«Με Χούντα μπήκα, με Χούντα βγήκα»: σπουδές και στρατιωτική θητεία στα χρόνια της δικτατορίας
Segment 1
Παιδικά χρόνια στο Παγκράτι και την Καλλιθέα και το γενεαλογικό δένδρο
00:00:00 - 00:16:52
Partial Transcript
Λέγομαι Ανδρέας Καλοκαιρινός, είμαστε στο Ηράκλειο Κρήτης, σήμερα είναι Σάββατο 21 Αυγούστου 2021. Θέλετε να ξεκινήσουμε με το όνομα κα… μετά από αυτό πέθανε από καρδιακή προσβολή. Έτσι, λοιπόν, και η γιαγιά Ελένη ήταν χήρα για πάρα πολλά χρόνια. Αυτά για το γενεαλογικό μου.
Lead to transcriptSegment 2
Το μπακάλικο και οι διακοπές στα Χανιά
00:16:52 - 00:20:52
Partial Transcript
Ήθελα να σας ρωτήσω λίγο πριν που είπατε για το μπακάλικο αυτό στο Ηράκλειο, εσείς το είχατε προλάβει ως παιδί; Ναι, βέβαια! Το μπακάλικο … Γιάννη, κατά σύμπτωση, ήταν ο μετεωρολογικός σταθμός, αλλά σχεδόν δίπλα και τα σπίτια των θείων, τα σπίτια τα οποία είχε χτίσει ο παππούς.
Lead to transcriptSegment 3
Η εμπειρία στο Πειραματικό Γυμνάσιο
00:20:52 - 00:45:56
Partial Transcript
Γυμνάσιο. Στο Γυμνάσιο ήταν μια πολύ καλή εμπειρία. Το Πειραματικό ήταν ένα σχολείο πολύ ενδιαφέρον. Είχαμε Διευθυντή τον κύριο Μελανίτη, ο …πράβο, μπράβο παιδί μου» μου λέει. Ωραία στιγμή, ήτανε αγωνία μεγάλη. Είχα γράψει καλά. Πίστευα πως είχα γράψει καλά, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Lead to transcriptSegment 4
Οι μέρες ανόδου της Δικτατορίας
00:45:56 - 00:50:03
Partial Transcript
Ιατρική μπήκα τον Σεπτέμβρη του ’67. Η «Εθνοσωτήριος Επανάσταση» συνέβη τον Απρίλη του ’67, όταν ήμουν στην έκτη τάξη του Γυμνασίου. Την θυμ…έλεσμα των εκλογών, αν θέλουν να κάνουν δικτατορία». Και, πράγματι, μετά από λίγες μέρες έγινε δικτατορία. Βγήκε αληθινός ο Σταματόπουλος.
Lead to transcriptSegment 5
Δικαστική νίκη απέναντι στη Χούντα
00:50:03 - 00:52:48
Partial Transcript
Στο Πανεπιστήμιο είναι αυτό που λέμε: «με Χούντα μπήκα, με Χούντα βγήκα.» Δηλαδή, μπήκα το ’67, τέλειωσα το ’74. Ιατρική είναι έξι χρόνια, α…αι τελικά την κερδίζουμε αυτή την υπόθεση. Το δικαστήριο αποφασίζει ότι είναι έκπτωτη η διοίκηση του συλλόγου και πρέπει να γίνουν εκλογές.
Lead to transcriptSegment 6
Τιμωρητική κλήση στράτευσης
00:52:48 - 00:55:31
Partial Transcript
Και λίγο πριν γίνουν οι εκλογές στους Συλλόγους, βγαίνει μια απόφαση- Αναγκαστικός Νόμος ήταν, νομίζω- νόμος ήτανε, ο οποίος έλεγε ότι η ανα… παιδιά, τα οποία μπήκαν, τους βάλανε με την ψιλή μηχανή και τους κουρεύανε το βράδυ εκείνο, ενώπιων όλων, ήταν μια εικόνα έτσι λίγο άγρια.
Lead to transcriptSegment 7
Ο ρόλος του Ρήγα και της Κ.Ν.Ε. στην προσφυγή κατά της Χούντας
00:55:31 - 00:56:53
Partial Transcript
Ήθελα να σας ρωτήσω για την προσφυγή που είπατε προηγουμένως. Αυτό έγινε- είπατε- στο έκτο έτος; Δηλαδή το- Ναι, ναι. Στο έκτο έτος. Αυτό …ης όλης κινητοποίησης μετά. Μετά έγινε η Νομική, το Πολυτεχνείο. Αλλά οι πρώτες- πρώτες κινήσεις ήταν αυτές. Αρχές του ’73 αν θυμάμαι καλά.
Lead to transcriptSegment 8
Η στρατιωτική θητεία στην Καλαμάτα και το μετά
00:56:53 - 01:06:49
Partial Transcript
Στην Καλαμάτα, όπως είπα, ανεβήκαμε μαζί με την τώρα σύζυγό μου, τη Μαρία, τον εξάδελφό της και τον φίλο, ο οποίος είχε το Volkswagen, με τα…προσθέσετε κάτι άλλο. Ωραία, οπότε ευχαριστώ πολύ και πάλι και μπορούμε να μιλήσουμε ξανά στο μέλλον συμπληρωματικά. OK, στη διάθεσή σου.
Lead to transcript[00:00:00]
Λέγομαι Ανδρέας Καλοκαιρινός, είμαστε στο Ηράκλειο Κρήτης, σήμερα είναι Σάββατο 21 Αυγούστου 2021. Θέλετε να ξεκινήσουμε με το όνομα και την καταγωγή σας;
Λέγομαι Μπάμπης, Χαράλαμπος, Μπάμπης, Σαββάκης και γεννήθηκα στην Αθήνα το 1949. Οι γονείς μου… Ο πατέρας μου ήταν από την Κρήτη, από τα Χανιά και οι δυο γονείς του Χανιώτες. Η μητέρα μου από το Λουτρό Κορινθίας, απ’ όπου ήταν ο παππούς μου και η γιαγιά μου από τις Μυκήνες, ένα κοντινό χωριό, κοντά στις Μυκήνες. Γεννήθηκα στην Αθήνα 12 Μαρτίου του ’49 και το πρώτο μας σπίτι ήταν στο Παγκράτι, στην πλατεία Μεσολογγίου «Περιβολάκι» γνωστό στους Παγκρατιώτες. Όπου μείναμε τα πρώτα επτά χρόνια της ζωής μου. Πρώτη δημοτικού πήγα στο 1ο Δημοτικό Σχολείο στο Παγκράτι, απέναντι από το άλσος Παγκρατίου. Να πω λίγα πράγματα για το όνομά μου. Το «Χαράλαμπος» δεν είναι… «Δημήτρης» θα λεγόμουν, γιατί Δημήτρης ήταν ο παππούς μου. Κι έτσι είχε συμφωνήσει ο πατέρας μου με έναν ξάδερφό του, γιο του αδελφού της μητέρας του. Κωστής Καστρισιανάκης ήταν ο θείος του πατέρα μου και Χαράλαμπος ήταν ο γιος του. Έναν μήνα πριν γεννηθώ, στις 12 Φεβρουαρίου του ’49 ο Χαράλαμπος Καστρισιανάκης σκοτώθηκε. Ήταν ανθυπολοχαγός του Εθνικού Στρατού και σκοτώθηκε στη Μάχη της Φλώρινας. Μάλιστα υπάρχει μια ιστορία σε αυτό, γιατί ήταν ο διοικητής μιας διμοιρίας που υπερασπιζόταν τον «λόφο 1033» τον λόφο τον οποίο έπρεπε να πάρει ο Δημοκρατικός Στρατός για να καταλάβει την Φλώρινα. Δεν τα κατάφεραν, κράτησαν τον λόφο τρεις ώρες. Αυτός παραδόθηκε για να συνομιλήσει με τους του Δημοκρατικού Στρατού για τους υπόλοιπους. Οι αντάρτες υποχώρησαν και υποχωρώντας, τον σκότωσαν. Τον εκτέλεσαν. Αυτή είναι η ιστορία, με λίγα λόγια, του Χαράλαμπου. Ο οποίος ήταν ένα παιδί- φαίνεται- πάρα πολύ έξυπνο και προικισμένο- όλοι λένε ότι ήταν…- και πήγε στον στρατό διότι… από ιδεολογία, ήθελε να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Αυτή ήταν η… Και μάλιστα επέμεινε να ανέβει στο Μέτωπο, διότι είχε τραυματιστεί πριν και είχε δικαίωμα να μείνει στην Αθήνα, αλλά επέμεινε να ανέβει στη Φλώρινα. Με βάφτισε ο μικρός του αδερφός. Ο Χαράλαμπος πέθανε 21. Ο μικρός του αδερφός ήταν 15 χρονών και με βάφτισε, ο Γιώργος ο Καστρισιανάκης. Ο Γιώργος ο Καστρισιανάκης ζει ακόμα και μου είπε την ιστορία αυτή του αδερφού του και ξέρω κι έτσι και για το όνομα. Το ήξερα, αλλά τις λεπτομέρειες αυτές δεν τις ήξερα για τον Χαράλαμπο. Από το Παγκράτι θυμάμαι το Περιβολάκι, η πλατεία Μεσολογγίου με δέντρα. Και η πρώτη μου ανάμνηση από εκεί πέρα, ήταν η μπάντα. Κάθε τόσο η μπάντα του Δήμου ερχόταν κι έδινε μια συναυλία. Και το θυμάμαι αυτό διότι τρελαινόμουν να την ακούω. Πήγαινα κάτω από το βάθρο, εκεί πέρα που παίζανε, και καθόμουνα όλη την ώρα. Ένα άλλο πράγμα στην εποχή εκείνη που μου είχε κάνει εντύπωση- το θυμάμαι τώρα- είναι ότι 6 χρονών πήγαινα από το σπίτι στο σχολείο με τα πόδια και γύρναγα μόνος μου ή με παρέα, με τα παιδάκια της γειτονιάς. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ήταν ένας δρόμος τελείως ήσυχος. Λίγο ανηφορικός και θυμάμαι αυτό τον ανήφορο που κάθε μεσημέρι τον ανέβαινα με την τσάντα μου. Καμιά φορά μου φαινόταν πολύ βαριά. Όταν τέλειωσε η πρώτη Δημοτικού, μέσα στο καλοκαίρι, μετακομίσαμε. Πήγαμε στην Καλλιθέα, στο σπίτι το προικιό της μητέρας μου. Υπάρχει μια ιστορία εκεί για τη μετακόμιση αυτή, πάρα πολύ δυνατή και δεν θα την ξεχάσω ποτέ, διότι το σπίτι το οποίο μέναμε στην Καλλιθέα ήταν το σπίτι της θείας της μητέρας μου, αδελφή της μητέρας της, της γιαγιάς Κατίνας. Την λέγαμε «γιαγιά Κατίνα» σε αντίθεση με την γιαγιά Ελένη που ήτανε η γιαγιά η κανονική. Η γιαγιά Κατίνα ήταν χήρα. Στο σπίτι αυτό μέναμε, παρόλο που το σπίτι είχε πουληθεί στην Κατοχή για να… Χρειαζόντουσαν χρήματα για τη θεραπεία του άντρα της, της Κατίνας, ο οποίος είχε αρρωστήσει από καρκίνο. Και το πούλησαν, όπως- όπως. Αλλά μετά την απελευθέρωση, αυτές οι αγοροπωλησίες που έγιναν στην Κατοχή, κρίθηκαν άκυρες ή κάτι… Και μπορούσες να μένεις σε αυτό το σπίτι. Αυτός που είχε αγοράσει το σπίτι, πήγε στα δικαστήρια και τελικά την κέρδισε αυτή την υπόθεση. Μιλάμε τώρα για το 1956. Η αγοραπωλησία- όπως καταλαβαίνεις- έγινε το ’43, ’42-’43. Κι έτσι, αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε, έπρεπε να φύγουμε από εκεί. Να πω ότι η γιαγιά Κατίνα δεν την άντεξε τη μετακόμιση. Λίγους μήνες μετά τη μετακόμιση, πέθανε. Και θυμάμαι ότι οι γονείς μας δεν μας το είπαν αλλά, ξαφνικά, ζήτησαν, εγώ και η αδελφή μου, να πάμε σε μια θεία μας, αδελφή του πατέρα μου, για δύο ημέρες. Και όταν γυρίσαμε, μας είπαν ότι έφυγε η γιαγιά η Κατίνα. Η αδελφή μου, Ελένη, γεννήθηκε 1,5 χρόνο μετά από εμένα. Και αυτή πήγε σχολείο, κατευθείαν, στην Καλλιθέα. Στην Καλλιθέα, μέναμε στο ύψος του Αγίου Σώστη. Τώρα, αυτή την στιγμή, που είναι στη Λεωφόρο Συγγρού- δίνω μια τοποθεσία- στην γωνία των οδών Καλυψούς και Ηρακλέους. Το απέναντι σπίτι ήταν στον Δήμο Αθηναίων, εμείς ήμαστε το τελευταίο σπίτι του Δήμου Καλλιθέας. Απέναντί μας βρισκόταν ένας βράχος, ο οποίος μου φαινόταν βουνό ολόκληρο και μου άρεσε πάρα πολύ να τον ανεβαίνω. Με κίνδυνο, γιατί ήταν πάρα πολύ απότομος. Από την κορφή του, είχε μια καταπληκτική θέα μέχρι την Σαλαμίνα, φαινόταν η θάλασσα. Ανεβαίναμε πότε-πότε, εκεί παίζαμε ατέλειωτα παιχνίδια με την γειτονιά, ήτανε πάλι, ένας δρόμος πάρα πολύ ήσυχος, δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος καν. Και οι δυο δρόμοι ήταν χωματόδρομοι εκείνα τα χρόνια. Στο σχολείο, ήμουνα αυτό που λένε «ο καλός μαθητής». Μου άρεσε πάρα πολύ να διαβάζω, αν και οι γονείς μου συνέχεια μου κουνούσαν το δάχτυλο και μου ‘λεγαν: «Διαβάζεις πολλά εξωσχολικά. Να προσέχεις πάρα πολύ τα μαθήματά σου». Παρόλα αυτά, έπαιρνα καλούς βαθμούς και δεν είχα πρόβλημα. Η μανία μου η μεγάλη ήταν το διάβασμα. Οι συγγενείς και φίλοι το ήξεραν αυτό και κάθε φορά που ερχόντουσαν επίσκεψη- έτσι το λέγαν: «ήρθε ο θείος και η θεία επίσκεψη»- πάντα κρατούσαν ένα βιβλίο. Ήξεραν ότι μ’ άρεσε ο Ιούλιος Βέρν, είχα διαβάζει όλο τον Ιούλιο Βερν. Θυμάμαι μάλιστα ότι η κύρια πόρτα του σπιτιού είχε ένα τζάμι θολό, δεν μπορούσες να βλέπεις από την άλλη μια μεριά, αλλά μπορούσες να βλέπεις την εικόνα, το περίγραμμα του ανθρώπου που ήταν απέξω. Όταν λοιπόν, χτυπούσαν το κουδούνι και ερχόντουσαν, κοιτούσα «κρατούνε κάτι;» Και συνήθως κρατούσαν κάτι και ήταν ένα βιβλίο. Και μόλις ερχόντουσαν, έπαιρνα το βιβλίο και εξαφανιζόμουν στο δωμάτιό μου και άρχιζα να το διαβάζω. Ήτανε η μεγάλη μου χαρά αυτή. Τα χρόνια λοιπόν, εκείνα ήταν καλά χρόνια. Υπήρχε παρέα στον δρόμο, στο διπλανό σπίτι ήταν δυο δίδυμα παιδιά στην ηλικία μου, ένα χρόνο μικρότερα -νομίζω, ναι-και μ’ αυτούς παίζαμε ατέλειωτες ώρες… κρυφτό, ό,τι μπορείς να φανταστείς.
Καθαυτά τα σπίτια, τόσο στην Καλλιθέα όσο και στο Παγκράτι, τα θυμάστε; Πώς ήταν η δομή τους-
[00:10:00]Ναι, όλα αυτά ήταν μονοκατοικίες. Το διπλανό μας σπίτι ήτανε σχεδόν διώροφο, είχε κάτι σαν ημιυπόγειο από κάτω και ανέβαινες κάποιες σκάλες για να ανέβεις στο… Όλα τα άλλα σπίτια ήταν μονοκατοικίες. Το δικό μας σπίτι ήταν μια μονοκατοικία με είσοδο στην οδό Καλυψούς κι ένα μικρό κηπάκι στην γωνία ανάμεσα στην Καλυψούς και στην Ηρακλέους. Το κηπάκι το παρακολουθούσε ο πατέρας μου. Το πρόσεχε πάρα πολύ, είχε ωραία φυτά. Ελάχιστο, πρέπει να ήταν πολύ, πολύ μικρό. Το σπίτι ήτανε πολύ απλό, είχε ένα κεντρικό χολ. Μπαίνοντας είχε ένα μεγάλο δωμάτιο χολ, στο οποίο άνοιγαν τρεις πόρτες. Η μια, δεξιά, ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών μου. Αριστερά ήταν το σαλόνι, το οποίο συνήθως ήταν κλειστό και το καλοκαίρι ήταν και το πιο κρύο δωμάτιο του σπιτιού και τον χειμώνα και το πιο κρύο δωμάτιο του σπιτιού. Στο κεντρικό χολ-χολ το λέγαμε- υπήρχε μια μεγάλη σόμπα. Αρχικά, θυμάμαι ότι η σόμπα αυτή ήταν ξυλόσομπα. Μετά αντικαταστάθηκε από μια σόμπα πετρελαίου και το φουγάρο περνούσε από το επόμενο δωμάτιο, το οποίο ήταν επίσης ζεστό. Υπήρχε, λοιπόν, αυτό το δωμάτιο… Η άλλη πόρτα άνοιγε σε ένα μικρό διάδρομο και ήταν δυο δωμάτια: το δωμάτιο το δικό μου, το δωμάτιο της αδελφής μου και δεξιά ήταν η κουζίνα. Η οποία κουζίνα είχε ένα μεγάλο τραπέζι- αρκετά μεγάλο δωμάτιο- κι εκεί τρώγαμε καθημερινά. Το σαλόνι ήταν μονάχα όταν ερχόντουσαν ξένοι. Αυτό ήταν το σπίτι. Τα υπόλοιπα σπίτια ήταν έτσι, είχαν αυλές, όλα τα σπίτια είχαν αυλές. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα από αυτά. Έχουν όλα δοθεί με αντιπαροχή, είναι πολυκατοικίες. Το ίδιο έγινε και στο δικό μας σπίτι, μετά από πολλά χρόνια το δώσαμε. Τώρα, για τους γονείς μου λίγα πράγματα. Ήταν και οι δύο υπάλληλοι στο Υπουργείο Εμπορίου. Στην Κατοχή λεγότανε «Υπουργείο Εφοδιασμού». Και γνωρίστηκαν εκεί. Ο πατέρας μου ήτανε μόνιμος δημόσιος υπάλληλος. Η μητέρα μου ήτανε, αυτό που τότε λέγανε, «έκτακτη» και σήμερα τους λέμε «συμβασιούχους». «Έκτακτη υπάλληλος» και κάθε τόσο απολυόταν. Οι έκτακτοι ήταν μια κατάσταση πελατειακή τελείως. Άλλαζε η κυβέρνηση και έδιωχνε κάποιους έκτακτους κι έπαιρνε τους δικούς της. Ο πατέρας μου ήταν- από οικογενειακή ιστορία- με τους Φιλελευθέρους, βενιζελικός. Το όνομά του, Λευτέρης, έχει κι αυτό μια ιστορία, διότι τον βάφτισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος ήταν φίλος, γνωστός τέλος πάντων, και συμπολεμιστής με τον παππού μου στο Θέρισο. Στο Θέρισο, στην επανάσταση του Θερίσου, είχε βγει και ο παππούς μου. Για τον παππού μου να πω λίγα πράγματα. Ο Δημήτρης Σαββάκης ήταν ένας πάρα πολύ δυνατός άνθρωπος. Έφυγε, το έσκασε από το σπίτι του σε ηλικία 10 ετών, από το χωριό στο οποίο βρισκότανε, διότι ο πατέρας του τον τιμώρησε. Και πήγε στα Χανιά, βρήκε έναν ξάδελφό του, έμεινε εκεί, δούλεψε βοηθός μπακαλόγατου, ο ξάδελφός του ήταν βοηθός μπακάλη, αυτός ήταν υποβοηθός του βοηθού. 17 χρονών έφυγε σε μια από τις επαναστάσεις- δεν ξέρω ακριβώς τι- και πήγε στο Νέο Ηράκλειο, στην Αθήνα, όπου έφτιαξε μια μικρή επιχείρηση, ένα ψιλικατζίδικο. Έφτιαξε μια καλή έτσι… Μάζεψε λεφτά και μετά γύρισε πίσω και άνοιξε μπακάλικο στο Ηράκλειο. Το οποίο με τα χρόνια έγινε το μπακάλικο του Ηρακλείου. Ήταν το μεγάλο μπακάλικο του Ηρακλείου, στην αγορά του Ηρακλείου. Όταν χτίστηκε η αγορά η καινούργια, μεταφέρθηκε εκεί. Πριν από αυτό ήταν έξω στην πόλη. Και έκανε καλά λεφτά, έχτισε ένα σπίτι για κάθε ένα από τα 12 παιδιά του. Όχι! Όχι και για τα 12, διότι κάποια φύγαν νωρίς. Ο θείος Γιάννης, ένα από τα μεγάλα αδέλφια του πατέρα μου, ήταν αγνοούμενος στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο παππούς μου, λοιπόν, ήτανε ο αυστηρός του σπιτιού, ο οποίος όμως δεν μιλούσε. Έμπαινε στο σπίτι και έπεφτε μια απόλυτη σιωπή, την απόλυτη πειθαρχία την κρατούσε η γιαγιά μου, η γιαγιά Ελένη κι αυτή, η οποία ήτανε το γένος Καστρισιανάκη, εξού και ο θείος Κωστής Καστρισιανάκης. Από τους παππούδες μου, από τη γιαγιά και τον παππού από τη μητέρα μου, υπάρχει μια άλλη ιστορία, η οποία μας έχει όχι ταλαιπωρήσει, αλλά μας έχει προβληματίσει λιγάκι. Ο παππούς μου, Κωνσταντίνος Φίλης, έφυγε μετανάστης στην Αμερική, γύρισε πίσω, παντρεύτηκε τη γιαγιά μου και πήγαν μαζί πίσω στην Αμερική. Εκεί, στην Ατλάντα της Τζώρτζια, γεννήθηκε η μητέρα μου. Έφυγε, όμως, μαζί με τη μητέρα της, δύο χρονών. Γιατί η γιαγιά μου δεν άντεχε την Αμερική και μάλιστα την θυμάμαι να λέει: «Ήταν κάτι μαύροι εκεί! Δεν τους μπορούσα, φοβόμουνα παιδί μου!» Και έφυγε. Ο παππούς έμεινε εκεί και έστελνε εμβάσματα. Έκανε δυο ταξίδια ενδιάμεσα και σε κάθε ταξίδι έγινε ένα παιδί. Αλλά ο παππούς έμεινε εκεί μέχρι το ’42, όπου γύρισε στην Ελλάδα και λίγο μετά από αυτό πέθανε από καρδιακή προσβολή. Έτσι, λοιπόν, και η γιαγιά Ελένη ήταν χήρα για πάρα πολλά χρόνια. Αυτά για το γενεαλογικό μου.
Ήθελα να σας ρωτήσω λίγο πριν που είπατε για το μπακάλικο αυτό στο Ηράκλειο, εσείς το είχατε προλάβει ως παιδί;
Ναι, βέβαια! Το μπακάλικο το κληρονόμησαν δυο από τους γιούς του, ο Μιχάλης και ο Ηρακλής και το θυμάμαι. Όταν ήμουν… Η πρώτη φορά που ήρθα στην Κρήτη ήταν όταν ήμουν δυο χρονών και κάτι. Και περιέργως, από αυτό το ταξίδι θυμάμαι ένα πράγμα. Ήμαστε στο πλοίο και με κρατάει αυτός που εγώ νομίζω καπετάνιος, κάποιος με μια στολή, κάτι φοράει στα χέρια του και μου λέει σε κάποια στιγμή «Τράβηξε αυτό!» Και είναι κάτι σαν μοχλός- δεν θυμάμαι τι ακριβώς ήτανε- και με το που το τραβάω, σφυράει η μπουρού του καραβιού πολύ δυνατά και τρόμαξα! Αυτό το θυμάμαι, ήταν η πρώτη μου ανάμνηση από την Κρήτη. Στην Κρήτη ξαναήρθα, όταν ήμουν δώδεκα χρονών, είχα μόλις περάσει τις εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Είχα δώσει εισαγωγικές εξετάσεις για το Πειραματικό Σχολείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην Σκουφά, όπου πέρασα με μεγάλη μου χαρά και χαρά των γονιών μου, διότι τους άρεσε, ήθελαν πάρα πολύ να πάω σε αυτό το σχολείο. Και για δώρο ο πατέρας μου μού πήρε ένα εισιτήριο να πάω στα Χανιά, να δω τους θείους μου και να μείνω με τους θείους μου. Να έμενα, λοιπόν, ένα ολόκληρο καλοκαίρι στα Χανιά. Ήμουν 12, έμενα με τον θείο Δημήτρη Δροσουλάκη, άντρα αδελφής του πατέρα μου, της θείας Σταυρούλας. Ο Δροσουλάκης ήταν ο μετεωρολόγος των Χανίων. Τα Χανιά είχαν έναν μετεωρολογικό σταθμό σε έναν λόφο πάνω από τα Χανιά, τον Αϊ Γιάννη. Στον οποίο, όμως, υπήρχε και η κατοικία του διευθυντή του μετεωρολογικού σταθμού. Ο οποίος διευθυντής ήταν διευθυντής του ενός, δεν είχε άλλους. Μέναμε, λοιπόν, εκεί και θυμάμαι διάφορα όργανα. Θυμάμαι που κάθε μέρα έπαιρνε τηλέφωνο κάποιες συγκεκριμένες ώρες και έδινε κάποια νούμερα. Και ήταν τα νούμερα: άνεμος… Και αυτή ήταν η δουλειά του, παρακολουθούσε τα όργανα, έκανε τις μετρήσεις του. Ήταν ένα αξέχαστο καλοκαίρι, διότι εξερεύνησα όλα τα Χανιά. Κάθε πρωί, κατέβαινα με τα πόδια από τον Αϊ Γιάννη στο κέντρο των Χανίων και έκανα ατέλειωτες βόλτες. Όλη την παλιά πόλη, παραέξω και [00:20:00]πάντα το μεσημέρι κατέληγα στο μπακάλικο του Σαββάκη. «Αδελφοί Σαββάκη» λεγόταν τότε. Ο θείος Ηρακλής και ο θείος Μιχάλης. Και πάντα μου είχαν, στο στάνταρ πράγμα, φρυγανιά με μια πολύ ωραία γραβιέρα την οποία είχαν κι έτρωγα για μεσημέρι, με κερνούσαν. Και ο θείος Ηρακλής, πονηρά, μου έλεγε και «Θες να πιείς και κάτι;» Και μου έδινε και ένα ποτήρι μπύρα. Κι έτσι ήταν τα μεσημέρια. Ανέβαινα μετά επάνω, είχε μεσημεριανό ύπνο πάντα και το βράδυ γινόντουσαν διάφορα. Πηγαίναμε βόλτες με τους θείους. Εκεί, λοιπόν, στα Χανιά ήταν κι άλλοι θείοι. Ήταν η θεία Άννα, η οποία ζούσε κι αυτή στον Αϊ Γιάννη. Στον Αϊ Γιάννη, κατά σύμπτωση, ήταν ο μετεωρολογικός σταθμός, αλλά σχεδόν δίπλα και τα σπίτια των θείων, τα σπίτια τα οποία είχε χτίσει ο παππούς.
Γυμνάσιο. Στο Γυμνάσιο ήταν μια πολύ καλή εμπειρία. Το Πειραματικό ήταν ένα σχολείο πολύ ενδιαφέρον. Είχαμε Διευθυντή τον κύριο Μελανίτη, ο οποίος αργότερα έγινε και καθηγητής της Παιδαγωγικής, σε κάποια από τις έδρες του Πανεπιστημίου. Ο οποίος ήταν ένας πολύ αυστηρός, μονόχνοτος και δύσκολος άνθρωπος. Και είχαμε καθηγητές όλων των ειδών. Ο πρώτος καθηγητής… Κάθε τάξη είχε έναν καθηγητή τον οποίο ονόμαζαν «ορντινάριο». Ήταν ο καθηγητής ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την τάξη και συνήθως ήταν ο φιλόλογος της τάξης. Ο πρώτος μας φιλόλογος, ο κύριος Καμπούκης, ήταν ένα πολύ έτσι ολιγόλογος άνθρωπος, όχι πολύ ενδιαφέρων, τα μαθήματά του δεν τα θυμάμαι. Ήταν αυστηρός, τον είχαμε τα δύο πρώτα χρόνια και μετά αλλάξαμε καθηγητές. Και οι επόμενοι φιλόλογοι ήταν πολύ πιο ενδιαφέροντες. Πιο καλός ήταν ο καθηγητής Μανής. Ο κύριος Μανής, ο οποίος μας έμαθε αρχαία, είχαμε πολύ καλά αρχαία. Τα χρόνια εκείνα, το σχολείο δούλευε έξι μέρες την εβδομάδα, και τα Σάββατα. Εξάωρα κάθε μέρα. Το Σάββατο ήταν εφτάωρο και η τελευταία ώρα ήταν πάντα γυμναστική ή παιχνίδια, σπορ, βόλεϊ κυρίως και μπάσκετ, η τελευταία ώρα του Σαββάτου… ή όταν πλησίαζε η 25η Μαρτίου ήταν πρόβες για το έργο. Γιατί κάθε χρονιά, η έκτη του Γυμνασίου παρουσίαζε ένα θεατρικό έργο στην γιορτή της 25ης Μαρτίου, θα πω όμως για αυτό λίγα, γιατί έχω μια ωραία ανάμνηση από αυτό. Ο κύριος Μανής αγαπούσε πάρα πολύ τη γλώσσα, αγαπούσε πάρα πολύ τη λογοτεχνία. Κάθε μέρα, οι δύο πρώτες ώρες ήταν ελληνικά. Αλλά ήταν αρχαία ελληνικά τη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή και νέα ελληνικά το Σάββατο. Και το Σάββατο ήταν εναλλάξ. Ένα Σάββατο γράφαμε έκθεση και το άλλο Σάββατο ήταν λογοτεχνία- νεοελληνική λογοτεχνία. Κι εκεί ήταν πολύ καλή, γιατί ο Μανής διάλεγε ωραία διηγήματα συνήθως, τα οποία διαβάζαμε, μιλούσαμε για αυτά, τα αναλύαμε. Μαθηματικά είχαμε πολύ καλούς καθηγητές και όσο πήγαινε στα πιο εξειδικευμένα μαθήματα, τόσο η ποιότητα των καθηγητών ανέβαινε. Είχαμε έναν εκπληκτικό δάσκαλο, καθηγητή στα «τεχνικά»- τα λέγαμε τότε- ζωγράφο, ο κύριος Κεραμίδας. Ο οποίος ήτανε-όπως διαπιστώσαμε κάποια στιγμή- πολύ γνωστός ζωγράφος. Ο κύριος Κεραμίδας είχε μια ιδιαίτερη τεχνοτροπία, λίγο pointillist. Μας την είχε διδάξει- όλοι τον μιμόμασταν σε έναν βαθμό αλλά μας ήταν πολύ ανοιχτός. Μας έδειξε πώς να δουλεύουμε με το πενάκι, πώς να δουλεύουμε με κάρβουνο. Ήταν ένα πολύ ευχάριστο μάθημα με τον κύριο Κεραμίδα. Πολλά χρόνια μετά, όταν πήγαμε στο μαγαζί στην Υπάτη. Στην Υπάτη υπάρχει το μαγαζί «Κεραμίδας» που είναι οι περίφημοι «κουραμπιέδες Υπάτης, Κεραμίδας». Βλέπω στον τοίχο ένα έργο του. Λέω λοιπόν στην κυρία που ήταν εκεί πέρα «Τον κύριο Κεραμίδα;» μου λέει: «Θείος μου!» Το όνομα, λοιπόν, «Κεραμίδας» το ξέραμε από δυο μεριές. Κάποια στιγμή, στην έκτη Γυμνασίου, μάθαμε πως υπάρχει μια έκθεσή του σε μια γκαλερί κοντά, πολύ κοντά, στην γωνία Ακαδημίας και Αμερικής, υπήρχε μια γκαλερί τότε. Και πήγαμε στην γκαλερί και διαπιστώσαμε ότι τα έργα του πουλιόντουσαν για πολύ μεγάλα ποσά για εκείνη την εποχή, για 100.000 δραχμές. 100.000 δραχμές ήταν 30 μισθοί. Καταλάβαμε, λοιπόν, ότι είναι ένας γνωστός έτσι ζωγράφος με… Το Γυμνάσιο ήταν ενδιαφέρον και για έναν άλλο λόγο. Η τάξη ήτανε μικρή, είχε πάντα 30 μαθητές. Για μένα ήταν μεγάλη αλλαγή γιατί στο Δημοτικό, στην τάξη, ήμασταν 60 παιδιά. Καθόμασταν σ’ ένα θρανίο τρία παιδιά- ήταν θρανία τότε- στριμωχτά, στριμωχτά. Η τάξη εκεί ήταν πολύ ωραία, είχε τραπέζια φτιαγμένα σε ένα Π και τραπέζι, στο ίδιο ύψος όπου και ήτανε ο καθηγητής, ο πίνακας στο βάθος. Το σχολείο ήταν ευχάριστο, είχε μια ευχάριστη αρχιτεκτονική. Ήταν μεγάλο, είχε μεγάλα παράθυρα, μεγάλους διαδρόμους… Και η τάξη ήταν πάρα πολύ δεμένη. Όπως κάθε τάξη, έχει όλο τον κόσμο. Είχαμε τον συμμαθητή μας, ο οποίος έκανε συνέχεια πλάκες, δυο τελείως κολλητούς, οι οποίοι συνέχεια κάναν τις δικές τους πλάκες και πείραζαν ο ένας τον άλλο, τους καλούς μαθητές, ανταγωνισμός σε κάποιους. Οι δυο καλύτεροι μαθητές ήτανε γνωστά ονόματα, ο Νίκος ο Αλιβιζάτος και ο Γιάννος ο Παπαντωνίου. Οι οποίοι και είχανε έναν ανταγωνισμό, ποιος θα πάρει τον καλύτερο βαθμό. Τη μια χρονιά ήταν ο ένας, μια ο άλλος, δεν θυμάμαι πώς τέλειωνε. Δεν με ενδιέφεραν οι βαθμοί. Τα πήγαινα καλά, σχετικά, στους βαθμούς. Με τα μαθηματικά τα πήγαινα καλά. Εκεί που σήκωσα τα χέρια ψηλά ήταν δυο μαθήματα: τα λατινικά, όπου δεν τα μπορούσα και από τη γεωμετρία, η τρισδιάστατη, τριγωνομετρία θαύμα, αλλά η στερεομετρία με μπέρδευε απόλυτα. Σε όλα τα άλλα τα πήγαινα καλά και οι βαθμοί μου ήταν ικανοποιητικοί. Για χρόνια, από τη δευτέρα Γυμνασίου μέχρι και την έκτη, ήμουν ο πρόεδρος της τάξη. Κάθε τάξη, κάθε χρόνο, εξέλεγε ένα συμβούλιο. Είχε λοιπόν πρόεδρο, γραμματέα και ταμία. Και- αν θυμάμαι καλά ναι- εκλέγαμε και τον απουσιολόγο, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να κρατάει τις απουσίες. Αυτός κρατούσε τις απουσίες, όχι οι καθηγητές. Και για πολλά χρόνια ήταν το ίδιο «συμβούλιο», που το λέγαμε, αυτό ήταν, δεν υπήρχε δεκαπενταμελές, ήμασταν 30 στο κάτω-κάτω. Και δεν υπήρχε συμβούλιο του σχολείου. Η κάθε τάξη, είχε το δικό της. Τα δεκαπενταμελή, νομίζω, ήτανε για όλο το σχολείο; Ναι. Όχι, εμείς, ήταν κάθε τάξη, το δικό της συμβούλιο.
Ήθελα να σας ρωτήσω για το Πειραματικό. Πριν, περιγράψατε και τις ημέρες λειτουργίας και τον αριθμό των μαθητών. Υπήρχαν διαφορές σε σχέση με τα υπόλοιπα δημόσια σχολεία στο πρόγραμμα και στη λειτουργία;
Όχι, το πρόγραμμα ήταν το ίδιο. Είναι το ωρολόγιο πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας. Τελεία και παύλα, δεν άλλαζε τίποτα. Νομίζω, η σπουδαιότερη διαφορά ήτανε στους καθηγητές. Είχαμε μερικούς πάρα πολύ καλούς καθηγητές. Οι καθηγητές για [00:30:00]το Πειραματικό επιλέγονταν με μια διαδικασία που δεν την ξέρω, αλλά ήταν από το Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ένα ενδιαφέρον σημείο στο σχολείο. Λεγόταν «Πειραματικό» όχι γιατί γινόντουσαν κάποιες πειραματικές διδασκαλίες, η διδασκαλία ήταν στο… Αλλά γινόντουσαν οι λεγόμενες «υποδειγματικές διδασκαλίες» πρώτον, και δεύτερον σε όλες τις ώρες, στο πίσω μέρος της αίθουσας- σε όλες τις μέρες και ώρες- υπήρχε μια σειρά από καθίσματα στα οποία μπορούσαν να έρθουν και να καθίσουν και να παρακολουθήσουν το μάθημα, χωρίς καμία άλλη παρέμβαση, φοιτητές του τμήματος του Παιδαγωγικού. Αυτό γινότανε, σχεδόν, κάθε μέρα. Ήταν μέρες, προς το τέλος της χρονιάς, όπου αυτές οι καρέκλες ήταν γεμάτες. Γιατί τα άφηναν… Έπρεπε να πάρουν παρουσίες και το άφηναν για το τέλος της χρονιάς, ήταν γεμάτες. Στην αρχή ήταν πιο άδειες. Και, μια φορά στο τόσο, γινόταν μια λεγόμενη «υποδειγματική διδασκαλία». Σε αυτήν, πρώτον, υπήρχαν πολλοί ακροατές και δεύτερον, ερχόταν και ο διευθυντής, ερχόταν και ο επόπτης. Υπήρχε αυτή η θέση του «επόπτη» του Πειραματικού Σχολείου, ο οποίος ήταν ο εκάστοτε καθηγητής της Παιδαγωγικής. Και «υποδειγματική διδασκαλία» τι ήτανε; Είχαμε προετοιμαστεί, το θέμα ήταν προετοιμασμένο. Θυμάμαι μια, που ήταν Σάββατο πρωί, στα νέα ελληνικά, όπου το θέμα μας ήταν «Καρκαβίτσας». Και ήταν ένα διήγημα του Καρκαβίτσα, το οποίο διάβασα, θυμάμαι ότι το διάβασα πολύ ωραία, ήμουν πολύ ευχαριστημένος που διαβάστηκε ωραία και ακούστηκε ωραία η γλώσσα και το ποίημα. Ήταν το «Γιούσουρι», ένα διήγημα του Καρκαβίτσα που μιλούσε για το τέρας της θάλασσας, το Γιούσουρι, το οποίο παγιδεύει πλοία. Το άλλο ωραίο του σχολείου ήταν ότι είχε πάντα πολύ καλούς γυμναστές. Είχαμε δύο γυμναστές. Στα πρώτα χρόνια είχαμε τον κύριο Λουζιώτη, τον οποίο τον λέγαμε «ο Έλληνας». «Να είστε Έλληνες, βρε» έλεγε, διότι μας δίδασκε παραδοσιακούς χορούς, τους οποίους βαριόμασταν φριχτά όλοι, οι πάντες, αλλά επέμενε να τους μάθουμε. Δεν έμαθα πολύ από αυτό, πρέπει να πω. Ήταν όμως, καλός γυμναστής και μετά, ο επόμενος γυμναστής- του οποίου το όνομα δεν θυμάμαι αυτή την στιγμή- ήταν εξαιρετικός, ήταν ακόμα καλύτερος. Ήταν ο γυμναστής, ο οποίος διηύθυνε τις γυμναστικές επιδείξεις. Κάθε χρόνο, στο τέλος της χρονιά, γινόντουσαν οι περίφημες γυμναστικές επιδείξεις στο στάδιο. Όπου ήμασταν όλα τα σχολεία, ή τέλος πάντων πάρα πολλά σχολεία, δεν ξέρω αν ήταν όλα, ποιας περιοχής. Αλλά, γέμιζε το στάδιο κάτω από μαθητές, οι οποίοι ήταν ντυμένοι όλοι με τον ίδιο τρόπο: άσπρα παντελόνια, στα άσπρα οι πάντες. Και κάναμε γυμναστικές ασκήσεις σύγχρονες. Το θέαμα, από πάνω, πρέπει να ήτανε πολύ ωραίο, αλλά δεν το βλέπαμε εμείς. Μια από τις χρονιές, λοιπόν, ο γυμναστής μας ήταν αυτός ο οποίος διεύθυνε το όλο πράγμα. Είχε ετοιμάσει και τις ασκήσεις, ήταν αυτός που έδινε τα παραγγέλματα- ήμασταν πολύ περήφανοι για εκείνη την χρονιά. Μπάσκετ, βόλεϊ παίζαμε και παίζαμε κι ένα άλλο παιχνίδι, το οποίο το λέγαμε «Γερμανικό» που είναι δυο ομάδες, πετάνε μια μπάλα και πρέπει να χτυπήσεις τον αντίπαλο ή να την πιάσει και να περάσει από την άλλη μεριά. Δεν θυμάμαι ακριβώς τους κανόνες τώρα, αλλά ήταν ωραίο παιχνίδι. Το διασκεδάζαμε πάρα πολύ αυτό το παιχνίδι. Και απλό. Και δεν είχε απαιτήσεις όπως το μπάσκετ. Γιατί στο μπάσκετ, έπρεπε να είσαι… Στο μπάσκετ δεν ήμουν ποτέ καλός, βόλεϊ έπαιζα. Γυμνάσιο. 25η Μαρτίου του ’67, ήμουνα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, στην έκτη, και ήταν η σειρά μας να οργανώσουμε και να παρουσιάσουμε ένα θεατρικό. Και πρότεινα να φτιάξουμε το έργο «Κολοκοτρώνης» του Βασίλη Ρώτα. Το οποίο το υποβάλλαμε στον καθηγητή μας εκεί, τότε Διευθυντής μας ήταν άλλος Διευθυντής του σχολείου. Το είδε ο Διευθυντής, είπε: «Καλό είναι αυτό αλλά, βρε παιδί μου, να πούμε, εκεί πέρα πολλά λέει για τα αφεντικά, να πούμε και αυτά, και πώς να το κάνουμε…» Και συμφωνήσαμε όχι ακριβώς να το λογοκρίνουμε, ένα-δυο κομμάτια να τα βγάλουμε μεν, αλλά στο τέλος τα είπαμε όλα. Στο έργο, φυσικά, έπαιζε όλη η τάξη. Την χρονιά εκείνη, είχαμε καθηγητή ιστορίας τον κύριο Σταματόπουλο, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικά έξυπνος και συμπαθής άνθρωπος. Μας έκανε σύγχρονη ιστορία. Τον είχαμε σε μεγάλη υπόληψη, διότι πρώτα απ’ όλα ήταν από αυτούς που μας αντιμετώπιζε σαν μεγάλους. Μας μιλούσε σαν να είμαστε έτσι… Και αυτό μας άρεσε πάρα, πάρα πολύ.Ο κύριος Σταματόπουλος, λοιπόν, την γνώμη του θέλαμε πάρα πολύ για το πώς πάμε. Τον καλέσαμε, λοιπόν, στην τελευταία πρόβα. Η οποία ήταν πρόβα με τις στολές, τα πάντα. Εγώ πρέπει να πω ότι ήμουν ο σκηνοθέτης και αφηγητής, έχει έναν αφηγητή αυτό το έργο. Οπότε ο ρόλος μου ήτανε αυτός κι έτσι γλίτωσα να φορέσω και φουστανέλες, όλοι οι άλλοι είχαν φουστανέλες. Τον καλέσαμε, λοιπόν, να δει την γενική πρόβα, πρόβα τζενεράλε. Ήρθε, λοιπόν, παρακολούθησε και στο τέλος λέει: «Είστε πάρα πολύ καλοί, αλλά φροντίσετε μέχρι αύριο να έχετε μάθει τα λόγια». Οπότε το φροντίσαμε, πήγε καλά, πήγε πολύ καλά… Γίνεται, λοιπόν η παράσταση, μεγάλη επιτυχία. Ορυμαγδοί και χειροκροτήματα. Την επόμενη μέρα, έχουμε μάθημα Ιστορίας, έρχεται ο κύριος Σταματόπουλος, μπαίνει μέσα, απόλυτη ησυχία, τον κοιτάμε, περιμένουμε την κριτική του. Μας κοιτάει, λοιπόν, καλά- καλά και με μια ωραία παύση, λέει: «Έγινε πάλι το ελληνικό θαύμα». Κι έτσι καταλάβαμε ότι πήγαμε καλά. Είχαμε μάθει τα λόγια μας. Είχαμε υποβολέα όμως και δούλεψε καλά το όλο πράγμα. Μια πολύ ωραία ανάμνηση από το Πειραματικό, ήταν η χορωδία του. Είχαμε καθηγητή Μουσικής, Ωδικής, τον κύριο Νουφράκη. Έναν, μάλλον, μικροκαμωμένο, μελαχρινό άνθρωπο, πολύ, πολύ, πολύ γλυκό, ο οποίος κούτσαινε πάρα πολύ και ήταν το χαρακτηριστικό του αυτό. Δεν μπορούσε να κουβαλήσει και το όργανό του και πάντα είχε ένα ηλεκτρικό όργανο με το οποίο έκανε τη μουσική και είχε κάποιον που τον βοηθούσε. Ο κύριος Νουφράκης ήταν πάρα πολύ καλός μουσικός. Κατάφερε να στήσει μια χορωδία, στην οποία χορωδία συμμετείχαν τα παιδιά και του Δημοτικού και του Γυμνασίου, από την Δευτέρα Δημοτικού μέχρι την Έκτη του εξαταξίου Γυμνασίου. Με τέσσερις φωνές, τραγουδάγαμε κανόνες, ήτανε… Οι πρόβες για την χορωδία και αυτές γινόντουσαν τα Σάββατα, άρχιζαν από τον Γενάρη, να φτάσουν μέχρι την 25η Μαρτίου που ήταν η μεγάλη γιορτή. Και σε κάθε γιορτή, τραγουδούσαμε τουλάχιστον ένα τραγούδι. Μεγάλη επιτυχία. Ας φανταστούμε μια χορωδία, στην οποία υπήρχαν από παιδάκια Δευτέρα Δημοτικού μέχρι Έκτη Γυμνασίου, μαζευόντουσαν κάποια στιγμή και γινόταν ένα πανδαιμόνιο. Ήταν τέλος της εβδομάδας, ήμασταν όλοι χαρούμενοι που τελειώνει η εβδομάδα και για πολλή ώρα γινόταν ο χαμός. Ο κύριος Νουφράκης, λοιπόν, πάρα πολύ υπομονετικά, είχε ένα μολυβάκι το οποίο χτυπούσε πάνω στο όργανο το [00:40:00]ηλεκτρικό που είχε και έλεγε: «Ησυχία, ησυχία.» Δεν ακουγόταν, αλλά φαινόταν ότι ζητούσε να κάνουμε ησυχία και κάποια στιγμή γινόταν ησυχία και ξεκίναγε η πρόβα. Χάρη στον Νουφράκη, έμαθα πολλά πράγματα για τη μουσική. Μας έκανε θεωρία, σολφέζ, αρμονία, μάθαμε για τις κλίμακες, μπορούσαμε και διαβάζαμε μουσική. Όλα τα τραγούδια που τραγουδούσαμε, υπήρχε σκορ, δεν διαβάζαμε από εκεί, αλλά μπορούσαμε να το διαβάσουμε. Ήταν, λοιπόν, μια μεγάλη, πολύ ωραία εμπειρία το μάθημα της μουσικής. Και γενικά, αυτά τα λεγόμενα «δευτερεύοντα μαθήματα», ήτανε πρώτης τάξεως στο Πειραματικό κι έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από αυτά. Γενικά η τάξη ήταν ενδιαφέρουσα. Ήταν παιδιά από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Βέβαια, υπήρχε μια υπερεκπροσώπηση γιών καθηγητών του Πανεπιστημίου. Πώς γινόταν αυτό; Στο Δημοτικό δεν υπήρχαν εξετάσεις, οπότε οι καθηγητές Πανεπιστημίου που ήθελαν να πάνε τα παιδιά τους στο Πειραματικό, γραφόντουσαν στο Πειραματικό στο Δημοτικό. Για το Γυμνάσιο υπήρχαν εξετάσεις. Στις εξετάσεις αυτές, τα παιδιά του Δημοτικού πήγαιναν καλύτερα. Το Δημοτικό ήταν πολύ καλό και είχε εξαιρετικούς δασκάλους και ήταν καλοί μαθητές. Οπότε χωρίς να γίνονται κόλπα, πάντα σε κάθε πρώτη τάξη Γυμνασίου, υπήρχαν παιδιά που ερχόντουσαν από το Δημοτικό και στην τάξη μας είχαμε 3 στους 30 γιούς καθηγητών Πανεπιστημίου: τον Διαπούλη, τον Αλιβιζάτο και τον Δένδια. Ο Διαπούλης ήταν στην Βοτανική- αν θυμάμαι καλά- και ο Δένδιας στη Νομική και ο Αλιβιζάτος στην Ιατρική. Αυτοί οι τρείς μόνο ήτανε. Και από εκεί και πέρα ήτανε από όλο τον κόσμο. Ήταν με εισαγωγικές εξετάσεις, υποτίθεται καλοί μαθητές. Γενικά, η τάξη ήταν ευχάριστη. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός μεγάλος, παρόλο που όλοι, επειδή είχαμε μπει με εξετάσεις δύσκολες κτλ., θεωρούμασταν ότι ήμασταν καλοί μαθητές. Γενικά, η ατμόσφαιρα ήταν καλή. Δεν θυμάμαι να είχα ποτέ, έτσι, κάποια εχθρότητα ή κάποιο μεγάλο πρόβλημα με κάποιον από τους συμμαθητές μου και το ίδιο συνέβαινε με όλους. Με κάποιους κράτησα κάποιες σχέσεις για αρκετά χρόνια μετά, τα χρόνια της Αμερικής, βέβαια, δεν υπήρχαν και εύκολοι τρόποι να επικοινωνήσεις, η επικοινωνία χάθηκε. Αυτά για το Γυμνάσιο. Στην πέμπτη Γυμνασίου, τότε, έπρεπε να αρχίσεις να αποφασίζεις για πού θα πας στο Πανεπιστήμιο και η δική μου αγάπη ήτανε η Ψυχολογία. Ήθελα να σπουδάσω Ψυχολογία. Κάποια στιγμή, όμως, μου λέει ένας φίλος «Τι τη θέλεις την Ψυχολογία; Αν θέλεις να ασχοληθείς με τα θέματα αυτά, γίνε ψυχίατρος. Μπες στην Ιατρική.» Κι ενώ είχα αρχίσει ένα φροντιστήριο- το φροντιστήριο, τότε, ήταν υποχρεωτικό για τις εισαγωγικές εξετάσεις- για τον κύκλο τον θεωρητικό, αλλάζω και πηγαίνω στο Θετικών Επιστημών, για να δώσει εισαγωγικές για την Ιατρική Σχολή. Αυτό έγινε στην αρχή της έκτης Γυμνασίου. Το φροντιστήριο ήταν πολύ καλό, έμαθα πολλά εκεί, κυρίως στα μαθηματικά που ήμουν πιο αδύναμος. Έδωσα τις εισαγωγικές εξετάσεις και μπήκα στο Πανεπιστήμιο και μάλιστα με καλή σειρά. Θυμάμαι την βραδιά που ήταν να βγουν τα αποτελέσματα- τα αποτελέσματα τα έστελναν από το Υπουργείο στις εφημερίδες-. Πήγαμε, λοιπόν, οι τρεις φίλοι στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», γιατί ακούσαμε ότι είχανε πάει τα αποτελέσματα. Ήταν, λοιπόν, κάποιος εκεί, ο οποίος, όταν φτάσαμε, διάβαζε ήδη ονόματα. Είχε, λοιπόν, την λίστα με τους επιτυχόντες Ιατρική. Λέει: «Εδώ Ιατρική». Διάβαζε, λοιπόν, ονόματα. Διαβάζει ονόματα, ακούω ονόματα, ονόματα, ονόματα, ονόματα, ονόματα, το δικό μου δεν το ‘πε. Αλλά είχε αρχίσει ήδη να διαβάζει. Οπότε όταν τελειώνει, λέω γεμάτος αγωνία «Να δω το χαρτί!» Και πράγματι ήταν το όνομά μου, αλλά αρκετά ψηλά. Γύρισα σπίτι πολύ αργά- πρέπει να ήταν 2 το πρωί- από «ΤΑ ΝΕΑ», με τα πόδια στην Καλλιθέα. Ο πατέρας μου κοιμότανε και τον ξύπνησα. Του λέω: «Μπαμπά, μπήκα. Και μπήκα και όγδοος, καλή σειρά.» «Μπράβο, μπράβο παιδί μου» μου λέει. Ωραία στιγμή, ήτανε αγωνία μεγάλη. Είχα γράψει καλά. Πίστευα πως είχα γράψει καλά, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Ιατρική μπήκα τον Σεπτέμβρη του ’67. Η «Εθνοσωτήριος Επανάσταση» συνέβη τον Απρίλη του ’67, όταν ήμουν στην έκτη τάξη του Γυμνασίου. Την θυμάμαι εκείνη τη μέρα, διότι ο πατέρας μου, ο οποίος ξυπνούσε και έφευγε νωρίτερα από εμένα, γύρισε σπίτι. Και με ξύπνησε και μου λέει: «Την έκαναν» και του λέω: «Τι;» «Την έκαναν, την έκαναν τη δικτατορία.» Και ανοίξαμε το ραδιόφωνο και έπαιζε εμβατήρια. Τη μέρα εκείνη υπήρχε ελάχιστη κυκλοφορία στους δρόμους. Εκεί, στα μέρη τα δικά μας, κάτω προς Καλλιθέα δεν υπήρχαν τανκς και στρατός, δεν έβλεπες. Κάποια στιγμή, πέρασε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, δεν υπήρχε τέτοια κίνηση. Και θυμάμαι ότι ξεκινήσαμε με ποδήλατα, η φίλη μου Νόρα- γειτόνισσα και συμμαθήτρια στο φροντιστήριο, στην πρώτη φάση, όταν έκανα θα θεωρητικά- πήραμε ένα ποδήλατο και πήγαμε προς το αεροδρόμιο. Δεν ξέρω γιατί. Ήταν μια ωραία βόλτα. Όμως η μέρα ήταν ωραία, οι δρόμοι ήταν έρημοι και φτάσαμε μέχρι το αεροδρόμιο και μετά γυρίσαμε πίσω. Αυτή ήταν η μέρα της 21ης Απριλίου και ακούγαμε από το τηλέφωνο ότι κάποιοι άνθρωποι κρύβονται. Δεν είχαμε στην οικογένεια αριστερούς. Ο πατέρα μου ήταν βενιζελικός, αλλά πάντα μου έλεγε: «Κοίταξε, όλα καλά. Κάνε ό,τι κάνεις αλλά μην μπλέξεις με την πολιτική». Ήτανε η επωδός του σε διάφορα… Είχε κυνηγηθεί ως βενιζελικός και γενικώς δεν ήθελε να μπλέκει. Στον Εμφύλιο, ήταν από εκείνη τη μεριά των ανθρώπων- που δεν τους ακούμε πάρα πολύ- που δεν συμμετείχαν καθόλου. Είχε αποστρατευθεί από τον στρατό, δεν τον κάλεσαν, διότι είχε έναν… δεν θυμάμαι για ποιόν λόγο δεν πήγε στον στρατό στον Εμφύλιο… Και δεν είχε πάρει θέση. Η κύριά του δουλειά ήταν να προστατεύσει έναν ανιψιό του και να προστατεύει την οικογένεια, την αδελφή του, η οποία ήταν στην Αθήνα, μετά ο γάμος του. Και ήτανε, όχι απολιτικός, καθόλου. Αργότερα, με την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ, ήταν σκληρός «Ανδρεϊκός». Από την άλλη όμως, με φοβότανε. Με έβλεπε να κλίνω αριστερά και έλεγε: «Να προσέχεις, να την προσέχεις την Πολιτική» φοβόταν. Λίγες μέρες πριν την 21η Απριλίου, είχα μια συζήτηση στην τάξη. Έχει τελειώσει το μάθημα και κουβεντιάζαμε και λέγαμε αν θα γίνει δικτατορία ή όχι. Γιατί ήταν να γίνουν οι εκλογές. Και όπως μιλάγαμε, μπήκε μέσα ο καθηγητής μας, της ιστορίας, και μας είπε δύο πράγματα «Κοιτάξτε, δυο πράγματα έχω να σας πω. Πρώτον, αυτά τα πολιτικά μην τα φωνάζετε πάρα πολύ δυνατά. Δεν είναι καλή εποχή για αυτά. Μιλάτε αλλά πιο ήσυχα, γιατί ακουγόσασταν και στον διάδρομο. Και το δεύτερον, αν είναι να γίνει δικτατορία, δεν θα γίνει μετά τις εκλογές, θ γίνει πριν από τις εκλογές. Δεν θέλουν να δουν το αποτέλεσμα των εκλογών, αν [00:50:00]θέλουν να κάνουν δικτατορία». Και, πράγματι, μετά από λίγες μέρες έγινε δικτατορία. Βγήκε αληθινός ο Σταματόπουλος.
Στο Πανεπιστήμιο είναι αυτό που λέμε: «με Χούντα μπήκα, με Χούντα βγήκα.» Δηλαδή, μπήκα το ’67, τέλειωσα το ’74. Ιατρική είναι έξι χρόνια, αλλά εγώ την έκανα σε εφτά. Και ο λόγος είναι ότι στο έκτο έτος της Ιατρικής, όταν άρχισαν οι κινητοποιήσεις των φοιτητών, συμμετείχα σε αυτές. Ήμασταν μια ομάδα από την Ιατρική, από το έκτο έτος, αλλά και νεότερα έτη, που συμμετείχαμε στην κινητοποίηση την φοιτητική εναντίον της Χούντας. Η πρώτη κίνηση που κάναμε, ήταν να κάνουμε μια προσφυγή στο Πρωτοδικείο Αθηνών εναντίον της διορισμένης διοίκησης του Συλλόγου Φοιτητών Ιατρικής. Η Χούντα είχε διορίσει Διοικητικά Συμβούλια στους Συλλόγους Φοιτητών κι εμείς πήγαμε στο Πρωτοδικείο Αθηνών λέγοντας ότι αυτός ο ορισμός είναι παράνομος. Έγινε, λοιπόν, δίκη πάνω σε αυτά. Την είχαμε προετοιμάσει πάρα πολύ καλά. Προσφυγές είχαν γίνει από την Ιατρική, από τη Νομική και από το Πολυτεχνείο κάποιες σχολές- δεν θυμάμαι- τρείς ήταν οι προσφυγές νομίζω. Ο δικηγόρος μας, μας είχε προετοιμάσει για το πώς να γίνει η προσφυγή. Το συζητήσαμε πώς θα την οργανώσουμε και αποφασίστηκε εγώ να κληθώ ως μάρτυρας. Οπότε ξεκινάει αυτή η δίκη, αν θυμάμαι καλά ήταν στο κτήριο, στο οποίο τώρα είναι το Συμβούλιο Της Επικρατείας. Μπαίνοντας στην αίθουσα αυτή- μια αίθουσα μεγάλη με πολύ κόσμο- στην είσοδο υπήρχε ο ασφαλίτης της Ιατρικής, ο οποίος ήξερε και φάτσες και όποιον φοιτητή ήξερε, έβλεπε να μπαίνει μέσα, έλεγε: «Την ταυτότητά σου!» Βγάζαν την ταυτότητα να την δείξουν κι αυτός την έπαιρνε. Κι έλεγε: «Να περάσεις αύριο από την Ασφάλεια, να την πάρεις.» Αυτό σημαίνει «Πρόσεχε τι θα κάνεις από εδώ και πέρα.» Ξεκινάει η δίκη, καλούμαι ως μάρτυρας και λέω τα γεγονότα, ότι «Από τότε έχουμε αυτή την διοίκηση, έχει έτσι διοριστεί κ.ο.κ., δεν έχουν γίνει εκλογές, ενώ θα πρέπει να γίνουν εκλογές». Και τελικά την κερδίζουμε αυτή την υπόθεση. Το δικαστήριο αποφασίζει ότι είναι έκπτωτη η διοίκηση του συλλόγου και πρέπει να γίνουν εκλογές.
Και λίγο πριν γίνουν οι εκλογές στους Συλλόγους, βγαίνει μια απόφαση- Αναγκαστικός Νόμος ήταν, νομίζω- νόμος ήτανε, ο οποίος έλεγε ότι η αναβολή λόγω σπουδών των φοιτητών, γενικώς, μπορεί να ανακληθεί αν οι φοιτητές δεν είναι συνεπείς με τα μαθήματά τους. Οπότε αν ασχολείσαι με άλλα θέματα εκτός της Ιατρικής- όπως π.χ. τον Σύλλογο κι άλλα θέματα και πηγαίνεις στα δικαστήρια «ὅπερ ἔδει δεῖξαι» δεν παρακολουθείς τα μαθήματά σου. Αποτέλεσμα, ανακαλούν την αναβολή σε καμιά εκατοστή φοιτητές, από την Ιατρική, τη Νομική και το Πολυτεχνείο, κυρίως. Ανάμεσα σε αυτούς ήμουν κι εγώ. Πρώτη φουρνιά των στρατευμένων, ήμασταν και «στρατευμένοι» έτσι μας λέγαν. Πώς έγινε αυτό; Ένα πρωί εμφανίστηκε ένας αστυφύλακας σπίτι κι έδωσε στον πατέρα μου- δεν ήμουν εγώ σπίτι εκείνη την ώρα, ήμουν στην σχολή- ένα φύλλο πορείας. Έλεγε: «Πρέπει ο γιός σας να εμφανιστείς σε τρεις μέρες στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων της Καλαμάτας.» Κεραυνός εν αιθρία. Όπερ κι εγένετο. Σε τρείς μέρες, μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο ενός φίλου, η Μαίρη, ο φίλος και ο ξάδελφος της Μαίρης, ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος, και πάμε παρέα στην Καλαμάτα. Στον δρόμο είχαμε την καλή ιδέα- Α! Πρέπει να πω ότι τότε ήταν της μόδας μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους-. Λέει: «Κοίταξε, στον στρατό θα σε κουρέψουνε. Αντί να σε κουρέψουνε εκεί πέρα, δεν κουρεύεσαι πριν πας στο στρατόπεδο;» Οπότε σταματάμε στην Τρίπολη, ψάχνουμε, βρίσκουμε ένα κουρείο, λέω στον κουρέα: «Κόψε τα κοντά». Μου λέει: «Πόσο κοντά;» Λέω: «Στρατιωτικά αλλά όχι πάρα πολύ». Μου λέει: «Γιατί; Πού πας τώρα; Αφού έχει…» Λέω: «Άσε, με καλέσανε εκτάκτως». «Α, είσαι από εκείνα τα παιδιά» λέει ο κουρέας, αλλά συμπαθητικά. Και με κούρεψε πολύ ωραία, πρέπει να πω. Όχι γουλί, με τίποτα. Είχα αρκετό μαλλάκι όταν πήγα στον στρατό και δεν χρειάστηκε να με κουρέψουν περισσότερο. Άλλα παιδιά, τα οποία μπήκαν, τους βάλανε με την ψιλή μηχανή και τους κουρεύανε το βράδυ εκείνο, ενώπιων όλων, ήταν μια εικόνα έτσι λίγο άγρια.
Ήθελα να σας ρωτήσω για την προσφυγή που είπατε προηγουμένως. Αυτό έγινε- είπατε- στο έκτο έτος; Δηλαδή το-
Ναι, ναι. Στο έκτο έτος. Αυτό έγινε το ’73, αρχές του ’73.
Και το- ας το πούμε- συνδετικό στοιχείο μεταξύ σας, στα άτομα που αποφάσισαν να προβούν σε αυτή την προσφυγή, είχε πολιτικό υπόβαθρο; Εννοώ, υπήρχε κάποια πολιτική στράτευση ή συμφωνία μεταξύ σας;
Ένα μεγάλο μέρος της οργάνωση γινότανε από τον Ρήγα. Αλλά οι άνθρωποι που ήταν στον Ρήγα, δεν το δήλωναν. Εγώ δεν ήμουν ενταγμένος σε κάποια οργάνωση. Αργότερα έμαθα ότι κάποιοι από τους συναδέλφους ήτανε στον Ρήγα. Κάποιοι άλλοι ήτανε στην Κ.Ν.Ε. Αλλά η κινητήρια δύναμη ήταν ο Ρήγας στις κινήσεις αυτές των προσφυγών. Που ήταν και το έναυσμα της όλης κινητοποίησης μετά. Μετά έγινε η Νομική, το Πολυτεχνείο. Αλλά οι πρώτες- πρώτες κινήσεις ήταν αυτές. Αρχές του ’73 αν θυμάμαι καλά.
Στην Καλαμάτα, όπως είπα, ανεβήκαμε μαζί με την τώρα σύζυγό μου, τη Μαρία, τον εξάδελφό της και τον φίλο, ο οποίος είχε το Volkswagen, με τα οποίο μας πήγε εκεί. Με τη Μαρία είχαμε γνωριστεί μόλις δυο βδομάδες. Είχαμε γνωριστεί λίγο νωρίτερα, σε μια από τις «γιάφκες» που λέγαμε, που μαζευόμασταν οι φοιτητές για να ετοιμάσουμε τις κινητοποιήσεις μας. Ήτανε «love at first sight» και ήμασταν μαζί μόλις δυο εβδομάδες πριν με στρατεύσουν. Καλαμάτα, Κέντρο Νεοσυλλέκτων, ένας μήνας. Εκεί, οι στρατευμένοι φοιτητές ήμαστε μια γροθιά. Είμαστε όλοι μαζί, στον ίδιο λόχο, μιλάμε ελεύθερα μεταξύ μας, προσέχουμε, δεν έχουμε καμία πίεση απέξω. Όταν γίνονται το πρωί οι ασκήσεις, οι φαντάροι τραγουδάνε. Και υπήρχε ένα τραγούδι της Χούντας- το οποίο δεν θυμάμαι αυτή την στιγμή- που είναι παραλλαγή ενός τραγουδιού της νεολαίας της 4ης Αυγούστου. Όλοι λοιπόν, έχουμε συμφωνήσει να μην το τραγουδάμε. Μας ρωτάνε γιατί δεν τραγουδάμε και λέμε: «Πώς να τραγουδάμε; Η κυβέρνηση μας πήρε την αναβολή και μας στέλνει στον στρατό. Να τραγουδάμε κιόλας τραγούδια;» Κι αυτό, σιωπηρώς, γίνεται δεκτό. Όλοι οι άλλοι τραγουδάνε, εμείς οι στρατευμένοι δεν τραγουδάμε. Στον μήνα επάνω, μας χωρίζουνε. Στέλνουνε άλλους εδώ, άλλους εκεί. Εγώ πηγαίνω στο Μεσολόγγι. Στο Μεσολόγγι, όμως, είναι οι κανόνες αυστηροί. Επισκεπτήριο δεν επιτρέπεται, παρά μόνο σε συγγενείς. Λέμε λοιπόν με τη Μαίρη «Πολύ ωραία, συγγενείς. Να παντρευτούμε. Κι έτσι να μπορείς να έρχεσαι να με βλέπεις». Αρραβωνιαζόμαστε, λοιπόν, ανταλλάζουμε τις βέρες στο προαύλιο του στρατοπέδου και στον μήνα επάνω, παίρνουμε το κανονικό φύλο πορείας, γιατί δεν είμαστε πια νεοσύλλεκτοι και πηγαίνω στον Έβρο, στον Πέπλο. Απ’ όπου παίρνω μια τετραήμερη άδεια, γύρω στην Κυριακή του Θωμά, το ’74 και παντρευόμαστε με τη Μαίρη. Μια τετραήμερη, παντρευόμαστε και ξαναγυρνάω πίσω. Κι έτσι πια, μπορούσε επισήμως να έρχεται να με επισκέπτεται, να μπορούμε να μείνουμε κάπου μαζί κ.ο.κ.. Γιατί αλλιώς, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ο στρατός ήταν δύσκολος γιατί πάνω στον Έβρο εμείς ήμαστε δύο πια, μόνο δύο σε αυτόν τον λόχο. Όταν βλέπει ο λοχαγός ότι [01:00:00]δεν τραγουδάμε, λέει: «Εσείς γιατί δεν τραγουδάτε;» Λέμε: «Μα, εμείς έτσι είναι. Το ‘χουμε δικαίωμα αυτό, το ‘χουμε πετύχει». «Τι είναι αυτά; Σε αναφορά! Πέντε μέρες φυλακή και αναφορά στο Τάγμα!» Αναφορά στο Τάγμα, μας βάζει έναν φοβερό εξάψαλμο ο διοικητής του Τάγματος «Παλιόπαιδα! Που εσείς νομίζετε ότι θα ρίξετε την Επανάσταση. Η Επανάσταση, βρε…- ένα φοβερό πράγμα- Είκοσι μέρες, αυστηρά.» Που σημαίνει πειθαρχείο και δεν βγαίνεις έξω για 20 μέρες. Ήμαστε δύο όμως και δεν μας θέλαν και τους δυο στο ίδιο πειθαρχείο. Οπότε κρατάνε τον έναν στο πειθαρχείο κι εμένα με στέλνουν σε «λόχο προκαλύψεως» ο οποίος είναι Πέπλος. Ένα στρατοπεδάκι, μεγέθους δύο στρεμμάτων με έναν λόχο, όπου κάνει περιπολίες στον Έβρο. Αυτή είναι η δουλειά τους. Λέγεται «λόχος προκαλύψεως». Κι εκεί περνάω τους τελευταίους μήνες της θητείας μου, γιατί σε μια άδεια που έχω κατέβει στην Αθήνα, γυρνώντας από την άδεια αυτή, παθαίνω μια γαστρορραγία στο… Με βάζουν στο νοσοκομείο, μετά κατεβαίνω στην Αθήνα, γίνονται εξετάσεις διάφορες και βγαίνει το πόρισμα ότι «Ναι, έχεις ένα έλκος του στομάχους, το οποίο δεν σου επιτρέπει να συνεχίσεις τη θητεία σου». Κι έτσι παίρνω αναβολή για λόγους υγείας. Αναβολή ήτανε; Δεν ξέρω. Αναβολή ήτανε. Ή μεγάλη αναρρωτική άδεια; Δεν θυμάμαι. Αλλά, αυτό γίνεται τις μέρες που ξεκινάει το Πολυτεχνείο. Όταν γίνεται το Πολυτεχνείο, έχω μόλις αναρρώσει κάπως. Γίνεται η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, μετά το Πολυτεχνείο, μας επαναχορηγούν ξανά την αναβολή λόγω σπουδών. Οπότε είμαι ανοικτός, μέχρι να τελειώσω τις σπουδές μου. Δίνω τα υπόλοιπα μαθήματα που έχω στην Ιατρική. Έχω ήδη αποφασίσει ότι δεν θέλω να κάνω Ψυχιατρική, αλλά βασική έρευνα: Γενετική, Κυτταρική, Βιολογία. Και στην προσπάθεια αυτή, όσο ακόμα είμαι φαντάρος, έχω επικοινωνήσει με τον Φώτη Καφάτο. Ο οποίος είχε αρχίσει να γίνεται ένας θρύλος τότε. Ο Φώτης Καφάτος είχε έρθει καθηγητής στην Βιολογία. Ήταν νέος, 10 χρόνια μεγαλύτερός μου, αλλά, μιλάμε, ήταν 34 χρονών και έγινε καθηγητής στη θέση του μεγάλου Πανταζή, καθηγητής Βιολογίας. Νέος, μακριά μαλλιά, μούσι, έκανε με τους μαθητές του πάρτι. Ήτανε μια τελείως άλλη… και εκπληκτικός δάσκαλος και πάρα πολύ καλός στη δουλειά του. Ήταν τότε καθηγητής στο Harvard και πήρε μια άδεια από το Harvard για να έρθει στην Ελλάδα, ένα sabbatical και ξεκίνησε την θητεία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πήγα και τον βρήκα, μαζί με τον πρώτο μου δάσκαλο στην έρευνα, τον Ηλία Κούβελα, ο οποίος, μάλιστα, μας πάντρεψε. Έγινε και κουμπάρος μου. Ο Ηλίας Κούβελας ήταν τότε υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά έγινε καθηγητής στην Πάτρα, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε κιόλας. Ζήτησα από τον Ηλία, που ήξερε τον Φώτη, να με συστήσει σε αυτόν. Και πήγαμε μαζί, εγώ με την στολή μου την φανταρίστικη, γιατί δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορούμε με πολιτικά όσο ήμασταν φαντάροι. Αν σε έπιαναν, είχες φυλακή. Πήγαμε στο γραφείο του, εκεί, στα υπόγεια της Νομικής ήταν η Βιολογία. Με ρώτησε τι θέλω να κάνω. Του είπα: «Θέλω να κάνω έρευνα και θέλω να φύγω. Θέλω να πάω στο εξωτερικό για να συνεχίσω, για να κάνω διδακτορικό, να, να, να…» Μου είπε: «Εντάξει, αλλά πόσο καιρό έχει μπροστά σου στον στρατό;» Λέω: «Έχω ακόμα ενάμιση χρόνο» ήταν δυο χρόνια τότε η θητεία. Μου λέει: «Μέχρι τότε;» Λέω: «Κοίταξε, εγώ εν ανάγκη φεύγω και χωρίς άδεια». «Καλά-μου λέει-θα δούμε. Το καταλαβαίνω αυτό και θα κάνω…» Μετά έγιναν οι αλλαγές αυτές που είπα, οπότε δεν χρειάστηκε να φύγω χωρίς άδεια. Έφυγα κανονικά με αναβολή λόγω σπουδών. Κι έτσι τελείωσαν τα χρόνια μου στην Ιατρική. Στην Ιατρική, από νωρίς είχα- από το τρίτο έτος και μετά- αποφασίσει ότι δεν θέλω να κάνω κλινική, αλλά θέλω να κάνω έρευνα. Και όλη αυτή η πορεία μετά ήταν κάπως προδιαγεγραμμένη. Είχα αποφασίσει ότι θα κάνω έρευνα. Κι αυτό χάρη στον Ηλία τον Κούβελα, που ήταν ένας άνθρωπος με εξαιρετική κατάρτιση και εξαιρετικός δάσκαλος. Κι αυτό που λένε «δάσκαλος και μέντορας». Ήταν δηλαδή, ο μέντοράς μου, ο Ηλίας. Κι αυτός ήταν από τους κύριους λόγους που ήθελα να συνεχίσω να κάνω έρευνα. Αυτά. Από εκεί και πέρα, Σεπτέμβρη του 2074 (1974), με τη γυναίκα μου, ξεκινάμε για Αμερική. Εγώ στο Harvard, στο Graduate School of Art and Sciences και η Μαίρη ψάχνοντας. Έκανε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα μετά, αλλά αυτή είναι μια ιστορία άλλη, που μπορούμε να την πούμε μια άλλη φορά.
Ναι, ευχαρίστως. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας. Δεν ξέρω αν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο. Ωραία, οπότε ευχαριστώ πολύ και πάλι και μπορούμε να μιλήσουμε ξανά στο μέλλον συμπληρωματικά.
OK, στη διάθεσή σου.
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο αφηγητής περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στις γειτονιές της Αθήνας, αλλά και την Κρήτη, τα σχολικά χρόνια στο Πειραματικό Γυμνάσιο και την εμπειρία της Δικτατορίας ως φοιτητής και στρατιώτης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στη δικαστική προσφυγή και δικαίωση πρωτοβουλίας φοιτητών ενάντια στη Δικτατορία.
Narrators
Χαράλαμπος Σαββάκης
Field Reporters
Ανδρέας Καλοκαιρινός
Historical Events
Tags
Interview Date
21/08/2021
Duration
66'
Part of the interview has been removed to facilitate its flow.
Summary
Ο αφηγητής περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στις γειτονιές της Αθήνας, αλλά και την Κρήτη, τα σχολικά χρόνια στο Πειραματικό Γυμνάσιο και την εμπειρία της Δικτατορίας ως φοιτητής και στρατιώτης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στη δικαστική προσφυγή και δικαίωση πρωτοβουλίας φοιτητών ενάντια στη Δικτατορία.
Narrators
Χαράλαμπος Σαββάκης
Field Reporters
Ανδρέας Καλοκαιρινός
Historical Events
Tags
Interview Date
21/08/2021
Duration
66'