© Copyright Istorima

Istorima Archive

Story Title

Η εισβολή στην Κύπρο

Istorima Code
9988
Story URL
Speaker
Ελένη Ρούσου (Ε.Ρ.)
Interview Date
07/12/2020
Researcher
Καλλιόπη Τσακπουνίδου (Κ.Τ.)
Κ.Τ.:

[00:00:00]Καλησπέρα.

Ε.Ρ.:

Καλησπέρα.

Κ.Τ.:

Θα μπορούσατε να μας πείτε το ονοματεπώνυμό σας;

Ε.Ρ.:

Λέγομαι Ελένη Ρούσσου, αλλά με φωνάζουν Έλλη, έτσι το συνηθίζουν στην πατρίδα μου.

Κ.Τ.:

Ωραία, κυρία Έλλη, εγώ είμαι η Καλλιόπη Τσακπουνίδου. Είμαι η ερευνήτρια του Istorima, σήμερα είναι 7 Δεκεμβρίου 2020―

Ε.Ρ.:

Ναι―

Κ.Τ.:

Βρισκόμαστε στην Κατερίνη Πιερίας και ξεκινάμε. Κυρία Έλλη, μου είπατε ότι στην πατρίδα σας, σας φωνάζουν Έλλη

Ε.Ρ.:

Ναι―

Κ.Τ.:

Ποια είναι η πατρίδα σας;     

Ε.Ρ.:

Η πατρίδα μου είναι η Κύπρος και συγκεκριμένα εγώ είμαι από τη Λευκωσία, από την πρωτεύουσα της Κύπρου―

Κ.Τ.:

Ωραία―

Ε.Ρ.:

Και έχω έρθει εδώ στην Ελλάδα για σπουδές το 1979 και από τότε παντρεύτηκα και έκανα οικογένεια και έχω παραμείνει στην Ελλάδα. Ξεκίνησα από τη Θεσσαλονίκη με σπουδές και τέτοια, παντρεύτηκα. Κάποια στιγμή το 1995 μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Κατερίνη.

Κ.Τ.:

Πώς και μετακομίσατε στην Κατερίνη;

Ε.Ρ.:

Μετακομίσαμε για λόγους δουλειάς, γιατί ο άντρας μου δουλεύει εδώ στην Κατερίνη, εγώ τότε δεν δούλευα, δεν είχα διοριστεί ακόμα και ήταν δύσκολο να πηγαινοέρχεται ο άντρας μου, οπότε ήταν πιο εύκολο να μετακομίσουμε στην Κατερίνη, για να μην έχει και τα πηγαινέλα και για οικονομικούς λόγους. Οπότε μετακομίσαμε το 1995, παρόλο που ο άντρας μου είναι Θεσσαλονικιός και δεν έχουμε καμία σχέση με την Κατερίνη. Ήρθαμε δηλαδή λόγω δουλειάς. Δεν ήρθαμε για άλλο λόγο και παραμείναμε και τώρα έχουμε πολλά χρόνια εδώ πέρα. Τα παιδιά μεγάλωσαν, επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη, αλλά εγώ με τον άντρα μου έχουμε παραμείνει στην Κατερίνη και συγκεκριμένα στο Σβορώνο, εκεί μένω.

Κ.Τ.:

Μάλιστα. Πώς σας φάνηκε αυτή η μετάβαση από την Κύπρο στη Θεσσαλονίκη και από τη Θεσσαλονίκη στην Κατερίνη;

Ε.Ρ.:

Από το ‘79 που ήρθα σαν φοιτήτρια, ήθελα πάρα πολύ να φύγω απ’ την Κύπρο και δεν ήθελα να γυρίσω ξανά. Ήθελα να ανοίξω τα δικά μου φτερά και να ξεκινήσω μία ζωή στην Ελλάδα. Ήθελα πάρα πολύ τη Θεσσαλονίκη, είχα επισκεφθεί κάποιες φορές τη Θεσσαλονίκη νωρίτερα, γιατί η αδερφή μου είναι μεγαλύτερη και είχε έρθει για σπουδές, η οποία παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη και είχα έρθει για επίσκεψη και μου άρεσε πάρα πολύ η Θεσσαλονίκη και ήθελα να παραμείνω στη Θεσσαλονίκη, να μείνω. Οπότε στην Κύπρο πήγαινα –και πηγαίνω ακόμα– στις διακοπές, συνήθως καλοκαίρι, καμιά φορά Πάσχα ή Χριστούγεννα. Και ήθελα πολύ να μείνω στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, γιατί την αγαπάω πάρα πολύ, δηλαδή μπορεί να μένω πολλά χρόνια στην Κατερίνη, αλλά για μένα η δεύτερή μου πατρίδα είναι η Θεσσαλονίκη και μετά έρχεται η Κατερίνη. Οπότε στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, γιατί όταν ήρθα στην Κατερίνη ήταν όλα ξένα για μένα. Είχα μία φίλη η οποία εκείνη τη χρονιά διορίστηκε και έφυγε από την Κατερίνη και δεν είχα παρέες. Ήτανε για μένα πάρα πολύ δύσκολη η πρώτη χρονιά, γιατί είχα δύο μικρά παιδιά, ο άντρας μου δούλευε, δεν είχα καμία παρέα, δεν μπορούσα να βγαίνω, δεν μπορούσα να πηγαίνω πουθενά, παρά μόνο με τον άντρα μου δηλαδή και τα παιδιά μου.           Δεν μπορούσα να... δεν είχα μία φίλη. Ήταν πολύ δύσκολη η μετάβαση από τη Θεσσαλονίκη στην Κατερίνη, γιατί η Θεσσαλονίκη, για μένα, είναι μία ξεχωριστή πόλη. Τέλος πάντων, ήρθαμε εδώ πέρα. Στην αρχή άρχισα να δουλεύω σαν ωρομίσθια στην Κατερίνη, μείναμε εδώ πέρα μέχρι... ήμουνα μέχρι το ’97, δηλαδή για 2 χρόνια ήμουνα στην Κατερίνη και δούλευα εδώ πέρα σαν ωρομίσθια και το ‘97 διορίστηκα στην Αστυπάλαια και παρέμεινα εκεί πέρα για 3 χρόνια. Την πρώτη χρονιά πήγα μόνη μου, χωρίς την οικογένειά μου και την επόμενη χρονιά πήγαμε οικογενειακά. Βέβαια, τα καλοκαίρια ερχόμασταν στο σπίτι μας, Χριστούγεννα, Πάσχα ερχόμασταν, αλλά το χειμώνα μέναμε στην Αστυπάλαια.

Κ.Τ.:

Η πρώτη χρονιά που αναφέρατε που ήσασταν μόνη σας;

Ε.Ρ.:

Στην Αστυπάλαια;

Κ.Τ.:

Ναι―

Ε.Ρ.:

Ήταν δύσκολη χρονιά, πολύ δύσκολη. Μέχρι τα Χριστούγεννα ήμουνα πολύ ζορισμένη, έκλαιγα κιόλας, γιατί είχα αφήσει πίσω την οικογένειά μου, ειδικά τα παιδιά που πολύ μικρά, ήταν τριών και 6 χρόνων τα παιδιά. Οπότε τα παιδιά με είχαν πολλή ανάγκη και εγώ επίσης τα είχα πολλή ανάγκη και μέχρι τα Χριστούγεννα ζορίστηκα πάρα πολύ. Μετά το πήρα απόφαση ότι, εντάξει, διορίστηκα, θα έχω τουλάχιστον ένα σίγουρο μισθό, οπότε κύλησε μετά ο καιρός μέχρι το καλοκαίρι, γύρισα στην Κατερίνη και μετά το Σεπτέμβριο πήγαμε οικογενειακώς. Πήρε ο άντρας μου απόσπαση, γιατί είναι και αυτός καθηγητής, συνταξιούχος τώρα, αλλά πήρε απόσπαση και πήγαμε όλοι μαζί στην Αστυπάλαια. Για τα παιδιά στην Αστυπάλαια ήτανε πολύ ωραία, γιατί ήτανε ένα μέρος μικρό, είχαν παρέες, παίζανε, δεν είχε κρύο όπως έχει εδώ στη Βόρεια Ελλάδα, είχε τον καιρό που είχε στην Κύπρο. Για αυτό και εγώ την πρώτη χρονιά που πήγα, έλεγα και εγώ «Τι τα ήθελα τα βόρεια; Πολύ ωραία είναι στα νότια». Ο ήλιος, η ζέστη και ήτανε δηλαδή για τα παιδιά, ήτανε πολύ ωραία. Είχανε δηλαδή παρέες, παίζανε μέχρι το βράδυ έξω, δεν είχε την πίεση και το κρύο που έχει εδώ στη Βόρεια Ελλάδα. Μετά τα 3 χρόνια, όμως, γυρίσαμε στην Πιερία πάλι, στην [00:05:00]Κατερίνη, που είχαμε νοικιάσει σπίτι και εγώ πηγαινοερχόμουνα σε κάποια άλλα σχολεία για 4 χρόνια ακόμα. Μέχρι που μετατέθηκα στην Κατερίνη και ήρθα εδώ πέρα, χτίσαμε το σπίτι μας στο Σβορώνο και από τότε μένουμε στο Σβορώνο, ο οποίος μ’ αρέσει πάρα πολύ, η γειτονιά μου, το μέρος που μένω. Η Κατερίνη μου αρέσει, γιατί είναι μικρή πόλη και είναι εύκολα προσβάσιμη και στις υπηρεσίες και στα μαγαζιά, στα πάντα. Όμως, η Θεσσαλονίκη είναι πάντα στην καρδιά μου και θέλω πολύ συχνά να πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη.

Κ.Τ.:

Πολύ ωραία, οπότε εγκατασταθήκατε εδώ πέρα πλέον.

Ε.Ρ.:

Ναι, εγκαταστάθηκα εδώ πέρα. Βέβαια, τα παιδιά μου είναι στη Θεσσαλονίκη και δεν σκοπεύουν να γυρίσουνε εδώ. Δεν έχω πρόβλημα, είναι πολύ κοντά και η Θεσσαλονίκη εξάλλου είναι η δεύτερη μου πατρίδα, του άντρα μου είναι η πρώτη.        

Κ.Τ.:

Μάλιστα. Τα παιδιά σας σπουδάζουν;

Ε.Ρ.:

Τα παιδιά μου σπούδασαν στη Θεσσαλονίκη και τώρα δουλεύουν και τα δυο στη Θεσσαλονίκη. Αν μείνουν μέχρι τη Θεσσαλονίκη είμαι πολύ ευχαριστημένη, γιατί μπορεί να φύγουν πιο μακριά, δυστυχώς.

Κ.Τ.:

Ωραία, κυρία Έλλη. Θα ήθελα να σας πάω λίγο πιο πίσω τώρα, κάναμε μία αναδρομή στα πιο πρόσφατα―

Ε.Ρ.:

Ναι―

Κ.Τ.:

Αλλά θα ήθελα να πάμε λίγο πιο πίσω. Λίγο στη γέννησή σας, λίγο στον τόπο καταγωγής σας―

Ε.Ρ.:

Ναι―

Κ.Τ.:

Να μου πείτε λίγα πράγματα για εκεί

Ε.Ρ.:

Τώρα, να σου πω, τώρα εγώ γεννήθηκα το 1961. Εντάξει, τα πρώτα χρόνια δεν μπορώ να θυμάμαι τίποτα, αυτό που θυμάμαι, όμως, όταν ήμουνα μικρή και πριν πάω ακόμα σχολείο, ήτανε ότι μπορούσαμε και παίζαμε. Είχαμε μια πολύ καλή παρέα, είχαμε ξαδέλφια και φίλους που κάναμε πολλή παρέα. Παίζαμε δηλαδή, παίζαμε στις αλάνες, παίζαμε στο δρόμο δεν υπήρχε και πολύς κόσμος να κυκλοφορεί, στις αυλές, δηλαδή ήταν τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι πάρα πολύ ωραία. Το καλοκαίρι με τη μαμά μου πηγαίναμε –και την αδερφή μου– πηγαίναμε 2 εβδομάδες στη γιαγιά μου, που ήταν σε ένα ορεινό χωριό της Κερύνειας, το οποίο δυστυχώς τώρα το έχουνε οι Τούρκοι και όταν λέμε ορεινό χωριό, μη φανταστείς πολύ ορεινό, ήταν πολύ κοντά στη θάλασσα, είναι 3 με 4 χιλιόμετρα από τη θάλασσα, αλλά ήταν σκαρφαλωμένο στο βουνό. Ένα πάρα πολύ γραφικό χωριό και πηγαίναμε 2 εβδομάδες το καλοκαίρι. Πηγαίναμε, βέβαια, και το χειμώνα κάποιες φορές στη γιαγιά μου, δεν μέναμε όμως εκεί πέρα. Πηγαίναμε, βλέπαμε τη γιαγιά μου και γυρνούσαμε. Πηγαίναμε, όμως, συχνά δηλαδή δύο εβδομάδες το καλοκαίρι πηγαίναμε εκεί πέρα.  Εκεί ήταν λίγο απομόνωση για μας, για την αδερφή μου και εμένα, γιατί δεν είχαμε παρέες. Κατά καιρούς είχαμε παιδιά και παίζαμε, αλλά ήταν λίγο δύσκολα. Βέβαια, πηγαίναμε και στη θάλασσα, αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα, δεν είχαμε αυτοκίνητο, έπρεπε να πάρουμε το λεωφορείο πρωί-πρωί 7:30 η ώρα να κατεβούμε στη θάλασσα και να γυρίσουμε το απόγευμα. Πηγαίναμε, όμως, παρ' όλ' αυτά και στη θάλασσα. Πηγαίναμε και σε ξαδέλφια που μένανε εκεί κοντά, στη θεία μου που έμενε σε κάποιο άλλο χωριό στην Κερύνεια. Περνούσε ευχάριστα, σχετικά, η παραμονή μας στο Κάρμι, στο χωριό της μαμάς μου, το καλοκαίρι.

Κ.Τ.:

Θα μου ξαναπείτε λίγο το όνομα;

Ε.Ρ.:

Κάρμι-

Κ.Τ.:

Κάρμι-

Ε.Ρ.:

Κάρμι. Είναι ένα χωριό πολύ γραφικό, το οποίο τώρα δε μένουν μέσα Τουρκοκύπριοι, παρά μόνο μια ή 2 οικογένειες πιο πλούσιοι και το έχουν αγοράσει πολλοί ξένοι. Μένουν δηλαδή Αυστριακοί, Γερμανοί, Άγγλοι, διάφοροι ξένοι, τα οποία έχουν αναπαλαιώσει πάρα πολύ ωραία τα σπίτια. Το πατρικό της μαμάς μου και όλα αυτά τα σπίτια που είχε στο χωριό. Το κακό είναι, όμως, όταν πας εκεί πέρα δε σε υποδέχονται, όπως κάνουν οι Τουρκοκύπριοι –οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι– αλλά σου λένε: «Αυτό το σπίτι είναι δικό μου, δεν μπορείς να μπεις», ούτε καν στην αυλή δεν σε αφήνουν να μπεις. Αυτοί, δηλαδή, θεωρούν ότι τα αγόρασαν τα σπίτια και ότι τους ανήκουν. Και αυτό βέβαια είναι πάρα πολύ άσχημο για μένα.  Επίσης, έχω εμπειρία σαν μικρή και από το χωριό του πατέρα μου, το οποίο είναι επίσης στα κατεχόμενα. Το χωριό του πατέρα μου είναι σε ένα χωριό της Αμμοχώστου, σε πεδινή περιοχή. Εκεί πηγαίναμε πιο συχνά, γιατί ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας στη Λευκωσία, ήταν γύρω στο μισάωρο με το αυτοκίνητο, οπότε πολύ πιο εύκολα πηγαίναμε. Είχαμε πιο εύκολη πρόσβαση σε αυτό το χωριό. Πηγαίναμε πολύ συχνά, δηλαδή μπορεί να πηγαίναμε και κάθε βδομάδα. Μέναμε κιόλας εκεί, είχαμε παρέες εμείς, κορίτσια που ξέραμε εκεί πέρα. Οπότε πηγαίναμε και συχνά εκεί πέρα. Έχω πολύ καλές αναμνήσεις και από τις βόλτες μας που κάναμε εκεί πέρα και από τους γάμους που έκαναν στο χωριό εκεί πέρα, οι οποίοι ήταν γάμοι πολύ ανοιχτοί με πάρα πολύ κόσμο, με τραπεζώματα και ορχήστρα και χορούς. Έχω, επίσης, πολύ καλές αναμνήσεις. Δυστυχώς, σε αυτό το χωριό δεν μπόρεσα να πάω ποτέ, μετά την εισβολή δηλαδή, μετά το ’74, γιατί έχει γίνει στρατόπεδο. Ξέρω ότι τα περισσότερα σπίτια τα έχουν γκρεμίσει [00:10:00]και τα έχουν κάνει στρατόπεδο, οι Τούρκοι, και δεν έχω κάποιον πολύ στενό συγγενή για να με πάει και να μου πει κάποια πράγματα, για να με ξεναγήσει. Θυμάμαι πολλά πράγματα από κει, αλλά δεν μπορώ να πάω μόνη μου. Πρέπει κάποιος να με πάει, γιατί όταν πάω στην Κύπρο συνήθως δεν οδηγώ, ούτε εγώ, ούτε ο άντρας μου, γιατί οδηγούν ανάποδα και για μας είναι κάπως δύσκολο να οδηγήσουμε, γιατί κάποιος πρέπει να υπάρχει κάποιος να με πάει. Από το χωριό του πατέρα μου είναι και ο λαϊκός ζωγράφος, ο Μιχαήλ ο Κάσιαλος –δεν ξέρω αν τον ξέρεις– ο οποίος είναι πολύ γνωστός και είχε εκεί πέρα και το σπίτι του και είχε χτίσει και μία εκκλησία που την έχει εικονογραφήσει και πηγαίναμε όταν ήμασταν μικρά και επισκεπτόμασταν αυτά τα μέρη. Δηλαδή θυμάμαι πολύ ωραία – έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις και από τα δύο χωριά. Το καθένα με την ομορφιά του και με τον κόσμο που πηγαίναμε και επισκεπτόμασταν. Ήταν και πλούσιο χωριό του πατέρα μου, ήταν δηλαδή από τα πλούσια χωριά, γιατί είχε τα χωράφια, ήταν πολύ γόνιμα –όπως έχουμε εδώ πέρα τη Λάρισα που έχει καλά χωράφια– δηλαδή ο κόσμος καλλιεργούσε και είχε αρκετά λεφτά και ήταν στο δρόμο που πήγαινε στην Αμμόχωστο, στον παλιό δρόμο που πήγαινες στην Αμμοχώστου. Οπότε έχει και κίνηση και ο κόσμος πηγαινοερχόταν πολύς και ήτανε πολύ κοντά στη Λευκωσία, που εμένα εγώ.

Κ.Τ.:

Μάλιστα, κυρία Έλλη. Οπότε, όπως καταλαβαίνω, ήσασταν κάπως μεγάλη γύρω στα 12-13 χρονών―

Ε.Ρ.:

Ήμουνα 13 χρόνων όταν έγινε η Τουρκική εισβολή―

Κ.Τ.:

Ήσασταν στην Κύπρο; Ήσασταν στην Κύπρο.

Ε.Ρ.:

Ήμουνα στη Λευκωσία. Ήμουνα στη Λευκωσία. Στην πρώτη εισβολή… να πω;

Κ.Τ.:

Ναι, ναι.

Ε.Ρ.:

Στην πρώτη εισβολή το σπίτι μας ήταν ανάμεσα σε κάποια στρατόπεδα και αυτό ήταν το αρνητικό, ότι ρίχνανε βόμβες γύρω-γύρω στα στρατόπεδα. Κάποιες, βέβαια, πήγαιναν και σε άλλα μέρη. Ευτυχώς, στο σπίτι μας, όμως, δεν πήγε και είχαμε δηλαδή και πάρα πολύ θόρυβο. Υπήρχε ένα αντιαεροπορικό λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, το οποίο έκανε πάρα πολύ θόρυβο, τρομακτικό θόρυβο. Περνούσαν τα αεροπλάνα τα πολεμικά πάνω από το σπίτι μας και ήταν μία πάρα πολύ άσχημη εμπειρία για μένα. Θυμάμαι ότι είχα τον πατέρα μου, τον κρατούσα από το χέρι, αισθανόμουνα δίπλα στον πατέρα μου κάποια σιγουριά, αλλά και πάλι φοβόμουνα πάρα πολύ. Δηλαδή ήθελα να... και στο σπίτι έμπαινα για λίγο και μετά έβγαινα έξω. Πίστευα ότι έξω θα μπορούσα να προφυλαχτώ πιο καλά. Βέβαια, ο πατέρας μου δεν, ήταν μεγάλος για να πάει φαντάρος, γιατί δεν είχε υπηρετήσει φαντάρος, εκείνη την εποχή που ήταν ο πατέρας μου νεαρός δεν υπηρετούσαν φαντάροι, οπότε δεν είχε πάει καθόλου φαντάρος, οπότε δεν τον πήραν στην εισβολή και ήταν μαζί μας. Ήταν, όμως, μια πολύ άσχημη εμπειρία. Τις πρώτες μέρες ήμασταν στη Λευκωσία –της πρώτης εισβολής– που έγινε 20 Ιουλίου και πήγαμε στο χωριό του πατέρα μου, που ήταν αυτό της Αμμοχώστου, την Άσσια, έτσι λέγεται το χωριό. Άσσια με 2 σίγμα και προφέρεται κάπως βαριά. Πήγαμε εκεί πέρα και εκεί πέρα ήταν πιο ήσυχα τα πράγματα. Όταν τελείωσε όλο το κακό της πρώτης εισβολής, γυρίσαμε στο σπίτι μας. Βέβαια, πολλές φορές τα βράδια ακούγαμε συνεχείς πυροβολισμούς και σηκωνόμασταν από το κρεβάτι, δηλαδή να ξαπλώνεις και η ώρα 12:00, η ώρα 01:00, η ώρα 02:00 να ακούς να ρίχνουν πυροβολισμούς και εμείς δεν ξέραμε τι γινόταν. πού έπρεπε να πάμε και αυτό γινόταν και μετά την δεύτερη εισβολή.     Ήμασταν δηλαδή εμείς σε συνεχή εγρήγορση, ήμασταν συνέχεια δηλαδή είχαμε κάποιες βαλίτσες έτοιμες ανά πάσα στιγμή να μπορέσουμε να φύγουμε. Αλλά να φύγουμε να πάμε πού; Δεν ξέρανε πού ήταν αυτό που μπορούσαμε να πάμε, πού ήταν το πιο ασφαλές, δηλαδή θέλαμε να φύγουμε, γιατί και όλο αυτό, να ακούς συνέχεια πυροβολισμούς και να μην ξέρεις τι γίνεται, ήταν πάρα πολύ άσχημο και όταν είσαι και ένα παιδί στα 13 σου, δεν ξέρεις γιατί γίνεται αυτό το πράγμα και... τι πρέπει να κάνεις, πώς να προφυλαχτείς; Βγαίναμε όλη η γειτονιά, μαζευόμασταν έξω από τα σπίτια μας και συζητούσαμε τι να κάνουμε. Τελικά, δεν μπορούσαμε εύκολα να φύγουμε, γιατί και υπήρχε μόνο ένας δρόμος που μπορούσαμε να πάμε και εκεί από ό,τι άκουγα είχε πάρα πολύ κόσμο, πάρα πολλά αυτοκίνητα που πήγαιναν, οπότε δεν ήταν εύκολο να φύγεις και το άλλο βράδυ πάλι, δηλαδή γινόταν αυτό για πολλά βράδια. Στη δεύτερη εισβολή που έγινε, που έγινε 14 Αυγούστου, ο πατέρας μου μας είπε ότι «Μην πάτε» λέει «στο χωριό μου στην Άσσια» γιατί μάλλον αυτός κάτι είχε ακούσει ότι θα γίνει και όντως τη δεύτερη εισβολή το πήραν αυτό το χωριό. Έμαθαν... Είπε: «Δεν θα πάτε εκεί, θα πάτε κάπου αλλού». Και πήγαμε σε ένα άλλο χωριό προς τη Λεμεσό. Εκεί είχαμε κάποιες συμμαθήτριες από το γυμνάσιο, και εγώ και η αδερφή μου, οπότε [00:15:00]μας φιλοξένησαν οι άνθρωποι. Εκεί πέρα τα πράγματα ήταν πολύ πιο ήσυχα, δηλαδή οι άνθρωποι δεν κατάλαβαν, απλώς ό,τι άκουγαν. Και γενικά η Πάφος, η Λεμεσός και λίγο η Λάρνακα και κάποια χωριά προς τα εκεί, δεν κατάλαβαν πολλά πράγματα, δηλαδή ούτε είχαν αεροπλάνα, ούτε είχαν αντιαεροπορικά, ούτε ακούγαν πολλά πράγματα. Αυτοί ήταν πιο ήσυχοι. Το μεγάλο το ζόρι τράβηξε, βέβαια, η Κερύνεια και η Αμμόχωστος και η Λευκωσία που ήταν στη μέση, η οποία στο τέλος μοιράστηκε και η μισή είναι στους Ελληνοκυπρίους και άλλοι μισοί είναι στους Τουρκοκύπριους. Πάντως ήταν πάρα πολύ άσχημη εμπειρία και επίσης είχα και πολύ άσχημη εμπειρία όταν έγινε το πραξικόπημα, στις 15 Ιουλίου, 5 μέρες δηλαδή πριν γίνει Τουρκική εισβολή, που ήμασταν στο χωριό της μητέρας μου, το Κάρμι. Εκεί είχαμε πάει για ένα γάμο και είχαμε μείνει και να κάνουμε και διακοπές και εκεί ακούγαμε τι γινόταν στη Λευκωσία, αλλά δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε εύκολα, γιατί δεν υπήρχαν και τα τηλέφωνα που υπάρχουν τώρα. Στο χωριό υπήρχε ένα τηλέφωνο. Στο σπίτι μας είχαμε τηλέφωνο, βέβαια, αλλά ο πατέρας μου που ήταν στη Λευκωσία δεν μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι και είχε βγάλει κάποιες μέρες στη δουλειά του, στο υπόγειο, γιατί από κει που ήταν, στο κέντρο της πόλης, και από εκεί ήταν επικίνδυνο να πάει στο σπίτι. Οπότε για κάποιες μέρες δεν μπορούσαμε να έχουμε επικοινωνία με τον πατέρα μου. Εμείς, βέβαια, σαν παιδιά δεν μπορούσαμε να αισθανθούμε αυτό το φόβο και την ανασφάλεια που αισθανόταν η μαμά μου. Εμείς λέγαμε: «Εντάξει, ο πατέρας μας κάπου θα είναι». Δεν μπορούσαμε να αισθανθούμε εμείς τόσο φόβο, όπως αισθανόταν η μαμά μου. Και εκεί στην Κερύνεια, στο χωριό της γιαγιάς μου, απλώς ακούγαμε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Δεν ξέραμε πολλά πράγματα. Είχαμε και κατ' οίκον περιορισμό όμως και δεν μπορούσαμε να μετακινηθούμε, να φύγουμε δηλαδή από το χωριό της μαμάς μου, το Κάρμι, και να πάμε στη Λευκωσία. Όταν σε 2 ή 3 μέρες –δεν ξέρω, δεν θυμάμαι ακριβώς– άνοιξε, δόθηκε η δυνατότητα να μετακινηθούμε, φύγαμε. Εμείς θέλαμε να συνεχίσουμε τις διακοπές μας με την αδερφή μου και λέει η μαμά μου: «Όχι, θα φύγουμε, γιατί δεν ξέρουμε τι κάνει ο πατέρας σας και πού είναι». Και η μαμά μου μάλλον φοβόνταν και είπε ότι εμείς θα φύγουμε. Η ξαδέλφη μου, που είχε 2 αγόρια, όμως, παρέμεινε στη μαμά της, εκεί στο χωριό. Η ξαδέρφη μου μεγάλη, βέβαια, είχε δύο παιδιά περίπου στην ηλικία μας. Οπότε εμείς φύγαμε και πήγαμε στη Λευκωσία και μετά από δύο ή τρεις μέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο, έγινε η Τουρκική εισβολή. Ξυπνήσαμε 05:00 το πρωί, με τους βομβαρδισμούς από τα αεροπλάνα. Και εμείς, τα παιδιά, ξυπνήσαμε, γιατί δεν ξέραμε τι ήταν και ο πατέρας μου και η μαμά μάς είπαν ότι έγινε τουρκική εισβολή. Και μετά αρχίσαμε να ακούμε τα ανακοινωθέντα και, και, και… όλα αυτά που ακολούθησαν, όλο αυτό το μεγάλο κακό που έγινε στην Κερύνεια, που κάναν απόβαση. Που θέλανε οι στρατιώτες να χτυπήσουν, οι Κύπριοι, οι Ελληνοκύπριοι, να χτυπήσουν τα καράβια και τους έλεγαν οι αξιωματικοί: «Όχι, μη χτυπήσετε, περιμένετε να κάνουν απόβαση, να βγουν πρώτα και μετά». Ναι, αλλά να βγουν πρώτα και μετά είναι αργά, ήταν γιατί ήταν προδομένος ο αγώνας. Η Χούντα δηλαδή είχε φροντίσει να κάνει ό,τι έκανε και να κάνει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο για τα συμφέροντα των Τούρκων και δεν ξέρω τα συμφέροντα που είχε η Χούντα. Δηλαδή ήταν ένας προδομένος αγώνας. Εγώ, όμως, σαν μικρή δεν μπορούσα να το αντιληφθώ αυτό. Δεν μπορούσα να το χωρέσει το μυαλό μου ότι ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο άσχημο και να ζοριστούμε τόσο πολύ και ότι ήταν δυνατόν να πάρουν μέρη. Και οι Τούρκοι στο τέλος έκαναν βόλτα, γιατί δεν είχαν αντίσταση. Και ακούγαμε το ανακοινωθέντα τα πολεμικά που έλεγε: «Αι ημέτεραι δυνάμεις αναδιπλώνονται ομαλώς», δηλαδή πήγαμε προς τα πίσω, γιατί δεν υπήρχε αντίσταση. Οι Τούρκοι προχωρούσαν και ανάμεσα στην πρώτη εισβολή και τη δεύτερη, δηλαδή 20 Ιουλίου ξεκίνησε η πρώτη, κράτησε 4 μέρες, πόσο κράτησε, και μέχρι στις 14 Αυγούστου οι Τούρκοι προχωρούσαν, γιατί δεν βρίσκανε καμία αντίσταση. Υποτίθεται υπήρχε κατάπαυση του πυρός, αλλά στην ουσία δεν υπήρχε. Οι Τούρκοι προχωρούσαν και έπαιρναν και μέρη, τα οποία δεν είχαν σκοπό να τα πάρουν και έφτασαν έξω από τη Λευκωσία. Και  βέβαια κάποια στιγμή μοιράστηκε και η Λευκωσία στη μέση και πας τώρα εκεί πέρα, πας στο κέντρο της πόλης, υπάρχουν οι κεντρικοί οδοί, οι εμπορικές οδοί που πήγαινες και περπατούσες και έφτανες μέχρι πέρα και τώρα είναι κομμένη στη μέση. Και από κει για να πας πρέπει να περάσεις στην άλλη πλευρά και από τη στιγμή που άνοιξαν τα σύνορα και μπορούμε να πάμε, πρέπει να δείχνουμε ταυτότητα-διαβατήριο, για να πάμε πού; Στην ίδια μας την πατρίδα! Είναι πάρα πολύ τραγικό, πάρα πολύ ζόρικο, αλλά, δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα. Και να πας, πηγαίνεις στη Λευκωσία, στο κέντρο της πόλης, πίνεις καφέ και δίπλα σου είναι τα [00:20:00]συρματοπλέγματα. Δηλαδή έχω βγάλει φωτογραφίες να είναι το συρματόπλεγμα και από κει και πέρα να φαίνονται τα εγκαταλειμμένα τα σπίτια, τα εγκαταλειμμένα μαγαζιά, αλλά δεν μπορείς να περάσεις από κει. Μόνο αν δείξεις ταυτότητα και μπεις σε ένα άλλο κράτος. Δεν είναι άλλο κράτος, τέλος πάντων να μπεις στην ίδια σου την πατρίδα, αλλά δείχνοντας στους Τούρκους την ταυτότητά σου. Δεν ξέρω τι άλλο πρέπει να σου πω. Ήταν πάντως πάρα πολύ άσχημη εμπειρία, πάρα πολύ ζόρικο. Θέλω πολύ να πάω σε κάποια μέρη από κει, να ανέβω στον πενταδάκτυλο που τον έχουν οι Τούρκοι, τον οποίο το βλέπουμε εμείς από τη μεριά της Λευκωσίας. Υπάρχει μία τεράστια σημαία, η οποία αναβοσβήνει το βράδυ, αναβοσβήνουν φώτα, τουρκοκυπριακή σημαία.      Βλέπουμε από μακριά τώρα τα κατεχόμενα, αλλά δεν μπορούμε να πλησιάσουμε. Το σπίτι μου είναι κοντά και στο αεροδρόμιο της Τύμβου, το οποίο είναι κοντά στο χωριό του πατέρα μου. Βλέπουμε το αεροπλάνο που ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, όλα πάνε στο τουρκοκυπριακό μέρος. Δεν είναι στο ελληνοκυπριακό. Υπήρχε το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, το οποίο τώρα είναι στη νεκρή ζώνη, δεν πάνε δηλαδή ούτε Ελληνοκύπριοι, ούτε Τουρκοκύπριοι. Εκεί δεν έχουμε πρόσβαση. Ήτανε ένα μέρος, που όταν έγινε το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ήταν ένα μέρος που εμείς μπορούσαμε άνετα να πάμε και να επισκεφτούμε. Ήτανε για μας ένα αξιοθέατο. Πηγαίναμε βόλτες στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Τώρα, όμως, δεν μπορούμε να πάμε προς τα εκεί, στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, δεν πάει κανένας, για εμάς ήτανε ένα αξιοθέατο. Τώρα όταν πας στην Κύπρο, πας στο αεροδρόμιο της Λάρνακας ή και στο αεροδρόμιο της Πάφου. Αυτά, δεν ξέρω αν… Ίσως κάτι παρέλειψα, ίσως κάτι δεν θυμάμαι να πω. Ήταν πάντως μία πολύ άσχημη εμπειρία και έχει μείνει το γιατί. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί η Χούντα πρώτα πρώτα έκανε ό,τι έκανε, γιατί έκανε την Τουρκική εισβολή; Μπορεί εδώ να το έχουν ξεχάσει ότι η Χούντα ήταν υπεύθυνη για ό,τι έγινε στην Κύπρο, αλλά εμείς δεν το έχουμε ξεχάσει. Τουλάχιστον πολλοί από μας, γιατί ίσως και κάποιοι στην Κύπρο να το ξεχνάνε, δεν ξέρω αυτό, δεν το ξέρω. Οι καινούργιες γενιές δεν τα έχουν ζήσει. Δηλαδή  τα παιδιά μου ακούνε από μένα, έχουν πάει και έχουν επισκεφτεί μαζί μου το χωριό της μαμάς μου και την Κερύνεια και από κει που έκαναν απόβαση οι Τούρκοι, στο Πέντε Μίλι που λένε, που έχουνε εκεί και μνημείο με δάχτυλα και δείχνουν. Οι Τούρκοι είναι ένα μεγάλο μνημείο, ένα μεγάλο χέρι με τα πέντε δάχτυλα και δείχνει. Τα έχουμε επισκεφτεί όλα αυτά, τους τα είπα. Το λιμανάκι της Κερύνειας που πηγαίναμε και κάναμε επισκέψεις, αλλά τώρα, δυστυχώς, μπορούμε να πάμε μόνο όταν περάσουμε στην απέναντι πλευρά, να πάμε σε αυτά τα μέρη.

Κ.Τ.:

Ήθελα να σας ρωτήσω κυρία Έλλη όταν αναφέρατε ότι βγαίνατε έξω με τους γείτονες και συζητούσατε και―

Ε.Ρ.:

Ναι―

Κ.Τ.:

Είχατε οδηγίες από κάποιον τι πρέπει να κάνετε σε περίπτωση που.

Ε.Ρ.:

Όχι, δεν είχαμε οδηγίες από κανέναν και από ό,τι μαθαίναμε αργότερα, γινόταν στα φυλάκια στο ελληνοκυπριακό και στο ελληνοτουρκικό, από τη μεριά δηλαδή των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων γίνονταν ανταλλαγή πυρών. Νομίζω ότι κάποιες φορές υπήρχαν και κάποιες απώλειες ζωών. Δηλαδή κάποιοι στρατιώτες μπορεί κάποια στιγμή να σκοτώθηκαν από αυτό. Έτσι τουλάχιστον μας έλεγε και ένας φίλος μου, ο οποίος όταν ήτανε φαντάρος στην εποχή του ‘74, ήταν δηλαδή... Δεν είχαμε από κανέναν οδηγία τι να κάνουμε, απλώς εμείς ακούγαμε τους πυροβολισμούς και δεν ξέραμε τι έγινε, προλάβανε οι Τούρκοι προς το ελληνοκυπριακό μέρος; Γίνεται κάτι άλλο; Δεν ξέραμε. Περιμέναμε μέχρι να καταλαγιάσει αυτό το κακό, να ηρεμήσουν τα πράγματα και μετά πήγαινα ξανά για ύπνο. Και αυτό επαναλαμβανόταν για πολλές μέρες, δεν θυμάμαι, ήταν, δεν πρέπει να 'ταν κάθε βράδυ, αλλά ήταν πολύ συχνά. Ήταν και επίσης μία τρομακτική εμπειρία όλο αυτό και πρέπει όλο τον Αύγουστο να γινόταν ίσως και το Σεπτέμβρη να συνέχιζε.           Τα σχολεία, βέβαια, δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν κανονικά. Στην Κύπρο είναι μόνο –ήταν από τότε μία βάρδια– μόνο πρωινή βάρδια, μετά την εισβολή κάποια σχολεία ήταν πρωινά και κάποια ήταν απογευματινά. Το σχολείο που πήγαινα εγώ στην πρώτη γυμνασίου, γιατί ήταν πολύ κοντά στην πράσινη γραμμή, πολύ κοντά στα κατεχόμενα, μεταφέρθηκε το δικό μου το σχολείο και μεταφέρθηκε σε ένα άλλο μέρος εκεί που ήτανε η Παιδαγωγική Ακαδημία, εκεί που πήγαιναν οι δάσκαλοι δηλαδή και εκεί στεγάστηκε δηλαδή για κάποια χρόνια εκεί το δικό μου το σχολείο. Το οποίο σχολείο το δικό μου, τώρα λειτουργεί κανονικά. [00:25:00]Πάω δηλαδή και βγάζω φωτογραφίες απέξω. Κάποια φορά το επισκέφτηκα με μαθητές από το σχολείο όταν ήμουνα στο σχολείο της Μελίκης, το επισκέφτηκα με συναδέλφους και με παιδιά –ήθελα πάρα πολύ να το επισκεφτώ– και το επισκεφτήκαμε με τα παιδιά. Κάναμε  πρόγραμμα δηλαδή, στα πλαίσια της Ολυμπιακής Παιδείας και το επισκεφτήκαμε το σχολείο το –συγνώμη– το σχολείο της Φανερωμένης και το επισκεφτήκαμε με τα παιδιά και ήταν μία πολύ ωραία εμπειρία για μένα. Οι συνάδελφοι μας υποδέχτηκαν πάρα πολύ καλά, σαν να μας ήξεραν από χρόνια, και επίσης είχαμε μία πολύ καλή φιλοξενία και εμείς και οι μαθητές, δηλαδή και τα παιδιά εκεί πέρα αγκάλιασαν τους μαθητές μας. Οι μαθητές δηλαδή ήταν δεν ξεχώριζαν είναι οι δικοί μας οι μαθητές που ήρθαμε από την – ήμασταν από τη Μελίκη τα παιδιά που ήταν σε εκείνο το σχολείο, το οποίο είναι τώρα πολυπολιτισμικό σχολείο. Έχει δηλαδή –γιατί είναι στο κέντρο της πόλης και έχει πολλούς ξένους– πάνε πολλά παιδιά από ξένες χώρες εκεί πέρα και λειτουργεί κανονικά το σχολείο τώρα, αυτό εκεί πέρα. Επίσης, έχω πάει και σε ένα άλλο ιστορικό σχολείο, το Παγκύπριο γυμνάσιο, εκεί πήγα στο λύκειο, το οποίο επισκέπτομαι όταν πάω στην Κύπρο. Εκεί είναι πάρα πολύ παλιό το σχολείο, είναι από το 1812 τα πρώτα κτίσματα του σχολείου αυτού και λένε ότι είχε και εκεί πέρα η Φιλική Εταιρεία είχε κάπου εκεί πέρα γραφεία, κρυψώνες, στο Παγκύπριο γυμνάσιο. Αυτά, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να πω.

Κ.Τ.:

Έχω να σας ρωτήσω―

Ε.Ρ.:

Να με ρωτήσεις―

Κ.Τ.:

Ξέρατε κάποιον άνθρωπο, είχατε συγγενείς από τα μέρη που υποτάχτηκαν πλέον από τους Τούρκους;

Ε.Ρ.:

Ναι, είχαμε πάρα πολλούς συγγενείς, γιατί και το χωριό του πατέρα μου και το χωριό της μητέρας μου το πήραν Τούρκοι και είχαμε πολλούς και που πέθαναν, που τους σκότωσαν, και πολλούς αγνοούμενους. Από το χωριό του πατέρα μου πήραν πάρα πολλούς ανθρώπους και μεγάλης ηλικίας, τους πήραν και εξαφανίστηκαν. Κάποιοι λένε τους έβγαλαν έξω από το χωριό και τους σκότωσαν. Κάποιοι άλλοι ότι ήταν στις φυλακές της Τουρκίας. Δεν μπορούμε να ξέρουμε όμως τι έγιναν αυτοί οι άνθρωποι, αν ζουν. Αν ζουν, οι περισσότεροι θα έχουν πεθάνει βέβαια, γιατί θα είναι μεγάλοι. Ίσως κάποιοι έμειναν εκεί πέρα, κάποιους τους σκότωσαν, κάποιοι ήταν στις φυλακές, δεν ξέρω. Πάντως από την μεριά του πατέρα μου, από το χωριό του πατέρα μου, είχε πάρα πολλούς αγνοούμενους. Από το χωριό της μητέρας μου όχι τόσους πολλούς, παρόλο που ήταν κι εγκλωβισμένοι. Δηλαδή η ξαδέρφη που ήταν με τα δυο της τα παιδιά ήταν εγκλωβισμένοι μία βδομάδα, 10 μέρες στο Κάρμι και τους είχαν οι Τούρκοι και τους πήγαιναν από δω και από κει και δεν τους ελευθέρωναν στην αρχή και κάποια στιγμή, ευτυχώς, τους απελευθέρωσαν. Και η ξαδέρφη μου που είχε 2 αγόρια, τα οποία μπορεί να ήταν μικρά σε ηλικία, αλλά οι Τούρκοι τους είχαν από κοντά, ειδικά τον μεγάλο μου τον ξάδερφο, ο οποίος ήταν 10 χρόνων, αλλά ήταν μεγάλος για την ηλικία του φαινόταν, τον είχε ο Τούρκος από κοντά με το όπλο, γιατί φοβόταν μην τυχόν και αυτό το παιδί κάνει κάτι και κινδυνεύσουν οι Τούρκοι. Και η ξαδέρφη μου καθόταν λίγο πιο πίσω και να βλέπει το παιδί να το έχει μπροστά ο Τούρκος και να το έχει με το όπλο. Αυτή ήτανε νέα, και θυμάμαι τον άντρα της ξαδέρφης μου, ο οποίος όταν προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη γυναίκα του και δεν μπορούσε, γιατί υπήρχε ένα τηλέφωνο και είχαν κοπεί και τα τηλέφωνα, είχε έρθει και σαν μικρό παιδί έκλαιγε στο σπίτι μας. Και όταν είσαι παιδί μικρό και βλέπεις ένα μεγάλον άνδρα να κλαίει, ε, κι εσύ δεν είσαι και ευχαριστημένη. Ευτυχώς κάποια στιγμή τους απελευθέρωσαν και δεν είχαν πρόβλημα. Βέβαια, άφησαν τα πάντα, ό,τι είχαν εκεί πέρα τα άφησαν. Δεν μπορούσαν να… με τα ρούχα που φορούσαν δηλαδή έφυγαν και αυτό είναι το λιγότερο, γιατί, ευτυχώς, γλίτωσαν τη ζωή τους και η ξαδέλφη μου είχε σπίτι στη Λευκωσία κι έμενε δηλαδή, δεν έμενε στη... απλώς είχε πάει διακοπές στη μαμά της.

Κ.Τ.:

Πώς επανέρχεται κάποιος αφήνοντας τα υπάρχοντά του; Τη ζωή του; Πώς το ζήσατε;  Δηλαδή η ξαδέρφη σας, για παράδειγμα... τι ζήσατε;

Ε.Ρ.:

Η ξαδέρφη μου είχε αφήσει τα πάντα. Δηλαδή είχε χρυσαφικά, είχε λεφτά, τα οποία τα έκρυψαν –έσκαψαν και τα έκρυψαν κάπου– πιστεύω ότι κάποιοι κάποια στιγμή θα τα ανακάλυψαν. Αυτή είχε βέβαια τα πράγματά της τα πολλά τα είχε στη Λευκωσία, στο σπίτι της, αλλά ό,τι είχε από προσωπικά είδη και αυτή και η θεία μου και τα ξαδέλφια μου, τα οποία είχαν τα αυτοκίνητά τους – τα παράτησαν τα αυτοκίνητα τους, τα πήρανε οι Τούρκοι. Αυτοί γύρισαν –ήταν φαντάροι και γύρισαν μετά από μέρες, μπορεί να ήταν και ένας μήνας– και, θυμάμαι, ήταν... δηλαδή ήταν τόση βρόμα πάνω τους που τα μαλλιά τους να τα έβλεπε σε τι κακό χάλι και τα ρούχα τους πόσο ήταν και αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Άφησαν τα πάντα και έπρεπε από την αρχή να κάνουν τη ζωή τους. Η ξαδέλφη μου φιλοξενούσε επτά άτομα στο σπίτι της. Δηλαδή [00:30:00] φιλοξενούσε τον αδερφό της με την οικογένειά του και φιλοξενούσε τον αδερφό της τον ελεύθερο και τους γονείς της. Ήταν δηλαδή αυτοί 4 και φιλοξενούσε και άλλους 7 για πολύ καιρό, γιατί έπρεπε κάπου να μείνουνε οι άνθρωποι. Η θεία μου, επίσης, φιλοξενούσε –δίπλα μας– φιλοξενούσε πολλά άτομα. Εμείς φιλοξενούσαμε άτομα. Για πολλές μέρες, δηλαδή, είχαμε άτομα που τα φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας. Οι άνθρωποι περίμεναν ανά πάσα στιγμή να ανοίξουνε τα σύνορα και να πάνε. Έλεγαν συνέχεια: «Α, τώρα θα πάμε, σε λίγες μέρες θα πάμε, μας υποσχέθηκαν θα πάμε. Θα πάμε σε μία εβδομάδα, θα πάμε σε 1 μήνα, θα πάμε σε 6 μήνες». Αλλά περνούσαν τα χρόνια και τα πράγματα δεν άλλαζαν και τώρα πήγαν σαν επισκέπτες και τους έβλεπαν οι Τουρκοκύπριοι. Κάποιοι τους υποδέχονταν καλά και τους έλεγαν: «Καλώς ήρθατε στο σπίτι σας. Ελάτε να φάμε μαζί. Ελάτε να σας ξεναγήσουμε» τους κρατούσαν τις φωτογραφίες που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ή κάποια προσωπικά τους είδη τους τα έδιναν. Αλλά δεν έπαυε να μένει κάποιος άλλος στο σπίτι τους. Και τώρα βλέπουμε τις φωτογραφίες που έχουμε από αυτά τα μέρη.

Κ.Τ.:

Μάλιστα. Ήθελα να σας ρωτήσω και κάτι ακόμα, το οποίο δεν ξέρω, δεν νομίζω ότι κανένας μας δεν μπορεί να σκεφτεί τώρα και να νιώσει πώς το βιώσατε. Τα βράδια όταν ακούγατε τους βομβαρδισμούς, τους πυροβολισμούς, θυμάστε καθόλου τι περνούσε από το μυαλό σας;

Ε.Ρ.:

Ναι, φοβόμουνα πάρα πολύ. Αφού να σκεφτείτε ότι –γιατί φιλοξενούσαμε κόσμο– κοιμόμουνα στο ίδιο κρεβάτι με την αδερφή μου και δεν ήθελα να κοιμάμαι προς τη μεριά του τοίχου, γιατί φοβόμουνα ότι αυτό το αντιαεροπορικό που ήταν εκεί πέρα θα πετούσε κάτι στο σπίτι μας και ότι άμα ήμουν από την έξω μεριά θα ήμουνα πιο προφυλαγμένη. Αυτό ήταν στο μυαλό ενός παιδιού. Φοβόμουνα πάρα πολύ. Δηλαδή ήμουνα συνέχεια κοντά στον πατέρα μου, δεν ήθελα να είμαι μακριά από τον πατέρα μου. Έτρωγα γρήγορα γρήγορα το φαγητό μου, για να μπορώ να βγω έξω, που εγώ συνήθως έτρωγα, έκανα πολλή ώρα για να φάω το φαγητό μου, ήμουνα πολύ αργή στο φαγητό. Και όμως από τότε και μετά εγώ έτρωγα πολύ γρήγορα, για να σηκωθώ να βγω έξω, γιατί αισθανόμουν μεγαλύτερη ασφάλεια έξω, έλεγα ότι θα δω τι θα γίνει. Περνούσαν τα αεροπλάνα από πάνω μας και δεν ξέραμε πού θα ρίξουν τις βόμβες. «Θα κάνουν λάθος; Θα πάνε στο στρατόπεδο που είναι στα 500 μέτρα πιο πέρα ή θα το ρίξουν στο σπίτι μας; Θα το ρίξουν στη γειτονιά μας;» Ήταν πάρα πολύ άσχημη εμπειρία. Λέγαμε διάφορα, ο κόσμος έλεγε διάφορα. Τι θα γίνει; Πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Οι μεγάλοι ήξεραν περισσότερα από μας και έλεγαν ότι είναι προδομένος ο αγώνας και ότι θα πάρουν οι Τούρκοι κάποια μέρη, αλλά και αυτοί δεν πίστευαν ότι θα πάρουν τόσα μέρη και ότι οι Τούρκοι θα έκαναν βόλτα. Εγώ, όμως, δεν πίστευα, δηλαδή δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό μου ότι ήταν αυτό το πράγμα τόσο κακό. Και για χρόνια πολλά, όταν ήρθα κάποια στιγμή το ’79, ήρθα στην Ελλάδα σαν φοιτήτρια και άκουγα αεροπλάνα στην αρχή τρόμαζα, γιατί εκεί δεν περνούσαν αεροπλάνα πάνω από το σπίτι μας, αυτά τα 5 χρόνια από το ’74 μέχρι το 79, και όταν ήρθα στην Ελλάδα και άκουγα αεροπλάνα, εγώ φοβόμουνα. Δηλαδή πέρασε καιρός για να καταλάβω ότι αυτά δεν ήταν αεροπλάνα πολεμικά, παρ’ όλο που είχαν περάσει και τόσα χρόνια. Ήταν όμως πολύ πάρα πολύ άσχημη εμπειρία αυτή. Για αυτό και τώρα κάποια φορά που λέω στα παιδιά, που ξεσηκώνονται να κάνουμε πόλεμο, να πάρουμε το ένα, να πάρουμε το άλλο και λέω: «Δε ζήσατε πόλεμο εσείς για να καταλάβετε» για αυτό. Και τώρα τα προσφυγάκια που έρχονται, κατά ένα πολύ μικρό μέρος μπορώ να τα καταλάβω, γιατί αυτά πήγαν σε άλλη πατρίδα, έρχονται σε άλλες χώρες, ενώ εμείς τουλάχιστον είμαστε στην ίδια πατρίδα. Δηλαδή οι περισσότεροι ήρθαν στο ελεύθερο κομμάτι, ενώ αυτά τα προσφυγάκια φύγαν πολύ μακριά και πρέπει να φτιάξουν τη ζωή τους σε ένα άλλο μέρος, με άλλα ήθη και έθιμα, με άλλη γλώσσα.

Κ.Τ.:

Μάλιστα, δεν έχω να σας ρωτήσω κάτι άλλο κυρία Έλλη, άμα θέλετε να προσφέρετε εσείς κάτι.

Ε.Ρ.:

Απλώς να μην ξεσηκώνουμε τα παιδιά και να μη λέμε συνέχεια για πολέμους και αυτά, γιατί ο πόλεμος δεν φέρνει ποτέ λύση. Δεν υπάρχει περίπτωση να λυθεί κάτι με πόλεμο, αν θα λυθεί κάτι, θα λυθεί με ειρηνικό τρόπο. Με πόλεμο δεν υπάρχει περίπτωση να λυθεί κάτι, για αυτό δεν πρέπει να ξεσηκώνουμε τα παιδιά και να τους μιλάμε για πόλεμο και να κάνουμε πόλεμο να πάρουμε κάτι. Δεν υπάρχει περίπτωση να πάρουμε κάτι με πόλεμο, είμαστε και πολύ μικροί και με πόλεμο συνήθως λίγα πράγματα παίρνεις. Χάνεις πάρα πολλές ζωές, χάνεις περιουσίες, αλλά στην ουσία, δηλαδή κερδισμένος δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις. Δηλαδή μπορούμε να κάνουμε κάτι μόνο με συζήτηση και με καλή [00:35:00]θέληση μπορούμε να κάνουμε και πρέπει να δεχόμαστε τους πρόσφυγες και όλους που έρχονται, τους ξένους, πρέπει να τους δεχόμαστε εδώ, να τους φιλοξενούμε, γιατί οι άνθρωποι πέρασαν πάρα πολύ άσχημα. Για να φτάσει κάποιος να φύγει από την πατρίδα του, σημαίνει ότι δεν περνούσε καθόλου καλά στην πατρίδα και ότι οι εμπειρίες του είναι πάρα πολύ άσχημες. Οι εμπειρίες μου αυτές είναι πολύ άσχημες. Συνήθως ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται και για αυτό χάρηκα πάρα πολύ όταν είχα την ευκαιρία να πω κάτι, να το πω. Πριν από λίγο καιρό είχα πάει σε συγγενικό σπίτι και ήταν κάποιο παιδί το οποίο είναι γύρω στα 35 με 40 και ήθελε να μάθει για την εισβολή. Και ήταν η πρώτη φορά που μετά από πολλά χρόνια κάποιος ενδιαφέρθηκε και να καθίσει να του πω κάποια πράγματα και του ‘δειξα και φωτογραφίες, πώς είναι το σπίτι της γιαγιάς μου, πώς ήταν κάποια άλλα σπίτια στο χωριό της γιαγιάς μου, πώς είναι τώρα το σπίτι της γιαγιάς μου, παρόλο που δεν μπορώ να το επισκεφτώ. Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν πολύ μεγάλο σπίτι –παλιό βέβαια, πολύ παλιό– γιατί εγώ πήγαινα μέχρι το ‘73 εκεί πέρα, ‘74 πήγα την τελευταία φορά. Ο παππούς μου είχε ελαιοτριβείο κάτω από το σπίτι και από πάνω ήταν το σπίτι. Ήτανε πολύ μεγάλο σπίτι, με το ελαιοτριβείο και τους στάβλους και ό,τι μπορεί να έχει ένα σπίτι εκεί πέρα. Και όλα αυτά τα αφήσαμε και δεν μπορούμε. Έχουμε όλοι τίτλους ιδιοκτησίας από όλα τα κτήματα που έχουν και ό,τι περιουσία είχαν οι γονείς μου, έχουμε εμείς τους τίτλους ιδιοκτησίας, αλλά απλώς έχουμε τα χαρτιά εμείς. Δυστυχώς κάποιοι άλλοι τα ορίζουν αυτά και κάποιοι άλλοι τα χαίρονται.

Κ.Τ.:

Θα μας κάνετε την τιμή, κάποια στιγμή, να μας δείξετε και εμάς τις φωτογραφίες αυτές;

Ε.Ρ.:

Βέβαια, βέβαια θα σας τις δείξω αυτές τις φωτογραφίες από τα κατεχόμενα, από το χωριό της μαμάς μου πιο πολύ, γιατί του πατέρα μου δεν πήγα, γιατί πρέπει κάποιος να με πάει και δεν έχω κάποιον τόσο στενή σχέση που να πηγαίνει, γιατί είναι κάποιοι που αρνούνται να πάνε στα κατεχόμενα, δεν θέλουν. Ο άντρας μου δεν ήθελε να πάει, πήγα εγώ με τα παιδιά. Εγώ από τη μία θέλω να πάω και από την άλλη ζορίζομαι πάρα πολύ, στεναχωριέμαι, κλαίω, αλλά θέλω να πάω να δω αυτά τα μέρη. Δεν θέλω να δώσω τίποτα στους Τούρκους. Κάποιοι λένε ότι οι Τουρκοκύπριοι οι καημένοι και αυτοί υπέφεραν, κάποιοι υπέφεραν και Τουρκοκύπριοι δεν αντιλέγω. Αλλά πάλι και εμείς υποφέραμε πάρα πολύ και πρέπει να πάρουν απόφαση στην Κύπρο ότι και οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι έπρεπε να ζήσουν από πάντα καλά, μαζί. Μπορούσαν να συμβιώσουν. Αλλά υπήρχαν κάποιοι που δεν το ήθελαν αυτό και όλα και κάποιοι από το λαό, αλλά και κάποιοι από τις ηγεσίες που δεν ήθελαν να συμβιώσουν Ελληνοκύπριοι με Τουρκοκύπριοι. Έπρεπε όλοι μαζί να μπορούμε και οι 2 κοινότητες να ζήσουμε ειρηνικά. Υπήρχαν χωριά που ζούσαν ειρηνικά, αλλά υπήρχαν και κάποια χωριά που ένας δημιουργούσε προβλήματα –και σοβαρά προβλήματα– στον άλλον.

Κ.Τ.:

Μάλιστα κυρία Έλλη―

Ε.Ρ.:

Δεν ξέρω αν είπα πάρα πολλά και αν δεν έπρεπε να πω τόσα πολλά―

Κ.Τ.:

Όχι, ήτανε περιγραφικότατα―

Ε.Ρ.:

Ναι, αλλά είναι οι εμπειρίες μου αυτές. Τώρα πάω στην Κύπρο, χαίρομαι πάρα πολύ όταν πάω στην Κύπρο – δεν μπορώ να πηγαίνω κάθε καλοκαίρι. Συνήθως κάθε 2 καλοκαίρια ή κάποιες φορές για άλλους λόγους μπορεί να πάω και ενδιάμεσα. Υπάρχει το πατρικό το σπίτι, στη Λευκωσία, το συντηρούμε όσο μπορούμε, πάμε εκεί πέρα, κρατάω πολύ καλές σχέσεις με τους συγγενείς, με ό,τι συγγενείς μπορώ να βρω, έχουμε πολύ καλές σχέσεις και χαίρομαι πάρα πολύ, παρόλο που δεν ζουν οι γονείς μου, να ‘ναι εκεί πέρα, αλλά εγώ θέλω να πηγαίνω. Και τα παιδιά πηγαίνουν και θέλουν και αυτά, αλλά όταν ήταν πιο μικρά βέβαια πηγαίναμε μαζί. Τώρα μεγάλωσαν. Ο μικρός ήρθε το καλοκαίρι μαζί μας –ο μικρός να λέμε 26 χρονών, βέβαια, δεν είναι πολύ μικρός– ο όποιος ήθελε να δει και τους συγγενείς, να γυρίσει να δει κάποια μέρη και πιστεύω ότι πέρασε καλά. Πολύ θέλω εγώ να πηγαίνω. Δηλαδή δεν θέλω να ξεκόψω ούτε από τους συγγενείς –με τους οποίους έχουμε και τηλεφωνική επικοινωνία, τώρα τα μέσα είναι πολύ πιο εύκολα, να επικοινωνείς με τους συγγενείς και να τους βλέπεις– και θέλω και να πηγαίνω και να κάνω και βόλτες εκεί πέρα και δεν ξεχνάω δηλαδή από πού ξεκίνησα. Την Κύπρο την αγαπάω πάρα πολύ. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω, γιατί είναι διαφορετικός ο τρόπος της ζωής. Εγώ έχω ζήσει διαφορετικά εδώ πέρα, στην Ελλάδα, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω. Βέβαια, ίσως στην αρχή ήταν δύσκολη προσαρμογή, μετά θα ήταν πιο εύκολο. Όταν κάποια στιγμή βγω στη σύνταξη –έχω κάποια χρόνια βέβαια ακόμα, δυστυχώς θα βγω αργά– θα έχω τη δυνατότητα να πηγαίνω στην Κύπρο πολύ πιο συχνά και να κάθομαι, δηλαδή μπορώ να κάτσω και 1 και 2 μήνες. Προς το παρόν, όμως, πάω όταν έχω διακοπές.

[00:40:00]

Κ.Τ.:

Η διαφορά ζωής που λέτε πού έγκειται;

Ε.Ρ.:

Είναι διαφορετική η νοοτροπία τους. Είναι πιο νεόπλουτοι, να το πούμε, έχουνε... Διαφορετικά βλέπουν τη ζωή, υπάρχουν πιο πολλά λεφτά, ο κόσμος έχει πιο πολλά λεφτά, παίρνουν περισσότερα λεφτά. Δεν υπάρχει ανεργία όπως υπάρχει εδώ πέρα, δηλαδή βρίσκεις δουλειά να κάνεις. Δηλαδή όποιος θέλει να βρει δουλειά, θα βρει. Μπορεί να μη βρει ακριβώς την ειδικότητά του, αλλά μπορείς να βρεις δουλειά. Και εξάλλου υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά από δω που πάνε στην Κύπρο για να δουλέψουν. Η ανιψιά μου η οποία δεν έβρισκε δουλειά εδώ πέρα –έχει τελειώσει υπομηχανικός– πήγε στην Κύπρο και βρήκε δουλειά σε μία κατασκευαστική εταιρεία. Και τώρα είναι εκεί πέρα στην Κύπρο, μένει στο σπίτι της, έχει δικό της σπίτι μένει με τον αρραβωνιαστικό της, ο οποίος δουλεύει εκεί πέρα επίσης και είναι ευχαριστημένη. Στην αρχή και αυτοί ζορίστηκαν να προσαρμοστούν, είχαν συνηθίσει αλλιώς. Ίσως κάποιους τους ζορίζει και το στενό... το ότι είναι νησί και δεν μπορούν εύκολα να μεταφερθούν, να πάνε σε άλλο μέρος. Όμως έχουν συνηθίσει και ενώ πήγαν για να μείνουν λίγα χρόνια, δεν βλέπω να θέλουν να φύγουν. Επίσης, η ανιψιά μου –η άλλη η ανιψιά μου, η αδερφή της, που μένει στο Λονδίνο– σκέφτεται και αυτή να μετακομίσει με τον αρραβωνιαστικό της, που είναι απ’ τη Μαδρίτη, να μετακομίσουν και αυτοί στη Λευκωσία και να βρουν δουλειά και να δουλέψουν. Δηλαδή πάρα πολύς κόσμος πάει στην Κύπρο να δουλέψει, γιατί υπάρχουν πολλές δουλειές. Και στην αρχή μπορεί να σου φαίνεται λίγο κάπως αλλιώς ο τρόπος ζωής, αν και μοιάζει πάρα πολύ με τον εδώ, αλλά είναι η νοοτροπία, είναι πιο πλούσιος ο κόσμος και φαίνεται κάπως αλλιώς και τα παιδιά τους στα σχολεία είναι πιο κακομαθημένα. Ναι, είναι πιο κακομαθημένα τα παιδιά, γιατί είναι πιο πλούσια. Συνήθως, πολλές φορές μεγαλώνουμε όχι με τους γονείς, δηλαδή υπάρχουν νταντάδες οι οποίες είναι... έρχονται από διάφορα μέρη, από Σρι Λάνκα, από Ινδία, εκεί φτωχοί, πάνε στην Κύπρο και δουλεύουν και πολλές φορές τα παιδιά μεγαλώνουν σε ξένο περιβάλλον – σε ξένο περιβάλλον λέγοντας, δηλαδή η νταντά είναι ξένη. Υπάρχουν βέβαια και οι γονείς, αλλά ζουν κάπως διαφορετικά, μαθαίνουν αλλιώς. Γι’ αυτό είναι πιο κακομαθημένα τα παιδιά, οπότε μεγαλώνοντας είναι και πιο κακομαθημένοι σαν έφηβοι- είναι πολύ λογικό. Παρόλα αυτά είναι πολύ φιλόξενος κόσμος, τουλάχιστον εμείς που πάμε είμαστε πάρα πολύ ευχαριστημένοι. Όλοι οι συγγενείς και φίλοι να μας καλέσουν στα σπίτια τους, να μας πάνε βόλτες, δηλαδή περνάμε πάρα πολύ ωραία όταν πάμε. Και εκεί τρώμε βέβαια πολύ, σουβλάκι και σεφταλιές, κεφτοκλέφτικο, τα παραδοσιακά της Κύπρου.

Κ.Τ.:

Μάλιστα, ωραία, κυρία Έλλη. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ

Ε.Ρ.:

Δεν ξέρω αν έχω κάτι άλλο να προσθέσω. Πάντως ήταν μία πάρα πολύ άσχημη εμπειρία της εισβολής. Δηλαδή και τώρα που τα λέω και τα θυμήθηκα κάπου ζορίστηκα, αλλά μου άρεσε που τα είπα, που κάποιος άλλος μπορεί να ακούσει αυτά τα λόγια και να μάθει, ίσως, κάποια πράγματα και να σκεφτεί ότι πρέπει να ζούμε σε ειρήνη και να μη θέλουμε τον πόλεμο. Αυτά.

Κ.Τ.:

Ωραία κατακλείδα ήταν αυτή―

Ε.Ρ.:

Ναι―

Κ.Τ.:

Ευχαριστώ πολύ που μοιραστήκατε μαζί μας.

Ε.Ρ.:

Να ‘σαι καλά και εγώ σε ευχαριστώ.