Ο ζαμπουνιέρης της Σύρου, Ιωσήφ ο "Γροθιάς"
Segment 1
Η σχέση με τη Zαμπούνα στην παιδική ηλικία
00:00:00 - 00:16:20
Partial Transcript
Είναι 24 Μαρτίου του 2021, είμαι η Αρβανίτη Ζουστίν, ερευνήτρια στο Istorima και βρισκόμαστε στο Φοίνικα της Σύρου με τον κύριο Ιωσήφ Πρί…. Πόσο χρονών ήσασταν; Εκεί ήμουνα 14 με 15. Και από ‘κει άρχισα και βγαίναμε και κιόλας και πηγαίναμε παρέες και Πρωτοχρονιά, όπως είπα.
Lead to transcriptLocations
Media
Segment 2
Πανκυκλαδικές μουσικές συναντήσεις
00:16:20 - 00:20:28
Partial Transcript
Και ξέρατε να φτιάχνετε ζαμπούνα απ’ τα 14 σας ή μάθατε πιο μετά; Όχι, μετά. Μετά, μετά, μετά. Μετά γιατί έτσι –πώς να στο πω;– έτυχε να ‘…αν ευρωβουλευτής και τώρα είναι βουλευτής με τον… εγώ τον έμαθα εδώ πέρα. Ο Κρίτωνας. Οπότε- Με τον Μπάμπη είχε πολλή… πολλή σχέση αυτός.
Lead to transcriptTags
Media

ΠΑΝΚΥΚΛΑΔΙΚΗ 3
Πανκυκλαδική στη Πάρο.

ΠΑΝΚΥΚΛΑΔΙΚΗ 5
Πανκυκλαδική στη Τζια (Κέα).
Segment 3
Κατασκευή και μαθήματα Ζαμπούνας
00:20:28 - 00:44:48
Partial Transcript
Οπότε, έχουμε μείνει, ήσασταν έφηβος, παίζατε με τους φίλους σας, μετά φύγατε, πήγατε στρατό, επιστρέψατε. Ναι, ναι. Κάνατε τη προσωπική …να δούμε». Και την πιάνω την βάζω στο στόμα μου. Όλοι αυτοί, μ’ αυτή τη ζαμπούνα θέλανε να παίζουνε. Παίζει πολύ γλυκά, θα παίξω μετά λίγο.
Lead to transcriptTags
Media

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 4
«Φωνές» ή «μπιμπίκια», πάνω είναι το Τζιώτ ...

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 5
«Φωνές» ή «μπιμπίκια», πάνω είναι το Τζιώτ ...

ΑΥΛΟΣ
Μονοζάμπουνο ή αυλός.

ΠΑΤΕΝΤΑ
Η πατέντα του αφηγητή (σαν προστατευτικό) ...

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 6
Η τοποθέτηση των μπιμπικιών ή φωνών στον « ...

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 7
Η τοποθέτηση των μπιμπικιών ή φωνών στον « ...

ΑΥΛΟΙ
Δύο αυλοί μέσα στον αγαθό κάνουν μία διπλή ...

ΔΙΠΛΗ ΖΑΜΠΟΥΝΑ
Διπλή ζαμπούνα με το κέρατο από το ζώο ή α ...

ΔΙΠΛΗ ΖΑΜΠΟΥΝΑ 2
Δύο έτοιμες διπλές ζαμπούνες.

ΧΩΝΙ
Το κέρατο από το ζώο ή αλλιώς «χωνί».

ΧΩΝΙ 2
Το κέρατο από το ζώο ή αλλιώς «χωνί».

ΖΑΜΠΟΥΝΑ
Ζαμπούνα με ασκί. Το ασκί είναι από κατσίκ ...

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ
Οι «φωνές» ή «μπιμπίκια».

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 3
«Φωνές» ή «μπιμπίκια», με τη μπλε ταινία ε ...
Segment 4
Τραγούδια της Ζαμπούνας
00:44:48 - 01:03:19
Partial Transcript
Ωραία. Τώρα που έμαθα πώς τις φτιάχνετε και που κάναμε, ας πούμε, και το πρώτο μάθημα, θέλετε να μου πείτε ποια είναι τα τραγούδια για τη ζ… Ναι, ναι, ναι, ναι. Είναι πολύ ωραίος σκοπός. Είναι ένα αυτό και ένα είναι το … η μαντινάδα « Απόψε η παρέα μας, ο ουρανός με τ’ άστρα ».
Lead to transcriptLocations
Media

ΠΑΞΙΜΑΔΟΚΛΕΦΤΡΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Η «Παξιμαδοκλέ ...

ΛΟΥΚΑΚΙ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Το «Λουκάκι». ...

ΧΩΡΙΟ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Το «Χωριό».

ΝΕΡΑΤΖΟΥΛΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Η «Νερατζούλα».

ΚΛΩΣΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Η «Κλώσα». Χορ ...

ΑΜΟΥΡΙΑΝΟ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. «Αμουριανό». Χ ...

ΜΠΑΛΟΣ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Μπάλος.

ΑΡΑΠΗΣ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Ο «Αράπης». Χο ...

ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Μαντινάδα.

ΡΟΔΟΠΟΥΛΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Η «Ροδοπούλα». ...

ΜΑΡΟΥΛΙΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. «Μαρούλια». Χο ...

ΕΝΑ ΝΕΡΟ ΚΥΡΑ ΒΑΓΓΕΛΙΩ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. «Ένα νερό κυρά ...

ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Τα κάλαντα ή α ...

ΒΙΒΛΙΟ ΔΗΜΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΣ
Βιβλίο του Δήμου Ποσειδωνίας «Οι νέοι γνωρ ...

ΒΙΒΛΙΟ ΔΗΜΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΣ ...
Βιβλίο του Δήμου Ποσειδωνίας «Οι νέοι γνωρ ...

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ
Το ταξίδι στη Μασσαλία. Φωτογραφία μαζί με ...

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ 2
Το ταξίδι στη Μασσαλία.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ 3
Το ταξίδι στη Μασσαλία. Η περιφορά της ελλ ...
Segment 5
Ξεχωριστές εμπειρίες και συναισθήματα
01:03:19 - 01:13:30
Partial Transcript
Εσείς, όταν βρισκόσασταν τότε και παίζατε με τους φίλους σας όταν ήσασταν μικρός- Ναι. Ή ακόμα και τώρα που έχετε μεγαλώσει και παίζετε, …στα Δωδεκάνησα έχουμε πάει. Και συνεχίζετε και πάτε και σε γλέντια. Και πάμε, ναι. Τώρα, βέβαια, κόψαμε, με όλη αυτή την ιστορία, κόψαμε.
Lead to transcriptTags
Media

Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ...
Ο αφηγητής (στα δεξιά) μαζί με τον αδερφό ...

Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο αφηγητής παίζει βιολί.
Segment 6
Το μότο του πατέρα και η σημερινή εποχή
01:13:30 - 01:34:34
Partial Transcript
Θέλετε να μου πείτε τι σας έλεγε ο μπαμπάς σας όταν ήσασταν μικρός για τα τρία πολύ σημαντικά πράγματα; Ο πατέρας μου; Και το λέγανε και ο…, δεν τα θυμάμαι. Και πήγα εκεί πέρα και είχε μία ομάδα μουσικών και τους έδειξα πώς κάνω τις ζαμπούνες, τους έπαιξα κομμάτια, αμέ, βέβαια.
Lead to transcriptLocations
Segment 7
Η ιστορία πίσω από το παρατσούκλι του αφηγητή
01:34:34 - 01:40:37
Partial Transcript
Θέλετε, για να κλείσουμε τη συνέντευξή σας- Ναι.- Να μου πείτε κάτι τελευταίο που θέλετε να μοιραστείτε μαζί μου και να μου πείτε επίσης,…ίζουνε, εγώ χαίρομαι-ας πούμε-λέω: «Κοίταξε, να δεις, άφησα κι εγώ κάτι». Κατάλαβες; Ευχαριστώ πάρα πολύ. Και εγώ ευχαριστώ, να ‘σαι καλά.
Lead to transcript[00:00:00]Είναι 24 Μαρτίου του 2021, είμαι η Αρβανίτη Ζουστίν, ερευνήτρια στο Istorima και βρισκόμαστε στο Φοίνικα της Σύρου με τον κύριο Ιωσήφ Πρίντεζη. Κύριε Ιωσήφ, πότε γεννηθήκατε ακριβώς; Και να μου πείτε και την ιστορία-
Ναι.
Με τη μέρα της γεννήσεώς σας.
Γεννήθηκα την 01/01/1946, ημέρα Πρωτοχρονιάς. Που αυτή την ημέρα βγαίνουνε και λένε τα κάλαντα οι παρέες. Τα ξημερώματα –γεννήθηκα απόγευμα– τα ξημερώματα ήρθε μία παρέα να χαιρετήσει τον πατέρα μου και τη μάνα μου, ας πούμε, να του πουν, είπανε τα κάλαντα και να τον χαιρετήσουνε για την Πρωτοχρονιά. Και κάποια στιγμή, λέει, εγώ είχα… ήμουνα… πολύ, έκλαιγα. Ναι, μόλις γεννήθηκα και στο κλάμα, ας πούμε. Και μόλις, λέει, άκουσα τη ζαμπούνα απέξω, σταμάτησα να κλαίω. Αυτά μου τα ‘πε, βέβαια, η μάνα μου μετά. Μπήκανε μέσα, χαιρετήσανε. «Να, τώρα –λέει– γεννήθηκε… ένα αγόρι έχω ακόμα» τους κέρασε ο πατέρας μου και φύγανε. Λοιπόν.
Οπότε κάπως έτσι ξεκινάει…
Ναι, έτσι κάπως ξεκίνησα και όταν ήμουνα 8 χρονών, ας πούμε, περίπου 8-9 χρονών, μ’ άρεσε να μάθω ζαμπούνα. Και μου λέει η μάνα μου ότι «Θα πω –λέει– εγώ στο θείο στο Μάρκο τον Καράκαλο –τον Δαλέζιο, Καράκαλος ήταν το επώνυμό του– θα του πω να ‘ρθει να σε μάθει» λέει.
8 χρονών;
8 χρονών, ναι. Και πράγματι, ερχόντανε τα βράδια έτσι βεγγέρα καμιά φορά και σιγά-σιγά μ’ έμαθε δυο-τρία τραγούδια. Έπιανα πολύ εύκολα, μου το ‘χε πει και αυτός. Αφού έμαθα τρία-τέσσερα τραγούδια, τα άλλα τα υπόλοιπα που έπαιζα και παίζω πολλά, έχω πολλά γραμμένα εδώ πέρα, τα ‘μαθα ακούγοντας τους πιο μεγάλους. Που τότες που κάνανε γλέντια, τις Πρωτοχρονιές, τα χοιροσφάγια, παρέες, όλα αυτά, πήγαινα εγώ κι άκουγα, τι ωραία, τη ζαμπούνα. Παραδείγματος χάρη το «Λουκάκι». Κι έπιανα σιγά-σιγά, που ο Μάρκος δεν το ‘ξερε, αυτός ο Μάρκος ο δάσκαλος. Και σιγά-σιγά το ‘μαθα, ας πούμε. Και άλλα πολλά, η «Παξιμαδοκλέφτρα» και πολλά άλλα, «Δεν είναι εδώ κοντά χωριό».
Θέλετε να μου πείτε λίγο για αυτά τα γλέντια και πού μαζευόσασταν; Να μου μεταφέρετε λίγο το πνεύμα και τις εικόνες αυτής της εποχής η οποία έχει χαθεί-
Ναι, ναι, σωστά.
Και πού μαζευόντουσαν; Ποιοι μαζευόντουσαν; Πότε;
Ναι, ναι.
Ποιο ήταν το κλίμα; Τι θυμάστε;
Εκείνο που θυμάμαι, ότι οι ζαμπούνες και τα γλέντια ξεκινούσαν απ’ τα χοιροσφάγια. Νοέμβρη, κάπου εκεί. Κάθε σπίτι είχε κι ένα γουρούνι, εκεί πέρα, το έθρεφε για να κάνει τη σοδειά μέχρι το ερχόμενο καλοκαίρι. Κι εκεί που τελειώναν τα χοιροσφάγια το βράδυ… Για να φάνε και σούπα! Τα χοιροσφάγια, κάνανε γλέντι, χορεύανε, παίζανε ζαμπούνες, χορεύανε. Μετά από ‘κει, φεύγω και πάμε στην Πρωτοχρονιά, στις γιορτές. Χριστούγεννα, τη θεωρούσαμε θρησκευτική γιορτή, δεν ήταν και τόσο η ζαμπούνα όσο την Πρωτοχρονιά. Την Πρωτοχρονιά λοιπόν, ξέρω ‘γω, παραμονή, βγαίναμε με τα παιδιά και όσοι παίζανε ζαμπούνα και τουμπάκι, μαζεύαν και πιο πολλά λεφτά! Αφού έγινα, ας πούμε, 14-15 χρονών αρχίσαμε και κάναμε και παρέες, κάποια στιγμή λοιπόν, βγαίνουμε και με τα παιδιά –πιο μεγάλοι– με κορίτσια και λέγαμε στο χωριό τα κάλαντα. Εκεί πρόσθεσα λαούτο, κιθάρα και ακορντεόν. Δηλαδή, μιλάμε, το ακορντεόν εγώ το ‘χω βάλει από πολύ μικρός, δηλαδή. Εδώ και 50 χρόνια. Έβαλα μέσα και το κάναμε πιο ωραίο.
Εσείς και η παρέα σας, δηλαδή.
Ναι, η παρέα που βγαίναμε με τα παιδιά να πούμε τα κάλαντα στο χωριό και μετά που κάναμε και παρέα, ας πούμε. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, το βράδυ, πηγαίναμε στα καφενεία και εκεί κάναμε παρέες, βγαίναμε έτσι… όχι μόνο μια παρέα, πολλές παρέες, γύριζαν τα χωριά, οχτώ-δέκα άτομα, εφτά, αναλόγως. Αναλόγως να βρουν και ζαμπουνιέρη! Ήθελαν να βρουν και ζαμπουνιέρη για να πουν τον «Αϊ-Βασίλη» που λέγανε. Και τελικά, ξεκινούσαμε και όχι μόνο στο χωριό, πηγαίναμε και στα γύρω χωριά εδώ πέρα. Το Γαλησσά, τον Πάγο, στο Βήσσα, στην Ποσειδωνία.
Πηγαίνατε με τα πόδια, δηλαδή;
Ναι. Και προτιμούσαμε να πάμε… που έχει και κορίτσια. Έτσι; Πηγαίναμε λοιπόν, κοντά, μετά τα μεσάνυχτα, 01:00 η ώρα, ξεκινούσαμε παρέες απ’ τα καφενεία και φτάναμε, ας πούμε, στα πρώτα σπίτια και αρχίζαμε να λέμε τον «Αϊ-Βασίλη» παίζαμε. Και περιμέναμε ν’ ανάψει ο φεγγίτης της πόρτας. Οι παλιές πόρτες είχανε έναν φεγγίτη από πάνω. Ένα τζάμι, ναι. Κι άμα ανάβαν το φως του φεγγίτη, λέγαμε: «Εδώ είναι, εντάξει». Και συνεχίζαμε, μας άνοιγε, μπαίναμε μέσα. Καμιά φορά όμως –πολλές φορές την είχα πατήσει έτσι– παίζαμε, παίζαμε, δεν άναβε το φως: «Ρε συ, ξέρεις κάτι; Πάμε να φύγουμε, γιατί δεν είναι εδώ πέρα ο νοικοκύρης», ας πούμε. Κι ακούγαμε λοιπόν, από μέσα και φώναζε: «Εδώ είμαι και θα σας ανοίξω, θα σας κεράσω, αλλά θέλω να πείτε όλο τον "Άγιο Βασίλη", τα κάλαντα». Γιατί είναι μεγάλα!
Το θυμάστε εσείς το τραγούδι αυτό;
Αμέ. Αλίμονο. Τα πολλά. Ξέρεις, μόλις λέγαμε λιγάκι, άνοιγε η πόρτα, μπαίναμε μέσα [Δ.Α] «Όχι, θα πείτε όλο τον ‘Άγιο Βασίλη’ για να σας ανοίξω»! Και πάμε… Άμα ήταν κάποιος που είχε και κορίτσια, ξέρω ‘γω, και έτσι και φίλοι και, ξέρω ‘γω, θα μπαίναμε στη σάλα… θα σου δώσω και ένα CD, το στολισμό της σάλας, του τραπεζιού της σάλας. Τι είχαν απάνω. Θα στο δώσω σε CD αυτό.
Τι είχε δηλαδή; Πώς ήταν ο στολισμός;
Ντάξει. Αυτό είχε κουραμπιέδες, μελομακάρονα που τα λέμε «φοινίκια» τα λέγαμε εδώ, μελομακάρονα, καρύδια, φουντούκια, μανταρίνια, πορτοκάλια, μαστίχα, σύκα ξερά πολλές φορές, παστελαριές, ποτό μαστίχα και κονιάκ. Αναλόγως.
Και σας κερνούσανε;
Ναι. Μπαίναμε μέσα και λέει: «Παιδιά», ερχόνταν η νοικοκυρά και μας κερνούσε. Αυτό θα στο δώσω και φωτογραφία που είναι μέσα στο βιβλίο που πήρες από τον πρώην Δήμαρχο, τον…
Τον κύριο Μακρυωνίτη.
Τον κύριο Μακρυωνίτη, μπράβο.
Θέλετε να μου τραγουδήσετε τον «Άι Βασίλη» λίγο, την αρχή;
Ναι. Άγιος Βασίλης, Βασίλης έρχεται κι από, κι από πού κατεβαίνει κι από της μάνας, της μάνας έρχεται και στο, και στο σχολειό πηγαίνει κάτσε να φας, κάτσε να πιείς κάτσε, κάτσε να τραγουδήσεις μα ‘γω γράμματα, γράμματα μάθαινα τραγου-, τραγούδια δεν ηξέρω σαν δεν ηξέρεις, ξέρεις γράμματα πες μας, πες μας την αλφαβήτα ξερό ραβδί, χλωρό ραβδί χλωρά, χλωρά βλαστάρια πέφτουν κι απάνω στα βλα- στα βλαστάρια τους μια κου-, μια κούπα κρυσταλλένια και πάει η πέρδικα να πιει νερό και βρε-, και βρέχει το φτερό της και βρέχει τον α-, τον αφέντη μας τον πο-, τον πολυχρονημένο μα σε να πρέπει, πρέπει αφέντη μας τρικου-, τρικούβερτο καράβι… Κατάλαβες;
Το θυμάστε από τότε ή το έχετε … ;
Μέχρι τελευταία και πέρυσι και πρόπερσι. Και τα τελευταία πριν τον κορωνοϊό, στο κόψιμο της πίτας εδώ που κάναμε, ας πούμε, ο σύλλογος, μάζευα τα παιδιά και τραγουδούσαμε τα κάλαντα με τη ζαμπούνα.
Αυτό, ποιος το είχε πρωτογράψει;
Αυτό είναι πολύ παλιό. Τώρα, δεν αναφέρει πουθενά ποιος το ‘χει γράψει, αλλά αυτά τα κάλαντα ήτανε παλιά. Και μάλιστα, το έχουν ακούσει τα άλλα νησιά και λέει «Πολύ ωραία» λέει. Γιατί λέει, ξέρεις, αναφέρει μέσα, Μα είχα κι άλλα, κι άλλα να σας πω μα η ω-, μα η ώρα δεν μας παίρνει γιατί να αυγέρι-, αυγέρινός ψηλά [00:10:00]και η που-, και η πούλια βασιλεύει αν έχεις κίτρο, κίτρο κόψε το και βου-, και βούτα το στο μέλι γιατί είμαστε από τα κάλαντα κι μα-, κι ‘μαστε βραχνιασμένοι για δώσε μας, εμάς τον πετεινό για δω-, για δώσε μας τη κότα για δώσε μας το, δωσ’ το τάλιρο να πα-, να πάμε σ’ άλλη πόρτα Και φωνάζανε όλοι: «Και του χρόνου!». Κι εκεί άνοιγε η πόρτα. Αυτός που ήθελε ν’ ακούσει όλον τον «Άγιο Βασίλη»!
Εσάς, αυτό σας το έμαθε ο δάσκαλός σας δηλαδή;
Όχι, όχι, αυτό το ‘μαθα εγώ απ’ τους μεγάλους ανθρώπους. Και κάποια στιγμή λέω: «Έλα εδώ να, για πέστε μου» και έπιασα και τα ‘γραψα όλα. Κατάλαβες; Κάποιες γυναίκες, πιο μεγάλες, που έχουν πεθάνει κιόλας, αυτές μου ‘παν τα λόγια, τα γράψαμε και τα τυπώσαμε και το βγάλαμε. Γι’ αυτό το κόβω εδώ. Επειδής είναι μεγάλος, το κόβω εδώ και πάμε από ‘δω. Λέει: «Αν έχεις γιο όμορφο και κόρη στο κοντύλι, να σε φιλάει η Παναγιά να βάλει πετραχήλι» λέει πολλά, ας πούμε. Τα οποία τα κόβαμε, γιατί πώς να το πάμε όλο!
Οπότε έχουμε μείνει στο ότι είστε έφηβος και πηγαίνετε και λέτε τα κάλαντα-
Ναι, ναι.
Για να δείτε και τα κορίτσια.
Ναι και βέβαια και στους ανθρώπους. Γιατί είχαμε και παράπονα άμα δεν πηγαίναμε σε κάποια σπίτια, έστω και μεγάλοι που δεν είχανε κόρες, «Μα περάσατε και δεν ήρθατε να μας πείτε τον ‘Αϊ-Βασίλη’ να σας κεράσουμε;». Αυτή ήταν η απάντηση που μας δίνανε. Λοιπόν.
Και μετά πώς ασχοληθήκατε; Όταν ήσασταν έφηβος και μετά δηλαδή, πώς το συνεχίσατε;
Δηλαδή, πώς το συνέχισα για ποιο πράγμα;
Δηλαδή, πώς από αυτό το σημείο που ήσασταν έφηβος και παίζατε στις γιορτές ζαμπούνα-
Ναι, ναι.-
Φτάσατε στο σημείο να τις φτιάχνετε κιόλας;
Ναι, εντάξει οπωσδήποτε, ναι. Αυτό μετά, από αργά όμως λιγάκι, γιατί άμα βρίσκαμε… παίζανε τότε λίγοι. Κι όλοι οι παλιοί που πεθάνανε μετά, αφήσανε κάποιες ζαμπούνες και είχανε μερικοί και μάλιστα δεν τις δίνανε κιόλας. Εμένα μου την έδωσε χατιρικώς αυτός ο δάσκαλός μου, ο Δαλέζιος ο Μάρκος. Και κάποια στιγμή, λέω, πρέπει να… Μάλιστα αγοράζαμε. Γι’ αυτό σου λέω, ζητούσαμε λεφτά και μας δίνανε. Και αγοράζαμε απ’ τη Μύκονο. Η ζαμπούνα, τα καλάμια και το ασκί, τρία κατοστάρικα. Τα παιδιά δεν είχανε λεφτά. Και λέω, «Ρε συ» έλεγα του… τότες του Δημήτρη του Μπάιλα, μετά ήταν ο Ρήγας νομάρχης, «Ναι, αμέ» και βγάζανε λεφτά και τους παίρναμε, ας πούμε. Και είχε και τρεις –ο σύλλογος εκεί για να κάνουν μάθημα– τρία τουμπάκια και μας χαρίσαν κι ένα, τέσσερα, ένα Τζιώτικο, τέσσερα τουμπάκια.
Αυτό όμως τώρα είναι πρόσφατο.
Αυτό είναι παλιά. Από παλιά.
Εννοώ, είναι πιο πρόσφατο σε σχέση με... έχουμε μείνει στην εφηβεία σας.
Ναι. Ναι, ναι, εντάξει. Μετά από ‘κει, ας πούμε, που κάναμε το σύλλογο. Εντάξει; Άμα ξεκινήσαμε το σύλλογο… ήτανε το 2002. Το 2002 ξεκίνησε ο σύλλογος και το 2003 κάναμε ένα συμβούλιο και είπαμε αυτό το πράγμα και ξεκινήσαμε να κάνω εγώ το δάσκαλο και να μας έρθουν. Στην αρχή γινόταν χαμός. Ερχόνταν οι σύμβουλοι, ξέρεις, παιδιά τώρα. Να φωνάζουνε, να, ξέρω ‘γω, να γελάνε, να. Ερχόντανε εκεί οι σύμβουλοι και παίρνανε δρόμο και φεύγανε «Πω, πω, πώς αντέχεις;» Λέω, «Δεν πειράζει, παιδιά είναι, άστα». Εντάξει, παιδιά είναι, θα παίξουν, θα γελάσουν, θα φωνάξουνε, θα τραγουδήσουνε, θα χορέψουνε. Και σιγά-σιγά-σιγά, με αυτόν τον τρόπο τράβηξα τα παιδιά. Ξέρεις τι μου λέγανε οι γονείς; «Ρε Ιωσήφ, είμαστε ήσυχοι που έρχονται εκεί πέρα τα παιδιά μας και ειδικά τα κορίτσια και είναι μες στο σύλλογο μέσα και περνάνε εκεί πέρα και δεν πάνε να γυρίζουνε από ‘δω και από ‘κει».
Πριν πάμε στον σύλλογο, που είναι κάτι πρόσφατο.
Ναι, ναι, μπράβο. Είναι 20 χρόνια...
Ναι. Θέλω να πω, αυτοί που θα ακούνε τώρα και τη συνέντευξη, έχουνε μείνει στην εφηβεία σας-
Μπράβο, ναι.-
Που παίζατε τον «Άι Βασίλη».
Ναι και πήγαμε μέχρι τα κάλαντα.
Ναι, αμέ.
Μέχρι 15-16 χρονών πρωτοβγήκαμε. Πάμε στις Απόκριες. Μετά πάμε στις Απόκριες. Οι Απόκριες, βέβαια, κάνανε γλέντια στα μαγαζιά, σε σπίτια, με φωνάζανε για να τους παίξω ζαμπούνα. Γιατί λέγανε-ας πούμε- οι παλιοί άνθρωποι «Αποκριές χωρίς ζαμπούνα δεν γίνεται». Έτσι λέγανε οι παλιοί! Κι έτσι, πηγαίναμε εκεί πέρα και κάθε Καθαρή Δευτέρα –και προσπάθησα να το ξεκινήσω αυτό, αλλά δεν τα κατάφερα– Καθαρή Δευτέρα, το λέγανε του «καρναβά». Παίρναν όλοι εδώ το χωριό και από άλλα χωριά τα φαγιά τους και όπως είναι η παραλία μέχρι το Ψαχνό κάτω, από μπροστά από την πλατεία μέχρι το Ψαχνό ήταν κι η παλιά αμμουδιά μέχρι το ’28… Ήταν μια μεγάλη αμμουδιά. Απλώνανε χάμω έτσι ένα σεντόνι και βάζανε απάνω τα φαγιά τους, τα νηστίσιμα, και εκεί διασκεδάζαν και χορεύανε με τις ζαμπούνες μέχρι αργά το βράδυ. Πηγαίναν το πρωί και μέχρι αργά το βράδυ. Αυτό προσπάθησα να το περάσω, αλλά δεν είχε, δεν με βοηθούσε ο χώρος. Μετά χτίσανε τον δρόμο απάνω εκεί, ήρθε και πήρε την άμμο μέσα, δεν είχε χώρο. Και εκεί τελειώναμε τις Απόκριες, μάλιστα στις Απόκριες ήταν η πρώτη φορά που βγήκα σε μαγαζί –θα σ' τη δώσω αυτή τη φωτογραφία– ήμαστε πέντε άτομα και πρωτοβγήκαμε παρέα σε μαγαζί και παίξαμε ζαμπούνα. Μας βάλανε: «Παιδιά, θα μας παίξετε ζαμπούνα;» Παίξαμε ζαμπούνα και ένας Δαλέζιος, ο Μίμης, αυτός έπαιξε τουμπάκι.
Πόσο χρονών ήσασταν;
Εκεί ήμουνα 14 με 15. Και από ‘κει άρχισα και βγαίναμε και κιόλας και πηγαίναμε παρέες και Πρωτοχρονιά, όπως είπα.
Και ξέρατε να φτιάχνετε ζαμπούνα απ’ τα 14 σας ή μάθατε πιο μετά;
Όχι, μετά. Μετά, μετά, μετά. Μετά γιατί έτσι –πώς να στο πω;– έτυχε να ‘ναι ανάγκη, ας πούμε. Ερχόνταν, τώρα, τα παιδιά να περιμένουν να ‘ρθουνε οι δύο να τους δώσω τις ζαμπούνες. Κι είναι απ’ την Ερμούπολη αυτά τα παιδιά. Και αναγκάστηκα, αφού οι Μυκονιάτες, ξέρω ‘γω, μεγαλώσαν και αυτοί σταματήσανε, είχαμε έναν στην Απάνω Μεριά, τον Φραγκίσκο, τον Παλαιολόγο, που είχε το «Πλακόστρωτο» ένα μαγαζί –μπορεί να ‘χεις πάει– αυτόν, τον έμαθα εγώ ζαμπούνα και μετά έβγανε ασκιά κι έκανε ωραία ασκιά, όπως και τους Μυκονιάτες. Κι εκεί, κάποια στιγμή κι αυτός έχασε τη γυναίκα του και τα σταμάτησε όλα. Εγώ δεν σταμάτησα. Εις μνήμην της! Αφού πήγα στρατιώτης, γύρισα, έτσι; Το 2003 ξεκινήσαν οι Πανκυκλαδικές. Δηλαδή, από όλα τα νησιά μαζευόνταν, ας πούμε, σ’ ένα νησί και κάναμε, έτσι, ένα πανηγύρι με ζαμπούνες. Μάλιστα, αυτό το ‘χε φτιάξει ο Τάσος ο Αναστασίου, ο οποίος ήταν στην Περιφέρεια μαζί με τον Διονύση τον Λιάβα, ο οποίος ήτανε καθηγητής μουσικολόγος αυτός. Η πρώτη φορά που ξεκινήσαμε ήτανε στη Τζια, στην Κέα. Από ‘δω είχα πάει εγώ, δεν ξέρω… δεν πήγαμε και τόσο με… Λέω: «Τι θα ‘ναι;», ξέρω ‘γω, πήγαμε εκεί πέρα, ξεκινήσαμε ένα ταξί, που λένε! Το δεύτερο χρόνο γεμίσαμε ένα λεωφορείο. Βρεθήκανε απ’ όλα τα νησιά, φέρναμε κι απ’ την Κρήτη, απ’ τα Δωδεκάνησα, απ’ τη Βόρειο Ελλάδα με γκάιντες.
Ήτανε συναντήσεις μουσικές, δηλαδή.
Ναι, μουσικές συναντήσεις πνευστών οργάνων, έτσι λέγανε «Συναντήσεις πνευστών οργάνων» Και μετά πήγαμε στην Κύθνο, μετά είχαμε πάει Τήνο, είχαμε πάει Μύκονο, Άνδρο, Πάρο, Νάξο, Σαντορίνη.
Τι ψάχνετε;
Ψάχνω να βρω έστω μια Πανκυκλαδική που έχουμε βγάλει στην Πάρο.
Θα τη βγάλω φωτογραφία αυτή μετά.
Ναι, ναι, ναι. Λοιπόν, αυτή η Πανκυκλαδική στη Πάρο, κράτησα μια φωτογραφία. Βλέπεις; Παιδιά.
Οπότε, τι κάνατε; Πηγαίνατε με παιδιά εδώ της Σύρου;
Επηγαίναμε εκεί πέρα, ναι και, ξέρεις, κάθε… γίνεται μια παρουσίαση από όλα τα νησιά, βγαίνανε τα παιδιά, οι μεγάλοι. Μικροί-μεγάλοι. Στην αρχή, κάναμε εμείς εδώ –όταν είχανε κάνει στη Τζια με τους μεγάλους– κάναμε εμείς εδώ στον Φοίνικα για πρώτη φορά με τους μικρούς. Φέραμε από όλα τα νησιά. Και κάποια στιγμή, μου λέει ο Τάσος ο Αναστασίου –ήτανε τότε… τώρα είναι στην Περιφέρεια– λέει: «Δεν το ενώνομε να κάνουμε μία Πανκυκλαδική; Να μας βγάλουν μία φορά λεφτά και να ‘ναι μικροί και μεγάλοι». Κι έτσι πηγαίναμε και παίζανε και μικροί και παίζανε και οι μεγάλοι. Εντάξει, ήτανε κάτι ωραίο. Κρατούσε δυο-τρεις μέρες. Ίσα-ίσα να πάμε, μία μέρα ολόκληρη και την άλλη μέρα να γυρίσουμε το βράδυ. Πολύ ωραίο.
Και τι θυμάστε;
Και ήταν αυτό το πράγμα… Τι ήταν όμως αυτό το πράγμα; Να κεντρίσουμε νέα παιδιά. Νέα παιδιά, ακούγανε νέα ακούσματα, [00:20:00]σου λέει «Τι είναι αυτό;» Όπως ακούσανε και τα παιδιά τα δικά μας εδώ πέρα, δεν είχανε ακούσει ζαμπούνα. Και τελικά, έτσι, μαζέψαμε παιδιά. Δηλαδή, έχω κάνει μάθημα και μέχρι τη Σαντορίνη ένα παιδί, έναν μεγάλο στη Σαντορίνη, ο οποίος ήταν και από ‘δω. Τον Κρίτωνα τον θυμάσαι, τον Κρίτωνα, που είναι βουλευτής; Ήταν ευρωβουλευτής και τώρα είναι βουλευτής με τον… εγώ τον έμαθα εδώ πέρα. Ο Κρίτωνας.
Οπότε-
Με τον Μπάμπη είχε πολλή… πολλή σχέση αυτός.
Οπότε, έχουμε μείνει, ήσασταν έφηβος, παίζατε με τους φίλους σας, μετά φύγατε, πήγατε στρατό, επιστρέψατε.
Ναι, ναι.
Κάνατε τη προσωπική σας ζωή και τα λοιπά.
Ναι.
Ποιο ήτανε το σημείο εκείνο που γίνατε δάσκαλος; Όταν δημιουργήθηκε εδώ ένας σύλλογος;
Ναι, το είπα εγώ. Άμαν έγινε ο σύλλογος εδώ πέρα, πήραμε μια απόφαση, λέει: «Για να μη χαθεί, τα παιδιά είναι». Και νεολαία τότε, νέοι ήταν αυτοί, λέει «Για να μη χαθεί αυτό το πράγμα, ρε συ, Ιωσήφ, κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν μπορείς να μας κάνεις το δάσκαλο;» Λέω «Εντάξει. Αρκεί να βρούμε κάποιο όργανο να ξεκινήσουμε», ας πούμε. Γιατί κάπου καμιά δεκαριά χρόνια είχε μείνει. Ήτανε τη δεκαετία του ’90, εκεί. Εκεί κάπου είχε σταματήσει και το μπουζούκι εδώ στη Σύρα. Όχι μόνο η ζαμπούνα και το μπουζούκι. Γιατί με είχε πιάσει μια φορά ο Φραγκίσκος ο Δακρότσης, ο οποίος έκανε μάθημα μπουζούκι και μου λέει «Ρε Ιωσήφ, ευτυχώς εσύ πρόλαβες και κράτησες τη ζαμπούνα και βλέπω παιδιά. Μπράβο σου. Και εγώ κράτησα το μπουζούκι και την κιθάρα και βλέπω τώρα παιδιά και έρχονται και μαθαίνουν». Κι αυτός έκανε πολλές, έτσι, εκδηλώσεις στην πλατεία και εμείς κάναμε εδώ, κάναμε στα χωριά, ξέρω ‘γω, πανηγύρια. Πάμε και στα πανηγύρια!
Ας πούμε ότι εγώ τώρα ξεκινάω και θέλω να μάθω ζαμπούνα.
Ναι.
Ας πούμε ότι είμαι μαθήτριά σας.
Ναι. Για να μείνουμε εκεί, στο μάθημα που λέμε, έτσι;
Ναι.
Λοιπόν. Πρόσεξε να δεις.
Τι είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να ξέρω;
Πρόσεξε να δεις τι είναι. Η ζαμπούνα δεν έχει νότες. Λέει, μπορεί να ακούσεις ζαμπούνα να ξεκινάει από τη Σολ, άλλη θα την ακούσεις να ξεκινάει από τη Λα, άλλη από τη Ντο. Η δικιά μου είναι της Ντο, απ’ τη Ντο. Κι άλλη ξεκινάει, τα μικρά τα ζαμπουνάκια από τη Ρε. Από τη Μι! Λοιπόν, λέω «Παιδιά, βάλτε απάνω τα δάχτυλά σας». Αυτό πρέπει να το πάρεις και ταινία!
Καταρχάς τι βλέπουμε τώρα;
Ναι.
Τι είναι αυτό; Θέλετε να μου πείτε τι είναι αυτό;
Λοιπόν, αυτό είναι ένα μονοζάμπουνο, το οποίο είναι, μ’ αυτό μαθαίνουνε.
Εννοώ, είναι καλάμι. Σαν καλάμι μοιάζει.
Ναι. Είναι από καλάμι, βέβαια, όλα είναι από καλάμι. Αυτό λέγεται «μονοζάμπουνο» αυτό λέγεται «αγαθός» η θήκη που μπαίνουνε μέσα τα δύο, τα δύο αυτά, έτσι, και κάνουμε μια διπλή ζαμπούνα. Και πίσω πάμε οι «φωνές». «Μπιμπίκια» οι «φωνές».
Όλο αυτό είναι από καλαμιές που βρίσκετε πού; Στο χωράφι;
Ναι, απ’ τα χωράφια, ναι. Απ’ τα καλάμια που έχει εδώ. Η Σύρο, να καλάμια, ε! Πλούσια από καλάμια. Και μετά παίρνομε αυτό το κέρατο από το ζώο, το οποίο το φτιάχνουμε όπως είναι, γιατί; Για να σου βγάλει γλυκιά φωνή. Κατάλαβες; Αμέσως το καταλαβαίνεις άμα το αφαιρέσεις αυτό, το καταλαβαίνεις, η φωνή ακούγεται ξερή, ενώ αυτό του δίνει γλύκα.
Ωραία.
Τόσο και πιο μεγάλα, κατάλαβες;
Πριν ξεκινήσουμε το μάθημα.
Ναι, ναι, ναι.
Θέλω λίγο να μου περιγράψετε τη διαδικασία για να το φτιάξετε αυτό το πράγμα.
Για να τη φτιάξουμε, έτσι;
Βγαίνετε έξω στο χωράφι και λέτε… τι καλάμι; Κάποια καλάμια μπορεί να μην κάνουν. Ποια κάνουν;
Ψάχνω να βρω καλάμι σε αυτό το στυλ. Εντάξει, με το μάτι-ξέρεις- έχω μάθει τώρα εγώ, με το μάτι, έτσι; Για να κάνω τους αυλούς. Αυτό λέγεται «αυλός». Μετά, ψάχνω να βρω αυτό το καλαμάκι το οποίο βγαίνει ένα καλάμι από κάτω μόνο του, έτσι, ένα μονό και φτάνει σ’ ένα τόσο σημείο και εκεί σταματάει και ξεραίνεται. Και μόλις αρχίσει να μεστώνει, που λέμε, να πάρει τα πίσω, πας και το κόβεις. Και αυτό έχει ποικιλία και φωνάζουν καλά αυτά τα μπιμπίκια. Γιατί άλλοι παίρνουν από τα ροπάκια. Όχι, είναι λάθος. Αυτά και οποίο ψάχνω να βρω και τα βρίσκω. Και μετά, πάω και βρίσκω το χοντρό καλάμι αυτό, έτσι; Το χοντρό καλάμι, το κόβω, ας πούμε, κόβω ένα μεγάλο και αρχίζω να πάρω ώστε να βγάλει μια ζαμπούνα κανονικιά. Μέχρι εκείνο το [Δ.Α], αυτό το [Δ.Α], κατάλαβες;
Και μετά, πού ξέρετε πού να βάλετε τις τρύπες;
Λοιπόν, μετά παίρνω τους δύο αυλούς – κανονικά βρίσκω τα μπιμπίκια, έτσι; Τις φωνές. Ένα και ένα, δύο. Και τα βάζω λοιπόν, σ’ αυτούς τους δυο αυλούς και τα φέρνω λοιπόν, έτσι στο στόμα μου και παίζω, να ‘ναι, οι φωνές πρέπει να είναι ίδιες. Κατάλαβες. Για να μην ακούς άλλα ντ’ άλλα, ας πούμε. Για να βγει γλυκιά η φωνή πρέπει τα δύο μπιμπίκια να φυσάνε ακριβώς το ίδιο. Και εκεί παίζω λιγάκι, εντάξει. Είμαστε εντάξει τώρα; Πάμε λοιπόν, στον αγαθό. Βάλομε μέσα αυτά τα δύο, βλέπεις; Βγαίνουν πίσω οι φωνές όπως βγαίνει εδώ και μετά παίρνω κερί, φράζω εδώ πέρα. Κερί, αν είναι από το μελίσσι, το κερί αυτό που τρυγάνε. Το κερί αυτό είναι. Το φέρνω εδώ, φράζω το γύρω-γύρω, βάνω και εδώ πέρα και βάνω και εδώ κάτω μην τυχόν και φύγει αέρας. Άμα φράξεις καλά εκεί, δεν φεύγει ο αέρας. Και την αφήνω και στεγνώνει και είναι έτοιμη.
Τις τρύπες πώς τις κάνετε;
Τις τρύπες τις κάνω με ένα καρφί, το πυρώνω στο γκαζάκι, για να ‘ναι ίδιες. Και εν τω μεταξύ, για να βγει και πετυχημένη, γιατί πολλές φορές δεν βγαίνει, η μια μπορεί να παίζει πιο δυνατά. Τις βάνω, έτσι, απέναντι και τις χαρακώνω τις τρύπες και τις πέντε.
Και είναι τυχαία η απόσταση της μία τρύπας με την άλλη;-
Ναι, ναι, είναι αυτή. Ναι.
Ή είναι συγκεκριμένη;-
Δηλαδή, άμα παίζεις ένα τραγούδι και παίζεις και σου βγαίνει ωραία, το ακούς, είναι σωστό. Άμαν ακούσεις όμως τις κάτω-κάτω τις δυο κάτω-κάτω και είναι σχεδόν ίδιες, δε λέει τίποτα. Πρέπει να ξεχωρίζει η μια φωνή με την άλλη.
Και τα μπιμπίκια, που λέτε, βλέπω είναι χαραγμένα λίγο.
Ναι, αυτό τι γίνεται;
Ποια είναι η διαδικασία;
Αυτό τι γίνεται; Για να το εξηγήσομε. Παίρνω λοιπόν, το καλαμάκι, από ‘δω είναι ο «ρόζος» που λέμε, φραγμένο, έτσι; Το κόβω σε αυτή την απόσταση και παίρνω ένα μαχαιράκι, το χαράζω, το φέρνω μέχρι εδώ, το κρατάω για να μη ξεκολλήσει και φύγει και μετά αρχίζω και το ξύνω ώστε αυτή η γλώσσα να είναι τόσο. Τη βλέπεις; Όταν φυσάς, τι κάνει; Αυτό πάλλεται. Κατάλαβες; Σου βγάζει τη φωνή. Είδες οι αρχαίοι Έλληνες τι ήτανε; Πόσο έξυπνοι ήτανε. Κι άμα το βγάλεις-ας πούμε-και παίζει έτσι και λίγο ψηλά… Να μην είναι χοντρά. Χοντρά, εγώ δεν μπορώ να παίξω με αυτή τη ζαμπούνα. Είναι μερικά παιδιά που παίρνουν χαμηλά. Εγώ θέλω ψηλά. Δεν ξέρω αν έχεις ακούσει τη δικιά μου, θα την ακούσεις πόσο ψηλά παίζει. Όπως και το δικό σου, που σου ‘δωσα, παίζει ψηλά.
Και μετά; Βάζετε … ;
Ταιριάζω άλλο ένα πάνω-κάτω, ξύνω, ξέρω ‘γω, το φέρνω, το φέρνω να ‘ναι ίδιες οι φωνές. Αν τυχόν είναι, μου βγει πολύ χοντρό, τι κάνω; Δένω κλωστές-πρέπει να ‘χω ένα εδώ πέρα-δένω μία κλωστή -να το- δένω μία κλωστή σε αυτό το σημείο, ώστε να κατεβάσω τη γλώσσα εκεί που θέλω εγώ, να βγάλει τη φωνή που θέλω εγώ. Και το πάω πάνω-κάτω, απάνω-κάτω και το φέρνω και ταιριάζει. Δεν ξέρω η δικιά σου αν έχει τέτοιο αυτό.
Και μετά εδώ, υπάρχει ένα κέρατο.
Παίρνω, λοιπόν, το κέρατο από το ζώο.
Πού πάτε και το βρίσκετε αυτό;
Αυτό μου το φέρνουνε απ’ τα σφαγεία.
Κέρατο από ποιο ζώο;
Από το… επί το πλείστον το μοσχάρι, αλλά και της γελάδας κάνει καμιά φορά. Η γελάδα άμαν είναι νέα η γελάδα, κάνει.
Και παίρνετε το κέρατο λοιπόν, απ’ τα σφαγεία.
Λοιπόν, το παίρνω αυτό το πράγμα είναι, ξέρω ‘γω, τόσο, βλέπω απέναντι το άλλο εκεί πέρα, ας πούμε, εκείνο είναι πιο γυαλιστό. Το κόβω και μετά έρχομαι εδώ και το κόβω στο έτσι, δίνω μια μαχαιριά και έτσι, ώστε να μπει μέσα και να πάει σχεδόν ίσα-ίσα, γιατί πολλές φορές με γελάει και είναι πιο… βάνω από μέσα χαρτιά, για να ‘ρθει σ’ αυτό το σημείο. Όταν παίζει, ας πούμε, βγαίνει γλυκιά η φωνή. Αυτό το πράγμα. Αυτό κάνει, το χωνί.
Και εδώ στην άκρη του χωνιού που το ‘χετε κάνει σαν δοντάκια;
Λοιπόν, μετά παίρνω μια λίμα και το χαράζω γύρω-γύρω έτσι με το μάτι, ας πούμε, περίπου, ας πούμε. Το κάνω έτσι. Όπως κι εκείνο εκεί πέρα. Όπως και το δικό σου, που σου ‘χω δώσει, το ίδιο είναι, έτσι; Αυτά είναι ως προς τη ζαμπούνα.
Αυτό, μου ‘χατε πει, μυρίζει περίεργα, όταν το κόβετε το κέρατο.
Ναι, ναι γιατί όταν το ξύνεις είναι… πώς να στο πω; Σαν να τάραξες κάτι που βρωμάει. Το ξύνεις. Αλλά μετά περνάει. Εγώ δεν με πειράζει. Κάτι άλλοι «Βρωμάει, πάρτο, φύγε από ‘δω»!
Και τα καλάμια για τη ζαμπούνα, ποια εποχή πάτε και τα μαζεύετε;
Τα καλάμια κόβονται από τον Οκτώβρη μέχρι περίπου τον Φλεβάρη. Και είπα πως θα πάω αυτές τις μέρες να κόψω, αλλά εν [00:30:00]πάση περιπτώσει, εντάξει. Έχω κάνει πολλά!
Και πότε ξεκινήσατε να φτιάχνετε;
Γιατί; Γιατί το καλάμι τότες κοιμάται. Μεστώνει. Αρχίζει και μεστώνει το καλάμι που έχει βγει το καλοκαίρι, έτσι; Την άνοιξη. Κι έρχεται ο Οκτώβρης, έχει βγάλει και τη φούντα απάνω, εκεί αρχίζει και σταματάει, κωλώνει και αρχίζει και μεστώνει και γίνεται καλό το καλάμι. Γιατί άμα το κόψεις χλωρό, σου γίνεται κουφοξυλιά και το πετάς.
Κατάλαβα. Και σας έδειξε κάποιος για να δείτε πώς φτιάχνεται;
Για να τη φτιάξω; Όχι, μωρέ. Αφού είδα εγώ αυτή που μου ‘δωσε ο δάσκαλος, έχω δει κι άλλες, μου ‘χουνε δώσει κι άλλοι και έπαιζα ζαμπούνα, την έβαλα κάτω, μέτρησα τα καλάμια, τις τρύπες, όλα αυτά. Και σιγά-σιγά πιάνω και το φτιάχνω.
Πότε ήταν η πρώτη σας ζαμπούνα;
Λοιπόν, μπορεί να βγάλεις μια ζαμπούνα σε μια μέρα, αλλά και μπορεί να βγάλεις μια ζαμπούνα σε δέκα μέρες. Δεν σου ταιριάζει με τίποτα. Ξέρεις, καμιά φορά το ένα καλάμι με το άλλο δεν ταιριάζει. Λοιπόν, για να πούμε και το τελευταίο για τις φωνές. Λοιπόν, αυτό είναι το Τζιώτικο. Η γλώσσα, από το άνοιγμα και προς τα πάνω. Το Συριανό είναι –μάλιστα σου ‘χω ένα κι ένα, θα τα δεις– το Συριανό είναι από το ρόζο και προς τα κάτω, γι’ αυτό παίζει και ψηλά.
Άρα κάθε νησί έχει διαφορετικό.
Ναι, είναι κάθε ένα, πρέπει να το πετύχεις και να το φτιάξεις όπως το φτιάχνανε οι παλιοί. Μάλιστα, αυτές οι ζαμπούνες, είχε φτιάξει πάρα πολλές -θα το δεις και στο βιβλίο μέσα- ένας νάνος από την Βάρη, Γιωσηφάκι λεγότανε. Ένα τόσο δα ανθρωπάκι. Έβγανε ζαμπούνες τέλειες και όταν πηγαίνανε και του λέγανε: «Ε, μ’ έστειλε ο μπαμπάς μου να μου δώσετε μία ζαμπούνα». «Παίζει ο μπαμπάς σου ζαμπούνα;». «Ε, ναι παίζει, αμέ». Του ‘δινε καλή. Λέει «Να, τώρα πολεμάει να μάθει». «Καλά, πάρε αυτή και εντάξει στην κάνω και δώρο» λέει! Και πλήρωνε τα [Δ.Α] γιατί ήτανε νάνος, πού να πάει αυτός; Φτωχός άνθρωπος.
Οπότε, ας πούμε ότι τώρα μου κάνετε μάθημα.
Ναι. Μπράβο. Στο μάθημα. Μπράβο. Καλά που τα θυμάσαι, ε; Γιατί είναι πολλά. Λοιπόν, λέω στο παιδί «Βάλε απάνω τα δάχτυλά σου»-
Στις τρύπες.
Ναι, θα φυσάς «πα, πα, πα, πα» κοφτά. Και θα σου λέω ένα-ένα δάχτυλο θ’ ανοίγεις, θα κλείνεις, θα κλείνεις μέχρι που να πάρει – τραγουδάω, βέβαια, τον σκοπό. Το «Κάτω στο γιαλό» είναι επί το πλείστο. Λέω πρώτα «Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, κάτω στο γιαλό κοντή, νεραντζούλα φουντωτή» κατάλαβες; Και πάμε εκεί πέρα. Λέω: «Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά, δέκα, έντεκα». Έντεκα είναι αυτές οι φωνές, το απάνω το… και μετά είναι το κάτω. Παίζει μια, παίζει δυο, παίζει τρεις και αρχίζει να το πιάνει. Γιατί ξέρει, του ‘χω πει τον σκοπό. Και αφού αρχίζει και το πιάνει, όταν κάνει λάθος, το διορθώνει αμέσως. Κατάλαβες; Μπαίνει, ας πούμε, στο νόημα του τραγουδιού και της ζαμπούνας που παίζει εκεί πέρα. Ακούει τη φωνή και λέει: «Εδώ έκανα λάθος». «Δεν πειράζει, απ’ την αρχή. Δεν πειράζει, πάμε» και έτσι τους έμαθα.
Τώρα κρατάτε το μονό, δηλαδή.
Ναι, το μονό.
Ξεκινάτε πρώτα με το μονό.
Μετά όταν μάθει στο μονό, μόνος του θα πάει στη διπλή. Γιατί εγώ έβγανα αυτά, δεν είχα και ασκιά, αγοράζαμε, δεν βρίσκαμε, ξέρω ‘γω. Τελευταία παίζανε τη δικιά μου. Έχω αλλάξει πέντε ασκιά στα είκοσι χρόνια. Ξέρεις τι πάνε; Τα σάλια των παιδιών, ξέρεις, εκεί πέρα όλα αυτά, χνώτα, όλα αυτά. Και μάλιστα, υπόφερα κάποια στιγμή. Έχω ευαισθησία στον λαιμό. Κι απόφευγα να …
Πριν πάτε στη διπλή, θέλετε να παίξετε λίγο αυτή να την ακούσουμε;
Να παίξω;
Ναι.
Κάτσε να δω.
Λοιπόν, για παίξτε μου το μονό.
Το «Κάτω στο γιαλό» θα παίξω.
Εισαγωγή αυτό. Αυτό λέγεται εισαγωγή, για να μπει και το τουμπί συν το χρόνως.
Τέλεια!
Τι έκανα εγώ; Ανακάλυψα εγώ, όταν… για να… Επειδής μπαίνει αυτό το πράγμα μες στο στόμα και μόνο με την άκρη ο στόμας φράζει αυτό. Αρχίζει και κολλάει η γλώσσα. Τι έκανα, ας πούμε; Πήρα ένα καλαμάκι και το ‘βαλα στο έτσι μέσα, αντί να βάλω το στόμα μου μέχρι εδώ κάτω, το έβαλα εδώ να. Κι έπαιζε πολύ ώρα. Είχαμε αυτό το… ! Και άμα ήταν χειμώνας λέω «Παιδιά, όταν κολλάει, στη σόμπα απάνω. Να στεγνώσει και συνεχίζομε»! Είχε γούστο τα παιδιά!
Και μετά με τη διπλή, ποιο μάθημα γίνεται;
Με τη διπλή κανονικά, εντάξει, τα παιδιά παίζανε, ας πούμε, διπλή. Άμα το βάλεις στο στόμα, είναι λιγάκι κουραστικό. Τους έκανα ζαμπούνα ή αγοράζανε. Στην αρχή αγοράζανε. Μετά τους έκανα εγώ ζαμπούνες και αγοράζανε το ασκί. Μόνο απ’ αυτό είναι, ένα κατοστάρικο του δίνανε και παίρνανε το ασκί. Και εκεί αρχίσαν και παίζανε. Βέβαια, για να πας στο ασκί… θέλει και λιγάκι προπόνηση! Δεν πας κατευθείαν να παίξεις. Διότι παίζεις, φυσάς, παίζεις, για να ‘χεις συνεχόμενο αέρα, για να μην κόβει όπως το μονοζάμπουνο. Την ώρα που πα να πάρεις ανάσα, με αυτό το χέρι πιέζεις το ασκί κι έχεις συνεχόμενο αέρα. Κατάλαβες;
Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο τη ζαμπούνα με το ασκί;
Με το ασκί; Να παίξω;
Να μου το περιγράψετε. Πώς είναι, πώς φτιάχνεται.
Όπως αυτή τη ζαμπούνα. Την παίρνομε και τη βάνομε στο ασκί. Τη βάνω μέσα σε ασκί, άμα σου φέρω τη δικιά μου, τώρα, εδώ, θα στη λύσω και θα στην ξαναδέσω όπως πάει. Κατάλαβες;
Το ασκί πρέπει να είναι από κάποιο ζώο συγκεκριμένο;
Είναι από κατσίκι. Πρέπει να ‘ναι από κατσίκι. Και το τουμπάκι –θα πάμε και στο τουμπάκι μετά– και το τουμπάκι, το τομάρι από το κατσίκι, διότι το αρνί είναι μαλακό και τρυπάει.
Εσείς έχετε κάνει ποτέ ζαμπούνα με ασκί, έχετε φτιάξει;
Με ασκί, ναι, είχα φτιάξει μια φορά δυο-τρία.
Ποια είναι η διαδικασία; Πάτε πάλι στα σφαγεία και παίρνετε το δέρμα;
Κοίταξε, ναι, τα ‘χω. Γι’ αυτό στα 'χω σημειωμένα. Παίρνομε ένα ασκί, ξέρεις, σφάζανε το Πάσχα, έτσι; Επί τω πλείστον, ξέρεις, όλοι σφάζουνε κατσίκια, αρνιά, σφάζανε το κατσίκι και του 'λεγα, ξέρω 'γω, μιανού: «Ρε συ, πόσα κιλά περίπου;». Πρέπει να ‘ναι το κατσίκι, πρέπει να ‘ναι περίπου από 14 κιλά, 15 για να βγάλεις ένα ωραίο ασκί όπως το δικό μου. Δεν μπορώ να πάω να το πιάσω, ε; Να, εδώ να κρέμεται.
Μετά, θα πάμε μετά.
Τέλος πάντων. Λοιπόν, το βγάζει, το κόβει από τα κάτω, το κάτω μέρος στα πόδια και αρχίζει και πάει προς το κεφάλι. Φτάνει στο κεφάλι, κόβει τα δύο μπροστινά πόδια, τα ξεπερνάει από μέσα. Και πάει στον λαιμό, εκεί που το ‘χει σφάξει και του δίνει και φεύγει, για να μην πέσει καμιά μαχαίρια. Το παίρνομε, το τυλίγομε μέσα σε αλάτι. Παλιά το παίρναμε και στη θάλασσα, φέρναμε θάλασσα και το βουτούσα μέσα. Το αφήνομε 15-20 μέρες περίπου και μετά το ξετυλίγομε, φέρναμε άρμη ή το πηγαίναμε στη θάλασσα, δεν είναι τίποτα κακό άσχημο. Το ξεπλένομε καλά-καλά-καλά, το τρίβαμε, μετά το φέρναμε εδώ και το πλέναμε με διάφορα σαπούνια μέσα, για να μυρίσει λιγάκι, να φύγει και η μυρωδιά του. Και μετά πιάναμε το γυρίζαμε από τη μεριά της, το τρίχωμα, και αρχίζαμε το κουρεύαμε με το ψαλίδι. Όχι ξύρισμα. Γιατί εκεί γίνεται η ζημιά. Όταν φύγει η τρίχα και ανοίξουν αυτοί όλοι οι πόροι, λες: «Μα από πού χάνει το ασκί;» και χάνει από ‘κει. Γι’ αυτό, μάλιστα, μερικοί και ο Φραγκίσκος και από τη Μύκονο, βάνανε απάνω στύψη, λεγόντανε. Είναι στα φαρμακεία. Και το ‘κανε άσπρο και το ‘κανε καθαρό. Αλλά αυτό έκανε ζημιά. Τρυπούσε … αντί να κρατήσει έξι-εφτά χρόνια, κρατούσε δυο χρόνια. Με αυτό το πράγμα.
Οπότε, το κουρεύατε εξωτερικά.
Λοιπόν, το κουρεύαμε, το γυρίζαμε απ’ την άλλη μεριά, το φουσκώναμε, το δέναμε και το βάναμε να στεγνώσει στη δροσιά, όχι στον ήλιο. Στη δροσιά. Και όταν περνούσε πέντε-έξι μέρες… γιατί να στεγνώσει, αν φυσάει και κανάς βοριάς και στέγνωνε, εκεί πηγαίναμε και το δέναμε. Τώρα τελευταία, είχα μάθει ένα παιδί από … αυτός που έχει το «Πλακόστρωτο» το μαγαζί, ο γιος του ο Γιάννης, τον είχα μάθει ζαμπούνα. Μάλιστα, είχαμε κάνει κι ένα γλέντι εκεί και παίξαμε μαζί για να τον ακούσει ο Μπάμπης, ήταν όλοι αυτοί ήμαστε. Και έχει βγάλει δύο ασκιά. Και το ένα, ήρθε εδώ, για να του πω πώς το δένουνε και τ’ άλλο το έφτιαξε μόνος [00:40:00]του. Άμα δεις και σκαμπάζεις και λιγάκι, εντάξει.
Και πώς το δένεις; Χρειάζεται συγκεκριμένη τεχνική;
Θέλει ένα σπάγκο, αλλά να βάλεις και κερί απάνω. Την ώρα που θα σφίξεις την πρώτη φορά … Λοιπόν. Παίρνεις τον λαιμό και τα πόδια τα μπροστινά, τα φέρνεις πίσω. Κάτσε γιατί τώρα εδώ να μην το μπερδέψω.
Τα δένετε όλα με τον ίδιο σπάγκο, δηλαδή;
Ναι, με τον ίδιο σπάγκο, αλλά λέω πώς γίνεται η αρχή για να φτάσεις στο τέλος. Α, δένεις πίσω-ας πούμε- εκεί το ανοιχτό που είναι κομμένο. Το δένεις καλά, μετά παίρνεις τον λαιμό και τον βγάζεις σε ένα πόδι για να πάει ανάποδα, λέμε έτσι, να μείνει το τρίχωμα μέσα. Μερικοί κάνουν ζαμπούνες και είναι έξω το τρίχωμα, αλλά, εντάξει, δεν μ’ αρέσει. Και το φέρνεις από το ένα πόδι, δένεις το λαιμό, του δίνεις και πάει μέσα. Παίρνεις το άλλο πόδι και το βγάζεις στο απέναντι πόδι, το δένεις εκεί που θα βάλεις το μασούρι, εκεί που φυσάς, ας πούμε. Του δίνεις και πάει μέσα και σου μένει κενό εκεί που θα βάλεις τη ζαμπούνα.
Την οποία ζαμπούνα, τη βάζεις, την κολλάς;
Όχι, όχι, όχι, όχι. Την εδένεις. Να, βλέπεις τώρα, βλέπεις ότι έχω κάνει και πατούρα; Εδώ, εδώ, εδώ, εδώ, το βλέπεις; Έχω κάνει πατούρα για να μπει μέσα ο σπάγκος και να σφίξει. Ρε συ, πιάσε, να την, εδώ να κρέμεται. Πιάσ'την. Το βλέπεις αυτό που είναι άσπρο; Αυτό είναι, τώρα, είναι με τη στύψη που βάλανε. Κανονικά πρέπει να ‘ναι σκούρο, να ‘χει το χρώμα του καλαμιού το ασκί.
Όποτε, η στύψη, που είπατε απ’ το φαρμακείο, τι υλικό είναι ακριβώς;
Δεν ξέρω, είναι κάτι που το καθαρίζει, που καθαρίζει το δέρμα. Είναι αυτό που καθαρίζει το δέρμα. Βλέπεις. Εδώ είναι ο αφαλός, βάνουνε μία τάπα, το φράζουνε. Λοιπόν, το βλέπεις; Το δένουν πρώτα εδώ. Λοιπόν, μετά παίρνεις το λαιμό και τόνε φέρνεις σ’ αυτό το πόδι. Βρεμένο! Να ‘ναι ντάντουλο, έτσι, για να περνάει εύκολα, όχι στεγνό. Δένεις, πάει πίσω, παίρνεις αυτό το βγάζεις απέναντι, το δένεις. Βλέπεις, είναι από μέσα δεμένο, φαίνεται. Για να μπει το μασούρι εκεί που φυσάς και μετά βάζεις τη ζαμπούνα.
Και έχετε βάλει και ματάκι, βλέπω.
Ναι, μου το βάλανε. Το βάλανε για να μη με ματιάξουνε, λέει!
Και αυτό δεν μυρίζει περίεργα το δέρμα όταν το φτιάχνετε; Δεν μυρίζει περίεργα;
Κοίταξε, άμα το βάλεις στο αλάτι… το αλάτι, ξέρεις, τα σπάει όλα. Το αλμυρό αυτό, όλα τα… Έχει μια μικρή μυρωδιά, το βουτάω σε ένα κουβά μέσα με διάφορα σαπούνια, αυτά που πλένουμε, ξέρω ‘γω, κι έχουνε μυρωδιά, και εκεί αποτελειώνει, ας πούμε. Κατάλαβες; Δεν μυρίζει πια από ‘κει και πέρα. Το βάνω και στεγνώνει, το δένω βέβαια και φυσάω το μασούρι. Εδώ από μέσα έχει ανεπίστροφη. Ναι, έχει κάτι, ξέρω ‘γω, ένα ναϊλάκι. Από το γάντι, το πλαστικό γάντι, κόβομε ένα κομμάτι και το περνάμε μέσα.
Και ο ήχος… Αισθάνεστε δηλαδή, ή ακούτε τον ήχο διαφορετικό όταν είναι με ασκί ή όταν είναι χωρίς ασκί;
Όχι, το ίδιο είναι. Το ίδιο είναι. Το ίδιο, αλλά εκεί θέλει να έχεις πνευμόνια… Ολόκληρο πράγμα το φυσάς, με δύο αυλούς. Ενώ εδώ είναι… φυσάς και το φουσκώνεις και παίζεις άνετα, αν δεν χάνει το ασκί. Άμα χάνει το ασκί, λέω: «Πάρτε την, παιδιά, πάρτε την, ευχαριστώ πολύ, δε…»
Όποτε τώρα που…
Λοιπόν, αυτήν τη ζαμπούνα την αγόρασα το 2004, βρεθήκαμε στην Τζια, τη δεύτερη χρονιά στην Τζια και λέει, μου λέει, ένας Συριανός εδώ, ήτανε μαζί μου, μου λέει: «Ρε συ, είναι ένας εδώ να απ’ την Πάρο και πουλάει μια ζαμπούνα». Λέω: «Να τη δοκιμάσομε, να την αγοράσω». Λέει: «Την πουλάει 180» μου ‘χε πει. Λέω: «Αμέ, κάτσε να δούμε». Και την πιάνω την βάζω στο στόμα μου. Όλοι αυτοί, μ’ αυτή τη ζαμπούνα θέλανε να παίζουνε. Παίζει πολύ γλυκά, θα παίξω μετά λίγο.
Ωραία. Τώρα που έμαθα πώς τις φτιάχνετε και που κάναμε, ας πούμε, και το πρώτο μάθημα, θέλετε να μου πείτε ποια είναι τα τραγούδια για τη ζαμπούνα;
Λοιπόν.
Και να μου πείτε αν υπάρχουνε …
Κάτσε να δω, μήπως έχω ξεχάσει κάτι.
Κρατάω εγώ, τα ‘χουμε πει.
Ναι, ναι. Πώς γίνεται το τουμπάκι. Έχομε και το τουμπάκι.
Πριν πάμε στο τουμπάκι δεν πρέπει να μου πείτε τα τραγούδια της ζαμπούνας;
Ναι, αλλά παίζεται και με το τουμπάκι μαζί.
Εντάξει.
Άμα παίζεις ζαμπούνα και δεν παίζει το τουμπάκι, δεν… εντάξει, ωραίο είναι, δεν μπορώ… άμα παίζεις ωραία, είναι ωραίο. Αλλά το τουμπάκι δίνει το ρυθμό στον χορό. Είναι το ντραμς, όπως βγήκε μετά το ντραμς, το ντραμς της ζαμπούνας. Μάλιστα, το ‘χα πάνω, να το φέρω να το δεις, το ξέχασα.
Εσείς τουμπάκι παίζετε;
Ναι, αμέ. Εγώ έμαθα μόνος. Δηλαδή, άμα τους άκουγα στα καφενεία, κάποια στιγμή ήμουνα μικρός, πήρα ένα τουμπί και έπαιζα, όπως πολλά παιδιά. Ο εγγονός μου, η εγγονή μου πιάσανε, παίζουνε. Τους λέω: «Ακούτε το ρυθμό». Τους παίζω ωραία το ρυθμό και χτυπάνε ωραία. Κι άλλα παιδάκια ερχόντανε τελευταία, μετά από ‘κει –πώς να σ' το πω;– βγήκε άλλη κοπέλα, η Ρόζα. Δεν ξέρω, μπορεί να τη ξέρεις. Η Ρόζα η Ξανθάκη. Που είναι δημοτικός σύμβουλος. Η οποία, βέβαια, αυτή κάνει το πρόγραμμά της. Εντάξει, εγώ τελείωσα, εσύ κάνε το πρόγραμμά σου.
Οπότε, για το τουμπάκι, τι έχετε να μου πείτε;
Λοιπόν, το τουμπάκι… Παίρνομε ένα κομμάτι χαρμπότ. Το κόβομε, ξέρω ‘γω, πόσο θέλεις; Τόσο να ‘ναι το τουμπάκι; Κόβαμε ένα, το βάλομε στο νερό-
Τι κόβουμε, ένα;
Ένα χαρμπότ.
Χαρμπότ.
Από χαρμπότ.
Τι είναι αυτό;
Είναι αυτό που είναι το ψιλό. Πώς το λένε; Που τα βάνουνε… Δεν έχω να σου δείξω εδώ.
Τι είναι, ξύλο;
Ναι, είναι ξύλο αλλά είναι ψιλό. Αυτό που βάνουν και φράζουν σε έπιπλα, ξέρω ‘γω.
Το βρίσκετε στη φύση ή το αγοράζετε;
Μπορεί να το αγοράσουμε ή το βρίσκεις, έτσι, καμιά φορά χαλάνε, μερικοί τα πετάνε, τα παίρνουμε. Κόβω ένα τόσο. Περίπου πόσο είναι το τουμπί, το ‘χομε μετρήσει τον κύκλο, το βάλομε στο νερό για να πιεί και να μπορούμε να το γυρίσομε να το κάνουμε στρογγυλό. Το φέρνουμε και το καρφώνομε, παίρνομε από το τομάρι του κατσικιού, από τη μια και από την άλλη, βάνομε δύο τσέρκια, το τυλίγομε απάνω, το βάζομε από τη μια και από την άλλη και στη μέση βάλομε σχοινιά. Έχει τρύπες και περνάει το σχοινάκι ζίγκι-ζάγκα, γύρω-γύρω, ζίγκι-ζάγκα, ζίγκι-ζάγκα και με κάτι ξυλαράκια που έχει τόσα, αρχίζουμε και το κάνουμε αυτό το πράγμα και το φερμάρουμε, για να χτυπάει καλά.
Υπάρχουνε δηλαδή, τραγούδια για ζαμπούνα και τουμπί που είναι μόνο στη Σύρο ή είναι γενικά για τις Κυκλάδες;
Όχι, όπου παίζει ζαμπούνα, παίζει… Η γκάιντα στη Βόρειο Ελλάδα, έχει τουμπάκι, παίζει τουμπί. Όλες οι ζαμπούνες.
Όχι, ναι, θέλω να πω…
Ξέρεις πού μόνο; Στην Κάρπαθο… μόνη η Κάρπαθο που παίζει ζαμπούνα με λαούτο. Μόνο η Κάρπαθο.
Θέλω να πω για ζαμπούνα και τουμπί, τα τραγούδια που υπάρχουν.
Ναι.
Υπάρχουνε κάποια που είναι μόνο συριανά ή είναι γενικά για τις Κυκλάδες;
Αυτά που σου λέω εγώ είναι σχεδόν συριανά όλα. Βγάλαμε και εμείς ένα δικό μας, έτσι, μια μαντινάδα... Λοιπόν, το πρώτο η «Παξιμαδοκλέφτρα». Αυτό το άκουσα εγώ από κάποιον ηλικιωμένο που έχει πεθάνει χρόνια, τώρα, και το πήρα, ας πούμε. Αυτό προέρχεται μάλλον απ’ το Μάρκο τον Βαμβακάρη με το μπουζούκι «Τι ήσουνα, τι ήσουνα, μια παξιμαδοκλέφτρα και τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα». Με τη ζαμπούνα –το πήρανε από ‘κει– «Τι ήσουνα, τι ήσουνα, μια παξιμαδοκλέφτρα και τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα». Το «Λουκάκι» αυτό είναι συριανό: «Μα το καημένο, καημένο το Λουκάκι, βρε πώς το παίζει, το παίζει το τουμπάκι». Μετά πάμε στο «Χωριό» το «Χωριό». Αυτό εδώ κάθε αυτού συριανό, γιατί αναφέρεται και στις δύο θρησκείες, «Μα το σταυρό το δυο λογιό, το Φράγκικο και το Ρωμιό, μα το σταυρό που κάνουμε, σε αγαπώ και χάνουμε, και όπα και όπα, εγώ σου το πρωτόπα, εγώ σου το πρωτόπα πως σ’ αγαπώ [00:50:00]σου το ‘πα». Λοιπόν, αυτό εδώ το αυτό, μας είχανε καλέσει ο Δήμος Λαγκαδίων κάτω στην Τρίπολη, Γορτυνία μου φαίνεται … έτσι ναι, μου φαίνεται πως έτσι λεγότανε ο νομός. Πανελλήνια. Λοιπόν, το πρώτο το πήρε ένα κλαρίνο, ένα παιδί από τη Βόρειο Ελλάδα, από πάνω από τα Τζουμέικα εκεί απάνω, το δεύτερο το πήρε η συριανή ζαμπούνα. Θα στο δώσω κασέτα, να τ’ ακούσεις! Μάλιστα, το είχε δώσει το βραβείο, είχα πάρει τον Μηνά, έπαιζε ζαμπούνα. Η Μαίρη απ’ τον Γαλησσά έπαιζε τουμπί, μια κοπέλα κι εγώ τραγούδησα. Εγώ ήθελα να δείξω τα παιδιά τώρα, κατάλαβες; Και όλο μαζί μου λένε: «Ξέρεις κάτι; Πήρα τη δεύτερη θέση, το δεύτερο βραβείο» και ήταν και χρηματικό…. Και το βραβείο αυτό το ‘δωσε στα παιδιά -θυμάσαι ο πρώην υπουργός ο Γείτονας ο οποίος ήταν κι από ‘κει. Επί ΠΑΣΟΚ ήταν αυτός. Αυτός μας είχε δώσει το βραβείο. Κι είχανε πάρει, θαρρώ, 500; Ναι, πρώτο είναι χιλιάρικο, το δεύτερο 500 και το τρίτο το πήρε ένα παιδί από την Ζάκυνθο, ο οποίος έπαιζε βιολί κι έπαιξε νησιώτικο! Ένα νησιώτικο.
Και τα άλλα τραγούδια είναι Συριανά;
Το «Κάτω στο γιαλό» το παίζουν και αλλού. Το παίζουν κι άλλοι, αλλά εμείς το παίζαμε εδώ πέρα. Η «Κλώσα», «Κλώσα τα πουλιά, κλώσα τα πουλιά, κλώσα τα πουλιά δεν τα ‘βγαλες σωστά, σου ‘βαλα σου ‘βαλα 21 και δεν μου και δεν μου ‘βγαλες κανένα, σου ‘βαλα 9 σου ‘βαλα 9, σου ‘βαλα 9 και μου ‘βγαλες 7, σου ‘βαλα σου ‘βαλα 21 και δεν μου και δεν μου ‘βγαλες κανένα». Το «Αμουργιανό». Πήγαμε και στην Αμοργό, Πανκυκλαδική. Και άμαν ανεβήκαμε απάνω στην πόλη, αρχίζαμε και το παίζαμε και κοιτάζανε όλοι «Αυτό είναι δικό μας» αλλά άλλος σκοπό. «Αμουργιανό είναι το νερό, Αμουργιανή είναι κι η κοπελιά, που πάει για να γεμίσει που πάει για να γεμίσει, βάι βάι βω, Αμουργιανό μου πέρασμα, να ‘χεις καλό ξημέρωμα». Αυτό είναι «Ρωμιοπούλα» αλλά φαίνεται μάλλον είναι σαν ροδίτικο, από ‘κει το φέρανε. Αλλά δεν το ‘χα ακούσει, βέβαια, από πουθενά. Κάτσε να το σκεφτώ αυτό πώς είναι γιατί δεν το πολύ …
Πάμε στο επόμενο.
Λοιπόν, εδώ, η «Αραπιά».
Συριανό;
Συριανό. Το πήραν οι Ναξιώτες, οι … πώς τις λένε; Οι Χατζοπουλαίοι και ‘βγάλαν το «Ποιος, ποιος». Πρόσεξε να δεις, «Να πάω εκεί στην Αραπιά, να πάω εκεί στην Αραπιά, να βρω έναν αράπη, να βρω έναν αράπη, για να του πω για να του πω, πώς πιάνεται η αγάπη, πώς πιάνεται η αγάπη». Λοιπόν, και το πήραν, τώρα, οι Χατζοπουλαίοι «Ποιος, ποιος, ποιος μωρό μου, ποιος»! Και θα παίζει το βιολί.... Λοιπόν, μετά η μαντινάδα. Βγάλαμε εμείς ένα δικό μας εδώ πέρα «Απόψε η, απόψε η παρέα μας είναι ουρανός, είναι ουρανός με τ’ άστρα, είναι μπαξές, είναι μπαξές με λούλουδα και κόκκινα και κόκκινα κεράσια, στα νησιά μας ομορφάνε ό,τι εποχή και να ‘ναι, ό,τι εποχή και να ‘ναι στα νησιά μας ομορφάνε». Πόλκα, λοιπόν, αυτό χορεύεται ζευγάρια. Και η πόλκα, αυτό το «Πόλκα» είχε έρθει μια φορά από την Αυστρία μια που είχε το επώνυμό της ήταν Πόλκα, την λέγανε. Και βρέθηκε εδώ κάπου εδώ στα νησιά και είχε πει «Αυτό, παιδιά θα τ’ ονομάσετε ‘Πόλκα’» κάτι τέτοια, ας πούμε, και το ονομάσανε «Πόλκα». Μάλιστα εμείς τα λέμε «Μαρούλια» και θα τα τραγουδήσω.
Πώς το λέτε εσείς;
Εμείς; «Μαρούλια» «Μαρούλια το πουρνό και λάχανα τ’ αργό, και εγώ με το καλό αγοράζω και πουλώ, να, να, να …»! Λοιπόν, μετά πάμε στον μπάλο. Είχαμε πάει Πανκυκλαδική στην Πάρο. Είχα έναν από τη … μαζί μου, έναν πιο πολύ πιο μεγάλο από εμένα, ζει ακόμα ο άνθρωπος. Του λέω: «Ρε συ, Γιάννη θα ‘ρθεις να παίξεις το μπάλο». Έπαιζε διαφορετικό το οποίο τον έμαθα κι εγώ μετά. Εμένα ήταν πιο απλός που μου ‘πε ο δάσκαλος. Λοιπόν, είχε τσαντιστεί, τώρα, ο τουμπακιέρης: «Γιατί δεν μας φώναξες πιο γρήγορα;» Λέω: «Πηγαίντε να παίξετε εκεί πέρα. Ο κόσμος περιμένει ν’ ακούσει συριανό μπάλο». Άμα σου πω ότι χορεύανε 100 άτομα; Νέοι, μεγάλοι, νέοι, παιδιά χορεύανε. Μια πλατεία την είχαν γεμίσει. Με αυτόν τον μπάλο, θα στο παίξω για να δεις.
Γιατί λέτε ότι είναι συριανός; Ποια είναι η διαφορά του;
Γιατί είναι συριανό; Γιατί άλλοι παίζουν άλλο μπάλο.
Εννοώ, ποια είναι η ιδιαιτερότητα του συριανού;
Αυτό το μπάλο δεν τον επαίζει κανένας εδώ γύρω στα νησιά, πουθενά. Τον επαίζει μόνο οι Συριανοί.
Η ιδιαιτερότητά του ποια είναι, δηλαδή;
Είναι ότι δίνει βηματισμό. Θα στο παίξω καμιά φορά. Λοιπόν «Παίξε ζαμπούνα δυνατά κι εσύ τουμπί γεμάτα, να δείτε πώς χορεύουνε τα δυο σαν αδερφάκια». Να πάει το … η επωδή, που λέμε. Λοιπόν, πάμε στον καλαματιανό. Εγώ το μόνο που ξέρω να παίζω «Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο νερό» αυτό το ‘χα ακούσει από μικρός εδώ. Βέβαια, ήτανε σε όλη την Ελλάδα. Εγώ αυτό άκουσα, αυτό έπαιζα. Άλλοι παίζουνε κάτι που ‘χουνε βγει τώρα τελευταία-ας πούμε-κάτι Δωδεκανήσια και κάτι τέτοια. Λοιπόν, το συνοδευτικό του γάμου. Αυτό δεν έχει λόγια, θα τ’ ακούσεις απ’ τη ζαμπούνα. Πολύ ωραίο, το οποίο το λέγανε «Γαλλικό Μάστερ». Αυτό πρέπει να ‘ρθε απ’ τη Γαλλία, γιατί αυτό παιζότανε σε όλες τις Κυκλάδες στους γάμους και στην Ικαρία, λέει. Ήταν το πέρασμα εδώ... Κατάλαβες; Επί προστασία της Γαλλίας τότε με Τουρκοκρατίας, ήταν το λιμάνι εδώ [Δ.Α], το λιμάνι της Σμύρνης, της Χίου, κάτω της Βηρυτού και απάνω της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η γραμμή αυτή, Μασσαλία. Θα σου πω για τη Μασσαλία που πήγαμε. Και τα κάλαντα τα τραγούδησα, έτσι! Αλλά αυτό το γαλλικό … γι’ αυτό το … μάλλον είχε έρθει από ‘κει και το ‘χαν ονομάσει το «Γαλλικό Μάστερ». Το οποίο όταν είχανε τα όργανα, όσοι είχανε λεφτά, φέρνανε κλαρίνα, βιολιά και τέτοια. Οι φτωχοί οι φουκαριάρηδες, δεν μπορούν να φέρουν τα όργανα, αφού δεν είχανε λεφτά. Και βγάλανε, το παίζανε με τη ζαμπούνα. Και μου ‘χουνε πει τον άνθρωπο, αυτόν -ήμουνα παιδάκι και είχε πεθάνει- που έπαιζε αυτό το «Μάστερ». Και μου το θύμισε η μάνα μου. Αυτόν τον σκοπό, μου το έδωσε η μάνα μου. Και το ‘χα πιάσει και στο βιολί μου, μου ‘χε μείνει και στο μυαλό, γιατί μ’ άρεσε πάρα πολύ και άμα το ακούσαν αυτό κάτι μουσικολόγοι, και κάτι τέτοιοι, μου ‘λεγαν «Τι ωραίο» ας πούμε.
Αυτό είναι η συνοδεία του γάμου;
Το συνοδευτικό του γάμου, ναι.
Αφού είναι τόσο σπάνιο και σημαντικό πρέπει να το διασώσουμε, δεν πρέπει;
Βέβαια. Μα έχω παίξει. Έχω παίξει… είχαμε κάνει ένα γλέντι –μάλιστα το ‘χω και αυτό να σ' το δώσω με ένα CD– είχαμε κάνει ένα γλέντι και βρέθηκε μία κοπέλα απ’ την Αυστραλία, ελληνικής καταγωγής. Δεν ήξερε και ελληνικά. Με ένα ξάδερφό της βρέθηκε εδώ. Κι άμαν άκουσε κι έπαιζα αυτό, λέει «Ξέρεις κάτι; Του χρόνου θα ανέβω να παντρευτώ εδώ στη Σύρο, στον Άγιο Νικόλα κάτω. Λοιπόν, λίγο πιο πάνω θα είναι το ξενοδοχείο που μένω. Θέλω να με πάρεις με την ζαμπούνα, με τα παιδιά, με λαούτο και τουμπί να με φέρεις στον Άγιο Νικόλαο». Λέω: «Αμέ, εντάξει». Μάλιστα, είπε: «Θα σε πληρώσω, θα σου δώσω…». Λέω: «Έλα μωρέ, εντάξει» έδωσε στα παιδιά και… Και την πήραμε, ας πούμε, και την πήγαμε μέχρι εκεί. Και μετά λέει: «Θα πάτε στο Κίνι τώρα. Την ώρα που θα με βγάλει έξω ένα καΐκι, νύφη, θα με πάρετε από τον μόλο απάνω να με πάτε στο μαγαζί. Θα παίξετε, θα παίξετε και ένα…» –με το βιολί όμως έπαιξα– «ένα βαλς». «Σήμερα γα-, σήμερα γάμος γίνεται». Παίξαμε και αυτό, ήρθε εκεί μας αγκάλιασε, μας φίλησε [01:00:00]και μας έδωσε κι ένα φάκελο κάποιοι εκεί πέρα. Λένε: «Πάρτε για τα παιδιά».
Η ιδιαιτερότητα δηλαδή του…
Και έχω συνοδέψει πάρα πολλές νύφες πλουσίων, εδώ στη Ποσειδωνία. Στις επαύλεις, εκεί πέρα, που έχει έπαυλη. Με είχανε φωνάξει μία φορά και μετά μ’ ανταμώνει τον επόμενο χρόνο έπαιζα κάτω στην παραλία, έπαιζα ζαμπούνα, εκεί πέρα, κάναμε κακαβιά. Αν έχεις ακούσει, μια γιορτή κακαβιάς. Και έρχεται ο άντρας και η Μαρία -Μαρία την λέγανε- μου λέει: «Κύριε Ιωσήφ, άμαν έφυγες, μέχρι το πρωί όλο το γκανγκ, ξέρεις τι λέγανε;» Αυτό που … αυτό που ήτανε στην αρχή που τους πήρα από την πόρτα του κτημάτου και πήγα μέχρι το σπίτι, τότες. Λέει: «Τους άρεσε αυτό, ρε παιδί μου. Ήτανε … μου το λέγανε μέχρι το πρωί. Το πιο ωραίο απ’ όλα ήταν αυτό» λέει. Εντάξει «Αρκεί που είσαστε ευχαριστημένοι και εντάξει».
Θέλετε λίγο να κάνετε τη μελωδία αυτού του σκοπού που σας θύμισε η μαμά σας;
Του σκοπού του γάμου, ναι. Λοιπόν, να τελειώσομε;
Ναι.
Να τελειώσουμε εδώ; Και μετά. Ναι, μετά θα σου παίξω εγώ. Από λίγο, όχι πολύ, γιατί …
Λίγο, λίγο.
Λοιπόν, εγώ τελειώνοντας, θέλω να πω δυο λόγια για το … τον λόγο που αφήνω, ας πούμε. Οι μαθητές που τους έμαθα ζαμπούνα και τουμπάκι, γύρω στα 50 άτομα… Παιδιά, νέοι και μεγάλοι... Και νέοι και μεγάλοι. Και τραγουδούσαν γύρω στα 20 άτομα –ήτανε ζαμπούνες– και μικροί και μεγάλοι. Έχουμε μια κυρά Γεωργία από την Ντελαγράτσα, η οποία έχει μια φωνή… θα την ακούς, μπορεί να την ακούσεις στα CD που θα σου δώσω. Λοιπόν, τα τραγούδια είναι 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13. Μπορεί να ξεχνάω και κανένα. Τραγούδια αυτά που σου ‘πα, έτσι; Αυτά που σου τραγούδησα. Και είναι ο συρτός, ο μπάλος, ο μπαλαριστός, η πόλκα, ο καλαματιανός και το νι και ντρε. Έχομε και το νι και ντρε. Και αυτό θα σ' το παίξω. Χορεύουν οι άντροι, πάνε μπρος-πίσω και κάνουν αυτό το πράγμα κωλοκαθιστά. Το ‘χει γράψει μια γαλλική τηλεόραση πίσω στη Ντελαγράτσα! Τα οποία είναι 2-4-6. Έξι είναι οι χοροί της ζαμπούνας. Αυτό, δεν ξέρω αν έχω κάτι άλλο.
Πριν τελειώσουμε, εγώ θέλω να σας ρωτήσω κάτι.
Ναι, ναι. Κάτσε να δω εδώ, τώρα. Θα σου δώσω… καλά, αυτό θα το πούμε μετά, εντάξει. Πάμε.
Πριν τελειώσουμε, θέλω να σας ρωτήσω ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι όσον αφορά τους στίχους;
Ναι «Δεν είναι εδώ κοντά χωριό» κάθε αυτού συριανό. Και αναφέρεται σ’ όλους τους Συριανούς, ορθόδοξους και καθολικούς. Αυτό πήρε το βραβείο, που σου λέω, εκεί στα …
Αυτό που μου τραγουδήσατε πριν.
Ναι, ναι, ναι, ναι. Είναι πολύ ωραίος σκοπός. Είναι ένα αυτό και ένα είναι το … η μαντινάδα «Απόψε η παρέα μας, ο ουρανός με τ’ άστρα».
Εσείς, όταν βρισκόσασταν τότε και παίζατε με τους φίλους σας όταν ήσασταν μικρός-
Ναι.
Ή ακόμα και τώρα που έχετε μεγαλώσει και παίζετε, τι είναι αυτό που αισθάνεστε την ώρα που παίζετε;
Γιατί αισθάνομαι ωραία; Γιατί ήτανε η πρώτη μουσική, ο πρώτος ήχος που άκουσα. Στο μεταξύ όταν έγινα 14-15 χρονώ και ήρθαν και τα βιολιά και όλα αυτά, μου είχε κολλήσει, αφού έμαθα καλά τη ζαμπούνα, μου είχε κολλήσει να μάθω βιολί. Δεν είχαμε κανένα, δεν παίζανε εδώ πέρα τόσο πολύ. Παίζανε επί τω πλείστον η ορχήστρα που ερχόταν απ’ την Ερμούπολη στα πανηγύρια εδώ, ήτανε σμυρνέικα τα πιο πολλά. Συρτός πολίτικος, το άλλο το… πώς το λένε; Το… σηλυβριανός, όλα αυτά. Και λέω: «Ρε» εγώ ήθελα τώρα να μάθω. Είχαμε έναν που έπαιζε ένας που βαστούσε και Μυκονιάτης. «Εγώ δε δείχνω, άμα θες πήγαινε να… ». Είχαμε και ένα άλλο που ήτανε στην Άνω Σύρο. Πώς θα πάω εγώ; Με τα πόδια; Αφού δεν είχαμε ούτε μηχανή ούτε λεωφορεία, δεκαετία του ’50 μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τι να ‘χεις; Τέλος πάντων. Και τελικά, όταν φτιάξαμε τον σύλλογο εδώ πέρα, λένε τα παιδιά. «Να μάθουμε, να φέρουμε και να βρούμε ένα δάσκαλο να μάθουμε και βιολί και λαούτο;» Λέω: «Αμέ». Και φέρνομε ένα παιδί από την Άνδρο και που ήξερε και βιολί καλό και λαούτο. Και τον εφέραμε εδώ πέρα και έχω βγάλει τον Γιωργάκη τον Χατζηγεωργίου, τον ξέρεις; Πιτσιρίκας, αυτός παίζει εδώ πέρα, έχει παίξει πολλά. Είναι του γιατρού του Χατζηγεωργίου, ανιψιός. Πολύ ωραίο βιολί. Αυτός είχε πάει και πανεπιστήμιο. Λοιπόν, βιολί έπαιζε και ο… τον Γιωργάκη απ’ τον Γαλησσά, ο Πιτσώνας, που λέμε. Από τη Βάρη ο… πώς τον λέγανε αυτόνε; Απ’ τη Βάρη κι αυτός έπαιζε βιολί, Βαρθαλίτης Πέτρος, Βαρθαλίτης Πέτρος. Είχε μάθει και αυτός ωραίο βιολί και εκεί έμαθα και εγώ. Μάλιστα, τον είχα στο σπίτι μου, έμενε, ξέρω ‘γω, πηγαίναμε, τον ταΐζαμε καμιά φορά αυτόνε. Και μου λέει: «Ρε Ιωσήφ, έλα εσύ. Πιάνεις, έχεις αυτάρα» μου λέει: «Θα πιάσεις». Και πράγματι, έπιασα.
Θέλω να ξαναγυρίσουμε σε αυτό που αισθάνεστε όταν παίζετε.
Ναι. Και θέλω να πω είτε παίζω ζαμπούνα είτε παίζω βιολί, μ’ αρέσει. Μου ‘πε, 12 χρονών, άνθρωπος εδώ που έπαιζε μπουζούκι: «Έλα να σου μάθω μπουζούκι». Λέω: «Όχι, δε θέλω. Εγώ θέλω βιολί και ζαμπούνα». Έτσι, αυτό ήτανε, ας πούμε. Μ’ άρεσε. Όχι ότι δεν μ’ αρέσει το μπουζούκι… γιατί χορεύω και ζεϊμπέκικο.
Αυτό που αισθάνεστε με τους άλλους δίπλα σας που παίζουνε μαζί σας, τι είναι αυτό το μοίρασμα μεταξύ σας;
Οπωσδήποτε με ευχαριστεί, με ικανοποίει, γιατί το μεσημέρι καθόμουνα και καμιά φορά τα βράδια κάθομαι και βάνω CD και βλέπω όλα αυτά τα πράγματα που σχεδόν κοντεύω να τα ξεχάσω και λέω: «Κοίτα να δεις τι κάνανε, κοίτα να δεις τα παιδιά τι γούστο είχανε, τι αυτό να μάθουν». Μάθανε, παίζανε, σε εκδηλώσεις, σε γιορτές, ξέρω ‘γω. Λοιπόν, εγώ έχω γράψει εδώ πέρα πού ήταν οι πιο μεγάλες εκδηλώσεις, εκτός τις μικρές. Η μια ήταν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς που παίζαμε. Η δεύτερη ήτανε όταν ήρθε η ΕΡΤ 3 απ’ τη Θεσσαλονίκη και είχε βγάλει με τίτλο «Ο τόπος και το τραγούδι του». Είχε έρθει σε ένα απόγευμα και ένα πρωί, μου λέει, μου στέλνει συγχαρητήρια: «Ρε Ιωσήφ, λες και είχαμε συνεννοηθεί». Τα μέρη που θα πάνε που θα παίξουν τα παιδιά, τι θα ντυθούνε, πώς θα χορέψουν, όλα αυτά, πώς φτιάχνουν τη ζαμπούνα όπως τώρα στην Απάνω Μεριά. Εκεί απάνω στο Σαν Μιχάλη τα ‘κανα αυτά. Το τρίτο είναι το βραβείο, που σου ‘πα, ότι πήραμε στα Λαγκάδια. Του Αϊ-Γιάννη του Φανιστή, κάθε χρόνο κάναμε εδώ του Αϊ-Γιάννη του Φανιστή. Άναβαν φωτιές και όλοι οι χοροί γινόνταν με τη ζαμπούνα. Θα στο δώσω κι αυτό. Το πέμπτο είναι αποκριάτικο γλέντι, πάντα είχαν ζαμπούνα. Λέγανε οι παλιοί: «Αποκριές χωρίς ζαμπούνα δε γίνεται!» Θα σου δώσω και ένα CD τα τραγούδια της ζαμπούνας που τα ‘χει ηχογραφήσει ένας Νίκος Τσαντάνης. Αυτός είναι, μάλλον είναι, καθηγητής μουσικολόγος. Τα ‘χαμε γράψει εκεί απάνω σε ένα μέρος, έψαχνα να βρω το μέρος για να ακουστεί ωραία. Θα σ' το δώσω και αυτό. Σ' το κάνω και δώρο, μάλιστα. Και η παρέα που μας καλέσανε στη Μασσαλία της Γαλλίας πριν δυο χρόνια το ‘18. Είχαμε και το πανηγυράκι του αδερφού μου. Αυτό μάλλον θα βρούμε κάποιες… Θες να μου δώσεις τα στοιχεία, το κινητό σου, να σου στείλει ο Γιάννης αυτό το πανηγυράκι που τραγουδάει και ο Μπάμπης μέσα, μια δόση που παίζουμε ζαμπούνες, όξω εδώ να πιο πάνω στην κορφή είναι. Δεν ξέρω αν το ‘χεις δει, μπράβο. Και αυτό θα σου στείλω. Λοιπόν, πριν δυο χρόνια –‘18 ήτανε– βρέθηκε μια Γαλλίδα εδώ πέρα, η οποία ήτανε πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Ελαιοπαραγωγών στη Μασσαλία, λίγο έξω απ’ τη Μασσαλία και βρέθηκε στο πανηγυράκι του αδελφού μου. Και κάποια στιγμή, ήρθε εκεί πέρα και μου… κάτι μας έλεγε εκεί πέρα, ήτανε ο… τα παιδιά και παίζανε κι εγώ παίζα και τα παιδιά. Κάτι μας έλεγε. Του λέω: «Γιάννη έλα εδώ, γιατί γαλλικά δεν ξέρομε». Λέει: «Όπως είσαστε το ’18, Οκτώβρη του ’18, θα πάμε στη Γαλλία που θα γιορτάζουνε ο σύλλογος τα 100 χρόνια που κλείνουνε ο σύλλογος και είμαστε καλεσμένοι. Πληρωμένα αεροπορικά εισιτήρια, φαγητό, ύπνο, τα πάντα». Μια βδομάδα... «Βρε, πάμε!» Πάμε. Αλίμονο, μας καλάς, δε θα πάμε; Και πήγαμε, μάλιστα, και θα σου δείξω και φωτογραφίες. Ο Μηνάς μέσα!
Θα τις δούμε μετά τις φωτογραφίες για να τις βγάλω κιόλας.
Ναι. Μπράβο, ναι. Και αυτή ήταν η τελευταία πριν δυο χρόνια, σου λέω, ήτανε πάρα πολύ ωραία. Τι έγινε; Μέσα σε αυτό το σύλλογο [01:10:00]συμμετείχε η Ιταλία και η Πορτογαλία και η Γαλλία βέβαια… Και θέλανε να βάλουν και την Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα έχει ελιές. Και θέλαν να βάλουν και την Ελλάδα. Και μάλιστα, μέσα στο συμβούλιό τους, το παλιό, ας το πούμε έτσι, βάλανε τον αδελφό μου τότες. Και τιμής ένεκεν το κάνανε μέσα σε μια αίθουσα, ακούστηκε ο εθνικός ύμνος εκεί. Κάναμε ένα γλέντι, παίξαμε από μπουζούκι, ζαμπούνα και… Ζαμπούνα, μπουζούκι…
Βιολί;
Και βιολί, ναι. Και βιολί. Μπράβο. Έπαιξε αυτό το παιδί απ’ τον Γαλησσά. Πήγαμε ένα απόγευμα και κάτσαμε να μάθομε εκεί πέρα, θέλαν να μάθουνε συρτό. Και βρίσκω μια κοπέλα μέσα από τη Φολέγανδρο, η οποία ήταν εκεί μαζί με την κόρη της που ήταν περίπου, έτσι, στην ηλικία σου και ήρθαν να μάθουν και αυτοί τους χορούς εδώ πέρα. Φαίνεται, τα ‘χανε ξεχάσει. Έφυγε από μικρή αυτή η κοπέλα. Και πιάσανε και μάθανε χορό και την άλλη μέρα κάναμε αυτό το γλέντι μέσα στην αίθουσα. Εκεί ακούστηκε ο εθνικός ύμνος. Και η τελευταία μέρα ήτανε μία παρέλαση, ξεκινήσαμε από μία, σαν κωμόπολη ήτανε, δε θυμάμαι πώς τη λέγανε, μία κωμόπολις. Μπροστά οι Ιταλοί, οι Πορτογάλοι, οι Γάλλοι και τελευταία εμείς με την ελληνική σημαία, που θα δείξω τώρα, τρία κορίτσια ντυμένα παραδοσιακά κι ένας με φορεσιά παραδοσιακή. Και πίσω μας ήταν ο δήμαρχος, ένας βουλευτής, μία δικαστικός, εκεί πέρα, αντιπρόσωπος της περιφέρειας και όλοι οι επίσημοι.
Εσείς πώς αισθανθήκατε;
Και παίζαμε όλον τον δρόμο παίζαμε ζαμπούνα, ο αδερφός μου τουμπί και οι άλλοι λαούτο, μπουζούκι -και με μπουζούκι συνοδεύεις, ας πούμε- και κιθάρα! Και κάναμε μια διαδρομή να φτάσομε να πάμε σε ένα μέρος, να χώσουν κάτω όλη αυτή την εκδήλωση γραμμένη και θα την ανοίξουν μετά από 50 χρόνια-λέει- για να δούνε ότι εκεί θα δω ότι πήρε μέρος και η Ελλάδα. Και πάμε σ’ ένα μέρος, έβγαλε λόγο ο δήμαρχος, ευχαρίστησε όλους εκεί πέρα και κάποια στιγμή, παίξανε τρεις εθνικούς ύμνους, τέσσερις μάλλον και της Γαλλίας. Και το δικό μας, παίξανε τα παιδάκια που δεν ξέρανε να παίξουνε της Πορτογαλίας και της Ιταλίας! Και παίξανε κάτι παιδάκια τόσα δα τον εθνικό ύμνο το δικό μας. Μου έκανε, έτσι, πολλή εντύπωση.
Αισθανθήκατε ωραία, δηλαδή.
Ναι, βέβαια. Μα κοίταξε να δεις. Και δεύτερη φορά, ξανά. Κι εκεί τελείωσε και την άλλη μέρα μπήκαμε στο αεροπλάνο και ήρθαμε!
Πολύ ωραία.
Ήταν η πιο ωραία! Θέλω να πω ότι μ’ όλη αυτή τη διαδικασία πήγαμε και στις Πανκυκλαδικές, στο εξωτερικό, στην Αθήνα, κάτω απ’ την Ακρόπολη στο Θησείο, εκεί πέρα, έχει ένα κέντρο με διάφορα μουσικά παραδοσιακά όργανα. Έχουμε πάει σε πολλά μέρη, ας πούμε, και στα Δωδεκάνησα έχουμε πάει.
Και συνεχίζετε και πάτε και σε γλέντια.
Και πάμε, ναι. Τώρα, βέβαια, κόψαμε, με όλη αυτή την ιστορία, κόψαμε.
Θέλετε να μου πείτε τι σας έλεγε ο μπαμπάς σας όταν ήσασταν μικρός για τα τρία πολύ σημαντικά πράγματα;
Ο πατέρας μου; Και το λέγανε και οι παππούδες. Και ο πατέρας μου και οι παππούδες μου το λέγανε: «Η ζωή είναι τρεις λέξεις. Δουλειά-δουλειά, εκκλησιά-εκκλησιά και γλέντι-γλέντι». Αυτό. Και ζούσανε 90-100 χρονώ, 101-102-103. Λέει τότε, θα πάμε στη δουλειά, κάνουμε δουλειά. Όταν πάμε στην εκκλησία – η πίστη του κάθε μιανού, ό,τι πιστεύει. Μπορεί να μην πάει στην εκκλησία, αλλά πιστεύει έτσι. Το πιστεύω σου να μην το χάσεις. Και το γλέντι, γλέντι. Πας στο γλέντι γιατί πας να γλεντήσεις. Μην λες: «Να ρε συ-ξέρω ‘γω- θέλω να πάω εκεί, έχω μια δουλειά, θα φύγω, θα ξανάρθω». Όχι. Γι’ αυτό γλεντούσαν και δυο μέρες. Αλλά δεν γλεντούσαν κάθε βδομάδα. Κάθε γιορτή. Κατάλαβες; Τα χοιροσφάγια, η Πρωτοχρονιά, Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά, οι Απόκριες και τελειώνανε-ξέρω ‘γω- το καλοκαίρι που παίζανε στα πανηγύρια και στους γάμους και σε βαφτίσια παίζανε… Παίζανε ζαμπούνα. Μετά ήρθανε τα άλλα όργανα … όσοι θέλανε, παίζανε ζαμπούνα, εντάξει. Ήταν πολλοί ανθρώποι που ήταν και νοικοκυραίοι και τους άρεσε η ζαμπούνα, γιατί αυτό ακούσανε. Κατάλαβες; Αυτό.
Εσείς που τη ζήσατε αυτή την εποχή, στην δική μας την σημερινή εποχή αισθάνεστε το «δουλειά-δουλειά, εκκλησιά-εκκλησιά, γλέντι-γλέντι»;
Ξέρεις τι; Ναι. Όχι, όχι. Τώρα τα πράγματα έχουνε μετατρέψει. Λέει, σ’ έχουνε βάλει τώρα σ’ ένα λούκι. Και σου λέει: «Αυτά που σου λέω εγώ, αυτά θα κάνεις». Κατάλαβες;
Εδώ στις Κυκλάδες, δεν υπάρχουνε γλέντια;
Τότες δεν ήτανε, ρε παιδί μου, πώς να σ' το πω; Ναι μεν περάσανε και χούντες και όλα αυτά, αλλά δεν ήταν και τόσο αυστηρά. Εγώ με την χούντα, πήγαμε παίζαμε ζαμπούνα. Δεν μας πείραξε κανένας. Άλλα ήρθανε κάποιοι άλλοι τώρα και θέλει, ξέρεις κάτι; Ωραία, λέει ο άλλος: «Θα κάνομε μια συναυλία κάτω στο θέατρο Απόλλων» έχω παίξει πολλές φορές. Είχε σηκωθεί ένας και λέει: «Για κάτσε, αυτό το πράγμα … αυτό το ιερό πράγμα ήρθε εδώ;». Ο άλλος μου ‘κανε τη παρατήρηση στην πλατεία. «Ήρθες, ρε Ιωσήφ, αυτό το πράγμα εδώ να παίξεις σ’ αυτό το κτίριο εδώ μπροστά το ιερό;» Λέω: «Με συγχωρείς, δεν πέταξα τίποτα», ας πούμε. Έπαιξα ζαμπούνα. Και μάλιστα εκείνη την ημέρα ήταν και ένας γάμος πολιτικός και βγαίνοντας έξω, είχα και ένα ακορντεόν [Δ.Α] Και με το βιολί εγώ, τους παίξαμε του γάμου. «Σήμερα γάμος γίνεται» και χόρεψαν και βαλς. Εντάξει; Λέω: «Τι; Γιατί;» Και απόφευγα να πάω κάτω να παίξω. Και στο θέατρο Απόλλων. «Αχ» μου λέει «μωρέ ζαμπούνα…» ένας γιατρός.
Εδώ στη Σύρο ή στις Κυκλάδες υπάρχει κάποιο γλέντι που να έχει παραμείνει κάπως έτσι όπως ήτανε παλιά; Αυτό που λέτε, ότι γλεντούσανε δυο μέρες.
Ναι. Αυτό που λέω εγώ την Πρωτοχρονιά, έσβησε. Το τελευταίο ήτανε -περίπου να ‘μουνα πριν παντρευτώ- 21 χρονώ. Τώρα είμαι 75, φτασμένος. Βρήκα στο μπαξέ την άλλη μέρα της Πρωτοχρονιάς, την άλλη μέρα, πάντα εκεί ξεκινούσαμε. Από κάτω μεριά ήταν ένας… ο θείος Γιώργος ο Μάης που έπαιζε ζαμπούνα και ο γιος του έπαιζε τουμπί. Και πηγαίνοντας εγώ με τα πόδια ως απάνω, μου λέει: «Ρε Ιωσήφ, πάμε απέναντι –είχε ένα σπίτι απέναντι– στην κυρά Μαρία να της πούμε τα κάλαντα;» Λέω: «Πάμε». Αμέ, πάω ταΐζω τα ζώα και φεύγω και πάμε εκεί πέρα. Πήγαμε το πρωί και, Ζουστίν, φύγαμε το βράδυ! Και πήγαμε και στη Ντελαγράτσια εκεί τελειώσαμε αργά το βράδυ. Από ‘κει και πέρα, σταμάτησε.
Σήμερα, δηλαδή, δεν υπάρχει κάποιο γλέντι που να μοιάζει με το…
Όχι, δεν γίνεται. Αποκριές μπορεί να γίνουν, να παίξεις ζαμπούνα όλα αυτά σε μαγαζιά, σε σπίτια-ξέρω ‘γω- εντάξει. Εκεί παίζεις. Το καλοκαίρι που κάνουμε εκδηλώσεις: «κολοκυθογιορτή» εκεί έπαιζε η ζαμπούνα, έπαιζα εγώ πέντε κομμάτια, αλλά επί το πλείστον ακούγανε νησιώτικο. «Σταμάτα, καλά είναι μωρέ». Του Άη Γιαννιού, στην «κακαβιά» πολλές φορές έπαιξα έτσι κάποια κομμάτια που τα ‘θέλαν και μουσικοί, ρε παιδί μου. Φέρνανε απ’ τα άλλα νησιά: «Έλα ρε, σε μας να παίξεις λίγη τη ζαμπούνα». Αυτοί εδώ σαν να το ‘χανε βαρεθεί λιγάκι. Τέλος πάντων!
Πολύ ωραία.
Αυτά είναι γούστα.
Θέλετε για να κλείσουμε να μου παίξετε το σκοπό που σας έμαθε η μαμά σας;
Ι.Π: Ναι.
Τώρα το γεμίζετε;
Γιατί άμα φυσήξεις γρήγορα, ζαλίζεσαι. Θέλει αργά.
[01:20:00]
Σ’ αρέσει;
Τέλειο!
Πολύ ωραίο;
Πάρα πολύ ωραίο.
Όσοι το ‘χουν ακούσει απ’ τ’ άλλα νησιά «Τι είναι αυτό!» -
Θέλετε να μου πείτε;
Και μεγάλοι μουσικοί που τ’ ακούσανε: «Πολύ ωραίος σκοπός» λέει. Πάει στο γάμο. Πάει, ρε παιδί μου. Πώς το λένε; Φωνάζουν μερικοί καμιά φορά κάτι άλλοι, μιρμιρίζουν εκεί δα, δεν βγαίνει. Εδώ βγαίνει ένα ωραίο πράμα. Σκοπός ωραίος. Κατάλαβες; Και θα σου παίξω «Δεν είναι ‘δω κοντά χωριό».
Το αγαπημένο σας κομμάτι.
Ναι, ναι, ναι. Που είναι και κάθε αυτού συριανό.
Πάμε το «Λουκάκι».
Παξιμαδοκλέφτρα. «Παξιμαδοκλέφτρα».
«Αραπιά».
«Μαντινάδα».
Το δεύτερο αγαπημένο σας, η μαντινάδα.
Το μπάλο. «Μπάλος».
«Πόλκα» που χορεύουν τα ζευγάρια.
Τα κάλαντα. Τρία στιχάκια, έτσι. Τα «Κάλαντα».
Έχουμε το «Μπαλαριστό» και το «Νι και Ντρε». Κάτσε λιγάκι γιατί τα ‘χω ξεχάσει, τώρα, αυτά εγώ. Έχω να τα παίξω τρία χρόνια. «Νι και ντρε».
«Μπαλαριστός» είναι ωραίος ο «Μπαλαριστός» κάτσε. «Μπαλαριστός».
[01:30:00]
Ευχαριστώ πολύ που σας άκουσα!
Όλα τα πήραμε βόλτα.
Ιδιωτική συναυλία! Όταν τελειώνετε να παίζετε, τι την κάνετε τη ζαμπούνα;
Τη ξεφουσκώνω σιγά-σιγά, γιατί … Μπορεί ν’ ακούγεται η φωνή της έτσι, σ’ αυτό το σημείο. Άμα της δώσεις δρόμο, χαλάνε οι φωνές.
Άρα σιγά-σιγά τη ξεφουσκώνετε.
Ναι, σιγά-σιγά-σιγά τη ξεφουσκώνω, την αφήνω και καμιά φορά έτσι, ξεφουσκώνει και μόνη της και άμα γίνει λιγάκι πλατιά, παίρνω σιγά-σιγά και την τυλίγω. Γιατί μπορεί να χαλάσει. Χαλάνε οι φωνές.
Εσείς, τώρα, που παίζατε… όταν παίζετε τι σκέφτεστε;
Τι σκέπτομαι; Όλα όσα έχω περάσει. Όσα έχω περάσει από μικρός. Αυτά σκέπτομαι. Κάποια στιγμή, ξέρεις, έρχονται παρέρχονται όλα αυτά. Εντάξει, δεν βαστάνε πάντα. Αλλά είμαι ευχαριστημένος γιατί άφησα κάτι. Στη Θεσσαλονίκη που βγαίνανε και παίζανε τα παιδιά στο πανεπιστήμιο, βγαίνανε στους δρόμους και παίζανε κάλαντα και όλα αυτά... Αυτά μείνανε. Έχω πάει και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχω πάει σε πολλά, δεν τα θυμάμαι. Και πήγα εκεί πέρα και είχε μία ομάδα μουσικών και τους έδειξα πώς κάνω τις ζαμπούνες, τους έπαιξα κομμάτια, αμέ, βέβαια.
Θέλετε, για να κλείσουμε τη συνέντευξή σας-
Ναι.-
Να μου πείτε κάτι τελευταίο που θέλετε να μοιραστείτε μαζί μου και να μου πείτε επίσης, γιατί το παρατσούκλι σας είναι «Γροθιάς».
Ναι, μπράβο. Λοιπόν, εκείνο που μ’ άρεσε και έχουν περάσει κι άλλα παιδιά από ‘δω και κοπέλες και έχουνε πάρει συνέντευξη, έτσι, μ’ αρέσει γιατί θα ξέρω ότι θα το πάτε κάπου να μείνει αυτό το πράγμα. Σ’ αυτό το μουσείο, που λένε εδώ, του Νιάρχου, έτσι; Αυτό. Αυτό θα τ’ ακούνε, ας πούμε, εκεί πέρα, τίποτα; Αυτές τις μουσικές που έπαιξα; Υπάρχει περίπτωση ν’ ακουστούνε στους εκεί, εκεί πέρα; Γιατί μια φορά όταν πήραμε την Ολυμπιάδα, με φωνάξανε στο Πεδίον του Άρεως. Όλη την Ελλάδα να πάμε ζαμπούνες. Ξέχασα να πω ότι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το λέγανε «Άσκαυλο».
Πώς το λέγανε;
«Άσκαυλο». Ασκός και αυλός. Έρχεται από αρχαιοτάτων χρόνων. Και άσε που μερικοί που κάνουν τους ξύπνιοι και τους μουσικούς και, ξέρω ‘γω, το περιφρονούνε. Έχει αξία αυτό το πράγμα. Λοιπόν, πήγαμε στο Πεδίον του Άρεως, ήρθε και η σειρά της Σύρου να παίξει. Και πάμε λοιπόν, εκεί πέρα, και έπαιζα λοιπόν, είχα πάει χορευτικό μαζί μου, χορέψαν τα παιδιά, ένα τουμπί και εγώ και ένα λαούτο, μου φαίνεται, είχα κι ένα λαούτο. Μου φαίνεται, ο Μηνάς ήταν, αν θυμάμαι καλά. Τελειώσαμε, κατεβήκαμε κάτω. Απέναντι από ένα μαγαζί έρχεται ένας και λέει: «Ρε παιδιά, ποιος έπαιζε τώρα τελευταία ζαμπούνα;», είπαν: «Να, αυτός εκεί πέρα». «Η πιο ωραία ζαμπούνα που έχομε ακούσει». «Μπράβο σου» λέει «συγχαρητήρια, μπράβο σου» κι έφυγε. Απ’ το μαγαζί απέναντι.
Σε πέντε-δέκα-είκοσι-πενήντα χρόνια κάποιος θα την ακούσει τη συνέντευξή σας απ’ το Istorima...
Ναι. Και πιστεύω ότι μπορεί να βρεθούνε και… μακάρι να βρεθεί και ένας δάσκαλος μετά από πενήντα-εκατό χρόνια... Που να πιάσει να μάθει τα παιδιά, να μάθει ο ίδιος και να μάθει και τα παιδιά. Γιατί πολλοί πηγαίνανε στους αυτούς που παίζανε, τους παλιούς τους μεγάλους ανθρώπους, λέει: «Δεν ξέρομε να σας το περάσουμε. Να πάτε να βρείτε τον Φίφη τον Γροθιά». «Να πάμε στον Γροθιά». «Να πάρετε τον Ιωσήφ τον Γροθιά, αυτός ξέρει να σας μάθει ζαμπούνα, αφού σας αρέσει και να πάτε να μάθετε». Λοιπόν, είναι ο [Δ.Α] παππούς μου. Εκεί ο παππούς μου ο… του πατέρα μου, ας πούμε, ο πατέρας εδώ στο Φοίνικα που το ‘χανε εδώ πέρα, πέθανε 100 χρονών. Ναι. Λοιπόν, ο πατέρας του παππού μου ήταν απ’ την Άνω Σύρο. Λοιπόν, είχανε πρόβατα στο Απάνω Μάννα. Είχανε στάβλο, είχανε εκτάσεις εκεί πέρα, αυτά και βόσκανε όλα τα κάτω βουνά. Μία μέρα λοιπόν, βρέθηκε απάνω στις Νήτες, που είναι στο Νότιο μέρος, όπως ήτο ο Μέγα Γιαλός, απάνω οι κορφές. Κι έβλεπε κι είχε το νου του από ‘κει μη ξεπροβάλει κανά πειρατικό από Παροναξιά, να τα πάρει τα πρόβατα να κατέβει μέσα στα Χρούσσα να χαθεί εκεί πέρα εκεί στο Απάνω Μάννα να μην τον επιάσουν. Μα έλα που μια μέρα τον πήρε ο ύπνος! Και οι άλλοι από μακριά με τη διόπτρα λέει: «Πρόβατα εκεί απάνω, πάμε». Και βγαίνουν, αράζουν κάτω στο Μέγα Γιαλό, ανεβαίνουν απάνω στην κορφή και τον ‘πιάσαν στον ύπνο.
Οι πειρατές;
Ναι. Του ‘δέσαν τα χέρια πίσω, πήραν ένα αρνί το σφάξανε, το ψήσανε, εκεί πέρα, φάγανε, ξέρω ‘γω τι κάνανε, πήραν και πέντε-έξι για… ‘κλέψαν και πέντε-έξι, τα πήρανε μαζί. Και αυτό που σφάξανε, βγάλανε τα έντερα από μέσα, τις ακαθαρσίες, και του τα βάλανε απάνω σε μία φέτα ψωμί και πήγανε να τα φάει. Το πήγαν στο στόμα. Εκείνος έκανε έτσι, του γνέφει ένας πίσω που πρέπει να ‘τανε κανένας δούλος, ξέρω ‘γω, πώς τους λένε αυτοί: «Φάτα, γιατί θα σε σκοτώσουνε». Και άνοιξε το στόμα του και τα ‘φαγε. Αλλά, ξέρεις, γεροί ανθρώποι τότε, εντάξει. Φεύγει και πάει στην Άνω Σύρο. Τον πήραν, τώρα, όλοι στο καλαμπούρι. Του λέγανε: «Τζώρτζη, αυτά που έφαγες ήτανε πολλά;». Λέει «Σαν μια γροθιά». Και του ‘μεινε ο «Γροθιάς»!
Αυτή την ιστορία σας την είχε πει ο μπαμπάς σας;
Αυτή, ο μπαμπάς μου και μου την έχει πει και ο παππούς μου. Βέβαια, ο παππούς μου την είχε πει που πήγε 100 χρονών. Αυτός είχε μέχρι το τέλος, είχε θυμητικό, ρε παιδί μου. Να σου λέει ιστορίες από το αρχές του χίλια… Αυτός γεννήθηκε, ο παππούς μου γεννήθηκε το ‘867, 1867. Και ο πατέρας του γεννήθηκε αρχές του … που ήταν ακόμα πειρατές εδώ πέρα, αρχές του 1800.
Σας εύχομαι να πάτε και ‘σεις 100-κάτι και καλή ώρα, σαν τώρα, να λέτε ιστορίες.
Θα καταφέρω να τα πάω! Θα κάνω ό,τι μπορώ να τα πάω!
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ κύριε Ιωσήφ.
Και εγώ σε ευχαριστώ πάρα πολύ, να ‘σαι καλά και πάντα τέτοια. Για να βαστάμε, να κρατάμε την παράδοσή μας και να την περνάμε στα παιδιά. Γιατί όταν βλέπω τα παιδιά και παίζουνε, εγώ χαίρομαι-ας πούμε-λέω: «Κοίταξε, να δεις, άφησα κι εγώ κάτι». Κατάλαβες;
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Και εγώ ευχαριστώ, να ‘σαι καλά.
Photos

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 4
«Φωνές» ή «μπιμπίκια», πάνω είναι το Τζιώτ ...

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 5
«Φωνές» ή «μπιμπίκια», πάνω είναι το Τζιώτ ...

ΑΥΛΟΣ
Μονοζάμπουνο ή αυλός.

ΠΑΤΕΝΤΑ
Η πατέντα του αφηγητή (σαν προστατευτικό) ...

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 6
Η τοποθέτηση των μπιμπικιών ή φωνών στον « ...

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 7
Η τοποθέτηση των μπιμπικιών ή φωνών στον « ...

ΑΥΛΟΙ
Δύο αυλοί μέσα στον αγαθό κάνουν μία διπλή ...

ΔΙΠΛΗ ΖΑΜΠΟΥΝΑ
Διπλή ζαμπούνα με το κέρατο από το ζώο ή α ...

ΔΙΠΛΗ ΖΑΜΠΟΥΝΑ 2
Δύο έτοιμες διπλές ζαμπούνες.

ΧΩΝΙ
Το κέρατο από το ζώο ή αλλιώς «χωνί».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΟΝΙΩΝ
Οι γονείς του αφηγητή. Μαρίκα Βακονδίου κα ...

ΧΩΝΙ 2
Το κέρατο από το ζώο ή αλλιώς «χωνί».

ΖΑΜΠΟΥΝΑ
Ζαμπούνα με ασκί. Το ασκί είναι από κατσίκ ...

ΑΣΚΙ
Τα πίσω πόδια στο ασκί.

ΖΑΜΠΟΥΝΑ 2
Η ζαμπούνα μπαίνει στο μπροστινό πόδι του ...

ΤΟΥΜΠΙ
Το τουμπί του αφηγητή.

ΤΟΥΜΠΙ 2
Το τουμπί του αφηγητή.

ΠΑΞΙΜΑΔΟΚΛΕΦΤΡΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Η «Παξιμαδοκλέ ...

ΛΟΥΚΑΚΙ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Το «Λουκάκι». ...

ΧΩΡΙΟ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Το «Χωριό».

ΝΕΡΑΤΖΟΥΛΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Η «Νερατζούλα».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΦΗΓΗΤΗ
Ο αφηγητής στο στρατό.

ΚΛΩΣΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Η «Κλώσα». Χορ ...

ΑΜΟΥΡΙΑΝΟ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. «Αμουριανό». Χ ...

ΜΠΑΛΟΣ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Μπάλος.

ΑΡΑΠΗΣ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Ο «Αράπης». Χο ...

ΜΑΝΤΙΝΑΔΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Μαντινάδα.

ΡΟΔΟΠΟΥΛΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Η «Ροδοπούλα». ...

ΜΑΡΟΥΛΙΑ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. «Μαρούλια». Χο ...

ΕΝΑ ΝΕΡΟ ΚΥΡΑ ΒΑΓΓΕΛΙΩ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. «Ένα νερό κυρά ...

ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ
Τα τραγούδια της ζαμπούνας. Τα κάλαντα ή α ...

ΒΙΒΛΙΟ ΔΗΜΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΣ
Βιβλίο του Δήμου Ποσειδωνίας «Οι νέοι γνωρ ...

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΦΗΓΗΤΗ 2
Ο αφηγητής σε νεαρή ηλικία.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΗΜΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΣ ...
Βιβλίο του Δήμου Ποσειδωνίας «Οι νέοι γνωρ ...

ΙΩΣΗΦ ΣΑΡΓΟΛΟΓΟΣ
Ο Ιωσήφ Σαργολόγος (το Γιωσηφάκι), ο γνωστ ...

ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Απόκριες στη Βάρη με ζαμπούνα και τουμπί ( ...

ΒΙΒΛΙΟ ΔΗΜΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΣ ...
Παραδοσιακό στόλισμα τραπεζιού στο Φοίνικα ...

ΧΩΡΑΦΙ
Ο αφηγητής σε νεαρή ηλικία στο χωράφι της ...

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΟΙΝΙΚΑ 4
Στον Σύλλογο του Φοίνικα τα παιδιά μαθαίνο ...

ΠΑΝΚΥΚΛΑΔΙΚΗ 3
Πανκυκλαδική στη Πάρο.

ΠΑΝΚΥΚΛΑΔΙΚΗ 5
Πανκυκλαδική στη Τζια (Κέα).

ΠΑΝΚΥΚΛΑΔΙΚΗ 7
Επιστροφή από Πανκυκλαδική. Βιολί (αφηγητή ...

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ
Το ταξίδι στη Μασσαλία. Φωτογραφία μαζί με ...

ΠΑΡΑΛΙΑ ΓΑΛΗΣΣΑΣ
Μετά το πανηγύρι του Αγίου Στέφανου, έχει ...

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ 2
Το ταξίδι στη Μασσαλία.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΑΣΣΑΛΙΑ 3
Το ταξίδι στη Μασσαλία. Η περιφορά της ελλ ...

Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ Ρ ...
Ο τουμπακιέρης του αφηγητή, Νίκος Ρούσσος ...

ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ
Έργο τέχνης που δόθηκε στον αφηγητή ως δώρ ...

Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ...
Ο αφηγητής (στα δεξιά) μαζί με τον αδερφό ...

Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο αφηγητής παίζει βιολί.

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ
Οι «φωνές» ή «μπιμπίκια».

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 2
«Φωνές» ή «μπιμπίκια», πάνω είναι το Τζιώτ ...

ΜΠΙΜΠΙΚΙΑ 3
«Φωνές» ή «μπιμπίκια», με τη μπλε ταινία ε ...

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΦΗΓΗΤΗ 1
Ιωσήφ Πρίντεζης - Οριζόντια φωτογραφία αφη ...

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΦΗΓΗΤΗ 2
Ιωσήφ Πρίντεζης - Κάθετη φωτογραφία αφηγητή.
Summary
Ο γνωστός ζαμπουνιέρης του Φοίνικα, Ιωσήφ Πρίντεζης, μιλάει για τη σχέση του με τη ζαμπούνα η οποία τον συντροφεύει από τη γέννησή του έως και σήμερα. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στην κατασκευή αυτής και στα όμορφα μουσικά μονοπάτια που τον έχει ταξιδέψει, με βασικά σημεία του χάρτη την παράδοση, το συνανήκειν και το γλέντι.
Narrators
Ιωσήφ Πρίντεζης
Field Reporters
Ζουστίν Αρβανίτη
Topics
Tags
Interview Date
24/03/2021
Duration
99'
Summary
Ο γνωστός ζαμπουνιέρης του Φοίνικα, Ιωσήφ Πρίντεζης, μιλάει για τη σχέση του με τη ζαμπούνα η οποία τον συντροφεύει από τη γέννησή του έως και σήμερα. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στην κατασκευή αυτής και στα όμορφα μουσικά μονοπάτια που τον έχει ταξιδέψει, με βασικά σημεία του χάρτη την παράδοση, το συνανήκειν και το γλέντι.
Narrators
Ιωσήφ Πρίντεζης
Field Reporters
Ζουστίν Αρβανίτη
Topics
Tags
Interview Date
24/03/2021
Duration
99'