρα γράψαμε έκθεση, την άλλη μέρα μαθηματικά και κάτι ακόμα, τέσσερα μαθήματα δίναμε μαθηματικά και φυσική. Εκεί στα μαθηματικά εγώ σε 10 λεπτά βγήκα έξω και ήτανε γονείς υποψηφίων και καθηγητές, δάσκαλοι υποψηφίων εκεί. Λέει, μου λέει: «Γιατί έφυγες; Γιατί έφυγες παιδί μου;» Λέω: «Δεν έφυγα έγραψα και». «Τι έγραψες; Ρε συ κάθισε μέσα. Τι έγραψες;» Μου λέει ένας απ' αυτούς με γραβάτα «Τι έγραψες». Λέω: «Δώστε μου ένα χαρτί να σας πω». Τα θέματα τα είχαν και αυτοί απέξω. «Εδώ τι είπες, εδώ τι είπες, εδώ τι έκανες; Αυτός έγραψε». Μαθηματικός ήταν αυτός που ρωτούσε. «Αυτός έγραψε» τους λέει τους άλλους. Και πράγματι ήμουνα πρακτικό εδώ στο γυμνάσιο από την τετάρτη τάξη του γυμνασίου χωρίζαμε, στο πρακτικό πηγαίναμε και στο κλασικό. Εγώ διάλεξα πρακτικό για να μπορώ να πάω σε θετικές επιστήμες όπως είναι και ο στρατός ας πούμε. Και κάναμε καλά μαθηματικά με μια εξίσωση το έλυνα αμέσως το πρόβλημα και ύστερα το απλοποιούσα, το εκλαΐκευα. Σε 5 λεπτά τελείωσα εκείνα με έβαλαν μέσα στην ακαδημία αλλιώς δεν μπορούσα να μπω γιατί δεν ήμουνα ευχαριστημένος τα άλλα μαθήματα που έγραψα. Παρόλα αυτά μπήκα, έτσι σταδιοδρομία. Μετά πήγα Πάντειο, μετά πήγα έξω, ξανά. Δε βαριέσαι.
Τι θυμάστε από τα χρόνια του εμφυλίου; Γιατί πρέπει να ήσασταν στην Αθήνα τότε.
Όχι, ο εμφύλιος είναι '46 – '49 είμαι στην Πετρούσα '46 – '49 είμαστε πρόσφυγες στην Πετρούσα ο πατέρας μου και ο αδερφός μου είναι αντάρτες στο αντάρτικο της Δράμας και έρχονται στο σπίτι το 44, το Δεκέμβριο του 45 απολύονται, το 46 το Μάιο μήνα ο πατέρας μου μια μέρα πελεκούσε ένα ξύλο τέτοιο για να το κάνει χερούλι για σκεπάρνι. Στο το σπίτι που μέναμε είχε ένα τσιμέντο διάδρομο μόλις έμπαινες μέσα αυτή μεγάλη πόρτα και απέναντι ήταν η κουζίνα και εδώ είχε δύο σκαλάκια, καθόταν στην κουζίνα στα σκαλάκια της κουζίνας, που ανέβαινε και στο δεύτερο όροφο και πελεκούσε και μπήκαν μέσα τρεις-τέσσερις ΕΛΑΣίτες. Και «Καλημέρα συναγωνιστά. Τι, αυτό το χιτώνιο σου», το ακουμπάει έτσι το χιτώνιο «Πολύ ωραίο. Εμείς κρυώνουμε στα βουνά. Τέτοιο ζεστό που θα το βρούμε;». Και το ξεκουμπώνουν και το παίρνουν. «Να μας δώσεις και το παντελόνι». Ο πατέρας μου όταν φύγαν είδα για πρώτη φορά τον πατέρα μου να δακρύζει. Έμεινε με το σώβρακο, δεν είχε πουκάμισο. Πω, πω ένα βάρος είχα μια απογοήτευση απερίγραπτη. Τους κυνηγούσανε τους αυτούς που ήταν στα εθνικά αντάρτικα αναγκαστικά τον, και τον αδερφό μου τον έδειραν μερικές φορές τον Τάσο. Εκεί όμως έχουμε αρκετά συνέλθει γιατί μας έδωσαν έναν πρόχειρο κλήρο, το δουλεύαμε. Μες στον εμφύλιο το '48, το '47 ο πατέρας μου απ’ το Θεόφιλο πήραν από την αγροτική τράπεζα ένα άλογο με το οποίο οργώναμε τα χωράφια μας και αρχίσαμε μια, να είμαστε άνθρωποι να έχουμε δικό μας εισόδημα, κάναμε καπνά, σιτάρι, είχαμε συνέλθει. Αν δεν είχαμε φύγει από την Πετρούσα θα ήταν τελείως διαφορετική η ζωή μας. Και όμως υποστήκαμε αυτή τη βλακεία του ελληνικού Δημοσίου να θεωρεί επαναπατρισμό σε χωριό που δεν έχει σπίτια. Και από κει άρχισε μια δεύτερη μεγάλη περιπέτεια επιβίωσης, άνιση. Και που είναι, μας σημαδεύει.
Η χούντα που σας βρήκε;
Η χούντα εδώ ήμουνα βοηθός στο γραφείο του Βλαχιά στη Δράμα. Και όταν ήρθε η ώρα να φύγω για τη Γερμανία και ήθελα διαβατήριο δε μου δίνουν διαβατήριο..Τότε ο κουμπάρος μου ο Σταυριανίδης ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγων των δασκάλων της Δράμας και λέω: «Ρε κουμπάρε τι θα γίνει; Αργεί το διαβατήριο». Λέει: «Να ρωτήσω». Ρωτήσανε δεν ήταν έτοιμο. Το έβγαζε το Σύνταγμα, το θεωρούσε το Σύνταγμα το 19 Σύνταγμα είχε έδρα εδώ πέρα. Και λέει Σκουλίδης ήταν πρόεδρος τότε. Η μαμά σου είναι νηπιαγωγός;
Ναι.
Και η γυναίκα του νηπιαγωγός η Δέσποινα. Παίρνει τηλέφωνο το διοικητή. Λέει: «Ποιον αυτόν τον κουμουνιστή θα τον στείλουμε στη Γερμανία;» «Τι λέτε; Είστε στα καλά σας; Ποιον κουμουνιστή;» Ερχόμαστε εκεί να πάρουμε το διαβατήριο και όλο το Διοικητικό Συμβούλιο πηγαίνεις στο 19 Σύνταγμα στη λεωφόρο στρατού κάν[02:40:00]ει φασαρία εκεί, μου φέρνουν το διαβατήριο, το διαβατήριο. Με εκείνο έφυγα στη Γερμανία. Το 68 Πρωτοχρονιά ήμουνα στη Γερμανία.
Για έναν άνθρωπο που έζησε στα χρόνια που ζήσατε είχατε μια ζωή που ζουν οι άνθρωποι τώρα. Ταξίδια για επαγγελματικούς σκοπούς, πτυχία έξω, διαφορετική ζωή. Πως τα καταφέρατε; Γιατί τώρα όλοι όσοι το κάνουν, όλοι όσοι το κάνουμε έχουμε μία πεπατημένη. Εσείς κάνατε κάτι που δεν υπήρχε τότε. Πως το αποφασίσατε να ζήσετε μια τέτοια ζωή;
Δεν υπήρχε και άλλος δρόμος για μας. Όταν αυτό είναι μονόδρομος δεν μπορεί, θα τον ακολουθήσεις ή επιβιώνεις ή χάνεσαι. Όταν εγώ λέω τώρα στο γιο μου που είναι 30 ετών και λέει: «Θα πάω στο Αιγαίο» και παίρνει το αυτοκίνητο λέω: «Σταύρο εγώ κατέβηκα από το πέρασμα στην Πετρούσα δυο φορές με τα πόδια, παιδί. Πέρασα 50, περπάτησα 50 χιλιόμετρα μέσα απ'τα βουνά. Και τώρα εσύ θα πας 500 μέτρα και θες αυτοκίνητο». Γελάει: «Άλλες εποχές» λέει. Οι άνθρωποι είναι ίδιο όμως δεν είμαι υπεράνθρωπος εγώ. Ανθρωπάκι είμαι σαν εσένα και πολύ χειρότερα. Και όμως οι περιστάσεις είναι αυτές που καθορίζουν την μοίρα του ανθρώπου. Άλλοι επιβιώνουνε κι άλλοι δεν μπορούν.
Τι σας έδινε δύναμη;
Γεγονός η αλήθεια η μεγάλη αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος αντέχει πάρα πολλά. Έχει πάρα πολλές δυνάμεις που ποτέ δεν μπορεί να φανταστεί ότι μπορεί να τις αξιοποιήσει. Αντέχει και στην πείνα, και στο κρύο, και στην ταλαιπωρία. Πολύ περισσότερο απ' όσο νομίζεις. Θα πεθάνω από την πείνα λέμε επειδή δε φάγαμε το μεσημέρι και πέρασε. Βλακείες.
Τι σας έδινε δύναμη εσάς, για να συνεχίζετε;
Κοίταξε, πιστεύω ότι δεν το έχω, δεν το έχω μελετήσει δεν έχω και κανα λόγο να το κάνω αλλά απ' ό,τι είδα, διάβασα, άκουσα πρώτος παράγοντάς είναι αυτή η εσωτερική δύναμη της επιβίωσης. Δηλαδή πρέπει να ζήσεις δεν παραιτείται ο άνθρωπος εύκολα αν, αν δεν θιγεί Ο εγκέφαλος του, το μυαλό του. Αν δεν αποφασίσει να πεθάνει δεν απεθαίνει εύκολα εκτός αν τώρα να έχουν τον καρκίνο που δεν σε ρωτάει. Αλλά από τις περιστάσεις εύκολα δεν πεθαίνει ο άνθρωπος. Εδώ έχουμε περιπτώσεις ανθρώπων που έζησαν τουρτουβάκια με πολύ, με λίγο ζουμί και με πολύ λίγο ψωμί χρονιά. Επιβίωσαν, έζησαν και μας μίλησαν μετά 30 – 40 χρόνια έχει αντοχές ο άνθρωπος. Εκείνο όμως που τον κρατάει πιο πολύ στη ζωή είναι η πίστη στη ζωή. Υπάρχει ένας, μια φωνή μέσα μας που δεν την ακούμε και εμφανίζεται φαίνεται σ' αυτές τις περιόδους τις δύσκολες που λέει όχι θα ζήσεις. Έχεις υποχρέωση να ζήσεις το γιατί; Δεν έχει τόση αξία. Το γιατί. Δε νομίζω ότι πρωτεύει, πρώτα το ένστικτο της επιβίωσης είναι πολύ δυνατό στον άνθρωπο. Ο πρώτος είναι αυτός και μετά έρχεται, έρχονται άλλοι, άλλες αξίες όπως η αξιοπρέπεια, το φιλότιμο, η αγάπη για τους άλλους, το τι θα πει η μάνα μου, τι θα πει ο πατέρας μου, τι θα, πως θα ακουστεί και κάνεις υπομονή, αντέχεις. Νομίζω ότι είναι είναι πολύπλοκο το θέμα γιατί ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό.
Άρα πως έρχονται τα πράγματα στη ζωή; Θέλουν προγραμματισμό, όνειρα ή τύχη ή κάτι άλλο;
Αυτός που ορίζει, ορισμός έρχεται σε μια περίοδο που άλλοι ευθύνονται αν θα επιζήσεις ή όχι. Όταν αρχίζεις μετά τα 12 να αξιολογείς τη ζωή με τις δυνατότητες που έχεις οι οποίες διαφοροποιούνται αυτές οι, οι οι αξίες το ποιος είσαι και που πας. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα για το οποίο ο άνθρωπος υπάρχουν και γέροι που έχουν, πλησιάζει να πεθάνουν το έχουνε συνειδητοποιήσει. Αλλά συνήθως ο άνθρωπος αρχίζει να ανησυχεί μετά τα 12, εκεί που πεισμώνει να σταθεί όρθιος ότι αντιμετωπίζει γιατί αισθάνεται ότι είναι προνόμιο να επιβιώνεις, να ζήσεις. Και είναι, είναι χρέος να ξεπεράσεις εμπόδια. Αρχίζει αυτό που λέμε η προσωπική ευθύνη. Παίζω και εγώ κάποιο ρόλο δεν είμαι κάτι που το φυσά ο άνεμος και πέφτει αμέσως και από τότε πιστεύω ότι αρχίζει ο άνθρωπος να συγκροτείται ως μονάδα και όσο είναι, αρχίζει να είναι σκεπτόμενοι μονάδα τόσο περισσότερο ο ρόλος, ο ρόλος του στην ζωή αποκτά νόημα. Και οι επιλογές πάντοτε δεν είναι προσωπικές έχει και περιστάσεις που έρχονται απέξω, παρεμβαίνουν εξωτερικοί παράγοντες και ορίζουν την ζωή. Ορίζουν την ζωή και δεκτά είναι όλα. Ο άνθρωπος δεν είναι παντοδύναμος, είναι μια οντότητα που εξαρτάται από το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Βρέθηκε, είχες την τύχη να βρεθείς με ανθρώπους που κατανοούν το συνάνθρωπο επιβιώνεις. Ζεις με ανθρώπους που θεωρούν τον, τον άλλον άσχετο με τον εαυτό τους μπορεί να χαθείς. Βέβαια, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις βίας, κοινωνικής βίας όπως είναι οι πόλεμοι, όπως είναι κι άλλοι πολλές στιγμές βίας. Δεν ξέρω γιατί αποφασίζει να, να ασκεί βία ο άνθρωπος. Άλλο τι πιστεύει ότι αδικείται, άλλοτε πιστεύει ότι κινδυνεύει, άλλοτε πιστεύει ότι θίγεται το εγώ του αυτό το τελευταίο είναι το πιο φθηνό. Ο πιο φθηνός λόγος για να ασκήσεις βια πάνω σε άλλον. Πάντως, όσο και να προσπαθεί ο άνθρωπος έχει πτυχές ο κόσμος ο ψυχικός και ο νοητικώς κόσμος του ανθρώπου, έχει περιοχές που δύσκολα εξερευνιούνται και δύσκολα και πολύ εύκολα μπορούν να συμβούν. Δηλαδή όταν λένε ότι: «Γιατί τον άκουσες αφού ήταν λάθος αυτό που σου έλεγε. Γιατί τον πίστεψες;» Μπορεί να πεις: «Αν ήταν τώρα δεν θα το πίστευα τότε όμως οι δυνατότητες που είχα ήταν τόσες που υπέκυψα και δεν ξέρω αν της είχα αυτές τις δυνατότητες τις τωρινές μου τότε στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα μπορούσα να αντισταθώ, τότε δεν μπορούσα». Δηλαδή πάλι έρχονται οι περιστάσεις έτσι δεν είναι; Το περιβάλλον. Δεν ξέρω είμαστε[02:50:00] εξαρτώμενα άτομα, είμαστε, είμαστε κάτι ανάμεσα στα όλα.
Τα βιβλία;
Τίποτε γι' αυτό και λέμε από το τίποτε ως το κάτι είμαστε. Να μην το παίρνουμε πάνω μας στην πραγματικότητα νομίζω ότι δεν είμαστε και τίποτα έρχονται στιγμές που άνθρωπος παρά του ότι έχει πολύ σημαντικά βιώματα αισθάνεται ότι δεν είναι τίποτε. Γιατί; Γιατί αναγνωρίζει, αναγνωρίζει την ματαιότητα του ή την μικρότητα του μπροστά από τη φύση, την ανερμήνευτη, την ανεξερεύνητη φύση και τον εγκέφαλο που δεν ξέρουμε τι, πως η δυνατότητα έχει. Είναι ο πιο περίπλοκος μηχανισμός ο εγκέφαλος του ανθρώπου από την λένε γιατροί ίδιοι. Ο πιο περίπλοκος μηχανισμός και δεν ξέρουν πάρα πολύ λίγα, πολύ λιγότερο από το 5% από τις δυνατότητες του εγκεφάλου μου έλεγε ένας γιατρός. Δεν τον ξέρουμε τον άνθρωπο. Έχει μια μηχανή ο άνθρωπος που τρέχει 10.000 χρόνια στο δευτερόλεπτο. Δεν είναι φοβερό;
Τα βιβλία πώς ήρθα στη ζωή σας;
Πάντοτε είχα έτσι μια προδιάθεση να σημειώνω και επειδή δεν έχω και καλή μνήμη τα έκανα στάσεις που δεν επηρεάζονται τόσο πολύ από το χρόνο. Αυτά τα γραπτά τα κειμενάκια που και αύριο μπορείς να τα διαβάσεις και μετά από πέντε χρόνια μπορείς να διαβάσεις, το ίδιο είναι παραμένει. Με έκαναν μερικά τέτοια πράγματα να κρατάω σημειώσεις και πάντα δεν είχα καλή μνήμη. Δηλαδή δεν μπορούσα να αποστηθίζω κείμενα και όταν το ήθελα δεν μπορούσα να το κάνω. Άρα έπρεπε να βρω έναν άλλον τρόπο και ύστερα όταν ωρίμασα, πήρα πια το να επιζήσω πέρασε δηλαδή τι θα φάμε αύριο, τι θα ντυθούμε, όταν αυτό ξεπεράστηκε που ήτανε εντελώς απαραίτητο στη ζωή μας και ήτανε το μοναδικό που μας, που λέγαμε αν δεν φάω τι θα γίνω; Αν δεν έχω να ντυθώ είμαι, πως θα κυκλοφορώ; Εμείς ζήσαμε πράγματα που άλλοι δεν μπορούν να φανταστούν αυτή την εποχή. Τώρα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ένα παιδί το '45 είχε για παντελόνι μόνο ένα καπούτ που ήτανε μια πιθαμή πλάτος και ήταν για παντελόνι και για σώβρακο. Και εγώ όταν είχε σκιστεί από πίσω αυτό, η ραφή αυτή στο σχολείο ήμουνα τετάρτη δημοτικού, φαινόταν ο κώλος μου και με σήκωνε στον πίνακα και πήγαινα πλάγια για να γράψω έτσι να μη φαίνομαι από πίσω. Απίθανα πράγματα δεν περνάει τώρα από το μυαλό σου, δεν περνάει απ' το μυαλό σου όσο και να θέλεις. Τι λεει αυτός τρελός είναι; Φορούσαμε το βράδυ τα πλένε ένα πουκάμισο χωρίς γιακά, πουκαμίσα τα λέγανε έτσι ήταν κομμένο και δυο μανίκια εδώ πέρα δύο μπουριά και τα λέγαμε πουκάμισα. Το βράδυ τα πλενε η μαμά μου μόλις κοιμόμασταν τα πλύνε το πρωί για να τα φορέσουμε, δεν είχαμε άλλα. Και τώρα πας στην ντουλάπα λες τι θα βάλω; Και όμως είναι ανθρώπινο, συμβαίνει, έχει συμβεί. Το ζήσαμε.
Σ' αυτή την πορεία σας, τελευταία ερώτηση, ποιον άνθρωπο μνημονεύετε; Ποιον δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
Λυπάμαι γιατί δεν είπα ευχαριστώ τον καιρό που έπρεπε σε ανθρώπους που με βοήθησαν πάρα πολύ. Μια καθηγήτρια μου στην ακαδημία, η Βασιλειάδου, με έβαλε στο ορφανοτροφείο για να μπορώ να τρώω και να κοιμάμαι για να σπουδάσω. Ο άντρας της ήταν διευθυντής ο Θεόδωρος ο Σχοινάς. Τους ανθρώπους αυτούς ενώ ήμουνα στη Θεσσαλονίκη χρόνια και ήξερα ότι ο Θόδωρος ο Σχοινάς ήταν θεσσαλονικιός και η Βασιλειάδου ήταν θεσσαλονικιά δεν τους έψαξα να τους βρω να τους πω: «Δεν μπορώ να σας ξεχάσω». Έχω κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις. Η μόνη ανθρώπινη, πώς να πούμε, δε συγχωρώ την αχαριστία όλα τ' άλλα μπορεί κάτω από κάποιες περιόδους, κάποιες περιστάσεις, κάποιες συνθήκες μπορεί και να πεις και ναι και όχι. Αλλά τον ευεργέτη σου δεν είναι δυνατόν, δεν είσαι άνθρωπος αν δεν αναγνωρίζεις την ευεργεσία. Είναι απάνθρωπο. Θυμάμαι με πολλή, πολλή ευγνωμοσύνη τους ανθρώπους που μου στάθηκαν στη ζωή και δεν είναι λίγοι. Και το μόνο παράπονο που με πικραίνει πάρα πολύ είναι που δεν μπόρεσα όταν πέθανε ο πατέρας μου να είμαι στην κηδεία του. Αυτά για εξομολόγηση.
Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ αν έχετε να προσθέσετε κάτι ακόμη.
Όχι δεν θέλω τίποτα.
Να’ στε καλά.
Ευχαριστώ πάρα πολύ, δεν ξέρω αν θα σου είναι χρήσιμα αυτά, αλλά.
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ένας άνθρωπος που στα 86 χρόνια του μπορεί να συνοψίσει την ιστορία της Ελλάδας και να δείξει με τον δρόμο του πως η ψυχή δεν πεθαίνει ποτέ. Όσα και αν περάσει, είναι εκεί και επιμένει γνωρίζοντας πως οφείλει να παλέψει. Γιατί πάντα υπάρχει κάτι παρακάτω.
Narrators
Βασίλειος Χατζηθεοδωρίδης
Field Reporters
Αναστασία Πολίτογλου
Tags
Interview Date
14/08/2021
Duration
177'
Part of the interview has been removed for legal issues.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ένας άνθρωπος που στα 86 χρόνια του μπορεί να συνοψίσει την ιστορία της Ελλάδας και να δείξει με τον δρόμο του πως η ψυχή δεν πεθαίνει ποτέ. Όσα και αν περάσει, είναι εκεί και επιμένει γνωρίζοντας πως οφείλει να παλέψει. Γιατί πάντα υπάρχει κάτι παρακάτω.
Narrators
Βασίλειος Χατζηθεοδωρίδης
Field Reporters
Αναστασία Πολίτογλου
Tags
Interview Date
14/08/2021
Duration
177'